Βιβλίο επισκεπτών

Επισκέπτες

mod_vvisit_countermod_vvisit_countermod_vvisit_countermod_vvisit_countermod_vvisit_countermod_vvisit_counter
mod_vvisit_counterΣήμερα40
mod_vvisit_counterΧθες49
mod_vvisit_counterΑυτή την εβδομάδα219
mod_vvisit_counterΠερασμένη εβδομάδα397
mod_vvisit_counterΑυτό το μήνα890
mod_vvisit_counterΠροηγούμενος μήμας1490
mod_vvisit_counterΣυνολικά381513

Ήλιος,Καλυψώ,Φαίακες

Προσοχή: ανοίγει σε νέο παράθυρο. PDFΕκτύπωσηE-mail

Τελευταία Ενημέρωση (Παρασκευή, 22 Φεβρουάριος 2013 11:11) Παρασκευή, 02 Μάρτιος 2012 10:47

Στο νησί του Ήλιου, στο νησί της Καλυψώς και στο νησί των Φαιάκων

Μετά από πολλά μερόνυχτα στη θάλασσα, έφτασαν στο νησί του θεού Ήλιου.

 

 

Εκεί έβοσκαν τα παχιά βόδια του θεού. Θυμήθηκε τότε ο Οδυσσέας του Τειρεσία τα λόγια και παρακαλούσε τους συντρόφους του να φύγουν μακριά απ' το νησί αυτό. Μα εκείνοι ήταν πολύ κουρασμένοι και δε δέχονταν. Όταν τους τέλειωσαν τα τρόφι­μα, έμειναν μερικές μέρες νηστικοί. Μια μέρα όμως, που ο Οδυσσέας κοιμόταν, έσφαξαν μερικά βόδια και τα έψησαν.

 

Όταν ξύπνησε ο Οδυσσέας τρόμαξε, μα ήταν αργά. Φεύγοντας απ' το νησί του Ήλιου ο Δίας τούς έστειλε άγρια καταιγίδα και κύ­ματα θεόρατα. Ένα αστροπελέκι χτύπησε το καράβι και το διέλυσε. Πνίγηκαν όλοι. Μόνο ο Οδυσσέας γλίτωσε. Πιασμένος από ένα ξύλο παράδερνε στη θάλασσα δέκα ολόκληρα μερόνυχτα.

 

Τέλος, τα κύματα τον έβγαλαν στο νησί της νύμφης Καλυψώς.

Η Καλυψώ τον πήρε στη σπηλιά της και τον φρόντισε.

 

 

Όταν συνήλθε, όμως, δεν τον άφηνε να φύγει. Επτά ολόκληρα χρόνια τον κράτησε στο νησί της. Ώσπου τον λυπήθηκε η Αθηνά και παρακάλεσε τον πατέρα της, το Δία, να τον βοηθήσει. Εκείνος έστειλε τον Ερμή στην Καλυψώ και τη διέταξε ν' αφήσει τον Οδυσσέα να φύγει.

 


Έφτιαξε λοιπόν μια σχεδία ο Οδυσσέας και ξανοίχτηκε στο πέλαγος. Δέκα επτά μέ­ρες ταξίδευε και κόντευε να φτάσει στην Ιθάκη. Τότε όμως τον είδε ο Ποσειδώνας, που έτυχε να περνάει από εκεί. Χτύπησε με την τρίαινα τη θάλασσα και σήκωσε κύμα­τα τεράστια.

 

 

Διαλύθηκε η σχεδία κι ο Οδυσσέας βρέθηκε στη θάλασσα.

 

 

Δυο μέρες και δυο νύχτες κολυμπούσε και τον έδερναν τα κύματα. Την τρίτη μέρα με τη βοήθεια μιας νεράιδας, της Λευκοθέας, βγήκε σ' ένα ακρογιάλι. Ξάπλωσε κάτω από μια ελιά, σκεπάστηκε με φύλλα και κοιμήθηκε βαθιά.

 

 

Είχε φτάσει στο νησί των Φαιάκων.

 


 


Τον ξύπνησαν την άλλη μέρα κάποιες χαρούμενες φωνές.

 

 

Ήταν η βασιλοπούλα Ναυσι­κά, που είχε πάει με τις φίλες της να πλύνουν κι, αφού τελείωσαν, έπαιζαν τόπι.

 

 

Η Ναυσικά λυπήθηκε τον ξένο και τον οδήγησε στο παλάτι του πατέρα της, του Αλκίνοου.

 

 

Ο Αλκίνοος τον φιλοξένησε κι όταν κάθισαν να φάνε, ο μουσικός του παλατιού, ο Δημόδοκος, έπαιζε τη λύρα του και τραγουδούσε τα κατορθώματα των Αχαιών στην Τροία.

 

Ο Οδυσσέας τότε συγκινήθηκε, τους φανέρωσε ποιος ήταν και τους διηγήθηκε τις περιπέτειές του.



Την άλλη μέρα οι Φαίακες ετοίμασαν καράβι και το σούρουπο ξεκίνησαν να πάνε τον Οδυσσέα στην Ιθάκη, την πατρίδα του. Όλη τη νύχτα ταξιδεύανε. Χαράματα έφτασαν στην Ιθάκη. Ο Οδυσσέας κοιμόταν και γι' αυτό τον σήκωσαν στα χέρια και τον ξάπλω­σαν στην αμμουδιά. Έβαλαν δίπλα του τα δώρα που του χάρισαν κι έφυγαν.

 

 

Αφού ξαναδιαβάσεις το κεφάλαιο κάνε τις παρακάτω ασκήσεις.

Συμπλήρωση κενών.


 

Βάλε τη λεζάντα.