. 

 



 

ΑΡΧΑΙΟ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΘΕΑΤΡΟ
 

 ΟΙ ΕΝΑΡΚΤΗΡΙΕΣ ΣΚΗΝΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΑΙΣΧΥΛΟΥ

(Πέρσες στ. 1-64, 86-100, 126-139, Προμηθέας Δεσμώτης στ. 1-127 και Αγαμέμνων στ. 1-263)

 

Εισαγωγή

            Ο Αισχύλος αποτελεί τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στο αρχαϊκό και το κλασσικό δράμα. Από τους λιτούς σε μορφή Πέρσες, μέχρι την αριστουργηματική Ορέστεια, ο ποιητής μας εισάγει σ’ έναν κόσμο, όπου κυρίαρχη δύναμη είναι η δικαιοσύνη του Θεού.  Βασικός άξονας στην ερμηνεία των έργων του, αλλά και του κόσμου, είναι η θεϊκή άτη, που παρασύρει  τους ανθρώπους στην ύβρι και προκαλεί τη Νέμεσι.

            Απόλυτος γνώστης της τέχνης του, ο Αισχύλος χρησιμοποιεί διάφορα μέσα για να μεταδώσει τον επιθυμητό προβληματισμό στο κοινό του,  μέσα τα οποία γίνονται ήδη εμφανή από τις εισαγωγές των έργων του. Από την πάροδο των Περσών, τον πρόλογο του Προμηθέα Δεσμώτη και τα εισαγωγικά μέρη του Αγαμέμνονα θα ανιχνεύσουμε τα εργαλεία αυτά, συγκρίνοντας τα τρία αποσπάσματα, τόσο από άποψη θεματολογίας και δομής, όσο και από πλευράς τεχνικής επεξεργασίας και φιλοσοφικοθρησκευτικής προσέγγισης.

                       

Περιεχόμενο - Δομή

             Οι Πέρσες  βασίζονται σ΄ ένα καθαρά ιστορικό γεγονός, την Περσική εκστρατεία εναντίον της Ελλάδος και την επακόλουθη ήττα του περσικού στρατεύματος, θέμα που είχε ήδη επεξεργαστεί ο Φρύνιχος στο ομώνυμο έργο του. Η εισαγωγή του έργου περιλαμβάνει την πάροδο του χορού των γερόντων,  ο οποίοι είναι οι μόνοι άνδρες που έχουν απομείνει στην περσική πρωτεύουσα, αφού όλος ο ανδρικός πληθυσμός της χώρας, υπό τις διαταγές του Ξέρξη, έχει εκστρατεύσει για την Ελλάδα.  Η απουσία ειδήσεων για την τύχη της πολεμικής επιχείρησης, (…κανείς πεζοδρόμος με μήνυμα και κανείς καβαλάρης δεν έφτασε …), μας εισάγει σ΄ ένα κλίμα αγωνίας  και μας προετοιμάζει για την επερχόμενη άτη.  Μέσα από ένα πλήθος ονομάτων γενναίων πολεμιστών και αρχόντων, ο στρατός των Περσών παρουσιάζεται μεγαλοπρεπής και πολεμόχαρος, αλλά δεν υπερτερεί της θεϊκής δύναμης. Η ταραχή και η ανησυχία για την τύχη των πολεμιστών κλιμακώνεται, καθώς οι γέροντες αναφέρονται στη θεϊκή εξαπάτηση (στ. 86 – 100)  και στην ύβρι που έχει διαπράξει ο Ξέρξης   ενώνοντας τις δύο όχθες του Ελλησπόντου και διασαλεύοντας, με αυτόν τον τρόπο, την  κοσμική ισορροπία. Και καθώς, σύμφωνα με τα ήθη της εποχής,, η ανθρώπινη αλαζονεία και η υπέρβαση του μέτρου δεν μένει ποτέ ατιμώρητη από τους Θεούς,   στην τελευταία στροφή της παρόδου κορυφώνονται τα ανησυχητικά προαισθήματα και η αίσθηση ερήμωσης της αυτοκρατορίας.  Μας δίνεται, έτσι, μια εικόνα του τι πρόκειται ν΄ ακολουθήσει.

            Με το ίδιο ανησυχητικό προαίσθημα ξεκινά ο Αγαμέμνων, το πρώτο δράμα της τριλογίας Ορέστεια. Η εισαγωγή του έργου όμως εδώ περιλαμβάνει πρόλογο και πάροδο. Το θέμα αυτή τη φορά αντλείται από τον μυθολογικό κύκλο, αλλά και πάλι  αναφέρεται σ΄ έναν πόλεμο και τις συνέπειές του. Αυτόν των Ελλήνων κατά των Τρώων. Στον πρόλογο βλέπουμε τον φύλακα του παλατιού,  που προσμετρά τον χρόνο της φρουράς του, αντίστοιχο με αυτόν της απουσίας των πολεμιστών. Το πρόσωπο αυτό δεν θα εμφανιστεί ξανά στην εξέλιξη του δράματος.  Η ανησυχία εδώ εισάγεται όχι τόσο με τη μακρόχρονη αναμονή και την αγωνία για τη νίκη, αφού από το τέλος του προλόγου ήδη φαίνονται οι φωτοχυσίες που μεταφέρουν τη χαρμόσυνη αναγγελία, όσο με τις νύξεις για τη «…συμφορά του παλατιού…» και των μυστικών που κρύβονται σε αυτό. Μυστικά, τα οποία όλοι γνωρίζουν, αλλά κανένας δεν μιλά γ’ αυτά. Η κλιμάκωση της αγωνίας επιτυγχάνεται στην πάροδο του χορού των γερόντων, με την αναφορά στις δυσοίωνες προφητείες και  στην ύβρι που έχει διαπράξει ο Αγαμέμνων, θυσιάζοντας το ίδιο του το παιδί για την επιτυχία ενός πολέμου βασισμένου στη ματαιοδοξία.

            Η εισαγωγή του Προμηθέα Δεσμώτη αποτελείται μόνο από πρόλογο, στον οποίο αναφέρεται ο τρόπος με τον οποίο οι εκτελεστές της τιμωρίας του τιτάνα, Βία, Κράτος και Ήφαιστος, πραγματώνουν τις εντολές του Δία.  Το θέμα αντλείται και αυτό από τη μυθολογία και κινείται σε εξωανθρώπινο, αυτή τη φορά, πλαίσιο. Σύμφωνα με κάποιες απόψεις, το έργο αντανακλά την τυραννίδα της Σικελίας, όπου ο ποιητής πέρασε αρκετά χρόνια της ζωής του[1].  Αντίθετα όμως από τα άλλα δύο έργα, δεν αναφέρεται σε κάποιο πόλεμο,  αλλά στις χαρές του πολιτισμού, που ο Προμηθέας χάρισε στους ανθρώπους («…χάρισα στους θνητούς ο δύστυχος τα θεία δώρα…για πάσα τέχνη των θνητών, προίκα μεγάλη…»).  Εδώ δεν αγωνιούμε ούτε για την τύχη του ήρωα, ούτε για τη επερχόμενη τιμωρία του, αφού η ύβρις (ή άθλος;) και η τιμωρία της, δίνονται ήδη στον πρόλογο.   Σε όλο το πρώτο μέρος, καθώς εξελίσσεται ο διάλογος μεταξύ Κράτους και Ηφαίστου, η Βία παραμένει ένα βουβό πρόσωπο, ενώ ο ήρωας ξεσπάει σ’  έναν τραγικό μονόλογο μόνο όταν μένει μόνος. Το πρόβλημα του αριθμού των υποκριτών, που τίθεται εδώ, απαντάται εν μέρει από τη θεωρία, που τοποθετεί ένα ανδρείκελο στη θέση του τιτάνα.[2] Πως όμως το ανδρείκελο αυτό καταφέρνει να μιλήσει στο τέλος της σκηνής;  Το ερώτημα μπορεί ν’ απαντηθεί αν σκεφτούμε ότι, οι αρχαίοι τραγωδοί δεν ήταν τόσο πολύ δέσμιοι των συμβάσεων, μέσω των οποίων εμείς σήμερα προσπαθούμε ν’  αναλύσουμε τα έργα τους.

            Στους Πέρσες και τον Αγαμέμνονα, οι πρωταγωνιστές απουσιάζουν σε μακρινές εκστρατείες. Στοιχεία γι΄ αυτούς, για το χαρακτήρα και για την ύβρι που διέπραξαν, δίνουν τα πρόσωπα που εμφανίζονται στις εισαγωγές.  Αντίθετα, στον Προμηθέα, ο ήρωας βρίσκεται ήδη εκεί από την αρχή, δεμένος στη μοίρα που του επιφύλαξε η οργή του θεού.

            Ο χορός παίζει σημαντικό ρόλο στο πρώτο μέρος του Αγαμέμνονα και των Περσών, καθώς μας εισάγει  στην υπόθεση των έργων. Την ίδια λειτουργία, στον Προμηθέα, επιτελεί ο αντιθετικός διάλογος του Κράτους και του Ηφαίστου και ο δραματικός μονόλογος του ήρωα[3].

            Και στα τρία αποσπάσματα παρατηρούμε αναφορές σε φύλακες. Στους Πέρσες, οι γέροντες  είναι των παλατιών οι φυλάχτορες. Ο Προμηθέας ακούει κάποιον, που έχει έρθει να δει τα πάθη του στην άκρη των περάτων. Στον Αγαμέμνονα, ο φύλακας βρίσκεται στη στέγη του παλατιού για όσα χρόνια διαρκεί ο πόλεμος, ακοίμητος φρουρός του Οίκου των Ατρειδών. Η αναφορές αυτές έχουν άμεση σχέση με την πολιτική κατάσταση και την παντοδυναμία  της Αθήνας εκείνη την εποχή.  Αθηναϊκές φρουρές βρίσκονται σε κάθε αποικία και σε κάθε πόλη, που, αποτελεί μέλος της αθηναϊκής συμμαχίας[4].

 

Τεχνική

            Εντύπωση προκαλεί η ιδιαίτερη, ενίοτε μη ρεαλιστική,  χρήση του χρόνου από τον ποιητή. Στον Αγαμέμνονα, αμέσως μετά την αγγελία της νίκης από το φύλακα, οι γέροντες βλέπουν τις φωτιές της νίκης ήδη αναμμένες στους βωμούς της πόλης.  Επίσης, παρότι η αφετηρία του έργου άπτεται συγκεκριμένων γεγονότων, όπως η στιγμή της αναμονής του νικηφόρου στρατεύματος, στην πάροδο ο ποιητής προχωρά σε μια ιστορική αναδρομή. Αναμοχλεύεται, με αυτόν τον τρόπο, η αφορμή του πολέμου, οι ευθύνες και τα διλήμματα του πρωταγωνιστή, που οδήγησαν την αιματηρή θυσία της Ιφιγένειας,  την κύρια αιτία για το μίσος που ελλοχεύει στο παλάτι.  Την ίδια χρονική αναδρομή συναντάμε και στην εισαγωγή των Περσών, όπου η αναφορά στην αρχή της εκστρατείας και στο γεφύρωμα του Ελλησπόντου έχει σκοπό να καθορίσει τα αίτια της επερχόμενης καταστροφής (…αφού εδιάβη τους όχτους της θάλασσας, που ζεμένοι απ’ τις δύο μεριές τώρα ενώνουν τις δύο τις στεριές) και να τονίσει το  μέγεθός της[5].  Στον Προμηθέα, ο ήρωας δηλώνει ότι γνωρίζει «…στην εντέλεια το μέλλον…», αλλά ο σωτήρας του δεν «…είδεν ακόμα το φως…». Ο χρόνος της αναμονής του  ήρωα διαφαίνεται μακρύς και ακαθόριστος. Με αυτές τις τεχνικές το παρελθόν ενσωματώνεται στο παρόν και το παρόν επεκτείνεται στο μέλλον. Πολύ σωστά ο Χουρμουζιάδης αναφέρει  ότι, ο ποιητής θέλει να κατευθύνει την προσοχή του κοινού όχι σε ένα ρεαλιστικό υπολογισμό του χρόνου, αλλά στην εσωτερική συνοχή των δραματικών  γεγονότων[6].

            Στην αρχή και των τριών τραγωδιών τίθενται οι προϋποθέσεις προβληματισμού του δράματος, πράγμα που αποτελεί μέρος της τεχνικής του Αισχύλου. Στον Αγαμέμνονα,  η πάροδος του χορού μας εισάγει αναλυτικά σε όλα τα θέματα, που αργότερα θ’ αναπτυχθούν στο έργο και ειδικότερα στην αναπαραγωγή της ύβρεως, που ξεκίνησε από έναν παράλογο πόλεμο, συνεχίστηκε με τη θυσία ενός αθώου παιδιού και κατέληξε στην αιματηρή νίκη των Ελλήνων. Οι αλλεπάλληλες αυτές ύβρεις  θα πρέπει να ανταποδοθούν στη συνέχεια.  Παράλληλα, στον πρόλογο γινόμαστε μάρτυρες των εναλλασσομένων διαθέσεων χαράς και κακών προαισθημάτων, αντίθεση που θα διατηρηθεί σε όλη τη διάρκεια του έργου[7]. Στους Πέρσες, προαναγγέλλεται επίσης η εξέλιξη του έργου, συνοπτικότερα όμως αυτή τη φορά, καθώς γίνεται αναφορά στην μοναδική ύβρι  του Ξέρξη.  Στον Προμηθέα,  η τιμωρία της ύβρεως βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη. Εδώ, η τεχνική της προοικονομίας έχει να κάνει με το μήκος χρόνου, που ο ήρωας θα υφίσταται τα δεινά, μέχρι να δικαιωθεί.

            Βασικό στοιχείο της τεχνικής του Αισχύλου είναι η χρήση της τραγικής σιωπής. Στα προαναφερόμενα αποσπάσματα η τεχνική αυτή γίνεται ορατή μόνο στον Προμηθέα.  Ο ήρωας υπομένει σιωπηλά την τιμωρία για την πράξη του. Η υπογράμμιση της σιωπής αυτής, έκφραση της ανυποχώρητης υπερηφάνειας[8] του ήρωα, έχει σαν σκοπό να τονίσει την τραγικότητα του μονολόγου του, στον οποίο ξεσπά μόλις αποχωρούν οι δήμιοί του.

            Ο τόπος δράσης για τους Πέρσες και τον Αγαμέμνονα είναι προκαθορισμένος,  τα Σούσα και το Άργος αντίστοιχα.  Για τον Προμηθέα, παρότι ο βράχος, στον οποίο είναι δεμένος, τοποθετείται «…στα μονοπάτια των Σκυθών…», δεν παύει να βρίσκεται στα ακαθόριστα «…σύνορα του κόσμου…».

            Σε επίπεδο σκηνογραφίας, οι Πέρσες διαδραματίζονται σ’ ένα απρόσωπο σκηνικό, που περιλαμβάνει ένα ασαφές οικοδόμημα. Αντίθετα, η πρόσοψη της σκηνής στον Αγαμέμνονα είναι διαμορφωμένη σε πρόσοψη παλατιού με μεγάλη κεντρική πύλη και πλευρικές εισόδους που οδηγούν στη σκηνή. Στη στέγη αυτού του οικοδομήματος βρίσκεται ο φύλακας, περιμένοντας το σημάδι γα την έκβαση του πολέμου. Σύμφωνα με το Lesky, στον Προμηθέα, η έμπνευση για τη σκηνική παρουσίαση προήλθε από τις αναμνήσεις του ποιητή από τη έκρηξη της Αίτνας[9]. Στις δύο τελευταίες περιπτώσεις το εντυπωσιακό σκηνικό, εκτός από τη λειτουργική του χρήση, αποσκοπούσε στη δημιουργία εντυπώσεων.

 

Θεολογικές προσεγγίσεις

Και στα τρία έργα γινόμαστε μάρτυρες της φιλοσοφικοθρησκευτικής τοποθέτησης του ποιητή, όπου η θεϊκή δικαιοσύνη και τάξη παίζουν πρωταρχικό ρόλο. Κάθε διασάλευση της τάξης αυτής τιμωρείται. Η  θεϊκή άτη, που παρασύρει ανθρώπους και θεούς στην ύβρι, θεωρείται «βασικό στοιχείο της ερμηνείας του κόσμου»[10]. Οι πρωταγωνιστές είναι δέσμιοι της Ανάγκης. Ο Προμηθέας μπήκε «… στης ανάγκης το ζυγό…»   καθόσον «…της ανάγκης της αδήριτης είναι το σθένος μέγα.».  Ο Αγαμέμνονας αναγκάζεται να θυσιάσει την κόρη του για να εξευμενιστεί ή Άρτεμις και να στείλει ούριο άνεμο για το στόλο των Αχαιών.  Ο Ξέρξης παρασύρεται από «…του θεού τη δολομήχανη απάτη…» στην αλαζονεία και ξεκινά έναν καταστροφικό για τη χώρα του πόλεμο[11]. Η συμπαντική αυτή ανάγκη όμως, που ωθεί τους ήρωες να διαπράξουν την όποια ύβρι, συμπίπτει με την προσωπική τους βούληση και επιλογή. Οι Πέρσες έχουν πολεμόχαρη καρδιά. Το ίδιο πολεμόχαροι ήταν και οι δικαιοκρίτες που αψήφησαν τις παρακλήσεις της Ιφιγένειας. Ο Προμηθέας προέβη στην πράξη του γιατί πολύ τον άνθρωπο αγάπησε. Συνεπώς, το κίνητρο για τους πρωταγωνιστές είναι διπλό. Όλοι οι ήρωες θα τιμωρηθούν για τις πράξεις τους αυτές.

            Στα λυρικά μέρη της παρόδου του Αγαμέμνονα περιλαμβάνεται και ένας ύμνος στο Δία[12], εκφραστή της υπέρτατης αιώνιας Δικαιοσύνης,  που εξουσιάζει  τον κόσμο και ορίζει για τους ανθρώπους το δρόμο της σύνεσης, που περνά μέσα από τη γνώση (…το πάθος μάθος…, …μ’ αυτός που ψάλλει του Διός τον επινίκιον ύμνο βρήκε της σύνεσης το δρόμο μια για πάντα.). Μια εντελώς διαφορετική εικόνα του Δία παρουσιάζεται στην εισαγωγή του Προμηθέα Δεσμώτη, αυτή του άδικου και τυραννικού κυρίαρχου. Ο Προμηθέας μπορεί να διέπραξε έναν άθλο, δίνοντας τα φώτα του πολιτισμού στον άνθρωπο, διατάραξε όμως τη θεϊκή ισορροπία και γι’ αυτό πρέπει να τιμωρηθεί. Η εύλογη απορία που δημιουργείται εδώ, για την τελική θέση του Αισχύλου απέναντι στο θεό, λύνεται στην οπτική ολόκληρων των τραγωδιών,  όπου η τελική έκβαση άπτεται της συμφιλίωσης των  αρχικά αντιθέτων δυνάμεων (Ερινύες-Απόλλων στην Ορέστεια,  Προμηθέας-Δίας στην Προμήθεια).

   

  Συμπεράσματα

            Μέσα από τη σύγκριση των εισαγωγικών μερών των Περσών, του Προμηθέα Δεσμώτη και του Αγαμέμνονα, παρακολουθήσαμε το δρόμο που διένυσε ο Αισχύλος προς την τελειοποίηση του έργου του. Διαφορές και ομοιότητες εντοπίστηκαν τόσο στη δομική σύνθεση, όσο και στον τρόπο παρουσίασης, τις πηγές άντλησης των μύθων και την τεχνική της διαπραγμάτευσης. Σε πολλά σημεία διακρίναμε, πίσω από το κείμενο, αναφορές σε, σύγχρονα με τον ποιητή, γεγονότα και καταστάσεις. Όλα όμως συγκλίνουν σε ένα κοινό αλλά ουσιώδες και διαχρονικό μήνυμα, που ο Αισχύλος προσπαθεί, μέσα από τα έργα του, να περάσει στους θεατές. Ο κόσμος κυβερνάται ουσιαστικά από τη δικαιοσύνη του Θεού, που εξασφαλίζει την κοσμική ισορροπία. Οποιαδήποτε διασάλευση αυτής της ισορροπίας αποτελεί ύβριν. Η ύβρις, που προκαλείται από τον διπλό άξονα της συμπαντικής ανάγκης και της ανθρώπινης επιθυμίας, επιφέρει πάντοτε τη θεϊκή τιμωρία.

           

Βιβλιογραφία

1.      Ανδριανού Α , Ο Αισχύλος και η μετάβαση της τραγωδίας από την αρχαϊκή στην κλασσική φάση της,  στο Ανδριανού Ε. – Ξιφαρά Π., Ο δραματικός λόγος από τον Αισχύλο ως τον Μένανδρο, εκδόσεις Ε.Α.Π., Πάτρα 2001.

2.      Διαμαντόπουλος Α., Προμηθέας δεσμώτης και Λυόμενος του Αισχύλου, Σειρά μελετών: Θέατρο και πολιτική, Αθήνα 1973.

3.      Διαμαντόπουλος Αλ., Η Προμήθεια του Αισχύλου, Πνευματικό και πολιτικό υπόβαθρο, Αθήνα 1993

4.      Lesky Al.,  Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας,(μτφρ. Α.Γ. Τσοπανάκη), εκδόσεις αδελφών Κυριακίδη, 5η έκδοση,  Θεσσαλονίκη 2001.

5.      Murray G., Αισχύολος ο δημιουργός της τραγωδίας, εκδόσεις Καρδαμιτσα Αθήνα 1993

6.      Thomson G., Το αειθαλές δέντρο. Διαλέξεις και άρθρα για τον ελληνικό πολιτισμό. Εισαγωγή – Επιμέλεια: Χρ. Αλεξίου, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1999, ε’ έκδοση.

7.      Χουρμουζιάδης Ν., Όροι και μετασχηματισμοί στην αρχαία ελληνική τραγωδία, εκδόσεις Γνώση, 2η έκδοση, Αθήνα 1991.

 

 



[1] Α. Διαμαντόπουλος, Προμηθέας Δεσμώτης και Λυόμενος του Αισχύλου, Σειρά μελετών : Θέατρο και Πολιτική, Αθήνα 1973, σελ. 49.

[2] Al. Lesky, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, εκδόσεις Αφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 369.

[3] Στον Προμηθέα Δεσμώτη ο χορός των Ωκεανίδων εισάγεται μόλις στο δεύτερο μέρος του έργου.

[4] Αλ. Διαμαντόπουλος, Η Προμήθεια του Αισχύλου, Πνευματικό και πολιτικό υπόβαθρο, Αθήνα 1993, σελ. 119 και 125.

[5] Η αναφορά στα ονόματα των αρχηγών  και των πολεμιστών των Περσών και στη γενναιότητα του καθενός από αυτούς, εντείνει το αίσθημα του μεγέθους της καταστροφής που θ’ ακολουθήσει, αφού  αυτοί που χάθηκαν δεν αποτελούν πλέον ένα απρόσωπο στράτευμα υπό τις εντολές του Ξέρξη, αλλά άτομα με ξεχωριστή προσωπικότητα και θάρρος.

[6] Ν. Χουρμουζιάδης,  Όροι και μετασχηματισμοί στην αρχαία ελληνική τραγωδία, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1991, 2η εκδ., σελ. 87.

[7] Τη χαρά του φύλακα για τη νίκη διαδέχεται η ανησυχία για όσα συμβαίνουν στο παλάτι. Στην εξέλιξη του έργου τη χαρά των δύο αδελφών Ορέστη και Ηλέκτρας, για τη μεταξύ τους αναγνώριση, θα διαδεχτούν οι σκοτεινές σκέψεις για την εκδίκηση του φόνου του Αγαμέμνονα.

[8] Ν. Χουρμουζιάδης,  ό.π. (5), σελ. 198.

[9] A.Lesky, ό.π. (2), σελ. 352.

[10] A.Lesky, ό.π. (2), σελ.356.

[11] Σύμφωνα με τον Murray, η ασέβειά του αυτή οφείλεται στις μονοθεϊστικές αντιλήψεις του λαού του. Βλ. G.Murray, Αισχύλος ο δημιουργός της τραγωδίας, εκδόσεις Καρδαμίτσα Αθήνα 1993, σελ. 113.

[12] Η ωδή αυτή στο Δία, χαρακτηριστική της Αισχύλιας θεολογίας, άπτεται της φιλοσοφικής θεώρησης για το θείο των προσωκρατικών φιλοσόφων. Βλ. Ανδριανού Α , Ο Αισχύλος και η μετάβαση της τραγωδίας από την αρχαϊκή στην κλασσική φάση της,  στο Ανδριανού Ε. – Ξιφαρά Π., Ο δραματικός λόγος από τον Αισχύλο ως τον Μένανδρο, εκδόσεις Ε.Α.Π., Πάτρα 2001 σελ. 59.

                                                                                                   Επιστροφή στην αρχή της σελίδας