ΤΕΧΝΕΣ |
|||
Ι. ΤΑ ΕΙΔΗ ΚΑΙ Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΛΛΩΝ
ΙΙ.
Η ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ
ΤΩΝ ΜΕΤΑΛΛΩΝ
ΙΙΙ.
Η
ΜΕΤΑΛΛΟΤΕΧΝΙΑ
ΑΝΑ ΤΟΥΣ
ΑΙΩΝΕΣ
|
I Bronzi di Riace ΜΕΤΑΛΛΟΤΕΧΝΙΑ
Η
μεταλλοτεχνία,
δηλαδή η τέχνη
της
επεξεργασίας
μετάλλων,
αναπτύχθηκε
πολύ στην
αρχαία Ελλάδα.
Το πόσο
σημαντική
ήταν η τέχνη
αυτή για τους
αρχαίους
Έλληνες
γίνεται
φανερό από το
ότι είχε το
δικό της
προστάτη, που
δεν ήταν άλλος
από τον
ολύμπιο θεό
Ήφαιστο.
Σύμφωνα με τη
μυθολογία ο
Ήφαιστος
πρώτος
κατεργάστηκε
το μέταλλο και
δημιούργησε
κοσμήματα για
τη Θέτιδα και
την Ευρυνόμη,
τις δύο θεές
που τον
μάζεψαν από τη
θάλασσα όπου
τον είχε
πετάξει
απογοητευμένη
από την
ασχήμια του η
μητέρα του Ήρα
αμέσως μετά τη
γέννησή του.
Στη συνέχεια,
όταν ο θεός
έγινε και πάλι
δεκτός στον
Όλυμπο,
ανέπτυξε
ακόμη
περισσότερο
την τέχνη του,
κατασκευάζοντας
πολεμικό
υλικό για τους
θεούς μέσα
στο πλήρως
εξοπλισμένο
μεταλλουργικό
εργαστήριό
του[1]
Τα
εργαστήρια
των τεχνιτών,
όπου
κατασκευάζονταν
τα διάφορα
μεταλλικά
αντικείμενα,
μπορεί να ήταν
περισσότερο ή
λιγότερο καλά
εξοπλισμένα,
κατά κανόνα
πάντως
διέθεταν τα
απαραίτητα
εργαλεία:
κάποια βασικά
όργανα κοπής,
μία
μεταλλουργική
κάμινο και
ίσως έναν
τόρνο
μετάλλων. Η
παραγγελία
μεταλλικών
αντικειμένων
συγκεκριμένου
σχήματος, που
βρέθηκε
γραμμένη
επάνω σε
μαρμάρινη
πλάκα στην
Ελευσίνα,
καθώς και οι
μεταλλουργικοί
κάμινοι που
σώθηκαν στην
Ικαρία, κοντά
στην Τρίπολη[2]
στη Ζάκρο, τη
Φαιστό και την
Κνωσσό[3]
αποτελούν
ικανές
αποδείξεις
για την ύπαρξη
τέτοιων
εργαλείων και
το τι
πραγματικά
συνέβαινε.
Ι. ΤΑ ΕΙΔΗ ΚΑΙ Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΛΛΩΝΜέσα στα
εργαστήρια
γινόταν η
κατεργασία
των μετάλλων
που
χρησιμοποιούσαν
οι αρχαίοι χαλκός (που
τον έπαιρναν
από το
γαληνίτη), ο
ορείχαλκος (που
ήταν κράμα
χαλκού και ψευδαργύρου),
ο μπρούτζος, ο
άργυρος (που
τον έπαιρναν
από τον
κασσιτερίτη)
και ο χρυσός[4]. Οι τρόποι εντοπισμού του κάθε μετάλλου διέφεραν. Ο χαλκός, λόγου χάριν, σπάνια βρισκόταν καθαρός στη φύση και η διαδικασία καθαρισμού του ήταν ιδιαίτερα χρονοβόρα.[5] Η προέλευση του κασσίτερου πάλι είναι αρκετά ασαφής, αφού μόνο η περιοχή της Τροίας είχε κάποια μεταλλεύματα.[6] Όσο για το χρυσό, οι πηγές προέλευσής του κατά τη μινωϊκή και τη μυκηναϊκή περίοδο δεν μας είναι γνωστές. Υπάρχουν ωστόσο αναφορές αρχαίων συγγραφέων σχετικά με την ύπαρξη κοιτασμάτων χρυσού στη Θάσο και τη Σίφνο, τα οποία όμως θα πρέπει να ήταν μικρά και έτσι εξαντλήθηκαν σύντομα. Την εποχή του Φιλίππου Β΄ υπήρχε χρυσός στο Παγγαίο, ενώ χρυσός μεταφέρθηκε στην Ελλάδα και από την Ανατολή μετά τις κατακτήσεις του Αλεξάνδρου. Αυτή η εισαγωγή έδωσε μάλιστα σημαντική ώθηση στη μεταλλοτεχνία και ειδικότερα στην τέχνη του κοσμήματος.[7] ΙΙ.
Η ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ
ΤΩΝ ΜΕΤΑΛΛΩΝ
Δύο
ήταν αυτά τα
βασικά στάδια
επεξεργασίας
των μετάλλων.
Στο πρώτο
στάδιο
γινόταν η
λεγόμενη
εκκαμίνευση,
δηλαδή ο
καθαρισμός
του μετάλλου
και η ανάμιξή
του με άλλο
υλικό στην
περίπτωση
κράματος. Από
την όλη
διαδικασία
που γινόταν με
τη βοήθεια των
χωνευτηρίων [=δοχείων
μέσα στα οποία
έλιωναν το
μέταλλο] και
των
ακροφυσίων [=τα
χρησιμοποιούσαν
στην άκρη
ασκών για να
φυσούν αέρα
μέσα στις
καμίνους],
προέκυπτε το
καθαρό
μέταλλο και
κάποια
υπολείμματα
σκουριάς.[8]
Το
δεύτερο
στάδιο, αυτό
της τελικής
διαμορφώσεως
των
αντικειμένων,
ήταν μία
διαδικασία
πολύπλοκη και
διαφορετική
κατά
περίπτωση. Με
το χρυσό,
λόγου χάριν,
τα πράγματα
ήταν σχετικά
απλά. Αρκούσε
να βρεθεί
καθαρό
μέταλλο και να
δουλευτεί από
τον τεχνίτη. Η
εκκαμίνευση
του χαλκού από
τα θειούχα
μεταλλεύματα
αντίθετως,
ήταν μία
διαδικασία
χρονοβόρα,
επειδή το
μέταλλο
απελευθερωνόταν
σταδιακά και
κατακαθόταν
στο βάθος του
καμινιού με τη
μορφή
ημισφαιρίων.[9]
Στη συνέχεια
οι τεχνίτες
έλιωναν το
μέταλλο και
είτε το έχυναν
σε ειδικά
καλούπια είτε
το ένωναν με
άλλα υλικά
δημιουργώντας
κράματα. Η
επεξεργασία
του μετάλλου
πάντως, δεν
εξαρτιόταν
μόνο από το
είδος του
μετάλλου αλλά
και από το
αντικείμενο
που ήθελε ο
τεχνίτης να
κατασκευάσει. Για
παράδειγμα οι
τεχνίτες
γνώριζαν ότι ο
καθαρός
χαλκός είναι
πολύ μαλακός
για να
χρησιμοποιηθεί
για όπλα ή ότι
ο σίδηρος
αναμειγμένος
με λίγο χάλυβα
αποκτούσε
σκληρότητα
μεγαλύτερη
από
οποιοδήποτε
άλλο κράμα[10].
Γνώριζαν
επίσης πώς να
κατασκευάζουν
χάλκινα
αγγεία (λέβητες,
χύτρες,
κύπελλα,
κύαθους,
κρατήρες,
κάνθαρους κ.λπ.)
χρησιμοποιώντας
διαβήτη για το
σχηματισμό
κυκλικού
σχήματος στο
μέταλλο, το
οποίο θα
αποκτούσε
σταδιακά τη
μορφή του
αγγείου. Τις
λαβές και το
πάνω μέρος των
κλειστών
αγγείων τα
κατασκεύαζαν
χωριστά και τα
κολλούσαν
μετά στο
κυρίως
αντικείμενο.
Ωστόσο, η
συγκόλληση
δεν τους
ενέπνεε
ιδιαίτερη
εμπιστοσύνη
για την
ανθεκτικότητά
της. Έτσι,
ενίσχυαν τις
συγκολλήσεις
με χαλκό ή
ορείχαλκο που
τα κάλυπταν με
φύλλα χρυσού ή
αργύρου, τα
οποία δεν
φαίνονταν στο
τελικό
αντικείμενο.
Κάποια
κύπελλα πάλι,
τα ενίσχυαν με
εσωτερική
επένδυση και
τα
διακοσμούσαν
συνήθως με
έκκρουστη
διακόσμηση,
χάραζαν
δηλαδή το
μοτίβο που
ήθελαν στο
αντικείμενο
και το
σφυρηλατούσαν
από την πίσω
πλευρά.[11]
Η
ανάγλυφη
διακόσμηση
ήταν χυτή,
σφυρήλατη,
έκκρουστη ή
λαξευτή.[12]
Στην
επεξεργασία
των όπλων,
όμως,
χρησιμοποιούσαν
την τεχνική
της ένθεσης, η
οποία
βασιζόταν στη
χρωματική
διαφορά των
μετάλλων που,
με τους
κατάλληλους
συνδυασμούς,
μπορούν να
αποδώσουν
εικονιστικά
θέματα. Από το
κέντρο της
λεπίδας
αφαιρούσαν
ένα έλασμα και
δημιουργούσαν
εγκοπές, στις
οποίες
τοποθετούσαν
σφυρήλατες
μορφές από
πολύτιμα
μέταλλα. Μετά
κάλυπταν το
αντικείμενο
με μία θειούχα
ουσία, η οποία
στίλβωνε τη
διακόσμηση.[13]
Εξαιρετικά
λίγα πράγματα
γνωρίζουμε,
ωστόσο, για
την τέχνη του
χρυσού, επειδή
ακριβώς τα
χρυσά
κοσμήματα
συνήθως τα
έλιωναν για να
δημιουργήσουν
νέα. Είναι
βέβαιο πάντως,
ότι τα πρώτα
κοσμήματα
ήταν
σφυρήλατα και,
όποτε ήταν
δυνατόν,
κατασκευασμένα
μόνο από ένα
φύλλο
μετάλλου. Τον
μαλακό καθαρό
χρυσό τον
σφυρηλατούσαν
και τον έκοβαν
στα επιθυμητά
σχήματα. Στην
επεξεργασία
του μετάλλου
χρησιμοποιήθηκε
η έκκρουστη
τεχνική, η
εκτύπωση με τη
βοήθεια
μήτρας ή η
σφυρηλάτηση
πάνω σε
εκμαγείο.
Κάποιες φορές
ο τεχνίτης
επεξεργαζόταν
τα κοσμήματα
και από τις
δύο όψεις και
κάποιες άλλες
εφάρμοζε τη
διάτρητη
τεχνική,
αφαιρώντας το
φόντο γύρω από
το θέμα, την
κοκκίδωση,
τοποθετώντας
μικρές
κουκκίδες
χρυσού με βάση
το σχέδιο, ή τη
συρματοτεχνική,
όταν
κατασκεύαζε
αλυσίδες.[14]
Το
χρυσό τον
χρησιμοποίησαν
και κάποιες
φορές στη
νομισματοποιία,
της οποίας η
αρχή
τοποθετείται
στα τέλη του 7ου
π.Χ. αι., αλλά
αναπτύχθηκε
πολύ τον
επόμενο αιώνα
(6ος αι. π.Χ.)
λόγω της
ανάπτυξης του
εμπορίου.[15]
Στη
νομισματοποιία,
εκτός από τον
χρυσό,
χρησιμοποιούσαν
επίσης ασήμι ή
κράματα
χαλκού. Το κάθε νόμισμα είχε σταθερό σχήμα και βάρος και τη σταθερότητά του αυτή την εγγυάτο η Πολιτεία που έκοβε το νόμισμα, το οποίο έφερε και στις δύο του πλευρές διακριτικά γνωρίσματα της πολιτείας που το εξέδιδε, καθώς και διακριτικά σημεία της αξίας του. Τα γνωστότερα σύμβολα ήταν η θαλάσσια χελώνα (σύμβολο των νομισμάτων της Αίγινας), η Αθηνά (σύμβολο της Αθήνας), ο Πήγασος (σύμβολο της Κορίνθου), ο τρίποδας (σύμβολο του Απόλλωνα που βρέθηκε σε νομίσματα του Κρότωνα), η λύρα (σύμβολο και αυτή του Απόλλωνα, χαρακτηριστική εικόνα των νομισμάτων της Δήλου), ο κάνθαρος (σύμβολο του Διονύσου), το μήλο (που το συναντάμε στα νομίσματα της Μήλου) κ.λπ.
Όπως είναι
εύλογο, συχνά
τα νομίσματα
εκτός από τη
χρηστική τους
αξία
αποτελούσαν
και
δημιουργήματα
υψηλής
αισθητικής
αξίας, καθώς
το μεράκι του
τεχνίτη
απέδιδε με
δεξιοτεχνία
τις διάφορες
παραστάσεις.
Αν και στα
πρώτα
νομίσματα
κυριαρχούσαν
οι
απεικονίσεις
από το ζωικό
και φυτικό
βασίλειο,
συναντάμε
εντούτοις και
κάποιες
δειλές
προσπάθειες
απεικόνισης
προσώπων.
Τα πρόσωπα
αυτά ήταν
κυρίως των
θεοτήτων που
προστάτευαν
την πόλη που
εξέδιδε το
νόμισμα. Σε
αυτές τις
περιπτώσεις
οι μορφές
απεικονίζονται
όπως και στα
αγγεία,
συνήθως
μετωπικά, με
έντονο
σφαιρικό
σχήμα και
χωρίς βλέφαρα.[16]
Παράλληλα με την τέχνη του νομίσματος, τέλος, εξελίχθηκε και η σφραγιδογλυφία στις Κυκλάδες, αλλά και στις ιωνικές πόλεις και την Κύπρο. Ωστόσο, οι σφραγίδες που αποτέλεσαν πρότυπα για μίμηση ήταν σίγουρα εκείνες της μινωικής Κρήτης. Εκεί οι τεχνίτες με πρωτοφανέρωτη ελευθερία έκφρασης απεικόνισαν λέοντες, φανταστικούς γρύπες και σφίγγες ή χρησιμοποίησαν την καλλιτεχνική τους δεξιότητα, για να αφηγηθούν γεγονότα πραγματικά ή φανταστικά. Στην Ύστερη Χαλκοκρατία, τέλος, η τέχνη της σφραγιδογλυφίας εξελίχθηκε. Τα υλικά κατασκευής έγιναν πλέον πολύτιμα και οι σφραγιδόλιθοι σύμβολα δύναμης και γοήτρου για τον κάτοχό τους. Με
πρώτες ύλες
τον αχάτη, τον
κορνουαλίτη,
το σάρδιο,
λοιπόν, και με
μήτρες
παρόμοιες με
εκείνες των
νομισμάτων, οι
τεχνίτες
κατασκεύαζαν
διαφόρων
ειδών
σφραγιδόλιθους.
Ο σκαραβαίος,
ένα σχήμα που
το έφεραν από
την Αίγυπτο,
προτιμήθηκε
ιδιαίτερα για
την κατασκευή
σφραγίδων με
φυλακτήριο
χαρακτήρα.[17]
Αυτές τις
συναντάμε
πολύ στις
νησιωτικές
περιοχές, ενώ
στην
ηπειρωτική
Ελλάδα είναι
σχετικά
σπάνιες.
ΙΙΙ.
Η
ΜΕΤΑΛΛΟΤΕΧΝΙΑ
ΑΝΑ ΤΟΥΣ
ΑΙΩΝΕΣ Με τα μέταλλα, για τα οποία έγινε λόγος παραπάνω, με τις καταλληλότερες την κάθε εποχή τεχνικές και με απόλυτη γνώση του γεγονότος ότι η σύσταση και οι ιδιότητες του κάθε μετάλλου καθορίζουν απολύτως τη χρήση του, οι τεχνίτες -μεταλλουργοί δημιούργησαν κατά καιρούς σιδερένια όπλα, χάλκινα και αργυρά αντικείμενα οικιακής χρήσης (χρηστικά ή διακοσμητικά), χάλκινα ή μπρούτζινα αγάλματα, χρυσά ή αργυρά κοσμήματα, χρυσά, μπρούτζινα ή αργυρά νομίσματα κτλ. Ας δούμε, λοιπόν, πώς αναπτύχθηκαν οι δραστηριότητές τους αυτές κατά τις διάφορες ιστορικές περιόδους. Α. Εποχή του
Χαλκού
Στον ελλαδικό χώρο η Εποχή του Χαλκού αρχίζει κάπου ανάμεσα στα 2900 - 2600 π.Χ. και βρίσκει την καλύτερη έκφρασή της στο μινωικό πολιτισμό. Τότε είναι που στην Κρήτη έπαυσε η αποκλειστική χρήση του λίθου και ξεκίνησε η σταδιακή αξιοποίηση των μετάλλων και κυρίως του χαλκού.[18] Χωρίς να έχει απολύτως εξακριβωθεί ο λόγος. Είναι ωστόσο πιθανό να έχουμε να κάνουμε με μία τεχνολογική αλλαγή που οφείλεται στην εγκατάσταση νέων κατοίκων στο νησί, των Μινωιτών, οι οποίοι γνώριζαν ήδη τον τρόπο κατεργασίας κάποιων μετάλλων. Με τη χρήση των μετάλλων η ζωή στο νησί πήρε άλλες διαστάσεις, αφού από μέταλλο (κυρίως χαλκό) άρχισαν να κατασκευάζονται πλέον όλα τα απαραίτητα στην καθημερινότητα εργαλεία ή σκεύη, ενώ καινούριες τεχνικές κατεργασίας του χρυσού και του αργύρου οδήγησαν στη δημιουργία περίτεχνων κοσμημάτων ή σφραγίδων.[19] Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι στη μινωική Κρήτη τα μεταλλικά αντικείμενα αντικατέστησαν σχεδόν στο σύνολό τους τα πήλινα, ενώ οι προσμίξεις του χρυσού με τον άργυρο που επιχειρήθηκαν, βοήθησαν να διασωθούν πολλά τέτοια αντικείμενα έως σήμερα.[20] Γύρω στα 1900 π.Χ. ο μινωικός πολιτισμός εξαφανίστηκε και τη θέση του πήρε ο μυκηναϊκός, που έφτασε στην ακμή του μεταξύ του 1500 και 1200 π.Χ. Οι Μυκηναίοι δέχτηκαν την καταλυτική επίδραση της μινωικής τέχνης και συνέχισαν και εκείνοι προς ανάλογες κατευθύνσεις δημιουργώντας τη δική τους καλλιτεχνική ιδιομορφία, που οριστικοποιήθηκε γύρω στα 1400 π.Χ. Σε αυτό το πλαίσιο, η μεταλλοτεχνία γνώρισε άνθηση και κατασκευάστηκε ένας μεγάλος αριθμός κοσμημάτων, αγγείων, χρηστικών αντικειμένων, εργαλείων, όπλων και ταφικών κτερισμάτων [=αφιερωμάτων], προϊόντων δηλαδή που έχουν να κάνουν με το στολισμό, τη διακόσμηση, τις θρησκευτικές υποχρεώσεις και τις εμπορικές και λατρευτικές ανάγκες των κατοίκων. [21] Επιστροφή στην αρχή της σελίδας Β. Γεωμετρική
περίοδος
Με
την έναρξη του
8ου αιώνα π.Χ.,
μπαίνοντας
δηλαδή
στη λεγόμενη
Γεωμετρική
περίοδο, στην
Ελλάδα
παρατηρήθηκε
μία
πραγματική
αναγέννηση
των τεχνών.
Εκείνον τον
καιρό ο
πληθυσμός
είχε αυξηθεί,
οι πόλεις
είχαν αρχίσει
να ζητούν νέες
πηγές πλούτου
και νέα εδάφη
για τους
πολίτες τους,
ενώ τα ταξίδια
και το εμπόριο
στην Εγγύς
Ανατολή είχαν
δημιουργήσει
καινούρια
ερεθίσματα
στους Έλληνες
τεχνίτες και
είχαν οξύνει
τις
ικανότητές
τους.
Συγχρόνως
είχαν
δημιουργηθεί
πολλά μεγάλα
ιερά με τοπική
(Αθήνα, Σάμος) ή
με πανελλήνια
(Ολυμπία,
Δελφοί, Δωδώνη)
εμβέλεια,
γεγονός που
έδινε μεγάλη
ώθηση στην
αγορά
αφιερωμάτων
και έστρεφε
την προσοχή
των
καλλιτεχνών
στην παραγωγή
τους. Άφθονα
-συνήθως μικρά
σε μέγεθος-
έργα της
πλαστικής
δημιουργήθηκαν
εκείνη την
περίοδο.
Υπερίσχυσαν
τα χάλκινα
ειδώλια [=αγαλματίδια],
καθώς και
κάποια
ολόσωμα
ειδώλια ή μόνο
κεφάλια που
προορίζονταν
για
προσαρτήματα
αγγείων. Και
στις δύο
περιπτώσεις
έχουμε να
κάνουμε με
έργα συμπαγή,
χυτά σε πήλινη
μήτρα [=καλούπι]
φτιαγμένη
γύρω από από
ένα κέρινο
πρόπλασμα, το
οποίο όμως
έλιωνε στο
ψήσιμο και
έτσι το κάθε
έργο γινόταν
μοναδικό, αφού
το καλούπι του
καταστρεφόταν
και δεν
μπορούσε να
ξαναχρησιμοποιηθεί.[22]
Κατά
την
Ανατολίζουσα
περίοδο, η
οποία αρχίζει
στα μέσα του 8ου
π.Χ. αιώνα, στη
μεταλλοτεχνία
επικράτησαν
τεχνικές που
προέρχονταν
από την
Ανατολή (περιοχή
της Συρίας και
των νεο-χιττιτικών
βασιλείων).
Διάφορα
ευρήματα
τάφων
επιβεβαιώνουν
το ότι στην
Κνωσσό
λειτουργούσε
τουλάχιστον
ένα
εργαστήριο
μιας ομάδας ή
μιας
οικογένειας
μεταναστών
τεχνιτών, το
οποίο
δημιουργούσε
έργα
πολύπλοκα και
αρκετά
επιτηδευμένα.
Τέτοια
θεωρούνται,
λόγου χάριν,
τα τρία
χάλκινα
λατρευτικά
αγάλματα, οι
χάλκινες
ασπίδες και το
χάλκινο
αγγείο σε
σχήμα
ανθρώπινου
κεφαλιού που
βρέθηκαν στην
Κρήτη, τα
πρώτα στο ναό
του Απόλλωνα
της Δρήρου και
τα υπόλοιπα
στο Ιδαίο
Άντρο.[23] Τα
εντυπωσιακότερα
έργα με
ανατολική
επίδραση,
πάντως, είναι
τα μεταλλικά
προσαρτήματα (σειρήνες
ή γρύπες για
τους Έλληνες)
που στόλιζαν
όσους
χάλκινους
λέβητες
έφτασαν από
την Ανατολή.
Αυτούς τους
γρύπες οι
Έλληνες
τεχνίτες της
Σάμου και τις
Ολυμπίας σιγά
σιγά τους
προσάρμοσαν
στα δικά τους
δεδομένα και
έτσι, με τον
καιρό, το
ανατολικό
πρότυπο
μετασχηματίστηκε
και
εξαφανίστηκε
τελικά.[24] Λίγο
πριν το τέλος
της
Ανατολίζουσας
περιόδου, στα
μέσα περίπου
του 7ου αιώνα π.Χ.,
οι τεχνίτες
έδειξαν ότι
γνωρίζουν
αρκετά καλά το
πώς θα
κατεργαστούν
το χαλκό και
τα ειδώλιά
τους παύουν
πια να
αποτελούν
προσαρτήματα
και γίνονται
ανεξάρτητες
δημιουργίες.[25]
Τότε είναι που
αρχίζουν να
παράγονται
και τα πρώτα
μεγάλου
μεγέθους
μαρμάρινα
αγάλματα. Από
αυτά τα
αγάλματα θα
διαμορφωθεί
στη συνέχεια ο
τύπος του
κούρου [=του
όρθιου
ανδρικού
αγάλματος],
του οποίου
όμως την
αρχική χρήση (αναθηματικό,
επιτύμβιο,
λατρευτικό)
δεν μπορούμε
να
προσδιορίσουμε
με ακρίβεια.
Αντιθέτως,
είναι βέβαιο
ότι τα χάλκινα
ειδώλια της
εποχής
επηρεάστηκαν
από τα
μαρμάρινα
αγάλματα, όπως
συμβαίνει
παραδείγματος
χάριν, με το
αφιέρωμα του
Μαντίκλου
προς τον
Απόλλωνα από
τη Βοιωτία, το
χάλκινο
ηνίοχο της
Ολυμπίας ή τα
επίσης
χάλκινα
ειδώλια των
Δελφών.[26]
Αργότερα
μάλιστα, όταν
και τα έργα
της
μεταλλοτεχνίας
θα αποκτήσουν
μεγάλο
μέγεθος, η
επιρροή αυτή
θα γίνει
περισσότερο
εμφανής (βλ. το
σφυρήλατο
σύμπλεγμα του
Απόλλωνα, της
Λητούς και της
Αρτέμιδας που
εντοπίστηκε
στη Δρήρο).[27] Κατά
την
Ανατολίζουσα
περίοδο τέλος,
συνεχίστηκε η
παραγωγή
χάλκινων
κοσμημάτων
στα
εργαστήρια
της κοιλάδας
του Αξιού, τη
Χαλκιδική
αλλά και την
κεντρική και
νότια Ελλάδα[28],
ενώ μέσα στην
ίδια περίοδο
εμφανίζονται
και τα πρώτα
μεταλλικά (χρυσά)
νομίσματα.[29]
Επιστροφή στην αρχή της σελίδας Τους
κλασικούς
χρόνους
σηματοδοτούν
οι νίκες κατά
των Περσών, η
πολιτική ακμή
της αθηναϊκής
δημοκρατίας
και η
πολιτιστική
ακμή που
ακολούθησε.
Την περίοδο
αυτή η
μεταλλοτεχνία
έχει να
επιδείξει
έργα σε μεγάλα
μεγέθη, τα
οποία δεν
είναι πλέον
συμπαγή όπως
τα ειδώλια. Για να γίνει όμως ένα μεγάλο άγαλμα ελαφρύτερο αλλά και για να εξοικονομηθεί χαλκός, χρειάστηκε να βελτιωθούν οι τεχνικές κατασκευής. Μέχρι τότε, οι χαλκοπλάστες χρησιμοποιούσαν ως καλούπι ένα κέρινο πρόπλασμα που το τύλιγαν σε έναν πυρήνα από διαφορετικό υλικό, τον οποίο στη συνέχεια αφαιρούσαν. Τώρα ο πυρήνας απέκτησε πια σχεδόν τις ίδιες διαστάσεις με το άγαλμα, τυλιγόταν με κερί σε όσο πάχος θα είχε το έργο τελειωμένο, και πάνω στο κερί ο τεχνίτης σκάλιζε τις τελευταίες λεπτομέρειες. Μετά, κατασκεύαζε ένα πήλινο περιτύλιγμα που το κάρφωνε στον πυρήνα, έλιωνε το κερί και στη θέση του έχυνε τον χαλκό. Έτσι κάπως φτιάχτηκε και ο γνωστός κούρος του Πειραιά που κλείνει ακόμη μέσα του το σιδερένιο καλούπι πάνω στο οποίο σμιλεύτηκε. [30] Από τα μέσα του 5ου αιώνα και με αποκορύφωμα τον 4ο αιώνα π.Χ. η παραπάνω τεχνική διαδόθηκε πολύ και οδήγησε στην παραγωγή μεγάλου αριθμού έργων, ανάμεσα στα οποία και μία σειρά αγαλμάτων αθλητών του χαλκοπλάστη Μύρωνα, που βρέθηκαν στην Ολυμπία. Συγχρόνως, αυξήθηκε εξαιρετικά η παραγωγή οικιακών σκευών, με πρώτες τις υδρίες και τις χάλκινες ή αργυρές οινοχόες, όλες διακοσμημένες με λεπτά ελάσματα χαλκού που έφεραν έντονα ανάγλυφα.[31] Η αθηναϊκή κοσμηματοποιία, επίσης, χρησιμοποιώντας πρώτες ύλες από το Λαύριο (άργυρος), το Παγγαίο (χρυσός) αλλά και τα περσικά λάφυρα, γνώρισε ημέρες δόξας με κοσμήματα που φέρουν εγχάρακτες επιχρυσωμένες παραστάσεις και το θεματολόγιό τους είναι επηρεασμένο από την ερυθρόμορφη κεραμική. Η διάδοση των αθηναϊκών αυτών κοσμημάτων πιστοποιείται σήμερα από διάφορα ευρήματα σε μία ακτίνα που ξεκινά από την Ερέτρια και φτάνει μέχρι τη Θράκη.[32] Στο κλείσιμο του 5ου αιώνα π.Χ., τέλος, οι Αθηναίοι έκοψαν τα πρώτα χρυσά νομίσματά τους, καθώς και μερικά άλλα με χάλκινο πυρήνα και επίστρωση αργύρου. Είναι γεγονός ότι με την πάροδο του χρόνου η μορφή τους βελτιώθηκε, τα αθηναϊκά νομίσματα όμως δεν κατόρθωσαν ποτέ να ξεπεράσουν από καλλιτεχνική άποψη τα μακεδονικά χρυσά και αργυρά νομίσματα του Φιλίππου Β΄ -και πολύ περισσότερο του Αλεξάνδρου- τα οποία επιβλήθηκαν τελικά στις διεθνείς συναλλαγές.[33] Επιστροφή στην αρχή της σελίδας Οι κατακτήσεις του Μ. Αλέξανδρου αλλάζουν τη ζωή των λαών της Μ. Ασίας και στα βασίλεια των διαδόχων του επιβλήθηκε ο μακεδονικός τρόπος διοίκησης. Νέες πόλεις ιδρύθηκαν, εβδομήντα από τις οποίες ονομάστηκαν Αλεξάνδρειες, και γρήγορα μετατράπηκαν σε κέντρα πολιτικής εξουσίας.[34] Η πολιτική ακμή που έφερε ο Αλέξανδρος είχε αντίκτυπο και στις τέχνες, καθώς πολύ σύντομα δημιουργήθηκε μία καινούρια ανώτερη κοινωνική τάξη, που, με επιδεικτικές διαθέσεις, άρχισε να παραγγέλνει έργα τέχνης σε γνωστούς καλλιτέχνες της εποχής. Έτσι, τα μικρού μεγέθους έργα της μεταλλοτεχνίας έπαυσαν να έχουν λατρευτική χρήση και απέκτησαν διακοσμητικό χαρακτήρα κοσμώντας το εσωτερικό και τους κήπους πλουσίων σπιτιών. Όπως είναι ευνόητο, αυξήθηκαν πολύ τόσο οι παραγγελίες στα χαλκουργικά και τορευτικά εργαστήρια όσο και ο αριθμός των έργων, ειδικά των χάλκινων αγαλματιδίων, αλλά και των αργυρών και χρυσών αγγείων που ήταν απαραίτητα για τα συμπόσια των πλουσίων οικογενειών[35] Επιστροφή στην αρχή της σελίδας [2]
όπ.παρ. [3]
Α.
Παπαγιαννοπούλου,
…, Τέχνες Ι, 84-85. [4]
Ε. Φώτου, «Μέταλλα
και
Αρχαιομετρία»,
Αρχαιολογία,
τριμηνιαίο
περιοδικό,
τευχ.1ο,
Νοέμβριος 1981,
σ. 46-52. [5]
Τα στάδια του
καθαρισμού
του χαλκού
προϋπέθεταν
την εξόρυξή
του, τη
λειοτρίβιση
[=το σπάσιμο
του
μεταλλούχου
πετρώματος], την
τήξη [=τον
χωρισμό των
μετάλλου από
τις σκουριές], τον
εξευγενισμό
[=τη
δημιουργία
κραμάτων που
βελτίωναν
τις
ιδιότητες
του μετάλλου]
και τη διαμόρφωσή
του σε
αντικείμενο.
Βλ. Α.
Παπαγιαννοπούλου,
…, Τέχνες Ι,σ. 82. [6]
Όπ. παρ. σ. 83. [7]
Το
κόσμημα στην
αρχαία
Ελλάδα είχε
μία
μοναδικότητα
λόγω του
μεταφυσικού
συμβολισμού
του. Η χρήση
πολυτίμων
λίθων,
μάλιστα,
έδωσε έμφαση
σε αυτή τη
μοναδικότητα,
και η τέχνη
του
κοσμήματος
εκτιμήθηκε
και έξω από
τον ελλαδικό
χώρο, όπου
συχνά
αξιοποιούνταν
οι Έλληνες
δούλοι που
γνώριζαν τη
τέχνη της
επεξεργασίας
του χρυσού. Βλ.
Α.
Παπαγιαννοπούλου,
…, Τέχνες Ι, σ. 84. [8]
Ελάχιστα
υπολείμματα
μετάλλων, σε
αντίθεση με ό,τι
συμβαίνει με
τα
αντίστοιχα
υπολείμματα
κεραμικών,
έχουν
εντοπιστεί
στην Ελλάδα. Ε.
Φώτου, «Μέταλλα
και
Αρχαιομετρία»
Αρχαιολογία,
τριμηνιαίο
περιοδικό,
τευχ.1ο,
Νοέμβριος 1981, σ.
9. [9]
Τα
ημισφαίρια
αυτά δεν ήταν
άλλα από τις «χελώνες»
ή τα «τάλαντα»,
με τα οποία
γίνονταν οι
εμπορικές
συναλλαγές. [10]
Ε. Φώτου, «Μέταλλα
και
Αρχαιομετρία»
, Αρχαιολογία,
τριμηνιαίο
περιοδικό,
τευχ.1ο,
Νοέμβριος 1981, σ.
50. [11] Α. Παπαγιαννοπούλου, …, Τέχνες Ι, σ. 91. [12] Όπ.
παρ. σ.210. [13]
Όπ.παρ. σ.85-88. [14]
Κ. Δαβάρας, «Ο
χρυσός στην
προανακτορική
Κρήτη», Αρχαιολογία,
τριμηνιαίο
περιοδικό,
τευχ.1ο,
Νοέμβριος 1981, σ.
8-10. [15]
Τα πρώτα
νομισματοκοπεία
εμφανίστηκαν
στη Μικρά
Ασία και η
υψηλή
ευαισθησία
στην απόδοση
των μορφών
μαρτυρά τη
μακραίωνη
παράδοση της
σφραγιδογλυφίας,
που
αποτελούν
τον πρόγονο
των
νομισμάτων.
Στον
ελλαδικό
χώρο πρώτη
έκοψε
νομίσματα η
Αίγινα και
ακολούθησε η
Αθήνα. [16] Οι
μορφές που
κυριαρχούσαν
ήταν
γυναικείες ή
κάποιων
αντρών
πολεμιστών. [17]
Ο
σκαραβαίος
θεωρείται
σύμβολο
αιωνιότητας
και μέσο
αποτροπής
του κακού
ακόμα και
σήμερα στην
Αίγυπτο. [18]
Γ. Κορρές
, Ελλαδικοί
πολιτισμοί,
Αθήνα 1985,σ. 247. [19]
(http://www.ics.forth.gr/isl/
yppo site/fokas
/istorika stoixeia
/protominwikh.html
) [20] Γ.
Κορρές
,
Ελλαδικοί
πολιτισμοί,
Αθήνα 1985,σ. 248. [22]
John Boardman
,
Ελληνική
Πλαστική, σ. 11. [23]
Όπ.παρ. σ.13-14. [24] Ιουλία
Βοκοτοπούλου,
Ελληνική
τέχνη, σ. 23. [25]
John Boardman
,
Ελληνική
Πλαστική, σ. 20. [26]
Β.Λαμπρινουδάκης
, Ελληνική
πλαστική,σ. 7, 9, 10. [27]
Όπ.παρ. σ. 41. [28]
Ιουλία
Βοκοτοπούλου,
Ελληνική
τέχνη, σ. 23-24. [29]
(Παπαδημητρίου,
http:
www.archeometry.gr/publicatio/sybosio/29.htm
) [30]
John Boardman
,
Ελληνική
Πλαστική, σ. 103. [31]
Ιουλία
Βοκοτοπούλου,
Ελληνική
τέχνη, σ. 32-33. [32]
(http://www.fhw.gr/chronos/05/gr/culture/1620metal toreut.html) [33]
(http://www.fhw.gr/chronos/05/gr/culture/1630metal jwels.html) [34]Ιουλία
Βοκοτοπούλου,
Ελληνική
τέχνη σ. 35. |
||
|
|
||
|
|||
|
|||