φιλολογικές σελίδες

[αρχική]  [αρχαία ελληνικά]  [έκθεση - έκφραση]  [λογοτεχνία]  [ιστορία]  [διάφορα]  [σύνδεσμοι]

Λογοτεχνική περιγραφή αρχαίας ναυμαχίας μέσα σε λιμάνι.

Στο τέταρτο κουπί από την πλώρη, δεξιά, στο πάνω κατάστρωμα. Ήμασταν τέσσερις σ' εκείνο το κουπί, όλοι μας αλυσοδεμένοι. Θυμούμαι πως κοίταζα τη θάλασσα και πάσκιζα να βγάλω τις χειροπέδες μου πριν αρχίσει η συμπλοκή. Έπειτα κολλήσαμε πλάι στο άλλο καράβι και όλοι οι πολεμιστές του πηδήσανε πάνω από την κουπαστή μας, ο πάγκος μου έσπασε και βρέθηκα χάμω, με τους άλλους τρεις από πάνω μου, και το βαρύ κουπί μας πλάκωσε όλους μαζί.

Δεν ξέρω πώς πολεμήσαμε. Ήμουν πεσμένος χάμω με την κοιλιά και με ποδοπατούσανε. Έπειτα, οι κωπηλάτες μας από ζερβιά πάντα κι αυτοί δεμένοι στα κουπιά- άρχισαν να στριγκλίζουν και να τραβάνε σία. Άκουγα το νερό να σφυρίζει, το καράβι μας κλωθογύριζε ίδια κατσαρίδα, και κατάλαβα, έτσι όπως καθόμουνα, πως μια τριήρης ερχότανε καταπάνω μας να μας χτυπήσει με το έμβολο πάνω στη ζερβιά πάντα. Μπόρεσα να σηκώσω το κεφάλι μου και είδα το πανί της πάνω από την κουπαστή. Εμείς θέλαμε να χτυπηθούμε μύτη με μύτη, μα ήταν πια πολύ αργά. Μόλις μπορέσαμε να στρίψουμε λιγάκι, γιατί η τριήρης που είχαμε δεξιά μας είχε γαντζωθεί απάνω μας και παράλυσε κάθε μας κίνηση. Τότε, που να πάρ' η οργή, ακούστηκε ένας σαματάς, κρακ! Τα κουπιά μας από τη ζερβιά πάντα σπάζανε καθώς η άλλη τριήρης, αυτή που προχωρούσε καταπάνω μας, έχωσε την πλώρη της ανάμεσά τους. Τότε, τα κουπιά από το δεύτερο κατάστρωμα κουτουλήσανε πάνω στο σανίδωμα που χώριζε τα δυο καταστρώματα, το σπάσανε και βγήκανε από την άλλη, κι ένα τους μάλιστα πήδησε ψηλά στον αέρα και ξανάπεσε κοντά στο κεφάλι μου.

Η τριήρης που ήρθε καταπάνω μας τα 'σπρωξε με την πλώρη της μέσ' από τις μπουκαπόρτες και δε σταματούσε ο σαματάς από τα ξύλα που σπάζανε και γίνονταν κομμάτια. Το έμβολό της μας χτύπησε σχεδόν καταμεσής και γείραμε από τη μια πάντα, κι οι άλλοι μέσα στην τριήρη που 'χαμε δεξιά μας ξαγκιστρώσανε τους γάντζους και τα παλαμάρια τους και ρίχναν στο κατάστρωμά μας σαΐτες, καφτή πίσσα και κάτι άλλο που βρωμούσε, και η ζερβιά μας πάντα όλο ανέβαινε, ανέβαινε ψηλά, κι η δεξιά μας όλο βούλιαζε, γύρισα το κεφάλι μου και είδα το νερό να στέκεται ακούνητο στα χείλια πια της κουπαστής κι έπειτα να την καβαλάει και να πέφτει απάνω μας, που κοιτόμασταν σωρό κουβάρι στη δεξιά πάντα, και το νιωσα να με χτυπάει στην πλάτη ...

 Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, το ωραιότερο διήγημα του κόσμου, εκδ. Καστανιώτης 1885, μτφρ. Κοσμάς Πολίτης,  σελ. 24-26

επιμέλεια: Συμεωνίδης Βασίλης

Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας: Πέμπτη, 19. Απριλίου 2007

συνεργατικός δικτυακός τόπος με εκπαιδευτικό σκοπό και περιεχόμενο