φιλολογων τόπος

 
Thessaloniki time
 

Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

 

Η αρπαγή της γυναίκας του Διγενή

       Κάτω στα ρούσια* χώματα και σε βαθύ λιβάδι
       εκεί σπερνει ο Διγενής με τ' ώριον* του ζευγάρι.
       Φακήν και ρόβιν* έσπερνε, ταήν* του ζευγαριού του.
       Πουλάκιν πήγεν κι ήκατσεν στην όσκερην* τ' αλέτρου
5     - «Εσύ σπέρνεις, βρε Διγενή, μα την καλή σου κλέψαν
«Αν την εκλέψανε εχτές, να πα' να την γυρεύω,
αν την έκλεψαν σήμερα να κάμω την σποριά* μου»
«Εγώ σου λέω, Διγενή, πως την καλή σου κλέψαν
 Και το ζευγάριν 'νέφηκε*, στον στάβλον του πηγαό
Παίρνει τ' αργυροκλείδια του, τον στάβλον ξεκλειδώνει
       Τους στάβλους εξεκλείδωσε, τους μαύρους* ενερώτα.
       Όσοι μαύροι τον είδανε αίμαν εκατουρουσαν,
       όσοι τον εκαλόδανε έπεσαν κι εψοφούσαν.
       Ένας μαύρος, παλιόμαυρος, χίλιω χρονώ κοντιάρης
15    εστάθην και 'ποκρίθην του σαν κάλλιο παλικάρι.
-    «Αν είν' για την κυρά καλή, εγώ να σου την φέρω
γιατί με κρυφοτάιζε αφ' τ' ακριβό κριθάρι,
γιατί με κρυφοπότιζε μες σ' αργυρή λεγένη.*
Δέσε μου τη μεσίτσα μου με λαχούρι* ζωνάρι
20    σφίξε μου το κεφάλι μου με συρματένια τρίχα
  κι αμέσως την κυρά καλή εγώ θα σου την εύρω»
       Βιτσιά δίνει του μαύρου του και στα βλοίδια* φτάνει.
       Ο μαύρος σιλιμούντρησε*, κι η κόρη γνώρισέν το.
    -«Πάψε, παπά, τα γράμματα και, διάκο, τα βαγγέλια
25    κι ο μαύρος μου σιλιμουντρά κι ο Διγενής είν' κι ήρτε»:
           Κι ο μαύρος εγονάτισε κι επάνω του την πήρε.
       Κι όσο να πουν, για δείτε το! παίρνει σαράντα μίλια
       κι όσο να πούνε, πιάτε το! μήτ' ήτο μήτ' εφάνη.
λαχουρί: ζωνάρι· ζώνη από λεπτό μάλλινο    
ύφασμα (από την ινδική πόλη Λαχώρη).    σιλιμουντρώ: χλιμιντρώ.
τα βλοΐδια: (ευλογίδια)' τα στεφανώματα,  είν' κι ήρτε: είναι και ήρθε.
                                                                    ρουσιος και ρούσος: κόκκινος, εύφορος.
ώριον: το ωραίο.    η σποριά: η σπορά.
ρόβι(ν): είδος δημητριακού, κατάλληλο για    'νέφηκε: άφησε.
ζωοτροφή.    μαύρος: το άλογο.
ταή: ζωοτροφή.    κοντιάρης: πληγιασμένος.
η όσκερη: η χειρολαΒή του αλετριού.    λεγένη: δοχείο.


θέμα πρώτο
1.Εντοπίστε στο δημοτικό τραγούδι που σας δίνεται τρία  χαρακτηριστικά των δημοτικών τραγουδιών.
2.Σε ποια κατηγορία δημοτικών τραγουδιών ανήκει το συγκεκριμένο τραγούδι;


θέμα δεύτερο
Ποια θέματα θίγονται στο δημοτικό αυτό τραγούδι;

θέμα τρίτο
Εξηγήστε  πώς επιτυγχάνεται η ζωντάνια και η παραστατικότητα στο δημοτικό αυτό τραγούδι.


θέμα τέταρτο
Συγκρίνετε τα δύο δημοτικά τραγούδια και βρείτε δύο ομοιότητες και  δύο διαφορές.

Ο γιος της χήρας
Χήρας υγιός εγεύεντο* σε μαρμαρένια τάβλα.*
χρουσά 'ταν τα πιρούνια ντου κι ολάργυρα τα πιάτα
κι η κόρ' απού τόνε κερνά ασημοκουκλωμε'νη.*
 Μ' η μάναν του στη μια μεριά φτάνει ξαγκριγεμένη.*
5  - «Γεύγεσαι, γιε μου, γεύγεσαι κι οι Φράγκοι σ' επλακώσαν».
-«Πρόβαλε, μάνα μου, να ιδείς πόσες χιλιάδες είνιαι*
Κι αν είνιαι δυο, να χαίρομαι, κι αν είνιαι τρεις, να πίνω
κι αν είνιαι περισσότεροι, σελώσετε το μαύρο».
-«Εβγήκα, γιε μου, κι είδα τσοι, μα μετρημό δεν έχουν».
10 - «Σελωσετε το μαύρο μου. καλογιγλώσετέ* τον
και δώσ' μου μάνα, το σπαθί, τ' αγιοκωνσταντινάτο*,
να βγω, να ιδώ τον πόλεμο που κάνουνε οι Φράγκοι»
.-«Μαύρε μου, γοργογόνατε κι ανεμοκυκλοπόδη*,
πολλες φορές μ' εγλίτωσες από βαριές φουρτίνες·
15 κι α με γλιτώσεις κι απ' αυτή, θα σε μαλαματώσω.
Τα τέσσερα σου πέταλα χρουσά θα σου τα κάμω,
τα δαχτυλίδια τση ξαθής σκάλες* και χαλινάρια».
Στο έμπα* χίλιους έκοψε, στο έβγα δυο χιλιάδες[?..]
τάβλα: τραπέζι.    αγιοκωνσταντινάτο: πλατύ σπαθί με χα-
ασημοκουκλωμένη: σκεπασμένη με ασήμι.    ραγμένη πάνω του την εικόνα του Αγίου
ξαγκρίγεμένος: εξαγριωμένος, οργισμέ-    Κωνσταντίνου.
νος.    ανεμοκυκλοπόδης: ανεμοπόδης, ταχύς.
καλογίγλώνω: εφαρμόζω καλά τις ίγκλες,     σκάλα; αναβολέας.
λουριά που σφίγγουν τη σέλα ή το σαμάρι.    το έμπα: η επίθεση, η έφοδος.
εγεύεντο:γευμάτιζε    φουρτίνες :φουρτούνες


Σύνδεση διαχειριστή
Στοιχεία Επικοινωνίας
Όνομα σχολικής μονάδας
Διεύθυνση, Πόλη
Τ.Κ. 11111
Τηλ: 1234567890
email: mail (at) sch.gr

Εκπαιδευτικές εργασίες

Εκπαιδευτικό υλικό

Πρόσφατα άρθρα

Καιρός

πρόγνωση καιρού από το weather.gr