. 

 

 

ΑΡΧΑΙΟ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΘΕΑΤΡΟ

          ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΤΟΥ ΑΙΣΧΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ                       ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ

(Βάτραχοι στ. 922-991)

 

Εισαγωγή

            Η τραγωδία αποτελούσε έναν από τους πιο προσφιλείς στόχους της αττικής κωμωδίας. Στους Αριστοφανικούς Βατράχους –  έργο το οποίο κέρδισε το πρώτο βραβείο στα Λήναια του 405π.χ. -  γινόμαστε μάρτυρες μιας αντιπαράθεσης ανάμεσα σε δύο κορυφαίους τραγικούς ποιητές, τον Αισχύλο και τον Ευριπίδη, οι οποίοι διεκδικούν το θρόνο του καλύτερου στο είδος τους, στον Κάτω Κόσμο. Ο θεός Διόνυσος συντονίζει τη διαμάχη προκειμένου να αποφασίσει ποιος από τους δύο είναι ο καλύτερος, για να τον επαναφέρει στον κόσμο των ζωντανών.  Σύμφωνα με τον Lesky, ο συγκεκριμένος αγώνας λόγων των δύο τραγικών αποτελεί την πρώτη μαρτυρημένη προσπάθεια λογοτεχνικής κριτικής[1]. Στο πρώτο μέρος του αγώνα (στ. 922-991), οι αγωνιζόμενοι προτάσσουν επιχειρήματα, τα οποία έχουν σχέση με την τεχνική και την δραματουργική τους ικανότητα. Αν δεν είχε σωθεί μέρος των έργων των δύο τραγικών, η κωμωδία θα είχε διασώσει στοιχεία της ποιητικής τους, έστω και παραμορφωμένα κάτω από τη σκωπτική διάσταση της Αριστοφανικής προοπτικής. 

 

 Μέρος 1ο : ( Στ. 922 – 934 περίπου)

Στα πλαίσια λοιπόν της διαμάχης αυτής, ο Ευριπίδης κατηγορεί τον Αισχύλο,  ότι χρησιμοποιεί κάθε μέσο για να εντυπωσιάσει τους θεατές.  Χαρακτηριστικό παράδειγμα η μεγαλοστομία του και η χρήση σύνθετων λέξεων,  λέξεις όμως χωρίς ουσία και περιεχόμενο. Πολλές φορές οι λέξεις αυτές είναι δημιουργήματα της φαντασίας του ποιητή και δεν γίνονται κατανοητές από το ευρύ κοινό. Η λέξη «ιππαλεκτρυών» είναι δυσνόητη ακόμη και για τον Διόνυσο, ο οποίος τη θεωρεί σεξουαλικό υπονοούμενο!  Η συσσώρευση βαρύγδουπων, υπερφορτωμένων λέξεων από τον Αισχύλο δημιουργεί νοήματα δυσνόητα για το μέσο θεατή, «…κάτι σαν ιδίωμα βουντού…».  Ο Αριστοφάνης είναι υπερβολικός στους χαρακτηρισμούς του, το επιβάλλει άλλωστε το ύφος της κωμωδίας. Σίγουρα ο Αισχύλος διακρίνεται για τη μεγαλοπρέπεια του λόγου του[2] και το στομφώδες ύφος του, που άφησαν τη σφραγίδα τους στην αττική τραγωδία, η χρησιμοποίηση όμως ιδιωματικών λέξεων  δεν στερεί τους θεατές από την κατανόηση των νοημάτων του.  Το μεγαλειώδες ύφος του ποιητή παρουσιάζεται σαν γελοία παραφουσκωμένο, ενώ επισημαίνονται κάποια αφηγητικά χάσματα και ανακολουθία στην πλοκή των έργων του («Δεν άρχιζα το έργο... δένδρο.»).

Ο Αισχύλος κατηγορείται, επίσης,  για ασάφεια και έλλειψη ρεαλισμού, κατηγορία η οποία αντανακλά εν μέρει την επιρροή, την οποία είχε η διδασκαλία των σοφιστών, κατά την εποχή που γράφεται η κωμωδία. Αντίθετα, η σαφήνεια  και η καθαρότητα της έκφρασης ήταν από τις αρετές, που αποδίδονται στον Ευριπίδη.

Παράλληλα, το Ευριπιδικό έργο, σε αντίθεση με εκείνο του Αισχύλου, αντλεί τα θέματά του από τον μύθο, αλλά τα διαπραγματεύεται σε ρεαλιστική βάση και με γνώμονα την κοινή λογική. Οι ήρωες μπορεί να ανάγονται στη μυθολογία, οι καταστάσεις όμως που βιώνουν είναι πραγματικές, καθημερινές. Οι θεατές αναγνωρίζουν σε αυτούς τους εαυτούς τους, το άγχος και την αγωνία που βιώνουν καθημερινά, τη δυσκολία να βρουν λύσεις στα προβλήματα που τους απασχολούν. Η Μήδεια είναι η γυναίκα που ζηλεύει γιατί την εγκαταλείπει ο άνδρας της και τον εκδικείται γι’ αυτό. Η Φαίδρα δρα παρορμητικά και καταστρέφει τον Ιππόλυτο, ο οποίος δεν ανταποκρίνεται στο πάθος της. Αντίθετα, το αθηναϊκό κοινό έβλεπε στους ήρωες του Αισχύλου, υπερφυσικά όντα, τα οποία βίωναν μια δραματική κατάσταση, αλλά ενεργούσαν με γνώμονα  τη θεϊκή βούληση, σε μια ανώτερη σφαίρα, μακριά από την καθημερινότητα των απλών ανθρώπων. Στα έργα του Αισχύλου οι πρωταγωνιστές ενεργούν με εντολείς τους Θεούς και γνώμονα το πεπρωμένο της οικογένειας ή της φυλής, το οποίο πολλές φορές καθορίζεται στο μακρινό παρελθόν. Ο Ορέστης θα σκοτώσει τη μητέρα του και τον εραστή της γιατί έτσι έχει ορίσει ο Απόλλωνας και γιατί ακολουθεί μια πορεία προκαθορισμένη από τη μοίρα της οικογένειας του. Θα αθωωθεί με την παρέμβαση της θεάς Αθηνάς, αλλά δεν θα καταρρεύσει ψυχολογικά όπως ο Ορέστης του Ευριπίδη.

            Στον εντυπωσιασμό του κοινού στοχεύει η χρήση, από τον Αισχύλο, μεγαλοπρεπών τοπωνυμίων, όπως ο Σκάμανδρος ποταμός.  Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετούν  οι  ευρηματικές σκηνικές παρουσιάσεις του[3] και τα  περίτεχνα στολισμένα κοστούμια των ηθοποιών του. Σίγουρα η είσοδος του –σχεδόν ιπτάμενου - χορού των Ωκεανίδων, στον Προμηθέα Δεσμώτη, καθήλωσε τα βλέμματα αυτών που παρακολουθούσαν την παράσταση.  Ο Stanford αναφέρει ότι,  λόγος για ασπίδες στολισμένες με γρυπαετούς, γίνεται στο έργο «Επτά επί Θήβας»[4]. Σχολιάζεται, επίσης, αρνητικά η προτίμηση του Αισχύλου για τοπία με απόκρημνες βουνοκορφές («…ορύγματα…»). Είναι πιθανόν η αναφορά αυτή να γίνεται  με έναυσμα τον βράχο,   πάνω στον οποίο είχαν δέσει τον Προμηθέα Δεσμώτη.

 

 Μέρος 2ο : (Στ.  935 -  958 )

 Μια από τις κατηγορίες, οι οποίες προσάπτονται  στον Ευριπίδη,  είναι αυτή της αθεΐας. Είναι γεγονός, ότι η θεϊκή δικαιοσύνη και τάξη παίζουν σημαντικό ρόλο στο έργο του Αισχύλου, δείγμα της φιλοσοφικοθρησκευτικής τοποθέτησης του ποιητή. Η θεϊκή άτη, η οποία παρασύρει ανθρώπους και θεούς στην ύβρι, θεωρείται «βασικό στοιχείο της ερμηνείας του κόσμου[5]». Η δικαιοσύνη και η παντοδυναμία των Θεών εξασφαλίζουν την κοσμική τάξη και καθορίζουν τη μοίρα των ανθρώπων. Ο Ευριπίδης, αντίθετα, ζει σε μια εποχή απαξίωσης των παραδοσιακών προτύπων. Μια εποχή κατά την οποία οι φιλοσοφικές προσεγγίσεις θέτουν σε αμφισβήτηση την θεϊκή παντοδυναμία. Οι άνθρωποι είναι υπαίτιοι για τις πράξεις και τη μοίρα τους,  πολλές φορές έρμαια των συναισθημάτων τους. Γι’ αυτό και, στο συγκεκριμένο απόσπασμα, χαρακτηρίζονται ως «τέρατα». Οι Θεοί εμφανίζονται αδύναμοι να αλλάξουν τη ροή των γεγονότων. Ο Απόλλωνας στον Ίωνα, δεν επεμβαίνει να σώσει το γιο του από την επίθεση της Κρέουσας, παρά αποκαλύπτει την αλήθεια την τελευταία στιγμή.[6] Η Τύχη παίζει σε αρκετές περιπτώσεις καθοριστικό ρόλο. Η επίδραση της σοφιστικής  αλλά και της ιωνικής φιλοσοφίας[7], στο Ευριπιδικό έργο, δηλώνεται με την ιδιαίτερη σημασία που δίνεται, όχι μόνο στη μορφική τελειότητα του λόγου (είτε ρητορικού, είτε δραματικού),  αλλά κυρίως στην καχυποψία και τη δυσπιστία απέναντι στο παραδοσιακό σύστημα αξιών της Αισχυλικής ιδεολογίας. 

Αν όμως οι Ευριπιδικοί ήρωες χαρακτηρίζονται ως τέρατα, επειδή αφήνονται να παρασυρθούν από τις δυνάμεις του θυμικού τους, τότε τι θα  μπορούσαν να είναι τα φανταστικά πλάσματα, τα οποία χρησιμοποιεί ο Αισχύλος στα έργα του, όπως οι «τραγέλαφοι» ή  οι «αλογόκοτες». Τα συγκεκριμένα πλάσματα θεωρούνται χαρακτηριστικά της Μηδικής τέχνης, περίφημης για τις μορφές των φανταστικών ζώων που πλάθει[8]. Η αναφορά αυτή έχει σα στόχο να ερεθίσει τα αντιπερσικά αισθήματα των Ελλήνων κατά του Αισχύλου. Πόσο δίκαιο είναι αυτό για τον Αισχύλο, γνωστό για τις πολιτικές θέσεις του, όπως αυτές καθρεφτίζονται μέσα από τους Πέρσες;

            Στη συνέχεια,  δίνονται στοιχεία για τους προλόγους των έργων τόσο του Αισχύλου όσο και του Ευριπίδη. Οι μεν πρώτοι είναι σκοτεινοί, μας εισάγουν συχνά σ’ ένα κλίμα αγωνίας και ανησυχίας για το τι πρόκειται να συμβεί στη συνέχεια[9] και επαναλαμβάνουν τον ήδη γνωστό μύθο. Αντίθετα, οι δεύτεροι προσανατολίζονται στο να δώσουν τα πλήρη στοιχεία του ήρωα και της καταγωγής του αλλά και της υπόθεσης του έργου[10]. Αναφορά γίνεται επίσης στη χρήση της τραγικής σιωπής, χαρακτηριστικής στα έργα του Αισχύλου.  Έντονα αισθητή γίνεται η σιωπή αυτή στον Προμηθέα Δεσμώτη. Η Βία, στην εισαγωγή του έργου, είναι ένα πρόσωπο εντελώς σιωπηλό[11]. Αντίθετα, ο Ευριπίδης δεν χρησιμοποιεί βουβά πρόσωπα στα έργα του, μέσα στα οποία κάθε πρόσωπο, σημαντικό ή ασήμαντο, έχει κάτι να πει («…και απ’ την πρώτη ατάκα, δεν αφήνω άνεργο κανέναν, λένε όλοι από κάτι…»)[12]. Η κωμωδία τον παρουσιάζει, γι’ αυτό το λόγο, σαν εκπρόσωπο του δημοκρατικού ιδεώδους, σύμφωνα με το οποίο όλοι έχουν λόγο στα πλαίσια της κοινότητας. Προβάλλεται με αυτόν τον τρόπο μια ψευδή αίσθηση της συντηρητικότητας του Αισχύλου. Η θέση αυτή είναι εντελώς παραπλανητική. Ας μην ξεχνάμε ότι, ο Αισχύλος ανήκει σ’ εκείνη τη γενιά, η οποία εξόρισε τους Τυράννους και εγκαθίδρυσε τη δημοκρατία[13]. Αντίθετα, τα τελευταία χρόνια της ζωής του Ευριπίδη στη μακεδονική βασιλική αυλή, αλλά και η σχετική αδιαφορία του για συμμετοχή στα κοινά της πόλης του, συνηγορούν για μια συντηρητικότερη τοποθέτησή του.

Ο σαρκασμός του Αισχύλου, για την πολυλογία των ηρώων του Ευριπίδη, είναι πιθανόν να έχει ως στόχο τους μεγάλους σε έκταση μονολόγους, τους οποίους συναντάμε σε αρκετές τραγωδίες του δεύτερου. Η κριτική αυτή φαίνεται να είναι άδικη, αφού σύμφωνα με τον Stanford, «η φλυαρία ταιριάζει περισσότερο στο ύφος του Αισχύλου, παρά του Ευριπίδη»[14].

 

Μέρος 3ο  (Στ. 959 – 991)

Ο Ευριπίδης εστιάζει τη ματιά του σε θέματα καθημερινά, σε αντίθεση με τα εξιδανικευμένα ηρωικά κατορθώματα, που περιγράφει στα έργα του ο Αισχύλος, του οποίου τόσο το αρχαϊκό ύφος  όσο και ο εξοπλισμός των ηρώων  διακωμωδούνται ως ξεπερασμένα δείγματα μιας εποχής μεγάλων ηρώων, που έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Οι ήρωες του Ευριπίδη είναι πρόσωπα καθημερινά, οικεία και όχι υπερφυσικά όπως οι ήρωες του Αισχύλου[15].

 Ο Διόνυσος επεμβαίνει με καυστικό τρόπο και σατιρίζει την προσκόλληση του Ευριπίδη στις ρητορικές τεχνικές, οι οποίες αποσκοπούσαν στο να δικαιώσουν όχι απαραίτητα όποιον έχει το δίκιο με το μέρος του, αλλά όποιον χειρίζεται καλύτερα το λόγο («…Όσο και να πατώνει, πάντα τη γλιτώνει…»). Η τέχνη του λόγου στηρίζεται στην  υποκειμενικότητα και  προσαρμόζεται στην προσωπικότητα του ομιλητή, με τέτοιο τρόπο, ώστε να κερδίσει την εύνοια του κοινού.  Δεν είναι τυχαίο ότι οι πρωταγωνιστές των τραγωδιών του Ευριπίδη, παρά τις αποτρόπαιες πολλές φορές πράξεις τους, μας γίνονται συμπαθητικοί, σχεδόν τους λυπόμαστε, όπως τη Μήδεια, τον Ορέστη, ή την Ηλέκτρα.

Η τέχνη του Ευριπίδη αφυπνίζει τους θεατές, τους κάνει να σκεφτούν, να «ακονίσουν» την κριτική τους ικανότητα, να ορίσουν τη λογική σαν τον κύριο δρόμο, που θα τους βοηθήσει να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της πραγματικότητας, να αντιδρούν στα προκατασκευασμένα διδάγματα των ηρωικών εποχών, να ερευνούν κάθε πτυχή πριν πάρουν μια απόφαση. Μήπως όμως όλη αυτή η σπουδή τους στερεί τελικά από τη μαγεία του αγνώστου και του υπερφυσικού;

 

Επίλογος

Εκφράζονται, μέσα από το συγκεκριμένο απόσπασμα των Βατράχων, οι προσωπικές απόψεις του Αριστοφάνη, ή απλώς ο κωμωδιογράφος έχει πιάσει τον παλμό του κοινού και επιδιώκει με αυτόν τον τρόπο να αποσπάσει την τιμητική διάκριση για το έργο του; Ουσιαστικά, μέσα από τη  φανταστική αυτή διαμάχη των δύο τραγικών, ερχόμαστε αντιμέτωποι με τον καίριο προβληματισμό των ανθρώπων της αμφιλεγόμενης  εκείνης εποχής. Βιώνουμε την ανασφάλεια που προκαλεί ο πόλεμος, τους προβληματισμούς που θέτει η σοφιστική διδασκαλία, την απομυθοποίηση του ένδοξου παρελθόντος. Πέρα από μια ποιητική αντιπαράθεση, φανερώνεται η πάλη παλιού με το καινούργιο, του συλλογικού με το ατομικό,  του χαμένου παραδείσου που ποτέ δεν γνωρίσαμε, αλλά ακούσαμε να μιλούν γι’ αυτόν,  με την μίζερη καθημερινότητα. Δεν πρόκειται απλά για μια ποιητική διαμάχη, αλλά για την αντιπαράθεση δύο γενιών και δύο διαφορετικών κόσμων, αυτού που συνέβαλε στο μεγαλείο της Αθήνας και αυτού της σοφιστικής διαλεκτικής.

 

Βιβλιογραφία

1.      Ανθολόγιο Αποσπασμάτων Δραματικού Λόγου και Ποιητικής Τέχνης, εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα 2001.

2.      Γρυπάρη Ι. Ν, Οι τραγωδίες του Αισχύλου, εκδόσεις Εστία,  Αθήνα 2001.

3.      Dover K.J., Η κωμωδία του Αριστοφάνη, εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 2000.

4.      Ευριπίδης, Ίων, μτφρ. Τ. Ρούσσος, εκδόσεις  Κάκτος, Αθήνα 1992.

5.      Lesky Α., Iστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, μτφρ. Α.Γ. Τσομπανάκη, εκδόσεις Αφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2001.

6.      Murray G., Αισχύλος, ο δημιουργός της τραγωδίας, μτφρ. Βασ. Μανδηλαράς, εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1993.

7.      Stanford W.B., Αριστοφάνους Βάτραχοι, μτφρ. Μ. Μπλέτας, εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα  1993.

8.      Vernant (εισαγωγή) J.P., Ο Έλληνας άνθρωπος, μτφρ. Χ. Τασάκος, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1996.

 



[1] Α. Lesky, Iστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, μτφρ. Α.Γ. Τσομπανάκη, εκδόσεις Αφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 589

[2] Ο Αισχύλος θεωρείται από τον Murray,  «…πρώτος στο χτίσιμο πύργων με μεγαλόπρεπα λόγια…». Βλ. G. Murray, Αισχύλος, ο δημιουργός της τραγωδίας, μτφρ. Βασ. Μανδηλαράς, εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1993,  σελ. 25.

[3] Στις παραστάσεις των έργων του  Αισχύλου το εντυπωσιακό σκηνικό, εκτός από τη λειτουργική του χρήση, αποσκοπούσε στη δημιουργία εντυπώσεων.

[4] Πρβλ. W.B.Stanford, Αριστοφάνους Βάτραχοι, μτφρ. Μ. Μπλέτας, εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα  1993, σελ.263.

[5] Βλ. Lesky, ό.π. (1), σελ.356.

[6] «Οι Θεοί δεν σημαίνουν εδώ το ίδιο όπως και για τον Αισχύλο. Οι άνθρωποι με τις δυσκολίες και τις αγωνίες τους έχουν περάσει στο κέντρο του δράματος…». Βλ. A. Lesky, ό.π. (1)σελ. 514. 

[7] «…να μετρούν με γωνιόμετρο το στίχο, κάθε φράση να γεωμετρούν,…». Η κυριαρχία της τεχνοκρατικής αυτής άποψης του Ευριπίδη, έχει τις ρίζες της στην ακμάζουσα εκείνη την εποχή Ιωνική φιλοσοφία. Πρβλ. C. Segal, Ο Έλληνας άνθρωπος, θεατής και ακροατής, στο J.P.Vernant (εισαγωγή), Ο Έλληνας άνθρωπος, μτφρ. Χ. Τασάκος, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1996, σελ. 439

[8] Κοκόρια αναφέρει ο Αισχύλος στα έργα του Αγαμέμνων και Ευμενίδες. Αντίθετα, παρόμοιες αναφορές δεν  συναντούμε στο Ευριπιδικό έργο. Πρβλ. W.B.Stanford, ό.π. (4), σελ. 264

[9] Ο πρόλογος στους Πέρσες μας εισάγει σ’ ένα κλίμα αγωνίας για την τύχη του περσικού στρατεύματος. Το ίδιο συμβαίνει και στον Αγαμέμνονα, όταν ο φύλακας αναφέρεται στα μυστικά που κρύβονται στο παλάτι και ο χορός των γερόντων στις δυσοίωνες προφητείες και στην ύβρι του βασιλιά. Πρβλ. Ανθολόγιο Αποσπασμάτων Δραματικού Λόγου και Ποιητικής Τέχνης, εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα 2001, σελ. 20-21 και 26-39

[10] Στον πρόλογο του Ίωνα, ο Ερμής, μέσα από ένα μακρύ μονόλογο, αναφέρει τα βιογραφικά στοιχεία του ήρωα, αλλά παράλληλα μας δίνει συνοπτικά όλα τα στοιχεία της υπόθεσης που θ’ ακολουθήσει. Πρβλ. Ευριπίδης, Ίων, μτφρ. Τ. Ρούσσος, εκδόσεις  Κάκτος, Αθήνα 1992, σελ.33-39

[11] Βλ. Ι. Ν Γρυπάρη, Οι τραγωδίες του Αισχύλου, εκδόσεις Εστία,  Αθήνα 2001, σελ.131-136

[12] Χαρακτηριστικό παράδειγμα, στο Ορέστη, ένας αγρότης παίρνει το λόγο στη συνέλευση των πολιτών για να υπερασπίσει τον ήρωα. «Ξανά συναντούμε, όπως στην Ηλέκτρα, μια από κείνες τις μορφές, πάνω στις οποίες εξευτελίζονται οι παλιές ταξικές προκαταλήψεις». Βλ. Lesky, ό.π. (1), σελ. 552.

[13]Στην τραγωδία του Πέρσες, προβάλλεται έντονα η υπεροχή της δημοκρατικής διακυβέρνησης, έναντι του μοναρχικού καθεστώτος των Περσών.  

[14] Βλ. Stanford, ό.π. (4), σελ. 267.

[15] «…τα πρόσωπα του Αισχύλου διατηρούν τα γνήσια ηρωικά χαρακτηριστικά τους, παρουσιάζονται με ένα «μέγεθος» που αποθαρρύνει κάθε ψυχολογική ταύτιση του θεατή με αυτά, άρα και κάθε τάση για μίμηση. Αντίθετα, οι ήρωες του Ευριπίδη παρουσιάζονται πιο ανθρώπινοι στην όλη τους ψυχολογία, πιο φυσικοί και ευερμήνευτοι.» Βλ.K.J.Dover, Η κωμωδία του Αριστοφάνη, εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 2000, σελ. 258-259.

                                                                                                                       Επιστροφή στην αρχή της σελίδας