ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

 



 

 

Συσχετισμός των εννοιών της μαζικής κουλτούρας, υψηλής τέχνης, πολιτισμικού σχετικισμού και ευρωπαϊκού εθνοκεντρισμού με τις απόψεις των Hanson/Heath από το βιβλίο «Ποιος σκότωσε τον Όμηρο», εκδ. Κάκτος, Αθήνα 1999 (σελ. 94-101, 136-145). Τεκμηρίωση απόψεων με συγκεκριμένες αναφορές στο βιβλίο των Hanson/Heath.

   Φωτεινή Κομνηνού

 

 Εισαγωγικά  

          Σκοπός της μελέτης που ακολουθεί είναι, να ορίσει κατ’ αρχάς  τις έννοιες του Ευρωπαϊκού Εθνοκεντρισμού, του Πολιτισμικού σχετικισμού, όπως επίσης και της Μαζικής Κουλτούρας και της Υψηλής Τέχνης,  αφετέρου δε  να κατανοήσει πως αυτές οι έννοιες αντιμετωπίζονται από τους Hanson/Heath, μέσα από το έργο  τους «Ποιος σκότωσε τον Όμηρο»,  (εκδ. Κάκτος, Αθήνα 1999)

          Στο πρώτο μέρος, αναλύονται οι έννοιες του Ευρωπαϊκού Εθνοκεντρισμού και του Πολιτισμικού σχετικισμού, αναφέρονται οι κυριότεροι εκπρόσωποι του είδους, και η επιρροή τους στη δυτική κοινωνία.

          Στο δεύτερο μέρος, προσεγγίζονται οι όροι της Μαζικής Κουλτούρας και της Υψηλής Τέχνης και αναφέρονται ενδεικτικά οι κριτικές και οι προσεγγίσεις, που τους ασκήθηκαν κατά καιρούς.

          Στο τρίτο μέρος, επιχειρείται μέσα από συγκεκριμένες αναφορές στο κείμενο, να προσδιοριστούν οι πολιτισμικές θέσεις των Hanson/Heath σε σχέση με τον  δυτικό (ευρωπαϊκό) εθνοκεντρισμό, τον πολιτισμικό σχετικισμό, την μαζική κουλτούρα και την υψηλή τέχνη. 

 Ευρωπαϊκός εθνοκεντρισμός vs πολιτισμικός σχετικισμός

 Α. Από την Ευρωπαϊκή «ελίτ» στον Michel de Montaigne.

 Οι λέξεις πολιτισμός και κουλτούρα εμφανίζονται στην Ευρώπη στα τέλη του 18ου αιώνα και καθιερώνονται  κατά τον 19ο αιώνα, καταλήγοντας να γίνουν έκτοτε οι κυρίαρχοι όροι όλων των ανθρωπιστικών επιστημών. Αξιοσημείωτος είναι ο αριθμός των εννοιών που τους έχει αποδοθεί. Η σύνδεση των όρων αυτών με την κοινωνικοπολιτική ιστορία της Ευρώπης είναι άμεση.

          Η έννοια του πολιτισμού χρησιμοποιείται αρχικά από τη  αριστοκρατία της Ευρώπης με σκοπό να περιγράψει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά και πρότυπα συμπεριφοράς, που την ξεχωρίζουν από τις κατώτερες τάξεις ή τους υπόδουλους λαούς των αποικιών, οι οποίοι αποκαλούνται «άγριοι» σε αντιστοίχιση με τους «βάρβαρους» του Ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. [1]

Πρώτος ο M. De Montaigne μέσα από το δοκίμιο «Για τους Κανίβαλους» , αντιτίθεται στην άποψη αυτή της αριστοκρατίας. Περιγράφοντας τις συνήθειες, την καθημερινή ζωή, τα έθιμα, ακόμη και τους πολέμους μιας φυλής ιθαγενών, παρουσιάζει μια εξιδανικευμένη εικόνα του πολιτισμού τους, τόσο διαφορετικού αλλά παράλληλα και τόσο όμοιου με αυτόν του κόσμου του,  συμπεραίνει δε ότι, παρότι ο πολιτισμός αυτός είναι τόσο ξένος προς τις δυτικές συνήθειες, δεν είναι ουδόλως κατώτερος από τον δικό του. « …δεν υπάρχει τίποτε το βάρβαρο και το άγριο σε αυτούς τους λαούς, …, εκτός από τα ότι  καθένας ονομάζει βαρβαρότητα ότι είναι έξω από τις συνήθειές του, πραγματικά, φαίνεται πως δεν έχουμε άλλο κριτήριο για την αλήθεια και τη λογική παρά το παράδειγμα και την εικόνα των αντιλήψεων και των συνηθειών του τόπου όπου βρισκόμαστε». [2]

 Καταλήγει με αυτόν τον τρόπο  να παρουσιάσει μια σύγκριση του τρόπου ζωής των ιθαγενών αυτών με τη δική μας. Και παρότι οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν καμία επαφή με το ανθρώπινο πνεύμα - όπως αυτό εννοούνταν στο δυτικό κόσμο-  έχουν φτάσει, λόγω της φυσικής τους αθωότητας, σ΄ ένα επίπεδο αρετής και ευτυχίας ανώτερο από το δικό μας.[3]

 Ο M. De Montaigne ορίζει έτσι τη θεμελιακή αρχή του πολιτισμικού σχετικισμού.

 

Β. Η επικράτηση του Ευρωπαϊκού εθνοκεντρισμού. 

          Η επίθεση αυτή στην πολιτιστική ιεραρχία της Ευρώπης, παρότι δεν είχε απήχηση στην εποχή της, βρίσκει πρόσφορο έδαφος κατά τον 18ο αιώνα, όταν διάφοροι περιηγητές εκπονούν μελέτες σχετικά με τους πολιτισμούς της Εγγύς Ανατολής, της Ινδίας, της Αμερικής και της Ασίας.  Την ίδια εποχή  μεταφράζονται και κυκλοφορούν στην Ευρώπη λογοτεχνικά έργα των πολιτισμών αυτών,  φθείροντας έτσι τα θεμέλια του πολιτιστικού της προτύπου.[4]

Η αμφισβήτηση όμως, των πολιτικών,  κοινωνικών και πολιτιστικών δεδομένων από τους υπέρμαχους του Διαφωτισμού, θα καθιερώσει ένα νέο  τρόπο αντιμετώπισης της πολιτιστικής πορείας, αφού,  μόνο η διάδοση της γνώσης, της επιστήμης και του Ορθού λόγου – κτήματα εν μέρει του ευρωπαϊκού κόσμου - μπορεί να ολοκληρώσει και να τελειοποιήσει έναν πολιτισμό.

Οι ιδέες αυτές θα οδηγήσουν αργότερα στο δόγμα του εξελικτισμού και τη θέση της παλιάς αριστοκρατίας στην κορυφή της πυραμίδας της προόδου θα πάρει τώρα η Ευρώπη, ως φορέας εκπολιτισμού των άλλων λαών.[5] Σ΄ αυτό θα συντελέσει και η ανάπτυξη της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, καθώς και η εντεινόμενη αποικιοκρατία. Η ανωτερότητα των Ευρωπαίων θα συνδεθεί με την ανωτερότητα της Λευκής Φυλής.

          Η συμπεριφορά αυτή, που θέλει να αποδείξει ότι, ο πολιτισμός των ολίγων Ευρωπαίων είναι ανώτερος από οποιονδήποτε άλλον, είναι το άλλοθι για τον άκρατο Ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό και τον βάναυσο εκπολιτισμό των αυτοχθόνων κατοίκων των αποικιών.

          Εν τω μεταξύ, στα βήματα του πολιτισμικού σχετικισμού, ο Johann Gottfried Herder θα συντελέσει στη δημιουργία του εθνοτικού δόγματος, που θέλει κάθε έθνος να αποτελεί ξεχωριστή και αυτόνομη πολιτιστική οντότητα.  Παρά τις αρχικές προθέσεις του όμως,  διολισθαίνει και αυτός σε μια ευρωκεντρική στάση, αφού κατατάσσει  τους λαούς ανάλογα με το πόσο εξελιγμένοι είναι, τροφοδοτώντας έτσι τις ιδέες αρχικά του ρομαντισμού και αργότερα του ρατσισμού.[6]

 

Μαζική Κουλτούρα και Υψηλή τέχνη

Α. η έννοια της Μαζικής Κουλτούρας – κριτικές και προσεγγίσεις 

          Η εποχή,  που ακολουθεί τη Βιομηχανική επανάσταση και συγκεκριμένα από τα μέσα του 19ου έως τα μέσα του 20ου αιώνα, χαρακτηρίζεται από μια αύξηση της βιομηχανοποίησης και της αστικοποίησης. Τα λαϊκά στρώματα διαδέχονται την παραδοσιακή αριστοκρατία στα κέντρα εξουσίας και αποκτούν  πρόσβαση στην εκπαίδευση.

Παράλληλα,  η ανάπτυξη των μέσων μαζικής επικοινωνίας (mass media)  και ο εκμηχανισμός της τυπογραφίας συντελούν στην ευρεία διάδοση των πολιτισμικών προϊόντων.

          Τις διαρκώς διογκούμενες πολιτισμικές απαιτήσεις των κατωτέρων τάξεων έρχονται να καλύψουν νέες «βιομηχανίες πολιτισμού», που παράγουν προϊόντα ευρείας απήχησης και κατανάλωσης,  αλλά αμφίβολης ποιότητας. 

Η εμπορευματοποιημένη αυτή παραγωγή πολιτισμικών προϊόντων, καθορίζει την έννοια της μαζικής κουλτούρας και σηματοδοτείται από, τη διάδοση της τηλεόρασης, του ραδιοφώνου, του κινηματογράφου, της φωνογραφίας και την ανάπτυξη του δημοφιλούς τύπου και της παραλογοτεχνίας.[7]

          Η απώλεια των μορφωτικών προνομίων της άρχουσας τάξης από τη μία και η ανησυχία για,  τη διάβρωση της παραδοσιακής κουλτούρας των λαϊκών στρωμάτων και την εύκολη χειραγώγησή τους από τις ανώτερες τάξεις από την άλλη, οδήγησε αρκετούς διανοούμενους της εποχής να κριτικάρουν την έννοια της μαζικής κουλτούρας.

          Η συντηρητική κριτική της μαζικής κουλτούρας εκδηλώνεται αρχικά σαν νοσταλγική απήχηση μιας προηγούμενης εποχής όπου διακρίνεται « μια δυσπιστία απέναντι στην εξίσωση, τη δημοκρατική άνοδο των πλειοψηφιών … το σύμπαν που δεν δομείται στα μέτρα του υπερανθρώπου, αλλά του κοινού ανθρώπου…, τότε που οι πολιτιστικές αξίες αποτελούσαν ταξικό κληροδότημα και δεν βρίσκονταν σε αδιάκριτη κοινή διάθεση».[8] Προβάλλοντας ουσιαστικά το χαμηλό επίπεδο της μαζικής κουλτούρας, αποκαλύπτεται μια τάση διατήρησης της κοινωνικής ιεραρχίας, εξιδανικεύεται η πολιτιστική και κοινωνικοπολιτική κατάσταση της προβιομηχανικής εποχής και αξιώνεται η διατήρηση των πολιτισμικών «ελίτ», προκειμένου να μην υποβαθμιστούν τα υψηλά επίπεδα παιδείας και κουλτούρας.[9]

          Από την άλλη,  η αριστερή κριτική της μαζικής κουλτούρας, με κύριους εκπροσώπους τους διανοούμενους της Σχολής της Φραγκφούρτης, την καταδίκασε σαν, το προϊόν της βιομηχανικής παραγωγής που αποσκοπεί στη χειραγώγηση των κατωτέρων κοινωνικών στρωμάτων (ολοκληρωτισμός). [10]

Τα προϊόντα που παράγονται είναι πανομοιότυπα, καταναλώνονται από ένα κοινό ευρείας διασποράς, αφού απευθύνονται σε όλους τους καταναλωτές απασχολώντας τις αισθήσεις τους και στερώντας τους τη δυνατότητα ανάληψης πρωτοβουλίας ή αντίδρασης. Προβάλλουν δε μια εξιδανικευμένη εικόνα της καθημερινότητας, διαβρώνοντας έτσι τις συνειδήσεις και παραλύοντας κάθε τάση εξατομίκευσης. Με αυτό τον τρόπο ενισχύονται οι αντιδημοκρατικές, και μερικές φορές ρατσιστικές τάσεις, και ο πολιτισμικός ιμπεριαλισμός (κυρίως των Η.Π.Α.).

          Από τα μέσα του 20ου αιώνα και μετά, παρατηρείται μια στροφή προς την πλουραλιστική προσέγγιση της μαζικής κουλτούρας, που μετονομάζεται πλέον σε δημοφιλή κουλτούρα.  Η προσέγγιση αυτή έχει να κάνει με,  το μορφωτικό επίπεδο των καταναλωτών της, τον διαφορετικό τρόπο που προσλαμβάνει καθένας τα μηνύματα των πολισμικών προϊόντων, με την κατανάλωσή τους από άτομα διαφόρων επιπέδων διανόησης,  καθώς και με την κατηγοριοποίηση των διαφόρων επιπέδων κουλτούρας.[11]   

Η στροφή αυτή,  που παρατηρείται προς την υπεράσπιση των μορφών της μαζικής κουλτούρας (πολιτισμικός λαϊκισμός),  αντανακλά ουσιαστικά τον σταδιακό εκδημοκρατισμό της κοινωνίας.[12]            

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                   

Β. Προσέγγιση του όρου Υψηλή Τέχνη – κριτική και υπέρβαση 

          Η έννοια της Υψηλής Τέχνης διαμορφώνεται και αυτή κατά το 19ο αιώνα, σε αντιδιαστολή με την έννοια της Μαζικής Κουλτούρας και προσδιορίζει το σύνολο των έργων τέχνης που είναι από άποψη αισθητικής ανώτερα από άλλα και προορίζονται να καταναλωθούν από μία περιορισμένη κοινωνική κάστα.

Τα κριτήρια αξιολόγησης των έργων τέχνης δεν είναι πάντοτε αντικειμενικά, ακριβώς επειδή προσδιορίζονται από τις προνομιούχες ομάδες της κοινωνίας, ανάλογα με τον τρόπο που θα χρησιμοποιηθούν και τους σκοπούς που θα εξυπηρετήσουν.  Η Υψηλή Τέχνη, είναι η Τέχνη της «ελίτ»,  που διατηρεί ένα καθεστώς ανισότητας.

          Ήδη, από το τέλος της κλασσικής αρχαιότητας, κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα και μέχρι την εποχή του Λουδοβίκου του 14ου (ροκοκό), η έννοια της Υψηλής Τέχνης χαρακτηρίζει αυτή τη διαιώνιση μιας πολιτικής και κοινωνικής διάκρισης ανάμεσα στα ανώτερα και στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα.

          Με την άνοδο της αστικής τάξης, στα πλαίσια μιας αντιαπολυταρχικής τάσης που επικρατεί,  η τέχνη επηρεάζεται από τα πρότυπα της κλασσικής αρχαιότητας (νεοκλασικισμός),  θέλοντας να εκφράσει (ίσως;) τα ιδεώδη και τις αρετές της κλασσικής Δημοκρατίας.  Είναι η εποχή που, στο όνομα του εκδημοκρατισμού, τα έργα τέχνης βγαίνουν από τις ιδιωτικές συλλογές και μπαίνουν σε μουσεία, όπου έχουν πρόσβαση όλες οι κοινωνικές ομάδες του πληθυσμού.[13] 

          Στο πλαίσιο της εθνικοποίησης των Ευρωπαϊκών κρατών, τα πρότυπα αλλάζουν.  Επικρατεί και στην τέχνη το κίνημα του ρομαντισμού και η ανάπτυξη της λαογραφίας. Ο όρος Υψηλή τέχνη διευρύνεται, προκειμένου να συμπεριλάβει όλα τα έργα που θεωρείται ότι έχουν διαχρονική αξία. Καθώς εντείνεται η επιρροή του εθνικισμού, θεσπίζεται ο κανόνας της Υψηλής Εθνικής Τέχνης, που περικλείει και τα έργα των εθνικών καλλιτεχνών (Λαϊκή τέχνη).

          Στον 20ο αιώνα οι κριτικές (συντηρητικές και αριστερές) της μαζικής κουλτούρας, συγκλίνουν στο ότι αυτή αποτελεί απειλή για την Υψηλή τέχνη. Έτσι δεν αποφεύγεται τελικά η δημιουργία μιας νέας ελιτίστικής νοοτροπίας, που ανάγει την τέχνη σε επίπεδο κοσμικής θρησκείας.[14] Η αστική τάξη καταλαμβάνει ουσιαστικά τη θέση της παλαιάς αριστοκρατίας στην πυραμίδα της κοινωνικής ιεραρχίας και χρησιμοποιεί τα έργα τέχνης για να ενισχύσει το πολιτικό και κοινωνικό της status. [15]  Η θέση αυτή κλονίζεται από την ευρεία διάδοση των mass media, που φέρνουν κοντά σε όλον τον κόσμο τα έργα τέχνης, αλλά κατηγορούνται για εμπορευματοποίηση.

          Η κριτική κατά της Υψηλής Τέχνης εστιάζεται ακριβώς σε αυτήν την «φετιχιστική» της διάσταση και στη χρησιμοποίησή της από τη Δυτική ελίτ ως μέσου απόκτησης κοινωνικού γοήτρου.[16]

          Μετά το 1970 οι κριτικές επικεντρώνονται στον αντιφεμινιστικό, το ρατσιστικό και τον εθνοκεντρικό και Ευρωκεντρικό χαρακτήρα της Υψηλής Τέχνης και σηματοδοτούν μια συνολική αναθεώρηση της ιστορίας της.[17]

Τα κινήματα τέλος, του φουτουρισμού, του κυβισμού, του κονστρουκτιβισμού και του εξπρεσιονισμού, εμφανίζονται αρχικά σαν αντίδραση στο ισχύον καθεστώς,  αλλά τείνουν τελικά,  να ενσωματωθούν με αυτό και να το ενισχύσουν. Μόνο το κίνημα του υπερρεαλισμού θα καταφέρει να καταργήσει με επιτυχία τα φράγματα μεταξύ της υψηλής και της μαζικής τέχνης.

       

 «Ποιος σκότωσε τον Όμηρο»

          Η μελέτη με τίτλο «Ποιος σκότωσε τον Όμηρο» των Hanson/Heath, έχει σαν θεματικό άξονα το «θάνατο» των Κλασσικών Σπουδών και ειδικότερα της Ελληνικής Παιδείας,  κατά κανόνα στα Αμερικάνικα  Πανεπιστήμια, που οφείλεται κυρίως στη σταδιακή μείωση των ωρών διδασκαλίας των Ελληνικών και την απαξίωση όλων των ειδικοτήτων που καταπιάνονται με τον Αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό.

 

Α. Πολιτισμικός σχετικισμός ή Ευρωπαϊκός Εθνοκεντρισμός; 

          Αρχικά φαίνεται να αναγνωρίζεται η ύπαρξη ενός σχετικιστικού πολιτιστικού προτύπου, άλλωστε «…κάθε πολιτισμός θεωρούσε τα δικά του ιδιαίτερα έθιμα, τους θεούς και τις παραδόσεις τόσο φυσιολογικά όσο και οικουμενικά»,[18]  Γιατί «…από τη φύση είμαστε όλοι φτιαγμένοι να είμαστε όμοιοι από κάθε άποψη, τόσο οι βάρβαροι όσο και οι Έλληνες.»[19]  Δεν είναι τυχαίο ότι «…ακόμη και οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές της Δύσης αναγνώριζαν πάντα ότι οι άλλοι πολιτισμοί προσφέρουν αισθητικά εντυπωσιακές, συγκινητικές εκφράσεις της ανθρώπινης κατάστασης. Ένα κινέζικο ποίημα, ένα αφρικανικό θεατρικό έργο, μια νουβέλα από το Παντζάμπ ή οι ψαλμοί των Αμερινδών μπορούν να συγκινήσουν το ανθρώπινο συναίσθημα και να αποκαλύψουν την Τραγωδία του ανθρώπου στη γη με το ίδιο πάθος και την ίδια ακρίβεια ενός Σοφοκλή ή ενός Βιργιλίου».[20]

          Η επίθεση όμως κατά ενός στείρου σχετικισμού, που δεν αξιολογεί τα ιδιαίτερα στοιχεία ενός πολιτισμού είναι έκδηλη γιατί υπάρχουν  «...κριτήρια που δεν ήταν σχετικά… » άλλωστε « …η πόλις δεν είναι ανάκτορο… οι Πέρσες αυλικοί εγκωμιαστές δεν είναι Όμηροι. Οι αυλοκόλακες δεν είναι βουλή. Οι πλεχτές ασπίδες από λυγαριά δεν μπορούν ν’ αντιμετωπίσουν τις μπρούτζινες πανοπλίες….Οι μύθοι περί δημιουργίας χαραγμένοι σε τοίχους δεν είναι Έργα και Ημέραι, ούτε καν Θεογονία.» [21] Οι αρχαίοι Έλληνες, τους οποίους έχουν σαν πρότυπο οι συγγραφείς του βιβλίου, παρότι «…έτρεφαν μεγάλο σεβασμό για τους εχθρούς και τους γείτονές τους…δεν συμφωνούσαν ότι όλα τα άλλα κοινωνικά πρότυπα πρέπει να έχουν ίση διανοητική ή πολιτισμική αξία. Η αφαίρεση της κλειτορίδας της γυναίκας είναι κακό – χθες, σήμερα, σύριο και για πάντα».[22] Ναι είναι «απλώς διαφορετικά έθιμα»[23], αλλά  κάποτε θα πρέπει να μάθουμε να ξεχωρίζουμε τις «…διακρίσεις που εξασφαλίζουν ότι αυτός που διαπράττει τροχαία παράβαση ξεχωρίζει από τον κοινωνικώς παρεκκλίνοντα.»[24]

          Ο Αρχαιοελληνικός Πολιτισμός εξιδανικεύεται : «… οι Έλληνες έμαθαν να γράφουν προσαρμόζοντας ένα ανατολικό αλφάβητο στις ανάγκες τους. Ωστόσο …σύντομα μετέτρεψαν το νέο …εργαλείο τους σε δυναμική λυρική ποίηση, δράμα και ιστορία στα χέρια του ατόμου – όχι του κράτους, όχι του θεού – που έθετε ερωτήματα, ερμήνευε και αμφισβητούσε. Οι Αχαιμενίδες…χρησιμοποίησαν τις χιλιετίες της γραφής …για να παραγάγουν από καθέδρας διακηρύξεις και βασιλικά αρχεία…Ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης έγραψαν ιστορία…κάτι που οι εγγράμματοι της Εγγύς Ανατολής και της Παλαιάς Διαθήκης δεν έκαναν»[25], « Οι Έλληνες θεωρούσαν ότι ο πολιτισμός μας χωρίζει από το φυσικό, πρωτόγονο εαυτό μας και ότι κανένας πολιτισμός δεν το έκανε καλύτερα αυτό απ΄ ότι ο κόσμος της δικής τους πόλης-κράτους».[26] Κάθε αντίδραση σε αυτήν την άποψη αντιμετωπίζεται τουλάχιστον με δυσπιστία.[27]

          Η εξιδανίκευση αυτή όμως πολλές φορές φτάνει στα όρια της υπερβολής, και δεν καταφέρνει να κρύψει μια τάση εθνοκεντρισμού. Η λογική του ότι « Ο ελληνικός νους … έβλεπε τον κόσμο ως ομόκεντρους δακτυλίους. Το κέντρο ήταν φυσικά ελληνικό,… Οι εξωτερικοί κύκλοι έμεναν για τους Κύκλωπες, τους Λαιστρυγόνες, τους τυράννους,  τις Αμαζόνες, τους πολυγαμικούς λαούς, τους δυνάστες, τους γαλακτοπότες, τους νομάδες, τους δεντρολάτρες, τους μισόγυμνους αλλόκοτους ανθρώπους που έριχναν βέλη πίσω από ένα βράχο αντί να επιτίθενται κατά μέτωπο με μπρούτζινες πανοπλίες.»[28], ή του εκπολιτισμού των «λευκών γυμνόστηθων ανθρώπων που λάτρευαν τα κωνοφόρα δένδρα»[29], δεν διαφέρει πολύ από την λογική των Ευρωπαίων αποίκων, όταν προσπαθούσαν να «εκπολιτίσουν» τους αυτόχθονες «άγριους»[30] των αποικιών.  Ο δυτικός πολιτισμός, σαν απόγονος του Ελληνικού[31], (οι «βασικές ελληνικές προσεγγίσεις στην ανθρώπινη εμπειρία – αντανακλούν την προέλευση του δυτικού πολιτισμού»,[32]) θεωρείται ανώτερος και σχεδόν οφείλει να επηρεάζει και τους κατώτερους. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι, όλοι, ακόμη και τώρα,  προσπαθούν να μιμηθούν τα δυτικά πρότυπα. Εξηγείται έτσι «σε μεγάλο βαθμό το γιατί ο ίδιος ο κόσμος δυτικοποιείται με ταχύτητα». [33] Άλλωστε όλοι οι άλλοι πολιτισμοί σήμερα, εκτός από τον δυτικό, φαίνεται ότι καταρρέουν.[34]

          Οδηγούμαστε όμως, έτσι, στη λογική ενός άκρατου Ευρωπαϊκού εθνοκεντρισμού,  που πολλές φορές διολισθαίνει μέχρι το ρατσισμό[35].

 

Β. Σχετικά με την μαζική κουλτούρα και την υψηλή τέχνη. 

          Ο θαυμασμός του αρχαίου ελληνικού πνεύματος και της κοινωνίας πρότυπο, που αποτέλεσε η πόλις-κράτος,  όπου «οι λέξεις πολίτης και ελευθερία» προϋποθέτουν ένα καθεστώς ελεύθερης έκφρασης της «κοινωνικής διαφωνίας»[36], δεν θα μπορούσε παρά να οδηγήσει σε μια πολεμική της μαζικής κουλτούρας. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η άγνοια γύρω από την ελληνική σοφία οφείλεται στο ότι « οι θεσμοί και ο υλικός πολιτισμός της Δύσης κατακλύζουν πλέον τον κόσμο»[37] Ακόμη και οι κλασσικές σπουδές «έγιναν υλιστικές και καρατερίστικες, αλλά όχι πια ελληνικές»[38]

          Η δυσμενής αυτή κριτική κατά της μαζικής κουλτούρας ενισχύεται, ακόμη περισσότερο, με την καταδίκη του μεταμοντερνισμού, που χαρακτηρίζεται ως ανοησία[39] αφού επιτίθεται στην αντικειμενική αλήθεια και θεωρεί την Ελλάδα «…μια αυθαίρετη αφηρημένη έννοια»[40]

          Οι οπαδοί του ελληνικού πνεύματος καλούνται να αποδείξουν «…τη σπουδαιότητα της ελληνικής σκέψης και των αξιών στην κρίσιμη εποχή της ηλεκτρονικής πληροφόρησης και ψυχαγωγίας.»[41], χωρίς όμως να πετυχαίνουν τελικά το στόχο τους.

          Η δραματική μείωση των φοιτητών των κλασσικών σπουδών και η ταυτόχρονη αύξηση σπουδαστών των επιστημών που ειδικεύονται στα mass media, αποδεικνύουν περίτρανα την αρνητική επιρροή της μαζικής κουλτούρας. «φταίνε η τηλεόραση, οι μεγάλες εταιρείες, το βίντεο, η οικονομία, εξηγούν οι κλασικιστές»[42], άλλωστε «… «Η Θεωρία του βαδίσματος» και «Το Σταρ Τρεκ και οι Ανθρωπιστικές Σπουδές» …εξασφαλίζουν υψηλότερους βαθμούς με λιγότερη δουλειά απ’ ότι η «Εισαγωγή στα Ελληνικά»».[43]

Ο θάνατος της κλασσικής παιδείας, εξαιτίας της επίθεσης ενός υλιστικού πολιτισμού, είναι πια γεγονός. Τα Ελληνικά «είναι  απρόσφορα και παρηκμασμένα»[44] Στην εποχή που διανύουμε «ποιο το κέρδος για έναν έμπορο…από τη γνωριμία του με τις γλώσσες των Ελλήνων και των Ρωμαίων;»[45]

          Μήπως όμως αυτή η επίθεση κατά της μαζικής κουλτούρας, υποκρύπτει μια ελιτίστικη αντίληψη; Είναι οι σπουδές στον ελληνικό Πολιτισμό προσιτές για όλους, ή αποτελούν προνόμιο μιας περιορισμένης πνευματικής ελίτ;

Οι ίδιοι οι συγγραφείς ομολογούν ότι έχουν γράψει «…βιβλία και άρθρα που δεν διαβάστηκαν παρά μόνο από μια χούφτα στενόμυαλους ειδικούς…»[46]. Ακόμη και η αφρόκρεμα των καθηγητών Πανεπιστημίου «γράφει για μια μικρή ομάδα επιλέκτων»[47]        Μήπως αυτή η «ισότητα εναντίον ελιτισμού»[48], που διακηρύττεται μέσα στο κείμενο,  δεν είναι παρά μόνο ένα προπέτασμα; Άλλωστε, ο νεοκλασικισμός αποτέλεσε το ιδεώδες της Υψηλής Τέχνης. Δεν είναι τυχαία η αναφορά του ότι, οι άνθρωποι, που ασχολήθηκαν με τις κλασσικές σπουδές,  ήταν υψηλότερου επιπέδου από αυτούς που ασχολήθηκαν με τα Αγγλικά,[49] και ότι οι κλασικιστές είναι το «σπάνιο πουλί»[50] του ακαδημαϊκού χώρου. Αποτελούν οι κλασσικές σπουδές  «δείγμα ελιτισμού, σχολαστικισμού ή αγνωστικισμού»;[51]       

          Αυτή η φαινομενικά ελιτίστικη ενασχόληση με τον ελληνικό πολιτισμό, είναι πιθανόν βέβαια  να μην οφείλεται τόσο σε μια τάση διαχωρισμού των μυημένων από τη μάζα, αλλά στην αποδοκιμασία – από το πλατύ κοινό - του ιμπεριαλιστικού προτύπου της Δύσης που στηρίχτηκε πάνω στα δόγματα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού.[52]

 

Επίλογος

Ο πολιτισμικός σχετικισμός του M. De Montaigne, εκφράζεται αρχικά σαν μια αντίδραση στην ευρωπαϊκή αριστοκρατία, πού θεωρεί πολιτισμό τα δικά της μόνο πρότυπα συμπεριφοράς, προκειμένου να διαχωρίσει τη θέση της από τα λαϊκά στρώματα και διακηρύττει ότι, κάθε λαός έχει τη δική του πολιτισμική παράδοση. Ο σχετικισμός αυτός όμως είναι στείρος, αφού αναγνωρίζει ως  στοιχεία του πολιτισμού, τόσο τις αξίες όσο και τις απαξίες της  λαϊκής παράδοσης.

          Η επίδραση των ιδεών του Διαφωτισμού, σε συνάρτηση με την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, θα οδηγήσουν στην ανάδειξη της Ευρώπης ως πολιτισμικού προτύπου, που στο όνομα του εκπολιτισμού των άλλων,  θα νομιμοποιήσει τις ιμπεριαλιστικές της τάσεις.

Η έννοια της μαζικής κουλτούρας χρησιμοποιήθηκε για να εκφράσει το σύνολο των βιομηχανικά παραγόμενων πολιτιστικών προϊόντων, που προορίζονται για μαζική κατανάλωση. Κατηγορήθηκε ότι συντέλεσε στην απώλεια των πολιτιστικών προνομίων της άρχουσας τάξης αλλά και ότι διέβρωσε την παραδοσιακή κουλτούρα των λαϊκών στρωμάτων,  και αποδυνάμωσε κάθε προσπάθεια ελεύθερης έκφρασης νομιμοποιώντας έτσι τις κοινωνικές ανισότητες.  Απενοχοποιήθηκε μετά από μια σειρά εναλλακτικών προσεγγίσεων- που ίσως να είναι τελικά και οι πλέον αντικειμενικές - οι οποίες βασίστηκαν σε παράγοντες όπως,  η αξιοποίηση της ετερογένειας των διαφόρων επιπέδων κουλτούρας,  το μορφωτικό  επίπεδο του δέκτη  και ο τρόπος  που αυτός προσλαμβάνει τα μηνύματα των πολιτισμικών προϊόντων.

          Η υψηλή τέχνη περιλαμβάνει όλα τα έργα που θεωρούνται ότι έχουν μια διαχρονική καλλιτεχνική αξία και καταναλώνονται από μια περιορισμένη κοινωνική ομάδα που χαρακτηρίζεται ως «ελίτ».  Από την αρχαιότητα έως σήμερα φαίνεται ότι,  το σύνολο αυτό των καλλιτεχνικών αξιών αντικατοπτρίζει την ιστορική πορεία κάθε κοινωνικής ανισότητας και διάκρισης.

          Οι απόψεις των Hanson/Heath,  μέσα από το έργο τους «Ποιος σκότωσε το Όμηρο»,  εκφράζουν μια αντίδραση σ’ έναν στείρο πολιτισμικό σχετικισμό, ο οποίος δεν αναγνωρίζει την ανωτερότητα του Αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Η εμμονή τους όμως στην ανωτερότητα του πολιτισμού αυτού τους οδηγεί σε ένα άκρατο ευρωπαϊκό εθνοκεντρισμό (αφού ο πολιτισμός της Ευρώπης οικοδομήθηκε πάνω σε ελληνικά πρότυπα) ο οποίος  πλειστάκις διολισθαίνει  προς το ρατσισμό.

Η επιρροή της μαζικής κουλτούρας, κυρίως δε  του μεταμοντερνισμού, θα οδηγήσει στην απαξίωση της χρησιμότητας των Ελληνικών Σπουδών.   Η μοναδικότητα όμως του Ελληνικού πνεύματος και η διαχρονική του αξία, σίγουρα δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν προϊόν εμπορευματοποίησης. Έτσι όμως καταλήγει να απευθύνεται σ’ ένα μυημένο κοινό, που με την πάροδο του χρόνου φθίνει αριθμητικά.

Βιβλιογραφία

1.      Levi-Strauss C., Φυλή και Ιστορία,  μτφρ. Ε. Παπάζογλου, Αθήνα 1995,

      εκδόσεις Γνώση,

2.      M. de Montaigne, Δοκίμια, μτφρ. Θ.Νάκας, Αθήνα 1979, εκδόσεις Κάλβος,

3.      Νάκας Θανάσης, «Ο Montaigne και το δοκίμιο. Ο άνθρωπος η εποχή, οι ιδέες, το είδος», Αθήνα 1981,Εκδόσεις Κάλβος,

4.      Βούρτσης Ι., Μανακίδου Ε., Πασχαλίδης Γ., Σμπόνιας Κ., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό- Η Έννοια του Πολιτισμού Όψεις του Ελληνικού Πολιτισμού, τόμος Α, Πάτρα 1999, εκδόσεις Ε.Α.Π.

5.      Umberto Eco, Κήνσορες και θεράποντες, Μτφρ. Έφη Καλλιφατίδη, Αθήνα 1987, εκδόσεις Γνώση

6.      Hanson V. –Heath J., «Ποιος σκότωσε τον Όμηρο», μτφρ. Ρένα Καρακατσάνη,  Αθήνα 1999, εκδόσεις Κάκτος.

7.      Raymont Wiliams, 1994, «Κουλτούρα και Ιστορία», Εισαγωγή-μετάφραση Β. Αποστολίδου, Αθήνα, εκδόσεις Γνώση.



[1] Αλλά μήπως «βάρβαρος είναι πρώτα – πρώτα αυτός που πιστεύει στη βαρβαρότητα»; Βλ. C. Levi-Strauss, 1995, «Φυλή και Ιστορία», μτφρ. Ε Παπάζογλου, Αθήνα,  εκδόσεις Γνώση, σελ.19

[2] Βλ. M. de Montaigne, 1979, «Δοκίμια», μτφρ. Θ.Νάκας, Αθήνα, εκδόσεις Κάλβος, σελ. 115.

[3] Πρβλ. Νάκας Θανάσης, 1981,   «Ο Montaigne και το δοκίμιο. Ο άνθρωπος η εποχή, οι ιδέες, το είδος», Αθήνα, Εκδόσεις Κάλβος, σελ. 57.                                               

[4] Πρβλ. Διαφόρων, 1999, Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό- Η Έννοια του Πολιτισμού Όψεις του Ελληνικού Πολιτισμού, τόμος Α, Πάτρα , εκδόσεις Ε.Α.Π.,  σελ. 30.

[5] Πρβλ. στο ίδιο, σελ.  38.

[6] Η λογική αυτή που νομιμοποίησε ουσιαστικά τον εθνικισμό και τον ρατσισμό, βασίστηκε κυρίως στην άποψη της υστέρησης των πολιτισμών των άλλων λαών έναντι της προόδου που σημείωσε ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός, πράγμα που ίσως παραπέμπει σε διαφορετικές φυλετικές ικανότητες, αποτελεί δε πρόσφορο έδαφος για κάθε είδους διάκριση και εκμετάλλευση.  Πρβλ. C. Levi-Strauss, 1995, Φυλή και Ιστορία,  μτφρ. Ε. Παπάζογλου, Αθήνα , εκδόσεις Γνώση, σελ. 12.

[7] Πρβλ. Διαφόρων, 1999,  Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό- Η Έννοια του Πολιτισμού Όψεις του Ελληνικού Πολιτισμού, τόμος Α, Πάτρα , εκδόσεις Ε.Α.Π.,  σελ. 52.

[8] Βλ. Umberto Eco, 1987, Κήνσορες και θεράποντες, Μτφρ. Έφη Καλλιφατίδη, Αθήνα, εκδόσεις Γνώση, σελ.60

[9] «Το ίδιο συμβαίνει και με τα mass media: τα κρίνουμε συγκρίνοντας τον μηχανισμό και τα αποτελέσματά τους με ένα πρότυπο αναγεννησιακού ανθρώπου, που προφανώς … δεν υπάρχει πιά». Βλ. Umberto Eco, 1987, Κήνσορες και θεράποντες, Μτφρ. Έφη Καλλιφατίδη, Αθήνα, εκδόσεις Γνώση, σελ. 59.

[10] Πρβλ. 1999, Διαφόρων, Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό- Η Έννοια του Πολιτισμού Όψεις του Ελληνικού Πολιτισμού, τόμος Α, Πάτρα, εκδόσεις Ε.Α.Π.,  σελ. 56.

[11] «…Η διαφορά επιπέδου των διαφόρων προϊόντων δεν αποτελεί μια a priori διαφορά αξίας, αλλά μια διαφορά στη σχέση πρόσληψης, που εδραιώνεται κάθε φορά με τον καθένα μας. Με άλλα λόγια: μεταξύ του καταναλωτή της ποίησης του Πάουντ και του καταναλωτή αστυνομικών μυθιστορημάτων, δυνάμει δεν υπάρχει καμία διαφορά κοινωνικής τάξης ή διανοητικού επιπέδου.» Βλ. Umberto Eco, 1987, Κήνσορες και θεράποντες, Μτφρ. Έφη Καλλιφατίδη, Αθήνα, εκδόσεις Γνώση, σελ.87.

[12] «…και πράγματι, μήπως οι μάζες που υφίστανται μια τέτοιου είδους πληροφόρηση δεν μας φαίνεται ότι είναι πιο ευαίσθητες και ότι συμμετέχουν περισσότερο στα κοινά…από τις μάζες του παλιού καιρού, που αντιμετώπιζαν με παραδοσιακό δέος ένα σύστημα αμετάβλητων και αναμφισβήτητων αξιών;» Βλ. Στο ίδιο σελ. 75.

[13] Πρβλ. Διαφόρων, 1999,  Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό- Η Έννοια του Πολιτισμού Όψεις του Ελληνικού Πολιτισμού, τόμος Α, Πάτρα, εκδόσεις Ε.Α.Π.,  σελ. 83.

[14] «Στις σύγχρονες βιομηχανικές κοινωνίες κατέληξε να πιστεύεται ότι, η τέχνη θα χαθεί αν δεν της δοθεί μια εξέχουσα θέση, ενώ παράλληλα διαδιδόταν στην πράξη η απόρριψη και ο αποκλεισμός της. Η τάση να αποκλείεται η τέχνη από τις σοβαρές πρακτικές ενασχολήσεις υπήρξε τόσο ισχυρή, ώστε, σύμφωνα με τους μηχανισμούς άμυνας, ο ισχυρισμός ότι η τέχνη είναι εξαιρετική και παράξενη, υπήρξε επίμονος και πολλές φορές απελπισμένος». Βλ. Raymont Williams, 1994,   Κουλτούρα και Ιστορία, Εισαγωγή-μετάφραση Β. Αποστολίδου, Αθήνα , εκδόσεις Γνώση, σελ. 132.

[15] Πρβλ. Διαφόρων, 1999, Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό- Η Έννοια του Πολιτισμού Όψεις του Ελληνικού Πολιτισμού, τόμος Α, Πάτρα , εκδόσεις Ε.Α.Π.,  σελ.  88

[16] «Οι πιο σνομπ ερμηνείες των τριών επιπέδων ταυτίζουν το υψηλό με τα νέα και δυσκατάληπτα έργα, κατανοητά μόνο από τους happy few. Bl. . Umberto Eco, 1987,  Κήνσορες και θεράποντες, Μτφρ. Έφη Καλλιφατίδη, Αθήνα, εκδόσεις Γνώση, σελ.83.

[17] Πρβλ. Διαφόρων, 1999, Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό- Η Έννοια του Πολιτισμού Όψεις του Ελληνικού Πολιτισμού, τόμος Α, Πάτρα, εκδόσεις Ε.Α.Π.,  σελ.  95

 

[18] Βλ. V. Hanson-J. Heath, 1999, «Ποιος σκότωσε τον Όμηρο», Αθήνα εκδόσεις Κάκτος, σελ. 94.

[19] Βλ. στο ίδιο σελ. 97.

[20] Βλ. στο ίδιο σελ. 145.

[21] Βλ. στο ίδιο σελ. 94-95

[22] Βλ. στο ίδιο σελ. 95.

[23] Βλ. στο ίδιο σελ. 143

[24] Βλ. στο ίδιο σελ. 99

[25] Βλ. στο ίδιο σελ. 144.

[26] Βλ. στο ίδιο σελ. 99

[27] «Μήπως η καθηγήτρια Πάσμαν μπορεί να μας εξηγήσει που ακριβώς υπήρξε ένας «πρώιμος πολιτισμός ισονομίας» έξω από τον κλασσικό κόσμο; Στην Αίγυπτο; Στην Καρχηδόνα; Την Περσία;»Βλ. στο ίδιο σελ. 141.

[28] Βλ. στο ίδιο σελ. 96

[29] Βλ. στο ίδιο σελ. 98

[30]« …η αρχαιότητα έβαζε ανάκατα μέσα στην κοινή ονομασία «βάρβαρος», ότι δεν μετείχε στον ελληνικό…πολιτισμό. Στη συνέχεια και ο δυτικός πολιτισμός χρησιμοποίησε τον όρο «άγριος» με την ίδια έννοια» Βλ. C. Levi-Strauss, 1995, Φυλή και Ιστορία,  μτφρ. Ε. Παπάζογλου, Αθήνα , εκδόσεις Γνώση, σελ.18.

[31] «Ο ελληνικός πολιτισμός πρώτος μας έδωσε τη λογική, επιστημονική έρευνα…..Η ελευθερία του λόγου και η επιτρεπόμενη παρέκκλιση από θρησκευτικά πρότυπα ήταν επίσης ελληνικές ιδέες» Βλ. . Hanson-J. Heath, 1999, «Ποιος σκότωσε τον Όμηρο», Αθήνα εκδόσεις Κάκτος, σελ  99

[32] Βλ. στο ίδιο σελ. 100.

[33] Βλ. στο ίδιο σελ. 100.

[34] Βλ. στο ίδιο σελ. 138.

[35] Αφού «ο Σωκράτης ούτε μαύρος υπήρξε ούτε προϊόν κλεμμένου αφρικανικού φιλοσοφικού συστήματος» Βλ. στο ίδιο σελ. 138.

[36] Βλ. στο ίδιο σελ. 137

[37] Βλ. στο ίδιο σελ. 21.

[38] Βλ. στο ίδιο σελ. 21.

[39] Πρβλ. στο ίδιο σελ. 23

[40] Βλ. στο ίδιο σελ. 57.

[41] Βλ. στο ίδιο σελ. 23

[42] Βλ. στο ίδιο σελ. 35

[43] Βλ. στο ίδιο σελ. 35

[44] Βλ. στο ίδιο σελ. 136.

[45] Βλ. στο ίδιο σελ. 43.

[46] Βλ. στο ίδιο σελ. 25

[47] Βλ. στο ίδιο σελ. 25

[48] Βλ. στο ίδιο σελ. 26

[49] Πρβλ. στο ίδιο σελ. 32

[50] Βλ. στο ίδιο σελ. 34

[51] Βλ. στο ίδιο σελ. 43.

[52] Βλ. στο ίδιο σελ. 149.