|
|
ΠΩΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ
ΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
(Απόσπασμα από το Ημερολόγιο του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσάνθου Φιλιππίδη)
|
24 ΑΠΡΙΛΙΟΥ
1941: "Ερχονται εις έπίσκεψίν μου ό Νομάρχης Άττικοβοιωτίας κ. Πεζόπουλος
καί ό Δήμαρχος κ. Πλυτάς κατ' έντολήν τοϋ υφυπουργού Ασφαλείας κ.
Μανιαδάκη διά νά μου ειπούν ότι
«... θά παραδώσωμεν τήν πόλιν εις τους
Γερμανούς». |
Απήντησα
ότι
« ...εις τό έργον τούτο ούδεμίαν θέσιν έχει ό
Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Νομίζω μάλιστα ότι καί σεις οί άλλοι
είσθε πολλοί. Θά έφθανε ένας κατώτερος αξιωματικός νά εϊπη
εις τους Γερμανούς ότι ή πόλις δέν αμύνεται καί ότι είναι
ελεύθεροι νά εισέλθουν».
|
Έπέμειναν. Τότε έπανέλαβα ότι
«Έργον τοΰ Επισκόπου είναι όχι νά ύποδουλώνη άλλα νά έλευθερώνη. Πλην
τούτου είναι ένδεχόμενον νά συμπεριφερθούν οι Γερμανοί περιφρονητικά καί
νά στείλουν κανένα άνθυπολοχαγόν νά συνεννοηθή μετά τοΰ
Αρχιεπισκόπου, όπερ θά είναι έξευτελιστικόν διά τό αξίωμα τοΰ
Αρχιεπισκόπου. Ενθυμούμαι ότι τό 1916, όταν ήμουν Μητροπολίτης
Τραπεζοΰντος καί προσωρινώς Διοικητής τοΰ τόπου, όταν οι Ρώσοι ήρθαν
εις Τραπεζούντα ώς έλευθερωταί καί όχι ώς δουλωταί, πάλιν δέν μετέβην ό
ϊδιος νά παραδώσω τήν πόλιν, αλλά έστειλα ένα άπλοΰν πολίτην μετά τοΰ
Αμερικάνου Προξένου οι όποιοι εΐπον απλώς εις τους Ρώσους ότι δέν αμύνεται
ή πόλις καί ότι εΐναι ελεύθεροι νά εισέλθουν. Δέν βλέπω λοιπόν τόν λόγον,
διά τόν όποιον πρέπει ό Αρχιεπίσκοπος νά παραδώση τώρα τήν πόλιν εις τους
Γερμανούς. Ταύτα παρακαλώ νά διαβιβασθούν εις τόν κ. Μανιαδάκην».. |
25 ΑΠΡΙΛΙΟΥ :
Έρχεται ό κ. Πλυτάς διά νά μου ειπη ότι διεβίβασαν όλα στόν κ. Μανιαδάκην,
άλλ' ότι ό κ. Μανιαδάκης επιμένει νά είμαι καί εγώ μεταξύ τών μελλόντων νά
παραδώσουν τήν πόλιν. Εάν έχουν σκοπόν νά προσβάλουν οι Γερμανοί τόν
Άρχιεπίσκοπον δύνανται νά κάμουν αυτό καί έδώ εις τήν Άρχιεπισκοπήν.
Απήντησα ότι
«υπάρχει κάποια διαφορά μεταξύ τού νά ύπάγη ό
Αρχιεπίσκοπος εις προϋπάντησιν τών Γερμανών καί νά προσβληθή
καί τού νά έλθουν οι Γερμανοί έδώ στήν Άρχιεπισκοπή καί νά
τόν προσβάλουν ή καί νά τόν φονεύσουν».
|
27 ΑΠΡΙΛΙΟΥ:
Ολην σχεδόν τήν νύκτα τής χθεσινής ημέρας Σαββάτου περνώ άυπνος
ακουμπισμένος επάνω εις τό κρεββάτι τής Αρχιεπισκοπής.
Μουγκρίζουν οι βόμβες οι εχθρικές καί ό κρότος τών αντιαεροπορικών
τηλεβόλων γίνεται όλονέν ασθενέστερος.
Προς τά έξημερώματα παύουν όλα καί στυγνή ηρεμία διαχέεται καθ' όλην τήν
πόλιν. Σηκώνομαι καί μανθάνω ότι ό εχθρός ό Γερμανός φθάνει καί ευρίσκεται
μεταξύ Κηφισσιάς καί Αμπελοκήπων. [...] Εκάθησα εις τό γραφείον περίλυπος
μέχρι θανάτου καί δακρύων. "Ολος ό κόσμος περιωρισμένος εις τάς οικίας του
καί ή σιωπή γίνεται ακόμη στυγνοτέρα.
'Εν
τω μεταξύ αναγγέλλεται κάποιος, όστις θέλει να μέ ϊδη κατ' έντολήν τοϋ
Δημάρχου Πλυτά.
Τόν δέχομαι καί εις έρώτησίν ποίος είναι μού απαντά ότι είναι ό διοικητής
τών αυτοκινήτων τού δήμου καί ότι τώρα κάθεται πλησίον τού οδηγού τών
αυτοκινήτων, τά όποια φέρουν τους Γερμανούς στρατηγούς.
Εις έρώτησίν μου τί επιθυμεί, απαντά ότι ό Δήμαρχος είπεν ότι οι Γερμανοί
στρατηγοί επιθυμούν νά κατέλθω εις τόν ναόν, ϊνα παρόντων καί αυτών
τελέσωμεν δοξολογίαν.
Εμβρόντητος ήκουσα τήν παραγγελίαν τού κ. Δημάρχου καί διέταξα τόν
κομιστήν τής παραγγελίας νά άπέλθη αμέσως εκ τής Αρχιεπισκοπής
Του είπα «αν ό κ.Δήμαρχος έχη νά πη κάτι
πρέπει νά έρχεται ό ίδιος αυτοπροσώπως».
Καί εις έρώτησιν «τί νά είπω εις τόν κ. Δήμαρχον;»
απήντησα:
«νά πης ότι σέ έδιωξα». |
Ήταν ή
ώρα περίπου δέκα προ μεσημβρίας. Μετά δύο ώρας έρχεται είς γραμματεύς τοϋ
Δημαρχείου καί μου λέγει ότι ό Γερμανός Στρατηγός ερωτά ποίαν ώραν δύναται
νά μέ έπισκεφθή εις τήν Μητρόπολιν. (Φαίνεται ότι ή δοθείσα άπάντησίς μου
τόν έσυνέτισε καί παρητήθη τής δοξολογίας). Απήντησα ότι δύναται νά έλθη
εις τάς 4 μετά μεσημβρίαν.
Ό βοηθός
Επίσκοπός μου άγιος Ταλαντίου αδιαθετών δέν προσήλθεν εις τοιαύτην
κρίσιμον ήμέραν εις τήν Άρχιεπισκοπήν. Παρίσταται μόνον ό Πρωτοσύγκελος
Γερβάσιος, ό άρχιδιάκονος, όν έκάλεσα έκ τού ναού όπου θά έκήρυττε, καί ό
ιδιαίτερός μου, Πολυζώνης.
Δίδω έντολήν νά τηλεφωνηθή εις τόν 'Επίσκοπον νά συνέλθη
καί νά έλθη αμέσως, όπερ καί έγένετο.
Περί τήν 4ην
μ. μ. έρχεται ό στρατηγός
Stumme (τού
Δευτέρου Σώματος Στρατού) συνοδευόμενος από τόν
Kleim,
Στρατιωτικόν Άκόλουθον της Γερμανικής Πρεσβείας, (Γερμανολεβαντϊνον εκ
Σμύρνης, όστις επί τέσσαρα έτη κατεσκόπευε την Ελλάδα καί τόν Έλληνικόν
στρατόν), καί άπό τόν νεοδιορισθέντα Γερμανόν Φρούραρχον Αθηνών. Τους
υποδέχομαι εντός τού Συνοδικού μέ άθυμίαν καί κατήφεια. Πώς νά αρχίσω τήν
συνομιλίαν;
«Φαίνεσθε» τού λέω, «κουρασμένος»
«Ναί άπαντα. Βρήκαμε γεφύρας καί δρόμους κατεστραμμένους. Τά
κατέστρεψαν οι Άγγλοι. Ποίος θά τά επανορθώση; Οι Άγγλοι οφείλουν νά πληρώσουν»
«Θά πληρώση όποιος νικηθή», λέγω.
«Κατά τήν διαδρομήν ημών διά τής Ελλάδος μέ εύχαρίστησιν παρετήρησα
ότι πολλοί ομιλούν γερμανικά».
«Ναί, τού εΐπα, ύπήρχον πολλοί, οίτινες ήσαν θαυμασταί τού
γερμανικού πολιτισμού, άλλ' άφ' ότου έκήρυξεν ή Γερμανία τόν πόλεμον
κατά τής Ελλάδος θά έμειναν ολίγοι ή κανείς. Πράγματι έχει λυπήσει
πολύ τόν έλληνικόν λαόν, διότι ή Γερμανία άναιτίως έκήρυξε τόν
πόλεμον κατά τής Ελλάδος. Διατί τόν έκήρυξαν ; »
«Αυτά , άπαντα ο Γερμανός Στρατηγός, είναι ζητήματα πολιτικής.»
|
(Και
άλλαξε κουβέντα)
«Εις τόν δρόμον», λέγει, «μας έρραιναν μέ άνθη».
«Αυτοί, τού απαντώ, βεβαίως δέν ήσαν Έλληνες».
|
Και
συνέχισα
«Επείγει, τω λέγω, τό ζήτημα τού επισιτισμού τού
τόπου».
«Θά έλθη, απαντά, προσεχώς ιδιαιτέρα επιτροπή επισιτισμού τού
τόπου».
«Καί τώρα, τού λέγω, πού θά υπάγετε;»
«Όπου διατάξει ό Φύρερ, απαντά, διότι ημείς δέν κάμνομεν τίποτε
εκτός εκείνου τό οποίον διατάσσει ό Φύρερ»
|
Καί
όταν εσηκώθη ό Στρατηγός νά μέ άποχαιρετήση προσέθεσα:
«Προσέξατε, Στρατηγέ μου, νά μή τραυματίσητε τήν
ύπερηφάνειαν τού ελληνικού λαού». |
Ανεχώρησε
καί αυτός καί ή συνοδεία του. Απεχώρησα εις τό σπίτι μου τεθλιμμένος,
έπεσα εις τό κρεββάτι καί έκλαυσα πικρότατα.
29
ΑΠΡΙΛΙΟΥ: ....Προς
το εσπέρας, έρχεται εις επίσκεψίν μου ο κ. Πλάτων Χατζημιχάλης Επίτροπος
του Ιερού Ναού Μεταμορφώσεως Πλάκας. Και μου αναγγέλλει ότι εσχηματίσθη
κυβέρνησις υπό τον Τσολάκογλου και ότι αυτός ανέλαβε το Υπουργείον
Εθνικής Οικονομίας.... και υπέγραψε Συμβόλαιο με τους Γερμανούς.
Του
απήντησα ότι λυπούμαι πολύ, διότι διά Συμβολαίου και εντολή των Γρρμανών
σχηματίζεται κυβέρνησις και ιδίως διότι μετέχει ο κ. Χατζημιχάλης τον
οποίον εθεώρουν τίμιον Έλληνα.
«Και τι ηθέλατε να κάμωμεν ; Να αφήσωμεν να μας
κυβερνήσουν οι Γκαουλάιτερ;»
Του απαντώ «Ναι, διότι με τους Γκαουλάιτερ οι Γερμανοί θα κάμουν
κακόν μικρότερον.... Θα φέρετε μόνον τας ευθύνας χωρίς να μπορέσητε
να κάμετε το ελάχιστον καλόν εις τον λαόν»
«Εμείς υπεγράψαμε και η κυβέρνησις εσχηματίσθη. Αύριον ορκίζεται
Και παρακαλεί να έλθετε να μας ορκίσητε αύριον το πρωί η ώρα 9»
|
Του απαντώ
:
«Η Εθνική Κυβέρνησις την οποία ώρκισα εξακολουθεί να
υφίσταται και να συνεχίζει τον πόλεμον. Άλλην Κυβέρνησιν δεν
δύναμαι να ορκίσω. Πλην τούτου δεν γνωρίζω τι εγράφη και υπεγράφη
στο συμβόλαιο μετά των Γερμανών ...Εις τοιαύτας δε υπόπτους και
αντεθνικάς ενεργείας δεν είναι δυνατόν να δώση η Εκκλησία τον όρκον
και την ευλογίαν της, Η Εκκλησία πρέπει να μένη μακράν από τοιαύτα
πράγματα». |
Απ το βιβλίο
Γ. Τασιούδη, Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών ο από Τραπεζούντος . Η Εθνική Δράσις του
Τόμος Β΄ Αθήνα 1973, σελ 375 κ.ε.
| | | |