φιλολογικές σελίδες

[αρχική]  [αρχαία ελληνικά]  [έκθεση - έκφραση]  [λογοτεχνία]  [ιστορία]  [διάφορα]  [σύνδεσμοι]

Τάκης Σινόπουλος: Ο καιόμενος

 

Το φαινόμενο της αυτοπυρπόλησης αποτέλεσε στην εποχή μας την έσχατη μορφή προσωπικής διαμαρτυρίας των διαφόρων απελπισμένων ιδεολόγων. Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Μεταίχμιο Β΄ (1957).

 

1

 

 

 

5

 

 

 

 

10

 

 

 

 

15

Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ' το πλήθος. 

Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν

στ' αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του

μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.

Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.

Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένoς να παραξενεύομαι.

Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;

Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;

Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.

Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.

Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.

Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.

Γινόταν ήλιος.

Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές

άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.

Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.

 

 ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

 

  1. Ο Τάκης Σινόπουλος μεταφέρει στην ποίησή του την ατμόσφαιρα της δύσκολης μετεμφυλιακής εποχής. Ποια στοιχεία του ποιήματος υπαινίσσονται την περίοδο αυτή και ποια πολιτική στάση εκφράζει ο καιόμενος;

Μονάδες 15 

  1. Ποιες διαφορετικές αντιδράσεις εκφράζονται μέσα στο ποίημα και ποια διαφορετική στάση εκπροσωπούν;

Μονάδες 20 

  1. Να σχολιάσετε την ποικιλία ως προς τη χρήση των ρημάτων (εγκλίσεις, πρόσωπα, χρόνοι) που χρησιμοποιεί ο ποιητής.

Μονάδες 20 

  1. Να σχολιάσετε τον τελευταίο στίχο του ποιήματος: «Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο».

Μονάδες 25 

  1. Ποιες ομοιότητες παρουσιάζει ο ήρωας του παρακάτω ποιήματος Ελπήνορας του Τάκη Σινόπουλου με τον καιόμενο;

Μονάδες 20

 

                                  ΕΛΠΗΝΩΡ  (Τάκης Σινόπουλος)

 

Ήταν κάποιος από τη συνοδεία που τον αντίκρισε

όχι ο πιο γέροντας: Κοιτάχτε ο Ελπήνωρ πρέπει να ‘ναι εκείνος.

Εστρίψαμε τα μάτια γρήγορα. Παράξενο πως θυμηθήκαμε

αφού είχε η μνήμη ξεραθεί σαν ποτάμι το καλοκαίρι.

Ήταν αυτός ο Ελπήνωρ πράγματι στα μαύρα κυπαρίσσια

τυφλός από τον ήλιο και τους στοχασμούς

σκαλίζοντας την άμμο μ΄ ακρωτηριασμένα δάχτυλα.

Και τότε τον εφώναξα με μια χαρούμενη φωνή: Ελπήνορα

Ελπήνορα πώς βρέθηκες ξάφνου σ΄ αυτή τη χώρα;

Είχες τελειώσει με το μαύρο σίδερο μπηγμένο στα πλευρά

τον περσινό χειμώνα κι είδαμε στα χείλη σου το αίμα πηχτό

καθώς εστέγνωνε η καρδιά σου δίπλα στου σκαρμού το ξύλο.

Μ΄ ένα κουπί σπασμένο σε φυτέψανε στην άκρη του γιαλού

ν΄ ακούς τ΄ ανέμου το μουρμούρισμα το ρόχθο της θαλάσσης.

Τώρα πώς είσαι τόσο ζωντανός; Πώς βρέθηκες σ΄ αυτή τη χώρα

τυφλός από την πίκρα και τους στοχασμούς;

     

Δε γύρισε να δει. Δεν άκουσε. Ξανάδεσε η σιωπή τριγύρω.

Το φως σκάβοντας ακατάπαυστα βαθούλωνε τη γη.

Η θάλασσα τα κυπαρίσσια τ΄ ακρογιάλι πετρωμένα

σ΄ ακινησία θανατερή. Και μόνο αυτός ο Ελπήνωρ

που τον γυρεύαμε με τόση επιμονή μές στα παλιά χειρόγραφα

τυραννισμένος απ' την πίκρα της παντοτινής του μοναξιάς

με τον ήλιο να πέφτει στα κενά των στοχασμών του

σκαλίζοντας τυφλός την άμμο μ' ακρωτηριασμένα δάχτυλα

σαν όραμα έφευγε και χάνονταν αργά

στον αδειανό χωρίς φτερά χωρίς ηχώ γαλάζιο αιθέρα.

  

θέματα εξετάσεων Ιουνίου 2006

Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας: Πέμπτη, 08. Μαρτίου 2007  

συνεργατικός δικτυακός τόπος με εκπαιδευτικό σκοπό και περιεχόμενο