Τα μυαλά είναι σαν τα αλεξίπτωτα : για να λειτουργήσουν πρέπει να είναι ανοικτά.

 Γ.Δ.ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗΣ (Διδάκτωρ Θεολογίας, εκπαιδευτικός)

περ. ΕΠΙΚΑΙΡΑ Τεύχος 358  30/9/2016


Τον τελευταίο καιρό παρακολουθούμε μια αντιπαράθεση ομάδων και προσώπων, μια σύγκρουση ιδεών αλλά και φυσικών οντοτήτων με κέντρο το θέμα διαχείρισης των προσφύγων. Σύλλογοι γονέων, όπως του Ωραιόκαστρου και της Φιλιππιάδας, υιοθετούν εθνικιστικές θέσεις που κινούνται στις παρυφές ακροδεξιάς απόχρωσης κομματικών τοποθετήσεων. Στο πλευρό τους και τοπικοί άρχοντες, πολιτικοί και θρησκευτικοί, αλλά   και «αγανακτισμένοι πολίτες» που καίνε hot spot στο όνομα της εθνικής μας ταυτότητας.

Από την άλλη πλευρά πιο ψύχραιμες φωνές επικαλούνται το φιλάνθρωπο και φιλάδελφο χαρακτήρα του Χριστιανισμού, κύριο συστατικό της εθνικής μας ταυτότητας, για τη φιλοξενία των εμπερίστατων συνανθρώπων μας. Και φυσικά θα ταχθούμε με αυτές, όπως του Μητροπολίτη Δημητριάδος Ιγνάτιου, βασιζόμενοι όχι μόνο στη ρήση του Αποστόλου Παύλου στην επιστολή του προς Κολοσσαείς (3,11) : «Εδώ δεν υπάρχει πια Έλληνας και Ιουδαίος, περιτμημένος και απερίτμητος, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος ή ελεύθερος, αλλά τα πάντα και μέσα σε όλους τα αναπληρώνει ο Χριστός.» αλλά και ενθυμούμενοι τη στάση της Συρίας προς τους χριστιανούς πρόσφυγες το 1922 καθώς και αναγνωρίζοντας τις συνέπειες από τη συμμετοχή μας με στρατεύματα στο μακρινό Αφγανιστάν στηρίζοντας τις Νατοϊκές επιλογές.

Ο κος Ιγνάτιος επεσήμανε ότι «χάσαμε την «κοινότητα». Είναι αυτό που έχει χάσει και η Εκκλησία πολλές φορές. Εκκλησία είναι η πρόσκληση γύρω από ένα τραπέζι να φάμε μαζί. Είναι ο Χριστός στην Αγία Τράπεζα. Παίρνω ένα ψίχουλο και μία σταγόνα, όχι για να ζήσω αλλά για να είμαι με τον Θεό. Η Εκκλησία ήταν αγάπη γύρω από μία τράπεζα, που γινόταν αγάπη σε ένα τραπέζι. Δεν γίνεται όταν κοινωνώ από ένα ποτήρι, να μην έχεις να φας εσύ και εγώ να τρώω. Στην κοινωνία γίνομαι ένα με τον συνάνθρωπό μου, που κοινωνούμε μαζί. Δεν γίνεται να είσαι ξένος και να παραμένεις ξένος για μένα. Στις μικρές εκκλησιαστικές κοινότητες, η μικρή ενορία, που συγκροτείται από τους ανθρώπους που έχουν συνείδηση, αναπληρώνει το κενό της κοινωνίας μας. Αν έχουμε χάσει την κοινωνία μεταξύ μας, ο ατομισμός κυριαρχεί και η μοναξιά οδηγεί στην κατάθλιψη».

Από την άλλη πλευρά ο κ. Άνθιμος δηλώνει: «Είμαι αντίθετος στη φιλοξενία των διαφόρων μεταναστών. Μέσα στην πόλη της Θεσσαλονίκης, για πλείστους όσους λόγους, εγώ προσωπικά σαν επίσκοπος και εκπρόσωπος τη τοπικής εκκλησίας που έχει ιστορία 2.000 χρόνων, δεν θα ήθελα να εγκατασταθούν, διότι δεν ξέρουμε τι ακριβώς στη συνέχεια θα επακολουθήσει». Εκτός από τη ξενοφοβία ο Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης εκφράζει και έντονα αντιχριστιανικά θέσεις αφού αντιπαλεύει το παραπάνω Παύλειο εδάφιο αλλά και αρνείται την πίστη «θα χτίσω την εκκλησία μου και οι πύλες του Άδη δε θα μπορέσουν να την κατανικήσουν» (Ματθ 16,18) στερώντας μας από την ευχαριστιακή και εσχατολογική θετικότητα.

Ο Έλληνας σήμερα ζει μεταξύ κλειστότητας του παρελθόντος και ανοικτότητας του παρόντος και πιθανόν του μέλλοντος. Εγκλωβισμένος σε παλιές τακτικές ενός κλειστού πολιτισμικού περιβάλλοντος όπως ήταν οι αγροτικές κοινότητες του περασμένου αιώνα όπου ξένος ήταν ακόμη και ο κάτοικος του διπλανού χωριού, τρέχει ασθμαίνοντας να προλάβει τις κοινωνικές εξελίξεις που πραγματοποιούνται στο παγκόσμιο γίγνεσθαι όπου μέσω του διαδικτύου, πλησίον έχει γίνει κάθε κάτοικος του πλανήτη μας.

Και καθώς λέει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος (22,37-40), υποστηρίζοντας την αναγκαιότητα της συνύπαρξης: «Κι ο Ιησούς του αποκρίθηκε: Θ’ αγαπήσεις τον Κύριο το Θεό σου με όλη την καρδιά σου και με όλη την ψυχή σου και με όλη τη διάνοιά σου. Αυτή είναι η πρώτη και μεγαλύτερη εντολή. Και δεύτερη, όμοια μ’ αυτή, είναι: Θ’ αγαπήσεις τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου. Σ’ αυτές τις δύο εντολές στηρίζονται όλος ο νόμος και οι προφήτες».

Στο ερώτημα πως θα επιτύχουμε τη μετάβαση στην ανοικτότητα και θα καταστήσουμε την κοινωνία μας μέτοχη στα πλανητικά πολιτισμικά δρώμενα, η απάντηση είναι μία : γνώση. Η γνώση και η εργαλειακή της χρήση, η σοφία, προσφέρεται σήμερα στα δημόσια σχολεία κι όχι στην τηλεόραση ή στο internet. Το παρεχόμενο αγαθό της εκπαίδευσης οφείλει να βασίζεται και παράλληλα να αναπτύσσει την κριτική και δημιουργική σκέψη των μαθητών και μαθητριών ώστε να επεξεργάζονται το πλήθος των πληροφοριών που μπορούν να φτάνουν ως αυτούς. Και μιας και ένα από τα στοιχεία διαμόρφωσης της πολιτισμικής και εθνοτικής ταυτότητας είναι η θρησκεία, το μάθημα των θρησκευτικών θα έπρεπε να έχει κύριο ρόλο στην ανάπτυξη του συναισθηματικού και λογικού κόσμου των παιδιών μας.

Ένα σύγχρονο σχολείο που ανταποκρίνεται στις παιδαγωγικές απαιτήσεις της κοινωνίας δεν μπορεί να εγκλωβίζεται σε μονολιθικές τάσεις και κατηχητικές πρακτικές, συγχέοντας τους ρόλους της εκκλησίας και του κράτους. Η παρεχόμενη Θρησκειακή Αγωγή στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση, οφείλει να απευθύνεται σε όλους τους μαθητές και να μη διαρρηγνύει τον κοινωνικό ιστό αλλά να προάγει την ενότητα και την ομόνοια των πολιτών βασιζόμενη στην αρχή της ανεκτικότητας και το σεβασμό της ετερότητας κάτι που θα επιτυγχάνεται με τη διαθρησκειακή προσέγγιση των επιμέρους ζητημάτων και αξιών.

Το Μάθημα των Θρησκευτικών που περιγράφουμε και παράγεται με τα Νέα Προγράμματα Σπουδών, προάγει την ενότητα και όχι το διαχωρισμό. Μέσα από το θρησκειακό εγγραμματισμό καθιστούμε τη Θρησκειακή Αγωγή αναγκαία προϋπόθεση της εκπαιδευτικής διαδικασίας που καταδεικνύει το σύγχρονο δημοκρατικό σχολείο όχι ως παράγοντα αναπαραγωγής ανισοτήτων και διαφορών, αλλά ως ανοικτό εργαστήριο αξιών όπως η ειρήνη, τα ανθρώπινα δικαιώματα και ο σεβασμός του περιβάλλοντος με κύριο στόχο τη συνύπαρξη.

Η θεολογία, αντί να λειτουργεί ως οπισθέλκουσα δύναμη και αδράνεια, καλείται σήμερα να προσδιορίσει και νοηματοδοτήσει θεολογικά τις δυο επικρατούσες έννοιες: την παγκοσμιοποίηση και τη μετα-νεωτερικότητα και να καταδείξει σύγχρονους τρόπους πορείας προς τη θρησκειακή γνώση. Ο συγκερασμός της παγκοσμιότητας και των τοπικών ιδιαιτεροτήτων (glocal) είναι επιβεβλημένος και η θρησκευτική γνώση και άρα και αγωγή πρέπει να εστιάσει σε αυτή την προοπτική.

Το Μάθημα των Θρησκευτικών στην ελληνική δημόσια εκπαίδευση, βασισμένο στη διαθεματικότητα και διεπιστημονικότητα και εργαλειακά χρησιμοποιώντας το Μοντέλο Διαδικασίας μόνο θετικά μπορεί να λειτουργήσει στην κοινωνικοποίηση των μαθητών και να πρωτοπορήσει στη διαμόρφωση της ταυτότητας των νέων και τελικά της ταυτότητας των νέων κοινωνιών βγάζοντάς μας από τη θρησκειακή αλλά και πολιτισμική απομόνωση.

Θρησκειακός αναλφαβητισμός και φονταμενταλισμός

capt 02b

Γ. Δ. Καπετανάκης, Δρ. Θεολογίας, εκπ/κός.

Στις 31 Οκτωβρίου 1517 ο Λούθηρος θυροκολλά  τις περίφημες 95 θέσεις του στην πόρτα της Εκκλησίας του πύργου της Βιττεμβέργης με αφορμή την ακραία περίπτωση της δικανικής σωτηριολογίας του Καθολικισμού: τη χρηματική εξαγορά των αμαρτιών («συγχωροχάρτια»). Σκοπός του, όταν θυροκολλούσε τις θέσεις , ή όταν τις τύπωσε χωρίς να τις θυροκολλήσει όπως υποστηρίζει η σύγχρονη ιστορική έρευνα, ήταν μόνο και μόνο να προκαλέσει μια θεολογική συζήτηση μεταξύ των λογίων γύρω από το θέμα των αφέσεων με τα συγχωροχάρτια. Με άλλα λόγια, η διαχείριση από τη θεσμική εκκλησία των καλών πράξεων που κάποιοι Χριστιανοί επιτελούσαν. Ο θεολογικός αυτό διάλογος αμφισβήτησε τις ανθρώπινες πράξεις, ακριβώς για να αποδυναμώσει τη δικανική τους χρήση από τους Παπικούς απεσταλμένους και ενδυνάμωσε τη Θεία Χάρη για τη σωτηρία του πιστού. Το αυτεξούσιο του προσώπου αντικαθίσταται από τον απόλυτο προορισμό. Η θρησκεία από κοινωνικό καλό περνά στη ιδιωτική σφαίρα και η Μεταρρύθμιση προκάλεσε βαθιές ανακατατάξεις στην Ευρώπη διαχωρίζοντας τη δυτική Χριστιανοσύνη και επηρεάζοντας την ανατολική από τον Ιερεμία το Β’  και τον Κύριλλο Λούκαρη μέχρι τις μέρες μας. Απόρροια αυτής της σκέψης είναι η αμφισβήτηση της ιεράς ( καθ’ ημάς ) παράδοσης και η προσωπική ερμηνεία του Ιερού Κειμένου της Βίβλου, βάζοντας έτσι τα θεμέλια της μετανωτερικότητας με την άρνηση των μεγάλων αφηγήσεων και της τοποθέτησης στο προσκήνιο του υποκειμενισμού.

Η ιερά παράδοση, δηλαδή τα κείμενα των συνόδων, οικουμενικών ή/και τοπικών αλλά και ερμηνευτικά κείμενα των πατέρων της εκκλησίας μας, είναι μέχρι και σήμερα σημείον αντιλεγόμενο για την Ανατολική Χριστιανοσύνη. Τι παραλαμβάνουμε και τι παραδίδουμε; Έχουμε δικαίωμα αλλαγών, μεταλλάξεων και μεταμορφώσεων; Οι ορθόδοξοι φονταμενταλιστές θα  υποστηρίξουν ότι είναι θέσφατα τα κείμενα αυτά και δεν μπορούμε να αλλάξουμε ούτε τόνο, άρα θα παραδώσουμε ότι ακριβώς παραλάβαμε. Η ιστορική όμως αναδρομή ακριβώς το αντίθετο μας δείχνει κυρίως στην Εκκλησία της Ελλάδος. Μερικά παραδείγματα :

  • Συνοδικό σύστημα διοίκησης εκκλησίας: Η αντικατάσταση του Ιούδα γίνεται, πριν την Πεντηκοστή,  με τη ψήφο όλων των μαθητών και φίλων του Ιησού (Λουκ. 10, 1, Πράξ. 1, 15-26) που βρίσκονται στα Ιεροσόλυμα και από το τριπρόσωπο των πλειοψηφούντων ο Πέτρος τραβά κλήρο (εξ ου κι ο όρος κληρικός) και ένας εκ των 70 μαθητών ο Ματθίας, παίρνει τιμητικά τη θέση.  Επίσης η αποστολική σύνοδος το 48-49 μ.Χ. με αφορμή την περιτομή γίνεται πεδίο αντιπαράθεσης ή καλύτερα γόνιμου διαλόγου κυρίως μεταξύ Παύλου και Πέτρου, (Πράξ. 15. Παράβαλλε Γαλ. 2). Δεν θα μας απασχολήσουν, βέβαια, εδώ τα εξηγητικά προβλήματα της συγκεκριμένης περικοπής ούτε το ζήτημα της ιστορικότητας της Αποστολικής Συνόδου. Η σύνθεση και δομή, όμως, τής συνόδου αυτής παρουσιάζει ενδιαφέρον, γιατί αποτελείται από α) «το πλήθος», δηλαδή την τοπική Εκκλησία και β) τους «Αποστόλους» και τους «πρεσβυτέρους». Στη συγκέντρωση που πραγματοποιήθηκε πριν από τη σύνοδο, όπου μίλησαν ο Παύλος και ο Βαρνάβας, ήσαν παρόντες «οι Απόστολοι και οι Πρεσβύτεροι» καθώς και «η Εκκλησία» (δηλαδή «το πλήθος» Πρ. 15,4). Παρατηρούμε, όμως, ότι στη σύνοδο καθεαυτήν «η Εκκλησία» δεν μνημονεύεται. «Συνήχθησαν δε οι Απόστολοι και οι Πρεσβύτεροι ιδείν περί του λόγου τούτου» παρά μόνο προς το τέλος, προκειμένου να εκλεγούν οι συνοδοί του Παύλου στο ταξίδι του στην Αντιόχεια, «τότε έδοξε τοις Αποστόλοις και τοις πρεσβυτέροις συν όλη τη Εκκλησία». Η επιστολή, πάντως, που αποστέλλεται στην Αντιόχεια, ως επιστήμη απόφαση της συνόδου, φαίνεται πως έχει συνταχθεί μόνο από τους «Αποστόλους και πρεσβυτέρους» και επικροτείται, όπως μνημονεύεται, από όλη την τοπική Εκκλησία (Πρ. 15. 25).  Ας σκεφτούμε αν σήμερα τηρούμε αυτές τις παραδόσεις ή χάσαμε τον αμεσοδημοκρατικό χαρακτήρα της Εκκλησίας μας και από την εκκλησία του δήμου ασπαστήκαμε την αγορά και τη ρωμαϊκή σύγκλητο.
  • Ο διάλογος των Πατέρων : ο Γρηγόριος ο Θεολόγος και ο Μ. Βασίλειος διαφωνούν για τον τρόπο αναγνώρισης της θεότητας του Αγίου Πνεύματος, ο  Ιωάννης ο Χρυσόστομος και Θεόφιλος  Αλεξανδρείας  συγκρούονται για τα μοντέλα διοίκησης της Εκκλησίας και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός τολμά να έρθει σε ρήξη με τους παραδοσιακούς υμνογράφους προκειμένου να αναπτύξει μια νέα τεχνική που θα υπηρετεί καλύτερα τις ανάγκες των σύγχρονών του Χριστιανών. Η πρόοδος τίθεται στην υπηρεσία του κοινού καλού. Ας σκεφθούμε πως αντιδρούν σήμερα οι «αντι-οικουμενιστές» στην Πανορθόδοξη Σύνοδο της Κρήτης αλλά και πολλοί συμμετέχοντες σε αυτήν που μπροστά στα πρόσφατα φοβικά κηρύγματα τόσο του Αθηνών όσο και του Κύπρου ανακαλούν τις υπογραφές τους. Και ας μη φτάσουμε πίσω στα θεολογικά δρώμενα με τη μετάφραση του Αλ. Πάλλη στη δημοτική, που έμειναν στην ιστορία ως ευαγγελικά και έφεραν ακόμα και νεκρούς στα πλαίσια της αγάπης προς τον πλησίον.
  • Ο θεσμός του επισκόπου : Στην Καινή Διαθήκη οι όροι επίσκοπος και πρεσβύτερος φέρονται ως συνώνυμοι. Περιγράφουν τους τακτικούς δασκάλους και ποιμένες, οι οποίοι υπηρετούν ως κήρυκες και οδηγοί των μελών κάθε εκκλησίας.

Ορισμένοι μαθητές όπως ο Τιμόθεος και ο Τίτος, που υπήρξαν συνεργάτες των Αποστόλων, περιγράφεται ότι ακολούθησαν κατά τα πρότυπα των Αποστόλων τη μεταβίβαση της εξουσίας. Αυτή γενικά η θέση είναι παραδεκτή από τη θεολογική έρευνα. Επίσης είναι γενικά παραδεκτό πως κάθε μαθητής συνδεόταν με κάποια πόλη, καίτοι είχε υπερ-τοπική δικαιοδοσία. Σίγουρα όμως δε ανήκαν ούτε στην τάξη των Διακόνων, ούτε των επισκόπων, που την εποχή τους συνδεόταν καθαρά με το τοπικό ιερατείο. Αυτό οδήγησε και την έρευνα σε 3 συμπεράσματα δηλαδή στην αποδέσμευση της μελέτης του τοπικού ιερατείου, όπως εμφανίζεται στην Καινή Διαθήκη, πως η χειροτονία χαρισματούχων σε κάποιο βαθμό της ιεροσύνης ήταν ασυμβίβαστη προς το ελεύθερο χάρισμα καθώς και της υπερβάσεως ή απαγκιστρώσεως από τη καθιερωμένη κατά την εποχή του Ιγνατίου της άρρηκτης σχέσης επισκόπου και τοπικής εκκλησίας. Μάλιστα ο A.von Harrnack με βάση την Καινή Διαθήκη θεμελίωσε την επισφαλή ταύτιση των προφητών και Ευαγγελιστών προς τους αμιγείς χαρισματούχους. Η τεκμηρίωση όμως πως κάθε τοπική εκκλησία και παρά το μόνιμο ιερατείο είχε και παράλληλα μια τάξη χαρισματούχων αποτελεί αθεμελίωτη γενίκευση.

Έχει τηρηθεί αυτή σήμερα η παράδοση, ή ο επίσκοπος μετατράπηκε σε Δεσπότη που διορίζει ιερείς δημοσίους υπαλλήλους και μάλιστα χαμηλού επιπέδου για να τους ελέγχει ευκολότερα; Και μήπως κάποιοι φιλόδοξοι νέοι υπόσχονται αγαμία και παρθενία  με την προοπτική της επισκοποίησης τους; Μήπως σε αυτό το πνεύμα παραμονές της μικρασιατικής καταστροφής, τον Ιούλιο 1922, με τον N. 2891, καταργήθηκε το κανονικό σύστημα διοικήσεως που ίσχυε έως τότε και όλες οι Επισκοπές της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος ονομάσθηκαν Μητροπόλεις και οι αρχιερατεύοντες σε αυτές Μητροπολίτες; Το σύστημα αυτό υιοθέτησε ατυχώς και ο Καταστατικός Χάρτης του 1923 και η καταστατική νομοθεσία που ακολούθησε. H νομοθεσία αυτή ήταν προφανώς αντικανονική. Ήταν αντίθετη και με τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο του 1850, με τον οποίο το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως ανακήρυξε το αυτοκέφαλο της  Ελλαδικής  Εκκλησίας. Στον Τόμο αυτό αντικείμενο ρυθμίσεως αποτελούν Μητροπόλεις, Αρχιεπισκοπές και Επισκοπές, το ίδιο δε διαλαμβάνουν και οι Πατριαρχικές και Συνοδικές Πράξεις του 1866, με τις οποίες υπήχθησαν στην Εκκλησία της Ελλάδος οι εκκλησιαστικές επαρχίες, και πάλι Μητροπόλεις, Αρχιεπισκοπές και Επισκοπές, της Επτανήσου, και του 1882, οι Μητροπόλεις και Επισκοπές μέρους της Ηπείρου και της Θεσσαλίας. Ακόμη και η εκκλησία της Κρήτης αναγκάσθηκε επί δικτατορίας να υιοθετήσει το σύστημα των Μητροπόλεων, καταδεικνύοντας την παρεμβατικότητα του κράτους στο ΝΠΔΔ που λέγεται Εκκλησία της Ελλάδος.

Η παράδοση λοιπόν κατά τη γνώμη μας και κατά την ιστορική παρατήρηση οφείλει να προσαρμόζεται στο καλό και συμφέρον της κοινότητας. Η ιδιωτία δεν είναι ίδιον του ορθόδοξου και η ανοικτότητα είναι επιβεβλημένη. Οι ορθόδοξοι φονταμενταλιστές μάλλον προτεσταντίζουν θέλοντας να μετατρέψουν τη θρησκεία από κοινό αγαθό σε ιδιωτική υπόθεση μιας κλειστής επίλεκτης ομάδας. Μεταξύ του θρησκευτικού εξτρεμισμού και της καθολικής αδιαφορίας των νέων για τη θρησκεία σαφέστατα επιλέγουμε το θρησκειακό εγγραμματισμό, για να μπορέσουμε να ανεχθούμε και τελικά να συνυπάρξουμε μέσα στην ποικιλία και την ετερότητα. Η γνώση των θρησκευτικών όρων μπορεί να επαναφέρει τη συμμετοχικότητα στα της εκκλησίας και να επαναφέρει το λαϊκό στοιχείο στην πρωτοπορία, είτε ψηφίζοντας τους ιερείς του και τους επισκόπους είτε  δρώντας μέσα στα εκκλησιαστικά συμβούλια∙ θα αποτελούσε το υπομόχλιο για αλλαγές που θα επανάφεραν την εκκλησία μας στο κέντρο της σημερινής κοινωνικής πραγματικότητας και θα απεγκλώβιζε το ιερατείο από το βυζαντινό μεγαλοπρεπές χαρακτήρα του και την  αυταρέσκεια της αυτάρκειάς του. Οι αλλαγές στο Μάθημα των Θρησκευτικών είναι επιβεβλημένες και οι φωνές αντίρρησης μόνο σε αποκλεισμό θα οδηγήσουν όσους τις εκφέρουν. Ο τρόπος λειτουργίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και η παρεμβατικότητά της στον κοινωνικό ιστό χρειάζεται επαναπροσδιορισμό και εκμοντερνισμό και τα παραπάνω παραδείγματα μπορούν να μας δείξουν ατραπούς για την πορεία αυτή.