Εις κανονικό γλώσσα μετάφρασι και διάδοσι επιτρέπεται.

http://users.sch.gr/ioakenanid/aqlito.htm

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Αίγυπτο Οξύρρυγχο έχει βρίσκεται πάπυρος περιέχει λατινικά γλώσσα επιστολής υπο Ρωμαίο συγκλητικό Μενένιο Άππιο προς Αττίλιο Νάβιο όνοματα διοικητή ρωμαϊκό επαρχί με ελληνικό πληθυσμό. Οξύρρυγχ πάπυρος ιστότοπο ε ψάχνει, προαναφέρομενο όνομας δέν έχει βρίσκει, μόνα «προς διοικητή επιστολή» βρίσκει, απο οποίο το κείμενον ώς τώρα να διαβάζει δέν μπορεί. Μόνα σε «Φυλλάδιο» περιοδικό έχει βρίσκει απο επιστολής μετάφραση υπο Δημοκρατί πρώην πρόεδρο Κωνσταντίνο Τσάτσο, οποίον δημοσιεύει εν «Νέα Εστία» περιοδικό, τεύχο 655, 1 Νοέμβρι 1954, αυτόν κείμενον εδώ παραθέτει εμε εν ελεύθερο γλώσσα: κ εν στοιχειώδη ελεύθερο

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΠΡΩΤΟ (εσέ να βάζει τίτλο)

Έλληνα παρά εμές πιό εγωιστή είναι, συνεπήα και παρά όλο έθνος κόσμ. Άτομο εαυτό είναι «πάντων χρημάτων μέτρον» (εις όλος πράγμας μέτρο) κατα ρητό Πρωταγόρ. Αδέσμευτο, αυθαίρετο, ατίθασο, αλλα και αληθινά ελεύθερο, ορθώνεται το «εγώ» απο Έλληνας. Χάρι σ αυτό ε σκέπτεται πηγαία, πρώτος αυτός, όσονς εμές αναγκάζεται σήμερα να σκέπτεται σύμφωνα με σκέψι απο αυτός. Χάρι σ αυτό βλέπεις με μάτι απ εαυτό και όχι με μάτι απο ε βλέποντας πρίν εαυτό. Χάρι σ αυτό, αυτός με σύμπαντα, πράγμας, άνθρωπος σχέσι δέν μπαγιατεύει, αλλα πάντα είναι νέο, δροσερό. Χάρι σ αυτό, το «εγώ», το κάθε τί αντιχτυπάει εις ψυχή εν αυτός σάν πρωτοφανέρωτο. Είναι όμως και καλόν και κακόν πηγή τούτο χάρισμα. Το ίδιο «εγώ» που οικοδομεί τον ιδανικό πολιτικό σύστημας, αυτό διαλύει και πραγματικός πολιτείαν απο άνθρωπος. Και έχει έρθει καιρός που ελληνικό εγωισμό έχει ξεχνάει τέχνην που οικοδομεί ιδανικόν κόσμονς, αλλα δέν ξεχνά τέχνην που γκρεμίζει πραγματικόν πολιτείανς.

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ (εσέ να βάζει τίτλο)

Έλλην άτομο περιφρονεί νόμον. Δέν παραδέχεται άλλο κρίσιν δίκαι εκτός ατομικό υπο ίδιο, τό δυστυχήα στηρίζεται εις ατομικό κριτήριος. Εσε απορεί πώς πατρίδα απ ος πιό μεγάλος νομοθέτης εν κόσμο έχει τόσα λίγο πίστι εις νόμο. Και όμως, απο τέτοιο αντίθεσις πλέκεται απο άνθρωπος ψυχή και ζωή – πορεία. Σπάνια Έλληνας πείθεται «τοις κείνων ρήμασι» (σ εκείνος, πρόγονος, λόγος και εντολής). Πείθεταις μόνο εις «ρήμα»ς ίδϊος· νόμονς κάθε λίγο, ανάλογα με στιγμή – κέφια αλλάζεις, ή (όταν να τονς αλλάζει δέν μπορείς) τονς αντιμετωπίζεις σάν εχθρικό δύναμις και τότε μεταχειρίζεταις εναντίον τος ή βίαν ή δόλον. Ά! τόσα χαίρεται Έλληνα εύστροφον καταδολίευσιν τονς, σοφιστικόν διαλογισμόνς μεταβάλλοντανς νόμονς εις ράκος!

Έλληνα παρά εμές πιό αδύνατο μνήμην έχει, και για αυτό σ το πολιτικό τομέα έχει λιγότερο συνέχει|α. Είναι ανυπόμονο, και κάθε λίγο, μόλις πράγμας κάπως δυσκολεύει, αποφασίζει ριζικόν μεταρρύθμισινς. Εσε θέλει να σαγηνεύει εκκλησίαν δήμ εν πόλι ελληνικό; Είπ εις ος: «σ εσες εμε υπόσχεται αλλαγήν»· σ ος είπ: «θα θεσπίζει εμε νέον νόμονς». Αυτό αρκεί· με αυτό χορταίνει ανυπομονησία ο, αψίκορο πάθο ο. Τί φαεινόν σύλληψινς εσε θα βρίσκει μέσα σ αυτό ελληνικό δημιούργημας υπο ιδιοτροπία απο στιγμή!

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΡΙΤΟ (εσέ να βάζει τίτλο)

Έλληνας λίγον πράγμανς σέβεται, και σπάνια όλος τον ίδιονς. Και προς καλό και προς κακό στέκεις απάνω απο το πράγμας. Για να κρίνεις άν ένα νόμο είναι δίκαιο, θα μετράει τον με ο προσωπικό περίπτωσ μέτρο, ακόμα και όταν κρίνει τον νόμον υπεύθυνα εν εκκλησία ή δικαστήριο. Άν τυχαίνει νόμο δίκαιο εν ολότητα και δέν ταιριάζει εν λίγος περίπτωσις όπως ο δικό, δέν μπορεί αυτόν να παραδέχεται. Και εν τούτοις, (παρόλο αυτός) 400 χρόνια τώρα έχει διακηρύσσει μεγάλο απ ος Πλάτωνα πως τέτοιο είναι μοίρα και φύσι απο νόμος: πως άλλο νόμο και άλλο δικαιοσύνη· τόν διακηρύσσει και ο Σταγειρίτη (Αριστοτέλη) ξεχωρίζοντα το δίκαιον εκ το επιεικήν. Αλλα δέν ακούει τονς Έλληνα! Δέν δέχεται μία να θυσιάζει ίδϊον περίπτωσιν, ίδϊον «εγώ» εις νόμο σκόπιμο και δίκαιο εν γενικότητα.

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟ (εσέ να βάζει τίτλο)

Δέν σ εσέ κιόλας κάνει εντύπωσιν, ώ καλό φίλο Νάβιο, αδιαφορία Έλληνα για ίδϊο συμπολίτη;

Όχι πως δέν θα δανείζει σ ο π.χ. ένα χύτραν για μαγειρεύειμο· όχι πως άν τυχαίνει αρρώστια δέν θα ον γιατροπορεύει, όχι πως δέν αρέσει να συμμετέχει εις δουλειάς γείτον· για να σ ο δείχνει μάλιστα ίδϊον αξιοσύνην και υπεροχήν, σ τέτοιος περίπτωσις βοηθάει Έλληνα περισσότερα παρά κάθε άλλο. Βοηθάει πρόθυμα και ξένον, με ιδέα μάλιστα, τό χάρι μεγάλος στωικός πάντα ον κατέχει, ένα πανανθρώπιν κοινωνί ιδέα.

Λέγοντα πως Έλληνα για πλησίο αδιαφορεί, εμε κάτι άλλον θέλει να είπει· αλλα τον να εξηγεί σ εμε πέφτει κάπως δύσκολο. Εμε αρχίζει με παράδειγμας, που, εσε άν προσέχει, ανάλογονς θα βλέπει πολύνς ο ίδιο με εσ μάτις. Ακόμη υπάρχει ποιητή πολύς και τεχνίτης εν μεγάλο πόλις Ελλάδ. Πλησίαζ ονς, καθώς εσ χρέο (διοικητή -αρμοδιότητα) είναι, και είπ εις εμε άν ε ακούει κανέναν εκ ος να επαινεί ομότεχνον. Δέν χάνει καιρόν ίδϊον εις έπαινος άλλονς Έλληνα! Δέν χαίρεται έπαινον. Χαίρεται όμως ψόγον, και δια αυτό πάντα βρίσκει καιρόν. Για κατανόησι αληθινό βγαίνοντα εκ συμπάθεια για κατανοόμενο, δέν θέλει τίποτε μία να θυσιάζει. Κίνητρο δικαιοσύνη δέν κινεί όν μία για να επαινεί ό,τι αξίζει έπαινον. Όχι που δέν ε θα θέλει να είναι ο δίκαιο, αλλα δέν αντιλαμβάνεται κάν τον αδικίαν που κάνει εις ο άλλο. Αλλού κοιτάζει, θαυμάζει ό,τι είναι ίδϊο κόσμο, κάθε άλλον υποτιμά. Όταν ένα πολίτη άξιο δέν αναγνωρίζεται κατα ο αξία, λέγει Έλληνα: «αφού δέν αναγνωρίζεται εμέ ο πιό άξιο απ ό, τί πειράζει άν ό δέν αναγνωρίζεται;». Εγωκεντρισμό αφαιρεί εκ Έλληνα δυνατότηταν να είναι δίκαιο. Αυτόν εμε εννοεί ε λέγοντα πως Έλληνα αδιαφορεί για πλησίο, εγωισμό πάθο εμποδίζει ον να ασχολείται με ο άλλο, να συνεργάζεται μαζί με ο.

Φυσικά, υπο έλλειψι τούτο αλληλεγγύ, ματαιώνεταις εν ελληνικό κοινωνίας τος κοινός προσπάθειας. Έλλην δράση κατακερματίζεται εις ατομικό ενέργειας που συχνά αλληλοεξουδετερώνεται και συγκρούεται.

Κάποτε και τον νεκρόνς ακόμα (όπου ε θα λέγει πως φθόνο δέν χωρεί) αφήνεις ατίμητονς Έλληνας, γιατί δέν βρίσκεις μέσα εαυτό διάθεσιν να θυσιάζει κάτι εκ νού και καρδιά για ένα τέτοιο έργο δικαιοσύν. Μόνα ηδονισμό μίσ μπορεί να κάνει ονς τυμβωρύχος. Το «εγώ», το τρομερό αυτό «εγώ», το πάντα γυρίζομενο προς εαυτό, για να υψώνεται ταπεινώνει και τον νεκρόνς και εκδικέται ακόμη και για το περασμένο απ ος δόξα.

Μόνα όταν δημιουργέται συμφέροντας που συμβαίνει να είναι κοινός εις πολύς άτομος μαζί, βλέπει εσε συναδέλφωσιν και αλληλεγγύην – πολά σπάνια για προάσπισι κοινόν ιδανικόνς. Κοινό ιδανικός σχεδόν δέν υπάρχει. Εις κάθε Έλληνα ιδανικός είναι ατομικός. Για αυτό απ ος πολιτικό φρατρίας είναι φρατρίας υπο συμφέροντας, και κάθε ηγέτ ιδανικό είναι ο εαυτό.

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΠΕΜΠΤΟ (εσέ να βάζει τίτλο)

Κοινό μίσο και κοινό συμφέροντα συνδέεις άνθρωπονς, προπαντός Έλληνανς και Μικρασί ανατολικόν λαόνς, που ο Έλληνας στερνά (πρόσφατα) ονς ε εκπολιτίζει και μαζί ε αποχαλνάει. Όπου λείπει το κοινό μίσο και το κοινό συμφέροντα, υπάρχει συνήθα κενό, αδιαφορία άνθρωπο προς συνάνθρωπο.

Κάποτε κάποιο απο Αλικαρνασσό σ εμέ ε λέγει: «όλο εμ ζωή σκληρά και ανυστερόβουλα ε δουλεύει εμε για πόλη εμ, και θαρρεί εμε πως εμ ε δουλεύειμο ωφέλιμα και γόνιμα, μα δέν ε σκέφτεται εμε να απλώνει εμ φήμην έντεχνα σ το δήμο. Και έτσι εμε ήδη καταδικάζομενο, άν όχι εις αφάνεια, όμως εις εξίσωσι εμ με ένα σωρό μέτριος και ασήμαντος. Και πρέπει να περιμένει εμε βραδύν χρόνον και θάνατον που απάγει προς ανωνυμία όλονς πρόσκαιρονς, για να φτάνει εμε, άν θεός θέλει, έως ξεχώρισμα (διάκρισι) και έως ένα αργοπορημένο δικαίωσι, που ίσως σ εμε ανήκει…».

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΚΤΟ (εσέ να βάζει τίτλο)

Πλανόμενο υπο το ίδιο αυτό εγωπάθεια, το ρίζα αυτό κάθ ελληνικό κακό (ας βοηθάει θεός να μή ποτέ γίνεται και σ εμες δεινόνς μολυσμένο πηγή), Έλληνα δέν συγχωρνάει εις συνομιλητή κανέναν προκοπήν. Όποιον μία ίδιον ξεπερνάει, Έλληνα ον φθονεί με πάθο, και άν σ το χέρι απ ο είναι να ον γκρεμίζει εκ που έχει ανεβαίνει, θα τον κάνει.

Μα το πιό σπουδαίο, για να καταλαβαίνει εσε Έλληναν, είναι να σπουδάζει εσε τρόπον με οποίο εκδηλώνει τον φθόνον, τρόπον που ε εφευρίσκει για να γκρεμίζει καλύτερα. Είναι τρόπο πιό κομψό παρά δικό εμς, γέννημα υπο σοφιστικό ευστροφία και απο διανοητικό δεξιοτεχνία. Δέν σ ο αρέσει χοντροκομμένο δολοφονία εν διάδρομος παλάτ, αλλα λεπτοκαμωμένο συκοφαντία, ένα είδο αναίμακτο ηθικό φόνο, φόνο πιό διακριτικό και πιό εντελή, που αφήνει δολοφονόμεν σάρκαν σχεδόν ανέπαφον, να περιφέρει ατίμωσι και γύμνια απ αυτό εν δρόμος και πλατείας.

Διότι, και συκοφαντίαν, ώ αγαπητό εμ, έχεις ανάγει εις τέχνη αυτός θαυμάσιος, φιλότεχνος Έλληνας, πρώτος δημιουργός καλόν και κακόν ρητορικόν λόγον.

Για κάποιο έναν ψέμαν επινοείμο και τον διαλαλείμο, είναι κοινότυπο και άτεχνο. Εσέν πιάνει άλλο εκ αυτιά και αποδεικνύοντα ψεύτην εσεν εξευτελίζει.

Το τέχνη είναι να συκοφαντεί χωρίς ενσωματώνειμο πουθενά ολόκληρον τον συκοφαντίαν, μόνα αφήνειμο να τον συνάγει άλλος εκ τος συμφραζόμενος και έτσι να υποβάλλεται ασυνείδητα το συκοφαντία εις όποιο ακούει αυτόν.

Το τέχνη είναι να βρίσκει διφορόμενον λόγον, που άμα μία ρωτάεις «γιατί τον ε είπει εσε», να μπορεί να απαντάει πως ε είπει με το καλό σημασία – και πάλι ο ακούοντα να αισθάνεται πως πρέπει να τον εννοεί με το κακό σημασία.

Το τέχνη είναι να δημιουργεί τον ψεύτικον εντύπωσιν με το όλο ομιλία, χωρίς κανένα λόγο μόνο χωριστά να είναι ψεύτικο· τόσο που να αναρωτιέται ο καλόπιστο όταν ανακαλύπτει τον αντίφασιν, «αυτό άραγε είναι συκοφαντία ή παρεξήγησι;». Υποβλητικό, σεμνότυφο, ντυμένο εν ευπρέπεια πρέπει να είναι το συκοφαντικό λόγο και να μή διαρκεί περισσότερο απο όσο ε θα κουράζει ακροατήν, και όμως, με πρέπομενο διακοπής, να είναι επίμονο, έτσι που να εντυπώνεται εις ακροατή, χωρίς να μπορεί να καταλαβαίνει πώς αυτό εις εαυτό ε συμβαίνει.

Δέν στηρίζεται εις ανύπαρκτο γεγονότα το περίτεχνο συκοφαντία, αλλα διαλέγει κάποιον ασήμαντον πράγμαν, τον βγάζει εκ σειρά που έχει, τον φουσκώνει, τον βάζει εις άλλο σειρά, και έτσι τον κάνει να αποδίδει ένα εντελά διαφορετικόν παρά τον αρχικόν εντύπωσιν. Αλλάζει τον πράγμαν, χωρίς να αλλάζει τον ίδιον τον πράγμαν. «Πού είναι συκοφαντία;» ρωτάει συκοφάντη, και εσέ πάει να είπει «δέν είναι πουθενά», και όμως είναι ολόκληρο εκεί: άπιαστο, αλλα ορατό.

Χίλια μήλον έχει μηλιά, και μόνον έναν έχει χαλασμένον. Άμα όμως όλα για αυτό μιλάει εσε, βλέπει άλλο μπροστά απ εαυτό έναν μηλιάν σκουληκιασμένον. Και όμως λέξις ε αρθρώνομενος δέν περιέχει ψευτιάν κανέναν. Το ψέμα είναι πέρα εκ το λέξις, εν νόημα φευγαλέο. Κάποτε ούτε τον έναν μήλον δέν έχει σάπιον, αλλα έχει κάτιν που δέν αρέσει εις το δήμο, εις το πλήθο. Τότε, όν θέλει να φθείρει εσέ παρουσιάζει όν μονάχα κατα το κάτι που δέν αρέσει. Ψέμα; Πουθενά! Επιδέξιος απόσπασις εκ ολότητα πραγματικότητ· τονίζειμο λέξιν που δέν ε τονίζομενο· ένα ανεπαίσθητο αλλοίωσι φωτισμόν· κάτι αληθινά ελάχιστον, που δέν τολμάει εσε κάν να τον είπει διαστροφήν· διότι πραγματικά δέν είναι διαστροφή, δέν είναι ψέμα – είναι συκοφαντία. Αυτό είναι το αγχέμαχο όπλο με οποίο πολεμάει Έλληνα Έλληναν: ηγέτη ηγέτην, φιλόσοφο φιλόσοφον, ποιητή ποιητήν, αλλα και ανάξιο ανάξιον, και ουσιαστικά αδύνατο ουσιαστικά δυνατόν.

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΒΔΟΜΟ (εσέ να βάζει τίτλο)

Έλληνας ισότηταν θέλησι, αυτόν άμα αναλύει εσε θα ίδει οτι δέν απορρέει εκ αγάπη δικαιοσύνην, αλλα εκ φθόνο υπέρτερον αξίαν. Έλληνα λέγει «άπαξ εμέ όχι άξιο να ανεβαίνει πιό ψηλά παρά εσέ, τότε τουλάχιστο και εσέ να μή ανεβαίνει πιό ψηλά παρά εμέ. Συμβιβάζεται εμέ με ισότητα».

Συμβιβάζεται Έλληνα με ισότητα· διότι τί άλλο είναι παρα συμβιβασμό το ανομολόγητα πιστεύειμο πως αξίζει τον πρώτον θέσιν και δέχεται θέσιν ίσον με άλλος. Εν εαυτό λοιπόν Έλληνα τόσα δέν αδικεί, όσα πλανάται. Ε γεννάται με ψευδαίσθηση υπεροχή.

Και ύστερα, εσε θα συναντάει μεταξύ Έλληνας και άλλον ψευδαίσθησιν που ονς κάνει να υπερτιμάει έναν αρετήν που έχει ενώ υποτιμάει άλλον αρετήνς που εκ εαυτό λείπει. Εμε έχει ίδει δειλόνς που ε φαντάζεται πως μπορεί να ξεπερνάει όλονς μονάχα μέσω εξυπνάδα, έχει ίδει ανδρείονς που ε πιστεύει πως για να ξεπερνάει όλονς φτάνει ίδϊο ανδρεία· έχει ίδει έξυπνονς που ε φαντάζεται πως για να γίνεται πρώτος δέν χρειάζεται ούτε επιστήμη ούτε αρετή· ίδει και κάτι σοφόνς που ε θέλει να στέκεται πάνω και απ ος έξυπνος και ος ανδρείος, μέσω μόνο επιστήμη και σοφία. Πόσα, αλήθειατα, απο ζωή άμαθος να είναι μπορείς! Έχει ίδει, τέλοα, και κάτι ενάρετονς, που δέν τον ε χωνεύει να μήν είναι ος πρώτος εν το πολιτεία, αφού ε είναι πρώτος κατα αρετή. Και βέβαια, αυτός δέν ε στασιάζει όπως βάναυσος και κακός, αλλα ή αποσύρεται σιωπηλός και απογοητεύομενος εις το ίδϊο αγρός, αφήνοντα δήμον εις χέρις απο δημαγωγός και συκοφάντης, ή ε δηλητηριάζει ίδϊον αρετήν και απ αυτό ωραίονς λόγονς με πίκρα αποτυχί απ ος, ωσάν απο πολιτείας το ηγεσίας να μήν είναι μοιραία υποτάσσομενος εις ιδιοτροπίας τύχ και χρόν και εις λογής άλλος συνδυασμός δύναμις που συνεχήα απομακρύνεις ηγεσίανς εκ ιδεατό μορφή και τονς παραδίδει εις χέρις απο ανάξιος ή μέτριος.

Τέτοιος είναι το πάθος και το αδυναμίας απο το ελληνικός πόλις.

Όσα περι οπαδός απο ηγέτης αυτός, έχει και αυτός ιδιοτυπίαν εν μακάριο εκείνο τόπο. Οπαδός, πραγματικός οπαδός, είναι μόνο όσος ε χάνει οριστικά ελπίδαν να γίνεται και αυτός ηγέτης. Έτσι, εσε θα παρατηρεί πως πιστός οπαδός είναι μόνα ος πιό γέροντας παρά ηγέτη. Ελάχιστος είναι οπαδός εκ πίστη ιδεολογικό ή πίστη εις ηγέτη, ος πολύς είναι πειθαναγκάζομενος εκ το πράγμας διότι ε ατυχεί, ή διότι έχει βαριέται ή μία λιποψυχεί. Γι’ αυτό είναι και όλος προσωρινός, άπιστος (= όχι έμπιστος), ενεδρεύοντας οπαδός, ώς που να περνάει κακό ώρα.

Μα και αυτός που μένει, όσα μένει, οπαδός, προσπαθεί συνεχήα να αναποδογυρίζει τάξιν ηγεσί και να διευθύνει ίδϊος εκ παρασκήνιο ηγέτην. Γι’ αυτό και βλέπει εσε τόσα συχνά να είναι περιζήτητος ος μέτριος ηγέτης, που προσφέρεται ευκολότερα εις παρασκηνιακό ηγεσία υπο οπαδός. Εν πολύς περίπτωσις δέν έχει σημασίαν να ξέρει εσε ποιό είναι ονομαστικό ηγέτη απο πολιτικό μερίδα, αλλα ποιός εκ το αφανή ον διευθύνει. Βλέπεις, υπάρχει μερικός άνθρωπος όχι προικίζομενος με χάρισμας με τόνς να αποκτάει φαίνομενον ηγεσίαν, αλλα έχει μόνα χάρισμανς που χρειάζεταις για ουσία απ αυτό, για ασκείμο εξουσίαν.

 

Ακολουθεί: το ίδιο κείμενο εν στοιχειώδη άκλιτο γλώσσα: (κατάληξη μόνο εναλλαγή: εις ρήμα -ει / -εται).

ΠΡΩΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ (εσέ να βάζει τίτλο)

Έλληνα, παρά εμέ κ εσέ Ρωμαίο έθνο, πιό εγωιστή είναι, κατα συνέπεια και παρά όλο έθνο εν κόσμο. Άτομο εαυτό είναι «πάντων χρημάτων μέτρον» (εις κάθε πράγμα το μέτρο) κατα Πρωταγόρα ρητό. Αδέσμευτο, αυθαίρετο, ατίθασο, αλλα και ς αλήθεια ελεύθερο, ορθώνεται το «εγώ» απο Έλληνα. Χάρι σ αυτό, με πηγαίο τρόπο ε σκέπτεται, πρώτο αυτό λαό, όλο όσο εμές αναγκάζεται σήμερα να σκέπτεται εις συμφωνία με σκέψι απο αυτός. Χάρι σ αυτό (το εγώ) Έλληνα βλέπει με μάτι απ εαυτό και όχι με μάτι απο άλλο που ε βλέπει πρίν εαυτό. Χάρι σ αυτό (το εγώ), Έλληνα με σύμπαντα, με πράγμα, με άνθρωπο σχέσι δέν μπαγιατεύει, αλλα πάντα είναι νέο, δροσερό. Χάρι σ αυτό, το «εγώ», το κάθε τί αντιχτυπάει εις ψυχή εν αυτός σάν πρωτοφανέρωτο. Τούτο χάρισμα όμως είναι και για καλό και για κακό πηγή. Το ίδιο «εγώ» που οικοδομεί το κάθε ιδανικό πολιτικό σύστημα, αυτό διαλύει και κάθε πραγματικό πολιτεία απο λαό. Και έχει έρθει καιρό κ εποχή που ελληνικό εγωισμό έχει ξεχνάει τέχνη που οικοδομεί ιδανικό κόσμο, αλλα δέν ξεχνάει τέχνη που γκρεμίζει πραγματικό πολιτεία.

 

ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ (εσέ να βάζει τίτλο)

Έλληνα άτομο περιφρονεί νόμο. Δέν παραδέχεται άλλο κρίσι επι δίκαιο εκτός υπο εαυτό ατομικό κρίσι, τό κατα δυστυχία στηρίζεται εις ατομικό κριτήριο. Εσε απορεί πώς πατρίδα απ πλήθο ο πιό μεγάλο νομοθέτη εν κόσμο έχει τόσο λίγο πίστι εις νόμο. Και όμως, απο διάφορο τέτοιο αντίθεσι πλέκεται ψυχή, ζωή, πορεία απο όλο άνθρωπο. Έλληνα, σπάνιο πείθεται «τοις κείνων ρήμασι» (σ εκείνο, όλο πρόγονο, κάθε λόγο και εντολή). Πείθεται μόνο εις «ρήμα» ίδϊο·  κάθε λίγο, ανάλογο με στιγμη – κέφι, αλλάζει νόμο, ή (όταν δέν μπορεί να  αλλάζει το)  αντιμετωπίζει όλο το σάν εχθρικό δύναμι και τότε μεταχειρίζεται ή βία ή δόλο εναντίον το. Ά! Έλληνα τόσο χαίρεται  εύστροφο καταδολίευσι το, πλήθο σοφιστικό διαλογισμό που μεταβάλλει νόμο εις ράκο!

Έλληνα έχει πιό αδύνατο μνήμη παρά εμές, και για αυτό σ το πολιτικό τομέα έχει λιγότερο συνέχει|α. Είναι ανυπόμονο, και κάθε λίγο, μόλις πράγμα κάπως δυσκολεύει, αποφασίζει ριζικό μεταρρύθμισι. Εσε θέλει να σαγηνεύει εκκλησία απο δήμο εν πόλι ελληνικό; Να είπει εις ος: «σ εσες, εμε υπόσχεται αλλαγή»· σ ος να είπει: «εμε θα θεσπίζει νέο νόμο ομάδα». Αυτό αρκεί· με αυτό, ο ανυπομονησία και ο αψίκορο πάθο χορταίνει. Εσε θα βρίσκει τί φαεινό πολύ σύλληψι μέσα σ αυτό ελληνικό δημιούργημα πλήθο υπο ιδιοτροπία απο στιγμή!

 

ΤΡΙΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ (εσέ να βάζει τίτλο)

Έλληνα σέβεται λίγο πράγμα, και σπάνιο φορά όλο Έλληνα σέβεται το ίδιο. Και προς καλό και προς κακό στέκει απάνω απο το κάθε πράγμα. Ό για να κρίνει άν ένα νόμο είναι δίκαιο, θα μετράει το με ο προσωπικό περίπτωση μέτρο, ακόμα και όταν κρίνει το νόμο υπο ευθύνη εν εκκλησία ή δικαστήριο. Άν τυχαίνει νόμο δίκαιο εν ολότητα και δέν ταιριάζει εν λίγο περίπτωσι όπως ο δικό, δέν μπορεί να παραδέχεται αυτό. Και εν τούτοις, (παρόλο τόσο), 400 χρόνο τώρα, απ ο έθνο μεγάλο Πλάτωνα έχει διακηρύσσει πως τέτοιο είναι μοίρα και φύσι απο νόμο: δηλαδή πως συμφέροντα νόμο άλλο και δικαιοσύνη άλλο·  ο Σταγειρίτη (Αριστοτέλη) επίσης διακηρύσσει τό, και έτσι ξεχωρίζει το δίκαιο εκ το βολικό. Αλλα Έλληνα δέν ακούει τόσο λόγο! Δέν δέχεται μία να θυσιάζει ίδϊο περίπτωσι, ίδϊο «εγώ» εις νόμο σκόπιμο και δίκαιο εν γενικότητα.

 

ΤΕΤΑΡΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ (εσέ να βάζει τίτλο)

Δέν σ εσέ κιόλας αυτό κάνει εντύπωσι, ώ καλό φίλο Νάβιο, Έλληνα αδιαφορία για ίδϊο συμπολίτη;

Όχι πως δέν θα δανείζει σ ο π.χ. ένα χύτρα για να μαγειρεύει· όχι πως άν αρρώστια τυχαίνει δέν θα γιατροπορεύει ο, όχι πως δέν αρέσει να συμμετέχει για βοήθεια εις γείτονα διάφορο δουλειά· για να σ ο δείχνει μάλιστα ίδϊο αξιοσύνη και υπεροχή, εις τέτοιο διάφορο περίπτωσι Έλληνα παρά κάθε άλλο περισσότερο βοηθάει. Πρόθυμο βοηθάει και ξένο, μάλιστα με ιδέα για ένα πανανθρώπινο κοινωνία, τό ιδέα χάρι εις πλήθο απο μεγάλο στωικό φιλόσοφο πάντα κατέχει Έλληνα.

Όταν λέγει πως Έλληνα για πλησίον αδιαφορεί, εμε θέλει να είπει κάτι άλλο· αλλα να εξηγεί το, σ εμε πέφτει κάπως δύσκολο. Εμε αρχίζει με παράδειγμα, που, εσε άν προσέχει, με εσε μάτι ο ίδιο θα βλέπει ανάλογο πολύ. Ακόμη πολύ ποιητή  και τεχνίτη υπάρχει εν μεγάλο πόλι πληθώρα απο Ελλάδα. Να πλησιάζει σ ατο όλο, καθώς εσε χρέο (διοικητή -αρμοδιότητα) είναι, και να είπει εις εμε άν ε ακούει κανένα εκ όλο ατο να επαινεί ομότεχνο. Έλληνα δέν χάνει καιρό ίδϊο εις έπαινο για άλλο! Δέν χαίρεται έπαινο. Χαίρεται όμως ψόγο, και εις αυτό πάντα βρίσκει καιρό. Για κατανόησι αληθινό που βγαίνει εκ συμπάθεια για το που κατανοέται, δέν θέλει μία να θυσιάζει τίποτε. Δικαιοσύνη κίνητρο  δέν κινεί ό μία για να επαινεί ό,τι αξίζει έπαινο. Όχι που ο δέν ε θα θέλει να είναι δίκαιο άνθρωπο, αλλα δέν αντιλαμβάνεται κάν το αδικία που κάνει εις ο άλλο. Αλλού κοιτάζει, θαυμάζει ό,τι είναι ίδϊο κόσμο, υποτιμάει κάθε άλλο. Όταν ένα άξιο πολίτη δέν αναγνωρίζεται κατα ο αξία, Έλληνα λέγει : «αφού δέν αναγνωρίζεται εμέ ο πιό άξιο απ εκείνο, τί πειράζει άν εκείνο δέν αναγνωρίζεται;». Εγωκεντρισμό αφαιρεί εκ Έλληνα το δυνατότητα να είναι δίκαιο.  Αυτό είναι που εμε εννοεί όταν ε λέγει πως Έλληνα αδιαφορεί για πλησίον, εγωισμό πάθο εμποδίζει ο να ασχολείται με ο άλλο, να συνεργάζεται μαζί με ο.

Φυσικά, υπο τούτο αλληλεγγύη που ελλείπει, εν κάθε ελληνικό κοινωνία όλο το κοινό προσπάθεια ματαιώνεται. Έλληνα δράση κατακερματίζεται εις πλείονα ατομικό ενέργεια που συχνά αλληλο εξουδετερώνεται και συγκρούεται.

Κάποτε αρκετό Έλληνα αφήνει ατίμητο και τόσο νεκρό ακόμα (όπου ε θα λέγει πως φθόνο δέν χωρεί), γιατί μέσα εν εαυτό δέν βρίσκει διάθεσι να θυσιάζει κάτι εκ δικό νού και καρδιά για ένα τέτοιο έργο προς δικαιοσύνη. Μόνο απο μίσο ηδονισμό μπορεί να κάνει ο κόσμο τυμβωρύχο. Το «εγώ», το τρομερό αυτό «εγώ», το που πάντα γυρίζεται προς εαυτό, για να υψώνεται ταπεινώνει και νεκρό και εκδικέται ακόμη και για περασμένο δόξα απο νεκρό.

Μόνο όταν δημιουργέται λογής λογής συμφέροντα που συμβαίνει να είναι κοινό εις πολύ άτομο μαζί, εσε βλέπει συναδέλφωσι και αλληλεγγύη – πολύ σπάνιο για προάσπισι κοινό ιδανικό. Κοινό ιδανικό σχεδόν δέν υπάρχει. Εις κάθε Έλληνα, λογής ιδανικό είναι ατομικό. Για αυτό απ Έλληνα λαό όλο πολιτικό φρατρία είναι φρατρία υπο λογής συμφέροντα, και εις κάθε ηγέτη ιδανικό είναι ο εαυτό.

 

ΠΕΜΠΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ (εσέ να βάζει τίτλο)

Κοινό μίσο και κοινό συμφέροντα εκάστοτε συνδέει άνθρωπο ομάδα, προπαντός Έλληνα και εν Μικρασία ανατολικό λογής λογής λαό, που ο Έλληνα λαό εις στερνό (πρόσφατο εποχή) ε εκπολιτίζει και μαζί ε αποχαλνάει εκείνο πληθώρα λαό. Όπου το κοινό μίσο και το κοινό συμφέροντα λείπει, εκεί συνήθη υπάρχει  κενό, άνθρωπο προς συνάνθρωπο αδιαφορία.

Κάποτε κάποιο απο Αλικαρνασσό σ εμέ ε λέγει: «όλο εμε ζωή κατα σκληρό και ανυστερόβουλο τρόπο εμε ε δουλεύει για ίδϊο πόλη, και εμε θαρρεί πως εμε που ε δουλεύει είναι ωφέλιμο και γόνιμο, μα εμε δέν ε σκέφτεται έντεχνο να απλώνει ίδϊο φήμη σ το δήμο. Και έτσι εμε ήδη καταδικάζεται, άν όχι εις αφάνεια, όμως εις εξίσωσι εμε με ένα σωρό μέτριο και ασήμαντο άνθρωπο. Και πρέπει εμε να περιμένει βραδύ χρόνο και θάνατο που απάγει κάθε πρόσκαιρο προς ανωνυμία, ωστε εμε να φτάνει, άν λογής θεό θέλει, έως ξεχώρισμα (διάκρισι) και έως ένα αργοπορημένο δικαίωσι, που ίσως σ εμε ανήκει…».

 

ΕΚΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ (εσέ να βάζει τίτλο)

Καθώς πλανάται υπο το ίδιο αυτό εγωπάθεια, το ρίζα αυτό απο κάθε ελληνικό κακό (θεό ομάδα ας βοηθάει να μή ποτέ γίνεται και σ εμε λαό μολυσμένο πηγή για δεινό), Έλληνα εις συνομιλητή δέν συγχωρνάει κανένα προκοπή. Άν κάποιο μία ξεπερνάει ο ίδιο, Έλληνα  με πάθο φθονεί εκείνο, και άν σ το δικό χέρι είναι να  γκρεμίζει ο εκ που έχει ανεβαίνει, θα κάνει το.

Μα εσε για να καταλαβαίνει Έλληνα, το πιό σπουδαίο είναι εσε να σπουδάζει τρόπο με οποίο εκδηλώνει το φθόνο, τρόπο που ε εφευρίσκει για να καλύτερο γκρεμίζει. Είναι τρόπο πιό κομψό παρά απο εμε λαό, γέννημα υπο σοφιστικό ευστροφία και απο διανοητικό δεξιοτεχνία. Εν παλάτι διάδρομο διάδρομο χοντροκομμένο δολοφονία δέν σ ο αρέσει, αλλα λεπτοκαμωμένο συκοφαντία, ένα είδο αναίμακτο ηθικό φόνο, πιό διακριτικό και πιό εντελή φόνο, οποίο αφήνει απο άνθρωπο που δολοφονέται σάρκα σχεδόν ανέπαφο, να περιφέρει ατίμωσι και γύμνια απ αυτό εν δρόμο δρόμο και πλατεία πλατεία.

Διότι, ώ αγαπητό σ εμε, αυτό θαυμάσιο, φιλότεχνο Έλληνα λαό, πρώτο δημιουργό καλό και κακό ρητορικό λόγο, έχει ανάγει και συκοφαντία εις τέχνη.

Να επινοεί ένα ψέμα για κάποιο και να διαλαλεί το, είναι κοινότυπο και άτεχνο.  Ο άλλο πιάνει εσε εκ αυτί και αφού αποδεικνύει ψεύτη, εξευτελίζει εσε.

Το τέχνη είναι να συκοφαντεί χωρίς να ενσωματώνει πουθενά ολόκληρο το συκοφαντία, μόνο: να αφήνει άλλο κόσμο να συνάγει το εκ το όλο συμφραζόμενο και έτσι το συκοφαντία ασυνείδητο να υποβάλλεται εις όποιο ακούει αυτό.

Το τέχνη είναι να βρίσκει λόγο που διφορέται, που άμα κόσμο μία ρωτάει «γιατί εσε ε είπει το», να μπορεί να απαντάει πως ε είπει με το καλό σημασία – και πάλι ο που ακούει να αισθάνεται πως πρέπει να εννοεί τό με το κακό σημασία.

Το τέχνη είναι να δημιουργεί το ψεύτικο εντύπωσι με το όλο ομιλία, χωρίς κανένα λόγο μόνο χωριστό να είναι ψεύτικο· τόσο που ο καλόπιστο να αναρωτάται όταν ανακαλύπτει το αντίφασι, «αυτό άραγε είναι συκοφαντία ή παρεξήγησι;». Υποβλητικό, σεμνότυφο, ντυμένο εν ευπρέπεια πρέπει να είναι το συκοφαντικό λόγο και να μή διαρκεί περισσότερο απο όσο ε θα κουράζει ακροατή, και όμως, με διακοπή διακοπή όπως πρέπει, να είναι επίμονο, έτσι που να εντυπώνεται εις ακροατή, χωρίς να μπορεί να καταλαβαίνει πώς αυτό εις εαυτό ε συμβαίνει.

Δέν στηρίζεται εις ανύπαρκτο γεγονότα το περίτεχνο συκοφαντία, αλλα διαλέγει κάποιο ασήμαντο πράγμα, βγάζει το εκ σειρά που έχει, φουσκώνει το, βάζει το εις άλλο σειρά, και έτσι κάνει το να αποδίδει ένα εντύπωσι εις εντέλεια διαφορετικό παρά το αρχικό. Αλλάζει το πράγμα, χωρίς να αλλάζει το ίδιο το πράγμα.  Συκοφάντη ρωτάει «Πού είναι συκοφαντία;» και εσέ πάει να είπει «δέν είναι πουθενά», και όμως ολόκληρο είναι εκεί: άπιαστο, αλλα ορατό.

Μηλιά έχει χίλια μήλο, και έχει μόνο ένα χαλασμένο. Άμα όμως εσε όλο για αυτό μιλάει, ο άλλο βλέπει μπροστά απ εαυτό ένα μηλιά σκουληκιασμένο. Και όμως όλο λέξι που ε αρθρώνεται δέν περιέχει ψευτιά κανένα. Το ψέμα είναι πέρα εκ το όλο λέξι, εν φευγαλέο νόημα. Κάποτε δέν έχει σάπιο ούτε το ένα μήλο, αλλα έχει κάτι που δέν αρέσει εις το δήμο, εις το πλήθο. Τότε, εσέ θέλει να φθείρει ό, παρουσιάζει ό κατα μονάχο το κάτι που δέν αρέσει. Ψέμα; Πουθενά! Επιδέξιο λογής λογής απόσπασι εκ ολότητα απο πραγματικότητα· τονισμό λέξι που δέν ε τονίζεται· ένα ανεπαίσθητο αλλοίωσι φωτισμό· κάτι αληθινά ελάχιστο, που εσε δέν τολμάει κάν να είπει τό διαστροφή· διότι δέν πραγματικό είναι διαστροφή, δέν είναι ψέμα – είναι συκοφαντία. Αυτό είναι το αγχέμαχο όπλο με οποίο Έλληνα πολεμάει Έλληνα: ηγέτη εναντίον ηγέτη, φιλόσοφο εναντίον φιλόσοφο, ποιητή εναντίον ποιητή, αλλα και ανάξιο εναντίον ανάξιο, και κατ ουσία αδύνατο εναντίον κατ ουσία δυνατό.

 

ΕΒΔΟΜΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ (εσέ να βάζει τίτλο)

Έλληνα λαό προς ισότητα θέλησι, εσε άμα αναλύει αυτό, θα ίδει οτι δέν απορρέει εκ αγάπη για δικαιοσύνη, αλλα εκ φθόνο για υπέρτερο αξία. Έλληνα λέγει «άπαξ εμέ όχι άξιο να ανεβαίνει πιό ψηλά παρά εσέ, τότε τουλάχιστο και εσέ να μή ανεβαίνει πιό ψηλά παρά εμέ. Εμέ συμβιβάζεται με ισότητα».

Έλληνα συμβιβάζεται με ισότητα· διότι το που ανομολόγητο πιστεύει πως αξίζει το πρώτο θέσι και δέχεται θέσι ίσο με άλλο κόσμο, τί άλλο είναι παρά συμβιβασμό! Έλληνα εν εαυτό λοιπόν δέν τόσο αδικεί, όσο πλανάται. Ε γεννάται με ψευδαίσθηση υπεροχή.

Και ύστερα, μεταξύ Έλληνα λαό εσε θα συναντάει και άλλο ψευδαίσθησι που κάνει ο να υπερτιμάει ένα αρετή που έχει ενώ υποτιμάει άλλο αρκετό αρετή που εκ εαυτό λείπει. Εμε έχει ίδει δειλό κόσμο που ε φαντάζεται πως μπορεί να ξεπερνάει όλο μέσω μονάχο εξυπνάδα, έχει ίδει ανδρείο κόσμο που ε πιστεύει πως ίδϊο ανδρεία φτάνει για να ξεπερνάει όλο· έχει ίδει πλήθο ξύπνιο που ε φαντάζεται πως για να γίνεται πρώτο δέν χρειάζεται ούτε επιστήμη ούτε αρετή· ίδει και αρκετό σοφό που ε θέλει να στέκεται πάνω και απο κάθε έξυπνο και απ ο ανδρείο, μέσω μόνο επιστήμη και σοφία. Για αλήθεια, τέτοιο κόσμο, απο ζωή πόσο άμαθο να είναι μπορεί! Έχει ίδει, τέλο, και ενάρετο είδο, που δέν ε χωνεύει τό, να μήν είναι ο πρώτο εν το πολιτεία, αφού ε είναι πρώτο κατα αρετή. Και βέβαια, αυτό είδο δέν ε στασιάζει όπως βάναυσο και κακό, αλλα ή σιωπηλό και με απογοήτευση αποσύρεται εις ίδϊο αγρό, κ έτσι αφήνει δήμο εις χέρι απο δημαγωγό είδο και συκοφάντη είδο, ή ε δηλητηριάζει ίδϊο αρετή και απο αρετή λογής λογής ωραίο λόγο μέσω πίκρα απο δικό αποτυχία, ωσάν απο κάθε πολιτεία το ηγεσία να μήν κατα κάποιο μοίρα υπόκειται να υποτάσσεται εις ιδιοτροπία απο τύχη και χρόνο και εις λογής άλλο συνδυασμό απο διάφορο δύναμι που συνεχή απομακρύνει ηγεσία εκ ιδεατό μορφή και παραδίδει τό εις χέρι απο ανάξιο ή μέτριο κόσμο.

Τέτοιο ποικιλία είναι το πάθο και το αδυναμία απο κάθε ελληνικό πόλι.

Όσο περι οπαδό πλήθο απο όλο αυτό ηγέτη, και αυτό έχει ιδιοτυπία εν εκείνο μακάριο τόπο. Οπαδό, πραγματικό οπαδό, είναι μόνο όσο κόσμο οριστικό ε χάνει το ελπίδα και εαυτό να γίνεται ηγέτη. Έτσι, εσε θα παρατηρεί πως πιστό οπαδό είναι μόνο ο πιό γέροντα παρά ηγέτη. Ελάχιστο είναι οπαδό εκ πίστη ιδεολογικό ή πίστη εις ηγέτη, ο πολύ πειθαναγκάζεται εκ όλο το πράγμα διότι ε ατυχεί, ή διότι έχει βαριέται ή μία λιποψυχεί. Γι’ αυτό και όλο είναι προσωρινό, άπιστο (=όχι έμπιστο), που ενεδρεύει, οπαδό πλήθο, ώς που κακό ώρα να περνάει.

Μα και αυτό πλήθο που μένει, όσο μένει, οπαδό, συνεχή προσπαθεί να αναποδογυρίζει τάξι εν ηγεσία και αυτό να διευθύνει ηγέτη εκ παρασκήνιο. Γι’ αυτό και εσε τόσο συχνό βλέπει ο μέτριο ηγέτη είδο να είναι περιζήτητο, που πιό εύκολο προσφέρεται εις παρασκηνιακό ηγεσία υπο οπαδός. Εν πολύ περίπτωσι, εσε να ξέρει ποιό είναι ονομαστικό ηγέτη απο πολιτικό μερίδα δέν έχει σημασία, αλλα ποιό κόσμο εκ το αφανή διευθύνει ο. Βλέπει, υπάρχει μερικό άνθρωπο που δέν προικίζεται με λογής χάρισμα με οποίο να αποκτάει ηγεσία που φαίνεται, αλλα μόνο έχει λογής λογής χάρισμα που χρειάζεται για ουσία απ αυτό: για το να ασκεί εξουσία.

 

πρώτο απόσπασμα. ο Έλληνας απο εμάς (κ συνεπώς απο του κόσμου όλα τα έθνη) πιό εγωιστής είναι. Το άτομοτου, κατα του Πρωταγόρα το ρητό, "πάντων χρημάτων μέτρον" (κάθε πράγματος μέτρο) είναι. Αδέσμευτο, αυθαίρετο, ατίθασο, αλλα κ αληθινά ελεύθερο, των Ελλήνων το "εγώ" ορθώνεται. Σε αυτό χάρις, όσα εμείς σήμερα με τη σκέψητους σύμφωνα να σκεφθούμε αναγκαζόμαστε, αυτοί πρώτοι πηγαία τα σκεφθήκανε. Σε αυτό χάρις, απο αυτούς πιό πρίν που είδαν, με εκεινών τα μάτια όχι, αλλα με τα δικάτους μάτια βλέπουν. Σε αυτό χάρις, με το σύμπαν, με τα πράγματα κ τους ανθρώπους η σχέσητους δέν μπαγιατεύει, αλλα πάντα νέα, δροσερή είναι. Σε αυτό το εγώ χάρις, το κάθε τί στην ψυχήτους σάν πρωτοφανέρωτο αντιχτυπάει. Όμως, τούτο το χάρισμα, κ του καλού κ του κακού πηγή είναι. Το ίδιο εγώ που τα ιδανικά πολιτικά συστήματα οικοδομεί, αυτό κ των ανθρώπων τις πραγματικές πολιτείες διαλύει. Που ο ελληνικός εγωισμός την τους ιδανικούς κόσμους οικοδομούσαν τέχνην ξεχνώντας την πραγματικές πολιτείες που γκρεμίζει τέχνη δέν ξέχασε οι καιροί ήρθανε.