Η Μετάτειρα ήταν σύζυγος του πρώτου και αρχαιότερου από τους τέσσερις μυθικούς βασιλιάδες της Ελευσίνας που αναφέρονται στον ομηρικό ύμνο στη Δήμητρα: του Κελεού. Μαζί απέκτησαν την Καλλιδίκη, την Καλλιθόης, την Κλεισιδίκη, τη Δημώ και τον Δημοφώντα. Ο γιος τους ήταν νεογέννητο, όταν οι κόρες τους, στην πηγή όπου είχαν πάει για να πάρουν νερό, συνάντησαν τυχαία τη θεά Δήμητρα που, μεταμορφωμένη σε θνητή και γριά, τριγυρνούσε, για να βρει την κόρη της Περσεφόνη που την είχε αρπάξει ο Πλούτωνας. Η θεά, που καθόταν σε μια πέτρα –από εκείνη ονομάστηκε Αγέλαστη–, κοντά στο Καλλίχορο πηγάδι, συστήθηκε με το όνομα Δηώ (δήω = συναντώ, ευρίσκω) και εκείνες, νομίζοντας ότι η γυναίκα ζητούσε δουλειά, της πρότειναν να τις ακολουθήσει στο παλάτι και εκεί να αναλάβει να μεγαλώσει τον μικρό τους αδελφό. Η θεά δέχτηκε, συνάντησε τη Μετάνειρα που βαστούσε το παιδί, δέχτηκε τις περιποιήσεις της έμπιστης του παλατιού Ιάμβης και ανέλαβε τη φροντίδα του παιδιού. Ο Δημοφώντας μεγάλωνε και άνθιζε με τρόπο που προκαλούσε τον θαυμασμό των γονιών του, οι οποίοι δεν μπορούσαν να ξέρουν ότι η παραμάνα του παιδιού ήταν θεά που μετερχόταν όλα τα μέσα για να κάνει το παιδί αθάνατο:
Μεγάλωνε όμοιος με θεό δίχως να τρώει στάρι
ούτε και που βύζαξε το μητρικό το γάλα
μα η Δήμητρα τον άλειβε σα γιο θεού μ’ αμβροσία.
Γλυκά πάνω του φύσαγε βαστώντας τον στον κόρφο
τη νύχτα όμως σαν δαυλό στο πυρ έκρυβε μέσα
κρυφά απ’ τους προσφιλείς γονιούς που το ‘χαν μέγα θαύμα
πώς έθαλλε και φούντωνε τέλειος θεός να μοιάζει.
(Ομ. Ύμν. 235-241)
Όμως, ένα βράδυ η Μετάνειρα, τυχαία ή επειδή παραφύλαξε, είδε το παιδί στη φωτιά και φοβισμένη έβαλε τις φωνές (κατά άλλους αυτό το έκανε η τροφός του Δημοφώντα Πραξιθέα, που όμως θεωρείται και ένα άλλο όνομα της Μετάνειρας):
Και θα τον έκαμνε κι αγέραστο κι αθάνατο,
αν η καλλίζωστη Μετάνειρα στην αφροσύνη της επάνω
μια νύχτα από τη μυρωδάτη κάμαρά της παραφυλώντας
δεν τα ’βλεπε· έσκουξε και χτύπησε κάτω τα δυο ποδάρια,
φοβήθηκε για το παιδί, σφίχτηκε η ψυχή της
και σε θρήνους ξέσπασε λέγοντας λόγια φτερωτά:
Παιδί μου, Δημοφώντα μου, η ξένη αυτή μες σε τρανή φωτιά
κρύβει το σώμα σου και σε μένα θρήνους και βάσανα προσφέρει.
Έτσι είπε κλαίγοντας, και η πάνσεπτη θεά την άκουσε.
(Ομ. Ύμν. 242-251)
Τότε η Δήμητρα, οργισμένη, σταμάτησε τη διαδικασία, αποκάλυψε την ταυτότητά της –η Δήμητρα είμαι, η πολυτιμημένη–, πήρε τη πανέμορφη μορφή της και αποκάλυψε την πρόθεση αλλά και την κατάληξη του εγχειρήματός της:
Και μάρτυς μου ο όρκος των θεών στ’ αμείλικτο νερό της Στὐγας,
θα ’κανα αθάνατο κι αγέραστο για πάντα
το προσφιλές παιδί σου κι άφθαρτη θα του ’δινα τιμή·
τώρα όμως δεν γίνεται τον χάρο και τη μοίρα ν’ αποφύγει.
Αλλ’ όμως άφθαρτη τιμή του θα ’ναι πάντα που στα γόνατα
κάθησε τα δικά μου και κοιμήθηκε στην αγκαλιά μου.
(Ομ. Ύμν. 259-264)
Ζήτησε να της κτίσουν ναό και υποσχέθηκε ότι θα διδάξει στους Ελευσίνιους τα μυστήριά της. Μόνο την άλλη μέρα η Μετάνειρα και οι κόρες της είπαν την αλήθεια στον Κελεό:
Βγήκε η θεά απ’ το παλάτι και τότε της Μετάνειρας μεμιας
της λύθηκαν τα γόνατα, κι ώρα πολλή έμεινε άφωνη,
και το παιδί της το μικρό ούτε που σκέφτηκε να το σηκώσει από κάτω.
Οι αδερφές του άκουσαν τη σπαραχτική φωνή του
και πήδηξαν απ’ τις καλοστρωμένες κλίνες· μια πήρε
το παιδί στα χέρια και το ’βαλε στον κόρφο της,
άλλη φρόντισε τη φωτιά, η τρίτη έσπευσε με πόδια ελαφροπάτητα
να βγάλει τη μητέρα απ’ την ευωδιαστή την κάμαρα.
Κι αφού μαζεύτηκαν τριγύρω απ’ το παιδί που σπαρταρούσε,
το ’λουζαν γεμάτες τρυφερότητα, μα η καρδούλα του δεν ηρεμούσε,
γιατί το βάσταγαν αυτές, αδέξιες τροφοί και παραμάνες.
Κι αυτές όλη τη νύχτα εξευμένιζαν την ένδοξη θεά
τρέμοντας από φόβο, κι όταν φάνηκε η αυγή
είπαν στον δυνατό τον Κελεό όλη την αλήθεια,
για όσα παράγγειλεν η θεά, η καλλιστεφανωμένη Δήμητρα.
(Ομ. Ύμν. 282-296)
Όταν ο Κελεός πέθανε, η Δήμητρα συμπαραστάθηκε στη Μετάνειρα και τον Τριπτόλεμο, που επίσης λεγόταν γιος του, με λόγους παρηγορητικούς (Νόνν. 19.87-90). Η Μετάνειρα λατρευόταν στην Ελευσίνα με θεϊκές τιμές. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι κοντά στην πηγή, όπου τα κορίτσια του ζεύγους συνάντησαν τη θεά, υπήρχε κατά τα ιστορικά χρόνια ιερό της Μετάνειρας –ὀλίγῳ δὲ ἀπωτέρω τοῦ φρέατος ἱερὸν Μετανείρας ἐστὶ (1.39.2).