ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ

 



 

 

Αλληλεπιδράσεις και επιρροές των Αιγαιακών πολιτισμών ,κατά την εποχή του Χαλκού, όπως αυτές τεκμαίρονται μέσα από τις τοιχογραφίες.

Φωτεινή Κομνηνού

 

 Εισαγωγικά

 

          Σκοπός της εργασίας που ακολουθεί, είναι να τεκμηριώσει την ύπαρξη σχέσεων, εμπορικών και πολιτισμικών, ανάμεσα στους πολιτισμούς του Αιγαίου (Μινωϊκό, Κυκλαδικό, Μυκηναϊκό), κατά τη διάρκεια της εποχής του Χαλκού, καθώς και τις επιδράσεις που ασκούσε ο ένας πολιτισμός στον άλλο. Για το λόγο αυτό διαλέχτηκαν τρεις  διαφορετικές τοιχογραφίες, μία από κάθε περιοχή, με διαφορετικό θεματολογικό περιεχόμενο, αλλά που ανήκουν περίπου στην ίδια χρονική περίοδο, την Ύστερη Εποχή του Χαλκού (1.550 – 1.100 π.χ.).

          Στο πρώτο μέρος περιγράφεται μια τοιχογραφία από τα ανάκτορα της Κνωσού και συγκεκριμένα  αυτή των ταυροκαθαψίων.

          Στο δεύτερο μέρος, από το οικισμό του Ακρωτηρίου της Θήρας, αναλύεται η τοιχογραφία της Άνοιξης και

          Στο τρίτο μέρος,  θα παρατηρήσουμε μια πολεμική σκηνή  από το ανάκτορο της Πύλου.

          Όπως ήδη αναφέραμε οι τοιχογραφίες ανήκουν και οι τρεις στην Ύστερη εποχή του Χαλκού, ανάμεσα στα 1500 – 1200 π.χ.    Όλες οι αιγαιακές τοιχογραφίες της εποχής του Χαλκού είναι νωπογραφίες, ζωγραφίζονται δηλαδή σε νωπό τοίχο. Το σχέδιο είναι δισδιάστατο χωρίς προοπτική, οι μορφές είναι επίπεδες, τα γυμνά μέρη των ανδρών ζωγραφίζονται κόκκινα, των γυναικών λευκά. Το μάτι κοιτάει μπροστά ακόμη και όταν η μορφή είναι σε κατατομή. [1] Συνήθως οι τοιχογραφίες καλύπτουν ολόκληρο τον τοίχο, στο επίπεδο του ματιού, εκτός από το κάτω μέρος που είναι είτε αδιακόσμητο, είτε καλύπτεται από ορθομαρμάρωση.[2]

 

Κνωσός, η γενέτειρα της τέχνης της τοιχογραφίας

          Η Κρήτη θεωρείται η γενέτειρα των τοιχογραφιών, με κυριότερο και πλουσιότερο σε τοιχογραφίες κέντρο την Κνωσό.        

          Η τοιχογραφία των Ταυροκαθαψίων[3] προέρχεται από την ανατολική πτέρυγα των ανακτόρων της Κνωσού και χρονολογείται γύρω στο 1450-1400 π.χ. (ασβεστοκονίαμα, ύψος με τα πλαίσια 0,70, ύψος μορφών 0,32).[4] Σήμερα βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου Κρήτης.

          Η σκηνή απεικονίζει έναν άνδρα που πηδά πάνω από τη ράχη ενός ταύρου. Ο άνδρας φορά ζώνη και περίζωμα, που αποτελείται από δύο στενά λογχοειδή φύλα, τα οποία καλύπτουν από την περιοχή του οσφύος μέχρι το πάνω τμήμα των μηρών, το ένα μπροστά και το άλλο  στην πίσω πλάγια όψη των μηρών[5]. Πίσω από τον ταύρο φαίνεται μια γυναίκα, η οποία έχει ήδη κάνει το άλμα και περιμένει να πιάσει τον ταυροκαθάπτη.  Μπροστά από τον ταύρο υπάρχει μια άλλη γυναίκα που τον κρατά από τα κέρατα (πιθανόν να ανήκει σε άλλον πίνακα[6]). Οι μορφές των γυναικών έχουν σκούρο περίγραμμα και φορούν τα ίδια ρούχα με την ανδρική μορφή. Σε αντίθεση με την πρακτική των τοιχογραφιών της εποχής, που θέλει το σώμα των ανθρωπίνων μορφών είναι κατ΄ενώτιον ακόμη και όταν οι μορφές απεικονίζονται σε κατατομή, εδώ φαίνεται ότι το σώμα είναι και αυτό γυρισμένο πλάγια.  Στο σώμα και τις κνήμες των γυναικών υπάρχουν γραμμές που υποδηλώνουν τους μυς.[7] Τη σκηνή πλαισιώνουν ταινίες, δύο στενότερες με κάθετες διακοσμήσεις και μία φαρδύτερη με σχέδια σε απομίμηση πέτρας.

          Το αγώνισμα των ταυροκαθαψίων είναι πιθανόν να ήταν μέρος κάποιων αθλητικών δραστηριοτήτων, για τους Κρήτες όμως ο ταύρος ήταν ιερό ζώο, πράγμα που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το αγώνισμα αυτό εντασσόταν στα πλαίσια μιας θρησκευτικής τελετής ή μύησης.[8]

          Αξιοσημείωτη είναι η πλαστικότητα και η κίνηση των μορφών, που εκδηλώνεται κυρίως από τις κινήσεις των χεριών και της κόμης.[9]

Το θέμα είναι προσφιλές και σε άλλες μορφές τέχνης όπως η λιθοτεχνία (βλ. ταυρόσχημο ρυτό)[10] ή στη μικροτεχνία (ειδώλιο ταυροκαθάπτη)[11]. Γυμνές μορφές και μορφές ταύρων εικονίζονται επίσης σε σφραγιδόλιθους[12]. Η διαφορά με τη σφραγιδογλυφία έχει να κάνει κυρίως με τη εξέλιξη των τοιχογραφιών από τα γεωμετρικά σχέδια σε ολοκληρωμένες εικόνες, εξέλιξη που δεν χαρακτηρίζει την τεχνική των σφραγίδων.

          Αντίθετα στην κεραμική εκείνη της εποχής, επικρατεί ο φυτικός και αργότερα ο θαλάσσιος ρυθμός. Και παρότι η ελευθερία και η κίνηση είναι και εδώ εμφανείς, σπάνια βρίσκουμε απεικονίσεις ανθρωπίνων μορφών.

 

Ακρωτήρι Θήρας, πριν την έκρηξη του ηφαιστείου

          Εικόνα της φύσης παρόμοιας με εκείνες του φυτικού ρυθμού στα αγγεία, βρίσκουμε στον οικισμό του Ακρωτηρίου της Θήρας.

Η τοιχογραφία της Άνοιξης[13] που βρέθηκε στο χώρο Δ2 του οικισμού το Ακρωτηρίου και χρονολογείται γύρω στο 1550 π.χ. (λίγο πριν την έκρηξη του ηφαιστείου). Σήμερα βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας.

          Η τοιχογραφία αυτή κάλυπτε τους τρεις τοίχους ενός ισογείου δωματίου και αντίθετα με άλλες (βλ. πιο πάνω) φτάνει μέχρι τα δάπεδο.  Παρατηρούμε μια σειρά ηφαιστειακά βράχια σε τρία χρώματα κίτρινο, κόκκινο και μπλε (ή μαύρο), που ουσιαστικά δίνουν μια εικόνα του ίδιου του νησιού.[14] Το πάνω μέρος του τοίχου είναι άσπρο και φωτίζεται με τα κόκκινα κρίνα (lilium cchalcedonicum)[15] με κίτρινους μίσχους που φυτρώνουν ανά τρία. Τα λουλούδια φαίνονται να κινούνται σε κάθε φύσημα του ανέμου. Στο βόρειο τοίχο δύο πουλιά  με τεντωμένα τα τόξα των ανοιγμένων φτερών φαίνεται να ερωτοτροπούν. Στο δυτικό τοίχο τα πουλιά εξακολουθούν να ερωτοτροπούν ενώ ένα τρίτο έρχεται προς το μέρος τους. Στο νότιο τοίχο τα πουλιά με πεσμένα φτερά και σκυμμένο κεφάλι κατευθύνονται σε αντίθετη κατεύθυνση το ένα από τα άλλο. Η στάση τους δείχνει τη λύπη του αποχωρισμού.

          Η τοιχογραφία υμνεί τον ερχομό της άνοιξης και προέρχεται από ένα δωμάτιο που πιθανόν να προοριζόταν για λατρευτικούς σκοπούς.

          Τα πουλιά εδώ θυμίζουν τα αντίστοιχα κυκλαδικά στην αγγειογραφία [16],η δε απεικόνιση των λουλουδιών μας φέρνει στο νου τα αγγεία του φυτικού ρυθμού από την Κρήτη [17]. Εδώ όμως δεν έχουμε τη στατικότητα των πτηνών της Κρητομυκηναϊκής τέχνης. Τα πουλιά περιγράφονται με λεπτές και παχιές γραμμές, θυμίζοντας έτσι την εκτέλεση των αντιλοπών, με λίγο όμως πιο αδέξιο τρόπο. [18]

          Οι κρίνοι μοιάζουν με αυτούς της Αγίας Τριάδος στην Κρήτη και με αυτούς που βρέθηκαν στην Νοτιοανατολική οικία και στην οικία των τοιχογραφιών της Κνωσού. Επίσης τέτοιοι κρίνοι κοσμούσαν τους τοίχους της επαύλεως στην Αμνισό.[19]

         

Πύλος, από τα ανάκτορα.

                    Η χαρά αυτή της φύσεως λείπει από τις τοιχογραφίες της Πύλου. Εκεί το αντικείμενο της έμπνευσης είναι κατά  κανόνα ο άνθρωπος σε σκηνές θρησκευτικές, συμποσίου, κυνηγίου ή μάχης, που εκφράζουν μια αυτηρότητα και μια λιτότητα χαρακτηριστική των Αχαιών, και θυμίζουν ανάλογες σκηνές με αυτές του Ορχομενού, των Μυκηνών ή της Τίρυνθας.[20]  Δημοφιλές θέμα επίσης στην Πύλο όπως και σε ολόκληρο τον μηκυναϊκό χώρο είναι οι σκηνές ταυρομαχίας και πομπών που συναντάμε και στην Κρήτη.[21]

          Η τοιχογραφία με ανδρικές μορφές σε άρμα[22] προέρχεται από το ανάκτορο της Πύλου (αίθουσα 64 της δυτικής πτέρυγας)[23] και αποτελεί ένα τμήμα μιας τοιχογραφίας με παράσταση μάχης.  Χρονολογείται περί τον 13 π.χ. αιώνα (ασβεστοκονίαμα, ύψος 0,33, ύψος μορφών 0,23-0,25, αρχικό ύψος τοιχογραφίας 0,64).[24] Σήμερα βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Χώρας.

          Εικονίζονται δύο πολεμιστές, που φορούν κοντό χιτώνα και οδοντόφρακτο κράνος. Ο ένα είναι πεζός  και κρατά δόρυ ενώ ο άλλος οδηγεί άρμα. Η ρόδα του άρματος φαίνεται ότι έχει σχεδιαστεί με διαβήτη. Τα γυμνά μέρη των μορφών πρέπει να είναι κόκκινα (βλ. πιο πάνω).

          Η τεχνοτροπία παραμένει η ίδια με εκείνη των μινωικών τοιχογραφιών. Παρότι όμως οι μυκηναίοι φαίνεται ότι διδάχθηκαν την τέχνη της τοιχογραφίας από τους Κρήτες, εδώ οι μορφές σχηματοποιούνται και έχουν μια τάση τυποποίησης και επανάληψης, δηλώνοντας έτσι τη διάθεση για αφαίρεση και συμβολισμό, χαρακτηριστικό δείγμα της νοοτροπίας τους. Είναι δε πιθανόν η απεικόνιση να αναφέρεται σε ένα γεγονός παρμένο από την επική ποίηση. Λείπει επίσης εντελώς η ζωντάνια και η κίνηση που συναντάμε στην Κρήτη.[25]

          Εικόνες με άρματα βρίσκουμε και σε αγγεία που βρέθηκαν στην Κύπρο[26], γεγονός που αποδεικνύει την ύπαρξη εμπορικών σχέσεων με τα ανατολικά παράλια της Μεσογείου. Εικόνες πολεμιστών συναντάμε στην κεραμεική (κρατήρας των πολεμιστών)[27]  στη λιθοτεχνία (κύπελο αρχηγού από την Αγία Τριάδα)[28], την γλυπτική (στήλη V από τον λακκοειδή τάφο V των Μυκηνών με ανάγλυφο άρμα)[29]. Οι εικόνες όμως εδώ είναι περισσότερο σχηματοποιημένες.

 

Επίλογος

Στην αρχή της Ύστερης εποχής του Χαλκού, ο Μινωϊκός πολιτισμός βρίσκεται στο απόγειο της δόξας του και ασκεί ένα είδος «διπλωματικού»[30] ελέγχου σε όλη την περιοχή του Αιγαίου.

Η ευμάρεια και ο πλούτος που απορρέουν από την άνθηση του εμπορίου είναι εμφανής σε κάθε μορφή τέχνης,  ενώ απουσία πολεμικών σκηνών  μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για λαό ειρηνικό.

Η ανάπτυξη των εμπορικών σχέσεων  ευνοεί και την ανάπτυξη όλων των τομέων της τέχνης, η οποία ενσωματώνει τις Ανατολικές τεχνοτροπίες και τις βελτιώνει σε μοναδικό βαθμό έκφρασης και τελειότητας[31] (κεραμική, ειδωλοπλαστική, μεταλλοτεχνία, λιθοτεχνία, ζωγραφική κ.α.).  Οι Μινωίτες καλλιτέχνες θα ταξιδεύσουν σε όλον τον τότε γνωστό κόσμο και θα διδάξουν τους ντόπιους τεχνίτες. Η τοπική παράδοση θα συγχωνευτεί με τα μινωικά στοιχεία και είναι αυτή που θα εμπνεύσει αργότερα τους ελλαδίτες καλλιτέχνες.

Τα λιμάνια των Κυκλάδων, θα αποτελέσουν το διαμετακομιστικό κέντρο ανάμεσα στην Κρήτη και την Ηπειρωτική Ελλάδα. Η στενή αυτή επαφή με τον μινωικό πολιτισμό, επηρεάζει την Κυκλαδική τέχνη σε σημείο που να μιλάμε για «εκμινωϊσμό» του Κυκλαδικού Πολιτισμού. Οι εικόνες από τις Κυκλάδες μαρτυρούν   και αυτές ειρήνη και πλούτο.

Η αγάπη της φύσης που καταδεικνύεται με τη συχνή επανάληψη φυσικών θεματικών μοτίβων (ζώα, λουλούδια), δείχνουν ένα πολιτισμό που δεν σκιάζεται από αβεβαιότητες και φόβους και που εκτιμά την καθημερινότητα σε όλες της τις πτυχές.

Τα κοινά θέματα  στις τοιχογραφίες, αλλά και στις άλλες μορφές τέχνης, μαρτυρούν την Κρητική επιρροή και στις εκφάνσεις του μυκηναϊκού πολιτισμού. Αλλά οι κάτοικοι της ηπειρωτικής Ελλάδας προσαρμόζουν τα μινωικά πρότυπα στη δική τους αυστηρή  και λιτή νοοτροπία, που χαρακτηρίζει και την καθημερινή τους ζωή.  Ο μυκηναϊκός πολιτισμός είναι θεοκεντρικός, κλειστός, πολεμικός. 

Μετά την νέα καταστροφή των ανακτόρων της Κρήτης (περί το 1370π.χ. περίπου), οι Μυκηναίοι γίνονται κυρίαρχοι του εμπορίου στο Αιγαίο.

Φαίνεται τελικά ότι, κατά την εποχή του Χαλκού, όλες οι πολιτισμικές κοινότητες του Αιγαίου, επηρεάζουν η μία την άλλη, σε σημείο που να αποτελούν ουσιαστικά  ένα ενιαίο πολιτισμικό σύνολο.

 

Βιβλιογραφία

1.      Βασιλικού Ντόρα,  Ο μυκηναϊκός πολιτισμός,  Αθήνα 1995, Εκδόσεις της Βιβλιοθήκης της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, ΒΑΕ 152

2.       Hood Singlair, Η τέχνη στην Προϊστορική Ελλάδα,  μετάφραση Μαρία Παντελίδου, Θεόδωρος Ξένος,Αθήνα 1993, Εκδόσεις Καρδαμίτσα

3.      Παπαγιαννοπούλου Α., Πλάντζος Δ., Σουέρεφ Κ., Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, τόμος Α΄,  προϊστορική και Κλασσική Τέχνη, Πάτρα 1999, εκδόσεις Ε.Α.Π.

4.      Poursat J. C., Η προκλασσική Ελλάδα, Από τις απαρχές της έως το τέλος του 6ου π.χ. αιώνα,  Αθήνα 1995, εκδόσες Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος ΑΕ

5.      Σαπουνά-Σακελλαράκη Ε.  , Οι τοιχογραφίες της Θήρας σε σχέση με την μινωϊκή Κρήτη,  Αθήνα 1981, Ανάτυπο από τον Α΄(2) τόμο των πεπραγμένων του Δ΄ διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου

6.      Σαπουνά-Σακελλαράκη Ε., Πεπραγμένα Β΄Κρητολογικού Συνεδρίου, συμβολή στη μελέτη των τοιχογραφιών της Πύλου, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας.

 



[1] Πρβλ. Βασιλικού Ντόρα,  Ο μυκηναϊκός πολιτισμός,  Αθήνα 1995, Εκδόσεις της Βιβλιοθήκης της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, ΒΑΕ 152, σελ. 223

[2] Πρβλ. Διαφόρων, Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, τόμος Α΄  Προϊστορική και Κλασσική Τέχνη, Πάτρα 1999, εκδόσεις Ε.Α.Π., σελ. 99

[3] Βλ. Singlair Hood, Η τέχνη στην Προϊστορική Ελλάδα,  μετάφραση Μαρία Παντελίδου, Θεόδωρος Ξένος,Αθήνα 1993, Εκδόσεις Καρδαμίτσα, σελ. 72-73 φωτογραφία Νο 44

[4] Πρβλ. Βασιλικού Ντόρα,  Ο μυκηναϊκός πολιτισμός,  Αθήνα 1995, Εκδόσεις της Βιβλιοθήκης της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, ΒΑΕ 152, σελ 226.

[5] Πρβλ. Ε. Σαπουνά-Σακελλαράκη, Οι τοιχογραφίες της Θήρας σε σχέση με την μινωϊκή Κρήτη,  Αθήνα 1981, Ανάτυπο από τον Α΄(2) τόμο των πεπραγμένων του Δ΄ διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, σελ. 499.

[6] Πρβλ. Διαφόρων, Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, τόμος Α΄  Προϊστορική και Κλασσική Τέχνη, Πάτρα 1999, εκδόσεις Ε.Α.Π., σελ. 105

[7] Πρβλ. Singlair Hood, Η τέχνη στην Προϊστορική Ελλάδα,  μετάφραση Μαρία Παντελίδου, Θεόδωρος Ξένος,Αθήνα 1993, Εκδόσεις Καρδαμίτσα, σελ.72

[8] Πρβλ. Διαφόρων, Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, τόμος Α΄  Προϊστορική και Κλασσική Τέχνη, Πάτρα 1999, εκδόσεις Ε.Α.Π., σελ. 105

[9] Τοιχογραφίες που παρίσταναν μινωϊκές σκηνές σύλληψης ταύρου, ανακαλύφθηκαν πρόσφατα στην πόλη Άβαρη (Τελ Ντάμπα). Μαζί με εκείνες του Τελ Κάμπρι στην Παλαιστίνη με λουλούδια και φυτά, αποδεικνύουν την επιρροή της μινωικής τέχνης τους γειτονικούς πολιτισμούς. Πρβλ. J. C. Poursat, Η προκλασσική Ελλάδα, Από τις απαρχές της έως το τέλος του 6ου π.χ. αιώνα,  Αθήνα 1995, εκδόσεις Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος ΑΕ, σελ. 63

[10] Βλ. Διαφόρων, Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, τόμος Α΄  Προϊστορική και Κλασσική Τέχνη, Πάτρα 1999, εκδόσεις Ε.Α.Π., σελ. 77 εικ. 46

[11] Βλ. στο ίδιο σελ. 128 εικ. 107

[12] Βλ. Singlair Hood, Η τέχνη στην Προϊστορική Ελλάδα,  μετάφραση Μαρία Παντελίδου, Θεόδωρος Ξένος Αθήνα 1993, Εκδόσεις Καρδαμίτσα, φωτογραφίες Νο 234, 219 και 224.

[13] Βλ. Διαφόρων, Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, τόμος Α΄  Προϊστορική και Κλασσική Τέχνη, Πάτρα 1999, εκδόσεις Ε.Α.Π., σελ. 102 εικ. 79

[14] «…δίνεται όλο το δραματικό χρώμα του νησιού. Το τοπίο θα ήταν απλώς τραγικό αν δεν επενέβαινε η άνοιξη…» Bλ. Ε. Σαπουνά Σακελλαράκη, Οι τοιχογραφίες της Θήρας σε σχέση με τη μινωική Κρήτη, Αθήνα 1981, Ανάτυπο από τον Α΄(2) τόμο των πεπραγμένων του Δ΄ διεθνούς Κρητολογικού συνεδρίου, σελ. 499

[15] Bλ. Στο ίδιο, σελ. 499.

[16] Βλ. Διαφόρων, Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, τόμος Α΄  Προϊστορική και Κλασσική Τέχνη, Πάτρα 1999, εκδόσεις Ε.Α.Π., σελ. 55 εικ. 26

[17] Βλ. στο ίδιο, σελ. 69 εικόνα 39 και Singlair Hood, Η τέχνη στην Προϊστορική Ελλάδα,  μετάφραση Μαρία Παντελίδου, Θεόδωρος Ξένος, Αθήνα 1993, Εκδόσεις Καρδαμίτσα, σελ. 46 εικ. 18

[18] Πρβλ. Ε. Σαπουνά Σακελλαράκη, Οι τοιχογραφίες της Θήρας σε σχέση με τη μινωική Κρήτη, Αθήνα 1981, Ανάτυπο από τον Α΄(2) τόμο των πεπραγμένων του Δ΄ διεθνούς Κρητολογικού συνεδρίου, σελ. 499

[19] Πρβλ. Singlair Hood, Η τέχνη στην Προϊστορική Ελλάδα,  μετάφραση Μαρία Παντελίδου, Θεόδωρος Ξένος, Αθήνα 1993, Εκδόσεις Καρδαμίτσα, σελ. 65.

[20] Πρβλ. Ε. Σαπουνά-Σακελλαράκη, Πεπραγμένα Β΄ Κρητολογικού Συνεδρίου, συμβολή στη μελέτη των τοιχογραφιών της Πύλου, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, σελ. 297.

[21] «…το θέμα της προσαγωγής ζώου στο βωμό, γνωστό από την προσαγωγή του ταύρου στην Πύλο, εμφανίζεται σε μια από τις τοιχογραφίες της Αγ. Τριάδος. Ακόμη παλαιότερες ή σύγχρονες συνεπτυγμένες συνθέσεις του ιδίου θέματος υπάρχουν σε μινωικούς σφραγιδόλιθους. Έτσι, οι μινωικές σκηνές δράσεως, δανείζουν μερικά από τα θέματά τους στο μυκηναϊκό κόσμο». Βλ. στο ίδιο σελ.297

[22] Βλ. Διαφόρων, Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, τόμος Α΄  Προϊστορική και Κλασσική Τέχνη, Πάτρα 1999, εκδόσεις Ε.Α.Π., σελ. 107 εικ. 85

[23] Βλ. Βασιλικού  Ντόρα,  Μυκηναϊκός Πολιτισμός, Αθήνα 1995, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, ΒΑΕ 152, σελ. 245

[24] Βλ. στο ίδιο σελ. 245

[25] «Συγκριτικά όμως παρατηρούμε ότι οι μηκυναϊκές τοιχογραφίες δεν έχουν τη λαμπρότητα και τη συνθετική δύναμη των μινωικών και των κυκλαδικών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η απεικόνιση της ταυρομαχίας στα ανάκτορα της Τίρυνθας. Ο μυκηναίος ζωγράφος χειρίζεται το παλαιό αυτό μινωϊκό θέμα με τη δική του νοοτροπία:το στεγνό πλάσιμο και τα μουντά χρώματα προσδίδουν στη σκηνή μια ξηρότητα την οποία τονίζει ακόμη περισσότερο η ακαμψία του σώματος τους ταύρου. Η όλη εικόνα μοιάζει σαν μια άτεχνη, συμβατική μίμηση της περίφημης τοιχογραφίας από την Κνωσό που εικονίζει το ίδιο θέμα.» Βλ. Βασιλικού  Ντόρα,  Μυκηναϊκός Πολιτισμός, Αθήνα 1995, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, ΒΑΕ 152, σελ. 226-226

[26] Βλ. Singlair Hood, Η τέχνη στην Προϊστορική Ελλάδα,  μετάφραση Μαρία Παντελίδου, Θεόδωρος Ξένος Αθήνα 1993, Εκδόσεις Καρδαμίτσα,  εικόνα 21.

[27] Βλ. Διαφόρων, Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, τόμος Α΄  Προϊστορική και Κλασσική Τέχνη, Πάτρα 1999, εκδόσεις Ε.Α.Π., σελ.77 εικ. 47

[28] Βλ. στο ίδιο, σελ.48 εικ. 23

[29] Βλ. Singlair Hood, Η τέχνη στην Προϊστορική Ελλάδα,  μετάφραση Μαρία Παντελίδου, Θεόδωρος Ξένος,Αθήνα 1993, Εκδόσεις Καρδαμίτσα, σελ. 119 εικ. 78

[30] Βλ. J. C. Poursat, Η προκλασσική Ελλάδα, Από τις απαρχές της έως το τέλος του 6ου π.χ. αιώνα,  Αθήνα 1995, εκδόσεις Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος ΑΕ, σελ.68

[31] Πρβλ. στο ίδιο σελ. 51