Ιστοσελίδα της Λυσσαρέας Αρκαδίας
Home Δημοτικό Τραγούδι Αρχαία Ηραία Μαθητικό Βήμα Παραδοσιακή Μαγειρική Συνδέσεις

 







ΔΙΑΤΗΡΕΙΤΑΙ Η ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
ΟΠΩΣ ΠΡΩΤΟΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΤΟ 1910

Είνε περίεργον πῶς και διατί καθιερώθη το φαιδρόν έθιμον τοΰ ψεύδους τῆς Πρωταπριλιάς εις την δημοσιογραφίαν. Αφοϋ αϊ εφημερίδες, εν επιγνώσει ή ασυνειδήτως, και δια πλείστους επαγγελματικούς λόγους αναγκάζονται συχνάκις νάναγράφουν ψεΰδη, διατί να υπερθεματίζουν κατά προτίμησιν περί την ψευδολογίαν της πρώτης Απριλίου; ερωτούν πολλοί.. Αλλά το ερώτημα είνε αφελές· είνε το αυτό περίπου ώς να ήρώτα κανείς: διατί ό μη νηστεύων καθ' άπασαν την Τεσσαρακοστήν να κρεωφαγή κατά κόρον την ημέραν τοΰ Πάσχα.

Το έθιμον τοΰ ψεύδους της Πρωταπριλιάς δεν είνε καθ
αυτό έλληνικόν. Καμμία περί αυτού νύξις δεν υπάρχει είς τάς παραδόσεις τοΰ ελληνικού λαοΰ, νομίζω δε ότι ακόμη το εθιμον παραμένει άγνωστον ε!ς τάς λαϊκός τάξεις και μάλιστα είς τους αγροτικούς πληθυσμούς. Ότε εισήχθη εις την χώραν μας κατά χρόνους μάλλον προσφάτους μετ' άλλων ηθών και εθίμων εκ της Δύσεως, οπότε αί σχέσεις της ελληνικής κοινωνίας μετά τοΰ ευρωπαϊκού πολιτισμού ηρχισαν νά γίνωνται στενώτεραι, ή συνήθεια επεκράτησε κατά πρώτον κυρίως μεταξύ των ανωτέρων κοινωνικών τάξεων, έβράδυνε δέ επί αρκετόν χρόνον νά εισχώρηση εκείθεν και εϊς άλλα στρώματα. Αϊ παλαιότεραι άθηναϊκαϊ εφημερίδες δεν ένεστερνίσθησαν αμέσως το εθιμον της Πρωταπριλιάς,  ίσως διότι   σεμνότεροι   και  αυστηρότεροι τών σημερινών οΰσαι, έθεώρουν αυτό ώς παιδιάν άνάρμοστον εις την σοβαρότητά των άλλ' ίσως και δια τον ακόμη πουδαιότερον λόγον ότι αί εφημερίδες εξεδίδοντο τῶ καιρῶ έκείνω συνήθως άπαξ της εβδομάδος, ή δίς, επομένως δέ σπανίως συνέπιπτεν ή ημέρα της εκδόσεως των να εΐνε ή πρώτη Απριλίου. "Αλλως τε εἶνε ζήτημα αν το εθιμον της Πρωταπριλιάς ήτο δυνατόν να γενικευθή άνωδΰνως εις παλαιοτέραν έποχήν, ότε τα ήθη τοΰ λαοΰ μας ήσαν αρκετά μεν απλοϊκά, άλλα και μη αρκετά εξημερωμένα, κίνδυνος δέ υπήρχεν ή αθώα απάτη να προκαλή δυσάρεστους συνεπείας εις τον εργάτην αυτής.

Άνεδίφησα άλλοτε χάριν ετέρων μελετών μου τά φΰλλα. τών εν Αθήναις εκδιδομένων εφημερίδων από της συστάσεως σχεδόν τοΰ βασιλείου μέχρι της  Οκτωβριανής μεταπολιτεΰσεως, και ουδέν ίχνος πρωταπριλιάτικης ειδήσεως. άνεΰρον εις αυτά. Μόνον, εις ἕν φΰλλον τής «Ταχυπτέρου Φήμης» τοΰ 1852, νομίζω, εφημερίδος, ήτις κατ' έξαίρεσιν ανέγραφε μετά περισσής αφέλειας ειδήσεις άναγομένας εις την χρονογραφίαν και την κοινωνικήν κίνησιν τής πόλεως, απήντησα κάτι το όποιον εκ πρώτης όψεως ομοιάζει με ειδησιν τής Πρωταπριλιάς, το εξής : «Αΰριον Κυριακήν, ώρα 6 μ.μ. εἶς κύριος και εἶς αξιωματικός τοΰ μηχανικοΰ θ' ανυψώσουν από τοΰ κωδωνοστασίου τοῦ ναοῦ τής Αγίας Ειρήνης ἕνα μεγάλον χάρτινον άετόν»  Και όμως ή εΐδησις αύτη, ήτις εξ αποστάσεως μιας περίπου εξηκονταετίας αποτελεί οιονεί τον άθωότατον πρόλογον τών σημερινών αθηναϊκών συγκινήσεων διά την άνΰψωσιν τών αεροπλάνων, φαίνεται οτι ήτο αληθής· διότι το φΰλλον τής εφημερίδος ένθα .δημοσιεΰθη φέρει χρονολογίαν μιας τών ημερών του Μαΐου και όχι της 31ης Μαρτίου. Χαρακτηρίζει δέ εν τη βραχΰτητί της ή εΐδησις πιστότερον καΐ έντονώτερον πάσης εκτενοΰς ηθογραφίας την   παιδικήν άφέλειαν τών ηθών της τότε αθηναϊκής κοινωνίας, τόσον όλιγαρκοΰς, ώστε να σνναγείρεται καΐ να θέλγεται με το Θέαμα της άνυψώσεως χάρτινων αετών !

Έν τούτοις οί μάλλον ανεπτυγμένοι, ώς προείχα, έτήρουν έκτοτε το εθιμον της Πρωταπριλιάς και ήρέσκοντο να θέτουν είς κυκλοφορίαν τα θεμιτά της ψεύδη, εμπαίζοντες τους εύπίστους. Πολλαί τοιαΰται άστειότητες μνημο­νεύονται ύπό τής παραδόσεως κατά το μάλλον ή ήττον ευφυείς" άλλ'  έξ αυτών Θ' αναφέρω μίαν και μόνην, λαβοΰσαν χώραν εις χρόνους σχετικώς μάλλον προσφάτους, της οποίας το πολύ τραχύ και άγαν τολμηρόν μαρτυρεί δτι δεν έτηρεΐτο πάντοτε περί τον άστεϊσμόν το μέτρον τοΰ άνεκτοΰ και τοῦ πρέποντος.

Ή φάρσα έγένετο εις βάρος περιέργου  αθηναϊκού  τύπου, τον όποιον βεβαίως ενθυμούνται  πολλοί τών σημερινών "Αθηναίων, τοΰ μακαρίτου Γεωργίου ή Ομήρου Κλάδου, ανδρός αγαθού, όστις όμως μεταξύ τών πολλών άλλων ιδιοτροπιών του επαρουσίαζε και την εξής παράδοξον αντίθεσιν : ότι, ενώ ήτο καθ' ύπερβολήν φιλόζωος, ήρέσκετο να διατρίβη μεταξύ τῶν νεκρών, χρηματίσας και   έφορος  τοΰ Νεκροταφείου, έν τη ζωή δέ ακόμη   διατελών, κατασκεύασε το ίδιον  αύτοΰ μνημεΐον, ένθα έμελλε   νάποτεθή πρός αίώνιον άνάπαυσιν το σκήνός του μετά Θάνατον. Κάποιος λοιπόν αστείος  συγγενής   του, ηθέλησε   νά τοΰ δώση, ως φαίνεται, μίαν προκαταβολικήν εικόνα τοΰ   μέλλοντος  ταξειδίου  του πρός τήν αιωνιότητα, και έπενόησε τήν εξής μακάβριον αληθώς φάρσαν.   Έφρόντισεν  από τής παραμονής τής Πρωταπριλιάς να τυπώση,  νά  διανείμη   και νά τοιχοκολλήση   κρυφίως νεκρώσιμα  άγγέλλοντα τον θάνατον τοΰ Κλάδου, ότε δέ τήν πρωΐαν, κατά τήν όριζομένην έν τώ νεκρωσίμω ώραν τής εκφοράς ήρχισαν νά   συρρέουν εις τήν κατοικίαν του  οί φίλοι και   οί γνώριμοι, εξεπλήττοντο μεν αυτοί βλέποντες τον νεκρόν ζώντα καί ύγιαίνοντα, άλλ' έξίστατο έτι μάλλον εκείνος δια τάς αθρόας αύτάς πρωινός επισκέψεις. Ή έκπληξίς του δε μετεβλήθη είς μανίαν και άπέληξεν εις νευρικήν κρίσιν, ότε είδε τους λειτουργούς του θανάτου, καταλλήλως και τούτους ειδοποιηθέντας, να προσέρχονται μέ πάσαν την πένθιμον πομπήν, έτοιμοι να τον μεταφέρουν εις την τελευταίαν αΰτοΰ κατοικίαν.

Το φύλλον το εγκαινίασαν την συνήθειαν της τακτικής κατ' έτος δημοσιεύσεως τοϋ πρωταπριλιάτικου ψευδούς ήτο ή εν πολλοίς καινοτομήσασα «Έφημερίς» τοϋ Κορομηλά. Το χάριεν και ευτράπελον πνεΰμα τοϋ Ιωάννου Καμπούρογλου, όστις υπήρξεν ή ψυχή τοϋ πρώτου τούτου συστηματικῶς ωργανωμένου ημερησίου φύλλου, εφεύρισκε κατ' έτος διάφορα ευφυή ψεύδη, είτε σχετιζόμενα προς σύγχρονόν τι γεγονός, είτε όλοτελώς φαντασιώδη, πάντοτε όμως αληθοφανή και ικανά να εξεγείρουν την περιέργειαν τοϋ πλήθους και να παρακινήσουν τους εϋπίστους να έκ-δράμουν σωρηδόν είς άπομεμακρυϊμένόν τι μέρος προς άπόλαυσιν αξιοπερίεργου Θεάματος ανυπάρκτου. 

Αυτόν τον χαρακτήρα φέρει συνήθως το πρωταπριλιάτικον ψεῦδος των εφημερίδων και αυτό το σύστημα ήκολούθησαν έκτοτε κατ' άπομίμησιν τοϋ πρώτου είσηγητοΰ πάντα τά ημερήσια αθηναϊκά φΰλλα. Εΐνε δε περιεργότατον όντως το φαινόμενον ότι, ενῶ το ἔΘιμον έγενικεύθη και κατήντησε πασίγνωστον και πάγκοινον εις τάς ημέρας μας, ευρίσκεται πάντοτε κατ' έτος πλήθος ανθρώπων ΰποπιπτόντων εις την άπάτην. Εννοείται ὅμως ότι ή επιτυχία εξαρτάται πάντως εκ της ευφυούς έπινοίας και εκ της τέχνης μεθ' ης μαγειρεύεται και παρασκευάζεται και σερβίρεται καταλλήλως ή πρωταπριλιάτικη εΐδησις, ώστε νά φέρη το προσδοκώμενον αποτέλεσμα.

Επιτυχίας τοιαύτας εξηκολουθησε νά εχη η «Εφημερίς» καί μετά την άποχώρησιν τοϋ Καμποΰρογλου ιδρύσαντος κατόπιν την ίδικήν, «Νέαν Εφημερίδα». Το αναπληρώσαν αυτόν εις την πάλαιαν «Εφημερίδα». νέον επιτελείον της συντάξεως, άποτελούμενον εκ τοΰ διευθυντού αυτής, τοϋ άειμνήττου Δημητρίου Κορομηλά, τοϋ γράφοντος τάς παρούσας γραμμάς, τοϋ αγαπητού συναδέλφου κ. Ιωάννου Δαμβέργη καί άλλων τινών, έχάλκευεν επί σειράν ετών κατά πάσαν πρώτην Απριλίου εΐδησίν τίνα φαντασιώδη, παρενειρομένην μεταξύ των άλλων πραγματικών καί ανελλιπώς επιφέρουσαν το ποθοϋμενον αποτέλεσμα. Τινές των ειδήσεων τούτων, εκτάκτως επιτυχείς έμειναν πολύκροτοι, εξ αυτών δ' εκλέγων θ' αναφέρω δυο ή τρεις.

Έν έτει 1882 ή «Έφημερις» ανέγραψε την πρωτα πριλιάτικην εϊδησιν δτι άγγλος τις περιηγητής, θελήσας ν' άνέλθη εις το αέτωμα τοϋ Παρθενώνος δια της γνωστής εν τω τοίχω έλικοειδοΰς άναβάθρας, έσφηνώθη εις το έσω-τερικόν τής οπής, ένεκα δέ τούτου παρίστατο ή ανάγκη προς σωτηρίαν του άπερι τκέπτου ξένου νά κατεοαφισ>^Γ| μέρος τοΰ τοίχου τοΰ ναοϋ. Τύ ψάρι' τό όποιον ήγρεϋθη δια τής είδήσεως ταύτης ήτο «νιλπίστως μέγα, επειδή ό πρώτος δούς πίστιν εις αυτήν ήτο ό τότε πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης. Μολονότι ήτο άγγλομαθής ό επιφα­νής ούτος πολιτικός άνήρ, δεν έπρόσεξεν είς το επίτηδες τεθέν φαντασακόν όνομα τοΰ ανυπάρκτου "Αγγλου, όστις έκαλεΐτο δήθεν Liar —το όποιον άγγλιστί σημαίνει «ψεΰ στης». Όθεν άνησυχήσας περί τής τύχης τοΰ ξένου, άλλ' έν-ταυτώ και περί τής άκεραιότητος τοΰ σεπτοΰ μνημείου, ήθέλησεν εν τω αμα νά λάβη τά κατάλληλα μέτρα. Και περί ώοαν 11 π. μ. ηκούσαμεν οί ευρισκόμενοι έν τώ γρα-φείω μας, το όποιον εκείτο εις την όδόν Σταδίου, τά βαρέα βήματα  τοΰ  ανερχομένου   την κλίμακα διευθυντού της αστυνομίας Κωνσταντίνου Κοσονάκου, όστις εσπευσμέ­νως κληθείς υπό του Πρωθυπουργού και διαταχθείς να εξετάση, ηρχετο με κάποιαν δυσπιστίαν να μας έρωτήση, πόθεν ήρΰσθημεν την εΐδησιν. Άλλ' εκ των ηχηρών γελώ­των δι' ων άπηντήσαμεν είς τήν έρώτησίν του, έννόησεν άμέσως περί τίνος επρόκειτο.
Το άκόλουθον έτος ή πρωταπριλιακή φάρσα μας είχεν άρχαιολογικόν χαρακτήρα. Έδημοσιεΰσαμεν τήν εΐδησιν ότι είς χώρόν τίνα άνασκαπτόμενον εγγύς τοΰ γραφείου μας. άνευρέθη κεφαλή αρχαίου αγάλματος εξαισίας τέχνης, τήν οποίαν παρελάβομεν καΐ έφυλάττομεν δια να παραδώσωμεν όπου δεΐ. Όλίγον μετά τήν έκδοσιν τοΰ φύλλου μας ενεφα­νίσθη εϊς το γραφεϊόν μας είς έφορος τών  Αρχαιοτήτων, ζητών νά παραλαβή το εύρημα. Μετά μεγάλης δε τότε σο βαρότητος οι έν τω γραφείω συντάκται μεταβάντες είς τήν άποθήκην, εκόμισαν εν πομπή και θριάμβω προς τον εφο-ρον μίαν κεφαλήν βοός, λείψανον ίσως παλαιού τροπαίου ευρισκομένου άπό μακρού χρόνου είς το γραφεϊόν μας, σύμβολον δέ όχι πολύ εύχάριστον δια τήν άγχίνοιαν του αρχαιολόγου, όστις άπήλθεν απογοητευμένος.

 

Άλλη πρωταπριλιάτικη άστειότης άρκετήν προκαλέσασα θυμηδίαν, φύσεως όχι δημοσίας, άλλ' ιδιωτικής, διεξάχθεΐ-σα δέ εις σχετικώς στενόν κύκλον έλαβε χώραν εις τό γρα φεϊόν τής υπό τοΰ μακαρίτου Μιχαήλ Λάμπρου εκδοθείσης εφημερίδος «Καθημερινής», εις τήν σύνταξιν τής οποίας είχα τήν τιμήν ν' ανήκω.

Η άστειότης έξυφάνθη είς βάρος τοΰ προ ετών αποθα νόντος αγαθού φίλου μας Δημητρίου Κοκχίδου, καθηγητού τής Αστρονομίας έν τώ Πανεπιστημίφ και διευθυντού τοΰ Αστεροσκοπείου, τακτικού επισκέπτου και επιστημονικού σννεργάτου τής εφημερίδος μας. Ιδρύσας ούτος τότε μετε ωρολογικούς σταθμούς εις διαφόρους πόλεις τών επαρχιών, συνέτασσεν ήμερήσιον μετεωρολογικόν δελτίον περί τής κα ταστάσεως έν γένει τοΰ καιροΰ καθ' άπασαντήν Ελλάδα έπι τη βάσει τών αποστελλομένων είς αυτόν καθημερινών τηλεγραφημάτων. Ταΰτα, βραχέως καί συμβολικώς δι' αρι­θμών συντεταγμένα, άπεστέλλοντο χάριν ευκολίας όχι είς τό Άστεροσκοπεϊον, αλλ' εις τό γραφεϊόν τής «Καθημερι νής», οπόθεν διερχόμενος ο Κοκκίδης τακτικώς περί τήν δείλην τά παρελάμβανε καί κατήρτιζε τό δελτίον. Συνελά-βομεν λοιπόν οι έν τώ γραφείω επι τή προσεγγίσει της Πρωταπριλιάς  τό   σχέδιον  νάντικαταστήσωμεν   τάληθινά  τηλεγραφήματα δι' υποβολιμαίων, προμηθευθεντες τάπαι-τοΰμενα έντυπα και τους φακέλους, δεόντως; σεσημασμέ νους δια της σφραγΐδος εκ τοϋ Τηλεγραφείου, τη βοήθεια φίλου τηλεγραφητοϋ, γράψαντες δέ άλλους άντ' άλλων συμ βολικούς αριθμούς. Δια να επιτύχη περισσότερον η απάτη εσημειώθη εις εν εκ τών τηλεγραφημάτων δια λέξεων η εί δησις ότι μερικοί χάρται, τους οποίους είχε προ ημερών αποστείλει ο Κοκκίδης εις ένα εκ τών σταθμών και περί της παραλαβής τών οποίων ανησυχεί, απωλέσθησαν.

Ότε επέστη ή συνήθης ώρα, ο καθηγητής ήλθε βια στικός, κατά το ειωθός, εις το γραφεϊον, ένθα είχον συνα χθή πάντες οι φίλοι και οι γνώριμοι τής εφημερίδος μας, εν γνώσει διατελούντες τής συνωμοσίας, δια να παραστα θούν είς την φαιδράν σκηνήν. Ο Κοκκίδης απήντησε δυσαναχετών εϊς μερικούς άστεϊσμούς τοϋ Μίκιου Λάμπρου, βιαστικός δέ κατά τήν συνήθειάν του, ήρχισε ν' άποσφρα-γίζη τά πλαστά τηλεγραφήματα, διά να συντάξω το δελτίον. Οί παρεστώτες, παρακολουθοϋντες τά κινήματα του, μόλις συνεκράτουν τον γέλωτα, βλέποντες τους μορφασμούς τής εκπλήξεως αλλά και τής ταραχής τήν οποίαν επροξένει είς αυτόν ή άνάγνωσις εκάστου τών τηλεγραφημάτων. Καί ή έκπληξίς του ητο δικαιολογημένη, διότι διά τής τυχαίας μεταβολής τών συνθηματικών αριθμών έπήρχετο τελεία ανατροπή και σΰγχυσις ε'ις τήν έ'ννοιάν των. Ούτως, ένφ ό καιρός ήτο κατά πάντα εύδιος, εκ τών τηλεγραφημάτων έξήγετο ότι καθ' ά'πασαν τήν Ελλάδα είχεν ενσκήψει κα­κοκαιρία σημαίνουσα τήν συντέλειαν τοϋ αιώνος. Άλλου μεν το πέλαγος έκλυδωνίζετο, συγκυκώμενον από τοϋ πυ-θμένος- άλλου ή βροχή κατέπιπτε ραγδαία και αδιάκοπος, όπως κατά τάς ημέρας τοϋ Νώε. Αλλού ο άνεμος άπέκτα πρωτοφανή βιαιότητα τυφώνος και άλλου πάλιν έπεκρά-τει Θερμοκρασία υψηλή   όσον  και παρά τον   Ισημερινόν.

Ο δυστυχής αστρονόμος ήπόρει διά τήν άκατανόητον ταύτην άναστάτωσιν τών στοιχείων τής φύσεο)ς' άλλ' ή δυσφορία του επετάθη ετι μάλλον εκ τής εϊδήσεως περί τής απωλείρς τών πεμφθέντων χαρτών. Έν τή απορία εν τού τοις καΐ τη ταραχή του έμνήσθη οτι ο παρευρισκόμενος έκεΐ-μετά τών άλλων καθηγητής Σπυρίδων Λάμπρος τον είχε προ ολίγου ερωτήσει περί τοϋ καιροΰ τοϋ επικρατούντος εϊς το Ίόνιον πέλαγος, ενδιαφερόμενος, ώς έλεγε, να το μάθη, καθότι ανέμενε τήν πενθεράν του επανερχόμενην εκ Μασσαλίας. Εστράφη δέ τότε αίφνης ο Κοκκίδης προς τον έρωτήσαντα, κρατών εις χείρας το εκ Ζακύνθου πλαστόν τηλεγράφημα, και με μίαν έκφρασιν χαιρεκακίας τοϋ ειπεν:

—Από τήν Μασσαλίαν, είπες, έρχεται ή πενθερά σου; Θα καλοπέραση στο ταξεϊδί της!

Ή έκραγεΐσα διά μιας κατ' έκείνην τήν στιγμήν συναυλία τών από πολλάς ώρας συγκρατουμένων γελώτων διέλυσε τήν άπορίαν του καί επανέφερε τήν γαλήνην εις τήν ψυχήν του. Έννόησεν δτι πρόκειται περί άστειότητος τήν οποίαν άνεγνώρισεν ώς επιτυχή, και τήν έσυγχώρησε καλοκαγάθως.

Ό φίλος και σννεργάτης, τοϋ οποίου προηγουμένως εμνήσθην, κ. Δαμβέργης είχε τήν άδυναμίαν νά παρασκευ-άζη τά πρωταπριλιάτικα πειράγματα εις έτερον περίφη-μον καί προ καιροΰ εκλιπόντα τον Αθηναϊκόν τύπον, τον βοήν αγαθόν ΐδιότροπον και άγαν ελευθερόστομον δικηγό-ρον Στεφανίδην. Και τό μεν πρώτον έτος κεντήσας τά φι-λάρχαια αισθήματα τοϋ ιδιορρύθμου εκείνου Αθηναίου, τον έστειλε πρωΐ—πρωί νά ίδή ένα καταπεσόντα δήίθεν αίφνιδίως έκ τών κιόνων τοϋ ναού τοϋ Ολυμπίου Διός. Και άφοΰ τον εύρεν όρθιον ο Στεφανίδης έπέστρεψεν εϊς τήν πόλιν αφρίζων εκ τοϋ Θυμοϋ καί άναθεματίζων   μέγαλοφώνως τα ψεύδη των εφημερίδων. Άλλα το έπόμενον έτος το εγχείρημα απέβαινε χαλεπώτερον, διότι το bis in idem σπανίως επιτυγχάνει. Έν τούτοις ό συνάδελφος έπενόησεν εύφυώς να δημοσίευση ότι σημαντικόν δήθεν χρηματικήν ποσόν ειχεν αποστολή προς τον Στεφανίδην παρά πλουσίου συγγενoύς του εξ Αιγύπτου, όπως διανεμηθή παρ' αύτοΰ εις τους απόρους των Αθηνών. Φαντασθήτε λοιπόν τήν άπειροπληθή στρατιάν των ενδεών όσοι κατ κλυσαν άπό πρωΐας τον παρά τήν οδόν Έρμου οίκον του ανύποπτου δικηγόρου, και τάς εντόνους εκφράσεις της άγανακτήσεως μετά τών οποίων ό οξύθυμος εκείνος και λίαν βωμολόχος τους απέπεμψε !

Κατά τίνα Πρωτάπριλιάν άλλου έτους, διεκωμωδήθη παρ' ημών πάλιν με άρκετήν έπιτυχίαν τό οίκτρόν έ'θιμον της μονομαχίας, πολύ έν χρήσει παρ' ήμΐν κατ' εκείνην τήν έποχήν. Έντέχνως έσπερμολογήθη και άνεγράφη από δυο ήμερων ή εΐδησις περί σφοδράς διενέξεως, άναφυείσης δήθεν μεταξύ δύο λογίων, και μελλούσης κατά πάν τα τα φαινόμενα νά λυθή δια τών δπλων. Ή μονομαχία μεταξύ τών δύο ερισάντων, οΐτινες ύπετίθετο ότι ήσαν ο μακαρί της ποιητής Δημήτριος Κόκκος καί εγώ — τών οποίων όμως τα ονόματα έσημειοϋντο μόνον δια τών αρκτικών στοιχείων — ήγγέλθη ότι θα έγίνετο τήν πρω'ίαν τής 1ης  Απριλίου. Τω όντι δε τό πρωΐ δύο άμαξαι έξεκίνησαν εκ τοϋ γρα φείου τής εφημερίδος φέρουσαι εις τό πεδίον τής τιμής τους δύο αντιπάλους καί τους μάρτυρας των, σύν αύτοϊς δέ έπιδεικτικώτατα καί όλόκληρον οπλοστάσιον από υπερ μεγέθεις παλαιάς κουμπούρας, χαντζάρια, γιαταγάνια καί παντοία άλλα φονικά όργανα. Τήν τελευταίαν στιγμήν έν θυμήθημεν οτι δεν εΐχομεν φροντίσει περί ίατροϋ' άλλ' ή ελλειψις  άνεπληρώθη  παραληφθέντος διά τής βίας σχεδόν ενός γνωστού των Αθηνών κτηνιάτρου, διερχομένου  τυχαίως εκείθεν. Οι διαβάται καθ' όδόν βλέποντες παρε λαύνουσαν τήν άλλόκοτον ταύτην έκστρατείαν, ύπώπτευον τό άστείόν της καί έμειδίων. 'Αλλ'  ή Αστυνομία, ήτις εινε συνήθως τό πρώτον θϋμα εις τάς τοιαύτας περιστάσεις, ήθέλησεν έν πάση άθωότητι νά εμποδίση τήν αΐματοχυ-σίαν καί έλαβε τα κατάλληλα προς τούτο μέτρα. Διό, οτε εφθάσαμεν εις τον ώρισμένον τόπον, όστις ήτο ό στί βος τοϋ σημερινού Σταδίου — τοϋ οποίου ο χώρος ακόμη τότε ήτο αγρός κριθής — ενώ οι μάρτυρες, μετρήσαντες μετά σοβαρότητος τάς αποστάσεις, έτοποθέτουν τους αντι πάλους αντικρύ αλλήλων, ειδομεν κατερχομένους από τοΰ υψώματος τους ενεδρεύοντας έκεΐ έρυθροχίτωνας αστυνο μικούς κλητήρας μεθ' ενός τών αστυνόμων, σπεύσαντας νά εμποδίσουν τήν φονικήν συνάντησιν, άλλ' άνακρούσαντας πρύμναν καί αποχωρήσαντας μετ' έντροπής ότε εκ τών γε λώτων μας εννόησαν τό πάθημα των.

'Ως επίλογος είς τήν Πρωταπριλιάτικην ταυτην φλυα ρίαν μου δύναται νά χρησιμεύση κάτι τι, τό όποιον δεν ει νε ποσώς άστειότης καί μάλιστα φέρει χαρακτήρα λυπηρόν καί άξιοθρήνητον. Αλλ' επειδή συνέβη μοιραίως κατά τήν ήμέραν τής 1ης Απριλίου καί παρουσιάζει έν τή εξελίξει του κωμικήν καί σχεδόν φαντασμαγορικήν χροιάν, δύνα ται νά καταλάβη καί αυτό θέσιν εις τό Πάνθεον τής Πρω ταπριλιάς
Εννοώ τό  προ  εικοσαετίας   περιβόητον  συμβάν  τής ανακαλύψεως τών έν   τώ Κεντρικφ Ταμείω   κεκρυμμένων εκατομμυρίων, τοΰ οποίου ήρως καί θύμα ένταυτώ ύπήρ-ξεν ουχί άτομόν το, ή   μερίς τοΰ κοινού, ή αρχή τις μεμο νωμένη, άλλ' αυτό τοΰτο τό   Έλληνικόν   Κράτος.   Ό τότε Πρωθυπουργός αείμνηστος Τρικούπης, διευθύνων άπό τοϋ υπουργείου τών Οίκονομικών τα νήματα της μεγαλοπρά γμονος αΰτοΰ πολιτικής και παρακολουθών άγρύπνως την πορείαν τών δημοσίων εσόδων, ευρέθη εν αμηχανία, αδυ νατών να έξηγήση κολοσσαίαν διαψοράν υπάρχουσαν μετα ξύ τών καθημερινών πινάκων τών εισπράξεων και τοϋ εν τώ ταμείω τοϋ Κράτους κατατεθειμένου ποσοΰ. Ύποπτευ θεις ότι έκτροπόν τι συνέβαινεν, απεφάσισε να εξακριβώσει το πράγμα και χωρίς νανακοινώση τίποτε είς κανένα, εγερ θείς δ' εν ώρα όρθρου βαθέος, διέταξε τον ύπηρέτην να μεταβή και να προκαλέση τον ίδιαίτερόν  του γραμματέα από της κατοικίας του όπως προσέλθη αμέσως παρ' αυτώ. Ό γραμματεύς όμως, όστις ήτο ό κ. Γ. Αναγνωστόπουλος, ΰποπτεΰσας ότι επρόκειτο περί πρωταπριλιάτικης φάρσης, δεν μετέβη. Έχρέιάσθη δευτέρα και τρίτη έντονωτέρα πρό σκλησις, διά νά σπεύση προς τον ανυπομονοΰντα προϊστάμενόν του, και νάκούση αύστηράν έπίπληξιν δια τήν βραδύτητα του. Ό γραμματεύς διετάχθη νά ύπάγη εξ ονόματος τοϋ Πρωθυ πουργού εν τώ άμα, και νά παραγγείλη εις τρεις ανωτέρους οικονομικούς υπαλλήλους νά μεταβούν άνευ χρονοτριβής και νά ενεργήσουν εξέλεγξιν είς τό Κεντρικόν Ταμεΐον. Άλλ' ή κωμική σκηνή της δυσπιστίας έπανελήφθη εκ νέου, κα θότι οί εξεγερθέντες έκ τοϋ ύπνου υπάλληλοι, ένόμι σαν και αΰτοί ότι επρόκειτο περί αλειότητος και εδί σταζον νά εκτελέσουν τήν έντολήν. Τέλος πάντων ή εξέ λεγξις  εγένετο, άνεκαλύφθη δε τώ όντι ότι εις τό Κεντρι κόν Ταμεΐον άπεκρύπτοντο κρίμασιν οίς είδε Κύριος έξ όλα εκατομμύρια δραχμών !

Ή εΐδησις διεδοθη άστραπηδόν είς τήν πόλιν' άλλα ποίος νά τήν πιστεύση ; Καθείς έμυκτήριζε τον κομιστήν αυτής ώς μωρόπιστον ή ώς άδέξιον έφευρέτην παχυλού ψεύδους. Και είχον δίκαιον οί άνθρωποι, διότι τόσον τε ρατώδη και ακατανόητα και απίστευτα πράγματα συμβαί νουν είς τό πρωτότυπον αυτό ίδικόν μας βασίλειον, ώστε ή πρώτη Απριλίου θά ήδύνατο νά καθιερωθή καΐ ώς επί σημος εορτή του Κράτους.

(Πρωτοδημοσιεύτηκε το 1910)