Ο
κατά κόσμον Βασίλειος Κωνσταντίνοβιτς
Φιλίπποβιτς γεννήθηκε στο Κίεβο στις 6 Αυγούστου 1904. Αποφοίτησε από τη
Θεολογική Ακαδημία Κιέβου το 1924. Το 1927 εκάρη μοναχός. Διάκονος χειροτονήθηκε
το 1928 και Πρεσβύτερος το 1930. Το 1935 έλαβε το οφίκιο του Αρχιμανδρίτη. Το
1937 πέρασε στην Εκκλησία των Κατακομβών και λειτουργούσε κρυφά στο Ζιτόμιρ της
Ουκρανίας. Το 1941 μετά την κατάληψη του Ζιτόμιρ από τα Γερμανικά στρατεύματα
επέστρεψε στην ενεργό δράση. Προσχώρησε στην "Αυτόνομη Ορθόδοξη Εκκλησία της
Ουκρανίας", η οποία με επικεφαλής τον Μητροπολίτη
Βολυνίας Αλέξιο έθεσε τον
εαυτό της υπό τη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Ρωσίας. Στις 7 Νοεμβρίου 1941
χειροτονήθηκε τιτουλάριος Επίσκοπος Μπερδιάνσκ. Τη χειροτονία τέλεσε ο
Αρχιεπίσκοπος Βολυνίας Αλέξιος, συμπαραστατούμενος από τους Επισκόπους
Πίνσκ και
Πολεσίας Βενιαμίν και
Τσερνοβικίου και Χοτίνσκ Δαμασκηνό. Διορίστηκε τοποτηρητής
της Επισκοπής Ζιτόμιρ. Μετά την κατάληψη του Ζιτόμιρ από τα Σοβιετικά
στρατεύματα το 1943 έφυγε για τη Βαρσοβία και το 1944 για τη Βιέννη. Στη
συνέχεια μετακόμισε στο Μόναχο και εντάχθηκε στη δικαιοδοσία της Ρωσικής
Ορθόδοξης Εκκλησίας εν Υπερορία. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1945 εξελέγη τιτουλάριος
Επίσκοπος Παραγουάης, Βικάριος της Επισκοπής Σάο Πάολο. Το 1948 προσχώρησε στη
δικαιοδοσία της Μητροπόλεως Βορείου Αμερικής (Μετροπόλια) και εξελέγη Επίσκοπος
Αργεντινής και Παραγουάης. Στις 22 Δεκεμβρίου 1949 έγινε και πάλι δεκτός στη
Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία εν Υπερορία και πάλι με τον τίτλο του Επισκόπου
Παραγουάης. Το 1950 εξελέγη Επίσκοπος Έδμοντον και Δυτικού Καναδά. Ωστόσο δεν
μπόρεσε να αναλάβει τα καθήκοντά του. Στις 21 Οκτωβρίου 1953 εξελέγη Επίσκοπος
Σαντιάγο, Χιλής και Περού. Στις 23 Αυγούστου 1957 προήχθη σε Αρχιεπίσκοπο. Το
1967 εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Σάο Πάολο. Ωστόσο η εκλογή ακυρώθηκε και παρέμεινε
Αρχιεπίσκοπος Σαντιάγο. Το 1969 εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Μπουένος ’υρες, Αργεντινής
και Παραγουάης. Με την εκλογή του ενώθηκε με την Επισκοπή Μπουένος ’υρες και η
Επισκοπή Σαντιάγο. Εκοιμήθη στο Μπουένος ’υρες στις 2 Ιουλίου 1971. |