Σύμφωνα με μια παράδοση η Εστία ανήκε στις προολύμπιες θεότητες και λεγόταν γυναίκα του Ουρανού, μητέρα του Τιτάνα, του Κρόνου, της Ρέας και της Δήμητρας: υἱοὺς δὲ αὐτῷ γενέσθαι ἀπὸ γυναικὸς Ἑστίας Τιτᾶνα καὶ Κρόνον, θυγατέρας δὲ Ῥέαν καὶ Δήμητρα. Κρόνον δὲ βασιλεῦσαι μετὰ Οὐρανόν, καὶ γήμαντα Ῥέαν γεννῆ σαι Δία καὶ Ἥραν καὶ Ποσειδῶνα. (Διόδ. Σικ. 6.1.9). Στη συνηθέστερη εκδοχή η Εστία κατατάσσεται στην πρώτη γενιά των θεών του Ολύμπου ως η πρωτότοκη κόρη του Κρόνου και της Ρέας, αδερφή της Ήρας, της Δήμητρας, του Δία και του Ποσειδώνα: Κρόνου δὲ καὶ Ῥέας λέγεται γενέσθαι τήν τε Ἑστίαν καὶ Δήμητραν καὶ Ἥραν, ἔτι δὲ Δία καὶ Ποσειδῶνα καὶ Ἅιδην (Διόδ. Σικ. 5.68.1). Ο χρησμός των παππούδων τους, Ουρανού και Γης, πως ήταν γραφτό [ο πατέρας Κρόνος] να χάσει την εξουσία από δικό του παιδί, έφερε όλα τα παιδιά σε κοινή μοίρα: ο πατέρας τους τα κατάπινε αμέσως μετά τη γέννησή τους. Και πρώτη κατάπιε την Εστία, αμέσως μόλις γεννήθηκε, ύστερα τη Δήμητρα και την Ήρα, και μετά από αυτές τον Πλούτωνα και τον Ποσειδώνα. Και αφού πρώτη κατάπιε την πρωτότοκη κόρη του ο Κρόνος, τελευταία βγήκε από τα σωθικά του. Όταν ανέλαβε πλέον ο αδελφός της, ο Δίας, τον έλεγχο των θεών, του είπε πως δεν επιθυμούσε να παντρευτεί, παρά τον γεγονός ότι την πόθησαν ο Απόλλωνας και ο Ποσειδώνας, θεοί που μετακινούνται διαρκώς σε αντίθεση με την ίδια. Οι τρεις θεοί λατρεύονταν από κοινού στον ναό των Δελφών, ενώ Εστία και Ποσειδώνας εμφανίζονται μαζί και στην Ολυμπία (Παυσ. 5.26). Ο Δίας έκανε τη χάρη στην αδελφή του να της επιτρέψει να μείνει για πάντα παρθένα και αιώνια πάναγνη κάτω από την προστασία του. Για να την τιμήσει, όρισε να τη θεωρούν οι άνθρωποι ως την πρώτη μεταξύ των γυναικείων θεοτήτων, να έχει πάντα τη θέση της στο κέντρο του σπιτιού και σε όλους τους ναούς να απονέμονται τιμές και σε εκείνην. Επομένως, ήταν θεά της οικογενειακής εστίας και της εστίας της πόλης, εκείνη που εφεύρε τον οίκο και στην οποία ήταν αφιερωμένα τα πρυτανεία κάθε πόλης, τα οποία ήταν το ιερό άσυλο των ικετών, καθώς και ο τόπος όπου οι πόλεις δέχονταν τους ξένους και τις πρεσβείες των άλλων πόλεων: [...] λέγεται τὴν μὲν Ἑστίαν τὴν τῶν οἰκιῶν κατασκευὴν εὑρεῖν, καὶ διὰ τὴν εὐεργεσίαν ταύτην παρὰ πᾶσι σχεδὸν ἀνθρώποις ἐν πάσαις οἰκίαις καθιδρυθῆναι, τιμῶν καὶ θυσιῶν τυγχάνουσαν· (Διόδ. Σικ. 5.68.1· και Ησ. Θεογ. 454, Απολλόδ. 1.1.5., Πίνδ. Ν 11.1). Από αυτή την άποψη κατανοούμε γιατί εμφανίζεται και αναφέρεται συχνά μαζί με τον Ερμή, ο οποίος ήταν επίσης ένας θεός προστάτης των έργων του ανθρώπου, όπως επίσης και γιατί δεν υπήρχε ανάγκη να της αφιερωθούν άλλοι ναοί, καθώς λατρευόταν σε όλα τα σπίτια, στην κοινή εστία της πόλης, στους Δελφούς που ήταν το κοινό κέντρο όλων των πόλεων και ο ομφαλός της γης. Ωστόσο, ο Πλάτωνας, περιγράφοντας την ιδανική πολιτεία, δίνει ναό στην Εστία: [...] ο νομοθέτης πρέπει να φροντίσει να κτισθεί η πόλη όσο μπορεί πιο κοντά στο κέντρο της χώρας [...]· έπειτα πρέπει να τη χωρίσει σε δώδεκα μέρη, αφού χτίσει ναό της Εστίας, του Διός και της Αθηνάς, που θα ονομασθούν ακρόπολη και θα τα περιβάλει με τείχος... (Νόμοι 745b). Πάντως, ήταν παρούσα στην παρασκευή του ψωμιού και την προετοιμασία του φαγητού στα σπίτια, ενώ στους βωμούς της, ως προστάτρια της θυσιαστικής φλόγας, γίνονταν τα προκαταρκτικά των θυσιών –γι’ αυτό και έμεινε παροιμιακή η φράση ἀφ’ Ἑστίας ἄρχεσθαι. Αποκλειστικά προς τιμή της θυσιάζονταν αγελάδες ενός μόλις έτους σε υπόμνηση της δικής της παρθενίας και αγνότητας και προσφέρονταν οι πρώτοι καρποί της σοδειάς και υγρές προσφορές –νερό, κρασί, λάδι.
Σε αντίθεση με όλες τις υπόλοιπες θεές, η Εστία παραμένει ακίνητη στον Όλυμπο, εγγυήτρια με την ακινησία της και του θεϊκού κέντρου. Και επειδή, επιπλέον, δεν αναμιγνύεται στις υποθέσεις θεών και θνητών, παραμένει αδιάφορη ως μυθική φιγούρα, όπως αδιάφορες ήταν για την τραγωδία γυναίκες που παραμένουν ακίνητες στο κέντρο του οίκου. Η παρθενία της, εξάλλου, αιτιολογεί και το γεγονός ότι δεν συνδέεται με πηγές και πηγάδια ή με τελετουργικά λουτρά, όπως συμβαίνει σε όλες τις ολύμπιες θεές. Έτσι, η Εστία ήταν περισσότερο ένα εξιδανικευμένο σύμβολο κάθε μορφής κατοικίας, των θνητών και των θεών, του οίκου, της πόλεως, του Ολύμπου, αρχέτυπο της σταθερής αξίας, ακλόνητο σημείο αναφοράς κάθε κατατρεγμένου, ταξιδιώτη, πολεμιστή που ονειρευόταν να επιστρέψει στον τόπο του και στους δικούς του που κρατούσαν άσβεστη τη φλόγα της εστίας. Φυσικά, πριν την αναχώρηση αποίκων προς νέες γαίες και εγκαταστάσεις, έπαιρναν φωτιά από την εστία. Και αν κάποια στιγμή έσβηνε η εστία του οίκου ή της πόλεως, δεν επιτρεπόταν το άναμμα από άλλη φωτιά παρά μόνο με την τριβή ή με τη συγκέντρωση των αχτίνων του ήλιου σε γυαλί. Όλα αυτά παραπέμπουν στην εύρεση της φωτιάς, στη σημασία της για την επιβίωση του ανθρώπου, για τη μετάβασή του προς την κατανάλωση ψημένης και όχι ωμής τροφής, επομένως και την απομάκρυνσή του από μια περισσότερο ζωώδη κατάσταση· παραπέμπουν, επίσης, στην τεχνολογική εξέλιξη του ανθρώπου με την αξιοποίηση της φωτιάς και στην πνευματική πρόοδό του. Ωστόσο, και παρά τη στενή σχέση της θεάς με τη φωτιά, η θεά δεν συνοδοιπορεί με άλλες θεότητες της φωτιάς, όπως ο Προμηθέας και ο Ήφαιστος.
Πάντως, στις πολλές παραδόσεις για τους γονείς του Πάνα αναφέρεται και η Εστία με τον Ουρανό, ενώ ο Οβίδιος, σε μεταγενέστερες πια εποχές, αναφέρει ή επινοεί ένα χαριτωμένο επεισόδιο που διαδραματίστηκε σε μια γιορτή της Κυβέλης με προσκεκλημένους όλους τους θεούς και πνεύματα της φύσης, τον Σάτυρο, τις Νύμφες, άλλα αγροτικά πνεύματα (Rustica Numina), όχι όμως και τον Σιληνό που παρευρίσκεται απρόσκλητος. Το βράδυ, μετά το συμπόσιο, η Εστία, όπως και άλλοι, θέλησε να ξεκουραστεί, όμως το μάτι του Πρίαπου, που παραφυλούσε για να επιτεθεί σε κάποια νύμφη ή θεά, εντόπισε την ξαπλωμένη στη χλόη θεά και κατευθύνθηκε προς εκείνη δηλώνοντας εκ των υστέρων άγνοια για το ποια ήταν αυτή την οποία πόθησε. Η θεά τον αντιλήφθηκε από το γκάρισμα του γαϊδάρου του παποσιληνού, τον οποίο είχε δέσει κοντά σε ένα ρυάκι. Τρομαγμένη από τον θόρυβο και στη συνέχεια από το θέαμα του ετοιμοπόλεμου Σιληνού, ξέφυγε, καθώς όλο το πλήθος των καλεσμένων έτρεξε προς εκείνη. (Οβίδ. Fasti 6. 319 ff) Ωστόσο, ακόμη και αυτό το ελληνιστικής προέλευσης επινόημα καταδεικνύει τον αρχαϊκό χαρακτήρα της θεάς και της λατρείας, καθώς το γαϊδουράκι συνδέεται κατ’ εξοχήν με τον μεσογειακό χώρο και δεν είναι επείσακτο, όπως το άλογο. Μάλιστα, την ημέρα των Vestalia, γιορτών αφιερωμένων στη θεά κατά τον μήνα Ιούνιο, τα γαϊδουράκια στεφανώνονταν με λουλούδια και δεν χρησιμοποιούνταν στις εργασίες.
Η ρωμαία θεά Vesta είχε αντίστοιχες ιδιότητες με την Εστία. Διακρινόταν για τη σοβαρότητα και την παρθενία της, ήταν προστάτιδα της οικογένειας και της οικιακής εστίας, όπως και της δημόσιας. Αυτονόητα, λοιπόν, όταν μια πόλη ίδρυε μια νέα αποικία, οι άποικοι κουβαλούσαν μαζί τους φωτιά από την εστία της μητρόπολης, από την οποία θα δημιουργούντα η δημόσια εστία της νέας πόλης. Το σβήσιμο της φωτιάς, δημόσιας και ιδιωτικής, σηματοδοτούσε ανατροπή της τάξης, για παράδειγμα την κατάληψη της πόλης και τη βεβήλωση των δημόσιων και ιδιωτικών χώρων. Υπεύθυνες για τη διατήρηση της φωτιάς ήταν οι ιέρειες της θεάς, οι Εστιάδες, επιλεγμένες ήδη από πολύ μικρή ηλικία από τον ίδιο τον Μεγάλο Ποντίφηκα, ορκισμένες παρθένες από τη στιγμή που έμπαιναν στο σχήμα λίγο πριν την εφηβεία, γυναίκες με μεγάλη δύναμη στη ρωμαϊκή κοινωνία αλλά και με φοβερή την τιμωρία σε περίπτωση καταπάτησης των όρκων περί αγαμίας.
Ο ποιητής αναφέρεται στις τρεις θεές, τις μόνες ανάμεσα σε θεούς και ανθρώπους, που δεν είναι κάτω από τον έλεγχο της Αφροδίτης. Είναι η Αθηνά, η Άρτεμη, η Εστία. Για την τελευταία αναφέρει τα εξής:
Κι η άγια κόρη δεν θέλει έργα της Αφροδίτης,
η Εστία, πρωτόγεννη του πονηρού του Κρόνου,
νεότατη με τη σκέψη του ασπιδοφόρου Δία,
σεβαστή, που την ήθελαν ο Ποσειδώνας κι ο Φοίβος·
όμως αυτή δεν ήθελε και σταθερά αρνούνταν·
όρκο μεγάλο έδωσε, που τον έχει κρατήσει,
αγγίζοντας την κεφαλή του ασπιδοφόρου Δία.
η εξαίσια θέα πως ανύπαντρη θα μείνει.
Σ’ αυτήν ο Δίας έδωσε βραβείο αντί γάμου·
στο κέντρο των σπιτιών πήρε το πιο διαλεχτό μέρος.
Τιμιέται αυτή στα ιερά που όλοι οι θεοί έχουν
και είναι πολυσέβαστη απ’ όλους τους ανθρώπους.
(Μετ. Θ.Γ. Μαυρόπουλος)
Ο ποιητής προσκαλεί τη θεά στο σπίτι του και να του χαρίσει τη χάρη του τραγουδιού. Στον ύμνο τονίζεται η σχέση της Εστίας με τον Απόλλωνα και τον Δία:
Εστία, που του μακρορίχτη αφέντη Απόλλωνα, τον ιερό ναό
στην πανίερη Πυθώ πάντα φροντίζεις, στάζει πάντα
από τις πλεξούδες σου λάδι υγρό· ξεκίνα κι έλα τώρα
σ’ αυτό εδώ το σπίτι, έλα ορμητικά έχοντας καλή διάθεση
μαζί με τον Δία τον στοχαστικό. Δώσε χάρη στο τραγούδι μου.
(Μετ. Θ.Γ. Μαυρόπουλος)
Ο ποιητής υμνεί την Εστία, παρουσιάζοντας τις τιμές που απολαμβάνει έχει από θεούς και ανθρώπους, ιδιαιτέρως στην ιδιωτική τους ζωή. Συμπληρωματικά αναφέρεται στον Ερμή, και την κοινή τους ιδιότητα, ωστόσο η επίκληση για βοήθεια απευθύνεται στον Ερμή, κάτι μάλλον φυσιολογικό αν σκεφτούμε ότι η Εστία δεν εμπλέκεται ενεργά πουθενά:
Εστία, που έχεις παντοτινή έδρα σου μέσα στα ψηλά σπίτια
όλων των αθάνατων θεών και των ανθρώπων που περπατούν
πάνω στη γη, που έχεις την πιο σεβαστή τιμή, που έχεις
όμορφη και πολύτιμη ανταμοιβή! Γιατί δεν στρώνονται
σε γλέντια οι θνητοί, αν κανείς δεν κάνει η αρχή της σπονδής
με μελόγλυκο κρασί πρώτα και τελευταία στην Εστία.
Και εσύ, του Άργου φονιά, γιε του Δία και της Μαίας, που είσαι
μαντατοφόρος των θεών, χρυσόραβδε, χαριστή αγαθών,
ευσπλαχνικά βοήθησέ μας μαζί με τη σεβαστή και αγαπητή
Εστία· γιατί και οι δυο σας κατοικείτε στα όμορφα σπίτια
των ανθρώπων που ζουν στη γη έχοντας μεταξύ σας σκέψεις
καλές και έργα όμορφα με σκέψη και νιότη κάνετε.
Έχε χαρές, κόρη του Κρόνου και εσύ χρυσόραβδε Ερμή.
Κι εγώ πάλι και σ’ άλλα τραγούδια μου θα σας μνημονεύσω.
Σχετικά λήμματα:
ΔΗΜΗΤΡΑ, ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ, ΕΡΜΗΣ, ΗΡΑ, ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ, ΠΡΙΑΠΟΣ