Βρίσκεσθε στον πρώτο τόμο του ποιητικού έργου «ΚΑΛΥΣΉΝ» = Καλοσύνη, του Ουκρανιώτη Ρωμιού Λεόντιου Κυριάκοβ. Για να πάτε στον δεύτερο τόμο
του έργου, κάντε κλίκ στο ♘("άλογο ναμλίδικο" του ποιητή).
(Ένθετα θα βρείτε έργα και άλλων Ρωμιών ποιητών)
Στην πρώτη σελίδα του βιβλίου, 1ου τόμου του έργου «ΚΑΛΥΣΉΝ» (Καλοσύνη), δίνονται στοιχεία για την έκδοση: οτι το έργο τυπώθηκε στο Donbas το 1995, και:
ΑΝΆΜΕΣΑ ΑΣ ΤΟ ΠΡΌΤΟ ΤΌΜΟΣ ΤΥ ΝΑΜΛΊδΙΚΟ ΡΥΜέΗΚΟ ΠΗΗΤΊ Κε ΜεΤΑΦΡΑΣΤΉ ^ΛεΌΝΤΗι ^ΚΗΡ\ιΆΚΟβ ΈΒΑΝ ΛΑΗΚΆ Κε ΦΗΛΟΣΟΦΗΚΆ ΛΗΡΗΚΆ Κε ΒΑΛΛΆΔΙΣ, ΠΎιΥ ΠΡΑΤΊ ΑΝΆΣΑ ΑΣ ΡΥΜέιΣ ΑΣ Τ ^ΥΚΡΑΝΊιΑ. ανάμεσα εις το πρώτο τόμος του namlı-δικο ρωμαίικο ποιητή και μεταφραστή Λεόντιι Κυριάκοβ έμπαν λαϊκά και φιλοσοφικά λυρικά και μπαλλάντες, οποίο περατεί ανάσα εις Ρωμαίοις εις το Ουκρανία.
στον πρώτο τόμο του φημισμένου Ρωμιού ποιητή και μεταφραστή Λεόντιου Κυριάκοβ μπήκαν λαϊκά και φιλοσοφικά, λυρικά ποιήματα και μπαλλάντες, (αυτός ο τόμος είναι έργο) που στέλνει (δίνει) ανάσα στους Ρωμιούς στην Ουκρανία.
Επιτρέψτεμου να προσθέσω: και οι δύο τόμοι αυτού του έργου στέλνουν ανάσα όχι λιγότερο στους Έλληνες της Ελλάδας, που απο καιρό ασφυκτιά για ποίηση έμμετρη με λόγια ντόμπρα, το είδος εκείνο της ποίησης που απο τα αρχαία χρόνια έκανε την Ελλάδα θαυμαστή στην οικουμένη. κι ένα ποίημαμου:
Άνθρωποι εξακόσιοι τόσοι ξεκίνησαν φτάσαν διακόσια λεοντάρια
εξακόσιοι τόσοι νομάτοι απο το Σαρτανά της Κριμαίας ξεκινήσαν
κι όταν έφτασαν στο τωρινό Σαρτανά διακόσιοι περίπου είχαν μείνει
στον δρόμο οι αδύνατοι μείνανε τα λεοντάρια επιζήσανε φτάσαν
στο Donetsk τα ασλάνια ιδρύσαν χωριό και αυξήθηκε εγένετο μέγα
είναι το Σαρτανά χωριό στο ντουνιά το τρανότερο της Ρωμιοσύνης
κι έχουν πάντοτε ένα λεοντάρι εκεί των Ρωμιών στοχαστών εμπρολάτης
με τη βροντερήτου φωνή την ζωή και τη δικαιοσύνη δοξάζει
και το Σαρτανά κι όλους τους Ρωμιούς του Αζόβ και του κόσμου δοξάζει
ήταν ο λεβέντης Χονάχμπεης Λεβόνς δυνατός στο κορμί και στο πνεύμα
βρήκε θάνατο εκείνος στα δεκαοχτώ και έπειτα άλλος Λεόντιος γεννήθη
τον επόμενο χρόνο στα δεκαεννέα ο Λεβόνς του Νέστιρ Κυριάκοβ
πότισε με ιδρώτα αυτός την γή και στον πόλεμο αίμα θυσίασε
ρίμες έγραψε ντόμπρες ωραίες και πολλές στην πατροπαράδοτη γλώσσα
ξέρουμε αποσταμένος οτι είσαι Λεβόν αλλα θέλουμε κι άλλο να ζήσεις
ώσπου άλλος λεβέντης στο Σαρτανά να φανεί ασλανίων λεοντάρι.
το ποίημα γράφηκε 2007 Μαρτίου 09, カバラ゜。
Η κ. Катерина Дженчако, που μου έστειλε απο το Σαρτανά τους δύο τόμους της ανθολογίας Калусин, μου έγραψε ένα SMS στο οποίο έλεγε: "Ο Κυριάκοβ είπε μεγάλο ευχαριστώ και ήταν χαρούμενος" (που του ανάρτησα στο ίντερνετ το έργοτου). Απο ό,τι πληροφορήθηκα, ο Λ. Κυριάκοβ απεβίωσε το καλοκαίρι του 2008.
Για το όνομα του χωριού Σαρτανά έχουν προταθεί διάφορες ετυμολογήσεις, απο τις οποίες καμιά δέν είναι πειστική. Κατα τη δικήμου γνώμη, η Κριμαία είχε αποικισθεί απο Σουμερίους πολύ πρίν αποικισθεί απο Έλληνες (οι Σουμέριοι αποίκιζαν όλα τα παραθαλάσσια μέρη όπου μπορούσαν να φτάσουν), κ το σουμερικό αίμα είναι εμφανές, στο σώμα κ στην προσωπικότητα, σε πολλούς απο τους Έλληνες του Αζόφ, μάλιστα στον Γεώργιο Κοστοπράβ. Σουμερικό είναι λοιπόν το όνομα Σαρτανά, απο ΣΑΡ (παλιότερα και ΣΟΡ) = λαχανόκηπος, μποστάνι + ΤΕΝ = χυμός φρούτων, συνεκδοχικά "αμπέλι" + Α = η κατάληξη που σχημάτιζε τη γενική πτώση, ή ίσως κ παλιά κατάληξη πληθυντικού πραγμάτων (όχι προσώπων). Η πιό γνωστή σουμερικής προέλευσης λ. είναι bostan (απο το σουμερικό ΠΟΣ = κλήμα + ΤΕΝ =χυμός φρούτων, σταφυλιών). Παρόμοια σχηματίσθηκε το ΣΑΡ+ΤΕΝ+Α = λαχανόκηποι για χυμό (δηλαδή κυρίως με πεπόνια) ή ίσως "λαχανόκηποι με κλήματα".
ΛΟΓΟ ΠΑΣ ΤΟΝ ΠΗΗΤΊ λόγο πάνω στον ποιητή. λίγα λόγια για τον ποιητή.
^ΛεΟΝΤΗι ^ΚΗΡ\ιΑΚΟΒΣ εΝΊΘΗΝ 8 ΤΥ ΜΑι ΑΣ ΤΑ 1919 ΤΥ ΧΡΟΝΥ ΑΣ Τ ΧΟΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ, ΣΜΆ ΣΤΥ ^ΜΑΡΗΎΠΟΛ\. Λεόντιος Κυριάκοβος γεννήθην 8 του Μάη εις τα 1919 το χρόνο εις τη χώρα Σαρτανά, σιμά στο Μαριούπολη. ΑΤΟΣ ΕΝ ΑΧ ΑΤΊ-τσ ^ΡΥΜειΣ, ΤΙΣ ΚΑΜΉιΑ ΓΥΡΓΆ ΚΟΞέΠΣΗΝ ΑΣ ΤΥ ΑΝΑΤΟΛΗΚΌ Τ ^ΥΚΡΑΗΝΑ ΑΧ ΧΑΝΣΚΗ Ν ΚΡΙΜέιΑ ΞΑΧ ΑΝ ΤΑ ΒΉΤΕβΗΝ ΤΥ XVIII ΤΥ ΕΌΝΑ, ΠΌΣ ΝΑ ΛΈι-Σ, τΉ ΠΌΡΝΑΝ ΝΑ ΔΑιΑΝΈΠΣΝΙ ΤΑ ΈΡΓΑΤΑ, ΠΥιΑ ΑΤΙ ΤΡΆβΑΝΑΝ ΑΧ ΧΆΝΣ. Αυτός ένι εκ αυτοίς Ρωμαίοις, τίς καμία γοργά köx-εύσεν εις το ανατολικό το Ουκρανία εκ qhan-ski την Κριμαία xaq εν τα bit-ευεν το 18ο το αιώνα, πώς να λέγεις, κί μπόρηναν να dajan-εύσουνε τα έργατα, οποία αυτοί τράβαναν εκ qhan-ους. ΑΤΊ ΧΑΔΡΆιβΑΝ ΧΥΡΑΛΑιΜΥ ΚΗ ΉβΡΑΝ ΑΝΆΜεΣΑ ΑΣ ΧΡΗΣΤΗΆΝΣ. Αυτοί qadra-ευαν qurala-ημό και ηύραν ανάμεσα εις Χριστιάνους. ΣΉΜΥΡ ΡΥΜέΙ ΖΎΝ ΠέΣ ΤΑ ΠΥΛΆ ΧΌΡΗΣ ΚΗ ΒΑΖΆΡιΑ ΑΣ ΤΥ ΔΟΝετσΚΗ ΤΥ ΟΒΛΆΣΤ\. σήμερο Ρωμαίοι ζούν απ’ έσω τα πολλά χώρες και bazar-ια εις το Donetski το oblask. ΑΤΊ ΤΥΝ δΑΦΤΌ-ΤΥΝ ΛΈΓΝΙ ΟΤ ΉΝΝΙ «^ΡΥΜέι», ΆΛΥ ΛΥΓΆΣ «ΡΟΜέι» - ^ΡΗΜΛιΆΝ, ΤΙΛΑΓΑ ΜεΤΡΗςΚΑΤΑΝΔΑΝ ^ΡΥΜέι, ΑΝ ΤΑ ΉΤΑΝ ΑΠ ΚΆΤΥ ΣΤΥ ΖΓΌ, ΑΣ ΤΥ ^βΗΖΑΝΤΗιΣΚΗ Τ ΗΜΠέΡΗιΑ. αυτοί τον δε-αυτό-των λέγουνε οτι είναι «Ρουμαίοι», άλλο λογάς «Ρωμαίοι», Rimljan, τί-λογα μετρήσκανταν Ρωμαίοι, εν τα ήταν απο κάτω στο ζυγό, εις το Βυζαντί-iski το imperia. δΗΚΆΜΑΣ ^ΡΥΜέι, ΤΕΚΑΣ ΚΑΛΆ ΑΓΡΗΚΎΝ ΚΗ ΛΑΧΑΡΔΈβΥΝ ΡΥΣΣΗΚΑ ΚΗ ΥΚΡΑΗΝΗΚΑ, ΑΤΊ ΌΣ ΟΤΌΡΑ-ΠΑ ΣΑΧΗΝΔΡΑΈβΥΝ δΑΦΤΎ-ΤΙΝ ΤΥ ΡΥΜέΚΥ Τ ΓΛΌΣΣΑ, ΠΥιΥ ΉΦΕΡΑΝ ΚΑΜΉιΑ ΓΥΡΓΆ δΙΚΆ-ΤΙΝ ΠΆΠΣ ΑΧ Τ ^ΕΛΛΆΔΑ. δικά-μας Ρωμαίοι, tek-ας καλά αγροικούν και LAAQIRD-εύουν Ρούσικα και Ουκραΐνικα, αυτοί ώς ατώρα-πα saqındır-aεύουν δε-αυτού-των το Ρωμαίικο τη γλώσσα, οποίο ήφεραν καμία γοργά δικά-των πάππους εκ τη Ελλάδα.
Ο Λεόντιος Κυριάκοβ εγεννήθη 8 του Μάη στα 1919 το χρόνο, στο χωριό Σαρτανά, σιμά στη Μαριούπολη. Αυτός είναι απο εκείνους τους Ρωμιούς, οι οποίοι κάποτε παλιά μετανάστευσαν στην ανατολική Ουκρανία απο την Χανική την Κριμαία μέχρι τοτε που τελείωνε ο 18ος αιώνας, πώς να το πείς, δέν μπορούσαν να αντέξουν τα έργα (=την τυραννική συμπεριφορά) τα οποία τραβούσαν απο τους Χάν (Χάν ονομαζόνταν οι Τούρκοι άρχοντες της Κριμαίας, γι’ αυτό λεγόταν ΧΑΝΣΚΗ ΚΡΙΜέιΑ, Χανική Κριμαία, ή «Χανάτο της Κριμαίας»). Αυτοί γύρευαν σωτηρία και βρήκαν ανάμεσα σε Χριστιανούς. Σήμερα οι Ρωμιοί ζούν μέσα στα πολλά χωριά και πόλεις στου Ντόνετσκ το νομό. Αυτοί τους εαυτούςτους λένε οτι είναι «Ρουμαίοι», ή αλλιώς «Ρωμαίοι», δηλαδή μετρήθηκαν (=θεωρήθηκαν) ώς Ρωμαίοι αφού ήταν κάτω απο το Ρωμαϊκό ζυγό, την (μετέπειτα) Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Οι δικοίμας οι «Ρουμαίοι» μ’ όλο που καλά καταλαβαίνουν και μιλούν Ρωσικά και Ουκρανικά, αυτοί ώς και τώρα διαφυλάσσουν την δικήτους τη Ρωμαίικη τη γλώσσα, την οποία έφεραν κάποτε παλιά οι δικοίτους παππούδες απο την Ελλάδα.
ΗΛΒΈΤ, ΤΥ ΡΥΜέΚΥ Τ ΓΛΟΣΣΑ ΧΥΡΉΖ ΑΧ ΤΥ ΕΛΛΗΝΙΚΌ Τ ΓΛΟΣΣΑ, ΠΑΣ ΠΥιΥ ΛΑΧΑΡΔΈβΥΝ ΑΣ Τ ^ΕΛΛΆΔΑ, ΜΑ ΑΤΥΤΑ ΤΑ δΉιΑ ΓΛΟΣΣΗΣ ΕΝ ΚΑΡδΑΚΆ ΑδΡέΦιΑ, ΠΌΣ ΝΑ ΛΈι-Σ, ΈΧΝΙ ΈΝΑ ΗΜΒΗΡΝΟ ΜΆΝΑ. elbet, το Ρωμαίικο το γλώσσα χωρίζει εκ το ελληνικό το γλώσσα πάνω εις οποίο LAAQIRD-εύουν εις το Ελλάδα, μα ετούτα τα δύα γλώσσες ένι καρδιακά αδέρφια, πώς να λέεις, έχουνε ένα εμπρο-ινό μάνα. ΜΉιΑ ΜΉιΑ ΤΥ ΡΥΜέΚΥ Τ ΓΛΌΣΣΑ ΜεΤΡΎΝ-ΔΥ ΔΗΆΛεΚΤΟ, ΜΑ ΣΥΣΤΆ ΘΑ ΈΝ, ΜΉΣ ΤΥ ΡΥΜέΚΥ Τ ΓΛΟΣΣΑ ΝΑ ΤΥ ΛΈΓΥΜ ΌΧΗ ΔΗΆΛεΚΤΟ, Α ΑΝΕΚΣΆΡΤΙΤΟ ΓΛΌΣΣΑ. μία μία, το Ρωμαίικο το γλώσσα μετρούν-το διάλεκτο, μα σωστά θα ένι, ημείς το Ρωμαίικο το γλώσσα να το λέγουμε όχι διάλεκτο, ά ανεξάρτητο γλώσσα. ΣΤΑΤΥΣ ΔΗΑΛΕΚΤΟ ΑΤΟ ΠΌΡΝΙΝ ΝΑ Ές ΑΤΌΤΙ, ΑΝ τΉςΗΝ ΓΡΑΠΤΊ ΦΗΛΟΛΟΓΉιΑ, ΜΑ ΣΉΜεΡΑ ΑΤΊΤΚΥ ΦΗΛΟΛΟΓΉιΑ ΥΚΡΑΉΝΗΚΗ ΡΥΜέι ΈΧΥΝΙ: status διαλέκτου αυτό μπόρηνεν να έχει ετότε, άν κί είχε γραπτή φιλολογία, μα σήμερα ετοίουτικο φιλολογία ουκραΐνικοι Ρωμαίοι έχουνε: ΠΛΗΝ ΣΗΝΓΡΑΦέιΑΣ ΑΎΤΥ ΤΥ ΠΗΗΤΙΚΌ ΣΗΛΛΟΓΗ, Ές ΞΑΡΆ ΝΑ ΦέΡΥΜ ΤΑ ΟΝΌΜΑΤΑ ΚΗ ΆΛΣ ^ΡΥΜέιΣ ΠΗΗΤΙΣ, ΠΥιΥΣ ΣΉΜΥΡ ΚΣΈΡΥΝ διΑβΑΣΤΊ (ΞΗΤΆΤεΛΗ) – ^ΓεΌΡΓΗι ^ΚΟΣΤΟΠΡΑβ, ^ΑΝΤΟΝ ^ςΑΠΥΡΜΑ, ^ΓΡΗΓΟΡΗι ^ΔΑΝΞεΝΚΟ, ^βΑΣΗΛΗι ^ΒΑΧΤΑΡΗΣ, ^ΔΟΝΑΤΑ ^ΠΑΤΡΗΞΑΣ, ^ΦεΔΟΡ ^ςεΒΑΝΗτσ, ^ΔΜΗΤΡΗι ^ΠεΝεΖ, ^ΔΜΗΤΡΗι ^ΠΑΠΥς. πλήν συγγραφέας αύτου του ποιητικό συλλογή, έχει xare να φέρουμε τα ονόματα και άλλοις Ρωμαίοις ποιητοίς, οποίους σήμερο ξέρουν διαβαστοί: ^ΓεΌΡΓΗι ^ΚΟΣΤΟΠΡΑβ, ^ΑΝΤΟΝ ^ςΑΠΥΡΜΑ, ^ΓΡΗΓΟΡΗι ^ΔΑΝΞεΝΚΟ, ^βΑΣΗΛΗι ^ΒΑΧΤΑΡΗΣ, ^ΔΟΝΑΤΑ ^ΠΑΤΡΗΞΑΣ, ^ΦεΔΟΡ ^ςεΒΑΝΗτσ, ^ΔΜΗΤΡΗι ^ΠεΝεΖ, ^ΔΜΗΤΡΗι ^ΠΑΠΥς.
^Α. ^Α. ^ΒεΛετσΚΗΣ, ΠΡΟΦΕΣΣΟΡ
Φυσικά, η Ρωμαίικη η γλώσσα ξεχωρίζει (=διαφέρει) απο την Ελληνική τη γλώσσα την οποία μιλάνε στην Ελλάδα, μα ετούτες οι δύο γλώσσες είναι καρδιακά (=οικεία) αδέρφια, πώς να σ’ το πώ, έχουνε μία (=την ίδια) αρχαία μάνα. Πότε πότε, την Ρωμαίικη τη γλώσσα την μετρούν (=λογαριάζουν, θεωρούν) διάλεκτο, αλλα σωστά θα είναι: εμείς τη Ρωμαίικη τη γλώσσα να τη λέμε όχι διάλεκτο, αλλα ανεξάρτητη γλώσσα. Στάτους (=θέση) διαλέκτου αυτή θα μπορούσε να έχει τότε, άν δέν είχε γραπτή φιλολογία. Αλλα σήμερα τέτοια φιλολογία οι Ουκρανιώτες Ρωμιοί έχουνε: Εκτός απο τον συγγραφέα αυτής της ποιητικής συλλογής, έχει τρόπο (=είναι δυνατόν) να αναφέρουμε τα ονόματα και άλλων Ρωμιών ποιητών τους οποίους σήμερα ξέρουν οι αναγνώστες: ^ΓεΌΡΓΗι ^ΚΟΣΤΟΠΡΑβ, ^ΑΝΤΟΝ ^ςΑΠΥΡΜΑ, ^ΓΡΗΓΟΡΗι ^ΔΑΝΞεΝΚΟ, ^βΑΣΗΛΗι ^ΒΑΧΤΑΡΗΣ, ^ΔΟΝΑΤΑ ^ΠΑΤΡΗΞΑΣ, ^ΦεΔΟΡ ^ςεΒΑΝΗτσ, ^ΔΜΗΤΡΗι ^ΠεΝεΖ, ^ΔΜΗΤΡΗι ^ΠΑΠΥς. (και άλλοι)
^Α. ^Α. ^ΒεΛετσΚΗΣ, καθηγητής
Η Ρωμαίικη γλώσσα της Ουκρανίας γράφεται με το Κυρίλλειο αλφάβητο όπως αυτό χρησιμοποιείται για τα Ρωσικά, (σε ορισμένες μόνο περιπτώσεις, όπως στο г, χρησιμοποιείται όπως στα Ουκρανικά), είναι αλφάβητο πλούσιο σε γράμματα και δύναται να αποδώσει τέλεια την ελληνική γλώσσα και οποιαδήποτε διάλεκτο ελληνική, εφόσον φυσικά ο γράφων ξέρει να αποδώσει σωστά τη γλώσσα που γράφει. Μεταγράφω απο το πρωτότυπο κείμενο με την ελληνική γραφή πιστά, έτσι ώστε ο αναγνώστης να είναι σε θέση να γνωρίζει πώς ακριβώς γράφηκε το κάθε τί στο κυριλλικό πρωτότυπο. Παρουσιάζω στη συνέχεια κάθε χρησιμοποιούμενο κυριλλικό γράμμα και την αντίστοιχη μεταγραφή που χρησιμοποιώ, μαζί με σχόλια όπου χρειάζεται για την προφορά του γράμματος:
а = Α.
б = Β προφερόμενο σάν το «μπ».
в = β σάν το ελληνικό β.
г = Γ σάν το ελληνικό οπίσθιο (velar) γ. Επειδή στα Ουκρανικά το г προφέρεται πάντα σάν γ (οι Ουκρανοί δέν μπορούν να προφέρουν γκ), για το ελληνικό «γκ» οι Ρωμιοί της Ουκρανίας χρησιμοποιούν гк, και όταν πρίν απο αυτό υπάρχει έρρινος (ουρανικός) φθόγγος: γράφουν нгк.
д = Δ προφερόμενο σάν το «ντ».
дъ = δ προφερόμενο σάν το ελληνικό δ. Προτείνω να αντικατασταθεί το дъ με ѕ.
е = ε Το κοινό ελληνικό ε, ίδιο με э, μόνο που το е δείχνει οτι το προηγούμενο σύμφωνο άν είναι οδοντικό, ουρανικοποιείται, ενώ το э δείχνει οτι το προηγούμενο σύμφωνο δέν αλλοιώνεται.
ж = ζ δηλαδή ουρανικό ζ (όπως στο «γε» των κρητικών ιδιωμάτων), χρησιμοποιείται συνήθως στον συνδυασμό дж που είναι ένα ουρανικό «τζ», όπως προφέρουν οι Τούρκοι το “c”. Δύναται να αντικατασταθεί το дж με џ.
з = Ζ προφερόμενο σάν το συνηθισμένο ελληνικό Ζ.
и = Η, προφερόμενο σάν το γνωστό ελληνικό ι. Ουρανικοποιεί το προηγούμενοτου σύμφωνο άν είναι οδοντικό.
й = ι, προφερόμενο ώς ημίφωνο (semivowel) ι, με απλά λόγια: ένα ι χωρίς διάρκεια, που παίζει ρόλο συμφώνου.
к = Κ, οπίσθιο ουρανικό. Το πρόσθιο ουρανικό κ γράφεται με т σύν «ιωτακισμένο» φωνήεν, ή με ть. Το πρόσθιο ουρανικό κ δύναται να αντικατασταθεί με ќ.
л = Λ, το γνωστό βορειοελλαδίτικο Λ.
м = Μ.
н = Ν. (γίνεται πρόσθιο ή οπίσθιο ουρανικό έρρινο όταν προσαρμόζεται στο ανάλογο σύμφωνο ή φωνήεν που έπεται)
о = Ο.
п = Π.
р = Ρ.
с = Σ.
т = Τ. χρησιμοποιείται και για το πρόσθιο ουρανικό κ, όταν ακολουθεί «ιωτακισμένο» φωνήεν ή το ημίφωνο ι, ή όταν ακολουθεί ь. Συχνά το γράφω πεζό τ, μόνο για να θυμίζω οτι αποδίδει πρόσθιο κ.
тъ = Θ. το γνωστό ελλληνικό Θ. Προτείνω να αντικατασταθεί το тъ με ѳ, το οποίο υπήρχε στο παλαιό Κυριλλικό αλφάβητο και βρίσκεται σήμερα σε πολλές γραμματοσειρές. Επίσης αντί του тъ μπορεί να χρησιμοποιηθεί το ћЋ που θυμίζει το λατινικό th.
у = Υ προφερόμενο «ου».
ф = Φ.
х = Χ. Το γνωστό ελληνικό οπίσθιο χ. (σημειωτέον οτι στη Ρωμαίικη γλώσσα της Ουκρανίας συνήθως δέν προφέρεται καθόλου το h που υπήρχε στις τουρκικής προέλευσης λέξεις). Στη Ρωμαίικη υπάρχει και χ οπίσθιο που ακολουθείται απο πρόσθια φωνήεντα (κυρίως Η), όπως και στην Καππαδοκική διάλεκτο. Όπου βλέπεται Χ στη Ρωμαίικη, είναι οπίσθιο (velar), ακόμη και όταν ακολουθεί Η.
ц = τσ. Το συνηθισμένο ελληνικό τσ.
ч = Ξ. πρόσθιος ουρανικός φθόγγος με έντονη δασύτητα, δηλαδή όπως προφερόταν στις ανατολικές κρητικές διαλέκτους, καθώς και σε άλλες ελληνικές διαλέκτους, το «κε». Αυτό το ч στη Ρωμαίικη της Ουκρανίας χρησιμοποιείται συνήθως σε λέξεις τουρκικής προέλευσης. Υπάρχουν όμως και διάλεκτοι της Ρωμαίικης που δασύνουν το ть σε ч. Στη Σαρτανιώτικη διάλεκτο του Λ. Κυριάκοβ, διατηρείται το ть («κι») χωρίς δάσυνση.
ш = ς. πρόσθιο ουρανικό Σ, όπως προφέρεται στις κρητικές και ποντιακές διαλέκτους το «χε». Όμοια προφέρεται το πρόσθιο χ στη Ρωμαίικη της Ουκρανίας. Χρησιμοποιείται επίσης σε λέξεις δάνειες απο τα τουρκικά, ουκρανικά, κ.λπ.
щ = ςΞ]. ενίοτε χρησιμοποιείται αντί για ςΞ. για να δείξω οτι το σύμπλεγμα των φθόγγων ςΞ γράφεται με ένα γράμμα (το κυριλλικό щ), βάζω ένα ] μετά τα δύο γράμματα (ςΞ).
ъ = (χρησιμοποιείται μόνο στους συνδυασμούς дъ = δ και тъ = Θ). Κατα τη γνώμημου όχι σωστή ιστορικώς χρήση, διότι στο αρχικό Κυριλλικό αλφάβητο το ъ ήταν φωνήεν, όπως ακόμη χρησιμοποιείται στη Βουλγαρική. Επιπλέον, η χρήση διψήφων για απλούς φθόγγους θα έπρεπε να αποφεύγεται – σαφώς δυσκολεύει τον αναγνώστη.
ы = Ι. Το συνηθισμένο ελληνικό ι, ίδιο με το и, με τη διαφορά οτι το ы είναι «μή ιωτακισμένο», δηλαδή δέν ουρανικοποιεί το προηγούμενο οδοντικό σύμφωνο, που το и ουρανικοποιεί. Στη Ρωμαίικη το γράμμα συχνότατα συγχέεται με το и, π.χ. γράφεται άλλοτε «ΣΗ» και άλλοτε «ΣΙ» για την ίδια λέξη (σύ, εσύ). Το ы συνηθίζεται στη Ρωσική, ενώ δέν χρησιμοποιείται στην Ουκρανική. Στη γραφή της Ρωμαίικης, επιβάλλεται να αντικατασταθεί το ы με і, που είναι πρακτικότερο και διευκολύνει την ανάγνωση.
ь = \. Δείχνει πρόσθια ουρανική προφορά (palatalisation) του συμφώνου που προηγείται. Στα Ρωμαίικα της Ουκρανίας χρησιμοποιείται μόνο μετά το т για να δειχθεί οτι είναι πρόσθιο κ, και φυσικά σε ένθετες ρωσικές ή ουκρανικές λέξεις. Θα έπρεπε να χρησιμοποιείται πιό προσεκτικά στη Ρωμαίικη – πολλές φορές δέν διακρίνουν στη γραφή οδοντικά απο πρόσθια ουρανικά σύμφωνα.
э = Ε. το συνηθισμένο ελληνικό ε. Η διαφορά απο το е είναι οτι το э δέν ουρανικοποιεί το προηγούμενο οδοντικό σύμφωνο.
ю = ιΥ. προφερόμενο «ιού». Θα μπορούσε να γράφεται йу, αλλα γράφεται πάντοτε ю.
я = ιΑ. προφερόμενο «ιά». Θα μπορούσε να γράφεται йа, αλλα προτιμάται πάντοτε το я.
ё = ιΟ. Δέν χρησιμοποιείται στη Ρωμαίικη της Ουκρανίας, όπου για «ιό» προτιμάται йо. Μόνο ελάχιστες φορές βρήκα ё στο έργο του Λεόντιου Κυριάκοβ, όπου χρησιμοποιήθηκε κατ’ επίδρασιν απο τη Ρωσική.
Τονικά σημεία δέν χρησιμοποιούνται στην κυριλλική απόδοση της Ρωμαίικης της Ουκρανίας, αλλα επειδή σε όλα τα ποιήματα του Λ. Κυριάκοβ τηρείται το τονικό μέτρο, ο τόνος των λέξεων είναι φανερός. Επίσης, ο βορειοελλαδίτικος φωνηεντισμός (που υποβαθμίζει τα μή τονιζόμενα φωνήεντα) βοηθά στο να αντιλαμβανόμαστε πού είναι ο τόνος. Συνήθως αποδίδω τον τόνο στη μεταγραφήμου. Επειδή για την μεταγραφή χρησιμοποιώ σχεδόν αποκλειστικά κεφαλαία γράμματα, τα κύρια ονόματα που γράφονται στο πρωτότυπο με κεφαλαίο τα δηλώνω με ^ στην αρχή της λέξης. Για το πώς μεταγράφω τις τουρκικές λ., κλίκ εδώ: ΛΕΞΕΙΣ ΞΕΝΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ
Η Ρωμαίικη Γλώσσα της Ουκρανίας, στην οποία θα αναφέρομαι μονολεκτικά ώς Ρωμαίικη, είναι μιά γλώσσα με χαρακτηριστική βορειοελλαδίτικη προφορά και στοιχεία κοινά με την Ποντιακή, πρόκειται για μιά γλώσσα πλουσιότατη, που το κατάλαβα πολύ καλά προσπαθώντας να μεταφράσω όλα αυτά τα ποιήματα: η κοινή νεοελληνική που μιλιέται σήμερα στις πόλεις της Ελλάδας αποδεικνύεται φτωχή και ανεπαρκέστατη στο να αποδώσει τον πλούτο του λεξιλογίου καθώς και την δύναμη και το χρώμα της έκφρασης. Παράδειγμα, ΔζΑΠ, ΧΑΡΑΤΆς, ΧΑιΆ, όλα αυτά και άλλες ακόμη λέξεις που δέν θυμάμαι, μεταφράζονται «βράχος», και όμως η κάθε μιά έχει διαφορετική σημασία. ΧΥΡΆΦ, ΑΖΆΝ, ΞΟΛ, ΧΥΤΡΆ, ΤΑΡΑΜΆ, και ίσως άλλες ακόμη λ. που δέν θυμάμαι, όλες μεταφράζονται «χωράφι», ωστόσο δέν έχουν τα συνώνυμα ακριβώς την ίδια έννοια. Εκτός απο τον πλούτο των συνωνύμων, η δύναμη της έκφρασης δέν μπορεί να αποδοθεί. Για τη λ. «καρδακό» έχουμε ακριβή μετάφραση τη λ. «οικείο», αλλα πόσο κρύο είναι το «οικείο» μπροστά στο «καρδακό»! και πώς θα μπορούσαμε να αποδόσουμε το υποκοριστικό «καρδακούτσκο»;
Η ποίηση του Λ. Κυριάκοβ φαίνεται συχνά απλοϊκή, και όμως κάθε στίχος συγκινεί δυνατά τον αναγνώστη. Είναι ένα πάντρεμα λαϊκής ποίησης (δημοτικού τραγουδιού) και έντεχνης ποίησης (κάθε γνήσια δημιουργία προϋποθέτει ένα πάντρεμα). Στο μέτρο έχουμε αβέρτα χασμωδίες, που θα το λέγαμε γνώρισμα της λαϊκής ποίησης, εξίσου συχνή όμως είναι η χασμωδία σε όλους τους Ρωμιούς ποιητές της Ουκρανίας ενώ ουσιαστικώς ανύπαρκτη είναι η μετρική συνίζηση, που δείχνει πως αυτή είναι η αισθητική της Ρωμαίικης μετρικής, και όχι αδυναμία των ποιητών. Βρίσκουμε επίσης ποικιλία μέτρων, τρισύλλαβα μέτρα (κυρίως μεσοτονικό), προσεκτική τήρηση του μέτρου και επιμελή (άν και ιδιάζουσα) ομοιοκαταληξία που είναι γνωστά χαρακτηριστικά της έντεχνης ποίησης. Εδώ που τα λέμε, πάντως, τα έντεχνα χαρακτηριστικά είναι επιφανειακά, κατ’ ουσίαν η ποίηση αυτή είναι η παλιά καλή ελληνική λαϊκή ποίηση, όπως την ξέρουμε, για παράδειγμα, απο το δημοτικό τραγούδι και απο το ρεμπέτικο. Η απαράμιλλη παλιά, καλή ελληνική ποίηση, που εδώ και πολλές δεκαετίες δέν φύεται στην μητροπολιτική Ελλάδα. Το θέμα σε όλα αυτά τα Ρωμαίικα ποιήματα είναι πάντα το ίδιο, αυτό που μονοπωλεί την ελληνική δημιουργία απο την αυγή του ελληνικού πολιτισμού: το μεγαλείο της ανθρώπινης ζωής (που ο θάνατος το δείχνει ακόμη μεγαλύτερο). Αυτή όλη η δημιουργία έχει έναν εκατό τοις εκατό ελληνικό χαρακτήρα, είναι ένας καθαρά ελληνικός καρπός, κάτι που άν το χάσει ο ελληνισμός θα φτωχύνει απαρηγόρητα, γιατί είναι ένα πολύτιμο πετράδι γνήσιο και άρα μπορεί κανείς να καμαρώνει μέσω αυτού για την Ρωμιοσύνη.
Η κάθε γλώσσα αποτελείται απο 4 πράγματα: φωνολογία, μορφολογία, λεξιλόγιο και σύνταξη. Αυτό που πιό εύκολα απο όλα αλλάζει, είναι το λεξιλόγιο, δυσκολότερα αλλάζει η μορφολογία, ακόμη δυσκολότερα η φωνολογία, και πιό δύσκολα απ’ όλα αλλάζει η σύνταξη. Απο γλωσσολογική άποψη, η γλώσσα αυτή συγγενεύει εντονότατα με την Ποντιακή, καί στους 4 τομείς. Χαρακτηριστικό είναι το αρνητικό κί (γράφεται ΤΗ, απο το ιωνικό ουκί =ουχί) αντί του κοινού «δέν», και το εγκλιτικό –πα (=επίσης. Αυτό κατα τη γνώμημου προέρχεται απο το αρχαίο qe, που επι το πλείστον έγινε «τε», αλλα σε κάποιες Αιολικές διαλέκτους πρέπει να ήταν «πε» ή και «πα».). Απο την άλλη, μεγάλη είναι και η διαφορά απο την Ποντιακή, προπάντων καθότι η μέν Ποντιακή: μόνο επιρροή έχει απο τα βορειοελλαδίτικα ιδιώματα, που φαίνεται στην σίγηση του ου και ι πολλών καταλήξεων, ενώ η Ρωμαίικη έχει τα βορειοελλαδίτικα χαρακτηριστικά σε ακραίο βαθμό. (Το πρωτεύον βορειοελλαδικό χαρακτηριστικό είναι η υποβάθμιση των άτονων φωνηέντων, ε σε ι, ο σε ου, ι σε σίγηση και ου σε σίγηση. Δευτερεύον βορειοελλαδικό χαρακτηριστικό είναι η αναβάθμιση των φωνηέντων όταν για κάποιο λόγο δέν μπορούν να υποβαθμισθούν: ε και ο σε α, ι σε ε, ου σε ο). Γι’ αυτό θυμίζει εντονότατα βορειοελλαδίτικα ιδιώματα, όπως αυτό που μιλούσαν ας πούμε στη Θάσο ή στα χωριά του Παγγαίου. Άν μου επιτρέπεται απο αυτά τα χαρακτηριστικά να βγάλω συμπεράσματα για την ιστορία, φαίνεται πως γύρω απο τον Εύξεινο Πόντο, όπου απο τα αρχαία χρόνια του 1ου και 2ου ελληνικού αποικισμού εγκαταστάθηκαν πάρα πολλοί Έλληνες, διαμορφώθηκε μιά ελληνική διάλεκτος κατα βάσιν ιωνική με αρκετά αιολικά στοιχεία και σχετικά μικρή επιρροή απο την Κοινή. Αυτής της διαλέκτου, άς την ονομάσουμε «Εύξεινο» διάλεκτο, μιά μορφή ήταν η παλαιά Ποντιακή, και μιά πολύ παραπλήσια μορφή ήταν η διάλεκτος των βορείων παραλίων του Ευξείνου Πόντου. Η Εύξεινος διάλεκτος διαμορφώθηκε ήδη απο τα αρχαία χρόνια της εγκατάστασης των Ελλήνων του 1ου και 2ου αποικισμού, και ακολουθούσε φυσική εξέλιξη κατα τα ελληνιστικά και βυζαντινά χρόνια δεχόμενη επιρροές απο την Κοινή. Στα νεότερα χρόνια (προφανώς λίγο μετά την Οθωμανική κατάκτηση), βορειοελλαδικοί πληθυσμοί (απο τη Μακεδονία ή Θράκη – κατα τη γνώμημου απο τη Μακεδονία) μετανάστευσαν στην Κριμαία, όπου αναμίχθηκαν με τον ήδη υπάρχοντα στην Κριμαία απο τα αρχαία και βυζαντινά χρόνια ελληνικό πληθυσμό, οπότε η Εύξεινος διάλεκτος των Ελλήνων της Κριμαίας απέκτησε έντονα βορειοελλαδικά χαρακτηριστικά, διατηρώντας ωστόσο και πλείστα αρχαϊκά στοιχεία – ορισμένες λέξεις της Ρωμαίικης έχουν πανάρχαια ελληνική καταγωγή – για παράδειγμα, μου έκανε μεγάλη εντύπωση όταν βρήκα τη λέξη «άλφιτα» (σπασμένα δημητριακά, κοινώς πληγούρι), λέξη γνωστή απο τον Όμηρο, που ακόμη και στα κλασσικά αρχαία Ελληνικά έχει πέσει σε αχρηστία. Στην Κριμαία, όπως και στη Μικρασία αλλα και στον ελλαδικό χώρο, οι Έλληνες δέχθηκαν μεγάλη επιρροή απο την τουρκική γλώσσα και λαϊκό πολιτισμό, πράγμα που φαίνεται απο τα πολλά λεξιλογικά τουρκικά στοιχεία που βρίσκονται στη Ρωμαίικη γλώσσα, και απο πολλά λαογραφικά στοιχεία. Τώρα, ο ελληνικός χριστιανικός πληθυσμός της Κριμαίας υπέφερε πολλά δεινά απο την καταδυνάστευση των Τούρκων αρχόντων του χανάτου της Κριμαίας – βαριά φορολογία, δουλεμπόριο, αρπαγές και βιασμούς, ενώ τα ντόπια δικαστήρια δεν παρείχαν στους Χριστιανούς καμιά ουσιαστική προστασία. Σε αυτήν την κατάσταση ο μητροπολίτης Ιγνάτιος, θρησκευτικός και πολιτικός ηγέτης των Ρωμιών της Κριμαίας, διαπραγματεύθηκε με την αυτοκράτειρα Αικατερίνη της Ρωσίας να δοθεί στους Ρωμιούς τόπος και ισονομία, όπως και δόθηκε. Έτσι οι Ρωμιοί κρυφά μετανάστευσαν απο την Κριμαία και πήγαν στην περιοχή του Ντονέτσκ, όπου μέχρι σήμερα κατοικούν. Όχι οτι ήταν εύκολη η μετανάστευση, δύο χειμώνες πέρασαν στην ερημιά ώσπου να φτάσουν σε έδαφος της τότε Ρωσίας και να εγκατασταθούν, και χιλιάδες πέθαναν απο τις κακουχίες. Πάντως είχαν την τύχη να εγκατασταθούν σε περιοχή «παρθένα», που δέν είχε ποτέ καλλιεργηθεί, και δέν κατοικούνταν απο άλλους ανθρώπους – δέν πήραν κανενός τη γή και δέν έφαγαν κανενός το ψωμί, απέκτησαν γή, βιός και πατρίδα με τον ιδρώτα του προσώπουτους και μόνο, χωρίς να χρωστάνε τίποτε σε κανέναν. Σημειωτέον οτι στην Κριμαία υπάρχει σήμερα μεγάλος ελληνικός πληθυσμός ορθόδοξος και με ελληνική συνείδηση, ενώ είναι πληθυσμός τουρκόφωνος, δέν μιλά ελληνικά, μιλά την Κριμαϊκή Τουρκική γλώσσα, άν και με κάποιες Ρωμαίικες επιρροές στην προφορά και σύνταξη, και με την προσθήκη κάποιων ελληνικών λέξεων που αναφέρονται στα σχετικά με τον ελληνικό πολιτισμό, κυρίως την Ορθόδοξη Χριστιανική θρησκεία. Το οποίο σημαίνει πως και οι Ρωμιοί του Ντονέτσκ Ουκρανίας θα είχαν γίνει και αυτοί τουρκόφωνοι, άν δέν είχαν φύγει απο την Κριμαία.
Έχω ένα ηλεκτρονικό λεξικό που ερμηνεύει απο τη γλώσσα “Urum” δηλαδή τα τουρκικά των Ρωμιών της Κριμαίας, στα Ουκρανικά. (“Urum” είναι λαϊκή τουρκική μορφή του Rum, που θα πεί Ρωμιός, Έλληνας. Ρωμιοί δηλαδή ονομάζονται και εκείνοι, άν και τουρκόφωνοι). Για τη Ρωμαίικη της Ουκρανίας ένα σύντομο και αρκετά πρόχειρο ρωμαιο-ρωσικό γλωσσάριο των πιό συνηθισμένων λέξεων βγήκε το 1931 με σκοπό να βοηθήσει τους Ρωμιούς να μπορούν να διαβάζουν το περιοδικό «Κολλεκτιβιστής». Πολύ πληρέστερο λεξικό, με 10000 τουλάχιστον λήμματα, έχει γράψει ο Λεόντιος Κυριάκοβ. Δέν έχω δεί το λεξικό ωστε να μπορώ να το αξιολογήσω, ωστόσο αυτό το λεξικό είναι σίγουρα απαραίτητο για την επιβίωση της ρωμαίικης γλώσσας, για την κατακύρωσητης ώς γλώσσας πρώτα απ’ όλα. Εννοείται πως καί το γλωσσάριο του 1931 καί το λεξικό του Λ. Κυριάκοβ, θα πρέπει κάποιοι να τα γράψουν σε ηλεκτρονική μορφή και να τα αναρτήσουν στο διαδίκτυο. Η Ρωμαίικη μου είναι πιά αρκετά εύκολη να την καταλαβαίνω, γιατί και με τα βόρεια ελληνικά ιδιώματα είμαι εξοικειωμένος, και με τα Ποντιακά, και γνωρίζω κάμποσα τουρκικά. Συναντώ παρα ταύτα συχνά δυσκολίες στο λεξιλόγιο επειδή ακριβώς είναι τόσο πλούσιο, οπότε καταφεύγω στα συμφραζόμενα για να βγάλω νόημα. Σχεδόν όλη αυτή η εργασία αυτής της ιστοσελίδας έχει γίνει χωρίς λεξικό, εκτός του οτι πότε πότε ανατρέχω στο Urum-(τουρκο-)Ουκρανικό λεξικό, που κι αυτό για να το διαβάσω πρέπει να μεταχειρισθώ δύσχρηστη μεταφραστική μηχανή μέσω σύνδεσης ιντερνετ. Απο το Σεπτέμβριο 2006 βρήκα ένα Ρωμαιικο-Ρωσικό λεξικό στο διαδίκτυο, σε έναν λίαν ενδιαφέροντα ιστότοπο: http://www.mak-mak.com/gendb/RomRus.asp το οποίο λεξικό όμως είναι πολύ φτωχό, έχω ήδη βρεί πάμπολλες ρωμαίικες λέξεις που δέν τις έχει, με έχει βοηθήσει ωστόσο σε αρκετές περιπτώσεις – είναι το μόνο ρωμαίικο λεξικό που έχω. Να μιλήσουμε ανοιχτά, πραγματικά επιστημονικό λεξικό με πραγματική (κατα το ανθρώπινο μέτρο) πληρότητα είναι μόνο το Urum-(τουρκο-)Ουκρανικό λεξικό που ανέφερα, έκδοση της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών της Ουκρανίας, με στοιχεία: ГАРКАВЕЦЬ Олександр Миколайович. Урумський словник.—Алма-Ата: Баур, 2000.— 632 стор.
Г 4602000000-0-0 Без оголошення 00(05)-97 ISBN 5—7667—3229—5 (η οποία Ακαδημία καλά θα έκανε να συγγράψει ανάλογο λεξικό της Ρωμαίικης, όσο ακόμη μιλιέται στα χωριά). Τέτοιο λεξικό για τη Ρωμαίικη δέν έχει γίνει. Στον προαναφερθέντα ιστότοπο βρίσκονται και οι εξής συνδέσεις, που συνοψίζουν όλη την παρουσία των Ρωμιών της Ουκρανίας στον παγκόσμιο ιστό: (που κι αυτή η παρουσία έχει ουσιαστικώς χαθεί, κάποιες απο τις συνδέσεις δέν λειτουργούν κάν)
HELLENES
OF AZOV
GREK.RU
Понтийские
греки
Олег
Пелюкпашиди. Понтийские греки
Олександр
Гаркавець. Уруми
Легенда
о Амазонках
Rusplace.gr
- "Моя Эллада" - русскоязычный портал в Греции.
Общество
греческой культуры "Эллада"
In
Memory of Stalin's Persecution of Greeks
Greek
Cyberspace Search Engine
Донецкое
общество греков
Знаменитые
Греки
ПРАВОСЛАВИЕ
В МАРИУПОЛЕ
Книги
о Крыме
ПОЭЗИЯ
ЛЕОНИДА ПАТРИЧИ
И.Г.Джуха
"ОДИССЕЯ МАРИУПОЛЬСКИХ ГРЕКОВ"
М.А.Араджиони
"Крымскии греки"
Мариуполь
христианский
Фотогалереи
Мариуполя
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον βρίσκω στο
http://www.cypriot.ru/forum
, πρέπει να είναι ο μόνος ιστότοπος με φόρουμ όπου
πιθανώς κάποιοι έχουν γράψει (και ίσως ακόμη γράφουν) στη Ρωμαίικη. βασικά στα
φόρουμ αυτού του ιστοτόπου γράφουν στα Ρωσικά, αλλα έχω δεί και πολλά κείμενα
στα Ποντιακά με το κυρίλλειο αλφάβητο.
Εδώ στην カバラ゜ είναι ένας προπονητής (δέν θυμάμαι το όνομάτου, Ασλανίδης Γιάννης μου φαίνεται), απο τους παλλινοστήσαντες Πόντιους ομογενείς της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Τον ρώτησα απο πιό μέρος έχει έρθει και μου είπε απο το Μπατούμ. Έκανα λόγο για τους Ρωμιούς της Ουκρανίας, και μου είπε πως αυτοί κατάγονται απο την Ανατολική Θράκη, απο εκεί πήγαν στην Κριμαία, και απο την Κριμαία στο Ντονέτσκ. Είναι περίπου ογδόντα χιλιάδες (80000), μου είπε. Και είναι, είπε, και άλλοι απ’ αυτούς που μιλάνε τούρκικα. Ξέρω, είπε, γιατί έχω πάει και εκεί, πηγαίνω σε πολλά μέρη, για αθλητικές συναντήσεις. Αυτές τις πληροφορίες δέν τις έχω διασταυρώσει, ταιριάζουν πάντως με όλα τα άλλα που είπα πρωτύτερα. Ιδιαίτερα, οι Θρακιώτες φημίζονται ώς ικανότατοι αγρότες («όταν ο Θεός έρριξε ένα βιβλίο στη γή, το πιάσανε οι Πόντιοι. έρριξε και ένα αλέτρι, το πιάσανε οι Θρακιώτες. έρριξε και μιά ζυγαριά, την πιάσανε οι Καραμανλήδες» λέει ο λαός), και την ίδια φήμη, ικανότατοι ώς αγρότες, δικαιούνται όχι λιγότερο οι Ρωμιοί του Ντονέτσκ καθώς φαίνεται και απο την ιστορίατους, και απο τα ποιήματα του Λεόντιου Κυριάκοβ. Αυτοί ήταν που πρώτοι αξιοποίησαν τις εκτάσεις εκείνες, χέρσες μέχρι την εγκατάσταση των Ρωμιών. Ωστόσο, ένα χωριό που ίδρυσαν οι Ρωμιοί του χωριού Σαρτανά, ονομάσθηκε Makedonovska, πράγμα που με κάνει να πιστεύω πως οι Ρωμιοί κατάγονταν απο τη Μακεδονία, όχι (ή όχι μόνο) απο τη Θράκη. Ο αριθμός 80000 μάλλον αναφέρεται στην πληθυσμό των Ρωμιών που έχουν καί τους δυό γονείς Ρωμιούς, ή που έχουν ελληνόφωνους γονείς. Άν βάλουμε μαζί και εκείνους που προέρχονται απο μικτούς γάμους με Ουκρανούς - Ουκρανές, και τους τουρκόφωνους, γίνονται άνετα 200000, καθώς έχω ακούσει απο άλλη πηγή.
Αξιοσημείωτο είναι οτι η Ρωμαίικη γλώσσα δέν φαίνεται να έχει επιρροές απο τα Ουκρανικά ή Ρωσικά, με εξαίρεση κάποιες λέξεις της σύγχρονης ζωής, όπως ΚΟΛΧΟΖ, ΜΑςΉΝΑ, ΚΥΜΒΆΙΝ, ΠΛΑΝέΤΑ, που δέν μπορούσαν να ληφθούν απο άλλη πηγή παρα απο τα Ουκρανικά ή Ρωσικά. Συμπεραίνω οτι μέχρι πρόσφατα οι Ρωμιοί δέν είχαν ανακατευτεί με Ουκρανούς και Ρώσους, άν και ζούσαν αρμονικά μαζί με τους ομόθρησκους Ουκρανούς, αισθάνονταν πως είναι ξένοι σε ξένη χώρα (το Σταλινικό καθεστώς βεβαίως βοήθησε σ’ αυτό), και αυτό φαίνεται σε πολλά ποιήματα του Λεόντιου Κυριάκοβ. Η γλώσσα η ρωμαίικη που μιλούσαν τους χαρακτήριζε ώς Ρωμιούς (Έλληνες) και συνεπώς ξένους, διαφορετικούς.
Υπάρχει (δηλαδή υπήρχε) ένας πολύ ενδιαφέρων (δυστυχώς παρατημένος απο τους δημιουργούςτου!) ιστότοπος, http://azov.nostos.gr/gr/index.html όπου μεταξύ πολλών πληροφοριών για τους Έλληνες της Αζοφικής λέγεται πως έχουν έντονη πολιτιστική δραστηριότητα στη Ρωμαίικη γλώσσατους, και όπου ακούω για διατήρηση της Ελληνικής σε ξένους τόπους, αναστενάζω, γιατί και για την Αυστραλία άκουγα οτι διατηρούν την ελληνική γλώσσα, (που δέν είναι και δύσκολο να μάθει κανείς ένα βασικό λεξιλόγιο 800 ή 900 λέξεων για να συνεννοείται), αλλα αυτό που είδα ήταν πολύ διαφορετικό απο εκείνο που άκουγα: η ελληνική εκεί διατηρείται μόνο απο εκείνους που έζησαν στην Ελλάδα, οι οποίοι και συνεχώς αραιώνουν, και εκείνοι ακόμη χρησιμοποιούν εναγωνίως τα λίγα και αδέξια αγγλικά που ξέρουν, αλλιώς δέν έχουν τρόπο να γίνουν κάπως κατανοητοί στα εγγόνιατους.
Σήμερα δέν νομίζω πως η Ρωμαίικη γλώσσα μιλιέται πιά, παρα μόνο απο άτομα κάποιας ηλικίας, ας πούμε 40 ετών και άνω. Αξιοσημείωτο είναι πως δέν υπάρχει ούτε ένας ιστότοπος στη Ρωμαίικη γλώσσα, ενώ π.χ. στην Κουρδική γλώσσα ιστοσελίδες μπορείτε να βρείτε εκατό χιλιάδες. Και είναι κρίμα, δέν νομίζετε; άνθρωποι που επι πολλούς αιώνες υπέφεραν άλλοτε πολύ και άλλοτε λίγο για να διατηρήσουν τον Ελληνισμότους, να «βγούν, ώ συμφορά! απ’ τον Ελληνισμό»; (που λέει ο Καβάφης). Φάγανε μεταναστεύσεις, κακουχίες, τουρκοκρατία, θανατικά, πείνα, διωγμούς – τα αντέξανε. Και τώρα πάει να τους φάει τί; η παγκοσμιοποίηση.
Δέν μπορώ να μήν παραθέσω εδώ τους στίχους ενός τραγουδιού που την 1η Αυγούστου 2004 έβαλε κάποιος στο διαδίκτυο σε ένα φόρουμ, όπου σημειώνεται στα ρωσικά πως τους έγραψε κάποιος που έζησε στο χωριό Σαρτανά, αλλα κατάγεται απο το χωριό Μπογάσο:
1.
Арея, арея, αραία, αραία =αραιά
αραιά (σπάνια, πότε πότε)
С тукос ту марея εις το δικό-σου το μερέα =στη δικήσου
μεριά, στα μέρησου
Го клотъу ту фтялы-м,
драну. εγώ κλώθω το κεφάλι-μου, ανατρανώ. =γυρίζω το
κεφάλιμου, βλέπω.
Го эху стратыя, εγώ έχω στρατεία, =έχω ταξίδι,
Апесум футыя, απ’έσω-μου φωτία, = μέσαμου (έχω) φωτιά,
Туком ту хурия перну το δικό-μου το χωρεία περνώ. =απο το
δικόμου το χωριό περνώ.
Перну ки нунызу, περνώ και νουνίζω, =περνώ και σκέφτομαι,
Ухсам на хулизу |ιΟQΣΑ| να χουλίζω, = ή μάλλον αρχίζω να
φωνάζω:
«Бугасу, ас исун кала!» «Μπογάσο,
ας ήσουν καλά! =«Μπογάσο, να είσαι καλά!
Пилы пуласиис, απολύει απολυσίες, =(σου) στέλνει
χαιρετίσματα,
Харишсин плушиис χαρίζει-σεν πλουσιίες =σου εύχεται
πλούτη
Тукос ту башселску бала το δικό-σο το |ΒΑς|ΣΕΛ|ΣΚ|ο
|ΒΑΛΑ|. =το δικόσου το κεφαλοχωρίτικο παιδί (=εγώ)».
(башселску είναι προφανώς υβρίδιο λέξη απο το
τουρκικό баш =κεφάλι, κύριο, και το ουκρανικό
села =χωριό, με το ουκρανικό και ρωσικό πρόσφυμα επιθέτων
–σκ, και ελληνική κατάληξη –ου (δηλαδή το –ο των ουδετέρων)
хурия είναι μάλλον τυπογραφικό λάθος αντί για хурию
=χωρίο).
2.
С така-с та мурморья εις τα
δικά-σου τα μοιρομόρια =στα δικάσου τα μνήματα
Прату лоря-лоря περπατώ
ολόγυρα-ολόγυρα =βαδίζω γύρω γύρω
Та матям сунгкута пихта. τα μάτια-μου σφουγκώ-τα πηχτά.
=τα μάτιαμου σκουπίζω συχνά, κάθε λίγο.
Атута мурморя ετούτα μοιρομόρια =αυτά τα μνήματα
Такам эн та соя, τα δικά-μου ένι τα σόγια, =οι δικοίμου
είναι οι συγγενείς,
Такам эн та тэря ата. τα δικά-μου ένι τα εντέρια αυτά.
=τα δικάμου είναι τα σπλάχνα αυτά.
Та спитя псиленун, τα σπίτια ψηλαίνουν, =τα σπίτια
ψηλώνουν,
Румей иксилевун, Ρωμαίοι |ΕΚΣί_ΛΕ|εύουν, =οι Ρωμιοί
λειψαίνουν, λιγοστεύουν,
Румеку ту глоса арен. ρωμαίικο το γλώσσα αραιαίνει. =η
ρωμαίικη η γλώσσα αραιώνει. (=γίνεται σπάνια)
Румека пидъича, ρωμαίικα παιδίτσια, =τα ρωμαίικα μικρά
αγόρια,
Румека курчича ρωμαίικα κοριτσίτσια =τα ρωμαίικα μικρά
κορίτσια
Ти ксерун румека румей κί ξέρουν Ρωμαίικα Ρωμαίοι. δέν
ξέρουν Ρωμαίικα οι Ρωμιοί.
(|ΕΚΣί_ΛΕ|εύουν, απο το τουρκ. |ΕΚΣί|- =γίνεται λειψό,
μειώνεται, χάνεται. -ΛΕ- είναι τουρκικό πρόσφυμα που ενίοτε οι Ρωμιοί το
προσθέτουν πλεοναστικά)
3.
Инэя убайдъа, εννέα |ΟΒΑ|δια, =εννέα λόφοι,
Ифта тарамайдъа, εφτά |ΤΑΡΑΜΑ|δια, =επτά καλλιεργημένες
εκτάσεις,
Апесу галтицка нера απ’έσω γλυκίτσικα νερά.
=(περιβάλλουν) μέσα γλυκά νερά.
Та чоля-с спармена, τα
|ΞΟΙΛ|ια-σου σπαρμένα, =τα χωράφιασου είναι σπαρμένα,
Хтина фаимена. κτηνά φαγημένα. =οι αγελάδεςσου (είναι)
ταϊσμένες.
Го эху тукос ту хара. εγώ έχω το δικό-σου το χαρά. =εγώ
έχω τη δικήσου τη χαρά = χαίρομαι με σένα.
На круй аври илус, να κρούει αύριο ήλιος, =για να χτυπάει
(=να λάμπει, να ζεσταίνει) αύριο ο ήλιος,
На шеритын филус, να χαίρεται φίλος, =για να χαίρεται ο
(κάθε) φίλος,
Го храз на сикумин пурна εγώ χρειάζει να σηκούμαι πρωινά.
=εγώ πρέπει να σηκώνομαι νωρίς.
<а> Илус атитку ήλιος ετοίουτικο =
και ήλιος τέτοιος
Ки фиса дамлитъку και φύσα |ΔΑΜΛΙ|δικο, =και αέρας
υπέροχος
Пудъина па тен сту дуня πουθενά-πα κί έν στο |ΔΥΝιΑ|.
=πουθενά μα πουθενά δέν υπάρχει στον κόσμο!
(προβληματική είναι η λ. |ΔΑΜΛΙ|δικο, πιθανώς λάθος αντί για |ΝΑΜΛΙ|δικο= ονομαστό. αλλιώς μοιάζει να είναι απο το τουρκ. |ΔΑΜΛΑ|= σταγόνα, με την έννοια «αποσταγμένο, η πολυτιμότερη ουσία, υπέροχο, εξαιρετικό»). (Μέτρο μεσοτονικό, χαλνάει σε ένα σημείο στην τρίτη στροφή όπου διορθώνω προσθέτοντας το <а> που κατα βάσιν σημαίνει «ενώ» στη Ρωμαίικη)
Θα πρότεινα όχι ειδικά για τους Ουκρανιώτες Ρωμιούς, αλλα για όλους τους μακρινούς ομογενείς όπου η γλώσσαμας χάνεται, η Ελλάδα να φιλοξενεί κάθε χρόνο 1000 παιδιά (11-12 ετών) ομογενών απο το σύνολο των μακρινών μακρινών χωρών, το κάθε παιδί μέσα σε μιά ελληνική οικογένεια για ένα χρόνο; και έπειτα να επιστρέφουν στην χώρατους και να έρχονται την άλλη χρονιά άλλα 1000 παιδιά. Τα σχολεία ξένης γλώσσας δέν μπορούν να την διατηρήσουν το ξέρω καλά. Ξένη γλώσσα είναι σήμερα η Ελληνική για τα ελληνάκια της Αυστραλίας, της Αμερικής, όπως και της Ουκρανίας. Μπορούν όμως πολύ καλά να λειτουργήσουν σχολεία θεατρικά, που να διδάσκουν μόνο το ανέβασμα θεατρικών παραστάσεων, γιατί όχι και κινηματογραφικών ή τηλεοπτικών δημιουργιών, στην ελληνική γλώσσα, ή εν προκειμένω στη Ρωμαίικη γλώσσα. Σημειωτέον οτι το ποιητικό έργο των Ρωμιών της Ουκρανίας έχει εντονότατα δραματικό χαρακτήρα, είναι ό,τι πρέπει για να γίνει θέατρο, κινηματογράφος, κινούμενο σχέδιο. Ειδικά τα έργα του Λεόντιου Κυριάκοβ, δέν ξέρω άν του το έχει πεί κανένας, έχουν κινηματογραφικό χαρακτήρα, το κάθε ποίηματου είναι μιά κινηματογραφική ταινία δοσμένη με λόγια. Όχι όμως να διδάσκεται ένα θεατρικό έργο έναν χρόνο για να παιχθεί μία μέρα. Το αντίθετο. Για να γίνει δουλειά μέσω του θεάτρου, μιά μέρα πρόβας πρέπει να αντιστοιχεί σε έναν χρόνο παραστάσεων.
Ειδικά για τους Έλληνες της Ουκρανίας, θα πρότεινα να κατασκευασθεί μιά «μηχανή» που να μεταφράζει ηλεκτρονικά απο τα Ελληνικά στα Ουκρανικά, ωστε να μπορούν οι εκεί Ρωμιοί να διαβάζουν ελληνικές ιστοσελίδες και ηλεκτρονικό υλικό. Μιά τέτοια μηχανή είναι ό,τι πρέπει για εκμάθηση ξένης γλώσσας. Σημειωτέον οτι προς την Ελληνική η Ουκρανική είναι πολύ κοντύτερα απο ό,τι η αγγλική, προπάντων όσον αφορά τη σειρά των λέξεων, πράγμα που ανεβάζει πολύ τη χρηστικότητα μιάς τέτοιας μηχανής. Προτείνω ακόμη να ξαναβγεί μόνο στα Ρωμαίικα το περιοδικό Κολλεκτιβιστής (που κυκλοφορούσε ακόμη και μέσα στο χρόνια των σταλινικών διωγμών) να αναρτάται και στο διαδίκτυο. Να εκδοθούν, καί ηλεκτρονικά, τα άπαντα των Ρωμιών λογοτεχνών. Τέλος πάντων, όποιος μπορεί (εκτός απο προεκλογική κίνηση ή δια το θεαθήναι) να πράξει κάτι για τη διατήρηση του Ελληνισμού, άς το πράξει. Προς τούτο συνεισφέρω αυτήν την ιστοσελίδα, που δίνει και πρόταση για το πώς να γράφεται η Ρωμαίικη με το ελληνικό αλφάβητο απο ανθρώπους που ξέρουν να γράφουν μόνο με το Κυριλλικό, και το πώς να αποδίδεται ωστε να την κατανοούν οι Ελλαδίτες.
Όταν αξιωθώ, άν θέλει ο Θεός, να καταγράψω τα δύο βιβλία που έχω του Λεόντιου Κυριάκοβ σε ηλεκτρονική μορφή, η εργασία αυτή θα ισοδυναμεί και με όργανο εκμάθησης της Ρωμαίικης γλώσσας (αφού μεταφράζω διατηρώντας τη σειρά των λέξεων και όσο γίνεται πιό κοντά στο πρωτότυπο. Δίνω πρώτα μιά φωνητική αναβάθμιση του κάθε στίχου, και έπειτα μετάφραση της στροφής). Προς το παρόν (αρχές Μαΐου 2006) έχω καταγράψει περίπου το 1/10 μόνο. (Οκτώβριος του 2006, έχω καταγράψει καί τους δύο τόμους, αλλα ακόμη χρειάζονται γλωσσική εξήγηση και μετάφραση)
Είμαι περήφανος που διατήρησαν αυτήν την γλώσσα με όλη την παραφθοράτης, γιατί η παραφθορά δείχνει πως πολλούς αιώνες έζησαν μακριά απο τον Ελληνισμό, και όμως δέν τον αποποιήθηκαν, πολλές λέξεις μεσαιωνικές και αρχαίες ελληνικές διατηρούνται στη γλώσσατους, ενώ έχουν χαθεί απο την Κοινή Νέα Ελληνική. Ακόμη και για τα πολλά τουρκικά στοιχεία της γλώσσαςτους είμαι περήφανος, γιατί δείχνουν πόση συνάφεια είχαν με το τουρκικό στοιχείο, ωστόσο προτίμησαν ταλαιπωρία, κατατρεγμούς και προσφυγιά παρά να «τουρκέψουν».
Πρέπει επ’ ευκαιρία να παρατηρήσω πως η Ρωμαίικη σε ορισμένα σημεία αποδεικνύεται συντηρητικότερη απο την κοινή Μεσαιωνική Ελληνική που μιλιόταν σχεδόν σε όλη την Ελλάδα και Μικρασία. Στην κοινή Μεσαιωνική Ελληνική όπως και στην Ποντιακή, για παράδειγμα, χρησιμοποιείται η πρόθεση μετά (εξ ού με) ενώ η Ρωμαίικη χρησιμοποιεί σε τέτοια χρήση την πρόθεση εν, που είναι συνηθισμένη σύνταξη της Ελληνιστικής Ελληνικής. Επίσης, ενώ η Μεσαιωνική Ελληνική χρησιμοποιεί το ωσάν, μόνο η Ρωμαίικη χρησιμοποιεί το ιΆΝ, απο οία άν, που ανάγεται στην Ελληνιστική Ελληνική γλώσσα. Αυτά και αρκετά ακόμη αρχαΐζοντα στοιχεία της Ρωμαίικης μαρτυρούν πως ο πληθυσμός που τη μιλούσε απομονώθηκε (ώς ένα βαθμό) απο τον υπόλοιπο ελληνόφωνο πληθυσμό ήδη απο την αρχαία Εποχή. Τουλάχιστον απο άποψη γλωσσολογικού ενδιαφέροντος, η Ρωμαίικη γλώσσα είναι θησαυρός: δίνει τα πλείστα και τα πιό χαρακτηριστικά δείγματα όλων των γλωσσολογικών φαινομένων.
СТЫРНО ТАТАТЛЫХ. ΣΤΕΡΝΌ |ΤΑΤΑΤΛΙΧ|
τελευταία πατρίδα
Пу пирин мас ки пейн тюнурюс Моисейс, πού πήρε-μας και πηγαίνει καινούργιος Μωυσής,
Пу эн ато кало ту василыю? πού ένι αυτό καλό το βασιλείο;
Пас тына финум мис такамас та авлэс πάνω σε τίνα αφήνουμε ημείς τα δικά-μας τα αυλές
Ки та мурморя мас — мидан ту клыю? και τα μοιρομόρια-μας - |ΜΕιΔΑΝ| του κλαίου;
πού μας πήρε και μας πηγαίνει ο καινούργιος Μωυσής, πού είναι εκείνο το καλό το κράτος; σε ποιόν αφήνουμε εμείς τις δικέςμας τις αυλές και τους τάφους (των προγόνων)μας – τον τόπο του θρήνου; (καινούργιος Μωυσής νοείται ο μητροπολίτης Ιγνάτιος, ηγέτης των Ρωμιών κατα τη μετανάστευση στην Ανατολική Ουκρανία. το καλό το κράτος στο οποίο ποθούσαν να φθάσουν ήταν η τότε Ρωσία, όπου θα έβρισκαν άσυλο απο την καταπίεση των Τούρκων της Κριμαίας).
Пас тына финум топс та спернышкам адъо πάνω εις τίνα αφήνουμε τόπους τά σπέρνισκαμε εδώ
Ки дузанлайвам да мис шлядъыс хроня και |ΔΥΖΕΝ_ΛΕ|ευαμε-τα ημείς χιλιάδες χρόνια (|ΔΥΖΕΝ_ΛΕ|- =εξομαλύνει, βάζει σε τάξη)
Чулы мидан, килсис, пу валышкам ставро, |ΞΟΙΛ|ίου |ΜΕιΔΑΝ|, εκκλησίες, όπου βάλλισκαμε σταυρό,
Пу иксирам замет, агап ки? όπου ήξεραμε |ΖΑhΜΕΤ|, αγάπη και <πόνια>;
σε ποιόν αφήνουμε τους τόπους τους οποίους σπέρναμε εδώ και με την εργασίαμας τους βάζαμε σε τάξη χιλιάδες χρόνια, της εξοχής την άπλα, τις εκκλησίες όπου κάμναμε το σταυρόμας, όπου γνωρίζαμε μόχθο, αγάπη και πόνους; (στα Ρωμαίικα η έκφραση είναι «βάλλω σταυρό» =κάνω το σταυρόμου, επίσης η αντίστοιχη έκφραση των τουρκόφωνων Ρωμιών, των Urum, σημαίνει «βάζω σταυρό»)
Уджахья кардъака атора тъа взытьун, |ΟЏΑQ|ια καρδιακά ετώρα θα σβηθούν,
Та пшес тын тъа-на фхун с джапи та фуля. τα ψυχές-των θε να φύγουν εις |ЏΑΠ|ίου τα φώλια (=σπήλαια)
Ати тъа клэгны та, кака тъа мурлугун εκεί θα κλαίγουνε αυτά, κακά θα μοιρολογούν
Пас та графес ки та васаня ула. πάνω στα γραφές και τα βασάνια όλα.
οι εστίες οι οικείες(μας) τώρα θα σβησθούν, οι ψυχέςτους πρόκειται να καταφύγουν στου βουνού τα σπήλαια. εκεί θα θρηνούν αυτές, οικτρά θα μοιρολογούν για τα γραμμένα της μοίρας και τα βάσανα όλα. (οι ψυχές των εστιών είναι προφανώς οι ψυχές των προγόνων, στα τζάκια πιστεύεται οτι κατοικούν οι ψυχές των προγόνων της κάθε οικογένειας. «τώρα που αφήνουμε τα τζάκιαμας, οι ψυχές των προγόνωνμας θα φύγουν απο εκεί, θα πάνε να κατοικήσουν τις σπηλιές των βουνών, και εκεί θα θρηνούν για την αθλιότητα που μας βρήκε»)
Царанцан прото та ахтидъа ан ту фос τσαράντησαν πρώτο τα ακτίδα εν τω φώς
Ки ламбрисан хараташи кулфия, και λάμπρισαν |QΑΡΑΤΑς|ίου κορυφία,
Та, сабахтан, ксапелсан хориму аргос αυτά, |ΣΑΒΑhΤΑΝ| εξαπέλυσαν χόρεμο αργώς («εξαπέλυσαν χορό», άρχισαν να χορεύουν)
Ки батыпсан пес нунзмата камия. και |ΒΑΤ|ευσαν απ’έσω νουνίσματα καμία.
ξεπετάχτηκαν οι πρώτες ακτίνες με φώς και έλαμψαν του μεγάλου βράχου οι κορυφές, αυτές (οι ακτίνες) απο το πρωί το έριξαν στο χορό μέχρι αργά, και όμως βούλιαξαν μέσα σε (στενόχωρες) σκέψεις κάποτε.
А пех джапи ту аралых пян ре трагодъ |hΑ| απ’ έσωθε εκ |ЏΑΠ|ίου το |ΑΡΑΛΙQ| πιάνει ρέει τραγώδι (|hΑ| =δεικτικό επιφώνημα, συχνά χρησιμοποιούμενο ώς σύνδεσμος. |ΑΡΑΛΙQ|= ενδιάμεσος χώρος)
X ту храр апану клыю эн юмату. εκ το |QΑΡΑΡ| επάνω κλαίο ένι γεμάτο.
Ато румей джунайсан н тун тъыго αυτό Ρωμαίοι |џΟΥΝΑ|ησαν εν τον Θεό
На кзун с вары ки трагико ту страта. να εκβούν εις βαρύ και τραγικό το στράτα.
απο μέσα απο του βουνού τη χαράδρα αρχίζει και αναβλύζει τραγούδι, απο το όριο (απο το ανθρώπινο μέτρο) παραπάνω κλάμα είναι γεμάτο (το τραγούδι). αυτό (το τραγούδι ήταν:) οι Ρωμιοί που ξεκίνησαν με τον Θεό να βγούν στη βαριά και τραγική τη στράτα.
Ма ты лэ то тукотын ту трагодъ Νά τί λέει το δικό-των το τραγώδι
Фкритъэт ту сис-па ас ту ксерит: εφουκρηθέτε-το σείς-πα ας το ξέρετε:
«Симера мавру уранос, «σήμερα μαύρο ουρανός,
Симера мавру мера, σήμερα μαύρο μέρα,
Симера оли клэгунэ σήμερα όλοι κλαίγουνε
Ки та вуна мелунэ». και τα βουνά μελούνε (=μελαγχολούν, απο το αρχαίο μέλεον)
Νά τί λέει το δικότους το τραγούδι, ακούστετο και σείς να το ξέρετε: «σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα, σήμερα όλοι θρηνούν, και τα βουνά ακόμη είναι λυπημένα».
Эн клапсму? Йох!То вуйзму лыкус, тъэмум, мяз ένι κλάψιμο; |ιΌQ|, αυτό βούισμο λύκους, Θεέμου, μοιάζει
Та клутят бдъына, пую хачарайсин. τα κουλούκια-του πουθενά οποίο |QΑΞΑΡ|άησεν. (|QΑΞ|- =φεύγει, |QΑΞΑΡ|- αφήνει να φύγουν, χάνει)
Айто дауш вары, кардъыя ту трумаз, αετό |ΔΑβΟΎς| βαρύ, καρδία το τρομάζει,
Дугмену алях с досму ту хадрайзин. |ΔΟΙC|μένο |ΑΛΑΑQ| εις |ΔΟΙC|σιμο τό |hΑΔΙΡ|άηζεν. (χαΔραεύει= ζητά (σωτηρία))
Είναι κλάμα; όχι! αυτό ουρλιαχτό λύκαινας, Θεέμου, μοιάζει, τα κουτάβια(της) κάπου η οποία (λύκαινα) έχασε. αετού φωνή βαριά, την καρδιά που κάνει να τρέμει, που (ο αετός) χτυπημένος βαρύτατα σε μάχη με τέτοια φωνή κραύγαζε ζητώντας σωτηρία.
Ки дъайнан, дъайнан-кочиван румей х ту Крим, και διάβαιναν, διάβαιναν, |ΚΟΙΞ|-ευαν Ρωμαίοι εκ το Κρίμ,
Ки спернышкан мурморя н та баряхья. και σπέρνισκαν μοιρομόρια εν τα |ΒΑιΡΑQ|ια.
Футыя вастанан, ми взыты, то, сахин, φωτία βάσταναν, μή σβείται, αυτό, |ΣΑQΙΝ|,
Ту ипсан х кардъакатын та уджахья. τό ήψαν εκ καρδιακά-των τα |ΟЏΑQ|ια.
και πήγαιναν, πήγαιναν, μετανάστευαν οι Ρωμιοί απο την Κριμαία, και έσπερναν τάφους με λάβαρα. (στον κάθε τάφο έβαζαν ένα λάβαρο, που ήταν ουσιαστικά ένας ψηλός σταυρός). την φωτιά διαφύλασσαν, να μή σβηστεί αυτή, προσεκτικά, την οποία άναψαν απο τις οικείεςτους εστίες.
Ато, ту ифиран с ту Крим, абре, гурга αυτό, τό ήφεραν εις το Κρίμ, |hΑ ΒΑΡΕ|, γοργά
Пурпан Элладас н пстыя ки акона, προ-πάνω Ελλάδας την πιστία και εικόνα,
Ки вастанан адъо, тъарис н та котьна вга, και βάσταναν εδώ, θαρρείς εν τα κόκκινα αυγά,
Пула аметрита варея хроня. πολλά αμέτρητα βαρέα χρόνια.
αυτήν (τη φωτιά) την οποία έφεραν στην Κριμαία, βεβαίως, απο παλιά, της μητροπολιτικής Ελλάδας την πίστη και την εικόνα, και την διαφύλασσαν εδώ (=στην Κριμαία), θαρρείς με τα κόκκινα αυγά, πολλά αμέτρητα βαριά (=δύσκολα) χρόνια.
Ксира, спазмена чоля лон ту Крим пернун ξερά, σωπασμένα |ΞΟΙΛ|ια ελαύνων το Κρίμ περνούν (ΛΟΝ είναι η αρχαία μετοχή ελών του ρήματος αιρώ, αλλα επειδή στην πιό συνηθισμένη χρήσητης στα Ρωμαίικα δείχνει επιρροή απο τη μετοχή ελαύνων, μεταγράφω «ελαύνων»)
Пес чол Днипро аплогутын на шмасны, απ’έσω |ΞΟΙΛ| Δνείπερου απο λόγου-των να χειμάσουνε,
Ма дъыя хронс азмоныта аришк ты зун μα δύα χρόνους αλησμόνητα αρίζικοι αυτοί ζούν
Адъо на эртны зысму тын на хлясны.— εδώ να έρθουνε ζήσιμο-των να χλιάσουνε.
άνυδρες, άλαλες ερημιές μέσα στην Κριμαία περνούν, στη στέππα του Δνείπερου (ποταμού) απο μόνοιτους για να περάσουνε το χειμώνα, μα δύο χρόνια αλησμόνητα (για τις κακουχίεςτους), οι κακορίζικοι αυτοί, ζούν, εδώ ώσπου να έρθουνε (στο Ντονέτσκ) τη ζωήτους να ζεστάνουνε.
С та кикка ки хлюра та чоля убадъы στα |ΚΕιίΚ|ικα και χλωρά τα |ΞΟΙΛ|ια |ΟΒΑ|δίου (|ΞΟΙΛ|ια |ΟΒΑ|δίου επι λέξει =εξοχές λόφου, =με λόφους)
Алэтр камия приазовск ту тидъын αλέτρι καμία Πριαζόβσκ τό κί είδεν
На док баразана ки на пелыс арзы να |ΔΟΙC|ει |ΒΑΡΑΖΑΝΑ| και να απολύσει ριζί (|ΒΑΡΑΖΝΑ|, απο τα ρωσικά = αυλακιά απο όργωμα)
Ки на нысты ато Стырно-т Патридъа. και να γινιστεί αυτό Στερνό-του Πατρίδα.
στις έρημες και χλωρές πεδιάδες ανάμεσα σε λόφους, που αλέτρι ποτέ η Περιαζοφική γή δέν είχε γνωρίσει, να «χτυπήσει αυλακιά» (=να αρχίσει να οργώνει αυτός ο πληθυσμός) και να βγάλει ρίζα (=να ριζώσει αυτός, ο Ρωμαίικος, πληθυσμός), και να γίνει αυτός ο τόπος Στερνήτου Πατρίδα.
Э.Хаджинов (Εδουάρδου Χατζίνοβ), 1978.
- - - - - - - - - - - - - - ΣΤΉΧιΑ στίχια - - - - - - - - - - - - - -στίχοι
(του Λεόντιου Κυριάκοβ, όπου δέν αναφέρεται άλλος δημιουργός)
ΕΣΤΑΦεΤΑ (ρωσική λέξη) σκυτάλη
ΑΠΣΑ ΠεΡΝΑ τΗΡΟΣ, ΘΑΡΗΣ ΑΝΙΝ… αψά περνά καιρός, θαρρείς anın… (επίρρημα αψά απο επίθετο αψύ. τουρκ. an= στιγμή, anın =στη στιγμή)
ΠεΤΆ ΚΗ ΠΆι ΑΔΆΛΙΦΤΑ Τ ΠΛΑΝεΤΑ. πετά και πάει α|ΔΑΛ|ευτα το planeta.(ΑΔΆΛΙΦΤΑ είναι απο το ελληνικό στερητικό α- και το ρήμα ΔΑΛΈβ, τουτέστιν το τουρκικό dal- =βυθίζεται, μεταφορικώς: νυστάζει, κουράζεται. Τα τουρκικά ρήματα στην Ποντιακή ελληνοποιούνται πάντοτε με την κατάληξει –εύει, αυτήν την κατάληξη συνήθως χρησιμοποιεί και η Ρωμαίικη.)
ΤΥ ΖΉΣΜΥ-Μ, ΜέΤΡΑ, ΆΡΤΑ ΠΗΡΗΛΊΝ, το ζήσιμο-μου, μέτρα, artıq περιλύνει,
ΝΑ δΟΚΥ ΧΡΆςΚΗΤ ΆΡΤΑ Τ ΕΣΤΑΦέΤΑ. να δώκω χρειάσκεται το estafjeta.
γρήγορα περνά ο καιρός, θαρρείς στιγμιαία… πετά και πάει ακούραστα ο πλανήτης. η ζωήμου, μέτρα (λογάριασε), πλέον ξετυλίγεται (τελειώνει), να δώσω πρέπει πιά τη σκυτάλη.
ιΑςΛΆΡ, ΤΙΣ ΣΚΌΘΗΝ ΣΉΜΥΡ ΑΣ ΤΥ ΒδΆΡ, jaşlar, τίς σηκώθη σήμερο εις το ποδάρι,
ΣΧΟΡΆΣΗΤ ΜέΝΑ ΑΣ ΤΥ ΛΊΓΥΜ δΛΊιΑ. συγχωρέσετε μένα εις το δίχως-μου δουλεία.
ΖΑΜεΤ τΗ ΧΗιβΑ, ΤΡΆβΑΝΑ ΓΟ ΓΜΆΡ, zahmet κί qı–ευα, τράβανα εγώ γομάρι,
ΑΝΓΚεβΗΤ, ΒέΛτΗΜ, ΜέΝΑ ΣΗΣ ΚΑΜΗιΑ… aŋ-εύετε, bel-ki, μένα σείς καμία… (το τουρκικό οπίσθιο ουρανικό έρρινο γίνεται «νγκ» στη Ρωμαίικη)
νέα παιδιά, (λέω σε καθέναν) που σηκώθηκε σήμερα στο ποδάρι, συγχωρέστε εμένα που είμαι δίχως δουλειά. μόχθο δέν λυπόμουνα, τραβούσα εγώ φορτίο, θα με θυμάστε ίσως, εμένα εσείς κάποτε…
ΚΗΣΚΉΝΚΑ ςΥΡΖΗΝ ΆΝΙΜΥΣ ΧΑΡςΎ-Μ, keskin-ικα σύριζεν άνεμος -μου
ΧΗΤΛΊΧιΑ ΚΗ ΝιΑΖΜΥΣ ΣΤΥ ΖΗΣΜΥ-Μ ΗδΑ.qutlıq–ια και νοιασμούς στο ζήσιμο-μου είδα.
τΗ ΧΗιβΑ ΖΗΣΜΥ, εΜΑ-ΠΑ δΑΦΤΎ-Μ, κί qı–ευα ζήσιμο, αίμα-πα δε-αυτού-μου, (το δ- του «δαφτού» είναι προφανώς απο το αρχαίο «όδε αυτός», συμβατικώς το αποδίδω με «δε»)
ΝΔΑ ΣΚΟΘΑΝ ΠΑΝΥ-ΜΑΣ ΤΑ ΑΓΡΑ ΦΗδΑ… εν τα σηκώθεν πάνω-μας τα άγρια φίδια… (το γ΄ πληθυντικό του παθητικού αορίστου δέν έχει ποτέ -σ- στη Ρωμαίικη, κατα τη γνώμημου δέν έχει εκπέσει το -σ-, αλλα προέρχεται απο αρχαία διάλεκτο που είχε την κατάληξη -(θ)εν αντί -(θ)ησαν, όπως στα ομηρικά έπη «τράφεν» αντί «ετράφησαν» κ.λπ.)
αιχμηρά σφύριζε ο άνεμος απέναντίμου (ενάντια), καλοτυχίες και (έγνοιες=) στενοχώριες στη ζωήμου είδα. δέν λυπόμουν (να σώσω) τη ζωήμου, ούτε το αίμαμου το ίδιο, όταν σηκώθηκαν εναντίονμας τα άγρια φίδια.
ΚΗ ΣΤΕΡΑ-ΠΑ, ΝΔΑ ΗΝΚΣΑΜ ΜΗΣ ΔΥςΜΆΝΣ, και ύστερα-πα, εν τa ένικησαμε ημείς dyшman-ους
ΑΝΑΠΑΠΣ τΉΧΑΜ, ΉΚΣΗΡΑΜ ΤΕΚ δΛΊιΑ. ανάπαυση κί είχαμε, ήξεραμε tek δουλεία.
ΓΑΡΗΠΚΑ ΕΖΝΑΜ ΜΗΣ ΤΟ ΤΥ ΖΑΜΆΝ, garib-ικα έζηναμε ημείς αυτό το zaman
ΜΑ ΠΡΑΤΖΑΜ ΦΥΣΗΡΌ ΧΑΡΆ ΣΝ ΚΑΡδΉιΑ… μα περάτιζαμε φωσερό χαρά στην καρδία…
και ύστερα επίσης, όταν νικήσαμε εμείς τους εχθρούς, ανάπαυση δέν είχαμε, ξέραμε μόνο δουλειά. φτωχικά ζούσαμε εμείς αυτόν τον καιρό, αλλα στέλναμε φωτεινή χαρά στην καρδιά… (το «φωσερό» θυμίζει «φυσερό», καίρια, σάν να δείχνει πως όπως με το φυσερό στέλνουν αέρα για να δυναμώσουν τη φωτιά, έτσι στέλνανε χαρά στην καρδιάτους)
ΣΤΑ ΜεΝΑ ΆΡΤΑ ΉΡΤΙΝ ΣΤΥΡΥΤΈΡΣ, εις τα μένα |ΑΡΤΙQ| ήρθε υστεροκαίρης,
βΆι, ΗβδΥΜΗΝΔΑΠΈΝΔΙ ΉΜΗ ΦΈΤΥΣ, βάι! εβδομηνταπέντε είμαι φέτος,
ΜΑ τΉ ΠεΤΆΓΥ Ν ΠέΝΑ ΑΧ ΤΥ ςέΡ-Μ, μα κί πετάω την πένα εκ το χέρι-μου,
ΘΑ ΓΡΆΠΣΥ ΣΤΉΧιΑ ΌΣ ΝΑ ΈΡΤ ΤΥ ΠέΘΥΣ… θα γράψω στίχια ώς να έρθει το πένθος…
σε μένα πιά ήρθε στερνός καιρός (φθινόπωρο =γεράματα), άχ! εβδομηνταπέντε (χρονών) είμαι φέτος. αλλα δέν παρατάω την πένα απο το χέριμου, θα γράφω στίχους ώσπου να έρθει ο θάνατος…
ΧΌΡΑ ΣΑΡΤΑΝΆ 8.05.1994 (του ποιήματος αυτού νεότερη παραλλαγή βρίσκεται στο διαδίκτυο):
ЭСТАФЕТА
Апса та хроня дрехны писалын, αψά τα χρόνια τρέχουνε πισαλλοίν
Пета ки пай адалыфта н планета. πετά και πάει α|ΔΑΛ|ευτα την |ΠΛΑΝΕΤΑ|.
Ту зисму-м метра арта пирилыйн, το ζήσιμο-μου, μέτρα, |ΑΡΤ-ΙQ| περιλύη, (=περιελύθη)
На дъоку ими итмус т' эстафета. να δώκω είμαι έτοιμος το |ЭСТАФЕТА|.
ταχύτατα τα χρόνια τρέχουνε το ένα πίσω απο τ’ άλλο, πετάει και πάει ακούραστα ο πλανήτης. η ζωήμου, λογάριασε, ήδη ξετυλίχθηκε (=τέλειωσε), να δώσω είμαι έτοιμος τη σκυτάλη.
Яшлар, тыс скотъин симур пас ту бдъар, |ιΑςΛΑΡ|, τίς σηκώθη σήμερο πάνω στο ποδάρι,
Схорасит мена ас ту лыгу-м дълыя. συγχωρέσετε μένα εις το δίχως-μου δουλεία.
Замет ти хийва, травана го гмар, |ΖΑhΜΕΤ| κί |QΙ|ευα, τράβανα εγώ γομάρι,
Оспу та иха дъина го ки ия. ώσπου τά είχα δύνα εγώ και υγεία.
νέοι, που σηκωθήκατε σήμερα στο ποδάρι, συγχωρέστε-με που είμαι δίχως δουλειά. κόπο δέν λυπόμουνα, τραβούσα εγώ φορτίο, ώς ότου είχα δύναμη και υγεία.
Сты мена арта иртын стурутерс. στ’ εμένα |ΑΡΤ-ΙQ| ήρθε υστεροκαίρης.
Эх хроня! Огдъо<и>нда ими фетус... έχ χρόνια! ογδοήντα είμαι φέτος… (στη Ρωμαίικη λέγεται ογδοήντα και όχι ογδόντα)
Яшлар! Т' анепша-м! А туко-м ту шер: |ιΑςΛΑΡ|! τα ανέψια-μου! |hΑ| το δικό-μου το χέρι:
Парет хты мена чалка т' эстафета! πάρετε εκ τ’ εμένα |ΞΑΛ|ικα το |ΕΣΤΑΦεΤΑ|!
σε μένα πιά ήρθε στερνός καιρός (φθινόπωρο=γεράματα). έι χρόνια! ογδόντα είμαι φέτος… νέα παιδιά! εγγόνιαμου! νά το χέριμου: πάρετε απο μένα γρήγορα τη σκυτάλη!
хора Сартана 8.05.1994
ΑβΓΥΣΤιΑΤΙΚΗ ΝΙΧΤΑ
ΗΝΊΘΙΝ ΦέΝΓΚΥΣ, ΠΛΕβ ΠΑΣ Τ ΧΌΡΑ, εγεννήθη φέγγος, πλεύει πάνω στη χώρα (πλεύ-, διατηρεί το αρχαίο w «δίγαμμα». Η έκφραση εγεννήθη φέγγος / ήλιος είναι τουρκική, “cyn dogdu”, και έχει φτάσει ακόμη και στα Ιταλικά «il sole nasce», ενώ δέν υπάρχει στα αρχαία ελληνικά ή στα λατινικά)
ΑΤΊΤΚΥ ΌΜΥΡΦΥ ΖΑΜΆΝ! ε-τοίουτικο όμορφο zaman!
ΛΑΦΡΆ ΑΈΡΑ ΦΣΆ, ΑβΌΡΑ, ελαφρά αέρας φυσά, ευώρα ευώρα (=καλοκαιρία, όμορφη ώρα, ευχάριστος, ευωδιαστός αέρας)
ΑΝΚΆΛΣΗΝ ΌΛΥ ΤΥ ΜΗΔΆΝ. αγκάλισεν όλο το mejdan.
βγήκε φεγγάρι, κολυμπά πάνω απο το χωριό, τέτοια όμορφη ώρα! ελαφρά αέρας φυσά, δροσιά αγκάλιασε όλο το χώρο.
ΣΤΥ ΞΌΛ ΤΙΝΞΛΊΧ, ΜΑ ΜΉιΑ-ΜΉιΑ στο xöl tınxlıq, μα μία - μία
ΣΤΑ ΦΤΊιΑ-Μ ΈΡΚΗΤ ΛΗΧΑΡΔΊ: στα αυτία-μου έρχεται laaqırdı:
ΣΜΆ ΣΤ ΜΟΛΟΤΉΛΚΑ βΡΆΖ ΤΥ δΛΊιΑ, σιμά στη molotilka βράζει το δουλεία (ΜΟΛΟΤΉΛΚΑ= αλωνιστική μηχανή είναι ουκρανική λέξη)
ΑΝΔΑ ΧΑΡέιΣ ΌΛΥ Τ βΡΑδΊ. εν τα χαρέες όλο το βραδύ.
στην εξοχή ησυχία, αλλα πότε - πότε στα αυτιάμου έρχεται ήχος ομιλίας: κοντά στην αλωνιστική μηχανή βράζει η δουλειά, με χαρές όλο το βράδυ.
ΧΑΡςΎ ΣΤΥ ΣΊΡΤ, ΧΤ ΠΥΤΆΜ ΑΠέΡΑ, qarşı στο sırt, εκ το ποτάμι α-πέρα
ΚΟΜΒΑιΝ ΑΔΆΛΙΦΤΑ ΞΑΛΈβ combine ατέλευτα xal-εύει
ΚΗ ΤΥ ΔΥβΛΑιΜΥ-Τ ΟΣ ΤΙΝ ΜέΡΑ, και το dövle-ημο-του ώς την μέρα
ΘΑΡΉΣ, ΠεΣ Τ ΧΌΡΑ-ΜΑΣ ΣΗΝΓΚέβ θαρρείς απ’έσω τη χώρα-μας syŋ-εύει. (στα παλιά τουρκικά syŋy, μεταγενέστερα siŋi =λόγχη)
απέναντι στη ράχη, απο το ποτάμι πέρα, το «combine», εργοστασιακό συγκρότημα, ασταμάτητα (χτυπάει=) κινείται, δουλεύει, και ο θόρυβοςτου ώς το ξημέρωμα θαρρείς μέσα στο χωριόμας λογχίζει (=μπαίνει σάν λόγχη).
ΣΗΤΆΡιΑ ΒΌΛΚΑ… (βΡΆΖ ΤΥ δΛΊιΑ!) σιτάρια μπόλικα… (βράζει το δουλεία!)
ΣΤΥ ΕΛεβΆΤΟΡ ΚΥβΑΛΎΝ. στο elevator κουβαλούν.
ιΑςΛΆΡ – ΚΥΡΉΞΑ ΚΗ ΠεδΊιΑ jaшlar - κορίτσια και παιδία
ΑΝΔΥ ΗςΤΆΧΤΙΝ ΤΡΑΓΥδΎΝ. εν τω iшtaq-των τραγουδούν.
σιτάρια μπόλικα… (βράζει η δουλειά!) στον ανελκυστήρα (του σιλό) κουβαλούν. νέα παιδιά – κορίτσια και αγόρια με την αποθυμιά(=μεράκι)τους τραγουδούν.
ΤΑ ΆΣΤΡΗΣ ΠέΜΝΑΝΙ ΑΡέιΑ τα άστρες απέμεινανε αραία (ο κανόνας της τρισυλλαβίας δέν ισχύει στη Ρωμαίικη, όπως γενικά δέν ίσχυε στα βόρεια ελληνικά ιδιώματα, ακόμη και σήμερα όσοι μιλάνε τα ιδιώματα τονίζουν ελεύθερα πρίν την προπαραλήγουσα, και χωρίς βοηθητικό τόνο μετά απο αυτήν. σε μερικά μόνο μακεδονίτικα ελληνικά ιδιώματα χρησιμοποιούνταν και τέτοιος βοηθητικός τόνος)
ΚΗ ΦεΝΚΑΡΉ ΤΥ ΦΌΣ ΘΙΛΌΝ… και φεγγαρίου το φώς θελώνει… (θελό είναι παλαιότερος τύπος. έτσι το λέει και ο Μακρυγιάννης)
ΤΥ ΣΊΡΤ, Σ ΑΝΑΤΟΛΉ ΜΑΡέιΑ το sırt, εις ανατολή μερέα
ΠςΗΡΑ ΚΥΤ\ΝΗΖ, ΠΗΡΝΟΣ ΣΗΜΟΝ. επιχειρά κοκκινίζει, πρωινός σιμώνει.
άστρα μείνανε αραιά και του φεγγαριού το φώς θολώνει… η ράχη, στην ανατολική μεριά αρχίζει (να) κοκκινίζει, το πρωινό πλησιάζει.
^ΜΑΡΗΥΠΟΛ\, («ΚΟΛΛΕΚΤΗβΗΣΤΊΣ», 20.09.1937, Νο 136/936) =Το ποίημα είχε δημοσιευθεί στο αναφερόμενο τεύχος του περιοδικού «Κολλεκτιβιστής» (3 μήνες πρίν απο την σύλληψη του πρώτου των Ρωμιών ποιητών Γιώργη Κοστοπραβ).
ΣΗΜΟΝΗ ΝΟΕΜβΡΗΣ
ΣΗΜΌΝΗ ^ΝΟΈΜβΡΗΣ… ΤΑ ΞΌΛιΑ ΣΠΑΡΜέΝΑ. σιμώνει Νοέμβρης… τα xœl-ια σπαρμένα. (xœl, απο τα Μογγολικά προερχόμενη τουρκική λ. =έρημος, στέππα, εξοχή. εδώ εννοεί χωράφια)
ΧΛιΥΡΉΖ ΤΥ ΟΖΉΜΑ Σ ΚΟΛΧΌΖΗΚΟ ΞΌΛ. χλωρίζει το œz-ημα εις κολχόζικο xœl (ΟΖΉΜΑ είναι εκείνο που φυτρώνει, απο ρήμα ös-εύ(ει)= φύεται, απο το τουρκικό ös-)
ΦΑΓΎΡΑ ΣΤΥ ΠΡΆΜΑ ΈΝ ΌΛΥ ΤΜΑΖΜέΝΥ, φαγούρα στο πράμα ένι όλο ετοιμασμένο,
ΚΑΛΆ ΕΤΙΜΆΧΤΑΝ ΚΟΛΧΌΖΝΗΚΗ ΌΛ. καλά ετοιμάσθαν κολχόζνικοι όλοι. (απο το ρωσικό «κολχόζ», συνεταιρισμός αγροτών, παράγει τη λ. κολχόζικο, και στο ρωσικό κολχόζνικ βάζει ελληνική κατάληξη)
σιμώνει (=πλησιάζει) Νοέμβρης… τα χωράφια (είναι) σπαρμένα. πρασινίζει το σπαρτό στο κολχόζικο χωράφι. τροφή για τα ζώα είναι όλη ετοιμασμένη, καλά ετοιμάστηκαν οι κολχόζνικοι όλοι (για τον χειμώνα που πλησιάζει).
ΣΗΜΟΝΗ ^ΝΟΈΜβΡΗΣ... ΤΑ ΝΊΧΤΙΣ ΜΑΚΡέΝΥΝ σιμώνει Νοέμβρης… τα νύχτες μακραίνουν
Ο ΚΡΉΟΣ ΑΈΡΑΣ ΑΡΧΉΖ ΝΑ ΦΗΣΆ. ο κρύος αέρας αρχίζει να φυσά.
ΤΑ ΧΌΡΤΑ, ΤΑ ΦΉΛΑ ΤΥςΝΈΦΤΑΝ, ΣΑΡ\έΝΥΝ, τα χόρτα, τα φύλλα dyшyn-εύθεν, sarı-αίνουν, (σχήμα χιαστί. το dyшyn- σημαίνει έπεσαν, αλλα συνήθως: μελαγχόλησαν)
ΤΑ ΠΛΊιΑ ΠεΤΎΝΙ ΣΤΥ ΧΛΊτσΚΥ ΑΠΣΆ. τα πουλία πετούνε στο χλιούτσικο αψά.
σιμώνει Νοέμβρης… οι νύχτες μακραίνουν, ο κρύος αέρας αρχίζει να φυσά. τα χόρτα, τα φύλλα, έπεσαν, κιτρινίζουν, τα πουλιά πετούνε στο ζεστότερο τόπο γρήγορα (=βιαστικά).
ΣΗΜΌΝΗ ^ΝΟΈΜβΡΗΣ… ΝΔΥ ΜέΓΑ Τ δΥΛΊιΑ, σιμώνει Νοέμβρης… εν τω μέγα το δουλεία
ΜΗΣ ΠΆΓΥΜΗ ΈΜΒΡΥ ΣΤΥ ΠΛΎςΚΥ ΖΟΉ. ημείς υπάγομε έμπρο στο πλούσικο ζωή.
ΜΗΣ ΣΉΜΥΡ ΦΗΛΆΓΥΜ ΑΝ ΌΛΥ ΚΑΡδΊιΑ ημείς σήμερο φυλάγομε εν όλω καρδία
ΤΥ ΜέΓΑ ΝΑΜΛΊδΚΥ ^ΟΧΤΌβΡΗ Τ ιΥΡΤΊ. του μέγα namlı-δικου Οκτώβρη τη γιορτή.
σιμώνει Νοέμβρης… με τη μεγάλη δουλειά (=δουλεύοντας πολύ και αποτελεσματικά) εμείς πηγαίνουμε μπροστά στην πλούσια ζωή. εμείς σήμερα φυλάγουμε με όλη την καρδιά (=διαφυλάσσουμε στην καρδιάμας. γενικά το «φυλάγω» στη Ρωμαίικη σημαίνει «περιμένω») του μεγάλου φημισμένου Οκτώβρη τη γιορτή.
^ΜΑΡΗΥΠΟΛ\, («ΚΟΛΛΕΚΤΗβΗΣΤΊΣ», 28.09.1937, Νο 140/940)
(εννοεί την Οκτωβριανή Επανάσταση. Το ποίημα δέν κάνει ανειλικρινή κολακεία, αλλα ίσως κάνει επιδέξια πολιτική παρουσιάζοντας τα πράγματα όπως ιδανικά θα έπρεπε να είναι, ενώ δέν ήταν ακριβώς έτσι. Οι Έλληνες των σοσιαλιστικών χωρών γενικά υποστήριζαν τον σοσιαλισμό, μ’ όλο που δέν μπορούσαν να κλείσουν τα μάτια σε δυσάρεστα φαινόμενα. Διότι ο πραγματικός σοσιαλισμός είναι «πλούσια ζωή», ενώ τα δυσάρεστα φαινόμενα είναι μή σοσιαλιστικά. Καλή ώρα, τα γεγονότα του 1937-38, τότε που ξέσπασε άγριος σταλινικός διωγμός κατά του Ελληνισμού της Αζοφικής. Το ποίημα αυτό και το προηγούμενο γράφηκαν λίγο πρίν συλληφθεί (23/12/1937) ο Γεώργιος Κοστοπραβ, κύριος ιδρυτής και συντονιστής του περιοδικού «Κολλεκτιβιστής». Μόνο δύο Ρωμιοί λογοτέχνες τότε επέζησαν των διώξεων, ο Αντώνιος Шαπουρμάς και ο Λεόντιος Κυριάκοβ, επειδή ήταν τότε πολύ νέοι. Παρόλα αυτά, σε όλα τα ποιήματα είναι ολοφάνερο πως οι Έλληνες της Ουκρανίας ώς πατρίδα πάντοτε αγαπούσαν τη χώρα στην οποία ζούσαν, καί στα ευτυχισμένα χρόνια, καί στα δυστυχισμένα. Άλλωστε, σε καμιά χώρα δέν είναι όλα πάντοτε καλά).
ΣΗ ΚΌΜΑ τΉ ΖΜΥΝΊΘΙΣ
ΣΗ ΚΌΜΑ τΉ ΖΜΥΝΊΘΙΣ σύ ακόμα κί λησμονήθης
^ΛεΌΝΤΗι ^ΧΟΝΆΧΒει… Leontij Qhonaqhbej…
ΝΑ Ές ΞΑΡΑ ΝΑ ΦΚΡΉΘΙΣ να έχει xare να αφουκρήθης
ΤΑ ΛΌιΑ δΟ ΤΑ ΛΈι: τα λόγια εδώ τά λέει:
εσύ ακόμα δέν λησμονήθηκες (= δέν ξεχάστηκες) Λεόντιε Κονάκμπεη… να υπήρχε τρόπος να αφουγκρασθείς (= να ακούσεις) τα λόγια εδώ τα οποία λέει! (αυτό το ποίημα): (όμοια με το άρθρο είναι η αναφορική αντωνυμία, όπως στα μεσαιωνικά ελληνικά και πρόσφατα ακόμη νεοελληνικά ιδιώματα βόρεια και νότια, σε κάθε ελληνόφωνο τόπο)
ΤΥ ΆΣΤΡΥΣ, ιΌΧ, τΉ βΖΉΘΙΝ, το άστροσου, joq, κί εσβήθη,
ΤΥ ΝΑΜ-Σ ΜΑΚΡΆ ΠΑΈΝ. το nam-σου μακρά παγαίνει.
ΤΥ ΖΉΣΜΥ-Σ ΠΆΛ ΠςΗΡΉΘΙΝ το ζήσιμο-σου πάλι επεχειρήθη
ΣΤΙ ΜΆΣ ΤΟ ιΑΝΓΚΗΔΕΝ. εις τ’ εμάς αυτό jeŋiden (τουρκ. jeŋi= καινούργιο, jeŋiden =εκ νέου)
το άστροσου, όχι, δέν έσβησε, η φήμησου μακριά πηγαίνει. η ζωήσου πάλι άρχισε (=αναζωπυρώθηκε) σε μάς αυτή (=η ζωήσου) και πάλι.
ΣΤΥ ΠδΆΡ ΌΛ ΚΌΖΜΥΣ ΣΚΌΘΑΝ, στο ποδάρι όλοι κόσμος σηκώθεν,
ΝΔΑ ΉΤΥΝΙ ΔΥΓΚΎς… εν τα ήτονε dœcyш… (απο τουρκικό dœcyш =συντριβή, σύγκρουση, απο ρήμα dœc =συντρίβω)
ΠΥΛΊ, ΠΥΛΊ ΣΚΥΤΌΘΑΝ, πολλοί, πολλοί σκοτώθεν,
ΜΑ ΠέΜΝΑΝ ΠΚΆΤΥ ΠΛΎς. μα απέμειναν απο κάτω πλούσιοι.
στο ποδάρι όλος ο κόσμος σηκώθηκαν όταν ήταν πόλεμος… πολλοί, πολλοί σκοτώθηκαν, μα απέμειναν αποκάτω (=νικήθηκαν) οι πλούσιοι.
ΝΑ ΣΚΌΘΙΣ ΣΉ ΑΤΌΡΑ, να σηκώθης σύ ε-τώρα,
ΝΑ ΔΡΆΝΣΗΣ ΣΤΑ ΜΑΡΈιΣ, να ανατράνισες εις αυτά μερέες, (η μερέα= μεριά, μεσαιωνικό ελληνικό)
Τ\ΘΑ ΓΝΌΡΣΗΣ δΆΦΤΥΣ Τ ΧΌΡΑ, κι θα γνώρισες δε-αυτού-σου τη χώρα,
ΘΑ ΧΆΣΗΣ ΤΑ ΣΤΙΡΈιΣ. θα εχάσες τα στερέες. (η στερέα =η στέρεα λογική, το λογικό)
να σηκωνόσουν εσύ τώρα να έβλεπες αυτά τα μέρη, δέν θα γνώριζες το δικόσου το χωριό, θα έχανες τα λογικάσου. (η σύνταξη του μή πραγματικού υποθετικού λόγου, στην Κοινή με άν + παρατατικό και απόδοση θα + παρατατικό, στη Ρωμαίικη είναι με αόριστο όπως στα μεσαιωνικά ελληνικά).
ΒΑΖΆΡιΑ ΉΝΔΑΝ ΤΌΡΑ, bazar|ια εγένονταν τώρα
ΠΥ ΉΤΥΝ ΈΜΒΡΥ ΞΟΛ… όπου ήτον έμπρο (έμπρο απο έν + πρό) xœl…
ΚΗ ΖΎΝ ΚΑΛΆ ΠΉΣ Τ ΧΌΡΑ, και ζούν καλά απ’ είσω τη χώρα
ΗΣΈΝΚΑ ΣΉΜΥΡ ΌΛ. esen-ικα σήμερο όλοι. (esen =σώος, παλαιότατη τούρκικη λ.)
πόλεις έγιναν τώρα όπου ήταν πρωτύτερα εξοχή. και ζούν καλά μέσα στο χωριό σώοι (γεροί) σήμερα όλοι.
ΌΣΠΥ ΤΑ ΣΤΊΚΗΤ ΠΆΤΥΣ, ώς που τά στήκεται πάτος (ο πάτος= το έδαφος= η γή Cαπο μεσ. ελλ.])
ΚΗ ΖΥΝ ΣΤ ΔΥΝιΆ ΡΥΜέι: και ζούν στο dynja Ρωμαίοι:
ΣΉ Τ\ΘΑ ΝΑ ΖΜΥΝΊςΚΑΣΗ, σύ κι θα να λησμονίσκασαι, (η θαμιστική αρχ. κατάληξη ισκ- συνηθισμένη στη Ρωμαίικη, καθώς και σε μικρασιατικά ιδιώματα)
^ΛεΌΝΤΗι ^ΧΟΝΆΧΒει!... Leontij Qhonaqhbej!
όσο θα στέκεται η γή και ζούν στον κόσμο Ρωμαίοι (=Έλληνες): εσύ δέν πρόκειται να λησμονηθείς, Λεόντιε Κονάκμπεη!. (Ο Λεόντιος Κονάκμπεης, 1853 - 1918, εθνικός ποιητής των ουκρανιωτών Ρωμιών, αληθινά μεγάλη προσωπικότητα, έγραψε, καθώς αναφέρεται στον πρόλογο του πρώτου τόμου απο τον καθηγητή κ. ^Α. ^Α. ^ΒεΛετσΚΗ, τραγούδια, ποιήματα πασίγνωστα στους Ρωμιούς της Ουκρανίας, και εργάσθηκε για τον διαφωτισμότους. Ο Λ. Κυριάκοβ έχει γράψει ένα δραματικό έργο στον δεύτερο τόμο αυτού του έργου, με τίτλο ^ΛεΌΝΤΗι ^ΧΟΝΆΧΒει).
25.10.1961 σελίδα13
^ΚΥΡΚΞΉ ^ΠέΤιΑ ΤΥ ΤΡΑΓΌδ
(ΝΑ ΜΟΤΉβ «^ΓΝΈΦΑ ^ΑβΡΆΜ») =στο σκοπό του τραγουδιού «Γνέφα Αβράμ».
ΈΝΑ τΗΡΌ ΠΆΣ ΤΥ βΡΑδΜέΡ, ένα καιρό πάνω στο βραδυμέρι (βραδυμέρι είναι αργά το απόγευμα, που πάει να βραδιάσει)
ΠΉΣ ΚΑΛτΗΡΝΈςΥ Τ ΜΉΝΑ, απ’ είσω καλοκαιρινέσιο το μήνα
^ΠέΤιΑΣ ^ΚΥΡΚΞΉ ΑΧ ΤΥ ΚΑΡ\έΡ, Πέτιας Κουρκτшής εκ το qarjer
ΧΎΜ δΆιΝ ΝΑ ΦέΡ ΝΤ ΜΑςΉΝΑ. qum διάβη να φέρει εν τη maшina
ένα καιρό πάνω στο βραδυμέρι, μέσα σε καλοκαιρινό μήνα, ο Πέτιας Κουρκτσής απ’ την ποταμίσια όχθη άμμο πήγε να φέρει με τη μηχανή (=φορτηγό αυτοκίνητο). (άμμος για οικοδομές λαμβάνεται συνήθως απο όχθες ποταμών, προς μεγάλημου λύπη που καταστρέφεται το φυσικό περιβάλλον για να γίνει τσιμέντο. Σε πιό πολιτισμένες χώρες ελάχιστα χρησιμοποιείται τσιμέντο. Στο προκείμενο, η όχθη των ποταμών λέγεται qarjer, απο όπου και η γνωστήμας λέξη καριέρα, μεταφορικά η πορεία του ανθρώπου σε μιά «όχθη» κατα μήκος του ποταμού της κοινωνίας. Η λ. ανάγεται στο σουμερικό «kar» που σημαίνει ποταμίσιο λιμάνι, απο μιά πανανθρώπινη ρίζα qar που δήλωνε οτι το νερό συναντά εμπόδιο, ξηρά, και συνεπώς υψώνεται. Στα τουρκικά αυτό σημαίνει το ρήμα qar-. Το jer του qarjer θυμίζει, ίσως τυχαία, το τουρκικό jeer =τόπος).
ΤΌΣ ΚΌΛΣΗΝ ΣΜΆ ΚΗ ΠιΆΝ ΦΥΡΤΌΝ, αυτός κόλλησε σιμά και πιάνει φορτώνει, (κόλλησε =μετέβη)
ΤΌΣ ΤΊΠΥΤ τές ΝΑ ΝιΆςΚΗΤ: αυτός τίποτε κι έχει να νοιάσκεται:
ΘΑ ΈΡΤ τΗΡΌΣ, Αι-ΠέΤΡΣ ΝΑ ΣΌΝ θα έρθει καιρός, Άι-Πέτρος να σώνει
ΚΗ ΤΌΣ ΝΑ ΡΑβΥΝιΆςΚΗΤ. και αυτός να αρραβωνιάσκεται.
αυτός πήγε κοντά, και πιάνει, φορτώνει, αυτός τίποτε δέν έχει να νιαστεί: θα έρθει καιρός, (ο Άγιος Πέτρος=) του Αγίου Πέτρου η γιορτή να φτάσει, και (τότε) αυτός να αρραβωνιαστεί. (Πέτια είναι υποκοριστικό του «Πέτρος». Περίμενε την ονομαστικήτου γιορτή να αρραβωνιαστεί και να παντρευτεί).
ΚΑΡδΊιΑ-Τ ςέΡΗΤ ΛΊΓΥΣ ΧΡΆΡ, καρδία-του χαίρεται δίχως qarar,
ΣΤΑ ΜΆΤιΑ-Τ ΦέΝΙΤ ΆΛΛΑ… στα μάτια-του φαίνεται άλλα…
ΌΣ ΤΥ ΔΥΓΚΎΝ, ΌΣ ΝΑ ΤΙΝ ΠΆΡ ώς το dycyn, ώς να την πάρει, (dycyn= γιορτή, προπάντων περιτομής ή γάμου)
ΚΑΤΛΊΓΥ ΠέΜΝΙΝ τιΆΛΥ. κάτι λίγο απέμεινε κι’άλλο.
η καρδιάτου χαίρεται δίχως μέτρο, στα μάτιατου φαίνονται άλλα… (=άλλο είναι μπροστάτου και άλλα βλέπει μές το νούτου, φαντάζεται την αγαπημένητου) ώς την γιορτή (=τον γάμο), ώς να την πάρει, κάτι λίγο έμεινε ακόμη.
ΠέΣ ΤΥ ΠΥΤΆΜ, ΠέΣ ΤΥ ΝΕΡΌ, απ’ έσω το ποτάμι, απ’ έσω το νερό,
ΠΛΊςΚΑΤΙ ΣΗΝΙΦΉιΑ… απολύσκαται συννεφία…
ΤΥ ΔζΆΠ ΈΝ ΆΛιΑΧ ΦΥΒΗΡΌ, το |ЏAΠ| ένι |alaaq| φοβερό,
ΣΤΥ ΜΆΘ ΤΥΚΌ-Σ ΚΑΡδΊιΑ. άς το μάθει το δικό-σου καρδία. (απο τα αρχαιότατα χρόνια αυτή είναι η σημασία του μανθάνει =καταλαβαίνει)
μέσα στο ποτάμι, μέσα στο νερό (πέφτει=) έπεσε συννεφιά… ο κάθετος βράχος είναι άκρως επικίνδυνος, άς το καταλάβει η δικήσου η καρδιά. (κοντά στην όχθη του ποταμού ήταν ένας ψηλός όρθιος βράχος, τοίχωμα του ποταμού, που υπήρχε κίνδυνος να κατολισθήσει, καθώς η αφαίρεση άμμου αποδυνάμωνε τους πρόποδες του βράχου. Οι έμπειροι εργάτες σε τέτοιες δουλειές γνωρίζουν καλά τέτοιους κινδύνους).
ΣΤΆ ^ΠέΤιΑ! ΣΤΆ, ΛΊΓΥΣ ΗΣΆΠ, στά Πέτια! στά, δίχως |hesab|
ΝΑ ΚΆΜΣ τΉ ΧΡΆςΚΗΤ δΛΊιΑ, να κάμεις κί χρειάσκεται δουλεία,
ΥΡΑΈΒ ΑΠΆΝΥ-Σ ΤΌΣΥ ΔζΆΠ ur-αεύει επάνω-σου τόσο |ЏAΠ|
ΚΗ ΣΤΊΓΝ ΤΥΚΌ-Σ Τ ΛΑΛΊιΑ. και στήγνει το δικό-σου τη λαλία.
στάσου Πέτια! στάσου, χωρίς υπολογισμό να κάνεις δέν πρέπει δουλειά. καταρρέει επάνωσου τόσος βράχος και (σταματάει=) κόβει τη δικήσου τη φωνή. (ενεστώτας με σημασία μελλοντικής πιθανότητας: μπορεί να καταρρεύσει και να σου κόψει το φωνή)
ΣΤΆ ^ΠΥΤιΑ! <^ΠέΤιΑ!>, βέΓΛΑ ΥΡΤΑΝΦΌΡ, στά, Πέτια! βίγλα urtanfor
ΤΥΝ ΤΆΤΑ-Σ ΝΎΝ ΚΗ Τ ΜΆΝΑ-Σ. τον τάτα-σου νούνει και τη μάνα-σου.
ΤΥ ΔζΆΠ ΘΑΡΉΣ-ΚΗ, ΜιΆΖ ΜΥΡΜΌΡ, το |ЏAΠ| θαρρείς και, μοιάζει μοιρομόρι (πρώτο συνθετικό είναι μοίρα, κατ’ ευφημισμόν= θάνατος, δεύτερο συνθετικό: μόριον, δηλαδή μερίδιο, οπότε μοιρομόρι= αυτό που ανήκει στο θάνατο, στους νεκρούς)
ΝΑ ΜΉ ΥΡΑΈΒ ΑΠΆΝΥ-Σ. να μή ur-αεύει επάνω-σου
στάσου, Πέτια, κοίτα μιά στιγμή, τον πατέρασου σκέψου και τη μάνασου. η βραχώδης όχθη θαρρείς και – μοιάζει με ταφόπετρα, (πρόσεξε) να μήν καταρρεύσει επάνωσου.
ΤΟ ΤΝ ΌΡΑ ΝΊςΚΗΣΗ ΚΑΡδΆΡΣ, αυτό την ώρα γινίσκεσαι καρδάρης,
ΤΌ ΤΝ ΌΡΑ ΦΌβΥΣ ΧΆΝΙΤ… αυτό την ώρα φόβος χάνεται…
ΤΌΣ ΣΟΤΑ τΉςΗΝΙ ΧΑΠΆΡ, αυτός εις ότε κί είχεν-ε habar
ΤΥ ΔζΆΠ ΥΡΆιΣΗΝ ΠΆΝΥ-Τ. το |ЏAΠ| ur-άησε πάνω-του.
αυτήν την ώρα γίνεσαι θαρραλέος, αυτή την ώρα ο φόβος χάνεται… αυτός ενώ δέν είχε είδηση (= την ώρα που δέν το αντιλήφθηκε) το βραχώδες ύψωμα κατέρρευσε πάνωτου.
ΈΧ, ΤΊ ΝΑ ΠΉΣ ΚΗ ΤΊ ΝΑ ΦΉΚΣ, έχ, τί να πείς και τί να αφήκεις,
ιΆΝ ΚΑΜΑΤΈΦΤΙΝ Τ δΛΊιΑ, οία άν εκαματεύθη το δουλεία,
ΤΑ δΌΝΔιΑ-Σ ΜΌΝΥ ΘΑ ΤΑ ΦΉΚΣ, τα δόντια-σου μόνο θα τα αφήκεις,
ΘΑ ΈΝ ΛΑΦΡΌ ΣΝ ΚΑΡδΊιΑ. θα ένι ελαφρό στην καρδία.
Άχ, τί να πείς και τί ν’ αφήσεις, σάν έγινε η δουλειά (= αφού ήδη έγινε το κακό), τα δόντιασου μόνο θα αφήσεις (στον κόσμο), θα υπάρχει ελαφρότητα στην καρδιά(σου). (=θα είναι ξέγνοιαστη η ψυχήσου στον άλλο κόσμο).
ΖέΡ Ές ΞΑΡΆ ΧΆΤΕ ΝΑ ΈΝ, zar έχει xare hate να γένει, (hate =ατύχημα)
ΧΤΌ ΤΟ βΑΡΉ ΚΗ ΆΓΡΥ, εκ αυτό το βαρύ και άγριο,
ΤΥ ΤΈΚΝΥ-Σ ΤΊΠΥΤ ΝΑ ΠΑΘΈΝ, το τέκνο-σου τίποτε να παθαίνει,
ΧΑΠΆΡ ΝΑ ΦέΡΝΗ ΜΆβΡΥ. habar να φέρνει μαύρο.
μήπως υπάρχει τρόπος (να γλυτώσεις) συμφορά άν συμβεί, (να γλυτώσεις) απ’ αυτό το βαρύ και άγριο (πράγμα), (δηλαδή) το τέκνο (=παιδί)σου κάτι να πάθει, είδηση να φέρει μαύρη;
ΤΑ ΤΆΤΙΣ, ΜΆΝΙΣ ΤΊ ΔΡΑΝΎΝ, τα τάτες, μάνες τί ανατρανούν
ΌΣ ΝΑ Σε ΜεΓΑΛΈΝΝΙ, ώς να σε μεγαλαίνουνε,
ΌΣ ΝΑ ΞΑΛιΆΣΝΙ, ΝΑ ΗΡΝΎΝ, ώς να xal-ιάσουνε, να γερνούν, (xal=γκρίζο, ασπριδερό, παλιά τουρκική λ.)
ΤΊ ΉΠΝΥ τΉ ΧΥΡΤΈΝΝΙ… αυτοί ύπνο κί χορταίνουνε…
οι πατεράδες, μάνες, τί βλέπουν (=τί υποφέρουν) ώσπου να σε μεγαλώσουν! ώσπου να ασπρίσουν (τα μαλλιάτους), να γεράσουν, αυτοί ύπνο δέν χορταίνουνε.
…ςΞΥΠΆΧΤΙΝ ΝΊΧΤΑ ΚΑΤΙΝΌ, σκεπάσθη νύχτα κατεινό
ΝΔΥ ΜΆβΡΥ Τ ΣΗΝΙΦΉιΑ… εν τω μαύρο τη συννεφία…
ΑΡέιΑ ΠΆΣ ΤΥΝ ΥΡΑΝΌ, αραία πάνω στον ουρανό
ΤΡΥΜΆΖΝΙ ΆΣΤΡΗΣ ΚΡΉιΑ. τρομάζουνε άστρες κρύα.
σκεπάστηκε η νύχτα πυκνή με τη μαύρη συννεφιά… αραιά πάνω στον ουρανό τρέμουν τα άστρα απ’ το κρύο. (κατεινό σημαίνει πυκνό, έντονο είτε φώς είτε σκοτάδι. Θυμίζει το τουρκικό qatı =δύσκαμπτο, αλλα πιθανότερα είναι ελληνικής προέλευσης)
25.09.1962 σελίδα 14. (Αυτό το ποίημα μου θυμίζει έναν παλιό φίλο στο στρατό, που τώρα δέν είναι μαζίμας. Λεγόταν Γιάννης Σουλάκης, ήταν απο τη Θεσσαλονίκη. Πολύ καλόκαρδο παιδί και όχι λιγότερο επιπόλαιο. Μιά φορά εκεί που σκάβαμε αυλάκια για να ετοιμαστούν οι θράκες για τα αρνιά του Πάσχα και ήμουν στις κακέςμου, εκείνος τεμπελιάζοντας καλαμπούριζε, και είπε κάτι κοροϊδευτικό για μένα. Τότε του είπα: όταν κάποιος κρατάει τσάπες, κασμάδες, και τέτοια επικίνδυνα πράγματα, δέν τον δουλεύουνε, γιατί μπορεί να του τη δώσει να σου φέρει τον κασμά στο κεφάλι κάπως έτσι (και έκανα πως θα τον χτυπούσα χωρίς να τον αγγίξω, αλλα όσοι το είδαν τρόμαξαν νομίζοντας οτι παραλίγο θα τον χτυπούσα με τον κασμά στο κεφάλι.) Ύστερα απο λίγο καιρό κουβεντιάζαμε σάν φίλοι, φίλοι ήμασταν άλλωστε, και του έλεγα πως όταν απολυθούμε απο το στρατό θα έχουμε ζόρια, να βρούμε μιά καλή δουλειά, να κάνουμε οικογένεια… Εκείνος ήταν άνετος και κεφάτος, μου απάντησε «εγώ δέν έχω τίποτε να στενοχωρηθώ, έχω καλή δουλειά έτοιμη, θα δουλέψω με το θείομου, με περιμένει να απολυθώ. Είμαι και αρραβωνιασμένος, τώρα που θα απολυθώ θα παντρευτώ». Καλά ξηγιέσαι, είπα. Ύστερα απο καιρό, νομίζω προτού απολυθώ, (είχαμε μετατεθεί ο καθένας σε άλλο τάγμα), ακούω: ο Γιάννης ο Σουλάκης μερικές μέρες πρίν απολυθεί πήρε την «άδεια απολύσεως», και τη νύχτα γυρνώντας απο γλέντι με το αυτοκίνητο έγινε τροχαίο και σκοτώθηκε. Άς είναι καλά η ψυχήτου εκεί που βρίσκεται.
ςΠΑΧΑ ιΥΡΑ ΤΥ ΤΡΑΓΌδ
του Шπάχα Γιούρα το τραγούδι
(Шπάχα είναι ένα μέρος κοντά στο Σαρτανά, απο όπου ο Γιούρας πήρε το επώνυμοτου)
(ΝΑ ΜΟΤΉβ «^ΧΟΝΆΧΒει ιΟΣ ^τΗΡΆΚΟΣ») στο σκοπό του τραγουδιού «του Κονάκμπεη ο γιός ο Κυριάκος»
^ςΠΆΧΑ ^ιΎΡΑΣ ΒΡΗΓΑΔΉΡΣ, шπάχα Γιούρας brigadir (brigadir= λοχαγός εν καιρώ πολέμου, αρχηγός μπριγάδας, ομάδας εργασίας, εν προκειμένω)
ΉΤΥΝΙ ΑΧ ΣΌΛΣ ΝΑΜΛΊδΣ, ήτονε εξ όλους namlı-δης
ΉΤΥΝΙ ΑΧ ΣΌΛΣ ΝΑΜΛΊδΣ, ήτονε εξ όλους namlı-δης
ιΑΝΔΑ ΤΌΝΑ ΉΤΑΝ ΛΊΓ. οία άν τα αυτόνα ήταν λίγοι (το ιΑΝ βγαίνει απο αρχαίες φράσεις όπως: οίον άν= έτσι όπως άν, οία άν= τέτοια όπως άν, οία ήν= τέτοια που ήταν)
ο Шπάχα Γιούρας ο επιστάτης ήτανε απ’ όλους πιό φημισμένος, ήτανε απ’ όλους πιό φημισμένος, σάν αυτόν ήταν λίγοι.
ιΑΝΔΑ ΤΌΝΑ ΉΤΑΝ ΧΗΤΚ, οία άν τα αυτόνα ήταν qıt-ικοι (qhıt είναι η Κριμαϊκή τουρκική μορφή του παλαιοτουρκικού qut =ευτυχία)
ΜΗΣΑΦΉΡΥΣ ΉΤΥΝ Σ ΣΠΉΤ, misafir-ος ήτον εις σπίτι,
ΜΗΣΑΦΉΡΥΣ ΉΤΥΝ Σ ΣΠΉΤ, misafir-ος ήτον εις σπίτι,
ΤΌΣ ΑΣ Τ δΛΊιΑ ΉΤΥΝ ΠςΉ-Τ. αυτός εις τη δουλεία ήτον ψυχή-του.
σάν αυτόν (όσοι ήταν,) ήταν καλότυχοι. (σάν) επισκέπτης ήταν στο σπίτι(του), (σάν) επισκέπτης ήταν στο σπίτι(του) (επειδή όλο έξω ήταν σε δουλειές) αυτός: στη δουλειά ήταν η ψυχήτου.
ΈΝΑ τΗΡΗτΉ ΠΗΡΝΌ, ένα Κυριακή πρωινό
ΉΡΤΙΝΙ ΧΑΠΆΡ ΑΠΣΌ, ήρθεν-ε habar αψό,
ΉΡΤΙΝΙ ΧΑΠΆΡ ΑΠΣΌ, ήρθεν-ε habar αψό:
^ιΎΡΑΣ ΈΠΑΘΙΝ ΚΑΚΌ. Γιούρας έπαθε κακό.
μιά Κυριακή πρωί ήρθε είδηση ξαφνική, ήρθε είδηση ξαφνική: ο Γιούρας έπαθε κακό.
ΝΔΥ ΜΑΤΑτσΗΚΛ ΚΥΤΑΚΥΤ, εν τω mototsikl «κούτ α κούτ»
δΆιΝΙΝ ΓΆΛιΑ, ΑΝΔΎ ΝΎ-Τ, διάβαινεν αγάλια, εν τω νού-του,
ΜΑ ΜΑςΉΝΑ ΚζεΝ ΧΑΡςΎ-Τ, μα maşina εκβαίνει qarшı-του,
ΔΌΚΑΝΙ ΧΑΡςΎ-ΧΑΡςΎ. döc|ανε qarшı - qarшı.
με τη μοτοσυκλέτα (κάνοντας τον ήχο) «κούτ α κούτ» πήγαινε ήσυχα (αμέριμνα) με το νούτου, αλλα μιά μηχανή (=μεγάλο αυτοκίνητο) βγαίνει απέναντίτου, χτυπήσανε (=συγκρουστήκανε) μετωπικά.
ΣΜΆ ΣΤ ΥΒΆ, ΜέΣ ΤΑ ΦΡΑΤΈΣ, σιμά στο oba, μές τα φρατές (τη λ. φρατές =καλαμπόκια τη βρήκα στο ρωμαιικο-ρωσικό ηλεκτρονικό λεξικό)
τέΝ ΑδΌ ΠΥΛΑ ΝΑ ΛΈιΣ, κί ένι εδώ πολλά να λέγεις,
τέΝ ΑδΌ ΠΥΛΆ ΝΑ ΛΈιΣ, κί ένι εδώ πολλά να λέγεις,
^ιΎΡΑΣ ΠέΦΤ ΧΑΠέΣ, ΧΑΠέΣ. Γιούρας πέφτει χαπιές, χαπιές. (η χαπιά =κομμάτι κομμένο με το χέρι, γενικότερα μικρό κομμάτι, κατα τη γνώμημου απο το αρχαίο ρήμα κάπτει)
κοντά στον λόφο, μές τα καλαμπόκια, δέν είναι εδώ πολλά να λές, δέν είναι εδώ πολλά να λές, ο Γιούρας κείτεται κομμάτια κομμάτια (=κομματιασμένος).
…ΦΉΚΗΣ ΚΗ δΆιΣ ΈΚΣ ΣΉ ΜΚΡΆ, αφήκες και εδιάβης έξι σύ μικρά,
ΦΉΚΗΣ ΈΚΣ ΣΉ ΑΡΦΑΝΆ, αφήκες έξι σύ ορφανά,
ΦΉΚΗΣ ΈΚΣ ΣΉ ΑΡΦΑΝΆ, αφήκες έξι σύ ορφανά,
ΠέΣ ΤΥ ΜέΓΑ Τ ^ΣΑΡΤΑΝΆ. απ’ έσω το μέγα το Σαρτανά.
άφησες φεύγοντας έξι εσύ μικρά, άφησες έξι εσύ ορφανά, άφησες έξι εσύ ορφανά μέσα στο μεγάλο το (χωριό) Σαρτανά.
15.ΧΙ.1962 σελίδα 16 (μου θυμίζει τον παππούμου Γιώργο που συγχωρέθηκε 48 χρονών αφήνοντας 6 ορφανά παιδιά και ένα εγγόνι στην κοιλιά μέσα).
ΠΟΣ τΉΡΤΙΣ? πώς κί ήρθες;
γιατί δεν ήρθες;(δακτυλικός ρυθμός) τα λόγια απευθύνονται απο κορίτσι. (στη Ρωμαίικη πώς= πώς έγινε =γιατί)
ΆΝΙΜΥΣ ΦΣΆ ΛΊΓΥΣ ΆΚΡΑ, άνεμος φυσά δίχως άκρα,
ΦΣΆ δΙΝΑΤΆ, ΞΆΧ ΚΡΗΜΉΣ-Σε φυσά δυνατά, xaq κρεμίζει-σε
ΤΊΧΑΔΑΡ ΚΟΝΥΣΑ δΆΚΡΥ, τί-qadar κόνωσα δάκρυο (τί + qadar = «μέχρι τί»)
ΦέΡ-Με ΔΑΎς ΣΉ ΠΎ ΉΣΗ! φέρε-με davuş σύ πού είσαι!
άνεμος φυσά χωρίς άκρα (=ασταμάτητα), φυσά δυνατά, μέχρι που σε ρίχνει κάτω. τόση ώρα που έχυνα δάκρυ φέρεμου φωνή (=μήνυμα) εσύ πού είσαι!
ΉΠΗΣ ΝΑ ΚΖΎ ΣΜΆ ΣΤ ΥΤΈιΑ, είπες «να εκβώ σιμά στο ιτέα»
ΝΔΑ ΗΝΙςΚΆΤ ΤΥ ΦεΝΓΚΆΡΗ. εν τα γεννισκάτο το φεγγάρι.
ΚΌΜΒΥΣΗΣ ΠΆΛ Ν ΚΥΡΑΣέιΑ, κόμπωσες πάλι την κορασέα
ΑιΞ τΗ ΦΗΛΆ, ΠΑΛΗΚΆΡΗ! έτσι κί φελά, παλληκάρι (φελά= ωφελεί= είναι σωστό)
είπες «να βγώ κοντά στην ιτιά» όταν (γεννιόταν=) έβγαινε το φεγγάρι. ξεγέλασες πάλι την κoρασιά (=την κοπέλα), τέτοιο φέρσιμο δέν είναι σωστό, παλληκάρι!
έΧΣΑΜ ΦΥβΉΘΙΣ ΤΥΝ ΚΡΉιΥ? joq-sa εφοβήθης τον κρύο;
έΧΣΑΜ ΠέΣ Τ ΣΤΡΆΤΑ ΣΗ ΚΣΧΆΣΗΣ? joq-sa απ’ έσω τη στράτα σύ εξεχάσες;
έΧΣΑΜ ΝΔΥ ιΆςΚΥΣ Ν ΚΑΡδΊιΑ joq-sa εν τω jaş|ικο-σου την καρδία
ΆΛΥ ΚΥΡΉτσ-ΠΑ ΑΓΆΠΣΗΣ-Σ? άλλο κορίτσι-πα αγάπησες;
ή μήπως φοβήθηκες το κρύο; ή μήπως μές το δρόμο εσύ χάθηκες; ή μήπως με την νεανική-σου (άρα άστατη) την καρδιά - και άλλο κορίτσι αγάπησες εσύ?
ΦέΝΓΚΥΣ δΑιΝ ΠΈΣ Τ ΣΗΝΙΦΉιΑ, φέγγος διάβη απ’ έσω τη συννεφία,
ΉΝΔΥΝΙ Τ ΝΊΧΤΑ ιΆΝ ΠΉΣΑ. εγένετο-νε το νύχτα οία άν πίσσα,
ΝΔΥ τσΑΚΥΜΈΝΥ Ν ΚΑΡδΊιΑ εν τω τσακωμένω την καρδία (το ρήμα «τσακώνει» χρησιμοποιείται και στην Ποντιακή για ψάρια και θηράματα= χτυπάει και πιάνει, έχει την έννοια μοιραίου χτυπήματος. στη Ρωμαίικη: τσακώνει= σπάζει)
ΉΡΣΑ ΑΣ ΣΠΉΤ ΥΚΣΥΠΉΣΑ. γύρισα εις σπίτι εξοπίσω. (το εξοπίσω πήρε κατάληξη -α ώς επίρρημα)
το φεγγάρι πήγε μέσα στη συννεφιά, έγινε η νύχτα σάν πίσσα. με τσακισμένη την καρδιά γύρισα στο σπίτι ξανά πίσω.
ΆΝΙΜΥΣ ΦΣΆ ΛΊΓΥΣ ΆΚΡΑ, άνεμος φυσά δίχως άκρα,
ΦΣΆ δΙΝΑΤΆ, ΞΆΧ ΚΡΗΜΉΣ-ΣΕ… φυσά δυνατά, xaq κρεμίζει-σε…
ΌΣΥ ΓΟ ΚΌΝΥΣΑ δΆΚΡΥ, όσο εγώ κόνωσα δάκρυο,
τΉΡΤΙΣ, ΝΑ ΠΕ ΤΊ ΝΥΝΊΣ ΣΗ? κί ήρθες, νά-πε, τί νουνίζεις σύ;
άνεμος φυσά δίχως άκρη (=ασταμάτητα), φυσά δυνατά, σε σημείο που σε ρίχνει κάτω… όσο (=όσην ώρα) εγώ έχυνα δάκρυ δέν ήρθες, έ βρε, τί (σκέφτεσαι=) έχεις στο μυαλόσου εσύ;
15.05.1963 σελίδα17
ΥΤΈιΑ
ΠΥΤΆΜ ΔΡΕς ΚΗ ΠΆι, ΣΜΆ ΥΤΈιΑ ΥΣΈβ ποτάμι τρέχει και πάει, σιμά ιτέα œs|εύει
ΚΗ ΤΊΝΞΚΑ ΝΔΥ τΉΜΑ ΔΙΓΚΉΖ ΛΑΧΑΡΔΈβ. και tınx-ικα εν τω κύμα cyndyz laaqırdı|εύει
το ποτάμι τρέχει και πάει, κοντά η ιτιά φύεται
και ήσυχα με το κύμα όλη μέρα (η ιτιά) συνομιλά.
ΠΥΛΆ ΧΑΜΗΛΆ ΤΑ ΚΛΑδΊιΑ-Τ ΑΛΓΎΝ πολλά χαμηλά τα κλαδία-του λυγούν
ΚΗ ΘΈΛΥΝ, ΘΑΡΉΣ ΚΗ, ΝΕΡΌ ΝΑ ΡΥΦΎΝ, και θέλουν, θαρρείς και, νερό να ρουφούν.
πολύ χαμηλά τα κλαδιάτης λυγούν (=λυγίζουν)
σάν να θέλουν, θαρρείς, νερό να ρουφήξουν,
ΑΠΆΝΥ ΣΤ ΥΤΈιΑ βΡΑδΊ ΚΗ ΠΗΡΝΌ, απάνω στο ιτέα βραδύ και πρωινό
ΑΚΎςΚΗΝΔΥΝ ςέΝΚΥ ΠΥΛΊΤΚΥ ΝΥΧΌ. ακούσκετο şen-ικο πουλίτικο ν-ηχό.
απάνω στην ιτιά βράδυ και πρωί
ακουγόταν ευτυχισμένος πουλιών ήχος (το ΠΥΛΊΤΚΥ θα μπορούσε να είναι «πολίτικο», και μάλιστα με την έννοια «polite», ευγενές, αλλα τα συμφραζόμενα δείχνουν οτι είναι «πουλίτικο», δηλαδή των πουλιών)
ΜΑ ΠέΡΑΣΗΝ ΧΛΊτσΚΥΣ – ΦΛιΥΡΉΤΚΥ τΗΡΌΣ, μα πέρασε χλιούτσικος φλωρίτικο καιρός,
ΠΑΈΝΝΙ βΡΥΧΆδΙΣ ΚΗ ΣΜΆ ΆΡΤΑ ςΜΌΣ. παγαίνουνε βροχάδες και σιμά artıq χειμών.
μα πέρασε ο ζεστούτσικος χρυσός καιρός
πέφτουν βροχές και κοντά είναι πιά ο χειμώνας.
Τ ΥΤΈιΑ ΤΑ ΦΉΛΑ-Τ ΑΚΆΤΥ ΚΡΗΜΉΖ, το ιτέα τα φύλλα-του κάτω γκρεμίζει,
Τ ΥΤΈιΑ ΤΥςΝΈΦΤΙΝ ΚΗ ΚΡΉιΑ βΗΓΛΊΖ. το ιτέα dyшyn-εύθη και κρύα βιγλίζει. (φαίνεται πως οι Ρωμιοί συνέχεαν τα τουρκικά ρήματα dyшyn- =σκέφτεται και dyш- =πέφτει, έτσι ωστε το ρήμα dyшyn-εύθη που κανονικά έπρεπε να σημαίνει «σκέφθηκε», έχει μαζί και την έννοια «έπεσε», εν προκειμένω έρριξε τα φύλλατης, αλλα η κανονική σημασία του ρήματος στη Ρωμαίικη είναι «έγινε σκεφτικ(ή), μελαγχολικ(ή)».
η ιτιά τα φύλλατης κάτω τα ρίχνει,
η ιτιά έπεσε (=φυλλορρόησε, και συνάμα έγινε σκεφτική, μελαγχολική) και κρυώνοντας κοιτάζει. (βιγλίζει, κοιτάζει, έχει την έννοια «δέν μπορεί να κάνει τίποτα». το κρύο έχει την έννοια του φόβου ή της λύπης)
ΜΑ ΓΟ τΉ ΤΥςΝΈΦΚΥΜ, ΤΥ τ\ΦΆΛ-Μ ΟΤ ΞΑΛέΝ, μα εγώ κί dyшyn-εύομαι, το κεφάλιμου οτι xal-αίνει,
ΚΑΡδΊιΑ-Μ ιΑςΎτσΚΥ ΤΈΚ ΠΆΝΔΑ ΑΣ ΈΝ! καρδία-μου jaş-ούτσικο tek πάντα άς ένι!
αλλα εγώ δέν πέφτω σε μελαγχολία το κεφάλιμου επειδή γκριζαίνει, η καρδιάμου νέα, μόνο, πάντα άς είναι!
20.05.1963 σελίδα 18
ΔΟιΆΡΚΑ ΤΡΑΓΎδΑ
ΔΟιΆΡΙΚΑ, απο το ουκρανικό dojar= αυτός που αρμέγει, εκτροφέας ζώων, κυρίως αγελάδων, γαλακτοπαραγωγός.
ΤΥΝ ΠΥΡΝΌ ΓΥΡΓΆ ΓΟ ΣΚΥΜΗ, τον πρωινό γοργά εγώ σηκούμαι,
ΑΝΔΑ τ\ΜΥΝΝΙ ΚΟΖΜΥΣ ΌΛ. εν τα κοιμούνται κόσμος όλοι.
ΧΤ ΧΌΡΑ ΌΚΣΥ ΆΜΑ ΠΚΎΜΗ, εκ τη χώρα έξω άμα κοπούμαι, (κοπούμαι = κάνω τον κόπω «έφτασα κάπου, βρίσκομαι κάπου»)
ΦέΡΜΑ ΦΈΝΙΤ ΠέΣ ΤΥ ΞΌΛ. ferma φαίνεται απ’ έσω το xöl
το πρωί νωρίς εγώ σηκώνομαι, όταν κοιμούνται ο κόσμος όλοι. απο το χωριό έξω μόλις βρεθώ, η φάρμα φαίνεται μέσα στην εξοχή.
ΠΆΣ ΧΥΡΤΆΡιΑ ΞΉΧ ΤΙΜΉΖΚΥ, πάνω εις χορτάρια xıq temiz-ικο,
ΣΚΎΤΙ ΆΦΝ ΛΌΝ ΤΑΡΑΜΆ… σηκούται άχνη ελαύνων tarıma (ΛΌΝ, συνηθισμένη λέξη, δέν βρίσκεται στα τουρκικά και ούτε μοιάζει για τουρκική. Κατα τη γνώμημου είναι απο την αρχαία μετοχή ελαύνων, που συσχετίσθηκε και με τη μετοχή ελών του αιρώ. ΤΑΡΑΜΆ απο το παλαιοτουρκικό tarıma =καλλιεργημένο)
ΜέΝΑ ΦΛΆΓΝΙ ^ΜΆΝ\ΚΗΣ, ^ΛΉΖΚΗΣ, εμένα φυλάγουνε Μάνικες, Λίζικες, (Μάνικα, Λίζικα είναι κατα τη γνώμημου ονόματα αγελάδων)
ΌΣΥ ΠΆΓΝΥ, Τ ΦέΡΜΑ ΣΜΆ! όσο υπάγω, το φέρμα σιμά!
πάνω στα χορτάρια δροσιά καθαρή, σηκώνεται άχνη κατα μήκος της καλλιεργημένης γής. (στο κλίμα της Ουκρανίας, ψυχρότερο απο της Ελλάδας, παρατηρείται το πρωί ατμός να σηκώνεται απο τα χωράφια καθώς ο πρωινός ήλιος υψώνεται) εμένα με περιμένουνε Μάνικες, Λίζικες. όσο πάω, η φάρμα (είναι πιό) κοντά.
βΆι, ΠεΤΎΝΙ ΤΑ ςΥΛδΌΝιΑ! βάι! (επιφώνημα αμηχανίας απο πόνο ή θαυμασμό) πετούνε τα χελιδόνια!
βΆι, ΤΙΜΉΖΚΥ ΥΡΑΝΌ! βάι, temiz-ικο ουρανό!
ΡέΓΝΙ, ΡέΓΝΙ ΣΤΑ ΒΗΔΌΝιΑ ρέει, ρέει στα μπιντόνια
ΓΆΛΑ ΧΛΊΠΚΥ <ΧΛΊτσΚΥ>, ΚΑΤΙΝΌ! γάλα χλιούτσικο, κατεινό!
άχ! πετούνε τα χελιδόνια! άχ, καθαρός (που είναι) ο ουρανός! ρέει, ρέει στα μπιντόνια γάλα ζεστούτσικο, πυκνό! (αυτά τα τόσο απλά λόγια τραγουδιούνται σε μιά μελωδία άκρως συγκινητική για τον ποιητή, καθώς θα δούμε στη σελίδα 111)
ΈΧΥ ΓΟ ΧΑΡΆ ΜΕΓΆΛΟ, έχω εγώ χαρά μεγάλο,
ΧΠΆ ΚΑΡδΊιΑ-Μ ΛΊΓΥΣ ΧΡΆΡ· χτυπά καρδία-μου δίχως qarar. (το αραβικής προελεύσεως τουρκικό qarar =μέτρο, ορισμένο μέτρο, όριο, σταθερότητα).
ΝΑ ΠΥΤΊΣΥ ΒΌΛΚΥ ΓΑΛΑ, να ποτίσω bol-ικο γάλα
ΤΈΛΥ <ΘΈΛΥ> ΌΛΥ ΤΥ ΒΑΖΆΡ! θέλω όλο το bazar!
έχω εγώ χαρά μεγάλη, χτυπά η καρδιάμου δίχως μέτρο· να ποτίσω μπόλικο γάλα θέλω όλη την πόλη. (=θέλω να προμηθεύσω όλη την πόλη με μπόλικο γάλα).
18.06.1963 σελίδα19
ΣΗ ΣΧΌΡΑ-ΜΕ ΤΆΤΑ (μεσοτονικό μέτρο) σύ συγχώρα-με, τάτα
εσύ συγχώραμε, πατέρα.
τΗΡΌ ΥΓΥΡΣΎΖΚΥ – ΧΑΜΈΝΥ ΖΑΜΆΝ! καιρό ugursuz-ικο - χαμένο zaman
ΈΧ, ΧΡΌΝιΑ, ΣΉΣ ΧΡΌΝιΑ, ΝΑ ΠέΜΝΙΤ ΓΡΑΜέΝΑ! έχ, χρόνια, σείς χρόνια, να απέμεινετε γραμμένα!
…ΔΡΑΝΎ, ΠέΣ Τ ΟΚΌΠΑ ΣΑΛΈΦΚΗΤ ΧΤΥ ΒΡΆΝ, …ανατρανώ, απ’ έσω το οκόπα σαλεύεται εκ το buran (οκόπα =χαράκωμα πολέμου, μάλλον ουκρανική λέξη. ΒΡΆΝ =ανεμοστρόβιλος, θύελλα, απο το τουρκικό buran, μετοχή του ρήματος bur-. η λ. βρίσκεται και στα Ρωσικά)
ΧΑΡΤΊ, ΑΧ ΤΥ έΜΑ, ΚΑΚΆ ΜΑΛιΑιΜέΝΥ. χαρτί, εκ το αίμα κακά μολεμένο.
καιρός άτυχος, χαμένη εποχή! άχ, χρόνια, εσείς χρόνια, να μένατε γραμμένα! (=να μένατε γραμμένα στη μοίρα αλλα να μή γινόσασταν στη ζωή) βλέπω: μέσα στο χαράκωμα σαλεύει απο τον θυελλώδη άνεμο (ένα) χαρτί, (=γράμμα) απο το αίμα άσχημα μολεμένο. (με τη φαντασίαμου βλέπω ένα γράμμα λερωμένο με αίμα, καθώς το έγραφε μέσα στο χαράκωμα του πολέμου για να το στείλει στον πατέρατου ένας νεαρός στρατιώτης)
ΓΟ ΈςΞ]ΗΠΣΑ ΠΉΡΑ ΑΤΌ ΤΥ ΧΑΡΤΊ, εγώ έσκυψα πήρα αυτό το χαρτί,
ΓΌ δΆβΑΣΑ ΚΗ ΠΥΝΙςΚΥΜ ΌΣ ΑΤΌΡΑ: εγώ διάβασα και πονίσκομαι ώς ετώρα:
ΟΤ τΉςΗΝΙ βΆΧΤ ΤΥ ΧΥΡΣΎτσΚΥ ΠΕδΊ, οτι κί είχεν-ε baht το χρυσούτσικο παιδί (η αραβικής προέλευσης λ. baht =καλή τύχη, συνδέεται στα τουρκικά της Κριμαίας με το επίσης αραβικής προέλευσης waqt =ώρα, χρονικό διάστημα, που το προφέρουν «βάχτ», γι’ αυτό στα Ρωμαίικα λέγεται «βάχτ» και όχι «μπάχτ»)
ΝΔΥ ΜέΓΑ Τ ΧΑΡΆ ΤΟΣ ΝΑ ΉΡΣΗΝ ΑΣ Τ ΧΌΡΑ. εν τω μέγα τη χαρά αυτός να γύρισεν εις τη χώρα.
εγώ έσκυψα πήρα αυτό το χαρτί, εγώ διάβασα και πονώ ώς τώρα: που δέν είχε καλή τύχη το χρυσό παλληκάρι (ώστε) με μεγάλη χαρά εκείνος να γύριζε στο χωριό.
ΑΤΌ ΤΟ ΧΑΡΤΊ ΣΑΧΗΝΔΡέΒΥ-ΤΥ ΓΟ. αυτό το χαρτί saqındır-αεύω-το εγώ.
Τ ΑδΡέΦιΑ-Μ, ΣΜΆ-Μ ΚΆτσΗΤ, ΗΛΆΤ ΑδΌ ΛΌΡιΑ. τα αδέρφια-μου, σιμά-μου κάτσετε, ελάτε εδώ ολόγυρα.
ΣΤΥ ΚΣέΡΗΤ ΚΗ ΣΉΣ-ΠΑ ΤΥ ΝΎΝΖΜΥ-Τ ΚΗΡβΌ. άς το ξέρετε και σείς-πα το νούνισμο-του ακριβό.
ΦΚΡΗΘέΤ ΣΗΣ ΤΑΚΆΤ ΤΑ ΧΗΛΔΆΡΚΑ ΤΑ ΛΌιΑ: εφουκρηθέτε σείς τα δικάτου τα aqıldar-ικα τα λόγια: (αρχαία επ-ακροώμαι, μεσαιωνικά εφουκρούμαι, αργότερα αφουκρούμαι, σήμερα κοινώς: αφουγκράζομαι)
αυτό το χαρτί το διαφυλάσσω εγώ. τα αδέρφιαμου, κοντάμου κάτσετε, ελάτ’ εδώ γύρω. να την ξέρετε και σείς τη σκέψητου την ακριβή (=πολύτιμη). ακούστε με προσοχή εσείς τα δικάτου τα μυαλωμένα τα λόγια: (ακολουθεί το τί έλεγε το γράμμα απο το μέτωπο του πολέμου, που το διαβάζει ο ποιητής στα αδέρφιατου:)
«ΔΙΓΚΉΖ, ΤΆΤΑ, ΝΎΝΖΑ ΝΔΑ ΉΜΝΙ ΒΑΛΆ, cyndyz, τάτα, νούνιζα εν τα ήμουνε bala, (cyndyz= κατα τη διάρκεια της ημέρας, με επιρροή απο τη φράση dyn cyn= νύχτα μέρα)
ΑΧ ΌΛΥ βΑΧΤΛΊδΚΥ ΤΑιΦΆ ΈΝ ΤΥΚΌΜΑΣ. εκ όλο bahtlı-δικο tajfa ένι το δικό-μας.
ΠεΣ ΣΠΉΤ-ΜΑΣ ΚΑΜΉιΑ-ΠΑ τΉΧΑΜ ΧΑβΓΆ, απ’ έσω σπίτι-μας καμία-πα κί είχαμε qavga,
ΝΤ ΧΑΡΆ ΜΆΝΑ-Μ βέΛΓΖΗΝ ΔΙ<Γ>ΚΉΖ ΠέΣ ΤΥ ΣΤΌΜΑ-Σ εν τη χαρά μάνα-μου βίγλιζε cyndyz απ’ έσω το στόμα-σου.
όλη μέρα (=πάντοτε), πατέρα, σκεφτόμουν όταν ήμουν μικρό παιδί (πως) απο όλες πιό καλότυχη οικογένεια είν’ η δικήμας. μές το σπίτιμας ούτε μιά φορά δέν είχαμε καβγά, με χαρά η μάναμου κοίταζε πάντοτε μές το στόμασου. (το κοινώς λεγόμενο: σε κοίταζε στο στόμα όταν μιλούσες, =απολύτως σε σεβόταν, σε τιμούσε και σε υπάκουε)
ΝΔΑ ΉΡΖΗΣ ΑΧ Τ δΛΊιΑ ΣΗ ΈΤΡΥιΣ ΚΑΛΆ εν τα γύριζες εκ τη δουλεία σύ έτρωγες καλά,
ΚΗ ΈΠΗΦΤΙΣ τ\ΜΆΣΝΙ ιΑ ΌΡΑ, ιΆ δΊιΑ. και έπεφτες κοιμάσουνε ja ώρα, ja δύα.
Α ΜΆΝΑ-Μ ΣΜΑΡΛΆιβΗΝ, ΜΉ ΧΛΊΖΥ ΚΑΚΆ, ha μάνα-μου ısmarla-ευε μή χουλίζω κακά,
ΤΙ ΉΛΙΝ, ΣΤΥ ΚΣΈΡΣ, ΠΆΠΑ-Σ ΉΡΤΙΝ ΑΧ Τ δΛΊιΑ. αυτή έλεγεν: άς το ξέρεις, πάπας-σου ήρθεν εκ τη δουλεία.
όταν γύριζες απ’ τη δουλειά εσύ έτρωγες καλά, και ξάπλωνες κοιμόσουν ή (μιά) ώρα ή δύο. ενώ η μάναμου παράγγελνε (να) μή φωνάζω άσχημα, αυτή έλεγε: να το ξέρεις, ο μπαμπάςσου ήρθε απ’ τη δουλειά.
ΚΗ ΝΎΝΖΑ ΤΑιΦΆ ΓΟ ΝΑ ΚΆΜΥ, ΝΑ ΜιΆΖ και νούνιζα tajfa εγώ να κάμω, να μοιάζει
ΤΥΚΌΜΑΣ ΤΥ ΖΉΣΜΥ, ΤΥΚΌΜΑΣ ΤΥ ΣΆιΜΥ. το δικό-μας το ζήσιμο, το δικό-μας το sa-ιμο. (απο το τουρκικό ρήμα saj- =μετρώ, λογαριάζω, σέβομαι)
ΜΑ ΤΌΡΑ ΝΔΑ ΉδΑ ΤΥ ΖΉΣΜΥ ΤΊ ΚςΆΖ, μα τώρα εν τα είδα το ζήσιμο τί εξισιάζει (το παρόμοιο ηχητικά εξ-ισιάζει =ισοδυναμεί, αντικατέστησε στη Ρωμαίικη το «αξίζει»)
ΓΟ τ\ΘέΛΥ ΤΑιΦΆ, ιΆΝ ΔΥΚΌΚΑΣ ΝΑ ΚΆΜΥ. εγώ κι θέλω tajfa οία άν το δικό-μας να κάμω.
και σκεφτόμουν οικογένεια εγώ να κάνω (που) να ταιριάζει με τη δικήμας τη ζωή, το δικόμας το μέτρο («τη δικήμας τη σειρά», τη δικήμας τιμή). αλλα τώρα που είδα η ζωή τί αξίζει, εγώ δέν θέλω οικογένεια σάν τη δικήμας να κάνω.
ΝΥΝΊΖΥ ΤΑ ΧΡΌΝιΑ-Μ ΤΑΚΆΜ ΒΑΛΑδΊ νουνίζω τα χρόνια-μου τα δικά-μου bala-δίου
ΚΗ ΠιΆΤ ΦΣΉΓΝ ΚΑΡδΊιΑ-Μ, ΞΆΧ ΔρέΠΥΜ ΑΤΌΡΑ… και πιάζεται σφίγνει καρδία-μου, xaq ντρέπομαι ετώρα…
ΚΑΜΉιΑ-ΠΑ τΉΤΥΝ ΑΤΊΤΚΥ βΡΑδΊ, καμία-πα κί ήτον ετοίουτικο βραδύ
ΣΗ ΔΆΜΑΜ ΝΑ ΚΆτσΣ ΚΗ ΝΑ ΠΈΚΣ ΚΆΝΑ ΌΡΑ. σύ αντάμα-μου να κάτσεις και να παίξεις κανένα ώρα.
σκέφτομαι τα χρόνια τα δικάμου (ώς) μικρού παιδιού, (=σκέφτομαι τα χρόνια της παιδικής ηλικίαςμου) και πιάνεται σφίγγει η καρδιάμου, ακόμη κ ντρέπομαι τώρα… ούτε μιά φορά δέν υπήρξε τέτοια βραδιά (που) εσύ μαζίμου να κάτσεις και να παίξεις κάποια ώρα.
ΣΉ ΜΉιΑ-ΠΑ τΉΠΗΣ-ΜΕ ΛΌΓΟ ΚΑΛΌ, σύ μία-πα κί είπες-με λόγο καλό,
ΤΡΑΓΌδ-ΠΑ ΓΌ τΉΚΣΑ ΧΤΑ ΣΈΝΑ ΚΑΜΉιΑ. τραγώδι-πα εγώ κί ήκουσα εκ τα σένα καμία.
ΑΝ ΉςΗΣ-ΠΑ, ΤΆΤΑ, ΦτΗΡΤΆΡΚΥ τΗΡΌ, άν είχες-πα, τάτα, ευχεροτάρικο καιρό, (όπως και στην Ποντιακή, εύκερο =άδειο)
ΣΉ ΚΆΘΝΙΣΗ ΤΊΝΞΚΑ, ΣΤΥ ςέΡ-Σ ΝΔΑ ΧΑΡΤΊιΑ. σύ κάθονησο tınx-ικα, στο χέρι-σου εν τα χαρτία.
εσύ ούτε μία φορά δέν μου είπες λόγο καλό (=έπαινο), τραγούδι επίσης εγώ δέν άκουσα απο σένα ποτέ. ακόμη και όταν είχες, πατέρα, ελεύθερο χρόνο, εσύ καθόσουν ήσυχα, στο χέρισου με βιβλία.
ΣΉ ΜΉιΑ-ΠΑ τΉΠΗΣ ΈΝ ΣΤ ΜΆΝΑ-Σ βΑΡΉ: σύ μία-πα κί είπες «ένι στη μάνα-σου βαρύ».
τΗ ΣΆιβΑΜ-ΔΙΝ – δΛΊιΑ ΤΙ ΉΚΣΗΡΗΝ ΜΌΝΥ. (κί sa-ευαμε-την, δουλεία αυτή ήξερε μόνο).
τΉ ΠΌΡΝΑ ΝΑ ΠΆΓΥ ΖέΡ ΓΌ ΣΤΥ ΠΣΥΜΉ? κί εμπόρηνα να υπάγω zer εγώ στο ψωμί; (στα Κριμαϊκά Τουρκικά βρίσκεται ώς zar, ή και zor ="καθώς φαίνεται").
ΝΕΡΌ ΝΑ ΤΗΝ ΦΈΡΥ? ΤΑ ΡΎΧΑ-Μ ΝΑ ΣΚΌΝΥ? νερό να την φέρω; τα ρούχα-μου να σηκώνω;
εσύ ούτε μία φορά, επίσης, δέν είπες «είναι για τη μάνασου βαρύ (αυτό που κάνει)». δέν την λογαριάζαμε – δουλειά αυτή ήξερε μόνο. δέν μπορούσα να πάω μήπως εγώ για (να αγοράσω) ψωμί; νερό να της φέρω; τα ρούχαμου να μαζεύω;
ΑΤΎΤΑ ΤΑ ΓΡΆΦΤΥ, ΓΌ ΝΎΝΖΑ, ΤΑΠΛΌΣ, ετούτα τα γράφτω, εγώ νούνιζα, τα απλώς,
ΗΡΉΖΥ ΑΣ Τ ΧΌΡΑ ΚΗ ΛΈΓΥ-ΤΑ ΣέΝΑ, γυρίζω εις τη χώρα και λέγω-τα σένα,
ΜΑ ΌΡΑ ΧΑΜέΝΥ, ΠΗΜέΝΥ ΖΔΑΝΌΣ μα ώρα χαμένο, απομένω ζωντανός
ΚΗ (ë)ιΌΧΣΑΜ ΓΌ ΠΈΦΤΥ ΑδΌ ΣΚΥΤΥΜέΝΥΣ?... και joq-sa εγώ πέφτω εδώ σκοτωμένος;
«τούτα τα γράφω», εγώ σκεφτόμουν, «απλώς. γυρίζω στο χωριό και τα λέω σε σένα». μα ώρα χαμένη, μένω ζωντανός ή μήπως εγώ κείτομαι εδώ σκοτωμένος; (=σκεφτόμουν πως αυτά τώρα τα γράφω μόνο, και πως όταν γυρίσω στο χωριό θα σου τα πώ και προφορικά, μα άν τύχει ώρα κακή, ποιός ξέρει άν θα μείνω ζωντανός ή άν θα σκοτωθώ; οπότε ίσως να μήν έχω την τύχη να γυρίσω στο χωριό).
… ΣΗ ΣΧΌΡΑ-Με, ΤΆΤΑ, ΒΑΡΌ, ΉΜΗ ιΌ-Σ …σύ συγχώρα-με, τάτα, barι, είμαι υιός-σου. (ΒΑΡΌ είναι απο το τουρκικό barım, στην Κριμαία bare ή barem, που κι’ αυτό έχει αρχαία μεσοποταμιακή προέλευση, «αγαπητέμου», «φίλεμου»)
ΖΔΙςέΝΥΜ ΑΣ ΣΠΉΤ, ΜΉΣ ΔΥςΜΆΝΣ ΑΝΔΑ ΧΆΝΥΜ…» συντυχαίνουμε εις σπίτι, ημείς dyшman-ους εν τα χάνουμε…»
…ΤΟΣ ΠέΦΤ ΣΚΥΤΥΜέΝΥΣ, ΘΑΡΉΣ-ΚΗ, ΖΔΑΝΌΣ, …αυτός πέφτει σκοτωμένος, θαρρείς και ζωντανός,
ΤΑ ΚΉΚΚΑ ΤΑ ΠΛΊιΑ ΠΗΤΎΝ ΆΡΤΑ ΠΆΝΥ-Τ… τα kejik-ικα τα πουλία πετούν artıq πάνω-του… (δέν βρήκα στο τουρκικό λεξικό καμία άλλη λέξη που να μοιάζει με kik, ενώ το νόημα είναι σαφές: «άγριο». με επιφύλαξη ετυμολογώ απο το kejik= άγριο ζώο, θήραμα. Το τουρκικό επίρρημα είναι artıq= πλέον, αλλα ο Ρωμαίικος τύπος δείχνει επιρροή απο κάποιον άλλο τύπο του ρήματος art-).
εσύ συγχώραμε, πατέρα, σε παρακαλώ, είμαι γιόςσου. συζητάμε (=θα συναντηθούμε και θα τα κουβεντιάσουμε) στο σπίτι εμείς τους εχθρούς όταν αφανίσουμε»… (:αυτά έγραφε το γράμμα.) αυτός (που έγραψε το γράμμα) κείτεται σκοτωμένος, θαρρείς και (είναι) ζωντανός, τα άγρια (της ερημιάς) τα πουλιά πετούν πιά επάνωτου…
15 ΑβΓΎΣΤΑ 1963
ΤΥΝ ΥΡΤΆΧΥ-Μ ΑΝΤΌΝΗιΥ ςΑΠΥΡΜΑ τον ortaq-ο-μου Αντώνιο Шαπουρμά.
στον συνάδελφόμου Αντώνιο Шαπουρμά.
ΈΜ ΗςΤΆΧ ΚΗ ΈΜ ΧΑΡΆ hem iшtaqh και hem χαρά (iшtaqh =αποθυμιά, πόθος. στα Κριμαΐκά Τουρκικά η λ. βρίσκεται επίσης με τις μορφές ıшtaqh, ixtaqh)
ΜέΝΑ δΌΚΗΣ ΑΝΔΥ ΓΡΆΜΑ-Σ. μένα δώκες εν τω γράμμα-σου.
δΙΝΑΤΆ ΓΌ ςέΡΥΜ ΔΆΜΑ-Σ, δυνατά εγώ χαίρομαι αντάμα-σου,
ΝΑ ΤΥ ΛΈΣ-ΠΑ τές ΞΑΡΆ! να το λές-πα κί έχει xare!
αφενός αποθυμιά και αφετέρου χαρά σε μένα έδωσες με το γράμμασου. πολύ εγώ χαίρομαι μαζίσου, και να το λές δέν έχει τρόπο! (=δέν υπάρχει τρόπος να το πεί κανείς πόσο χαίρομαι μαζίσου)
ΑΝ ΚΑΡδΊιΑ-Μ ΤΥ ΖΙΣΤΌ εν καρδία-μου το ζεστό
ΚΗ ΝΔΥ ΜέΓΑ-Μ Τ ΑΓΑΠΉιΑ και εν τω μέγα-μου αγαπεία
ΘΈΛΥ ΠΆΝΔΑ ΝΆ ΈςΣ ΉιΑ θέλω πάντα να έχεις υγεία
ΚΗ ΝΑ ΖΉΣΣ ΌΣ ΤΑ ΚΑΤΌ! και να ζήσεις ώς τα εκατό!
με της καρδιάςμου τη θέρμη και με τη μεγάλημου αγάπη εύχομαι πάντα να έχεις υγεία και να ζήσεις ώς τα εκατό!
ΈΧΥΜ δΛΊΣ ΠΥΛΆ ΛΥΓΆΣ, έχουμε δουλείες πολλά λογάς,
ΈΜ ΑΠςΗΡΣΑ, ΜΣΆ ΠιΑΖΜέΝΑ. hem επιχειριστά, μισά πιασμένα.
ΦΛΆΓΝΙ ΣΈΝΑ ΤΑ ΚΗ ΜέΝΑ, φυλάγουνε σένα αυτά και μένα,
ΣΤΥ δΥΛΊιΑ ΧΛΊΖΝΙ ΜΑΣ! στο δουλεία χουλίζουνε εμάς!
έχουμε δουλειές πολλών λογιών, (πράγματα) αρχινισμένα μέν, (αλλα) που έχουν μισο-πραγματοποιηθεί (=έχουν μείνει στη μέση). περιμένουν εσένα αυτά κι εμένα, στη δουλειά μας φωνάζουν! (οι ίδιες οι δουλειές που έχουμε αφήσει μισές μας φωνάζουν να δουλέψουμε να τις ολοκληρώσουμε)
ΓΌ ΘΑ ΠΆΓΥ ιΑΝΑςΆ-Σ. εγώ θα υπάγω janaшa-σου (παράγωγο του jan= πλάι)
τ\ΘΑ ΠΣΤΑΘΎ-ΠΑ ΓΟ ΚΑΜΉιΑ, κί θα αποσταθώ-πα εγώ καμία,
ΌΣ ΝΑ ΣΠΡΉΣΝΙ ΤΑ ΜΑΛΊιΑ-Μ ώς να ασπρίσουνε τα μαλλία-μου
ΚΗ ΚΑΡδΊιΑ-Μ δΎι-Με ΧΛιΆΣ! και καρδία-μου δώει-με χλίαση.
εγώ θα βαδίσω στο πλάισου. και δέν θα αποσταθώ (=κουραστώ) εγώ ποτέ, ώς να ασπρίσουνε τα μαλλιάμου και (όσο) η καρδιάμου μου δίνει θέρμη!
10.03.1964 σελίδα22
ΠΈΣΗΤ ΗΣέΝΚΑ επέσετε esen-ικα
ξαπλώσατε σώοι
ΉΛιΥΣ ΗΛιΥΦΆΝΚΣΗΝ – ήλιος ηλιοφάνιξεν -
ΠΝΈςΚ ΠΗΡΝΈςΥ δΆΚΡΥ, πινέσκει πρωινέσιο δάκρυο,
ΠΆΓΥ, ΈΜΒΡΥ-Μ ΠέΦΤΝΙ υπάγω, έμπρο-μου πέφτουνε
ΞΌΛιΑ ΛΊΓΥΣ ΆΚΡΑ. xœl-ια δίχως άκρα.
ο ήλιος ηλιοφάνηκε (= έφεξε), πίνει πρωινό δάκρυ. (=ο ήλιος απορροφά την πρωινή δροσιά, που ποιητικώς θεωρείται ώς πρωινό δάκρυ) πάω, εμπρόςμου κείτονται έρημες εξοχές δίχως άκρη (= ατέλειωτες).
ΛΌΝ ΣΤΡΑΤΊτσΑ ΤιΌΡΚΥ, ελαύνων στρατίτσα |ΚΟΙΡ|ικο (απο το τουρκικό |ΚΟΙΡ|= τυφλό, δηλαδή αδιέξοδο (δρομάκι)).
ΣΤ ΟΒΕΛΉΣΚ ΓΌ ΚΛΌΘΥ… στο obelisk εγώ κλώθω…
ΠέΦΤΝΗ δΌ Τ ΑδΡέΦιΑ-Μ, πέφτουνε εδώ τα αδέρφια-μου,
ΣΜΆ-Μ, ΤΌΤ ΤΊΣ ΣΚΥΤΌΘΙΝ. σιμάμου τότε τίς σκοτώθην.
παίρνω ίσια ένα δρομάκι τυφλό (=μονόδρομο, αδιέξοδο), στον οβελίσκο (μνημείο πεσόντων) εγώ γυρίζω (=ξαναπηγαίνω). κείτονται εδώ τ’ αδέρφιαμου, κοντάμου τότε εκείνοι που σκοτώθηκαν.
ΈβΑΛΑ-τσ ΞΗΞΆΚιΑ, έβαλα-τους xixek-ια,
ΠΌΝΣΗΝΙ ΚΑΡδΊιΑ-Μ. πόνεσεν-ε καρδία-μου.
ΦΆΝΑΝ ΑΣ ΤΑ ΜΆΤιΑ-Μ εφάνεν εις τα μάτια-μου
ΌΛΑ ΤΑ ΠεδΊιΑ… όλα τα παιδία…
τους έβαλα λουλούδια, πόνεσε η καρδιάμου. φάνηκαν στα μάτιαμου όλα τα παλληκάρια…
τ\ΜΆΣΗτσ ΣΗΣ, Τ ΑδρέΦιΑ-Μ, κοιμάσθε σείς, τα αδέρφια-μου,
Άιτσ ιΑςΎτσΚ-ΠΑ ΠέΜΝΙΤ, έτσι jaш-ούτσικοι-πα απέμεινετε,
ΝΑ ΜΉ ΠΥΝΙςΚΑΣΗτς, να μή πονίσκασθε,
ΓΌ ΖΔΑΝΌΣ ΟΤ ΠέΜΝΑ. εγώ ζωντανός οτι απέμεινα.
κοιμάστε εσείς, αδέρφιαμου, και έτσι νεαροί μείνατε. να μήν είστε πονεμένοι (=θυμωμένοι) εγώ ζωντανός που έμεινα.
ΌΛ ΜΗΣ ΆΝ ΣΚΥΤΌΘΑΜ όλοι ημείς άν σκοτώθημε,
Σ ΔΥΓΚΥςΉ ΖΑΜΆΝιΑ, εις dœcyш-ίου zaman-ια,
ΤΙΣ ΑΤΌΤ ΝΑ ΉΝΚΣΗΝ, τίς ετότε να ενίκησεν
ΆΤΧΥ ΤΥΝ ΔΥςΜΆΝΥ? άτεγγο τον dyшman-ο; (ΆΤΧΥ δέν μοιάζει καθόλου για τουρκική ή άλλη ξένη λ., το δέ νόημα βγαίνει απο τα συμφραζόμενα: όχι «άτυχος», αλλα ανηλεής. Αρα είναι απο την παλαιότατη ελληνική λ. άτεγγο =άτεγκτο, απο το ρήμα τέγγω= βρέχω, μαλακώνω).
όλοι εμείς άν σκοτωνόμασταν στου πολέμου τους καιρούς, ποιός τότε θα νικούσε τον ανήλεο τον εχθρό?
ΤΙΣ ΝΑ ΧΥΡΑΛΆιΣΗΝ τίς να qurala-ησεν
ΤΥ ΚΗΡβΌ Ν ΠΑΤΡΉδΑ – το ακριβό την πατρίδα -
ΤΥ ΧΥΡΣΎτσΚΥ Τ ΜΆΝΑ, το χρυσούτσικο τη μάνα,
ΧΤΑ ΦΑςΉΣΤΣΚΗ ΦΉδΑ? εκ τα faшistski φίδια;
ποιός να έσωζε την ακριβή πατρίδα, την χρυσή τη μάνα, απο τα φασιστικά φίδια;
…ΠέΣΗΤΙ ΗΣέΝΚΑ… …επέσετε esen-ικα…
ΝΔΥ βΑΡΉ Ν ΚΑΡδΊιΑ, εν τω βαρύ την καρδία,
ΦΉΝΥ ΣΑΣ ΚΗ ΠΆΓΥ, αφήνω σάς και υπάγω,
τέςΗΤ ΣΉΣ ΖΜΥΝΊιΑ. κί έχετε σείς λησμονία.
ξαπλώσατε σώοι… με βαριά την καρδιά αφήνω εσάς και πάω, δέν έχετε εσείς λησμονιά (= δέν λησμονιέστε).
ΧΌΡΑ ΣΑΡΤΑΝΆ 15.08.1965 σελίδα 23
ΧΑΡςΎ-ΧΑΡςΎ ΑΝ ΤΥΝ ΧΆΡΟΝ qarшı qarшı εν τον Χαρόν
αντικρυστά με τον Χάροντα
ΔΥΓΚΎς, ΝΑΚΑΤΊιΑ, dœcyш, ανακατία,
ΝΑΣΤΚΆδΑ, ΚΑιΜΌ, νηστικάδα, καημό,
ΧΤΑ ΤΌ ΈΝ ΚΑΝΆ ΠΑΡΑΚΆΤΥ? εκ τα αυτό ένι κανένα παρακάτω;
Ν ΦΑςΉΣΤΣ ΜΉΣ ΝΔΑ δΡΆΧΤΑΜ εν fascist-ες ημείς εν τα εδράχθημεν
ΣΤΥ ΠιΆΣΜΥ ΖΗΣΤΌ, στο πιάσιμο ζεστό,
ΔΥΓΜΈΝΥΣ ΓΌ ΠΈΛΣΑ ΑΚΆΤΥ. dœc-μένος εγώ απέλυσα ε-κάτω.
πόλεμος, αναστάτωση, πείνα, καημός, απ’ αυτήν την κατάσταση υπάρχει τίποτε χειρότερο; με τους φασίστες εμείς όταν πιαστήκαμε στη συμπλοκή την πύρινη, χτυπημένος εγώ σωριάστηκα κάτω.
ΓΌ ΠΈΛΣΑ ΑΚΆΤΥ, εγώ απέλυσα ε-κάτω,
Τ ΗΡΆ-Μ ΚΣΥΖΥΜΉΖ, το jara-μου ξεζουμίζει,
τΗΡΌΣ, ΠΡεΠΝΑ, ΉΤΥΝ ΜΣΟΝΙΧΤΑ. καιρός πρέπει να ήτον μισόνυχτα.
ΧΥΛΔΆιΣΗΝ ΑΠΆΝΥ-Μ, qholda-ησεν επάνω-μου,
ΦΗςΝΊΖ, ΠΥςΠΥΡΉΖ, φυσουνίζει, πουσπουρίζει,
ΤΊ ΉΤΥΝ, τΉ ΚΣέΡΥ, ΣΜΆ-Μ ΖΛΊΧΤΙΝ. τί ήτον κί ξέρω, σιμά-μου ζουλίχθη.
εγώ σωριάστηκα κάτω. η πληγήμου αιμορραγεί, η ώρα πρέπει να ήταν μεσάνυχτα. όρμησε επάνωμου, ξεφυσάει, μουρμουρίζει (κάποιος) τί ήταν, δέν ξέρω, κοντάμου ζουλίχτηκε (=με έσπρωξε με το σώματου).
βΡΑδΊΣ ΜΑβΡΥ ΠΉΣΑ βραδύς μαύρο πίσσα,
ΚΡΗΜΉΝ, ΚΑΤΣΗΝ ΣΜΆ-Μ, κρεμήη, κάθισε σιμά-μου,
ΜΑΚΡΆ ΤΑ ΧΑΝΆΤιΑ-Τ ΗΠΛΌΘΑΝ. μακρά τα qanat-ια-του ηπλώθεν.
ιΑΡΔΊΜ, ΘΆΡΣΑ, ΉΡΤΙΝ jardım θάρρησα ήρθε
ΣεΣΤΡΆ ΝΑ ΜΗ ΚΆΜ, σωστρά να με κάμει,
ΜΑ ΚΆΤ ΚΑΝΙΣ ΣΤ ΓΎΛΑ-Μ ΚΑΡτσΌΘΙΝ. μα κάτι κανείς στη γούλα-μου καρτσώθη. (καρτσία λέγονται στην Ποντιακή τα νύχια των πουλιών και των άγριων σαρκοβόρων)
νύχτα μαύρη (σάν) πίσσα έπεσε, κάθισε κοντάμου, μακριές οι φτερούγεςτης (νύχτας) απλώθηκαν. βοήθεια θάρρησα (πως) ήρθε σωτηρία να μου κάνει, μα κάποιος άγνωστος στο λαιμόμου με γράπωσε (να με πνίξει).
ΤΟ ΉΤΥΝ ^ΧΑΡΟΝΣ, αυτό ήτον Χάροντας,
ΧΆΡΗΝ ΤΟ ΤΥ ΖΑΜΆΝ, εχάρη αυτό το zaman,
ΓΟ ΉΠΑ-ΤΥΝ: - ΠΡΆΤ ΑΧ ΤΙ ΜέΝΑ! εγώ είπα-τον: περάτει εκ τ’ εμένα!
ΔΡΑΝΆΣ, ΑΧ ΤΑ ΌΛΑ ανατρανάς, εκ τα όλα
ΜΑΡέιΣ-ΠΑ ΔΥςΜΆΝ μερέες-πα dyшman-οι
ΧΥΛΔΆιΣΑΝΙ ΑΞΥβΛΑιΜέΝΑ! qholda-ησανε axuvla-ημένα!
αυτό ήταν ο Χάροντας, χάρηκε αυτήν την ώρα. εγώ του είπα: «πήγαινε (=φύγε) απο μένα!». βλέπεις, και απο όλες τις μεριές εχθροί χίμηξαν με μίσος (=εκείνη την ώρα κοιτάζοντας γύρωσου έβλεπες πως οι εχθροί ξαναεπιτίθενταν απο όλες τις μεριές με μανία).
ΜΑ ^ΧΆΡΥΣ τΉ ΠΆι, μα Χάρος κί πάει,
ΤΈΚ βΗΓΛΊΖ ΑΝΑςΆ-Τ, tek βιγλίζει janaшa-του
ΚΗ ςέΡΗΤ, ΦΛΆι ΠςΉ ΓΟ ΝΑ δΎΓΥ. και χαίρεται, φυλάει ψυχή εγώ να δώω.
ΗΡέβΥ ΝΑ ΣΚΎΜΗ, γυρεύω να σηκούμαι,
ΜΑ τέΧΥ ΔΑΓΆΤ, μα κί έχω dajat,
ΣΑΣ ΠΣέΜΑ ΝΑ ΠΎ τΉ ΠΥΡΎ ΓΟ. σάς ψέμα να πώ κί μπορώ εγώ.
μα ο Χάρος δέν φεύγει, μόνο κοιτάζει πλάγιατου, και χαίρεται, περιμένει ψυχή εγώ να δώσω. προσπαθώ να σηκωθώ, μα δέν έχω αντοχή, σε σάς ψέμα να πώ δέν μπορώ εγώ.
ΜΑ ΣΌΡΗΠΣΑ Τ δΊΝΑΜ-Μ, μα σώρευσα τη δύναμη-μου
ΚΗ ΣΚΌΘΑ ΣΤΥ ΠδΆΡ, και σηκώθην στο ποδάρι,
ΤΥΝ ^ΧΆΡΥ ΑΧΤΡΆΜΣΑ, ΧΛΊΖ: «ΠέΛ-ΜΗ!» τον Χάρο aqtarma-ησα, χουλίζει «απόλυε-με!».
Α ΣΜΆ-Μ ΑΤΟ Τ ΌΡΑ ha σιμά-μου αυτό το ώρα
ιΑςΎτσΚΥ ΠΑΛΚΆΡ, jaш-ούτσικο παλληκάρι
ΚΡΗΜΉιΝ, ΠΗΤΑβΡΉΣΤΙΝ ΚΗ ΠέΜΝΙΝ… κρεμήη, bit-ευρίσθη και απέμεινεν…
μα συγκέντρωσα όλη τη δύναμήμου και σηκώθηκα στο πόδι, τον Χάρο ανέτρεψα (τον έρριξα κάτω), φωνάζει: «άφησε με». ενώ κοντάμου αυτήν την ώρα (ένα) νέο παλληκάρι έπεσε κάτω, συσπάσθηκε και έμεινε.
ΤΑ ΠΎΛΗΣ ςΥΡΉΖΝΙ, τα πούλιες σουρίζουνε,
ΧΥΛΔΆιΣΑΝ ΦΑςΉΣΤ, qholda-ησαν faшist-αι,
- ΣΚΥΘΈΤΙ ΑΠΆΝΥ, ΠεδΊιΑ! - σηκωθέτε επάνω, παιδία!
τΉ ΣΚΌΘΙΝ ΑΤΟΣ, κί σηκώθην αυτός
ΤΈΚ, ΤΙΣ Τ\ΉςΗΝΙ ΠςΉ… μόνο, τίς κί είχεν-ε ψυχή… (tek =μόνο)
^ΧΑΡΌΝΣ ΜΛΟΘΙΝ – δΆιΝ ΠέΣ ΣΚΥΤΝΊιΑ. Χαρόντης μουλώθη - διάβη απ’ έσω σκοτεινία.
οι σφαίρες σφυρίζουνε, χίμηξαν οι φασίστες, – σηκωθείτε πάνω, παιδιά! δέν σηκώθηκε αυτός, μόνο, που δέν είχε ψυχή… (=μόνο όποιος είχε σκοτωθεί δεν σηκώθηκε). ο Χάρος κρύφτηκε, διαβαίνει μές τη σκοτεινιά.
ΜΉΣ Τ\ΘΈΛΥΜ ΔΥΓΚΥς – ημείς κί θέλουμε dœcyш -
ΛΊΓΥΣ ΝΎ ΧΗΡΛΑιΜΟ, δίχως νού aqırla-ημό,
ΣΟΛΔΆΤ ΝΑ ΠΗΛΊΣΝΙ ΠΆΛ ΚΆΤΥ. soldat-οι να απολύσουνε πάλι κάτω.
ΜΉΣ ΘΈΛΥΜ ΤΙΝΞΛΊΧ ΤΈΚ ημείς θέλουμε tınxlıq tek
ΚΗ ΖΉΣΜΥ ΚΑΛΌ, και ζήσιμο καλό
ΝΑ ΈΝ ΠΆΣ ΤΥ ΌΛΥ ΤΥΝ ΠΆΤΥ!... να ένι πάνω στο όλο τον πάτο!...
εμείς δέν θέλουμε πόλεμο - δίχως νού σφαγή, στρατιώτες να πέσουνε πάλι κάτω. εμείς θέλουμε ησυχία (=ειρήνη) μόνο και ζωή καλή να είναι πάνω σε όλη την γή.
05.01.1966
ΑΧ ΚΡΙΜέιΑΣ ΤΥ ΤΕΤΡΆδΗιΥ εκ Κριμαίας το τετράδιο
απο της Κριμαίας το τετράδιο
1. ΔζΆΠιΑ |ЏΑΠ|ια ψηλά, κάθετα βράχια
ΤΑ ΔζΆΠιΑ ΣΤΆΘΑΝ ΓΡΆδΑ-ΓΡΆδΑ, τα џap-ια εστάθεν γράδα γράδα (γράδα, λατινογενής λ. =βαθμός, βαθμίδα, στη Ρωμαίικη συνήθως =σειρά)
ΘΑΡΉΣ-ΚΗ, ΜέΝΑ τΗΝΙΓΎΝ. θαρρείς - και, μένα κυνηγούν.
ΑΤΊΤΚΥ ΤΈΚ ΣΗΡΛΊΧ, ΜΥΡΦιΆδΑ ατοίουτικο |ΤΕΚ| sejir-lıq, ομορφιάδα,
ΤΑ ΜΆΤιΑ-Μ ΣΉΜΥΡ δΌ ΔΡΑΝΎΝ. τα μάτια-μου σήμερο εδώ ανατρανούν.
τα βράχια στάθηκαν κλιμακωτά, θαρρείς και εμένα ακολουθούν. (το «ακολουθούν» το αντιλαμβάνομαι ως οτι απο ψηλά κατεβαίνουν χαμηλά σάν για να φτάσουν το ανθρώπινο ανάστημα) τέτοιο, μονάχα, θέαμα, ομορφιά, τα μάτιαμου σήμερα εδώ βλέπουν. (μόνο εδώ σήμερα βλέπω τέτοια ομορφιά, ποτέ πουθενά πρίν τέτοια ομορφιά δέν είδα)
ΤΟ ΤΊΓΛΥ δΊΝΑ ΣΑΣ ΥΣΤΡΆιΣΗΝ, το τί-λογου δύναμη εσάς usta-ράησεν, (usta= μάστορας, τεχνίτης)
ΤΟ ΤΊΣ ΧΗΛΔΆΡΣ-ΠΑ Αιτσ ΠΣΗΛΆ, το τίς aqıldar-ης-πα έτσι ψηλά,
ΑΤΌΣΥ ΌΜΥΡΦΑ ΓΡΑδΆΡΣΗΝ? ετόσο όμορφα γραδάρησεν;
ΤΟ ΠΌΣ τΗ δΎιΤΙ-Με ΖΑΧΛΆ? το πώς κί δόετε-με διαλιά; (αρχ. δίδοτε –> διδόετε –> δόετε. διαλιά =διά-λυση, λύση, εξήγηση)
(απορώ για:) το τί λογής δύναμη σας μαστόρεψε, και ποιός σοφός έτσι ψηλά τόσο όμορφα σας έβαλε στη σειρά; γιατί δέν μου δίνετε εξήγηση;
ΜΑΚΡΆ, ΜΑΚΡΆ ΤΑ ΔζΆΠιΑ ΠΆΓΝΙ, μακρά, μακρά τα |ЏΑΠ|ια υπάγουνε,
ΌΣ ΠΥ ΠΥΡΉ ΤΥ ΜΆΤΣ ΝΑ ΣΌΝ… ώς όπου μπορεί το μάτι-σου να σώνει…
ΚΗ ΉΛιΥΣ-ΠΑ ΗΛΆ ΑΠ ΠΆΝΥ, και ήλιος-πα γελά απο πάνω,
ΘΑΡΉΣ, ΦΛιΥΡΉ ζεΣΤΌ ΚΥΝΌΝ. θαρρείς φλουρί ζεστό κονώνει.
μακριά, μακριά τα βράχια πηγαίνουνε, ώς εκεί που μπορεί το μάτισου να φτάσει… και ο ήλιος ακόμη γελά απο πάνω, θαρρείς χρυσό νόμισμα πυρωμένο σκορπίζει.
ΚΑΡδΊιΑ-Μ ςέΡΗΤ, δΎι-με ΧΛιΆδΑ, καρδία-μου χαίρεται, δώει-με χλιάδα,
ΚΑΡδΊιΑ-Μ ΚΡΎι ΒΗΡΔΈΝ, ΒΗΡΔέΝ. καρδία-μου κρούει «birden birden».
βΆι, ΤΊΧΑΔΑΡ ΛΥΓΆΣ ΜΥΡΦιΆδΙΣ βάι!, τί-qadar λογάς ομορφιάδες (ne-qadar= μέχρι τί= πόσο. Το ne αντικαταστάθηκε με το ελληνικό τί)
ΑδΌ, ΑδΌ ΑΣ Τ ^ιΆΛΤΑ ΈΝ? εδώ, εδώ εις τη Γιάλτα ένι!
η καρδιάμου χαίρεται, μου δίνει ζεστασιά, η καρδιάμου χτυπά (με τον ήχο) birden birden. (με δυνατούς ευδιάκριτους χτύπους, ο ήχος παρομοιαζόταν με το τουρκικό birden= «απο ένα») βάι! πόσων ειδών ομορφιές εδώ, εδώ στη Γιάλτα υπάρχουν! (η Γιάλτα στις βόρειες ακτές του Εύξεινου Πόντου έχει φήμη πανέμορφου τόπου)
Σ ΔΥΝιΆ ΠΥΛΆ ΈΝ ΚΑΛΥΖΌιΑ: εις dynja πολλά ένι καλοζώια: (τα «καλοζώγια» =αγαθά, καταστάσεις ευημερίας, τόποι ευημερούντες)
ΒΑΖΆΡιΑ, ΧΌΡΗΣ ΈΝ ΚΑΛΆ, bazar|ια, χώρες ένι καλά,
ΜΑ ΓΌ ΤΥΚΌ-Μ ΤΥ ^ΠΡΗΑΖΌβ\ε μα εγώ το δικό-μου το Πριαζόβιε (^ΠΡΗΑΖΌβ\ε = η Περιαζοφική γή, η περιοχή της Αζοφικής Θάλασσας)
τΉ ΜεΤΑΛΆΖΥ-ΤΥ Σ ΚΑΝΆ! κί μεταλλάζω-το εις κανένα!
στον κόσμο πολλοί υπάρχουν τόποι ευχάριστης ζωής: πόλεις, χωριά υπάρχουν ωραία, αλλα εγώ τη δικήμου (ιδιαίτερη πατρίδα) την περιοχή του Αζόφ δέν την αλλάζω με κανέναν (τόπο)! (ο ποιητής, καταγόμενος κοντά απο τη Μαριούπολη, θεωρεί και την περιοχή της Κριμαίας, γεμάτη άλλωστε Έλληνες άν και τουρκόφωνους, ώς ιδιαίτερη πατρίδατου).
24.04.1966 σελίδα26
2. ΚΑΛΗΜέΡΑ, ΜΆβΡΥ ιΑΛΌ! καλημέρα, Μαύρο Γειαλό!
καλημέρα, Μαύρη Θάλασσα!
^ιΑΛΌ, ΣΗ ^ΜΆβΡΥ, ΚΑΛΗΜέΡΑ! Γειαλό, σύ Μαύρο, καλημέρα!
ΓΟ ΣΤΊΚΥΜ ΠΆΣ ΤΥΚΌ-Σ ιΑΓΆ, εγώ στήκομαι πάνω στο δικό-σου jaqa,
ΧΑΡςΎ-Μ ΣΗ ΦΣΆΣ ΛΑΦΡΌ ΑΈΡΑ, qarşı-μου σύ φυσάς ελαφρό αέρα,
ΚΑΡδΊιΑ-Μ ΣέΝΑ τΗΝΙΓΆ! καρδία-μου σένα κυνηγά!
Θάλασσα, εσύ Μαύρη, καλημέρα! εγώ στέκομαι πάνω στη δικήσου ακτή, αντικρυστάμου εσύ φυσάς ελαφρόν αέρα, η καρδιάμου εσένα ακολουθεί!
ΧΑΡςΎ-Μ ΑΞΉΧΚΑ ΔΡέςΣ ΚΗ ςέΝΚΑ, qarşı-μου axıq-ικα τρέχεις και şen-ικα,
ΘΑΡΉΣ, ΗΡέβΣ-ΚΗ ΝΑ Με ΦΛΊΣΣ. θαρρείς, γυρεύεις να με φιλήσεις.
ΤΈΚ Σ ΈΝ ΤΥ ΖΉΣΜΥ-ΜΑΣ ΗΣέΝΚΥ, ας ένι το ζήσιμο-μας esen-ικο,
ΠΗΧΤΆ ΣΗ ΜέΝΑ ΣΜΆ-Σ ΘΑ δΊΣ. πηχτά σύ μένα σιμά-σου θα δείς.
αντίκρυμου ανοιχτά (=ανοιχτόκαρδα) τρέχεις και ευτυχισμένα, σάν να γυρεύεις και να με φιλήσεις. μόνο άς είναι η ζωήμας σώα (=άς είμαστε καλά και) συχνά εσύ εμένα κοντάσου θα με βλέπεις.
ΝΑΖΉΣ, ΝΑΖΉΣ ιΑΛΌ ΜΥΡΦΉιΑ, να ζείς, να ζείς γειαλό ομορφία, («να ζείς», όπως και κοινώς λέγεται «να ζήσεις» είναι στερεότυπη έκφραση ευγνωμοσύνης)
ΧΑΡςΎ-Μ ΟΤ ΔΡΆΝΣΗΣ ΑΝ Τ ΧΑΡΆ. qarşı-μου οτι ανατράνησες εν τη χαρά.
Τ\ΘΑ ΠΆΡΣ ΣΗ ΖΜΟΝΙΜΥ ΚΑΜΉιΑ, κί θα πάρεις σύ λησμονημό καμία,
ΓΟ ςέΡΥΜ ΔΆΜΑ-Σ τές ΞΑΡΆ! εγώ χαίρομαι αντάμα-σου, κί έχει xare!
να ζείς, να ζείς, θάλασσα - ομορφιά, κατα πρόσωπο που με κοίταξες με χαρά. δέν θα αποκτήσεις λησμονημό (=δέν θα ξεχασθείς) ποτέ, εγώ χαίρομαι μαζίσου απερίγραπτα!
28.04.1966
3. ΠΟΣ ΧΥΛιΆΣΤΙΣ ΠΆΝΥ-Μ, ^ΜΆβΡΥ ^ιΑΛΌ? πώς εχωλιάσθης πάνω-μου, Μαύρο Γειαλό;
γιατί θύμωσες μαζίμου, Μαύρη Θάλασσα;
ΤΟ ΠΟΣ Αιτσ ΣΉΜΥΡ ΣΉ ΔζΒΑΡιΑΣΗΣ, το πώς έτσι σήμερο σύ xubar-ιασες, (xubar= παρδαλό, γεμάτο πιτσιλιές και κηλίδες. Έτσι γίνεται η θάλασσα όταν ταράσσεται, χάνει το ομοιογενές χρώματης)
ΧΥΛΔΕιβΣ ΝΔΥ τΗΜΑ-ΤΥΣ ΧΑΡςΥ-Μ? qolda-εύεις εν τω κύμα αυτού-σου QΑΡШΙ|μου;
ΤΟ ΠΟΣ Αιτσ ΤΟΣΥ ΚΥΒΥΚιΑΣΗΣ, το πώς έτσι τόσο kœpyk|ιασες,
ΚΗ ΛΊΓΥΣ ΆΚΡΑ ΓΛΊΦΤΣ ΤΥ ΧΎΜ? και δίχως άκρα γλείφτεις το qum;
γιατί έτσι σήμερα εσύ ξεσηκώθηκες, ανακάτωσες τα χρώματάσου, ορμάς με το κύμασου κατα πρόσωπόμου; γιατί έτσι τόσο άφρισες και ατέλειωτα γλείφεις την άμμο;
ΤΟ ιΟΧΣΑΜ ΠΑΝΥ-Μ ΣΥ ΧΥΛιΆΣΤΙΣ, τό joq-sa πάνω-μου σύ χωλιάσθης,
ΟΤ τΉΡΤΑ ΠΣέΣ ΝΑ ΚΆτσΥ ΣΜΆ-Σ? οτι κί ήρθα εψές να κάτσω σιμά-σου; (=επεξηγηματική πρόταση)
ΚΑΛΆ ΆΣ ΉΜΑΣ, ΓΌ ΝΑ ΛιΆςΚΥΜ, καλά άς είμασθε, εγώ να ηλιάσκομαι,
ΘΑ ΈΡΤΥ ΚΌΜΑ ΠΆΣ Τ ιΑΓΆ-Σ. θα έρθω ακόμα πάνω στο jaqa-σου.
ή για αυτό μήπως εναντίονμου εσύ θύμωσες, που δέν ήρθα χθές να κάτσω κοντάσου; καλά άς είμαστε, εγώ (έχω σκοπό) να λιάζομαι, θα έρχομαι ξανά πάνω στην ακτήσου.
ΣΤΑ ΣέΝΑ ΈΡΚΥΜ ΑΝ Τ ΧΑΡΆ ΓΟ, εις τα σένα έρχομαι εν τη χαρά εγώ,
ΣΤΑ ΣέΝΑ ΈΡΚΥΜ ΑΝ Τ ΣΑιΓΉ… εις τα σένα έρχομαι εν τη sajgı…
ΓΟ ΠΆΝΔΑ ΝιΆςΚΥΜ, ΤΊΠΥΤ ΦΛΆΓΥ, εγώ πάντα νοιάσκομαι, τίποτε φυλάγω,
ΓΌ τέΧΥ ΚΆτσΜΥ, ΤΊΓΛΑ ΣΉ. εγώ κί έχω κάτσιμο, τί-λογα σύ.
σε σένα έρχομαι με χαρά εγώ, σε σένα έρχομαι με σεβασμό. εγώ πάντα νοιάζομαι (=έχω έγνοιες, φροντίδες), όλο και κάτι προσδοκώ, εγώ δέν έχω κάτσιμο (=ανάπαυση), ακριβώς όπως εσύ. (=όπως εσύ δέν ησυχάζεις έτσι και εγώ δέν ησυχάζω)
ΠΣέΣ ΉΜΝΙ ΣΤ ^ΛΆΣΠΑ, ΣΤΥ ^ΜΗΣΧΌΡΗ, εψές ήμουνε στη Λάσπα, στο Μισχώρι, (ή Μοισχώρι, ή και αλλιώς μπορεί να είναι ο αυθεντικός τύπος)
ΗΡΈβΥ ΌΛΑ ΝΑ ΤΑ δΎ γυρεύω όλα να τα δώ.
ΚΗ ΠΆΛ ΤΜΑΣΉιΥ ΈΧΥ ΤΌΡΑ – και πάλι ετοιμασείο έχω τώρα -
ΠΆΣ ΤΥ ^Αι-ΠέΤΡΗ-ΠΑ ΝΑ ΚΖΎ. πάνω στο Αγιο-Πέτρη-πα να εξβώ. (το ρήμα «βγαίνω» χρησιμοποιείται όπως στα Τουρκικά, όχι μόνο με την έννοια «έξω», αλλα και με την έννοια «επάνω»).
χτές ήμουν στη Λάσπα, στο Μοισχώρι, (=χωριά της Κριμαίας, τα ονόματάτους φαίνονται ελληνικά) γυρεύω όλα να τα δώ. και πάλι ετοιμασία έχω τώρα, πάνω στον Άι-Πέτρη να ανεβώ.
…ιΑΛΌΣ ΔΥβΛΈβ, τΉ ΦΚΡΆΤΙ ΜέΝΑ, γειαλός dövle–εύει, κί εφουκράται μένα,
ΠΣΗΛΆ ΤΥ τΉΜΑ-Τ ΣΉΡΝ ΧΑΡΣΎ-Μ. ψηλά το κύμα-του σύρνει -μου.
ΚΗ ΑΝ Τ ΑΞΌβ – ΑΝΑΝΚΑΖΜέΝΑ, και εν τω |axuv| - αναγκασμένα, (-α ώς τροπικό επίρρημα. η Ρωμαίικη προτιμά τα τροπικά επιρρήματα εκεί που η Κοινή θα χρησιμοποιούσε επιρρηματικά κατηγορούμενα, προφανώς διότι ζητά σαφήνεια αποφεύγοντας την πληθώρα των καταλήξεων της Κοινής)
ΖΥΡΛΊδΚΑ ΔΡές ΚΗ ΓΛΊΦΤ ΤΥ ΧΎΜ. zorlı|δικα τρέχει και γλείφτει το qum.
η θάλασσα ορύεται, δέν δίνει προσοχή στα λόγιαμου, ψηλά το κύματης μου υψώνει κατάμουτρα. και με οργή, αγριεμένη, βίαια τρέχει και γλύφει την άμμο. («ανάγκη» στα Ρωμαίικα σημαίνει πίεση, καταπίεση, «αναγκάσκεται»= νιώθει καταπίεση, αγανακτά, οργίζεται)
29.04.1966 σελίδα28
4. ^ιΆΛΤΑ.
ΣΉ, ιΆΝΔΥ ΜΚΡΌ ΒΑΛΆ ΣΑΈΦΚΗΣ: σύ, οία άν μικρό |ΣΑΑ|εύεσαι:
ΠέΦΤΣ ΗΜΗΡΑ ΚΗ ΧΑΧΑΝΊςΚΗΣ. πέφτεις ήμερα και χαχανίσκεις.
ΣΤΥ Τ\ΦΆΛΣ ΤΑ ΔζΆΠιΑ ΜεΓΑΛΈΦΚΝΙ, στο κεφάλι-σου τα -ια μεγαλεύουνε,
ιΑΛΌΣ ΣΤΑ ΠδΆΡιΑ-Σ ΚΥΝΑΝΊςΚΗΤ. γειαλός στα ποδάρια-σου κουνανίσκεται.
εσύ σάν το μικρό παιδάκι λογαριάζεσαι (=παρομοιάζεσαι): ξαπλώνεις ήμερα και χαχανίζεις. στο κεφάλισου τα ψηλά βράχια καμαρώνουν, (στο κεφάλισου αντί για μαλλιά φυτρώνουν βράχια που μεγαλοπρεπώς υψώνονται) η θάλασσα στα πόδιασου λικνίζεται. (όλα αυτά τα ρήματα περιγράφουν μωρά της κούνιας και τη μάνα που τα φροντίζει).
ΣΤ ΑΝΓΚΆΛ ΤΑ ΔζΆΠιΑ ΈΧΝΙ ΣέΝΑ, στο αγκάλη τα |ЏΑΠ|ια έχουνε σένα,
ΝΑ ΜΉ ΣΗ ΚΡΎι Τ ΑΈΡΑ ΚΡΉιΥ, να μή σε κρούει το αέρα κρύο,
ΚΗ ςΜΌ – ΚΑΛτΈΡ ΣΗ ΌΛΥ ΈΝΑ, και χειμό(να) - καλοκαίρι σύ όλο ένα
ΤΥΝ ΚΌΖΜΥ δΎιΣ ΧΑΡΆ ΚΗ ΉιΑ. τον κόσμο δώεις χαρά και υγεία.
στην αγκαλιά τα ψηλά βράχια έχουν εσένα να μή σε χτυπάει ο αέρας κρύος, και χειμώνα καλοκαίρι ολοένα στον κόσμο δίνεις χαρά και υγεία.
ΑΧ ΤΥ ^ΔΟΝΒΑΣΣ, Τ ΑΓΑΠΗΜέΝΥ -, εκ το Donbas, το αγαπημένο, (Donbas είναι πόλη του νομού Donetsk, όπου τυπώθηκαν οι δύο τόμοι του παρόντος έργου «ΚΑΛΥΣΉΝ»)
ΓΟ ΛΈΓΥ ΣέΝΑ ΑΠ ΚΑΡδΊιΑ: εγώ λέγω σένα απο καρδία:
ΝΑ ΖΉΣ ΣΤ ΧΑΡΆ, ΤΥ δΌΚΗΣ ΜέΝΑ, να ζείς εις τη χαρά, τό δώκες μένα (να ζείς =στερεότυπη έκφραση ευγνωμοσύνης)
Χ ΤΥΚΌ-Σ Τ ΑΜέΤΡΗΤΥ Τ ΜΥΡΦΉιΑ! εκ το δικό-σου το αμέτρητο το ομορφία!
απο το Donbass το αγαπημένο εγώ λέω σε σένα απο καρδιάς: να ζείς, για τη χαρά (=ένεκα της χαράς) την οποία έδωσες σε μένα (απο=) με τη δικήσου την αμέτρητη την ομορφιά!
(η αφαιρετική (Κοινώς «απο»-) στην Ρωμαίικη εκφράζεται με το αχ, απο το αρχαίο εκ. Η οργανική (Κοινώς «με»-) στη Ρωμαίικη εκφράζεται με το αν, απο το αρχαίο εν. Η δοτική, (Κοινώς «για»-, «προς»-) στη Ρωμαίικη εκφράζεται με ας, απο το αρχαίο εις / ες· συνήθως με οριστικό άρθρο μετά απο αυτές τις προθέσεις, των οποίων το αρχικό α πολύ συχνά εκπίπτει. Η τοπική («εις τόπον στάσις») εκφράζεται ενίοτε με (α)ς, αλλα συνηθέστερα, προς αποφυγή σύγχυσης, χρησιμοποιούνται επιρρήματα όπως ΠέΣ (απ’ έσω), ΠΆΣ (επάνω εις)).
30.04.1966
ΝΑ ΖΉΣ, Τ ΆΛΓΥ-Μ, ΝΑ ΖΉΣ!
Τ ΆΛΓΥ-Μ ΤΥ ΝΑΜΛΊδΚΥ-Μ, το άλογο-μου το namlı-δικο-μου,
ΤΥ ΑΓΑΠΗΜέΝΥ-Μ! το αγαπημένο-μου!
ΠΎ ΦΤΙΡΝΊΖ-Σ ΣΗ ΠΆΛΙ, πού πτερνίζεις σύ πάλι, (πτερνίζεις= χτυπάς τη γή με τις φτέρνες, οπλές)
ΠΎ ΘΑ ΠΆιΣ ΠΆΛ ΜέΝΑ? πού θα πάεις πάλι μένα;
άλογόμου ξακουστόμου, αγαπημένομου! πού καλπάζεις εσύ πάλι, πού θα (με) πάς πάλι εμένα;
ΠΆΛΙΣ ΚΖέΣ-Σ <ΚΖέβΣ> ΑΣ Τ ΣΤΡΆΤΑ, πάλι εξέβης εις τη στράτα,
ΚΆτσΜΥ τές-Σ ΚΑΜΉιΑ. κάτσιμο κί έχεις καμία.
ΤΌΡΑ ΉΣΝΙ ΣΤ ΧΌΡΑ, τώρα ήσουνε στη χώρα,
ΆΡΤΑΧ ΠΉιΣ ΣΤΟ ^ΚΉεβ. artıq πήγες στο Κίεβ.
πάλι βγήκες στο δρόμο, αναπαμό δέν έχεις ποτέ. τώρα ήσουνα στο χωριό, ήδη πήγες στο Κίεβο.
ΚΣέΡΥ-ΤΥ, ΜΉΣ δΊ-ΜΑΣ, ξέρω-το, ημείς δύοι-μας
ΈΧΥΜ ΌΡΑ ΧΉΤΚΥ, έχουμε ώρα qut-ικο,
ΜΑ Σ ΣΤΑΘΎΜ ΣΤΥ ^ΚΉεβ, μα άς σταθούμε στο Κίεβ,
ΤΟ ΕΝ ΤΡΑΠΗΖΉΤΚΥ. αυτό ένι τραπεζίτικο. (τραπεζίτικο στη Ρωμαίικη σημαίνει οτι εκεί βρίσκεται το τραπέζι, σύμβολο εξουσίας. εμείς ώς σύμβολο εξουσίας θα χρησιμοποιούσαμε ίσως τον θρόνο, για τους Ρωμιούς, μάλλον και για τους Ουκρανούς το κύριο σύμβολο εξουσίας είναι το τραπέζι, στο οποίο κάθονταν απο τα παλιά χρόνια ο άρχοντας της χώρας, που ήταν συνάμα ο στρατιωτικός αρχηγός, μαζί με τους άλλους ευγενείς – πολέμαρχους. τραπεζίτικη πόλη λοιπόν σημαίνει διοικητικό, και συνεπώς και οικονομικό και πολιτισμικό κέντρο, που παρέχει στον πολίτη μεγάλες δυνατότητες οικονομικής κ.λπ. ανάπτυξης. το Κίεβο ήταν παλιά πρωτεύουσα της Ρωσίας που ήταν ενωμένη με την Ουκρανία. σήμερα είναι πρωτεύουσα της Ουκρανίας)
το ξέρω: εμείς οι δυόμας έχουμε ώρα καλότυχη (=πολύτιμη), μα άς σταθούμε στο Κίεβο, αυτό είναι μεγάλο κέντρο.
ΒΈΛτΗΜ, ΘΑ Με ΠΉΣ ΣΗ: bel-ki θα με πείς σύ:
«ΤΙΣ Σε ΧΡΆΣΤΙΝ ΣέΝΑ, «τίς σε χρειάστη σένα,
ΉΣΗ ΣΉ ΡΥΜέιΥΣ, είσαι σύ Ρωμαίος,
ΈςΣ ΣΗ ΓΛΌΣΣΑ ΚΣέΝΥ»? έχεις σύ γλώσσα ξένο».
ίσως θα μου πείς εσύ: «ποιός σε χρειάστηκε εσένα; είσαι σύ Ρωμιός, έχεις εσύ γλώσσα ξένη» (που αποδεικνύει οτι είσαι ξένος).
ΜΑ ΣΉ Πέ-Με: ΉΛιΥΣ – μα σύ πέ-με: ήλιος,
ΤΥ ΧΥΡΣΌ ΧΑΝΊιΑ, το χρυσό qhan-εία,
ΖέΡ τΉ ΧΛέΝ ΟΛΑ ΈΝΑ zer κί χλιαίνει όλα ένα
ΑΝ ΤΥ ΦΌΣ-Τ ΛΑΜΒΡΉιΑ? εν τω φώς-του λαμπρία;
μα εσύ πέςμου (απάντησεμου σε αυτό): ο ήλιος, ο χρυσός άρχοντας, μήπως δέν ζεσταίνει όλα το ίδιο με του φωτόςτου τη λαμπρότητα;
ιΌΧ, ΤΟ ΚΆΘΑ ΉΝΑ joq, το κάθα είνα
δΎι ΤΥ ΦΌΣ-Τ ΚΗ ΧΛιΆδΑ. δώει-το φώς-του και χλιάδα.
ΛΑΛΑςΆΡΚΑ ΟΛΣ-ΠΑ λαλασιάρικα όλους-πα (απο ρήμα αντίστοιχο του ποντιακού «λελεύω»)
ΧΛέΝ ΝΔΥΚΌΤ Τ ΑΠΣΆΔΑ. χλιαίνει εν τω δικό-του τη αψάδα.
όχι (δέν είναι έτσι, αλλα) αυτός σε κάθε τί, του δίνει το φώςτου και ζεστασιά. (θωπευτικά=) ευεργετικά όλους (τους ανθρώπους) επίσης τους θερμαίνει με την δικήτου κάψα.
Αιτσ ΚΗ ΧΡΆςΚΗΤ ΚΌΖΜΥΣ, έτσι και χρειάσκεται κόσμος
ΝΑ ΖΎΝ ΌΛ-ΠΑ ΈΝΑ, να ζούν όλοι-πα ένα,
ΆΜΑ ΑδΡεΦΉΞΑ, άμα ά αδερφίτσια, (άμα ά, καί οι δύο λέξεις με δασεία στα αρχαία, το ά εδώ είναι αναφορική αντωνυμία= «τα οποία», όπως το ποντιακό «άμον» απο άμα + όν = «μαζί, ίδια με το(ν) οποίο»)
ΌΛ ΑΓΑΠΗΜέΝΑ. όλοι αγαπημένα.
έτσι και πρέπει ο κόσμος να ζούν όλοι απο κοινού, όμοια με αδερφάκια όλοι αγαπημένα.
ΛΊΓΥΣ ΜεΓΑΛΊιΑ, δίχως μεγαλεία,
ΛΊΓΥΣ ΚΆΝΑ ΧΌΡΖΜΥ… δίχως κανένα χώρισμο…
ΝΑ ΖΉΣ, Τ ΆΛΓΥ-Μ, ΝΑ ΖΉΣ, να ζείς, το άλογο-μου, να ζείς,
ΟΤ ΣΤΥ ^ΚΉεβ ΌΡΣΗΣ! οτι στο Κίεβ όρισες! (όρισες, εννοεί «μου έκανες την τιμή να’ρθείς (φέρνοντας κι εμένα), καλώς έφτασες»)
δίχως μεγαλεία, δίχως καμιά διάκριση… να ζείς, άλογόμου, να ζείς, που στο Κίεβο όρισες!
ΧΌΡΑ ΣΑΡΤΑΝΆ 10.05.1967 σελίδα 29
ΘΑΓΜΑΣΊιΑ.
1. (αναπαιστικό)
ΚΣΗΜΗΡέβ. ΠΆΣ Τ ιΑΓΆ, ξημερεύει. πάνω στο |JAQA|
ΠέΦΤΥ ΓΌ ΧΤΑ ΓΥΡΓΆ. πέφτω εγώ εκ τα γοργά.
ΤΥ ιΑΛΌ ΤΊΝΞΚΑ Τ\ΜΆΤ, το γειαλό TINX-ικα κοιμάται,
τές, ΘΑΡΉΣ-ΚΗ ΔΑΓΆΤ… κί έχει, θαρρείς και DAJANT,
ξημερώνει. πάνω στην ακτή ξαπλώνω εγώ απο νωρίς. η θάλασσα ήσυχα κοιμάται, δέν έχει, θαρρείς, κουράγιο (να σηκώσει κύμα).
ΥΡΑΝΌΣ, ΞΆΧ ΛΑΜΒΡΉΖ. ουρανός, |ΞΑΧ| λαμπρίζει.
ΠδΙΝΆ τέΝ ΣΗΝΙΦΉΣ. πουθενά κί έν συννεφίες.
ΤΕΚ ΠεΤΥΝΙ ΛΑΦΡΆ, |ΤΕΚ| πετούνε ελαφρά
ΠΛΊιΑ ΧΛΊΖΝΙ ΝΤ ΧΑΡΆ. πουλία, χλίζουνε εν τη χαρά.
ο ουρανός κιόλας φέγγει. πουθενά δέν είναι συννεφιές. μόνο πετούνε ελαφρά, πουλιά, φωνάζουν απο χαρά.
2. (τροχαϊκό)
ΣΚΌΘΙΝ ΆΝΙΜΥΣ, ιΑΛΌΣ σηκώθην άνεμος, γειαλός
ΚΥΒΥΚιΑΣΗΝ. köpyk-ίασεν.
ΚΑΤΙΝΎτσΚΥ ΥΡΑΝΌΣ, κατεινούτσικο ουρανός,
ΣΗΝεΦιΑΣΗΝ. συννεφίασεν.
σηκώθηκε άνεμος, η θάλασσα άφρισε. αρκετά πυκνός ο ουρανός, συννέφιασε.
ΠςΉΡΣΗΝ βΡΟΝΔΙΚΣΗΝ βΡΥΝΔΊ, επιχείρησε βρόντηξε βροντή,
ΠΎΧΝΑ ΣΚΌΘΙΝ. πύκνα σηκώθη. (ΠΎΧΝΑ συνήθως σημαίνει σκόνη)
ΤΊΤΚΥ ΜέΡΑ, ιΆΝ Τ ΦΛιΥΡΉ, τοίουτικο μέρα, οία άν το φλουρί,
ΝΑΚΑΤΌΘΙΝ. ανακατώθη.
άρχισε βρόντηξε βροντή, καταχνιά σηκώθηκε. τέτοια μέρα, (φωτεινή) σάν χρυσό φλουρί, χάλασε.
ΔΡές ΤΥ τΉΜΑ ΚΗ ΗΡΉΖ, τρέχει το κύμα και γυρίζει,
ΑΝΑΝΓΚΆςΚΗΤ. αναγκάσκεται.
ςΥΜΒΥΡΛΈβ ΚΗ τΗΜΑΤΊΖ, šuvulda-εύει και κυματίζει (šuvulda= θορυβεί)
ΓΌ ΘΑΓΜΆςΚΥΜ: εγώ θαυμάσκομαι:
τρέχει το κύμα και γυρίζει, εξάπτεται. ορύεται και κυματίζει, εγώ θαυμάζω:
- τές, ΘΑΡΉΣ, ιΑΛΌΣ ΔΑΓΆΤ, κί έχει, θαρρείς, γειαλός dajant,
ΑΝΔΑ Τ\ΜΆΤΙ. εν τά κοιμάται.
δΙΝΑΤΈΝ ΝΔΑ ΈΡΚΗΤ ΣΆΤ, δυναταίνει εν τα έρχεται sa’at,
ΠΚΑΝΙςΚΑΤΙ. κοπανισκάται. (ίσως υπάρχει επιρροή απο το λατινικό pugna, και το ελληνικό «πυγμή», σε μιά εποχή που ο κόσμος των πόλεων ήταν συνηθισμένος να βλέπει πυγμαχίες και παρόμοια θεάματα στους ιπποδρόμους, ενώ οι κάτοικοι της υπαίθρου υπηρετούσαν μισθοφόροι στο ρωμαϊκό στρατό).
δέν έχει, θαρρείς, η θάλασσα αντοχή, όταν κοιμάται. δυναμώνει όταν έρχεται ώρα, μάχεται (χτυπάει βίαια).
Αιτσ ΤΥΝ ΚΌΖΜΥ ΆΝ ΓΝΕΦΉΣ-Σ, έτσι τον κόσμο άν νηφήσεις,
ΟΛΣ, ιΆΝ ΉΝΑ, όλους οία άν είνα,
ΚΆΜΣ ΜεΓΟΛΑ ΤΌΤΙΣ δΛΙΣ, κάμεις μεγάλα τότες δουλείες,
Άι-ΔΑ, δΊΝΑ! άιντε, δύναμη! (το άιντε είναι γνησιότατη ελληνική λ. απο το αρχαίο «άγετε». απο τον ενικό «άγε» το επιφώνημα «άι»).
έτσι τους ανθρώπους άν ξυπνήσεις όλους σάν ένα (=όλους μαζί, ενωμένους), κατορθώνεις μεγάλες τότε δουλειές. άιντε, δύναμη!
(εννοεί πως ο λαός έχει μεγάλη δύναμη που δέν του φαίνεται, γιατί είναι σάν την κοιμισμένη θάλασσα. Άν όμως στην κατάλληλη ώρα ξεσηκώσεις το λαό όπως ξεσηκώνεται η θάλασσα, τότε με τη δύναμη του λαού μπορείς να επιτύχεις μεγάλα πράγματα στον κόσμο).
ΧΌΡΑ ΣΑΡΤΑΝΆ 15.05.1967
ΜΑΛΑΚΎτσΚΥ ΔΎΣιΑ-Σ ΤΥ ΤΡΑΓΌδ μαλακούτσικου Ντούσιας το τραγούδι
της τρυφερής (μικρής σε ηλικία) Ντούσιας το τραγούδι
(ΠΆΣ ΤΥ ΜΟΤΉβ «^ΛεΌΝΤΗι ^ΧΟΝΆΧΒει») στο σκοπό του τραγουδιού «Λεόντιος Κονάκμπεης»
ΑΤΎΤΥ Τ δΛΊιΑ ΉΤΥΝ ετούτο το δουλεία ήτον
ΚΥΣΤΡΉιΑ ΤΥ ιΑΝβΆΡ, εικοσιτρία του Ιανουάρη,
ΣΤΥ ΠδΆΡ ΝΔΑ ΣΚΌΘΙΝ Τ ΧΌΡΑ, στο ποδάρ εν τα σηκώθη τη χώρα
ΧΤΥ ΆΓΡΥ ΤΥ ΧΑΠΆΡ. εκ το άγριο το habar.
αυτό το συμβάν ήταν στις εικοσιτρείς του Ιανουαρίου, στο ποδάρι όταν σηκώθηκε το χωριό απο την φρικτή είδηση.
ΜΑςΉΝΙΣ ΔΌΚΑΝ δΊιΑ mašin-ες döc-αν δοία
ΧΑΡςΎ-ΧΑΡςΎ ΒΗΡΔΈΝ. qarşı qarşı birden
ΜΑΝΓΚΡΑςΉΝΣΑΝΙ ΚΌΖΜΥΣ, meŋreş-αινσανε κόσμος (meŋreş απο παλαιότερο myŋreş, αλληλοπαθητικός τύπος του meŋre= μουγκρίζει, κραυγάζει, δηλαδή meŋreş= κραυγάζουν ο ένας προς τον άλλο, όλοι μαζί.)
ΞΑΡΆΝ ΖΑΝΔΑΛΥΜέΝ. xaran zetlen-μένοι (zetlen-= κακοποιείται. το xaran είναι επιρρηματικό κατηγορούμενο,= (σάν) ένα δεμάτι π.χ. άχυρα)
τα αυτοκίνητα χτύπησαν και απο τα δύο μέρη αντιμέτωπα, ταυτόχρονα. μιά κραυγή έβγαλαν οι άνθρωποι, στιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο σάν ένα δεμάτι άχυρα κακοποιημένοι όλοι μαζί. (προφανώς ήταν μεγάλα αυτοκίνητα που μετέφεραν κόσμο, δηλαδή λεωφορεία).
ΧΑΤΕ ΟΤ ΉΝΔΥΝ ΤΊΤΚΥ hate οτι εγένετο τοίουτικο
ΧΑΠΆΡ ΉΡΤΙΝ ΣΑΤΝΆ, habar ήρθε sa’atına,
ΔΑΎςΑ ΚΗ ΜΥΡΛΌιΑ, davuş-ια και μοιρολόγια
ΓΥΜΌΘΙΝ Τ ΣΑΡΤΑΝΆ. γομώθη το Σαρτανά.
ατύχημα οτι έγινε τέτοιο, είδηση ήρθε την ίδια ώρα. φωνές και μοιρολόγια γέμισε το (χωριό) Σαρτανά.
ΠΥΛΊ ΑΡΑΛΑΈΦΤΑΝ, πολλοί jarala-εύθεν,
ΜΑ ΠέΜΝΑΝΙ ΖΔΑΝΊ. μα απέμεινανε ζωντανοί.
ΓΡΑΜέΝΥ ΉΤΥΝ Σ ^ΔΎΣιΑ γραμμένο ήτον εις Ντούσια
ΤΥ ΆΣΤΡΥτσ ΝΑ ΒΖΗΘΊ. το άστρο-της να σβηθεί.
πολλοί τραυματίστηκαν μα έμειναν ζωντανοί. γραμμένο (όμως) ήταν στην Ντούσια το άστροτης να σβησθεί.
ΧΑΝΊιΑ ΚΥΡΑΣέιΑ, qhan-εία κορασέα,
ιΑςΎτσΚΥ ΦΗΝΔΝΊτσ, jaš-ούτσικο findan-ίτσι
ΠΎΧ ΒΡέΘΙΝ ΜΆβΡΥ ^ΧΆΡΥΣ πούθε βρέθην μαύρο Χάρος (το -θε του πούθε και άλλων λ. γίνεται -χ κατα επιρροή απο το αχ <– εχ <–εκ).
ΚΗ ΤΡΆΒΣΗΝ ΠΉΡΗΝ Ν ΠςΉτσ. και τράβησε πήρε την ψυχή-της.
αρχοντική κορασιά, νεαρό φιντανάκι, απο πού βρέθηκε ο μαύρος Χάρος και τράβηξε πήρε την ψυχήτης!
ΤΟΣ ΠΡΆΤΑΝΙΝ ΑΠΉΣΥτσ, αυτός περπάτανεν οπίσω-της,
ΤΙ ΉςΗΝΔΥ ΗΡΆ. αυτή είχεν-το jara.
ΚΗ ^ΔΎΣιΑ ΡΌΤΣΗΝ Τ ΜΆΝΑτσ, και Ντούσια ρώτησε τη μάνα-της,
ΧΑΔΡΆιβΗΝΙ ΞΑΡΆ: qadra-ευεν-ε xare:
αυτός περπατούσε απο πίσωτης, αυτή το είχε πληγή. και η Ντούσια ρώτησε τη μάνατης, ζητούσε τρόπο (να γλυτώσει):
- Όι, ΜΆΝΑ, ΠέΤΥ ΜέΝΑ, -όι, μάνα, πέ-το μένα,
ΤΟ ΤΊ ΠΥΡΉ ΝΑ ΈΝ, αυτό τί μπορεί να ένι,
ΣΤΥΝ ΉΠΝΥΜ ΡΥΜΑΤιΆΧΚΥΜ, στον ύπνο-μου ορωματιάσκομαι: (όρωμα= όραμα =όνειρο, όπως και στα Ποντιακά)
ΑΠΉΣΥΜ ΉΣ ΚΑΤβέΝ. οπίσω-μου είς κατεβαίνει.
όι, μάνα, πέςτο σε μένα, αυτό τί μπορεί να είναι, στον ύπνομου ονειρεύομαι (οτι) απο πίσωμου ένας ακολουθεί.
ΓΌ ΣΉΜΥΡ ΠΆΛ ΤΥΝ ΉδΑ, εγώ σήμερο πάλι τον είδα,
ΉΣ ΜΆβΡΥΣ ΚΗ ΠΣεΛΌΣ, είς μαύρος και ψηλός.
ΚΑΤβέΝΙςΚΗΝ ΑΠΉΣΥΜ, κατεβαίνισκεν οπίσω-μου
τΉ ΠΌΡΝΙΝ ΝΑ με ΣΌΣ. κί μπόρηνε να με σώσει.
εγώ σήμερα πάλι τον είδα, ένας μαύρος και ψηλός, ακολουθούσε απο πίσωμου, δέν μπορούσε να με φτάσει.
Όι, ΧΎΛΖΑΝ ΝΊΧΤΑΣ ΠΛΊιΑ, όι, χούλιζαν νύχτας πουλία,
ΞΆΧ ΠΉΣΥ ΣΤΥ ΚΥΠΎΡ. xaq πίσω στο |ΚΟΙΠΥΡ|. (γίνεται λόγος για μιά συγκεκριμένη γέφυρα στο χωριό Σαρτανά)
ΓΌ ΓΛΊΤΥΣΑ ΧΤΑ ΤΌΝΑ, εγώ γλύτωσα εκ τα αυτόνα,
ΜΑ ΠέΛΣΑ ΠέΣ ΤΥ ΞΧΎΡ… μα απέλυσα απ’έσω το xuqur.
όι! φώναζαν της νύχτας τα πουλιά, ακόμη πιο πίσω απο τη γέφυρα. εγώ γλύτωσα απ’ αυτόνα, αλλα έπεσα μέσα στο λάκκο.
…ΤΑ ΡΌΜΑΤΑ δΑΛΊΖΝΙ, …τα ορώματα διαλύουνε,
ΠΥΛΆ ΈΧΝΙ ΑΣΛΊ. πολλά έχουνε aslı. (asıl= αρχικό νόημα, ουσία, γνησιότητα, με το κτητικό πρόσφυμα -ı)
ΓΡΑΜέΝΥ ΉΤΥΝ Σ ^ΔΎΣιΑ, γραμμένο ήτον εις Ντούσια,
ΤΥ ΆΣΤΡΥτσ ΝΑ βΣΗΘΊ. το άστρο-της να σβηθεί.
τα όνειρα εξηγούνται, πολλά έχουνε αλήθεια. γραμμένο ήταν για τη Ντούσια: το άστροτης να σβησθεί.
ΜΥΡΦΎτσΚΥΣ ιΆΝ Τ ΧΑΝΊιΑ, ομορφούτσικως οία άν τη qhan-εία
ΘΑΡΉΣ-ΚΗ, τέΝ ΘΑΝΊ. θαρρείς και κί έν θανή.
ΝΙΦιΆΤΚΥΣ ΦΥΡιΑΖΜέΝΣΑ, νυφιάτικως φορεμένισσα, (επι λέξει= «ώς νύφη ντυμένη»)
ΤΙ ΠέΦΤ, ΘΑΡΉΣ, ΖΔΑΝΊ. αυτή πέφτει, θαρρείς, ζωντανή.
ομορφούλα σάν πριγκήπισσα, θαρρείς δέν είναι πεθαμένη. το νυφιάτικότης φορώντας αυτή κείτεται, θαρρείς, ζωντανή. (όσοι πεθαίνουν προτού παντρευτούν, κηδεύονται φορώντας νυφικό, ή τουλάχιστον στεφάνι γάμου στο κεφάλι).
ΤΑ ΧΡΌΝιΑ ΘΑ ΠεΡΆΣΝΙ τα χρόνια θα περάσουνε,
ΖΑΜΆΝ ΠΆΣ ΤΥ ΖΑΜΆΝ. zaman πάνω στο zaman.
ΣΤΥΝ ΤΆΤΑ ΚΗ ΑΣ Τ ΜΆΝΑ στον τάτα και εις τη μάνα
Τ ΗΡΆ ΤΌ Τ\ΘΑ ΝΑ ιΆΝ. το jara αυτό κί θα να γιάνει.
τα χρόνια θα περάσουνε, εποχή πάνω στην εποχή. στον πατέρα και στη μάνα το τραύμα αυτό δέν πρόκειται να γιάνει.
Τ ΗΡΆ ΈΝ ΆΛιΑΧ ΆΓΡΥ – το jara ένι alaaq άγριο -
ΤΟ ΠΆΝΔΑ ΚΑΜΑΤΊΖ. αυτό πάντα καματίζει.
ΝΈ ΛΆΞ ΠεΡ ΚΗ ΝΈ δέΣΜΥ, ne ilaaџ επαίρει και ne δέσιμο,
ΜΑ ΤΊ ΠΥΡΉΣ ΝΑ ΠΉΣ… μα τί μπορείς να πείς…
το τραύμα είναι άκρως άγριο, αυτό (το τραύμα) πάντα δρά. ούτε φάρμακο παίρνει και ούτε επίδεσμο, αλλα τί μπορείς να πείς…
20 ΜΆΡΤ 1969.
ΚΑΡδΑΚΌ ΤΌΠΥ
οικείος τόπος
ΓΟ ΠΑΈΝΥ ΚΗ ΝΥΝΊΖΥ, εγώ παγαίνω και νουνίζω,
ςέΡΥΜ, ΣΤΊΚΥΜ ΚΗ ΗΛΎ. χαίρομαι, στήκομαι και γελώ.
ΜΆΣ ΤΆ ΦΉΚΑΝ, ΓΌ βΗΓΛΊΖΥ, ημάς τά αφήκαν εγώ βιγλίζω,
ΜΉΣ ΤΆ ΚΆΜΥΜ ΓΌ ΔΡΑΝΎ. ημείς τά κάμουμε εγώ ανατρανώ.
εγώ βαδίζω και σκέφτομαι, χαίρομαι, στέκομαι και γελώ. σε μάς εκείνα που άφησαν (οι προγενέστεροι) εγώ κοιτάζω, εμείς εκείνα που κάνουμε εγώ παρατηρώ.
ΧΑΡΥΜεΝΥΣ ΠΆΝΔΑ ΉΜΗ, χαρουμένος πάντα είμαι,
ςέΡΥΜ ΓΌ Ν ΤΥΚΌ-Μ ΝΤ ΤΑιΦΆ. χαίρομαι εγώ εν τω δικό-μου την tajfa.
ΜΑ βΑΧΤΛΊδΣ ΓΟ Τ\ΘΑ ΝΑ ΉΜΝΙ, μα bahtlı|δης εγώ κί θα να ήμουνε,
ΛΊΓΥΣ ΤΌΠΣ-Μ ΤΑ ΚΑΡδΑΚΆ. δίχως τόπους-μου τα καρδιακά.
χαρούμενος πάντα είμαι, χαίρομαι εγώ με τη δικήμου την οικογένεια. αλλα καλότυχος εγώ δέν θα ήταν δυνατόν να ήμουν χωρίς τους τόπουςμου τους οικείους,
ΛΊΓΥΣ ΞΌΛιΑ ΚΗ ΒΑΖΆΡιΑ, δίχως xöl-ια και bazar-ια,
ΤΑ ΈΝ ΈΜΒΡΥ-Μ, ιΑΝΑςΆ-Μ. τά ένι έμπρο-μου, janaşa-μου.
ΛΊΓΥΣ ΌΜΥΡΦΑ ΠΑΛΚΆΡιΑ, δίχως όμορφα παλληκάρια,
ΣΤΥ ΖΑβΌΔ ΤΑ ΠΆΓΝΙ ΣΜΆ-Μ. στο zavod τά υπάγουνε σιμά-μου. (ΖΑβΌΔ ρωσική λ.)
χωρίς τις εξοχές και τις πόλεις που είναι μπροστάμου, δίπλαμου, δίχως τα όμορφα παλληκάρια για το εργοστάσιο τα οποία βαδίζουν κοντάμου, (=που πηγαίνουμε μαζί στη δουλειά).
ΛΊΓΥΣ ΤΟ Τ ΜΥΡΦΉιΑ ΌΛΥ, δίχως αυτό το ομορφία όλο
ΠΥιΥ ΠΆΝΔΑ ΞΗΞΑΚιΑ… οποίο πάντα xixek-ιά…
ΈΧΥΜ ΈΜΒΡΥ δΛΊιΣ ΜεΓΟΛΑ, έχουμε έμπρο δουλείες μεγάλα,
ΜΑ ΗΝΓΚΥΜ-ΤΑ ΥΡΤΑΧΤΚΆ! μα νικούμε-τα ortaq-ικά! (το Η- του ΗΝΓΚΎΜ είναι πιθανώς απο επιρροή του αρχαίου ήνεγκον, το οποίο στην Ποντιακή διατηρείται ώς ένγκα= ένεγκα= έφερα)
δίχως αυτήν την ομορφιά όλη η οποία πάντα ανθίζει… Έχουμε μπροστάμας δουλειές (που πρέπει να κάνουμε) μεγάλες, αλλα τις δαμάζουμε (= τις καταφέρνουμε) με την καλή συνεργασία.
07.05.1969
ΤΑΤΑ ΚΗ ιΟΣ.
(ΣΟΛΔΆΤ ΤΥ ΜΟΝΟΛΟΓ) του στρατιώτη ο μονόλογος
1.
ΔΝΉΠΡΟ ΤΑ ιΆΡιΑ ΤΑ ΝΑΜΛΊδΚΑ Δνείπερου τα jar|ια τα namlı-δικα
Ν ΚΑΡδΊιΑ-Μ ΌΛΥ ΑΓΑΠΎ! εν καρδία-μου όλο αγαπώ!
ΠΎ τιΆΝ βΗΓΛΊΚΣ, ΠΑΝΔΎ τιΑΜΉΛΚΑ, όπου και άν βιγλίσεις, παντού kaamil-ικα
δΌ ΣΚΉΡΤΙΣ ΣΆΧΚΑ ΓΌ ΔΡΑΝΎ. εδώ σκίρτες sag-ικα εγώ ανατρανώ.
του Δνείπερου τους γκρεμούς (=απόκρημνες όχθες) τους ξακουστούς με την καρδιάμου όλη (τους) αγαπώ! όπου κι άν κοιτάξεις, παντού τέλεια, εδώ (πανοραμικά τοπία) ευχάριστα εγώ βλέπω.
ΧΑΡςΎ ΣΤΥ ΣΉΡΤ – ΚΥΒΎΚιΑ ΚΟΠΗΝ – qarşı στο sırt – köpyk|ια εκόπεν -
Τ βΑΉιΑ ΣΤΊΚΗΤ ιΑΓΑΛΆ. ; τη βαΐα στήκεται jagala.
…ΓΟ ΉΡΤΑ ΠΆΛ ΑδΌ ΣΤΥΝ ΤΌΠΥ, …εγώ ήρθα πάλι εδώ στον τόπο,
ΚΗ ΣΤΊΚΥΜ ΠΆΛ Σ ΑΤΌ Τ ιΑΓΆ, και στήκομαι πάλι εις αυτό το jaqa,
αντίκρυ στη ράχη – οι αφροί (του ποταμού) κόπηκαν (=σταμάτησαν), η (δάφνη) στέκεται στην άκρη. εγώ ήρθα πάλι εδώ στον τόπο, και στέκομαι πάλι σ’ αυτήν την όχθη,
ΠΥ ΤΌΤΙ – ΤΡΆΝΔΑ ΧΡΌΝΣ ΑΠΉΣΥ, όπου τότε, τριάντα χρόνους οπίσω,
ΑΣ ΔΥΓΚΥςΉ ΤΥ ΧΉΡ-ΖΑΜΆΝ, εις döcyş-ίου το ahır-zaman,
ΝΔΥ ΑβΤΟΜΆΤ ΓΟ ΉΣΑ-ΉΣΑ εν τω αυτόματο εγώ ίσα - ίσα (ΑβΤΟΜΆΤ απο τα ρωσικά)
ΧΥΛΞΆΡΚΑ δΆιΝΑ ΠΆΣ ΔΥςΜΆΝΣ. |QΟΛΔ|τσιάρικα διάβαινα πάνω εις dyşman-ους.
όπου τότε, τριάντα χρόνια πίσω, στου πολέμου την «συντέλεια», με το αυτόματο εγώ στα ίσια, (ευθέως, κατα μέτωπο) ορμητικά πήγαινα εναντίον των εχθρών.
…Π ΑΔΌΧ – ΧΤΥ ΠΣέΛΥΣ ΑΓΥΛΊδΚΑ όπου εδώθε - εκ το ψήλος agılı-δικα
ΝΔΑ ΠΥΛεΜιΟΤιΑ ΠΚΆΝΖΑΝ ΦΡΉτσ. εν τα pulemjot-ια κοπάνιζαν Frıtz
ΜΑ ΣΚΎΜΝΑΣ ΠΆΝΥ ΟΛ ΤιΑΜΉΛΚΑ, μα σηκούμασθε πάνω όλοι kaamil-ικα
Χ ΦΑςΉΣΤΣ ΝΑ ΠΆΡΥΜ ΤΟ ΣΗΡΤΊτσ. εκ να πάρουμε το sırt-ίτσι.
που απο δώ, απο το ύψωμα φαρμακερά με τα πολυβόλα βαρούσαν οι «Φρίτς». μα σηκωνόμασταν πάνω (=εφορμούσαμε) όλοι άψογα, απ’ τους φασίστες να πάρουμε τη ραχούλα.
ΚΗ ΤΈΚΑΣ ΒΌΜΒΗΣ ςΎΡΖΑΝ ΛΌΡιΑ και tekas bomb-ες σύριζαν ολόγυρα
ΚΗ ΌΛΥ ΈΦΤΑιΝ ΤΆΠΤΑΧΗΡ… και όλο έφταεν taptaqır…
ΜεΓΟΛΑ Ν ΤΡΆβΑΝΑΜ-ΠΑ ΖΌΡιΑ, μεγάλα αν τράβαναμε-πα zor-ια,
ΜΉΣ ΤΡΑβΉςΚΥΜΝΑΣ ΑΣ ΤΥ ΣΉΡΤ. ημείς τραβήσκομασθε εις το sırt.
και παρόλο που βόμβες σφύριζαν ολόγυρα και όλο έκανε όλεθρο (=γινόταν όλεθρος), μεγάλα κι άν τραβούσαμε ζόρια εμείς τραβιόμασταν (=προωθούμασταν) προς τη ράχη.
ΣΜΆ-Μ ΉΤΥΝ ιΌ-Μ, ΑΝΔΑ ΠεδΊιΑ, σιμά-μου ήτον υιό-μου, εν τα παιδία,
ΑΝ Σ ΟΛΣ ΤΟΣ δΆιΝΙΝ ΒΑΡΑΒΑΡ. εν τους όλους αυτός διάβαινεν beraber.
ΜΑ ΠΎΛιΑ ςΎΡΚΣΗΝ ΠέΣ Τ ΣΚΥΤΝΊιΑ μα pul|ια σύριξε απ’ έσω τη σκοτεινία
ΚΗ ΔΌΚΗΝ ΚΡέΜΣΗΝ ΔΥΝ ΧΤΥ ΠδΆΡ. και döc-ε κρέμισεν αυτόν εκ το ποδάρι.
κοντάμου ήταν ο γιόςμου, με τα (νέα) παιδιά, μαζί με όλους (τους νέους) αυτός πήγαινε μαζί. μα σφαίρα σφύριξε μέσα στη σκοτεινιά και χτύπησε, τον γκρέμισε απ’ το ποδάρι (=τον έρριξε απο όρθιο).
ΚΡΗΜΉΝ, ιΆΝ ΤΥ ΞΗΞΆΚ-ΜΥΡΦΉιΑ, εκρημίην, οία άν το xixek ομορφία,
ΤΥΚΌΜ ΤΥ ΑΚΡΗβΌ ΤΥ ΜΚΡΌ. το δικό-μου το ακριβό το μικρό.
ΤΥ έΜΑ ΈΡΗΝ ΑΧ Ν ΚΑδΊιΑ-Τ, το αίματου έρρεεν εκ την καρδία-του,
Τ ΗΡΆ- Τ ΤΟ ΉΤΥΝ ΦΥΒΗΡΌ. το jara-του αυτό ήτον φοβερό.
έπεσε, σάν το λουλούδι ομορφιά, το δικόμου το ακριβό το μικρό. το αίμα έρρεε απο την καρδιάτου, το τραύματου αυτό ήταν φοβερό.
ΠΑΝΔΎ-ΠΑ ΣΠΆΝΙςΚΑΝ ΣΝΑΡιΆΔιΑ παντού-πα σπάνισκαν snarjad-ια,
ΚΗ ΣΜΆΜ-ΠΑ ΈΣΠΑΣΗΝ ΣΝΑΡιΆΔ. και σιμά-μου-πα έσπασε snarjad.
ΓΟ ΚΦΌθΑ, ΞΆΧΗΠΣΑΝ ΤΑ ΜΆΤιΑ-Μ εγώ κουφώθα, xaq-ευσαν τα μάτια-μου,
ΚΗ ΚΌΠΗΝ – ΧΆΘΙΝ ΤΥ ΔΑΓΆΤ-Μ. και εκόπη - εχάθη το dajat-μου.
και παντού έσκαζαν οβίδες, και κοντάμου έσκασε μιά οβίδα. εγώ κουφώθηκα, άστραψαν (προσωρινά τυφλώθηκαν, δέν έβλεπαν παρα μιά λάμψη) τα μάτιαμου και κόπηκε, χάθηκε η αντοχήμου.
ΜΑ ΉβΡΑ δΊΝΑ ΓΌ ΚΑΤΛΊΓΥ, μα ηύρα δύνα εγώ κάτι λίγο,
ΤΑΧΑΤ ΚΗ ΠΌΝΝΙΝ ΠςΉ-Μ, ΚΥΡΜΌ-Μ. τάχατε κί πόνεινε ψυχή-μου, κορμό-μου.
ΑΡΚΎδΙΠΣΑ ΚΗ ΣΜΆ-Τ ΓΟ ΠΉΓΑ, αρκούδεψα και σιμά-του εγώ πήγα,
ΜΑ ΣΚΥΤΥΜέΝΥΣ ΉΤΥΝ ιΌ-Μ. μα σκοτωμένος ήτον γιό-μου.
αλλα βρήκα δύναμη εγώ κάτι λίγο, (κάνοντας πως) τάχα δέν πονούσε η ψυχήμου, το σώμαμου. αρκούδισα (=έρπυσα) και κοντάτου εγώ πήγα, μα (ήδη) σκοτωμένος ήταν ο γιόςμου.
ΠΑΝΔΎ ΝΔΥ έΜΑ ΜΑΛΑιΜέΝΑ παντού εν τω αίμα μολεμένα (με επιρροή απο «μαλαγμένα», απο ρήμα «μαλάσσει»)
ΧΥΡΤΆΡιΑ ΉΤΑΝ ιΑΝΑςΆ-Τ. χορτάρια ήταν janaşa-του.
ΤΑ δΆΧΛΑ-Τ ΉΤΑΝ ΚΑΡτσΥΜέΝΑ, τα δάχτυλατου ήταν καρτσωμένα,
τΉ ΠέΛΝΑΝ ΤΑ ΤΥ ΑβΤΟΜΆΤ. κί απέλυναν αυτά το avtomat.
παντού με αίμα μολεμένα χορτάρια ήταν στα πλάγιατου. τα δάχτυλατου ήταν σφιγμένα (κρατώντας γερά), δέν άφηναν αυτά (τα δάχτυλα) το αυτόματο (οπλοπολυβόλο).
2.
βΡΥςΉΣ τΗ ΣΤΊΚΗΝ ΚΆΝΑ ΌΡΑ, βροχής κί εστήκεν κανένα ώρα,
ΘΑΡΉΣ, ΤΑΡΠΉΘΙΝ ΥΡΑΝΌΣ. θαρρείς, τρυπήθην ουρανός.
ΤΊ ΌΡΗΜΑ ΔΡΑΝΆ ΑΤΌΡΑ, τί όραμα ανατρανά ετώρα
ΚΥΡΗΕΝΣΑ <ΚΥΡΜΕΝΣΑ>, ΜΆΝΑ-Σ? ΌΣ ΑΡΓΌΣ κουρμένσα μάνα-σου; ώς αργώς
βροχή δέν σταματούσε καθόλου, θαρρείς τρυπήθηκε ο ουρανός. τί όνειρο βλέπει τώρα, η καημένη η μάνασου; ώς αργά
ΤΙ ΠδΙΝΑ ΚΑΘΙΤ, ΝΑΣΤΙΝΆΖ, αυτή πουθενά κάθεται, αναστενάζει,
ΚΥΝΌΝ ΣΤΙ ΜΆΣ τΗΜΌΝΥ δΆΚΡΥ κονώνει εις τ’ εμάς και μόμο δάκρυο (μόνο σε τέτοιες περιπτώσεις το «και» γράφεται με «ΤΗ», αλλιώς προτιμάται «ΚΗ» προς αποφυγή σύγχυσης με το αρνητικό μόριο «ΤΗ»)
ΝΥΝΊΖ, ΘΑ Ές ΚΑΜΉιΑ ΆΚΡΑ, νουνίζει, θα έχει καμία άκρα,
ΝΑ ΈΡΤ τΗΡΌΣ ΝΑ δΊ ΤΙ ΜΆΣ? να έρθει καιρός να δεί αυτή εμάς;
αυτή κάπου κάθεται, αναστενάζει, χύνει για μάς και μόνο δάκρυ, σκέφτεται: θα έχει κανένα τέλος (ο πόλεμος) να έρθει καιρός να δεί αυτή εμάς;
ΑΝ ΤΥ ΠΗΚΡΌ, βΑΡΉ Ν ΚΑΡδΊιΑ… εν τω πικρώ, βαρεί την καρδία…
ΠΆΧ Ν ΚΎΤΡΑ ΦΉΛΣΑ ΤΥ ΠΑΛΚΆΡ-Μ, επι εκ την κούτρα φίλησα το παλληκάρι-μου,
ΚΡΗΜΉΣΤΙΝ ΜΆβΡΥ ΣΗΝΙΦΉιΑ, εκρεμίσθη μαύρο συννεφία,
ΞΆΧ ΉΛιΥΣ ΉΝΔΥΝ ιΆΝ ΤΥ ΔζΚΆΡ. xaq ήλιος εγένετο-ν οία άν το |џicer|.
με πίκρα χτυπάει την καρδιά… (=χτυπάει το στήθοςτης η μάνα απο την πίκρα)… πάνω στο μέτωπο φίλησα το παλληκάριμου, έπεσε μαύρη συννεφιά, τόσο που ακόμη κ ο ήλιος έγινε σάν συκώτι. (κοκκινόμαυρο χρώμα)
3.
Τ ΡΑΚέΤΑ ΞΉΖΗΠΣΗΝ Τ ΣΚΥΤΝΊιΑ, το raketa xiz-ευσε τη σκοτεινία,
ΠΆΣ ΥΡΑΝΌ ΤΟ ΦΉΚΗΝ ΞΉΡ. πάνω εις ουρανό αυτό αφήκε xir.
- ΣΚΥΘΈΤ ΑΠΆΝΥ, ΤΑ ΠεδΊιΑ-Μ! - σηκωθέτε επάνω, τα παιδία-μου!
ΤΟ ΤΝ ΌΡΑ ΧΎΛΚΣΗΝ ΚΟΜΑΝΔΉΡΣ. αυτό την ώρα χούλιξε kommandier-ης. командир
η φωτοβολίδα χάραξε τη σκοτεινιά, πάνω στον ουρανό αυτή (=η φωτοβολίδα) άφησε (φωτεινό) ίχνος. «σηκωθήτε πάνω, παιδιάμου!» εκείνη την ώρα φώναξε ο διοικητής.
ΗΛΆΤ ΑΠΉΣΥΜ! ΠΆΣ ΔΥςΜΆΝΥΣ! – ελάτε οπίσω-μου! πάνω εις dyşman-ους!
ΞΑΧέβΝΙ ΠΥΛΗΣ, ιΆΝ Τ ΣΤΡΑΠΉ. xaq-εύουνε pul-ιες, οία άν τη αστραπή.
ΜΑ ΡΆΝΔΣΑΝ – ΣΚΌΘΑΝ ΌΛ ΑΠΆΝΥ, μα ράντησαν - σηκώθεν όλοι επάνω,
ΤΊΣ ΠΌΡΝΙΝ ΚΌΜΑ ΝΑ ΣΚΥΘΊ. τίς μπόρηνεν ακόμα να σηκωθεί.
«ακολουθήστεμε! επίθεση στους εχθρούς!». σπιθοβολούν σφαίρες σάν την αστραπή. μα πετάχτηκαν όλοι επάνω - όποιος μπορούσε ακόμα να σηκωθεί.
ΚΗ ΠΆΛ ΤΥΤΎΣΗΠΣΗΝ Τ ΦΥΤΊιΑ, και πάλι tytyş-ευσε τη φωτία,
ΚΗ ΠΚΆΝΖΗΝ ΠΆΛ ΤΥ ΠΥΛεΜιΌΤ… και κοπάνιζε πάλι το pulemjot… пулемёт
ΓΌ δΆβΑ, ΖΜΉΓΑ ΝΔΑ ΠεδΊιΑ, εγώ εδιάβα, έσμιγα εν τα παιδία,
Α ιΌ-Μ… ιΌ-Μ ΠέΜΝΙΝ ΜΑΝΑΧΌΤ. α γιό-μου… γιό-μου απέμεινε μοναχό-του.
και πάλι κάπνισε η φωτιά και βαρούσε πάλι το πολυβόλο. εγώ πήγα, έσμιξα με τα παιδιά, (=τους άλλους στρατιώτες) ενώ ο γιόςμου… ο γιόςμου έμεινε μοναχόςτου.
ΤΑ ΠΎΛΗΣ ςΎΡΖΑΝ ΛΊΓΥΣ ΤΈΛΟΣ τα pul-ιες σύριζαν δίχως τέλος
ΚΗ ΚΡέΜΣΑΝ ΚΆΤΥ-ΠΑ ΠΥΛΊΣ, και κρέμισαν κάτω-πα πολλοίς,
ΜΑ ΠΉΡΑΜ ΜΉΣ ΑΤΟ ΤΥ ΠΣέΛΥΣ – μα πήραμε ημείς αυτό το ψήλος,
ΤΥ ΦΛΆΓ-ΜΑΣ ΠΆΝΥ τΗΜΑΤΊΖ! το flag-μας πάνω κυματίζει!
οι σφαίρες σφύριζαν δίχως τέλος και έρριξαν μάλιστα κάτω πολλούς, αλλα πήραμε εμείς αυτό το ύψωμα, η σημαίαμας επάνω κυματίζει!
4.
ΣΟ<Λ>ΔΑΤΣ ΤΑ ΧΡΌΝιΑ-Τ τΉ ΜεΤΡΆΤΑ. soldat-ος τα χρόνια-του κί μετρά-τα.
ΚΗ ΤΈΚΑΣ ΠέΡΑΣΗΝ τΗΡΌΣ, και tekas πέρασε καιρός,
ΓΟ ΚΆτσΜΥ τέΧΥ, ΚΣέβΑ ΣΤ ΣΤΡΆΤΑ εγώ κάτσιμο κί έχω, εξέβα στη στράτα
ΚΗ ΉΡΤΑ ΠΆΛ ΠΥ Τ\ΜΆΤΙ ιΌΣ-Μ. και ήρθα πάλι όπου κοιμάται γιός-μου.
ο στρατιώτης τα χρόνιατου δέν τα μετρά. και παρόλο που πέρασε καιρός εγώ κάτσιμο (=ανάπαυλα) δέν έχω, βγήκα στο δρόμο και ήρθα πάλι εκεί που κοιμάται ο γιόςμου.
ΤΥ ΞΌΛ ΣΤΥ ΞΑΛΙΜΥ ΤΙΜΆΧΚΗΤ το στο xal|ιμο ετοιμάσκεται (XAL|ιμο σημαίνει γενικώς «χτύπημα», εδώ κατα τα συμφραζόμενα κακοκαιρία)
ΚΗ ΥΡΑΝΌΣ ΈΝ ΚΑΤΗΝΌ… και ουρανός ένι κατεινό…
ΚΗ ΠΡέΠΝΑ, ΚΌΜΑ ΡΥΜΑΤιΆΧΚΗΤ, και πρέπει να ακόμα ορωματιάσκεται
ΣΟΛΔΆΤΣ ΤΥ ΠιΆΣΜΥ-Τ ΤΥ ΣΤΕΡΝΌ. |ΣΟΛΔΑΤ|ος το πιάσιμο-του το στερνό.
η ερημιά για καταιγίδα ετοιμάζεται και ο ουρανός είναι πυκνός… και φαίνεται πως ακόμη ονειρεύεται ο στρατιώτης τη συμπλοκή(=μάχη)του τη στερνή.
ΚΗ ιΌΧΣΑΜ ΚΣΉΠΑΣΑΝ ΤΑ ΠΛΊιΑ και joqsa ξίππασαν τα πουλία
ΤΥΝ ΉΠΝΥ-Τ ΘΑΝΑΤΙ ΤΥΚΌΤ? τον ύπνο-του θανατίου το δικότου;
Τ\ΜΉΘ ΤΥ ΠεδΊ-Μ, ΑΣ Τ ΝΑΚΑΤΊιΑ, κοιμήθητι το παιδί-μου, εις τη ανακατία
ΜΉΣ ΉΝΚΣΑΜΗ ΔΥςΜΆΝΣ ΑΤΌΤ. ημείς ένικησαμε dyşman-ους ετότε.
και μήπως τάραξαν τα πουλιά τον ύπνο του θανάτου τον δικότου; κοιμήσου, παιδίμου, στην αναταραχή εμείς νικήσαμε τους εχθρούς τότε. (=κοιμήσου, αφού τόσο κουράστηκες σε κείνη την πανωλεθρία που νικήσαμε τους εχθρούς).
ΔΥςΜΆΝΣ ΝΑ ΧΆΣΥΜ ΉΧΑΜ ΘΆΡΥΣ, dyşman-ους να χάσουμε είχαμε θάρρος,
Σ ΑΤΌ τΉ ΧΉιΠΣΑΜ δΊΝΑ ΜΉΣ. εις αυτό κί qı-ευσαμε δύνα ημείς.
ΗΣέΝΚΑ Τ\ΜΉΘ, ΝΔΥ ΜέΓΑ βΆΡΥΣ, esen-ικα κοιμήθητι, εν τω μέγα βάρος,
ΑΧ Τ ΜΆΝΑ-Σ ΑΠΑΡ ΠΥΛΑΣΗΣ. εκ τη μάνα-σου έπαρε απολυσίες.
τους εχθρούς να αφανίσουμε είχαμε θάρρος, σ’ αυτό δέν λυπηθήκαμε δύναμη εμείς. σώος κοιμήσου, με την μεγάλη κούραση, απο τη μάνασου πάρε χαιρετίσματα. (=δέν τσιγγουνευθήκαμε θάρρος και δύναμη. τόσο που κόπιασες τότε, σου χρειάζεται ύπνος, ενώ είσαι γερός, σώος).
ΤΙΚΜΗΛ ΤΙ ΕΡΑΣΗΝ ΚΗ ΧΆΘΙΝ, tekmil αυτή γέρασε και εχάθη,
ΝΑ ΖΉ Σ ΑΤΊΝΑ τέΝ ΧΥΛΆι. να ζεί εις αυτήνα κί ένι qolaj.
ΜΑ ΝΑ Σε ΦΛΆΚΣ ΤΙ ΠΆΛ τΗ ΠΣΤΆΘΙΝ μα να σε φυλάξει αυτή πάλι κί αποστάθη,
τΗ ΠΣΤΈβ ΤΥ ΠέΘΥΣ-Σ ΤΙ ΚΗ ΦΛΆι… κί πιστεύει το πένθος-σου αυτή και φυλάει…
τελείως αυτή γέρασε και χάθηκε, να ζεί: γι’ αυτήν δέν είναι εύκολο. μα να σε περιμένει αυτή πάλι δέν κουράστηκε, δέν πιστεύει το θάνατόσου αυτή και περιμένει…
ΧΌΡΑ ΣΑΡΤΑΝΆ 15.09.1969
ΠΗΓΆδ
πηγάδι
ΑτΉ, ΠΚΆΣ ΤΑ δεΝΔΡΆ, ΣΤΥ ΣΞΑδ, εκεί, απο κάτω στα δέντρα, στο σκιάδι,
ΠΚΆΧ ΧΑΡΑΤΆς ΧΛιΥΡιΆΡΚΥ, απο κάτω εκ |QΑΡΑΤΑς| χλωριάρικο,
ΚΑΜΉιΑ ΖΓΑδΙβΗΝ ΠΗΓΆδ – καμία εξάδευε πηγάδι - (εξ-άδευε είναι σάν το αν-άδευε, με άλλη πρόθεση)
ΝΕΡΌ ΓΑΛΤΉ, ΚΡΗΡιΆΡΚΥ. νερό γλυκύ, κρυάρικο. (ΓΑΛτΉ, γλυκύ, σημαίνει γενικώς «ηδύ», ευχάριστο, όχι μόνο «γλυκό»)
εκεί, απο κάτω απ’ τα δέντρα, στη σκιά, απο κάτω απο μεγάλο βράχο χλωρό, κάποτε ανάβλυζε ένα πηγάδι νερό γλυκό, κρύο.
ΣΜΑ ΜεΓΑΛΈΦΚΗΝΔΥ δΈΝΔΡΟ – σιμά μεγαλεύετο δέντρο -
ΠΣΗΛΌ, ΜΥΡΦΉιΑ-Σ ΜΛΈιΑ. ψηλό, ομορφίας μηλέα.
ΤΑ ΜΉΛΑ-Τ ΠΈΛΝΑΝ ΠέΣ Τ ΝΕΡΌ τα μήλα-του απέλυναν απ’έσω το νερό
ΚΥΤ\ΝιΆΡΚΑ ΚΗ ΓΑΛΤέιΑ. κοκκινιάρικα και γλυκέα.
κοντά καμάρωνε ένα δέντρο ψηλό, ομορφιάς μιά μηλιά. τα μήλατης πέφταν μές το νερό κοκκινωπά και γλυκά.
ΑΓΆΠΑΝΑ ΓΟ ΤΥΝ ΠΗΡΝΌ, αγάπανα εγώ τον πρωινό,
ΑΣ ΤΥ ΠΗΓΆδ ΝΑ ΠΆΓΥ, εις το πηγάδι να υπάγω,
ΝΑ ΠΆΡΥ ΜΉΛΥ ΧΤΥ ΝΕΡΌ να πάρω μήλο εκ το νερό
ΚΗ ΆΞΚΑ ΝΑ ΤΥ ΦΆΓΥ… και ax-ικα να το φάγω… (ax = πεινασμένος)
μου άρεζε το (κάθε) πρωινό στο πηγάδι να πηγαίνω, να παίρνω μήλο απο το νερό (επέπλεαν τα μήλα) και άπληστα να το τρώω.
ΤέΝ ΤΥ ΠΗΓΆδ ΑΧ ΤΑ ΓΥΡΓΆ, κί ένι το πηγάδι εκ τα γοργά,
ΤέΝ ΧΤΑ ΓΥΡΓΆ ΚΗ Τ ΜΛΈιΑ. κί έν εκ τα γοργά και τη μηλέα.
ΜΑ ΠΆΛ ΓΟ ςΈΡΥ-Μ δΙΝΑΤΆ μα πάλι εγώ χαίρομαι δυνατά
ΝΔΑ ΠΆΓΥ ΤΟ ΜΑΡΈιΑ… εν τα υπάγω αυτό μερέα…
δέν υπάρχει πιά το πηγάδι εδώ και πολύν καιρό, δέν υπάρχει εδώ και πολύν καιρό και η μηλιά. μα πάλι εγώ χαίρομαι τόσο πολύ όταν πηγαίνω σ’ εκείνο το μέρος…
5.02.1970 σελίδα40
τΗ ΖΜΟΝΣΑ-ΤΟ, ΠΆΠΥ… κί λησμόνησα-το, πάππου…
δέν το ξέχασα, παππού
ΧΥΡΤΆΡιΑ, ΧΑιΆιδΑ, ΣΤΑβΡΎΣ ΔΑΓΛΙΜέΝΑ, χορτάρια, qaja-δια, σταυρούς |ΔΑΓΛΙ|μένα
ΧΟΡιΆΤΚΑ ΜΥΡΜΌΡιΑ ΠΑΛΈιΑ… χωριάτικα μοιρομόρια παλαία…
ΣΤΑ ΣέΝΑ ΚΗ ΣΝ ΒΆΒΑ-Μ ΤΡΑβΆ ΤΌΣΥ ΜέΝΑ, στα σένα και στην μπάμπω-μου τραβά τόσο μένα,
ΝΔΑ ΚΛΌΘΥ Σ ΤΑΚΆ-ΣΑΣ ΜΑΡέιΑ… εν τα κλώθω εις τα δικά-σας μερέα…
πρασινάδες, βράχια με σταυρούς διάσπαρτα, χωριάτικες ταφόπετρες παλιές… σε σένα και στην γιαγιάμου με τραβά (κάτι) τόσο εμένα όταν γυρίζω στα δικάσας τα μέρη…
ΤΉ ΖΜΌΝΣΑ-ΤΟ, ΚΆΘΙΜΑΣ δΉ-ΜΑΣ Π ΚΆΣ Τ ΜΛΈιΑ κί λησμόνησα-το, κάθιμασθε δύοι-μας απο κάτω στη μηλέα
ΚΗ ΖΔΊΧΑΝΑΜ ΜΉΣ Τ ΈΝΑ Τ ΆΛΥ, και συντύχαιναμε ημείς το ένα το άλλο,
Α ΒΆΒΑ-Μ ΜΑΈΡΗβΗΝ Σ ΈΝΑ ΜΑΡέιΑ α μπάμπω-μου μαγείρευε εις ένα μερέα
ΠΗΣΤΊΤΚΥ ΠΑΣΤΆ ΑΝΔΥ ΓΆΛΑ. πεστίτικο παστά εν τω γάλα.
δέν το λησμόνησα, καθόμασταν οι δυόμας απο κάτω απ’ τη μηλιά και κουβεντιάζαμε εμείς το ένα - το άλλο, ενώ η γιαγιάμου μαγείρευε σε μιά μεριά πεστίτικη παστά (η παστά είναι φαγητό απο δημητριακά που βράζουν, λίαν συνηθισμένο είδος τροφής στους Έλληνες τους Πόντου και της Αζοφικής. πεστίτικο, μου θυμίζει το ιταλικό pesto, σάλτσα βασιλικού) με γάλα. (η παστά με το γάλα πρέπει να είναι κάτι παρόμοιο με την ποντιακή «τανέα»)
ΜΑΈΡΗΠΣΗΣ ΒΆΒΑ-Μ. ΝΑ ΦΆΓΥΜ ΣΗΛιΆιΣΗΝ – μαγείρεψες μπάμπω-μου. να φάγουμε |ΣίΛΑΑ|ησεν -
Ν ΒΑΣΤΆ ΉςΗΝ ΜέΓΑ ΜΝΥΣΤΊιΑ. την παστά είχε μέγα εμνοστία (εμνοστία, έμνοστο, απο εύνοστο, μεσαιωνικές ελληνικές λ.)
ΖιΑΦέΤιΑ ΣΤΥ ΖΉΣΜΥ-Μ ΠΟΛΆ ΓΟ ΔΙΝΓΚΆιΣΑ, zijafet-ια στο ζήσιμο-μου πολλά εγώ |ΔΙγγ|άησα,
ΜΑ τΈΦΑΓΑ ΤΊΤΚΥ ΚΑΜΉιΑ. μα κί έφαγα τοιούτικο καμία.
μαγείρεψες, γιαγιάμου. να φάμε σέρβιρε - η παστά είχε μεγάλη νοστιμιά. ευχάριστα πράγματα στη ζωήμου πολλά εγώ δοκίμασα, αλλα δέν έφαγα τέτοιο (πράγμα) ποτέ.
…δΑΦΤΌΜ ΉΜΗ ΠΆΠΥΣ, ΗΡΝΎ ΓΆΛιΑ-ΓΆΛιΑ …δε αυτό-μου είμαι πάππους, γερνώ αγάλια αγάλια
ΚΗ ΠΆΓΥ Σ ΤΑΚΆ-ΣΑΣ ΜΑΡέιΑ… και υπάγω εις τα δικά-σας μερέα…
ΜΑ ΠΆΝΔΑ ΣΤΥ ΝΎ-Μ ΚΡΎι Ν ΠΑΣΤΆ ΑΝΔΥ ΓΆΛΑ, μα πάντα στο νού-μου κρούει την παστά εν τω γάλα,
ΤΥ ΈΦΑΓΑΜ δΉ-ΜΑΣ ΠΚΆΣ Τ ΜΛΈιΑ. τό έφαγαμε δύοι-μας απο κάτω στη μηλέα.
ο ίδιοςμου είμαι παππούς, γερνώ σιγά σιγά, και πηγαίνω για τα δικάσας τα μέρη… (=εκεί που είστε τώρα, στον άλλο κόσμο) μα πάντα στο νούμου χτυπάει η παστά με το γάλα την οποία φάγαμε οι δυόμας (εγώ και εσύ, παππού) απο κάτω απο τη μηλιά.
ΧΌΡΑ ΣΑΡΤΑΝΆ 10.04.1970 σελίδα41
ΓΡΑΦΉιΑ (γραφή, εννοεί το γραφτό, μοίρα)
ΤΥΝ ^Γ. ^Α .^Κ. ΚΗ ΤΥΝ ^Α. ^Α. ^ς. ΑΦΗεΡΌΝΟ
ΈΖΝΑΝ ΓΆΛιΑ-ΓΆΛιΑ ΆΝΔΡΑ ΚΗ ΗΝΈΚΑ, έζηναν αγάλια - αγάλια άντρα και γυναίκα,
ΚΗ ΝΑ ΖΎΝ ΒΗΡΛΊΚΚΑ ΉΒΡΗςΚΑΝ ΞΑΡΆ. και να ζούν birlik-ικα εύρισκαν . (birlik=ενότητα)
ΜΑ ΒΑΛΆ ΟΤ τΉΧΑΝ, ΠΌΝΥ ΉΧΑΝ ΤΈΚΑ, μα οτι κί είχαν, πόνο είχαν ,
ΚΗ ΚΑΝΆ ΝΑ ΈΧΝΙ, ΉΧΑΝΔΥ ΧΑΡΆ. και κανένα να έχουνε, είχαν-το χαρά.
ζούσαν ήσυχα ήσυχα άντρας και γυναίκα, και να ζούν αρμονικά έβρισκαν τρόπο. ομως παιδί που δέν είχαν, πόνο είχαν ωστόσο, και ένα (μόνο) άν είχαν, θα το είχαν χαρά.
ΠέΡΑΣΑΝΙ ΧΡΌΝιΑ ΚΆΠιΑ ΠέΜΝΙΝ ΣΤ ΣΤΡΆΤΑ, πέρασανε χρόνια κάποια απέμεινεν στη στράτα,
ΈΣΥΣΑΝ ΤΑ ΜέΡΗΣ, ΉΝΚΣΗΝ ΤΥ ΚΥΛΔΊ… έσωσαν τα μέρες, ήνοιξε το κλειδί…
ΉΝΔΥΝ ΤΙ-ΠΑ ΜΆΝΑ, ΉΝΔΥΝ ΤΟΣ-ΠΑ ΤΆΤΑ, εγένετο αυτή-πα μάνα, εγένετο αυτός-πα τάτα,
ΖΜΉΓΑΝ ΑΣ ΤΥΝ ΚΌΖΜΥ – ΌΣΗβΑΝ ΠεδΊ. σμίγαν εις τον κόσμο, |οίσ-ευαν| παιδί.
περάσανε χρόνια, κάποια έμεινε στο δρόμο, (=έμεινε πίσω) έφτασαν οι μέρες, άνοιξε η κλειδαριά, έγινε και αυτή μάνα, έγινε και αυτός πατέρας, έσμιγαν στον κόσμο (=ήταν πιά σάν τον κόσμο): μεγάλωναν ένα παιδί.
ΚΗ ΧΤ ΧΑΡΆ τΉ ΠΌΡΝΑΝ ΉΞ-ΠΑ ΝΑ ΧΥΡΤΆΣΝΙ, και εκ τη χαρά κί μπόρηναν |ίΞ|-πα να χορτάσουνε, (hix=καθόλου)
ιΌ-ΤΙΝ ΉΝΔΥΝ ΜέΓΑΣ, ΜέΓΑΣ ΠΗΗΤΊΣ… γιό-των εγένετο μέγας, μέγας ποιητής…
ΚΗ Άιτσ ΝΎΝΖΑΝ ςέΝΓΚΑ ΤΊ ΝΑ ΤΥ ΠεΡΆΣΝΙ, και έτσι νούνιζαν |ςέγγ-ικα| αυτοί να το περάσουνε,
ΜΑ ΒΗΛιΆ ΚΡΎι ΠΆΝΥΣ, ΠΎΧΘΙ ΤΗ ΘΑΡΉΣ. μα |ΒΕΛΑΑ| κρούει πάνω-σου, πούθε κί θαρρείς. (belaa =ο μπελάς)
και απο τη χαρά δέν μπορούσαν καθόλου να χορτάσουνε, (=να κορεσθούν, να πούν «φτάνει τόσο που το χαρήκαμε») ο γιόςτους έγινε μέγας, μέγας ποιητής. και έτσι λογάριαζαν ευτυχισμένα αυτοί να την περάσουν, (=ευτυχισμένα να περάσουν τον καιρό, τη ζωήτους) αλλα η κακοτυχία χτυπάει επάνωσου, απο κεί που δέν περιμένεις.
ΧΉΡΖΑΜΑΝ ΧΥΛΔΆιΣΗΝ – ΠΌΝιΑ ΠΆΣ ΤΥΝ ΠΆΤΥ, |ΑHίΡ-ΖΑΜΑΝ| |QΟΛΔΑ|-ησεν - πόνια πάνω στον πάτο,
ΚΥΤΥΡΎ τΉ ΛΈΓΝΙ – ΚΌΦΚΗΤ ΤΥ ΦΤΙΝΌ… |κοιτυρυ| κί λέγουνε «κόφκεται το φτενό»…
ΑΡΦΑΝΌΘΙΝ ΜΆΝΑ, ΑΡΦΑΝΌΘΙΝ ΤΆΤΑ – ορφανώθη μάνα, ορφανώθη τάτα -
ΑΧ ΤΑ ςέΡΑ ΧΆΣΑΝ Τ ΑΚΗΡβΌ-ΤΙΝ ιΌ. εκ τα χέρια χάσαν το ακριβό-των γιό.
«η συντέλεια του κόσμου» πλάκωσε – δυστυχίες πάνω στη γή, κουτουρού δέν λένε (την παροιμία:) «κόβεται το φτενό». στερήθηκε η μάνα, στερήθηκε ο πατέρας, απο τα χέρια(τους) χάσαν τον ακριβότους γιό. (η γιαγιάμου που ήταν απο τη Νίγδη συχνά έλεγε την παροιμία στα τούρκικα: «εκεί που είναι (το σκοινί) inџe (λεπτό), εκεί θα κοπεί»)
βΆι ΖΑΜΆΝιΑ ΆΓΡΑ – ΠέΜΝΑΝ ΠΆΛΙΣ δΊ-ΤΙΝ, βάι, |ζαμαν|-ια άγρια, απέμειναν πάλις δύοι-των,
ΚΌΖΜΥΣ ΑΝΔΑ ΜΚΡΆ-ΤΙΝ ςέΡΝΙ ΚΗ ΠΡΑΤΎΝ. κόσμος εν τα μικρά-των χαίρουνε και περπατούν.
ΑΤΊ ΞέΡΑΝ ΈΝΑ – ΚΛΈΓΝΙ ΤΥ ΠεδΊ-ΤΙΝ, αυτοί ξέραν ένα: κλαίουνε το παιδί-των,
ΝΑ ΖΜΥΝΈΣΝΙ ΉΞ-ΠΑ ΤΌΝΑ τΉΠΥΡΥΝ… να λησμονέσουνε |ίξ|-πα αυτόνα κί μπορούν…
άχ, καιροί άγριοι, απέμειναν πάλι οι δυότους, ο κόσμος: με τα μικράτους χαίρονται και περπατούν. αυτοί ξέραν ένα: κλαίνε το παιδίτους, να λησμονήσουνε καθόλου αυτόν δέν μπορούν.
- ΉΧΑΜ ΈΝΑ ΤΈΚΝΥ, Θέ-ΜΥ, ΠΌΣ ΤΥ ΠΉΡΗΣ, - είχαμε ένα τέκνο, Θεέ-μου, πώς το πήρες,
ΜέΣΑ ΣΤ ΣΤΡΆΤΑ ΦΉΚΗΣ ΜΆΣ ΝΔΥ ΜέΓΑ ΓΜΆΡ? μέσα στη στράτα αφήκες ημάς εν τω μέγα γομάρι;
ΜΉΣ-ΠΑ ΉΜΑΣ ΚΌΖΜΥΣ, ΖέΡ ΑΤΎΤΥ τΉδΙΣ, ημείς-πα ήμασθε κόσμος, |ζαρ| ετούτο κί είδες,
ΑΝΔΥΝ ΚΌΖΜΥ ΚΆΜΥΜ δΔΊιΑ ΒΑΡΑΒΑΡ? εν τον κόσμο κάμουμε δουλεία |ΒεραΒερ|; (beraber=μαζί)
είχαμε ένα τέκνο, Θεέμου, γιατί το πήρες, στη μέση του δρόμου μας άφησες με το μεγάλο φορτίο; κι εμείς ήμασταν κόσμος, μήπως αυτό δέν το είδες, με τον κόσμο κάνουμε δουλειά μαζί? (=μήπως δέν ήξερες οτι και εμείς ανήκουμε στον κόσμο, μαζί με τον κόσμο εργαζόμαστε; αφού το ήξερες, γιατί μας φέρθηκες σάν να μή μας αξίζει του υπόλοιπου κόσμου η ζωή?)
ΔΡέΧΝΙ ΚΗ ΠΑΈΝΝΙ ΧΡΌΝιΑ ΠΗΣΑΛΊΝΑ. τρέχουνε και παγαίνουνε χρόνια πισαλίνα.
ΚΌΖΜΥΣ ΖΎΝ, ΠΥΘέΝΝΙ ΚΗ ΗΡΝΎΝ ιΑςΛΆΡ. κόσμος ζούν, αποθαίνουνε και γερνούν |ιΑςΛΑΡ|
ΆΝΔΡΑ ΚΗ ΗΝΈΚΑ ΦΉΛΑΓΑΝ ΚΑΝΊΝΑ… άντρα και γυναίκα φύλαγαν κανείνα…
ΠέΡΑΣΑΝ ΝΔΥ ΘΆΡΥΣ, Άιτσ-ΠΑ ΖΑβΑΛΆΡ. πέρασαν εν τω θάρρος, έτσι-πα |ΖΑβΑΛΑΡ|
τρέχουνε και φεύγουνε τα χρόνια γοργά, ο κόσμος: ζούν, πεθαίνουν, και γερνούν οι νέοι. ο άντρας και η γυναίκα περίμεναν κάτι… πέρασαν με θάρρος, και έτσι ακόμη ταλαιπωρίες. (πέρασαν τον καιρό με θάρρος, και όμως ταλαιπωρίες είχαν)
ΜΑ ΠΆΛ ΉΡΣΗΝ ΆΝΙΚΣ – ΛΊΘΙΝ Ν ΠΑΓΥΝΊιΑ, μα πάλι γύρισεν άνοιξη - ελύθην την παγωνία,
ΗΛιΥΦΆΝΚΣΗΝ ΜέΡΑ, ΧΛιΎΡΣΗΝ ΤΥ ΧΥΡΤΆΡ… ηλιοφάνιξεν ημέρα, χλώρισε το χορτάρι…
ΔΈΡΖΑΜΑΝ ΗΝΈΚΑ, ΠΆΣ ΤΑ ΤΡΑΝΔΑ ΤΡΉιΑ, |ΔΕΡ-ΖΑΜΑΝ| γυναίκα, πάνω στα τριάντα τρία,
ΠΆΛ ΚΡΗΜΉΣΤΙΝ ΜΆΝΑ, ΠΆΛΙΣ Ές ΠΑΛΚΆΡ… πάλι κρεμίσθη μάνα, πάλις έχει παλληκάρι…
μα πάλι γύρισε η άνοιξη – έλιωσε η παγωνιά, έβγαλε ήλιο η μέρα, πρασίνισε το χορτάρι… όψιμα η γυναίκα, πάνω στα 33της χρόνια, πάλι (έπεσε=) έλαχε να γίνει μάνα, πάλι έχει παλληκάρι…
ΠΆΛΙΣ ςέΡΗΤ ΜΆΝΑ, ΠΆΛΙΣ ςέΡΗΤ ΤΆΤΑ, πάλις χαίρεται μάνα, πάλις χαίρεται τάτα,
ΚΗ Τ ΧΑΡΆ ΑΤΎΤΥ ΑΣ ΠΛΙΘέΝ, ΜΉ ΠΤΈβ… και τη χαρά ετούτο άς πληθαίνει, μή |ΒίΤ|-εύει (bit- =τελειώνει)
Σ ΜΗΓΑΛΈΝ ΑΝ Τ ΉιΑ, Σ Ές βΑΧΤΛΊδΚΥ ΣΤΡΆΤΑ, ας μεγαλαίνει εν τη υγεία, ας έχει |ΒΑhΤΛΙ|-δικο στράτα,
ΚΗ Τ ΑδΡέΦιΑ-Τ ΜΚΎτσΚΑ ΤΆ-ΠΑ ΆΣ ΣΑΈβ… και τα αδέρφια-του μικρούτσικα αυτά-πα άς |ΣΑι|-εύει.
πάλι χαίρεται η μάνα, πάλι χαίρεται ο πατέρας, και η χαρά τούτη άς πληθαίνει, να μήν τελειώνει… άς μεγαλώνει (το παιδί) με υγεία, άς έχει καλότυχο δρόμο, και αδέρφιατου μικρούτσικα, και αυτά άς μετρά…
4.05.1970 σελίδα43
ΣΤΟΝ ΦΉΛΟ-ΜΥ
(αυτός ο τίτλος είναι σε κανονικά Ελληνικά, έτσι θέλησε να το πεί εδώ ο ποιητής. Φαίνεται πως ο φίλος είναι κάποιος απο την Ελλάδα)
ΣΉ ΉδΙΣ, ΤΊΓΛΑ ΉΛιΥΣ ΗΝΙςΚΆΤ? σύ είδες, τί-λογα ήλιος γεννισκάται;
ιΌΧ, ιΌΧ, ΣΉ τΉδΙΣ-ΤΥ ΚΑΜΉιΑ, |ιΟQ|, |ιΟQ|, σύ κί είδες-το καμία,
ΑβιΉΣ ΝΔΑ ΠιΆΝ ΚΥΝΌΝ ΦΛιΥΡΉιΑ αβγής εν τα πιάνει κενώνει φλωρία
ΚΗ ΠΆΛ ΤιΥΝΎΡΟ ΜέΡΑ ΠςΗΡΗςΚΆΤ. και πάλι καινούργιο μέρα επιχειρισκάται.
εσύ είδες πώς ο ήλιος γεννιέται (=ανατέλλει); (cyn dogar, ο ήλιος γεννιέται, τουρκική έκφραση. Στα ιταλικά επίσης λέγεται «il sole nasce», πρέπει να είναι και αυτό απο τα τουρκικά, στα λατινικά δέν λέγεται έτσι.) όχι, όχι, εσύ δέν το είδες ποτέ, την αυγή όταν (πιάνει=) αρχίζει να σκορπίζει φλουριά και πάλι καινούργια μέρα αρχίζει.
βΗΓΛΊΖΣ, ΤΑ ΆΣΤΡΗΣ βΖΉΧΚΝΙ ΣΑΧΝΙΦΤΆ, βιγλίζεις, τα άστρες σβήσκονται |ΣΑQΙΝ|-ευτά, (saqın- σκεφτικά, επιφυλακτικά, προσεκτικά)
ΑΘΈΛΙΤΑ ΣΑΛΈΦΚΝΙ, ΜΛΎΝΝΙ, αθέλητα σαλεύουνε, μουλoύνται,
ΠΣΤΑΓΜΈΝΑ ΤΜΆςΚΝΙ ΝΑ Τ\ΜΗΘΎΝΙ, αποσταμένα ετοιμάσκονται να κοιμηθούνε,
ΌΣ ΤΥΝ ΠΗΡΝΌ τΉ ΝΊΣΤΑΚΣΗΝ ΚΑΝΑ. ώς τον πρωινό κί νύσταξε κανένα.
κοιτάζεις, τα άστρα σβήνουν δειλά, αθέλητα σαλεύουνε, κρύβονται, αποσταμένα (=κουρασμένα) ετοιμάζονται να κοιμηθούνε, ώς το πρωί δέν αποκοιμήθηκε κανένα (απο αυτά).
ΠιΆΝ ΦΑΝΙΡΎΤΙ ΉΛιΥΣ ΠΚΆΧ ΤΥ ΣΉΡΤ, πιάνει φανερούται ήλιος απο κάτω εκ το |ΣΙΡΤ|,
ΒΡΑΈΦΚΗΤ, ΤΥΡΜΑςΈβ ΥΚΝιΆΡΚΑ. |ΒΟΥΡ|-αεύεται, |ΤΙΡΜΑς|-εύει οκνιάρικα. (το τουρκικό ρήμα |ΤΙΡΜΑς|- = «πιάνει με τα νύχια, γραπώνει, αναρριχάται»).
ΤΟ τσΛΊδ ΧΑΛΠΎΖ ΜιΆΖ ΜΣΌ ΚΥΦιΆΡΚΥ. αυτό τσελίδι |QΑΡΠΟΥΖ| μοιάζει μισό κουφιάρικο,
ΠΌΣ ΧΑΧΑΝΊςΚΗΣ, ΠΡέΠ τΉ ΠΣΤΈβΣ-ΤΥ ΣΗ? πώς χαχανίσκεις, πρέπει κί πιστεύεις-το σύ; (τσιλίδι = σπίθα, πυρακτωμένο ξύλο)
πιάνει φανερώνεται ήλιος απο κάτω απο τη ράχη (του βουνού), στριφογυρίζει, (όπως ένας άνθρωπος που νυστάζει προσπαθώντας να σηκωθεί γυρίζει απ’ τη μιά κι απ’ την άλλη στο κρεββάτι) αναρριχάται τεμπέλικα. αυτό (=ο δίσκος του ήλιου) με πυρακτωμένο καρπούζι μοιάζει μισοάδειο, τί χαχανίζεις, δηλαδή δέν το πιστεύεις εσύ;
ΥΡΤΆΧΥ, ΦΚΡΉΤ\-Με, ΈΛΑ ΠΌΤ ΗΡέβΣ, |ΟΡΤΑQ|-ο, εφουκρήθητι-με, έλα πότε γυρεύεις,
ΜΉς δΊΜΑΣ ΌΚΣΥ ΧΤ ΧΌΡΑ ΚΖέΝΥΜ, ημείς δύοι-μας έξω εκ τη χώρα εκβαίνουμε,
ΠΆΣ ΠΗΝΚΥΣΤΊ* Τ ΥΒΆ ΜΉΣ ΒέΝΥΜ, πάνω εις Πεντηκοστή το |ΟΒΑ| ημείς μπαίνουμε,
δΑΦΤΌΣ ΔΡΑΝΆΣ-ΤΥ, ΤΊΓΛΑ ΞΗΜΗΡέβ. δε-αυτός-σου ανατρανάς-το, τί-λογα ξημερεύει.
σύντροφε, άκουσεμε, έλα όποτε θέλεις, εμείς οι δυόμας έξω απο το χωριό βγαίνουμε (=να βγούμε), πάνω στης Πεντηκοστής τον λόφο εμείς μπαίνουμε (=να μπούμε), και σύ ο ίδιος το βλέπεις (=θα το δείς) πώς ξημερώνει.
ΣΉ ΤΙΓΑΛΑ ΗΡέβΣ, ΠεδΊ ΚΑΛΌ, σύ τί-λογα γυρεύεις, παιδί καλό,
Α ΓΌ, ΓΌ ΠΆΝΔΑ ΘΑ ΗΡΉΖΥ |hΑ| εγώ, εγώ πάντα θα γυρίζω
ΣΤ ΥΒΆ, ΤΥΝ ΚΌΖΜΥ ΝΑ ΧΑΡΉΖΥ στο |ΟΒΑ|, τον κόσμο να χαρίζω
ΤΙΜΉΣΚΥ ΉΛιΥ, ΌΜΥΡΦΥ ΠΗΡΝΌ! |ΤΕΜίΖ|ικο ήλιο, όμορφο πρωινό!
εσύ όσο θέλεις, παιδί καλό, τόσο εγώ, εγώ πάντα θα γυρίζω στον λόφο, στον κόσμο να χαρίζω καθαρό ήλιο, όμορφο πρωινό! (μιλά λές και ο ποιητής είναι αυτός που χαρίζει τον ήλιο στον κόσμο! θυμίζει ινδικά κείμενα όπως τη ΜΑΝΥ-ΣΜΡΤΙ, που λένε πως ακόμη και οι θεοί μέσω των βραχμάνων μιλούν και μέσω αυτών τρέφονται με τις προσφορές των θυσιών, γιατί η τάξη των βραχμάνων είναι το στόμα του Θεού)
1970
*ΠΗΝΚΥΣΤΊ – ΝΑΖβΑ ΚΥΡΓΑΝΥ ΝΑ ΟΚΟΛΗτσΙ ΣεΛΑ ^ΣΑΡΤΑΝΑ. = Πεντηκοστή – όνομα του τύμβου (τούμπας, λόφου) κοντά στον φράχτη που περιβάλλει το χωριό Σαρτανά. «the name of burial mound on fence surrounding the village of Sartana»
Τ ΆΛΓΥ-Μ ΤΥ ΝΑΜΛΊδΚΥ
1.
Τ ΆΛΓΥ-Μ ΤΥ ΝΑΜΛΊδΚΥ το άλογο-μου το |ΝΑΜΛΙ|δικο
ΤΥ ΑΓΑΠΗΜέΝΥ-Μ! το αγαπημένο-μου!
ΠΎ ΦΤΙΡΝΊΖΣ ΣΗ ΠΆΛΙ, πού πτερνίζεις σύ πάλι,
ΠΎ ΘΑ ΠΆιΣ ΠΆΛ ΜέΝΑ? πού θα πάεις πάλι μένα;
άλογόμου ξακουστό, αγαπημένομου! (για) πού καλπάζεις εσύ πάλι, πού θα πάς πάλι εμένα;
ΣΉΡΗ-Με ΑτΉ ΣΗ, σύρε-με εκεί σύ,
ΑΣ ΑΤΌ ΤΥΝ ΤΌΠΥ εις αυτό τον τόπο
ΠΥ ΜΉΣ ΠΚΆΝΖΑΜ ΝέΜτσεΣ όπου εμείς ||ΠΥΓΝΑ||ιζαμε ||ΝΈΜΤΣ||ες
Π ΚΆΣ ΤΥ ^ΜεΛΗΤΌΠΟΛ\ απο κάτω στο ||ΜΕΛΗΤΌΠΟΛ||
σύρεμε εκεί εσύ, σ’ εκείνον τον τόπο όπου εμείς μαχόμασταν με τους Γερμανούς απο κάτω απο τη Μελητόπολη. (ή Μελιτόπολη;)
ΣΉΡΗ-Με ΑτΉ ΣΗ σύρε-με εκεί σύ,
ΠΥ ΡΥΜέι, Τ ΑδΡέΦιΑ-Μ, όπου Ρωμαίοι, τα αδέρφια-μου,
ΝΔΑ ΠεδΉιΑ, ΝΤ ΆΛΑ, εν τα παιδία, εν τα άλλα,
ΣΧΥτσΤΥΜέΝΑ ΠέΦΤΝΙ. σκοτωμένα πέφτουνε.
σύρεμε εκεί εσύ όπου Ρωμιοί, αδέρφιαμου, με τα παιδιά (=τους τότε νέους στρατιώτες), με τ’ άλλα, σκοτωμένοι κείτονται. (στη Ρωμαίικη «πέφτει» σημαίνει κείτεται ή ξαπλώνει)
ΈΧΥ ΜέΓΑ ΧΡέιΥΣ έχω μέγα χρέος
ΠΆΝΥ-ΤΙΝ ΝΔΑ ΝΊΖΥ: πάνω-των εν τα νουνίζω:
ΤΊ, ΒΑΡΌ, ΣΚΥΤΌΘΑΝ, αυτοί, |ΒΑΡΟ|, εσκοτώθεν,
ΤΌΡΑ ΜΉΣ ΝΑ ΖΉΣΥ-Μ. τώρα ημείς να ζήσουμε.
έχω μέγα χρέος, γι’ αυτούς όταν σκέφτομαι: αυτοί, αγαπητέμου, σκοτώθηκαν, τώρα εμείς για να ζούμε.
ΣΤΆ, Ν ΚΑΠέΛΑ-Μ Σ βΓΆΛΥ, στάς, την καπέλα-μου ας βγάλω, (στά, με επιρροή απο τα εις –άω συνηρημένα)
ΣΤΆ, ΝΑ ΜΉ ΣΑΛΈΦΚΗΣ. στάς, να μή σαλεύεσαι.
ΈΝΑ ΤΝΆ Σ ΣΤΑΘΎΜΗ, ένα τινά ας σταθούμε,
ΣΚΥΤΥΜέΝΣ Σ ΑΝΓΚέΠΣΥ σκοτωμένους ας |Αγγ|εύσω.
στάσου, το καπέλομου άς βγάλω, στάσου, να μήν κινείσαι. λίγο άς σταθούμε, τους σκοτωμένους άς φέρω στη μνήμημου.
δΌΚΑ ΓΌ ΤΥ ΧΡέιΥΣ-Μ, δώκα εγώ το χρέος-μου,
Τ ΆΛΓΥ-Μ ΣΤΊΚΗΤ, ΦΚΡΆΤΙ. το άλογο-μου στήκεται, εφουκράται.
ΣΤΕΡΑ ΠΆΛ ΔζΥΝΆιΣΗΝ ύστερα πάλι |џΟΥΝΆ|ησεν,
ΛΟΝ ΤΥ ΜέΓΑ Τ ΣΤΡΆΤΑ. ελαύνων το μέγα τη στράτα.
έδωσα εγώ το χρέοςμου, το άλογομου στέκεται, ακούει. ύστερα πάλι ξεκίνησε ακολουθώντας το μεγάλο το δρόμο.
2.
Τ ΆΛΓΥ-Μ ΤΥ ΝΑΜΛΊδΚΥ, το άλογο-μου το |ΝΑΜΛΙ|δικο,
ΤΥ ΑΓΑΠΗΜέΝΥ-Μ! το αγαπημένομου! (πτερνίζεις= χτυπάς την φτέρνα, την οπλή στο έδαφος =καλπάζεις. αρχικά «πτερνίζει» σήμαινε «χτυπάει το άλογο με την φτέρνα για να τρέξει», εξ ου πτερνιστήρ =σπιρούνι)
ΠΎ ΦΤΙΡΝΊΖΣ ΣΗ ΠΆΛΙ, πού πτερνίζεις σύ πάλι,
ΠΎ ΘΑ ΠΆιΣ ΠΆΛ ΜέΝΑ? πού θα πάεις πάλι εμένα;
άλογομου ξακουστό, αγαπημένομου! για που καλπάζεις εσύ πάλι, πού θα πάς πάλι εμένα;
ΣΉΡΗ-Με ΑτΉ ΣΗ, σύρε-με εκεί σύ,
ΠΥ ΜΛΥΜέΝ ΜέΣ ΝΊΧΤΑ όπου μουλωμένοι μές νύχτα
ιΆςΚΥ ΚΌΖΜΥΣ ΚΆΘΝΙ, |ιΑς|ικο κόσμος κάθονται,
ΝΔΥ ΑΓΆΠ-ΤΙΝ ΖΛΊΧΤΑΝ. εν τω αγάπη-των ζουλίχθεν.
σύρεμε εκεί εσύ, όπου κρυμμένοι (απο το σκοτάδι) μές τη νύχτα νέοι άνθρωποι κάθονται, με την αγάπητους σφιχταγκαλιάζονται.
ςέΡΥΜ ΑΝ ιΑςΛΆΡΣ ΓΟ χαίρομαι εν |ιΑςΛΑΡ|ες εγώ
ΚΗ ΚΑΤΛΊΓΥ ΖΛΈβΥ. και κάτι λίγο ζηλεύων
ιΑΝΔΑ ΤΊτσ ΝΑ ΉΜΗ οία άν τα τοίουτους να είμαι
ΣΉΜΥΡ ΓΌ ΗΡέβΥ. σήμερο εγώ γυρεύω.
χαίρομαι με τους νέους εγώ, και κάτι λίγο ζηλεύω. σάν εκείνους να είμαι σήμερα εγώ επιθυμώ.
ΜΑ ΚΑΝΊΣ ΗΡΉΖ ΖέΡ μα κανείς γυρίζει |ΖΑΡ|
ΧΡΌΝιΑ ΠεΡΑΖΜέΝΑ. χρόνια περασμένα.
ΤΊΠΥΤ-ΠΑ τΉ ΧΡΆςΚΥΜ, τίποτε-πα κί χρειάσκομαι,
ΜΉ ΠΗΤΆιΣ ΤΕΚ ΜέΝΑ. μή πετάεις |ΤΕΚ| μένα.
μα κανείς γυρίζει μήπως χρόνια περασμένα; τίποτε άλλωστε δέν χρειάζομαι, μήν παρατάς μόνο, εμένα. (το «πετάς» στη Ρωμαίικη σημαίνει «παρατάς», αλλα εδώ μπορεί να ληφθεί και κυριολεκτικά σάν να λέει στο άλογο «μή με ρίξεις κάτω!»)
ΦΤΊΡΝΙΚΣΗ ΛΟΝ ΣΤΡΆΤΑ, πτέρνισε ελαύνων στράτα,
ΤΊΠΥΣ-ΠΑ τΉ ΝιΆςΚΥΜ. τίποτες-πα κί νοιάσκομαι.
ΤΈΚΑΣ ΉΜΗ έΡΥΣ, |ΤΕΚΑΣ| είμαι γέρος,
Τ ΆΛΓΥ-Μ Σ ΈΝ ΤΕΚ ιΆςΚΥ! το άλογο-μου ας ένι |ΤΕΚ| |ιΑς|ικο!
κάλπασε ακολουθώντας το δρόμο, και τίποτε δέν στενοχωριέμαι. παρόλο που είμαι γέρος, το άλογομου άς είναι, μόνο, νεαρό!
3.
Τ ΆΛΓΥ-Μ ΤΥ ΝΑΜΛΊδΚΥ το άλογο-μου το |ΝΑΜΛΙ|δικο,
ΤΥ ΑΓΑΠΗΜέΝΥ-Μ! το αγαπημένο-μου!
ΠΎ ΦΤΙΡΝΊΖΣ ΣΙ ΠΆΛΙ, πού πτερνίζεις σύ πάλι,
ΠΎ ΘΑ ΠΆιΣ ΠΆΛ ΜέΝΑ? πού θα πάεις πάλι μένα;
άλογομου ξακουστό, αγαπημένομου! (για) πού καλπάζεις εσύ πάλι, πού θα πάς πάλι εμένα;
Σ ΔΥΓΚΥςΉ-Μ ΤΑ ΧΡΌΝιΑ εις |ΔΟΙџΥς|ίου-μου τα χρόνια
ΚΗ ΣΤΑ ιΆςΚΑ-Μ ΠΉιΣ-Με. και στα |ιΑς|ικα-μου πήγες-με.
ΠΆΛΙΣ ΓΟ ΝΑ ΚΆτσΥ πάλις εγώ να κάτσω
ΜέΝΑ ΣΊ τΉ ΦΉΝΣ-Με. μένα σύ κί αφήνεις-με.
στου πολέμου-μου τα χρόνια και στα νεανικάμου με πήγες. πάλι, εγώ να κάτσω εμένα εσύ δέν μ’ αφήνεις.
ΣΗΡΗ-Με ΣΤΑ ΤΌΠΣ ΣΙ, σύρε-με στα τόπους σύ,
ΠΥ ΓΌ ΝΔΑ ΒΑΛΆιδΑ, όπου εγώ εν τα |ΒΑΛΑ|δια,
ΆΝιΑΣΤΥΣ, ΑΚΣΠΌΛΤΥΣ, άνοιαστος, εξυπόλητος,
ςέΝΚΥΣ ΧΑΤΑΛΆιβΑ. |ςΕγγ|ικος |ΧΑΤΑΛΑΝ|–ευα.
σύρεμε στους τόπους εσύ όπου εγώ με τα μικρά παιδιά, ξένοιαστος, ξυπόλητος, ευτυχισμένος τριγύριζα. (το τουρκ. ρήμα |ΧΑΤΑΛΑΝ|- έχει την έννοια της άσκοπης, ελεύθερης και ξένοιαστης κίνησης, πιθανώς απο αυτό είναι η λ. χάταλα =μικρά παιδιά στην Ποντιακή)
…ΚΑΛτΗΡΉ ΣΜΑ ΣΤ ΜέΡΑ, καλοκαιρίου σιμά στη μέρα, (σιμά στη μέρα= κοντά στο ξημέρωμα)
ΛΌΝ ΣΤΡΑΤΊτσΑ δΆιΝΑ, ελαύνων στρατίτσα διάβαινα,
ΚΌΜΑ τΉΤΥΝ ΉΛιΥΣ – ακόμα κί ήτον ήλιος -
ΤΈΚ ΚΑΡΦΆ ΑβΛΆιβΗΝ. |ΤΕΚ| κρυφά |ΑβΛΑ|–ευεν. (avla- =κυνηγά, απο |Αβ|= κυνήγι, ή «απλώνει δίχτυα», απο |Αγ|= δίχτυ)
…ένα καλοκαίρι, καθώς κόντευε να ξημερώσει, ακολουθώντας το δρομάκι βάδιζα, ακόμα δέν είχε βγεί ήλιος – μόνο κρυφά (στο μισοσκόταδο) ενέδρευε. (εκπληκτική μεταφορά: ο ήλιος ενέδρευε για να βγεί ξαφνικά, να πιάσει τους ανθρώπους απροετοίμαστους, να τους κατακτήσει).
ΓΌ ΒΗΡΔΈΝ ΘΑΓΜΆΣΤΑ, εγώ |ΒίΡΔΕΝ| εθαυμάσθα,
ΓΌ ΧΑΡΆ ιΥΜΌΘΑ – εγώ χαρά γεμώθα -
ΝΔΑ ΦΛιΥΡΉΤΚΑ ΚΡΌςΑ εν τα φλωρίτικα κρόσια
ΉΛιΥΣ ΦΑΝΙΡΌΘΙΝ. ήλιος φανερώθη.
εγώ με μιάς έμεινα κατάπληκτος, εγώ χαρά γέμισα - με χρυσά φλουριά τα κρόσια (=ακτίνεςτου) ήλιος φανερώθηκε.
ΣΜΆ-Μ ΤΌ ΤΝ ΌΡΑ βΡέΘΙΣ, σιμά-μου τό την ώρα ευρέθης,
ΤΥ ΝΑΜΛΊδΚΥ-Μ Τ ΆΛΓΥ, το |ΝΑΜΛΙ|δικο-μου το άλογο,
ΠΆΝΥΣ ΜέΝΑ ΠΉΡΗΣ, πάνω-σου μένα πήρες,
ΚΆτσΜΥ τΉςΗΣ ΆΛΥ κάτσιμο κί είχες άλλο.
κοντάμου εκείνη την ώρα βρέθηκες, ξακουστόμου άλογο, πάνωσου εμένα πήρες, κάτσιμο δέν είχες άλλο (πιά απο τότε).
ΤΈΚΑΣ ΤΥ ΡΑΤΛΊΧΗ-Μ |ΤΕΚΑΣ| ΤΟ |ΡΑhΑΤΛΙQ|ι-μου (rahatlıq= ησυχία, άνεση, «ραχάτι»)
ΠΉΡΗΣ ΑΧ ΤΙ ΜέΝΑ, πήρες εκ τ’ εμένα,
ΌΣΠΥ ΖΎ, ΘΑ ΉΜΗ ώσπου ζώ, θα είμαι
ΔΆΜΑΣ, ΌΛΥ ΈΝΑ! αντάμα-σου, ολοένα!
παρόλο που την ησυχία, την ανεμελιάμου αφαίρεσες απο μένα, όσο ζώ θα είμαι μαζίσου πάντοτε.
4.
Τ ΆΛΓΥ-Μ ΤΥ ΝΑΜΛΊδΚΥ το άλογο-μου το |ΝΑΜΛΙ|δικο
ΤΥ ΑΓΑΠΗΜέΝΥ-Μ! το αγαπημένο-μου!
ΠΎ ΦΤΙΡΝΊΖΣ ΣΙ ΠΆΛΙ, πού πτερνίζεις σύ πάλι,
ΠΎ ΠΆιΣ ΠΆΛ ΜέΝΑ? πού πάεις πάλι μένα;
άλογομου ξακουστό, αγαπημένομου. (για) πού καλπάζεις εσύ πάλι, πού πάς πάλι εμένα;
ΠέΤΑ ΠΡΆΤ ΣΤΥ ΚΌΣΜΟΣ, πέτα περάτοι στο |ΚΟΣΜΟΣ|(εδώ είναι το απο τα ελληνικά λόγιο ρωσικό «κόσμος», και όχι η λαϊκή σημασία της λέξης. στο «πρατά» έχει καταλήξει καί το αρχαίο «περατοί» καί το «περιπατεί»)
ΣΤΥ ΜΑΚΡΉ ΣΤΡΑΤΊιΥ, στο μακρύ στρατείο (ΣΤΡΑΤΊιΥ απο τον μεσαιωνικό τύπο «το στρατίον» με επιρροή απο το αρχαίο «η στρατεία»)
ΜΉ ΖΜΥΝΆΣ ΣΙ ΜΌΝΥ μή λησμονάς σύ μόνο
ΧΥΡΑΦΉ Τ ΜΥΡδΊιΑ. χωραφίου τη μυρωδία.
πέτα πήγαινε στο σύμπαν, στο διάστημα, στον μακρύ δρόμο (=μακρόκοσμο), μή λησμονάς εσύ, μόνο, του χωραφιού τη μυρωδιά.
ΠδΙΝΑ τέΝ ΔΑΎςΑ, πουθενά κί ένι |ΔΑβΟΎς|ια,
βΖΉΓΑΝΙ ΤΑ ΦΌςΑ, σβήγανε τα φώσια,
ΦέΝΓΚΥΣ ΤΈΚ ΦΛιΥΡΉΤΚΑ φέγγος |ΤΕΚ| φλουρίτικα
ΚΡέΜΑΣΗΝΙ ΚΡΌςΑ. κρέμασεν-ε κρόσια. (σχήμα υπερβατό, ΦΛιΥΡΉΤΚΑ ΚΡΌςΑ. το ΚΡέΜΑΣΗΝΙ τονίζεται πρίν απο την πρόπαραλήγουσα, ο κανόνας της τρισυλλαβίας γενικά στα βόρεια ιδιώματα -καί στην περιοχή της Καβάλας- δέν ίσχυε.)
πουθενά δέν είναι (=δέν ακούγονται) φωνές, σβήσανε τα φώτα, το φεγγάρι, μόνο, (φλουρένια=) απο χρυσά νομίσματα κρέμασε κρόσια (=ακτίνες).
ΚΗ ΤΑ ΆΣΤΡΗΣ ΚΡέΜΝΙ, και τα άστρες κρέμονται,
ΧΤΑ ΠΣΗΛΆ ΔΡΑΝΎΝΙ, εκ τα ψηλά ανατρανούνε,
ΤΡέΜΝΙ ΛΊΓΥΣ ΆΚΡΑ, τρέμουνε δίχως άκρα,
ΤΑ, ΘΑΡΉΣ, ΡεΓΎΝΙ. αυτά, θαρρείς, ριγούνε.
και τα άστρα κρέμονται, απο ψηλά βλέπουνε, τρέμουνε ασταμάτητα, αυτά, θαρρείς, ριγούνε (=κρυώνουν).
βΆι, ΠΥΤΆΜ ΜΥΡΦΉιΑ, βάι, ποτάμι ομορφία,
^ΚΑΛ\ΜΗΥΣ ΧΥΡΣΎτσΚΥ, Κάλμιους χρυσούτσικο,
ΔΡέςΣ ΚΗ ΠΆιΣ ΣΗ ςέΝΚΑ τρέχεις και πάεις σύ |ςΕγγ|ικα
ΛΌΝ ΤΥΓΆι ΧΛιΥΡΎτσΚΥ. ελαύνων |ΤΟγΑι| χλωρούτσικο. (είναι τυχαία η ομοιότητα του ΛΟΝ με το αγγλικό along).
ώ! ποτάμι - ομορφιά, Κάλμιους χρυσαφένιο, τρέχεις και πάς εσύ ευτυχισμένο τραβώντας μέσα στην κοιλάδα τη χλωρή.
ΚΗ Τ ΑΈΡΑ ΤΊΝΞΚΑ, και ο αέρας |ΤΙΝΞ|ικα
ΣΆΧΚΑ ΣΗΠΑΈβΣε, |ΣΑΑγ|ικα |ΣΙιΠΑ|εύει-σε
ΣΤΥ ιΑΛΌ ΜΑΡέιΑ στο γειαλό μερέα
ΤΌ ιΥΡΥΧΛΑΈβΣε. αυτό |ιΟΡΟΥQΛΑ|εύει-σε.
και ο αέρας γαλήνια, ευεργετικά σε χαϊδεύει, προς της θάλασσας τη μεριά αυτός (=ο αέρας) σε οδηγεί. (joruqla- απο joruq= (ομαλή) πορεία, απο το παλιό ρήμα joru-= «βαδίζει» που έχει γίνει jyry- στα τουρκικά της σημερινής Τουρκίας).
ΝΊΧΤΑ. ΌΛ-ΠΑ Τ\ΜΎΝΝΙ, νύχτα. όλοι-πα κοιμούνται, (-πα σε τέτοιες περιπτώσεις εννοεί «εντελώς», χωρίς εξαίρεση)
ΚΆΘΑ ΉΣ ΓΑΝΆΧτσΙΝ. κάθε είς αγανάχτησεν (αγανάχτησε στην Ρωμαίικη σημαίνει «δέν μπορεί άλλο να εργασθεί, κουράστηκε»)
Τ\ΘΑ Τ\ΜΗΘΎΜ ΤΕΚ δΊ-ΜΑΣ, κί θα κοιμηθούμε |ΤΕΚ| δύοι-μας,
ΞΆΛΚΑ Τ\ΘΑ ΝΑ ΚΆτσΥΜ. (;) |ΞΆΛ|ικα κί θα να κάτσουμε. (|ΞΆΛ|ικα= γρήγορα, σύντομα, σε λίγο)
νύχτα. όλοι κοιμούνται, κάθε ένας έχει κουραστεί. δέν θα κοιμηθούμε, μόνο, οι δύομας, γρήγορα δέν πρόκειται να κάτσουμε.
βέΓΛΑ ΚΑΛΥΖΌιΑ! βίγλα καλοζώγια! (τα καλοζώγια= περιστάσεις, τόποι ευημερίας)
βέΓΛΑ ΤΊΓΛΥ ΝΊΧΤΑ! βίγλα τί-λογο νύχτα!
ΜΉΣ ΣΤΑ ΌΛΑ ΤΎΤΑ, ημείς στα όλα τούτα,
ΉΡΘΙΝ ΡΆΣΤ, ΠΚΑΝΊΧΤΑΜ! ήρθε |ΡΑΣΤ|, κοπανίσθημε!
κοίτα ευημερίες! κοίτα μιά τέτοια νύχτα! (= όμορφη, ήσυχη, γλυκιά νύχτα) εμείς σε όλα τούτα (τα μέρη), ήρθε τέτοια τύχη, κάναμε μάχες!
ΚΌΝΥΣΑΜ ΜΉΣ έΜΑ, κένωσαμε ημείς αίμα,
δΌ ΠΥΛΊ ΣΚΥΤΌΘΑΝ… εδώ πολλοί σκοτώθεν…
…Τ ΆΛΓΥ-Μ ΠΆι, τΉ ΣΤΊΚΗΤ. …το άλογο-μου πάει, κί στήκεται.
ΉΛιΥΣ ΦΑΝΙΡΌΘΙΝ. ήλιος φανερώθη.
χύσαμε εμείς αίμα, εδώ πολλοί σκοτώθηκαν… το άλογομου πάει, δέν στέκεται. ήλιος φανερώθηκε (ανέτειλε).
10.05.1970
ΌΡΗΜΑ όραμα
όνειρο
ΓΟ ΠΗΤΎ ΚΗ ΠΆΓΥ, εγώ πετώ και υπάγω,
ΓΟ ΣΥΣΤΆ ΓΑΝΆΧΤΣΑ. εγώ σωστά αγανάκτησα. (ή: |QΑΝΑΤ|ησα)
ΠΆΣ Τ ΥΒΆ ΧΑιΆ ΈΝ, πάνω στο |ΟΒΑ| |QΑιΑ| ένι,
ΠέΛΣΑ ΠΆΝΥ - ΚΆτστσΑ. απέλυσα επάνω – κάθισα.
εγώ πετώ και πάω, εγώ για τα καλά κουράστηκα. (το «αγανάκτησα» =κουράστηκα, είναι κάπως αμφίβολο στα συμφραζόμενα, υποψιάζομαι πως τυπώθηκε λάθος αντί «ΓΑΝΆΤΣΑ», απο το τουρκ. |QΑΝΑΤ|= φτερούγα, οπότε ο στίχος λέει: εγώ κανονικά φτερώθηκα, είχα, ή σάν να είχα φτερά, και πετούσα). πάνω στον λόφο βράχος είναι, κατέβηκα, πάνω κάθισα. (= «έβλεπα στο όνειρο πως πετούσα (σάν να) είχα κανονικά φτερά, και αφού κουράστηκα απο το πολύ πέταγμα, προσγειώθηκα σε έναν βράχο που είναι πάνω στον λόφο». Στη λαϊκή ονειροκριτική το να πετάς θεωρείται το πιό καλό σημάδι)
ΤΟ Τ ΥΒΆ ΣΑΛΈΦΤΙΝ, αυτό το |ΟΒΑ| σαλεύθη,
ΉΣΑΠΆΝΥ ΣΚΌΘΙΝ, ίσα πάνω σηκώθη,
ΆΘΑΡΠΥΣ ΑΠ ΠέΣΥ, άνθρωπος απο απ’έσω
ΚΖέιΝ ΗΣ – ΦΑΝΙΡΌΘΙΝ. εκβαίνει είς – φανερώθη.
αυτός ο λόφος κινήθηκε, ίσα πάνω υψώθηκε, άνθρωπος απο μέσα βγαίνει ένας – φανερώθηκε.
ΈΝιΑ – ΣΠΡΎτσΚΑ ςΌΝιΑ, γένεια – ασπρούτσικα χιόνια,
τσΆΓδΑ – ΦΥΡεΣΉιΑ, τσάγδα – φορεσία. (цагдъа λωρίδες υφάσματος, ράκη).
ΧΎΝΣΗΝ ΠιΆΚΗΝ ΜέΝΑ, χούνισε πιάκε μένα (-κε στο «πιάκε» κατα επιρροή αρχαίου παρακειμένου)
ΤΝΆΖ-Με ΧΤΑ ΜΑΛΊιΑ: τινάζει-με εκ τα μαλλία:
(δυσκολεύτηκα να ερμηνεύσω αυτήν τη στροφή. το «χούνισε» έχει την έννοια «όρμησε» (συνηθέστερα με κατεύθυνση προς τα κάτω) αλλα με πόθο, όχι επιθετικότητα όπως το «χουλντάησε». Χρησιμομοιεί το «τινάζει» και όχι άλλο ρήμα με την έννοια «χαϊδεύει», για να δείξει ζωηρότητα κινήσεων. Επιπλέον το «τινάζει» υπαινίσσεται «μου διώχνει ό,τι με ενοχλεί»).
τα γένεια(του) άσπρα χιόνια, λωρίδες πανιά η φορεσιά(του). ορμητικά ήρθε και έπιασε (στα χέριατου, αγκάλιασε) εμένα, με τινάζει απ’ τα μαλλιά (=μου χαϊδεύει τα μαλλιά, και μου λέει:)
- ΣέΝΑ ΓΌ ΑΓΝΌΡΣΑ, - σένα εγώ εγνώρισα,
ΉΣΗ ΣΉ ^ΚΗΡ\ιΆΚΟβΣ, είσαι σύ Κυριάκοβ-ος,
ΝΑ ΣΗ δΎ ΓΟ ΝΎΝΖΑ, να σε δώ εγώ νούνιζα,
δΛΊιΑ ΚΑΛΌ ΠιΆΚΗΣ… δουλεία καλό πιάκες…
«εσένα εγώ σε γνώρισα, είσαι εσύ ο Κυριάκοβ, να σε δώ εγώ (σκεφτόμουν=) ήλπιζα, με δουλειά καλή έχεις καταπιαστεί…
ΠΗΗΤΊΣ ΣΗ ΝΊΣΤΙΣ, - ποιητής σύ εγινίσθης,
ΉΚΣΑ ΑΧ ΤΥ ΣΤΌΜΑ-Τ, ήκουσα εκ το στόμα-του,
ΜΑ ΜΑΚΡΆ τΉ ΠΆΓΝΙ, μα μακρά κί υπάγουνε
ΤΑ ΤΡΑΓΌιδΑ-Σ ΚΌΜΑ. τα τραγώδια-σου ακόμα.
ποιητής εσύ έγινες», άκουσα απο το στόματου (=αυτά τον άκουσα να λέει, και συνέχισε:) «αλλα μακριά δέν πηγαίνουνε τα τραγούδιασου ακόμα. (=ακόμα δέν έχουν γίνει ευρέως γνωστά τα ποιήματάσου).
ΓΡΆΠΣΗ ΚΆΘΑ ΜέΡΑ, γράψε κάθε μέρα,
ΜΉ ΧΑΛΆΝ ΚΑΡδΊιΑ-Σ, μή χαλάνει καρδία-σου,
ΤΥ ΚΑΛΌ τΉ ΧΆΝΙΤ – το καλό κί χάνεται -
ΦΌΣ ΔΡΑΝΆ ΚΑΜΉιΑ. φώς ανατρανά καμία.
γράφε κάθε μέρα, ας μή χαλάει η καρδιάσου (=μήν απογοητεύεσαι), το καλό δέν χάνεται, φώς βλέπει κάποτε. (= ό,τι είναι καλό δέν πάει χαμένο, κάποτε βγαίνει στο φώς).
ςέΡΥΜ ΟΤ ΣΗ ΉδΑ, χαίρομαι οτι σε είδα,
ΈΛΑ ΆΣ ΣΗ ΦΛΊΣΥ, - έλα άς σε φιλήσω,
ΉΠΗΝ Άιτσ ΚΗ ΜΛΌΘΙΝ, είπεν έτσι και μουλώθη,
ΆΝΙΜΥΣ ΤΈΚ ΦΉΣΣΗΝ… άνεμος |ΤΕΚ| φύσησεν…
χαίρομαι που σε είδα, έλα να σε φιλήσω». είπε έτσι και εξαφανίσθηκε, άνεμος μόνο φύσησε… (=το πώς εξαφανίσθηκε δέν έγινε αντιληπτό παρα μόνο σάν ένα φύσημα του αέρα).
…ΓΝΈΦΣΑ. ΠΆΤΥΣ Τ\ΜΆΤΙ …ενήφησα. πάτος κοιμάται.
ΦέΝΓΚΥΣ. ΣΤΡΗΦΗΝΚΉιΑ. φέγγος. αστροφεγγία.
ΤΈΚ ΜΑΚΡΆ ΣΤΥ ΌΡΥΣ, |ΤΕΚ| μακρά στο όρος
ΧΎΛΖΑΝ ΝΊΧΤΑΣ ΠΛΊιΑ. χούλιζαν νύχτας πουλία.
ξύπνησα. η γή κοιμάται. φεγγάρι. αστροφεγγιά. μόνο μακριά στο όρος φώναζαν της νύχτας τα πουλιά.
20.06.1970 σελίδα50
ΑΓΑΠΎ ΣΑΣ, ΞΌΛιΑ! σας αγαπώ, εξοχές!
δΆιΝΑ ΓΟ ΛΌΝ Τ ΣΤΡΆΤΑ, διάβαινα εγώ ελαύνων τη στράτα,
ΚΖέβΑ ΌΚΣΥ ΧΤ ΧΌΡΑ, εξέβα έξω εκ τη χώρα,
ΑΝΓΚΑΛΊΖ ΚΗ ΦΛΆ-Με αγκαλίζει και φιλά-με
ΤΥ ΞΥΛΊ ΑβΌΡΑ. του |ΞΟΙΛ|ίου ευώρα.
πήγαινα εγώ κατα μήκος του δρόμου, βγήκα έξω απο το χωριό, (με) αγκαλιάζει και με φιλά της εξοχής η ευώρα (=η δροσιά).
ΠέΣ Τ ΑΈΡΑ ΠΛΈβΝΙ απ’έσω το αέρα πλέουνε
ςέΝΚΑ ςΥΛδΥΝΊΞΑ. |ςΕΝ|ικα χελιδονίτσια.
ΤΌΣΥ ςέΡΥΝ<Μ> ΓΌ-ΠΑ τόσο χαίρομαι εγώ-πα
ΝΔΑ ΞΥΛΊ ΤΑ ΠΛΊΞΑ. εν τα |ΞΟΙΛ|ίου τα πουλίτσια.
μές τον αέρα κολυμπούν ευτυχισμένα χελιδονάκια. τόσο χαίρομαι κι εγώ με της εξοχής τα πουλάκια.
ΤΑ ΧΥΡΆΦιΑ ΉΝΔΑΝ. τα χωράφια εγίνηνταν. (η χρήση αυτή του «γίνεται», βρίσκεται στην ποντιακή και άλλες ελληνικές διαλέκτους, είναι απο το τουρκικό ol- =ωριμάζει, που ταυτίστηκε με το bol- =γίνεται, όταν το παλιό bol- έγινε κι αυτό ol-)
ΜΡΉΖ ΣΤΑΡΉ ΜΥΡδΊιΑ… μυρίζει σιταρίου μυρωδία…
δΌ, ΣΤΑ ιΆςΚΑ-Μ ΧΡΌΝιΑ εδώ, στα |ιΑς|ικα-μου χρόνια
ΈΦΤΑΓΑ ΓΌ δΛΊιΑ. έφταγα εγώ δουλεία.
τα χωράφια ωρίμασαν. μυρίζει σιταριού μυρωδιά… εδώ, στα νεανικάμου χρόνια έκαμνα εγώ δουλειά.
ΤΑ ΡΑΤΛΊδΚΑ-Μ ΞΌΛιΑ, τα |ΡΑhΑΤΛΙ|δικα-μου |ΞΟΙΛ|ια,
ΦΚΡΎΜΗ, ΑιδΥΝΎΝΙ – εφουκρούμαι, αηδονούνε -
ΤΟ ΥΡΤΆΧ-Μ δΥΛΈβΝΙ, το |ΟΡΤΑQ|μου δουλεύουνε,
ςέΝΚΑ ΤΡΑΓΥδΎΝΙ. |ςΕΝ|ικα τραγουδούνε.
της καλοπέρασηςμου οι εξοχές, ακούω, κελαϊδούνε - η συντροφιάμου: δουλεύουνε, ευτυχισμένα τραγουδούνε.
ΠΆΓΥ ΛΌΝ ΤΑ ΞΌΛιΑ, υπάγω ελαύνων τα |ΞΟΙΛ|ια,
ςέΡΗΤΙ ΚΑΡδΊιΑ-Μ. χαίρεται καρδία-μου.
ΉΛιΥΣ ΚΡέΜΗΤ ΠΆΝΥ-Μ, ήλιος κρέμεται επάνω-μου,
ΜιΆΖ ΠΣΥΜΉ – ΧΑΝΊιΑ. μοιάζει ψωμί - |ΧΑΝ|εία.
πάω ίσια μές τις εξοχές, χαίρεται η καρδιάμου. ο ήλιος κρέμεται απο πάνωμου, μοιάζει (με στρόγγυλο καρβέλι) ψωμί - ο άρχοντας. (ΧΑΝΊιΑ=άρχοντας, είναι παράθεση στο ΉΛιΥΣ, ανάμεσα στις δύο αυτές λέξεις παρεμβάλλονται άλλες λέξεις (ΚΡέΜΗΤ ΠΆΝΥ-Μ) και μία παρενθετική πρόταση: ΜιΆΖ ΠΣΥΜΉ. Είναι ακόμη δυνατόν να ληφθεί: ο ήλιος, στρογγυλός σάν ψωμί, μοιάζει σάν άρχοντας του ψωμιού)
1507.1970
ΌΛΑ ΈΝ ΑΤΎΤΑ ΑΚΗΡβΆ ΣΤΑ ΜέΝΑ
ΠΆΓΥ, ΈΜΒΡΥ-Μ ΦΆΝΑΝ υπάγω, έμπρο-μου εφάνεν
ΤΈΣΗΡΑ ΥΒΆιδΑ. τέσσερα |ΟΒΑ|δια.
ΣΤΥ ΧΑΜέΛΥΣ ΛΎςΚΝΙ στο χαμήλος λουσκονται
ΠέΣΥ ΣΤ ΆΦΝ ΒΑΧΞΆιδΑ. απ’έσω στη άχνη |ΒΑhΞΕ|δια.
πάω, εμπρόςμου φάνηκαν τέσσερις λόφοι. στα χαμηλά λούζονται μέσα στη δροσιά (μπαχτσέδες=) κήποι.
ΤΑ ΥΤΈιΣ ΣΥΡέΦΤΑΝ, τα ιτέες σωρεύθεν,
ΤΥ ΤΙΝιΆΧ ΑΝΓΚΆΛΣΑΝ, το |ΤΙΝιΑQ| αγκάλισαν, тынях
ΝΑ ΛΥΣΤΎΝ, ΘΑΡΉΣ-ΚΗ, να λουστούν, θαρρείς-και,
ΑΧ Τ ΖΗΣΤΆδΑ ΤΜΆΣΤΑΝ. εκ τη ζεστάδα ετοιμάσθεν.
οι ιτιές μαζεύτηκαν, το τέναγος αγκάλισασαν, να λουστούν, θαρρείς, απο τη ζέστη ετοιμάστηκαν.
ΤΡΑΚΤΟΡΗΣ ΝΔΑ ΞΌΛιΑ |ΤΡΑΚΤΟΡ|ες εν τα |ΞΟΙΛ|ια
ΚΆΜΝΙ ΥΡΤΑΧΛΊΧιΑ, κάμουνε |ΟΡΤΑQΛΙQ|ια, (ortaqlıq στα τούρκικα λέγεται η συνεταιρική σχέση, όπως η σχέση δύο αγροτών που μοιράζονται ένα καματερό βόδι. Αυτό ήταν συνηθισμένο παλιά, γι’ αυτό έμεινε η παροιμία που λέγεται ώς σήμερα: «ψόφησε το βόδι, χάλασε το ορτακλίκι», έτσι λέγεται στη βόρειο Ελλάδα, ενώ σε άλλα μέρη λέγεται «ψόφησε το βόδι, χάλασε η κολλεγιά». Στο έργο του Λ. Κυριάκοβ είναι συνηθισμένη η λ. ΥΡΤΆΧ =σύντροφος, συνάδελφος).
ΑΧ ΑΤΌ-ΠΑ ΚΆΜΥΜ εκ αυτό-πα κάμουμε
ΜΉΣ ΠΥΛΆ ΑΖΉΧιΑ.. ημείς πολλά |ΑΣΙγ| (= αποκτούμε πολλά οφέλη. η αρχαιότατη τουρκική λέξη asıg =κέρδος, όφελος)
τα τρακτέρ με τα χωράφια κάνουνε συνεταιρικές σχέσεις. και απο αυτό κάνουμε εμείς πολλά κέρδη. (= αποκτούμε πολλά οφέλη).
ΓΡΆδΑ βΌςΚΗΤ ΜέΓΑ, |ΓΡΑΔΑ| βόσκεται μέγα,
ΞΌΛιΑ-ΠΑ ΠΥΤΖΜέΝΑ… |ΞΟΙΛ|ια-πα ποτισμένα…
ΌΛΑ ΈΝ ΑΤΎΤΑ όλα ένι ετούτα
ΑΚΗΡβΆ ΣΤΙ ΜέΝΑ. ακριβά στ’ εμένα.
κοπάδι βόσκει μεγάλο, και τα χωράφια (είναι) ποτισμένα… όλα είναι τούτα πολύτιμα για μένα.
ΚΥΤΥΡΎ ΝΔΑ ΜΆΤιΑ-Μ, |ΚΟΙΤΥΡΥ| εν τα μάτια-μου
ΤΑ ΔΡΑΝΎ, ΤΑ ΉδΑ, τα ανατρανώ, τα είδα.
ΑΝ Τ ΧΑΡΆ ΓΟ ΛΈΓΥ: εν τη χαρά εγώ λέγω:
ΈΝ ΤΥΚΌ-Μ ^ΠΑΤΡΉδΑ! ένι το δικό-μου Πατρίδα! (το γράφει με κεφαλαίο: Πατρίδα).
άσκοπα (=κοιτάζοντας όπου νά’ναι, χωρίς κάποιο στόχο, μόνο για ευχαρίστηση) με τα μάτιαμου τα βλέπω, τα είδα. με χαρά εγώ λέω: είναι η δικήμου η πατρίδα!
10.08.1970
ΞΗΡΟ (ЧИРО)
ΜΟΕΜΥ ΔΡΥΓΟβΙ – ΓΡετσ\ΚΟΜΥ ΠΟέΤΥ ^ΑΝΤΟΝΥ ^ΑΜβΡΟΣΊιΟβΗΞΥ ^ςΑΠΥΡΜΊ, ΠΡΗιΝιΑΤΟΜΥ ΔΟ ^ΣΠΙΛΚΗ ΠΗΣ\ΜεΝΝΗΚΙβ ΣΡΣΡ.
15.09.1979 Ρ. Моему другові―грецькому поету Антону Амвросійовичу Шапурмі‚ прийнятому до Спілки письменників СРСР 15.09.1979 р.
ΣΉ ΠΆΣ ΤΥ ΖΉΣΜΥ-ΜΑΣ ΗΣέΝΚΥ, σύ πάνω στο ζήσιμο-μας |ΕΣΕΝ|ικο,
ΠΆΣ ΤΥ ΚΑΛΌ, βΑΧΤΛΊδΚΥ, ςέΝΚΥ πάνω στο καλό, |ΒΑhΤ_ΛΙ|δικο, |ςΕΝ|ικο,
ΤΡΑΓΌιδΑ ΈΓΡΑΠΣΗΣ ΠΥΛΆ, τραγώδια έγραψες πολλά,
ΚΗΡβΌ-Μ ΥΡΤΆΧΥ ^ςΑΠΥΡΜΆ! ακριβό-μου |ΟΡΤΑQ|ο Шαπουρμά!
εσύ, με θέμα της ζωήμας την υγεία, την καλοσύνη, την καλοτυχία, την ευτυχία, τραγούδια (=ποιήματα) έγραψες πολλά, ακριβέμου συνάδελφε Шαπουρμά!
ΚΗ ΤΥ ΖΑΜέΤΥ-Σ τΉ ΖΜΥΝΊΘΙΝ, και το |ΖΑhΜΕΤ|ο-σου κί λησμονήθη,
ΗΝΚΑ ΔΙΓΚΉΖ-ΠΑ ΤΈΚ Τ ΑΛΊΘΑ – -νικά |ΔΥΝCΥΖ|-πα |ΤΕΚ| το αλήθεια-
ΣΉ ΖΜΉιΣ ΣΤΥ ΠΗΗΤΊ Ν ΤΑιΦΆ, σύ εσμίγης στου ποιητή την |ΤΑιΦΑ|,
ΚΗΡβΌ-Μ ΥΡΤΆΧΥ ^ςΑΠΥΡΜΆ! ακριβό-μου |ΟΡΤΑQ|ο Шαπουρμά!
και ο μόχθοςσου δέν λησμονήθηκε –νικά πάντοτε μόνο η αλήθεια- εσύ έσμιξες στων ποιητών την οικογένεια, ακριβέμου συνάδελφε Шαπουρμά!.
ΚΗ ΓΌ ΝΤ ΧΑΡΆ ΚΗ ΑΠ ΚΑΡδΊιΑ, και εγώ εν τη χαρά και απο καρδία,
ΝΑ Ές-Σ ΗΡέβΥ ΜέΓΑ ΉιΑ – να έχεις γυρεύω μέγα υγεία-
ΝΑ ΉΣΗ ΠΆΝΔΑ-ΠΑ ΚΑΛΆ, να είσαι πάντα-πα καλά,
ΚΗΡβΌ-Μ ΥΡΤΆΧΥ ^ςΑΠΥΡΜΆ! ακριβό-μου |ΟΡΤΑQ|ο Шαπουρμά!
και εγώ με χαρά και απο καρδιάς, να έχεις εύχομαι μεγάλη υγεία, να είσαι πάντοτε καλά, ακριβέμου συνάδελφε Шαπουρμά!
ΠΥΛΆ, ΠΥΛΆ ΣΗ ΖΉΣΗ ΧΡΌΝιΑ, πολλά, πολλά σύ ζήσε χρόνια,
ΛΊΓΥΣ ΝιΑΖΜΌ ΚΗ ΛΊΓΥΣ ΠΌΝιΑ, δίχως νοιασμό και δίχως πόνια,
ΚΗ ΓΡΆΠΣΗ τιΆΛΥ ΣΉ ΠΥΛΆ, και γράψε και άλλο σύ πολλά,
ΚΗΡβΌ-Μ ΥΡΤΆΧΥ ^ςΑΠΥΡΜΆ! ακριβό-μου |ΟΡΤΑQ|ο Шαπουρμά!
πολλά, πολλά ζήσε χρόνια, χωρίς στενοχώριες και χωρίς πόνους, και γράψε ακόμη πολλά, ακριβέμου συνάδελφε Шαπουρμά!.
ΈΜ ΓΌ, ΈΜ τιΆΛ-ΠΑ ΔΆΜΑ-Σ ςέΡΝΙ, |hΕΜ| εγώ, |hΕΜ| και άλλοι-πα αντάμα-σου χαίρονται,
ΑΝΔΥ ΗΛΆΛ ΣΗ ΛΈΓΥ, ΦέΡ-Με εν τω |hΕΛΑΛ| σε λέγω, φέρε-με
ΤΥ ςέΡ-Σ ΑΣ ΦΣΉΚΣΥ δΙΝΑΤΆ, το χέρι-σου ας σφίξω δυνατά,
ΚΗΡβΌ-Μ ΥΡΤΆΧΥ ^ςΑΠΥΡΜΆ! ακριβό-μου |ΟΡΤΑQ|ο Шαπουρμά!
και εγώ και άλλοι ακόμη με σένα χαίρονται, ειλικρινά σου λέω: φέρεμου το χέρισου να σφίξω δυνατά, ακριβέμου συνάδελφε Шαπουρμά!
ΧΌΡΑ ΣΑΡΤΑΝΆ 15.09.1970 σελίδα53
στη συνέχεια παραθέτω δύο ποιήματα, τα μόνα που βρήκα, του Αντώνιου Шαπουρμά, για να πάρετε μιά ιδέα της τέχνης του ποιητή.
ГО АКУГУ - СИ, МАНА! εγώ ακούγω-σε, μάνα!
Фукруми го магнитофон, εφουκρούμαι εγώ μαγνητόφωνο,
Го, мана, пал акугу сэна, εγώ, μάνα, πάλι ακούγω σένα,
Ки пал кардъыя-му тъымон και πάλι καρδία-μου θυμώνει
Ах та трагойдъа-с пикрумэна. εκ τα τραγώδια-σου πικρωμένα.
ακούω το μαγνητόφωνο, μάνα, πάλι σε ακούω, και πάλι η καρδιάμου φουσκώνει απο τα τραγούδιασου τα πικραμένα.
Си трагудъас хта то 'н дуня σύ τραγωδάς εκ τα αυτό τον |ΔΥΝιΑ|
Пас ту палэю зисму-гана, πάνω στο παλαίο ζήσιμο – γάνα,
Ки ту дауши-с айдъуна και το |ΔΑβΟΥς|ι-σου αηδονά
Дъо янаша-м, хурсуцку-м мана. εδώ |ιΑΝΑςΑ|μου, χρυσούτσικο-μου μάνα.
εσύ τραγουδάς απο εκείνον τον κόσμο για της παλιάς ζωής τον καημό, και η φωνήσου κελαϊδά εδώ δίπλαμου, χρυσήμου μάνα.
Клэ ту трагодъы-с, мурлуга κλαίει το τραγώδι-σου, μοιρολογά
Змихта 'н така-с вахцызка хроня, σμιχτά ένι τα δικά-σου |ΒΑhΤΣΙΖ|ικα χρόνια,
Нда та, та пэрасис гурга, εν τα αυτά, τά πέρασες γοργά,
Маганаймус - кардъыяс поня. μαγαναϊμούς – καρδίας πόνια.
κλαίει το τραγούδισου, μοιρολογά, ενωμένα είναι τα δικάσου τα άτυχα χρόνια με εκείνα που πέρασες παλιά: μόχθους – καρδιάς πόνους.
Фукрум, ки пши-м тъа кзи на фхи! εφουκρούμαι, και ψυχή-μου θα εξβεί να φύγει!
Кардъыя-м трэм, маныца-м-мана! καρδία-μου τρέμει, μανίτσα-μου μάνα!
Палэст чанызу го ати – παλαιώσθε |ΞΑΝ|ίζω εγώ εκεί -
Ста то 'н дуня нды сэна дама! εις τα αυτό τον |ΔΥΝιΑ| εν τ’ εσένα αντάμα!
ακούω, και η ψυχήμου πάει να βγεί να φύγει! η καρδιάμου τρέμει, μανούλαμου μάνα! απο καιρό πορεύομαι προς τα εκεί, σε κείνον τον κόσμο (στον άλλο κόσμο να είμαι) με σένα μαζί!
1979
ГО ПАЛЫ ИРТА СТ' САРТАНА ΕΓΏ ΠΆΛΙ ΉΡΘΑ ΣΤΟ ΣΑΡΤΑΝΆ.
Го палы ирта ст' Сартана, εγώ πάλι ήρθα στο Σαρτανά
Пу мегалэнышка камня. όπου μεγαλαίνισκα καμία.
Т' аера мэна прошчина το αέρα μένα προσκυνά
'Н туко-т ту хлыцку т' лалашия. εν τω δικό-του το χλιούτσικο το λαλαшεία.
πάλι ήρθα στο (χωριό) Σαρτανά, όπου μεγάλωνα κάποτε. ο αέρας με υποδέχεται με το δικότου το ζεστό χάδι.
Эн гнуризмэна ола дъо, ένι γνωρισμένα όλα εδώ,
Го та драну ки та, та идъа. εγώ τά ανατρανώ και αυτά, τά είδα.
Эн топу-м туту акриво, ένι τόπο-μου τούτο ακριβό,
Хапэца эн 'х туко-м 'н патридъа! χαπέτσα ένι εκ το δικό-μου την πατρίδα!
είναι γνώριμα όλα εδώ, εκείνα που βλέπω και εκείνα που είδα. είναι ο τόποςμου τούτος ακριβός, κομματάκι είναι απο την δικήμου την πατρίδα.
Паэну, эсуса сн' кушэ, παγαίνω, έσωσα στην |ΚΟΙςΕ|,
Драну хая хундро дъо эна. ανατρανώ |QΑιΑ| χονδρό εδώ ένα.
Агнорса го ато ту шэ, εγνώρισα εγώ αυτό το |ςΕι|,
Тъагмаста, шашипса ки пэмна! θαυμάσθα, |ςΑς|εψα και απέμεινα!
πηγαίνω, έφτασα στη γωνία, βλέπω βράχο ογκώδη εδώ έναν. το γνώρισα αυτό το πράγμα, θαύμασα, έκπληκτος έμεινα!
О, поса хронс то эн адъо! ώ, πόσα χρόνους αυτό ένι εδώ!
Та нышкны ола сма-т драна-та. τά γινίσκονται όλα σιμά-του ανατρανά-τα.
Ки сма атора статъа го, και σιμά ετώρα στάθα εγώ,
Ту тьфал-м нда нунзмата юмату. το κεφάλι-μου εν τα νουνίσματα γεμάτο.
ώ, πόσα χρόνια αυτό είναι εδώ! αυτά που γίνονται όλα κοντάτου τα βλέπει. και κοντά (σ’αυτό το βράχο) τώρα στάθηκα, το κεφάλιμου με σκέψεις γεμάτο.
Драну го, т' хора-м чичакя, ανατρανώ εγώ, το χώρα-μου |ΞίΞΕΚ|ιά,
То миталайн, то яшланэфтын, αυτό μεταλλάγη, αυτό |ιΑςΛΑΝ|εύθη,
Ки мону дъо ато т' хая και μόνο εδώ αυτό το |QΑιΑ|
Хтун топу-т дъэн кучараэфтын. εκ τον τόπο-του δέν |ΚΟΙΞΕΡ|αεύθη.
βλέπω, το χωριόμου ανθοβολά, άλλαξε αυτό, ξανάνιωσε, και μόνο εδώ αυτός ο βράχος απο τον τόποτου δέν μετακινήθηκε. (το ρήμα кучараэфтын σημαίνει για την ακρίβεια: άλλαξε κατοικία, μετανάστευσε)
Ангкэв-си хроня эмбирна, |Αγγ|εύεις σύ χρόνια εμπρο-ινά,
Дранас апану ки тъагмашкис, ανατρανάς επάνω και θαυμάσκεσαι,
Тъарис то флай ки прошчина, θαρρείς αυτό φυλάει και προσκυνά,
На кацс апану н' анапахкис. να κάτσεις επάνω να αναπαύεσαι.
θυμάσαι χρόνια του παρελθόντος, τον κοιτάς (αυτόν τον βράχο) και θαυμάζεις, θαρρείς σε περιμένει και υποδέχεται με τιμές να κάτσεις επάνω να ξεκουραστείς.
Адъо с' аксполта-м та мкрутъэйс εδώ εις εξυπόλητα-μου τα μικρουθέες
С' пухнярку страта хаталайза, εις πουχνιάρικο στράτα |ΧΑΤΑΛΑΝ|ιζα,
Ки пас хая пула фурэйс και πάνω εις |QΑιΑ| πολλά φορές
На пару, катъными, анаса. να πάρω, κάθηνεμαι, ανάσα.
εδώ στα ξυπόλητα τα μικράμου χρόνια σε δρόμο γεμάτο σκόνη απο δώ κι απο κεί έτρεχα, και πάνω στο βράχο πολλές φορές να πάρω καθόμουν ανάσα (=να ξεκουραστώ).
Ки сулятрайван мас пихта και |ΣΟΙιΛΕΤ_ΤίΡ|άευαν ημάς πηχτά (|ΣΟΙιΛΕΤ-| στα τουρκικά = «κάνω κάποιον να μιλήσει ‘πιάνω στα λόγια’, υποβάλλω»)
Мегал пидъыя - мас пидъыча: μεγάλα παιδία – ημάς παιδίτσια:
Ст' хая апкату зулыхта «στο |QΑιΑ| απο κάτω ζουληχτά
Эн тисадъыца нда флюрича". ένι |ΚΕΣΕ|δίτσα εν τα φλωρίτσια».
και μας έβαζαν την ιδέα συχνά τα μεγάλα παιδιά εμάς τα παιδάκια: «στο βράχο απο κάτω στριμωγμένο είναι ένα πορτοφολάκι γεμάτο χρυσά νομίσματα».
Ки мис атот, хамна мяла, και ημείς ετότε, αχαμνά μυαλά,
Дъо маганайвам кукувица εδώ μαγανάευαμε κουκουβίτσα
На ахтрамисум то т' хая, να |ΑQΤΑΡΜΑ|ήσουμε αυτό το |QΑιΑ|,
На парум 'пкату 'н тисадъыца. να πάρουμε απο κάτω την |ΚΕΣΕ|δίτσα.
και μείς τότε, φτωχά μυαλά, εδώ πασκίζαμε κουκουβιστά (=καθήμενοι στο έδαφος) να ανατρέψουμε αυτόν το βράχο, να πάρουμε απο κάτω το πορτοφολάκι.
...Нда хроня дъаван та мкрутъэйс …εν τα χρόνια εδιάβεν τα μικρουδέες…
Агап апэсу-м стэра гнэфсин, αγάπη απ’έσω-μου ύστερα ενήφησεν,
Пула го катъными врадъэйс πολλά εγώ κάθηνεμαι βραδέες
Дъо пас т' хая нд' агапимэнса-м. εδώ πάνω στο |QΑιΑ| εν τη αγαπημένισσα-μου
…με τα χρόνια πέρασαν τα παιδιαρίσματα. ο έρωτας μέσαμου ύστερα ξύπνησε, πολλές καθόμουν βραδιές εδώ πάνω στο βράχο με την αγαπημένημου.
Ки тора ими го хаилс και τώρα είμαι εγώ |ΧΑίΛ|ης
Харшу ст' хая дъо на пилысу, |QΑΡςΙ| στο |QΑιΑ| εδώ να απολύσω,
Го харумэнус ки вахтлыдъс, εγώ χαρουμένος και |ΒΑhΤΛΙ|δης,
На ангкалысу, на ту флысу. να αγκαλίσω, να το φιλήσω.
και τώρα είμαι πρόθυμος μπροστά στο βράχο εδώ να πέσω χαρούμενος και ευτυχισμένος να τον αγκαλιάσω, να τον φιλήσω.
Адъо айц тыгала зыста, εδώ έτσι τίλογα ζεστά,
Ато т' врадъы, сифтэ, камия, αυτό το βραδύ, εις ευθύ, καμία,
Анд' лалашия, друпяхтка εν τη λαλαшεία, ντροπιαχτικά,
Ангкалса, филса го т' ханыя-м. αγκάλισα, φίλησα εγώ τη |ΧΑΝ|εία-μου.
εδώ έτσι ζεστά όπως εκείνο το βράδυ, πρώτη φορά, κάποτε, με χάδια, ντροπαλά, αγκάλιασα, φίλησα την αρχόντισσαμου. (=την αγαπημένημου).
1970
ΣΉ – ΥΚΡΑΉΝΚΑ, ΓΟ – ΡΥΜέιΥΣ
εσύ Ουκρανή, εγώ Ρωμιός
Τ ΗΝΈΚΑ-Μ Τ ^ΌΛιΑ ΧΑΡΉΖΥ στη γυναίκαμου την Όλια το χαρίζω.
1. (ομοιοκαταληξία χιαστί, όχι συνηθισμένη στον ποιητή)
ΝΔΑ ΉΡΤΙΣ ΣΉ ΑΣ Τ ΣΑΡΤΑΝΆ, εν τα ήρθες σύ εις το Σαρτανά,
ΠέΣ Τ ΓΛΌΣΑ ΚΣέΝΥ-ΚΣεΝΥΜέΝΥ απ’έσω τη γλώσσα ξένο – ξενωμένο,
ΚΗ ΝΔΑ ΑΓΆΠΣΗΣ ΑΤΌΤ ΜέΝΑ, και εν τα αγάπησες ετότε μένα
ΑΓΆΠΣΗΣ Τ ΓΛΌΣΑ-Μ-ΠΑ ΣΑΑΤΝΆ. αγάπησες τη γλώσσα-μου-πα |ΣΑ’ΑΤΙΝΑ|.
(εδώ και αλλού βλέπουμε πώς πρωτίστως η γλώσσα όριζε την εθνοτική ταυτότητα των Ρωμιών της Ουκρανίας)
όταν ήρθες εσύ στο Σαρτανά, (βρέθηκες) μέσα σε γλώσσα ξένη, παράξενη (για σένα), και όταν αγάπησες τότε εμένα, αγάπησες και τη γλώσσαμου ταυτόχρονα.
ΜΑΣ τΉ ΧΥΡΉΖΣ ΑΝΔΥ ΝΕΡΌ: ημάς κί χωρίζεις εν τω νερό:
ΣΉ – ΥΚΡΑΉΝΚΑ, ΓΌ – ΡΥΜέιΥΣ, σύ Ουκραΐνικα, εγώ Ρωμαίος,
ΜΑ ΈΧΥΜ δΊ-ΜΑΣ ΈΝΑ ΧΡέιΥΣ, μα έχουμε δύοι-μας ένα χρέος,
ΝΑ ΈΝ Τ ΑΓΆΠ-ΜΑΣ ΚΑΘΑΡΌ. να ένι το αγάπη-μας καθαρό.
(αυτό το 4στιχο είναι ωραίο παράδειγμα της λακωνικής έκφρασης του ποιητή: σε μιά σύντομη στροφή αποδίδει τόσα μεγάλα νοήματα)
εμάς «δέν μας χωρίζεις με το νερό», (= παροιμία =δέν μπορεί κανείς να μας χωρίσει. ανάλογη με την κοινή: «το αίμα νερό δέν γίνεται», ταιριάζουμε με το αίμαμας, είμαστε ενωμένοι με το αίμαμας, άρα δέν μπορεί κανείς να μας χωρίσει με νερό). εσύ Ουκρανή, εγώ Ρωμιός, μα έχουμε οι δυόμας ένα χρέος, να είναι η αγάπημας καθαρή.
ΤΥΚΌ-Σ ΚΑΡδΊιΑ ΈΝ ΗΛΆΛ, το δικό-σου καρδία ένι |hΕΛΑΛ|, (helal: σημαντικότατη λ. αραβ. προέλευσης, σημαίνει το ηθικώς, απο το Θεό, επιτρεπτό, άρα καθαρό. το αντίθετο είναι haram, που άν το πράξει κανείς χρεώνεται απο αμαρτία)
τΉ ΚΣέΡ ΝΈ ΠΣέΜΑ ΚΗ ΝΈ ΦΤΡΆιδΑ κί ξέρει |ΝΕ| ψέμα και |ΝΕ| |ΦίΚίΡ|άδια (fikir= ιδέα, επινόηση, με επιρροή απο το ελληνικό «ευθειάζει» εξ ού: «φτιάχνει»)
ΚΗ τέΝ ΝΑ ΛΈιΣ δΌ ΧΥΡΑΤΆιδΑ – και κί ένι να λέγεις εδώ χωρατάδια -
ΚΑΛΌ, ΧΗΛΔΆΡΚΥ ΈςΣ ΣΗ Τ\ΦΆΛ. καλό, |ΑQΙΛΔΑΡ|ικο έχεις σύ κεφάλι.
η δικιάσου η καρδιά είναι τίμια, δέν ξέρει ούτε ψέμα ούτε κόλπα. και δέν είναι να λές εδώ χωρατά (=σοβαρά μιλάμε:) καλό (=συνετό), μυαλωμένο έχεις εσύ κεφάλι.
ΤΑ ΧΡΌΝιΑ ΈΡΚΝΙ ΚΗ ΠεΡΝΎΝ, τα χρόνια έρχονται και περνούν,
ΜΉΣ ΖΎΜΗ ΆΡΤΑ ΧΡΌΝιΑ ΤΡΆΝΔΑ ημείς ζούμε |ΑΡΤ-ΙQ| χρόνια τριάντα,
ΚΗ ΑΣ ΤΑ ΜέΝΑ ΦέΝΙΤ ΠΆΝΔΑ, και εις τα μένα φαίνεται πάντα,
ΘΑΡΉΣ-ΚΗ, δΊ-ΜΑΣ τΉ ΕΡΝΎΜ. θαρρείς και, δύοι-μας κί γερνούμε.
τα χρόνια έρχονται και περνούν, εμείς (μαζί) ζούμε ήδη χρόνια τριάντα, και σε μένα φαίνεται πάντα, (=παντοτινά οτι ζούμε μαζί) θαρρείς και οι δυόμας δέν γερνούμε.
ΘΑΡΉΣ, Τ ΑΓΆΠ-ΜΑΣ ΉΛιΥΣ ΈΝ, θαρρείς, το αγάπη-μας ήλιος ένι,
ΦΥΣΑΡΑΈβ ΤΥΚΌΜΑΣ Τ ΣΤΡΆΤΑ, φωσερεύει το δικό-μας τη στράτα,
ΚΑΡδΊιΑΜ ΠΣΤΈβ-ΤΥ ΚΗ ΓΡΗΚΆ-ΤΥ – καρδία-μου πιστεύει-το και γροικά-το -
ΌΣ ΝΑ βΑΣΛΈΠΣ-ΠΑ ΘΑ ΜΑΣ ΧΛέΝ! ώς να βασιλέψει-πα θα μας χλιαίνει!
θαρρείς: η αγάπημας ήλιος είναι, φωτίζει το δικόμας το δρόμο, η καρδιάμου το πιστεύει και το καταλαβαίνει (=σχήμα έν δια δυοίν, παραδέχεται) – και ώσπου να βασιλέψει (ο ήλιος της αγάπηςμας) θα μας ζεσταίνει! (υπαινίσσεται: όσο ζούμε θα μας ζεσταίνει ο ήλιος της αγάπηςμας ο οποίος θα βασιλέψει όταν πάψουμε να ζούμε)
25.01.1971
ΧΡέιΥΣ
ΝΑ ΖΉΣΥ ΘΈΛΥ ΖΉΣΜΥ ΉΣΥ, να ζήσω θέλω ζήσιμο ίσο,
(ΤΥ ΧΡέιΥΣ-Μ ΤΎΤΥ τΉ ΖΜΥΝΎ), (το χρέος-μου τούτο κί λησμονώ),
ΝΑ ΖΉΣΥ ΘΈΛΥ Άιτσ ΤΥ ΖΉΣΜΥ-Μ, να ζήσω θέλω έτσι το ζήσιμο-μου,
ΑΝΔΑ ΠΥΘέΝΥ-ΠΑ ΝΑ ΖΎ! εν τα αποθαίνω-πα να ζώ!
να ζήσω θέλω ζωή δίκαιη, (το χρέοςμου αυτό δέν το ξεχνώ), να ζήσω θέλω έτσι τη ζωήμου (που) και όταν πεθάνω ακόμη να ζώ!
ΝΑ ΖΎ ΝΤ ΑΤΊτσ, ΤΙΣ τΉ ΗΝΊΘΙΝ, να ζώ εν τα ετούτοις, τίς κί εγεννήθη,
ΚΑΜΉιΑ ΤΊΣ ΘΑ ΗΝΙΘΊ! καμία τίς θα γεννηθεί!
ΤΟ ΈΝ ΑΛΊΘΑ, ΈΝ ΑΛΊΘΑ, αυτό ένι αλήθεια, ένι αλήθεια,
ΤΊΣ ΈΝ ΠΑΛΚΆΡΣ, Τ\ΘΑ ΖΜΥΝΙΘΊ! τίς ένι παλληκάρης, κί θα λησμονηθεί!
να ζώ με εκείνους που δέν γεννήθηκαν, οι οποίοι κάποτε θα γεννηθούν! αυτό είναι αλήθεια, είναι αλήθεια, όποιος είναι γενναίος, δέν πρόκειται να ξεχασθεί!
ΤΑ ΣΤΉΧΗιΑ-Μ ΈΝ δέΝΔΡΑ ιΑςΎτσΚΑ, τα στίχϊα-μου ένι δέντρα |ιΑς|ούτσικα,
βΑΛΜέΝΑ ΑΝ δΑΦΤΎΜ ΤΥ ςέΡ. βαλμένα εν δε-αυτού-μου το χέρι.
ΤΑ ΣΤΉΧιΑ-Μ ΈΝ ΒΑΧΞΆ ΧΛιΥΡΎτσΚΥ, τα στίχια-μου ένι |ΒΑhЧΑ| χλωρούτσικο,
ΠΥΡΚΌ, ΝΔΑ ΣΌΝ τΗΡΌΣ, ΘΑ ΦέΡ. οπωρικό, εν τα σώνει καιρός, θα φέρει.
οι στίχοιμου είναι δέντρα νεαρά, φυτεμένα με το ίδιομου το χέρι. οι στίχοιμου είναι περιβόλι χλωρό, οπωρικό, όταν φτάσει ο καιρός, θα φέρει.
ΤΑ ΣΤΉΧιΑ-Μ ΈΝ ΤΥΚΌΜ ΠΛΥςΉιΑ, τα στίχια-μου ένι το δικό-μου πλουσεία,
Τ ΑΓΆΠ, ΤΥ ΘΆΡΥΣ-Μ ΈΝ ΑΤΆ. το αγάπη, το θάρρος-μου ένι αυτά.
ΚΗ ΧΆΛΙΣ ΤΆΤΑ ΑΝ ΜΚΡΥΛΊιΑ-Τ, και |hΑΛΙΣ| τάτα εν μικρουλία-του,
ΝΔΑ ΣΤΉΧιΑ-Μ ςέΡΥΜ δΙΝΑΤΆ. εν τα στίχια-μου χαίρομαι δυνατά.
οι στίχοιμου είναι ο δικόςμου ο πλούτος, η αγάπη, η ελπίδαμου είναι. και ολόιδια σάν πατέρας με τα μικρούλια (παιδιά)του, με τους στίχουςμου χαίρομαι έντονα.
ΧΤΑ ΤΌ-ΠΑ ΈΡΚΗΤ ΞΆΧ ΤΥ ΚΛΆΠΣΜΥ-Μ, εκ τα αυτό-πα έρχεται |ΞΑQ| το κλάψιμο-μου,
ΠΥΝΊ ΚΑΡδΊιΑ-Μ ΚΗ ΘΑΡΎ: πονεί καρδία-μου και θαρρώ:
ΓΟ ΈΝΑ ΜέΡΑ ΆΝ τΉ ΓΡΆΠΣΥ, εγώ ένα μέρα άν κί γράψω,
Τ<Ο> Τ ΜέΡΑ ΈΣΣΑ ΚΥΤΥΡΎ. αυτό το μέρα έζησα |ΚΟΙΤΥΡΥ|.
και γι’αυτό ακριβώς μου έρχεται ακόμη κ να κλαίω, πονά η καρδιάμου και θαρρώ (πως): εγώ μιά μέρα άν δέν γράψω, εκείνη τη μέρα έζησα άσκοπα.
25.IV.1971
βΆι ΜΑΝΊτΣΑ-Μ
βΆι, ΜΑΝΊτσΑ-Μ, ΤΥ ΧΥΡΣΎτσΚΥ-Μ, βάι, μανίτσα-μου, το χρυσούτσικο-μου,
ΧΡΌΝιΑ ΠέΡΑΣΑΝ ΠΥΛΆ, χρόνια πέρασαν πολλά,
ΑΧ ΤΑ τΉΣΗ, βΆι ΜΑΝΊτΣΑ-Μ, εκ τα κί είσαι, βάι μανίτσα-μου,
ΧΤΑ ΦτιΥΡΌΘΙΝ Τ ΜΑΧΑΛΆ. εκ τα ευχερώθη το |ΜΑhΑΛΑ|.
άχ, μανούλαμου, χρυσήμου, χρόνια πέρασαν πολλά, απο τότε που δέν υπάρχεις, άχ μανούλαμου, απο τότε που άδειασε ο τόπος. (ευχερώθη =άδειασε, όπως στα ποντιακά)
ΈΡΚΝΙ ΧΡΌΝιΑ ΚΗ ΠεΡΝΎΝΙ, έρχονται χρόνια και περνούνε,
ΝΑ ΤΑ ΣΤΊΚΣ ΤΑ τές ΞΑΡΆ, να τα στήκεις αυτά κί έχει |ΞΑΡΕ|,
Άιτσ ΑΣ Τ ΜΆΝΑ-Σ, βΆι ΜΑΝΊτσΑ-Μ, έτσι εις τη μάνα-σου, βάι μανίτσα-μου,
τΉ ΠΥΡΗ ΝΑ ιΆΝ Τ ΗΡΆ. κί μπορεί να γειάνει το |ιΑΡΑ|.
έρχονται χρόνια και περνούνε, να τα σταματήσεις δέν υπάρχει τρόπος, έτσι για τη μάνα-σου, άχ, μανούλαμου, δέν μπορεί να γειάνει η πληγή. (=με το πέρασμα του χρόνου δέν μπορεί να γειάνει η πληγή που έχει κανείς για τη μάνατου).
ΓΌ τΉ ΖΜΌΝΣΑ ΑΤΟ Τ ΝΊΧΤΑ, εγώ κί λησμόνησα αυτό το νύχτα,
(ΆΛιΑΧ ΚΎΞ ΝΑ ΤΥ ΝΥΝΊΣ-Σ) (|ΑΛΑΑQ| |ΚΥΞ| να το νουνίσεις)
ΝΔΑ ΣΗ ΦΉΛΑΓΑ, ΜΑΝΊτσΑ-Μ, εν τα σε φύλαγα, μανίτσα-μου,
ΣΗ ΑΧΤ δΛΊιΑ ΝΑ ΗΡΉΣ-Σ. σύ εκ τη δουλεία να γυρίσεις.
δέν την ξέχασα εκείνη τη νύχτα (άκρως δύσκολο να το αναλογιστείς), τότε που σε περίμενα, μανούλαμου, απο τη δουλειά να γυρίσεις.
ΑΝΔΑ ΧΤΊΠΣΑΝΙ ΤΑ ΠΌΡΤΙΣ, εν τα χτύπησανε τα πόρτες,
ΘΆΡΣΑ ΉΡΤΙΣ, ΤΥ ΠΑΛΚΆΡ-Μ, θάρρησα ήρθες, «το παλληκάρι-μου»,
ΠΉΓΑ ΉΝΚΣΑ, βΆι ΜΑΝΊτσΑ-Μ, πήγα άνοιξα, βάι μανίτσα-μου,
ΉΤΥΝ ΤΟ ΠΗΚΡΌ ΧΑΠΆΡ. ήτον το πικρό |hΑΒΑΡ|.
όταν χτύπησαν οι πόρτες, νόμισα πως ήρθες, «το παλληκάρι-μου», πήγα άνοιξα, άχ, μανούλαμου, ήταν η πικρή είδηση.
ΤΥ ΧΑΠΆΡ ΤΟ ΉΤΥΝ ΆΓΡΥ, το |hΑΒΑΡ| αυτό ήτον άγριο,
τΉΣΙ ΆΡΤΑ ΑΣ Ν ΔΥΝιΆ… κί είσαι |ΑΡΤΙQ| εις τον |ΔΥΝιΑ|…
ΑΣ ΤΙ ΜέΝΑ, βΆι ΜΑΝΊτσΑ-Μ, εις τ’ εμένα, βάι μανίτσα-μου,
ΑΧΤΡΑΜΉΣΤΙΝ Τ ^ΣΑΡΤΑΝΆ… |ΑQΤΑΡΜΑ|ίσθη το Σαρτανά.
η είδηση εκείνη ήταν άγρια, δέν είσαι πιά στον κόσμο… για μένα, άχ μανούλαμου, γκρεμίστηκε (όλο το χωριόμου) το Σαρτανά…
ςΜΌΣ ΠεΡΝΆ, ΠΆΛ ΈΡΚΗΤ ΆΝΙΚΣ, χειμών περνά, πάλι έρχεται άνοιξη,
ΠΆΛ ΧΛΙΥΡΉΖΝΙ ΤΑ δΕΝΔΡΆ, πάλι χλωρίζουνε τα δεντρά,
ΜΑ ΑΣ Τ ΜΆΝΑ-Σ, βΆι ΜΑΝΊτσΑ-Μ, μα εις τη μάνα-σου, βάι μανίτσα-μου,
τΉΠΥΡΗ ΝΑ ιΆΝ ΤΝ ΗΡΆ. κί μπορεί να γειάνει την |ιΑΡΑ|.
χειμώνας περνά, πάλι έρχεται άνοιξη, πάλι πρασινίζουνε τα δέντρα, αλλα για τη μάνασου, άχ μανούλαμου, δέν μπορεί να γιάνει η πληγή.
10.09.1971
ΤΥ ιΑΛΎ ΤΥ τΉΜΑ…
(ο καθηγητής ^Α. ^Α. ^ΒεΛετσΚΗΣ στην εισαγωγή αυτού του τόμου σημειώνει: ^ΛεΟΝΤΗι ^ΚΗΡ\ιΑΚΟβΣ Ές ΜΗΦΗΚΟ ΤΑΛεΝΤΟ – ΌΛΑ ΤΆ ΔΡΑΝΆ ΑΣ ΤΥ ΖΉΣΜΥ-Τ ΝΑ ΓΡΆΦΤ ΑΠΆΝΥ ΠΗΗΜΑΤΑ. ΜΑΛΗΣΤΑ ΤΑΤΑ-Τ ΤΥ ΠεΘΥΣ, ΠΎιΥ ΑΤΌΣΥ δΗΝΑΤΆ ΑΡΑΛΆιΣΗΝ ΠΗΗΤ<Η> Ν ΚΑΡδΉιΑ, δΌΚΗΝ ΑΤΌΝΑ ΝΎΝΖΜΥ, ΟΤ ΆΘΑΡΠΝΥ ΤΥ ΖΉΣΜΥ ΈΝ ΆΜΑ ιΑΛΎ τΉΜΑ, ΑΧ ΑΤΌ-ΠΑ ΑΤΌΣ ΈΓΡΑΠΣΗΝ ΠΉΗΜΑ, ΠΥ ΑΠέΣΥ ΛΈι: ο Λεόντιος Κυριάκοβ έχει μυθοπλαστικό ταλέντο: όλα αυτά τα οποία βλέπει στη ζωήτου, να γράφει γι’ αυτά ποιήματα. μάλιστα του πατέρατου ο θάνατος, ο οποίος τόσο δυνατά τραυμάτισε του ποιητή την καρδιά, έδωσε σ’ αυτόν τη σκέψη, οτι του ανθρώπου η ζωή είναι όμοια με θάλασσας κύμα, και απο αυτό αυτός έγραψε ποίημα, όπου μέσα λέει:
ΤΥ ιΑΛΎ ΤΥ τΉΜΑ ΚΡΎι ΣΤ ιΑΓΆ ΔΑΓΛΈΦΚΗΤ,
ΆΘΑΡΠΝΥ ΤΥ ΖΉΣΜΥ ΣΌΝ τΗΡΌΣ ΠΤΡΑΈΦΚΗΤ… εδώ να θυμίσω πως «μύθος» είναι η ουσία της ποίησης: είναι μιά ιστορία παραβολική, συχνά ένα κραυγαλέο ψέμα, που όμως αποσκοπεί να αποκαλύψει μιά μεγάλη αλήθεια)
ΤΥ ιΑΛΎ ΤΥ τΉΜΑ – του γειαλού το κύμα
ΚΡΎι ΣΤ ιΑΓΆ ΔΑΓΛΈΦΚΗΤ. κρούει στο |ιΑQΑ| |ΔΑΓΛΑ|εύεται.
ΆΘΑΡΠΝΥ ΤΥ ΖΉΣΜΥ ανθρωπινό το ζήσιμο
ΣΌΝ τΗΡΌΣ ΠΤΡΑΈΦΚΗΤ. σώνει καιρός |biter|εύεται.
του γειαλού το κύμα χτυπάει στην ακτή, σκορπίζεται, η ανθρώπινη ζωή, φτάνει καιρός: τελειώνει.
ΓΌ ΤΥ τΉΜΑ ΖΛΈβΥ εγώ το κύμα ζηλεύω,
ΚΗ ΧΑΉΛΣ ΓΟ ΉΜΝΙ, και |hΑίΙΛ|ης εγώ ήμουνε
ΝΑ ΠεΘΆΝΥ ΆΜΑ, να πεθάνω |ΑΜΜΑ|
ΝΑ ΝΙΣΤΎ ΓΟ τΉΜΑ. να γινιστώ εγώ κύμα.
εγώ το κύμα ζηλεύω, και σύμφωνος εγώ (θα) ήμουν να πεθάνω μέν αλλα να γίνω εγώ κύμα.
ΚΗ τΗΡΌΣ ΝΔΑ ΈΡΚΗΤ, και καιρός εν τα έρχεται,
ΣΤ ΆΚΡΑ Σ ΠΛΈΠΣ ΤΥ τΉΜΑ, στη άκρα άς πλεύσει το κύμα
Σ ΔΌΚ ΣΤ ιΑΓΆ ΖΥΡΛΊδΚΑ, ας |ΔΟΙC|ει στο |ιΑQΑ| |ΖΟΡΛΙ|δικα,
Σ ΔΑΓΛΙΦΤΎ, ΜΊ ΉΜΙ. ας |ΔΑΓΛΑ|ευθώ, μή είμαι.
και καιρός όταν έρθει, στην άκρη (της θάλασσας) άς πλεύσει το κύμα, άς χτυπήσει στην ακτή βίαια, άς σκορπιστώ, (να) μήν είμαι.
ΜΑ Τ\ΘΑ ΠΤΈΠΣ ΤΥ ΖΉΣΜΥ, μα κί θα |ΒίΤ|εύσει το ζήσιμο,
ΤΟ Τ\ΘΑ ΠΤΈΠΣ ΚΑΜΉιΑ, αυτό κί θα |ΒίΤ|εύσει καμία,
ΠΆΛ ΘΑ ΦΣΆ ΑΈΡΑ, πάλι θα φυσά αέρα,
ΠΆΛ ΘΑ τέΤ ΦΟΤΊιΑ. πάλι θα καίεται φωτία.
μα δέν θα τελειώσει η ζωή, αυτή δέν θα τελειώσει ποτέ, πάλι θα φυσά αέρας, πάλι θα καίει φωτιά.
ΠΆΛ ΘΑ ΚΥΝΑΝΊςΚΗΤ πάλι θα κουνανίσκεται
ΣΤΥ ιΑΛΌ ΤΥ τΉΜΑ… στο γειαλό το κύμα…
ΈΝΑ τΗΜΑΤΊτσΑ ένα κυματίτσα
ΘέΛΟ ΓΌ ΝΑ ΉΜΝΙ! θέλω εγώ να ήμουνε!
πάλι θα λικνίζεται στο γειαλό το κύμα… ένα κυματάκι θέλω (=θα ήθελα) εγώ να ήμουν!
(=θα ήμουν σύμφωνος να πεθάνω και να γίνω κύμα σκεπτόμενος οτι το κύμα θα διαλυθεί στην ακτή μέν, αλλα το κύμα φαινομενικά μόνο διαλύεται, ουσιαστικά το κύμα υπάρχει πάντα όσο υπάρχει η θάλασσα. θα ήθελα λοιπόν, άν είναι δυνατόν, κύμα να γίνω).
ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ 20.09.1971
ΚΝΙΚΥΝΆΝΖΜΥ ΤΡΑΓΥδΊτσ
ΤΟ ΜΥΡΦΎτσΚΥ-Μ, ΣΌΠΑ, Τ\ΜΉΤ\, το ομορφούτσικο-μου, σώπα, κοιμήθητι,
ΤΟ ΧΥΡΣΎτσΚΥ-Μ, ΣΌΠΑ, Τ\ΜΉΤ\ ... το χρυσούτσικο-μου σώπα, κοιμήθητι,
ΝΆΝΙ-ΝΆΝΙ, ΝΆΝΙ-ΝΆ. νάνι νάνι, νάνι νά.
το ομορφούτσικομου, σώπα, κοιμήσου, το χρυσούτσικομου, σώπα, κοιμήσου, νάνι νάνι, νάνι νά.
βΆι ΤΥΚΌΜ ΤΥ ΧΑΡΔΑςΉτσ, βάι, το δικό-μου το |QΑΡΔΑς|ίτσι,
ΉΣΗ ΣΉ ΤΥΚΌΜ ΤΟ ΠΛΊτσ. είσαι σύ το δικό-μου το πουλίτσι.
ΝΆΝΙ-ΝΆΝΙ, ΝΆΝΙ-ΝΆ. νάνι νάνι, νάνι νά.
άχ, το δικόμου το αδερφάκι, είσαι σύ το δικόμου το πουλάκι. νάνι νάνι, νάνι νά.
ΆΡΤΑΧ βΡΆδΝΙΝ, ΝΊΧΤΑ ΣΌΝ, |ΑΡΤΙQ| βράδυνε, νύχτα σώνει,
ΆΡΤΑΧ ΣΌΠΑΣΗΝ Τ ΑιδΌΝ. |ΑΡΤΙQ| σώπασε το αηδόνι.
ΝΆΝΙ-ΝΆΝΙ, ΝΆΝΙ-ΝΆ. νάνι νάνι, νάνι νά.
ήδη βράδιασε, η νύχτα φτάνει, ήδη σώπασε το αηδόνι. νάνι νάνι, νάνι νά.
ΆΣΤΡΗΣ ΚΡέΜΝΙ ΧΑΜΗΛΆ, άστρες κρέμονται χαμηλά,
ΤΊΝΞΚΑ Τ\ΜΆΤΙ Τ ΜΑΧΑΛΆ. |ΤΙΝΞ|ικα κοιμάται το |ΜΑhΑΛΑ|.
ΝΆΝΙ-ΝΆΝΙ, ΝΆΝΙ-ΝΆ. νάνι νάνι, νάνι νά.
τα άστρα κρέμονται χαμηλά, ήσυχα κοιμάται η γειτονιά. νάνι νάνι, νάνι νά.
ΧΡΆςΚΗΤ ΣΉ-ΠΑ ΝΑ Τ\ΜΗΘΊΣ, χρειάσκεται σύ-πα να κοιμηθείς,
ΚΑΛΌ ΌΡΗΜΑ ΝΑ δΊΣ. καλό όρημα να δείς.
ΝΆΝΙ-ΝΆΝΙ, ΝΆΝΙ-ΝΆ. νάνι νάνι, νάνι νά.
πρέπει και σύ να κοιμηθείς, καλό όνειρο να δείς. νάνι νάνι, νάνι νά.
ΚΗ Ν ΤΑ Τ\ΜΆΣΗ, ΘΑ Σε δΎ, και εν τά κοιμάσαι, θα σε δώ,
ΤΌΤΙΣ ΓΌ-ΠΑ ΘΑ Τ\ΜΗΘΎ… τότες εγώ-πα θα κοιμηθώ…
ΝΆΝΙ-ΝΆΝΙ, ΝΆΝΙ-ΝΆ… νάνι νάνι, νάνι νά.
και όταν κοιμηθείς, θα σε δώ, τότε και εγώ θα κοιμηθώ… νάνι νάνι, νάνι νά.
ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ) 05.10.1971
(αυτό καθώς φαίνεται δέν είναι δημιούργημα του Λ. Κυριάκοβ, είναι νανούρισμα που λέγανε στο χωριότου τα μεγαλύτερα αδέρφια, και ο ποιητής το κατέγραψε όπως πολλά ακόμη δημοτικά τραγούδια του τόπουτου).
ΠεΤΎΝΙ ςΥΝΊΞΑ
ΠεΤΎΝΙ ςΥΝΊΞΑ, πετούνε χιονίτσια,
ΠεΤΎΝΙ ςΥΝΊΞΑ πετούνε χιονίτσια,
ΚΗ ΣΆΧΚΑ ΠΗΛΊΓΝΙ ΑΚΆΤΥ. και |ΣΑΑγ|ικα απολύουνε εκάτω.
ΘΑΡΉΣ, ΠΑΜΒΑτΉΞΑ, θαρρείς, μπαμπακίτσια,
ΘΑΡΉΣ, ΠΑΜΒΑτΉΞΑ θαρρείς, μπαμπακίτσια,
ςΜΌΣ ΈΣΤΡΥΣΗΝ ΧΛΊτσΚΑ ΤΥΝ ΠΆΤΥ. χειμώνας έστρωσε χλίουτσικα τον πάτο.
πετούνε (χιονάκια=) νιφάδες, πετούνε νιφάδες, και ωραία πέφτουνε κάτω. θαρρείς βαμβακάκια (=κομματάκια βαμβάκι), θαρρείς βαμβακάκια ο χειμώνας έστρωσε ζεστούτσικα (σ)την γή. (όπως έστρωναν στα σπίτιατους χαλιά για να είναι ζεστότερα)
ΤΥ ΌΡΥΣ-ΠΑ ΤΜΆΣΤΙΝ, το όρος-πα ετοιμάσθη,
ΤΥ ΌΡΥΣ-ΠΑ ΤΜΆΣΤΙΝ, το όρος-πα ετοιμάσθη,
ΚΗ ΦΌΡΣΗΝΙ ΡΎΧΑ ΧΤΑ ςΌΝιΑ. και φόρεσεν-ε ρούχα εκ τα χιόνια.
ΤΑ ΣΠΉΤιΑ ςΞΥΠΆΧΤΑΝ, τα σπίτια σκεπάσθησαν,
ΤΑ ΣΠΉΤιΑ ςΞΥΠΆΧΤΑΝ τα σπίτια σκεπάσθησαν,
ΘΑΡΉΣ-ΚΗ, ΝΔΑ ΣΠΡΎτσΚΑ ΤΑ ΖΔΌΝιΑ. θαρρείς-και, εν τα ασπρούτσικα τα σεντόνια.
και το βουνό ετοιμάσθηκε, και το βουνό ετοιμάσθηκε, και φόρεσε ρούχα (αποτελούμενα) απο χιόνια. τα σπίτια σκεπάσθηκαν, τα σπίτια σκεπάσθηκαν θαρρείς με άσπρα σεντόνια.
ΓΟ ΠΆΓΥ ΚΗ ςέΡΥΜ, εγώ υπάγω και χαίρομαι,
ΚΗ ΚΆΜΥ ΝΔΑ ςέΡΑ-Μ και κάμω εν τα χέρια-μου
ΤΙΜΉΖΚΑ ΤΥΠΉΞΑ ΧΤΑ ςΌΝιΑ: |ΤΕΜίΖ|ικα |ΤΟΠ|ίτσια εκ τα χιόνια:
- ΕΛΆΤΕ, ΠεδΊΞΑ, ελάτε, παιδίτσια,
ΆΣ ΠέΚΣΥΜ ςΥΝΊΞΑ, ας παίξουμε χιονίτσια,
Σ ΑΝΓΚέΠΣΥ ΤΑ ιΆςΚΑ-Μ ΤΑ ΧΡΌΝιΑ! ας |Αγγ|εύσω τα |ιΑς|ικα-μου τα χρόνια!
πηγαίνοντας χαίρομαι και φτιάχνω με τα χέριαμου καθαρές μπαλίτσες απο χιόνια: ελάτε, παιδάκια, να παίξουμε χιονάκια, να θυμηθώ τα νεανικάμου τα χρόνια!
01.12.1971 σελίδα59
Л.КИРЬЯКОВА του Λ. Κυριάκοβ
АРОМАТА αρώματα
О, аромата галтея, ώ, αρώματα γλυκέα,
Кумбута ки эм варея! κομπωτά και |hΕΜ| βαρέα!
άχ, αρώματα γλυκά, απατηλά καθώς και βαριά!
Пос пихта ста мена клотъыт, πώς πηχτά στα μένα κλώθετε,
Го гныфу - сис арта млотъыт? εγώ εκνηφώ – σείς |ΑΡΤΙQ| μουλώθητε;
γιατί συχνά σε μένα επανέρχεσθε, εγώ ξυπνώ – εσείς ήδη εξαφανιστήκατε; (=και πώς μόλις ξυπνώ αμέσως εξαφανίζεσθε;)
Кумбуто хара тэк ферит, κομπωτό χαρά |ΤΕΚ| φέρετε,
Ато т' ора чалка перит... αυτό το ώρα |ΞΑΛ|ικα επαίρετε…
απατηλή χαρά μόνο φέρνετε, εκείνη την ώρα γρήγορα την παίρνετε…
Ки захла ти дъуйты мена, και διαλυά κί δόετε μένα,
'Н пши-м згалыт ту пунымену. την ψυχή-μου σγαλείτε το πονεμένο.
και εξήγηση (απάντηση) δέν δίνετε σε μένα, την ψυχήμου σκαλίζετε την πονεμένη.
О, аромата галтея, ώ, αρώματα γλυκέα,
Лэгу сас - илат арея... λέγω-σας: ελάτε αραία…
ώ, αρώματα γλυκά, σας λέω: να έρχεστε σπάνια. (=δέν θέλω να έρχεσθε τόσο συχνά).
15.XII.1971
ΑΡΌΜΑΤΑ
βΆι, ΑΡΌΜΑΤΑ ΓΑΛτέιΑ, ώ, αρώματα γλυκέα,
ΚΥΜΒΥΤΆ ΚΗ ΈΜ βΑΡέιΑ! κομπωτά και |hΕΜ| βαρέα!
άχ, αρώματα γλυκά, απατηλά καθώς και βαριά!
ΠΌΣ ΠΗΧΤΆ ΣΤΑ ΜέΝΑ ΚΛΌΘΗΤ, πώς πηχτά στα μένα κλώθετε,
ΓΌ ΓΝΙΦΎ – ΣΉΣ ΆΡΤΑ ΜΛΌΘΗΤ? εγώ εκνηφώ – σείς |ΑΡΤΙQ| μουλώθητε;
γιατί συχνά σε μένα επανέρχεσθε, εγώ ξυπνώ – εσείς ήδη εξαφανιστήκατε; (=και πώς μόλις ξυπνώ αμέσως εξαφανίζεσθε;)
ΚΥΜΒΥΤΌ ΧΑΡΆ ΤΈΚ ΦέΡΗΤ, κομπωτό χαρά |ΤΕΚ| φέρετε,
ΑΤΌ Τ ΌΡΑ ΞΆΛΚΑ ΠέΡΗΤ… αυτό το ώρα |ΞΑΛ|ικα επαίρετε…
απατηλή χαρά μόνο φέρνετε, εκείνη την ώρα γρήγορα την παίρνετε…
ΚΗ ΖΑΧΛΆ τΉ δΥιΤ ΣΗΣ, ΜέΝΑ, και διαλυά κί δόετε σείς μένα,
Ν ΠςΉ-Μ ΖΓΑΛΙΤ ΤΥ ΠΥΝΙΜέΝΥ. την ψυχή-μου σγαλείτε το πονεμένο.
και εξήγηση (απάντηση) δέν δίνετε εσείς σε μένα, την ψυχήμου σκαλίζετε την πονεμένη.
βΆι, ΑΡΌΜΑΤΑ ΓΑΛΤέιΑ, ώ, αρώματα γλυκέα,
ΛΈΓΥ ΣΑΣ – ΗΛΆΤ ΑΡέιΑ… λέγω-σας: ελάτε αραία…
ώ, αρώματα γλυκά, σας λέω: να έρχεστε σπάνια. (=δέν θέλω να έρχεσθε τόσο συχνά).
ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ 15.12.1971, 12 ΌΡΗΣ ΝΊΧΤΑ… γραμμένο στο χωριό Σαρτανά 15.12.1971, δώδεκα η ώρα τη νύχτα.
Τ ΑδΡέΦιΑ-Μ ΣΑΡΤΑΝ\ΌΤΣ…
ΣΑΣ, ΤΙΝΑ ΣΚΥΤΌΘΗΤ ΣΤΥ ΜεΓΆΛΟ ΠΌΛΕΜΟ ΑΣ ΤΑ 1941 – 1945 ΤΑ ΧΡΌΝιΑ – ΧΑΡΉΖΥ-ΤΟ. σε σάς, που σκοτωθήκατε στο μεγάλο πόλεμο στα 1941 – 1945 τα χρόνια, το χαρίζω.
ΝΔΑ ΈΣΥΣΗΝ ΌΡΑ, ΣΉΣ ΣΚΌΘΗΤ ΑΠΆΝΥ, εν τά έσωσεν ώρα, σείς σηκώθητε επάνω,
ΑΝ ΌΛΥ ΤΥΝ ΚΌΖΜΥ ΣΗΣ ΖΜΉΧΤΙΤ ΣΑΑΤΝΆ. εν όλο τον κόσμο σείς σμίχθητε |sa’atına|.
ΧΥΛΔΆιΣΗΤ ΚΗ ΠΚΆΝΣΗΤ ΤΥ ΆΤΧΥ ΔΥςΜΆΝΥ, |QOLDA|ησετε και κοπάνισετε τον άτεγγο |DYSMAN|ο
Ν ^ΠΑΤΡΉδΑ ΝΑ ΖΉ ΚΗ ΝΑ ΖΉ Τ ^ΣΑΡΤΑΝΆ! την Πατρίδα να ζεί και να ζεί το Σαρτανά!
όταν έφτασε η ώρα, εσείς σηκωθήκατε πάνω, με όλον τον κόσμο εσείς σμίξατε την ίδια ώρα. επιτεθήκατε και χτυπήσατε τον ανήλεο εχθρό, η Πατρίδα για να ζεί και να ζεί το (χωριό) Σαρτανά!
ΠΚΑΝΖΜΌ ΉΤΥΝ ΜέΓΑ – ΦΛΑΚΆΡΖΗΝ ΦΥΤΊιΑ κοπανισμό ήτον μέγα – φλοκάριζεν φωτία
ΚΗ δΆΚΡΥ ΚΗ έΜΑ ΚΥΝΌΘΗΝ ΠΥΛΆ. και δάκρυ και αίμα κονώθη πολλά (το «πολλά» αυτό είναι επίρρημα)
ΣΚΥΤΌΘΗΤΙ ςΛιΆδΗΣ ΦΛιΥΡΉΤΚΑ ΠεδΉιΑ… σκοτώθητε χιλιάδες φλωρίτικα παιδία…
ΧΑΡΣΎ-ΣΑΣ ΤΥ ΦτιΆΛ-Μ ΓΟ ΑΛΓΎ ΧΑΜΗΛΆ.|QΑΡςΙ|σας το κεφάλι-μου λυγώ χαμηλά.
η σύγκρουση ήταν μεγάλη - φλοκάριζε (=έκαιγε έντονα με μεγάλες φλόγες) η φωτιά, και δάκρυ και αίμα χύθηκε πολύ. σκοτωθήκατε χιλιάδες χρυσά παιδιά… απέναντισας το κεφάλιμου σκύβω χαμηλά.
ΑΣ ΈΝ ΚΗ τΗΡΌΣ-ΠΑ ΠΥΛΆ ΠεΡΑΖΜέΝΥ, ας ένι και καιρός-πα πολλά περασμένο,
ΣΑΣ ΠΆΝΔΑ-ΠΑ ΦΛΆΓΝΙ ΝΑ ΈΡΤΙΤ ΑΣ ΣΠΉΤ. σάς πάντα-πα φυλάγουνε να έρθετε εις σπίτι.
ΤΑΚΆΣΑΣ Τ ΟΝΌΜΑΤΑ τέΝ ΖΜΥΝΙΜέΝΑ, τα δικά-σας τα ονόματα κί ένι λησμονημένα,
ΣΉΣ Τ\ΘΑ ΖΜΥΝΙςΚΆΣΗτσ, ΣΗΣ ΠΆΝΔΑ ΘΑ ΖΉΤ!... σείς κί θα λησμονισκάσθε, σείς πάντα θα ζείτε!
άς είναι και καιρός πολύ περασμένος, εσάς πάντα σας περιμένουνε να έρθετε στο σπίτι. τα δικάσας τα ονόματα δέν είναι ξεχασμένα, εσείς δέν θα ξεχασθείτε, εσείς πάντα θα ζείτε!...
ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ 20.12.1971 σελίδα61
ΠέΤΑΛΥ
ΠέΣ ΤΥ ΧΌΜΑ ΔΌΚΑ ΠΆΝΥ-Σ, απ’έσω το χώμα |ΔΟΙC|α πάνω-σου,
ΑΣ ΤΥ ςέΡ-Μ ΓΟ ΠΉΡΑ ΣέΝΑ… εις το χέρι-μου εγώ πήρα σένα…
ΠΌΣ Με ΈβΑΛΙΣ ΣΤΥ ΝΎΝΖΜΥ, πώς με έβαλες στο νούνισμο, (το κοινώς λεγόμενο «με έβαλε σε σκέψεις» =με παρακίνησε / με ανάγκασε να αναρωτιέμαι)
Ό, ΣΗ ΠέΤΑΛΥ ιΥΜέΝΥ? ώ, σύ πέταλο ιωμένο; (υποθέτω απο το αρχαίο ιός του χαλκού, ιός του σιδήρου κ.α. μετάλλων= η σκουριά)
μές το χώμα (ήσουν και) χτύπησα πάνωσου, στο χέριμου σε πήρα… πώς με έβαλες σε σκέψη, ώ, εσύ πέταλο σκουριασμένο!
ΠΎ ΑΛΓΆδΣ ΈΝ ΤΙΝΑ ΠΡΆΤΖΗΣ? πού αλογάς ένι τίνα περιπάτιζες;
ΠΎ ΚΡΗΜΉιΝ ΧΤΑ ΣέΝΑ ΚΆΤΥ? πού γκρεμίη εκ τα σένα κάτω;
ΠΡέΠΝΑ, ΚΣέΡ-ΤΥ ΜΌΝΥ ΦέΝΓΚΥΣ, πρέπει να, ξέρει-το μόνο φέγγος, (αυτός ο στίχος και οι επόμενοι δύο είναι στερεότυπες εκφράσεις στη Ρωμαίικη, αντίστοιχες της κοινής «(μόνο) ένας Θεός το ξέρει»)
ΠΡέΠΝΑ, ΚΣέΡ-ΤΥ ΜΌΝΥ ΠΆΤΥΣ. πρέπει να, ξέρει-το μόνο πάτος.
πού ο καβαλλάρης είναι τον οποίο μετέφερες; πού έπεσε απο εσένα κάτω; (=το πέταλο συνεκδοχικά σημαίνει το άλογο, άρα «απο σένα κάτω» =απο το άλογο κάτω. βέβαια, αφού έπεσε και πέθανε, μπήκε κάτω απο τη γή, άρα πιό κάτω απο το πέταλο) πρέπει να το ξέρει μόνο το φεγγάρι, πρέπει να το ξέρει μόνο η γή.
ΠΡέΠΝΑ, ΚΣέΡ-ΤΥ ΜΌΝΥ ΉΛιΥΣ – πρέπει να, ξέρει-το μόνο ήλιος,
τέ ΤΟ ΣΌΛΣ-ΠΑ ΑΝ Τ ΑΘΈΡΑ, καίει αυτό εις όλους-πα εν τω αιθέρα, (δίνει καύση σε όλους με καύσιμο τον αιθέρα. το κάθε τί καταλήγει σε φθορά, η οποία θεωρείται πως είναι καύση απο τον ήλιο με καύσιμο τον αιθέρα, όπως οι παλαιοί θυσίαζαν ζώα καίγονταςτα με καύσιμο ξύλα. αυτή η αντίληψη βρίσκεται και στο ινδικό έπος ΡΑΑΜΑΑιΑΝΑ, όπου η υπέρτατη Θεότητα με τη μορφή του ήλιου αποκαλείται βΑΣυΑΑΝ= φαεινός και ΣΑΡυΑβΑΞΑχ =παμφάγος)
ΠΡέΠΝΑ, ΈΚΑΜΗΝ-ΔΥΝ ΠΎΧΝΑ, πρέπει να, έκαμε-τον πύκνα,
ΔΑΓΗΤΡΆιΣΗΝ-ΔΥΝ Τ ΑΈΡΑ. |ΔΑγΙΤ_ΙΡ|άησε-τον το αέρα. (|ΔΑγ|= σκορπίζεται, |ΔΑγΙΤ|= κάνει κάτι να σκορπισθεί, -ΙΡ =το τουρκ. πρόσφυμα του «ευρέως χρόνου»)
πρέπει να το ξέρει μόνο ο ήλιος -καίει αυτός τους πάντες με αιθέρα- πρέπει να τον έκανε σκόνη, (και έπειτα) τον σκόρπισε ο αέρας.
ΤΊΝΑ ΠΡΆΤΖΗΣ, ΤΌΣ ΖΜΥΝΊΘΗΝ, τίνα περιπάτιζες, αυτός λησμονήθη,
ΣΉ, τΉ ΧΆΘΙΣ, ΠΎ τιΆΝ ΉΣΝΙ… σύ, κί χάθης, όπου και αν ήσουνε…
…Άιτσ ΚΗ ΓΌ-ΠΑ Σ ΖΜΥΝΙςΚΎΜΗ, …έτσι και εγώ-πα ας λησμονισκούμαι,
ΤΈΚ ΤΑ ΣΤΉΧιΑ-Μ ΠΆΝΔΑ Σ ΖΉΣΝΙ! |ΤΕΚ| τα στίχια-μου πάντα άς ζήσουνε!
εκείνον που μετέφερες - αυτός λησμονήθηκε, εσύ δέν χάθηκες, όπου κι άν ήσουν… έτσι και εγώ ας ξεχασθώ, μόνο (=όμως) οι στίχοιμου για πάντα άς ζήσουν!
01.05.1972
ΜεΛΗΤΟΠΌΛ\ΣΚΗ ΒΑΛΛΆΔΑ Μελητοπολίτικη (της Μελητόπολης) μπαλάντα
ΡΟΤΆΣ-Με ΣΉ, ΚΑΛΌ ΠεδΊ, ρωτάς-με σύ, καλό παιδί,
ΠΎ ΈΝ, ΤΊ ΉΝΔΥΝ ΤΆΤΑ-Σ?... πού ένι, τί εγένετο τάτα-σου;
ΚΑΛΆ ΓΟ ΈΧΥ-ΤΥΝ ΑΚΉ – καλά εγώ έδχω-τον ακοή -
ΑΤΌΝΑ ΚΗ ΤΑ ΣΤΡΆΤΙΣ. αυτόνα και τα στράτες.
με ρωτάς εσύ, καλό παιδί, πού είναι, τί έγινε ο πατέραςσου; καλά εγώ τον έχω ακουστά αυτόν και τους δρόμους(του). (=απο ό,τι ακούω, είναι καλά αυτός, και σε καλούς δρόμους πορεύεται).
ΖέΡ Ές ΞΑΡΆ ΝΑ ΖΜΟΝΙΘΉ, |ΖΑΡ| έχει |ΞΑΡΕ| να λησμονηθεί
ΠΑΛΊΚΑΡΥΣ-ΓβΑΡΔέετσΣ, παλλήκαρος Γβαρντέγιετς, (τυπογραφικό λάθος, το όνομα έπρεπε να γραφεί με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα)
ΑΝ ΤΊΝΑ ΣΤΡΆΤΙΣ ΔΥΓΚΥςΉ εν τίνα στράτες |ΔΟΙCΥς|ίου
ΜΊΣ ΠέΡΑΣΑΜ βΑΡέιΑ. ημείς πέρασαμε βαρέα.
μήπως υπάρχει τρόπος (=είναι δυνατόν; ρητορική ερώτηση) να λησμονηθεί ο παλλήκαρος ο Γβαρντέγιετς, με τον οποίο τις στράτες του πολέμου εμείς περάσαμε τις τόσο δύσκολες!
ΑΝ ΤΊΝΑ Τ ΧΌΡΑ ΚΑΡδΑΚΌ, εν τίνα τη χώρα καρδιακό,
ΤΥ ΚΑΡδΑΚΌ ^ΠΑΤΡΉδΑ, το καρδιακό Πατρίδα,
ΜΊΣ ΧΟΡΑΛΆιΖΑΜ ΝΔΥ ΠΚΑΝΖΜΌ ημείς |QΟΥΡΑΛΑ|ιζαμε εν τω κοπανισμό (ΧΟΡΑΛΆιΖΑΜ με Ο είναι υπερδιόρθωση)
ΑΧ ΤΑ ΦΑςΉΣΤΣΚΗ ΦΉδΑ. εκ τα |фашистски| φίδια.
με τον οποίο το χωριό που έχουμε στην καρδιάμας, (χώρα στη Ρωμαίικη σημαίνει χωριό. Εδώ συνεκδοχικά μπορεί να νοηθεί ώς «χώρα» όλη η χώρα όπως λέμε εμείς τη λέξη) την ιδιαίτερήμας πατρίδα, εμείς σώζαμε (=αγωνιζόμασταν να σώσουμε) με σκληρή μάχη απο τα φασιστικά φίδια.
ΣΤΥΝ ΉΠΝΥ-Μ ΓΌ ΠΗΧΤΆ, ΠεδΉ, στον ύπνο-μου εγώ πηχτά, παιδί,
ΔΡΑΝΎ ΤΟ Τ ΚΑΝΑΤΊιΑ <ΝΑΚΑΤΊιΑ>, ανατρανώ αυτό το ανακατία
ΤΟ ΉΤΥΝΙ ΣΤΥΡΥτεΡΉ, τό ήτονε υστεροκαιρίου,
ΑΣ ΤΑ ^ΣΑΡΆΝΔΑ ΤΡΉιΑ… εις τα Σαράντα Τρία…
στον ύπνομου εγώ συχνά, νεαρέ, βλέπω εκείνο το ταραχώδες επεισόδιο, το οποίο ήτανε κάπως όψιμο (σε σχέση με τα πρώτα χρόνια του πολέμου), (συνέβη) στα σαράντα τρία (1943).
…ΠΟΤΆΜ ΑτΉ. ΤΟ Ρέ ΚΗ ΠΆι, …ποτάμι εκεί. αυτό ρέει και πάει,
ΠέΣ-ΤΑ ΒΑΧΞΆιδΑ ΠΛΈΧΚΗΤ απ’έσω τα |ΒΑhΞΕ|δια πλεύεται
ΚΗ βΓέΝ ΣΤΑ ΞΌΛιΑ, ΣΤΥ ΤΥΓΆι, και βγαίνει στα |ΞΟΙΛ|ια, στο |ΤΥγΑι|,
ΜΟΛΌΞΝΑιΑ ΤΟ ΛΈΓΚΗΤ <ΛΈΓΗΤ>. |молочная| αυτό λέγεται.
(υπάρχει ένα) ποτάμι εκεί. αυτό ρέει και πάει, ανάμεσα στους μπαξέδες κυλά και βγαίνει στις ακατοίκητες εξοχές, στο λειβάδι, Μολόчναγια αυτό λέγεται. (απο όσο γνωρίζω, το όνομα Μολόчναγια προέρχεται απο την ουκρανική λ. για το γάλα, παρομοιαζόμενα τα νερά του ποταμού με γάλα).
ΚΑΜΉιΑ, ΒέΛτΗΜ, ΘΑ βΡεΘΉΣ καμία, |ΒΕΛΚί|, θα βρεθείς
ΑτΉ, Σ ΑΤΌ ΤΥΝ ΤΌΠΥ, εκεί, σ’ αυτό τον τόπο,
ΠΥ ΠιΆΣΤΑΜ, ΔΡΆΧΤΑΜ ΑΝ ΦΑςΉΣΤΣ, όπου πιάσθημε, αδράχθημε εν |FASCIST|ες
ΧΑΡςΎ ΣΤΥ ΜεΛΗΤΌΠΟΛ\. |QΑΡςΙ| στο |Мелитополь|
κάποια φορά, ίσως, θα βρεθείς εκεί, σ’ αυτόν τον τόπο, όπου πιαστήκαμε, συμπλακήκαμε με φασίστες, αντίκρυ στη Μελητόπολη.
ΘΑ δΉΣ ΜΥΡΦΉιΑΣ ΤΌΠΣ ΑτΉ, θα δείς ομορφίας τόπους εκεί,
ΠΛΑΤΈιΑ ΞΌΛιΑ, ΉΣΑ. πλατέα |ΞΟΙΛ|ια, ίσα.
ΣΤ ΑβΛΆΧ ΚΑΤΛΊΓΥ, ΧΤΥ ΠΥΤΆΜ, στο |ΑβΛΑQ| κάτι λίγο εκ το ποτάμι
ΠΣΗΛΌ ΥΒΆ ΘΑ δΊΣ ΣΗ. ψηλό |ΟΒΑ| θα δείς σύ.
θα δείς ομορφιάς τόπους εκεί, πλατειές εξοχές, επίπεδες. σε απόσταση κάτι λίγο απ’ το ποτάμι (=λίγο πιό μακριά απ’ το ποτάμι) ψηλό λόφο θα δείς εσύ.
δΌ ΉΧΑΝ <ΗΧΑΜ> ΌΡΖΜΥ Χ ΚΟΜΑΝΔΉΡΣ, εδώ είχαμε όρισμο εκ |командир|οις commander
ΑΤΌ Τ ΥΒΆ ΝΑ ΠέΡΥΜ, αυτό το |ΟΒΑ| να παίρουμε,
ΤΑΚΆΜΑΣ ΌΣ ΝΑ ΈΡΤΝΙ, ΜΊΣ τα δικά-μας ώς να έρθουνε, ημείς
ΑτΉ ΝΑ ΒΗΚΗΤΡέβΥΜ. εκεί να |ΒΕΚίΤ_ίΡ|εύουμε.
εδώ είχαμε διαταγές απο τους αξιωματικούς(μας) αυτό το λόφο να πάρουμε (=να καταλάβουμε), οι δικοίμας ώσπου να έρθουνε, εμείς εκεί να φυλάμε σκοπιά.
βΑΡέιΑ ΓΌΝΓΚΑΝΙΝ ΣΤ ΑβΛΆΧ βαρέα γόγγανεν εις το |ΑβΛΑQ|
ΑΡΑΛΑιΜέΝΥ ΠΆΤΥΣ. |ιΑΡΑΛΑ|ημένο πάτος.
ΤΑ ΠΎΛΗΣ ςΎΡΖΑΝ, ιΆΝ Τ ΠΥΡΞΆΧ, τα |пуля|ες σύριζαν, οία άν το |ΠΟΥΡΞΑQ| (|ΠΟΥΡΞΑΧ|=χαλάζι, σε άλλες τουρκ. γλώσσες =|ΔΟΛΙ|)
ΚΗ ΣΠΆΝΙςΚΑΝ ΓΡΑΝΆΤΙΣ. και σπάνισκαν γρανάτες.
βαριά βογκούσε σε μεγάλη απόσταση (=το βογκητότης ακουγόταν ώς μακριά) τραυματισμένη η γή. οι σφαίρες σφύριζαν, σάν χαλάζι, και έσκαζαν χειροβομβίδες.
ΖέΡ ΧΡΆςΚΗΝΔΥΝ ΑΤΌ ΤΥ ΣΆΤ |ΖΑΡ| χρειάσκετο αυτό το |ΣΑ’ΑΤ|
ΤΥ ΠΥΛεΜέΤ δΗΚςΌ-ΜΑΣ, το |пулемет| δεξιό-μας
ΝΑ ΧΆΣ ΤΥΝ ΚΌΖΜΥ-Τ ΧΤΥ ΣΝΑΡιΆΔ να χάσει τον κόσμο-του εκ το |снаряд|
ΚΗ ΝΑ ΦΣΑΛΊΣ ΤΥ ΣΤΌΜΑ-Τ.
δηλαδή έπρεπε εκείνη την ώρα το πολυβόλο το δεξιόμας να χάσει τους ανθρώπουςτου (=αυτούς που το επάνδρωναν, τους χειριστέςτου) απο μιά οβίδα και να κλείσει το στόματου;! (ρητορική ερώτηση: ήταν ανάγκη να γίνει αυτό; =δέν έπρεπε, ήταν φοβερή κακοτυχία)
ΔΥςΜΆΝ, ΤΙΣ ΉΤΑΝΙ ΖΛΙΓΜέΝ |ΔΥςΜΑΝ|οι, τίνες ήτανε ζουληγμένοι (ήτον =ενικός, ήταν =πληθυντικός στη Ρωμαίικη)
ΑΚΆΤΥ, ΠΆΣ ΤΥΝ ΠΆΤΥ, εκάτω, πάνω στον πάτο,
ΠΆΛ ΖΔΆΝΣΑΝ. ςΎΡΚΣΑΝ ιΑΝΓΚΗΔΈΝ πάλι ζωντάνησαν. σύριξαν |ιΕγγίΔΕΝ|
ΤΑ ΠΎΛΗΣ, ΤΑ ΓΡΑΝΆΤΙΣ. τα |пуля|ες, τα |ΓΡΑΝΑΤ|ες
οι εχθροί, οι οποίοι ήταν πιεσμένοι κάτω, (σκυφτοί ή έρποντες) πάνω στη γή, πάλι ζωντάνεψαν. σφύριξαν εκ νέου οι σφαίρες, οι χειροβομβίδες.
ΑΝΔΥ ΝιΑΖΜΌ ΔΡΑΝΆ ΚΟΜβΖΌΔΣ, εν τω νοιασμό ανατρανά |комвзод|ης,
ΝΔΑ ΝΎΝΖΜΑΤΑ ιΥΜΆΤΥΣ: εν τα νούνισματα γεμάτος:
«ΚΑΡδΆΡΣ ΤΈΚ ΣΌΝ ΣΤΥ ΠΥΛεΜέΤ «καρδάρης |ΤΕΚ| σώνει στο |пулемет|
ΚΗ ΧΗΡΛΑΈβ ΔΥςΜΆΝΥΣ». και |ΑhίΡ_ΛΕ|εύει |ΔΥςΜΑΝ|ους.
με (έγνοια=) στενοχώρια κοιτάζει ο (ταγματάρχης;) με σκέψεις γεμάτος (και λέει): «θαρραλέος μόνο φτάνει στο πολυβόλο και εξολοθρεύει τους εχθρούς» (= «μόνο όποιος είναι γενναίος μπορεί να φτάσει μέχρι το πολυβόλο που μας πήραν οι εχθροί και να εξολοθρεύσει εκείνους που το κρατούν»)
ΑΣ ΤΑ ΜΑΡέΣ-Τ ΚΟΜβΖΌΔΣ βΗΓΛΊΖ, εις τα μερέες-του |комвзод|ης βιγλίζει,
ΤΊ ΘΑ ΜΑΣ ΛΈ ΜΙΣ ΦΛΆΓΥΜ. τί θα μας λέει ημείς φυλάγουμε.
ΧΑΉΛ ΜΙΣ ΉΜΑΣ ΚΆΘΑ ΉΣ |hΑίΛ| ημείς ήμασθε κάθε είς
ΣΤΥ ΠΥΛεΜέΤ ΝΑ ΠΆΓΥΜ. στο |пулемет| να υπάγομε.
στις μεριέςτου (=δεξιά και αριστεράτου) ο (ταγματάρχης;) κοιτάζει, τί θα μας πεί εμείς περιμένουμε. σύμφωνοι εμείς ήμασταν ο καθένας(μας) στο πολυβόλο να πάμε.
τΗΡΌΣ τΉ ΦΛΆι, ΤΌ ΈΝ ΔΥΓΚΎς, καιρός κί φυλάει, αυτό ένι |ΔΟΙCΥς|,
ΖΑΜΆΝ ΚΑΤΑΡΑΜέΝΥ! |ΖΑΜΑΝ| καταραμένο!
δΌ ΉΚΣΑΜ ΤΆΤΑ-Σ ΤΥ ΔΑΎς: εδώ ήκουσαμε τάτα-σου το |ΔΑβΟΥς|:
- ΚΟΜβΖΌΔ! ΚΎιΣ, ΠέΛ ΣΗ ΜέΝΑ! -|комвзод|! ακούεις, απόλυε σύ μένα!
ο χρόνος δέν περιμένει, αυτός (=έτσι) είναι ο πόλεμος, καιρός καταραμένος! εδώ (=σ’ αυτό το σημείο) ακούσαμε του πατέρασου τη φωνή: «ταγματάρχη! ακούς; στείλε σύ εμένα!»
ΚΗ Ν ΚΆΣΚΑ-Τ ΚΆΘΣΗΝ ΧΑΜΗΛΆ, και την κάσκα-του κάθισε χαμηλά,
ΠέΧ ΤΟ ΟΚΌΠ ΚΖέΝ ΤΆΤΑ-Σ… απ’έσωθε το |окопа| εκβαίνει τάτα-σου…
ΑΡΚδέβ ΚΗ ΠΆι, ΈΝ ΆΡΤΑ ΣΜΆ, αρκουδεύει και πάει, ένι |ΑΡΤΙQ| σιμά,
ΣΤΥ ςέΡ-Τ βΑΣΤΆ ΓΡΑΝΆΤΑ. στο χέρι-του βαστά |ΓΡΑΝΑΤΑ|.
και το κράνοςτου το απίθωσε χαμηλά, μέσα απο το χαράκωμα βγαίνει ο πατέραςσου… έρποντας πάει, είναι ήδη κοντά (στο πολυβόλο), στο χέριτου κρατά χειροβομβίδα.
Α βΖβΌΔΝΙΣ ΧΛΊΖ: - ΦΚΡΗΘέΤ-Με ΣΉΣ, |hΑ| |взводны|ς χουλίζει: εφουκρηθέτε-με σείς,
ΧΤΑ ΤΦΆτιΑ ΌΛ-ΠΑ ΔΌΚΗΤ! εκ τα |ΤΥΦΕΚ|ια όλοι-πα |ΔΟΙC|ετε!
(ΤΥΝ ΤΆΤΑ-Σ ΘέΛ ΝΑ ΣΑΧΗΝΔΡΑΉΣ, (τον τάτα-στου θέλει να |ΣΑQΙΝΔΙΡ|αήσει,
ΣΤΥ ΠΥΛεΜέΤ ΝΑ ΣΌΣ ΤΟΣ). στο |пулемет| να σώσει αυτός).
τότε ο λοχαγός φωνάζει: «ακούστεμε σείς, με τα τουφέκια όλοι να ρίχνετε!» (τον πατέρασου θέλει να καλύψει, στο πολυβόλο να φτάσει εκείνος).
ΑΡΚΘέβ ΚΗ ΠΆι, ΠΗΧΤΆ-ΠΗΧΤΆ αρκουδεύει και πάει, πηχτά πηχτά
ΤΑ ΠΎΛΗΣ ΣΜΆ-Τ ΔΥβΛΆιβΑΝ. τα |пуля|ες σιμά-του |ΔΟΙβΛΕ|ευαν.
ΑΡΑΛΑιΜέΝΥΣ, ΖΒΥδΑΧΤΚΆ |ιΑΡΑΛΑ|ημένος, σπουδαστικά
ΣΤΥ ΠΥΛεΜέΤ ΧΥΛΔΆιΣΗΝ. στο |пулемет||QΟΛΔΑ|ησεν.
έρποντας πάει, πυκνά πυκνά οι σφαίρες κοντάτου (χτυπώντας) ηχούσαν. τραυματισμένος, σπεύδοντας στο πολυβόλο επιτέθηκε.
ΚΗ ΖΔΆΝΣΗΝ ΠΆΛ ΤΥ ΠΥΛεΜέΤ, και ζωντάνησε πάλι το |пулемет|, (machine gun)
ΤΌΣ ΠΤΡΆιΣΗΝ ΜέΓΑ δΛΊιΑ. αυτός |bittir|άησε μέγα δουλεία.
ΚΖέΝ βΖβΌΔΝΙΣ ΠΆΧ Τ ΟΚΌΠ ΑΤΌΤ εκβαίνει |взводны|ς απο έκ το |окопа| ετότε (|взводны|= platoon)
ΚΗ ΧΎΛΚΣΗΝ ΤΟΣ: - ΠεδΊιΑ! και χούλιξεν αυτός: «παιδία!
και ζωντάνεψε πάλι το πολυβόλο(μας), αυτός ολοκλήρωσε (=κατόρθωσε) μεγάλη δουλειά. βγαίνει ο λοχαγός έξω απο το χαράκωμα τότε και φώναξε αυτός: «παιδιά!
ΕΛΆΤ ΑΠΉΣΥ-Μ ΌΛ-ΠΑ ΣΉΣ! ελάτε οπίσω-μου όλοι-πα σείς!
ΚΑΡδΆΡΚΑ ΜΉΣ ΧΥΛΔΆιΣΑΜ, καρδάρικα ημείς |QΟΛΔΑ|ησαμε,
ΜΑΚΡΆ ΕΜ ΣΜΆ ΤΑ ΣΗΝΙΦΉΣ, μακρά |hΕΜ| σιμά τα συννεφίες
Ν «ΚΑτιΎςΑ» ΦΥΣΑΡΆιΣΗΝ. την «катюша» φωσεράησεν.
ελάτε πίσωμου (=ακολουθήστεμε) όλοι εσείς!» θαρραλέα εμείς εφορμήσαμε, μακριά καθώς και κοντά στις συννεφιές η «Κακιούшα» φώτισε. (Κακιούшα είναι το πιό γνωστό ρωσικό τραγούδι, σε ενθουσιώδη, εμβατηριακό σκοπό. αρχικά υπέθεσα πως όταν νίκησαν το τραγούδι ακούστηκε ώς τα σύννεφα. ομως εδώ δέν λέει οτι ακούστηκε, λέει οτι φώτισε. συμπεραίνω λοιπόν πως «Κακιούшα» ήταν η μάρκα των όπλωντους, οπότε «η ‘Κακιούшα’ φώτισε» εννοεί οτι απο τα πυρά των ρωσικών όπλων η λάμψη έφτασε μέχρι τα σύννεφα).
ΑΝΑΣΑ ΠΉΡΑΜ ΜΊΣ ΛΑΦΡΆ, ανάσα πήραμε εμείς ελαφρά (στερεότυπη έκφραση: πήραμε ελαφριά ανάσα= νιώσαμε ανακούφιση).
ΔζΥΝΆιΣΗΝ, Φ\έβ ΔΥςΜΆΝΥΣ. |ЏΥΝΕ|ησε, φεύγει |ΔΥςΜΑΝ|ος.
ΠΑΝΔΎ ΑΚΎςΚΗΝΔΥΝ «^ΥΡΆ!», παντού ακούσκετο «ουράα!»,
ΤΑΚΆΜΑΣ ΣΚΌΘΑΝ ΠΆΝΥ. τα δικά-μας σηκώθαν πάνω.
ανάσα πήραμε εμείς ελαφριά, κίνησε, φεύγει ο εχθρός. παντού ακουγόταν (η κραυγή) «ουράα!», οι δικοίμας (σηκώθηκαν πάνω=) ορθοπόδισαν, υψώθηκε το ηθικότους, «πήραν τα απάνωτους».
…Άιτσ ΉΤΥΝ ΤΌΤ, ΠεδΊ. ΑτΉ …έτσι ήτον τότε, παιδί. εκεί
ΚΑΜΉιΑ ΆΝ βΡεΘΉΣ ΣΗ, καμία άν βρεθείς σύ,
ΣΤ ΥΒΆ ΧΥΝΔΡΌ ΧΑιΆ ΠΛΑΤΉ, στο |ΟΒΑ| χοντρό |QΑιΑ| πλατύ,
ΑΧ ΤΑ ΜΑΚΡΆ ΘΑ δΉΣ ΣΗ. εκ τα μακρά θα δείς σύ.
…έτσι ήταν τότε, νεαρέ. εκεί καμιά φορά άν βρεθείς εσύ, στο λόφο χοντρό βράχο πλατύ απο μακριά θα δείς εσύ.
ΑτΉ, ΣΤΥ ΜέΓΑ ΤΥ ΠΚΑΝΖΜΌ, εκεί, στο μέγα το κοπανισμό,
ΤΊΣ ΠέΜΝΑΝ ΉΝΝΙ Π ΚΆΤΥ. τίνες απέμειναν είναι απο κάτω. (το ΗΝΝΙ είναι αρχικά Ρωμαίικος τύπος του «γίνονται». έπειτα απο επιρροή της Κοινής χρησιμοποιείται ώς «είναι» μόνο στον πληθυντικό, ο ενικός στη Ρωμαίικη λέγεται «έν», απο το αρχαίο «ένι»)
ΚΗ ΤΆΤΑ-Σ, ΦΉΛΟ-Μ ΚΑΡδΑΚΌ, και τάτα-σου, φίλο-μου καρδιακό,
ΝΔΑ ΤΊτσ ΚΗ ΔΆΜΑ Τ\ΜΆΤΙ… εν τα ετούτοις εκεί αντάμα κοιμάται… (αυτό το ΚΗ δέν ταιριάζει με τη σημασία «και», εκτός και άν ο στίχος αρχικά ήταν «ΝΔΑ ΤΙτς ΚΗ ΤΟΣ τΗΜΑΤΙ»)
εκεί στη μεγάλη τη σύγκρουση όσοι έμειναν είναι απο κάτω. (=κάτω απο το βράχο, ο οποίος είναι το μνημείοτους) και ο πατέραςσου, φίλοςμου καρδιακός, με κείνους εκεί μαζί κοιμάται…
…ΣΗ ΣΧΌΡΑ-Με, ΚΑΛΌ ΠΑΛΚΆΡ, …σύ συγχώρα-με, καλό παλληκάρι,
ΑΣΛΊ, ΑΣΛΊ ΟΤ ΛΈΓΥ. |ΑΣΛΙ|, |ΑΣΛΙ| οτι λέγω.
ΓΟ ΣέΝΑ ΈβΑΛΑ ΣΤΥ ΓΜΆΡ, εγώ σένα έβαλα στο γομάρι,
δΑΦΤΌΜ, δΑΦΤΌΜ-ΠΑ ΚΛΈΓΥ… δε αυτό-μου, δε αυτό-μου-πα κλαίγω…
…εσύ συγχώραμε, καλό παλληκάρι, την πραγματικότητα, την αλήθεια που λέω (=συγχώραμε που λέω έτσι ωμά την αλήθεια). εγώ εσένα έβαλα στο φορτίο (=σε έβαλα να σηκώσεις, σου φόρτωσα αυτήν την πονεμένη ιστορία) (αλλα) και ο ίδιος, ο ίδιοςμου κλαίω…
ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ 9.05.1972
ΑΣ ΈΝ ΤΙΝΞΛΊΧ
ΈΜΒΡΥ-Μ ΠέΦΤ ΜΗΔΆΝ ΜεΓΆΛΟ, έμπρο-μου πέφτει |ΜΕιΔΑΝ| μεγάλο,
ςΛιΆδΗΣ ΦΌςΑ ιΑΝΑςΆ-Μ… χιλιάδες φώσια |ιΑΝΑςΆ|μου
ΣΚΎΤΙ ΆΦΝ, ΘΑΡΉΣ-ΚΗ, ΓΆΛΑ, σηκούται άχνη, θαρρείς και, γάλα,
βΡΆΖ ΚΗ ΣΤΊΚΗΤ ΤΥ ΠΥΤΆΜ. βράζει και στήκεται το ποτάμι.
εμπρόςμου κείτεται έκταση μεγάλη, χιλιάδες φώτα στα πλάγιαμου… σηκώνεται άχνα, θαρρείς και (είναι) γάλα, βράζει και στέκεται το ποτάμι. (βράζει και στέκεται: βράζει, τα νεράτου αναβράζουν, αμετάβλητα, σταθερά)
ΦέΝΓΚΥΣ ΦΆΝΙΝ ΜΌΝΥ-ΜΌΝΥ, φέγγος εφάνη μόνο – μόνο,
ΤΥΡΜΑςέβ ΝΑ βΓέΝ Χ ΤΥ ΔζΆΠ… |ΤΙΡΜΑς|εύει να βγαίνει εκ το |ЏAΠ|…
τΉΠΥΡΥ ΓΟ ΝΑ ΤΥ ΜΛΌΝΥ, κί μπορώ εγώ να το μουλώνω
ΑΧ ΤΙ ΣΆΣ δΑΦΤΎ-Μ Τ ΑΓΆΠ. εκ τ’ εσάς δε-αυτού-μου το αγάπη.
το φεγγάρι φάνηκε μόνοτου (=χωρίς άλλα ουράνια σώματα ή σύννεφα κοντάτου), σκαρφαλώνει να βγεί (πάνω) απ’ το βουνό… δέν μπορώ εγώ να την κρύβω απο σάς τη δικήμου την αγάπη.
ΑΓΑΠΎ ΤΥ ΞΌΛ ΡΑΤΛΊδΚΥ, αγαπώ το |ΞΟΙΛ||rahatlı|δικο
ΑΓΑΠΎ ΤΙΝΞΛΊΧ, ΜΗΔΆΝ… αγαπώ |ΤΙΝΞΛΙQ|, |ΜΕιΔΑΝ|… (|ΜΕιΔΑΝ|= έκταση, ανοιχτωσιά, άπλα)
ΚΗ ΤΥ ΖΉΣΜΥ-ΜΑΣ βΑΧΤΛΊδΚΥ, και το ζήσιμο-μας |ΒΑhΤΛΙ|δικο,
ΚΑΝΊΣ ^ΧΆΡΥΣ ΜΉ ΧΑΛΆΝ!... κανείς Χάρος μή χαλάνει!...
αγαπώ την εξοχή ειρηνική (ευχάριστη), αγαπώ ησυχία, ανοιχτωσιά… και τη ζωήμας ευτυχισμένη, κανείς Χάρος να μή τη χαλνάει!...
ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ 15.05.1972
ΧΆΡΗΖΜΑ
ΤΥΝ ΥΚΡΑΉΝΗΚΟ ΠΗΗΤΊ ΤΥΝ ^βΑΣΉΛΗι ^ΜΙΣΙΚ ΧΑΡΉΖΥ.
ΞΗΞΆΚιΑ ΈΧΥ ΠέΣ ΒΑΧΞΆ-Μ, |ΞίΞΕΚ|ια έχω απ’ έσω |ΒΑhΞΕ|μου,
Ό ΤΊΓΛΑ ΌΜΥΡΦΑ ΤΆ ΜΡΉΖΝΙ! ώ τί-λογα όμορφα αυτά μυρίζουνε!
ΣΥΡέβΥ Χ ΌΛΑ ΤΑ ΚΑΛΆ-Μ, σωρεύω εκ όλα τα καλά-μου,
ΚΗ ΣέΝΑ ΘΈΛΥ ΝΑ ΧΑΡΉΖΥ. και σένα θέλω να χαρίζω.
λουλούδια έχω μές τον κήπομου, ώ, πόσο όμορφα αυτά μυρίζουν! μαζεύω απο όλα τα καλύτεραμου, και σε σένα θέλω να τα χαρίσω.
ΚΗ ΤΥ ΞΗΡΆι-ΤΙΝ ΘΑΓΜΑΣΤΚΌ, και το |ΞίΡΕι|των θαυμαστικό,
ΤΥΚΌ-ΤΙΝ ΌΜΥΡΦΥ Τ ΜΥΡδΊιΑ, το δικό-των όμορφο το μυρωδία,
ΝΑ ΣΑΧΗΝΔΡΑΈβΥ ΘΈΛΥ ΓΌ, να |ΣΑQΙΝΔΙΡ|αεύω θέλω εγώ,
ΝΑ ΛΑΛΑςέβΝΙ ΤΑ Ν ΚΑΡδΊιΑ-Σ. να λαλαшεύουν αυτά την καρδία-σου. (στα Ποντιακά «λελεύω»)
και την όψητους την εντυπωσιακή, τη δικήτους όμορφη μυρωδιά να διατηρήσω θέλω εγώ, να θωπεύουν αυτά την καρδιάσου.
ΧΤΑ ΤΟ ΖΒΥδΆΖΥ, τές ΞΑΡΆ, εκ το αυτό σπουδάζω, κί έχει |ΞΑΡΕ|, (τές ΞΑΡΆ είναι στερεότυπη έκφραση, =δέν υπάρχει τρόπος να το πώ, απερίγραπτα)
ΓΟ ΝΑ ΤΑ βΆΛΥ ΠέΣΑ ςέΡΑ-Σ, εγώ να τα βάλω απ’έσω τα χέρια-σου,
ΝΑ δΌΚΥ ΣέΝΑ ΓΌ ΧΑΡΆ – να δώκω σένα εγώ χαρά,
ΝΔΙ ΜέΝΑ ΔΆΜΑ ΣΉ ΝΑ ςέΡΗΣ! εν τ’ εμένα αντάμα σύ να χαίρεσαι!
γι’ αυτό σπεύδω απερίγραπτα εγώ να τα βάλω μές τα χέριασου, να δώσω σε σένα εγώ χαρά, με μένα μαζί εσύ να χαίρεσαι!
ΤΡΉιΑ ΤΡΑΓΌιδΑ τρία τραγούδια
(ΜΥΖΙΚΑ ΚΥΖΜΥΚΥ) σε μουσική κοσμική
1. ΑΓΆΠ αγάπη
ΚΑτστσΗΝ ΉΛιΥΣ, ΜΛΌΘΗΝ κάθισεν ήλιος, μουλώθη
Τ ΧΌΡΑ ΠέΣ ΤΥ ΣΚΥΤΝΊιΑ. τη χώρα απ’έσω το σκοτεινία.
ΓΟ ΣΤΑ ΣέΝΑ ΠΆΓΥ, εγώ εις τα σένα υπάγω,
ςέΡΗΤΙ ΚΑΡδΉιΑ-Μ. χαίρεται καρδία-μου.
έδυσε ο ήλιος, κρύφτηκε το χωριό μές τη σκοτεινιά. εγώ να σε συναντήσω πάω, χαίρεται η καρδιάμου.
Σ ΈΝ ΚΗ ΆΓΡΥ Τ ΝΊΧΤΑ, ας ένι και άγριο το νύχτα,
ΚΡΉιΥ, ΜΆβΡΥ ΠΉΣΑ. κρύο, μαύρο πίσσα.
ΣέΝΑ ΟΛΥ ΈΝΑ, σένα όλο ένα
ΣΤΊΚΥΜ ΚΗ βΗΓΛΊΖΥ. στήκομαι και βιγλίζω.
ας είναι και άγρια η νύχτα, κρύα, μαύρη (σάν) πίσσα, εσένα (για να δώ) συνεχώς στέκομαι και κοιτάζω.
ΜΉ ΑΡ\έβ-Σ ΠΥΛΆ ΣΗ μή αργεύεις πολλά σύ («πολλά» ώς επίρρημα, όπως σε πολλές ελληνικές διαλέκτους.)
ΚΗ ΧΑΛΆΝΣ Ν ΚΑΡδΉιΑ-Μ. και χαλάνεις την καρδίαμου. (στερεότυπη έκφραση στη Ρωμαίικη όπως και στην Κοινή)
ΤΥ ΑΓΆΠ-Μ ΣΤΑ ΣέΝΑ, το αγάπημου εις τα σένα
ΈΝ ΖΗΣΤΌ ΧΤ ΦΥΤΊιΑ. ένι ζεστό εκ τη φωτία (θετικός βαθμός επιθέτου με δεύτερο όρο σύγκρισης είναι τουρκική σύνταξη, χρησιμοποιείται επίσης στην Ποντιακή)
μήν αργείς πολύ εσύ και χαλνάς την καρδιάμου. η αγάπημου για σένα είναι πιό ζεστή απο τη φωτιά. (αυτό το λέει περιμένοντας την αγαπημένητου σε ραντεβού. παραλλαγή αυτού του ποιήματος βρίσκεται στο δεύτερο τόμο, στο θεατρικό έργο «Λ. Χονάχμπεης», όπου ο Λ. Χονάχμπεης το σκάρωσε καθώς περίμενε την αγαπημένητου. δέν ξέρω άν αυτό το ποίημα στην αρχικήτου μορφή είναι δημιούργημα του Λ. Χονάχμπεη ή του Λ. Κυριάκοβ)
2. Τ ΧΑΡΆ-Μ
η χαράμου.
ΣΉ ΑΠ ΣΜΆ-Μ ΠεΡΝΆΣ, σύ απο σιμάμου περνάς,
ΓΆΛιΑ-ΓΆΛιΑ ΠΆιΣ ΠΗΧΤΆ… αγάλια αγάλια υπάγεις πηχτά…
ΚΛΌΘΣ, βΗΓΛΊΖΣ, ΗΛΆΣ, κλώθεις, βιγλίζεις, γελάς,
ΠέΣΥ-Μ ΌΛΥ ΦΤΙΡΑΚΆ. απ’έσω-μου όλο φτερακά.
απο κοντάμου περνάς, σιγανά σιγανά βαδίζεις, συχνά… γυρίζεις, (με) κοιτάς, γελάς, το μέσαμου ολόκληρο φτερουγίζει.
ΛΙΝ-ΔΙ-ΜέΡΑ ΓΟ, όλην τη μέρα εγώ,
ΈΧΥ ΣέΝΑ ΑΣ ΤΥ ΝΎ-Μ. έχω σένα εις το νού-μου.
ΦΛΆΓΥ ΝΑ ΈΡΤΣ ΣΉ, φυλάγω να έρθεις σύ,
ΜΑ Χ ΠδΗΝΆ τΉ ΦέΝΙΣ, Τ ΧΑΡΆ-Μ! μα εκ πουθενά κί φαίνεσαι, τη χαρά-μου!
όλη τη μέρα έχω εσένα στο νούμου. περιμένω να έρθεις, αλλα απο πουθενά δέν φαίνεσαι, χαράμου!
ΒέΛτΗΜ, ΚΖέΣ-Σ ΑΧ ΤΥ ιΑΛΎ ΝΕΡΌ, |ΒΕΛΚί|, εξέβης εκ του γειαλού νερό,
ΒέΛΤΗΜ, ΝΊΣΤΙΣ ΠΆΛ ιΑΛΎ ΑΦΡΌ. |ΒΕΛΚί|, γινίσθης πάλι γειαλού αφρό.
ΦΛΆΓΥ ΝΑ ΈΡΤΣ, ΣΗ ΤΥΚΌΜ ΤΥ ΧΑΡΔΑςΉτσ, φυλάγω να έρθεις, σύ το δικό-μου το |QΑΡΔΑς|ίτσι,
ΜΑ Χ ΒδΗΝΆ τΉ ΦέΝΙΣ, ΌΜΥΡΦΥ ΚΥΡΉτσ! μα εκ πουθενά κί φαίνεσαι, όμορφο κορίτσι!
ίσως βγήκες απο της θάλασσας το νερό, ίσως έγινες πάλι θάλασσας αφρός. περιμένω να έρθεις, εσύ το δικόμου το «αδερφάκι», αλλα απο πουθενά δέν φαίνεσαι, όμορφο κορίτσι! (η έκφραση «αδερφάκι» για αγαπημένο πρόσωπο είναι ντεμοντέ, ωστόσο βρίσκεται σε πολλές γλώσσες)
ΠέΤ-ΤΟ ΜέΝΑ, ΚΌΖΜΥΣ ΣΉΣ ΚΑΛΊ, ειπέτε-το μένα, κόσμος σείς καλοί,
ΠΎ ΤΥΚΌΜ Τ ΑΓΆΠ ΝΑ ΈΝ ΠΥΡΉ? πού το δικό-μου το αγάπη να ένι μπορεί;
ΦΛΆΓΥ ΝΑ ΈΡΤ ΤΙ, ΑΤΌΣΥ, τές ΞΑΡΆ, φυλάγω να έρθει αυτή, κί έχει |ΞΑΡΕ|,
ΜΑ Χ ΒδΗΝΆ τΉ ΦέΝΙΤ, μα εκ πουθενά κί φαίνεται
ΠΆΛ ΤΥΚΌΜ Τ ΧΑΡΆ! πάλι το δικό-μου το χαρά!
πείτετο σε μένα, άνθρωποι εσείς καλοί, πού η δικιάμου η αγάπη να είναι μπορεί; περιμένω να έρθει εκείνη, απερίγραπτα, μα απο πουθενά δέν φαίνεται πάλι η δικιάμου η χαρά!
3. ΤΥ ΚΑΛΌ-Μ
η αγαπημένημου
ΈΠΗΣΗΝ βΡΑδΉΣ ΠΆΣ Τ ΧΌΡΑ, έπεσε βραδύς πάνω στη χώρα,
ΌΚΣΥ ΆΡΤΑ ΉΣ-ΠΑ τΉ ΠΡΑΤΆ. έξω |ΑΡΤΙQ| είς-πα κί περπατά.
ΓΌ Ν ΚΑΡδΉιΑ-Μ ΛΈΓΥ: «ΣΌΠΑ!», εγώ την καρδία-μου λέγω: «σώπα!»,
ΤΌ ΚΛΈ ΠΆΛΙΣ τιΆΛΥ δΗΝΑΤΆ. αυτό κλαίει πάλι και άλλο δυνατά.
έπεσε βράδυ πάνω στο χωριό, έξω πιά ούτε ένας άνθρωπος δέν περπατά. εγώ στην καρδιάμου λέω: «σώπα», αυτή (η καρδιάμου όμως) κλαίει πάλι ακόμη πιό έντονα.
ΚΗ ςέΝΓΚΑ, ΗΛΎΝ ΤΑ ΆΣΤΡΗΣ ΧΤΑ ΠΣΗΛΆ, και |ςΕγγ|ικα γελούν τα άστρες εκ τα ψηλά,
ΘΑΡΉΣ-ΚΗ, ΦέΝΓΚΥΣ θαρρείς και φέγγος
ΑΧ ΤΑ ΜΑΚΡΆ εκ τα μακρά
βΗΓΛΊΖ, ΗΛΆ… βιγλίζει, γελά…
και ευτυχισμένα γελούν τα άστρα απο ψηλά, θαρρείς και το φεγγάρι απο μακριά κοιτάζει, γελά.
ΚΗ ΣΌΝ ΣΤΑ ΦΤΊιΑ-Μ: και σώνει στα αυτία-μου:
ΛΑΛΊ ΠΑΛ Τ ΜΎΖΙΚΑ ΑβΆ. λαλεί πάλι τη |MUSICA| |hΑβΑ|.
ΝΑ ΠΆΡΣ Ν ΚΑΡδΉιΑ-Μ, να πάρεις την καρδία-μου,
ΓΟ ΦΛΆΓΥ ΣέΝΑ ΧΤΑ ΓΥΡΓΆ! εγώ φυλάγω σένα εκ τα γοργά!
και έρχεται στ’ αυτιάμου: παίζει πάλι η μουσική έναν σκοπό. να πάρεις την καρδιάμου (=να δεχθείς το αίσθημαμου) σε περιμένω απο καιρό!
ΓΟ ΚΑΡΦΆ ΤΥ ΛΈΓΥ ΣέΝΑ, εγώ κρυφά το λέγω σένα,
ΘΈΛΥ ΜΉΣ βΑΧΤΛΊδ ΝΑ ΉΜΑΣ, θέλω εμείς |ΒΑhΤΛΙ|δοι να είμασθε,
ΜΉ ΤΥ ΚΣέΡ ΑΤΌ ΚΑΝΊΣ-ΠΑ, μή το ξέρει αυτό κανείς-πα,
ΝΑ ΤΥ ΚΣέΡΥΜ ΜΌΝΥ δΉ-ΜΑΣ, να το ξέρουμε μόνο δύοι-μας,
ΤΥ ΚΑΛΌ-Μ! το καλό-μου! (στη Ρωμαίικη, είναι έκφραση αγάπης προς γυναίκα είτε προς άνδρα)
εγώ κρυφά το λέω σε σένα, θέλω εμείς ευτυχισμένοι να είμαστε, να μή το ξέρει αυτό απολύτως κανένας, να το ξέρουμε μόνο οι δυόμας, καλήμου!
ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ 1970–1972
ΜΉ ΚΣέΡΗΤ ΔΥΓΚΎς… (μεσοτονικό μέτρο) να μή ξέρετε τί θα πεί πόλεμος
ΝΔΑ ΤΎΤΑ-Μ ΤΑ ςέΡιΑ ΓΌ βΆΣΤΑΝΑ ΜΚΡΆ, εν τα τούτα-μου τα χέρια εγώ βάστανα μικρά,
ΓΟ ΉΜΝΙ βΑΧΤΊδΣ ΠΆΣ ΤΥΝ ΠΆΤΥ. εγώ ήμουνε |ΒΑhΤΛΙ|δης πάνω στον πάτο.
ΚΗ ΜέΤρΗΜΥ τΉςΗΝ ΤΥ ΜέΓΑ-Μ Τ ΧΑΡΆ, και μέτρημο κί είχε το μέγα-μου το χαρά,
ΝΔΑ ΝΎΝΖΜΑΤΑ ΉΜΝΙ ιΥΜΆΤΥΣ. εν τα νούνισματα ήμουνε γεμάτος.
με τούτα-μου τα χέρια εγώ βαστούσα μικρά (παιδιά), ήμουν ευτυχισμένος πάνω στη γή. και μέτρημο δέν είχε η μεγάλη-μου η χαρά, με σκέψεις (ευχάριστες) ήμουν γεμάτος.
ΔΥΓΚΎς ΑΛΥβΛΆιΣΗΝ ΠΎΧ τΉΧΑΜ ΧΑΠΆΡ, |DŒCY$| |ALEV_LE|ησε οπούθε κί είχαμε |HABAR|, (απο |ALEV|= φλόγα)
ΤΥ ΦΌΣ ΜεΤΑΛΆιΝ ΑΣ Τ ΣΚΥΤΝΊιΑ… το φώς μεταλλάγη εις τη σκοτεινία…
ΚΡΗΜΉΝ ΠΆΣ ΤΥ ΚΌΖΜΥ ΑΝΆΝΤ\ ΛΊΓΥΣ ΧΡΆΡ, γκρεμίην επάνω στο κόσμο ανάγκη δίχως |QΑΡΑΡ|,
ΠςΗΡΉΘΗΝ ΔΥΓΚΎς-ΝΑΚΑΤΊιΑ. επιχειρήθη |ΔΟΙCΥς|-ανακατία.
πόλεμος αναφλέχθηκε απο κεί που δέν είχαμε είδηση (= που δέν περιμέναμε), το φώς μετατράπηκε σε σκότος… έπεσε πάνω στον κόσμο πίεση (=καταπίεση, αθλιότητα) χωρίς όριο, άρχισε του πολέμου η ταραχή.
ΣΤΑ ΤΎΤΑ-Μ ΤΑ ςέΡΑ, ιΆΝ ΟΛΣ, ΠΉΡΑ ΤΦΆΤ\, στα τούτα-μου τα χέρια, οία άν όλοις, πήρα |ΤΥΦΕΚ|,
ΝΑ ΧΥΡΑΛΑΉΣΥ Ν ^ΠΑΤΡΉδΑ-Μ. να |QΟΥΡΑΛΑ|ήσω την Πατρίδα-μου.
ΓΟ ΦΉΚΑ ΚΗ δΆβΑ ΤΥ ΣΠΉΤ-Μ ΚΗ Ν ΤΑιΦΆ-Μ, εγώ αφήκα και εδιάβα το σπίτι-μου και την |ΤΑιΦΑ|μου,
ΝΑ ΧΆΣΥ ΦΑςΉΣΤΣΚΗ ΤΑ ΦΉδΑ! να χάσω |FASCIST|ски τα φίδια!
σ’ αυτά-μου τα χέρια, όπως όλοι, πήρα τουφέκι, να υπερασπίσω την πατρίδα-μου. άφησα και έφυγα το σπίτιμου και την οικογένειαμου, για να αφανίσω τα φασιστικά τα φίδια!
ΑΝΓΚέβΥ ΠΗΧΤΆ ΓΟ ΤΑΚΆ-Μ ΟΛΣ ΥΡΤΆΧΣ, |Αγγ|εύω πηχτά εγώ τα δικά-μου όλους |ΟΡΤΑQ|ους (τουρκ. |Αγγ|- =ενθυμούμαι)
ΤΥ ΓΜΆΡ ΔΥΓΚΥςΉ ΤΊΣ ΤΥ ΠΡΆΤΖΗΝ… το γομάρι |ΔΟΙCΥς|ίου τίς το περιπάτιζεν…
ΠΥΛΊ ΤΙ ΣΚΥΤΌΘΑΝ ΗΣΛΊδ ΚΗ ΒΥιΔΆΧ – πολλοί αυτοί σκοτώθαν |ίΣΛί|δοι και |ΒΟΥιΔΑQ| -
Ν ^ΠΑΤΡΉδΑ ΤΥ ΖΉΣΜΥ-ΤΙΝ ΧΆΡΣΑΝ. την Πατρίδα το ζήσιμο-των χάρισαν. (τις λ. ΗΣΛΊδ ΚΗ ΒΥιΔΆΧ τις βρήκα στο Ρωμαιικο-Ρωσικό λεξικό που υπάρχει στο διαδίκτυο)
θυμάμαι συχνά τους δικούς-μου όλους τους συναδέλφους, το φορτίο του πολέμου που αυτοί το κουβαλούσανε… πολλοί αυτοί σκοτώθηκαν ευγενείς και ανύπαντροι, στην πατρίδα τη ζωήτους χάρισαν.
ΖΔΑΝΊ ΤΙΝΑ ΠέΜΝΑΜ, ΜΗΣ δΆβΑΜ ΜΑΚΡΆ, ζωντανοί τίνα απέμειναμε, ημείς διάβαμε μακρά,
ΝΑ ΧΆΣΥΜ ΦΑςΉΣΤΣ ΑΧ Τ ^εβΡΌΠΑ, να χάσουμε φασίστες εκ τη |ΕΥΡΩΠΑ|,
ΝΔΑ ΉΝΚΣΑΜ ΔΥςΜΆΝΣ ΚΗ ΌΛ ΧΎΛΖΑΝ «ΥΡΆ!», εν τα ενίκησαμε |ΔΥςΜΑΝ|ους και όλοι χούλιζαν «ουράα!»
ΤΌΤ ΜέΣΑ-ΤΙΝ ΉΜΝΙ ΚΗ ΓΌ-ΠΑ. τότε μέσα-των ήμουνε και εγώ-πα.
ζωντανοί όσοι μείναμε, εμείς πήγαμε μακριά, να αφανίσουμε τους φασίστες απο την Ευρώπη. όταν ενίκησαμε τους εχθρούς και όλοι φώναζαν «ουράα!», τότε ανάμεσατους ήμουν και εγώ.
ΚΗ ΣΉΜΥΡ ΗΣέΝΚΑ ΝΔΑ ΖΎΜ ΝΔΥ ΥιΎς, και σήμερο |ΕΣΕΝ|ικα εν τά ζούμε εν τω |uj-uш| (τουρκ. uj-uш =αρμονία απο ρήμα uj- = ακολουθεί, πάει μαζί, ταιριάζει)
ςΗΝΓΛΆιΜΥ ΠΑΝΔΎ ΝΤ ΑΚΥςΚΆΤΙ, |ςΕγγΛΕ|ημο παντού εν τά ακουσκάται, (απο το ςέΝΓΚ-, = «merry making»)
ΗΡέβΥ, ιΑςΛΆΡ, ΤΊΝΑ τΉδΗΤ ΔΥΓΚΎς, γυρεύω, |ιΑςΛΑΡ|, τίνα κί είδετε |ΔΟΙCΥς|,
ΚΑΜΉιΑ-ΠΑ ΜΉ ΤΥ ΔΡΑΝΆΤΙ! καμία-πα μή το ανατρανάτε!
και σήμερα γεροί που ζούμε αρμονικά, διασκέδαση παντού που ακούγεται, θέλω, νέα παιδιά, που δέν είδατε πόλεμο, και ποτέ να μήν τον δείτε!
ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ 12.11.1972
βΆι, ΠΆΤΥ, ΠΆΤΥ…
ΛΌΝ ΤΥ ΞΌΛ ΠΑΈΝΥ… ελών το |ΞΟΙΛ| παγαίνω…
ΌΣΑ ΚΑΛΥΖΌιΑ! όσα καλοζώια!
βΆι ΚΑΛΌ ΘΑ ΉΤΥΝ βάι, καλό θα ήτον
ΌΛ ΆΝ ΉΤΑΝ ΣΌιΑ. όλοι αν ήταν |ΣΟι|Α
προχωρώντας μές την εξοχή πηγαίνω… τόσα αγαθά! τόσοι καλοί τόποι! άχ, καλό θα ήταν όλοι οι άνθρωποι αν ήταν συγγενείς.
ΈΜΒΡΥ-Μ τΗΜΑΤΊΖΝΙ έμπρο-μου κυματίζουνε
ΞΌΛιΑ ΛΊΓΥΣ ΆΚΡΑ… |ΞΟΙΛ|ια δίχως άκρα…
βΆι Σ ΔΥΝιΆ ΠΌΣ ΉΝΝΙ βάι εις |ΔΥΝιΑ| πώς γίνονται
ΚΌΖΜΥΣ ΤΌΣΥ ΆΓΡΥ… κόσμος τόσο άγριο…
μπροστάμου κυματίζουνε εξοχές ατελείωτες… αλίμονο στον κόσμο, γιατί να υπάρχουνε άνθρωποι τόσο άγριοι…
ΛΊΓΥΣ ΧΌΡΤΑΣ ΦΉδΑ – δίχως χόρταση φίδια-
ΚΎΖΜΥΚΥ ΑΓΎιδΑ, κοσμικού |ΑΓΙ|δια,
ΤΊΣ, ΤΥΝ ΠΆΤΥ ΣΠέΡΝΙ, τίς τον πάτο σπέρνει
Ν ΚΎΖΜΥΚΥ ΤΑ ΣΤΎιδΑ… εν κοσμικού τα οστούδια…
αχόρταγα φίδια, του κόσμου τα δηλητήρια, οι οποίοι την γή σπέρνουνε με του κόσμου τα κόκκαλα…
…ΛΌΝ ΤΥ ΞΌΛ ΠΑΈΝΥ, …ελαύνων το |ΞΟΙΛ| παγαίνω,
ΌΣΑ ΚΑΛΥΖΌιΑ! όσα καλοζώια!
βΆι, ΚΑΛΌ ΘΑ ΉΤΥΝ βάι, καλό θα ήτον
ΌΛ ΑΝ ΉΤΑΝ ΣΌιΑ!... όλοι αν ήταν |ΣΟι|α!...
προχωρώντας μές την εξοχή πηγαίνω… τόσα αγαθά! τόσοι καλοί τόποι! άχ, καλό θα ήταν όλοι οι άνθρωποι αν ήταν συγγενείς.
1972 σελίδα72
МАНА
Ту кардьако-м т мана афиероно
στη δικιάμου την αγαπημένη μάνα το αφιερώνω
Шмос, аяз кискинку,
Бран ачувлаймену...
Ас та хлыцка руха
Тьмуми ганахдзменус.
χειμώνας, αγιάζει οξύ, ανεμοστρόβιλος οργισμένος… στα ζεστούστικα σκεπάσματα κοιμούμαι κουρασμένος.
...Гнэфса ки тъагмаста,
Сахныфта апану-м
Эщипсин, щупаз-ме
Кардъакуцку-м мана.
…ξύπνησα και εκπλάγηκα: προσεκτικά επάνωμου έσκυψε, με σκεπάζει η αγαπημένημου μάνα.
Саз-ме сахка, тынчка
Анда хлыцка-ц шера.
Няшкит ки фуваты
Крию го ми перу.
με τακτοποιεί (=σιάζει τα σκεπάσματαμου) ωραία, αθόρυβα, με τα ζεστάτης χέρια. νοιάζεται και φοβάται κρύωμα να μήν πάρω.
- Тими, мана, мкуцкус,
Чаля эху, дра си.
- Олу эна ст мана-с
Пемныс пал бала си.
- δέν είμαι, μάνα, μικρούτσικος, άσπρα μαλλιά έχω, κοίτα. – πάντως για τη μάνασου έμεινες ακόμη παιδάκι.
Ан т агап сипайсин,
Мена хта малыя,
Дъава пал стун ипну
Ан т хара с н кардъыя.
με αγάπη με χάιδεψε στα μαλλιά, ξανααποκοιμήθηκα με χαρά στην καρδιά.
...Хта гурга тен мана-м,
Няшкуми-тын, хьэву,
Ки та хлыцка-ц шера
Го пихта ангкеву.
…απο πολύ καιρό δέν είναι (στον κόσμο) η μάναμου, νοιάζομαι γι’αυτήν, λυπάμαι, και τα ζεστούτσικατης χέρια συχνά τα θυμάμαι.
10.01.1973
ΜΆΝΑ
ΤΥ ΚΑΡδΑΚΌ-Μ Τ ΜΆΝΑ ΑΦΗεΡΌΝΟ
στη δικιάμου την αγαπημένη μάνα το αφιερώνω
ςΜΌΣ, ΑιΆΖ ΚΗΣΚΉΝΚΥ,
ΒΡΆΝ ΑΞΥβΛΑιΜέΝΥ…
ΑΣ ΤΑ ΧΛΊτσΚΑ ΡΎΧΑ
Τ\ΜΎΜΗ ΓΑΝΑΧΔΖΜέΝΥΣ.
χειμώνας, αγιάζει οξύ, ανεμοστρόβιλος οργισμένος… στα ζεστούστικα σκεπάσματα κοιμούμαι κουρασμένος.
…ΓΝΈΦΣΑ ΚΗ ΘΑΓΜΆΣΤΑ,
ΣΑΧΝΙΦΤΆ ΑΠΆΝΥΜ
ΈςΗΠΣΗΝ, ςΥΠΆΖ-Με
ΚΑΡδΑΚΎτσΚΥ-Μ ΜΆΝΑ.
…ξύπνησα και εκπλάγηκα: προσεκτικά επάνωμου έσκυψε, με σκεπάζει η αγαπημένημου μάνα.
ΣΆΖ-Με ΣΆΧΚ, ΤΊΝΞΚΑ
ΑΝΔ ΧΛΊτσΚΑ-τσ ςέΡΑ.
ΝιΆςΚΗΤ ΚΗ ΦΥβΆΤΙ
ΚΡΉιΟ ΓΌ ΜΉ ΠέΡΥ.
με τακτοποιεί (=σιάζει τα σκεπάσματαμου) ωραία, αθόρυβα, με τα ζεστάτης χέρια. νοιάζεται και φοβάται κρύωμα να μήν πάρω.
- τΉΜΗ, ΜΆΝΑ, ΜΚΎτσΚΥΣ,
ΞΆΛιΑ ΈΧΥ, ΔΡΆ ΣΗ.
- ΌΛΥ ΈΝΑ ΣΤ ΜΆΝΑ-Σ
ΠέΜΝΙΣ ΠΆΛ ΒΑΛΆ ΣΗ.
- δέν είμαι, μάνα, μικρούτσικος, άσπρα μαλλιά έχω, κοίτα. – πάντως για τη μάνασου έμεινες ακόμη παιδάκι.
ΑΝ Τ ΑΓΆΠ ΣΗΠΆιΣΗΝ,
ΜέΝΑ ΧΤΑ ΜΑΛΊιΑ,
δΆβΑ ΠΆΝ ΣΤΥΝ ΉΠΝΥ
ΑΝ Τ ΧΑΡΆ Σ Ν ΚΑΡδΊιΑ.
με αγάπη με χάιδεψε στα μαλλιά, ξανααποκοιμήθηκα με χαρά στην καρδιά.
…ΧΤΑ ΓΥΡΓΆ τιεΝ ΜΆΝΑ-Μ,
ΝιΆςΚΥΜΗ-ΤΙΝ, Χ\ΈβΥ,
ΚΗ ΤΑ ΧΛΊτσΚΑ-τσ ςέΡΑ
ΓΌ ΠΗΧΤΆ ΑΝΓΚέβΥ.
…απο πολύ καιρό δέν είναι (στον κόσμο) η μάναμου, νοιάζομαι γι’αυτήν, λυπάμαι, και τα ζεστούτσικατης χέρια συχνά τα θυμάμαι.
10.01.1973
βΑΧτσΗΖΑ (bahtsız=) η άτυχη
ΚΑΛΌ ΤΟ ΖΉΣΜΥ ΤΌΡΑ
ΑΣ ΤΥ ιΑΛΆΝ ΔΥΝιΆ.
ΜΑ ΠΌΣ ΠΥΝΊ ΚΑΡδΊιΑ-Μ,
βΑΡΉ, ΘΑΡΉΣ ΧΑιΆ.
καλή (είναι) η ζωή τώρα στον ψεύτικο κόσμο. αλλα πώς πονά η καρδιάμου, βαριά, θαρρείς βράχος.
ΠέΣ ΣΠΉΤ ΚΑΚΌ ΓΑΡΉΠΚΥ
ΜεΓΆΛΝΑΜ ΑΡΦΑΝΊ,
ΝΥΝΊΖΥ ΤΆ ΤΑ ΧΡΌΝιΑ
ΚΑΡδΊιΑ-Μ ΠιΆΝ ΠΥΝΊ.
μέσα σε σπίτι δυστυχισμένο, φτωχό, μεγαλώναμε ορφανοί. (καθώς) σκέφτομαι εκείνα τα χρόνια, η καρδιάμου αρχίζει και πονά.
ΚΗ ΜΉΣ ΤΑ ΑδΡεΦΉΞΑ
ΔΑΓΛΈΦΤΑΜ ιΆΧ-ιΑΧΤΆΝ. σκορπίσαμε (ajaq ajaqtan= πόδι απο πόδι, δηλαδή) άλλος πηγαίνοντας εδώ και άλλος εκεί.
ΣΤΥΝ ΆΝΔΡΑ ΓΌ-ΠΑ ΚΖΈβΑ
ΣΤΥΝ ^ΓΡΉςΑ ^ΧΑΡΑΜΆΝ. (Qaraman)
και εμείς τα αδερφάκια σκορπιστήκαμε ο ένας μετά τον άλλο. εγώ επίσης έφυγα σάν παντρεύτηκα τον Γρίшα Χαραμάν.
ΑΓΆΠ ΜΗΣ ΉΧΑΜ ΜΈΓΑ,
ιΟΜΆΤΥ ΑΝ Τ ΧΑΡΆ.
ΜΑ ΉΤΥΝ ΖέΡ ΥΡΖΜέΝΥ (ορισμένο)
ΜΉ ΈΧΥΜ δΉ-ΜΑΣ ΜΚΡΆ.
αγάπη είχαμε μεγάλη, γεμάτη με χαρά. αλλα ήταν άραγε ορισμένο απο τη μοίρα να μήν έχουμε οι δυόμας παιδιά.
ΚΗ ΛΙΜΒΗΖΜέΝ ΧΤΑ ΤΈΚΝΑ,
τΉ ΠΌΡΝΑΜΗ ΝΑ ΖΎΜ.
ΜΉΣ ΠΉΡΑΜ ΑΡΦΑΝΎτσΚΥ,
ΝΑ δΎΜ ΚΗ ΝΑ ΧΑΡΎΜ.
και στερημένοι απο τέκνα, δέν μπορούσαμε να ζούμε. πήραμε (=υιοθετήσαμε) ένα μικρό ορφανό να το βλέπουμε και να χαιρόμαστε.
ΤΑ ΧΡΌΝιΑ ΧΑΤΑΛΈιβΝΙ,
ΚΑΝΊΝΑ τΉ ΡΥΤΎΝ.
ιΥΡΌΝΤ ΠΥΘΈΝΝΙ, ΠΆΓΝΙ, (γερόντοι)
ιΑςΛΆΡ-ΠΑ ιΥΡΥΝΔιΎΝ.
τα χρόνια χοροπηδάνε, τρέχουνε, κανέναν δέν ρωτούν. οι γέροντες πεθαίνουν, φεύγουν, οι δέ νέοι γερνούν.
ΜΉΣ ΌΣ ΝΑ δΎΜΗ ΛΌΡιΑ, ολόγυρα
ΜεΓΆΛΝΙΝ ΤΑ ΑΡΦΑΝΌ.
ΣΤΙ ΜΆΣ ΤΌΣ ΉΤΥΝ ΉΛιΥΣ
ΤΙΜΉΣΚΥ, ΚΑΤΙΝΌ.
ώσπου να κοιτάξουμε γύρω(μας), μεγάλωσε το ορφανό. για μάς αυτός (ο υιοθετημένος γιός) ήταν ήλιος καθαρός, έντονος.
ΜΑ ΉΡΤΑΝ ΆΓΡΑ ΧΡΌΝιΑ
ΚΗ ΧΆΘΑΝ ΤΑ ΧΑΡέιΣ.
ΔΥΣΜΆΝΥΣ ΣΚΌΘΙΝ ΠΆΝΥ
ΧΤΑ ΌΛΑ ΤΑ ΜΑΡέιΣ.
αλλα ήρθαν άγρια χρόνια και χάθηκαν οι χαρές. ο εχθρός επιτέθηκε απο όλες τις μεριές.
ΤΑΚΆΜΑΣ ΤΑ ΠεδΊιΑ
ΌΛ ΣΚΌΘΑΝ ΑΣ ΤΥ ΠδΆΡ.
ΚΗ ΜέΣΑ-ΤΙΝ-ΠΑ ΉΤΥΝ
ιΌ-Μ ^βΆΛΗΚΣ, ΤΥ ΠΑΛΚΆΡ-Μ.
τα δικάμας τα παιδιά όλα σηκώθηκαν στο πόδι. και ανάμεσατους ήταν ο γιόςμου ο Βάλικ, το παλληκάριμου.
ΝΔΑ ΉΡΤΑΝ ΚΗ ΠΚΑΝΊΣΤΑΝ
ΝΔΥΝ ΝέΜετσ ΜέΣ ΤΥ ΞΌΛ,
ΠΥΛΊ, ΠΥΛΊ ΣΚΥΤΌΘΑΝ,
ΤΥ έΜΑ ΣΤΆΘΙΝ ΚΌΛ.
όταν ήρθαν και χτυπήθηκαν με τον Γερμανό μές την εξοχή, πολλοί, πολλοί σκοτώθηκαν, το αίμα έγινε λίμνη.
ΤΥΝ ΝέΜετσ ΔΑΓΑΤΡΆιΣΑΝ – άντεξαν (=απέκρουσαν)
ΤΥ ΆΓΡΥ ΔζΑΝΑβΆΡ.
ΖΔΑΝΌΣ ΤΙΣ ΠέΜΝΙΝ, ΉΡΣΗΝ,
ΜΑ τΉΡΣΗΝ ΤΥ ΠΑΛΚΆΡ-Μ.
τον Γερμανό απέκρουσαν, το άγριο θηρίο. ζωντανός όποιος έμεινε, γύρισε, μα δέν γύρισε το παλληκάριμου.
ΧΤΑ ΤΡΆΝΔΑ ΧΡΌΝιΑ ΠΆΝΥ,
ΤΥ ΣΤΆΘΙΝ ΤΥ ΠΚΑΝΖΜΌ, (αυτού=) εκεί (=τότε) σταμάτησε
ΜΑ ΌΛΥ ΈΝΑ ΦΛΆΓΥ
ΤΥΝ ^βΆΛΗΚ-Μ ΝΔΥ ΝιΑΖΜΌ.
είναι απο τριάντα χρόνια παραπάνω τότε που σταμάτησε η σύγκρουση. και όμως πάντα περιμένω τον Βάλικ-μου με έγνοια.
ΧΤΑ ΤΌ ΠΥΝΊ ΚΑΡδΊιΑ-Μ –
ΑιΆΝΙΤΥ ΗΡΆ.
ΤΈΚ ςέΡΥΜ ΑΝΔΑ ΤΈΚΝΑ-Τ,
ΤΆ δΎΓΝΙ-Με ΧΑΡΆ.
απο αυτήν την αιτία πονά η καρδιάμου – (είναι) αγιάτρευτη πληγή. μόνο, χαίρομαι με τα παιδιάτου (=εγγόνιαμου), αυτά μου δίνουνε χαρά.
20.ΧΙ.1973 σελίδα75
ΧΑΡΆ
ΠΆΓΥ ΛΌΝ ΤΑ ΞΌΛιΑ, υπάγω ελών τα |ΞΟΙΛ|ια,
ΜΛΌΘΙΝ ΠΉΣΥ-Μ Τ ΧΌΡΑ… μουλώθη πίσω-μου τη χώρα…
Τ ΆΛΓΥ-Μ ΧΑΔΡΑΈβΥ, το άλογο-μου |QΑΔΙΡ|αεύω,
ΠΎ ΈΝ Τ ΆΛΓΥ-Μ ΤΌΡΑ? πού ένι το άλογο-μου τώρα;
πηγαίνω ίσα μές τις εξοχές, κρύφτηκε (=χάθηκε απ’ τα μάτιαμου) πίσωμου το χωριό… το άλογομου ζητώ, πού είναι το άλογομου τώρα;
Τ ΆΛΓΥ ΤΥ ΝΑΜΛΊδΚΥ-Μ,
ΤΥ ΑΓΑΠΗΜΈΝΥ-Μ.
ΤΌ ΠΆΣ ΤΑ ΧΑΝΆΤιΑ-Τ αυτό πάνω στα |qanat|ια-του
ΠΡΆΤΖΗΝ ΠΆΝΔΑ ΜέΝΑ.
το άλογο το ξακουστόμου, το αγαπημένομου. αυτό πάνω στις φτερούγεςτου μετέφερε πάντα εμένα.
ΠΈΤΑΝΙΝ ΛΑΦΡΎτσΚΑ,
ιΆΝ ΤΥ ΠΛΊ ΣΤ ΑΈΡΑ…
ΚΣέβΑΝΙ ΧΑΡςΎ-ΜΑΣ
ΠΉΡΑΝ-ΔΥ ΧΤΑ ςέΡΑ-Μ…
πετούσε τόσο ελαφρά! σάν το πουλί στον αέρα… βγήκανε (=εμφανίσθηκαν κάποιοι) αντίκρυμας, το πήραν απο τα χέριαμου.
ΠΆΓΥ ΛΌΝ ΤΑ ΞΌΛιΑ,
ΝΔΥ βΑΡΉ Ν ΚΑΡδΊιΑ.
ΦέΝΓΚΥΣ ΣΆΧΚΑ, ΣΆΧΚΑ
ΚΣέΝ ΠΆΧ Τ ΣΗΝΙΦΉιΑ.
πορεύομαι ίσα μές τις εξοχές, με βαριά την καρδιά. το φεγγάρι ωραία, ωραία, βγαίνει απο τη συννεφιά.
ΦΥΣΑΡΆιΣΗΝ ΈΜΒΡΥ-Μ,
ΧΑΡΑΤΆς ΜεΓΆΛΟ…
ΣΜΆ, ΤΥςΝΈΦΤΙΝ, ΣΤΊΚΗΤ, (ΤΥςΝΈΦΤΙΝ =έγινε λυπημένο, αλλα εδώ θα ταίριαζε στα συμφραζόμενα η σημασία του τουρκ. |ΔΥς|- =έπεσε, δηλαδή σάν απο τον ουρανό. θεωρώ πως σκοπιμα γίνεται αντίθεση: φωτεινός φάνηκε ο βράχος, με σκοτεινό πρόσωπο το άλογο)
ΤΥ ΝΑΜΛΊδΚΥ-Μ Τ ΆΛΓΥ.
φωτεινή εμφανίστηκε μπροστάμου βραχώδης πλαγιά… κοντά (εκεί) φάνηκε λυπημένο, στέκεται, το ξακουστόμου το άλογο.
ΤΥ ΔΑΎς-Μ ΤΌ ΉΚΣΗΝ,
ΧΆΡΑΝΙ ΤΑ ΜΆΤιΑ-Τ.
ΧΎΝΣΗΝ ΠΉΡΗΝ ΜέΝΑ,
ΠΆΣ ΧΥΡΣΆ-Τ ΧΑΝΆΤιΑ.
την φωνήμου αυτό άκουσε, χάρηκαν τα μάτιατου. όρμησε με πήρε πάνω στις χρυσές φτερούγεςτου.
ΚΗ ΔζΥΝΆιΣΗΝ Τ ΆΛΓΥ-Μ,
ΠέΣ Τ ΣΚΥΤΝΊιΑ ΜΛΌΘΑΜ…
…ΠΆΛ ΚΑΡδΊιΑ-Μ ΧΆΡΗΝ,
ΠΆΛ ΧΑΡΆ ιΥΜΌΘΙΝ!
και ξεκίνησε το άλογομου, μές τη σκοτεινιά χαθήκαμε… …πάλι η καρδιάμου χάρηκε, πάλι χαρά γέμισε!
22.ΧΙ.1973 (ο Λ. Κυριάκοβ έχει δημοσιεύσει στα Ρωσικά βιβλίο με τίτλο «ΚΟΝ\ ΜΟιΑ ΖΛΑΤΟΚΡΗΛ\Η» =το άλογομου το χρυσόφτερο)
ΑιΆΝΙΤΥ ΗΡΆ
ΌΚΣΥ ΧΤ ΧΌΡΑ ΚΛΙιΥΜέΝΣΑ, κλαιομένη.
βΡΑδΜεΡΉ ΖΑΜΆΝ ΠΗΧΤΆ,
ΑΝ ΤΑ ΜΆβΡΑ ΦΥΡΗΜέΝΣΑ,
ΓΌ ΔΡΑΝΎ ΗΣΑΝ ΠΡΑΤΆ. εγώ βλέπω μιά (γυναίκα να) περπατά.
έξω απο το χωριό μιά γυναίκα που κλαίει, την ώρα που βραδιάζει συχνά, στα μαύρα ντυμένη βλέπω κάποια να περπατά.
ΤΥ ΞΗΡΆιτσ ΈΝ ΣΥΦΡΗιΆΡΚΥ,
ΜιΆΖ ΟΚΌΠΗΣ ΔΥΓΚΥςΉ…
ΧΑΜΒΥΡιΆΡΣΑ ΚΗ ΞΑΛιΆΡΣΑ,
ΧΠΆ ΑΠέΣΥτσ ΜΌΝΥΤ ΠςΉ.
το πρόσωπότης είναι ζαρωμένο, μοιάζει με χαρακώματα του πολέμου. καμπουριασμένη και ασπρομάλλα, χτυπά μέσατης μόνητης η ψυχή.
ΤΊ ΧΑΔΡέβ δΌ ΜΚΥΤεΡΉτσΑ (νοικοκυρίτσα)
ΤΊΤΚΥ ΌΡΑ βΡΑδΜεΡΉ?
Άιτσ ΝΑ ΝιΆςΚΗΤ, βΆι ΜΑΝΊτσΑΜ,
ΈΝΑ ΜΆΝΑ ΤΈΚ ΠΥΡΉ.
τί γυρεύει εδώ η μικρόσωμη γυναίκα τέτοια ώρα βραδινιάτικα; έτσι να νοιάζεται (άχ μανούλαμου!) μιά μάνα μόνο μπορεί.
…ΉΤΥΝ ΠΆΛ ΑΤΊΤΚΥ ΌΡΑ,
ιΌ-τσ ΝΤΑ δΆιΝ ΝΑ ΔΥΓΚΥςέΠΣ…
ιΆΝ ΤΥ ΔζΚΆΡ, ΑΠΉΣΥ ΣΤ ΧΌΡΑ
ΚΆτστσΗΝ ΉΛιΥΣ ΝΑ βΑΣΛΈΠΣ.
ήτανε πάλι τέτοια ώρα, ο γιόςτης όταν πήγαινε να πολεμήσει… σάν συκώτι, πίσω στο χωριό, χαμήλωσε ο ήλιος να βασιλέψει.
ΑΠ ΑδΌ ΑΤΌΣ ΔζΥΝΆιΣΗΝ,
ΝΤΑ ΠεδΊιΑ ΛΌΝ Τ ΑΖΆΝ. (ΑΖΆΝ σημαίνει χωράφια, καλλιεργημένη γή. κατα τη γνώμημου η λ. είναι η σουμερική «azaŋ» που ακόμη παλαιότερα ήταν «azap» ή «azop», διατηρήθηκε όπως και πολλές άλλες σουμερικές λέξεις σε μιά ευρεία έκταση γύρω απο την Μεσοποταμία).
ΝΎΝΖΗΝ ΣΌΛΣ ΔΥςΜΆΝΣ ΝΑ ΧΆΣΗΝ
ΚΗ ΝΑ ΉΡΣΗΝ ΑΝ ΤΥ ΣΆΝ. (san) τιμή.
απο’δώ αυτός ξεκίνησε μαζί με τα άλλα παιδιά το δρόμο μέσα απο τα χωράφια. λογάριαζε όλους τους εχθρούς να αφάνιζε και να επέστρεφε με τιμή.
ΝΑ ΗΡΉΣ ΤΌΣ τΉςΗΝ ΌΡΖΜΥ,
ΉΡΤΙΝ ΤΈΚ ΧΑΠΆΡ ΠΗΚΡΌ:
ΑΣ Ν ΠΑΤΡΉδΑ, ΑΣ ΤΥΝ ΚΌΖΜΥ
δΌΚΗΝ Ν ΠςΉ-Τ ΤΥ ΑΚΗΡβΌ.
να γυρίσει αυτός δέν είχε ορισμό (=μοίρα), ήρθε μόνο είδηση πικρή: στην πατρίδα, στο λαό, έδωσε την ψυχήτου την ακριβή.
ΜΑ τΉ ΠΣΤΈβ-ΤΥ ΌΣ ΑΤΌΡΑ:
ΜΆΝΑ τέΤΙ ΚΗ ΜΑΝΊΖ…
ΠΆΝΔΑ ΚΖέΝ ΠΆι ΌΚΣΥ ΧΤ ΧΌΡΑ,
ΣΜΆ ΣΤ ΥΒΆ ΤΥΝ ιΌ-τσ βΗΓΛΊΖ…
αλλα δέν το πιστεύει ώς τώρα η μάνα, καίγεται και παραφέρεται… πάντα βγαίνει έξω απ’ το χωριό, κοντά στο λόφο τον γιότης (να δεί) κοιτάζει…
25.ΧΙ.1973 σελίδα77
ΚΑιΜέΝΣΑ
η καημένη γυναίκα
ΣΜΆ ΣΤ ΣΥΒΆ-ΤΙΝ ΚΆΘΙΤ ΤΊΝΞΚΑ,
ΧΤΥ ιΑΛΊ τΉ ΠέΡ ΤΑ ΜΆΤιΑ-τσ.
ΠΌΝΥ ΜέΓΑ Ές ΚΗ ΠΉΚΡΑ,
ΧΤΑ ΜεΓΆΛΝΑΝ ΤΑ ΗβΛΆΤιΑ-τσ.
κοντά στη σόμπατους κάθεται σιωπηλά, απο το τζάμι δέν παίρνει τα μάτιατης. πόνο μεγάλο έχει και πίκρα απο τότε που μεγάλωσαν τα παιδιάτης.
ΈΝΑ τΉςΗΝ - ΠεΝΔΙ ΔΆΜΑ, πέντε
ΑΣ ΤΥ ΖΉΣΜΥ-τσ ΤΙ ΥΣΤΡΆιΣΗΝ,
ΉςΗΝ ΘΆΡΥΣ, ΝΔΑ ΗΡΝΆ ΤΙ,
Χ ΠεΝΔΙ – ΉΣ-ΤΙΝ ΝΑ ΤΙΝ ΔΡΆΝΣΗΝ.
ένα δέν είχε – πέντε μαζί στη ζωήτης αυτή η γυναίκα ανάθρεψε, είχε ελπίδα, όταν γεράσει, απο τα πέντε ένατους να την κοίταζε (=να την φρόντιζε).
ΧΤΥ ΝιΑΖΜΌ ΚΗ ΑΧ Τ ΚΑιΜΆδΑ,
ΧΤΥ ΖΑΜέΤ ΚΗ ΑΧ ΤΑ ΠΌΝιΑ, απο τον κόπο
ΤΗΚΑΤΕΣΥΣΗΝ ΝΑ δΊ-ΠΑ,
ΤΊΓΛΑ ΠέΡΑΣΑΝ ΤΑ ΧΡΌΝιΑ.
απο την έγνοια και απο τον καημό, απο τον μόχθο και απο τους πόνους, δέν πρόλαβε ούτε να δεί πώς πέρασαν τα χρόνια.
ΉΣ-ΤΙΝ, ΉΣ-ΤΙΝ, ΤΊ ΔΑΓΛΈΦΤΑΝ,
δΆβΑΝ Χ ΜΆΝΑ-ΤΙΝ Τ ΦΥΛΈιΑ.
ΦΉΚΑΝ-ΤΙΝΑ ΜέΣΑ ΣΤ ΣΤΡΆΤΑ,
ΚΗ τΉ ΚΛΌΘΝΙ ΤΌ ΜΑΡέιΑ.
ένας – έναςτους, αυτοί σκορπίσθηκαν, έφυγαν απο της μάναςτους τη φωλιά. την άφησαν στη μέση του δρόμου και δέν γυρίζουνε σ’αυτό το μέρος.
Τ δΊΝΑ-τσ ΚΌΠΗΝ, ΚΑΤΙΛΊΣΤΙΝ, (κατελύθη)
ΤΑ ΜΑΛΊιΑ-τσ ΧΥΡΥβιΆΣΑΝ… (QΟΥΡΟΥ; =ξερό)
ΚΑΡδΑΚΎτσΚΑ τΉ ΜΗΤΡΎΝ-ΔΙΝ,
ΚΣέΝΑ ΜΚΡΆ ΑΤΊΝΑ ΧΡΆΣΤΑΝ?
η δύναμητης κόπηκε, καταλύθηκε, τα μαλλιάτης μαράθηκαν… τα ολόδικατης δέν την λογαριάζουν, τα ξένα παιδιά ανάγκη θα την έχουν; (τα ξένα παιδιά θα νοιαστούν γι’αυτήν;)
10.02.1974
ΣΟΛΔΆΤ ΤΥ ΜΟΝΟΛΌΓ
(βΑΡΗΑΝΤ) παραλλαγή (με το ίδιο θέμα γράφηκε και άλλο ποίημα πιό πάνω)
ςΗΝΓΚΛΈβ, τΉ Τ\ΜΆΤΙ ΌΣ ΑΡΓΌΣ,
Τ ΑΓΑΠΗΜέΝΥ-Μ Τ ^ΥΚΡΑΉΝΑ…
ΔΡΑΝΎ ΓΟ ΠΆιΤΑ ΠΗΣΑΛΊΝΑ,
ΤΑ τΉΜΑΤΑ-Τ ΝΑΜΛΊδΣ ^ΔΝΗΠΡΌΣ.
διασκεδάζει, δέν κοιμάται ώς αργά η αγαπημένημου η Ουκρανία… βλέπω, τα πηγαίνει το ένα πίσω απο το άλλο τα κύματατου ο ξακουστός (ποταμός) Δνείπερος.
ΓΟ ΣΤΊΚΥΜ Σ ΠΥΤΑΜΉ Τ ιΑΓΆ
ΚΗ ΤΥ δΙΚςΌ ΤΥ ιΆΡ βΗΓΛΊΖΥ.
ΓΟ ΉΡΤΙΝ ΡΆΣΤ δΌ ΝΑ ΗΡΉΖΥ,
ΠΥ τΉΜΝΙ ΆΡΤΑ ΧΤΑ ΓΥΡΓΆ.
στέκομαι στου ποταμού την όχθη και τον δεξιότου γκρεμό (=απόκρημνη όχθη) κοιτάζω. το έφερε η συγκυρία εδώ να γυρίσω, όπου δέν ήμουν πιά (=δέν είχα έρθει) απο παλιά.
ΑδΌ ΒΗΛΝΆδΚΥ ΌΛΥ ΈΝ,
ΑδΌ, ΠΥ ΤΡΆΝΔΑ ΧΡΌΝΣ ΑΠΉΣΥ,
ΠΥ ΒέΚΚΑ δΡΆΧΤΑΜ ΚΗ ΠΚΑΝΊΣΤΑΜ (pek= άγριο, βίαιο, υπερβολικό)
Ν ΔΥςΜΆΝΣ-ΦΑςΉΣΤΣ ΚΑΤΑΡΑΜέΝΣ!
απο εδώ καλά φαίνεται όλος ο τόπος, εδώ όπου τριάντα χρόνια πρίν βίαια πιαστήκαμε και χτυπηθήκαμε με τους εχθρούς, τους φασίστες τους καταραμένους!
Π ΑδΌ ΝεΜέτσΚΗ ΠΥΛεΜιΌΤ
ΤΌΤ ΠΚΆΝΖΗΝ – ΦέΝΙΤΙ-ΜΗ ΚΌΜΑ,
ΤΥ ΔζΆΠ ΑΤΎΤΥ ΛΊΚΗ ΣΤΌΜΑ, λύκου στόμα
ΘΑΡΉΣ-ΚΗ, ΜΉιΑΖΗΝ ΑΤΌΤ. (ομοίαζεν)
απο εδώ το γερμανικό πολυβόλο τότε χτυπούσε –μου φαίνεται ακόμα (=είναι στα μάτιαμου ακόμα)- το βραχώδες αυτό βουνό: λύκου στόμα, θαρρείς, έμοιαζε τότε.
ΑΦΌβΗΤ ΉΜΝΑΣ ΜΉΣ – ΚΑΡδΆΡ,
ΤΥ ΔζΆΠ ΝΑ ΠΆΡΥΜ ΉΧΑΜ ΌΡΖΜΥ.
ΠΥΛΊΣ, ΠΥΛΊΣ ΤΌ ΈΦΑιΝ ΚΌΖΜΥ…
δΌ ΠέΦΤ ΤΥΚΌΜ-ΠΑ ΤΥ ΠΑΛΚΆΡ.
άφοβοι ήμασταν εμείς, θαρραλέοι, το βουνό αυτό να πάρουμε είχαμε διαταγή. πολλούς, πολλούς αυτό έφαγε ανθρώπους… εδώ κείτεται και το δικόμου το παλληκάρι.
Τ ΑΓΑΠΗΜέΝΥ-Μ ΤΥ ΠΑΛΚΆΡ,
ΤΌΣ ΉΤΥΝ ΣΜΆ-Μ, ΤΌΣ ΠέΛΣΗΝ ΚΆΤΥ,
ΗΠΛΌΘΙΝ ΈΜΒΡΥ-Μ ΠΆΣ ΤΥΝ ΠΆΤΥ,
ιΆΝ ΞΑΛΙΜέΝΥ ΤΥ ΧΥΡΤΆΡ.
το αγαπημένομου το παλληκάρι, ήτανε κοντάμου, έπεσε κάτω, απλώθηκε μπροστάμου πάνω στη γή, σάν το (χτυπημένο=) κομμένο το χορτάρι.
ΤΌ ΉΤΥΝ ΦΥβΗΡΌ Τ ΗΡΆ-Τ,
ΔΥΓΜέΝΥΣ ΉΤΥΝ ΠέΣ ΤΑ ΜέΣΑ,
ΗΠΛΌΘΑ ΠΆΝΥ-Τ ΝΑ ΤΥ δΈΣΥ,
ΤΌ Τ ΌΡ ΈΣΠΑΣΗΝ ΣΝΑΡιΆΔ.
εκείνο ήταν φοβερό το τραύματου, χτυπημένος ήταν στη μέση (του σώματοςτου), ξαπλώθηκα πάνωτου να το δέσω (το τραύμα), εκείνη την ώρα έσκασε μιά οβίδα.
ΘΑΡΉΣ, ΚΑΝΊΣ ΑΝΔΥ ΞΑΚΎΞ,
ΑΠ ΠΉΣΥ ΔΌΚΗΝ-ΜΗ ΖΥΡΛΊδΚΑ,
ΤΥ ΝΎ-Μ ΓΟ ΧΆΣΑ, ΤΥ ΒΗΚΛΊδΚΥ,
ΝΑ ΤΥ ΑΝΓΚέΠΣ ΈΝ ΤΌΡΑ ΚΎΞ.
θαρρείς κάποιος με σφυρί απο πίσω με χτύπησε βίαια, το νούμου έχασα, την αίσθησημου, να το αναλογισθείς είναι τώρα δύσκολο.
ΝΔΑ ΉΡΤΙΝ ΛΊΓΥ ΤΥ ΔΑΓΆΤ-Μ,
ΤΑ ΜΆΤιΑ-Μ ΉΝΚΣΣΑ, ΔΡΆΝΣΑ ΛΌΡιΑ-Μ,
ΣΤ ΑβΛΆΧ ΠέΦΤ ιΌ-Μ, ΧΤΑ ΜέΝΑ ΧΌΡιΑ
ΚΗ ιΑΝΑςΆΤ-Τ ΤΥ ΑβΤΟΜΆΤ-Τ.
όταν ήρθε λίγο η αντοχήμου τα μάτιαμου άνοιξα, κοίταξα γύρω, σε απόσταση κείτεται ο γιόςμου, απο μένα χώρια, και δίπλατου το αυτόματοτου.
βΆι, ΆΓΡΑ ΌΡΗΣ ΔΥΓΚΥςΉ!
ΠΆΣ ΤΑ ΝΑΝΚΎΣ-Μ ΞΆΧ ΣΜΆ-Τ ΤΡΑβΉΘΑ.
ΗΠΛΌΘΑ ΠΆΝΥ-Τ ΦΚΡΉΘΑ, ΦΚΡΉΘΑ,
ΜΑΝΊτσΑ-Μ ΜΆΝΑ! τές ΤΌΣ ΠςΉ…
ώ, άγριες ώρες του πολέμου! πάνω στην κοιλιάμου (έρποντας) μέχρι κοντάτου πήγα, ξαπλώθηκα πάνωτου, προσπάθησα να ακούσω, να ακούσω, μανούλαμου μάνα! δέν έχει αυτός ψυχή!
…ΘΑΡΉΣ, ΤΑΡΠΉΘΙΝ ΥΡΑΝΌΣ,
βΡΥςΉΣ τΉ ΣΤΊΚΗΤ ΚΆΝΑ ΌΡΑ…
ΤΊ ΌΡΗΜΑ ΔΡΑΝΆ ΑΤΌΡΑ,
ΚΥΡΜέΝΣΑ ΜΆΝΑ-Σ, ΌΣ ΑΡΓΌΣ,
…θαρρείς τρυπήθηκε ο ουρανός, η βροχή δέν σταματάει καθόλου… τί όνειρο βλέπει τώρα η κακομοίρα η μάνασου; ώς αργά
ΤΊ ΠδΙΝΑ ΚΆΘΙΤ, ΝΑΣΤΙΝΆΖ,
ΚΥΝΌΝ ΣΤΙ ΜΆΣ τΗΜΌΝΥ δΆΚΡΥ… κενώνει
ΝΥΝΊΖ, ΘΑ Ές ΚΑΜΉιΑ ΆΚΡΑ,
ΝΑ ΈΡΤ τΗΡΌΣ ΝΑ δΊ ΤΙ ΜΆΣ.
αυτή κάπου κάθεται, αναστενάζει, χύνει, για μάς ακριβώς, δάκρυ… σκέφτεται: θα έχει κανένα τέλος (ο πόλεμος), να έρθει καιρός να δεί αυτή εμάς;
ΣΤΙ ΜέΝΑ ΜΆβΡΣΗΝ ΥΡΑΝΌΣ,
ςΞΥΠΆΧΤΙΝ ΜΆβΡΥ ΣΥΝΙΦΉιΑ…
ΑΠέΣΥ-Μ τέΤΙΝΔΥΝ ΦΥΤΊιΑ,
ΤΑ ΜΆΤιΑ-Μ ιΆΛΖΑΝ ΛΊΓΥΣ ΦΌΣ.
για μένα μαύρισε ο ουρανός, καλύφθηκε (με) μαύρη συννεφιά… μέσαμου έκαιγε φωτιά, τα μάτιαμου γυάλιζαν δίχως φώς.
…τΉ ΠέΡΝΙ ΠΉΣΥ, ΠΆΛ ΔΥςΜΆΝ,
ΧΥΛΔΆιΣΑΝ ΈΡΚΝΙ, ΆΓΡΑ ΧΛΊΖΝΙ,
ΤΑ ΤΆΝΚΗΣ-ΤΙΝ ΠΥΧΝΥβΥΛΊΖΝΙ, (πουχνο-βολίζουν=) βγάζουν ατμό, σηκώνουν σκόνη
τΉ ΦέΝΙΤ ΤΊΠΥΣ, ΤΌΣ-ΤΥΜΆΝ. δέν φαίνεται (τίποτες=) τίποτα, (μόνο) (toz duman=) σκόνη και καπνός.
…δέν κάνουνε πίσω, πάλοι οι εχθροί επιτέθηκαν έρχονται, άγρια φωνάζουνε, τα τάνκςτους σηκώνουν σκόνη, δέν φαίνεται τίποτε (παρα μόνο) σκόνη και καπνιά.
ΝΑ ΜΉ ΝΥΝΊΖΣ, ΔΥςΜΆΝΥ ΣΉ,
ΝΑ ΠΆιΣ ΚΗ <ΣΗ> τιΆΛΥ ΠέΣ Τ ΡΟΣΣΉιΑ!
ΚΗ ΡΆΝΤΣΑΝ ΣΚΌΘΑΝ ΤΑ ΠεδΊιΑ,
ΤΊΣ ΠΌΡΝΙΝ ΜΌΝΥ ΝΑ ΣΚΥΘΊ…
να μή λογαριάζεις, εχθρέ εσύ, να πάς κι άλλο μέσα στη Ρωσία! και πετάχτηκαν σηκώθηκαν τα παιδιά, όποιοι μπορούσαν, μόνο, να σηκωθούν…
ΤΊ ΠΌΡΝΑ ΓΌ ΝΑ ΚΆΜΥ ΤΌΤ?
ΑΝΔΥ ΠΗΚΡΌ, βΑΡΉ Ν ΚΑΡδΊιΑ,
ΔζΥΝΆιΣΑ ΈΜΒΡΥ ΝΔΑ ΠεδΊιΑ
Α ιΌ-Μ, ιΌ-Μ ΠέΜΝΙΝ ΜΑΝΑΧΌΤ…
τί μπορούσα εγώ να κάνω τότε; με πικρή, βαριά την καρδιά κίνησα εμπρός με τα παιδιά ενώ ο γιόςμου… ο γιόςμου έμεινε μοναχόςτου…
ΤΥΝ ιΌ-Μ ΟΤ ΧΆΣΑ ΓΌ τΉ ΠΣΤΈβΥ
ΚΗ ΤΈΚΑΣ ΠέΡΑΣΗΝ τΗΡΌΣ,
ΑΣ ΣΤΡΆΤΑ ΓΆΛιΑ-ΓΆΛιΑ ΚΣέβΑ
ΚΗ ΉΡΤΑ δΌ, ΠΥ ΠέΦΤ ΑΤΌΣ…
τον γιόμου οτι έχασα δέν πιστεύω. και παρόλο που πέρασε καιρός, στο δρόμο σιγά σιγά βγήκα και ήρθα εδώ όπου κείτεται εκείνος…
ΤΙΜΉΖΚΥ ΉΛιΥΣ ΠΛΈβ ΥΣΆΛΚΑ,
ΚΗ ΥΡΑΝΌΣ ΈΝ ΚΑΤΙΝΌ…
ΜΑ, ΠΡέΠΝΑ, ΚΌΜΑ ΡΥΜΑΤιΆΧΚΗΤ,
δΌ ιΌ-Μ, ΤΥ ΠιΆΣΜΥ-Τ ΤΥ ΣΤΕΡΝΌ.
καθαρός ήλιος κολυμπά απαλά, και ο ουρανός έχει έντονο φώς… μα πρέπει ακόμη να ονειρεύεται εδώ ο γιόςμου τη μάχητου τη στερνή.
ΚΗ ιΌΧΣΑΜ ΚΣΉΠΑΣΑΝ ΤΑ ΠΛΊΞΑ,
ΤΥΝ ΉΠΝΥ-Τ ΘΑΝΑΤΊ ΤΥΚΌ-Τ?
Τ\ΜΉΘ, ΤΥ ΠεδΊ-Μ, ΑΣ Τ ΝΑΚΑΤΊιΑ,
ΜΉΣ ΉΝΚΣΑΜΗ ΔΥςΜΆΝΣ ΑΤΌΤ.
και μήπως τάραξαν τα πουλάκια τον ύπνο του θανάτου τον δικότου; κοιμήσου, παιδίμου, μές την αναταραχή εμείς νικήσαμε τους εχθρούς τότε.
ΦΑςΉΣΤΣ ΟΛΣ ΧΆΣΑΜ ΠΆΧ ΤΥ ΠΆΤΥ,
Σ ΑΤΌ τΉ ΧΉιΠΣΑΜ δΊΝΑ ΜΉΣ.
ΗΣέΝΚΑ Τ\ΜΉΘ, ΝΔΥ ΜέΓΑ βΆΡΥΣ,
ΑΧ Τ ΜΆΝΑ-Σ ΆΠΑΡ ΠΥΛΑΣΉΣ.
τους φασίστες όλους τους αφανίσαμε απο την γή, σ’ αυτό δέν λυπηθήκαμε (=δέν τσιγκουνευτήκαμε) δυνάμεις εμείς. γαλήνια κοιμήσου με το μεγάλο βάρος (=που κουράστηκες στη μάχη), απο τη μάνασου πάρε χαιρετίσματα.
ΤΊΚΜΗΛ ΧΤΑ ΠΌΝιΑ ΚΑΤΙΛΊΘΙΝ,
ΝΑ ΖΉ Σ ΑΤΊΝΑ τέΝ ΧΥΛΆι,
ΜΑ ΝΑ Σε ΦΛΆΚΣ ΤΊ ΠΆΛ τΉ ΠΣΤΆΘΙΝ:
τΉ ΠΣΤΈβ ΤΥ ΣΚΌΤΥΜΑ-Σ ΚΗ ΦΛΆι…
τελείως απο τους πόνους καταλύθηκε, να ζεί: γι’αυτήν δέν είναι εύκολο, αλλα να σε περιμένει αυτή ωστόσο δέν κουράστηκε: δέν πιστεύει πως σκοτώθηκες και περιμένει…
25.05.1974 σελίδα81
ΚΡεΜΉςΚΝΙ ΤΑ ΦΉΛΑ
ΤΑ ΦΉΛΑ ΚΡεΜΉςΚΝΙ,
ΣΑΡέιΑ, ΣΑΡέιΑ…
ΤΑ ΠΛΊιΑ ΠεΤΎΝΙ
ΚΗ ΠΆΓΝΙ βΑΘέιΑ…
τα φύλλα πέφτουνε, κίτρινα, κίτρινα… τα πουλιά πετούνε και πηγαίνουν στα ενδότερα…
ΞΥΠΛΆΧΚΑ ΞΑΤΆΛιΑ
ΣΑΛΈΦΚΝΙ ΧΤ ΑΈΡΑ,
ΘΑΡΉΣ, ΠΑΡΓΥΡΉςΚΝΙ
ΟΤ ΧΆΛΑΣΗΝ ΜέΡΑ.
γυμνές διχάλες (= άφυλλα διχαλωτά κλαδιά) σαλεύουν απο τον αέρα, θαρρείς ψιθυρίζουν (=γκρινιάζουν) που χάλασε η μέρα (=ο καιρός).
ΤΑ ΦΉΛΑ ΚΡεΜΉςΚΝΙ,
ΠεΤΎΝΙ, ΠεΤΎΝΙ…
ΘΑΡΉΣ-ΚΗ, ΤΑ ΧΡΌΝιΑ-Μ,
ΠεΡΝΎΝΙ, ΠεΡΝΎΝΙ…
τα φύλλα πέφτουν κάτω, πετούνε, πετούνε… θαρρείς και είναι τα χρόνιαμου, περνούνε, περνούνε…
ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ 28.ΧΙ.1974 σελίδα82
ΣΚΥΤΥΜέΝΣ
ΤΑ ΠΎΛΗΣ ΑΚΆΤΥ ΣΑΣ ΚΡέΜΖΑΝ
ΚΗ ΣΉΣ τΉ ΜΑΝΓΚΡΆβΗιΤ ΧΤΥΝ ΠΌΝΥ.
ΖΔΑΝΊ ΤΙΝΑ ΉΜΝΑΣ – ΠΥΛΈΜΖΑΝ,
ΝΑ ΧΆΣΥΜ ΔΥςΜΆΝ ΝΎΝΖΑΜ ΜΌΝΥ.
οι σφαίρες κάτω σας έριχναν και σείς δέν κραυγάζατε απο τον πόνο. όσοι απο μάς ήταν ζωντανοί, πολεμούσαν, να αφανίσουμε τον εχθρό σκεφτόμασταν μόνο.
ΠΚΑΝΖΜΌ ΉΤΥΝ ΝΊΧΤΑ ΚΗ ΜέΡΑ –
ΜΉ τΉΧΑΜ τΗΡΌ ΝΑ ΣΑΣ ΦΛΆΚΣΥΜ…
ΠΑΡΆΧΥΝΑΜ ΣΑΣ ΛΊΓΥ ΣΤΈΡΑ, λίγο ύστερα
ΝΔ ΑΞΌβ, ΝΔΥ ΚΑιΜΌ, ΛΊΓΥΣ ΚΛΆΠΣΜΥ… οργή
η σύγκρουση ήταν νύχτα και μέρα – μα δέν είχαμε καιρό να σας περιμένουμε… σας θάβαμε λίγο ύστερα, με οργή, με καημό, χωρίς κλάμα.
…ΤΥΝ ΆΧΤΥ ΔΥζΜΆΝΥ ΑΧΤΡΆΜΣΑΜ,
ΤΥ ΖΉΣΜΥ-ΜΑΣ ΠΆΛ τιΥΝΥΡιΌΘΙΝ.
ΤΑ ΆΓΡΑ ΔΑΎςΑ ΤΙΝΞΛΆιΣΑΝ,
ςΗΝΓΛΆιΜΥ ΤΥ ΖΉΣΜΥ ιΥΜΌΘΙΝ.
τον ανήλεο εχθρό ανατρέψαμε, η ζωήμας πάλι ανανεώθηκε. οι άγριες φωνές ησύχασαν, διασκέδαση η ζωή γέμισε.
ΜΑ τέςΗΤ ΣΤΑ ΜέΝΑ ΖΜΥΝΊιΑ –
ΝΥΝΊΖΥ-ΣΑΣ ΓΌ ΛΊΓΥΣ ΆΚΡΑ,
ΧΤΑ ΤΌ ΠΥΝΙςΚΆΤΙ ΚΑΡδΊιΑ-Μ
ΚΗ ΡέΓΝΙ δΑΦΤΆ-ΤΙΝ ΤΑ δΆΚΡΗΣ.
μα δέν έχετε για μένα λησμονιά: σας σκέφτομαι εγώ χωρίς σταματημό, απο αυτό πονά η καρδιάμου και τρέχουνε απο μόνατους τα δάκρυα.
…ΤΥ ΖΉΣΜΥ ΔΡές ΈΜΒΡΥ, τές ΦΛΆΚΣΜΥ,
ΥΤΡΆΧΤΥ <ΥΡΤΆΧΥ>, ΣΜΆ-Μ ΚΆτσ ΣΤ ΑβΌΡΑ:
ΜΉΣ τΉΧΑΜ τΗΡΌ ΤΌΤ ΝΑ τσ ΚΛΆΠΣΥΜ –
ΆΣ ΚΛΆΠΣΥΜ, ΑΣ τσ ΚΛΆΠΣΥΜ ΑΤΌΡΑ.
η ζωή τρέχει μπροστά, δέν έχει αναμονή. συνάδελφε, κοντάμου κάτσε στον καθαρό αέρα: εμείς δέν είχαμε καιρό τότε να τους κλάψουμε – άς κλάψουμε, άς τους κλάψουμε τώρα.
15.04.1975 σελίδα 83
ΠΆΝΔΑ-ΠΑ ιΆς
ΠΆΧ Τ ΝΥΝΈιΑ<ΓΥΝΈιΑ>, ΠΆΧ ΤΥ ΦΌΤΟ
ιΆςΣ ΣΟΛΔΆΤΣ βΗΓΛΊΖ.
ΛέΝΤΑ ΚΌΤ\ΝΥ, ΛέΝΤΑ ΜΆβΡΥ
Τ ΡΆΜΚΑ-Τ ΑΝΓΚΑΛΊΖ. (rahm) κορνίζα
πάνω απο τον τοίχο, πάνω απο τη φωτογραφία, ένας νεαρός στρατιώτης κοιτάζει. κορδέλα κόκκινη, κορδέλα μαύρη, την κορνίζατου αγκαλιάζει.
ΑΝΙΠςΌ-τς τΉ ΠέΡ ΑΠΉΣΥ,
Ν ΒΆΒΑ-Τ ΤΥΡΤΑΛΈβ:
- ΤΊΣ ΈΝ ΤΎΤΥΣ ΠΆΣ ΤΥ ΦΌΤΟ? –
ΝΑ ΤΥ ΜΆΘ ΗΡέβ.
ο εγγονός δέν κάνει πίσω, την γιαγιάτου ενοχλεί: «ποιός είναι αυτός στη φωτογραφία;» να το μάθει γυρεύει.
- ΤΌΣ ΈΝ ΠΆΠΥ-Σ ΚΑΡδΑΚΎτσΚΥΣ,
ΤΌΤ, ΣΤΥ ΧΉΡ-ΖΑΜΆΝ,
ΑΝ ΦΑςΉΣΤΣ ΠΚΑΝΊΣΤΙΝ ΒέΚΚΑ,
ΜΑ ΚΡΗΜΉιΝ ΣΤΑ ΖΆΝ… μέτωπο
αυτός είναι ο παππούςσου ο δικόςσου ο αγαπημένος, τότε, στη συντέλεια του κόσμου, με τους φασίστες χτυπήθηκε δυναμικά, άγρια, αλλα έπεσε στο έδαφος…
-ΠΆΠΣ ΖέΡ ΉΝΝΙ ΛΊΓΥΣ ΈΝιΑ,
τΉδΑ-τσ ΠΥ ΠΡΑΤΎΝ?
-ΤΊΤΚΥ ΚΌΖΜΥΣ, ιΆΝ ΤΥΝ ΠΆΠΥ-Σ,
ΤΊ τΉ ιΥΡΥΝΔιΎΝ.
-παππούδες δηλαδή είναι δίχως γένεια; δέν τους είδα (πώς είναι) εκεί που περπατούν; -τέτοιοι άνθρωποι, σάν τον παππούσου, αυτοί δέν γερνάνε.
ΤΊΓΛΥΣ ΉΤΥΝ ΠΆΠΥ-Σ ΉΚΥΣ, είκοσι (χρονών)
Άιτσ-ΠΑ ΠέΜΝΙΝ ΤΌΣ…
ΜιΓΑΛΈΝΣ, ΚΑΤΛΕΓΥ ΣΤΕΡΑ κάτι λίγο ύστερα
ΚΗ ΜΑΘΈΝΣ δΑΦΤΌ-Σ… και καταλαβαίνεις (=θα καταλάβεις)
τέτοιος που ήταν ο παππούςσου, είκοσι (χρονών), έτσι και έμεινε αυτός… θα μεγαλώσεις λίγο ακόμη και θα το καταλάβεις μόνοςσου…
ΑΝΙΠςΌ-τσ τΉ ΠέΡ ΑΠΉΣΥ –
Ν ΒΆΒΑ-Τ ΤΥΡΤΑΛΈβ… |ΤΟΡΤΑΛΑ|εύει
ΤΈΚΑΣ ΠέΡΑΣΑΝΙ ΧΡΌΝιΑ,
ΒΆΒΑ ΠΆΛ ΜΑΝΓΚΡΈβ. βογγάει (απο τον πόνο της ανάμνησης)
ο εγγονός δέν κάνει πίσω – την γιαγιάτου ενοχλεί… άν και περάσανε χρόνια, η γιαγιά πάλι στενάζει…
20.04.1975 σελίδα 84
(Το παρακάτω ποίημα μαζί με τα σχόλια διαμόρφωσα ώς εργασία για το περιοδικό ΠΑΛΙΜΨΗΣΤΟΝ, την οποία έστειλα 22/01/2007)
ΑΝΤΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗ ΡΩΜΑΙΪΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΖΟΦ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ
Απο γλωσσικής και λαογραφικής απόψεως το παρακάτω ποίημα δέν είναι απο τα πιό ενδιαφέροντα του Λεόντιου Κυριάκοβ, αλλα με αυτό θα ασχοληθώ σε αυτήν την εργασία διότι είναι ένα απο τα ελάχιστα ποιήματα που βρήκα στο διαδίκτυο στη Ρωμαίικη γλώσσα της Ουκρανίας (στην οποία θα αναφέρομαι μονολεκτικά ώς «Ρωμαίικη») και έτσι μπορώ να το παραθέσω όπως γράφηκε με το κυριλλικό αλφάβητο όπως εξ αρχής έως και σήμερα γράφεται η Ρωμαίικη. Μετά απο κάθε στίχο παραθέτω μεταγραφή με το σύστημα που χρησιμοποιώ για την πιστή απόδοση του Κυριλλικού με το ελληνικό αλφάβητο, και έπειτα «φωνητική αναβάθμιση» του στίχου ωστε ο αναγνώστης να αναγνωρίζει τις λέξεις ώς ελληνικές. Τις δάνειες λέξεις τις βάζω μεταξύ καθέτων γραμμών γράφοντας καί αυτές κατα βάσιν με το ελληνικό αλφάβητο. Είναι καλώς γνωστό πως το Κυριλλικό και το Λατινικό είναι και αυτά μορφές του ελληνικού αλφαβήτου, θεωρώ πως μπορούμε ελεύθερα να χρησιμοποιούμε γράμματα απο αυτά τα αλφάβητα όπου αυτό μας εξυπηρετεί. (Να μου συγχωρήσετε το κάπως ιδιάζον μονοτονικό σύστημα που χρησιμοποιώ, πιστεύω πως αυτό αποδίδει επακριβώς καί πρακτικώς την νεοελληνική προφορά. Επίσης, προς αποφυγή τυχόν παρεξηγήσεων: γράφω με μικρό το πρώτο γράμμα τα επίθετα παραγόμενα απο κύρια ονόματα, ενώ με κεφαλαίο όσα επέχουν θέση κυρίων ονομάτων ουσιαστικών).
Στο διαδίκτυο μπορεί να βρεί κανείς εκτενή εργασίαμου, που ακόμη συμπληρώνεται, όπου έχω μεταγράψει δίτομη ανθολογία ποιημάτων του Λ. Κυριάκοβ με τον τίτλο «ΚΑΛΥΣΗΝ» (Καλοσύνη): http://users.sch.gr/ioakenanid/leontijkyrjakov , όπου μπορεί κανείς να βρεί και όλες τις ηλεκτρονικές συνδέσεις σχετικά με το θέμα. Εκεί αναφέρομαι και στην ιστορία της Ρωμαίικης, που με λίγα λόγια έχει ώς εξής: η Ρωμαίικη στη σημερινήτης μορφή δημιουργήθηκε πάνω σε μιά βάση της «βόρειας Εύξεινης διαλέκτου» που υπήρχε στην Κριμαία απο τα αρχαία χρόνια, κατόπιν της εγκατάστασης εκεί πολλών προσφύγων απο τη Βόρειο Ελλάδα (κατα μία εκδοχή: απο την Ανατολική Θράκη) λίγο μετά την οθωμανική κατάκτηση. Εξ αιτίας της πρόσμιξης του πλήθους των βορειοελλαδιτών προσφύγων, η συντηρητικότατη αυτή ελληνική γλώσσα απέκτησε έντονη βορειοελλαδίτικη φωνολογία. Πολλά λεξικά δάνεια υπάρχουν απο την τουρκική γλώσσα της Κριμαίας (συντηρητική γλώσσα της νοτιοδυτικής ομάδας των τουρκικών γλωσσών), άν και σε πολλές περιπτώσεις η Ρωμαίικη χρησιμοποιεί ελληνικές λέξεις εκεί που η Κοινή χρησιμοποιεί δάνειες, π.χ. ουκνιάρς (οκνιάρης) αντί του αραβοτουρκικού τεμπέλης, τσλίδ (τσιλίδι) αντί του ιταλικού φέτα. Πιθανόν να υπάρχουν στη Ρωμαίικη και κάποιες κρητικές επιδράσεις απο Κρητικούς που φημολογείται πως μετανάστευσαν στον Εύξεινο Πόντο στα χρόνια του βυζαντινού αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά.
Επίσης διάλεξα αυτό το ποίημα να παρουσιάσω, γιατί είναι απο τα πιό συγκινητικά του Λ. Κυριάκοβ, και αποδίδει τα γνήσια αισθήματα του ποιητή προς τον Γιώργη Κοστοπραβ, που κατα γενική ομολογία είναι ο μεγαλύτερος των Ρωμιών λογοτεχνών της Ουκρανίας, και συνάμα ο μεγαλύτεροςτους μάρτυρας, άν και σε εκατοντάδες ανέρχονται τα θύματα των Ουκρανιωτών Ρωμιών απο τις σταλινικές διώξεις. Ο Γ. Κοστοπραβ εκτελέσθηκε σε ηλικία 34 ετών στις 14/2/1937 χωρίς να έχει φταίξει τίποτε στο σοβιετικό καθεστώς. Την ίδια εποχή εκτελέσθηκαν όλοι οι σημαίνοντες στη δημόσια ζωή Ουκρανιώτες Ρωμιοί, μόνο ο Λ. Κυριάκοβ και ο Αντώνης Шαπουρμάς κατάφεραν να επιζήσουν γιατί ήταν τότε ακόμη πολύ νέοι – 18 ετών το 1937 ο Λ. Κυριάκοβ, είχε ωστόσο δημοσιεύσει αρκετά ποιήματα συνεργαζόμενος στο χώρο της Ρωμαίικης λογοτεχνίας με τον Γ. Κοστοπραβ, που ήταν ο συντονιστής όλων των Ρωμιών διανοουμένων. Έτσι καταλαβαίνουμε τα αισθήματα του Λ. Κυριάκοβ: απευθύνεται σε έναν ακριβότου προσωπικό φίλο, και συνάμα στον αδικοχαμένο ηγέτη μιάς μεγάλης άνθισης της Ρωμαίικης λογοτεχνίας, η οποία πολύ νωρίς κόπηκε βάναυσα απο την λαιμητόμο και την αγχόνη του σταλινισμού.
Παρόλο που η Ρωμαίικη λογοτεχνία κόπηκε τόσο νωρίς, έχει πολλά και λαμπρά έργα να επιδείξει, όλα δημιουργημένα με μιά γλώσσα ζωντανή, όλο χρώμα, όλο θέρμη, φτιαγμένη θαρρείς απο βράχο, απο χώμα, απο ήλιο, απο όλα τα στοιχεία της φύσης. Η Κοινή Νέα Ελληνική, όχι πως έχει μικρότερες ικανότητες, αλλα αισθάνομαι πως πολύ υστερεί σε εκφραστική δύναμη μπροστά στη Ρωμαίικη. Είναι όπως, ας πούμε, η Γαλλική σε σχέση με την Ισπανική ή την Ιταλική: πρόσφατα παρακολούθησα μιά παράσταση σχετική με την εκφραστικότητα της Γαλλικής: «άς νιώσουμε και άς οπτικοποιήσουμε τις λέξεις: στα Ιταλικά και Ισπανικά: una rosa. Στα Γαλλικά: une rose. Με αυτήν τη λέξη, «une rose!» προσφέρει κάποιος ολόψυχα ένα τριαντάφυλλο, ενώ με το «una rosa» διστακτικά κάνει να το προσφέρει, κάνει να απλώσει το χέριτου και αμέσως (με τη δεύτερη συλλαβή της κάθε λέξης) το τραβάει πίσω!». Κάπως αντίστοιχα λειτουργεί η Ρωμαίικη. Ας πούμε, πολύ ωραίο και σεμνό είναι να πούμε «αντίκρυσου, μπροστάσου, ενώπιονσου», αλλα πόσο μεγαλύτερη αμεσότητα και δύναμη έχει το Ρωμαίικο: ΧΑΡςΎ-Σ! Και πολύ εκφραστικό είναι το της Κοινής «τσούζει», αλλα πόσο πιό άμεσα και δυνατά τσούζει το Ρωμαίικο: ΞΎΖ! Για το πώς διαβάζεται η Ρωμαίικη γράφω αναλυτικά στον ιστότοπο που ανέφερα, λίγα πράγματα χρειάζεται να πώ εδώ, πρακτικώς είναι εύκολο να διαβάσουμε τη Ρωμαίικη σε αυτήν τη μεταγραφή άν έχουμε υπόψη πως Υ =ου, ς = (ш) ουρανικό συριστικό ευρέως γνωστό απο την Ποντιακή και απο τις κρητικές διαλέκτους, Ξ = (ч) πρόσθιο ουρανικό με έντονη δασύτητα παρόμοιο με το αγγλικό ch, τ ή Τ\ =πρόσθιο ουρανικό κ (όπως: κι, κε), Δ = «ντ» (D), Β = «μπ».
Λυπάμαι τόσο που αυτή η γλώσσα, φορέας ενός λίαν αξιόλογου ελληνικού πολιτισμού, σήμερα χάνεται, καθώς οι νεότερες γενιές δέν τη μιλούν. Ομως ακόμη κι άν πρόκειται να χαθεί, πρέπει να δημιουργηθεί και να αναρτηθεί στο διαδίκτυο ένα CORPUS της Ρωμαίικης λογοτεχνίας, δηλαδή το σύνολο των Ρωμαίικων λογοτεχνικών έργων, είτε καλής είτε κακής ποιότητας, και γενικά της όλης Ρωμαίικης πολιτιστικής δημιουργίας. Συνάμα, μιά ηλεκτρονική μηχανή μετάφρασης που θα αναγνωρίζει όλους τους τύπους που θα βρίσκονται σε αυτό το CORPUS. Δέν ζητώ να αποσχισθεί η περιοχή του Αζόφ απο την Ουκρανία, όπως ανυπόστατα κατηγόρησε ο Στάλιν τους Ρωμιούς οτι τάχα προσπαθούσαν να κάνουν. Προς τί; Οι Ρωμιοί με τους Ουκρανούς και Ρώσους είχαν πάντα τις πιό φιλικές σχέσεις που μπορούν να γίνουν μεταξύ ανθρώπων. Θέλω να μείνει ο ουκρανιώτικος Ελληνισμός εκεί που βρίσκεται, πάντα σε αρμονία με τους άλλους γείτονες που ζεί μαζί. Και παράλληλα, ζητώ να πράξουμε όλοι τα πάντα για να διατηρηθεί αυτό το τόσο θαλερό κομμάτι του ελληνικού πολιτισμού.
ГЕОРГИЙ КОСТОПРАВ
ΓεΌΡΓΗι ΚΟΣΤΟΠΡΑβ
(ΠΗΗΜΑ)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Георгий Антонович, ирта ста сена, ^ΓεΌΡΓΗι ^ΑΝΤΌΝΟβΗΞ, ΉΡΤΑ ΣΤΑ ΣέΝΑ, Γεώργιε Αντώνοβιч, ήρθα στα σένα,
Ас ту монументос ки стыкум харшу-с. ΑΣ ΤΥ ΜΟΝΥΜέΝΤΟΣ ΚΗ ΣΤΊΚΥΜ ΧΑΡςΎ-Σ. εις το |ΜΟΝΟΥΜΈΝΤΟ|σου και στήκομαι |QΑΡςΙ|σου.
Виглызу апану-с нду фтял алгимену, βΗΓΛΊΖΥ ΑΠΆΝΥ-Σ ΝΔΥ ΦτιΆΛ ΑΛΓΗΜέΝΥ, βιγλίζω επάνω-σου εν τω κεφάλι λυγημένο,
Апесу-м, кардъия-м эм теты ки чуз. ΑΠέΣΥ-Μ, ΚΑΡδΉιΑ-Μ ΈΜ τέΤΙ ΚΗ ΞΎΖ. απ’έσω-μου, καρδία-μου |hΕΜ| καίεται και чούζει.
Γεώργιε του Αντωνίου, ήρθα σε σένα, στο μνημείοσου, και στέκομαι ενώπιόνσου. έχω το βλέμμαμου πάνωσου με το κεφάλιμου σκυμμένο, μέσαμου η καρδιάμου καίγεται, και τσούζει.
1) Го стыкуми сма-с ки апану-с виглызу, ΓΟ ΣΤΊΚΥΜΗ ΣΜΆ-Σ ΚΗ ΑΠΆΝΥ-Σ βΗΓΛΊΖΥ, εγώ στήκομαι σιμά-σου και επάνω-σου βιγλίζω,
Тъарис-ки, с та матя-м си феныс зданос... ΘΑΡΉΣ-ΚΗ, Σ ΤΑ ΜΆΤιΑ-Μ ΣΉ ΦέΝΙΣ ΖΔΑΝΌΣ… θαρρείς και στα μάτια-μου σύ φαίνεσαι ζωντανός…
Апану-с иреву трагодъ на пширису, ΑΠΆΝΥ-Σ ΗΡέβΥ ΤΡΑΓΌδ ΝΑ ΠςΗΡΉΣΥ, επάνω-σου γυρεύω τραγώδι να επιχειρήσω,
Фувуми, то авр на ми нышкит аргос. ΦΥβΎΜΗ, ΤΟ ΆβΡ ΝΑ ΜΉ ΝΊςΚΗΤ ΑΡΓΌΣ. φοβούμαι το αύριο να μή γινίσκεται αργώς.
στέκομαι κοντάσου και έχω το βλέμμαμου επάνωσου, θαρρείς και, στα μάτιαμου εσύ φαίνεσαι ζωντανός… για σένα (με θέμα εσένα) προσπαθώ ένα τραγούδι να αρχίσω, φοβούμαι το αύριο μήν είναι αργά. (=φοβάμαι να το αφήσω για αύριο, γιατί τότε μπορεί να είναι πολύ αργά)
2) Ма пух го тян пяку ки пух тян пширису, ΜΑ ΠΎΧ ΓΟ τιΆΝ ΠιΆΚΥ ΚΗ ΠΎΧ τιΆΝ ΠςΗΡΉΣΥ, μα πούθε εγώ και άν πιάκω και πούθε και άν επιχειρήσω,
Нду дъакру н пиима-м тьа вген тараго... ΝΔΥ δΆΚΡΥ Ν ΠΗΗΜΑ-Μ ΘΑ βΓέΝ ΤΑΡΑΓΌ… εν τω δάκρυο την ποίημα-μου θα βγαίνει ταραγό…
От исны палкар-с, ан кардъия ту ису, ΟΤ ΉΣΝΙ ΠΑΛΚΆΡΣ, ΑΝ ΚΑΡδΉιΑ ΤΥ ΉΣΥ, οτι ήσουνε παλληκάρης, εν καρδία το ίσο,
X зданыс, препна, симур, тэк ксеру-ту го. Χ ΖΔΑΝΊΣ, ΠΡέΠΝΑ, ΣΉΜΥΡ, ΤΈΚ ΚΣέΡΥ-ΤΥ ΓΌ. εκ ζωντανοίς, πρέπει να, σήμερο, |ΤΕΚ| ξέρω-το εγώ.
μα απο όπου και άν πιάσω και απο όπου και άν αρχίσω, με το δάκρυ το ποίημα θα βγεί ανακατεμένο… που ήσουνα γενναίος, με καρδιά δίκαιη: απο τους ζωντανούς, πρέπει σήμερα μόνο να το ξέρω εγώ. (=απο όσους ζούν σήμερα, φαίνεται πως μόνο εγώ ξέρω πόσο ήσουν γενναίος και με πόσο δίκαιη καρδιά).
3) Пула дъина эвалыс, тиксирис ипну, ΠΥΛΆ δΉΝΑ ΈβΑΛΙΣ, τΉΚΣΗΡΗΣ ΉΠΝΥ, πολλά δύνα έβαλες, κί ήξερες ύπνο,
Си иревис т глосса румеку на зи. ΣΉ ΉΡεβΗΣ Τ ΓΛΌΣΣΑ ΡΥΜέΚΥ ΝΑ ΖΉ. σύ γύρευες τη γλώσσα Ρωμαίικο να ζεί.
Пулэмзис нда тыц си, тыс итуны итмус, ΠΥΛΈΜΖΗΣ ΝΔΑ ΤΊτσ ΣΗ, ΤΙΣ ΉΤΥΝΙ ΉΤΜΥΣ, πολέμιζες εν τα αυτοίς συ, τίς ήτονε έτοιμος,
Румеку т глоссия на вгал ан т арзи. ΡΥΜέΚΥ Τ ΓΛΟΣΣΉιΑ ΝΑ βΓΆΛ ΑΝ Τ ΑΡΖΉ. ρωμαίικο τη γλωσσεία να βγάλει εν τω ριζί.
πολλές δυνάμεις έβαλες, δέν ήξερες ύπνο, εσύ αγωνιζόσουν η γλώσσα η Ρωμαίικη να ζεί. πολεμούσες με εκείνους εσύ, καθέναν που ήτανε πρόθυμος (=ζητούσε ευκαιρία) τη Ρωμαίικη τη γλώσσα να την βγάλει με τη ρίζα (=να την ξερριζώσει).
4) Тымизка го тьелу на лэгу та иса, ΤΙΜΉΖΚΑ ΓΟ ΘέΛΥ ΝΑ ΛΈΓΥ ΤΑ ΉΣΑ, |ΤΕΜίΖ|ικα εγώ θέλω να λέγω τα ίσα,
Та тен куфа лоя, то ксер катъа ис, ΤΑ τέΝ ΚΎΦΑ ΛΌιΑ, ΤΟ ΚΣέΡ ΚΆΘΑ ΉΣ, αυτά κί ένι κούφια λόγια, αυτό ξέρει κάθε είς,
Си исны с румейс ки атора-па иси, ΣΗ ΉΣΝΙ Σ ΡΥΜέιΣ ΚΗ ΑΤΌΡΑ-ΠΑ ΉΣΗ, σύ ήσουνε εις Ρωμαίοις και ετώρα-πα είσαι
Ах ол-с ахилдарс, акирвос пиитыс!.. ΑΧ ΟΛΣ ΑΧΗΛΔΆΡΣ, ΑΚΗΡβΌΣ ΠΗΗΤΊΣ!... εκ όλοις |ΑQΙΛΔΑΡ|ης, ακριβός ποιητής!...
καθαρά εγώ θέλω να λέω τα δίκαια, αυτά δέν είναι κούφια λόγια, αυτό το ξέρει ο καθένας: εσύ ήσουν στους Ρωμιούς, και τώρα ακόμη είσαι, απο όλους ο πιό μυαλωμένος, ο πιό πολύτιμος ποιητής!
5) Прату го пес т хора-с ки ан т тъагмасия, ΠΡΑΤΎ ΓΟ ΠέΣ Τ ΧΌΡΑ-Σ ΚΗ ΑΝ Τ ΘΑΓΜΑΣΉιΑ, περπατώ εγώ απ’έσω τη χώρα και εν τη θαυμασεία
Прату ки виглызу т Харахла тукос... ΠΡΑΤΎ ΚΗ βΗΓΛΊΖΥ Τ ^ΧΑΡΆΧΛΑ ΤΥΚΌΣ… περπατώ και βιγλίζω τη Χαράχλα το δικό-σου…
Ати пу инытъис, пу иферис ия, ΑτΉ ΠΥ ΗΝΊΘΗΣ, ΠΥ ΉΦεΡΗΣ ΉιΑ, εκεί όπου εγεννήθης, όπου έφερες υγεία,
Пу тата-с ки мана-с тот дъокан-се фос. ΠΥ ΤΆΤΑ-Σ ΚΗ ΜΆΝΑ-Σ ΤΌΤ δΌΚΑΝ-Σε ΦΌΣ. όπου τάτα-σου και μάνα-σου τότε δώκαν-σε φώς.
περπατώ εγώ μές το χωριό-σου και με θαυμασμό, περπατώντας κοιτάζω τη Χαράχλα, το δικόσου χωριό… εκεί όπου γεννήθηκες, όπου δυνάμωσες, όπου ο πατέραςσου και η μάνασου τότε σου δώσανε φώς.
6) X тукос т мисарея го дъава лон т страта, Χ ΤΥΚΌΣ Τ ΜΗΣΑΡέιΑ ΓΟ δΆβΑ ΛΌΝ Τ ΣΤΡΆΤΑ, εκ το δικό-σου τη μεσαρέα εγώ διάβα ελαύνων τη στράτα,
Ки вретъа сма с спит-сас, с тукос харалды. ΚΗ βΡέΘΑ ΣΜΆ Σ ΣΠΉΤ-ΣΑΣ, Σ ΤΥΚΌΣ ΧΑΡΑΛΔΊ. και ευρέθα σιμά εις σπίτι-σας, εις το δικό-σου |QΑΡΑΛΔΙ|.
Го дранса апану, го дранса акату, ΓΟ ΔΡΆΝΣΑ ΑΠΆΝΥ, ΓΌ ΔΡΆΝΣΑ ΑΚΆΤΥ, εγώ ανατράνησα επάνω, εγώ ανατράνησα κάτω,
Ма лоу-па копии адъо хасхаты... ΜΑ ΛΌΥ-ΠΑ ΚΌΠΗΝ ΑδΌ ΧΆΣΧΑΤΊ… μα λόγο-πα εκόπη εδώ |QΑΣ-QΑΤΙ|…
απο τη δικήσου την κεντρική πλατεία εγώ πήρα το δρόμο και βρέθηκα κοντά στο σπίτισας, στο δικόσου το κατώφλι. Κοίταξα πάνω, κοίταξα κάτω, μα και η μιλιά (μου) κόπηκε εδώ κατάσκληρα (=τελείως).
7) Ти феныт нэ тата-с, ти феныт нэ мана-с, τΉ ΦέΝΙΤ ΝΈ ΤΆΤΑ-Σ, τΉ ΦέΝΙΤ ΝΈ ΜΆΝΑ-Σ, κί φαίνεται |ΝΕ| τάτα-σου, κί φαίνεται |ΝΕ| μάνα-σου,
Ти феныс ки си-па дъо эмбру ст авлыс... τΉ ΦέΝΙΣ ΚΗ ΣΉ-ΠΑ δΌ ΈΜΒΡΥ ΣΤ ΑβΛΊΣ… κί φαίνεσαι και σύ-πα εδώ έμπρο στη αυλή-σου…
Юмотьин кардъия-м ачёв эм ки гана, ιΥΜΌΘΗΝ ΚΑΡδΉιΑ-Μ ΑΞιΌβ ΈΜ ΚΗ ΓΆΝΑ, γεμώθη καρδία-μου |ΑΞΟΥβ| |hΕΜ| και γάνα,
От ишис вахтцизку графи и инытъис... ΟΤ ΉςΗΣ βΑΧΤτσΉΖΚΥ ΓΡΑΦΉ Η ΗΝΙΘΉΣ… οτι είχες |ΒΑhΤΣΙΖ|ικο γραφή εκ γενετής…
δέν φαίνεται ούτε ο πατέραςσου, δέν φαίνεται ούτε η μάνασου, δέν φαίνεσαι ούτε και σύ εδώ μπροστά στην αυλήσου… γέμισε η καρδιάμου οργή μαζί και θλίψη, γιατί είχες άτυχο γραφτό (=μοίρα) απο τότε που γεννήθηκες…
8) ...Вай, хроня, вай, хроня пула перазмена, βΆι, ΧΡΌΝιΑ, βΆι, ΧΡΌΝιΑ ΠΥΛΆ ΠεΡΑΖΜέΝΑ, βάι χρόνια, βάι χρόνια πολλά περασμένα,
А чалка угдъуинда пуру на нысту... Α ΞΆΛΚΑ ΥΓδΥΉΝΤΑ ΠΥΡΎ ΝΑ ΝΙΣΤΎ… hα |ΞΑΛ|ικα ογδοήντα μπορώ να γινιστώ…
Ст Харахла го ирта на пу ола сена ΣΤ ^ΧΑΡΆΧΛΑ ΓΟ ΉΡΤΑ ΝΑ ΠΎ ΌΛΑ ΣέΝΑ στη Χαράχλα εγώ ήρθα να πώ όλα σένα
Ки стэра сту петъус лафра на тмасту... ΚΗ ΣΤΈΡΑ ΣΤΥ ΠέΘΥΣ ΛΑΦΡΆ ΝΑ ΤΜΑΣΤΎ… και ύστερα στο πένθος ελαφρά να ετοιμαστώ…
άχ χρόνια, άχ χρόνια πολλά περασμένα, νά, σε λίγο ογδόντα χρονών μπορώ να γίνω… στη Χαράχλα εγώ ήρθα να τα πώ όλα σε σένα και ύστερα για τον θάνατο ξαλαφρωμένος να ετοιμαστώ…
9) Георгий Антонович, мена, си схора, ^ΓεΌΡΓΗι ^ΑΝΤΌΝΟβΗΞ, ΜέΝΑ, ΣΗ ΣΧΌΡΑ, Γεώργιε Αντώνοβιч, μένα σύ συγχώρα,
От ирта на хасу тун ипнус ватъи... ΟΤ ΉΡΤΑ ΝΑ ΧΆΣΥ ΤΥΝ ΉΠΝΥΣ βΑΘΉ… οτι ήρθα να χάσω τον ύπνο-σου βαθύ…
Ки тэкас исенка ол тьмунны пес т хора, ΚΗ ΤΈΚΑΣ ΗΣέΝΚΑ ΌΛ Τ\ΜΎΝΝΙ ΠέΣ Τ ΧΌΡΑ, και |ΤΕΚ|ας |ΕΣΕΝ|ικα όλοι κοιμούνται απ’ έσω τη χώρα,
Мис симур нду здыш тъа перасум т врадъи. ΜΉΣ ΣΉΜΥΡ ΝΔΥ ΖΔΊς ΘΑ ΠεΡΆΣΥΜ Τ βΡΑδΉ. ημείς σήμερο εν τω συντύχι θα περάσουμε το βραδύ.
Γεώργιε του Αντωνίου, συγχώραμε που ήρθα να χαλάσω τον ύπνοσου το βαθύ… και παρόλο που γαλήνια όλοι κοιμούνται μές το χωριό, εμείς σήμερα με την κουβέντα θα περάσουμε τη βραδιά (=όλη τη νύχτα).
хора Сартана 15.04.1975 ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ 15.04.1975 σελίδα 86 στον πρώτο τόμο της ανθολογίας «ΚΑΛΥΣΗΝ» (Καλοσύνη).
ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
(για την απόδοση τουρκ. λ. χρησιμοποιώ κατα βάσιν το ίδιο σύστημα όπως για τη μεταγραφή της Ρωμαίικης, με τη διαφορά Ι =οπίσθιο, ί =πρόσθιο, ΟΥ= “u”, Υ =πρόσθιο κλειστό (“ü”), OI = πρόσθιο ανοικτό (“ö”), Η = μακρό κλειστότερο απο το «Ε» (“é”), Κ =πρόσθιο, Q =οπίσθιο. Οι συντομογραφίες: Π.τουρκ. =παλαιοτουρκική, γνήσια τουρκ. λέξη, α.τουρκ. =αραβικής προέλευσης τουρκική λέξη. Ν. =νέα, Ελλ. = ελληνικ(ή). Μεσ. =μεσαιωνικό. Ρ. =Ρωμαίικη, Ρωμαίικα).
ΠΡΟΛΟΓΟΣ: (Η λ. ΠΡΟΛΟΓΟΣ που βρίσκεται μόνο στο βιβλίο – όχι στην ηλεκτρονική μορφή του ποιήματος – αναφέρεται μάλλον στην πρώτη στροφή του ποιήματος. Η λ. αυτή, καθώς και «ποιητής» και «ποίημα» είναι οι μόνες του ποιήματος παρμένες απο την Κοινή Ν. Ελλ. γλώσσα. Βιγλίζω, είναι απο το λατινικό vigila =σκοπιά, παρατηρητήριο, δάνειο απο τα πρώιμα βυζαντινά ή ελληνιστικά χρόνια κατα τα οποία πολλοί Έλληνες υπηρετούσαν μισθοφόροι στο Ρωμαϊκό στρατό. |QΑΡςΙ| = «ενώπιον», π.τουρκ.. |hΕΜ| = «σωστό κι αυτό, επιπλέον, αφ’ενός, αφ’ετέρου,», α.τουρκ. συνηθισμένη λ. στη βόρειο Ελλάδα αλλα και πολλά μέρη της νότιας)
1) Στήκομαι, μεσαιωνικός τύπος. Φοβούμαι, αντί του βορειοελλαδίτικου «φοβάμαι». Η κατάληξη –ισκ- πολύ συνηθισμένη στη Ρωμαίικη και στις μικρασιατικές ελλ. διαλέκτους στους χρόνους διαρκείας. Λίγα επιρρήματα διατηρούν (όπως «αργώς») την παλιά κατάληξη –ως, συνήθως σχηματίζονται σε –α. Τραγώδι, μεσ. αντί του νεότερου «τραγούδι». Οι Ρωμιοί γενικά τα ποιήματάτους τα ονομάζουν «τραγώιδα» (=τραγούδια) ακόμη και άν δέν έχουν μελοποιηθεί.
2) Το πούθε γίνεται πούχ, κατα επιρροή απο το αχ = εκ. Αυτή η πρόθεση βρίσκεται και σε άλλες νεοελλην. διαλέκτους. Οι προσωπικές αντωνυμίες χρησιμοποιούνται στη Ρωμαίικη (προπάντων στην ποίηση) πολύ συχνότερα απο ότι στην Κοινή. Αντί του αρχίζω, η Ρ. χρησιμοποιεί το επιχειρώ. Η πρόθεση με(τα), συνηθισμένη ακόμη και στην Ποντιακή, δέν χρησιμοποιείται στη Ρ., που για αυτήν τη χρήση έχει την πρόθεση αν =εν, συνήθως μαζί με οριστικό άρθρο (που δέν σημαίνει κατ’ ανάγκη ορισμένο ουσιαστικό στη Ρ.). Αυτό είναι ένα απο τα στοιχεία που (μόνο) η Ρ. διατήρησε απο την Ελληνιστική Εποχή. Ταραγό, απο ρήμα ταράσσω =ανακατεύω. Ήσουνε, αντί του βορειοελλαδίτικου «ήσουνα», άραγε κρητική επιρροή; Η αιτιατική πληθυντικού του αρσενικού (π.χ. ζωντανοίς) σε –οις αντί –ους: επιρροή απο την ονομαστική, αλλα και απο την αρχαία δοτική. Στις βορειοελλαδίτικες διαλέκτους η αιτιατική πληθυντικού ήταν πάντα όμοια με την αντίστοιχη ονομαστική. |ΤΕΚ| π.τουρκ. =μόνο.
3) Το δύνο, χρησιμοποιείται συνήθως στον πληθυντικό: δύνα, αντί του κοινού «δύναμη», πιθανώς επειδή το «μη» του «δύναμη» θεωρήθηκε χωριστή λέξη. Άν και σπανίως στη Ρ. απαντά η άρνηση «δέν», σχεδόν πάντοτε στη θέσητης χρησιμοποιείται το «κί», όπως στην Ποντιακή· προφανώς απο το ιωνικό «ουκί»· σημειωτέον όμως οτι η Ποντιακή έχει και στοιχεία αιολικής προέλευσης. Η αντωνυμία «εκείνος» δέν απαντά στη Ρωμαίικη, τουλάχιστον στη διάλεκτο του Λ. Κυριάκοβ (η Ρ. υποδιαιρείται σε πέντε διαλέκτους)· η Ρ. χρησιμοποιεί τα: ατός =εκείνος, και ατούτους (ετούτος) =αυτός εδώ· ωστόστο στην αιτιατική πληθυντικού με τη σημασία «εκείνους» χρησιμοποιείται πάντοτε το «ΑΤΊτσ» όπου θα περιμέναμε «ατοίς»· το –τς του «ΑΤΊτσ» θεωρώ πως είναι κατα επιρροή απο το «ατούτ(οι)ς». Η Ρ. έχει ένα θαυμαστό σύστημα αναφορικών προτάσεων που λειτουργούν όπως στην αρχαία και όχι όπως στην Κοινή Ν. Ελλ.. Το ήτον(ε) (κρητ. επιρροή;) χρησιμοποιείται μόνο στον ενικό, ενώ για τον πληθυντικό: «ήταν». Ήτ(οι)μος αντί έτοιμος, νομίζω εξ αιτίας της αύξησης στο «ητοίμασα».
4) |ΤΕΜίΖ| π.τουρκ. =καθαρό. Άν και το ημίφωνο ι χρησιμοποιείται κανονικά ευφωνικώς μεταξύ φωνηέντων, αποφεύγεται μετά απο σύμφωνα στη Ρ. Α.τουρκ. aqıldar= μυαλωμένος, σοφός. Αντί για συγκριτικό ή σχετικό υπερθετικό βαθμό η Ρ. εξυπηρετείται με απλό θετικό βαθμό, εφόσον ο δεύτερος όρος σύγκρισης εκφέρεται με το αχ (=εκ)· αυτή η σύνταξη, συνηθισμένη και στην Ποντιακή, είναι τουρκικής προέλευσης. Ένα χαρακτηριστικό του βορειοελλαδίτικου φωνηεντισμού που δέν γνωρίζω να έχει μελετηθεί, είναι η αναβάθμιση των φωνηέντων όταν για κάποιον λόγο δέν μπορούν να υποβαθμισθούν: τα ι και ου αναβαθμίζονται σε ε και ο αντίστοιχα, ενώ τα ε και ο αναβαθμίζονται σε α· εδώ βλέπετε «κάθα» αντί του κοινού «κάθε». Η πρόθεση «για» δέν χρησιμοποιείται στη Ρ., αντ’ αυτής η πρόθεση ’ς, ας =εις, ένα ακόμη στοιχείο που έμεινε απο την ελληνιστική εποχή. –πα είναι ένα μόριο πολύ γνωστό απο την Ποντιακή, που κατα βάσιν σημαίνει «επίσης». Κατα τη γνώμημου προέρχεται απο –πε, που ήταν αιολικός τύπος του αρχαίου –τε (απο –qe).
5) Ακόμη και το τονιζόμενο –ώ του 1ου ενικού των ρημάτων τρέπεται σε –ού, αφενός κατα επιρροή απο το άτονο –ω των βαρυτόνων ρημάτων, αλλα οπωσδήποτε και κατα επιρροή απο τα άλλα πρόσωπα με τονιζόμενο ού- στην κατάληξη, π.χ. μπορούμε, μπορούν. Το ρήμα «πρατώ» θεωρώ οτι προέρχεται απο δύο αρχαία ρήματα: περατώ και περιπατώ, των οποίων τη θέση και τις σημασίες έχει πάρει. Πρατώ σημαίνει επίσης «μεταφέρω» στη Ρ.. Βρίσκεται επίσης τύπος «πουρπατώ» απο το «περιπατώ» στη Ρ.. Χώρα στη Ρ. σημαίνει χωριό, ενώ η πόλη λέγεται «μπαζάρ». Ωστόσο, κάποια απο τα «χωριά» που ίδρυσαν οι Ρωμιοί στην Ουκρανία έχουν σήμερα σχεδόν είκοσι χιλιάδες κατοίκους. Χαράχλα μάλλον απο τουρκικό |QΑΡΑ-QΟΥΛΕ|= μαύρος πύργος. Χαράχλα είναι το ρωμαίικο όνομα του χωριού, επισήμως ονομάζεται Μάλι Γιανισόλ. Ο ήχος β πρίν απο το μ τρέπεται σε γ, αλλα δέν εκπίπτει τελείως όπως στη γλώσσα του Μακρυγιάννη (θάμα, ναμαχία, κ.λπ.) και εν γένει στα νότια ιδιώματα. Τα γραμματικά γένη στη Ρ. χρησιμοποιούνται κάπως χαλαρά, κυρίως με την έννοια οτι το ουδέτερο παίρνει τη θέση άλλων γραμματικών γενών στους επιθετικούς προσδιορισμούς. Ακόμη χαλαρότερα χρησιμοποιούνται τα γραμματικά γένη στην Ποντιακή. Ήφερες αντί έφερες, όπως στην κρητική και άλλες νεοελλ. διαλέκτους. Στην Ποντιακή αντί «έφερες» συνήθως λέγεται «έγγκες» (απο το αρχαίο «ήνεγκες») το οποίο δέν το έχω συναντήσει στη Ρ.. Το «που» στον τρίτο στίχο μοιάζει να χρησιμοποιείται όπως στην Κοινή Ν. Ελλ., αλλα δέν είναι έτσι. Στη Ρ. το άτονο «που» χρησιμοποιείται αποκλειστικά με την τοπική έννοια (όπου) και όχι για κάθε είδους αναφορική χρήση όπως στην Κοινή· είναι ένα ακόμη συντηρητικό στοιχείο της Ρ.. Η έκφραση «σου δώσανε φώς» βεβαίως σημαίνει «σε φέρανε στον κόσμο». Όπως θα περιμέναμε, το έμμεσο αντικείμενο στη Ρ. εκφράζεται με απλή αιτιατική, όπως σήμερα στην Ποντιακή και σε όλα τα βόρεια ιδιώματα, και στα μεσαιωνικά χρόνια σε όλη την Ελλάδα, ακόμη και Πελοπόννησο, Κύπρο κ.λπ..
6) Μεσαρέα (απο το μέσον) λέγεται η κεντρική πλατεία ενός οικισμού. Λών, κατα τύχη μοιάζει με το αγγλικό along που έχει το ίδιο νόημα. Αυτό το λών, συνηθισμένη πρόθεση στη Ρ., προέρχεται προφανώς απο την αρχαία μετοχή «ελών» (αορίστου του αιρέω) και συνάμα απο τη μετοχή «ελαύνων». Στράτα είναι μεσαιωνικό δάνειο απο το λατινικό strata (via), επι λέξει «στρωμένος (δρόμος)». Το π.τουρκ. |QΑΡΑΛΔΙ| είναι συνώνυμο του ελληνικού «αυλή», άν δέν είναι ακριβώς το ίδιο, διαφέρουν στο ότι |QΑΡΑΛΔΙ| είναι το κατώφλι και ευρύτερα το «πρόσπιτο», μπροστά απο την εξώπορτα, ενώ αυλή είναι όλη η αυλή γύρω απο το κτήριο του σπιτιού. (Στην Κριμαϊκή τουρκ. γλώσσα όπως και σε πολλές άλλες τουρκ. γλώσσες το Q προφέρεται σάν «χ»). Ντρανώ, ντράν(η)σα, είναι ελληνικό ρήμα γνωστό απο μεσαιωνικά κείμενα, με σημασία: βλέπω, υψώνω το βλέμμα. Στο έργο του Πτωχοπρόδρομου, η αγανακτισμένη γυναίκα λέει προς τον σύζυγότης: «ανατρανίζεις άνθρωπε; κάν όλως θεωρείςμε;»· το ρήμα υπάρχει και σε άλλες νεοελλ. διαλέκτους, δέν θυμάμαι πού. |QΑΣ-QΑΤΙ|… Π.τουρκ. qasqatı =είδος υπερθετικού επιθέτου ή επιρρήματος που σχηματίζεται με αναδιπλασιασμό και ανέβασμα του τόνου στην πρώτη συλλαβή: qatı (οξύτονο) =σκληρό, άκαμπτο, qasqatı (παροξύτονο) =εντελώς σκληρό, κατάσκληρο.
7) Το περσικής προέλευσης τουρκ. |ΝΕ| =ούτε, είναι ακόμη και σήμερα πολύ γνώριμο σε όλη τη βόρεια Ελλάδα, ακόμη και στις πόλεις. Με το ρήμα «φαίνεται» ο ποιητής υπαινίσσεται άλλες φορές που επισκέπτονταν το σπίτι του Γ. Κοστοπραβ και έβρισκε εκεί και τους γονείςτου και τον ίδιο· ακόμη υπαινίσσεται πως άν και δέν φαίνονται, υπάρχουν ώς ψυχές, και οπωσδήποτε υπάρχουν μέσα στην δικήτου την καρδιά. Πολύ σεμνά εκφράζει τα συναισθήματάτου σε αυτήν τη στροφή: προτού να πληροφορηθώ τί ήταν ο Γ. Κοστοπραβ, δέν υποψιαζόμουν πόσο μεγάλο ήταν το γεγονός που προκάλεσε αυτά τα συναισθήματα. Π. τουρκ. |ΑΞΟΥβ| =οργή, μανιώδης οργή. Η γάνα, στον πληθυντικό γάνες, σήμερα στη β. Ελλάδα, τουλάχιστον Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, σημαίνει σημάδι απο κάψιμο, προπάντων σε μαγειρικό σκεύος απο φωτιά. Αλλα επίσης σημάδι στο σώμα απο κάψιμο, ή σημάδι στο σώμα απο άλλη αιτία που μοιάζει σάν απο κάψιμο. Στη Ρ. η λέξη χρησιμοποιείται συχνά, με μεταφορική έννοια: κάψιμο ψυχής, ψυχικό τραύμα, μεγάλος ψυχικός πόνος. Είναι λοιπόν πολύ φτωχή η μετάφραση «θλίψη». Το «γεμώθη» έγινε «γιομώθην» όπως το λέει και ο Μακρυγιάννης, στη Ρ. προφερόμενο «γιουμώθην». (Ο Γ. Κοστοπραβ στα έργατου αναβάθμιζε τα ρωμαίικα ι και ου σε ε και ο αντίστοιχα, δίνοντας έτσι στη Ρωμαίικη ευγενέστατο ήχο, ενώ δέν γινόταν έτσι η γλώσσα λιγότερο κατανοητή στους Ρωμιούς. Ο Λ. Κυριάκοβ δέν έχει τη γνώση για να κάνει μιά τέτοια αναβάθμιση, ωστόσο χρησιμοποιεί τη γλώσσα εντελώς φυσικά, χωρίς καμιά τεχνητή φωνολογική επέμβαση). Το οτ(ι) χρησιμοποιείται αιτιολογικά, όπως στα γραπτά του Μακρυγιάννη. Το πρόσθιο χ, όπως στη λ. «είχες», προφέρεται πάντοτε ш (ουρανικό συριστικό) στη Ρωμαίικη, όπως και στην Ποντιακή και στις κρητικές διαλέκτους. Η φράση Η ΗΝΙΘΉΣ είναι παρεφθαρμένο το ελληνιστικό «εκ γενετής», που μάλλον διατηρήθηκε μέσω των εκκλησιαστικών κειμένων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η λ. βΑΧΤτσΉΖΚΥ, απο το α.τουρκ. |ΒΑhΤ| =καλή τύχη, ευτυχία. Στα Τουρκικά υπάρχει επίσης το αραβικό waqt =ώρα, χρονικό σημείο, που προφέρεται «βάχτ» στα κριμαϊκά Τουρκικά, το οποίο οι Ρωμιοί παίρνονταςτο ώς «καλή ώρα» το μπέρδεψαν με το |ΒΑhΤ| =καλή τύχη, ευτυχία, και γι’ αυτό την ευτυχία τη λένε «βάχτ» και όχι «μπάχτ». Με το π.τουρκ. πρόσφυμα |ΛΙ| παράγεται η λ. |ΒΑhΤΛΙ| (στα Ρωμαίικα: βαχτλίδ(η)ς) =ευτυχής, ενώ με το π.τουρκ. πρόσφυμα |ΣΙΖ| παράγεται το |ΒΑhΤΣΙΖ| (στα Ρωμαίικα: βαχτσίζ(η)ς, βαχτσίζ(ι)κο) =χωρίς ευτυχία, δυστυχής. Σημειωτέον οτι στα γραπτά του Μακρυγιάννη βρίσκεται η λ. |ΒΑhΤ| ώς το «μπάχτι».
8) Βάι είναι ένα επιφώνημα που βρίσκεται στα Τουρκικά, αλλα με κάποια μορφή και σε όλες τις γλώσσες, γι’ αυτό δέν το θεωρώ τουρκ. δάνειο. Ά, (στα Τουρκικά και στα Ποντιακά: hα) είναι ένα δεικτικό επιφώνημα όπως και στα Ρ., αλλα στη Ρ. συνήθως έχει την έννοια «ενώ», την οποία πήρε προφανώς απο το Ουκρανικό «Α». |ΞΑΛ| είναι π.τουρκ. ρήμα που σημαίνει επιδέξια και γρήγορη κίνηση, «χτυπώ επιδέξια / παίζω μουσικό όργανο / κλέβω» είναι οι πιό συνηθισμένεςτου ειδικές σημασίες, απο κάποιον ονοματικό / επιρρηματικό τύπο του ρήματος (μάλλον απο το γερούνδιο ΞΑΛΑ) είναι το ρωμαίικο чάλ(ι)κα =γρήγορα. Το «στέρα» =ύστερα, πάντα παροξύτονο στη Ρ., ίσως απο το θηλυκό υστέρα (μέρα, κ.λπ.). Άν και η λ. θάνατος δέν είναι άγνωστη στη Ρ., κατα κανόνα αντί για θάνατος λέγεται «πέθους». Ο ποιητής λέει «μπορώ να γίνω», και όχι «θα γίνω», διότι δέν είναι σίγουρος κανείς οτι θα φτάσει την ηλικία των ογδόντα χρονών.
9) Το ρήμα «χάνω» χρησιμοποιείται εδώ ώς μεταβατικό =εξαφανίζω, καταστρέφω, όπως συνήθως χρησιμοποιείται και στα γραπτά του Μακρυγιάννη. Τέκας =παρόλο που, άν και· ο Γ. Κοστοπραβ το έγραφε ώς δύο λέξεις: τέκ-ας· είναι απο το π.τουρκ. |ΤΕΚ| =μόνο, με το ελληνικό μόριο άς («άσ’ το μόνοτου, είναι άλλο θέμα» → «άν και»). Ενίοτε συγχέεται με την ελληνική επιρρηματική κατάληξη –α (βρίσκεται και «τέκα»). Π.τουρκ. |ΕΣΕΝ| =σώος, υγιής. Εδώ που αναφέρεται σε ύπνο, μεταφράζω «γαλήνια». Η κατάληξη –ούνται της παθητικής φωνής βρίσκεται ώς –ούνναι («-ούννι») στη Ρ., προφανώς κατα επιρροή απο την ενεργητική φωνή (μιλούνε, ρωτούνε, κ.λπ.). ΖΔΊς είναι το συντύχι στη ρωμαίικη φωνολογία. Γνωστή μεσαιωνική λέξη, που βρίσκεται και σε άλλες νεοελλ. διαλέκτους ώς «η συντυχιά». Το μεσ. συντυχάνω (=κουβεντιάζω) είναι επίσης συνηθισμένο στη Ρ. ώς «ΖΔΙςέΝΥ» (=συντυχαίνω).
Το ποίημα αυτό γράφηκε στο χωριό Σαρτανά (ουσιαστικά κωμόπολη, με την πιό ενδιαφέρουσα ιστορία απο όλα τα χωριά των Ρωμιών του Αζόφ Ουκρανίας) στις 15.04.1975.
イオーアンネー^ コ。 ㄑㄣㄢㄧㄗㄝㄙ〢, ヰロ゜ロ゜ゴ^、。
Εδώ επιτρέψτεμου να αφιερώσω δύο δικάμου ποιήματα στον Γιώργη Κοστοπραβ:
Η ΔΊΚΗ (1)
Πού είσαστε εχθροί του λαού πού μας φύγατε εδώ σας ζητούμε
με βαριαναστεναγμό σας θυμόμαστε σας ποθούμε
έπρεπε αφού αναστήθηκες Ιησού Χριστέ εδώ να μείνεις
κι άν σε θανάτωσαν Γιώργη έπρεπε στη ζωή να γυρίσεις
τριαντατεσσάρων χρονών Γιώργη Κοστοπραβ σε γραπώσαν
άδικη σου έκαναν δίκη ως εχθρό του λαού σε σκοτώσαν
σταλινικές μαγκές έτσι σε έβγαλαν απο τη μέση
στα ελληνικά σου χαρίζω το ποίημα αυτό θα σου αρέσει
πού είσαστε αμέτρητοι εσείς της ελευθερίας πρωτεργάται
απο τους φίλους του λαού ώ εχθροί να μας σώσετε ελάτε!
Καβάλα, 16/07/2006 (το μέτρο είναι ομηρικό, σε κάθε στίχο με έναν μόνο σπονδείο που σημειώνεται με υπογράμμιση)
Η ΔΊΚΗ (2)
Τη μέρα των ερωτευμένων εκτέλεσαν τον Γιώργη Κοστοπραβ
τον είχαν πιάσει πρίν δυο μήνες μές τα Χριστούγεννα ώς εχθρό του λαού
άραγε διάβασαν στη δίκη κανένα απο τα ωραίατου ποιήματα
δέν πείραξε ποτέ κανέναν μόνο έβγαινε απ’ τους άλλους πιό ψηλά
σιταροχώραφο είναι ο κόσμος ποιό στάχυ εξέχει απ’ τ’άλλα πιό ψηλά
εκείνο οι τύραννοι μαδάνε σε όλο τον κόσμο πάντα ανέκαθεν
αυτό είναι το έργο των τυράννων τί νιώθει ο τύραννος απο Χριστό
τα στάχυα να μαδά αυτος ξέρει τί ξέρει ο τύραννος απο έρωτα
πάμε να δούμε στο χωράφι ποιό στάχυ εξέχει απ’ τ’ άλλα πιό ψηλά
ο Γιώργης Κοστοπραβ εξέχει ο Γιώργης Κοστοπραβ εχθρός του λαού
οι άλλοι όλοι καθαρό όνομα έχουν ο Στάλιν για όλα ο Στάλιν έφταιξε
μαύρο ένα σου όρμηξε κοράκι να σε έσωζε κανείς δεν βρέθηκε
προτού το στάχυ γίνει δέντρο προτού ωριμάσει σπόρο ζωντανό
σταχύου χουρσούτσκο τόχκο σπέρμα νωρίς σε χώσανε στη γής νεκρό
μικρόψυχων ανθρώπων φθόνος πώς τρώει ό,τι είναι μέγα και σωστό
ποιός απ’ το φθόνο θα μας σώσει τον φθόνο που έφαγε ώς και τον Χριστό!
カバラ゜, 11.08.2006) σταχύου χουρσούτσκο τόχκο σπέρμα =σταχυού χρυσούτσικο τόχικο (=μεστό) σπέρμα.
Παρακάτω δίνω μερικά δείγματα της ποίησης του Γιώργη Κοστοπραβ.
ГЕОРГИЯ КОСТОПРАВА του Γεώργιου Κοστοπραβ
ΣΑΓΑΝΑΧ (καταιγίδα)
φέγγος. άστρες άπειρα. νύχτα φωσερό.
εγώ ποτίζω τ’ άλογο-μου ποταμίου νερό.
|QA$IRLA|ησεν άνεμος φύλλα |QAMI$|ίου.
ένα τινά απάνω-μας μύρισε το βροχή.
φεγγάρι. άστρα άπειρα. νύχτα φωτεινή. εγώ ποτίζω το άλογομου ποταμού νερό.
θρόισε άνεμος τα φύλλα της καλαμιάς. κάποια στιγμή επάνωμας μύρισε βροχή.
πάνω στο |SIRT| όπου σκιάδεψαν τα επιπολά δεντρά,
το αστραπή στα σύννεφα |XAQ|ευσε μακρά.
τα |SiLVE|ες σωρεύθαν-ε ολόγυρα στο τέναγος
|TINX|ικα παραγορεύουνε: «έρχεται |SAgANAQ|!»
πάνω στη ράχη όπου έριξαν σκιά τα πυκνά δέντρα, η αστραπή στα σύννεφα έσκισε
μακριά. οι λεύκες μαζευτήκανε ολόγυρα στο πιό χαμηλό μέρος του εδάφους, σιγανά
μεταξύτους κουβεντιάζουν: «έρχεται καταιγίδα!». (οι λεύκες προσωποποιούνται, σάν
να περπατήσανε και πήγανε μαζευτήκανε γύρω στο βαθούλωμα που μαζεύεται το νερό
για να κουβεντιάσουνε εμπιστευτικά μεταξύτους, το θρόισματους ακούγεται σάν τα
λόγια «έρκητ σαγανάχ»).
φέγγος άστρες άπειρα. νύχτα φωσερό.
λαλαшεύει-με άνεμος, χλίουτσικο, τρυφερό.
πιάνει ερίσκει ο άνεμος, το ανοιχτό-μου το στήθι…
«πού βρισκάσαι φίλη-μου,… τί είσαι πού, εφουκρήθητι:
φεγγάρι. άστρα άπειρα. νύχτα φωτεινή. με χαϊδεύει άνεμος ζεστούστικος, τρυφερός.
πιάνει (=αρχίζει) παίζει ο άνεμος στο ανοιχτόμου στήθος… …«πού βρίσκεσαι
φίλημου… όπου κι άν είσαι, άκουσε:
εγώ |Ang|εύω το όνομα-σου και το καρδία-μου σφίγγει.
καθαρό, αλησμόνητο, πρώτο |SEVDALIQ|.
οποίο ήτον όμορφο, σάν αυτό το |SiLV|ί.
φλογερό και άσβηστο, σάν αυτό το αστραπή.
εγώ θυμάμαι το όνομασου και η καρδιάμου σφίγγει. καθαρός, αλησμόνητος, πρώτος
έρωτας. ο οποίος ήταν όμορφος, σάν αυτή τη λεύκα. φλογερός και άσβηστος, σάν
αυτήν την αστραπή.
οποίο |ΞΑΛ|ικα ξέρωσε, σάν δεντρό |BUDAQ|
και στο ζήσιμο-μου πέρασε, σάν το |SAgANAQ|.
ο οποίος γρήγορα ξεράθηκε, σάν δέντρου κλωνάρι, (=όπως ξεραίνεται ένα κλαδί ή
ένα φιντάνι που έχει σπάσει) και στη ζωήμου πέρασε, σάν την καταιγίδα».
1936
στο πρωτότυπο είναι ώς εξής:
САГАНАХ
Фенгкус. Астрес апира. Ныхта фосеро.
Го потызо т'алого-м Потами нэро
Хаширлайсин анэмос, Фила хамиши.
Эна тна апану-мас, Мирсин то вроши.
Пас ту сирт, пу щадъэпсан Та пепла дъэндра,
То страпи ста синэфа, Чахепсин макра.
Та силвейс сорефтанэ Лоря сто тынях.
Тынчка паргорефкунэ: "Эркит саганах!"
Фенгкус. Астрес апира. Ныхта фосеро.
Лалашев-ме анымос, Хлыцко, триферо.
Пян иришк о анэмос, Т'аныхтом т'астытъ...
..."Пу вришкасе, фили-му, … Ты се пу, фукритъ:
Го ангкево т'ономас Ке т'кардъыям сфиг.
Катьаро, азмоныто, Прото севдалых.
Пую итун оморфо, Сан афто т'силви.
Флоеро ке азвихто, Сан афто т'страпи.
Пую чалка ксеросин, Сан дъэндро путах
Ке сто зисмум перасин, Сан то саганах.
εξέβα στ’ εμένα, ακριβή. КСЕВА СТЫ МЕНА, АКРИВИ
έβγα σε μένα, ακριβή(μου)
σιμά στο |EERi| αγκυλό |SiLVi| (ири= πύλη)
κουρκουβαντζέα σιμά εις γωνέα…
εξέβα στ’ εμένα, ακριβή,
ημείς ανατρανισκούμασθε έτσι αραία!
κοντά στην αυλόπορτα(σου) λυγερή λεύκα, αγριοτριανταφυλλιά κοντά στον τοίχο… βγές σ’ εμένα, ακριβή(μου), εμείς βλεπόμαστε τόσο σπάνια!
Сма сто ири ныгло силви
Куркувандзея сма с гунэя...
Ксева сты мена, акриви,
Мис дранышкумас айц арея!
εξέβα στ’ εμένα. πάλι εγώ
αφήνω υπάγω στο στρατείο. (στη Ρωμαίικη υπάρχει η λ. στράτα, στρατίτσα, λατινικής προέλευσης, αλλα το στρατείο είναι απο το ελληνικό «στρατεία», εκστρατεία, ταξίδι, όπως και η ίδια η λ. ταξίδιον αρχικά σήμαινε «τάξις», εκστρατεία)
|XŒL|ίου |MEJDAN| ευωρηγό (αβοριγό ή αβουργό, απο ευώρα, ευχάριστη ώρα, καλοκαιρία, με επιρροή απο τη λ. αύρα σημαίνει «με ευχάριστο, δροσερό αέρα»)
λαλεί-με στο |MiSAFiR|είο. (|ΜίΣΑΦίΡ| απο την αραβική ρίζα sfr σημαίνει «ταξιδιώτης, περιπλανώμενος», και όχι απλώς «επισκέπτης» όπως στην κοινή νεοελληνική «μουσαφίρης»)
έβγα σ’ εμένα. πάλι εγώ (πρόκειται να) αφήνω (τον τόπομου), (πρόκειται να) πάω ταξίδι. της εξοχής η ανοιχτωσιά η δροσερή με φωνάζει σε περιπλάνηση. (αυτό το ποίημα γράφηκε ενάμιση χρόνο πρίν ο ποιητής συλληφθεί απο το καθεστώς για να καταδικασθεί σε θάνατο. άραγε το υποψιαζόταν οτι θα κληθεί, ή είναι το ποίημα προφητικό της τύχηςτου;)
Ксева сты мена. Пал его
Афино пагу сто стратыю.
Чулы мидан авориго
Лалы-ме сто мисафирию.
στο |SiRT| οπίσω βροντά,
το αέρα κρυώνει και μυρίζει βροχέα.
εξέβα στ’ εμένα ένα τινά,
– ημείς ανατρανισκούμασθε έτσι αραία!
στη ράχη (του βουνού) απο πίσω βροντά, ο αέρας κρυώνει και μυρίζει βροχή. έβγα σε μένα μια στιγμή – εμείς βλεπόμαστε τόσο σπάνια!
Сто сирт аписо воронда,
Т'аера крон ке мриз врохеа.
Ксева сты мена ена тна,
-Мис дранышкумас айц арея!
ώ, τί|QADAR| πάνω εις ουρανό
ομορφίας σύννεφα κομμάτια!
ας ένι το αγάπη-μου κατενό,
οία άν τα αλησμόνητα-σου μάτια!
ώ, πόσα πάνω στον ουρανό ομορφιές σύννεφα κομμάτια! άς είναι η αγάπημου πυκνή, (=έντονη, βαθιά), σάν τα αλησμόνητασου μάτια!
О, тыхадар пас урано
Мурфияс синыфа куматя!
Ас эн т'агапим катыно,
Ян та азмоныта-су матя!
εγώ φυλάγω-σε. κρυφά στο |BE$| (στη βόρεια Ελλάδα "μπέσι" λέγεται μιά μικρή περίφραξη όπου μέσα βάζουν τα ζώα που προορίζονται για σφάξιμο, ωστε εκει μέσα να τρώνε κ να μήν κινούνται πολύ, για να παχύνουν γρήγορα. φαίνεται πως η λ. σήμαινε "περίφραξη", εν προκειμένω: φράχτης της αυλής).
τραβά-με το κουρκουβαντζέα.
εξέβα στ’ εμένα, |TEK|ας βρέχει,
– ημείς ανατρανισκούμασθε έτσι αραία!
σε περιμένω. κρυφά στo φράχτη με τραβά η αγριοτριανταφυλλιά.. έβγα σ’ εμένα, παρόλο που βρέχει, – εμείς βλεπόμαστε τόσο σπάνια!
Го флаго-се. Крифа сто пеш
Траваме то куркувандзея.
Ксева сты мена, тэк ас вреш,
-Мис дранышкумас айц арея!
βιγλίζεις: απ’ έσω το |KŒRiNSE|
απλώνει βροχής φλωρίτικο στάγμα.
σύ να λησμονάς-με, |VAR-iSE|… (|βΑΡ-ΙΣΕ| στα τουρκικά= «άν υπάρχει», «άν είναι έτσι»)
εγώ |KŒTYRY| να φυλάγω γράμμα.
κοιτάζεις: μέσα στο μονοπάτι απλώνει η βροχή χρυσαφένιο στάξιμο. εσύ να με λησμονάς, μπορεί, εγώ άσκοπα να περιμένω γράμμα.
Веглызис: пес то куринсе
Иплон врохис флуритко стама.
Си на змонас-ме, варисе...
Го кутуру на флаго грама.
μα νά, λυγά οία άν το |SiLVi|
το νούνισμα-μου εδώ μερέα…
εξέβα στ’ εμένα, ακριβή,
ημείς ανατρανισκούμασθε έτσι αραία!
αλλα νά, λυγάει σάν τη λεύκα η σκέψημου εδώ μεριά (=σε σένα)… έβγα σ’ εμένα, ακριβή(μου), εμείς βλεπόμαστε τόσο σπάνια!
Ма на лига ян то силви
То нунизмам эдьо марея...
Ксева сты мена, акриви,
Мис дранышкумас айц арея!
ανατρανάς: βροχής απ’έσω τα νερά
|UZUN - UZAQ| πετάει δαχτυλίδια. (τουρκ. έκφραση |ΟΥΖΟΥΝ|= μακρύ , – |ΟΥΖΑQ|= μακρινό).
ΆΝ φαίνεσαι πουθενά στα μακρά,
|BAHTLI|δης να είμαι, οτι σε είδα…
βλέπεις: η βροχή μέσα στα νερά μακριά ώς πέρα πετάει δαχτυλίδια. (η βροχή πέφτοντας μέσα στα νερά σχηματίζει με την κάθε σταγόνατης έναν κύκλο, που τον λέει δαχτυλίδι, άπειρα δαχτυλίδια) ΆΝ φανείς πουθενά στα μακριά, καλότυχος θα είμαι που σε είδα.
Дранас: врохис пес та нэра
Узун-узах петай дъахлыдъа.
АН феныс бдъына ста макра,
Вахтлыдъс на име, от се идъа... (σκόπιμη παρήχηση дъахлыдъа με Вахтлыдъс)
μα σύ δέ φαίνεσαι… το |SiLVi|
γελά-με χάλις κορασέα…
…πώς στο αγάπη, ακριβή,
|HiSMET| ημείς έχουμε έτσι αραία;! (|hίΣΜΕΤ| =υπηρεσία, εύνοια (της τύχης), ευκαιρία).
αλλα εσύ δέν φαίνεσαι… η λεύκα μου γελά (=με ειρωνεύεται) ολόιδια σάν κοπέλα… …γιατί στην αγάπη, ακριβή(μου) ευκαιρία εμείς έχουμε τόσο σπάνια;!
Ма си дъе феныс... То силви
Єла-ме халыс курасея...
...Пос сто агапи, акриви,
Хисмет мис эхум айц арея?!
Киев-Мариуполь Июнь 1936 г.
СЕВТАЛЫХ |SEVDALIQ|
έρωτας
Пках тон илю иплотъен, хленыт
Ялыстро ялодъы хая...
Ос то сирт, тэкаран пу фенэт,
Киматызи ке жанкаря.
απο κάτω εκ τον ήλιο ηπλώθη, χλιαίνεται
γυαλιστερό γειαλουδίου |QAJA|…
- ώς το |SiRT| |TEKARAN| όπου φαίνεται (тэкаран= λιγάκι)
κυματίζει και |жAngQAR|ιά.
απο κάτω απ’ τον ήλιο απλώθηκε, ζεσταίνεται (ευχάριστα) γυαλιστερός της θάλασσας βράχος… μέχρι την ράχη (του βουνού) εκεί που μόλις φαίνεται, κυματίζει (η θάλασσα) και γαλανίζει. (η θάλασσα κυματίζει και δείχνει το γαλανότης χρώμα, κάνει το τοπίο γαλανό μέχρι εκείνο το βουνό το τόσο μακρινό που μόλις διακρίνεται)
Пес то кима петай то дъыхт.
Пках тон илю ялыз то кима,
Халыс мега псари петаш...
Лон т'яга мис паэнум дъы-мас,
Пу щадъеви то хараташ.
απ’έσω το κύμα πετάει το δίχτυ.
απο κάτω εκ τον ήλιο γυαλίζει το κύμα,
|hΑΛΙΣ| μέγα ψάρι πετάσχει…
ελαύνων το |ιΑΓΑ| ημείς παγαίνουμε δύοι-μας,
όπου σκιαδεύει το |QΑΡΑΤΑς|
μές το κύμα πετιέται το δίχτυ. κάτω απ’ τον ήλιο γυαλίζει το κύμα, ολόιδια (σάν) μεγάλο ψάρι (το κύμα μέσα απο τη θάλασσα) πετάγεται… κατα μήκος της ακτής πηγαίνουμε οι δυόμας, όπου σκϊάζει ο μεγάλος βράχος.
Хаширлэвунэ струцка мидъа
Пас то крио, тэмизко хум.
Пках та мавра-с гайтаня-фридъа
Хлыцка матя дранун харшум.
|QA$IRLA|εύουνε ολισθηρούτσικα μύδια (το «στρούτσκα» μπορεί να ετυμολογηθεί και απο το «γυαλιστερούτσικα». θεωρώ οτι είναι απο «ολισθηρούτσικα»)
πάνω στο κρύο, |TEMiZ|ικο |QUM|.
απο κάτω εκ τα μαύρα-σου |QAJTAN|ια-φρύδια (|QΑι_ΤΑΝ|= μετάξινο νήμα, μία απο τις λίγες παλιές κινέζικες λέξεις που διατηρήθηκαν στην τουρκική γλώσσα)
χλιούτσικα μάτια ανατρανούν |QAR$I|μου.
κάνουνε φλοίσβο λεία, γλιστερά μύδια πάνω στην κρύα, καθαρή άμμο. κάτω απο τα μαύρασου γαϊτάνια – φρύδια ζεστούτσικα (=ζεστά, αγαπημένα) μάτια κοιτάζουν απέναντιμου. (=με κοιτάζουν κατάματα)
Ксеро: тэк ас кутэви ныхта,
Оло-эна на ксимерев,
Тэк ас млонум то севталых-мас,
Оло-эна на мпилынэв!
ξέρω: |TEK|ας |KŒT|εύει νύχτα,
- όλο-ένα να ξημερεύει,
|ΤΕΚ|ας μουλώνουμε το |SEVDALIQ|μας,
όλο-ένα να |BiLiN|εύει. (|ΒίΛίΝ|= γίνεται γνωστό. μέση φωνή του ΒίΛ-= ξέρει)
ξέρω: παρόλο που παρατείνεται η νύχτα, οπωσδήποτε θα ξημερώσει. παρόλο που κρύβουμε τον έρωταμας, οπωσδήποτε θα φανερωθεί!
Пефт то плэхтра-су пас т'амблатя-с.
Си нэ лейс ке нэ лалыс,
Ма го идъа с дъыка-с та матя,
Оты ими с олнус вахтлыдъс.
πέφτει το πλέχτρα-σου πάνω στ’ ωμοπλάτια-σου. («πέφτει» στη Ρωμαίικη =κείτεται, ξαπλώνει)
συ |NE| λέεις και |NE| λαλείς, (στερεότυπη έκφραση, όπως στην Κοινή: «ούτε μιλάς ούτε λαλάς»)
μα εγώ είδα εις δικά-σου τα μάτια,
οτι είμαι εις ολουνούς |BAHTLI|δης.
πέφτει η πλεξούδασου πάνω στους ώμουςσου, εσύ ούτε μιλείς ούτε λαλείς, μα εγώ είδα στα δικάσου τα μάτια οτι είμαι απο όλους ο πιό καλότυχος.
Мена фенэт-ме: го аплогум
Змонса ола та лахардэйс,
Моно ксеро го эна лого,
Пую, флаго, на ме то лэйс.
– μένα φαίνεται-με: εγώ απο λόγου-μου
λησμόνησα όλα τα |LAAQIRD|έες,
μόνο ξέρω εγώ ένα λόγο,
οποίο, φυλάγω, να με το λέεις.
εμένα μου φαίνεται: εγώ απο μέρουςμου ξέχασα όλα τα λόγια, (όλες τις άλλες λέξεις), μόνο ξέρω εγώ έναν λόγο, τον οποίο περιμένω να μου τον πείς.
Пую эн ах та ола лоя
Я т'дъыну-мас-па акриво,
Пую кани тус ксенус-соя,
Ке то зисимо - катыно.
οποίο ένι εκ τα όλα λόγια
οία το δύνο-μας-πα ακριβό, (δέν έχω ξανασυναντήσει τον τύπο дъыну, αλλα πρέπει να είναι το ίδιο με το δύνα= δύναμη)
οποίο κάνει τους ξένους σόγια,
και το ζήσιμο – κατενό. (κατενό= πυκνό, βαθύ, έντονο, ουσιώδες)
ο οποίος (λόγος) είναι απο όλα τα λόγια όσο και (όλη) η δύναμημας πολύτιμος, ο οποίος (λόγος) κάνει τους ξένους συγγενείς, και (κάνει) τη ζωή να έχει ουσία.
...Тэкаран пушпуриз то кима,
Тэкаран хаширлэв то хум...
Лон т'яга мис паэнум дъы-мас,
Хлыцка матя дранун харшу-м,
…|ΤΕΚARAN| πουσπουρίζει το κύμα,
|ΤΕΚARAN| |QA$IRLA|εύει το |QΟΥΜ|…
ελαύνων το |JAQA| ημείς παγαίνουμε δύοι-μας,
χλιούτσικα μάτια ανατρανούν |QAR$I|μου,
ελαφρώς ψιθυρίζει το κύμα, ελαφρώς κάνει φλοίσβο η άμμος… κατα μήκος της ακτής πηγαίνουμε οι δυόμας, ζεστούτσικα μάτια με κοιτάζουν κατενώπιον,
Тыхадар тян кутзви ныхта,
Эркит ора-на ксимерев,
Тэк ас млонум то севталых-мас,
Иртэн ора на билынэв!
τί|QADAR| κι άν |KŒT|εύει νύχτα,
έρχεται ώρα να ξημερεύει,
- |ΤΕΚ|ας μουλώνουμε το |SEVDALIQ|μας,
ήρθεν ώρα να |BiLiN|εύει!
όσο κι άν παρατείνεται η νύχτα, έρχεται ώρα να ξημερώσει, άν και κρύβουμε τον έρωταμας, ήρθε η ώρα να φανερωθεί!
Одесса) 8-9 ту Септэври 1935 (γραμμένο στην Οδησσό, 8 – 9 του Σεπτέβρη 1935)
Έτσι λοιπόν, αγαπητοί αναγνώστες, είχαμε την ευκαιρία να διαβάσουμε 3 ποιήματα, (τα 3 προηγούμενα), του Γιώργη Κοστοπραβ, και ένα ακόμη θα σας παραθέσω εν συνεχεία σε μετάφραση, δέν έχω το πρωτότυποτου, για να πάρετε μιά ιδέα του τί ποιητής και τί άνθρωπος ήταν αυτός ο Γιώργης Κοστοπραβ, και τί κακό μπορεί να έκανε ωστε να συλληφθεί στις 23/12/1937 και να εκτελεσθεί στις 14/02/1938.
ΒΡΑΔΙ
(του Γιώργη Κοστοπραβ. δέν σας κρύβω πως άν και φαίνεται καλή η νεοελληνική μετάφραση, μου φαίνεται αδύναμη σε σύγκριση με την Ρωμαίικη διατύπωση του ποιητή, όπως την είδα στα παραπάνω ποιήματατου)
Στ'
ουρανού το πέλαο σύννεφα αρμενίζουν,
τ' ένα πίσω απ' τ' άλλο, καραβιών κοπάδι.
Τα παχιά χωράφια γλυκοκυματίζουν,
κουρνιαχτός κανένας στ' όμορφο το βράδι.
Πλήθος περιστέρια σχίσαν τον
αγέρα
κι' έφυγαν στη στέπα με γοργά φτερά.
Κι' όμως η φωνή τους έρχεται από πέρα
φορτωμένη αγάπη, πίστη και χαρά.
Είναι
οι διαλεχτοί μου, οι ακριβοί μου φίλοι,
μέσα στη ζωή μου φλόγα είναι και φως.
Κ' είν' η γη ομπροστά μου, μεσ' στο ωραίο το δείλι
σά βιβλίο κλεισμένο, θησαυρός κρυφός.
Όλο και βαδίζω σ' ένα δρόμο
ίσο
στέκομαι, κοιτάζω- μια έγνοια με κρατεί.
Πόσους έχω αφήσει τέτιους δρόμους πίσω,
πόσοι ομπρός μου δρόμοι μένουν απλωτοί;
Μέσα
μου φυλάγω ανέγγιχτη ακόμα
την ορμή της νιότης, της ζωής τη μπόρα
Γύρω μου ανασαίνει στις πλαγιές το χώμα
κι' ο πυρός αγέρας δροσερεύει τώρα.
Σύννεφα αρμενίζουν σαν
καράβια ωραία,
στου βουνού την ούγια φάνη η νιά σελήνη.
Και χτυπά η καρδιά μου, δυνατή και νέα.
Μιά ζεστήν αγάπη στα βαθιά της κλείνει.
(Λογοτεχνική απόδοση Θ.ΠΙΕΡΙΔΗ) ("Νέα Εποχή", τευχ.58, 1963, Λευκωσία)
ΣΤΥΡΥΤέΡΣ (μέτρο ιαμβικό με τομή στη μέση στη μέση του στίχου)
ΠΆΛ ΉΡΤΙΝ ΣΤΥΡΥΤέΡΣ, ΖΑΜΆΝ ΧΑΣΗβΗΤΛΊδΚΥ πάλι ήρθεν υστεροκαίρης, |ΖΑΜΑΝ| |qasavetli|δικο (qasavet= θλίψη)
τΗΡΌΣ, ΘΑΡΉΣ ΚΗ ΤΡΌς, ΒΡΑΈΦΚΗΤ, ΈΜΒΡΥ ΠΆι. καιρός, θαρρείς και τρόχι, |ΒΟΥΡ|αεύεται, έμπρο πάει. (τρόχι= ρόδα, τροχός)
δΌ ΚΌΜΑ ΠΣέΣ, δΕΝΔΡΆ ΜΥΡΦΉιΑ-Σ ΞΗΞΑΚΛΊδΚΑ, εδώ ακόμα ψές, δεντρά ομορφίας |ΞίΞΕΚΛί|δικα
ΚΑΜΆΡΥΝΑΝ ΣΜΆ ΣΤΥ ΤΙΝιΆΧ, ΛΌΝ ΔΥ ΤΥΓΆι. καμάρωναν σιμά στο τέναγος, ελαύνων το |ΤΟΥγΑι|
πάλι ήρθε φθινόπωρο, εποχή θλιβερή, ο χρόνος θαρρείς και είναι ρόδα, περιστρέφεται, μπροστά πηγαίνει. εδώ ακόμα χτές δέντρα όμορφα ανθισμένα καμάρωναν κοντά στο ρέμα καταμήκος του λιβαδιού.
ΤΥ ΠΡΆΜΑ βΌςΚΗΝΔΥΝ ΠέΣ ΒΌΛΚΑ ΤΑ ΧΥΡΤΆΡιΑ. το πράγμα βόσκετο απ’έσω μπόλικα τα χορτάρια
ΜεΓΑΛΙΦΤΡΆδΚΑ ΉΛιΥΣ βέΛΓΖΗΝ ΧΤΑ ΜΑΚΡΆ. μεγαλευτράδικα ήλιος βίγλιζεν εκ τα μακρά.
ΣΤΥ ΞΌΛ ΑΚΎςΚΑΝΔΑΝ ΤΡΑΓΌιδΑ, ΧΥΡΑΤΆιδΑ, στο |ΞΟΙΛ| ακούσκανταν τραγώδια, χωρατάδια,
ΑτΉ, ΠΥ δΎΛΙβΑΝ ΧΟΡιΆΤΙ-Μ ΑΝΤ ΧΑΡΆ. εκεί οπου δούλευαν χωριάται-μου εν τη χαρά.
τα ζώα βοσκούσαν μέσα στα άφθονα χορτάρια, περήφανα ο ήλιος κοίταζε απο μακριά. στην εξοχή ακούγονταν τραγούδια, χωρατά, εκεί που δούλευαν οι συγχωριανοίμου με χαρά.
ΑΝ ΠΆΝΥ ΣΉΜΥΡ ΦΉΣΣΗΝ ΚΡΗΗΡΌ ΑΈΡΑ, απο πάνω σήμερο φύσησε κρυερό αέρα,
ΤΥ ΞΌΛ, ΘΑΡΉΣ, ΤΥςΝΈΦΤΙΝ, ΦΌΡΣΗΝ ΜΆβΡΥ ΧΆΠ. το |ΞΟΙΛ| θαρρείς |ΔΥςΥΝ|εύθη, φόρεσε μαύρο |QΑΠ|.
βΆι, ΞΌΛ ΜΥΡΦΉιΑΣ, ΦΚΡΉΤ\ Με, ΤΈΚΑΣ ΚΡΌΣΗΝ ΜέΡΑ, βάι! |ΞΟΙΛ| ομορφίας, εφουκρήθητι-με, |ΤΕΚ|ας κρύωσεν ημέρα,
τΉ ΚΡΌΝ ΣΤΑ ΣέΝΑ ΠΆΛ δΙΚΌΜ ΖΗΣΤΌ Τ ΑΓΆΠ! κί κρυώνει στα σένα πάλι δικό-μου ζεστό το αγάπη!
απο πάνω σήμερα φύσηξε κρύος αέρας, η εξοχή θαρρείς μελαγχόλησε, φόρεσε μαύρο μανδύα. άχ! εξοχή της ομορφιάς, άκουσεμε: παρόλο που κρύωσεν η μέρα, (=ο καιρός), δέν κρυώνει για σένα ωστόσο η δικιάμου ζεστή αγάπη! (=δέν κρυώνει η αγάπη που έχω για σένα).
1 ΟΚΤιΆΒΡιΑ 1970 σελίδα87
ΜΑεςΥ ΤΡΑΓΌδ (γραμμένο με ЙЭ) μέτρο αναπαιστικό
Μαγιάτικο Τραγούδι
βΆι, ΔΥΓΚΎς, ΣΗ ΔΥΓΚΎς-ΝΑΚΑΤΊιΑ,
ΛΊΓΥΣ ΠςΉ, ΧΆΛΙΣ ΘΆΝΑΤΥ ΚΡΉιΥ,
ΠΆΣ ΤΥΝ ΚΌΖΜΥ ΧΥΛΔΈβΣ ΛΊΓΥΣ ΆΚΡΑ,
ΑΡΦΑΝΆ ΦΉΝΣ ΤΥΝ ΚΌΖΜΥ ΚΗ δΆΚΡΥ,
ΚΗ ΚΑΠΝΌΣ ΑΝΓΚΑΛΊΖ ΤΑ ΜΗΔΆΝιΑ,
ΚΗ Τ ΦΥΤΊιΑ ΚΥΡΤΆ ΤΑ ΑΖΆΝιΑ.
ώ, πόλεμε, εσύ πολεμική αναταραχή, χωρίς ψυχή, όμοια με θάνατο κρύο, στον κόσμο επιτίθεσαι χωρίς τέλος, ορφανά αφήνεις στον κόσμο και δάκρυ, και καπνός αγκαλιάζει όλες τις εκτάσεις, και η φωτιά καταπίνει τα χωράφια.
ΈΡΚΗΤ ΆΝΙΚΣ, ΠΆΛ ΛΊΧΝΚΝΙ ΤΑ ςΌΝιΑ,
ςέΡΝΙ ΌΛ, ΤΡΑΓΥδΎΝ ΤΑ ςΥΔδΌΝιΑ,
ΜΌΝΥ ΣΉ – ΔΥΓΚΥςΉ ΠΑΓΥΝΊιΑ,
τΉ ΤΡΥΜΆΖΣ ΑΧ ΤΥΝ ΤΌΠΥ-Σ ΚΑΜΉιΑ –
ΠΆΝΔΑ ΠδΙΝΑ ΣΝ ΔΥΝιΆ ΠΚΑΝΙςΚΎΝΝΙ,
ΠΥ ΣΟΛΔΆΤ ΚΗ ΒΑΛΆδδΑ ΣΚΥΤΎΝΝΙ. σκοτώνονται
έρχεται άνοιξη, πάλι λιώνουνε τα χιόνια, χαίρονται όλοι, τραγουδούν τα χελιδόνια, μόνο εσύ – πολεμική παγωνιά, δέν σειέσαι (=δέν μετακινείσαι) απο τη θέσησου ποτέ, πάντα κάπου στον κόσμο μάχονται με όπλα, όπου στρατιώτες και μικρά παιδιά σκοτώνονται.
βΆι, ΣΗ ΆΝΙΚΣ! ΣΗ ΆΝΙΚΣ ΜΥΡΦΉιΑ!
ΚΆΜΣ ΤΥΝ ΠΆΤΥ ΣΗ ΠΆΝΔΑ ΧΑΝΊιΑ.
ΦέΡΣ ΤΥΝ ΚΌΖΜΥ ΧΑΡΆ, ΚΑΛΟΖΌιΑ…
ΦΚΡΉΘ-Με, ΚΆΜΗ ΤΥΝ ΚΌΖΜΥ ΟΛΑ ΣΌιΑ –
ΣΉ ΑΝΈΛ ΔΥΓΚΗςΉ Ν ΠΑΓΥΝΊιΑ,
ΜΉ ΔΡΑΓΎΝ <ΔΡΑΝΎΝ> ΚΌΖΜΥΣ ΠΌΝιΑ ΚΑΜΉιΑ,
ΜΉ ΈΝ ΠδΙΝΑ ΔΥΓΚΎς, ΠΉΚΡΑ-ΓΑΝΑ,
ΠΆΤΥΣ ΌΛΥ ΑΣ ςέΡΗΤ ιΆΝ Τ ΜΆΝΑ!
ώ άνοιξη! εσύ ανοιξιάτικη ομορφιά! κάνεις τη γή εσύ πάντα αρχόντισσα. φέρνεις στον κόσμο χαρά, αγαθά… άκουσεμε, κάνε τους ανθρώπους όλους συγγενείς – εσύ αναίρεσε του πολέμου την παγωνιά, να μή βλέπουν οι άνθρωποι πόνους ποτέ (=να μήν περνούν οδυνηρές καταστάσεις), να μήν υπάρχει πουθενά πόλεμος που είναι πίκρα και ουλή τραυματική, η γή όλη να χαίρεται σάν μάνα.
5.05.1975 σελίδα88
ΑΠΤΡΆιΦΤΥ ΧΑΡΤΊ
ΤΙΝΞΛΆιΣΗΝ τΗΡΌΣ, ΌΣ τΗΝΎΡιΥ ΤΥ ΔΌΣΜΥ, ώς την καινουργια σύγκρουση
ΠΣΤΑΓΜέΝΥ ΤΕΚ ΠΆΤΥΣ ΑΦΝΊΖ ΚΗ ΓΥΝΓΚΆ… αχνίζει
ΧΤΥ ΝΎ-ΜΑΣ ΠΗΡΆΖΥΜ, δΑΦΤΎ-ΜΑΣ ΤΥΝ ΚΌΖΜΥ, με το νούμας περνάμε τους δικούςμας ανθρώπους,
ΤΑΚΆ-ΜΑΣ ΧΥΡΣΎτσΚΑ ΤΑ ΤΌΠΣ ΚΑΡδΑΚΆ.
ησύχασε ο καιρός, ώς την καινούργια σύγκρουση, αποσταμένη, μόνο, η γή αχνίζει και βογγά… απο το νούμας περνάμε τους δικούςμας ανθρώπους, τους δικούςμας χρυσούς τόπους οικείους.
ΚΗ ΠΉΡΗΝ ΑΝΆΣΑ ΤΙΜΉΖΚΑ ΠΆΛ ΉΛιΥΣ,
ΚΗ ΠΆΤΥΣ-ΠΑ ΦτέΡΣΗΝ Χ βΑΡΉ ΔΥΒΥΡΔΊ… και η γή επίσης άδειασε (=ελευθερώθηκε) απο
ΥΡΤΆΧΥ-Μ ΧΝ ΤεΤΡΆΘΚΑ ΚΌΦΤ ΠέΡ ΈΝΑ ΦΉΛΥ
ΚΗ ΉΠΗΝ: «ΘΑ ΓΡΆΠΣΥ ΑΣ Τ ΧΌΡΑ ΧΑΡΤΊ».
και πήρε ανάσα καθαρά πάλι ο ήλιος, και η γή απαλλάχτηκε απο το βαρύ γδούπο… ο συνάδελφοςμου απο το τετράδιο κόβει παίρνει ένα φύλλο, και είπε: «θα γράψω στο χωριό γράμμα».
«ΤΥ ΔΌΣΜΥ ΠΤΡΑΈΦΤΙΝ, τΗΡΌ ΈΧΥ ΓΎτσΚΥ, (λιγούτσικο)
ΚΗ ΓΡΆΦΤΥ ΧΑΡΤΊ ΣΑΣ, ΤΑΚΆ-Μ Τ ΑΚΗΡβΆ.
ΑΝ Τ ΣΉΝΙΦΑ ΔΆΜΑ, ΑΣ ΣΠΉΤ ΚΑΡδΑΚΎτσΚΥ,
ΜΑΚΡΆ-ΠΑ ΑΝ ΠέΜΝΙΝ, ΤΌ ΜέΝΑ ΤΡΑβΆ,
«τα πυρά σταμάτησαν, καιρό έχω λιγάκι, και σας γράφω γράμμα, αγαπημένοιμου. με τα σύννεφα μαζί, στο σπίτι το δικόμου, άν και μακριά έχει μείνει, αυτό με τραβά,
ΧΑΝΊιΑ ΣΠΗΤΊτσ, ΤΈΚΑΣ ΈΝ ΧΤΑ ΣΑΝΊδΑ,
ΧΑΡςΎ ΣΤΥ ΠΥΤΆΜ, ΝΔΥ βΗΡΉΤΚΥ ΗΡΉ, |εΕΡί|
ΓΟ ΣΉΜΥΡΥ, ΤΆΤΑ, ΣΤΥΝ ΉΠΝΥ Σε ΉδΑ,
ΤΑ ςέΡΑ-Σ ΤΡΑςΆΣΑΝ ΑΧ Τ δΛΊιΑ βΑΡΉ. τα χέριασου τράχυναν απο τη δουλειά τη βαρειά.
το αρχοντικό σπιτάκι, παρόλο που είναι απο σανίδια, αντίκρυ στο ποτάμι, με αυλόπορτα απο πλεχτές κληματσίδες ιτιάς. εγώ σήμερα, πατέρα, στον ύπνο σε είδα, τα χέριασου τράχυναν απο τη δουλειά τη βαριά.
ΚΗ ΣΉ, ΜΆΝΑ ΧΆΘΙΣ ΧΤΑ ΠΉΚΡΗΣ ΜΑΝΊΤΚΑ,
ΤΙΚΜΗΛ ΧΑΜΒΥΡιΆΣΗΣ, ΧΤΑ δΆΚΡΗΣ ΚΑιΜέΝ.
ΜΑ ΣΉ ΚΌΜΑ ΚΛΌςΚΗΣ ΛΙΝ Τ ΜέΡΑ ΣΜΑ ΣΝ ΠΛΉΤΚΑ,
Τ ΑΝΈΠςΑ-Σ ΦΡΑιΖΜέΝΑ ΜΝΥΣΤΎτσΚΑ ΝΑ ΈΝ. (φορεμένα= ντυμένα)
και σύ, μάνα, χάθηκες απο πίκρες άθλιες, τελείως καμπούριασες, απο τα δάκρυα καημένη. αλλα εσύ ακόμη γυρίζεις όλη τη μέρα κοντά στο πλυσταριό, τα εγγόνιασου ντυμένα όμορφα να είναι.
ΤΑΚΆΜ ΤΑ ΚΑΛΆ! ΉΞ-ΠΑ τέςΗΤ ΦΤΗΡΉιΑ, ευκαιρία
ΣΗΣ δΆςΚΗΣΗτσ ΠΆΝΔΑ – ΠΗΡΝΌ ΚΗ ΠΡΑδΊ <βΡΑδΊ>.
ΓΟ ΔΎΓΥ ΣΑΣ ΛΌΓΟ ΤΙΜΉΖΚΥ, ΧΝ ΚΑΡδΊιΑ:
ΘΑ ΧΆΣΥΜ ΔΥςΜΆΝΣ, ΚΆΘΑ ΉΣ ΘΑ ΤΥ δΊ.
άνθρωποι αγαπημένοιμου! καθόλου δέν έχετε ευκαιρία, εσείς αγωνίζεστε πάντα, πρωί και βράδυ. σας δίνω λόγο καθαρό, απο καρδιάς: θα αφανίσουμε τους εχθρούς, καθένας θα το δεί.
ΚΗ ΣΤ ΧΌΡΑ ΘΑ ΈΡΤΥ ΓΟ ΞΆΛΚΑ, ΠΡέΠ ΦέΤΥΣ.
ΧΤΑ ΜέΝΑ ΘΑ ΈςΗΤ ιΑΡΔΊΜ ΚΗ ΣΑιΓΉ…
ΜΑ ΠΆΛΙΣ ΧΛιΥΡΌ ΦΑΝΆΚΘΙΝ ΡΑΚέΤΑ,
ΤΌ ΧΛΊΖ Τ ΡΌΤΑ ΠΆΣ ΦΑςΉΣΤΣ ΝΑ ΣΚΥΘΊ. рота company
και στο χωριό θα έρθω γρήγορα, μάλλον φέτος. απο μένα θα έχετε βοήθεια και σεβασμό… αλλα πάλι πράσινη έλαμψε φωτοβολίδα, που καλεί το λόχομας εναντίον στους φασίστες να σηκωθεί.
ΓΟ ΣΤΈΡΑ ΤΥ ΓΡΆΦΤΥ…» ΖΜΉΝ δΆΝ ΝΤΑ ΠεδΊιΑ,
ΚΡΗΜΉΝ ΣΚΥΤΥΜέΝΥΣ ΣΤΥ ΞΌΛ ΤΥ ΠΛΑΤΊ…
ΚΗ ΣΤΈΡΑ ΜΗΣ ΝΎΝΖΑΜ, ΝΤΑ ΣΤΆΘΗΝ Τ ΦΥΤΊιΑ:
Α ΤΆΤΑ ΚΗ ΜΆΝΑ ΘΑ ΦΛΆΚΣΝΙ ΧΑΡΤΊ.
«εγώ ύστερα θα συνεχίσω το γράμμα…» έσμιξε πήγε με τα (άλλα) παιδιά (=στρατιώτες), έπεσε σκοτωμένος στην εξοχή την πλατιά… και ύστερα εμείς σκεφτόμασταν, όταν σταμάτησε η φωτιά: ο πατέρας και η μάνα θα περιμένουνε γράμμα.
26.01.1976
ΑΤΙΡΝΆιΦΤΥ ΞΑΡΆΝ…
ΤΥΝ ΑΚΥΡβΌ-Μ ΤΥΝ ΤΆΤΑ ΧΑΡΉΖΥ τον ακριβό-μου τον τάτα χαρίζω
στον ακριβόμου τον πατέρα το χαρίζω
1.
ΚΑΛτΗΡΝΈςΥ ΜέΡΑ – καλοκαιρινέσιο μέρα
ΑΛΥΝΊ ΖΑΜΆΝ… αλωνίου ΖΑΜΑΝ
ΑΝ Τ ΑΜΆΚΣ, ΝΔΑ βΌιδΑ, εν τω αμάξι, εν τα βόδια
ΠΆΓΥΜ ΛΌΝ Τ ΑΛΆΝ. υπάγομε ελών το ΑΛΑΝ
καλοκαιρινή μέρα – αλωνιού καιρός… με το αμάξι, με τα βόδια, πάμε ίσια μέσα στην πεδιάδα.
ΈΣΥΣΑΜ ΣΤ ΑΖΆΝ-ΜΑΣ, έσωσαμε εις το ΑΖΑΝ-μας
ΉΛιΥΣ ΚΌΜΑ ΠΡΌΝ, ήλιος ακόμα πυρώνει
ΜΑΧΣΥΛΊ ΞΑΡΆΝιΑ – |ΜΑhΣΟΥΛ|ίου ΞΑΡΑΝια (|ΜΑhΣΟΥΛ|= παραγόμενο, προϊόν. εν προκειμένω: γέννημα, δημητριακά).
ΓΆΚΑ-Μ ΠιΆΝ ΦΥΡΤΌΝ. αγάκα-μου πιάνει φορτώνει
φτάσαμε στο χωράφιμας, ήλιος ακόμη πυρώνει, γεννήματος δεμάτια ο μεγάλος αδερφόςμου πιάνει φορτώνει.
ΓΆΛιΑ-ΓΆΛιΑ ΜΛΌΘΙΝ, αγάλια αγάλια μουλώθην
ΉΛιΥΣ-ΠΑ ΧΥΡΣΌ… ήλιος-πα χρυσό
ΚΗ ΚΡΗΜΉΝ ΣΚΥΤΝΊιΑ και κρεμήην σκοτεινία
Α Τ ΑΜΆΚΣ-ΜΑΣ ΜΣΌ. Α το αμάξι-μας μισό
σιγά σιγά κρύφτηκε και ο ήλιος ο χρυσός… και έπεσε σκοτεινιά, ενώ το αμάξιμας (ήταν ακόμη) μισό (=μισοφορτωμένο).
…ΦέΝΓΚΥΣ ΚΖέΝ ΥΣΆΛΚΑ, φέγγος εκβαίνει ΟΥΣΑΛικα,
ΠΆΧ ΤΑ ΚΥΚΑΝΈιΣ απ' εκ τα ΚΟΙΚενέες (προφανώς απο τουρκ. |ΚΟΙΚ|= ουρανός)
ΚΗ ΤΡΑβΉΘΑΝ ςΞΆιδΑ και τραβήθαν σκιάδια
ΧΤ ΌΛΑ ΤΑ ΜΑΡέιΣ. εκ τα όλα τα μερέες
το φεγγάρι βγαίνει δισταχτικά απο τα ουράνια, και τραβήχτηκαν (=απλώθηκαν) σκιές απο όλες τις μεριές (=τριγύρω).
ΛΊΚΣ ΓΌ ΘΆΡΣΑ ΈΡΚΝΙ – λύκοις εγώ θάρρησα έρχονται
ΦΆΝΑΝ ΛΌΝ Τ ΑΛΆΝ… εφάναν ελών το ΑΖΑΝ
ΑΤΙΡΝΆιΦΤΥ ΦΉΚΑ αΤΙΡΝΑευτο αφήκα
ΓΌ ΈΝΑ ΞΑΡΆΝ. εγώ ένα ΞΑΡΑΝ
λύκοι μου φάνηκε πως έρχονται – φάνηκαν πέρα στην πεδιάδα… αμάζευτο άφησα ένα δεμάτι.
ΣΤ ΆΛΥ Τ ΜέΡΑ ΤΆΤΑ-Μ, εις τ' άλλο τη μέρα τάτα-μου
ΛΌΝ Τ
ΑΖΆΝ ΠΑΈΝ ελών το ΑΖΑΝ παγαίνει
ΚΗ ΗΣΛΆιΣΗΝ – ΉδΙΝ, και ίΣΛΕησεν - είδεν
Τ δΛΊιΑ-ΜΥ ΒΗΡΔΈΝ… τη δουλεία-μου ΒίΡΔΕΝ
την άλλη τη μέρα ο πατέραςμου ίσια μέσα στο χωράφι πηγαίνει, και παρατήρησε – είδε τη δουλειάμου με μιάς (=με την πρώτη ματιά κιόλας είδε την δουλειά που έκανα).
2.
…Τ\ΜΎΜΝΙ ΓΑΝΑΧΔΖΜέΝΥΣ – κοιμούμουνε αγανακτισμένος
ΉΡΤΑ ΧΤΥ ΤΑςΌβ… ήρθα εκ το ΤΑςΙγ (απο το τουρκικό ΤΑςΙ- =κουβαλώ, μεταφέρω)
ΚΆΤ ΚΑΝΊΣ ΓΝΕΦΆ-Με κάτι κανείς εκνηφά-με
ΦέΝΙΤ, ΑΝ Τ ΑΞΌβ. φαίνεται, εν τω ΑΞΙγ
κοιμόμουν κατάκοπος – ήρθα απο το κουβάλημα… κάποιος με ξυπνά, καθώς φαίνεται με οργή.
ΡΆΝτσΑ ΣΚΌΘΑ ΠΆΝΥ – ράντησα σηκώθα πάνω
ΤΊ ΈΝ, ΤΊΣ ΤΥ ΚΣέΡ? τί ένι, τίς το ξέρει;
ΤΆΤΑ-Μ ΣΤΊΚΗΤ ΈΜΒΡΥ-Μ, τάτα-μου στήκεται έμπρο-μου,
βΉτσΑ Ές ΣΤΥ ςέΡ. βίτσα έχει στο χέρι.
πετάχτηκα σηκώθηκα πάνω – τί συμβαίνει, ποιός το ξέρει; ο πατέραςμου στέκεται μπροστάμου, βίτσα έχει στο χέρι.
ΧΎΛΚΣΗΝ ΤΌΣ ΑΠΆΝΥ-Μ: χούλιξεν αυτός επάνω-μου:
- Έι, ΠεδΊ, ΦΗΔΆΝ! έι, παιδί φιντάνι!
ΠΌΣ ΠΣέΣ ΑΤΙΡΝΆιΦΤΥ πώς ψές αΤΙΡΝΆευτο
ΦΉΚΗΣ ΤΥ ΞΑΡΆΝ? αφήκες το ΞΑΡΑΝ;
φώναξε εναντίονμου: «έ, παιδί φιντάνι! γιατί χτές αμάζευτη άφησες το δεμάτι;
ΧΤΥ ΦΛιΥΡΉ ΚΗΡβΌ ΈΝ, εκ το φλωρί ακριβό ένι
ΤΥ ΠΣΥΜΉ-ΦΛΥΤΌ, το ψωμί – φυλλωτό, (ψωμί φυλλωτό, δηλαδή με φύλλα, εννοεί τα φυτά απο τα οποία προέρχεται το ψωμί)
…ΓΌ ΑΤΆ ΤΑ ΜέΡεΣ, …εγώ αυτά τα μέρες
ιΌΜΥΣΑ ΥΧΤΌ… γιόμωσα οχτώ…
απο το χρυσάφι πιό πολύτιμο είναι το ψωμί το φυλλωτό!» …εγώ εκείνες τις μέρες έκλεισα τα οχτώ (χρόνια της ηλικίαςμου).
ΣΉ ΣΧΥΡέΦΤΙΣ, ΤΆΤΑ, σύ συγχωρεύθης, τάτα,
δΆι<Σ> ΣΗ ΑΧ ΤΙ ΜΆΣ… εδιάβης σύ εκ τ' εμάς
ΝΑ ΖΉΣ ΟΤ Με ΜΆΘΣΗΣ να ζείς οτι με μάθισες (μάθισες= δίδαξες, όπως στην Ποντιακή)
ΤΥ ΠΣΥΜΉ ΤΊ ΚςΆΖ. το ψωμί τί αξιάζει
εσύ συγχωρέθηκες, πατέρα, διάβηκες (=έφυγες) απο μάς… να ζείς, που με έμαθες το ψωμί τί αξίζει. (η τυπική έκφραση ευγνωμοσύνης «να ζείς» = "ευχαριστώ" , χρησιμοποιείται ακόμη και για εκλιπόντα. στην πραγματικότητα κανείς δέν είναι ανύπαρκτος, ακόμη και άν έφυγε απο αυτόν τον κόσμο)
ΠΡέΠΝΑ ΑΧ ΤΥ ΜΆΘΖΜΥ-Σ, πρέπει να εκ το μάθιζμο-σου
ΤΌ ΝΑ ΈΝ ΠΥΡΉ – αυτό να ένι μπορεί
Χ\έβΥ ΚΆΘΑ ΈΝΑ, |QIJ|εύω κάθε ένα
ΓΌ ΦΤιΑΛΊτσ ΣΤΑΡΉ. εγώ κεφαλίτσι σιταρίου
πρέπει να είναι απο τη διδαχήσου, αυτό να είναι (η αιτία) μπορεί, (που) φείδομαι κάθε ένα τόσο δά στάχυ σιταριού.
12.12.1976 σελίδα92
ΤΆΤΑΜ ΤΥ ΥΡΜΥΝΙΜΎ
του πατέραμου η ορμήνεια.
ΓΥΡΓΆ ΤΟ ΉΤΥΝ, ΑΣ ΤΥ ΞΌΛ, ΝΤ ΑβΌΡΑ, γοργά αυτό ήτον, εις το ΞΟΛ εν τη ευώρα
ΑΝ ΚΎΡΤΑΝΑ-ΠΑ ΉδΡΥ ΑΝ Τ ΥΖΜΆ, άν κούρτανα-πα ίδρο εν το ΟΙΣΜΕ
ΝΤ ΧΑΡΆ ΤΥΝ ΤΆΤΑ-Μ ΦέΡΗςΚΑ-ΤΥΝ ΣΜΆ – εν τη χαρά τον τάτα-μου φέρισκα-τον σιμά
ΒΑΣΉΜιΑ ΒΓΚΆΛΝΑ, ΝΑ ΤΜΑΡέΠΣΥΜ ΣΤ ΌΡΑ. |ΒΑςΙΜ|ια κουβάληνα να τιμαρέψουμε εις το ώρα
νωρίς αυτό ήταν, στην εξοχή, με τη δροσιά, και μ’όλο που κατάπινα ιδρώτα μαζί με γέννημα (=σιτάρι κλπ), με χαρά στον πατέραμου έφερνα κοντά(του) - χερόβολα κουβαλούσα, να τακτοποιήσουμε (= να τελειώσουμε τη δουλειάμας) έγκαιρα.
ΤΟ τέΝ ΠΥΛΆ ΛΑΦΡΌ ΧΟΡιΆΤΚΥ Τ δΛΊιΑ, αυτό κι έν πολλά ελαφρό χωριάτικο δουλεία,
ΠΎιΥ τιΆΝ ΠιΆΚΣ-ΠΑ, ΌΛΥ-ΠΑ βΑΡΉ… οποίο κι άν πιάκεις-πα, όλο-πα βαρύ
ΚΗ ΤΆΤΑ-Μ ΉΛΙΝ-Με – ΣΉ ΔΡΆ, ΚΑΜΉιΑ και τάτα-μου ήλεγεν-με - εσύ ανατράνα, καμία
ΣΤΑ ΖΆΝ ΜΉ ΦΉΝΣ ΚΆΝΑ ΦΤιΑΛΊτσ ΣΤΑΡΊ. εις το ΑΖΑΝ μή αφήνεις κάνα κεφαλίτσι σιταρίου
αυτή δέν είναι και πολύ εύκολη η χωριάτικη η δουλειά, όποια (αγροτική δουλειά) κι άν πιάσεις, κάθε μιάτους είναι βαριά… και ο πατέραςμου μου έλεγε: «εσύ κοίτα, ποτέ στο χωράφι να μήν αφήνεις ούτε ένα μικρό στάχυ σιταριού.
ΤΌ ΈΝ ΤΥ ΖΉΣΜΥ-ΜΑΣ, ΣΤΥ ΚΣέΡΣ, ΧΑΝΊιΑ, αυτό ένι το ζήσιμο-μας, ας το ξέρεις, |ΧΑΝ|ία,
ΤΥ ΣΤΆΡ ΈΝ ΧΤΥ ΦΛιΥΡΊ ΚΗΡβΌ… ΚΗ ΤΌΣ, το σιτάρι ένι εκ το φλωρί ακριβό
δΑΦΤΌΤ ΒΑΣΉΜιΑ βΓΚΆΛΝΙΝ δΊιΑ-δΊιΑ, δε αυτό-του |ΒΑςΙΜ|ια κουβάληνεν δύα δύα
Άιτσ, ΤΊΓΛΑ ΜΆΝΑ-Μ ΠΡΆΤΖΗΝ ΜέΝΑ ΜΚΡΌΣ. έτσι, τί-λογα μάνα-μου περάτιζεν εμένα μικρώς.
αυτό είναι η ζωήμας, να το ξέρεις, άρχοντα, το σιτάρι είναι απο το χρυσάφι πιό πολύτιμο…». και αυτός ο ίδιος χερόβολα κουβαλούσε δύο δύο, έτσι (μου μάθαινε, ήδη) καθώς η μάναμου με κουβαλούσε όταν ήμουν μικρός. (αυτά με δίδασκε με τα λόγια και το παράδειγματου ήδη απο τότε που ακόμη δέν περπατούσα).
ΠΥΛΆ ΞΑΡΆΝιΑ ΣΤΆΘΑΝ ΠέΣ Τ ΑΖΆΝ-ΜΑΣ, πολλά |ΞΑΡΑΝ|ια στάθαν απ'έσω το ΑΖΑΝ-μας
ΤΑΚΆΜΑΣ ΌΛ-ΠΑ δΆβΑΝΙ ΑΣ ΣΠΉΤ. τα δικάμας όλοι-πα εδιάβανε εις σπίτι
ΜΉΣ ΠέΜΝΑΜ δΊ-ΜΑΣ… ΚΗ ΤΥ ^ΧΑΡΑΞΆΛ-ΜΑΣ, εμείς απέμειναμε δύοι-μας... και το ^ΧΑΡΑΞΆΛ-μας (^ΧΑΡΑΞΆΛ, στα τούρκικα σημαίνει «μαύρο και ασπριδερό μαζί», ήταν προφανώς το όνομα του αλόγουτους)
ΠΗΧΤΆ-ΠΗΧΤΎςΚΑ ΧΡΎΜΤΑΝΙΝ ΤΥ ΜΤΊ-Τ. πηχτά πηχτούτσικα χρούμετανεν το μυτί-του
πολλά δέμάτια στήθηκαν μές το χωράφιμας, οι δικοίμας (οι συγγενείς) όλοι πήγανε στο σπίτι. εμείς μείναμε οι δυόμας… και το Χαραчάλιμας συχνά, κάθε τόσο χρεμέτιζε τη μύτητου.
τσΗΜΒΉΡΖΗΝ ΚΆΤ ΠέΣ ΚΑΛΑΜΉδ τσΡΥΤιΆΡΚΥ, τσιμπίριζεν κάτι απ' έσω καλαμίδι ΞΥΡΥΚιάρικο (απο τουρκ. |ΞΥΡΥΚ|= σάπιο. τσ μάλλον λάθος αντί για ч)
ΜΑ ΠΉΡΗΝ ΣΤΡΆΤΑ, δΆιΝ ΞΆΧ ΣΝ ΤΑΡΑΜΆ. μα πήρεν στράτα, διάβη |ΞΑQ| εις την |ΤΑΡΑΜΑ|
τΗΡΌΣ ΤΌ Τ ΌΡΑ ΉΝΔΥΝ ΣΗΝΙΦιΆΡΚΥ, καιρός αυτό το ώρα εγίνετον συννεφιάρικο,
ΚΗ βΡΌΝΔΙΚΣΗΝ ΜΑΚΡΆ ΚΗ ΆΛιΑΧ ΣΜΆ. και βρόντηξεν μακριά και |ΑΛΑΑQ| σιμά
(το άλογο) τσιμπούσε κάτι μές την καλαμιά την μαραμένη, μα πήρε δρόμο, έφυγε ώς τα καλλιεργημένα. ο καιρός εκείνη την ώρα έγινε συννεφιασμένος, και βρόντησε μακριά και πάρα πολύ κοντά(μας).
δΆιΝ ΤΆΤΑ-Μ ΑΠ ΑΤ\ΚΆΤΥ ΝΑ ΦέΡ Τ ΆΛΓΥ, διάβην τάτα-μου απο εκει κάτω να φέρει το άλογο
βΡΥςΗΣ ΧΗΣΤΆιΣΗΝ, ΓΟ ΘΑ ΈΦΧΗΝ ΠςΉ-Μ. βροχής |QΙΖ_ΔΙ|άησεν, εγώ θα έφυγεν ψυχή-μου (|QΙΖ_ΔΙ|= πύρωσε, αγρίεψε)
ΚΗ τΉΘΙΛΑ ΝΑ ςΛΎΜΗ, ΞΆΛΚΑ-ΞΆΛΚΑ, και κί ήθελα να χυλούμαι, |ΞΑΛ|ικα |ΞΑΛ|ικα
ΑΠΆΝΥ-Μ ΠΉΡΑ ΤΥ ΣΤΑΡΊ ΒΑΣΉΜ. επάνω-μου πήρα του σιταρίου |ΒΑΣΙΜ|.
πήγε ο πατέραςμου απο εκει κάτω να φέρει το άλογο, η βροχή μάνιασε, εγώ – θα έβγαινε η ψυχήμου! και δέν ήθελα να βρέχομαι, γρήγορα γρήγορα επάνωμου πήρα του σιταριού ένα χερόβολο.
ΑΣ βΡέΚΣ Ν ΗΡέβ, ΑΠ ΚΆΤΥ ΈΝ ΣΤΙΓΝΊιΑ, ας βρέξει αν γυρεύει, απο κάτω ένι στεγνία,
ΑΠ ΠέΣΥ-Μ ΤΊΝΞΚΑ ΞΆΧ ΤΡΑβΎ ΑβΆ, απο απ’έσω-μου |ΤΙΝΞ|ικα |ΞΑQ| τραβώ |hΑβΑ|, (τραβώ |hΑβΑ| =απόδοση του τουρκ. |hΑβΑ ΞΕΚ-|= βρίσκω ευχαρίστηση, κάνω κέφι)
ΑΚΎΓΥ, ΤΌ ΤΥ ΣΆΤ ΚΑΝΊΣ ΧΤΑ ΦΤΊιΑ ακούω, αυτό το |ΣΑ’ΑΤ| κανείς εκ τα αυτία
ΖΗΣΤΎτσΚΑ ΠιΆΚΗΝ ΜέΝΑ ΚΗ ΤΡΑβΆ. ζεστούτσικα πιάκεν εμένα και τραβά.
ας βρέξει αν θέλει, απο κάτω είναι στεγνά, απο μέσαμου ήσυχα το ευχαριστιέμαι κιόλας. ακούω, εκείνη την ώρα κάποιος απο τα αυτιά με ζέση με έπιασε και (με) τραβά.
ΤΌ ΉΤΥΝ ΤΆΤΑ-Μ: ΣΤΊΚΗΤ ΜΣΟΞΥΠΛΆΧΥΣ, αυτό ήτον τάτα-μου: στήκεται μισο|ΞΙΠΛΑQ|ος
ΤΌΣ ςΞ]έΠΑΣΗΝ ΑΝ Τ ΞΠΎΝΑ-Τ ΤΥ ΞΑΡΆΝ. αυτός σκέπασεν εν τη ΞΙΠΟΎΝΑ-του το ΞΑΡΑΝ
ΓΑΡδΆΛΥΣΗΝ ΤΑ ΜΆΤιΑ-Τ, ΉΝΔΥΝ ΆΓΡΥΣ, γαρδάλωσεν τα μάτια-του, εγίνετον άγριος
ΧΥΛΊ-Τ ΠΑ ΦέΝΙΤ, ΚΖέΝ ΤΌ ΤΥ ΖΑΜΆΝ. χολήτου-πα φαίνεται εξέβην αυτό το |ΖΑΜΑΝ|.
αυτό ήταν ο πατέραςμου: στέκεται μισόγυμνος, αυτός σκέπασε με το σακάκιτου το δεμάτι. γούρλωσε τα μάτιατου, έγινε άγριος, και η χολή του φαίνεται βγήκε εκείνη την ώρα. (η χολήτου βγήκε= η οργήτου ξέσπασε).
- ς<Ξ>ΥΠΆΧΤΙΣ, ΜΛΌΘΙΣ, ΚΣέβΑ ΧΆΤ\, ΣΑΛΈΦΤ-ΝΑ! σκεπάσθης, μουλώθης! εξέβα εκ εκει, σαλεύθητι-να!
ΧΥΡΆι ΤΥ ΣΤΆΡ ΚΉ ΣΤΈΡΑ ΤΥΝ δΑΦΤΌΣ! QΟΥΡάει το σιτάρι και υστέρα τον δε-αυτό-σου!
…ΠΆΛ ΉΝΚΣΗΝ ΜέΡΑ, Τ ΣΊΝΙΦΑ ΔΑΓΛΈΦΤΕΝ πάλι ήνοιξεν μέρα, τα σύννεφα ΔΑΓΛεύθεν
ΚΗ ΉΡΤΙΝ ΤΊΝΞΚΥ, ΌΜΥΡ<Φ>Υ τΗΡΌΣ. κ ήρθεν ΤΙΝΞικο, όμορφο καιρός
-«σκεπάστηκες, κρύφτηκες! βγές απο’κεί, κουνήσου ντε! προστάτεψε το σιτάρι και ύστερα τον εαυτόσου!» …πάλι άνοιξε η μέρα (=άνοιξε ο καιρός), τα σύννεφα σκορπίσθηκαν και ήρθε ήσυχος, όμορφος καιρός.
δΑΚΡΌΘΑΝΙ ΤΑ ΜΆΤιΑ-Μ ΑΧ ΔΡΥΠΉιΑ, δακρώθανε τα μάτια-μου εκ ντροπεία
ΟΤ ΈΚΑΜΑ ΓΟ δΛΊιΑ ΛΊΓΥΣ ΝΎ… οτι έκαμα εγώ δουλεία δίχως νού...
ΜΑ ΤΆΤΑ-Μ ΤΥ ΥΡΜΥΝΙΜΎ ΚΑΜΉιΑ, μα τάτα-μου το ερμηνεμό καμία
ΣΤΥ ΖΉΣΜΥ-Μ ΌΣ ΑΤΌΡΑ τΉ ΤΜΥΝΎ <ΖΜΥΝΎ>. εις το ζήσιμο-μου ώς ετώρα κί λησμονώ.
δάκρυσαν τα μάτιαμου απο τη ντροπή, που έκανα δουλειά χωρίς νού… αλλα του πατέραμου την ορμήνεια (=διδαχή) ποτέ στη ζωήμου ώς τώρα δέν την ξεχνώ.
15.03.1877 <1977> σελίδα94
ΑΝΙΧΤΟΠΡΌΣΟΠΟ (το ουδέτερο αντί αφηρημένου ουσιαστικού, όπως συχνά στη Ρωμαίικη, και όπως στον Θουκυδίδη)
ΔΥςΜΆΝΣ ΑΝ ΤΥΝ ΚΌΖΜΥ ΧΗΡΠΛΆιΣΑ < ΧΗΡΛΆιΣΑ >,
ΚΗ ΣΉΜΥΡ ΓΟ ΛΈΓΥ ΑΤΌ:
Ν ^ΠΑΤΡΉδΑ-ΜΑΣ ΜΉΣ ΧΥΡΑΛΆιΣΑΜ,
ΤΥΝ ΠΡΌΣΟΠΟ-Μ ΈΝ ΑΝΙΧΤΌ!
εχθρούς μαζί με τον λαό(μου πολεμώντας) εξολόθρευσα, και σήμερα δηλώνω αυτό: την πατρίδαμας εμείς υπερασπισθήκαμε, το πρόσωπομου είναι ανοιχτό!
ΓΟ ΠΌΝΝΙΝ ΑΤΌΣΥ ΚΑΡδΉιΑ-Μ,
ΜΑ τΉΧΑ ΝιΑΖΜΌ ΤΥΝ δΑΦΤΌΜ:
ΓΟ ΧΉιβΑ Ν ^ΠΑΤΡΉδΑ-Μ ΧΑΝΊιΑ,
ΓΟ ΧΉιβΑ Τ ΧΥΡΉτσΑ ΤΥΚΌΜ! εγώ λυπόμουν (=αγωνιζόμουν να σώσω) το χωριουδάκι το δικόμου!
πονούσε τόσο η καρδιάμου, αλλα δέν στενοχωριόμουν για τον εαυτόμου: εγώ λυπόμουνα την πατρίδαμου την αρχόντισσα, λυπόμουνα το χωριουδάκι το δικόμου!
ΝΔΥ ΉΣΥ Ν ΚΑΡδΉιΑ ΠΚΑΝΊΣΤΑ, με ίσια (=δίκαιη και ατάραχη) καρδιά
Ν ΦΑςΉΣΤΣ ΑΣ ΤΥ ΠιΆΣΜΥ ΖεΣΤΌ.
ΚΗ τές ΝΑ ΥΜδΉΚΣ ΜέΝΑ ΉΣ-ΠΑ, και δέν έχει (=δέν μπορεί) να ονειδίσει εμένα ούτε ένας, (απο τον λαό και όχι απο λογίους διατηρήθηκαν, καθώς δείχνει η παραφθοράτους, τόσο παλιές ελληνικές λέξεις όπως «ονειδίσει», συμπεραίνω πως οι Ρωμιοί της Ουκρανίας έφυγαν απο την Ελλάδα σε πολύ παλιά εποχή, κατα τη γνώμημου λίγο μετά την υποταγή της βόρειας Ελλάδας στους Οθωμανούς)
ΤΥΝ ΠΡΌΣΟΠΟ-Μ ΈΝ ΑΝΙΧΤΌ!
με δίκαιη καρδιά χτυπήθηκα με τους φασίστες σε σύρραξη πύρινη. και δέν έχει να με ονειδίσει κανένας, το πρόσωπομου είναι ανοιχτό!
ΝΑ ΖΉΤΙ ΤΑ ΡΎΣΣΚΑ-Μ Τ ΑδΡέΦιΑ!
ΤΊΣ ΉΜΗ ΓΌ ΚΗ ΣΉΣ ΧΤ ^ΜΌΣΚβΑ, ΧΤΥ ΚΉεβ,
ΧΑΡΤΉιΑ ΓΡΆΦΤΙΤ ΚΑΤ\Α <ΚΆΘΑ> ΌΛΥ ΜέΝΑ?
ΧΤΥ ΚΑΛΥΣΉΝ-ΣΑΣ ΧΠΆ ΠΗΧΤΆ ΚΑΡδΊιΑ-Μ,
ΠΡΑΤΎ ΧΤ ΧΑΡΆ ΓΟ ΆΜΑ ΜΗΘΙΖΜέΝΥΣ.
ποιός είμαι εγώ και εσείς απο τη Μόσχα, απο το Κίεβο γράμματα μου γράφετε κάθε τόσο; απο την καλοσύνησας χτυπά συχνά (γοργά) η καρδιάμου, περπατώ απο τη χαρά ολόιδια σάν μεθυσμένος.
^ΛεΌΝΤΗΣ ΉΜΗ. τέΧΥ Χ ΣΆΛΣ ΓΟ ΧΌΡΖΜΥ.
ΓΟ ΉΜΗ ^ΚΌΣΤΑ ^ΝΈΣΤΙΡ ιΌΣ ΧΤΑ ^ιΟΡΗΣ.
ΠΥΡΠΆΠΥ-Μ ΉΤΥΝ ΜέΣΑ ΑΝ ΤΥΝ ΚΌΖΜΥ,
ΧΤΥ ^ΚΡΊΜ ΝΔΑ ΚΣέβΑΝ ΣΤΑ βΑΡέιΑ ΌΡΗΣ. στις βαριές (=δύσκολες) ώρες.
ο Λεόντης είμαι. δέν με ξεχωρίζει τίποτε απο τους άλλους (συμπολίτεςμου). είμαι του Κώστα-Νέστορα γιός απο το (χωριό) ΑϊΓιώργης. ο προπάπποςμου ήταν ανάμεσα στον πληθυσμό απο την Κριμαία όταν βγήκαν στις δύσκολες ώρες. (ο πατέρας του Λ. Κυριάκοβ λεγόταν Νέστωρ, του οποίου Νέστορα ο πατέρας λεγόταν Κώστας, καθώς βρίσκουμε και σε άλλα ποιήματα. Η μητέρα του Λ. Κυριάκοβ λεγόταν Ελένη. ΑϊΓιώργης πρέπει να είναι το χωριό απο το οποίο κατάγονταν οι πρόγονοιτου).
^ΡΥΜέι ΤΑΚΆΜΑΣ ΉΧΑΝ ΈΝΑ ΘΆΡΥΣ –
ΡΑΤΛΊΧ ΝΑ ΈβΡΝΙ ΤΈΚ ΣΤ ^ΡΟΣΣΉιΑ-ΜΆΝΑ.
ΝΑ ΧΆΣΝΙ Π ΠΆΝΥ-ΤΙΝ ΤΥΝ ΤΎΡΚΥ-ΧΆΡΥ,
Σ ΡΥΜέιΣ ΝΑ ΧΠΉΣΝΙ ΠΆΛΙΣ ΤΑ ΚΑΜΒΆΝΙΣ.
οι Ρωμιοί οι δικοίμας είχαν μιά ελπίδα: άνεση να βρούνε, μόνο στη Ρωσία – μάνα. να χάσουν απο πάνωτους τον Τούρκο – χάρο, στους Ρωμιούς να χτυπήσουνε πάλι οι καμπάνες. (για αυτήν την ελπίδα μετανάστευσαν απο την Κριμαία στο Ντονέτσκ, στα 1778).
ΚΗ ΆΡΤΑ ΉΝΔΥΝ δΊιΑΚΑΤΟ ΧΡΌΝιΑ,
ΧΤΑ ΖΎΜ ΠΚΆΣ ^ΡΎΣΣΚΑ ΤΑ ΧΥΡΣΆ ΧΑΝΆΤιΑ.
ΧΤΑ ΖΜΌΝΣΑΜ ΜΉΣ, ^ΡΥΜέι, ΤΑ ΆΓΡΑ ΠΌΝιΑ,
ΤΑ βΆΣΑΝΑ ΚΗ ΤΑ ΠΗΚΡΆ ΦΑΡΜΆτιΑ…
και ήδη γίνανε διακόσια χρόνια απο τότε που ζούμε κάτω απο τις ρωσικές χρυσές φτερούγες. απο τότε που ξεχάσαμε εμείς οι Ρωμιοί τους άγριους πόνους, τα βάσανα και τα πικρά φαρμάκια…
ΝΑ ΖΉΤ Τ ΑδΡέΦιΑ-Μ, Σ ΈςΗΤ ΠΆΝΔΑ ΉιΑ.
ΓΟ ΑΝ Τ ΧΑΡΆ ΑΠΆΝΥ-ΣΑΣ ΝΥΝΊΖΥ.
ΚΗ ΝΔΥ ΤΙΜΉΖΚΥ, ΦΥΣΗΡΌ ΚΑΡδΊιΑ,
ΑΧ ΣΌΛΣ ^ΡΥΜέιΣ ΖΗΣΤΆ ΣΑΣ ΑΝΓΚΑΛΊΖΥ.
να ζείτε, αδέρφιαμου, να έχετε πάντα υγεία. εγώ με χαρά σας σκέφτομαι. και με καθαρή, φωτεινή καρδιά, εκ μέρους όλων των Ρωμιών θερμά σας αγκαλιάζω.
30.05.1978
ΗιΎΛΗΣ
ΤΑ ΞΌΛιΑ ΓΝΙΦΎΝΙ Χ ΜΑςΉΝΑΣ βΡΥΝΔΊιΑ.
ΠΗΜέΝ ΒΑΡΑΖΝΆ ΑΧ ΤΥ ΤΡΆΚΤΟΡ ΑΠΉΣΥ.
ΚΗ ςέΝΓΚΥ ΠΗΡΝΈςΥ ΗΛιΎΤΚΥ ΛΑΜΒΡΉιΑ,
ΧΤΥ ΜέΓΑ ΤΥ ΠΣέΛΥΣ ΚΡΗΜΉςΚΗΤ ΝΔΥ ΡΉΣΜΥ. (ΡΉΣΜΥ =παιχνίδι, παιγνιώδης διάθεση. βγάζω το νόημα απο τα συμφραζόμενα)
οι εξοχές ξυπνάνε απο μηχανής βροντερό ήχο. απομένει αυλακιά απο το τρακτέρ πίσω. και χαρούμενου πρωινού ηλιακή λαμπρότητα απο το μεγάλο το ύψος πέφτει παιχνιδιάρικα.
ΑδΌ ΤΡΑΚΤΟΡΉΣΤ, ΤΑ ΠΑΛΚΆΡιΑ ΝΑΜΛΊδΚΑ,
ΗΛιΎΤΚΥ ΛΑΜΒΡΉιΑ ΝΔΥ ΧΌΜΑ ςΥΠΆΖΝΙ…
Χ ΑΤΌ-ΠΑ ΗιΎΛΗΣ ΝΔΑ ΈΡΚΗΤ, ΦΛιΥΡΉΤΚΑ,
ΤΑ ΞΌΛιΑ ΧΟΡιΆΤΚΑ, ΤΑ ΌΛΑ-ΠΑ ΜιΆΖΝΙ.
εδώ οι χειριστές των τρακτέρ, παλληκάρια ξακουστά, την ηλιακή λαμπρότητα με χώμα την σκεπάζουνε… και γι’αυτό ο Ιούλης όταν έρχεται, χρυσές οι εξοχές οι χωριάτικες αυτές όλες μοιάζουνε. (=οι εξοχές μοιάζουνε σάν χρυσές, επειδή τα τρακτέρ είχαν παραχώσει ηλιόφως μέσα στο χώμα)
10.05.1979 σελίδα97
ΛΙζΗΣ (лиж ski, χιονοπέδιλα,
ίσως όχι ακριβώς ίδια με τα αθλητικά σκί, πάντως χρησιμοποιούμενα στα χιόνια και απαραίτητα στο χειμερινό πόλεμο).
1. (τροχαϊκό)
ΠΆι ιΑΝβΆΡΣ. ΣΑΡΆΝΔΑ δΊιΑ…
ΌΣ ΤΑ ΜέΣΑ ςΌΝ.
ΠΚΆΧ Τ ^ΜΌΣΚβΑ ΤΥΝ ΝέΜετσ ΚΣΉΓΥΜ, εξάγουμε
Φ\έβ ΤΟΣ, ΝΑ ΓΛΙΤΌΝ.
πάει Ιανουάριος, Σαράντα Δύο (1942)… ώς τη μέση (ενός ανθρώπου, στρωμένο) χιόνι. απο τη Μόσχα τον Γερμανό (=τον γερμανικό στρατό) διώχνουμε, φεύγει αυτός να γλυτώσει.
ΣΌΝΥΜ Σ ΈΝΑ ΜΉΣ ΧΥΡΊτσΑ –
ΣΤΊΚΝΙ ΤΈΚ ΓΥΝΈιΣ,
ΉΣ ΖΔΑΝΌΣ τΉ ΦέΝΗΤ ΠδΙΝΑ,
ΒΡΆΝΣ ςΥΡΉΖ ΚΗ ΠέΖ.
φτάνουμε σε ένα εμείς χωριουδάκι, στέκονται μόνο τοίχοι (μόνο τοίχοι σπιτιών έχουν μείνει αγκρέμιστοι), ένας ζωντανός δέν φαίνεται πουθενά, άγριος άνεμος σφυρίζει και παίζει.
ΈΝΑ ΜΚΡΌ ΠεδΉτσ ΤΌ ΤΝ ΌΡΑ,
ΦΆΝΙΝ ιΑΓΑΛΆ,
ΑΣ ΤΥ ςέΡ-Τ τιΥΝΎΡιΑ ΛΊζΗΣ,
ΤΥ ΞΗΡΆι-Τ ΗΛΆ·
ένα μικρό παιδάκι εκείνη την ώρα φάνηκε σε μιάν άκρη, στο χέριτου καινούργια χιονοπέδιλα, η όψητου είναι γελαστή.
- ΔιΆΔιΑ, ΔιΆΔιΑ, ΜΑ ΤΑ ΛΊΖΗΣ-Μ, -
ΛΈ-Με ΤΥ ΠεδΊτσ, -
ΈΝ ΛΑΦΡΌ ΝΑ ΠΆιΣ ΣΗ ΔΆΜΑ,
ΣΌΝΙΤ ΞΆΛΚΑ ΦΡΉτσ-Σ.
θείο, θείο, νά τα χιονοπέδιλαμου, μου λέει το παιδάκι, θα είναι εύκολο να πηγαίνεις με αυτά, θα φτάνετε γρήγορα τους Φρίτς (=τους Γερμανούς).
ΚΗ ΔΥςΜΆΝΣ ΝΔΑ ΧΗΡΛΑΈβΗΤ,
ΣΤΊΚΗΤ ΤΥ ΔΥΓΚΎς,
ΜΉ ΖΜΥΝΆΤ ΝΑ Με ΤΑ ΦέΡΗΤ,
…ΈΚΑΜΑΜ ΥιΎς. (ujuш, απο τουρκ. ρήμα uj- =ταίριασμα, αρμονία, συμφωνία).
και τους εχθρούς όταν εξολοθρεύσετε, (και) σταματήσει ο πόλεμος, μή ξεχνάτε να μου τα φέρετε, …κάναμε συμφωνία.
δΌΚΑ ΛΌΓΥ ΓΌ ΤΥΝ ^ΚΌΛιΑ,
ΉΠΑ: - Άιτσ ΘΑ ΈΝ!
ΚΗ ΤΑ ΛΊζΗΣ ΣΤΆΘΑ ΦΌΡΣΑ,
δΆβΑ ΞΌΛ – ΞΥΛΔΈΝ.
έδωσα λόγο εγώ στον Κόλια, είπα: «έτσι θα γίνει!». και τα χιονοπέδιλα στάθηκα φόρεσα, διάβηκα απο εξοχή σε εξοχή.
ΈΜΒΡΥ ΠΆΓΥ, ΑΣ ΤΑ ΜέΝΑ
ΉΝΔΥΝΙ ΛΑΦΡΌ…
^ΚΌΛιΑΣ ΣΤΊΚΗΤ, ΣΜΆ-Τ ΜΑΝΆΚΑ,
βΆΛ ΚΗ βΆΛ ΣΤΑβΡΌ.
μπροστά βαδίζω, προχωρώ, για μένα έγινε εύκολο (το περπάτημα, χάρις στα χιονοπέδιλα)… ο Κόλιας στέκεται, κοντάτου η γιαγιά, κάνει και (ξανα)κάνει το σταυρότης.
ΉΡΤΙΝ ΆΝΙΚΣ, ΧΛιΆΘΙΝ ΜέΡΑ,
ΚΣέΡΥ ΌΣ ΑΤΌΡ,
βΡέΘΑΜ ΜΉΣ ΣΤ ΧΥΡΉτσΑ ΈΝΑ,
Σ ^ΒΌΞΑΡΟβ ^ΤΥΔΌΡ.
ήρθε άνοιξη, ζεστάθηκε η μέρα, το θυμάμαι ώς τώρα, βρεθήκαμε εμείς σε χωριουδάκι κάποιο, στον Μπότσαροβ Θεόδωρο.
- ΜΆ ΤΑ ΛΊζΗΣ-Μ, ΠΆΠΥ ^ΦέΔιΑ,
ΆΠΑΡ, ΣΑΧΗΝΔΡΆι.
- ΤΆ ΘΑ ΈΝ ΣΑΧΗΝΔΡΑιΜέΝΑ! -
ΉΠΗΝ ΝΔΥ ΧΥΛΆι.
(είπα:) νά τα χιονοπέδιλαμου, παππού Θοδωρή, πάρε(τα), φύλαξε(τα). – αυτά θα είναι φυλαγμένα, είπε με ευκολία (χωρίς καθόλου δισταγμό).
2. (μεσοτονικό)
ΜΗΣ ΉΡΣΑΜ ΑΣ ΣΠΉΤ ΑΝΔΑ ΈΦΣΑΜΗ Τ ΦΛΌΓΑ
ΚΗ ΔΌΚΑΜ ιΥΡΎΧ ΑΣ ΤΑ δΛΊΣ.
ΝΔΑ ΝΎΝΖΑ ΟΤ τέΚΑΜΑ ^ΚΌΛιΑ ΤΥ ΛΌΓΟ,
ΣΤΙ ΜέΝΑ ΤΟ ΉΤΥΝ ΔΡΥΠΉΣ.
εμείς γυρίσαμε στο σπίτι όταν σβήσαμε τη φλόγα (του πολέμου), και πέσαμε κατευθείαν στις δουλειές. όταν σκεφτόμουν οτι δέν έκανα του Κόλια τον λόγο (=δέν έκανα εκείνο που μου είχε ζητήσει), για μένα αυτό ήτανε ντροπή.
τΗΡΌ ΌΣ ΝΑ ΈβΡΥ, τΉ ΠέΡΑΣΗΝ ΛΊΓΥ,
δΑΦΤΌΜ-ΠΑ ΞΑΛιΆΣΑ ΚΑΚΆ,
ΜΑ ΉβΡΑ τΗΡΌ ΚΗ ΣΤ ΧΥΡΉτσΑ ΓΟ ΠΉΓΑ,
ΠΥ ΣΤΊΚΝΙΜΑΣ ΤΌΤ ΑΝΙΚΣΚΆ.
χρόνο ώσπου να εύρω, δέν πέρασε λίγο (=πέρασε πολύς καιρός ώσπου να βρώ τον χρόνο να ξεπληρώσω την υποχρέωσημου), και ο ίδιος γκρίζανα άσχημα (στα μαλλιά έγινα γκρίζος), βρήκα πάντως το χρόνο και στο χωριουδάκι εγώ πήγα όπου είχαμε σταθεί τότε, ανοιξιάτικα.
Τ βΗΡΆΝΔΑ ΟΓΝΌΡΣΑ. ΚΣέιΝ ιΆςΚΥ ΗΝΈΚΑ.
ΡΥΤΎ: - ΠΆΠΥ ΦέΔιΑΣ ΠΎ ΈΝ?
δΑΚΡΌΘΑΝ ΤΑ ΜΆΤιΑ-τσ, ΒΗΛΔΡΆΗΣΗΝ-Με ΤΈΚΑ…
- ΤΟΣ ΈΝ ΣΧΥΡΗΜέΝΥΣ… ΤΟΣ τέΝ.
τη βεράντα τη γνώρισα. βγήκε μιά νεαρή γυναίκα. ρωτώ: ο παππούς Θοδωρής πού είναι; δάκρυσαν τα μάτιατης, μου εξήγησε ωστόσο… «είναι συγχωρεμένος… αυτός δέν υπάρχει πιά».
«βΆι, ΠέΜΝΑ ΑΡΓΌΣ ΓΟ!» ΚΗ ΠΌΝΣΗΝ ΚΑΡδΊιΑ-Μ,
ΚΗ ΡΌΤΣΑ-ΤΙΝ ΠΆΛ ΣΠΥδΑΧΤΚΆ:
- ΤΊ ΉΝΔΑΝ ΤΑ ΛΊζΗΣ-Μ, ΣΉ τΉΚΣΗΣ ΚΑΜΉιΑ,
ΤΆ ΦΉΚΑ ΑδΌ ΑΝΙΚΣΚΆ?
«αλίμονο, άργησα!». και πόνεσε η καρδιάμου, και έσπευσα πάλι να την ρωτήσω: «τί έγιναν τα χιονοπέδιλαμου, δέν άκουσες καμιά φορά, εκείνα που άφησα εδώ μιάν άνοιξη;»
- ΚΗ ΠΌΣ-ΠΑ ΜΉ ΚΣέΡΥ, ΣΜΑΡΛΆιΣΗΝΙ ΤΆΤΑ-Μ,
ΝΔΑ βΆΡΝΙΝ ΚΗ ΠΉΓΑ ΓΟ ΣΜΆ-Τ:
«ΤΑ ΛΊζΗΣ, ΤΑ ΈΝ ΠΆΣ ΤΑΒΆΝ, ΣΑΧΗΝΔΡΆι-ΤΑ,
ΘΑ ΈΡΚΗΤ ΑΠΉΣΥ ΣΟΛΔΆΤΣ»…
-«και πώς να μή ξέρω, παράγγειλε ο πατέραςμου όταν βάρυνε και πήγα εγώ κοντάτου: ‘τα χιονοπέδιλα που είναι πάνω στην οροφή, φύλαξετα, θα έρθει αργότερα ένας στρατιώτης… (να τα ζητήσει)’»
ΤΑ ΛΊζΗΣ ΚΑΤΈβΑΣΗΝ, δΎι-ΤΑ ΣΤΑ ςέΡΑ-Μ.
ΓΟ ΉΧΑ ΧΑΡΆ ΛΊΓΥΣ ΧΡΆΡ.
ΑΣ ΚΌΛιΑ ΓΟ ΉΜΝΙ ΑΣ Τ ΆΛΥ ΤΙΝ ΜέΡΑ –
Σ ΤΥΚΌΤ ΤΥ ΜΥΡΦΎτσΚΥ ΒΑΖΆΡ.
τα χιονοπέδιλα τα κατέβασε, τα δίνει στα χέριαμου. είχα χαρά αμέτρητη! στην Κόλια ήμουν την άλλη μέρα, στη δικήτου την όμορφη πόλη.
ΤΟΣ ΉδΙΝ ΤΑ ΛΊζΗΣ, δΑΚΡΌΘΑΝ ΤΑ ΜΆΤιΑ-Τ.
ΚΗ ΜΉΣ ΑΝΓΚΑΛΊΘΑΜ ΝΤ ΧΑΡΆ.
Α ΚΌΖΜΥΣ ΘΑΓΜΆςΚΝΙ ΚΗ ΣΉΓΝΙ ΑΜΒΛΆΤιΑ –
ΠΌΣ ΚΛΈΓΝΙ δΊ ΆΝΔΡ, ιΆΝ ΤΑ ΜΚΡΆ?
αυτός είδε τα χιονοπέδιλα, δάκρυσαν τα μάτιατου. και μείς αγκαλιαστήκαμε με χαρά. ενώ ο κόσμος απορούσε και έσειαν (εις ένδειξη απορίας) τους ώμουςτους (σκεπτόμενοι) πώς κλαίνε δυό άντρες σάν τα μικρά παιδιά!
3. (τροχαϊκό)
ΚΣέβΑ, δΆιΝΑ ΑΧ ΤΥΝ ^ΚΌΛιΑ,
ΠΉΣΥ-Μ βέΛΚΣΑ ΓΌ:
^ΚΌΛιΑΣ ΣΤΊΚΗΤ ΑΝ Τ ΑΝΆΠςΑ-Τ,
ΚΆΜ-Με «ΣΤΥ ΚΑΛΌ!».
βγήκα, έφυγα απο τον Κόλια. πίσωμου κοίταξα: ο Κόλιας στέκεται με τα εγγόνιατου, μου κάνει (=γνέφει) «στο καλό!».
10-26.09.1979
ΜΑΡΗιΑ ΒΑΤΡΑΚΟβΑ
ΦΑςΉΣΤΣ ΚΑΡΤΑΚΌΛΝΑΜ ΧΤΥΚΌΜΑΣ ΤΥΝ ΤΌΠΥ. |fascist|ες κατρακύληναμε εκ το δικό-μας τον τόπο.
ΜΉΣ ςΛΌΘΑΜ ΧΤΥ έΜΑ ΚΗ ΉδΡΥ. ημείς χυλώθαμε εκ το αίμα και ίδρο,
ΣΥΣΤΆ ΦΆΝΙΝ ΈΜΒΡΥ-ΜΑΣ ΤΥ ^ΜεΛΗΤΌΠΟΛ\ - σωστά φάνη έμπρο-μας το |Μελητόπολις| -
ΜΗΣ ΛΊΓΥΣ ΒΗΝΌΚΛ\ ΑΤΟ ΉδΑΜ. ημείς δίχως |BINOCLE| αυτό είδαμε.
τους φασίστες κατρακυλούσαμε (=ρίχναμε κάτω, διώχναμε) απ’ τον δικόμας τον τόπο, εμείς μουσκέψαμε απο το αίμα και τον ιδρώτα. ίσια μπροστάμας φάνηκε η Μελητούπολη, χωρίς κιάλια την είδαμε.
^ΜΟΡΔβΉΝΟβΚΑ-ΧΌΡΑ ΑΠΉΣΥ ΦΛΑΚΆΡΖΗΝ –
Τ ΦΥΤΊιΑ ΑΧΉεΦΤΑ ΦΛΑΤΥ.
ΔΥςΜΆΝΥΣ ΤΥ ΠΣέΛΥΣ ΚΑΚΆ ΒΗΚΗΤΡΆιΣΗΝ,
ΜΗΣ ΈΠΗΣΑΜ ΈΜΒΡΥ-Τ ΑΚΆΤΥ.
η Μορντβίνοβκα, το χωριό, πίσω κατακαιγόταν, η φωτιά αλύπητα το φιλά. ο εχθρός το ύψωμα εξαιρετικά καλά το περιφρουρούσε, εμείς ξαπλώσαμε μπροστάτου (=μπροστά στον εχθρό) κάτω.
ΠΥΛΊΣ ΑΣ ΤΥ ΠιΆΣΜΥ ΤΌ Τ ΜέΡΑ ΧΗΡΛΆιΣΑΜ, πολλοίς εις το πιάσιμο αυτό το μέρα |ΑhίΡΛΕ|ησαμε, (όπου τονίζεται η κατάληξη της αιτιατικής πληθυντικού γίνεται φανερός πως είναι –οις στη Ρωμαίικη και όχι –ους όπως στην κοινή)
ΑΦΌβΗΤΑ ΣΚΎΜΝΑΣ ΑΠΆΝΥ. αφόβητα σηκούμασθε επάνω.
ΚΗ ΤΊΓΛΑ ΜΑΣ ΜΆδΖΗΝ ΜΑιΌΡ-ΜΑΣ ΧΥΛΔΆιΣΑΜ, και τί-λογα μας μάθιζε |MAJOR|μας |QΟΛΔΑ|ησαμε,
ΜΑ Τ\ΘΕΛ ΉΞ ΝΑ δΌΧΚΗΤ ΔΥςΜΆΝΥΣ. μα κί θέλει |hίΞ| να δόεται |ΔΥςΜΑΝ|ος.
πολλούς στη μάχη εκείνη τη μέρα αφανίσαμε, άφοβα σηκωνόμασταν (για επίθεση), και όπως μας δίδασκε ο (λοχαγός;)μας εφορμούσαμε, αλλα δέν θέλει καθόλου να υποχωρήσει ο εχθρός.
βΆι, ΤΊΓΛΑ ΣΚΥΤΊΝΖΗΝ ΤΌ Τ ΜέΡΑ βΑΡέιΑ! βάι, τί-λογα σκοτίνιζεν αυτό το μέρα βαρέα!
Σ ΚΑΡδΊιΑ-ΜΑΣ ΉΧΑΜ ΜΗΣ βΆΡΥΣ… εις καρδία-μας είχαμε ημείς βάρος…
ΚΗ ΤΈΚΑΣ ΤΑ ΓΡΆδΙΣ-ΜΑΣ ΠέΡΝΑΝ ΑΡέιΑ,
ΝΑ ΧΆΣΥΜ ΔΥςΜΆΝΣ ΉΧΑΜ ΘΆΡΥΣ.
πώ πώ, πώς σκοτείνιαζε εκείνη η μέρα βαριά! στην καρδιάμας είχαμε βάρος… και παρόλο που οι γραμμέςμας περνούσαν αραιές, να καταστρέψουμε τους εχθρούς είχαμε ελπίδα.
ΠΆΧ Τ ΣΉΝΙΦΑ ΦέΝΓΚΥΣ ΚΑΡΦΆ ΦΥΣΑΡΆιβΗΝ,
ΚΥβΔΆιΔΑ – ΞΑΡΆΝιΑ ΠΑΛΚΆΡιΑ. (τουρκ. cœvde= πτώματα)
ΝΕΡΌ ΤΥ ^ΜΟΛΌΞΝΙ ΧΤΥ έΜΑ ΑΡΤΡΆιΣΗΝ, artar
ΞΆΧ ΚΣέιΝ Χ ΣΚΥΤΥΜέΝΣ ΑΧ ΤΑ ιΆΡιΑ.
προβάλλοντας απο τα σύννεφα το φεγγάρι κρυφά φώτιζε πτώματα – αρμάθια παλληκάρια. το νερό του (ποταμού) Μολόчνι απο το αίμα πλήθυνε, μέχρι που βγήκε, εξ αιτίας των σκοτωμένων (που πέφταν μέσατου) απο τις ψηλές όχθες(του).
ΧΤΥ ΧΤΊΠΥΣ τΉ ΠΛΆΚΥΝΑΜ, ΠΆΛΙΣ ΚΗ ΠΆΛΙΣ,
ΤΈΚ ΈΜΒΡΥ ΜΗΣ δΆιΝΑΜ ιΆΝ ΉΝΑ.
ΤΥΡΜΆςΗΠΣΑΜ ΈΒΑΜ ΣΤΥ ΠΣέΛΥΣ ΝΔΑ ΣΚΆΛΙΣ,
ΤΑ ΠΎςΚΗΣ ΚΑΜΒΌΣ ΚΑΡΤΗΚΉΛΝΑΝ.
απο το χτύπημα (που συνεχώς υφιστάμεθα) δέν ισοπεδωνόμασταν, πάλι και πάλι, μόνο μπροστά εμείς πηγαίναμε σάν ένα (=σύσωμοι). αναρριχηθήκαμε μπήκαμε στο ύψωμα με σκάλες, τα πυρά (των εχθρών) καμπόσους (απο εμάς) τους κατρακυλούσαν (=τους έρριχναν κάτω).
Ν ΔΥςΜΆΝΣ ΠιΆΣΤΑΜ ΒέΚΚΑ, ΠΚΑΝΊΣΤΑΜ ΑΤΌΣΥ
ΚΑΚΆ Τ ΈΝΑ Ν Τ ΆΛΥ ΧΗΡΛΆιΣΑΜ,
ΞΆΧ ΠΣΤΆΘΑΜ, ΘΑΡΉΣ-ΚΗ ΧΤΥ ΜΈΓΑ ΤΥ ΔΌΣΜΥ
ΚΗ ΚΆΝΑ ΤΝΑδΊτσΑ ΤΙΝΞΛΆιΣΗΝ. (υποκοριστικό του «κανένα τινά»= κάτι λίγο) κάτι λιγάκι
με τους εχθρούς πιαστήκαμε άγρια, χτυπηθήκαμε τόσο, άσχημα αλληλοσφαγιασθήκαμε, ώσπου πιά κουραστήκαμε, θαρρείς, απο τη μεγάλη σύγκρουση, και για λιγάκι (η σύγκρουση) ησύχασε.
ΚΗ ΓΌΝΚΑΝΑΝ ΚΌΖΜΥΣ, ΑΚΆΤΥ ΗΠΛΌΘΑΝ,
ΜΥΡΛΌΓΑΝΑΝ ΠέΣ ΤΑ ΒΑΧЪΆιδΑ.
ΞΆΧ ΦέΝΓΚΥΣ ΤΥςΝΈΦΤΙΝ, ΣΤΥ ΣΉΝΙΦΥ ΜΛΌΘΙΝ,
ΤΑ ΆΣΤΡΗΣ, ΘΑΡΉΣ, ΚΗ, ΜΑΝΓΡΆιβΑΝ,
και βογγούσαν οι άνθρωποι, κάτω απλώθηκαν, μοιρολογούσαν μέσα στα καλλιεργημένα μέρη. ακόμη κ το φεγγάρι μελαγχόλησε, στο σύννεφο κρύφθηκε, τα άστρα θαρρείς και κραύγαζαν απο πόνο.
ΠΗΧΤΆ ΑΣ ΤΥ ΠιΆΣΜΥ ΈΝ ΌΡΑ ΑΤΊΤΚΥ:
ΝΔΑ ΒΑΡΑΒΛΧΈΦΚΗΤΙ Τ δΊΝΑ. (μάλλον τυπογραφικό λάθος αντί ΒΑΡΑΒΑΡΛΑΈΦΚΗΤΙ, απο barabar= μαζί, επι λέξει «στήθος με στήθος» =) ισοφαρίζει η δύναμη (=δέν μπορεί ούτε ο ένας αντίπαλος να υπερισχύσει ούτε ο άλλος)
ΤΥ ΌΜΥΡΦΥ ΉΝΚΑΜΥ ΣΜΆ ΈΝ, ΒΗΚΛΊδΚΥ, (η λ. ΉΝΚΑΜΥ= νίκη γραμμένη με κάμποσο μεγαλύτερα γράμματα στο πρωτότυπο)
ΜΑ ΚΌΜΑ τΉ δΌΧΚΗΤ ΚΑΝΊΝΑ. μα ακόμα κί δόεται κανείνα.
συχνά στις μάχες συμβαίνει το εξής: όταν ισοφαρίζει η δύναμη, η όμορφη ΝΙΚΗ κοντά είναι, αναμενόμενη, αλλα ακόμη δέν ενδίδει κανένα (απο τα δύο αντίπαλα μέρη).
Α ΤΌΤ ΠΑΛΙΚΆΡΟΣ Ν βΡΗΘΊ ΉΣΑ, ΉΣΑ,
ΝΑ ΣΚΎΤΙ ΚΑΡδΆΡΚΑ ΑΠΆΝΥ,
ΘΑ ΈΝ ΤΟΣ ^ΗΡΟιΑΣ, ΘΑ ΠΆΓΝΙ ΌΛ ΠΉΣΥ-Τ,
ΘΑ ΈΝ ΗΝΓΚΗΜέΝΥΣ ΔΥςΜΆΝΥΣ.
λοιπόν τότε ένας γενναίος άν βρεθεί, στα ίσια, κατα μέτωπο (επιτιθέμενος) να σηκωθεί θαρραλέα επάνω, θα είναι αυτός ήρωας, θα τον ακολουθήσουν όλοι, θα είναι νικημένος ο εχθρός.
…ΣΥΠΑΣ ΚΟΜΑΝΔΉΡΣ, ΧΑςΥΜΉΤΚΥ ΈΝ δΛΊιΑ…
ΣΤΥ ΜέΓΑ ΤΥ ΠιΆΣΜΥ ΣΚΥΤΌΘΙΝ…
- ΣΚΥΘέΤΙ ΑΠΆΝΥ! – ΤΌΤ ΧΎΛΚΣΗΝ ^ΜΑΡΉιΑ,
ΜΗΣ ΌΛ-ΜΑΣ ΑΠΆΝΥ ΣΗΚΌΘΑΜ.
…σωπαίνει ο αξιωματικός (αρχηγός του στρατιωτικού σώματος), μάταιη είναι η δουλειά (=μάταιος είναι πιά ο αγώνας)… στη μεγάλη συμπλοκή σκοτώθηκε… -«σηκωθείτε πάνω!» τότε φώναξε η Μαρία (Μπατράκοβα), εμείς όλοι επάνω σηκωθήκαμε (να επιτεθούμε).
ΧΥΛΞΆΡΚΑ ΧΥΛΔΆιΣΑΜ, ΑΧΉεΦΤΑ ΠΚΆΝΣΑΜ,
ΝΑ ΣΤΊΚΗΣ, ΞΆΧ τΉβΡΗςΚΗΣ ΤΌΠΥ…
ΔΥςΜΆΝΣ, ΛΊΓΥΣ ΧΉιΜΥ, ΠΥΛΊΣ ΜΉΣ ΔΥΓΡΆιΣΑΜ,
Άιτσ ΠΉΡΑΜ ΜΉΣ ΤΥ ^ΜεΛΗΤΌΠΟΛ\.
με μανία επιτεθήκαμε, χωρίς οίκτο χτυπήσαμε, να σταθείς κάν δέν έβρισκες τόπο… εχθρούς, χωρίς οίκτο, πολλούς σφαγιάσαμε, έτσι πήραμε εμείς τη Μελητόπολη.
23.10.1979 σελίδα102
τσΙΝΓΚΆΝΑ
ΜΉΣ δΆιΝΑΜ ΣΤΥ ΦΡΌΝΤ ημείς διάβαιναμε στο |front|
ΑΧ ΤΥ ΓΌΣΠΗΤΑΛ\ ΣΤΈΡΑ, εκ το |hospital| ύστερα,
ΣΗΦΤΈ ΝΔΑ ΤεΠΛΎςΚΗΣ εις ευθύ εν τα |теплушк-а|ες
ΚΗ ΣΤΈΡ ΑΠΗΖΆ. και ύστερα πεζά.
ΠέΣ ΈΝΑ ΧΥΡΉτσΑ απ’έσω ένα χωρίτσα
ΚΑΤΈβΑΜ ΣΜΆ ΣΤ ΜέΡΑ, κατέβημεν σιμά στη μέρα,
ΠΣΤΑΓΜέΝ… ΚΗ ΣΤΥΝ ΉΠΝΥ, αποσταμένοι… και στον ύπνο
ΜΗΣ δΆβΑΜ ΑΠΣΆ. ημείς διάβαμεν αψά.
πηγαίναμε στο μέτωπο, απο το νοσοκομείο έπειτα, πρώτα με τα στρατιωτικά οχήματα και ύστερα πεζοί. μέσα σε ένα χωριουδάκι κατεβήκαμε κοντεύοντας να ξημερώσει, κατάκοποι… και αποκοιμηθήκαμε σε λίγο.
ΚΗ ΣΜΆ-ΜΑΣ ΥΡΜΆΛιΑ και σιμά-μας |ΟΡΜΑΛ|ια
τσΙΝΓΚΆΝΙΣ ΣΥΡέΦΤΑΝ, τσιγγάνες σωρεύθαν,
ΔΡΑΝΆ ΧΑΡςΎ-Μ ΈΝΑ, ανατρανά |QΑΡςΙ|μου ένα,
ΛΕ-ΠΑΡΑΚΑΛΊ: λέει – παρακαλεί:
- ΦέΡ ΓΌ Σε ΜΑΝΔΈΠΣΥ, -φέρε εγώ σε μαντέψω,
ΣΤΥ ΦΡΌΝΤ ΘΑ ΣΧΥΡέΦΚΗΣ, στο |ΦΡΟΝΤ| θα συγχωρεύεσαι,
ΤΥ ςέΡΣ ΦέΡ, ΓΟ ΛΈΓΥ-Σε, το χέρι-σου φέρε, εγώ λέγω-σε
ΌΛΥ Τ ΑΣΛΊ… όλο το |ΑΣΛΙ|…
και κοντάμας πλήθη τσιγγάνες μαζεύτηκαν, με κοιτάζει κατα πρόσωπο μία, λέει, παρακαλεί: φέρε να σου μαντέψω, (άν) στο μέτωπο θα συγχωρεθείς (=σκοτωθείς), το χέρισου φέρε, θα σου πώ όλη την αλήθεια…
ΤΥ ΦΡΌΝΤ ΉΤΥΝ ΣΜΆ – το |ΦΡΟΝΤ| ήτον σιμά-
ΠΆΤΥΣ ΤΡΌΜΑΖΗΝ ΛΌΡιΑ. πάτος τρόμαζεν ολόγυρα.
ΚΑΠΝΌΣ ΚΗ ΦΥΤΊιΑ – καπνός και φωτία-
ΧΑΜέΝΥ ΖΑΜΆΝ! χαμένο |ΖΑΜΑΝ|!
ΚΑΡδΊιΑ-Μ τΉ ΠΌΝΣΗΝ καρδία-μου κί πόνεσεν
Χ τσΙΓΚΆΝΑΣ ΤΑ ΛΌιΑ, εκ τσιγγάνας τα λόγια,
ΓΟ ΤΌΠΥΣ-Μ ΑτΉ ΈΝ, εγώ τόπος-μου εκεί ένι,
ΠΥ ΚΡΎΧΚΝΙ Ν ΔΥςΜΆΝΣ! όπου κρούονται εν |ΔΥςΜΑΝ|οις!
το μέτωπο ήταν κοντά – η γή έτρεμε γύρω. καπνός και φωτιά – χαμένος (=καταραμένος, πανάθλιος) καιρός! η καρδιάμου δέν πόνεσε απο της τσιγγάνας τα λόγια, εμένα η θέσημου εκεί είναι, όπου χτυπιούνται με τους εχθρούς!
ΠΥΛΆ ΠΑΛΙΚΆΡιΑ πολλά παλληκάρια
ΣΜΆ-Μ δΆιΝΑΝ ΣΤΥΝ ΉΠΝΥ, σιμά-μου διάβαιναν στον ύπνο,
ΤΥ ΜΆΤ-Μ ΝΑ ΚΑΜΣΌτσΥ το μάτι-μου να |QΑΜΙΤ|σώσω
ΓΟ ΉΞ τΉΠΥΡΥ… εγώ |ίΞ| κί εμπορώ…
τΉΠΣΤΈβΥ, ΗΛΒΕΤ, κί πιστεύω, |ΕΛΒΕΤ|,
ΓΟ τσΙΝΓΚΆΝΑ ΤΥ ΉΠΗΝ, εγώ τσιγγάνα τό είπεν,
ΜΑ ΡΌΤΣΑ Ν ΚΥΚΎςΚΑ: μα ρώτησα την кукушка:
- ΠΥΛΆ ΓΟ ΘΑ ΖΎ? –πολλά εγώ θα ζώ;
πολλά παλληκάρια κοντάμου αποκοιμιούνταν, τα βλέφαραμου να ενώσω (=μάτι να κλείσω) εγώ καθόλου δέν μπορώ… δέν πιστεύω (=δέν πίστευα), βέβαια, εκείνο που η τσιγγάνα είπε, αλλα ρώτησα τον κούκο: πολλά (χρόνια) θα ζήσω;
Ν ΚΥΚΎςΚΑ ΣΥΠΆΖ, η кукушка σιωπάζει,
τΉΠΗΝ ΤΊΠΥΤ-ΠΑ ΜέΝΑ, κι είπε τίποτε-πα εμένα,
ΒΗΡΔΈΝ ΡΆΝτσΗΝ ΠέΤΑΣΗΝ |ΒίΡΔΕΝ| ράντησε πέτασεν
ΠΆΧ ΤΥ δΕΝΔΡΌ… απο εκ το δεντρό…
ΤΌ Τ ΌΡΑ ΓΟ ΧΉιΠΣΑ αυτό το ώρα εγώ |QΙι|ευσα
ΤΥ ΑΓΑΠΗΜέΝΥ-Μ, το αγαπημένο-μου,
ΟΤ ςΉΡΑ ΘΑ ΈΝ – οτι χήρα θα ένι-
ΑΣ ΤΥ ςέΡ-τσ ΑΝ ΤΥ ΜΚΡΌ… εις το χέρι-της εν τω μικρό…
ο κούκος σωπαίνει, δέν μου είπε τίποτε, με μιάς τινάχτηκε πέταξε απο το δέντρο… εκείνη την ώρα λυπήθηκα την αγαπημένημου που χήρα θα έμενε, στο χέριτης με μωρό…
25.10.1979
ΛΑΧΉΡΔΙΜΑ ΑΝ ΣΟΛΔΆΤ ΤΥΝ ιΌ
συζήτηση με του στρατιώτη τον γιό
ΤΥΝ ^Κ. ^ΑβΔΑΝ ΧΑΡΉΖΥ
ΠΣΤΑΓΜέΝΥΣ Ν ΉΤΥΝ-ΠΑ, ΑΤΌΤ, αποσταμένος αν ήτον-πα, ετότε,
ΝΔΑ ΣΘΆΘΙΝΙ ΤΥ ΧΤΊΠΥΣ, εν τά στάθην-ε το χτύπος,
ΛΈι ΤΆΤΑ-Σ ΜέΝΑ: ΦέΡ ΒΛΟΚΝΌΤ, λέει τάτα-σου μένα: φέρε |BLOCK-NOTE|,
ΑΣ Τ ΧΌΡΑ Σ ΓΡΆΠΣΥ ΤΊΠΥΣ. εις τη χώρα ας γράψω τίποτες.
αποσταμένος κι άν ήταν, τότε, όταν σταμάτησαν οι χτύποι των όπλων, λέει ο πατέραςσου σε μένα: φέρεμου ένα σημειωματάριο, στο χωριό να γράψω τίποτε.
ΒΛΟΚΝΌΤ ΤΥΝ δΌΚΑ, ΚΑΡΑΝΔΆς… |BLOCK-NOTE|, τον δώκα, |QΑΡΙΝΔΑς|…
ΠΆΣ ΒΡΎΣΤβεΡ ΤΌΣ ΠΚΥΜέΝΥΣ, πάνω εις |BRUSTWEHR| αυτός απικωμένος, (BRUSTWEHR στα γερμανικά σημαίνει «προστατευτικός θώρακας», είναι η μάρκα του όπλου, ίσως κανονιού, κατα τη γνώμημου πολυβόλου)
ΚΆΤ ΝΎΝΖΗΝ ΤΊΝΞΚΑ, ΤΥ ΧΑΡΔΆς-Μ, κάτι νούνιζε |ΤΙΝΞ|ικα, το |QΑΡΔΑς|ι-μου,
ΤΌ ΉΤΥΝ ΧΑΡΥΜέΝΥΣ. αυτό ήτον χαρουμένος.
σημειωματάριο του έδωσα, αδερφέ… πάνω στο «Μπρούστβερ» αυτός (ήταν) σκυμμένος, κάτι σκεφτόταν ήσυχα, ο σύντροφοςμου, με το οποίο (που σκεφτόταν) ήταν χαρούμενος.
ΤΌΣ ΠΡέΠΝΑ, ΠΌΡΝΙΝ ΝΑ ΝΥΝΊΖ, αυτός πρέπει-να, μπόρεινε να νουνίζει,
ΘΑ ΧΆΣΥΜ ΤΥΝ ΔΥςΜΆΝΥ, θα χάσουμε τον |ΔΥςΜΑΝ|ο,
ΑΣ Τ ΧΌΡΑ ΠΆΛΙΣ ΘΑ ΗΡΉΖ εις τη χώρα πάλις θα γυρίζει,
ΘΑ ΠΆΡ ΤΑ ΜΚΡΆ-Τ ΑΠΆΝΥ-Τ… θα πάρει το μικρά-του επάνω-του…
αυτός θα πρέπει μάλλον να σκεφτόταν (οτι) θα αφανίσουμε τους εχθρούς, οτι στο χωριό πάλι θα γύριζε να πάρει τα μωράτου πάνωτου…
ΠΉΝ ΤΑΡΑΜΆ ΠΉιΝ ΤΥ ΧΑΡΤΊ-Τ, απ’είσω την |ΤΑΡΑΜΑ| πήγε το χαρτί-του,
ΤΥΝ ΠΌβΑΡ δΌΚΗΝ ΤΆΤΑ-Σ, τον |повар| δώκε τάτα-σου,
ΚΗ ΠΎΛιΑ-ΧΆΝΤ, ΣΤΥ ΗΡΗΣΤΊ-Τ, και |пуля|-ακάνθι, στο γυριστή-του,
ΑΧΤΡΆΜΣΗΝ-ΔΥΝ ΑΚΆΤΥ… |ΑQΤΑΡΜΑ|ησεν-τον εκάτω…
μέσα στα χωράφια έφυγε το γράμματου, στον ταχυδρόμο το έδωσε ο πατέραςσου, και μιά σφαίρα-αγκάθι στο γιακάτου τον έρριξε κάτω…
ΑΡΚΎδΙΠΣΑ ΓΌ ΠΉΓΑ ΣΜΆ-Τ, αρκούδευσα εγώ πήγα σιμά-του,
ΤΌΣ ΠέΦΤ ΛΊΓΥΣ ΛΑΛΊιΑ… αυτός πέφτει δίχως λαλία…
ΝΑ δΈΣΥ ΉΡΗΠΣΑ Τ ΗΡΆ-Τ, να δέσω γύρεψα τη |ιΑΡΑ|του,
ΜΑ δΈΝΣ-ΤΥ ΖέΡ Ν ΚΑΡδΊιΑ? μα δένεις-το |ΖΑΡ| την καρδία;
σύρθηκα εγώ πήγα κοντάτου, αυτός κείτεται δίχως λαλιά… να δέσω θέλησα το τραύματου, αλλα μπορείς μήπως να βάλεις επίδεσμο στην καρδιά;
ΚΗ Άιτσ-ΠΑ ΓΌ, ΚΑΛΌ ΠεδΊ, και έτσι-πα εγώ, καλό παιδί,
ΧΥΡΉΣΤΑ ΑΝ ΤΥΝ ΤΆΤΑ-Σ… χωρίσθα εν τον τάτα-σου…
…ΣΚΥΤΝιΆΡΚΥ ΔΥΓΚΥςΉ βΡΑδΊ, …σκοτεινιάρικο |ΔΟΙCΥς|ίου βραδύ,
ΚΡΗΜΉΣΤΙΝ ΠΆΣ ΤΥΝ ΠΆΤΥ… γκρεμίσθη πάνω στον πάτο…
και έτσι λοιπόν, καλό παιδί, χωρίστηκα απο τον πατέρασου… ένα σκοτεινό του πολέμου βράδυ, έπεσε πάνω στη γή…
25.11.1979 σελίδα105
ΚΑΛΗΜΈΡΑ, ^ΜΌΣΚβΑ!
ΖΒΥδΆΖ Η ΞΥΓΎΝΚΑ ΚΥΡιΑΖΜέΝΑ, σπουδάζει η |чугунка| (чугунка= αμαξοστοιχία, τραίνο. το ΚΥΡιΑΖΜέΝΑ, επίρρημα, πρέπει να σχετίζεται με τη λ. ΚΥΡΗΝΣΈ =μονοπάτι)
ΛΑΦΡΎτσΚΑ ΈΜΒΡΥ ΠΆι-ΤΡΑβΆ… ελαφρούτσικα έμπρο πάει – τραβά…
ΘΑΡΉΣ-ΚΗ, ΚΣέΡ ΟΤ ΠΆι ΤΟ ΜέΝΑ, θαρρείς-και, ξέρει οτι πάει αυτό μένα
ΧΤΥ ^ΜΑΡΗΎΠΟΛ\ ΑΣ Τ ^ΜΟΣΚβΑ. εκ το Μαριούπολη εις το Μόσκβα.
βιάζεται η αμαξοστοιχία οδηγημένη στις στενές ράγιες, ελαφρά (με ευκολία) μπροστά πηγαίνοντας τραβά… θαρρείς και το ξέρει οτι πάει (=μεταφέρει) αυτό (το τραίνο) εμένα απο τη Μαριούπολη στη Μόσχα.
ΘΑΡΉΣ-ΚΗ, ΛΈ-Με: «Τ\ΜΉΘ ΗΣέΝΚΑ», θαρρείς-και, λέει-με: «κοιμήθητι |ΕΣΕΝ|ικα»,
ΤΑ ΤΡΌςΑ-Τ ΧΠΎΝΙ ΑΧ ΤΥ ΓΜΆΡ… τα τρόχια χτυπούνε εκ το γομάρι…
ΜΑ Τ\ΜΆΣΗ ΖέΡ, ΚΑΡδΊιΑ-Σ ςέΝΚΑ, μα κοιμάσαι |ΖΑΡ|, καρδία-σου |ςΕγγ|ικα,
ΝΔΑ ΧΤΆ ΑΠέΣΥΣ ΛΊΓΥΣ ΧΡΆΡ. εν τά χτυπά απ’έσω-σου δίχως |QΑΡΑΡ|.
θαρρείς και μου λέει: «κοιμήσου άνετα», οι τροχοί χτυπούνε (=ηχούνε) απο το φορτίο… αλλα μπορείς μήπως να κοιμηθείς, η καρδιάσου ευτυχισμένη όταν χτυπά μέσασου δίχως μέτρο;!
Σ ΤΥΚΌ-Μ Τ ΣΤΟΛΉτσΑ ΑΝΔΑ ΠΆΓΥ, εις το δικό-μου το |столица| εν τά υπάγω,
ΚΗΡβΉιΑ ΠΎιΥ τές ΗΣΆΠ. ακριβεία οποίο κί έχει |hΕΣΑΒ|.
ΝΑ δΎ ΝΤ ΧΑΡΆ ΓΟ ΠΥιΥ ΦΛΆΓΥ, να δώ εν τη χαρά εγώ οποίο φυλάγω,
ΝΑ δΎ ΝΔΥ ΌΛΥ-Μ ΤΥ ΑΓΆΠ! να δώ εν τω όλο-μου το αγάπη!
στη δικήμου την πρωτεύουσα όταν πηγαίνω, θησαυρό ανεκτίμητο. να δώ με χαρά που την περιμένω, να (τη) δώ με όλημου την αγάπη! (=όταν πηγαίνω στην πρωτεύουσαμου που είναι θησαυρός ανεκτίμητος, που με χαρά, με όλημου την αγάπη να την δώ περιμένω)
Ν ΞΥΓΎΝΚΑ ΣΤΆΘΙΝ… ΚΣέβΑ. ςέΡΥΜ. την |чугунка| στάθη… εξέβα. χαίρομαι.
ΧΑΔΡΈιβΥ ΛΌιΑ ΑΚΗΡβΆ |QΑΔΙΡ|εύω λόγια ακριβά
ΚΗ ΧΛΊΖΥ ςέΝΚΑ: «ΚΑΛΗΜέΡΑ, και χουλίζω |ςΕγγ|ικα: «καλημέρα,
ΤΥΚΌ-Μ ΤΥ ΌΜΥΡΦΥ Τ ^ΜΟΣΚβΑ!» το δικόμου το όμορφο το Μόσκβα!».
το τραίνο σταμάτησε, βγήκα, χαίρομαι. αναζητώ λόγια ακριβά (να πώ) και φωνάζω ευτυχισμένος «καλημέρα, όμορφημου Μόσχα!»
ΜΟΣΚβΑ, 20.ΧΙ.1980 σελίδα106
ΗΝΈΚΑ-Μ ΤΥ ΉΡΗΜΥ της γυναίκαςμου ο (γυρεμός= αυτό που γυρεύει=) πόθος, ευχή.
ΣΉ βέΛΚΣΗΣ ΠΆΝΥΜ ΤΥςΝΙΜέΝΑ,
ΣΉ
βέΛΚΣΗΣ ΠΆΝΥΜ ΠΥΝΙΤΆ
ΚΗ ΉΠΗΣ ΧΛΊτσΚΑ, ΤΊΝΞΚΑ ΜέΝΑ:
-ΤΥ ΧΆΡΥΣ ΠΉΣΥ-ΜΑΣ ΠΡΑΤΆ.
με κοίταξες λυπημένα, με κοίταξες με συμπόνια, και μου είπες τρυφερά, ήσυχα: -ο Χάρος πίσωμας περπατά (=μας ακολουθεί, γυρεύει ευκαιρία να μας επιτεθεί).
ΓΌ ΚΣέΡΥ ΞΆΛΚΑ ΘΑ ΠΥΘΆΝΥ,
τΉ ΚΣέΡΥ, ΠΌΣ ΓΟ Αιτσ ΘΑΡΎ.
ΜΉ ΠΥΝΙςΚΆΣΗ ΤΈΚ ΑΠΆΝΥ-Μ,
ΜΉΣ δΊ-ΜΑΣ Τ\ΈΣΣΑΜ ΚΥΤΥΡΎ.
ξέρω πως γρήγορα θα πεθάνω, δέν ξέρω γιατί έτσι μου φαίνεται. μήν πονάς όμως για μένα, εμείς οι δυό δέν ζήσαμε άσκοπα.
βΑΡέιΑ ΠέΡεΣΑΜΗ ΧΡΌΝιΑ:
ΜΑΓΑΝΑιΜΌ, βΑΡΉ ΔΥΓΚΎς.
ΜΑ ΉΝΚΣΑΜ ΌΛΑ-ΠΑ ΤΑ ΠΌΝιΑ,
ΑΓΆΠ ΟΤ ΉΧΑΜ ΚΗ ΥιΎς.
δύσκολα περάσαμε χρόνια: μόχθο, βαρύ πόλεμο. αλλα νικήσαμε όλους τους πόνους, αγάπη επειδή είχαμε και αρμονία.
ΝΑ ΖΉΣ ΣΝ ΔΥΝιΆ ΚΑΛΆ ΗΡέβΥ,
ΣΉ ΉΣΗ ΚΌΜΑ δΙΝΑΤΌΣ,
ΜΑ ΠΌΣ ΓΌ ΝιΆςΚΥΜ-Σε ΚΗ Χ\ΈβΥ,
ΟΤ ΘΑ ΠΗΜέΝΣ ΣΝ ΔΥΝιΆ δΑΦΤΌΣ.
να ζείς στον κόσμο καλά θέλω, εσύ είσαι ακόμα δυνατός, αλλα πώς σε νοιάζομαι και λυπάμαι που θα μείνεις στον κόσμο μόνοςσου!
ΤΊ ΘΑ Σε Χ\ΈΠΣ ΑΓΑΠΗΜέΝΑ?
ΤΊΣ ΑΛΘΙΚΆ ΘΑ Σε ΜΗΤΡΉΣ?
Άιτσ ΠΟΣ ΑΓΆΠΑΝΑ ΓΌ ΣέΝΑ,
ΚΑΝΊΣ-ΠΑ Τ\ΘΑ Σε ΑΓΑΠΉΣ!
ποιός θα πονάει για σένα με αγάπη; ποιός αληθινά θα σε εκτιμά; έτσι όπως αγαπούσα εγώ εσένα, κανείς δέν πρόκειται να σε αγαπήσει!
ΚΗ ΈΤΑ <ΈΝΑ> Τ\ιΆΛΥ ΛΈΓΥ ΣέΝΑ:
ΣΝ ΚΑΡδΊιΑ-Μ ΤΌΤ ΘΑ ιΆΝ Ν ΚΑιΜΆ,
ΝΔΑ ΘΑ Σε ΦέΡΝΙ ΣΜΆ ΣΤΙ ΜέΝΑ
ΚΗ ΠΆΛ ΘΑ ΠέΦΤΥΜΗ ΣΜΆ-ΣΜΆ…
και ένα ακόμη θα σου πώ: στην καρδιάμου τότε θα γιάνει ο καημός, όταν θα σε φέρουνε κοντά σε μένα και πάλι θα πλαγιάζουμε κοντά – κοντά…
20.03.1982 (προφανώς αυτά τα είπε η γυναίκα του ποιητή σε περίσταση που ήταν άρρωστη και κινδύνευε να αποβιώσει. ωστόσο έζησε, και νομίζω πως ακόμη ζεί)
ΒΑΛΛΆΔΑ ΠΆΣ ΜΆΝΑ-Μ ΤΥ ΠΣΥΜΉ
ΓΌ ΉΜΝΙ ΜΚΡΌΣ, ΠΥ ΠέΜΝΙΝ ΤΌΤ ΚΑΜΉιΑ, εγώ ήμουνε μικρός, όπου απέμεινε τότε καμία,
τΉ ΖΜΌΝΣΑ-ΤΥ ΓΌ ΚΌΜΑ ΤΟ ΤΙΚΜΉΛ: κί λησμονησα-το εγώ ακόμα αυτό |ΤΕΚΜίΛ|:
ΧΤΥ ΦΎΡΝΥ ΜΆΜΑ-Μ βΓΆΛΙςΚΗΝ ΠΣΥΜΉιΑ εκ το φούρνο μάμα-μου βγάλλισκε ψωμία
ΚΗ ςΞέΠΑΖΗΝ-ΔΑ ΣΆΚΧΑ ΝΔΥ ΜΑΝΔΊΛ. και σκέπαζε-τα |ΣΑΑγ|ικα εν τω μαντήλι.
εγώ ήμουν μικρός, σε μιά ηλικία που έμεινε (στη μνήμημου) τότε, κάποτε, δέν το ξέχασα ακόμη εκείνο τελείως: απο τον φούρνο η μητέραμου έβγαζε ψωμιά και τα σκέπαζε καλά με το μαντήλι (=μεγάλη πετσέτα).
Α ΜΉΣ ΖΗΣΤΎτσΚΥ ΉΡΗβΑΜ ΝΑ ΦΆΓΥΜ |hΑ| ημείς ζεστούτσικο γύρευαμε να φάγουμε
ΚΗ ΠΑΡΑΚΆΛΝΑΜ-ΔΙΝ ΠΥΛΆ ΖΑΜΆΝ, και παρακάλειναμε-την πολλά |ΖΑΜΑΝ|,
ΜΑ ΉΛΙΝ ΜΆΜΑ-Μ: - ΧΡΆςΚΗΤΙ ΝΑ ΦΛΆΓΥΜ μα έλεγε μάμα-μου: «χρειάσκεται να φυλάγουμε
ΝΑ ΠΆΓΝΙ ΤΑ ΠΣΥΜΉιΑ ΑΣ Τ ΑΖΆΝ. να υπάγουνε τα ψωμία εις το |ΑΖΑγγ|.
ενώ εμείς ζεστούτσικο θέλαμε να το φάμε και την παρακαλούσαμε πολλή ώρα, μα έλεγε η μάναμου: πρέπει να περιμένουμε να πάνε τα ψωμιά στο χωράφι.
ΑτΉ, ΑΣ ΤΑ ΑΖΆΝιΑ ΠΥ ΗΝΊΘΑΝ, εκεί, εις τα |ΑΖΑγγ|ια οπου εγεννήθαν,
ΤΥΝ ΒΆΤΥ, Τ ΜΆΜΑ-ΤΙΝ ΝΑ ΠΎΝ: «ΝΑ ΖΉΣ!» τον πάτο, τη μάμα-των να πούν: ‘να ζείς!’
ΠΥ ΠΆΠΑ-ΣΑΣ ΑΧ ΤΥ ΝιΑΖΜΌ τΉ Τ\ΜΉΘΗΝ όπου πάππα-σας εκ το νοιασμό κί κοιμήθην
ΚΑΛΆ ΧΥΡΆΦιΑ ΌΣ ΝΑ ΥΣΤΡΑΉΣ. καλά χωράφια ώς να |ΟΥΣΤΑ|ραήσει.
εκεί, στα μεγάλα χωράφια όπου γεννήθηκαν, στη γή, τη μάνατους, να πούν «να ζείς» (=ευχαριστώ!). όπου ο μπαμπάςσας απο την έγνοια δέν κοιμήθηκε καλά χωράφια ώσπου να δημιουργήσει. (=πρέπει να περιμένουμε ώσπου τα πνεύματα των ψωμιών να πάνε στη μάνατους τη γή να πούν «ευχαριστώ» εκ μέρουςμας, να εκφράσουν την ευγνωμοσύνημας στις καλλιεργημένες εκτάσεις όπου καλά χωράφια για να δημιουργήσει ο μπαμπάςσας τόσον καιρό απο την έγνοιατου ήσυχα δέν κοιμήθηκε).
ΠΗΡΝΑ τΗΡΌΣ ΚΗ ΚΡΌΣΑΝ ΤΑ ΠΣΥΜΉιΑ,
ΜΑΝΊτσΑ-Μ ΜΆΜΑ τσΆΚΥΝΙΝ ΧΑΠέΣ
ΚΗ ΈδΥιΝ ΜΑΣ-Τ ΑβΡΑΚΑΤΥ ΜΚΡΥΛΊιΑ, το αφράτο
ΜΉΣ ΈΤΡΥΓΑΜΗ ΆΞΚΑ, ΝΔΑ ΧΑΡέιΣ.
περνά καιρός και κρυώσαν τα ψωμιά, η μανούλα – μάναμου έσπαζε (=έκοβε με το χέρι) κομμάτια και μας έδινε απο το αφράτο, εμάς τα μικρούλικα παιδιά, και τρώγαμε άπληστα, με χαρές.
ΚΗ ΦΚΡΎΜΝΑΣ ΤΊΝΞΚΑ ΤΎ ΣΜΑΡΛΆιβΗΝ ΜΆΜΑ-Μ:
- ΝΑ ΜΉ ΠΗΤΆιΤ ΑΚΆΤΥ ΒΎΤ\ ΚΑΝΆ.
ΚΗ ΆΝ τΉ ΣΚΌΣ ΤΥ ΒΎΤ\ Ν ΠΑΤΊΣ ΑΠΆΝΥ
ΠΥΡΎΝ ΝΑ ΚΖΎΝ ΤΑ ΜΆΤιΑ-Σ ΣΑΑΤΝΆ.
και ακούγαμε ήσυχα αυτό που παράγγελνε η μητέραμου: «να μήν πετάτε κάτω ψίχουλο κανένα. και άν δέν σηκώσεις το ψίχουλο, άν πατήσεις επάνω, μπορούν να βγούν τα μάτιασου την ίδια ώρα».
ΦΥβΎΜΝΑΣ ΜΉΣ ΚΑΝΑ ΠςΗδΊτσ ΝΑ ΧΆΝΥΜ, φοβούμασθε ημείς κανένα ψιχιδίτσι να χάνουμε,
ΚΗ ΈΤΡΥΓΑΜΗ ΤΊΝΞΚΑ, ΣΑΧΝΙΦΤΆ. και έτρωγαμε |ΤΙΝΞ|ικα, |ΣΑQΙΝ|ευτά.
ΠςΗδΉτσ Ν ΚΡΗΜΉΝ ΜΉΣ ΣΉΚΥΝΑΜ ΑΠΆΝΥ, ψιχιδίτσι άν γκρεμίη ημείς σήκωναμε επάνω,
ΚΗ ΦΉΛΑΝΑΜ, ΚΗ ΈΤΡΥΓΑΜ ΜΝΥΣΤΆ. και φίλαναμε, και έτρωγαμε ευνοστά.
φοβόμασταν εμείς κανένα ψιχουλάκι να μή μας πέσει, και τρώγαμε ήσυχα, προσεκτικά. ψιχουλάκι άν έπεφτε, το σηκώναμε, το φιλούσαμε, και το τρώγαμε με απόλαυση.
Α ΤΥ ΠΣΥΜΉ ΝΔΑ ΚΣέΡΥΝΙΝ – ΜΑΝΓΚΡΆιβΑΜ,
ΚΗ ΜΉΣ ΑΡΆΤ\ΙβΑΜ ΤΑΖΌ ΠΣΥΜΉ.
ΜΑΝΊτσΑ-Μ ΜΆΝΑ ΠΆΛΙΣ ΜΑΣ ΣΜΑΡΛΆιβΗΝ:
- ΤΊΣ ΤΡΌι ΠΣΥΜΉ ΜΥΧΛιΆΡΚΥ βΡΉςΚ ΦΛιΥΡΉ.
όμως το ψωμί όταν ξεραινόταν – φωνάζαμε (γκρινιάζαμε), και αποθυμούσαμε φρέσκο ψωμί. η μανούλαμου – η μάνα πάλι μας παράγγελνε: «όποιος τρώει ψωμί μουχλιάρικο, βρίσκει φλουρί».
ΚΗ ΜΉΣ ΑΠ ΗΡΗςΉΠ – ΞΥΠΛΆΧ ΜΚΡΥΛΊιΑ
ΜΥΧΛιΆΡΚΥ ΈΤΡΥΓΑΜ ΚΣΗΡΆ ΧΑΠέΣ.
ΝΑ ΔΌΚΥΜ ΝΎΝ<Ι>ΖΑΜ ΜΉΣ ΤΑ ΦΛιΥΡΉιΑ…
Άιτσ ΠΤΡΆιβΑΜ ΤΑ ΚΣΗΡΆιδΑ ΝΔΑ ΧΑΡέιΣ.
και μείς απο τη μέση και πάνω γυμνά μικρούλικα παιδιά, απο το μπαγιάτικο τρώγαμε ξερά κομμάτια. κατα τύχη να βρούμε ελπίζαμε τα φλουριά… έτσι τελειώναμε τα ξεράδια με χαρές.
ΚΗ ΣΉΜΥΡ ΝΔΑ ΔΡΑΝΎ ΓΟ ΤΑ ΗβΛΆτιΑ,
ΧΑΠέΣ ΠΣΥΜΉιΑ ιΆΝ ΔΥ ΤΌΠ ΛΑΧΤΎΝ: (λακτίζουν=) κλωτσούν
ΠΥΝΊ ΚΑΡδΉιΑ-Μ, ΝΊςΚΗΤΙ ΚΥΜΆΤιΑ,
ΠΆΛ ΜΆΜΑ-Μ ΤΥ ΣΜΑΡΛΆιΜΥ ΚΡΎι ΣΤΥ ΝΎ-Μ…
και σήμερα όταν βλέπω τα μικρά παιδιά, κομμάτια ψωμιά σάν τη μπάλα κλωτσούν: πονεί η καρδιάμου, γίνεται κομμάτια, πάλι της μητέραςμου η παραγγελιά χτυπάει (=έρχεται) στο νούμου…
15.05.1982
(όλα αυτά συνιστούν την τελετουργικότητα όλων των Ελλήνω προς το ψωμί, βάση της διατροφήςτους. ακριβώς τα ίδια κάνουνε απο παράδοση οι Κινέζοι προς το ρύζι: δέν αφήνουν σπειρί να πέσει καταγής, και άν πέσει το σηκώνουν, δέν το πατούν. ιδιαίτερα προσέξτε πως όταν το ψωμί έβγαινε απο το φούρνο, το περίμεναν να κρυώσει, άλλωστε δέν μπορούσαν να το φάνε γιατί έκαιγε, αλλα το νόημα ήταν πως μέχρι να κρυώσει, το ψωμί προσφέρεται ώς θυσία στο πνεύμα της γής και του ουρανού που απολαμβάνει την ευωδίατου και τη ζεστασιάτου όπως βγαίνει απο το φούρνο. συνάμα τιμούσαν το Θεό φέρνοντας στο νούτους με ευγνωμοσύνη τη γή που έδωσε το ψωμί, ενώ τα παιδιά ευγνωμονούσαν τους γονείςτους που εργάσθηκαν σκληρά γι’αυτό. με αυτούς τους τρόπους θυσίαζαν το ψωμί προτού το φάνε, και αφού το έτρωγαν εξέφραζαν την ευχαριστίατους με τη συμπεριφοράτους. έτσι μπορούσαν να τρώνε το ψωμί χωρίς να το χρωστάνε. όποιος όμως τρώει χωρίς καμιά θυσία, χρεώνεται για εκείνο που τρώει. αυτό λένε όλες οι θρησκείες. στην ινδική βΑΓΑυΑΔ-ΓΙΙΤΑ ο Q,Ρ,Σ,ΝΆ λέει: «να ξέρεις πως όποιος τρώει χωρίς να έχει πρωτύτερα θυσιάσει την τροφήτου σ’ Εμένα, είναι κλέφτης». τα υπολείμματα της τροφής, εν προκειμένω ξεράδια, είναι τα πιό πολύτιμα, γιατί αφού έχει γίνει η θυσία / προσφορά, το υπόλειμμα δίνει την ευλογία όλων όσων απόλαυσαν τη θυσία / προσφορά σε εκείνον που τρώει το υπόλειμμα. γι’αυτό λέγεται πως το τελευταίο μέρος του κρασιού στο μπουκάλι και η τελευταία σταγόνα στο ποτήρι φέρνουν όλη την καλή τύχη. η ινδική ΑΘΑΡυΑ-υΕΔΑ, έργο παλαιότατο που περιέχει σοφία πολλών χιλιετηρίδων π.Χ., έχει έναν ύμνο ειδικά για το ΥΚЧΙ,Σ,ΤΑ (υπόλειμμα απο κάθε θυσία), όπου λέει: όλες οι δυνάμεις μέσα στο Σύμπαν προέρχονται απο το ΥΚЧΙ,Σ,ΤΑ.
ΝΎΝΙΖΜΑ
ΤΑ ΧΡΌΝιΑ-Μ ιΆςΚΑ ΠέΡΑΣΑΝ, ΗΛΒέΤ,
ΜΑ ΤΊΓΛΑ ΈΜΒΡΥ, ςέΡΗΤ ΠΆΛ ΚΑΡδΊιΑ-Μ.
δΑΦΤΎ-Μ τΉ ΧιέβΥ ΉΞ-ΠΑ ΤΥ ΖΑΜέΤ,
ΝΑ ΣΠέΡΝΥ ΤΌΧΚΑ ΓΌ ΚΑΛΆ ΚΥτΉιΑ.
τα χρόνιαμου τα νεανικά πέρασαν, βεβαίως, αλλα όπως πρώτα χαίρεται πάλι η καρδιάμου. απο μέρουςμου δέν λυπάμαι καθόλου τον κόπο να σπέρνω μεστούς, καλούς σπόρους.
ΚΑΛΌ ΤΥ ΣΠέΡΜΑ-Μ ΧΡΆςΚΗΤΙ ΝΑ ΈΝ, καλά το σπέρμα-μου χρειάσκεται να ένι,
ΤΌ ΈΝ, ΒΑΡΌ, ΔζΥΜΑιΑΤΊ ΠΛΥςΉιΑ. αυτό ένι, |ΒΑΡΙ| |ЏΟΥΜΑιΑΤ|ίου πλουσιεία.
τΗΡΌΣ ΝΔΑ ΣΌΝ, Σ ΦΗΤΡΌΣ, ΆΣ ΞΗΞΑιΚιέΝ, καιρός εν τά σώνει, άς φυτρώσει, άς |ΞίΞΕΚ|ιαίνει,
ΚΗ ΚΎΖΜΥΚΥ Άς ςέΡΗΤΙ ΚΑΡδΊιΑ. και κοσμικό ας χαίρεται καρδία.
καλός ο σπόροςμου πρέπει να είναι, αυτός είναι, παρακαλώ, της κοινωνίας πλούτος. καιρός όταν φτάσει, άς φυτρώσει, άς ανθίσει, και του κόσμου άς χαίρεται η καρδιά (με το δικόμου έργο).
ΝΑ ΦΉΚΥ Ν ΠέΝΑ-Μ ΌΡΑ ΚΌΜΑ τέΝ,
ΚΑΡδΊιΑ-Μ ιΆςΚΥ ΈΝ, ΓΌ ΓΡΆΦΤΥ ΣΤΉΧιΑ.
ΚΗ ΑΧ ΤΑ ΣΤΉΧιΑ-Μ Ν ΉΝΝΙ ΧΑΡΥΜέΝ,
ΓΌ ΜέΓΑ βΆΧΤ- ΧΑΡΆ Χ ΑΤΌ ΘΑ ΉΧΑ!
να αφήσω την πέναμου ώρα ακόμη δέν είναι, η καρδιάμου νέα είναι, γράφω στίχους. και απο τους στίχουςμου άν είναι χαρούμενοι, μεγάλη τύχη (και) χαρά θα το είχα!
ΓΌ τΉ ΦΥβΎΜ Τ ΑΔζέΛ-Μ ΆΝ ΣΌΣ ΤΥ ΣΆΤ,
ΒΑΡΌ, ΣΟΛΔΆΤΣ-ΠΑ ΉΜΝΙ ΠέΣ Τ ΦΥΤΊιΑ…
ΓΌ ΝιΆςΚΥΜ ΤΌ: Τ\Α <ΘΑ> ΣΌΣ ΤΥΚΌ-Μ ΧΥβΆΤ,
ΝΑ ΣΠέΡΥ ΓΌ ΤΑ ΌΛΑ-Μ ΤΑ ΚΥτΉιΑ!
δέν φοβάμαι τη μέρα του θανάτουμου άν φτάσει η ώρα, παρακαλώ και φαντάρος ήμουνα μές τη φωτιά… νοιάζομαι γι’αυτό: (άν) θα φτάσει η δύναμημου να σπείρω αυτούς όλουςμου τους σπόρους!
20.05.1982
ΤΡΑΓΌδ ΠΆΣ Τ ΜΎΖΙΚΑ
ΛΑΦΡΌ ΣΝ ΚΑΡδΊιΑ-Μ ΈΝ, ΓΌ ΉΜΗ ςέΝΚΥΣ,
ΠΗΤΎ ΚΗ ΠΆΓΥ ΑΠ ΑδΌ ΣΤ ΑβΛΆΧ,
ΑΝΔΑ ΦΥΚΡΎΜΗ Τ ΜΎΖΙΚΑ ^ΛΙΣέΝΚΟ,
ΑΝΔΑ ΦΥΚΡΎΜΗ Τ ΜΎΖΙΚΑ ΓΟ ^ΒΆΧ.
ελαφράδα στην καρδιάμου υπάρχει, εγώ είμαι ευτυχισμένος, πετώ και πάω απο δώ μακριά, όταν ακούω τη μουσική του Λισένκο, όταν ακούω τη μουσική του Μπάχ (Bach).
ΜεΓΌΛ ΤΙ ΉΝΝΙ ΓέΝΗι, τέΧΝΙ ΤΜΉιΑ. (genii= μεγαλοφυίες)
ΝΔΑ τσ ΦΚΡΆΣΗ, ιΑςΛΑΝΈΦΚΗΣΗ, ΘΑΡΉΣ.
ΑΤΊτσ ΓΟ ΑΓΑΠΎ, ΜΑ ΑΣ Ν ΚΑΡδΊιΑ-Μ,
ΚΗΡβΌ ΈΝ Τ ΜΎΖΙΚΆ-ΜΑΣ ΑΧ ΤΑ δΛΊιΣ.
μεγάλα αυτοί είναι ταλέντα, δέν έχουνε τιμή (είναι ανεκτίμητοι). όταν τους ακούς, ξανανιώνεις, θαρρείς. εκείνους τους αγαπώ, αλλα στην καρδιάμου πολυτιμότερη είναι η (λαϊκή, παραδοσιακή) μουσικήμας απο τα έργα (των επωνύμων συνθετών)
ΌΛ ΚΆΜΝΙ δΛΊιΑ ςέΝΚΑ ΚΗ ΡΑΤΛΊδΚΑ,
ΚΥΡΉΞΑ ΧΤ ΧΌΡΑ ΌΚΣΥ ΤΡΑΓΥδΎΝ.
ΑΤΎΤΑ ΤΑ ΜεΛΌΔΗ<ε>Σ ΞΥΛΊΤΚΑ,
Σ ΤΑΚΆ-Μ ΤΑ ΦΤΊιΑ ΠΆΝΔΑ ΑιδΥΝΎΝ.
όλοι (οι χωρικοί) κάνουν δουλειά ευτυχισμένα και με άνεση (οπότε τραγουδούν), κορίτσια απο το χωριό έξω (=στην εξοχή) τραγουδούν. αυτές οι μελωδίες της εξοχής στα αυτιάμου πάντα κελαηδούν.
ΓΟ ΑΓΑΠΎ ΝΔΑ ΤΡΑΓΥδΎΝ ςΥΛδΌΝιΑ,
ΓΌ ΑΓΑΠΎ ΑβΆιδΑ ΤΑ ΞΥΛΊ. (hava)
ΝΔΑ ΚΎΓΥ «Ρέ ΤΥ ΓΆΛΑ ΣΤΑ ΒΗΔΌΝιΑ», βλέπε ΔΟιΆΡΚΑ ΤΡΑΓΎδΑ σελίδα19 (που σημαίνει πως εκείνο το ποίημα δέν είναι καθαρά του Λεόντιου Κυριάκοβ, αλλα χρησιμοποίησε στίχους δημοτικού τραγουδιού).
ΣΤΙ ΜέΝΑ ΜιΆΖ ΣΗΜΦΌΝΗιΑ ΛΑΛΊ.
εγώ αγαπώ όταν τραγουδούν χελιδόνια, αγαπώ τους σκοπούς αυτούς της εξοχής. όταν ακούω «Ρέει Το Γάλα Στα Μπιτόνια», μου φαίνεται πως συμφωνία παίζει.
ΤΌ Τ ΜΎΖΙΚΑ Τ ΑβιΉ ΤΥ ΠςΗΡΗςΚΆΤΙ
ΚΗ ΤΥ ΚΥΤΈβ ΌΣ ΤΥ βΡΑδΝΌ ΣΥΡΎ, και τό |CΙΤ|εύει ώς το βραδυνό |ΣΥΡΥ|, (ΚΥΤΈβ πιθανώς απο το τουρκ. |CΙΤ|- και |CΟΙΤΥΡ|- :πηγαίνει, φτάνει, συνεχίζει)
ΤΟ ΈΝ ΣΝ ΚΑΡδΊιΑ-Μ, ΤΎΤΥ ΣΤΥ ΓΡΗΚΆΤΙ,
ΚΗ, ΓέΝΗι, ΣΉΣ ΣΧΟΡΆΖΗΤ-Με, ΘΑΡΎ!
αυτή η μουσική, την αυγή που αρχίζει και που συνεχίζει διαρκώντας μέχρι το βράδυ, αυτή είναι στην καρδιάμου, αυτό καταλάβετετο, και, μεγαλοφυίες, εσείς θα με συγχωρήσετε, ελπίζω! (υπονοεί πως και οι μεγαλοφυίες της μουσικής αγαπούν την παραδοσιακή μουσική).
25.05.1982 σελίδα111
ΑΣ ςΑΧΤέΡΣ
στους ανθρακωρύχους
δΑΦΤΌΜ ΜΉιΑ ΣΤ ςΆΧΤΑ ΑΣ ΈΝΑ,
ΓΌ δΆβΑΖΑ ΣΤΉΧιΑ ςΑΧΤέΡΣ.
ΠΑΛΚΆΡιΑ, ΘΑΡΉΣ, ΒΗΛΙΓΜέΝΑ,
τΉ ΠέΡ ΤΈΝΑ ΧΤ ΆΛΥ ΉΞ ΧΌΡΣ.
ο ίδιος μιά φορά σε ανθρακωρυχείο ένα εγώ διάβαζα ποιήματαμου στους ανθρακωρύχους. παλληκάρια, θαρρείς, γνώριμα, δέν διαφέρει καθόλου ο ένας απο τον άλλο.
ΣΗΦΤΈ ΤΥ ςΑΧΤέΡΣΚΗ ΝΑΡιΆΔΝΙ, εις ευθύ το |шахтерски нарядны|
ΣΝ ΚΑΡδΊιΑ-Μ ΤΟ τΉΤΥΝ ΠΥΛΆ.
ςΑΧΤέΡ ΧΥΛιΑΖΜέΝΑ ΚΆΤ ΦΛΆΓΝΙ,
ΚΑΝΊΣ, ΑΧ ΑΤΊτσ τΉ ΗΛΆ.
στην αρχή η ανθρακωρυχική σύναξη, δέν μου έκανε ωραία εντύπωση. οι ανθρακωρύχοι με θυμωμένο ύφος κάτι περιμένουμε, κανείς απο κείνους δέν χαμογελά.
ΤΥ ΣΤΉΧ-Μ ΓΌ ΤΥ ΠΡΌΤΟ-Μ ΝΔΑ ΠΤΡΆιΣΑ,
τΉ ΔΌΚΑΝ ΤΙ ςέΡ ΠΆΣ ΤΥ ςέΡ,
Α ΜέΝΑ ΥΡΤΆΧΥ-Μ ΣΜΑΡΛΆιΣΗΝ:
«Σ ςΑΧΤέΡΣ ΠΆιΣ, ΑΤΎΤΥ ΣΤΥ ΚΣέΡΣ!».
το ποίημαμου το πρώτο όταν τελείωσα, δέν χτύπησαν αυτοί χέρι με χέρι (=καθόλου δέν χειροκρότησαν). άλλωστε, συνάδελφοςμου με είχε ειδοποιήσει: «σε ανθρακωρύχους πάς, αυτό να ξέρεις!»
ΓΟ ΤιΆΓΥ <τιΑΛΥ> ΚΑΚΆ ΤΌΤ ΣΥΡέΦΤΑ
ΚΗ ΉΠΑ-τσ ΓΟ τιΆΛΥ ΚΑΛΆ.
ΔΡΑΝΎ ΤΥ ΝΑΡιΆΔΝΙ ΣΑΛΈΦΤΙΝ,
ΔΡΑΝΎ ΤΥ ΝΑΡιΆΔΝΙ ΗΛΆ.
τότε ακόμη περισσότερο συγκεντρώθηκα, έβαλα τα δυνατάμου, και τους τα είπα ακόμη πιό ωραία. βλέπω, η σύναξη κινήθηκε, βλέπω η σύναξη χαμογελά.
ΓΌ ΉΠΑ-τσ ΠΑΣ ΞΌΛιΑ ΜΥΡΦΉιΑΣ,
ΞΆΧ ΣΤΈΡΑ ΚΗ ΠΆΣ ΤΥ ΑΓΆΠ.
ςΗΝΚΛΆιΣΑΝ ΔΡΑΝΎ ΤΑ ΠεδΊιΑ
ΚΗ ςέΡΑ ΧΠΎΝ ΛΊΓΥΣ ΗΣΆΠ.
τους είπα (ποιήματα) για εξοχές όμορφες, καθώς και πιό ύστερα για τον έρωτα. ευθύμησαν (=έκαναν κέφι), βλέπω, τα παιδιά, και χειροκροτούν ασυγκράτητα.
ΓΌ τέΜΑΘΑ ΤΊΓΛΑ ΜΣΌ ΌΡΑ,
ΤΌ ΉΤΥΝ
ΚΗ ΆΡΤΑ ΤΌ τέΝ…
ΔζΥΝΆιΣΑΝ ΣΤ δΥΛΊιΑ ςΑΧΤέΡΗ,
ΧΤΑ ΣΤΉΧιΑ Χ ΤΑΚΆ-Μ ΧΑΡΥΜέΝ.
εγώ δέν κατάλαβα πώς μισή ώρα ήτανε και πιά δέν είναι (=δέν κατάλαβα πώς πέρασε η μισή ώρα)… ξεκίνησαν για τη δουλειά οι ανθρακωρύχοι, απο τους στίχους τους δικούςμου χαρούμενοι.
ΓΟ βέΛΓΖΑ ΑΤΊτσ ΤΝ ΘΑΓΜΑΣΉιΑ
ΚΗ ΝΎΝΖΑ βΑΧΤΛΊδΣ, ΑΝ Τ ΧΑΡΆ:
ςΑΧΤέΡ ΚΆΜΝΙ ΜΆβΡΥ δΥΛΊιΑ,
ΜΑ ΈΧΝΙ ΚΑΡδΊΣ ΦΥΣΗΡΆ!
εγώ τους κοίταζα εκείνους με θαυμασμό και σκεφτόμουν ευτυχισμένος, με χαρά: οι ανθρακωρύχοι κάνουνε δουλειά μαύρη, αλλα έχουνε καρδιές φωτεινές!
(τα ορυχεία και η χαλυβουργία είναι οι κυριότερες οικονομικές δραστηριότητες της περιοχής του Αζόφ, όπου κατοικούν οι ελληνικής καταγωγής Ουκρανοί. οι ανθρακωρύχοι, φυσικώ τω λόγω, έχουν φήμη σκληρόπετσων, τραχιών, άξεστων ανθρώπων. ο Λ. Κυριάκοβ δέχθηκε πρόσκληση να απαγγείλει ποιήματατου σε ανθρακωρύχους, και χαίρεται ιδιαίτερα για την επιτυχίατου, που τους άρεσαν τα ποιήματατου. οπωσδήποτε διάβασε ποιήματατου σε πολλά ακροατήρια, αλλα η μόνη περίσταση που αναφέρει είναι αυτή που διάβασε στους ανθρακωρύχους. το επόμενο ποίηματου δείχνει πως τιμά την δουλειά των ανθρακωρύχων ώς την δυσκολότερη που γνωρίζει).
28.05.1982
ΑΦΌβΗΤ
οι άφοβοι
δΥΛΊιΑ ΛΥΓΆΣ ΓΟ ΔΙΝΓΚΆιΣΑ: δουλεία λογάς εγώ |ΔΙγγ|άησα:
ΠΥΧΝιΆΡΚΥ, βΑΡΉ ΚΗ ΖεΣΤΌ. πυκνιάρικο, βαρύ και ζεστό.
ΓΌ ΉΜΝΙ ΣΟΛΔΆΤΣ ΚΗ ΠΡΟΚΆΤΞΗΚΣ, εγώ ήμουνε |ΣΟΛΔΑΤ|ος και |прокатчик|ος
ΑΧΤΡΆΜΖΑ ΣΤΥ ΞΌΛ ΚΑΜΑΤΌ. |ΑQΤΑΡΜΑ|ιζα στο |ΞΟΙΛ| καματό.
δουλειά διαφόρων ειδών εγώ δοκίμασα: δουλειά μέσα σε σκόνη, δουλειά δύσκολη, δουλειά μέσα σε πολλή ζέστη.
ΑΦΌβΗΤΑ δΆιΝΑ ΣΤ ΑΤΆΚΑ,
ΑΧ Σ ΆΛΣ-ΠΑ ΓΟ τΉΧΑ ΉΞ ΧΌΡΣ.
ΓΌ ΌΛΑ ΠΥΡΎ, ΜΑ τΉ ΚΣέΡΥ,
ΖέΡ ΠΌΡΝΑ ΝΑ ΚΆΜΥ ςΑΧΤέΡΣ?
άφοβα πήγαινα στην επίθεση, και απο τους άλλους εγώ δέν είχα καθόλου διαφορά (δέν υστερούσα καθόλου). όλα μπορώ να τα κάνω, αλλα δέν ξέρω, άραγε θα μπορούσα να κάνω ανθρακωρύχος;
ΓΟ ΉδΑ, ςΑΧΤέΡ ΚΖέβΑΝ ΧΤ ςΆΧΤΑ, βγήκαν απο το ορυχείο,
ΠΥΧΝιΆΡ ΚΗ ΤΙΚΜΉΛ ΓΑΝΑΓΔΖΜέΝ.
ΤΑ δΌΝΔιΑ-ΤΙΝ ΉΣΠΡΗΖΑΝ ΜΌΝΥ,
ΜΑ ΉΤΑΝ ΤΙ ΠΆΛ ΧΑΡΥΜέΝ.
εγώ είδα, οι ανθρακωρύχοι βγήκαν απο το ορυχείο, σκονισμένοι και κατακουρασμένοι. τα δόντιατους άσπριζαν μόνο, μα ήταν αυτοί ωστόσο εύθυμοι.
δΥΛΊιΑ ΛΥΓΆΣ ΓΌ ΔΙΝΓΚΆιΣΑ,
ΠΥΧΝιΆΡΚΥ, ΖεΣΤΌ ΚΗ βΑΡΊ.
…ΑΤΊΤΚΥ ςΑΧΤέΡΣΚΗ δΥΛΊιΑ,
ΝΑ ΚΆΜ ΚΆΘΑ ΉΣ τΉ ΠΥΡΊ!...
δουλειά πολλών λογιών εγώ δοκίμασα, δουλειά μέσα σε σκόνη, δουλειά δύσκολη, δουλειά μέσα σε πολλή ζέστη. …τέτοια (όμως) ανθρακωρυχική δουλειά να κάνει ο καθένας δέν μπορεί!
29.05.1982 σελίδα113.
ΚΌΜΑ ΈΝ ΣΤΥ ΔΥΓΚΎς
ΑΣ ΤΥ ΞΌΛ, ΣΜΆ ΣΤ ΥΒΆ
ΈΝ ΜΥΡΜΌΡ, Π ΚΆΤΥ Τ\ΜΆΤ, μοιρομόρι, μεγάλη ταφόπετρα, ταφική στήλη
ΤΊΣ ΠΥΛΈΜΖΗΝ Ν ΦΑςΉΣΤΣ –
ΉΣ ΤΥΚΌΜΑΣ ΣΟΛΔΆΤΣ.
στην εξοχή, κοντά στο λόφο, είναι μιά ταφόπετρα, απο κάτω κοιμάται κάποιος που πολεμούσε τους φασίστες, ένας δικόςμας στρατιώτης.
ΝΑ ΤΥ ΜΆΘΥ ΤΊΣ ΈΝ,
τΉΜΗ ΓΌ ΞΑΡΑδΊ:
ΠΑΝΔΡΗΜέΝΥΣ ΈΝ ΤΌΣ,
ιΌΧΣΑΜ ιΆςΚΥ ΠεδΊ?
να το μάθω ποιός είναι δέν είμαι εγώ σε θέση: παντρεμένος είναι αυτός ή μήπως νέο παιδί;
ΜΆΝΙΣ ΈΡΚΝΙ ΑδΌ,
ΦέΡΝΔΥΝ δΆΚΡΗΣ ΠΗΚΡΆ…
ΈΡΚΝΙ ΣΜΆ-Τ ΚΥΡΑΣέΣ,
ΦέΡΝΔΥΝ ΡΌΖΗΣ ΛΑΜΒΡΆ.
μάνες έρχονται εδώ, του προσφέρουν δάκρυα πικρά… έρχονται κοντάτου κοπέλες, του προσφέρουν τριαντάφυλλα λαμπρά.
ΑΝ Τ ΑΝΈΠΣ-Μ, ΉΤΥΝ ^ΑΛ\Ός.
ΠΣέΣ δΌ ΣΤΆΘΑΜ ΜΉΣ ΣΜΆ-Τ.
ΑΣ ΤΥ ΝΎΝΖΜΥ βΑΡΉ
ΓΝΈΦΣΗΝ ΜέΝΑ ΣΟΛΔΆΤΣ…
με τον εγγονόμου τον Αλιόш, χτές εδώ σταθήκαμε εμείς κοντάτου. σκέψεις βαριές μου ξύπνησε ο στρατιώτης.
ΤΌΣ δΑΦΤΌΤ Τ\ΜΆΤ, ΣΥΠΆΖ
ΚΗ ΝΥΝΊΖΥ, ΤΑΠΛΌΣ,
ΈΧΥ ΓΌ ΧΑΒΑιΆΤ
ΟΤ ΣΚΥΤΣΘΙΝ <ΣΚΥΤΌΘΙΝ> ΑΤΌΣ.
αυτός ο ίδιος κοιμάται, σωπαίνει. σκέφτομαι, μόνο, (μήπως) έχω εγώ φταίξιμο που σκοτώθηκε αυτός.
ΤΈΝΑ ΝΤΆΛΥ Σ ΔΥΝιΆ
τΉΔΑΜ, τΉΚΣΗΡΑΜ ΜΉΣ.
Σ ΈΝΑΝ ΤΌΠ, ΤΕΚ ΣΤΥ ΦΡΌΝΤ
ΠΚΑΝΙςΚΎΜΝΑΣ Ν ΦΑςΉΣΤΣ.
ο ένας με τον άλλο (=ο νεκρός αυτός στρατιώτης με μένα) στον κόσμο δέν ειδωθήκαμε, δέν γνωριζόμασταν. σε κάποιον τόπο, μόνο, στο μέτωπο, μαχόμασταν με τους φασίστες.
ΓΌ-ΠΑ ΔΌΧΤΑ ΣΤΥ ΦΡΌΝΤ –
ΉΜΝΙ ΣΤΥ ΛΑΖΑΡέΤ,
ΜΑ τΉ ΣΤΆΘΑ ΝΑ ΠΎ,
ΓΌ ΤΑ ΠΌΝιΑ-Μ, ΗΛΒέΤ.
κι εγώ τραυματίσθηκα στο μέτωπο – ήμουν στο αναρρωτήριο. αλλα δέν στάθηκα να πώ τα βάσανάμου, βεβαίως.
ΌΛ-ΠΑ δΆβΑΝ ΧΤΥ ΞΌΛ…
ΠΛΊιΑ ΧΛΊΖΝΙ ΣΤ ΧΥΤΡΆ.
ΠΆΣ ΞΥΛΊΤΚΥ ΜΥΡΜΌΡ, μοιρομόρι
ΆΣΤΡΥ τέΤΙ ΛΑΜΒΡΆ.
όλοι φύγαν απο την εξοχή… πουλιά φωνάζουνε στο αγρόκτημα. πάνω απο την εξοχική ταφόπετρα, ένα άστρο καίει λαμπρά.
ΚΣεΜΗΡέβ ΚΗ βΡΑδΈΝ,
Άιτσ ΤΑ ΜέΡεΣ ΠεΡΝΎΝ,
ΜΑ ΑΣ Τ ΧΌΡΑ, Ν ΤΑιΦΆ-Τ,
ΚΥΤΥΡΎ ΤΥΝ ΘΑΡΎΝ…
ξημερώνει και βραδιάζει, έτσι οι μέρες περνούν, αλλα στο χωριό, η οικογένειάτου, άσκοπα τον περιμένουν…
…ΚΌΜΑ ΈΝ ΣΤΥ ΔΥΓΚΎς,
ΤΥ ΟΚΌΠ-Τ τΉ ΠΗΤΆι.
δΆβΑΜ Π ΣΜΆ-Τ ΤΥςΝΙΜέΝ,
δΆβΑΜ Π ΣΜΆ-Τ ΝΤΥ ΧΥΛΆι…
…ακόμα είναι στον πόλεμο, το χαράκωμάτου δέν το παρατάει. φύγαμε απο κοντάτου λυπημένοι, φύγαμε απο κοντάτου με (τόση) ευκολία…
7.06.1982
ΧΡΆςΚΗΤ ΝΑ ΜΆΘΥΜ Χ ΤΥΝ ΠΆΤΥ
πρέπει να διδαχθούμε απο την γή
ΛΌΝ ΤΑ ΧΑιΆιδΑ, ΧΎΜ, ΜΑΚΡΆ ΠΑΤ\ΚΆΤΥ απ’ εκει κάτω
ςΑΧΗΡΛΑΈβ ΚΗ ΈΡΚΗΤ ΠΚΆΧ ΤΥΝ ΠΆΤΥ
ΑΧ ΤΥ ΖΓΑδΊτσ ΤΙΜΉΣΚΥ ΚΗ ιΑΛΣΤΡΌ…
ΤΌ, ΒέΛτΗΜ ΠΆΤΥ έΜΑ ΈΝ ΚΗ ιΌΧ ΝΕΡΌ?
κατα μήκος των βράχων, άμμος, μακριά απο εκει κάτω κελαρύζει και έρχεται απο κάτω απο την γή απο την μικρή πηγή καθαρό και γυαλιστερό… αυτό μάλλον της γής αίμα είναι και όχι νερό!
ιΥΜΌΝ ΠΗΓΆιδΑ ςέΝΚΑ ΥΣΑΠΆΝΥ,
ΤΥ ΡέΚΣΜΥ-Τ ΠΆι, ΚΑΜΉιΑ-ΠΑ τΉ ΧΆΝΙΤ.
ΚΗ Άιτσ ΑΝΑΠΑΧΤΆ ΤΟ ΠΆΝΔΑ ΔΡές, αν-απόστατα
ΑΔΈΤ ΣΤΥ βΌιΘΙΜΥ ΤΥΝ ΚΌΖΜΥ Ές.
γεμίζει πηγάδια χαρούμενα ώς επάνω, η ροήτου προχωρά και ποτέ δέν χάνεται (=δέν λείπει). και έτσι ακούραστα αυτό (το νερό) πάντα τρέχει, αρχαία συνήθεια στο να βοηθά τον κόσμο έχει.
βΆι, ΠΆΤΥ, ΠΆΤΥ! ΚΑΡδΑΚΌ ΧΑΝΊιΑ
ΤΊ ΜΉΣ ΘΑ ΈΚΑΜΑΜ ΛΊΓΥΣ Ν ΠΛΥςΉιΑ-Σ?
ΚΗ ΌΛΥ ΚΌΖΜΥΣ, ΜΉΣ ΠΑΤΊΤΚΥ ΠΛΆΣ,
ΧΤΥΝ ΠΆΤΥ – ΧΤ ΜΆΝΑ-ΜΑΣ ΝΑ ΜΆΘΥΜ ΧΡιΆΖ!
άχ, γή, γή, δικήμας αρχόντισσα! τί εμείς θα κάναμε χωρίς τον πλούτοσου; και όλος ο κόσμος, εμείς η γήινη πλάση, απο τη γή – απο τη μάναμας να διδαχθούμε χρειάζεται!
20.10.1982
ΜΆΝΑ-Μ ΤΥ ΥΡΜΥΝΙΜΎ
ΧΤΥ ςΚΌΛΝΙ ΣΤΟΛΌβΑ ΚΑΜΉιΑ, εκ το |школны столова| καμία,
ΝΔΑ ΉΜΝΑΣ ΠέΣ ΠΡΌΤΟ ΤΥ ΚΛΆΣΣ,
ΑΠ ΈΝΑ ΧΛιΑΡΉτσ ΠΉΡΑΜ ΜΉιΑ
ΝΔΥΝ ΦΉΛΥ-Μ, ΚΑΝΊΣ τΉδΙΝ ΜΑΣ.
απο τη σχολική τραπεζαρία κάποτε, όταν ήμασταν στην πρώτη τάξη, απο ένα κουταλάκι πήραμε μιά φορά με τον φίλομου, (=ο φίλοςμου και εγώ) κανείς δέν μας είδε.
ΓΟ ΉΡΤΑ ΑΣ ΣΠΉΤ ΧΑΡΥΜΈΝΥΣ,
ΚΗ Τ ΜΆΝΑ-Μ ΤΡΑβΎ ΤΥ ΧΛιΑΡΉτσ.
ΤΊ ΔΡΆΝΣΗΝ ΧΑΡςΎ-Μ ΤΥςΝΙΜέΝΑ
ΚΗ ΉΠΗΝ: - ΤΥΚΌΜ ΤΥ ΠεδΊτσ.
εγώ ήρθα στο σπίτι χαρούμενος, και στη μάναμου φέρνω το κουταλάκι. αυτή με κοίταξε κατα πρόσωπο, λυπημένη, και είπε: «το δικόμου το παιδάκι!
ΠΌΣ ΉΦΗΡΗΣ Σ ΣΠΉΤ ΚΣέΝΥ ΠΡΆΜΑ?
ΤΥ ΚΣέΝΥ ΚΑΜΉιΑ ΜΉ ΖΛΈβΣ!
ΠΎΧ ΠΉΡΗΣ, ΠΡΆΤ βΆΛ-ΤΥ ΣΗ ΆΜΑ,
ΤΎ τέΣΠΗΡΝΙΕ <τέΣΠΗΡΝΙΣ>, ΜΉ ΠΆιΣ ΞΑΛΈβΣ.
πώς (=πώς μπόρεσες; γιατί;) έφερες στο σπίτι ξένο πράγμα; το ξένο (=ό,τι είναι ξένο) ποτέ να μή το ζηλεύεις! απο’κεί που το πήρες, πήγαινε βάλ’το εσύ αμέσως! εκείνο που δέν έσπερνες, μήν πάς θερίζεις». (αυτό είναι Ρωμαίικη παροιμία, ανάλογες υπάρχουν και στην κυρίως Ελλάδα. όχι μόνο ρωμαίικη παροιμία, ήταν γνωστή σε πολλούς λαούς. ακόμη και στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται: «ξέρω πως είσαι σκληρός αφέντης, θέλεις να θερίζεις απο εκεί που δέν έσπειρες και να μαζεύεις απο εκεί που δέν σκόρπισες»).
ΔΡΥΠιΆΣΤΑ ΚΑΚΆ ΓΌ ΑΧ Τ ΜΆΝΑ-Μ.
ΤΥ ΧΛιΆΡ ΠΉΓΑ ΉΡΣΑ ΣΑΑΤΝΆ…
Τ ΥΡΜΎΝΙΜΥ-τσ ΠΆΝΔΑ ΈΝ ΔΆΜΑ-Μ,
τΉ βΓΆΛΥ ΧΤΥ ΝΎ-Μ ΚΆΝΑ ΤΝΆ.
ντράπηκα άσχημα εγώ απο τη μάναμου, το κουτάλι πήγα (το) επέστρεψα την ίδια ώρα… η ορμήνεια (=διδαχή)της πάντα είναι μαζίμου, δέν τη βγάζω απο το νούμου καμιά φορά.
17.10.1982 σελίδα117
ΜΑιΚΌ ΠΗΓΆδ
ΤΑ ΣΤΉΧιΑ-Σ δΆβΑΣΑ ΝΔΑ ΜΉιΑ
ΚΗ ΠΆΛΙΣ ΠΉΡΑ-ΤΑ ΣΤΥ ςέΡ…
ΜΑ ΖέΡ ΧΥΡΤΈΝΣ ΤΥ ΕΝ ΣΝ ΚΑΡδΊιΑ-Σ,
ΤΥ δΎι-Σε ΧΛιΆΣ ΚΗ ΉιΑ ΦέΡ.
τα ποιήματασου διάβασα σε μιά φορά, και πάλι τα πήρα στο χέρι (να τα ξαναδιαβάσω)… αλλα μήπως μπορείς να χορτάσεις αυτό που είναι στην καρδιάσου, αυτό που σου δίνει ζεστασιά και υγεία σου φέρνει;
ΖέΡ Ές ΞΑΡΆ ΝΑ ΛΈιΣ Τ ΜΝΥΣΤΊιΑ
ΝΔΑ ΤΡΌιΣ ΣΥΣΤΌ ΜέΛ ΑΛΘΙΚΌ?
ΖέΡ Ές ΞΑΡΆ ΜΉ ΈΝ Σ ΚΑΡδΊιΑ-Σ,
ΤΎ ΈΝ ΣΤΑ ΣέΝΑ ΚΑΡδΑΚΌ?
μήπως είναι δυνατόν να περιγράψεις με λόγια τη νοστιμιά όταν τρώς γνήσιο μέλι αληθινό; μήπως υπάρχει τρόπος να μήν είναι στην καρδιάσου εκείνο που είναι για σένα (οικείο), καρδιακό; (εδώ γίνεται λογοπαίγνιο με τις λέξεις ΚΑΡδΊιΑ και ΚΑΡδΑΚΌ, που δέν είναι τόσο εύκολο να κατανοηθεί στην Κοινή Νεοελληνική).
ΖέΡ ΧΌΡΤΑΣ ΠέΡΣ ΝΔΑ ΘΡέΦΚΗΣ <Τ\ΡέΦΚΗΣ> ΧΛΊτσΚΑ (ker-) τεντώνεσαι
ΣΤ ιΑΓΆ ΧΥΜιΆΡΚΥ ιΑΛΥδΊ?
ΧέΡ δΊΠΣΑ ΚΌΦΤ ΝΔΑ ΠΝΈςΚΣ ΓΑΛτΉτσΚΥ
ΝΕΡΌ ΣΗ ΚΡΉιΥ ΠΗΓΑδΊ?
μήπως χορταίνεις όταν τεντώνεσαι ζεστούτσικα σε ακτή αμμώδη της θάλασσας; μήπως η δίψα κόβεται όταν πίνεις γλυκούτσικο νερό κρύου πηγαδιού; (υπονοείται η απάντηση: όσο και να πιείς απο αυτό θέλεις κι άλλο!)
ΒΥΓΑΣΙδΌΤ, ΣΤΥ ΚΣέΡΣ, ΤΑ ΣΤΉΧιΑ-Σ, (Μπογασιδιώτης είναι καθένας που έχει ιδιαίτερη πατρίδα το ρωμαίικο χωριό Μπογάζ. εδώ ο Λ. Κ. αναφέρεται σε έναν συγκεκριμένο φίλοτου ποιητή)
ΜΑιΚΌ ΠΗΓΆδ ΤΑ ΈΝ, ΘΑΡΉΣ…
ΚΗ ΣΉΜΥΡ ΠΆΛΙΣ βΆΧΤ ΜΗΣ ΣΧΑΜ <ΉΧΑΜ> -
ΧΑΡΆ ΜΑΣ δΌΚΗΣ ΝΔΥ ΧΑΡΤΊ-Σ!
Μπογασιδιώτη, να το ξέρεις, οι στίχοισου μαγικό πηγάδι είναι, θαρρείς… και σήμερα πάλι τύχη εμείς είχαμε – χαρά μας έδωσες με το γράμμασου! (ΧΑΡΤΊ στη Ρωμαίικη σημαίνει επίσης βιβλίο. εδώ τα συμφραζόμενα δείχνουν οτι ήρθε ένα γράμμα απο τον ποιητή του χωριού Μπογάζ, γι’αυτό λέει «σήμερα πάλι είχαμε τύχη». βέβαια, το γράμμα έδωσε αφορμή να ξαναδιαβάσουν το βιβλίο με τα ποιήματατου).
…ΤΑ ΣΤΉΧιΑ-Σ ΠΆΛΙΣ ΑΝ ΤΑ ΜΉιΑ (ΑΝ ΤΑ ΜΉιΑ εννοεί όλα σε μιά φορά, χωρίς να διακόψει το διάβασμα απο το πρώτο ώς το τελευταίο ποίημα του βιβλίου)
δΑβΆΖΥ – ΠέΡΥ-ΤΑ ΣΤΥ ςέΡ…
ΜΑ ΖέΡ ΧΥΡΤΈΝΣ ΤΥ ΈΝ ΣΝ ΚΑΡδΊιΑ-Σ,
ΤΥ δΎι-Σε ΧΛιΆΣ ΚΗ ΉιΑ ΦέΡ?
…τα ποιήματασου πάλι σε μιά φορά διαβάζω, τα παίρνω στο χέρι… αλλα μήπως χορταίνεις αυτό που είναι στην καρδιάσου, αυτό που σου δίνει ζεστασιά και υγεία σου φέρνει; (=μπορεί κανείς να χορτάσει αυτό που έχει στην καρδιάτου και του δίνει ζεστασιά και υγεία;)
07.03.1985 σελίδα118
ΕΦΧΑΡΗΣΤΊιΑ ευχαριστία
ΤΗΝΈΚΑ-Μ ΧΑΡΉΖΥ στη γυναίκαμου το χαρίζω
ΤΟ ΤΊΛΥΓΥ ΘΑ ΈςΣ ΚΑΡδΊιΑ
ΚΗ ΝΑ ΤΥ ΛΈΣ ΝΑ ΜΉ ΠΥΝΊ?
ΝΑ ΔΑιΑΝΈΠΣ ΚΑιΜΌ, ΠΗΚΡΉιΑ,
ΝΑ ΔΑιΑΝΈΠΣ ΖΔΑΝΌ ΘΑΝΊ?
τί είδους θα έχεις καρδιά και να της λές να μήν πονάει; να αντέξει καημό, πίκρα, να αντέξει ζωντανό θάνατο; (=πώς μπορείς να πείς στην καρδιάσου να μήν πονάει, να αντέξει…)
ΚΗ ΦΑΝΙΡΆ ΝΑ δΊΣ ΤΥ ΠέΘΥΣ –
ΤΥΚΌΣ ΤΥ ΑΚΗΡβΌ Τ ΑΓΆΠ.
ΦΥΤΊιΑ ΑΝΔΑ τέΤΙ ΠέΣΥ-Σ –
ΧΤ ΑΝΆΝΤ\ ΝΔΑ ΝΊςΚΗΣΗ ΧΑΡΆΠ?
και με τα μάτιασου να δείς το θάνατο – της δικιάςσου ακριβής αγάπης; φωτιά όταν καίει μέσασου, απο την θλίψη όταν γίνεσαι κάρβουνο;
ΝΔΑ ΧΆΝΣ ΣΗ ΦΑΝΙΡΆ ΣΤΑ ΜΆΤιΑ-Σ,
ΤΥΚΌΣ ΤΥ ΘΆΡΥΣ, ΤΥ ΧΑΡΔΆς?
ΝΔΑ ΝΊςΚΗΣ ΑΧ Τ ΑΓΎ ΚΥΜΆΤιΑ,
ΝΔΑ ΚΌΦΚΗΤ ΠέΣΥ-Σ ΧΑΡΑΤΆς?
όταν χάνεις εσύ φανερά στα μάτιασου το δικόσου το θάρρος, το ταίρισου; όταν γίνεσαι απο το φαρμάκι κομμάτια, όταν κόβεται μέσασου βράχος τεράστιος;
ΝΔΑ ΠέΡ ΑΝΆΣΑ ΤΈΚΑ ΚΌΜΑ,
ΝΈ ΤΡΌι, ΝΈ ΠΝΈςΚ ΚΗ ΝΈ βΗΓΛΊΖ?
ΚΗ τΉ ΑΚΎιΣ ΤΊΠΥΤ ΧΤΥ ΣΤΌΜΑ-Τ,
ΤΥ ΠέΘΥΣ ΛΌΡιΑ-Τ ςΥΡΥΜΛΊΖ…
όταν αναπνέει μέν ακόμα (αλλα) ούτε τρώει ούτε πίνει, ούτε κάν βλέπει; και δέν ακούς τίποτε απο το στόματου, ο θάνατος γύρωτου κάνει κλοιό…
…ΓΌ ΣΤ ΥΚΡΑΉΝΚΑ-Μ ΠΆΛ ΗΡΉΖΥ,
ΣΤ ΗΝΈΚΑ-Μ ΑΚΗΡβΌ, ΗΛΒέΤ,
ΚΗ ΠΆΛΙΣ, ΠΆΛΙΣ ΓΟ ΑΡΧΉΖΥ,
ΤΥΚΌΜ ΤΥ ΠΡΌΤΟ ΤΥ ΚΥΠΛΈΤ:
…στην Ουκρανήμου πάλι γυρίζω, στη γυναίκαμου την ακριβή, βεβαίως, και πάλι, πάλι αρχίζω την πρώτημου τη στροφή:
ΤΟ ΤΊΛΥΓΥ ΘΑ ΈςΣ ΚΑΡδΊιΑ
ΚΗ ΝΑ ΤΥ ΛΈΣ ΝΑ ΜΉ ΠΥΝΊ?
ΝΑ ΔΑιΑΝΈΠΣ ΚΑιΜΌ, ΠΗΚΡΉιΑ,
ΝΑ ΔΑιΑΝΈΠΣ ΖΔΑΝΌ ΘΑΝΊ?
τί είδους μπορείς να έχεις καρδιά ωστε να της λές να μήν πονάει; να αντέξει καημό, πίκρα, να αντέξει ζωντανό θάνατο;
ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ 10.05.1985 σελίδα119 (αυτό το ποίημα αναφέρεται στη συμπαράσταση της γυναίκας του ποιητή όταν ο ίδιος κινδύνευε να πεθάνει. στο ίδιο περιστατικό αναφέρεται προφανώς το επόμενο ποίημα)
ΚΑΛΥΣΉΝ (ΚΑΛΥΣΉΝ =καλοσύνη, είναι επίσης ο τίτλος των δύο τόμων αυτού του ποιητικού έργου)
ΤΥΝ βΑΣΉΛΗι – ΒΥΓΑΣΗδΌΤΙΚΟΜΥ ΦΉΛΥ ΧΑΡΉΖΥ στον Βασίλη, τον Μπογασιδιώτη (=απο το χωριό Μπογάσο) φίλομου χαρίζω (αυτό το ποίημα)
ΖέΡ ΖΜΥΝΙςΚΆΤ ΤΥΚΌ-Σ ΤΥ ΚΑΛΥΣΉΝ? |ΖΑΡ| λησμονισκάται το δικό-σου το καλοσύνη;
ιΟΧ! ιΌΧ! Τ\ΘΑ ΖΜΥΝΙςΚΆΤ ΑΤΟ ΚΑΜΉιΑ! |ιΟQ! ιΟQ!| κί θα λησμονισκάται αυτό καμία!
ΤΥΚΌ-Μ ΤΥ ΖΉΣΜΥ ΤΌΤ ΑΝΔΑ ΘΑ βΖΉιΝ, το δικό-μου το ζήσιμο τότε εν τά θα σβήθη,
ΣΗ ΉΣΝΙ ΣΜΆ-Μ, ΤΌ ΈΚςΑΖΗΝ ΦΛιΥΡΉιΑ! σύ ήσουνε σιμά-μου, αυτό άξιαζε φλουρία!
μήπως ξεχνιέται η δικιάσου η καλοσύνη! όχι! όχι! δέν θα ξεχασθεί ποτέ! η ζωήμου όταν θα έσβηνε, εσύ ήσουν κοντάμου, αυτό άξιζε χρυσάφι!
ΣΤΑ ΜΆΣ ΣΗ, ΦΉΛΥ-Μ, βΡέΘΙΣ ΑΠ ΘΙΓΎ: στα μάς, σύ φίλο-μου, βρέθης απο Θεού:
ΤΑ ΜΚΡΆ-Μ, Τ ΗΝΈΚΑ-Μ ΉςΗΣ ΠΚΆΣ ΧΑΝΆΤιΑ-Σ. τα μικρά-μου, τη γυναίκα-μου είχες απο κάτω στα |QΑΝΑΤ|ια-σου.
ΣΉ ΠΆΝΔΑ ΈβΖΗιΣ ΤΥ βΑΡΉ ΑΓΎ, σύ πάντα έσβηες το βαρύ |ΑγΙ|,
ΧΤΥ ΚΛΈ ΑΤΊ ΝΔΑ ΝΊςΚΑΝΔΑΝ ΚΥΜΆΤιΑ. εκ το κλαίειν αυτοί εν τά γινίσκανταν κομμάτια.
σ’ εμάς εσύ φίλεμου, βρέθηκες απο Θεού: τα μικράμου παιδιά, τη γυναίκαμου είχες κάτω απο τις φτερούγεςσου. εσύ πάντα έσβηνες το πικρό δηλητήριο, απο το κλάμα αυτοί όταν γίνονταν κομμάτια.
Ν ΤΑιΦΆ-Μ ΑΤΌΤ ΣΜΆ-Σ ΠΉΡΗΣ ΑΠ ΚΑΡδΊΣ, την |ΤΑιΦΑ|μου ετότε σιμά-σου πήρες απο καρδίας,
ΑΝ ΈΝΑ ΉΠΗΣ-τσ ΣΗ ΛΑΜΒΡΌ ΑΝΆΣΑ: εν ένα είπες-τοις σύ λαμπρό ανάσα:
«ΤΎ ΈΧΥ ΓΌ, ΜΉ ΠέΡΗΤ ΜΌΝΥ ΣΉΣ, «τό έχω εγώ, μή παίρετε μόνο σείς,
ΠΉΣ ΣΠΉΤ-Μ ΤΎ ΈΧΥ ΌΛΑ ΈΝ ΤΑΚΆ-ΣΑΣ». απ’είσω σπίτι-μου τό έχω όλα ένι τα δικά-σας».
την οικογένειαμου τότε κοντάσου πήρες απο καρδιάς, με μιά τους είπες εσύ λαμπρή ανάσα: «ό,τι έχω εγώ μήν παίρνετε μόνο εσείς, μέσα στο σπίτιμου ό,τι έχω όλα είναι δικάσας» (=με μιά λαμπρή ανάσα τους είπες: «μόνο ό,τι έχω στο σώμαμου μήν παίρνετε, όλα τα άλλα όσα έχω στο σπίτιμου είναι δικάσας»).
ΈΜ ΓΌ ΚΗ ΈΜ ΗΝΈΚΑ-Μ, ΈΜ ΤΑ ΜΚΡΆ-Μ, |hΕΜ| εγώ και |hΕΜ| γυναίκα-μου, |hΕΜ| τα μικρά-μου,
ΤΥΚΌ-Σ ΤΥ ΚΑΛΥΣΉΝ Τ\ΘΑ ΤΥ ΖΜΥΝΈΣΥΜ… το δικό-σου το καλοσύνη κί θα το λησμονήσουμε… (προσέξτε την προφορά «ε» του η, όπως στα Ποντιακά)
ΒΥΓΑΣΗδΌΤ, βΑΣΉΛΗι, ΆΧ, ΒΑΛΆ-Μ, Μπογασιδιώτη, Βασίλη, άχ, |ΒΑΛΑ|μου, (Μπογασιδιώτης= ο καταγόμενος απο το Ρωμαίικο χωριό Μπογάσο)
βΑΘΈιΑ ΚΆτσΣΗΣ ΣΤΑ ΚΑΡδΊΣ-ΜΑΣ ΠέΣΥ! βαθέα κάθισες στα καρδίες-μας απ’έσω!
καί εγώ καί η γυναίκαμου καί τα μικρά παιδιάμου, την καλοσύνησου δέν θα την ξεχάσουμε… Μπογασιδιώτη, Βασίλη, άχ, παιδάκιμου, βαθειά κάθισες (=εγκαταστάθηκες) στις καρδιέςμας μέσα!
ΑΓΎ ΤΎ ΉΧΑΜ, δΆιΝ ΤΟ ΚΑΤΥΗΣ, |ΑγΙ| τό είχαμε, διάβη αυτό κατωγής,
ΧΑΡΆ ΜΗΣ ΈΧΥΜ – ΧΆΘΙΝΙ ΤΥ βΆΡΥΣ… χαρά ημείς έχουμε – χάθη-νε το βάρος…
ΜΗΣ ΛΈΓΥΜ ΣέΝΑ ΌΛ-ΜΑΣ-ΠΑ «ΝΑΖΉΣ!» ημείς λέγουμε σένα όλοι-μας-πα «να ζείς!»
ΟΤ ΉΣΗ ΉΣΥΣ, ΜέΓΑΣ ΠΑΛΗΚΆΡΥΣ! οτι είσαι ίσος, μέγας παλληκάρος!
το δηλητήριο που είχαμε, πήγε καταγής (=χάθηκε), χαρά έχουμε, χάθηκε το βάρος… εμείς σου λέμε όλοιμας «να ζείς!», γιατί είσαι δίκαιος, μεγαλόψυχος άντρας! («να ζείς»= τυπική έκφραση ευγνωμοσύνης= σε ευγνωμονούμε)
10.05.1985
ΚΆΘΑ ΓΛΌΣΣΑ – ΞΗΞΑΚΉτσ
ΣΉΜΥΡ ΠΉΡΑ ΤΥ ΧΑΡΤΊ-Σ,
ΤΑ ΚΗΡβΆ-Σ ΤΑ ΛΌιΑ
ΚΗ ΝΥΝΊΖΥ, ΌΣΑ ΜΉΣ
ΈΧΥΜ ΚΑΛΥΖΌιΑ.
σήμερα πήρα το βιβλίοσου, τα ακριβάσου τα λόγια. και σκέφτομαι πόσα εμείς έχουμε αγαθά (εν προκειμένω εννοεί πνευματικά αγαθά).
ΑΝ ΤΑ ΠΤΡΆιΣΑ ΤΥ ΧΑΡΤΊ-Σ,
ΓΌ, ΘΑΡΉΣ, ΤΌ Τ ΌΡΑ,
ΦΉΚΑ ΌΛΑ-ΠΑ ΤΑ δΛΊιΣ –
ΚΖέβΑ ΌΚΣΥ ΧΤ ΧΌΡΑ…
με το που τελείωσα το βιβλίο-σου, εγώ, θαρρείς, εκείνη την ώρα άφησα όλες τις δουλειές, βγήκα έξω απο το χωριό… (=νοερά βγήκα απο το χωριό)
ΠΆΓΥ ΓΌ ΛΌΝ ΤΥ ΧΗΡΔΊς, (qır–dıш =ερημιά-έξω)
ΑΝ Τ ΧΑΡΆ ΣΝ ΚΑΡδΊιΑ
ΚΗ ΔΡΑΝΎ: Ό ΤΥ ΜΗΛΊς, μελίσσι
ΝΔΥ ΗςΤΆΧ ΚΆΜ δΛΊιΑ.
πάω ίσα μέσα στην ερημιά, με χαρά στην καρδιά, και βλέπω: ώ, το μελίσσι με πόθο (με όρεξη) κάνει εργασία.
ΞΗΞΑΚΉΞΑ ΈΝ ΛΥΓΆΣ,
ΚΌΤ\ΝΑ, ΜΆΡβΑ <ΜΆβΡΑ>, ΣΠΡΎτσΚΑ.
ΜέΛ ΝΑ ΠΆΡ ΑΤΌ ΖΒΥδΆΖ,
ΑΧ ΤΑ ΌΛΑ ΓΎτσΚΥ. (λιγούτσικο)
λουλουδάκια υπάρχουν διαφόρων λογιών, κόκκινα, μαύρα, άσπρα. μέλι να πάρι αυτό (το μελίσσι) σπεύδει, απο όλα (τα λουλούδια) λιγάκι.
ΠΌΣ ΝΑ ΛΈΣ, ΚΆΘΑ ΞΗΞΆΚ,
Ές ΤΥΚΌ-Τ ΜΥΡδΊιΑ…
ΤΊΣ ΠΥΡΉ ΑΤΌ ΝΑ ΠιΆΚ,
ΝΑ ΤΥ ΧΆΣ ΑΧ Τ δΛΊιΑ?
πώς να το πείς, το κάθε λουλούδι έχει το δικότου άρωμα… ποιός μπορεί να το πιάσει να το εξαφανίσει (να το βγάλει) απο την υπόθεση?
ΌΛΑ ΤΟ ΣΥΡέβ ΜΑΖΉ – όλα τα σωρεύει μαζί -
ΝΔΑ ΧΥΡΣΆ-Τ ΧΑΝΆΤιΑ: εν τα χρυσά-του |QΑΝΑΤ|ια:
ΑΡΟΜΆΤιΑ ΛΥΓΑΖΉ – αρωμάτια λογασίου -
ΧΗΡΔΙςΉ ΘΑΓΜΆΤιΑ! |qır–dıш|ίου θαυμάτια!
όλα τα συλλέγει μαζί (το μελίσσι) με τις χρυσέςτου φτερούγες: αρώματα διαφόρων ειδών, της ακαλλιέργητης γής θαύματα!
ΤΈΚΑΣ Τ ΓΛΌΣΣΑ-Σ ΆΛΥ ΈΝ,
ςέΡΥΜ ΔΆΜΑ – ΔΡΆΝΑ:
ΦΉΛΥ-Μ, Τ ΓΛΌΣΣΑ-Σ ΜΉ ΠΥΘΈΝ,
ΤΎ Σε ΜΆΘΣΗΝ ΜΆΝΑ-Σ!
παρόλο που η γλώσσασου είναι άλλη (=διαφορετική απο τη δικήμου), χαίρομαι μ’αυτήν – κοίτα: φίλεμου, η γλώσσασου να μήν πεθάνει, εκείνη (η γλώσσα) που σου έμαθε η μάνασου!
(αυτό το απλοϊκό ποίημα φέρνει βαθύτατα και σημαντικότατα νοήματα: η μέλισσα τιμά όλα τα λουλούδια χωρίς να προτιμά το ένα άρωμα περισσότερο απο το άλλο, δέν κοιτάζει ποιό λουλούδι είναι άσπρο, ποιό μαύρο και λοιπά, αλλα απο όλα παίρνει το νέκταρ. αυτό το παράδειγμα θα έπρεπε όλοι οι άνθρωποι να ακολουθούμε. και όντως, όταν κάποιος γνωρίζει αρκετά μιά ξένη γλώσσα και έναν ξένο πολιτισμό, αισθάνεται οτι στην πραγματικότητα δέν είναι «ξένα», τα αγαπά, και παίρνει απο αυτά ό,τι ωφέλιμο έχουν. η διαφορετικότητα δέν είναι για να αποξενώνει, είναι για να δίνει ποικιλία, που είναι ομορφιά και πλούτος. ωστόσο υπάρχουν πολλοί που μανιωδώς καλλιεργούν το μίσος προς την ξένη γλώσσα και τον ξένο πολιτισμό υποβάλλοντας με κάθε τρόπο οτι μόνο η Ελληνική είναι γλώσσα και οτι δέν υπάρχει πολιτισμός παρα μόνο εκείνος που δημιούργησαν οι Έλληνες. ανάλογη προπαγάνδα γίνεται σε άλλους λαούς, χαρακτηριστικό παράδειγμα οι Ινδοί, αλλα και πολλοί άλλοι, συμπεριλαμβανομένων «δυτικών» και «πολιτισμένων» λαών. όπου δείτε τέτοιου είδους φανατισμό, μπορείτε να είσθε μαθηματικώς βέβαιοι πως φύεται στην αμορφωσιά, την οποία ακριβώς αμορφωσιά αποσκοπεί να συντηρήσει. η αμορφωσιά είναι ένας ιστός αράχνης, όπου παγιδεύεται η μέλισσα. όποιος μπορεί να ξεφύγει απο αυτόν τον ιστό αράχνης, θα γνωρίσει την ελευθερία σάν της μέλισσας που παίρνει το νέκταρ απο όλα τα διαφορετικά λουλούδια).
06.ΧΙ.1986
^ΑΠΌΛΛΟΝΣ ΚΑΤΈΝ ΑΣ Τ ^ΣΑΡΤΑΝΆ
ΑΣ ΤΥ «ΜέΓΑ ιΥΡΤΊ», 17 – 18 ΤΥ ΣεΝΤ. <ΣεΠΤ.> 1988
ΓΟ ΉΜΗ ^ΑΠΟΛΛΌΝΣ ΧΤΥ ΗΜΒΗΡΝΌ ^ΕΛΛΆΔΑ
ΚΗ ΤΈΚΑΣ ΈΧΥ δΛΊΣ ΠΆΣ ΤΥ ^ΠΑΡΝΆΣ ΠΣΗΛΌ, ΠΛΑΤΊ,
ΑΦΉΚΑ ΓΌ ΤΥ ^ΧΡΆΜ-Μ ΑΣ ^ΔέΛΦΗιΑ – ΜΥΡΦιΆδΑ
ΚΗ ΉΡΤΑ ΣΤ ^ΣΑΡΤΑΝΆ ΣΤΥ «^ΜέΓΑ-ΣΑΣ ^ιΥΡΤΊ».
εγώ είμαι ο Απόλλωνας απο την αρχαία Ελλάδα, και μ’όλο που έχω δουλειές πάνω στον Παρνασσό τον ψηλό, πλατύ, άφησα το θρόνομου στων Δελφών την ομορφιά και ήρθα στο Σαρτανά στη «Μέγα Γιορτή»σας.
ΓΟ τΉΡΤΑ ΜΑΝΑΧΌΜ, ΣΤΑ ΣΆΣ ΝΔΥ ΜέΓΑ ΣΆιΜΥ,
ΤΑ ^ΜΎΖΙΣ ΉΡΤΑΝ ΔΆΜΑΜ δΌ ΑΧ ΤΥ ΧΥΡΣΌ ^ΠΑΡΝΆΣ,
ΘΑ δΎΜ ΤΊΣ ΈΝ ΞΑΠΉΚΣ ΣΤΥ ΧΌΡΗΜΥ, ςΗΝΓΚΛΆιΜΥ
ΚΗ ΤΜΉ ΘΑ δΌΚΥΜ ΚΆΘΑ ΉΝΑ ΤΌΣ ΤΎ ΚςΆΖ.
σε σάς με μεγάλο σεβασμό ήρθα όχι μόνοςμου, οι Μούσες ήρθαν μαζίμου εδώ απο τον χρυσό Παρνασσό, θα δούμε ποιός είναι επιδέξιος στο χορό, στο γλέντι, και τιμή (=βραβείο) θα δώσουμε στον καθένα κατα την αξίατου.
ΓΟ βέΛΚΣΑ ΠΆΝΥ-ΣΑΣ ΝΔΥ ΜέΓΑ ΘΑΓΜΑΣΉιΑ:
ΣΉΣ ΖΉΤ ΚΑΛΆ ΠΚΆΣ ΤΥ ΠΣΗΛΌ, ΤΙΜΊΖΚΥ ΥΡΑΝΌ,
ΚΗ ςέΡΥΜ ΓΌ ΟΤ ΣΑΧΗΝΔΡΆιΣΗΤ Ν ΒΑςΧΑΡΉιΑ –
ΤΑ ΈΦΤΑΓΑΝ ΠΥΡΠΆΝ ΣΤ ^ΕΛΛΆΔΑ ΗΜΒΗΡΝΌ!
σας κοίταξα με μεγάλο θαυμασμό: εσείς ζείτε καλά κάτω απο τον ψηλό, καθαρό ουρανό, και χαίρομαι που διατηρήσατε τα επιτεύγματα – εκείνα που δημιούργησαν οι πρόγονοι στην Ελλάδα την αρχαία!
ΓΌ ΉΜΗ ^ΑΠΟΛΛΟΝΣ ΧΤΥ ΗΜΒΗΡΝΌ ^ΕΛΛΆΔΑ,
ΤΑΚΆΜ ΚΑΛΆ, ΧΥΡΣΆ ΤΑ ΜΚΡΆ, ΦΚΡΗΘΈΤΙ ΜέΝΑ ΌΛ:
ΣΗΣ ΠΆΛΙΣ ΑΠ τΗΡΎ Αιτσ ΣΥΡΡΈΦΤΕΤΙ ΑΝ Τ ΧΑΡΆδΑ,
ΣΤΥ «^ΜέΓΑ-ΣΑΣ ^ιΥΡΤΊ», ΣΤΥ ^ΜέΓΑ ^ιΑΝΙΣΌΛ.
εγώ είμαι ο Απόλλωνας απο την αρχαία Ελλάδα, καλάμου, χρυσά μικρά παιδιά, ακούστεμε όλοι: εσείς πάλι με τον καιρό έτσι να συγκεντρωθείτε με χαρές, στη «Μέγα Γιορτή»σας, στο (χωριό) Μέγα Ιανισόλ.
ΝΑ ΠΎ ΗΣΗ, ΠΑΛΚΆΡ, ΑΧ Τ ΧΌΡΑ ΣΤΙςΗΜέΝΥ, ν-έ, πού είσαι, παλληκάρι, απο το χωριό στοιχημένο (στοιχημένος= που έχει προσληφθεί για μιά δουλειά με ορισμένη αμοιβή)
ΝΑ ΚΖέβΑ ΈΜΒΡΥ δΌ ΚΉ ΆΠΑΡ Τ ^ΛΗΡΑ, ΤΥ ^ΜΑΚΣΛΆΡ. ν-ε εξέβα έμπρο εδώ και έπαρε τη Λύρα, το Δοξάρι.
Άιτσ ΣΥΡΗΦΤΈΤ ΣΗΣ ΚΆΘΑ ΧΡΌΝΥ ΧΑΡΥΜέΝΑ, έτσι σωρευθέτε σείς κάθε χρόνο χαρουμένα,
ΑΣ ΈΝ βΑΧΤΛΊδΚΥ ΣΤΡΆΤΑ-ΣΑΣ, ΤΑΚΆΜ ΔΥΣΛΆΡ! ας ένι |ΒΑhΤΛΙ|δικο στάτα-σας, τα δικά-μου dostlar!
έ, πού είσαι παλληκάρι που απο το χωριό σε προσέλαβαν, έβγα λοιπόν μπροστά εδώ και πάρε τη Λύρα, τον Αυλό. έτσι να συγκεντρώνεσθε εσείς κάθε χρόνο με χαρά, ας είναι καλότυχος ο δρόμοςσας, δικοίμου φίλοι!
08.09.1988 ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ σελίδα123
ΜέΓΑ ιΥΡΤΊ
ΤΑΚΆΜ ΚΗΡβΉ, ΧΥΡΣΉ ΜΗΣΑΦΗΡΉιΑ,
ΤΑΚΆΜ ΧΟΡιΆΤ: ΗΝΈΚΗΣ ΚΗ ΜΚΥτΉΡ!
ΜΉΣ ΣΉΜΥΡ ΈΧΥΜ ΜέΓΑ ΧΑΡΑΤΉιΑ,
Άιτσ ΤΊΓΛΑ ΈΜΒΡΥ, ΤΌΤ ΣΤΥ ΠΑΝΑΉΡ.
δικοίμου ακριβοί, χρυσοί επισκέπτες, συγχωριανοίμου: γυναίκες και νοικοκυραίοι! (=αντίστοιχο του κοινού «κυρίες και κύριοι») εμείς σήμερα έχουμε μεγάλο γλέντι, έτσι όπως παλιά, τότε στο πανηγύρι.
ΣΥΡέΦΤΙΤ ΣΤ ^ΣΑΡΤΑΝΆ ΧΤΑ ΌΛΑ ΧΌΡΗΣ,
ΘΑΡΉΣ, ΞΆΧ ςέΡΗΤ ΉΛιΥΣ ΧΤΑ ΠΣΗΛΆ.
ΠΆΛ ΉΡΣΑΝ ΑΣ ΤΙ ΜΆΣ βΑΧΤΛΊδΚΑ ΌΡΗΣ,
ΑΤΆ ΤΑ τΉΤΑΝΙ ΖΑΜΆΝ ΠΥΛΆ.
συγκεντρωθήκατε στο Σαρτανά απο όλα τα χωριά, θαρρείς χαίρεται ακόμη κ ο ήλιος απο τα ψηλά. πάλι γύρισαν σε μάς οι καλότυχες ώρες, αυτές που δέν υπήρχανε για καιρούς πολλούς.
ΚΗ ΑΠΟΛΛΌΝΣ-ΠΑ ΦΉΚΗΝΙ Τ ^ΕΛΛΆΔΑ,
δΑΦΤΎΤ ΤΥ ΧΡΆΜ ΑΣ ΤΥ ^ΠΑΡΝΆΣ ΠΛΑΤΊ
ΚΗ ΉΡΤΙΝ ΣΤ ^ΣΑΡΤΑΝΆ ΑΧ Ν ^ΔέΛΦΗιΑ ΜΥΡΦιΆδΑ,
ΑδΌ ΣΤΑ ΜΆΣ, ΣΤΥ ^ΜέΓΑ ΤΥ ^ιΥΡΤΊ.
και ο Απόλλων ακόμη άφησε την Ελλάδα, το δικότου θρόνο στον Παρνασσό τον πλατύ, και ήρθε στο Σαρτανά απο των Δελφών την ομορφιά, εδώ σε μάς, στη μεγάλη τη γιορτή.
ΤΌΣ τΉΡΤΙΝ ΜΑΝΑΧΌΤ, Ν ΤΥ ΜέΓΑ ΣΆιΜΥ,
ΤΑ ^ΜΎΖΙΣ ΉΡΤΑΝ ΔΆΜΑ-Τ Χ ΤΥ ^ΠΑΡΝΆΣ,
ΘΑ δΎΝ ΤΊΣ ΈΝ ΞΑΠΉΚΣ ΑΣ ΤΥ ςΗΝΓΚΛΆιΜΥ
ΚΗ ΤΜΉ ΘΑ δΌΚΝΙ ΚΆΘΑ ΉΣ ΤΎ ΚςΆΖ.
αυτός με μεγάλο σεβασμό ήρθε όχι μοναχόςτου, οι Μούσες ήρθαν μαζίτου απο τον Παρνασσό. θα δούν ποιός είναι επιδέξιος στο γλέντι, και τιμή (=βραβείο) θα δώσουνε στον καθένα κατα την αξίατου.
Σ ΛΑΜΠΡΉΖ ΑιτΣ ΉΛιΥΣ ΠΆΝΤΑ, ιΆΝ Τ ΧΑΝΊιΑ,
ΥΛ-ΝΊΧΤΑ Σ ΚΡέΜΝΙ ΆΣΤΡΗΣ ΚΑΤΙΝΆ…
ςΗΝΓΛΆιΣΗΤ ΌΛ: ΧΟΡιΆΤ ΜΗΣΑΦΗΡΉιΑ,
ΤΥ ΝΆΜ ΜΑΚΡΆ ΆΣ ΠΆι ΑΧ Τ ^ΣΑΡΤΑΝΆ!
ας λάμπει έτσι ο ήλιος πάντα, σάν άρχοντας, όλη νύχτα άς κρέμονται τα άστρα με έντονο φώς… διασκεδάστε όλοι: χωριανοί (=ντόπιοι) και επισκέπτες, η φήμη (της γιορτής) μακριά ας πάει απο το (χωριό) Σαρτανά.
12.09.1988 σελίδα124
ΤΊ ΉΝΝΙ ΖΔΑΝΊ…
ΤΥΝ ^ΓεΌΡΓΗι ^ΚΟΣΤΟΠΡΑβ ΑΦΗεΡΌΝΟ
ιΑΛΌΣ ΛΑΧΑΡΔΈβ, ΣΤΈΚΣΜΥ τές ΚΆΝΑ ΤΝΆ,
ΥΣΆΛΚΑ ΤΥ τΉΜΑ-Τ ΔΑΓΛΈΦΚΗΤ…
ΤΑ ΆΣΤΡΗΣ ΑΠΆΝΥ ΔΡΑΝΎΝ ΚΑΤΙΝΆ,
ΚΗ ΉΛιΥΣ βΗΓΛΊΖ – ΜεΓΑΛΈΦΚΗΤ.
η θάλασσα κουβεντιάζει, ακινησία δέν έχει ούτε μιά στιγμή, απαλά το κύμα σκορπίζεται… τα άστρα επάνω βλέπουν με έντονο φώς, και ο ήλιος κοιτάζει – περηφανεύεται.
ΠΛΈβ ΠέΣΥ ΧΑΉΧ, ΠΆΝΥ ΚΌΣΜΥΣ ΗΛΎΝ –
ΑΚΎςΚΝΙ ΤΡΑΓΌιδΑ, ςΗΝΓΚΛΆιΜΥ.
ΤΑ ΠΛΊιΑ ΞΑΡΆΝιΑ, ΞΑΡΆΝιΑ ΠεΤΟΎΝ,
ΠΗΛΊΓΝΙ ΔΑΎς ΑΝΔΥ ΣΆιΜΥ.
πλέει μέσα ένα καΐκι, επάνω οι άνθρωποι γελούν, ακούγονται τραγούδια, διασκέδαση. τα πουλιά σμήνη – σμήνη πετούν, βγάζουν φωνή με σεβασμό.
ΠΎΧ βΡέΘΙΝΙ ΆΝΕΜΟΣ – ΆΓΡΑ βΥΉΖ
ΚΗ ΣΉΚΥΣΗΝ τΉΜΑ ΞΑΡΆΝιΑ,
ΗΡέβ ΤΥ ΧΑΉΧ ΝΑ ΤΥ ΧΆΣ, Ν ΑΧΤΡΑΜΉΣ…
βΆι ΉΡΤΑΝΙ ΆΓΡΑ ΖΑΜΆΝιΑ!
απο πού βρέθηκε άνεμος – άγρια βουίζει, και σήκωσε κύματα ορδές, προσπαθεί το καΐκι να το αφανίσει, να το αναποδογυρίσει… αλίμονο, ήρθανε άγριοι καιροί!
ΆΓΡ ΚΌΖΜΥΣ ΧΥΛΔΆιΣΑΝ ΑδΌ ΠΆΣ ΚΑΛΊΣ,
ΤΑ ςέιΑ-ΤΙΝ ΠέΡΝΙ, Τ ΗςΉιΥ
ΚΗ ΣΉΡΝτσ ΣΤΥ ιΑΛΌ, ΧΑΛΙΣ ΓΛΈΠιΑ, ΘΑΡΉΣ,
ΑΚΎςΚΗΝΔΥΝ ΆΓΡΥ ΛΑΛΊιΑ.
άγριοι άνθρωποι επιτέθηκαν εδώ εναντίον των καλών, τα αγαθάτους παίρνουνε, τις περιουσίεςτους, και τους ρίχνουνε στη θάλασσα, ολόιδια σάν λέπια, θαρρείς. ακούγονταν άγριος βρηχυθμός. (όπως κανείς παίρνει το ψάρι και πετάει τα λέπιατου, έτσι παίρνανε τις περιουσίες των καλών ανθρώπων και τους ίδιους τους πετούσανε)
ΜΑΝΓΡΆιΑβΝ ΗΝΈΚΗΣ, ιΥΡΌΝΤ ΚΗ ιΑςΛΆΡ,
ΚΑΡΑΡΥΝΑΝ ΑΓΡΟΣ ΚΗ ΤΥ ΖΉΣΜΥ, |QΑΡΑΡ|ωναν αγρίως το ζήσιμο,
ΜΑ ΆΓΡ ΤΙ τΉ ΝιΆςΚΑΝΔΑΝ, ΉΤΑΝ ΑΛςΆΡ,
ΤΊ βέΛΓΖΑΝ ΠΥΛΊΣ ΝΑ ΦΥΡΚΉΣΝΙ.
(ο δεύτερος στίχος είναι προβληματικός και γλωσσικά και μετρικά. το ΚΗ περισσεύει. το ΚΑΡΑΡΥΝΑΝ πρέπει να είναι απο το τουρκ. |QΑΡΑΡ|- αλλα πιό φυσικό θα ήταν με Χ- και όχι Κ- στη Ρωμαίικη)
κραύγαζαν γυναίκες, γέροντες και νέοι, μαύριζαν άθλια την ζωή, μα οι άγριοι εκείνοι δέν νοιάζονταν, ήταν λυσιασμένοι, αυτοί κοίταζαν (όσο το δυνατόν πιό) πολλούς να κρεμάσουνε.
…ΑΈΡΑ ΛΑΦΡΎτσΚΥ ΠΆΛ ΦΣΆ ΤΥ ΠΑΝΊ,
βΑΧΤΛΊδΚΥ ΠΆΛ ΉΡΤΙΝΙ ΌΡΑ…
ιΌΧ, ΤΊ τΉ ΦΥΡΚΉΓΑΝ, ΤΊ ΉΝΝΙ ΖΔΑΝΊ |ιΌQ|, αυτοί κί φουρκήεν, αυτοί είναι ζωντανοί
ΚΗ ΧΠΎΝΙ ΤΑ ΠΌΡΤΙΣ-ΜΑΣ ΤΌΡΑ! και χτυπούνε τα πόρτες-μας τώρα!
…αέρας ελαφρός πάλι φυσά το πανί, καλότυχη πάλι ήρθε ώρα… όχι, εκείνοι δέν πνίγηκαν στην κρεμάλα, εκείνοι είναι ζωντανοί, και χτυπούνε τις πόρτεςμας τώρα!
(ενώ το ποίημα είναι αφιερωμένο στον Γιώργη Κοστοπραβ, τον κατεξοχήν μάρτυρα των Ρωμιών, αναφέρεται ωστόσο γενικότερα στις εκατοντάδες των Ρωμιών που εκτελέσθηκαν κατα τις σταλινικές διώξεις, χωρίς να έχουν φταίξει σε τίποτε στο καθεστώς. υπάρχει στο διαδίκτυο σελίδα όπου καταχωρούνται τα θύματα εκείνων των διώξεων – ακόμη δέν είναι σαφής ο ακριβής αριθμόςτους).
ΧΌΡΑ ΣΑΡΤΑΝΆ, 1988 σελίδα 125
ΈΛΑ ΉΠΝΥ ΑΣ ΤΥΝ ιΌ-ΜΥ…
έλα ύπνε στον γιόμου…
(αυτό προφανώς είναι λαϊκό νανούρισμα που κατέγραψε, όχι που έφτιαξε, ο Λ. Κυριάκοβ)
ΈΛΑ ΉΠΝΥ ΑΣ ΤΥΝ ιΌ-ΜΥ,
ΚΗ ΧΑΡΆ ΤΥ ΣΠΉΤ-ΜΑΣ ιΌΜΥ, (2)
έλα ύπνε στον γιόμου, και χαρά το σπίτιμας να γεμίσεις,
ΆΠΑΡ ΤΥ ΠεδΉ-Μ ΣΉ ΔΆΜΑ-Σ,
ΚΣέβΑ ΣΉΡΗ ΠέΣ ΒΑΧΞΆ-ΜΑΣ (2)
πάρε το παιδίμου εσύ μαζίσου, βγές πήγαινε μές τον κήπομας,
ΚΣέβΑ ΔΆΜΑ-Τ ΠέΣ ΤΑ ΖΆΝιΑ,
ΠέΣ ΞΥΛΊ ΧΛιΥΡΆ ΜεΔΆΝιΑ (2)
βγές μαζίτου μές τα χωράφια, μέσα στης εξοχής τις χλωρές εκτάσεις.
ΠΎ ΑΈΡΑ ΦΣΆ ΛΑΦΡΎτσΚΑ,
ΤΊΝΞΚΑ Τ\ΜΎΝΝΙ ΤΑ ΛΑΓΎτσΚΑ (2)
όπου αέρας φυσά ελαφρούτσικα, (όπου) ήσυχα κοιμούνται τα λαγουδάκια.
ΠΎ ΤΙΝΞΛΆιΣΑΝΙ ΤΑ ΠΛΊΞΑ,
ΠέΣ ΤΑ ΧΛΊτσΚΑ ΚΑΛΑΘΉΞΑ (2)
όπου ησύχασαν τα πουλάκια, μές τα ζεστούτσικα καλαθάκια.
ΈΛΑ ΉΠΝΥ ΑΣ ΤΥΝ ιΌ-ΜΥ,
ΚΗ ΧΑΡΆ ΤΥ ΣΠΉΤ-ΜΑΣ ιΌΜΥ, (2)
έλα ύπνε στον γιόμου, και χαρά το σπίτιμας να γεμίσεις,
ιΌ-Μ ΠΑ ΤΊΝΞΚΑ ΆΣ Τ\ΜΗΘΉ,
ΚΑΛΌ ΌΡΗΜΑ ΆΣ δΉ…
και ο γιόςμου ήσυχα ας κοιμηθεί, καλό όνειρο άς δεί…
ΧΌΡΑ ΣΑΡΤΑΝΆ 20.09.1989
ΧΑΡΑΤΉιΑ
ΣΥΡέΦΤΑΜ ΣΉΜΥΡ ΣΤ ΧΑΡΑΤΉιΑ,
ΑδΌ, ΣΤΙΝ ΠΌΛΗ ΜΑΡΗΎΠΟΛ\,
^ΡΥΜέι ΤΥ ΈΣΤΙΚΣΑΝ ΚΑΜΉιΑ,
ΜΑ ΣΉΜΥΡ ΤΌΠΥ ΈΝ ΑΣ ΎΛΣ-ΠΑ.
συγκεντρωθήκαμε σήμερα σε χαρούμενη περίσταση, εδώ στην πόλη Μαριούπολη, Ρωμιοί την οποία ίδρυσαν κάποτε, αλλα σήμερα ο τόπος είναι για όλους (ανεξαρτήτως εθνότητος).
ΑΣ ΎΛΣ ΧΥΡΣΎτσΚΥ ΈΝ ^ΠΑΤΡΉδΑ,
δΙΚΌ-ΜΑΣ ΜΆΝΑ ^ΥΚΡΑΉΝΑ.
ΤΌ δΎι ΧΑΡΆ ΚΗ δΎι ΗΛΠΉδΑ,
ΠΚΆΣ ΤΑ ΧΑΝΆΤιΑ-Τ ΚΆΘΑ ΉΝΑ.
για όλους(μας) χρυσή είναι Πατρίδα, δικήμας μάνα η Ουκρανία, η οποία δίνει χαρά και ελπίδα κάτω απο τις φτερούγεςτις σε κάθε έναν (πολίτη).
ΠΥΛΆ ΤΡΑΓΌιδΑ ΈΧΝΙ ΚΌΖΜΥΣ:
ΈΜ ΡΎΣ, ΥΚΡΆΗΝτσΙ, ΡΥΜέΗ.
ΕΛΆΤΙ ΌΛ-ΠΑ ΛΊΓΥΣ ΧΌΡΖΜΥ,
ΝΑ ΜΊ ΣΥΡέΦΚΥΜΑΣ ΑΡέιΑ.
πολλά τραγούδια έχουν οι άνθρωποι: και οι Ρώσοι, και οι Ουκρανοί, και οι Ρωμιοί. ελάτε όλοι ανεξεραίτως χωρίς διάκριση, να μή συγκεντρωνόμαστε σπάνια.
ΕΛΆΤ Τ ΑΔΈΤιΑ Σ ΣΑΧΗΝΔΡέβΥΜ,
ΜΉ ΈΝ Τ ΑΡΖέΣ-ΜΑΣ ΖΜΥΝΙΜέΝΑ.
ΚΗ ΠΆΝΔΑ Αιτσ ΑΣ ςΗΝΓΚΛΑΈβΥΜ,
ΆΜΑ ΑδΡέΦιΑ, ΧΑΡΥΜέΝΑ!
ελάτε τα έθιμα να διατηρούμε, να μήν είναι οι ρίζεςμας ξεχασμένες. και πάντα έτσι ας διασκεδάζουμε, όμοια με αδέρφια, χαρούμενα!
ΧΌΡΑ ΣΑΡΤΑΝΆ 20.07.1990 σελίδα127
ΑΠΌΛΛΟΝ ΤΥ ΧεΡεΤΙΖΜΌ
ΓΌ ΉΜΗ ΑΠΟΛΛΟΝΣ ΧΤΥ ΗΜΒΗΡΝΌ ΕΛΛΆΔΑ, εγώ είμαι Απόλλωνας εκ το εμπροϊνό Ελλάδα,
δΌ ΚΣέΡΗΤ-Με ΧΤΑ ΌΛΑ ΤΑ ΜΑΡέΣ. εδώ ξέρετε-με εκ τα όλα τα μαρέες.
ΧΤΑ ΤΌ, ΝΔΑ ^ΜΎΖΙΣ-Μ ΓΌ, ΟΤ ΉΜΝΙ ΓΡΆδΑ-ΓΡΆδΑ εκ τα αυτό, εν τα Μούσες-μου εγώ, οτι ήμουνε |γράδα – γράδα|
Σ δΙΚΆ-ΣΑΣ ΤΑ ^ΜεΓΌΛΑ ΤΑ ιΥΡΤΈΣ. εις δικά-σας τα μεγάλα τα γιορτές.
εγώ είμαι ο Απόλλωνας απο την αρχαία Ελλάδα, εδώ με ξέρετε απο όλα τα μέρη λόγω του ότι με τις Μούσεςμου εγώ ήμουν σειρά – σειρά στις δικέςσας τις Μεγάλες τις Γιορτές. (σειρά-σειρά εννοεί οτι στεκόταν ο Απόλλων σε μιά σειρά μαζί με τις Μούσεςτου, η μιά δίπλα στην άλλη και στο κέντρο ο Απόλλων. Μέγα Γιορτή ονόμαζαν το πανηγύρι που έκαναν κάθε χρόνο, για συσπείρωση του Ελληνισμού, αφού έπαψαν οι σταλινικές διώξεις).
ΓΌ ΉΜΝΙ Σ ^ΣΑΡΤΑΝΆ, ΑΤΌ ΠΗΧΤΆ ΑΝΓΚέΦΚΗΤ,
Σ ^ΧΑΡΆΧΛΑ ΉΡΤΑ, ΑΝΔΥ ΗςΤΆΧ ΣΤΑ ^ΣΆΣ.
ΚΗ ΣΉΜΥΡ ΠΆΛ ΣΤΥ ^ΜΑΡΗΎΠΟΛ\ ΝΔΑ ΣΥΡέΦΤΙΤ,
τΉ ΠΌΡΝΑ ΓΌ ΝΑ ΚΆΘΥΜ ΣΤΥ ^ΠΑΡΝΆΣ.
ήμουν στο (χωριό) Σαρτανά, το οποίο συχνά μνημονεύεται (=γίνεται συχνά λόγος γι’αυτό), στη Χαράχλα ήρθα με πόθο για σάς. και σήμερα στη Μαριούπολη όταν συγκεντρωθήκατε, δέν μπορούσα να κάθομαι στον Παρνασσό.
ΓΌ ΉΡΤΑ ΠΆΛ ΣΤΑ ^ΣΆΣ Ν δΑΦΤΎ-Μ ΤΑ ^ΜΎΖΙΣ ΌΛΑ,
ΞΆΧ ΉΛιΥΣ ΑΝ Τ ΧΑΡΆ ΜΑΣ ΠΡΟςΞ]ΗΝΆ!
ΓΟ ςέΡΥΜ ΝΔΑ ιΥΡΤΆδΙΣ-ΣΑΣ ΧΥΡΣΆ ΜεΓΌΛΑ,
ΤΆ ΚΆΜΗΤ, ΤΊΓΛΑ ΤΌΤ ΣΤΑ ΗΜΒΗΡΝΆ.
ήρθα πάλι σε σάς με τις δικέςμου τις Μούσες όλες, ακόμη κ ο ήλιος με χαρά μας χαιρετά τιμητικά! εγώ χαίρομαι με τις γιορτέςσας τις χρυσές, μεγάλες, τις οποίες κάνετε όπως τότε στα παλιά χρόνια.
ΓΟ ςέΡΥΜ ΑΝΔΑ ^ΣΆΣ ΟΤ ΈςΗΤ ΥΡΤΑΧΛΊιΑ –
ΑΝ ΟΛΣ ΤΥΝ ΚΌΖΜΥ ΟΤ ΒΗΡΛΊΚΚΑ ΖΉΤ!
ΓΌ ΠΡΟςΞ]ΗΝΎ ΌΛ ^ΣΆΣ ΑΧ ΌΛΥ-Μ ΤΙΝ ΚΑΡδΊιΑ,
ΝΑΜΛΊδΚΥ ΣΆΝ ΜΑΚΡΆ ^ΣΉΣ ΟΤ ΠΗΛΊΤ!
χαίρομαι μαζίσας που έχετε συντροφικότητα – με όλους τους ανθρώπους που ενωμένα (=αρμονικά) ζείτε! σας χαιρετώ τιμητικά όλουςσας εξ όληςμους της καρδίας, που τιμημένη φήμη ώς μακριά βγάζετε!
ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ 20 ΤΥ ΗιΎΛΗ 1990 σελίδα128
ΧΟΡΟΣ
καθώς βλέπουμε στο θεατρικό έργο «Λ. Χονάχμπεης» στον δεύτερο τόμο, «χορός» είναι για τους Ρωμιούς ένα ορισμένο είδος ζωηρού παραδοσιακού χορού που τραγουδιέται με (ερωτικά) λόγια όπως αυτά:
ΜΌΝΥ ΣέΝΑ ΑΓΑΠΎ, μόνο σένα αγαπώ,
ΌΦ, ΜΆΝΑ, βΆι.
ΜΌΝΥ ΣέΝΑ ΓΌ ΡΥΘΜΎ μόνο σένα εγώ αροθυμώ
ΌΦ, ΜΆΝΑ, βΆι.
ΌΦ, ΜΆΝΑ, βΆι.
ΌΦ, ΜΆΝΑ, βΆι.
μόνο σένα αγαπώ, μόνο εσένα αποθυμώ, (ρεφραίν: ώχ, μάνα, βάι!)
ΌΛ-ΠΑ ΖΛΈβΝΙ ΜΌΝΥ ΜΆΣ, όλοι-πα ζηλεύουνε μόνο εμάς,
ΌΦ, ΜΆΝΑ, βΆι.
ΝΑ ΧΥΡΉΣΝΙ ΘέΛΝΙ ΜΆΣ, να χωρίσουνε θέλουνε εμάς,
ΌΦ, ΜΆΝΑ, βΆι.
ΌΦ, ΜΆΝΑ, βΆι.
ΌΦ, ΜΆΝΑ, βΆι.
όλοι ζηλεύουνε μόνο εμάς, να μας χωρίσουνε θέλουνε.
ΜΙΣ Σ ΚΑΝΊΝΑ-ΠΑ Τ\ΘΑ ΔΎΜ <δΥΜ>, εμείς εις κανείνα-πα κί θα δούμε
ΌΦ, ΜΆΝΑ, βΆι.
ΜΊΣ ΚΑΜΉιΑ Τ\ΘΑ ΧΥΡΣΤΎΜ, εμείς καμία κί θα χωριστούμε,
βΆι, ΜΆΝΑ, βΆι.
ΌΦ, ΜΆΝΑ, βΆι.
ΌΦ, ΜΆΝΑ, βΆι.
εμείς σε κανέναν δέν θα δούμε =σε κανέναν δέν θα δώσουμε σημασία. ποτέ δέν θα χωριστούμε.
ΜΊΣ ΠιΆΝΥΜ ΚΗ ΧΥΡέβΥΜ, εμείς πιάνουμε και χορεύουμε,
βΆι, ΜΆΝΑ, βΆι.
Τ ΈΝΑ ΝΤ ΆΛΥ ΑΓΑΠΎΜ, το ένα εν τω άλλω αγαπούμε,
ΌΦ, ΜΆΝΑ, βΆι.
ΌΦ, ΜΆΝΑ, βΆι.
εμείς (οι δυό) πιάνουμε και χορεύουμε, (αλληλο)αγαπιόμαστε..
25.061990 σελίδα129
^ΑΡΉΟΝ
ΤΌΣ, ΤΊΣ δΎι ΤΥΝ ΚΌΖΜΥ Τ ΉιΑ-Τ,
ΤΊΣ ΖΑΜέΤ τΉ Χ\έβ ΚΗ ΌΡΑ,
τές ΑΤΌΣ ΣΝ ΔΥΝιΆ ΖΜΥΝΊιΑ,
ΤΌΣ ΑΝΓΚέΦΚΗΤ Σ ΚΆΘΑ ΧΌΡΑ. |Αγγ|-εύεται (=μνημονεύεται)
αυτός που δίνει στον κόσμο την υγείατου, ο οποίος μόχθο δέν λυπάται και χρόνο, δέν έχει αυτός στον κόσμο λησμονιά, αυτός μνημονεύεται (=είναι στη μνήμη των ανθρώπων) σε κάθε χώρα.
^ΑΡΗΟΝΣ – ΝΔΥ ΝΎ ΜεΓΆΛΝΙΝ –
ΉςΗΝ ΜέΓΑ ΠΑΛΚΑΡΉιΑ:
ΈΜ ΤΡΑΓΌδΑΝΙΝ, ΈΜ ΛΆΛΝΙΝ,
ΑΝΔΥ ΜέΓΑ ΒΑςΧΑΡΉιΑ.
ο Αρίονας με νού (=με σοφία) μεγάλωνε, είχε μεγάλη γενναιότητα (αξία, μεγαλοψυχία): καί τραγουδούσε, καί έπαιζε μουσική, με μεγάλη ικανότητα (=ταλέντο).
ΜΑ ΧΥΛΔΆιΣΑΝ ΠΆΝΥ-Τ ΜΉιΑ,
ΆΓΡΥ ΚΌΖΜΥΣ ΝΑ ΣΚΥΤΌΣΝΙ,
ΠΆΣ ΚΑΡΆβ ΝΑ ΠΆΡΝΙ Τ ΉιΑ-Τ,
ΠΉΡ ΝΑ ΜΊ ΣΤ ιΑΓΆ ΝΑ ΣΌΣΝΙ. πρίν, να μή στην ακτή να φτάσουνε (=πρίν φτάσουν στην ακτή).
μα του επιτέθηκαν κάποτε άγριοι άνθρωποι να (τον) σκοτώσουνε πάνω στο καράβι να αφαιρέσουν την υγείατου (=την σωματικήτου ακεραιότητα) προτού στην ακτή φτάσουνε.
ΚΗ ΝΑ ΠΆΡΝΙ ΤΥ ΗςΉιΥ-Τ, eшja =περιουσία
ΝΔΥ ΗΛΆΛ ΤΟΣ ΤΥ ΥΣΤΡΆιΣΗΝ: helal (=τιμιότητα)
ΤΑ ΚΑΠΉτιΑ-Τ, ΤΑ ΦΛιΥΡΉιΑ-Τ
ΚΗ ΑΤΌΝΑ ΝΑ ΧΗΡΛΆιΣΑΝ.
και να πάρουνε την περιουσίατου, με τιμιότητα αυτός την οποία δημιούργησε: τα χρήματατου, τα χρυσάτου νομίσματα, και αυτόν να τον εξόντωναν.
^ΑΡΗΟΝΣ – ΤΟΣ δΌΚΗΝ ΛΌΓΟ,
Σ ΈΝ ΤΑ ΌΡΗΣ-Τ ΜεΤΡΗΜέΝΑ,
ΤΑ ΑΚΎΛΙΣ ΆΣ ΤΥΝ ΤΡΌΓΝΙ, στα Ουκρανικά ΑΚΎΛΑ =καρχαρίας.
ΜΑ ΤΈΚ ΉΡεΠΣΗΝ ΤΌΣ ΈΝΑ:
ο Αρίονας, αυτός (τους) έδωσε (το) λόγο(του): ας είναι οι ώρεςτου μετρημένες, τα σκυλόψαρα ας τον φάνε, αλλα μόνο ζήτησε αυτός ένα (πράγμα):
ΣΤΥ ΣΤΕΡΝΌ-Τ ΝΑ δΌΚΝΙ ΤΟΝΑ,
ΠέΡΝΑ ΜΉ Τ ΖΟΉ-Τ ΝΑ ΠΆΡΝΙ:
ΝΑ ΛΑΛΊΣ ΤΟΣ ΠΆΣ Ν τσΙΜΒΌΝΑ, (τσαμπούνα=) αυλός
ΝΑ ΛΑΛΊΣ ΤΟΣ ΠΆΣ Ν ΚεΦΆΡΑ, κιθάρα
στα τελευταίατου να του δώσουνε (το δικαίωμα), πρίν τη ζωήτου να πάρουνε: να παίξει στον αυλό, να παίξει στην κιθάρα,
ΤΡΑΓΥδΊ-τσ ΝΑ ΤΡΑΓΥδΊΣΗ,
ΠΆΣ Τ ΜΥΡΦΎΛΑ, ΠΆΣ ΤΥ ΖΉΣΜΥ…
ΚΛΈΦΤ ΘΑΓΜΆΣΤΑΝ ΚΆΘΑ ΉΣ-ΤΙΝ,
ΚΗ ΞΆΧ ΤΡΆβΣΗΝ-τσ ΑΣ ΤΥ Τ\ΜΉΣΜΥ.
ένα τραγουδάκι να τραγουδήσει, με θέμα την ομορφούλα, με θέμα τη ζωή… οι κλέφτες (καθώς τραγουδούσε) καταγοητεύθηκαν, ο καθέναςτους, σε σημείο που τους παρέσυρε στον ύπνο.
^ΑΡΗΟΝΣ ΤΥ ΛΑΛΜΥ-Τ ΠΤΡΆιΣΗΝ,
ΚΆΘΑ ΉΣ ΑΤΟ ΦΥΚΡΉΘΙΝ…
ΣΤΥ ιΑΛΌ ΒΗΡΔΈΝ ΧΥΛΔΆιΣΗΝ,
δΆιΝ ΑΚΆΤΥ, ΘΑ ΦΥΡΚΉΧΤΙΝ.
ο Αρίονας τη μουσικήτου την τελείωσε, καθένας την άκουσε… στη θάλασσα με μιάς όρμησε, πήγε κάτω, θα πνιγόταν.
ΜΑ ΤΌ Τ ΌΡΑ ΑδΌ ΌΡΣΗΝ –
ΔεΛ\ΦΉΝ ΉΝΔΥΝ ^ΑΠΟΛΛΌΝΗΣ,
Ν ΉΤΥΝ ΖΌΡ-ΠΑ ΑΤΌΣ ΠΌΡΣΗΝ,
ΝΑ ΓΛΙΤΌΣ ΤΥΝ ^ΑΡΗΌΝΗ.
αλλα εκείνη την ώρα εδώ όρισε: δελφίνι έγινε ο Απόλλωνας, και άν ήταν δύσκολο, αυτός (ωστόσο με ευκολία) μπόρεσε να γλυτώσει τον Αρίονα.
ΠΆΝΥ-Τ ΠΉΡΗΝ-ΔΥΝ ΞΑΠΉΚΚΑ, επιδέξια
ΠΉιΝ-ΔΥΝ ΠΆΣ Τ ιΑΓΆ ΤΌ Τ ΌΡΑ,
ΤΡΑΓΥδΆ, ΛΑΛΊ τιΑΜΉΛΚΑ,
^ΑΡΗΌΝΗΣ ΌΣ ΑΤΌΡΑ…
πάνωτου τον πήρε επιδέξια, τον πήγε στην ακτή εκείνη την ώρα. τραγουδά, παίζει μουσική τέλεια ο Αρίωνας ώς τώρα…
…ιΌΧ, ΠΑΛΚΆΡΣ τΉ ΖΜΥΝΙςΚΆΤΙ,
ΠΎ τιΆΝ ΈΝ-ΠΑ ΧΥΤΧΑΡέΦΚΗΤ
ΚΗ ΠΥΛΆ ΤΟΣ ΠΆΣ ΤΥΝ ΠΆΤΥ,
ΑΣ ΤΥΝ ΚΌΖΜΟ ΘΑ ΑΝΓΚέΦΚΗΤ.
όχι, ο γενναίος δέν ξεχνιέται, όπου κι άν είναι διασώζεται, και πολύ αυτός πάνω στη γή, στους ανθρώπους θα μνημονεύεται.
ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ 26 ΤΥ ΦεβΡΆΛΗ 1991
ΠΑΡΑΚΑΛΊιΑ παρακαλεία
παράκληση
ΑΝΔΑ τΉ βΡές, ΤΑ ΠεδΊΞΑ ΚΗ ΤΑ ΚΥΡΞΉΞΑ ΠΡΑΤΎΝ ΠέΣ ΚΎΖΜΥΚΥ ΤΑ ΑβΛΈΣ ΚΗ ΤΡΑΓΥδΎΝ ΝΑ ΠΑΈΝ βΡΥςΉΣ: εν τα κί βρέχει, τα παιδίτσια και τα κοριτσίτσια περπατούν απ’έσω κόσμικο τα αυλές και τραγουδούν να παγαίνει βροχής:
όταν δέν βρέχει, τα αγοράκια και τα κοριτσάκια περπατούν (και πηγαίνουν) μέσα στου κόσμου τις αυλές και τραγουδούν για να πέσει βροχή:
ΣΠΡΎτσΚΥ ΣΗΝΙΦΉτσΑ, ασπρούτσικο συννεφίτσα,
ΌΜΥΡΦΥ ΝΙΦΉτσΑ: όμορφο νυφίτσα,
ΤΉΡΗ ΤΉΡΗ βΡέΚΣΗ, «τίρι τίρι» βρέξε,
ΑΣ ΤΑ ΞΌΛιΑ ΡέΚΣΗ, εις τα |ΞΟΙΛ|ια ρεύσε
ΜέΛ ΚΗ ΓΆΛΑ, μέλι και γάλα,
ΚΑΛΥΖΌιΑ τιΆΛΑ, καλοζώγια και άλλα,
ΚΑΘΑΡΆ ΧΑΛΆΞΑ, καθαρά χαλάτσια, (χαλάτσι =στριφτή πίτα)
Σ ΈΝ ΣΤΥΝ ΚΌΖΜΥ ΒΌΛΚΑ, ας ένι στον κόσμο |ΒΟΛ|ικα,
ΧΤΑ ΧΥΡΆΦιΑ ΌΝΚΑ, εκ τα χωράφια |ΟΝ|ικα
ΈΜ Σ ΤΑΚΆ-ΣΑΣ ΔΆΜΑ, |hΕΜ| στα δικά-σας αντάμα,
ΈΜ Σ ΤΑΚΆ-ΜΑΣ ΔΆΜΑ, |hΕΜ| στα δικά-μας αντάμα,
ΚΎΖΜΥΚΥ ΧΥΡΆΦιΑ, κόσμικο χωράφια,
ΝΑ ΈΝ ιΆΝΔΑ ΆΦΝΙΣ, να ένι οία άν τα άχνες,
ΝΑ ΈΝ ΌΣ ΤΑ ΜέΣΑ, να ένι ώς τα μέσα,
ΌΛ ΚΑΛΆ ΝΑ ΈΣΣΑΝ, όλοι καλά να έζησαν,
ΞΆΞΑ! βΓΆΛ-ΜΑΣ ΈΝΑ βΓΌ! чάчα! βγάλε-μας ένα αυγό!
άσπρη συννεφούλα, όμορφη νυφούλα, «τίρι τίρι» βρέξε, μέσα στις εξοχές ρίξε μέλι και γάλα, και άλλα αγαθά, καθαρές πίτες, να υπάρχουν στον κόσμο μπόλικα απο τα χωράφια ωφέλιμα πράγματα (προϊόντα), καί σε σάς, καί σε μάς, του κόσμου τα χωράφια να είναι σάν άχνες (=να είναι υγρά σάν να αχνίζουν απο τη δροσιά που εξατμίζεται), να είναι μέχρι τη μέση («μέσα» λέγοντας στην Ελλάδα εννοούν προς το κέντρο των χωραφιών, αλλα στη Ρωμαίικη σημαίνει ώς το ύψος της μέσης ενός ανθρώπου, τόσο ψηλά να αναπτυχθούν τα χορτάρια και τα σπαρτά), ωστε όλοι καλά να μπορούν να ζήσουν. θεία! βγάλε-μας ένα αυγό!
ΣΥΡΒΑΔζΆβΑ βΓΆΛ δΎι-τσ ΑΠ ΈΝΑ βΓΌ ΚΗ τσΑΡΆΝ-ΔΑ ΠΆΣ ΤΑ ΦτιΑΛΊΞΑ-ΤΝ ΑΝΔΥ ΠΟΤΊΡΗ ΤΙΜΉΖΚΥ ΣΠΗΤΊ ΝΕΡΌ. |ΣΟΡΒΑЏΙ|αβα βγάλλει δώει-τοις απο ένα αυγό και τσαράνει-τα πάνω στα κεφαλίτσια-των εν τω ποτήρι |ΤΕΜίΖ|ικο σπιτίου νερό. ΤΑ ΒΑΛΆιδΑ ΑΝΔΥ ΧΟΡΌ ΚΗ ΑΝΔΥ ΧΑΧΑΝΖΜΌ ΛΈΓΝΙ: τα |ΒΑΛΑ|δια εν το χορό και εν το χαχανισμό λέγουνε:
η κυρία (του σπιτιού, νυκοκοιρά) βγάζει τους δίνει (=στα παιδιά δίνει) απο ένα αυγό και τα ραντίζει πάνω στα κεφαλάκιατους με ένα ποτήρι καθαρό του σπιτιού νερό. τα παιδάκια με χορό και γέλια λένε:
«ΝΑΖΉΣ, ΣΥΡΒΑΔζΆβΑ, «να ζείς, |ΣΟΡΒΑЏΙ|αβα,
ΑΣ Τ ΆΛΥ ΤΥ ΣΠΉΤ δΆβΑΜ!». εις το άλλο το σπίτι διάβαμε!»
«να ζείς (=ευχαριστούμε), κυρία, σε άλλο σπίτι πάμε!»
ΣΥΡΒΑΔζΆβΑ ΛΈ: |ΣΟΡΒΑЏΙ|αβα λέει:
«ΝΑΖΉΤ, ΠεδΊΞΑ ΚΗ ΚΥΡΞΉΞΑ, «να ζείτε, παιδίτσια και κοριτσίτσια,
ΜΥΡΦΎτσΚΑ ςΥΛδΥΝΊΞΑ, ομορφούτσικα χελιδονίτσια,
^ΘΙΓΌΣ ΝΑ δΌΚ Τ ^ΉιΑ-^ΣΑΣ!» Θεός να δώκει τη υγεία-σας!»
η νοικοκυρά λέει «να ζείτε, (=σας ευχαριστώ) αγοράκια και κοριτσάκια, όμορφα χελιδονάκια, ο Θεός να σας δώσει υγεία».
ΣΥΡΒΑΔζΆβΑ βΆΛ ΣΤΑβΡΌ ΚΗ ΤΑ ΒΑΛΆιΔΑ-ΠΑ ΣΤΑβΡΌΝ-ΔΑ. |ΣΟΡΒΑџΙ|αβα βάλλει σταυρό και τα |ΒΑΛΑ|δια-πα σταυρώνει-τα.
η νοικοκυρά κάνει το σταυρότης και τα παιδάκια επίσης τα σταυρώνει (με κίνηση του χεριούτης).
ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ, 1991 σελίδα132
Αυτό το τελεστικό έθιμο ήταν διαδεδομένο σε όλην την Ελλάδα, και σε κάθε τόπο υπήρχαν παρόμοια παιδικά τραγουδάκια για αυτό το σκοπό. Στα Αμισιανά Καβάλας, χωριό κατοικούμενο εξ ολοκλήρου απο Μικρασιάτες πρόσφυγες, τα παιδιά φτιάχνανε (απο άχρηστα πανιά, ξύλα, καλάμια κ.λπ.) μία κούκλα που την λέγανε Κουσκουμπάρα, και γυρνώντας τα σπίτια κουνούσανε πάνω κάτω ρυθμικά την Κουσκουμπάρα τραγουδώντας στα τουρκικά: (χρησιμοποιώ το ίδιο σύστημα γραφής όπως αυτό με το οποίο αποδίδω το Κυρίλλειο:) ΚΥςΚΥΒΆΡΑ (ή ΚΥΣΚΥΒΆΡΑ;) ΝΈ ΙΣΤΈΡ? ΑΛΛΑΧΤΆΝ ιΑΓΜΎΡ ΙΣΤΈΡ! βΈΡ, ΑΛΛΆΧΙΜ, βΈΡ! (= η Κουσκουμπάρα τί θέλει; απο το Θεό βροχή θέλει! δώσε, Θεέμου, δώσε!). Γεννάται το ερώτημα πώς ετυμολογείται το όνομα Κουσκουμπάρα. Η λέξη δέν μοιάζει για τουρκική, όπως δέν μοιάζει και για ελληνική. Κατα τη γνώμημου προέρχεται απο κάποια αρχαία μεσοποταμιακή λέξη με πρώτο συνθετικό το σουμερικό qe (=γή), και δεύτερο συνθετικό κάποια σουμερική (ή ίσως ακκαδική) λ. που σήμαινε ξερή ή διψασμένη, πιθανόν και ώς τρίτο συνθετικό το ακκαδικό “ubar” (=φίλος), οπότε η Κουσκουμπάρα ήταν προσωποποίηση της διψασμένης γής (ήταν συνηθισμένη τελεστική πρακτική των Ακκαδίων να φτιάχνουν ανθρώπινα ομοιώματα, κούκλες). Μπορείτε να παρατηρήσετε οτι στους Ρωμιούς της Ουκρανίας το έθιμο ήταν πλήρως εκχριστιανισμένο, και, βεβαίως, χρησιμοποιούνταν εξ ολοκλήρου η Ρωμαίικη γλώσσα της Ουκρανίας.
ΑΚΎιΣ, ^ΡΥΜέΚΥ ΓΛΟΣΣΉιΑ! румеку
δΙΚΌ-Μ Τ ΑΚΗΡβΌ δικό-μου το ακριβό
ΤΥ ^ΡΥΜέΚΥ ΓΛΟΣΣΉιΑ, το Ρωμαίικο γλωσσεία,
ΑΚΎιΣ, ΤΊ ΗΡέβΝΙ ακούεις, τί γυρεύουνε
ΠΡΟΦέΣΣΟΡ ΧΤΑ ΣέΝΑ? |ΠΡΟΦΈΣΣΟΡ|οι εκ τ’ εσένα;
ΗΡέβΝΙ ΝΑ ΧΆΣΝΙ, γυρεύουνε να χάσουνε,
ΝΑ βΓΆΛΝΙ Τ ΑΡΖΉιΑ-Σ, να βγάλουνε τα ριζία-σου,
ΚΗ ΣΉ ΝΑ ΚΣεΡΌΣΣ, και σύ να ξερώσεις,
ΆΜΑ, ΦΉΛΥ, ΚΥΜέΝΥ. άμα φύλλο κομμένο.
δικιάμου ακριβή Ρωμαίικη γλώσσα, ακούς τί γυρεύουνε οι καθηγητές απο σένα; γυρεύουνε να αφανίσουνε, να βγάλουνε τις ρίζεςσου και σύ να ξεραθείς όμοια με φύλλο κομμένο.
δΙΚΌ-Μ ΤΥ ΓΛΟΣΣΉιΑ, δικό-μου το γλωσσεία,
ΣΗ ΉΞ-ΠΑ τΉ ΆΡΝΙΣ, σύ |hίΞ|πα κί άρνεσαι, (στο ηλεκτρονικό γλωσσάριο βρήκα: αρνησεία= ενόχληση)
ΑΠΆΝΥ-Σ ΖΔΙςέΝΝΙ επάνω-σου συντυχαίνουνε
ΚΑΤΌ ΧΗΛΛΗΆδΙΣ. εκατό χιλϊάδες.
ΑΝΎΝΙΣΤΥ ΚΌΣΜΟΣ, ανούνιστο κόσμος,
ΤΈΚ ΘέΛΝΙ ΝΑ ΠΆΡΝΙ, |ΤΕΚ| θέλουνε να πάρουνε,
ΧΤΑ ΜΆΣΣ <ΜΆΣ>, ΤΊΓΛΑ ΠέΡΝΙ, εκ τ’ εμάς, τί-λογα πέρνουνε
Τ ΑΡΝΊΞΑ, ΧΤΑ ΜΆΝΙΣ. τα αρνίτσια εκ τα μάνες.
δικήμου γλώσσα, εσύ καθόλου (κανέναν) δέν πειράζεις. με (=χρησιμοποιώντας) εσένα μιλούν εκατό χιλιάδες (άνθρωποι). απερίσκεπτοι άνθρωποι, μόνο, θέλουνε να (σε) πάρουνε απο μάς, όπως παίρνουνε τα αρνάκια απο τις μάνες(τους).
ιΌΧ, ιΌΧ, Αιτσ τΉ ΝΊςΚΗΤ, |ιΟQ|, |ιΟQ|, έτσι κί γινίσκεται,
ΝΑΜΛΊδ ΣΉΣ, ΠΡΟΦέΣΣΟΡ, |ΝΑΜΛΙ|δοι σείς, |ΠΡΟΦΕΣΣΟΡ|οι,
ΤΙΣ ΝΊΖΗΤ ΝΑ ΧΆΣΗΤ, τίνες νουνίζετε να χάσετε,
^ΡΥΜέΚΥ Τ ΓΛΟΣΣΉιΑ! Ρωμαίικο τη γλωσσεία!
ΗΛΒέΤ, Αιτσ Τ\ΘΑ ΝΎΝΖΗΤ, |ΕΛΒΕΤ|, έτσι κί θα νούνιζετε,
ΣΤΑ ΧΌΡΗΣ ΆΝ ΈΣΣΗΤ, στα χώρες άν έζησετε,
ΑΝ ΉςΗΤ ΣΤΥΝ ΚΌΖΜΥ άν είχετε στον κόσμο
βΑΘέιΑ ΑΡΖΉιΑ. βαθέα ριζία.
όχι, όχι, έτσι δέν γίνεται, ονομαστοί εσείς καθηγητές, που λογαριάζετε να αφανίσετε τη Ρωμαίικη τη γλώσσα! βέβαια, έτσι δέν θα σκεφτόσασταν, στα χωριά άν είχατε ζήσει, άν είχατε στον κόσμο (=στο λαό) βαθιές ρίζες.
ΤΊ ΈΦΤΑι-Τ, ΠΡΟΦέΣΣΟΡ, τί εύθειαετε, |ΠΡΟΦΈΣΣΟΡ|οι,
Τ ΓΛΟΣΣΉιΑ ΜΉ ΧΆΝΙΤ, τη γλωσσεία μή χάνεται,
ΠΎ ΉΣΝΙ-τσ Τ ΓΛΟΣΣΉιΑ πού ήσουνεσθε τη γλωσσεία
ΝΔΑ ΉΤΥΝ ΧΑΜέΝΥ? εν τα ήτον χαμένο;
ΠΌΣ τΉ ΧΥΡΑΛΆιβΗΤ πώς κί |QΟΥΡΑΛΑ|ευετε
Χ ΤΥΝ ΆΤΧΥ ΔΥςΜΆΝΥ, εκ τον άτεγγο |ΔΥςΜΑΝ|ο,
ΑΤΌΤΙΣ ΝΔΑ ΉΤΥΝ ετότες εν τα ήτον
Τ ΓΛΟΣΣΉιΑ ΠΚΑΝΖΜέΝΥ? τη γλωσσεία κοπανισμένο; (παρόλο που αυτή είναι η ετυμολογία του «πκανίζω», θεωρώ πως υπάρχει επιρροή απο το λατινικό pugna απο τα χρόνια που οι Έλληνες υπηρετούσαν στο ρωμαϊκό στρατό)
τί κάμνατε, καθηγητές, η γλώσσα για να μή χαθεί; πού ήσασταν, η γλώσσα όταν ήταν χαμένη; γιατί δέν (την) υπερασπίζατε απο τον ανήλεο εχθρό, τότε που ήταν η γλώσσα πληττόμενη (υπο διωγμό);
ΣΗΣ ΜΛΎΣΝΙ-Ι<τσ> ΠΡΟΦέΣΣΟΡ, σείς μουλώνεσθε, |ΠΡΟΦΕΣΣΟΡ|οι,
ΤΈΚ ΝΎΝΖΗΤ ΠΆΣ Τ ΓΡΆΜΑ. |ΤΕΚ| νούνιζετε πάνω στο γράμμα.
ΣΗΣ ΔΡΆΝΑΝΙΤ, ΤΈΚ, σεις ανατράνανετε, |ΤΕΚ|,
ΝΑ ιΥΜΌΣΗΤΙ Τ\ΛΊιΑ. να γεμώσετε κοιλία.
ΣΗΣ ΜΆΝΑ-ΣΑΣ ΠΎΛΝΙΤ, σείς μάνα-σας πώλνετε
ΑΤΌΤΙΣ, ΤΥ ΡΆΜΑ, ετότες, το ράμμα,
Α ΣΉΜΥΡ ΗΡέβΗΤ |ha| σήμερο γυρεύετε
ΝΑ ΧΆΣΗΤ Τ ΓΛΟΣΣΉιΑ-τσ. να χάσετε τη γλωσσεία-της.
εσείς κρυβόσασταν, καθηγητές, μόνο σκεφτόσασταν τις μελέτεςσας. εσείς κοιτάζατε, μόνο, να γεμίσετε την κοιλιάσας. εσείς της μάναςσας πουλούσατε τότε την κλωστή, και νά: σήμερα προσπαθείτε να αφανίσετε τη γλώσσατης. (αυτός ο ιδιωματισμός, «της μάναςσας την κλωστή πουλάτε», νομίζω πως υπάρχει και στην Ελλάδα και πως έχει τουρκική προέλευση. πρέπει να εννοεί «πουλάτε τα πιό οικεία και τα πιό απαραίτητα πράγματα». Οι Τούρκοι της κεντρικής Ασίας έχουν μιά σχετική παροιμία: «καλύτερα να ορφανέψω απο πατέρα που έχει χίλια πρόβατα, παρά απο μάνα που έχει μόνο μιά δαχτυλήθρα»).
ιΌΧ, Αιτσ Τ\ΘΑ ΝΑ ΝΊςΚΗΤ, |ιΟQ|, έτσι κί θε να γινίσκεται,
ΣΤΥ ΚΣέΡΗΤ, ΠΡΟΦέΣΣΟΡ! ας το ξέρετε, |ΠΡΟΦΈΣΣΟΡ|οι!
^ΡΥΜέΚΥ ΜΙΣ ΈΧΥΜΗ Ρωμαίικο εμείς έχουμε
ΓΛΌΣΣΑ τιΑΜΉΛΚΥ! γλώσσα |τιΑΜίΛ|ικο! (|ΚΑΑΜίΛ| =τέλειο)
ΤΡΑΓΌιδΑ-ΠΑ ΈΧΟΥΜ τραγώδια-πα έχουμε
ΣΤΑ ΧΌΡΗΣ ΑΠέΣΥ, στα χώρες απ’έσω,
ΑΝΣΆΜΒΛιΑ-ΠΑ ΈΧΥΜ, |ENSEMBLE|ια-πα έχουμε,
^ΡΥΜέΚΑ ΝΑΜΛΊδΚΑ. Ρωμαίικα |ΝΑΜΛΙ|δικα.
όχι, έτσι δέν πρόκειται να γίνει, να το ξέρετε, καθηγητές! Ρωμαίικη εμείς έχουμε γλώσσα τέλεια! τραγούδια (δημοτικά) επίσης έχουμε στα χωριά μέσα, και μουσικά συγκροτήματα έχουμε Ρωμαίικα φημισμένα.
ΣΤΥ ΚΣέΡ ΚΆΘΑ ΉΣ – ας το ξέρει κάθε είς -
ΑΝΔΥ ΦτιΆΛ-Τ ΆΣ ΝΥΝΊΣΗ: εν τω κεφάλι-του άς νουνίσει:
ΛΑΌΣ*, ΠΎιΥ Ές λαός, οποίο έχει
ΗΣΤΟΡΉιΑ, ΓΛΟΣΣΉιΑ – ιστορία, γλωσσεία -
ΑΤΊΤΚΥ ΛΑΌΣ, ετοίουτικο λαός,
Ές ΥΚΎΜιΑ ΝΑ ΖΉΣΙ! έχει |hœkym|ια να ζήσει! (|hœkym|= εξουσία, δυνατότητα, δικαίωμα)
ΑΤΊΤΚΥ ΛΑΌΣ, ετοίουτικο λαός,
Τ\ΘΑ ΠΥΘΆΝ-ΠΑ ΚΑΜΉιΑ! κί θα αποθάνει-πα καμία!
άς το ξέρεις ο κάθε ένας - με το κεφάλιτου άς σκεφθεί (και άς καταλάβει): λαός που έχει ιστορία, γλώσσα – τέτοιος λαός έχει δικαιώματα να ζήσει! και τέτοιος λαός δέν θα πεθάνει ποτέ!
ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ 1991
(υποσημείωση:) ΛΑΌΣ – ΝΑΡΟΔ (ΓΡ.)
ΚΛΈ Η ΚΎΚΛΑ…
(ΑΠ ΤΟ ΕΛΛΗΝΗΚΌ)
Η σημείωση «απ’ το ελληνικό» σημαίνει πως είναι ένα τραγουδάκι απο την μητροπολιτική Ελλάδα που ελάχιστα παράλλαξε ο Λ. Κυριάκοβ ωστε να το καταλαβαίνουν οι Ουκρανιώτες Ρωμιοί. Δέν γνωρίζω το τραγουδάκι στην ελλαδίτικη μορφήτου. Είναι το μόνο κείμενο απο τη μητροπολιτική Ελλάδα που βρίσκεται σε αυτήν τη δίτομη ανθολογία του Λ. Κ.. Μου κάνει εντύπωση οτι πρόκειται για ένα απλοϊκό παιδικό τραγουδάκι, σάν αυτό να τον συγκίνησε περισσότερο απο όλη την ελλαδίτικη λογοτεχνία που έτυχε να γνωρίσει. Αυτή ακριβώς είναι η γοητεία του έργου του Λ. Κ.: βρίσκει το συγκινητικό στα πιό καθημερινά πράγματα που τα περνάμε χωρίς να τα προσέχουμε, και όμως κλείνουν μέσατους το καθένα έναν ύμνο της ζωής).
ΚΛΈ Η ΚΎΚΛΑ Η ΜΗΚΡΎΛΑ, κλαίει η κούκλα η μικρούλα,
ΜΆβΡΥ δΆΚΡΥ ΧΉΝΕ! μαύρο δάκρυ χύνει!
Η ΜΆΝΑ-ΤΙΣ Η ^ΑΝΝΎΛΑ, η μάνα-της η Αννούλα
ΜΌΝΗ ΤΙΝ ΑΦΉΝΕ! μόνη την αφήνει!
κλαίει η κούκλα η μικρούλα, μαύρο δάκρυ χύνει! η μάνατης η Αννούλα μόνη την αφήνει!
ΉΡΤΙΝ Ν ΚΆΤΑ: «ΜιΆΥ, ΜιΆΥ», ήρθεν η κάτα: «μιάου, μιάου,
«ΜΉ ΚΛΈΣ, ΚΎΚΛΑ-ΜΥ, ΜΗΚΡΉ». μή κλαίς, κούκλα-μου μικρή».
ΉΡΤΙΝ ΣΚΉΛΟΣ: «ΓΆΥ, ΓΆΥ», ήρθε σκύλος: «γάου, γάου,
ΚΥΝΑΝΉΖ δΙΚΌ-τσ ΤΥ ΚΝΊ. κουνανίζει δικό-της το κουνί.
ήρθε η γάτα «μιάου, μιάου! μή κλαίς, κούκλαμου μικρή». ήρθε ο σκύλος «γάου, γάου», της κουνά την κούνιατης.
ΉΡΤΙΝ ΈΝΑ ΛΑΓΥδΆΚΗ, ήρθεν ένα λαγουδάκι,
ΈΜ ΡΑΝΔΆ Κε ΠΥΡΠΑΤΆ. |{ΕΜ| ραντά και πορπατά.
ΉΡΤΙΝ ΈΝΑ ΛΥΧΤΥΡΆΚΗ – ήρθεν ένα αλεκτοράκι
«ΚΥΚΑΡΉ-ΚΥ!» ΤΡΑΓΥδΆ. «κουκαρί-κου!» τραγωδά.
ήρθεν ένα λαγουδάκι, χοροπηδά και περπατά. ήρθεν ένα κοκοράκι, «κουκαρίκου!» τραγουδά.
ΉδΙΝ Ν ΚΎΚΛΑ ΠΟΛΗΣ ΦΉΛΗΣ, είδεν η κούκλα πολλούς φίλοις,
ιΑΝΑςΆ-τσ ΟΤ ΠΥΡΠΑΤΎΝ. |ιΑΝΑςΑ|της οτι πορπατούν.
ΦΉΚΗΝ ΤΙ δΑΦΤΎ-τσ ΤΥ ΚΛΆΠΣΜΥ, αφήκεν αυτή δε-αυτού-της το κλάψιμο,
ΠςΉΡΣΑΝ ΌΛ-ΤΙΝ ΤΡΑΓΥδΎΝ: επιχείρησαν όλοι-των τραγωδούν:
είδε η κούκλα πολλούς φίλους δίπλατης να περπατούν. άφησε το κλάψιμότης, άρχισαν όλοιτους τραγουδούν:
«ΤΡιΑΛΑ-ΜιΆΥ, ΤΡιΑΛΑ-ΓΆΥ, «τριαλα-μιάου, τριαλα-γάου,
ΤΡιΑΛΑΡΗ-ΛΑΡΗ-ΛΑΡΌ. τριαλαρι-λαρι-λαρό.
ΤΡιΑΛΑ-ΜιΆΥ, ΤΡιΑΛΑ-ΓΆΥ, τριαλα-μιάου, τριαλα-γάου,
ΚΟΚΟ-ΡΗΚΟ-ΡΗΚΟ-ΚΌ». κόκο-ρίκο-ρίκο-κό».
«τριαλα-μιάου, τριαλα-γάου, τριαλαρι-λαρι-λαρό. τριαλα-μιάου, τριαλα-γάου, κόκο-ρίκο-ρίκο-κό».
ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ 6 ΤΥ ΑΠΡΉΛΗ 1991
ΑΦΡΟΔΉΤΑ – 91
ΠΥΛΆ ΧΑΡΎιδΑ, ςέΝΓΚΥ ΣΉΡ, sejir
ΣΤΥ ^ΜΑΡΗΎΠΟΛ\ ΉΤΑΝ,
ΜΑ ΚΌΜΑ τΉΤΥΝ ΠΑΝΑΉΡ,
ΤΎ ΛΈΧΚΗΤ «^ΑΦΡΟΔΉΤΑ».
πολλές γιορτές, ευχάριστα θεάματα, στη Μαριούπολη ήταν (μέχρι τώρα), αλλα ακόμα δέν υπήρχε πανηγύρι που να λέγεται «Αφροδίτη».
ΧΤΑ ΌΛΑ ΧΌΡΗΣ ΚΗ ςΗέΡ, шehir
ΑδΌ, ΠΥ ΖΎΝ ^ΡΥΜέΗ,
ΑΤΊΤΚΥ ΌΝΙΜΑ ΘΑ ΠέΡ,
ΤΈΚ ΈΝΑ ΚΥΡΑΣέιΑ.
απο όλα τα χωριά και πόλεις εδώ όπου ζούν Ρωμιοί, τέτοιο όνομα θα πάρει μόνο μιά κοπέλα.
ΑΤΌ, ΤΎ Ές ΠΥΛΆ ΜΥΡΦΉΣ,
ιΆΝΔΥ ΞΗΞΆΚ – ΧΑΝΊιΑ,
ΤΌ ΤΎ ΗΝΊΘΙΝΙ, ΘΑΡΉΣ,
Χ ιΑΛΎ ΚΥΒΎΚ – ΛΑΜΒΡΉιΑ.
εκείνο (το κορίτσι μπορεί να πάρει τέτοιο όνομα) το οποίο έχει πολλές ομορφιές, σάν το λουλούδι – αρχόντισσα, εκείνο (το κορίτσι μπορεί να πάρει τέτοιο όνομα) που γεννήθηκε, θαρρείς, απο της θάλασσας τον αφρό, (έχει τέτοια) λαμπρότητα.
ΜΊΣ ΠΡΟςΞΗΝΎΜ ΤΑ ΚΥΡΑΣέΣ
ΚΗ ΘέΛΥΜ Άιτσ ΝΑ ΉΤΥΝ:
ΝΑ ΠΆΡ ΧΤΑ ΤΊτσ ΉΣ ^ΣΆΝ – ΧΑΡέΣ,
ΧΑΝΊιΑ «^ΑΦΡΟΔΉΤΑ!»
εμείς υποκλινόμαστε στις κοπελιές και ευχόμαστε έτσι να γίνει: να πάρει απο εκείνες μία την τιμή, τις χαρές, (δηλαδή να ονομασθεί) αρχόντισσα «Αφροδίτη»!
ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ 25 ΤΥ ΜΆι 1991 σελίδα136 Απο ό,τι είδα στον επίσημο ιστότοπο (ο οποίος εδώ και καιρό δέν είναι ενεργός) των Ρωμιών του Αζόφ, διοργάνωσαν και καλλιστεία. Φαίνεται πως αυτό το ποίημα ο Λ. Κυριάκοβ το έγραψε για να απαγγελθεί στην έναρξη της γιορτής των καλλιστείων που «Αφροδίτη», που ήταν συνάμα ο τίτλος που έπαιρνε η νικήτρια στα καλλιστεία αυτά.
^ΑΡΧΗΠ ^ΚΥΗΝΔζΉ
Ο Άρχιππος Κουιντζής ήταν ένας απο τους μεγαλύτερους ζωγράφους της Ρωσίας, που έγινε παγκόσμια γνωστός και θαυμαστός για το ταλέντοτου. μέτρο αναπαιστικό.
ΚΆΘΑ ΈΝΑ ΛΑιΎ
Ές δΑΦΤΎ-Τ ΜεΓΑΛΊιΑ:
Ές ΒΑΛΆιδΑ ΚΗΡβΆ,
ΚΥΡΑΣέΣ Κε ΠεδΊιΑ,
ΠΎιΑ ιΆ ΣΤΥ ΔΥΓΚΎς,
ιΆ Σ ΡΑΤΛΊδΚΥ δΥΛΊιΑ,
δΊΓΝΙ ΜέΓΑ ιΑΠΉ,
δΎΓΝΙ δΌΚΣΑ Τ ^ΡΟΣΣΉιΑ.
κάθε ένας λαός έχει τα δικάτου μεγαλεία: έχει τέκνα ακριβά, κορίτσια και αγόρια, τα οποία είτε στον πόλεμο, είτε σε ειρηνική εργασία κάνουν κάτι έξοχα εποικοδομητικό, δίνουν δόξα στη Ρωσία.
ΤΊΓΛΑ ^ΠΎςΚΗΝΣ ΑΣ ^ΡΎΣ-Σ,
Σ ^ΥΚΡΑΉΝτσεΣ ^ςεβΞέΝΚΟΣ,
ΉΝΙ ΤΊ ΑΚΗΡβΉ –
ΈΧΝΙ ΜέΓΑ ΣΑΉιΑ,
Άιτσ ^ΡΥΜέιΥΣ ^ΑΡΧΉΠΣ
^ΚΥΗΝΔζΉ-ΜΑΣ ΘΑ ΈΝ-ΠΑ,
ΑΚΗΡβΌΣ ΑΣ ^ΡΥΜέιΣ,
ΑΚΗΡβΌΣ ΑΣ Τ ^ΡΟΣΣΉιΑ!
όπως (για παράδειγμα) ήτανε ο Πούшκιν για τους Ρώσους, για τους Ουκρανούς ο Шεβчένκο, είναι αυτοί πολυτίμητοι, έχουν μεγάλη υπόληψη. έτσι και για τους Ρωμιούς ο Άρχιππος Κουιντζήςμας θα είναι, πολυτίμητος για τους Ρωμιούς, πολυτίμητος για τη Ρωσία!
ΧΡΌΝιΑ έΡΝΙ ΠΥΛΊΣ,
ΜΑ ΑΤΌΝΑ Τ\ΘΑ έΡΝΙ,
ΤΌΣ ΧΑΖΆΝΙΠΣΗΝ ΣΆΝ
ΑΝ δΑΦΤΎ-Τ ΒΑςΧΑΡΉιΑ.
τέΝ ΑΤΊΤΚΥ ΜΗΔΆΝ,
ΠΥ ΑΤΌΝΑ ΜΊ ΚΣέΡΝΙ…
δΌΚΗΝ δΌΚΣΑ ^ΡΥΜέιΣ,
δΌΚΗΝ δΌΚΣΑ Τ ^ΡΟΣΣΉιΑ!
τα χρόνια γερνάνε πολλούς, αλλα αυτόνα δέν θα τον γεράσουνε, αυτός κέρδισε τιμή με την δικήτου ικανότητα. δέν υπάρχει τέτοιος τόπος, όπου αυτόν να μήν ξέρουνε… έδωσε δόξα στους Ρωμιούς, έδωσε δόξα στη Ρωσία!
ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ, 9 ΤΥ ΗιΎΝΗ 1991
βΗΣΗιΆΤ διαθήκη
(Заповіт)
ΤΑ ΧΡΌΝιΑ-Μ ΠΆΓΝΙ ΛΊΓΥΣ ΣΤΈΚΣΜΥ,
ΥΚΎΜ ΚΑΝΊΣ τές ΝΑ ΤΑ ΣΤΊΚΣ…
ΚΗ Άιτσ ΑΤΑ ΘΑ ΈΧΝΙ ΡέΚΣΜΥ,
ΌΣ ΝΑ ΠεΡΝΎΝ ΠΟΤΆΜ ΤΟ ^ΣΤΊΚΣ…
τα χρόνιαμου φεύγουν χωρίς σταματημό, εξουσία κανείς δέν έχει να τα σταματήσει, και έτσι αυτά θα κυλούν, ώσπου να περάσουν το ποτάμι Στύξ…
ΜΑ, ιΌΧ, ^ΑΗΔ, ΓΟ ΆΝ ΠΥΘΆΝΥ,
^ΧΑΡΟΝ ΑΠΉΣΥ-Μ ΜΉ ΠεΛΊΣ.
τέΝ ΤΊΤΚΥ δΊΝΑ ΓΌ ΝΑ ΧΆΝΥΜ,
Χ δΙΚΆ-Μ ΧΟΡιΆΤΥΣ ΝΑ ΧΥΡΉΣ-Σ!
αλλα όχι, Άδη, εγώ άν πεθάνω, τον Χάροντα στο κατόπιμου μή στείλεις. δέν υπάρχει δυνατότητα να χαθώ, απο τους συγχωριανούςμου να (με) χωρίσεις!
ΓΟ ΘΑ ΠΗΜέΝΥ ΑΝ ΤΟΝ ΚΌΖΜΥ –
Ν δΙΚΆ-Μ ^ΡΥΜέιΣ, Ν δΙΚΌΜ Τ ΧΑΡΆ.
ΑΝ ΤΊΝΑ ΜΉιΑ τΉΧΑ ΧΌΡΖΜΥ,
ΣΤΑ ΧΡΌΝιΑ ΆΤΧΑ ΚΗ ΠΗΚΡΆ! άτεγγα
θα μείνω με τον κόσμο – με τους δικούςμου Ρωμιούς, (αυτοί είναι) η χαράμου. απο τους οποίους ποτέ δέν χωρίστηκα, στα χρόνια τα ανελέητα και πικρά!
ΠΥΛΆ ΠΥΛΈΜΖΑ ΠΆΣ ΤΟΝ ΠΆΤΥ,
ΠΑΝΔΎ ΝΔΑ ΉΤΥΝ ΧΉΡ-ΖΑΜΆΝ –
^ΡΥΜέι, ΑΧ ΆΛΣ ΜΊ ΉΝΝΙ ΚΆΤΥ,
^ΡΥΜέι, ιΆΝ ΟΛΣ ΝΑ ΈΧΝΙ ΣΆΝ.
πολλές μάχες έκαμνα πάνω στη γή, παντού όταν ήτανε συντέλεια του κόσμου – οι Ρωμιοί απο τους άλλους για να μήν είναι (πιό) κάτω, οι Ρωμιοί σάν όλους να έχουνε τιμή.
ΠΥΛΈΜΖΑ ΓΟ ΑΝΔΑ ΔζΑΔΎιδΑ,
δΙΚΆΜ ^ΡΥΜέι ΝΑ δΎι <δΎΝ> ΧΑΡέιΣ.
ΌΣ ΝΑ ΣΑΠΎΝ δΙΚΆΜ ΤΑ ΣΤΎιδΑ,
Τ\ΘΑ ΖΜΥΝΙΘΎ ΓΟ ΑΣ ^ΡΥΜέιΣ!
πολεμούσα εγώ με τις στρίγγλες (=με τους δαίμονες), οι δικοίμου οι Ρωμιοί για να έχουνε χαρές. μέχρι να σαπίσουν τα κόκκαλάμου, δέν πρόκειται να λησμονηθώ για τους Ρωμιούς!
ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ 10.10.1991 σελίδα138
ΠεΡΣεΦΟΝΑ
ΜΥΡΦΉιΑ ΉΤΥΝ ^ΠεΡΣεΦΌΝΑ –
^δεΜεΤΡΑΣ ΌΜΟΡΦΟ ΤΥ ΜΚΡΌ…
ΜΑ ΈΚΛΙΠΣΗΝ ^ΑΉΔΣ ΚΗ ΠΌΝΟ,
Τ ΜΑΝΊτσΑ ΦΉΚΗΝΙ ΠΗΚΡΌ.
όμορφη ήταν η Περσεφόνη – της Δήμητρας το όμορφο παιδί… αλλα την έκλεψε ο Άδης και πόνο στη μανούλα άφησε πικρό.
^δέΜεΤΡΑ ΠΡΆΤΑΝΙΝ ΝΔΥ ΚΛΆΠΣΜΥ,
ΗΝΈιΑ ΜέΡεΣ ΚΗ βΡΑδέΣ,
ΧΑΔΡΆιβΗΝ Ν ΚΌΡ-τσ, βΆι ΜΆΝΑΣ ΚΆΠΣΜΥ,
τΉ ΦΉΚΗΝ ΞΌΛιΑ ΚΗ ΑβΛΈΣ.
η Δήμητρα περπατούσε με το κλάμα εννέα μέρες και νύχτες, έψαχνε την κόρητης, ώ, μάνας κλάμα! δέν άφησε εξοχές και αυλές (που να μήν έψαξε).
ΜΑ ΠΆΣ ΤΑ δέΚΑ ΜέΡεΣ δΆΛΣΗΝ – διάλυσεν (=εξήγησε, έμαθε)
ΧΑΠΆΡ ΤΙΝ δΌΚΗΝ ΉΛιΥ-ΦΌΣ:
ΟΤ Ν ΚΌΡ-τσ ΑΉΔΣ ΤΙΝ ΧΑΜΑΛΆιΣΗΝ,
Σ ΔΥΝιΆ ΣΤ ΑΘΤ\ΚΆΤΥ Ές-ΤΙΝ ΤΌΣ. εις |ΔΥΝιΑ| στο εκει κάτω έχει-την αυτός.
αλλα την δέκατη μέρα έμαθε –είδηση της έδωσε του ήλιου το φώς: οτι την κόρητης ο Άδης την απήγαγε, στον κόσμο τον κάτω την έχει αυτός.
^ΔέΜεΤΡΑ ΧΆΘΙΝ ΚΗ ΤΥςΝΈΦΤΙΝ,
Τ ^ΟΛΉΜΠΗ ΦΉΚΗΝ ΤΌ ΤΥ ΣΆΤ,
ΠέΣ ΤΑ ΠΑΛΈιΑ ΤΊ ΤΜΑΡέΦΤΙΝ,
ΝΑ δΊ ΚΑΝΊΝΑ τΉςΗΝ ΜΆΤ.
η Δήμητρα χάθηκε, λυπήθηκε, τον Όλυμπο άφησε εκείνη την ώρα, με παλιόρουχα ντύθηκε, να δεί κανέναν δέν είχε μάτι (=κανέναν δέν ήθελε να δεί).
ΤΌ Τ ΌΡΑ ΠΆΤΥΣ ΜΆβΡΗιΆΣΗΝ,
ΤΥ ΧΛέΡΥΣ ΚΣέΡΥΣΗΝ ΠΑΝΔΎ.
ΤΥ ΠΡΆΜΑ, ΚΌΖΜΥΣ, ΛΥΓΥΡιΆΣΑΝ,
ΣΤΥΝ ΠΆΤΥ ΉΡΤΙΝΙ ΑΓΎ.
εκείνη την ώρα η γή μαύρισε, η πρασινάδα ξεράθηκε παντού. τα ζώα, (και) οι άνθρωποι, πείνασαν, στην γή ήρθε φαρμάκι.
ΛΊΓΥΣ ΦΑιΜΆΤιΑ ΠέΜΝΑΝ ΚΌΖΜΥΣ, δίχως φαγημάτια απέμειναν κόσμος,
ΚΑΝΊΣ τέΝ ^ΆιΣ-ΠΑ ΝΑ ΦΑΉΣ. κανείς κί ένι Άγιοις-πα να φαγίσει. (η λ. ^ΑιΣ είναι περίεργη, αλλα δέν μπορώ να την εξηγήσω διαφορετικά, ούτε ώς τυπογραφικό λάθος. πρέπει να εννοεί άγιους, με την έννοια τις θεότητες)
ΤΌΤ ΤΥΝ ^ΑΉΔ ^ΖέβΣ δΌΚΗΝ ΌΡΖΜΥ, τότε τον |Άδη| Ζεύς δώκεν όρισμο,
ΤΌΣ Ν ^ΠεΡΣεΦΌΝΑ ΝΑ ΗΡΉΣ… αυτός την Περσεφόνη να γυρίσει…
χωρίς τροφές έμεινε ο κόσμος, και ούτε ήταν κανείς τους θεούς να θρέψει (με θυσίες). τότε στον Άδη ο Ζεύς έδωσε διαταγή την Περσεφόνη να επιστρέψει…
ΜΑ ιΌΧ ΤΙΚΜΉΛ, ΜΗΣΌ ΤΈΚ ΧΡΌΝΟ,
ΤΌΣ ΠΆΣ ΤΥΝ ΠΆΤΥ ΝΑ ΠΗΛΊ
ΚΗ ΣΤΈΡΑ ΠΆΛΙΣ ^ΠεΡΣεΦΌΝΑ,
ΑΣ ΤΥΝ ^ΑΉΔ ΝΑ ΠΆι ΝΑ ΖΉ.
αλλα όχι εντελώς, μισό μόνο χρόνο αυτός (=ο Άδης) στη γή να την στέλνει, και ύστερα πάλι η Περσεφόνη στον Άδη να πηγαίνει να ζεί.
ΚΗ Άιτσ, ΜΣΌ ΧΡΌΝΥ ^ΠεΡΣεΦΌΝΑ,
ΤΊ ΠΆΣ ΤΥΝ ΠΆΤΥ ΝΔΑ ΗΡΉΖ,
Χ ΤΥΝ ΚΌΖΜΟ ΧΆΝΥΝΙ ΤΑ ΠΌΝιΑ,
Α ΠΆΤΥΣ ςέΡΗΤ ΚΗ ΧΛιΥΡΉΖ…
και έτσι τον μισό χρόνο η Περσεφόνη στη γή όταν γυρίζει, απο τον κόσμο χάνονται οι δυστυχίες ενώ η γή χαίρεται και πρασινίζει…
ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ 10.11.1991 σελίδα140
ΠΑΛΚΆΡιΑ ΚΗ ΚΥΡΌΝΙΣ
ΑΤΊτσ Τ\ΘέΛΥ, ΑΝΔΥ ΠΣέΜΑ,
ΑΣ Ν ΔΥΝιΆ ΤΙΣ ΈΣΣΗΝ.
ιΆ ΧΤΥ ΦΡΌΝΤ, ΝΔΑ ΈΡΗΝ έΜΑ,
ΤΊΣ ΚΑΡΦΆ ΤΌΤ ΈΦΧΗΝ.
εκείνους δέν τους θέλω, με το ψέμα στον κόσμο όποιος έζησε. ή απο το μέτωπο (του πολέμου), όταν έρρεε αίμα, όποιος κρυφά τότε έφυγε. (=όποιους έζησαν με το ψέμα ή αποφύγανε το μέτωπο)
ΜΛΌΘΗΝ δΆιΝ ΜΑΚΡΆ ΧΤ ΦΟΤΊιΑ,
Σ ΚΆΝΑ ΚΣέΝΥ ΧΌΡΑ
ΚΗ ΑτΉ, ΤΈΚ βέΛΓΖΗΝ Τ ΉιΑ-Τ,
ΦΉΛΑιΝ ΤΊΝΞΚΥ ΌΡΑ.
κρύφτηκε έφυγε μακριά απο τη φωτιά, σε κάποια ξένη χώρα. και εκεί μόνο κοίταζε την υγείατου, περίμενε (να έρθει) ήσυχη ώρα.
ιΆ ΤΊΣ ΉΤΥΝΙ ΔΥΓΜέΝΥΣ,
ΠέΣ ΤΟ δΆΧΛΥ-Τ ΜΌΝΥ.
ΤΌΜ<ΤΌΣ>-ΠΑ ΈΦΧΗΝ, ΌΛΥ ΈΝΑ,
ΜΛΌΘΗΝ ιΆΝ ΚΥΡΌΝΑ. σάν κουρούνα.
ή όποιος ήτανε τραυματισμένος στο δάχτυλοτου μόνο. και όποιος απέφευγε, συνέχεια κρυβόταν σάν κοράκι.
ΣΤΈΡΑ ΉΡΣΗΝ… ΧΑΡΑτΉιΑ
ΤΑιΦΆ-ΤΙΝ ιΥΜΌΘΙΝ.
Α ΧΟΡιΆΤΚΑ ΤΑ ΠεδΉιΑ,
ΤΊΧΑΔΑΡ ΣΚΥΤΌΘΑΝ?
ύστερα γύρισε… γιορτή χαράς η οικογένειατους γέμισε. ενώ απο τα χωριά παιδιά πόσα σκοτώθηκαν;
…βΆι ΧΑΠΆΡιΑ, ΜΆβΡΑ ςΝΆΡιΑ,
ΤΑιΦΑδΉΤΚΑ ΠΌΝιΑ…
ιΌΧ, ΚΑΡδΆΡ ΉΝΝΙ ΠΑΛΚΆΡιΑ,
ΦΥβΗΝΔζΆΡ – ΚΥΡΌΝΙΣ!
…ώ, ειδήσεις (για νεκρούς), μαύρα ςΝΆΡιΑ, οικογενειακές δυστυχίες… όχι, οι γενναίοι γίνονται παλληκάρια, οι δειλοί: κοράκια!
ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ 28.03.1992 σελίδα141
ΑΣ ΚΑΜΒΌΣ-Σ ΡΥΜέιΣ ΠΗΗΤΊΣ
ΝΔΑ βΗΓΛΊΖΗΤ – ΣΤΡΆΦΤΙΤ, εν τά βιγλίζετε – αστράφτετε,
ΤΑ ΜΤΊιΑ-ΣΑΣ ΣΚΌΝΙΤ. τα μυτία-σας σηκώνετε.
ΜέΡΑ-ΝΊΧΤΑ ΓΡΆΦΤΙΤ, μέρα νύχτα γράφτετε,
ΑΧ ΤΑ ΜέΝΑ ΜΛΌΝΙΤ. εκ τα μένα μουλώνετε.
καθώς κοιτάζετε αστράφτετε (=με βλέμμα αστραφτερό κοιτάτε), τις μύτεςσας σηκώνετε. μέρα νύχτα γράφετε (λογοτεχνία), απο μένα τα κρύβετε (εκείνα που γράφετε).
ΓΡΆΦΤΙΤ ΧΡΌΝιΑ ΠΌΣΑ γράφτετε χρόνια πόσα
Κε τΉ δΉΓΝΙΤ ΉΝΑ. και κί δείχνετε είνα.
ΖΉΤ, ΤΈΚ, ΣΤΥΝ δΑΦΤΌ-ΣΑΣ, ζείτε, |ΤΕΚ| στον δε-αυτό-σας,
ΑΛΥ ΑΣ ΚΑΝΊΝΑ. άλλο εις κανείνα.
γράφετε (λογοτεχνία) χρόνια τόσα, και δέν παρουσιάζετε ούτε ένα (λογοτεχνικό έργο). ζείτε μόνο για τον εαυτόσας, για άλλον κανέναν.
ΜΑ ΓΌ τΉΜΗ ΤΊΤΚΥΣ, μα εγώ κί είμαι τοίουτικος,
βΆι, ΜεΝΊτσΑ<ΜΑΝΊτσΑ>-Μ ΜΆΝΑ! βάι, μανίτσα-μου μάνα!
ΠΆΝΔΑ ΉΜΗ ΉΤΜΥΣ πάντα είμαι έτοιμος
ΚΑΛΥΣΉΝ ΝΑ ΚΆΜΥ. καλοσύνη να κάμω.
αλλα εγώ δέν είμαι τέτοιος, άχ, μανούλαμου μάνα! πάντα είμαι πρόθυμος καλοσύνη να κάνω
ΝΑ ΜΊ ΚΌΦΚΗΤ ΆΛΥ να μή κόβεται άλλο
ΤΥ ΡΥΜέΚΥ Ν ΚΛΌΝΑ… το ρωμαίικο την κλώνα…
ΌΛΥ-Μ Τ δΊΝΑ βΆΛΥ, όλο-μου τη δύνα βάλλω,
ΤΈΚ ΝΑ ΈΖΝΙΝ ΜΌΝΥ. |ΤΕΚ| να έζηνε μόνο.
για να μήν κοπεί κι άλλο το ρωμαίικο κλωνάρι… όλεςμου τις δυνάμεις βάζω, μόνο για να είναι ζωντανό (το κλωνάριμας). (μεταφορικά η ανθρωπότητα είναι δέντρο, του οποίου η κάθε εθνότητα κλωνάρι).
Α ΣΉΣ ΜΑΧΤΑιΜέΝΑ, |Α| σείς |ΜΑ{ΤΑ|ημένα,
ΜΤΊ ΠΣΗΛΆ ΠΌΣ ΣΚΌΝΙΤ? μυτί ψηλά πώς σηκώνετε;
ΚΗ ΜεΤΡΆΤ ΧΤΑ ΜέΝΑ και μετράτε εκ τα μένα
ΟΤ ΠΥΛΆ ΚΣΥΡΤΌΝΙΤ? οτι πολλά εξορθώνετε;
ενώ εσείς αλαζονικά μύτη ψηλά γιατί σηκώνετε; και λογαριάζετε (=νομίζετε) οτι απο μένα πιό ψηλά σηκώνετε ανάστημα!
ιΌΧ, ΚΥΝΔΆ ΣΤΥ ΠιΆΚΥ, joq, κοντά άς το πιάσω,
ΑΝΓΚέβΗΤ ΚΑΜΉιΑ: |Αγγ|εύετε καμία:
ΑΣ ΡΥΜέιΣ ^ΚΗΡ\ιΆΚΟβΣ, εις Ρωμαίοις Κυριάκοβος,
ΤΌΣ Τ\ΘΑ Ές ΖΜΥΝΊιΑ! αυτός κί θα έχει λησμονία!
όχι, κοντά άς το πιάσω, (=ωμά να το πώ), να το θυμάστε πότε πότε: για τους Ρωμιούς ο Κυριάκοβ δέν θα ξεχασθεί!
ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ 9 ΤΟ ΑΠΡΉΛΗ 1992 σελίδα142
(αυτό το ποίημα αποδεικνύει οτι και οι Ρωμιοί της Ουκρανίας έχουν την πατροπαράδοτη «αρετή» του εγωισμού και αλληλοφαγωμού όσο και όλοι οι άλλοι Έλληνες. εκεί που ο ρωμαίικος πολιτισμός πνέει τα λοίσθια, αντί να κοιτάξουν πώς θα τον σώσουν, κοιτάζουν το «εγώ» να προβάλλουν ώς απο τους άλλους ανώτεροι. ο Λ. Κυριάκοβ δέν λέει οτι είναι ανώτερος λογοτέχνης απο τους άλλους, αλλα επισημαίνει οτι εργάζεται όχι για τον εαυτότου, αλλα για να ζεί «η ρωμαίικη κλώνα», σε αυτό ακριβώς είναι η αξίατου.
ΛΕΓΈΝΔΑ ΠΆΣ ΤΥΝ ^ΑΛεΚΣΑΝΔΡ ^ΜΑΚεΔΌΝΣΚΗι
θρύλος σχετικά με τον Αλέξανδρο τον Μακεδόνα
Αρχικά ο
Αλέξανδρος του Φιλίππου αναφερόταν ως γιος του θεού Άμμωνα Δία, την εποχή του
Μεγάλου Κωνσταντίνου κυκλοφορούσε ευρύτατα η φήμη, ότι ο Αλέξανδρος ήταν γιος
του Φαραώ Νεκτανεβώ.
Η βιογραφία του Αλεξάνδρου που είναι γνωστή ως Ψευδοκαλλισθένης, αναφέρει
πως απατώνται οι άνθρωποι που νομίζουν ότι ο Αλέξανδρος είναι γιος του Φιλίππου,
γιατί όπως υποστηρίζουν οι σοφότεροι των Αιγυπτίων, πραγματικός του πατέρας
είναι ο Φαραώ Νεκτανεβώ. Ο Φαραώ αυτός ήταν ο τελευταίος των Αιγυπτίων αφού το
κράτος του καταλύθηκε από τους Πέρσες. Φεύγοντας από την Αίγυπτο ο Νεκτανεβώ
επισκέφθηκε το παλάτι του Φιλίππου. Επειδή ο Φαραώ ήταν μάγος μεταμορφώθηκε σε
δράκο και συνευρέθηκε με την Ολυμπιάδα την γυναίκα του Φιλίππου. Οι Αιγύπτιοι
λέγοντας αυτά υποστήριζαν έτσι πως οι Πτολεμαίοι καταγόνταν από αιγυπτιακή
γενιά. Μια τέτοια φήμη βέβαια ίσως βόλευε και τους Πτολεμαίους.
Την παράδοση για τον δράκο την αναφέρει βέβαια και ο Πλούταρχος, γράφοντας ότι είδαν ένα δράκο να κοιμάται στο κρεβάτι με την Ολυμπιάδα, χωρίς όμως να αναφέρει κανένα Νεκτανεβώ. Αναφέρει αντίθετα την σχέση της Ολυμπιάδας με τα μυστήρια της Σαμοθράκης και τα όσα παράξενα συνέβησαν πριν από την γέννηση του Αλεξάνδρου, όπως βροντές και κεραυνοί. Όλα αυτά τα αποδίδει ο Πλούταρχος στις Ορφικές τελετές και στα Διονυσιακά μυστήρια στα οποία είχαν εθιστεί οι γυναίκες, που μιμούνταν μάλιστα τα έθιμα των Σιδωνίων γυναικών από την Θράκη.
Τα παραπάνω είναι θρύλοι για τον Αλέξανδρο, ιδιαίτερα προσφιλείς κατα την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Είναι θαυμαστό πώς αυτοί οι θρύλοι προφορικά διατηρούμενοι επέζησαν στους Ρωμιούς της Ουκρανίας με τη μορφή της ιστορίας που διατυπώνει παρακάτω ο Λ. Κυριάκοβ (μόνο η διατύπωση είναι του Λ. Κυριάκοβ, ο θρύλος ανήκει εξ ολοκλήρου στον Ρωμαίικο λαό της Ουκρανίας). Σε αυτήν τη Ρωμαίικη εκδοχή του θρύλου (όπου ο Νεκτανεβώ εμφανίζεται ώς «Νακτανάβας» τονίζεται ιδιαίτερα ο πόθος της τεκνοποίησης, όπως στο δημοφιλές απόκρυφο ευαγγέλιο του Ιακώβου όπου περιγράφεται η γέννηση της Παναγίας. Κάποια παρόμοια εκδοχή είναι γνωστή στους Σκοπιανούς, που την χρησιμοποίησαν για την αγοραία προπαγάνδατους λέγοντας πως τάχα πραγματικός πατέρας του Αλέξανδρου ήταν ο (Μακεδόνας!, δηλαδή «δικόςτους»!) Αριστοτέλης, γι’ αυτό και έγινε έπειτα δάσκαλος του Αλεξάνδρου, έχω ακούσει αυτήν την ιστορία στην Αυστραλία απο κάποιον ξανθιώτη (Έλληνα καταγόμενο απο Ξάνθη). Αυτή η Ρωμαίικη εκδοχή είναι ολόιδια μιά αρχαία τραγωδία γεμάτη πάθη και μεγαλείο, όπου το στοιχείο του θαύματος αντικαθίσταται απο ανθρώπινες σκοπιμότητες και ενέργειες οι οποίες ωστόσο αποκτούν διαστάσεις θαύματος οι ανθρώπινες σκοπιμότητες και ενέργειες υποκινούμενες πάντοτε απο την μεγάλη αγάπη που λειτουργεί εν μέσω μεγάλων συμφερόντων.
ΈΖΝΙΝ ΜέΓΑΣ ΉΣ βΑΣΛΈιΑΣ, έζηνε μέγας είς βασιλέας
ΣΤ ^ΜΑΚεΔΌΝΗιΑ ΚΑΜΉιΑ, στη Μακεδόνια καμία,
ΉςΗΝ ΌΜΥΡΦΥ ΗΝΈΚΑ, είχεν όμορφο γυναίκα,
ΜΑ τΉ ςέΡΗΝΔΥΝ ΚΑΡδΉιΑ-Τ. μα κί εχαίρετο καρδία-του.
ζούσε μεγάλος ένας βασιλέας στη Μακεδονία κάποτε, είχε όμορφη γυναίκα, μα δέν χαίρονταν η καρδιάτου.
ΚΌΖΜΥΣ ΣΜΆ-Τ ΑΝ ΤΑ ΒΑΛΆιδΑ, κόσμος σιμά-του εν τα |ΒΑΛΑ|δια,
ΖΎΝ ΚΗ ΠΆΓΝΙ ΧΑΡΥΜέΝΑ, ζούν και υπάγουνε χαρουμένα,
Α ΤΥΚΌΤ ΤΥ ΣΠΉΤ ΓΥΛβΌδΚΥ – |hΑ| το δικό-του το σπίτι γουλβόδικο -
ΔΑΥςΉτσ τΉ ΉΚΥιΣ ΈΝΑ. |ΔΑβΟΥς|ίτσι κί ήκουες ένα.
οι άνθρωποι κοντάτους με τα παιδιάτους ζούν και βαδίζουν χαρούμενοι, ενώ το δικότου το σπίτι βουβό – ούτε μιά φωνούλα δέν άκουγες.
ΠΌΣ ΝΑ ΛΈι-Σ, ΒΑΛΆιδΑ τΉςΗΝ, πώς να λέγεις, |ΒΑΛΑ|δια κί είχεν,
ΉΤΥΝ «ΆΤΙΚΝΥΣ» ΗΝΈΚΑ-Τ. ήτον «άτεκνος» γυναίκα-του.
ΠΑΡΑΚΆΛΝΙΝ ΤΌΣ Τ ΜΥΡΦΎΛΑ-Τ, παρακάλεινε αυτός τη ομορφούλα-του,
ΝΑ ΤΥΝ ΦέΡ ΜΚΡΌ ΈΝΑ, ΤΈΚΑ… να τον φέρει μικρό ένα, |ΤΕΚ|α…
πώς να το πείς, παιδιά δέν είχε, ήταν «άτεκνος» η γυναίκατου. παρακαλούσε αυτός την όμορφη γυναίκατου να του κάνει παιδάκι, ένα έστω…
ΤΌ ΝΑ ΈΝ ΠεδΉτσ ΚΑΡδΆΡΚΥ, τό να ένι παιδίτσι καρδάρικο,
ΝΑ ΧΑΡΉ ΤΥΚΌΤ ΚΑΡδΉιΑ, να χαρεί το δικό-του καρδία,
ΆΝ ΠΥΘΆΝ, ιΆ Ν ΣΚΥΤΥΘΉ ΤΟΣ, άν αποθάνει, |ιΑ| άν σκοτωθεί αυτός,
ΝΑ ΠΆΡ ιΌ-Τ ΤΥ βΑΣΗΛΊιΥ-Τ… να πάρει γιό-του το βασιλείο-του…
το οποίο να είναι αγοράκι (και να γίνει) θαρραλέο, να χαρεί η καρδιάτου, σε περίπτωση που πεθάνει ή σκοτωθεί ο ίδιος, να πάρει ο γιόςτου το βασίλειότου…
βΑΣΗΛΊτσΑ, ιΆΝ Τ ΧΑΝΊτσΑ, βασιλίτσα, οία άν τη |ΧΑΝ|ίτσα,
ΖΉ, ΑΡΗΣΚΥΣ, ΑΝ ΤΑ ΠΌΝιΑ, ζεί, αρίζικος, εν τα πόνια,
ΟΤ βΑΣΛΈιΑΣ ΧΑΒΑΤΛΈβ-ΤΙΝ, οτι βασιλέας |QΑΒΑιΑΤ_ΛΑ|εύει-την,
ΟΤ τές ΤΈΚΝΑ ΤΌΣΑ ΧΡΌΝιΑ. οτι κι έχει τέκνα τόσα χρόνια.
η μικρή βασίλισσα, σάν (πανέμορφη) αρχοντοπούλα, ζεί, η άμοιρη, με πόνους, γιατί ο βασιλέας την κατηγορεί οτι δέν έχει παιδιά τόσα χρόνια.
ΚΗ ΣΜΑΡΛΆιΣΗΝ-ΔΙΝ βΑΣΛΈιΑΣ, και |ΙΣΜΑΡΛΑ|ησε-την βασιλέας,
ΝΔΑ ΔζΥΝΆιΣΗΝ ΣΤΥ ΣΤΡΑΤΊιΥ: εν τα |ЏΙΝΑ|ησε στο στρατείο:
«ΑΣ ΤΥ ΠΌΛΕΜΟ ΠΑ<Έ>ΝΥ, «εις το πόλεμο παγαίνω,
ΘΑ ΠΚΑΝΣΤΎ ΓΟ ΧΡΌΝΥ – δΉιΥ. θα κοπανιστώ εγώ χρόνο – δύο.
και (τελικά) της παράγγειλε ο βασιλέας, καθώς ξεκινούσε για εκστρατεία: «στον πόλεμο πηγαίνω, θα χτυπηθώ ένα – δυό χρόνια
ΑΝ ΔΥςΜΆΝΣ, ΑΝ ^ΠεΡΣΗιΆΝΗΣ, εν |ΔΥςΜΑΝ|ους, εν Περσιάνοις,
ΌΣ ΝΑ τσ ΧΆΣΥ ΑΝ ΤΑ ΡΉΖΗΣ. ώς να τους χάσω εν τα ρίζες.
ΑΝ τΉ ΚΆΜΣ-Με ΠΆΛΙΣ ΤΈΚΝΥ, άν κί κάμεις-με πάλις τέκνο,
ΘΑ Σε ΧΆΣΥ ΝΔΑ ΗΡΉΖΥ. θα σε χάσω εν τα γυρίζω.
με τους εχθρούς, τους Πέρσες, ώσπου να τους αφανίσω με τη ρίζατους. άν δέν μου κάνεις ακόμη τέκνο, θα σε εξαφανίσω όταν γυρίσω.
ΘΑ Σε ΧΆΣΥ ΑΤΌ Τ ΌΡΑ, θα σε χάσω αυτό το ώρα,
ΛΊΓΥΣ ΧΉιΜΥ ΚΗ ΧΑβΓΆιδΑ. δίχως |QΙ|εμο και |QΑβΓΑ|δια.
ΆΛΥ ΠέΡΥ ΣΥΡΒΑΔζΆβΑ, άλλο επαίρω |ΣΟΡΒΑЏ|άβα,
ΠΎιΥ ΘΑ Με ΚΆΜ ΒΑΛΆιδΑ…». οποίο θα με κάμει |ΒΑΛΑ|δια…»
θα σε εξαφανίσω την ίδια ώρα, δίχως λύπηση και καβγάδες. άλλην θα πάρω (σύζυγο) οικοδέσποινα, η οποία θα μου κάνει παιδιά…»
ΤΊΓΛΑ ΉΠΗΝ, Άιτσ-ΠΑ ΉΝΔΥΝ, τί-λογα είπεν, έτσι-πα εγένετο,
δΆιΝ βΑΣΛΈιΑΣ ΣΤΥ ΣΗΦέΡΗ, εδιάβη βασιλέας στο σεφέρι,
βΑΣΗΛΊτσΑ ΑδΌ ΝιΆΚςΗΤ, βασιλίτσια εδώ νοιάσκεται,
ΝιΆΚςΗΤ ΝΊΧΤΑ, ΝιΆΚςΗΤ ΜέΡΑ. νοιάσκεται νύχτα, νοιάσκεται μέρα.
όπως είπε, έτσι και έγινε, έφυγε ο βασιλέας στην εκστρατεία. η μικρή βασίλισσα τώρα στενοχωριέται, στενοχωριέται τη νύχτα, στενοχωριέται τη μέρα.
ΤΊ ΝΈ ΤΡΌι, ΝΈ ΠΝΈςΚ, ΑΡΉΣΚΥΣ αυτή |ΝΕ| τρώει, |ΝΕ| πινέσκει, αρίζικος
ΤΑ ιΑΛβΆΞΗΣ ΣΜΆ-τσ ΠΡΑΤΎΝΙ. τα |jalavax|ες σιμά-της πρατούνε.
ΤΊ-ΠΑ ΉΝΔΑΝ ΑΝ ΤΥΝ ΠΌΝΥ, αυτοί-πα εγίνεταν εν τον πόνο,
ΜΑ ΚΑΡδΌΘΑΝ ΚΗ ΡΥΤΎΝΙ: μα καρδιώθεν και ρωτούνε:
ούτε τρώει, ούτε πίνει η άμοιρη. οι υπηρέτες κοντάτης περπατούν, και αυτοί έγιναν πονεμένοι, αλλα έκαναν κουράγιο και (την) ρωτούν:
«ΤΊΓΛΥ βΆΡΥΣ Ές ΚΑΡδΉιΑ-Σ, «τί-λογο βάρος έχει καρδία-σου,
Πέ-ΤΥ ΜΉΣ-ΠΑ ΑΣ ΤΥ ΚΣέΡΥΜ? ειπέ-το ημείς-πα άς το ξέρουμε.
βΆι, ΤΥΚΌΜΑΣ βΑΣΗΛΊτσΑ, βάι, το δικό-μας βασιλίτσα,
ΒέΛτΗΜ, ΜΉΣ ΤΥΝ ΠΌΝΥ-Σ ΠέΡΥΜ?» |ΒΕΛ_ΚΙ| ημείς τον πόνο-σου επαίρουμε».
«τί είδους βάρος έχει η καρδιάσου; πέςτο και μείς να το ξέρουμε! άχ, μικρήμας βασίλισσα, ίσως και τον πόνοσου θα πάρουμε (=θα αφαιρέσουμε)»
βΑΣΗΛΊτσΑ ΉΣΑ – ΉΣΑ, βασιλίτσα ίσα – ίσα,
ΉΠΗΝ ΌΛΑ-ΠΑ ΓΡΑδΆΡΣΗΝ, είπες όλα-πα γραδάρησεν, (γράδα= σειρά, γραδάρησε= διηγήθηκε με τη σειρά)
ΤΊ ΣΜΑΡΛΆιΣΗΝΙ βΑΣΛΈιΑΣ, τί |ΙΣΜΑΡΛΑ|ησεν-ε βασιλέας,
ΣΤΥ ΣΗΦέΡΗ ΝΔΑ ΔζΥΝΆιΣΗΝ. στο |ΣΕΦΈΡ|ι εν τα |ЏΙΝΑ|ησεν.
η μικρή βασίλισσα ευθέως τα είπε όλα με τη σειρά, τί παράγγειλε ο βασιλέας στην εκστρατεία καθώς ξεκινούσε.
ΤΑ ιΑΛΞΆβΗΣ <ιΑΛβΆΞΗΣ> ΚΆτσΜΥ τέΧΝΙ, τα |ιΑΛΞΙ|βες κάτσιμο κί έχουνε,
ΚΗ ΖΑΧΛΆ τΉ ΦΉΝΝΙ ΉΝΑ. και διαλυά κί αφήνουνε είνα.
ΣΤΈΡΑ ΔΌΚΗΝ ΑΣ ΤΥ ΝΎ-ΤΙΝ, υστέρα |ΔΟΙC|εν εις το νού-των,
ΈΝ ιΑΤΡΌΣ ΝΑΜΛΊδΣ ΣΤ ^ΑΦΉΝΑ. ένι γιατρός |ΝΑΜΛΙ|δης στη Αθήνα.
οι υπηρέτες άπραγοι δέν κάθονται, και λύση δέν αφήνουνε καμία (που να μήν την εξετάσουνε). τελικά ήρθε στο νούτους (πως) υπάρχει ένας γιατρός διάσημος στην Αθήνα.
ΤΊΣ τιΆΝ ΠΆι-ΠΑ ΑΣ ΑΤΌΝΑ, τίς κι άν πάει-πα εις αυτόν-α,
δΎι ΤΟΣ ΛΆΞ ΑΤΊΤΚΥ, ΠέΚΑ, δώει αυτός |ίΛΑΑΞ| ετοίουτικο, |pek|α
ΠΆΣ ΗΝΈιΑ ΜΉΝΙΣ, ΣΤ ΌΡΑ-Τ, πάνω εις εννέα μήνες, στο ώρα-του,
ΒΑΛΑδΉτσΑ ΦέΡ Τ ΗΝΈΚΑ. |ΒΑΛΑ|δίτσα φέρει τη γυναίκα.
όποιος άνθρωπος κι άν πάει σε αυτόν, του δίνει φάρμακο τέτοιο, δυνατό, που (στην προκείμενη περίπτωση) στους εννιά μήνες, στην ώρατης, μωρό θα φέρει (στον κόσμο) η γυναίκα.
ΝΎΝΣΑΝ Άιτσ ΚΗ ΤΑ ιΑΛΞΆβΗΣ <ιΑΛβΆΞΗΣ>, νούνισαν έτσι και τα |ιΑΛΞΙ|άβες
ΤΥΝ ΠΗΡΝΎτσΚΥ, ΑΝ Τ ΑβΌΡΑ, τον πρωινούτσικο, εν τη ευώρα,
δΆβΑΝ ΉβΡΑΝ Τ βΑΣΗΛΊτσΑ, εδιάβεν, ηύραν τη βασιλίτσα,
ΠςΉΡΣΑΝ ΉΠΑΝ ΑΤΌ Τ ΌΡΑ: επιχείρησαν είπαν αυτό το ώρα:
σκέφθηκαν έτσι λοιπόν οι υπηρέτες και το πρωί πρωί, με τη δροσιά, πήγαν βρήκαν τη μικρή βασίλισσα, άρχισαν της είπαν εκείνη την ώρα:
«βΆι, ΤΥΚΌΜΑΣ βΑΣΗΛΊτσΑ, «βάι, το δικό-μας βασιλίτσα,
ΝΑ ΜΉ ΝιΆΚςΗΣ ΚΗ ΣΚΥΤΎΣΗ, να μή νοιάσκεσαι και σκοτούσαι,
ΈΝ ιΑΤΡΌΣ ΉΣ ΑΣ Τ ^ΑΦΉΝΑ, ένι γιατρός είς εις τη Αθήνα,
ΠέΡ ΤΑ ΠΌΝιΑ-Σ ΚΗ ΛΑΡΎΣΗ. επαίρει τα πόνια-σου και ιλαρούσαι.
«άχ, μικρήμας βασίλισσα, να μή νοιάζεσαι και σκοτίζεσαι, υπάρχει γιατρός κάποιος στην Αθήνα, αφαιρεί τις δυστυχίεςσου και γίνεσαι καλά.
ΚΆΜ ΚΑΛΆ ΠΥΛΆ ΗΝΈΚΗΣ, κάμει καλά πολλά γυναίκες,
Τ ΌΝΙΜΑ-Τ ΈΝ ^ΝΑΚΤΑΝΆβΑ…» το όνομα-του ένι Νακτανάβας (παραφθορά του Νεκτανεβώ)
βΑΣΗΛΊτσΑ ΉΠΗΝ ςέΝΓΚΑ: βασιλίτσα είπε |ςΕγγ|ικα:
«Άιτσ ΆΝ ΈΝ, ΆΣ βΖΈΚΣΝΙ, δΆβΑΜ…» «έτσι άν ένι, άς ζέψουνε, διάβημε…»
κάνει καλά πολλές γυναίκες, το όνοματου είναι Νακτανάβας…». η μικρή βασίλισσα είπε με χαρά: «έτσι άν είναι, άς ζέψουνε (αμάξι), φύγαμε…»
ΣΤΥΝ ιΑΤΡΌ ΠΉιΝ βΑΣΗΛΊτσΑ, στον γιατρό πήγεν βασιλίτσα,
ΠςΉΡΣΗΝ ΉΠΗΝΙ ΤΑ ΠΌΝιΑ-τσ: επιχείρησεν είπεν-ε τα πόνια-της:
«ΘέΛΥΜ ΤΈΚΝΑ ΜΉΣ ΝΑ ΈΧΥΜ, «θέλουμε τέκνα ημείς να έχουμε,
ΆΜΑ τέΧΥΜ ΠΥΛΆ ΧΡΌΝιΑ. |ΑΜΜΑ| κι έχουμε, πολλά χρόνια.
στον γιατρό πήγε η μικρή βασίλισσα, άρχισε και είπε τους πόνουςτης: «θέλουμε τέκνα να έχουμε, αλλα δέν έχουμε, πολλά χρόνια.
ΚΗ βΑΣΛΈιΑΣ ΚΆΘΑ ΜέΡΑ, και βασιλέας κάθα μέρα,
ΧΛΊΖ ΑΠΆΝΥ-Μ ΚΗ ΞΥΡέβ-Με, χουλίζει επάνω-μου και |ΞΥΡ|εύει-με,
ΟΤ ΒΑΛΆιδΑ ΓΌ τΉ ΚΆΜΥ, οτι |ΒΑΛΑ|δια εγώ κί κάμω,
βΆι, ΚΑΝΊΣ ΚΑΝΊΣ τΉ Χ\έβ-Με. βάι, κανείς, κανείς κί |QΙ|εύει-με.
και ο βασιλέας κάθε μέρα μου φωνάζει και με επικρίνει που παιδιά δέν κάνω, άχ, κανείς, κανείς δέν με λυπάται.
ΠΣέΣ δΆιΝ ΠΆΛΙΣ ΣΤΥ ΣΤΡΑΤΊιΥ εψές εδιάβη πάλι στο στρατείο,
ΚΗ ΣΜΑΡΛΆιΣεΝ-Με βΑΣΛΈιΑΣ: και |ΙΣΜΑΡΛΑ|ησε-με βασιλέας:
«ΆΝ ΗΡΉΣΥ, ΜΚΡΌ Ν τΉ ΚΆΜΣ-Με, «άν γυρίσω, μικρό άν κί κάμεις-με,
Σ ΣΠΉΤ ΜΉ ΉΣΗ, ΠΡΆΤ Ν ΤΑ ςέιΑ-Σ…» εις σπίτι μή είσαι, περάτει εν τα |ςΕι|α-σου…»
χτές (=αυτές τις μέρες) έφυγε πάλι σε εκστρατεία και μου παράγγειλε ο βασιλέας: ‘όταν γυρίσω, μωρό άν δέν μου κάνεις, στο σπίτι να μήν είσαι, φύγε μαζί με τα πράγματα(=ρούχα κ.λπ.)σου…’
ΦέΡ-Με ΛΆΞ, ιΑΤΡΌ, ΑΤΊΤΚΥ, φέρε-με |ίΛΑΑΞ|, γιατρό, ετοίουτικο,
ΆΣ ΠεΡΆΣ ΤΥΝ ΠΌΝΥ-Μ ΆΜΑ, ας περάσει τον πόνο-μου άμα,
ΆΣ ΠΗΜέΝΥ ΓΌ ΑΣ Τ ΣΤΡΆΤΑ, άς απομένω εγώ εις τη στράτα,
ΚΗ ΒΑΛΆ ΚΑΝΆ ΆΣ ΚΆΜΥ…» και |ΒΑΛΑ| κανένα άς κάμω…»
φέρεμου φάρμακο, γιατρέ, τέτοιο, που να περάσει η δυστυχίαμου αμέσως, άς μείνω εγώ στο δρόμο αλλα μωρό κανένα να κάνω…» («να μείνω στο δρόμο» στην Κοινή Νέα Ελληνική σημαίνει «να μείνω χωρίς καμιά περιουσία και χωρίς καμιά βοήθεια». αυτό πρέπει να είναι εδώ το νόημα: «δέν με νοιάζει άν μείνω στο δρόμο, αρκεί να κάνω μωρό»).
ΑΧ ΤΑ ΛΌιΑ βΑΣΗΛΊτσΑΣ, εκ τα λόγια βασιλίτσας
ΞΑΡΟΔειΣ ΣΗΦΤΕ ΘΑΓΜΆΣΤΙΝ, |ΞΑΡΟΔε|ης εις ευθύ (=στην αρχή) εθαυμάσθη,
ΣΤΈΡΑ ΉΠΗΝ ΠΎιΥ ΌΡΑ, ύστερα είπεν οποίο ώρα,
ΠέΣ Ν ΠΑΛΆΤΑ-τσ ΤΊ ΝΑ ΤΜΆΣ-ΤΙΝ. απ’έσω την παλάτα-της αυτή να ετοιμάσει αυτήν
απο τα λόγια της βασίλισσας ο θαυματοποιός στην αρχή έμεινε έκπληκτος, ύστερα είπε ποιάν ώρα μέσα στο παλάτιτης αυτή να ετοιμασθεί.
ΠΌΣ ΝΑ ΛΈι-Σ ΘεΌΣ ΑΠ ΠΆΝΥ, πώς να λέγεις, θεός απο πάνω
ΘΑ ΚΑΤβΉ ΝΑ ΠέΡ ΤΑ ΠΌΝιΑ-τσ, θα κατεβεί να επαίρει τα πόνια-της,
ΚΗ ΑΤΌΤΙ ΘΑ Ές ΤΈΚΝΑ, και ετότε θα έχει τέκνα,
ΠΎιΑ τΉςΗΝ ΤΌΣΑ ΧΡΌΝιΑ?... οποία κί είχε τόσα χρόνια!
(της είπε πως) κατα κάποιον τρόπο που είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς, ένας θεός απο τα ύψη θα κατέβαινε να αφαιρέσει τις δυστυχίεςτης και τότε θα είχε παιδιά, που δέν είχε τόσα χρόνια!
…ΤΌ ΤΝΙ <ΤΙΝ> ΜέΡΑ, ΣΤΥ ΜΣΌ Τ ΝΊΧΤΑ, …αυτό την μέρα, στο μισό τη νύχτα
ΑΝ ΤΑ Τ\ΜΆΤΙΝ-ΔΥΝ Τ ΧΥΡΉτσΑ, εν τα κοιμάτενετο τη χωρίτσα,
^ΝΑΚΤΑΝΆβΑΣ ΠέΣ Ν ΠΑΛΆΤΑ-τσ, Νακτανάβας απ’έσω την παλάτα-της,
δΆιΝ, ΠΥ ΦΉΛΑιΝ βΑΣΗΛΊτσΑ. εδιάβη, όπου φύλαγεν βασιλίτσα.
…εκείνη την ημέρα, στα μεσάνυχτα, όταν κοιμόταν η πολιτεία, ο Νακτανάβας μέσα στη βασιλικήτης κάμαρη πήγε, όπου περίμενε η μικρή βασίλισσα.
ΤΡΉιΑ ΜέΡεΣ, ΤΡΉιΑ ΝΊΧΤΙΣ, τρία μέρες, τρία νύχτες,
ΠέΡΗςΚΗΝ ΤΑΚΆτσ ΤΑ ΠΌΝιΑ. επαίρισκε τα δικά-της τα πόνια.
βΑΣΗΛΊτσΑ ιΑςΛΑΝΈΦΤΙΝ, βασιλίτσα |ιΑςΛΑΝ|εύθη,
ΤΊΓΛΑ ΤΊ ΣΤΑ ιΆςΚΑ-τσ ΧΡΌΝιΑ… τί-λογα αυτή στα |ιΑς|ικα-της χρόνια…
τρείς μέρες, τρείς νύχτες, αφαιρούσε τις δικέςτης δυστυχίες, η μικρή βασίλισσα ξανάνιωσε, έγινε όπως στα νεανικάτης χρόνια…
βΑΣΗΛΊτσΑ ΠέΣ ΤΑ ΡΎΧΑ, βασιλίτσα απ’έσω τα ρούχα,
ΠέΦΤ ΚΗ ΓδέςΚΗΤ ΛΊΓΥΣ ΆΚΡΑ, πέφτει και γδύσκεται δίχως άκρα,
ιΑΝΑςΆ-τσ ΠέΦΤ ^ΝΑΚΤΑΝΆβΑΣ, |ιΑΝΑςΑ|της πέφτει Νακτανάβας,
ΛΈ ΑΤΌΝΑ ΑΝ ΤΥ δΆΚΡΥ: λέει αυτόνα εν τω δάκρυο:
η βασίλισσα μέσα στα στρώματα ξαπλώνει και γδύνεται χωρίς περιορισμό, δίπλατης ξαπλώνει ο Νακτανάβας, του λέει με δάκρυ:
«βΆι, τΉ ΚΣΧΆΣΑΝ ΤΑ ιΑΛΞΆβΗΣ-Μ, «βάι, κί εξεχάωσαν τα |ιΑΛΞΙ|βες-μου,
ΚΗ δΑΦΤΊ-Μ ΠΑ ΓΌ τΉ ΚΣΧΆΣΑ. και δε-αυτή-μου-πα εγώ κί εξεχάωσα.
ΠΎΧ ΣΉ βΡέΘΗΣ, ^ΝΑΚΤΑΝΆβΑ, πού-εκ συ ευρέθης, Νακτανάβα,
ΠΉΡΑ ΓΌ ΛΑΦΡΆ ΑΝΆΣΑ…» πήρα εγώ ελαφρά ανάσα…»
«άχ!, δέν έκαναν λάθος οι υπηρέτες-μου, και η ίδια εγώ δέν έκανα λάθος. απο πού εσύ βρέθηκες, Νακτανάβα! πήρα εγώ (χάρις σε σένα) ελαφρά ανάσα…»
(εδώ τίθεται το ερώτημα, γιατί απο τον Νακτανάβα αμέσως συνέλαβε, απο τον άντρατης τον βασιλέα για χρόνια δέν μπορούσε να συλλάβει. διαφαίνεται πως τον Νακτανάβα ερωτεύθηκε, ενώ τον άντρατης τον βασιλέα δέν τον αγαπούσε. το θαύμα δέν φαίνεται να οφείλεται στις μαγικές ικανότητες του Νακτανάβα, αλλα στη μαγική δύναμη του έρωτα. αυτή θεωρώ πως είναι η κεντρική ιδέα αυτής της τραγωδίας)
…ΜΉΝΙΣ ΠέΡΑΣΑΝ ΗΝΈιΑ, …μήνες πέρασαν εννέα,
ΤΑ ΧΥΡςΌβιΑ ΑΤΊ ΈΛΣΗΝ… τα |QΟΥΡςΟΥΝ|όβια αυτή έλυσεν… (|QΟΥΡςΟΥΝ|= μόλυβδος, μολυβένια σφραγίδα).
ςέΡΗΤ, ςέΡΗΤ βΑΣΗΛΊτσΑ, χαίρεται, χαίρεται βασιλίτσα,
ΟΤ ^ΘεΌΣ ΠεδΉτσ ΤΙΝ ΠέΛΣΗΝ… οτι Θεός παιδίτσι την απέλυσεν…
μήνες πέρασαν εννέα, τις μολυβένιες σφραγίδες αυτή έλυσε… (=έλυσε τα νοητά δεσμά με τα οποία ήταν δεμένη ωστε να μή μπορεί να τεκνοποιήσει). χαίρεται, χαίρεται η βασίλισσα, που ο Θεός παιδάκι της έστειλε…
ΆΝ ΗΡΉΣ βΑΣΛΈιΑΣ ΠΉΣΥ, άν γυρίσει βασιλέας πίσω,
ΧΤΥ ΔΥΓΚΎς, ΧΤΑ ΤΌΠΣ βΑΡέιΑ, εκ το |ΔΟΙCΥς|, εκ τα τόπους βαρέα,
Ές Ν ΤΥ ΤΊ ΑΤΌΣ ΝΑ ςέΡΗΤ, έχει εν τω τί αυτός να χαίρεται,
Ές δΑΦΤΎΤ ΠεδΉτσ βΑΣΛΈιΑΣ… έχει δε-αυτού-του παιδίτσι βασιλέας…
όταν γυρίσει ο βασιλέας πίσω, απο τους τόπους τους δύσκολους και επικίνδυνους, θα έχει με τί αυτός να χαίρεται, θα έχει δικότου παιδάκι ο βασιλέας…
ΤΑ ιΑΛΞΆβΗΣ ΚΆτσΜΥ τέΧΝΙ, τα |ιΑΛΞΙ|άβες κάτσιμο κί έχουνε,
ΛΊΓΥΣ ΆΚΡΑ ΝιΆΚςΝΙ, ςέΡΝΙ… δίχως άκρα νοιάσκουνε, χαίρονται…
ΤΊΓΛΥ ΌΝΙΜΑ ΤΥ ΝΊΠιΥ, τί-λογο όνομα το νήπιο
ΝΑ ΤΥ βΆΛΝΙ, ΝΑ ΤΥ ΛΈΓΝΙ? να το βγάλουνε, να το λέγουνε;
οι υπηρέτες άπραγοι δέν κάθονται, ασταμάτητα νοιάζονται, χαίρονται… τί όνομα στο νήπιο να βάλουνε, πώς να το λένε;
ΝΎΝΣΑΝ, ΝΎΝΣΑΝ ΚΗ ΞΆΧ ΣΤΈΡΑ, νούνισαν, νούνισαν και |ΞΑQ| ύστερα,
ΤΌΣ ΝΑ ΈΝ ΚΑΡδΆΡΣ ΧΤΑ ΆΝΔΡΗΣ, αυτός να ένι καρδάρης εκ τα άνδρες,
ΠΉΓΑΝ ΛΈΓΝΙ Τ βΑΣΗΛΊτσΑ: πήγαν λέγουνε τη βασιλίτσα:
«ΆΣ ΤΥΝ ΛΈΓΥΜ ^ΑΛέΚΣΑΝΔΡΟΣ!». «άς τον λέγουμε Αλέξανδρος!».
σκέφθηκαν, σκέφθηκαν, και τελικά, (με το σκεπτικό:) αυτός να είναι πιό θαρραλέος απο (όλους) τους άντρες, πήγαν λένε στη βασίλισσα: «να τον ονομάσουμε Αλέξανδρο!».
ΉΡΤΙΝ, ΈΣΥΣΗΝ βΑΣΛΈιΑΣ, ήρθεν, έσωσε βασιλέας,
ΈΜ ΖΑΒΎΝΣ, ΈΜ ΓΑΝΑΓΔΖΜέΝΥΣ, |hΕΜ| |ΖΑΒΟΥΝ|ης, |hΕΜ| αγανακτισμένος,
ΜΑ Ν ΒΑΛΆ-Τ ΠΡΑΤΊΖ ΣΤΑ ςέΡΑ-Τ, μα τον |ΒΑΛΑ|του περιπατίζει στα χέρια-του,
ΛΊΓΥΣ ΆΚΡΑ ΧΑΡΥΜέΝΥΣ. δίχως άκρα χαρουμένος.
ήρθε, έφτασε ο βασιλέας, εξαντλημένος, κατάκοπος, αλλα το μωρότου βάζει να περπατάει στα χέριατου, με ατέλειωτη χαρά.
τέΝ ΧΥΛΆι-ΠΑ, ΤΌΣΑ ΧΡΌΝιΑ, κί ένι |QΟΛΑι|πα, τόσα χρόνια,
τΉςΗΝ ΜΚΡΆ ΝΔΥ ΤΊ ΝΑ ΧΆΡΗΝ, κί είχε μικρά εν τω τί να εχάρη,
ΤΌΡΑ ΔΡΆ, «^ΘεΌΣ ΤΥΝ ΠέΛΣΗΝ», τώρα ανατρανά: «Θεός τον απέλυσεν»,
ΈΝΑ ΤΈΚΝΥ – ΠΑΛΗΚΆΡΗ!... ένα τέκνο – παλληκάρι!
δέν είναι και μικρό πράγμα, τόσα χρόνια δέν είχε μωρά με τα οποία να χαιρόταν, τώρα κοίτα! «ο Θεός του έστειλε» (καθώς λέει) ένα τέκνο – παλληκάρι!
ΝΑ ΤΥ δΉ Ν ΒΑΛΆ-Τ, βΑΣΛΈιΑΣ, να το δεί τον bala-του, βασιλέας,
ΜέΓΑ ΝΎ ΑΤΌ ΝΑ ΦέΡΗ, μέγα νού αυτό να φέρει,
ΠΉΡΗΝ ΣΜΆ-Τ ΤΥΝ ^ΑΡΗΣΤΌΤεΛ\, πήρε σιμά-του τον Αριστοτέλη,
ΝΑ ΤΥΝ δΉ ΌΣ ΤΥ ΜεΣΜέΡΗ, να τον δεί ώς το μεσημέρι,
για να το φροντίζει το παιδί, ο βασιλέας, ωστε μεγάλη σοφία να αποκτήσει, πήρε κοντάτου τον Αριστοτέλη, να το φροντίζει (απο το πρωί) ώς το μεσημέρι,
ΝΑ ΜΑΘΉΣ ΑΤΌΝΑ ΓΡΆΜΑ, να μαθίσει αυτονα γράμμα,
ΧΤΥ ΜεΣΜέΡ ΑΚΆΤΥ ΣΤΈΡΑ, εκ το μεσημέρι κάτω υστέρα,
ΠΉΡΗΝ ΣΜΆ-Τ ΤΥΝ ^ΝΑΚΤΑΝΆβΑ, πήρε σιμά-του τον Νακτανάβα,
ΤΌΣ-ΠΑ ςέΡΗΤ ΝΊΧΤΑ – ΜέΡΑ. αυτός-πα χαίρεται νύχτα – μέρα.
(και για) να του μαθαίνει γράμματα, απο το μεσημέρι και μετά, πήρε κοντάτου (=προσέλαβε) τον Νακτανάβα, και εκείνος χαίρεται νύχτα – μέρα.
ΝΔΑ ΜεΓΆΛΝΙΝ ^ΑΛεΚΣΆΝΔΡΟΣ, εν τα μεγάλυνεν Αλέξανδρος,
ΜΉιΑ ΤΌΣ ΝΔΥΝ ^ΝΑΚΤΑΝΆβΑ, μία αυτός εν τον Νακτανάβα,
ΠΆΣ ΠΣΗΛΌ ΤΥ ΔζΆΠ ΝΑ ΠέΚΣΝΙ, πάνω εις ψηλό το |џΑΠ| να παίξουνε,
ΈΝΑ ΜέΡΑ δΉ-ΤΙΝ δΆβΑΝ. ένα μέρα δύοι-την εδιάβεν.
όταν μεγάλωσε ο Αλέξανδρος, μιά φορά αυτός με τον Νακτανάβα πάνω σε ψηλό ψουνό για να παίξουνε (=να αθληθούνε) μιά μέρα οι δυότους πήγαν.
ΑΝ ΤΑ ΈΠΗΖΑΝ ΗΣέΝΚΑ, εν τα έπαιζαν |ΕΣΕΝ|ικα,
ΠΆΣ ΠΣΗΛΌ ΤΥ ΔζΆΠ ΜΥΡΦΉιΑΣ, πάνω εις ψηλό το |џΑΠ| ομορφίας,
ΛΊΓΥΣ ΤΊΠΥΣ ΠςΉΡΣΗΝ ΡΌΤΣΗΝ, δίχως τύπους επιχείρησε ρώτησε
^ΑΛεΚΣΑΝΔΡΟΣ ΑΝ ΤΑ ΜΉιΑ: Αλέξανδρος εν τα μία:
εκεί που παίζανε (αθλούνταν) μιά χαρά, πάνω στου ψηλού βουνού την ομορφιά, χωρίς τυπικότητες έπιασε ρώτησε ο Αλέξανδρος κατευθείαν:
«ιΆΝ ΣΗ ΉΣΗ ΓΡΑΜΑΤΈΝιΥΣ, «οία άν σύ είσαι γραμματένιος,
ΧΡΆςΚΗΤ ΣΉ ΑΤΌ ΝΑ ΚΣέΡΗΣ: χρειάσκεται σύ αυτό να ξέρεις:
ΠΌΤ ΘΑ ΠΤΈΠΣ ΤΥΚΌΣ ΤΥ ΖΉΣΜΥ, πότε θα |ΒίΤ|εύσει το δικό-σου το ζήσιμο,
ΠΌΤ ΘΑ ΣΌΝ ΣΤΕΡΝΌΣ ΤΝΙ ΜέΡΑ?» πότε θα σώνει στερνό-σου την ημέρα;
«αφού εσύ είσαι εγγράμματος (σοφός), θα πρέπει αυτό να το ξέρεις: πότε θα τελειώσει η ζωήσου, πότε θα φτάσει η στερνήσου μέρα;»
ΣΉΦΤΕ ΝΎΝΣΗΝ, ΣΉΦΤΕ ΝΎΝΣΗΝ, εις ευθύ νούνισεν, εις ευθύ νούνισεν,
^ΝΑΚΤΑΝΆβΑΣ ΉΠΗΝ ΣΤΈΡΑ: Νακτανάβας είπεν υστέρα:
«Χ<Κ>ΑΡδΑΚΌ-Μ ιΌ ςέΡ ΘΑ ΈβΡΥ «καρδιακό-μου γιό χέρι θα εύρω
ΠέΘΥΣ ΓΌ, ΚΑΛΆ ΤΥ ΚΣέΡΥ…». πένθος εγώ, καλά το ξέρω…».
αφού σκέφθηκε, αφού σκέφθηκε, ο Νακτανάβας απάντησε έπειτα: απο του ίδιουμου του γιού το χέρι θα βρώ θάνατο, καλά το ξέρω…»
ΑΤΌ Τ ΌΡΑ ^ΑΛεΚΣΆΝΔΡΟΣ, αυτό το ώρα Αλέξανδρος,
ΚΎΝτσΗΝ-ΔΥΝ ΧΤΥ ΔζΆΠ ΑΚΆΤΥ. σκούντησε-τον εκ το |ЏΑΠ| εκάτω.
^ΝΑΚΤΑΝΆβΑΣ ςΑςΜΑΛΆιΣΗΝ, Νακτανάβας |ςΑς_ΜΑ_ΛΑ|ησεν,
ΧΎΛΚΣΗΝ ΤΟΣ: «ΓΌ ΉΜΗ ΤΆΤΑ-Σ!». χούλιξεν αυτός: «εγώ είμαι τάτα-σου!»
εκείνη την ώρα ο Αλέξανδρος τον έσπρωξε απο το βουνίσιο βράχο (να πέσει) κάτω. ο Νακτανάβας εξεπλάγη, φώναξε: «εγώ είμαι ο πατέραςσου!»
(άραγε γιατί το έκανε αυτό ο Αλέξανδρος; η μόνη λογική εξήγηση είναι πως: σοφότερος και απο τον δάσκαλότου, είχε αντιληφθεί πως πραγματικός πατέραςτου ήταν ο Νακτανάβας, και ήθελε αυτό ποτέ να μή μαθευτεί, επίσης ήθελε έτσι να ξεπλύνει τη ντροπή οτι ήταν παιδί απο εραστή αντί απο νόμιμο σύζυγο. γι’αυτό στρίμωξε τον Νακτανάβα να προφητεύσει τον ίδιοτου τον θάνατο, που ο Νακτανάβας όντως προφήτευσε. στην αρχή σκέφθηκε τα προφητικά σημάδια που του απεκάλυπταν απο τί θα ερχόταν ο θάνατόςτου, έπειτα σκέφθηκε να κρύψει την προφητεία, αλλα προτίμησε να την φανερώσει με τη σκέψη οτι θα γινόταν στα γεράματάτου και όχι εκείνη την ίδια ώρα, αφού ο Αλέξανδρος δέν ήξερε ποιανού πραγματικά γιός είναι. όμως ο Αλέξανδρος ξέροντας πως η προφητεία δέν μπορούσε να μή βγεί αληθινή, έσπρωξε τον Νακτανάβα με το σκεπτικό «άν όντως αυτουνού είμαι γιός, θα τον σκοτώσω για να εκπληρωθεί η προφητεία, που δέν γίνεται να μήν εκπληρωθεί, άρα η μοίρα θα έχει την ενοχή και όχι εγώ. άν τυχόν δέν είμαι γιός αυτουνού, κι άν τον σπρώξω δέν θα σκοτωθεί»).
Άιτσ ΣΚΥΤΌΘΗΝ ^ΝΑΚΤΑΝΆβΑΣ… έτσι εσκοτώθη Νακτανάβας…
^ΑΛεΚΣΑΝΔΡΟΣ ΠΉΡΗΝ ΠΆΝΥ-Τ, Αλέξανδρος πήρεν επάνω-του,
ΉΦεΡΗΝ ΑΤΌΝ Σ ΣΠΉΤ-ΤΙΝ, ήφερεν αυτόν εις σπίτι-των,
ςΑςΜΑΛΆιΣΗΝ ΑδΌ ΜΆΝΑ-Τ: |ςΑς_ΜΑ_ΛΑ|ησεν εδώ μάνα-του:
έτσι σκοτώθηκε ο Νακτανάβας… ο Αλέξανδρος τον πήρε επάνωτου (τον πήρε στους ώμουςτου, και κουβαλώνταςτον έτσι) τον έφερε στο σπίτιτους. συγκλονίσθηκε τότε η μάνατου (και είπε στον Αλέξανδρο, τον γιότης):
«βΆι, ΤΊ ΈΚΑΜΗΣ, ΜΑΝΊτσΑ-Μ! «βάι, τί έκαμες, μανίτσα-μου!
ΚΌΠΑΝ ΌΛΑ-Μ ΠΑ ΤΑ ΣΤΡΆΤΙΣ… εκόπεν όλα-μου-πα τα στράτες…
ΤΥ ΧΥΡΣΌ-Μ ΈΝ ^ΝΑΚΤΑΝΆβΑΣ, το χρυσό-μου ένι Νακτανάβας,
ΤΌΣ, ΒΑΡΌ, ΤΥΚΌΣ ΈΝ ΤΆΤΑ!...». αυτός, |ΒΑΡΙ|, το δικό-σου ένι τάτα!
«άχ, τί έκανες, μανούλαμου! κόπηκαν όλοιμου οι δρόμοι… ο χρυσόςμου (=ο αγαπημένοςμου) είναι ο Νακτανάβας, αυτός, παρακαλώ, είναι ο δικόςσου ο πατέρας!...»
ΜΑςΗΡιΆΧΤΙΝ ΑΤΌ Τ ΌΡΑ, μαχαιριάσθη αυτό το ώρα,
ΚΗ ΚΡεΜΉΝ ΑΚΆΤΥ ΜΆΝΑ-Τ… και κρημίη κάτω μάνα-του…
…ΜΆβΡΑ ΣΉΝΙΦΗΣ ΤΡΑβΉΘΑΝ, …μαύρα σύννεφες τραβήθεν,
ΣΤ ΥΡΑΝΌ ΠΣΗΛΆ ΑΠΆΝΥ… στο ουρανό ψηλά επάνω…
μαχαιρώθηκε εκείνη την ώρα και έπεσε κάτω η μάνατου… μαύρα σύννεφα απλώθηκαν στον ουρανό ψηλά επάνω… (το «μαχαιρώθηκε» θεωρώ πως λέγεται μεταφορικά, δηλαδή ένιωσε την ψυχήτης να μαχαιρώνεται και λιποθύμησε, δέν εννοεί οτι αυτοκτόνησε. οπωσδήποτε η έκφραση είναι διφορούμενη, άν λέγεται κυριολεκτικά ή μεταφορικά, και νομίζω πως ο ποιητής επίτηδες αφήνει αυτήν την ασάφεια, για να δείξει πως είτε αυτοκτόνησε είτε όχι, ο Νακτανάβας ήταν όλητης η ζωή).
ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ 15.08.1993 σελίδα148
βΗΣΗιΆΤ διαθήκη
(ΑΠ ΤΟ ^ΤΑΡΑΣ ^ςεβΞέΝΚΟ) μετάφραση απο τον Тарас Шевченко. στην αυτοβιογραφία του Тарас Шевченко το ποίημα δέν έχει τίτλο.
ΆΝ ΠΥΘΆΝΥ, ΠΑΡΑΧΌΣΗΤ
ΠΆΣ Τ ΥΒΆ ΣΉΣ ΜέΝΑ,
ΠέΣ ΤΥ ΞΌΛ, ΑΣ Τ ^ΥΚΡΑΉΝΑ,
ΣΤΥ ΑΓΑΠΗΜέΝΥ.
άν πεθάνω, θάψτεμε πάνω σε τύμβο, μές την εξοχή, στην Ουκρανία την αγαπημένη.
ΑΠ ΑτΉ ΤΥ ΞΌΛ ΝΑ ΦέΝΙΤ,
ΤΥ ^ΔΝΗΠΡΟ ΞΑΛιΆΡΚΥ
ΝΑ βΗΓΛΊΖΥ, ΝΑ ΑΚΎΓΥ
ΤΥ ΔΑΎς-Τ ΧΥΛΞΆΡΚΥ.
απο εκεί η εξοχή να φαίνεται, ο (ποταμός) Δνείπερος ασπριδερός (σάν ασπρομάλλης), να τον βλέπω, να ακούω την φωνήτου τη θυμωμένη.
ΝΔΑ ΘΑ ΡέΚΣ ΑΧ Τ ^ΥΚΡΑΉΝΑ
έΜΑ ΔΥςΜΑΝΊΤΚΥ
ΣΤΥ ιΑΛΌ ΞΆΧ… ΓΌ ΑΤΌΤΙΣ,
ΤΑ ΞΌΛιΑ ΝΑΜΛΊδΚΑ –
όταν θα τρέξει απο την Ουκρανία αίμα εχθρών κατα τη θάλασσα… εγώ τότε, τις εξοχές τις ξακουστές
ΦΉΝΥ ΌΛΑ-ΠΑ, ΠεΤΎ ΓΟ,
ΣΤΥ ΘΙΓΌ ΠΑΈΝΥ
ΠΡΟςΞ]ΗΝΎ-ΤΥΝ… ΌΣ ΑΤΌΤΙ,
τέΝ ΘΙΓΌΣ ΣΤΑ ΜέΝΑ.
θα τις αφήσω όλες, θα πετάξω, στο Θεό θα πάω θα τον προσκυνήσω… μέχρι τότε δέν υπάρχει Θεός για μένα.
ΠΑΡΑΧΌΣΗΤ-Με, ΣΚΥΘέΤΙ
ΚΗ ΤΑ ΠΧΆβιΑ ΧΆΣΗΤ
ΚΗ ΝΔΥ έΜΑ ΔΥςΜΑΝΊΤΚΥ
ΤΥ ΡΑΤΛΊΧ ΗΦΤιΆΣΗΤ.
θάψτεμε, σηκωθείτε και τα αλυσιδένια δεσμά αποβάλετε. και με αίμα εχθρών την ειρηνική ευτυχία φτιάξετε.
ΚΗ ΑΤΌΤ ΣΝ ΔΑιΦΆ τΗΝΎΡιΥ,
ΌΛ ΝΔΑ ΝΊςΚΝΙ ΣΌΛιΑ,
ΜΉ ΖΜΥΝΆΤ ΝΑ Με ΑΝΓΚέΠΣΗΤ
ΝΔΑ ΚΑΛΆ ΤΑ ΛΌιΑ.
και τότε σε οικογένεια καινούργια όλοι όταν γίνουν συγγενείς, μήν ξεχνάτε να με μνημονεύετε με καλά λόγια.
25 ΤΥ δεΚέΜβΡΗ 1846 ΣΤΥ ^ΠεΡειΑΣΛΆβΗ σελίδα149. παρακάτω δίνω το ποίημα στο ουκρανικό πρωτότυπο, μαζί με τη μετάφραση της μηχανής.
ЗАПОВІТ
(В автографі Шевченка заголовка нема) In the autograph of Shevchenko a title is not
Як умру, то поховайте As will die, bury
Мене на могилі, Me on a grave
Серед степу широкого, Among steppe wide
На Вкраїні милій, On Vkraini to nice
Щоб лани широкополі, That the fields are wide-brimmed
І Дніпро, і кручі And Dnepr, and steep slopes
Було видно, було чути, It was visible, was to hear
Як реве ревучий. roar
Як понесе з України As will bear from Ukraine
У синєє море In a dark blue sea
Кров ворожу... отоді я Blood hostile... then I
І лани і гори — And the fields and mountains —
Все покину і полину Will abandon everything and will start to the fly
До самого бога To god
Молитися... А до того — To pray... And to —
Я не знаю бога. I do not know god.
Поховайте та вставайте. Bury and get up.
Кайдани порвіте Fetters of porvite
І вражою злою кров'ю And by enemy wicked blood
Волю окропіте. Will of okropite.
І мене в сім'ї великій, And me in family large
В сім'ї вольній, новій In family free, new
Не забудьте пом'янути Not forget to pass
Незлим тихим словом. Nezlim by a quiet word.
25 грудня December 1845 в Переяславі
ΜΉΛΑ ΟΡΜΑΖΜέΝΑ
(ΑΠ ΤΟ ^Μ. ^ΡΙΛ\ΣΚΗι)
ΜΉΛΑ ΟΡΜΑΖΜέΝΑ, ΜΉΛΑ ΚΥτΗΝιΆΡΚΑ!
ΠΆΓΥΜ ΛΌΝ ΣΤΡΑΤΊτσΑ, ΑΣ ΒΑΧΞΆ ΤΥ ΠΆι.
ΜέΝΑ ΣΉ, Τ ΧΑΝΊιΑ-Μ, βΓΆΛ-Με ΧΤ ΧΌΡΑ ΌΚΣΥ,
ΆΣ ΠΑΈΝΥ – ΤΊΣ ΚΣέΡ, ΈΜΒΡΥ ΤΊ Με ΦΛΆι.
μήλα ωριμασμένα, μήλα κοκκινωπά! πάμε κατα μήκος του δρόμου ο οποίος στο περιβόλι πάει. αρχόντισσαμου, βγάλεμε απο το χωριό έξω, να φύγω – ποιός ξέρει μπροστάμου (=στο άμεσο μέλλον) τί με περιμένει.
ΤΥ ΑΓΆΠ-ΜΑΣ ΓΝΈΦΣΗΝ ΠΚΆΣ ΤΥΝ ΉΛιΥ ςέΝΓΚΥ,
ΖέΡ ΘΑ ΠέΡ ΖΜΥΝΊιΑ ΤΥ ΠΣεΖΝΌ βΡΑδΉ, -
ΠΉΣΤΕΠΣΗ, ΑΠέΣΥ-Μ ΤΡέΜΗΤΙ ΚΑΡδΉιΑ-Μ,
ΤΊΓΛΑ ΤΡέΜ ΣΤ ΑΈΡΑ ΤΥ ΧΛιΥΡΌ ΚΛΑδΉ.
η αγάπημας ξύπνησε κάτω απο ήλιο χαρούμενο, μήπως θα ξεχασθεί (ποτέ) το χθεσινό βράδυ; πίστεψε(με), μέσαμου τρέμει η καρδιάμου όπως τρέμει στον αέρα το χλωρό κλαδί.
Γέι, ΣΑΡιΎΝ ΤΑ ΞΌΛιΑ, ΣΤ ΥΡΑΝΌ ΠΑΡΆδ<Σ>ΥΣ,
ΑΣ Τ ΑΖΆΝ ΧΟΡιΆΤΥΣ ΤΊΝΞΚΑ ΠΥΡΠΑΤΆ…
ΦΉΛΑ-Με ΖΗΣΤΎτσΚΑ, ΣΤΟ ΣΤΕΡΝΌΤ ΑΝΓΚΆΛ-Με,
ΤΌΣ ΚΑΛΆ ΧΟΡΉςΚΗΤ, ΤΊΣ ΑΓΆΠ βΑΣΤΆ.
έι, κιτρινίζουν οι εξοχές, στον ουρανό είναι παράδεισος, στα χωράφια ο χωρικός ήσυχα περπατά… φίλαμε ζεστά, για τελευταία φορά αγκάλιασεμε, καλά χωρίζεται όποιος την αγάπη κρατά.
1911 – 1918 (ο ποιητής πρόκειται να φύγει γι’αυτό λέει «για τελευταία φορά αγκάλιασεμε», το «τελευταία φορά» εννοεί «τελευταία φορά πρίν απο αυτόν τον χωρισμό», ωστόσο ελπίζει να επιστρέψει να ξανασυναντήσει την αγαπημένητου. γι’αυτό λέει «καλά χωρίζει όποιος την αγάπη διατηρεί».).
ΚΑΤιΎςΑ Катюша
(ΑΠ ΤΟ ^ΜΗΧΑΉΛ ^ΗΣΑΚΌβΣΚΗι) μετάφραση απο τον Михаил Исаковский
ΞΗΞΑΚιΆΣΑΝ ΤΑ ΑΒδέΣ, ΤΑ ΜΛΈΣ-ΠΑ, |ΞίΞΕΚ|ιάσαν τα απιδέες, τα μηλέες-πα,
ΕΜΥΧΛΆΣ ΤΡΑβΉΘΗΝ ΧΡΆΝ – ΧΑΔΆΡ… ομιχλάς τραβήθην |ΑQΡΑΝ-QΑΔΑΡ|
ΚΖΈΝΙςΚΗΝ ΚΑΤιΎςΑ ΤΥςΝΙΜέΝΣΑ, εξβαίνισκε Κατιούшα |ΔΥςΥΝ|ημένισσα
ΠΆΣ ΠΣΗΛΌ ΤΟ ΠΥΤΑΜΉ ΤΥ ιΆΡ. πάνω εις ψηλό τό ποταμίου το |ιΑΡ|
άνθισαν οι απιδιές, καθώς και οι μηλιές, ο ομιχλώδης καιρός υποχώρησε για τα καλά... έβγαινε (=ανέβαινε) η Κατιούшα σκεφτική, λυπημένη, πάνω στον ψηλό του ποταμού τον γκρεμό (=απόκρημνη όχθη).
ΚΖέΝΙςΚΗΝ ΤΡΑΓΌδ ΠΑΛ ΗΖΓΚΗΛΆιβΗΝ, εξβαίνισκε τραγώδι πάλι |ίΖCίΛΕ|-ευε,
ΠΆΣ Τ ΑιΤΌ ΣΤΑ ΞΌΛιΑ ΤΥ ΠεΤΆ. πάνω εις το αετό στα |ΞΟΙΛ|ια τό πετά.
ΠΆΣ ΑΤΌΝΑ ΤΊΝΑ τΗΝΙΓΛΆιβΗΝ, πάνω εις αυτόνα τίνα κυνηγ|ΛΑ|ευε, (απο τα παλιά τουρκικά: ΚΥΝί- =ζηλεύει, ΚΥΝίC = ζήλια. επιρροή απο το ελληνικό "κυνηγά". το ρωσικό πρωτότυπο λέει любила = αγαπούσε)
ΤΥΝΣ δΑβΆΖ ΧΑΡΤΊιΑ ΠΥΝΙΤΆ. τίνος διαβάζει χαρτία πονετά.
ανέβαινε, και ένα τραγούδι πάλι τραγουδούσε για τον αετό στις εξοχές που πετά, για κείνον τον οποίο ζήλευε, του οποίου διαβάζει γράμματα λυπητερά.
βΆι ΤΡΑΓΌδ, ΤΡΑΓΌδ ΚΥΡτσΊ ΧΑΝΊιΑ, βάι, τραγώδι, τραγώδι κοριτσίου |ΧΑΝ|εία,
ΑΣ ΤΥΝ ΉΛιΥ ΠΉΣΥ ΠέΤΑ ΠΡΆΤ, εις τον ήλιο πίσω πέτα περάτει,
ΞΆΧ ΑτΉ, ΣΤ ΓΡΑΝΉτσΑ ΠΥΛΑΣΉιΑ, |ΞΑQ| εκεί, στη |ΓΡΑΝΉτσΑ| απολυσία
ΑΧ Ν ^ΚΑΤιΎςΑ ΣΉΡΗ ΤΥΝ ΣΟΛΔΆΤ. εκ την Κατιούшα σύρε τον |ΣΟΛΔΑΤ|.
άχ, τραγούδι, τραγούδι του κοριτσιού του αρχοντικού, στον ήλιο απο πίσω (=τον ήλιο ακολουθώντας) πέτα πήγαινε, ώς εκεί, στο σύνορο, μήνυμα (χαιρετισμούς) απο την Κατιούшα δώσε στον στρατιώτη.
ΆΣ ΑΝΓΚέΠΣ ΤΌΣ ΤΟ ΚΥΡΉτσ – ΧΑΝΊτσΑ, ας |Αγγ|εύσει αυτός το κορίτσι - |ΧΑΝ|ίτσα,
ΆΣ ΑΚΎΣ ΤΡΑΓΌδ ΤΥ ΗΖΓΚΗΛΈβ. ας ακούσει τραγώδι τό |ίΖCίΛΕ|εύει.
ΤΌΣ ΚΑΛΆ ΆΣ ΣΑΧΗΝΔΡΑΈβ Τ ΓΡΑΝΉτσΑ, αυτός καλά άς |ΣΑQΙΝΔΙΡ|αεύει τη |ΓΡΑΝΗτσΑ|
Α Τ ΑΓΆΠ ^ΚΑΤιΎςΑ ΣΑΧΗΝΔΡΈβ… |hΑ| το αγάπη Κατιούшα |ΣΑQΙΝΔΙΡ|εύει…
άς θυμηθεί αυτός το κορίτσι, την μικρή αρχόντισσα, άς ακούσει το τραγούδι που (αυτή) τραγουδάει. αυτός καλά άς διαφυλάσσει το σύνορο, ενώ την αγάπη η Κατιούшα διαφυλάσσει…
(σελίδα151) παρακάτω παραθέτω το ρωσικό πρωτότυπο όπως το βρήκα στο διαδίκτυο, μετέφρασα με βοήθεια μηχανής επι λέξει κ λίγο πιό ελεύθερα:
КАТЮША
Расцветали яблони и груши, THEY BLOOMED, THE APPLE TREES AND PEAR TREES, the apple and pear trees blossomed,
Поплыли туманы над рекой. THEY WERE DISPERSED, THE MISTS ON THE RIVER. the fog disappeared from the river.
Выходила на берег Катюша, SHE WAS CLIMBING UP THE BANK, KATYUSHA, Katyusha was going up the river bank,
На высокий берег на крутой. UP THE HIGH BANK PRECIPITOUS. up the high bank precipice.
Выходила, песню заводила SHE WAS GOING UP, A SONG SHE STARTED she was going up and she was singing a new song
Про степного сизого орла, ABOUT THE STEPPE DOVE-COLOURED EAGLE, about the dove-coloured eagle that flies above the steppes,
Про того, которого любила, ABOUT HIM, WHOM SHE LOVED, about him whom she fell in love with,
Про того, чьи письма берегла. ABOUT HIM, WHOSE LETTERS SHE DEARLY KEEPS. about him whose letters she treasures.
Ой ты, песня, песенка девичья, OH YOU, SONG, DEAR SONG MAIDENLY, oh, you song, dear song of the young girl,
Ты лети за ясным солнцем вслед: MAY YOU FLY THE CLEAR SUN AFTER: please fly following the clear sun:
И бойцу на дальнем пограничье AND TO THE SOLDIER AT THE DISTANT FRONTIER and to the soldier at the distant frontier
От Катюши передай привет. FROM KATYUSHA TRANSMIT A MESSAGE please bring a message of greetings from Katyusha.
Пусть он вспомнит девушку простую, LET HIM RECALL THE GIRL PURE, let him recall the pure hearted girl,
Пусть услышит, как она поет, LET HIM HEAR HOW SHE IS SINGING, let him hear the song she is singing,
Пусть он землю бережет родную, LET HIM THE LAND SAFEGUARD THE NATIVE, let him safeguard the native land,
А любовь Катюша сбережет. WHILE THE LOVE KATYUSHA SAFEGUARDS. while Katyusha safeguards the love.
Расцветали яблони и груши,
Поплыли туманы над рекой.
Выходила на берег Катюша,
На высокий берег на крутой.
1938
ΛΌΝ ΤΑ ΞΌΛιΑ…
(ΑΠ ΤΟ ^ΜΗΚΟΛΑ ^ΝεΓΟΔΑ) μετάφραση απο τον Микола Негода
ΛΌΝ ΤΑ ΞΌΛιΑ ΠΆΓΝΙ ΤΑ ΠεδΊιΑ,
ΚΆτστσΗΝ ΉΛιΥΣ, ΥΡΑΝΌΣ ΚΥΤ\ΝΊΖ.
ΜΆΝΑ ΣΤΊΚΗΤ ΝΥ βΑΡΉ Ν ΚΑΡδΊιΑ,
Τ ΧΌΡΑ τέΤΙ, ΦΛΑΚΑΡΉΖ.
ίσια μές τις εξοχές πηγαίνουν τα παιδιά, έδυσε ο ήλιος, ο ουρανός κοκκινίζει. η μάνα στέκεται με βαριά την καρδιά, το χωριό καίγεται, φλοκαρίζει.
ΛΌΝ ΤΑ ΞΌΛιΑ ΠΎΛΗΣ, ΠΎΛΗΣ ΠέΝΖΙ <ΠέΖΝΙ;>,
ΛΌΝ ΤΑ ΞΌΛιΑ ΠΥΛεΜιΌΤ ΠΚΑΝΊΖ…
ΤΑ ΠεδΊιΑ ΣΚΥΤΥΜέΝΑ ΠέΦΤΝΙ,
ιΑΝΑςΆ ΧΥΡΆΦ ΧΛιΥΡΉΖ.
ίσια μές τις εξοχές σφαίρες, σφαίρες πέφτουνε, μές τις εξοχές το πολυβόλο χτυπάει… τα παιδιά σκοτωμένα κείτονται, δίπλα το χωράφι πρασινίζει.
ΛΌΝ ΤΑ ΞΌΛιΑ ΌΣΗΠΣΑΝ δΕΝΔΡΎτσΚΑ,
ΛΌΝ ΤΑ ΞΌΛιΑ ΉΛιΥΣ ΠΆΛ ΛΑΜΒΡΉΖ…
ΛΌΝ ΤΑ ΞΌΛιΑ ΟΒεΛΉΣΚΗΣ ΣΠΡΎτσΚΑ,
ΤΥ ΧΥΡΆΦ ΣΜΆ τΗΜΑΤΊΖ.
ίσια μές τις εξοχές φύτρωσαν δεντράκια, μές τις εξοχές ο ήλιος πάλι λάμπει… μές τις εξοχές οβελίσκοι (μνημεία πεσόντων), το χωράφι κοντά (στα μνημεία) κυματίζει (τα σπαρτά).
ΚΌΖΜΥΣ, ΚΌΖΜΥΣ ΠΆΛ ΜΑΧΣΎΛ ΘΑ ΣΠέΡΝΙ,
ΘΑ ΦΗΤΡΌΣ ΚΗ ΠΆΛΙΣ ΘΑ ΦΛιΑΤΌΣ…
ΜΆΝΑ ΦΛΆι ΧΤΥΝ ιΌ-τσ ΧΑΡΤΊ ΝΑ ΠέΡΝΙ,
ΜΑ ΤΌΣ ΆΡΤΑ τέΝ ΖΔΑΝΌΣ…
άνθρωποι, άνθρωποι πάλι γεωργικά φυτά θα σπείρουνε, θα φυτρώσουν και πάλι θα βγάλουν φύλλα (θα μεγαλώσουν)… η μάνα περιμένει απο τον γιότης γράμμα να πάρει, αλλα εκείνος πιά δέν είναι ζωντανός…
3.10.1970 σελίδα152
ΠΆΣ ΛΊΓΥΣ ΌΝΙΜΑ ΥΒΆ
(ΑΠ ΤΟ ^ΜΗΧΑΉΛ ^ΜΑΤΥΣΌβΣΚΗι) μετάφραση απο τον Михаил Матусовский
ΣΝΑΡιΆΔιΑ ΣΠΆΝΝΙ, τέΤ ΦΥΤΊιΑ,
ΚΑΠΝΌΣ, ΝΔΥ ΧΌΜΑ ΤΑΡΑΧΤΌ…
ΜΗΣ ΠέΜΝΑΜ ΤΡΉιΑ, ΜΌΝΥ ΤΡΉιΑ,
ΑΧ ΤΑ ΠεδΊιΑ δΕΚΑΥΧΤΌ.
οβίδες σκάζουνε, καίει φωτιά, καπνός με χώμα ανακατεμένος… εμείς μείναμε τρείς, μόνο τρείς απο παιδιά δεκαοχτώ.
ΠΥΛΆ ΠΑΛΚΆΡιΑ, βΆι ΜΑΝΊτσΑ-Μ,
ΑτΉ ΣΚΥΤΌΘΑΝΙ ΠΥΛΆ,
ΣΜΆ ΣΤΥ ΑΖΜΌΝΙΤΥ Τ ΧΥΡΉτσΑ,
ΠΆΣ ΛΊΓΥΣ ΌΝΙΜΑ ΥΒΆ.
πολλά παλληκάρια, άχ, μανούλαμου, εκεί σκοτώθηκαν πολλά, κοντά στο αλησμόνητο το χωριουδάκι, πάνω στον ανώνυμο λόφο.
Τ ΡΑΚέΤΑ ΉΡΖΗΝ ΗΣΑΚΆΤΥ,
ΚΗ ΦΥΣΑΡΆιβΗΝΙ ΒΗΡΔΈΝ…
ΤΌΣ ΤΙΣ ΤΑ ΉδΙΝ τΉ ΖΜΥΝΆ-ΤΑ,
ΧΤΥ ΝΎ-Τ ΚΑΜΉιΑ-ΠΑ Τ\ΘΑ ΚΖέΝ.
η φωτοβολίδα γύριζε (απο τον ουρανό) ίσια κάτω, και φώτιζε με μιάς… όποιος τα είδα δέν τα ξεχνά, απο το νούτου ποτέ δέν θα βγούν.
ΤΌΣ τΉ ΖΜΥΝΆ-ΤΑ, βΆι ΜΑΝΊτσΑ-Μ,
ΑΤΆ ΤΑ ΠιΆΖΜΑΤΑ ΖεΣΤΆ,
ΣΜΆ ΣΤΥ ΑΖΜΌΝΙΤΥ Τ ΧΥΡΉτσΑ,
ΠΆΣ ΛΊΓΥΣ ΌΝΙΜΑ ΥΒΆ.
δέν τις ξεχνά, άχ, μανούλαμου, εκείνες τις μάχες τις πύρινες, κοντά στο αλησμόνητο χωριουδάκι, πάνω στον ανώνυμο λόφο.
ΔΥβΛΆιβΑΝ «^ΜΉΣΣεΡΗΣ» ΧΥΛΞΆΡΚΑ,
ΈΝ ΚΎΞ ΑΤΌΡΑ ΝΑ ΝΥΝΊΣ-Σ!
ΜΑ Τ\ΉΧΑΜ ΦΌβΥ, ΜΉΣ ΚΑΡδΆΡΚΑ
ΧΥΛΔΆιβΑΜ ΒέΚΚΑ ΠΆΣ ΦΑςΉΣΤΣ.
ορύονταν οι «Μίσσερες» (=μάρκα οπλοπολυβόλου) θυμωμένα, είναι δύσκολο τώρα να το φανταστείς! αλλα δέν είχαμε φόβο, εμείς θαρραλέα ορμούσαμε δυναμικά εναντίον στους φασίστες.
βΑΡΉ-ΠΑ Ν ΉΤΥΝ, βΆι ΜΑΝΊτσΑ-Μ,
ΝΑ τσ ΧΆΣΥΜ ΝΎΝΖΑΜ ΑΛΘΙΚΆ,
ΣΜΆ ΣΤΥ ΑΖΜΌΝΙΤΥ Τ ΧΥΡΉτσΑ,
ΠΆΣ ΛΊΓΥΣ ΌΝΙΜΑ ΥΒΆ.
δύσκολο κι άν ήταν, άχ, μανούλαμου, να τους αφανίσουμε λογαριάζαμε αληθινά, κοντά στο αλησμόνητο χωριουδάκι, πάνω στον ανώνυμο λόφο.
ΤΑ ΑιΑΧΤΆςΑ-Μ ΑΣ ΤΥΝ ΉΠΝΥ-Μ,
ΠΗΧΤΆ ΔΡΑΝΎ-τσ ΓΟ ΦΑΝΙΡΆ,
Τ ΖεΜΛιΆΝΚΑ ΦέΝΙΤ, ΤΊΓΛΥ ΉΤΥΝ,
ΚΑιΜέΝΥ ΠΆΝΥ ΝΔΑ δΕΝΔΡΆ.
τους συντρόφουςμου στον ύπνομου συχνά τους βλέπω ζωντανά, το σκαμμένο κατάλυμαμας φαίνεται όπως ήταν, φλεγόμενο επάνω με τα δέντρα. (το ακριβές νόημα, που το έβγαλα απο το ρωσσικό πρωτότυπο, βλέπε παρακάτω, είναι: το κατάλυμα όπου μέναμε ήταν μιά «ΖεΜΛιΆΝΚΑ», δηλαδή σκαμμένο μέσα στο βράχο ή στο χώμα, με τρία πατώματα. αυτό το σκαφτό κατάλυμάμας φαίνεται στα μάτιαμου όπως ήταν τότε, φλεγόμενο, δηλαδή με πεύκα φλεγόμενα επάνωτου)
ΘΑΡΉΣ, ΠΆΛ ΉΜΗ, βΆι ΜΑΝΊτσΑ-Μ,
ΝΔΑ ΑιΑΧΤΆςΑ-Μ ΚΑΡδΑΚΆ,
ΣΜΆ ΣΤΥ ΑΖΜΌΝΙΤΥ Τ ΧΥΡΉτσΑ,
ΠΆΣ ΛΊΓΥΣ ΌΝΙΜΑ ΥΒΆ.
θαρρείς πάλι είμαι, άχ, μανούλαμου, με τους συντρόφουςμου τους αγαπημένους κοντά στο αλησμόνητο χωριουδάκι, πάνω στον ανώνυμο λόφο.
σελίδα 154 παρακάτω δίνω το πρωτότυπο όπως το βρήκα στο διαδίκτυο, προσθέτω μετάφραση μηχανής. κατα τη γνώμημου αυτού του ποιήματος η μετάφραση δέν είναι τόσο πετυχημένη όσο των άλλων μεταφρασμένων εδώ ποιημάτων. προπάντων, στο πρωτότυπο λέει «άγνωστο» και όχι «αλησμόνητο» χωριουδάκι.
На Безымянной высоте.
Дымилась роща под горою, A grove smoked under a mountain,
И вместе с ней горел закат. And sunset burned together with it.
Нас оставалось только трое Us remained only three
Из восемнадцати ребят. From eighteen boys.
Как много их, друзей хороших, As much them, friends of good,
Лежать осталось в темноте,- Remained to lie in darkness, -
У незнакомого поселка, At an unknown settlement,
На Безымянной высоте. On the Nameless height.
Светилась, падая, ракета, Shone, falling, rocket,
Как догоревшая звезда, As a burning oneself out star,
Кто хоть однажды видел это, Who though once saw it,
Тот не забудет никогда. Tot will forget never.
Он не забудет, не забудет He will not forget, will not forget
Атаки яростные те – Attacks are furious those –
У незнакомого поселка, At an unknown settlement,
На Безымянной высоте. On the Nameless height.
Над нами «мессеры» кружили, Above us «messery» twirled,
И было видно, словно днем. And it was visible, as if in the day-time.
Но только крепче мы дружили But only we were friends stronger
Под перекрестным артогнем. Under a àðòîãíåì.
И как бы трудно ни бывало, And as though difficultly not worldly-wise,
Ты верен был своей мечте – You are faithful was the dream –
У незнакомого поселка, At an unknown settlement,
На Безымянной высоте. On the Nameless height.
Мне часто снятся те ребята – Often those boys dream me –
Друзья моих военных дней, Friends of my soldiery days,
Землянка наша в три наката, Dug-out our in three nakata, το σκαμμένο κατάλυμαμας, με τρία κάτια,
Сосна, сгоревшая над ней. Pine-tree, burning out above it. με πεύκα φλεγόμενα απο πάνωτου.
Как будто вновь я вместе с ними As though again I together with them
Стою на огненной черте – I stand on a fiery line –
У незнакомого поселка, At an unknown settlement,
На Безымянной высоте. On the Nameless height.
στην παρακάτω ιστοσελίδα μπορείτε να βρείτε και τη μουσική του παραπάνω τραγουδιού: http://koipkro.kaluga.ru/material/memory.htm
βΆι, ΚΑΡδΉτσΑ-ΜΥ…
βΆι, ΚΑΡΔΉτσΑ-ΜΥ, ΚΑΡδΉιΑ,
ΧΤΊΠΑ ΣΉ, ΠΗΧΤΆ – ΠΗΧΤΎτσΚΑ,
ΤΊΓΛΑ ΧΤΊΠΑΝΙΣ ΚΑΜΉιΑ,
ΑΝ ΤΑ ΉΜΝΙ ΚΌΜΑ ΜΚΎτσΚΥΣ.
άχ, καρδούλαμου, καρδούλα, χτύπα εσύ συχνά – συχνά, όπως χτυπούσες κάποτε όταν ήμουν ακόμη μικρό παιδάκι.
ΦέΤΥΣ ΗβδΥΜΗΝΔΑ ΠέΝΔΙ,
δΉ-ΜΑΣ ιΌΜΥΣΑΜΗ ΧΡΌΝιΑ,
ΚΣέΡΥ, ΚΣέΡΥ ΛΊΓΑ τέΝ ΤΑ,
ΜΉΣ ΤΑ ΠέΡΑΣΑΜ Ν ΤΑ ΠΟΝιΑ.
φέτος εβδομήντα πέντε οι δυόμας κλείσαμε χρόνια, ξέρω, ξέρω, λίγα δέν είναι αυτά εμείς που περάσαμε με πόνους.
ΜΑ ΣΉ ΧΤΊΠΑ, ΧΤΊΠΑ τιΆΛΥ,
δΌΣ-Με δΉΝΑ, δΌΣ-Με δΉΝΑ.
Τ\ΘέΛΥ ΤΊΠΥΝ-ΠΑ ΓΟ ΆΛΥ,
ΑΓΑΠΎ ΤΕΚ ΣέΝΑ ΉΝΑ…
αλλα εσύ χτύπα, χτύπα κι άλλο, δώσεμου δυνάμεις, δώσεμου δυνάμεις. δέν θέλω τίποτε άλλο, αγαπώ εσένα και μόνο… (δέν στέκεται να ερμηνεύσουμε οτι ο ποιητής δέν αγαπά τίποτε στον κόσμο εκτός του εαυτότου. το νόημα είναι: δέν ζητώ άλλο τίποτε, παρα μόνο εσύ να χτυπάς= δέν ζητώ τίποτε άλλο παρα μόνο ζωή. ουσιαστικά η καρδιά σε αυτό το ποίημα δέν είναι παρα προσωποποίηση της ζωής)
ΛΈΓΥ ΉΣΑ, ΛΈΓΥ ΉΣΑ,
βΆι, ΚΑΡδΉτσΑ-ΜΥ, ΓΌ ςέΝΓΚΑ:
ΠΎ τιΆΝ ΉΜΝΑΣ – ΥΚΣΥΠΉΣΑ,
ΠΆΝΔΑ ΦέΡΗςΚΗΣ ΗΣέΝΚΑ.
λέω ειλικρινά, άχ καρδούλαμου, λέω ειλικρινά, με χαρά: όπου κι άν ήμασταν, πίσω πάντα (με) έφερνες σώο. (=όποτε και άν απομακρυνόμασταν απο την ασφάλεια, δηλαδή μπαίναμε σε επικίνδυνες καταστάσεις, πάλι με έφερνες πίσω στην ασφαλή ζωή).
βΆι, ΚΑΡδΉτσΑ, ΧΤΊΠΑ, ΧΤΊΠΑ,
ΈΧΥ δΛΊΣ ΜεΓΌΛΑ ΚΌΜΑ…
ΘέΛΥ ΌΛΑ ΓΌ ΝΑ ΉΠΑ –
ΌΣ ΝΑ ΠΉΡΑΜ ΞΑΡΆΝ ΧΌΜΑ…
άχ, καρδούλα, χτύπα, χτύπα, έχω δουλειές μεγάλες ακόμα… θα ήθελα όλα (όσα με απασχολούν, όσα έχω κατα νού) να τα πώ, ώσπου να πάρουμε μιά χούφτα χώμα… (=εύχομαι προτού πεθάνω και θαφτώ να πώ όλα εκείνα που θέλω).
ΑΧ ΑΤΌ-ΠΑ, βΆι ΚΑΡδΉιΑ-Μ,
ΧΤΊΠΑ, ΧΤΊΠΑ ΣΉ ΠΗΧΤΎτσΚΑ,
ΤΊΓΛΑ ΧΤΊΠΑΝΙΣ ΚΑΜΉιΑ,
ΑΝ ΤΑ ΉΜΝΙ ΚΌΜΑ ΜΚΎτσΚΥΣ…
γι’αυτό ακριβώς, άχ καρδιάμου, χτύπα, χτύπα εσύ με συχνούς χτύπους, όπως χτυπούσες κάποτε όταν ήμουν ακόμα μικρό παιδάκι…
ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ 9.01.1994 σελίδα155
ΡΥΜέΚΥ ΓΛΌΣΣΑ, ΚΑΛΗΜέΡΑ!
βΆι, ΣΗ ΓΛΌΣΣΑ-ΜΥ ΡΥΜέΚΥ,
ΖΉΣΗ ΠΆΝΔΑ ΠΆΣ ΤΥΝ ΠΆΤΥ.
ΓΟ ΖεΣΤΆ ΠΥΛΈΜΖΑ, ΤΈΚΑ,
ΧΤ ΆΛΑ ΣΉ ΜΉ ΉΣΗ ΚΆΤΥ.
άχ, εσύ γλώσσαμου ρωμαίικη, ζήσε πάντα πάνω στη γή. εγώ με ζέση πολεμούσα, πάντως, απο τις άλλες (γλώσσες) εσύ να μήν είσαι κάτω.
ΉΣΗ ΣΉ ΞΗΞΆΚ ΜΥΡΦΉιΑ,
ΑΓΑΠΎ-Σε ΓΌ ιΆΝ Τ ΜΆΝΑ,
ΣΉ ΘΑ ΉΣΗ ΑΣ Ν ΚΑΡδΉιΑ-Μ,
ΌΣ ΠΥ ΖΎ, ΌΣ ΝΑ ΠεΘΆΝΥ.
είσαι σύ άνθος – ομορφιά, σε αγαπώ εγώ σάν μάνα, εσύ θα είσαι στην καρδιάμου όσο ζώ, ώσπου να πεθάνω.
ΤΆ ΤΑ ΚΡΉιΑ, ΆΓΡΑ ΌΡΗΣ,
δΆβΑΝ ΚΆΤΥ ΓΡΆδΑ - ΓΡΆδΑ,
ΚΗ ΣΤΥΝ ΤΌΠΟ-ΤΙΝ ΑΤΌΡΑ,
ΉΡΤΙΝ ΧΛιΆδΑ, ΉΡΤΙΝ ΧΛιΆδΑ.
εκείνες οι κρύες, άγριες ώρες διάβηκαν κάτω (=χάθηκαν) σειρά-σειρά (=η μιά μετά την άλλη), και στη θέσητους τώρα ήρθε ζεστασιά, ήρθε ζεστασιά.
(ας μου επιτραπεί μιά παρατήρηση: στις πολλές «άγριες ώρες» η ρωμαίικη γλώσσα άντεξε, τώρα στη «ζεστασιά» είναι που χάνεται)
ΈΧ, ΑΝΆΝΤιΑ ΉδΗΣ ΌΣΑ –
ΈΖΝΙΣ ΣΉ ΛΊΓΥΣ ΑΈΡΑ…
βΆι, ΤΥΚΌ-Μ ΡΥΜέΚΥ Τ ΓΛΌΣΣΑ –
^ΚΑΛΗΜέΡΑ! ^ΚΑΛΗΜέΡΑ!
έχ! καταπιέσεις βίωσες πόσες! ζούσες εσύ δίχως αέρα… πώ πω, δικιάμου ρωμαίικια γλώσσα! καλημέρα, καλή(σου) μέρα!
ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ 20.01.1994 σελίδα156
≈◊≈◊≈◊≈◊≈◊≈◊≈◊≈◊≈◊≈◊≈◊≈◊≈◊≈◊≈◊≈◊≈◊≈◊≈◊≈◊≈◊≈◊≈◊≈◊≈◊≈◊≈◊≈◊≈◊≈◊≈◊≈◊≈◊≈
- - - - - - - - - - - - - - ΒΑΛΛΆΔΙΣ - - - - - - - - - - - - - -
Απο εδώ αρχίζει το δεύτερο μέρος του βιβλίου, που ονομάζεται «μπαλλάντες». Είναι αφηγηματικά ποιήματα των οποίων το υλικό προέρχεται εξ ολοκλήρου απο την πλούσια και παλαιότατη παράδοση των ελληνικών ακριτικών τραγουδιών. Ουσιαστικά τα ποιήματα αυτά δέν είναι άλλο απο ελληνικά ακριτικά και ευρύτερα ηρωικά (επικού χαρακτήρα) παλαιότατα τραγούδια όπως τα απέδοσε, ώς ενεργητικός φορέας της ελληνικής παράδοσης, ο Λεόντιος Κυριάκοβ. Το μέτρο αυτών των ποιημάτων είναι επι το πλείστον ζευγάρια παραδοσιακών ελληνικών δεκαπεντασύλλαβων, που ο καθένας γράφεται ώς 1 οκτασύλλαβος & 1 επτασύλλαβος, και τα άλλα ωστόσο μέτρα που χρησιμοποιούνται είναι παραδοσιακά ελληνικά. Τα περισσότερα ποιήματα που διασκεύασε ο Λ. Κυριάκοβ έχουν ομοιοκαταληξία σάν τα άλλατου ποιήματα, αλλα λίγα απο αυτά που τα παραδίδει αυτούσια, δέν έχουν ομοιακαταληξία.
ΜΑΝΎΛΗΣ ΚΗ ιΑΝΙΞΑΡΣ
ΧΤΑ ΠΣΗΛΆ βΥΝΆ ΜΥΡΦΉιΑΣ
ΣΌΝ ΦΟΝΊ ΑΧ ΤΑ ΚεΦΆΡιΑ
ΌΣ ΑΡΓΌΣ ΣΝ ΚΟΡΞΜΆ ςΗΝΓΚΛΈβΝΙ –
ΧΥΝΥςέβΝΙ ΤΑ ΠΑΛΚΆΡιΑ.
απο των ψηλών βουνών τις ομορφιές φτάνει (=έρχεται) φωνή απο κιθάρες (=γενικότερα, έγχορδα όργανα). ώς αργά στην ταβέρνα γλεντούν, κάνουν παρέα τα παλληκάρια.
ΛΑΧΑΡΔΈιΣ Ν ΚΟΡΞΜΆ ιΥΜΆΤΥ,
ΠΝΈςΚΝΙ ΌΛ-ΠΑ ΧΑΡΥΜέΝΑ.
ΜΌΝΥ ΉΣ ΤΕΚ ΠΑΛΗΚΆΡΟΣ
ΤΥ ΞΗΡΆι-Τ ΈΝ ΤΥςΝΙΜέΝΥ.
(χαρούμενες) κουβέντες η ταβέρνα γεμάτη, πίνουν όλοι χαρούμενοι. ένα και μόνο παλληκάρι: το πρόσωποτου είναι στενοχωρημένο.
- ΠΌΣ ^ΜΑΝΎΛΗΣ, ΚΆΘΙΣ ΤΊΝΞΚΑ,
ΤΊΓΛΥ βΆΡΥΣ Ές Ν ΚΑΡδΊιΑ–Σ?
Πέ-ΤΥ ΜΉΣ-ΠΑ ΆΣ ΤΥ ΚΣέΡΥΜ,
ΡΌΤΣΗΝ ΉΣ ΑΧ ΤΑ ΠεδΊιΑ.
- τί συμβαίνει, Μανώλη, και κάθεσαι σιωπηλά, τί είδους βάρος έχει η καρδιάσου; πέςτο και μείς να το ξέρουμε, ρώτησε ένας απο τους νεαρούς.
- ΤΌΣ Ές ΌΜΥΡΦΥ ΗΝΈΚΑ, -
ΣΤ ΛΑΧΑΡΔΊ ΖΜΉιΝ ιΑΝΙΞΆΡΗΣ, -
ΤΥ ΞΗΡΆι-τσ ΈΝ ΚΌΤ\ΝΥ ΜΉΛΥ,
ΜΑ Ές ΆΛΥ ΠΑΛΗΚΆΡΗ…
- «αυτός έχει όμορφη γυναίκα» στη συζήτηση μπήκε ένας γενίτσαρος, «το πρόσωπότης είναι κόκκινο μήλο, αλλα έχει άλλο παλληκάρι…
Σ ^ΔιΎΛ ^ΒΑΧΞΆ βΡΑδΝΈςΑ ΉδΑ,
ΉΤΥΝ ΤΊ ΔΥΖΑΝΙΜέΝΣΑ,
Ν ΈΝΑ ΆΛΥ ΠΑΛΗΚΆΡΗ
δΆιΝΙΝ ΤΊ ΑΝΓΚΑΛΗΖΜέΝΣΑ…
στο Cyl-Bahxa (Κήπο των Ρόδων) βραδυνή την είδα, ήτανε περιποιημένη (=καλοντυμένη, καλοχτενισμένη κλπ), με ένα άλλο παλληκάρι βάδιζε αυτή αγκαλιασμένη…»
ΤΌΤ ^ΜΑΝΎΛΗΣ ΡΆΝτσΗΝ ΣΚΌΘΙΝ,
τΉ ΓΡΗΚΆ-ΤΥ ΤΊ ΥΓΡΆιΣΗΝ…
ΤΥ ΣΠΑΘΊ ΤΌ Τ ΌΡΑ ΠΉΡΗΝ,
ιΆΝ Τ ΣΤΡΑΠΉιΑ ΦΥΣΑΡΆιΣΗΝ.
τότε ο Μανώλης πετάχτηκε σηκώθηκε, δέν καταλαβαίνει τί του έτυχε… το σπαθίτου εκείνη την ώρα πήρε, σάν αστραπή έλαμψε.
- Ν Ές ΑΣΛΊ, ΣΉ Πέ-ΤΥ ΜέΝΑ,
ΤΊΓΛΥ ΦΌΡΝΙΝ ΦΥΡΗΣΉιΑ
ΚΗ ΑΤΌΤΙ ΣΉ ΤΎ ΉΠΗΣ
ΘΑ ΠΗΣΤΈΠΣ ΤΥΚΌ-Μ ΚΑΡδΊιΑ!
- «άν έχει αλήθεια, εσύ πέςμου τί είδους φορούσε ρούχα, και τότε αυτό που είπες θα το πιστέψει η δικήμου καρδιά!»
- Π ΠΆΝΥ ΦΌΡΝΙΝ ΑΣΠΡΟΦΌΡιΑ,
Π ΚΆΤΥ – ΚΌΤ\ΝΑ ςΑΡΟβΆΡιΑ…
ΚΗ ΑΣ Τ ΓΎΛΑ-τσ ΝΔΑ ΖΗΝΔζΉΛιΑ…
ΧΑΧΑΝΊΣΤΑΝ ιΑΝΙΞΆΡΗ.
- «απο (τη μέση και) πάνω φορούσε άσπρα, απο (τη μέση και) κάτω κόκκινα σαλβάρια… και στο λαιμότης (ήτανε) με αλυσίδες (=χρυσές, κοσμήματα)…» χαχάνισαν οι γενίτσαροι.
βΆι, ΓΡΑΦΉ ΣΉ ΥΓΥΡΣΎΖΚΥ!...
ΧΤΥ ΤΡΑΠέΖ ^ΜΑΝΎΛΗΣ ΣΚΌΘΙΝ,
Τ ΆΛΓΥ-Τ ΣέΛΥΣΗΝ ΤΌ Τ ΌΡΑ,
ΑΧ ΤΥ ΣΉΡΤ ΑΠΉΣΥ ΜΛΌΘΙΝ.
ώ, γραφτό άτυχο (=μοίρα εσύ κακή)! απο το τραπέζι ο Μανώλης σηκώθηκε, το άλογότου σέλλωσε αμέσως, απο τη ράχη (του βουνού απο πίσω χάθηκε.
ΛΌΝ ΤΑ ΞΌΛιΑ, ΛΌΝ ΤΑ ΔζΆΠιΑ,
ΒΥςΑΤΡΆιΣΗΝ Τ ΆΛΓΥ-Τ ΆΓΡΑ. (ΒΥςΑΤΡΆιΣΗΝ μάλλον απο το τουρκ. ΒΟς =άδειο)
Σ ΣΠΉΤ-ΤΙΝ βΡέΘΙΝ ΧΥΛιΑΖΜέΝΥΣ
ΤΥ ΞΗΡΆι-Τ ΞΆΧ ΉΝΔΥΝ ΜΆβΡΥ…
πέρασε εξοχές, πέρασε βουνά, εξάντλησε το άλογοτου υπερβολικά. στο σπίτιτου βρέθηκε χωλιασμένος, τόσο που το πρόσωποτου έγινε μαύρο…
ΣΉ, ΓΑιδΎΡΑΣ ΚΌΡ, ΝΆ Πέ-ΤΥ
ΠΎ ΣΗ ΉδΙΝ ιΑΝΙΞΆΡΗΣ,
ΝΔΑ ΠΥΡΠΆΤΑΝΙΣ βΡΑδΝΈςΑ
Ν ΈΝΑ ΆΛΥ ΠΑΛΗΚΆΡΗ?
- «εσύ, γαϊδούρας κόρη, έ, πέςτο, πού σε είδε ο γενίτσαρος καθώς περπατούσες βραδυνή με ένα άλλο παλληκάρι;»
- ΤΌ ΈΝ ΠΣέΜΑ, ΜΉ ΤΥ ΠΣΤΈβΗΣ,
τΉΜΝΙ ΠδΙΝΑ-ΠΑ ΚΑΜΉιΑ,
ΜΆ ΤΥΝ ΉΛιΥ, ΜΆ ΤΥΝ ΦέΝΚΥ,
ΣέΝΑ ΈΧΥ ΤΈΚ ΣΝ ΚΑΡδΊιΑ-Μ…
-«αυτό είναι ψέμα, μή το πιστεύεις, δέν ήμουν πουθενά ποτέ, μά τον ήλιο, μά το φεγγάρι, εσένα έχω μόνο στην καρδιάμου…»
ΤΥ ΣΠΑΘΊ ΣΤ ΑΈΡΑ ςΎΡΚΣΗΝ,
βΆι, ΤΑ δΛΊιΣ ΈΝ ΠΑΡΑΚΆΤΑ!
ΔΥΓΡΑιΜέΝΣΑ δΌ ΚΑΛΊτσΑ-Τ,
ΣΜΆ ΣΤΑ ΠδΆΡιΑ-Τ ΠέΛΣΗΝ ΚΆΤΥ…
το σπαθί στον αέρα σφύριξε, ώ! οι πράξεις είναι πιά παρελθόν! σφαγμένη εδώ η αγαπημένητου, κοντά στα πόδιατου έπεσε κάτω…
ΔΡΆΝΣΗΝ ΈΜΒΡΥ-Τ, ΔΡΆΝΣΗΝ ΠΉΣΥ-Τ,
δΙΝΑΤΆ ΚΑΡδΊιΑ-Τ ΠΌΝΣΗΝ…
ΧΎΝΣΗΝ ΠΉΡΗΝ-ΔΙΝ ΣΤΑ ςέΡΑ-Τ
ΚΗ ΤΑ έΜΑΤΑ-τσ ΤΌΣ ΦΣΌΝΚΣΗΝ…
κοίταξε μπροστάτου, κοίταξε πίσωτου, δυνατά η καρδιάτου πόνεσε… όρμησε την πήρε στα χέριατου και τα αίματης αυτός σφούγγιξε…
- ΓΝΈΦΤΑ Τ ΈΝΑ-Μ, ΤΥ ΜΥΡΦΎτσΚΥ-Μ,
ΓΝΈΦΤΑ δΊ-ΜΑΣ ΆΣ ΧΥΡέΠΣΥΜ,
ΑΣ ΜΑΣ δΎΝΙ ιΑΝΙΞΆΡΗ,
ΑΣ ΜΑΣ δΎΝ ΚΗ ΆΣ ΖΛΈΠΣΝΙ.
-«ξύπνα το μοναδικόμου, το ομορφούλικομου, ξύπνα οι δυόμας να χορέψουμε, να μας δούνε οι γενίτσαροι, να μας δούν και να ζηλέψουνε.
ΣΉΚΥ, ΜΛέτσΑ-Μ, ΓΝΈΦΑ, ΓΝΈΦΑ
ΚΗ δΑΦΤΌΜ-ΠΑ ΓΌ ΚΑιΜέΝΥΣ,
ΆΣ ΧΑΡΉ ΤΥΚΌ-Μ ΚΑΡδΊιΑ,
ΜΉιΑ τιΆΛΥ ΑΝΔΙ ΣέΝΑ…
σήκω, μικρήμου μηλιά, ξύπνα, ξύπνα, και εγώ ο καημένος: άς χαρεί η καρδιάμου μιά φορά ακόμη με σένα…»
ΛΊΓΥΣ ΆΚΡΑ, ΑΝΔΥ δΆΚΡΥ,
ΠΑΡ<Α>ΚΑΛΝΙΝ ^ΜΑΝΥΛΆτΗΣ…
…ΤΥΝ δΑΦΤΌΤ-ΠΑ ΤΌΣ ΔΥΓΡΆιΣΗΝ,
ΣΜΆ ΣΝ ΚΑΛΊτσΑ-Τ ΠέΛΣΗΝ ΚΆΤΥ…
ατελείωτα, με δάκρυα, παρακαλούσε ο Μανωλάκης… …και τον εαυτότου αυτός έσφαξε, κοντά στην αγαπημένητου έπεσε κάτω…
ΤΈΚ ΜΑΚΡΆ ΧΤΑ ΔζΆΠιΑ ΠΆΝΥ,
ΚΌΜΑ ΉΡΚΗΝΔΥΝ ΛΑΛΊιΑ:
«ΜΆ ΤΥΝ ΉΛιΥ, ΜΆ ΤΥΝ ΦέΝΚΥ,
ΣέΝΑ ΈΧΥ ΤΈΚ ΣΝ ΚΑΡδΊιΑ-Μ».
μόνο μακριά απο τα βουνά επάνω, ακόμα ερχόταν φωνή: «μά τον ήλιο, μά το φεγγάρι, εσένα έχω μόνο στην καρδιάμου».
…ιΑΝΙΞΆΡΗ ςέΡΝΙ, ΠΝΈςΚΝΙ…
Τ ΆΛΓΥ-Τ ΈΦΧΗΝ ΑΛςΑΖΜέΝΥ… (όχι το τουρκ. alıш- =συνηθισμένο)
ΧΤΑ ΠΣΗΛΆ ΤΑ ΠΛΊιΑ βέΛΓΖΑΝ –
ΧΎΛΖΑΝ ΆΓΡΑ, ΤΥςΝΙΜέΝΑ.
…οι Γενίτσαροι χαίρονται, πίνουνε… το άλογοτου έφυγε λυσιασμένο… απο ψηλά τα πουλιά κοίταζαν – φώναζαν άγρια, λυπητερά.
30.01.1974
ΤΡΉιΑ ΜΗΡΎ ΓΑΜΒΡΌΣ
ΚΆΘΑ ΜέΡΑ, ΛΊΝΔΙ ΜέΡΑ,
ΦΌΣ τΉ ΔΡΆΝΑΝΙΝ ΧΤΥ δΆΚΡΥ,
ΠΆΠΥΣ ΈΣΚΑΦΤΙΝ ΠΗΓΆδΙ,
ΣΜΆ ΣΤΥ ΔζΆΝ, ΑΣ ΧΌΡΑΣ Τ ΆΚΡΑ. (λάθος αντί για ΔζΑΠ;)
κάθε μέρα, όλην τη μέρα, φώς δέν έβλεπε απο το δάκρυ, ένας παππούς έσκαβε πηγάδι κοντά στο βραχώδες ύψωμα στου χωριού την άκρη.
ΧΑιΑδΊΤΚΥ ΔζΆΝ ΔΥΓΡΆιβΗΝ –
τΉςΗΝ ΤΌΣ ΑΝΑΠΠΑΉιΑ:
ΤΥ δΙΚςΌ-Τ ΤΥ ςέΡ ΆΝ ΠΌΝΣΗΝ,
ΝΔΥ ΞΥΛΆΧΚΥ-Τ ΈΦΤΑιΝ δΛΊιΑ.
βραχώδες έδαφος πελεκούσε, δέν είχε αυτός ανάπαυση: το δεξίτου το χέρι κι άν πονούσε, με το αριστερό έκαμνε δουλειά.
ΤΊΣ ΤΥ ΚΣέΡ ΤΊ ΠΌΝΥ ΉςΗΝ
ΚΗ ΤΊ βΆΣΤΑΝΙΝ ΣΝ ΚΑΡδΊιΑ…
ιΑΝΑςΆ-Τ ΞΗΞΆΚιΑ ΛΆΜΒΡΖΑΝ
ΚΗ ΤΡΑΓΌδΑΝΑΝ ΤΑ ΠΛΊιΑ.
ποιός το ξέρει τί πόνο είχε και τί βαστούσε στην καρδιά(του)… δίπλατου τα λουλούδια έλαμπαν και τραγουδούσαν τα πουλιά.
ΜΑ ΑΤΌΣ ΧΑΡΆ ΉΞ τΉςΗΝ, μα αυτός χαρά |{ίΞ| κί είχεν,
βέΛΓΖΗΝ ΤΈΚ ΠΗΧΤΆ ΑΣ Τ ΣΤΡΆΤΑ, βίγλιζε |ΤΕΚ| πηχτά εις τη στράτα,
ΑΝΑΣΤΈΝΑΖΗΝ βΑΡέιΑ αναστέναζε βαρέα
ΚΗ ΠΆΛ ΈΣΚΑΦΤΙΝΙ ΠΆΤΥ. και πάλι έσκαφτε-νε πάτο.
αλλα αυτός χαρά καθόλου δέν είχε, κοίταζε μόνο συχνά στο δρόμο, αναστέναζε βαριά και πάλι έσκαβε τη γή.
ΛΌΝ Τ ΣΤΡΑΤΊτσΑ ΑΤΌ Τ ΌΡΑ
ΉΣ ΑΛΓΆδΙΣ ΦΑΝΙΡΌΘΙΝ,
ΣΜΆ ΣΤΗΝ ΠΆΠΥ ΉΡΤΙΝ ΣΤΆΘΙΝ…
ΠΆΠΥΣ ΔΌΧΤ\ΙΝ, ΠΆΝΥ ΣΚΌΘΙΝ.
κατα μήκος του μικρού δρόμου εκείνη την ώρα ένας καβαλλάρης φάνηκε, κοντά στον παππού ήρθε στάθηκε, ο παππούς (τον) υποδέχτηκε, επάνω σηκώθηκε.
- ΤΊ Αιτσ ΚΛΈιΣ ΚΗ ΣΚΆΦΤΙΣ, ΠΆΠΥ?
ΤΊΓΛΥ ΆΓΡΥ ΤΡΌι-Σε ιΌΜΑ? (βλέπε ιΥΜέΝΥ)
- ΓΌ ΤΎ ΚΛΈΓΥ, ΤΌ ΈΝ δΆΚΡΥ,
ΓΌ ΤΎ ΣΚΆΦΤΥ, ΤΌ ΈΝ ΧΌΜΑ.
- τί έτσι κλαίγοντας σκάβεις, παππού; τί είδους άγριο σε τρώει σαράκι; - αυτό που κλαίω είναι δάκρυ, αυτό που σκάβω είναι χώμα.
ΈΝΑ ΉΧΑ ΠΑΛΗΚΆΡΗ,
ΠΑΝΔΡΗΜέΝΥΣ ΤΡΉιΑ ΜέΡΗΣ,
Άιτσ, ΑΝ Τ ΆΛΓΥ, ιΆΝΔΙ ΣέΝΑ,
ΚΆτστσΗΝ δΆιΝ ΑΣ ΤΥ ΣΗΦέΡΗ.
ένα είχα παλληκάρι, παντρεμένος τρείς μέρες, έτσι, στο άλογο, σάν εσένα, κάθισε, πήγε σε εκστρατεία.
δΆιΝ ΝΑ ΚΆΜ ΤΟΣ ΤΡΆΝΔΑ ΜέΡΗΣ, εδιάβη να κάμει αυτός τριάντα μέρες,
ΜΑ τέΝ ΆΡΤΑ δΈΚΑ ΧΡΌΝιΑ… μα κί ένι |ΑΡΤΙQ| δέκα χρόνια…
ΦΛΆΓΥΜ ΤΟΝΑ ΜέΡΑ-ΝΊΧΤΑ, φυλάγουμε-τονα μέρα-νύχτα,
ΚΑΤΙΛΊΓΑΜ ΑΧ ΤΑ ΠΌΝιΑ… κατελύθημεν εκ τα πόνια…
πήγε να κάνει (στην εκστρατεία) τριάντα μέρες, αλλα λείπει ήδη δέκα χρόνια… τον περιμένουμε μέρα-νύχτα, λιώσαμε απο τους πόνους…
ΑΤΌ Τ ΌΡΑ ^ΚΥΣΤΑΝΔΊΝΥΣ,
ΣΜΆ ΣΤΥΝ ΠΆΠΥ βΡέΘΙΝ ΚΆΤΥ.
- ^ΚΥΣΤΑΝΔΊΝΥΣ, ιΌ-Σ ΓΟ ΉΜΗ,
ΔΡΆ ΧΑΡςΎ-Μ ΚΑΛΆ ΣΗ, ΤΆΤΑ!
εκείνη την ώρα ο Κωνσταντίνος κοντά στον παππού βρέθηκε κάτω. – «ο Κωνσταντίνος, ο γιόςσου είμαι, κοίταξεμε στο πρόσωπο καλά, πατέρα!»
- ^ΚΥΣΤΑΝΔΊΝΥ-Μ… ΤΥ ΠεδΊ-ΜΥ!
δΊ-ΤΙΝ ΧΆΡΑΝ, ΑΝΓΚΑΛΊΘΑΝ…
- ΠΎ ΈΝ ΜΆΝΑ-Μ ΚΗ ΚΑΛΊτσΑ-Μ?
ΣΤΆΘΑΝ δΊ-ΤΙΝ ΚΗ ΡΥΤΊΘΑΝ.
- «Κωνσταντίνε-μου… το παιδίμου!» οι δυότους χάρηκαν, αγκαλιάστηκαν… - «πού είναι η μάναμου και η αρραβωνιαστικιάμου;» στάθηκαν οι δυότους και ρώτησαν ο ένας τον άλλον.
- ΜΆΝΑ-Σ ΠέΣΥ ΈΝ, ΚΑιΜέΝΣΑ,
ΦΛΆι-Σε ΠΆΝΔΑ, ΚΛΈ, ΣΚΥΤΎΘΙ…
Α Ν ΚΑΛΊτσΑ-Σ ΖΌΡΛΑΝ ΤΎΡΚΥΣ,
ΠΉΡΗΝ ΠΣέΣ ΝΑ ΣΤΙΦΑΝΎΤΙ…
- «η μάνασου μέσα (στο σπίτι) είναι, η καημένη, σε περιμένει πάντα, κλαίει, σκοτώθηκε… ενώ την αρραβωνιαστικιάσου, με τη βία ένας Τούρκος την πήρε χτές να (την) στεφανωθεί…
ΆΛΓΥ Ν ΈςΣ ΚΑΛΌ ΚΗ ΞΆΛΚΥ,
ΚΑΤΑΣΌΝΣ ΝΑ ΠΆιΣ ΑΣ Τ ΌΡΑ-Τ.
- ΤΥ ΔΥΓΚΎΝ ΠΎ ΈΝ ΣΉ Πέ-ΤΥ?
- ΤΥ ΔΥΓΚΎΝ ΈΝ ΣΤ ΆΛΥ Τ ΧΌΡΑ!
άλογο άν έχεις καλό και γρήγορο, προλαβαίνεις να πάς έγκαιρα». – «ο γάμος πού είναι (να γίνει), πές(μου)το» - «ο γάμος είναι (να γίνει) στο άλλο το χωριό».
ΤΑ ΔΙΖΓΚΉΝιΑ ΆΜΑ ΠιΆΚΗΝ,
βΡέΘΙΝ ΆΡΤΑ ΤΌΣ ΠΆΣ Τ ΣέΛΑ.
ΤΆΤΑ-Τ ΧΎΛΚΣΗΝ! – ΚΥΣΤΑΝΔΊΝΥ –
ΥΚΣΥΠΉΣΑ ΞΆΛΚΑ ΈΛΑ!
τα χαλινάρια σάν έπιασε, βρέθηκε ήδη πάνω στη σέλλα. ο πατέραςτου φώναξε: «Κωνσταντίνε! πίσω γρήγορα να γυρίσεις!»
«ΣΤΥ ΚΑΛΌ!» ΌΣ ΝΑ ΤΥΝ ΉΠΗΝ,
ΜΛΌΘΙΝ ΤΌΣ ΧΤΥ ΣΉΡΤ ΑΠΉΣΥ,
ΤΈΚ ΤΑ ΠΎΧΝΙΣ ΣΚΌΘΑΝ ΠΆΝΥ,
ΚΗ ΒΗΡΔΈΝ Τ ΑΈΡΑ ΦΉΣΣΗΝ.
«στο καλό!» ώσπου να του πεί, χάθηκε αυτός στη ράχη (του βουνού) απο πίσω, μόνο οι σκόνες (φάνηκαν που) σηκώθηκαν, και με μιάς αέρας (μόνο έμεινε που) φύσηξε.
ΚΥΣΤΑΝΔΊΝΥΣ ΞΆΛΚΑ βΡέΘΙΝ,
ΣΤΥ ΔΥΓΚΎΝ, ΑΣ Τ ΆΛΥ ΧΌΡΑ,
ΠΥ ΘΑ ΉΝΔΥΝ ΝΊΦ ΚΑΛΊτσΑ-Τ,
ΤΌΣ ΚΑΤΈΣΥΣΗΝ ΑΣ Τ ΌΡΑ-Τ.
ο Κωνσταντίνος γρήγορα βρέθηκε στο γάμο, στο άλλο χωριό, όπου θα γινόταν νύφη η αρραβωνιαστικιάτου, αυτός κατέφθασε έγκαιρα.
Τ ΆΛΓΥ-Τ ΧΡΎΜτσΗΝ ΚΗ ΚΑΛΊτσΑ-Τ
ΉδΙΝ ΤΥΝ ΑΓΑΠΗΜέΝΥ-τσ.
ΜΑ ΝΆ ΦΧΗ ΝΔΥΝ ^ΚΥΣΤΑΝΔΊΝΥ να έφυγε
ΖέΡ ΠΥΡΉ ΤΊ ΛΊΓΥΣ ΠΣέΜΑ?
το άλογοτου χρεμέτισε και η αρραβωνιαστικιάτου είδε τον αγαπημένο-της. αλλα να φύγει με τον Κωνσταντίνο μήπως μπορεί αυτή δίχως ψέμα;
ΛΈ ΤΥΝ ΤΎΡΚΥ: - ΓΆΚΑ-Μ ΉΡΤΙΝ,
Σ ΠΆΓΥ ΠέΣΥ ΑΣ ΤΥΝ ΠΆΡΥ…
ΧΤΥ ΤΡΑΠέΖ ΚΖέιΝ ΞΆΛΚΑ – ΞΆΛΚΑ,
ΛΊΓΥΣ ΧΡΆΡ ΚΑΡδΊιΑ-τσ ΧΆΡΗΝ.
λέει στον Τούρκο: «ο μεγάλοςμου αδερφός ήρθε, άς πάω μέσα να τον δεχθώ…» απο την τραπεζαρία βγαίνει γρήγορα γρήγορα, δίχως όριο η καρδιάτης χάρηκε.
ΧΑΤΑΛΆιΚΣΗΝ, ΚΣέιΝ ΑΠ ΠέΣΥ,
ΞΆΛΚΑ ΣΌΝ ΑΣ ΤΥ ΗΡΉ-ΤΙΝ jeeri
ΔΗ βΗΓΛΊΣ ΑΤΌ Τ ΣΤΡΑΤΊτσΑ
ΠΎΧ ΠΥΡΎΝ ΝΑ ΦΧΥΝΙ δΊ-ΤΙΝ.
έτρεξε, βγαίνει απο μέσα, γρήγορα φτάνει στην αυλόπορτατους. εδώ κοιτάζει εκείνο το δρομάκι απο όπου μπορούν να φύγουνε οι δυότους.
ΣΤΥΝ ΑΛΓΆδ ΤΊ ΠΉιΝ ΚΗ ΛΈ-ΤΥΝ:
- ΧΥΤΧΑΡΆι-ΜΕ, ^ΚΥΣΤΑΝΔΊΝΥ-Μ!
δΈΚΑ ΧΡΌΝιΑ ΣέΝΑ βέΛΓΖΑ,
ΆΛΥ τΉΧΑ ΓΌ ΚΑΝΊΝΑ.
στον καβαλλάρη πήγε και του λέει: «σώσεμε, Κωνσταντίνεμου! δέκα χρόνια εσένα (να δώ) κοίταζα, άλλον δέν είχα κανέναν».
Α ΠΆΧ Τ ΣέΛΑ βέΛΓΖΗΝ ΤΊΤΚΥΣ,
ΤΊΓΛΥΣ ΦέΝΙΝ-ΔΥΝ ΣΤΑ ΜΆΤιΑ-τσ.
ΤΌ ΑΛΊΓΣΗΝ, ΦΉΛΣΗΝ ΤΙΝΑ –
ΠέΜΝΑΝ ΠΉΣΥ ΤΑ ΦΑΡΜΆτιΑ…
ενώ απο τη σέλλα κοίταζε με τέτοια μορφή, όπως φαινόταν στα μάτιατης (όσον καιρό ήταν μακριάτης= την κοίταζε έφιππος και είχε ακριβώς τη μορφή που διατηρούσε μές το νούτης όλον τον καιρό που της έλειπε). Τότε έσκυψε, την φίλησε – έμειναν πίσω (=έγιναν παρελθόν) τα φαρμάκια…
ΧΎΝΣΗΝ – ΠΉΡΗΝ-ΔΙΝ ΠΆΣ Τ ΆΛΓΥ,
ΤΌΣ ΚΑΝΊΝΑ τΉ ΦΥβΉΘΙΝ.
ΑΧ ΤΑ ΧΑΡΆ ΚΑΛΊτσΑ-Τ ΈΚΛΙιΝ,
ΑΝ Τ ΑΓΆΠ ΤΊ ΑΝΓΚΑΛΊΘΑΝ.
όρμησε, την πήρε πάνω στο άλογο, αυτός κανέναν δέν φοβήθηκε. απο τη χαρά η αγαπημένητου έκλαιγε, με αγάπη αυτοί αγκαλιάστηκαν.
ΤΥ ΣΠΑΘΊ-Τ ΧΤΥΝ ΉΛιΥ ιΆΛΖΗΝ.
ΑΧ ΤΥ ΣΉΡΤ ΑΠΉΣΥ ΠΚΌΘΑΝ απικώθαν (αφίκοντο)= βρέθηκαν
ΚΗ ΚΑΝΊΣ-ΠΑ τΉδΑΝ-τς ΆΛΥ,
ΤΈΚ ΤΑ ΠΎΧΝΙΣ ΠΆΝΥ ΣΚΌΘΑΝ…
το σπαθίτου απο τον ήλιο γυάλιζε. απο τη ράχη (του βουνού) πίσω φτάσανε. και κανένας δέν τους είδε (απο το χωριό του Τούρκου, απο όπου την πήρε), μόνο οι σκόνες σηκώθηκαν… (=φάνηκε μόνο ο κουρνιαχτός απο τον καλπασμό)
ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ 10.11.1974 σελίδα163
Η ιστορία αυτή μοιάζει καταπληκτικά με την αναγνώριση του Οδυσσέα απο τον γιότου Τηλέμαχο. Παρόμοιο με της Οδύσσειας είναι και το όλο θέμα του ποιήματος.
ΤΙΜΉΖΚΥ ΑΓΆΠ
αυτό το ποίημα είναι βασισμένο σε δημοτικά τραγούδια που δημιουργήθηκαν σε παραθαλάσσια μέρη, προφανώς στην Κριμαία. κοντά στη θάλασσα, στις εκβολές κάποιου ποταμού οι γυναίκες έπλεναν τα ρούχα στο νερό του ποταμού, απλώνονταςτα σε έναν πλατύ βράχο.
ΣΉΜΥΡ ΓΛΆΡΟΣ* ΉΞ τΉ ΚΆτστσΗΝ
ΠΆΣ Τ ΧΑιΆ ΤΥ ΗΠΛΥΞΆΡΚΥ…
ςέιΑ ΈΠΛΙςΚΗΝΙ ΠΆΝΥ
ΚΥΡΑΣέιΑ ιΆΝΔΥ <ΆΝΔΥ> δΆΚΡΥ.
σήμερα γλάρος καθόλου δέν κάθισε πάνω στο βράχο όπου απλώνουν (πλένοντας) τα ρούχα… ρούχα έπλενε εκει πάνω μιά κοπέλα με δάκρυ.
*ΓΛΆΡΟΣ – ΞΑιΚΑ (ΝΟβΟΓΡ.)
ΈΜ ΤΡΑΓΌδΑΝΙΝ, ΈΜ ΈΚΛΙιΝ, τραγώδανεν, έκλαιεν,
βΆΡΥς ΉςΗΝ ΠΆΣ Ν ΚΑΡδΊιΑ, βάρος είχε πάνω στην καρδία,
ΝΔΥ ΤΡΑΓΌδ ΑΤΊ ΒΗΛΔΡΆιΖΗΝ εν τω τραγώδι αυτή |ΒίΛΔίΡ|άιζεν
ΆΝΔΡΑ-τσ ΠΌΣ τέΝ Χ ΚΣεΝΙΤΉιΑ. άνδρα-της πώς κί έν εκ ξενιτεία
απο τη μιά τραγουδούσε, απο την άλλη έκλαιγε (=συνάμα τραγουδούσε και έκλαιγε), βάρος είχε πάνω στην καρδιάτης, με το τραγούδι εξηγούσε ο άντραςτης πώς (έγινε και) έλειπε, δέν γύρισε απο την ξενιτειά.
ΦΌΣ τΉ ΔΡΆΝΑΝΑΝ ΤΑ ΜΆτιΑ-τσ,
ΚΗ ΜΑΚΡΆ ΤΥ ΝΎΝΖΜΥ-τσ δΆιΝΙΝ…
ΓΛΆΡΟΣ ΠέΤΑΝΙΝ ΑΠΆΝΥ-τσ
ΚΗ ΝΔΥ βΆΡΥς ΔΑΥςΛΆιβΗΝ.
φώς δέν έβλεπαν τα μάτιατης, και μακριά η σκέψητης πήγαινε… γλάρος πετούσε απο πάνω της και ενοχλητικά φώναζε.
ΣΚΌΘΙΝ ΆΝΙΜΥΣ, τΗΜΆΤΣΗΝ
ΤΥ ιΑΛΌ ΒΗΡΔΈΝ, ΔζΑΒΑΡιΆΣΗΝ.
ΞΆΛΚΑ ΣΌΡΗΠΣΗΝ ΤΑ ΣέιΑ-τσ
ΚΗ ιΥΡΎΧ ΑΣ ΣΠΉΤ ΔζΥΝΆιΣΗΝ.
σηκώθηκε άνεμος, κυμάτισε η θάλασσα με μιάς, άσπρισε. γρήγορα μάζεψε τα ρούχατης (εκείνα που έπλενε) και ίσια για το σπίτι ξεκίνησε.
ΤΌ ΤΥ ΣΆΤ ΑΛΓΆδΣ ΉΣ ΦΆΝΙΝ,
ΣΤΆΘΙΝ ΡΌΤΣΗΝ Ν ΚΥΡΑΣέιΑ:
- ΠΌΣ ΣΉ ΉΣΗ δΑΚΡΥΜέΝΣΑ,
ΤΊΓΛΑ ΠΌΝιΑ ΈςΣ βΑΡέιΑ?
εκείνη την ώρα καβαλλάρης ένας φάνηκε, στάθηκε ρώτησε την κοπέλα: -«γιατί είσαι δακρυσμένη, τί είδους πόνους έχεις βαρείς;»
- βΆΧΤ ΝΑ ΈβΡ, ΗΣέΝΚΥ ΖΉΣΜΥ,
ΆΝΔΡΑ-Μ δΆιΝ ΑΣ ΚΣεΝΙΤΉιΑ,
ΆΡΤΑ δΈΚΑ ΧΡΌΝΣ ΠεΡΝΎΝΙ,
ΤΊΓΛΑ τέΝ ΤΟΣ ΧΤΥ ΣΤΡΑΤΊιΥ.
-«καλή τύχη να βρεί, με υγεία ζωή (να έχει), ο άντραςμου πήγε στην ξενιτειά, ήδη δέκα χρόνια περνάνε που λείπει αυτός (δέν γύρισε) απο το ταξίδι.
ΛΈ-ΜΗ ΉΣ, ΟΤ ΤΌΣ ΣΚΥΤΌΘΙΝ,
ΆΛΥΣ ΛΈ-Με – ΠΝΊιΝ ΑΧ Ν ΠΉΝΑ.
ΌΛΥ ΈΝΑ ΤΑ ΤΥΝ ΦΛΆΚΣΥ,
Τ\ΘΑ ΠΗΣΤΈβΥ ΓΌ ΚΑΝΊΝΑ.
μου λέει ένας οτι εκείνος σκοτώθηκε, άλλος μου λέει: πέθανε απο πείνα. πάντοτε θα τον περιμένω, δέν θα πιστέψω κανέναν».
- Ές ΑΣΛΊ, ΤΌΣ ΟΤ ΣΚΥΤΌΘΙΝ,
Τ\ΘΈΛΥ ΓΌ ΝΑ ΣΗ ΚΥΜΒΌΣΥ.
ΓΌ δΑΦΤΌ-Μ ΠΥΠΆδΣ ΠΛΥΓΆΡΣΑ, επιλογάρησα
ΤΌΝΑ ΤΊ ΝΑ ΠΑΡΑΧΌΣΝΙ.
-«είναι αλήθεια αυτός οτι σκοτώθηκε, δέν θέλω να σε ξεγελάσω. εγώ ο ίδιος παππάδες πλήρωσα για να τον θάψουνε.
ΚΗ ΤΥ ΚΣΌιδΥ ΓΌ ΤΥ ΤΡΆβΣΑ, εξόδιο
ΥςΑΝΔΡΆιΣΗΝ-ΜΗ, ΚΥΡΜέΝΥΣ,
ΝΑ ΤΥ δΎι<Σ> ΣΗ. ΤΌΡΑ ΠΡΤΑ <ΠΡΆΤΑ>,
ΝΑ ΗΡΉΣΣ ΤΥ ΧΡέιΥΣ ΜέΝΑ.
και το έξοδο έγώ το τράβηξα, μου υποσχέθηκε, ο κακομοίρης, να το δώσεις εσύ. τώρα πήγαινε (να φέρεις τα χρήματα) να επιστρέψεις το χρέος σε μένα».
- ΣΉ ιΆΝ ΤΡΆβΣΗΣ ΜέΓΑ ΚΣΌιδΥ,
ΓΌ ΚΑΛΆ ΤΟ ΑΓΝΥΡΉΖΥ,
ΚΆΜΥ ΆΝΔΡΑ-ΜΥ ΤΥ ΛΌΓΥ
ΚΗ ΤΥ ΧΡέιΥΣ-Τ ΓΌ ΗΡΉΖΥ.
-«εσύ αφού τράβηξες μεγάλο έξοδο, εγώ καλά το αναγνωρίζω, κάνω του άντραμου το λόγο και το χρέοςτου εγώ το επιστρέφω».
- ΈΝΑ τιΆΛΥ ΧΡέιΥΣ ΠέΜΝΙΝ,
ΈΝ ΑΤΎΤΥ ΠΑ ΑΛΊΘΑ:
ΑΝΔΥΝ ΆΝΔΡΑ-Σ, ΑΝΔΥΝ ΦΉΛΟ-Μ
ΣΤΥ ΣΤΕΡΝΌΤ ΜΉΣ ΑΝΓΚΑΛΊΘΑΜ.
-«ένα ακόμη χρέος έμεινε, είναι κι αυτό αλήθεια: με τον άντρασου, τον φίλομου, στην τελευταίατου ώρα εμείς αγκαλιαστήκαμε.
ΚΗ ΖΗΣΤΆ ΑΤΌΝΑ ΦΉΛΣιΑ,
ΧΡΆςΚΗΤ ΤΌ-ΠΑ ΝΑ ΗΡΉΣ ΣΗ.
ΜΉ ΈςΣ ΆΛΥ ΠΆΝΥ-Σ ΧΡέιΥΣ,
ΈΛΑ ΜΉιΑ ΆΣ ΣΗ ΦΛΊΣΥ.
και θερμά τον φίλησα, πρέπει και αυτό να ανταποδώσεις. να μήν έχεις άλλο πάνωσου χρέος, έλα μιά (φορά) να σε φιλήσω».
- ΣΉ ΠΑΡΆΧΥΣΗΣ ΤΥΝ ΆΝΔΡΑ-Μ…
Ό, ΓΟ ΧΆΘΑ, ΠέΜΝΑ ςΉΡΑ!
ιΌΧ, ΤΥ ΦΉΛΑΜΥ ΤΎ δΌΚΗΣ,
ΝΑ ΗΡΉΣ ΣΤΥΝ ΆΝΔΡΑ-Μ ΣΉΡΗ!
-«εσύ έθαψες τον άντραμου… ώ, εγώ χάθηκα, έμεινα χήρα! (αλλα) όχι, το φιλί που έδωσες, να (σου το) επιστρέψει στον άντραμου να πάς!»
ΚΗ ΜΥΡΦΎΛΑ ΧΥΛιΑΖΜέΝΑ
δΎι ΑΤΌΝΑ ΤΑ ΚΑΠΉτιΑ…
ΧΑΧΑΝΊΣΤΙΝ ΣΜΆ-τσ ΑΛΓΆδΙΣ,
ΚΗ τΉ ΠέΡ ΑΤΌΣ ΤΥ δΊτιΥ.
και η όμορφη κοπέλα θυμωμένη του δίνει τα χρήματα… έβαλε τα γέλια κοντάτης ο καβαλλάρης, και δέν παίρνει αυτός τα χρήματα που δικαιούται.
- ΖέΡ ΣΉ ΜέΝΑ τΉ ΑΓΝΌΡΣΗΣ?
Ό, ΤΥΚΌ-Μ ΧΥΡΣΌ ΧΑΝΊιΑ!
ΆΝΔΡΑ-Σ ΉΜΗ, ^ΚΥΣΤΑΝΔΊΝΥΣ,
ΉΡΣΑ ΓΌ ΑΧ Ν ΚΣεΝΙΤΉιΑ!
-«δέν με γνώρισες λοιπόν; ώ, χρυσήμου αρχόντισσα! ο άντραςσου είμαι, ο Κωνσταντίνος, γύρισα απο την ξενιτειά!
ΣΧΌΡΑ-ΜΗ ΣΉ ΑΣ ΤΥ ΡΉΣΜΥ-Μ!
ΦΉΛΑιΣ ΜέΝΑ ΑΠ ΚΑΡδΊιΑ…
ΜΑ ΜΥΡΦΎΛΑ ΚΆΜ ΑΠΉΣΥ,
τές Σ ΑΤΊΝΑ ΤΌΣ ΠΗΣΤΊιΑ.
συγχώραμε για το παιχνίδι που έπαιξα! με περίμενες απο καρδιάς… αλλα η όμορφη κοπέλα κάνει πίσω, δέν έχει γι’αυτήν αυτός εμπιστοσύνη (=δέν της είναι αξιόπιστος).
- ΓΌ ΘΑ ΠΣΤΈΠΣΥ ΤΌΤΙΣ ΣέΝΑ,
ΆΝΔΡΑ ΛΈιΣ ΤΑΚΆ-Μ ΤΑ ΣΜΆιδΑ,
ΑΤΟ ΉΝΝΙ ΤΊΤΚΥ ΚΌΖΜΥΣ,
ΤΊΝΑ ΚΣέΡΝΙ ΚΆΜΝΙ ΧΆιδΑ.
-θα σε πιστέψω τότε άντρα(μου), άν πείς (ποιά είναι) τα δικάμου τα σημάδια. έτσι είναι αυτός ο κόσμος, μόνο σε όποιον ξέρουνε (ώς δικό) κάνουνε χάδια.
- ΤΑΓΜΑδΊτσΑ ΈςΣ, ΤΈΚ ΦέΝΙΤ,
ΠΚΆΣ δΙΚςΌ-Σ ΧΥΡΣΌ Ν ΒΑΣΚΆΛΑ.
ΠΚΆΣ Ν ΠΑΣΚΆΛΑ-Σ ΤΥ ΞΥΛΆΧΚΥ,
ΈςΣ ΤΑΓΜΆ ΣΉ ΈΝΑ τιΆΛΥ.
-μιά μικρή ελιά έχεις, μόλις που φαίνεται, απο κάτω απο τη δεξιάσου τη χρυσή μασχάλη. κάτω απο τη μασχάλησου την αριστερή, έχεις μιά ελιά ακόμη.
Α ΤΥ ΤΡΉΤΙ, ΑΝΔΥΝ ΉΛιΥ,
ΦΥΣΑΡέβ ΧΑΡςΎ ΣΝ ΚΑΡδΊιΑ-Σ!
- ΚΥΤΥΡΎ τΉ ΘΆΡΝΑ ΣέΝΑ,
^ΚΥΣΤΑΝΔΊΝΥ-Μ, Χ ΚΣεΝΙΤΉιΑ!
ενώ η τρίτη, σάν τον ήλιο λάμπει μπροστά στην καρδιάσου! –άσκοπα δέν έλπιζα (να’ρθείς) εσύ, Κωνσταντίνεμου, απο την ξενιτειά!
… ΤΊ ΑΓΝΌΡΣΑΝ ΤΈΝΑ ΝΤ ΆΛΥ,
ΑΝΓΚΑΛΊΘΑΝ ΑΤΌ Τ ΌΡΑ.
ΧΎΝΣΗΝ ΠΉΡΗΝ-ΔΙΝ ΠΆΣ Τ ΆΛΓΥ
ΚΗ ΣΤΑ ΜΚΡΆ-ΤΙΝ ΉΡΣΑΝ ΣΤ ΧΌΡΑ.
…αυτοί αναγνώρισαν ο ένας τον άλλο, αγκαλιάστηκαν εκείνη την ώρα. όρμησε την πήρε πάνω στο άλογο, και στα μικράτους (παιδιά) γύρισαν στο χωριό.
ΉΛιΥΣ βέΛΓΖΙΝ ΚΑΤΙΝΎτσΚΑ,
ΦΥΣΗΡΆ ΚΗ ΛΑΜΒΡΗΖΜέΝΑ…
ΠΆΣ Τ ΧΑιΑ ΤΥ ΗΠΛΥΞΆΡΚΥ
ΓΛΆΡΟΣ ΚΆτστσΗΝ ΧΑΡΥΜέΝΑ…
ο ήλιος κοίταζε έντονα, φωτεινά και λαμπρά… πάνω στο βράχο όπου απλώνουν τα ρούχα για πλύσιμο (ένας) γλάρος κάθισε χαρούμενος…
30.04.1975 σελίδα166
ΝΑ ΜΉ ΤΥ ΚΣέΡ ΜΆΝΑ-Μ
ΧΤΥ έΜΑ ΚΌΤ\ΝΙΣΗΝ ΤΥ ςΌΝ,
ΚΗΣΚΉΝΚΑ ΒΡΆΝΣ ΒΡΑΝΛΆιβΗΝ…
ΗβΆΝΣ ΣΚΥΤΌΘΙΝ… ΣΤΥ ΣΤΕΡΝΌ-Τ,
ΤΥΝ ΦΉΛΥ-Τ Άιτσ ΣΜΑΡΛΆιβΗΝ:
απο το αίμα κοκκίνησε το χιόνι, αιχμηρά η θύελλα στροβιλίζονταν… ο Ιβάν σκοτώθηκε… στην τελευταίατου ώρα, στον φίλοτου έτσι παράγγελνε:
- ΆΝ ΠΆιΣ ΑΣ Τ ΧΌΡΑ, ΣΤΥ ΚΑΛΌ!...
ΜΉ ΛΈιΣ ΑΛΊΘΑ Τ ΜΆΝΑ-Μ…
- ΜΑ ΤΊ ΠΥΡΎ ΓΟ ΝΑ ΤΙΝ ΠΎ,
Τ ΜΑΝΊτσΑ-Σ Τ ΜΆΝΑ ΠΆΝΥ-Σ?
-άν πάς στο χωριό, στο καλό!... μήν πείς την αλήθεια στη μάναμου… -μα τί μπορώ να της πώ της μανούλας, της μάναςσου για σένα;
- Τ ΜΑΝΊτσΑ-Μ Τ ΜΆΝΑ ΚΑΡδΑΚΌ,
ΝΑ ΜΉ ΛΈιΣ ΟΤ ΣΚΥΤΌΘΑ,
ΑΝΔΑ ΚΥΡΜΉιΑ – ΣΚΥΤΥΜέΝΣ,
ΜΉ ΚΣέΡ ΟΤ ΠΑΡΑΧΌΘΑ.
-στη μανούλαμου, τη μάνα την αγαπημένη, να μήν πείς οτι σκοτώθηκα, με τα κορμιά των σκοτωμένων να μήν ξέρει οτι θάφτηκα.
ΤΌΣ ΡΑβΥΝιΆΣΤΙΝ, Πέ-ΤΙΝ ΣΉ,
ΣΤΥΝ ΠΆΤΥ ΑΣ Τ ΧΑΝΊιΑ,
ΠΑΡΆΝΦΥ ΠΉΡΗΝ ΧΤ ΥΡΑΝΌ
ΤΥ ΜΆβΡΥ Τ ΣΗΝΙΦΉιΑ…
«αυτός αρραβωνιάστηκε» πέςτης, «με την γή την αρχόντισσα, παράνυφο πήρε απο τον ουρανό τη μαύρη τη συννεφιά…
ΠΑΡΑΓΑΜΒΡΗΔΣ-ΠΑ ΠΉΡΗΝ ΤΌΣ,
ΤΑ ΆΣΤΡΗΣ, ΤΥΝ ^ΞΥΛΠΆΝΥ… xolpan αρχαιότατη τουρκική λέξη
ΚΗ ΠΗΘΙΡΌΤ-ΠΑ ΤΌΡΑ ΈΝ,
Τ ΧΑιΆ ΤΥ ΠέΦΤ ΑΠΆΝΥ-Τ.
και για παραγαμπρούς πήρε τα άστρα, τον αυγερινό… και πεθερόςτου τώρα είναι ο βράχος που κείτεται επάνωτου.
Τ ΜΑΝΊτσΑ-Μ Τ ΜΆΝΑ Πέ-ΤΙΝ ΣΉ,
ΑΣ Τ ΧΌΡΑ ΜΉ ΘΑΡΉ-Με,
ΗΝΈΚΑ-Μ – ΠΆΤΥΣ ΑβΥΡΓΌ, ευωριγό
ΑΣ Τ ΜΆΝΑ-Μ τΉ ΠΗΛΊ-Με
στη μανούλαμου τη μάνα πές στο χωριό να μή με περιμένει, η γυναίκαμου –η γή η δροσερή- στη μάναμου (να πάω) δέν με αφήνει.
ΤΥ ΣΠΉΤ-Μ ΈΝ ΤΌΡΑ δΙΝΑΤΌ, το σπίτι-μου ένι τώρα δυνατό,
τΉ ΦΗΝΔΗΡΉΖ ΑΠΆΝΥ-Μ… κί φεγγερίζει επάνω-μου…
ΆΝ ΠΆιΣ ΑΣ Τ ΧΌΡΑ ΠΥΛΑΣΉιΣ άν πάεις εις τη χώρα απολυσίες
ΤΥ ΚΑΡδΑΚΎτσΚΥ-Μ Τ ΜΆΝΑ… το καρδιακούτσικο-μου τη μάνα…
το σπίτιμου είναι τώρα δυνατό, δέν είμαι αδύνατος… (έτσι να πείς) άν πάς στο χωριό μήνυμα στην αγαπημένημου μάνα… («δέν φεγγρίζει πάνωμου» καθώς το καταλαβαίνω απο ανάλογες εκφράσεις που έχω ακούσει στη βόρειο Ελλάδα, πρέπει να εννοεί «δέν υπάρχει χλωμάδα επάνωμου, δέν είμαι χλωμός, δέν φαίνομαι αδύνατος, δέν είμαι αδύνατος». όταν κάποιος αδυνατίζει, λένε «έφεξες», ή «φέγγρισες», λέγεται ακόμη και για πράγματα που έχουν φθαρεί, έχουν πέσει σε κακή κατάσταση. η αρχική σημασία του «φέγγρισε» σε τέτοια συμφραζόμενα είναι «χλώμιασε»)
…ΧΤΥ έΜΑ ΚΌΤ\ΝΙΣΗΝ ΤΥ ςΌΝ,
ΚΗΣΚΉΝΚΑ ΒΡΆΝΣ ΒΡΑΝΛΆιβΗΝ…
Α ΦΉΛΥ-Τ ΚΆΘΗΝΔΥΝΙ ΣΜΆ-Τ
ΚΗ ιΆΝΔΥ ΜΚΡΌ ΜΑΝΓΚΡΆιβΗΝ…
…απο το αίμα κοκκίνησε το χιόνι, αιχμηρά η θύελλα στροβιλιζόταν… ενώ ο φίλοςτου καθόταν κοντάτου και σάν μικρό (παιδάκι, θρηνητικά) κραύγαζε…
22.05.1975
ΠΑΤΡΗΟΤΟΣ
ο πατριώτης
ΣΚΥΤΊΝΣΗΝ ΜέΡΑ ΜΗΣΜΗΡΉ,
ΑΧ Ν ΠΎΧΝΑ ΉΛιΥΣ ΜΛΌΘΙΝ.
ΑΤΌ ΤΝΙ ΜέΡΑ ΣΤΥ ΠΚΑΝΖΜΌ
ΠΥΛΊ, ΠΥΛΊ ΣΚΥΤΌΘΑΝ.
σκοτείνιασε η μέρα μεσημεριάτικα, απο τη σκόνη ο ήλιος καλύφθηκε. εκείνη τη μέρα στη μάχη πολλοί, πολλοί σκοτώθηκαν.
ΠΑΝΔΎ, ΠΑΝΔΎ ΑΝΔΑ ΚΥΡΜΉιΣ
ΣΠΑΡΜέΝΥ ΉΤΥΝ ΠΆΤΥΣ
ΚΗ ^ΚΥΣΤΑΝΔΊΝΥΣ-ΠΑ δΑΦΤΌ-Τ
ΚΡΗιΜΉΝ ΠΆΧ Τ ΆΛΓΥ ΚΆΤΥ.
παντού, παντού με κορμιά σπαρμένη ήταν η γή. και ο Κωνσταντίνος ο ίδιος έπεσε απο το άλγο κάτω.
ΚΡΗΜΉΝ ΑΚΆΤΥ ΚΗ βΗΓΛΊΖ
ΚΑΚΌΣ ΑΡΑΛΑιΜέΝΥΣ,
ΠεΤΎΝ ΤΑ ΠΛΊιΑ, ΤΡΑΓΥδΎΝ,
Σ ΑΤΆ ΈΝ ΌΛΥ ΈΝΑ.
έπεσε κάτω και κοιτάζει, άσχημα τραυματισμένος. πετούν τα πουλιά, τραγουδούν, σε αυτά είναι (απασχολημένα, στο πέταγμα και στο τραγούδι) συνεχώς.
ΜΑ ΈΝΑ ΠΛΊτσ ΛΈ: - ^ΚΥΣΤΑΝΔΊΝ,
ΝΑ ΣΚΎΣΗ ΉΝΔΥΝ ΌΡΑ,
ΣΉ ΌΣ ΤΑ ΠΌΤΙ Άιτσ ΘΑ ΠέΦΤΣ,
ΦΡΉΚΤ\ <ΦΚΡΉΘ>, ΦΛΆΓΝΙ ΣέΝΑ ΣΤ ΧΌΡΑ?
αλλα ένα πουλάκι λέει: -Κωνσταντίνε, να σηκωθείς είναι ώρα πιά, μέχρι πότε έτσι θα κείτεσαι, άκου, σε περιμένουνε στο χωριό!
- ιΌΧ, ΠΡέΠΝΑ, ΆΛΥ Τ\ΘΑ ΣΚΥΘΎ,
ΑΝΓΚΆΛΣΗΝ ΜέΝΑ ΠΆΤΥΣ,
ΓΌ ΣέΝΑ ΤΕΚ ΠΑΡΑΚΑΛΎ,
ΧΑΜέΛΝΙ ΛΊΓΥ ΚΆΤΥ…
-όχι, καθώς φαίνεται άλλο δέν θα σηκωθώ, με έχει αγκαλιάσει η γή. μόνο, σε παρακαλώ, χαμήλωσε λίγο κάτω…
ΑΣ ΓΡΆΠΣΥ ΓΌ ΠΆΣ ΤΥ ΧΑΝΆΤ-Σ
ΧΑΡΤΊ ΑΓΜΑΤΥΜέΝΥ
ΚΗ ΠΆιΣ-ΤΥ Τ ΜΆΝΑ-Μ ΚΑΡδΑΚΌ –
βΗΓΛΊΖ ΚΗ ΦΛΆι ΤΙ ΜέΝΑ.
για να γράψω πάνω στη φτερούγασου γράμμα αιματωμένο, και θα το πάς στη μάναμου την καρδιακή –κοιτάζει (μήπως με δεί) και με περιμένει.
ΜΑ ΔΡΆ, ΑΤΊΝΑ ΜΉ ΤΥ ΛΈιΣ,
ΟΤ ΧΆΣΑ ΓΌ ΤΑ ΠδΆΡιΑ-Μ…
ΣΉ Πέ-ΤΙΝ, ιΌ-ΣΥ ^ΚΥΣΤΑΝΔΊΝΣ
ΑΝ Τ ΆΛΑ ΤΑ ΠΑΛΚΆΡιΑ.
αλλα κοίτα, μήν της πείς οτι έχασα τα πόδιαμου… πέςτης: ο γιόςσου ο Κωνσταντίνος (είναι) με τα άλλα τα παλληκάρια.
ΠΚΑΝΊΖ ΑΦΌβΗΤΑ ΔΥςΜΆΝΣ,
ΠΗΧΤΆ ΝΑ ΓΡΆΠΣ τές ΌΡΑ
ΚΗ ΌΣ ΝΑ ΧΆΣΥΜ ΟΛΑ ΔΥςΜΆΝΣ
ΝΑ ΜΉ ΜΗ ΦΛΆι ΑΣ Τ ΧΌΡΑ…
χτυπάει άφοβα τους εχθρούς, συχνά να γράφει δέν έχει ώρα. και μέχρι να αφανίσουμε τους εχθρούς να μή με περιμένει στο χωριό…
ΣΜΑΡΛΆιΣΗΝ Άιτσ ΚΗ ΤΌ ΤΥ ΣΆΤ
ΦΣΑΛΊΘΑΝΙ ΤΑ ΜΆΤιΑ-Τ…
ΣΤΥΝ ΉΠΝΥ δΆιΝ ΤΟΣ, ιΆΝΔΥ ΜΚΡΌ
ΠΚΆΣ ΜΆΝΑ-Τ ΤΑ ΧΑΝΆΤιΑ.
παράγγειλε έτσι και εκείνη την ώρα κλείσανε τα μάτιατου… αποκοιμήθηκε εκείνος, σάν το μικρό (νεοσσό) κάτω απο της μάναςτου τις φτερούγες.
20.08.1975
ΜΆΝΑ ΤΑ ΜΥΡΛΌιΑ
μάνας μοιρολόγια
ΜΉΣ δΊ-ΜΑΣ ΉΜΝΑΣ ΑιΑΧΤΆς –
ΑΓΑΠΗΜέΝΑ ΈΖΝΑΜ.
ΥΣΤΡΆιΣΑΜ ΤΈΣΗΡΑ ΜΉΣ ΜΚΡΆ
ΚΗ ΤΌΡΑ Σ ΤΊΝΑ ΠέΜΝΑΝ?
εμείς οι δυόμας ήμασταν σύντροφοι, αγαπημένα ζούσαμε. κάναμε τέσσερα εμείς παιδάκια, και τώρα σε ποιόν έμειναν;
δΑΦΤΌ-Σ ΣΉ ΠέΤΑΚΣΗΣ-ΜΑΣ δΆιΣ,
ΤΑ ΜΚΡΆ-Σ, ΗΛΒεΤ, ΚΗ ΜέΝΑ.
ΚΗ ΤΊ ΘΑ ΠΆΘΝΙ ΚΗ ΘΑ δΎΝ,
ΤΑ ΜΚΡΆ-ΜΑΣ ΤΑ ΚΥΡΜέΝΑ.
ο ίδιος εσύ μας παράτησες και έφυγες, τα μικράσου βέβαια και εμένα. και τί θα πάθουνε και θα δούν (=τί θα περάσουν) τα μικράμας τα κακόμοιρα!
ΝΙΣΤΚΆ ΤΑ ΚΛΈΓΝΙ ΚΗ ΠΡΑΤΎΝ,
ΚΑΝΊΣ ΑΤΆ τΉ ΧΡΆςΚΗΤ.
ΣΉ ΈΛΑ, ΉΡΣΗ ΑΣ ΤΙ ΜΆΣ,
ΝΑ δΎΝ ΤΑ ΣέΝΑ ΝιΆςΚΝΙ. να δούν αυτά σένα νοιάσκονται.
νηστικά αυτά κλαίγοντας περπατούν, κανείς δέν τα χρειάζεται (=κανείς δέν δίνει σημασία σ’αυτά). εσύ έλα, γύρισε σε μάς, να σε δούν (ποθώντας) στενοχωριούνται.
ΣΤΥ ΚΣέΡΣ, ΤΈΚ ΜΌΝΥ ΤΥ ΛΑΓΌ,
ΠΗΤΆι ΤΑ ΜΚΡΆ-Τ ΚΗ ΦιέβΗ.
Α Ν ΚΥΡΟΠΆΤΚΑ δΕΚΑΥΧΤΌ
ΤΌ Ές, ΜΑ ΌΛΑ ΧιέβΗ.
να το ξέρεις, μόνο ο λαγός παρατάει τα μικράτου και φεύγει. ενώ η δεκαοχτούρα δεκαοχτώ (μικρά) έχει, μα όλα τα λυπάται.
ΤΟ ΚΆΘΑ ΈΝΑ ΠΛΊτσ βΟιΘΆ,
ΠΚΆΣ ΤΑ ΧΑΝΆΤιΑ-Τ Ές-ΤΑ,
ΚΗ ΚΆΝΑ ΠΛΊτσ ΆΝ ΠΆΡ ΑιΤΌΣ,
ΝΈ ΤΡΌι ΑΤΟ, ΝΈ ΠΝΈςΚ-ΠΑ.
το κάθε πουλάκι το βοηθά, απο κάτω απο τις φτερούγεςτης τα έχει, και κανένα πουλάκι άν πάρει αετός, ούτε τρώει αυτή (=η δεκαοχτούρα – γονιός) ούτε και πίνει.
ΆΝ ΈΡτσ ΑΣ ΣΠΉΤ, ΑΤΌ ΤΥ ΣΆΤ,
ΘΑ ιΆΝΝΙ ΤΑ ΗΡΆιδΑ,
ΘΑ δΌΚ ΜΑΣ ΉΛιΥΣ ΧΛιΆδΑ, ΦΌΣ,
ΘΑ ςέΡΝΙ ΤΑ ΒΑΛΆιδΑ.
άν έρθεις στο σπίτι, αμέσως θα γιάνουνε οι πληγές, θα μας δώσει ο ήλιος ζεστασιά, φώς, θα χαίρονται τα παιδάκια.
ΆΝ ΈΡτσ ΑΣ ΣΠΉΤ, ΑΤΌ ΤΥ ΣΆΤ,
ΤΑ ΜΚΡΆ-ΜΑΣ ΘΑ ΖΔΑΝΊΣΝΙ.
ΛΑΦΡΎτσΚΑ ΆΝΙΜΥΣ ΘΑ ΦΣΉΣ.
ΤΑ ΔζΆΠιΑ ΘΑ ΧΛΥΉΣΝΙ.
άν έρθεις στο σπίτι, αμέσως τα μικράμας θα ζωντανέψουνε. ελαφρά άνεμος θα φυσήξει, τα βραχώδη βουνά θα πρασινίσουν.
03.05.1984 σελίδα171
ΚΑιΜΌ
ΠΚΆΣ ΤΑ ΠΣΗΛΆ, ΧΛιΥΡΆ δΕΝΔΡΆ,
ΣΜΆ ΣΤΑ βΥΝΆ ΜΥΡΦΉιΑΣ,
ΣΥΡέΦΤΑΝ ΈΠΝΙςΚΑΝ ΚΡΑΣΉ,
ΑδΌ ΠΑΛΚΆΡιΑ ΤΡΉιΑ.
απο κάτω απο τα ψηλά, χλωρά δέντρα, κοντά στων βουνών τις ομορφιές, μαζεύτηκαν έπιναν κρασί εδώ παλληκάρια τρία.
ΑΧ ΤΡΉΣ-ΤΙΝ ΉΣ ΈΝ ^ΚΥΣΤΑΝΔΊΝΣ –
ΑΦΌβΗΤΥΣ ΠΑΛΚΆΡΟΣ.
ΚΗ ΣΜΆ-Τ ΑΝΊΚΗΤΥΣ ^βΑΛΆΧΣ,
ΚΗ ^ΑΛεΚΣΗΣ ΚΑΡδΆΡΟΣ.
απο τους τρείςτους ό ένας είναι ο Κωνσταντίνος, άφοβο παλληκάρι. και κοντάτου ο ανίκητος Βαλάχος, και ο Αλέξης ο γενναίος.
ΚΗ ΣΌΤΑ ΈΠΝΙςΚΑΝ ΚΡΑΣΉ, και εις ότε έπινεσκαν κρασί
ΑΧ ΤΥ ΣΤΡΑΤΊιΥ ΣΤΈΡΑ, εκ το στρατείο ύστερα,
ΔΑΎς ΑΚΎΧΤΙΝ ΧΤ ΥΡΑΝΌ: |ΔΑβΟΥς| ακούσθη εκ το ουρανό:
ΧΤΑ Δ<ζ>ΆΠιΑ, ΑΧ Τ ΑΈΡΑ: εκ τα |ЏΑΠ|ια, εκ το αέρα:
και καθώς έπιναν κρασί απο μιά εκστρατεία ύστερα, δυνατή φωνή ακούστηκε απο τον ουρανό, απο τα βουνά, απο τον αέρα:
«ΣΉΣ ΠΝΈςΚΗΤ ΆΝιΑΣΤΑ ΚΡΑΣΉ,
ΚΗ τΉ ΑΚΎιΤ Τ ΛΑΛΊιΑ,
ΑτΉ ΧΥΛΔΆιΣΑΝ ΤΎΡΚ – ΤΡΑβΎΝ
ΧΤΑ ΜΆΝΙΣ-ΤΙΝ Τ ΜΚΡΥΛΊιΑ,
«εσείς πίνετε ξένοιαστα κρασί και δέν ακούτε τον θόρυβο, εκεί επιτέθηκαν Τούρκοι, τραβούν απο τις μάνεςτους τα παιδάκια,
ΦΥΡΤΌΝ-ΔΑ ΤΎΡΚ ΠΆΣ ΤΥ ΚΑΡΆβ
ΝΑ ΠΆΓΝΙ ΝΑ ΤΥΡΚέβΥΝ,
ΤΑ ΜΆΝΙΣ ΚΛΈΓΝΙ, ΜΥΡΛΥΓΎΝ,
ΤΑ ΜΚΡΆ-ΤΙΝ ΠΑ ΜΑΝΓΚΡέβΥΝ…»
τα φορτώνουν οι Τούρκοι πάνω στο καράβι να πάνε να τουρκέψουν, οι μάνες κλαίνε, μοιρολογούν, και τα μικράτους τσιρίζουν…»
ΝΔΑ ΉΡΤΑΝ ΈΣΥΣΑΝ ΠΑΛΚΆΡ:
^βΑΛΆΧΣ, ^ΑΛέΚΣ ΚΗ ^ΚΌΣΤΑΣ,
ΜΑΚΡΆ δΆιΝ ΆΡΤΑ ΤΥ ΚΑΡΆβ,
Χ ιΑΛΎ Τ ιΑΓΆ ΚΑΠΌΣΥ.
όταν ήρθαν, έφτασαν οι γενναίοι: ο Βαλλάχης, ο Αλέξης και ο Κώστας, μακριά είχε πάει πιά το καράβι, απο της θάλασσας την ακτή κάμποσο.
ΜΑ ΚΌΜΑ ΉΡΚΗΝΔΥΝ ΔΑΎς
ΜΚΡΌ ΒΑΛΑδΊ ΛΑΛΊιΑ
ΤΑ ΜΆΝΙΣ τέΤΑΝΔΑΝ ΣΤ ιΑΓΆ,
τσΥΡΜΆΛΝΑΝ ΤΑ ΜΑΛΊιΑ.
αλλα ακόμη ερχόταν φωνή, μικρών παιδιών λαλιά. οι μάνες καίγονταν στην ακτή, μαδούσαν τα μαλλιά(τους).
ΚΗ ΤΥ ΚΑΡΆβ ΝΔΑ ΜΛΌΘΙΝ δΆιΝ,
ΑΧ ΚΎΖΜΥΚΥ ΤΑ ΜΆΤιΑ,
ΤΑ ΜΆΝΙΣ ΉΤΑΝΙ ΧΑΉΛ πρόθυμες
ΝΑ ΔΑΓΛΙΦΤΎΝ ΚΥΜΆΤιΑ…
και το καράβι όταν κρύφτηκε, πάει, απο των ανθρώπων τα μάτια, οι μάνες ήτανε πρόθυμες να διαλυθούν (να γίνουν) κομμάτια…
ΣΑΡΆΝΔΑ ΡΆΝτσΑΝ ΠΆΧ ΤΥ ΔζΆΠ,
ΣΑΡΆΝΔΑ ΚΆΤΥ δΆβΑΝ…
ΣΑΡΆΝΔΑ τιΆΛΑ ΜΆΝΙΣ δΌ,
ΑΝΔΑ ΜΑςέΡιΑ ΦΣΆΓΑΝ…
(απο αυτές τις μάνες) σαράντα πήδηξαν απο το βουνό, σαράντα κάτω πέσαν… σαράντα κι άλλες μάνες εδώ με μαχαίρια σφάχτηκαν…
ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ 08.12.1986
ΘΥδΌΡΑ
ΘΥδΌΡΑ ΉΤΥΝ ΑΡΦΑΝΊ – Θοδώρα ήτον ορφανή-
ΜΥΡΦΉιΑΣ ΚΥΡΑΣέιΑ. ομορφίας κορασέα.
ΤΊ ΦΌΡΣΗΝ ΡΎΧΑ ΑΝΔΡΗΚΎ αυτή φόρεσε ρούχα ανδρικού
ΚΗ δΆιΝ Σ ΚΆΝΑ ΜΑΡέιΑ. και διάβη εις κανένα μερέα.
η Θοδώρα ήταν ορφανή, όμορφη κοπέλα. αυτή φόρεσε ρούχα ανδρικά, πήρε έναν δρόμο και πήγαινε.
βΗΓΛΊΖ – ΧΌς ΠΡΌβΑΤΑ ΠΡΑΤΊ, βιγλίζει - |QΟς| πρόβατα περιπατεί,
ΣΜΆ ΧΑΤΑΛΈιβΝΙ ςΚΛΊιΑ. σιμά |hΑΤΑΛΑ|εύουνε σκυλία.
ΣΜΆ ΣΤΥΝ ΞΥΒΆΝΥ ΠΉιΝ, ΡΥΤΆ, σιμά στον |ΞΟΒΑΝ|ο πήγε, ρωτά,
ΤΌΣ ΝΑ ΤΙΝ ΠΆΡ ΑΣ Τ δΛΊιΑ. αυτός να την πάρει εις τη δουλεία.
κοιτάζει – κοπάδι πρόβατα περπατεί, κοντά τριγυρίζουνε σκυλιά. κοντά στον βοσκό πήγε, ζητά (η Θοδώρα) να την πάρει αυτός στη δουλειά.
ΞΥΒΆΝΥΣ ΉΤΥΝΙ ΧΑΉΛΣ |ΞΟΒΑΝ|ος ήτονε |hΑίΛ|ης
ΚΗ ΡΌΤΣΗΝ ΑΤΟ Τ ΌΡΑ: και ρώτησεν αυτό το ώρα:
«ΝΆ Πε ΤΊ ΌΝΙΜΑ ΠΡΑΤΊΣ?» «|Α ΒΕ|, τί όνομα περιπατείς; (ΠΡΑΤΊΣ= φέρεις, έχεις)
«^ΤΥΔΌΡ», - ΉΠΗΝ ^ΘΥδΌΡΑ. |ΤΟΥΔΟΡ| είπε Θοδώρα.
ο βοσκός ήτανε σύμφωνος, και ρώτησε εκείνη την ώρα: «έ φίλε, τί όνομα έχεις;» - «Θόδωρος», είπε η Θοδώρα.
ΞΥΒΆΝΥΣ ΉΤΥΝΙ ΒΥιΔΆΧΣ – |ΞΟΒΑΝ|ος ήτονε |ΒΟιΔΑQ|ος,
ΚΑΛΌ ΠΑΛΚΆΡ, ΜΥΡΦΉιΑ, καλό παλληκάρι, ομορφία,
ΑΝΔΥΝ τιΥΝΎΡιΥ ΑιΑΧΤΆς εν τον καινούργιο |ΑιΑQΤΑς|
ΚΆΜ ςέΝΚΑ, ΖΌΡΚΑ δΛΊιΑ. κάμει |ςΕγγ|ικα, |ΖΟΡ|ικα δουλεία.
ο βοσκός ήτανε ανύπαντρος – καλό παλληκάρι, ομορφιά. με τον καινούργια σύντροφο κάνει χαρούμενα, δυναμικά δουλειά. (=εργάζεται χαρούμενα, δυναμικά).
ΦΑΉ ΤΊ ΤΡΌΓΝΙ Χ ΈΝΑ ΠΝΆΤ\, φαΐ αυτοί τρώγουνε εκ ένα πινάκι,
ΠΉΣ Τ ΣΤΡΌΣ ΤΊ ΠέΦΤΝΙ ΈΝΑ. απ’είσω τη στρώση αυτοί πέφτουνε ένα.
ΘΑΡΉΣ ΑδΡέΦιΑ ΚΑΡδΑΚΆ, θαρρείς αδέρφια καρδιακά,
ΤΊ ΖΎΝ ΑΓΑΠΗΜέΝΑ. αυτοί ζούν αγαπημένα.
φαΐ αυτοί τρώνε απο ένα πιάτο, ξαπλώνουνε στο ίδιο στρώμα. θαρρείς και είναι αδέρφια καρδιακά, ζούν μεταξύτους αγαπημένα.
ΚΑΡΦΆ ^ΘΥδΌΡΑ ΑΓΑΠΆ κρυφά Θοδώρα αγαπά
ΚΗ ΖΛΈβ-ΤΥΝ ΜΉιΑ-ΜΉιΑ, και ζηλεύει-τον μία-μία,
ΤΌΣ ΝΔΑ ΖΔΙςέΝ Ν ΚΑΝΑ ΚΥΡΉτσ, αυτός εν τά συντυχαίνει εν κανένα κορίτσι,
ΑΠέΣΥ-τσ τέΤ ΦΥΤΊιΑ. απ’έσω-της καίεται φωτία.
κρυφά η Θοδώρα τον αγαπά και ζηλεύει πότε πότε. αυτός όταν κουβεντιάζει με κανένα κορίτσι, μέσατης καίει φωτιά.
ΚΗ Άιτσ ΗΦΤΆ ΜΑΚΡέιΑ ΧΡΌΝΣ και έτσι επτά μακρέα χρόνους
ΤΊ ΈΖΝΑΝΙ ΚΗ δΆιΝΑΝ, αυτοί έζηναν-ε και διάβαιναν,
ΌΣ ΠΥ ΞΥΒΆΝΥΣ ΤΥ ΚΑΡΦΌ ώς οπου |ΞΟΒΑΝ|ος το κρυφό
δΑΦΤΌ-Τ ΝΑ ΜΉ ΗΣΛΆιβΗΝ… δε-αυτό-του να μή |ίΖΛΕ|ευεν…
και έτσι εφτά μακριά έτη αυτοί ζούσαν και πήγαιναν, όσον καιρό ο βοσκός το κρυφό ο ίδιοςτου δέν το παρατηρούσε…
…τΗΡΌΣ ΤΌ ΉΤΥΝ ΚΑΛτΗΡΝΌ, …καιρός αυτό ήτον καλοκαιρινό,
ΠΆΣ ΜΗΣΜΗΡΉ Τ ΖεΣΤΆδΑ, πάνω εις μεσημερίου τη ζεστάδα,
ΚΑΤΈιΝ ΤΥ ΧΌς-ΤΙΝ ΣΤΥ ΝΕΡΌ, κατέβη το |QΟς|των στο νερό,
ΧΤΑ ΔζΆΠιΑ ΓΡΆδΑ ΓΡΆδΑ. εκ τα |ЏΑΠ|ια γράδα-γράδα. (γράδα =σειρά, νομίζω λατινικής προέλευσης λέξη)
ο καιρός εκείνος ήταν καλοκαιρινός, στου μεσημεριού τη ζέστη, κατέβηκε το κοπάδιτους για νερό απο τα ψηλά βράχια (=βραχώδη βουνά) το ένα πρόβατο ακολουθώντας το άλλο.
ΞΥΒΆΝΥΣ δΆι<Ν> ΣΤΥ ΠΗΓΑδΊτσ, |ΞΟΒΑΝ|ος διάβη στο πηγαδίτσι,
ΑΤΌΣ Τ ^ΘΥδΌΡΑ ΦΚΡΉΘΙΝ… αυτός τη Θοδώρα εφουκρήθη…
δΑΦΤΊτσ ΤΊ ΈΠΗΣΗΝ, ΑΧ Τ ΖέΣΤ, δε-αυτή-της αυτή έπεσεν, εκ τη ζέστη,
ΚΗ ΈΛΣΗΝΙ ΤΑ ΣΤΊΘΑ-τσ. και έλυσεν-ε τα στήθια-της.
ο βοσκός πήγε στο μικρό πηγάδι, (τότε) τη Θοδώρα (=την αναπνοήτης) άκουσε… εκείνη είχε ξαπλώσει, απο τη ζέστη, και είχε λύσει τα στήθητης.
ΚΗ Άιτσ ΞΥΒΆΝΥΣ ΌΣ ΝΑ ΈΡΤ, και έτσι |ΞΟΒΑΝ|ος ώς να έρθει,
ΤΊ δΆιΝ ΛΑΦΡΆ ΣΤΥΝ ΉΠΝΥ… αυτή διάβη ελαφρά στον ύπνο…
ΞΥΒΆΝΥΣ ΉΡΣΗΝ, ΣΤΆΘΙΝ ΣΜΆ-τσ |ΞΟΒΑΝ|ος γύρισε, στάθη σιμά-της
ΚΗ ΝΑ ΠΥΘΆΝ ΈΝ ΉΤΜΥΣ. και να αποθάνει ένι έτοιμος.
και έτσι, ο βοσκός ώσπου να’ρθεί, εκείνη είχε ελαφρά αποκοιμηθεί… ο βοσκός γύρισε, στάθηκε κοντάτης, και παραλίγο να πέθαινε (απο την έκπληξητου).
ΤΑ ΣΤΊΘΑ-τσ ΉΤΑΝ ΑΝΙΧΤΆ, τα στήθια-της ήταν ανοιχτά,
ΛΙΜέΝΑ ΤΑ ΚΥΜΒΉιΑ… λυμένα τα κομβία…
Τ ΣΑΡΚΉτσΑ-τσ ΉΤΥΝ, ιΆΝΔΥ ςΌΝ, τη σαρκίτσα-της ήτον, οία άν το χιόνι,
βΆι, ΘΈ-ΜΥ ΠΑΝΑΉιΑ!... βάι, Θεέ-μου, Παναγία!
τα στήθητης ήταν ανοιχτά, λυμένα τα κουμπιά… η τρυφερήτης σάρκα ήταν σάν το χιόνι, ώ, Θεέμου, Παναγία!
ΞΥΒΆΝΥΣ ΣΤΊΚΗΤ ΚΗ ΗΛΆ, |ΞΟΒΑΝ|ος στήκεται και γελά,
ιΆΝΔΥ ΠεδΊτσ ΘΑΓΜΆΣΤΙΝ… οία άν το παιδίτσι θαυμάσθη…
^ΘΥδΌΡΑ ΓΝΈΦΣΗΝ ΖΒΥδΑΧΤΆ Θοδώρα εκνήφησε σπουδαστικά
ΚΗ ΔΡΥΠιΑΧΤΚΆ ΚΥΜΒιΆΣΤΙΝ… και ντροπιαστικά κομβιάσθη…
ο βοσκός στέκεται και γελά, σάν παιδάκι έμεινε κατάπληκος… η Θοδώρα ξύπνησε βιαστικά και ντροπαλά κουμπώθηκε…
ΠΥΛΆ τΗΡΌΣ ΑΓΑΠΗΜέΝ, πολλά καιρός αγαπημένοι,
ΥΡΤΆΧ ΤΊ ΉΤΑΝ ΤΈΚΑ… |ΟΡΤΑQ| αυτοί ήταν |ΤΕΚ|α…
ΠΆΛ ΚΆΜΝΙ δΉΤΙΝ ΞΥΒΑΝΛΊΧ, πάλι κάμουνε δύοι-των |ΞΟΒΑΝΛΙQ|,
ΜΑ ΆΝΔΡΑ ΚΗ ΗΝΈΚΑ… μα άνδρα και γυναίκα…
για πολύν καιρό αγαπημένοι, σύντροφοι αυτοί ήταν (στο εξής) ωστόσο… πάλι κάνουν οι δυότους τη δουλειά των βοσκών, αλλα ώς άντρας και γυναίκα (πλέον)…
14.01.1987 σελίδα175
^ΚΥΣΤΑΝΔΊΝΣ ΈΚΑΜΗΝ ΤΥ ΉΠΗΝ…
ΝΑ δΌΚ ΣΤΥΝ ΆΝΔΡΑ Ν ΚΌΡ-τσ ΚΑΚΆ,
Τ\ΘΈΛ ΜΆΝΑ ΣΝ ΚΣεΝΙΤΉιΑ:
«βΆι, ΤΊ ΘΑ ΈΝ ΜΑΚΡΆ ΧΤΙ ΜΆΣ,
ΘΑ ΈΧΥ ΓΌ ΛΙΜΠΣΉιΑ». λιμπισεία (απο το λιμπίζομαι) =στέρηση
να παντρέψει την κόρητης στην ξενιτειά, έντονα αρνείται η μάνα: «βάι, αυτή θα είναι μακριά απο μάς, θα τη στερούμαι, θα μου λείπει».
ΜΑ ^ΚΥΣΤΑΝΔΊΝΥΣ, ΜέΓΑ-τσ ιΌΣ,
ΛΈ Τ ΜΆΝΑ-Τ ΛΌιΑ ΜΉιΑ:
«ΝΑ ΜΉ ΣΗ ΝιΆςΚΗΣ, δΌΣ-ΤΙΝ, Σ ΠΆι,
ΑτΉ, ΠΥ ΈΝ ΥΡΣΉιΑ. ορισεία =διαταγή, εδώ: υποχρέωση.
αλλα ο Κωνσταντίνος, ο μεγάλοςτης γιός, λέει στη μάνατου (αυτά τα) λόγια μιά φορά: «να μή στενοχωριέσαι, δώσετην, ας πάει, εκεί όπου είναι υποχρέωση.
ΥΧΛΈβΥΜ ΠΆΓΥΜ ΠΌΤ ΗΡέβΣ, (παμπάλαιο τουρκικό ρήμα oqla- =επιταχύνει)
ΓΌ ΣέΝΑ ΔΆΜΑ-Μ ΠέΡΥ
ΚΗ ΆΝ ΠΥΘΆΝΥ-ΠΑ, ΣΤΥ ΚΣέΡΣ,
ΣΤΕ ΣέΝΑ ΠΆΓΥ ΦέΡΥ…»
θα σπεύσουμε θα πάμε (σ’αυτήν) όποτε θέλεις, μαζίμου θα σε πάρω. και άν ακόμη πεθάνω, να το ξέρεις, σε σένα θα πάω να την φέρω…»
Άιτσ ΧΡΌΝΥ Σ ΧΡΌΝΥ, ΧΡΌΝΣ ΠΥΛΆ,
ΤΆ δΆβΑΝ ΠΗΣΑΛΊΝΑ,
ΚΗ ΉΡΤΑΝ ΠΌΝιΑ – ΧΉΡΖΑΜΑΝ,
ΤΆ ΤΊιΠΣΑΝ ΚΆΘΑ ΉΝΑ. |ΔΕι-|=αγγίζει
έτσι χρόνο σε χρόνο, χρόνια πολλά πέρασαν το ένα μετά το άλλο, και ήρθαν πόνοι -συντέλεια του κόσμου- που άγγιξαν τον καθένα.
ΚΡεΜΉΓΑΝ ΚΆΤΥ ΧΤΥ ΤΗΖΌβ, (στο λεξικό βρήκα: ΤΗΖΟβ= θανατηφόρα επιδημία)
ΈΜ ^ΚΥΣΤΑΝΔΊΝΣ, ΈΜ ΜΆΝΑ-Τ
ΚΗ δΌ ΣΧΥΡέΦΤΙΝ ^ΚΥΣΤΑΝΔΊΝΣ,
ιΥΜΌΘΙΝ ΜΆΝΑ ΓΆΝΙΣ.
πέσανε κάτω απο θανατηφόρα επιδημία, και ο Κωνσταντίνος και η μάνατου. και εδώ (σ’αυτό το σημείο της ιστορίας) συγχωρέθηκε ο Κωνσταντίνος, γέμισε η μάνατου πληγές.
«βΆι, ^ΚΥΣΤΑΝΔΊΝ-Μ! ΖέΡ ΖΜΌΝΣΗΣ ΣΉ,
ΤΎ ΥςΑΝΔΡΆιβΗΣ ΜέΝΑ –
ΗΡέβΥ ΓΌ ΑΣ ΤΥ ΣΤΕΡΝΌ-Μ,
ΝΑ ΦέΡΣ, ΝΑ δΎ ΓΟ Τ ^ΡέΝΗ…»
«άχ, Κωνσταντίνεμου! δηλαδή το ξέχασες εκείνο που μου υποσχόσουν; θέλω στα τελευταίαμου να φέρεις να δώ την Ρένη…»
ΚΑΚΆ ΔΡΥΠιΆΣΤΙΝ ^ΚΥΣΤΑΝΔΊΝΣ,
ΟΤ τέΚΑΜΗΝ ΤΥ ΛΌΓΥ-Τ
ΚΗ ΣΚΌΘΙΝ ΤΌΣ ΠΆΧ ΤΥ ΤΑΒΎΤ,
δΌ ΜΆΝΑ-Τ τέΤ ΑΧ Τ ΦΛΌΓΑ.
άσχημα ντροπιάστηκε ο Κωνσταντίνος που δέν τήρησε το λόγοτου, και σηκώθηκε αυτός απο το φέρετρο, ενώ η μάνατου καίγεται απο φλόγα (ψυχικώς).
ΚΆΜ ΞΆΛΚΑ ΆΛΓΥ ΧΤΥ ΤΑΒΎΤ-Τ,
ΧΑΝιΆΡ ΚΆΜ ΧΤΥ ΣΤΑβΡΎτσΚΥ
ΚΗ ΚΆτστσΗΝ ΠΆΝΥ, ΤΌ ΤΥ ΣΆΤ,
ΑΣ Τ ^ΡέΝΗ δΆιΝ ΑΠΣΎτσΚΑ.
φτιάχνει γρήγορα άλογο απο το φέρετροτου (=μεταμορφώνει το φέρετρο σε άλογο), χαλινάρια φτιάχνει απο το σταυρουδάκι (=το σταυρό του μνήματος τον μεταμορφώνει σε χαλινάρια) και κάθισε πάνω αμέσως, για τη Ρένη κίνησε με βιάση.
ΤΌΣ Τ ^ΡέΝΗ ΉβΡΗΝ ΣΤΥ ΧΥΡΌ,
ΜέΣΑ ΣΤΑ ΈΚΣ ΣΤΡΥΝΓΚΉΛιΑ,
ΝΔΑ ΧΡΎΜτσΗΝ Τ ΆΛΓΥ-Τ, ^ΡέΝΗ ΚΖέιΝ,
ΘΑΡΉΣ-ΚΗ, ιΆΛΚΣΗΝ ΉΛιΥΣ.
αυτός τη Ρένη τη βρήκε στο χορό, μέσα στους έξι κύκλους. σάν χρεμέτισε το άλογοτου, η Ρένη βγαίνει, θαρρείς και γυάλισε ο ήλιος (τέτοια εντύπωση έκανε η ομορφιάτης).
δΌ ΣΤΊΚΗΤ ΈΜΒΡΥ-τσ ^ΚΥΣΤΑΝΔΊΝΣ –
ΤΊ δΊ-ΤΙΝ ΑΝΓΚΑΛΊΘΑΝ,
ΝΔΑ δΆΚΡΗΣ ΦΛΊΘΑΝΙ ΖΗΣΤΆ,
ΤΊ ΣΤΆΘΑΝ ΚΗ ΡΥΤΊΘΑΝ:
εδώ στέκεται μπροστάτης ο Κωνσταντίνος, οι δυότους αγκαλιάστηκαν, με δάκρυα φιληθήκανε θερμά, στάθηκαν και (αλληλο)ρωτήθηκαν:
«ΆΝ ΉΡΤΙΣ ΣΉ ΑΣ ΤΥ ΚΑΛΌ,
ΥΡΉΣΤΙ – ΆιΔΑ ΠέΣΥ.
ΆΝ ΉΡΤΙΣ ΣΉ ΑΣ ΤΥ ΚΑΚΌ,
ΤΑ ΜΆβΡΑ-Μ ΆΣ ΦΥΡέΣΥ».
«άν ήρθες για καλό, ορίστε, έλα μέσα. άν ήρθες για κακό, τα μαύραμου άς φορέσω».
«ΤΥ ΘΑ Σε ΛΈΓΥ τέΝ ΚΑΛΌ –
βΑΡέιΑ ΈΝ ΜΑΝΊτσΑ.
ΗΡέβ ΚΑΚΆ ΑΣ ΤΥ ΣΤΕΡΝΌ-τσ,
ΝΑ δΊ ΤΥΚΌ-τσ Τ ΧΑΝΊτσΑ».
«αυτό που θα σου πώ δέν είναι καλό – βαριά (άρρωστη) είναι η μανούλα. θέλει πάρα πολύ στην τελευταίατης ώρα να δεί τη δικιάτης την αρχοντοπούλα (=εσένα)».
ΠΆΣ Τ ΆΛΓΥ ΤΊ ΌΣ ΠΥ ΝΑ ΒέΝ,
ΣΑΡΆΝΔΑ δΆβαΝ ΜΉΛιΑ.
ΌΣ ΠΥ ΝΑ ΛΈι «ΔζΥΝΆι, ΔζΥΝΆι!»
ΤΊ δΆβΑΝ τιΆΛΥ ςΉΛιΑ.
πάνω στο άλογο αυτή ώσπου να ανεβεί και να καθίσει, σαράντα πέρασαν μίλλια. ώς που να πεί «ξεκίνα, ξεκίνα», αυτοί πέρασαν κι άλλα χίλια.
ΑΣ ΜΆΝΑ ΈΚΛΥΣΑΝ Τ ΑβΛΊ,
ΛΈ ^ΚΥΣΤΑΝΔΊΝΣ: «ΠΡΆΤ ΠέΣΥ,
ΝΑ ΤΊ ΜΑΝΊτσΑ ΚΆΜ, Α ΓΌ,
ΆΣ ΠΆΓΥ Τ ΆΛΓΥ-Μ Σ δΈΣΥ».
στης μάνας γύρισαν την αυλή, λέει ο Κωνσταντίνος «πήγαινε μέσα, κοίτα τί η μανούλα κάνει (=κοίτα πώς είναι, πώς πάει η μανούλα), στο μεταξύ εγώ ας πάω το άλογομου να δέσω».
«ιΌΧ, ^ΚΥΣΤΑΝΔΊΝ, τΉ ΠΣΤΈβΥ ΓΟ,
ΚΥΜΒΌΝΣ-Με», ΉΠΗΝ ^ΡέΝΗ.
«ΜΆ ΤΥ δΑΧΛΊδ-Μ, ΆΣ ΉΝΕ ΣΜΆδ,
ΆΝ τΉ ΠΗΣΤΈβΗΣ ΜέΝΑ…»
«όχι, Κωνσταντίνε, δέν το πιστεύω, με ξεγελάς» είπε η Ρένη. «νά (πάρε) το δαχτυλίδιμου, άς είναι (αυτό) απόδειξη, άν δέν πιστεύεις εμένα…»
«ΚΑΛΜέΡΑ-Σ, ΜΆΝΑ, Τ ΑΚΗΡβΌ-Μ!»
ΚΌΡ-τσ ΈςΞΗΠΣΗΝ ΑΠΆΝΥ-τσ,
«ΤΌ ΤΊΛΑΓΑ ΚΑΤΈιΣ ΑδΌ?»
ΧΤΑ ΡΎΧΑ ΡΌΤΣΗΝ ΜΆΝΑ-τσ.
«καλημέρασου μάνα, ακριβήμου!» η κόρητης έσκυψε επάνωτης. «πώς κατέβηκες (=ήρθες) εδώ;» απο τα ρούχα (=απο τα σκεπάσματα του κρεββατιού =απο το κρεββάτι) ρώτησε η μάνατης.
«δΌ ΉΦεΡΗΝ-Με ^ΚΥΣΤΑΝΔΊΝΣ,
ΤΌΣ ΌΚΣΥ ΈΝ, δΈΝ Τ ΆΛΓΥ-Τ».
«ΣΑΡΆΝΔΑ ΧΡΌΝιΑ ΆΡΤΑ τέΝ,
ΝΑ ΜΉ ΛΈιΣ ΠΣέΜΑ ΆΛΥ…»
«εδώ με έφερε ο Κωνσταντίνος, έξω είναι, δένει το άλογοτου». – «εδώ και σαράντα χρόνια πιά δέν ζεί αυτός, μήν πείς ψέμα άλλο…»
«ΜΑΝΊτσΑ-Μ ΜΆΝΑ, ΆΝ τΉ ΠΣΤΈβΣ,
ΜΆ ΤΥ δΑΧΛΊδ-Τ ΣΤΑ ςέΡΑ-Σ…»
ΤΊ ΠΉΡΗΝ, Ές-ΤΥ ΑΣ ΤΥ ςέΡ-τσ,
ιΆΝ ΒΑΛΑδΊτσΑ ςέΡΗΤ…
«μανούλαμου, μάνα, άν δέν πιστεύεις, νά το δαχτυλίδιτου στα χέριασου…». αυτή το πήρε, το κρατάει στο χέριτης, σάν μικρό κοριτσάκι χαίρεται…
ΦΥΣέΡΝΙΝ ΜΆΝΑ ΤΥ ΞΗΡΆι,
ΧΤΑ ΡΎΧΑ ΠΆΝΥ ΣΚΌΘΙΝ…
…ΑΤΌ ΤΙΝ ΜέΡΑ δΌΚΗΝ ΠςΉ,
ΑΣ Τ ΆΛΥ ΠΑΡΑΧΌΘΙΝ…
έγινε φωτεινό της μάνας το πρόσωπο, απο τα ρούχα (του κρεββατιού, =απο το κρεββάτι) επάνω σηκώθηκε… …εκείνη τη μέρα παρέδωσε ψυχή, την άλλη (μέρα) θάφτηκε…
20 – 21.01.1987 σελίδα178
ΦΟΝΊ ΑΧ ΤΑ βΥΝΆ
ΑΡΑΛΑιΜέΝΥΣ ^ΚΥΣΤΑΝΔΊΝΣ
ΚΡΗΜΉΝ ΑΧ ΤΥΝ ΔΥςΜΆΝΥ
ΚΗ ΧΛΊΖ, ΖΔΙςέΝ ΑΝ ΤΑ βΥΝΆ,
ΘΑΡΉΣ, ΖΔΙςέΝ ΑΝ Τ ΜΆΝΑ-Τ:
τραυματισμένος ο Κωνσταντίνος έπεσε απο τον εχθρό και φωνάζει, συνομιλεί με τα βουνά, θαρρείς μιλάει με τη μάνατου:
«βΆι, ΜέΝΑ ΤΊΣ ΘΑ ΠΛΊΝ, ΘΑ ΛΎΣ,
ΣΚΥΤΌΘΑ, ΠέΛΣΑ ΚΆΤΥ?»
ΧΤΑ ΔζΆΠιΑ ΉΡΤΙΝΙ ΦΟΝΊ,
ΧΤΑ ΔζΆΠιΑ ΑΚΥςΚΆΤΙ:
«άχ, ποιός θα με πλύνει, θα με λούσει; που σκοτώθηκα, έπεσα κάτω». απο τα ψηλά βράχια έρχεται φωνή, απο τα βουνά ακούγεται:
«ΘΑ ΈΡΚΗΤ ΆΝΙΚΣ, ΤΑ ΝΕΡΆ,
ΘΑ ΔΡέΧΝΙ ΤΑςΗΜέΝΑ,
ΈΜ ΣΤ ΌΡΑ-Τ ΚΗ ΈΜ ΚΑΤΙΝΆ,
ΤΆ ΘΑ ΝΑ ΛΎΣΝΙ ΣέΝΑ…»
«θα έρθει άνοιξη, τα νερά θα αρχίσουν να τρέχουνε γοργά, και έγκαιρα και μπόλικα αυτά θα σε λούσουνε…»
«βΆι, ΜέΝΑ ΤΊΣ ΘΑ ΠΑΡΑΧΌΣ,
ΣΚΥΤΌΘΑ, ΠέΛΣΑ ΚΆΤΥ?»
ΧΤΑ ΔζΆΠιΑ ΉΡΤΙΝΙ ΦΟΝΊ,
ΧΤΑ ΔζΆΠιΑ ΑΚΥςΚΆΤΙ:
«άχ, ποιός θα με θάψει; που σκοτώθηκα, έπεσα κάτω». απο τα ψηλά βράχια ήρθε φωνή, απο τα βουνά ακούγεται:
«ΘΑ ΈΡΚΗΤ ΆΝΙΚΣ, ΤΥ ΧΥΡΤΆΡ,
ΘΑ ΝΊςΚΗΤ ΌΣ ΤΑ ΜέΣΑ,
ΘΑ Σε ςΞΥΠΆΣ, ΘΑ ΠΑΡΑΧΌΣ,
Τ\ΘΑ ΦέΝΙΣΗ ΑΠ ΠέΣΥ…»
«θα έρθει άνοιξη, το χορτάρι θα ψηλώσει ώς τη μέση (ενός ανθρώπου), θα σε σκεπάσει, θα σε θάψει, δέν θα φαίνεσαι απο μέσα (απο το χορτάρι)…»
«βΆι, ΜέΝΑ ΤΊΣ ΘΑ ΜΥΡΛΥΓΉΣ,
ΣΚΥΤΌΘΑ, ΠέΛΣΑ ΚΆΤΥ!»
ΧΤΑ ΔζΆΠιΑ ΈΡΚΗΤΙ ΦΟΝΊ,
ΧΤΑ ΔζΆΠιΑ ΑΚΥςΚΆΤΙ:
«άχ, ποιός θα με μοιρολογήσει; που σκοτώθηκα, έπεσα κάτω!». απο τα ψηλά βράχια ήρθε φωνή, απο τα βουνά ακούγεται:
«ΘΑ ΈΡΚΗΤ ΆΝΙΚΣ, ΠέΣ Ν ΒΑΧΞΆ,
ΘΑ ΧΛΊΖΝΙ ΠΆΛ ΤΑ ΠΛΊιΑ,
ΘΑ ΜιΆΖ, ΘΑΡΉΣ-ΚΗ, ΠΥΝΙΤΌ,
ΜΑΝΊΤΚΥ ΜΥΡΛΥΓΉιΑ…»
«θα έρθει άνοιξη, μέσα στα περιβόλια θα φωνάζουνε πάλι τα πουλιά, θα μοιάζει το τραγούδιτους ίδιο σάν μητρικό μοιρολόι…»
ΤΙΝΞΛΆιΣΗΝ ΌΛΥ ιΑΝΑςΆ,
ΣΧΥΡέΦΤΙΝ ΑΧ ΤΥΝ ΠΌΝΥ…
ΣΜΆ-Τ ΆΡΤΑ ΚΛΌςΚΑΝΔΑΝ ΤΑ ΛΊΚΣ
ΚΗ ΧΎΛΖΑΝ ΤΑ ΚΥΡΌΝΙΣ…
σώπασε όλη η πλάση γύρωτου, συγχωρέθηκε (=ξεψύχησε) απο τον πόνο… κοντάτου πιά τριγύριζαν οι λύκοι και φώναζαν τα κοράκια…
25.07.1987
ΤΡΉιΑ ΑδΡέΦιΑ
ΑδΡέΦιΑ ΤΡΉιΑ ΚΑΡδΑΚΆ
ΤΊ ΌΣΗβΑΝ ΠΑΛΚΆΡιΑ,
ΜΑ δΊΣ-ΤΙΝ ΈΚΛΙΠΣΑΝΙ ΤΎΡΚ
ΚΗ ΉΝΔΑΝ ιΑΝΙΞΆΡΗ.
αδέρφια τρία αγαπημένα μεγάλωναν, γίνονταν παλληκάρια, αλλα δύο απο αυτά τα έκλεψαν Τούρκοι και γίνανε γενίτσαροι.
ΑΣ Τ ΧΌΡΑ ΠέΜΝΙΝ ΠΌΝ <ΜΌΝ> ΜΗΚΡΌΣ.
ΚΑΜΑΤΙΡΌΣ ^ιΑΝΆτΗΣ,
τές ΈΝΑ ΌΡΑ ΑΧ ΤΑ δΛΊΣ
ΤΌΣ ΝΑ ΗΣΌΣ Τ ΑΜΒΛΆτιΑ-Τ…
στο χωριό έμεινε μόνο ο μικρός, ο εργατικός Γιαννάκης, δέν έχει ώρα απο τις δουλειές αυτός να ισιώσει τους ώμουςτου…
ΣΤΥΡΥτΗΡΉ – βΡΑδΝΌ ΖΑΜΆΝ,
ΑΣ ΤΥ ςΗέΡ ΤΟΣ δΆιΝΙΝ,
ΝΑ ΠΛΊΣ ΜΑΝΔΖΉΡΑ, ΠΡΆΜΑ, ΣΤΆΡ
ΚΗ ΤΊΠΥΤ ΝΑ ιΑΠΡΆιβΗΝ.
μιά φθινοπωρινή, βραδυνή ώρα, στην πόλη αυτός πήγαινε, να πουλήσει μυζήθρα, ζώα, σιτάρι και κάτι να αποταμιεύσει.
ΜΑ ΣΌΤΑ τΉςΗΝΙ ΧΑΠΆΡ
ΧΑΡςΎ-Τ ΧΤΑ ΔζΆΠιΑ ΚΖέβΑΝ,
ΧΥΛΔΆιΣΑΝ ΠΆΝΥ-Τ δΊ ΝΥΜΆΤ
ΚΗ ΠςΉΡΣΑΝ ΤΙΝΤΑΈβΥΝ.
αλλα εκεί που δέν είχε είδηση, απέναντίτου απο τα βουνά βγήκαν του επιτέθηκαν δυό άτομα και άρχισαν να τον ληστεύουν.
ΉΣ ΚΡΎι ΑΠ ΠΉΣΥ ΝΔΥ ΣΠΑΘΊ
ΚΗ ΆΛΥΣ ΝΔΥ ΜΑςέΡΗ…
«ΤΥ ΈΧΥ ΌΛΥ ΠΆΡΗΤ ΣΉΣ,
ΤΥ ΖΉΣΜΥ-Μ ΤΈΚ ΜΉ ΠέΡΗΤ…»
ένας τον χτυπάει απο πίσω με το σπαθί και άλλος με το μαχαίρι… «ό,τι έχω, όλο πάρετετο, τη ζωήμου μόνο μήν παίρνετε…»
«ΤΥ ΣΤΆΡ-Σ, ΤΥ ΠΡΆΜΑ-Σ, ΦΑΡΑΖΉΜ (<ΦΑΡΑΖΗΜ> αραβικής προέλευσης, = "[άν είναι αυτό] το θέμαμας"),
ΝΑ ΠΆΡΥΜ ΚΑΤΑΣΌΝΥΜ,
ΝΆ Πέ-ΜΑΣ, ΠΎΧΘΙ ΉΣΗ ΣΉ,
ΑΣΛΊ, ΤΈΚ, Πέ-ΜΑΣ ΜΌΝΥ.
«το σιτάρι, τα ζώασου - όσο γι' αυτά, να πάρουμε προλαβαίνουμε. πέςμας όμως, απο πού είσαι εσύ, την αλήθεια όμως πέςμας μόνο.
ΚΗ Πέ-ΜΑΣ: ΤΆΤΑ, ΜΆΝΑ ΈςΣ,
ΌΣ ΠΥ τΗ ΠΉΡΑΜ Τ ΓΎΛΑΣ?
«ΑΧ ΤΥ ^ΑΚΡΌΠΟΛ\ ΜΆΝΑ-Μ ΈΝ
ΚΗ ΤΆΤΑ-Μ ΑΧ ^ΣΤΑΜΒΎΛΑ.
και πέςμας: πατέρα, μάνα έχεις; προτού να πάρουμε το λαιμόσου!» - «απο την Ακρόπολη η μάναμου είναι και ο πατέραςμου απο την Κωνσταντινούπολη.
ΚΗ δΊιΑ ΓΆΚΗΣ ΉΧΑ ΓΌ –
^βΑΣΉΛΗΣ ΚΗ ^ΠεΤΡΆΚΗΣ…»
ΑδΡέΦιΑ ΚΖέβΑΝ ΚΑΡδΑΚΆ,
ΝΑ ΡΥΤΙΘΎΝ ΝΔΑ ΠιΆΚΑΝ…
και δύο μεγαλύτερους αδερφούς είχα, (τα ονόματατους είναι) Βασίλης και Πετράκης…». αδέρφια βγήκανε καρδιακά, να (αλληλο)ρωτηθούν όταν έπιασαν…
«Τ ΑδΡέΦ-ΜΑΣ, ΣΧΌΡΑ-ΜΑΣ Ν ΠΥΡΉΣ,
ΜΉΣ ΣέΝΑ ΑΡΑΛΆιΣΑΜ…»
ΠΆΣ Τ ΆΛΓΥ ΠΉΡΑΝΔΥΝ ΣΑΤΝΆ
ΚΗ ΣΤΥΝ ιΑΤΡΌ ΔζΥΝΆιΣΑΝ.
«αδέρφιμας, συγχώραμας άν μπορείς, σε τραυματίσαμε…». πάνω στο άλογο τον πήραν αμέσως και για τον γιατρό ξεκίνησαν.
«ιΑΤΡΌ, ιΑΤΡΌ ΠΑΡΑΚΑΛΎΜ,
ΣΉ ιΆΝΙ ΤΑ ΗΡΆιΔΑ-Τ!...»
«ΆΧ, ΜέΝΑ ΠΣΤΈΠΣΗΤ, ΦΥΚΡΗΘΈΤ,
ΑΝΎΝΙΣΤΑ ΒΑΛΆιδΑ.
«γιατρέ, γιατρέ, σε παρακαλούμε, γιάνε τα τραύματατου!...» - «άχ, εμένα πιστέψτε, ακούστε, απερίσκεπτα νήπια.
ΛΥΓΆΣ ΣΠΑΘΈΣ ΚΗ ΜΑςΗΡέΣ
ΓΌ ΈιΑΝΑ ΣΤΥ ΖΉΣΜΥ-Μ,
ΜΑ ΑδΑΡΦΎ ΗΡΆ – ΑΓΎ,
ΤΌ τΉ ιΑΝΈςΚ ΚΑΝΝΊΣ-ΠΑ…»
πολλών λογιών σπαθιές και μαχαιριές εγώ έγιανα στη ζωήμου, αλλα απο αδερφό πληγή φαρμακωμένη, τέτοια (πληγή) δέν (μπορεί να) τη γιάνει κανείς…»
…ΣΜΆ ΣΤΥ ΠΗΓΆδ ΤΌΣ δΌΚΗΝ ΠςΉ,
ΤΑ ΓΆΚΗΣ-Τ ΣΜΆ-Τ ΜΑΝΓΚΡΆιβΑΝ
ΚΗ ΤΥ ΔΑΎς-ΤΙΝ ΠΥΝΙΤΌ,
ΠΣΗΛΆ ΣΤΑ ΔζΆΠιΑ δΆιΝΙΝ.
…κοντά στο πηγάδι παρέδωσε ψυχή, τα μεγάλατου αδέρφια κοντάτου βογγούσαν και η φωνήτους πονεμένη ψηλά στα βουνά πήγαινε.
ΧΌΡΑ ^ΠΡΗΜΌΡΣΚΟε 26.07.1987 (πιθανόν είναι δημοτικό τραγούδι που άκουσε ο ποιητής στο χωριό ^ΠΡΗΜΌΡΣΚΟε και το κατέγραψε όπως το άκουσε ή ελαφρώς το τροποποίησε)
ΚΥΝΣΤΑΝΔΊΝΣ ΗΝΚΣΗΝ ΑΡΧΟΝΔΆδΣ Κωνσταντίνος ενίκησεν αρχοντάδες
ΑΧ ΤΑ ΗΝΙΘΙΝ ^ΚΥΣΤΑΝΔΙΝΣ εκ τα εγεννήθη Κωνσταντίνος
τΗ ΠέΡΑΣΗΝ ΜΣΟ ΧΡΟΝΥ, κί πέρασε μισό χρόνο,
ΜΑ ΆΡΤΑ ΉΝΔΥΝΙ ΤΥ ΣΠΗΤ-Τ μα art-ıq εγένετο-νε το σπίτι-του
ΚΑΚΌ ΣΤΙΝΌ ΣΤ ΑΤΌΝΑ. κακό στενό στα αυτόνα.
αφότου γεννήθηκε ο Κωνσταντίνος δέν πέρασε μισός χρόνος και όμως πλέον έγινε το σπίτιτου ανυπόφορα στενό γι’ αυτόν.
ΝΔΑ ΜΉιΑ-Τ ΤΡΟι ΈΝΑ ΑΡΝΙ εν τα μία-του τρώει ένα αρνί
ΚΗ δΟδΙΚΑ ΠΑΠΉιΑ… και δώδεκα παπία…
ΣΤ ΑΕΡΑ ΣΗΡΚΗΤ, ιΑΝ ΔΥ ΠΛΙ, στο αέρα σύρεται, οία άν το πουλί,
ΚΗ ΣΟΝ ΑΠΣΑ ΤΑΖΉιΑ. και σώνει αψά tavışgan (ή |ΤΑΖΕ| =νωπά =θηράματα;)
με τη μίατου («στην καθισιάτου») τρώει ένα αρνί κ δώδεκα πάπιες… στον αέρα υψώνεται, σάν το πουλί κ φτάνει ταχύτατους (λαγούς;).
ΠΑΧ Τ ΆΛΓΥ ΆΡΤΑ τΗ ΚΑΤβέΝ, επάνω εκ το άλογο κί κατεβαίνει,
ΤΟΣ ΠΑΧ ΤΑ ΔζΑΠιΑ ΣΗΡΚΗΤ… αυτός απο εκ τα |ЏΑΠ|ια σύρεται…
ΣΗΡΝ ΧΑΡΑΤΆςΑ, ιΑΝ ΔΥ (ΤΟ;)Π, σύρνει qarataш οία άν το (δύο γράμματα φθαρμένα) (qara taш= βράχια, βραχώδεις πλαγιές)
ΘΑΡΉΣ, ΝΔΑ ςΗΧιΑ ΡΗς<Κ>ΗΤ. θαρρείς, εν τα |ΙςΙQ|ια ρίσκεται.
απο πάνω απο το άλογο πιά δέν κατεβαίνει, αυτός πάνω απο τους απόκρημνους βράχους πηδάει. μετακινεί κλωτσώντας τεράστια βράχια σάν νά’ναι μπάλα, θαρρείς (μαζί) με τις ακτίνες του φωτός ρίχνεται.
ΧΡΥΝιΆΡ ΝΔΑ ιΌΜΥΣΗΝ ΑΤΌΣ, χρονιάρι εν τά γέμωσεν αυτός,
ΚΖεΝ ΛΕ ΠΗΣ Τ ΜΗΣΑΡ<ΕιΑ>: εκβαίνει λέει απ’ είσω τη μεσαρέα
«ΑΓΆΠΣΑ ΓΟ ΕΝΑ ΚΥΡΉτς, «αγάπησα εγώ ένα κορίτσι,
Τ ^ΧΑΝΊιΑ ΚΟΡ βΑΣΛΈιΑ!» τη |ΧΑΝ|εία κόρη βασιλέα!». (το π.τουρκ. |ΧΑΝ| με ελληνική κατάληξη –εία, ή αραβική κατάληξη -|ΙιΑ|)
το 1ο έτος της ηλικίαςτου όταν συμπλήρωσε αυτός βγαίνει λέει μέσα στον κεντρικό δρόμο: «αγάπησα εγώ ένα κορίτσι, την πριγκήπισσα, την κόρη του βασιλέα!».
«ΜΗ ΜΑΧΤΑΝΕΦΚΗΣ, ^ΚΥΣΤΑΝΔΊΝ, «μή |ΜΑ{ΤΑΝ|-εύεσαι, Κωνσταντίνε,
ΘΙΛιΆΧΚΗΣ ΑΣ Τ ΘΙΛΈιΑ». θηλιάστηκες εκ τη θηλέα»
«ΓΟ τΗ ΦΥβΎΜΗ ΑΡΧΟΝΔΑΣ «εγώ κί φοβούμαι αρχοντάδες
ΚΗ τΗ ΦΥβΎΜ βΑΣΛΈιΑ!» και κί φοβούμαι βασιλέα!».
«μήν υπεραίρεσαι Κωνσταντίνε, (γιατί τότε) θηλιάστηκες (=πιάστηκες) απ’ τη θηλειά» - «εγώ δέν φοβούμαι αρχοντάδες και δέν φοβούμαι βασιλέα!».
«ΤΙΣ ΕΝ ΑΤΎΤΥΣ ΜΑΧΤΑΝΔζΆΡΣ?» τί ένι ετούτος |ΜΑhΤΑΝЏΆΡ|-ης;
βΑΣΛΈιΑΣ ΚΥΜΑΛΆιΣΗΝ, βασιλέας |ΚΟΙΜΕΛΕ|-ησεν,
ΝΑ δΈΣΝΙ ΞΑΛΑ <ΞΑΛΚΑ> ΤΥΝ ΗΠΣΉΖ, να δέσουνε |ΞΑΛ|ικα τον ajıpsız (ajıpsız= αδιάντροπος)
ΟΛ ΑΡΧΥΝΔΆδΣ ΣΜΑΡΛΆιΣΗΝ. όλοι αρχοντάδες ısmarla-ησεν.
«ποιός είναι ετούτος ο αλαζόνας;» ο βασιλέας αγανάκτησε, να δέσουνε γρήγορα τον αδιάντροπο (σε) όλους τους αρχοντάδες παράγγειλε.
ΚΗ ΉΒΡΑΝ-ΔΥΝ ΠεΣ ΤΥ ΧΥΡΤΆΡ και ηύραν-τον απ’έσω το χορτάρι
ΠΚΥΜέΝΥΣ ΠΆΣ ΤΥΝ ΠΆΤΥ, απικωμένος πάνω στον πάτο, (απικωμένος, απο το ιωνικό «απικόμην», αττικώς «αφικόμην»)
ΤΙ ΧΛΊΖΝΙ – ΤΌΣ τΉ δΎι ΔΑΎς, αυτοί χουλίζουνε - αυτός κί δώει |ΔΑβΟΥς|
ΓΝΙΦΎΝ-ΔΥΝ – τΉ ΓΝΙΦΆ ΤΟΣ. νηφούν-τον - κί νηφά αυτός.
και τον βρήκαν μέσα στο χορτάρι, (ήταν) ξαπλωμένος πάνω στο έδαφος, αυτοί φωνάζουνε – αυτός δέν δίνει μιλιά, τον ξυπνούν – δέν ξυπνά αυτός.
ΚΗ ΤΊΓΛΑ Τ\ΜΆΤΙΝΔΥΝ – ΦΣΗΧΤΆ, και τί-λογα κοιμάτ-ενετο, σφιχτά
ΤΑ ςέΡΑ-Τ ΠΉΣΥ-Τ ΒΡΆιΣΑΝ, τα χέρια-του πίσω-του |ΒΟΥΡ|άησαν,
ΤΑ ΜΆΤιΑ-Τ ΈΡΑΠΣΑΝ ΡΑΦΉ, τα μάτια-του έρραψαν ραφή,
ΤΑ ΠδΆΡιΑ-Τ – ΠΗδΙΚΛΆιΣΑΝ. τα ποδάρια-του πεδικλάησαν.
και καθώς κοιμόταν – σφιχτά, τα χέριατου πίσωτου (δένοντας) έστριψαν, τα μάτιατου έραψαν (με) ραφή, τα ποδάριατου πεδίκλωσαν (=με αλυσίδες έδεσαν).
ΚΗ ΤΟΤ ΝΔΑ ΓΝΈΦΣΗΝ ^ΚΥΣΤΑΝΔΊΝΣ, και τότε εν τα ενήφησε Κωνσταντίνος
ΑΧ ΤΥ βΑΘΊ τ\ΜΗΣΉιΥ, εκ το βαθύ κοιμησείο,
ΑδΌ ΑΡΧΌΝΔ ΝΔΥ ΑΧΑΧΑΝΖΉιΥ <ΑΧΑΧΑΝΖΜΌ>: εδώ αρχόντοι εν τω αχαχανισμό:
«ΝΆ δΊΚΣΗ Ν ΒΑςΧΑΡΉιΑ-Σ?» «ν-ά δείξε την |ΒΑςΧΑΡ|εία-σου». (ΒΑςΧΑΡΉιΑ απο το τουρκικό baшar-, παλαιότερα baшğar =καταφέρνει)
και τότε όταν ξύπνησε ο Κωνσταντίνος απο το βαθύ ύπνο, εδώ (μπροστάτου) οι αρχόντοι με καγχασμό (του λένε:) «δείξε λοιπόν την μεγάλη ικανότητάσου!» (τώρα άμα μπορείς!)
ΤΑ ΜΆΤιΑ-Τ ΤΊΓΛΑ ΉΝΚΣΗΝ ΤΟΣ, τα μάτια-του τί-λογα ήνοιξεν αυτός,
ΤΥ ΡΆΜΑ ΠΗΡΗΛΊΧΤΙΝ. το ράμμα περιελύθη (με επιρροή απο το «περιελίχθη»)
ΤΑ ςέΡΑ-Τ ΈΣΣΗΝ ΈΝΑ ΤΝΑ τα χέρια-του έσεισεν ένα τινά (ένα τινά= ένα κάποιο, μιά γρήγορη κίνηση, μιά στιγμή)
ΚΗ ΑΧ ΤΥ δΈΣΜΥ ΛΊΧΤΑΝ. και εκ το δέσιμο ελύθεν (με επιρροή απο το «ελίχθεν»).
τα μάτιατου όπως άνοιξε αυτός το ράμμα ξηλώθηκε, τα χέριατου έσεισε μιά έτσι, και απο το δέσιμο λύθηκαν.
ΤΌΣ ΜΉιΑ ΣΉΡΤΙΝ ΥΡΤΑΝΦΟΡ αυτός μία εσύρθην уртанфор
ΚΗ ΚΌΠΑΝ ΤΑ ΠΗδΊΚΛΙΣ, και εκόπεν τα πεδίκλες,
ΤΌ ΤΝ ΌΡΑ βΡέΘΙΝ Τ ΆΛΓΥ-Τ ΣΜΆ-Τ αυτό την ώρα ευρέθη το άλογο-του σιμά-του
ΚΗ ΧΆΘΑΝΙ ΤΑ ΠΉΚΡΗΣ… και εχάθεν-ε τα πίκρες…
αυτός μία (σύρθηκε=) έσυρε το πόδιτου, μιά στιγμή, και κόπηκαν οι πεδίκλες (=δεσμά αλυσιδένια των ποδιώντου), αυτήν την ώρα βρέθηκε το άλογοτου κοντάτου και χάθηκαν οι πίκρες (οι στενοχώριεςτου)…
ΑΦΌβΗΤΑ ΧΥΛΔΆιΣΗΝ ΤΟΣ αφόβητα |QΟΛΔΑ|ησεν αυτός
ΠΆΣ ΑΡΧΟΝΔΆδ ΤΑ ΓΡΆΘΙΣ, πάνω εις αρχοντάδοι τα γράθες,
ΝΔΑ ΜΆιΑ-Τ ΒέΚΚΑ ΝΔΥ ΣΠΑΘΊ-Τ, εν τα (μάτια;)-του -ικα εν τω σπαθί-του (πιθανώς τυπογραφικό λάθος αντί για ΜΑΤιΑ)
ΑΚΆΤΥ ΚΡέΜΖΗΝ ςΛιΆδΙΣ. ε-κάτω κρέμιζε χιλιάδες.
άφοβα εφόρμησε αυτός πάνω στων αρχοντάδων τις παρατάξεις (=στρατεύματα), με (τα όπλα;)του τα αδυσώπητα, με το σπαθίτου, κάτω έρριχνε χιλιάδες.
ΚΗ ΑιΤ <Άιτσ> ΤΟΣ ΧΆΣΗΝ ΑΡΧΟΝΔΆδΣ, και έτσι αυτός εχάσεν αρχοντάδες, (μεσαιωνικό εχάσεν απο εχάωσεν)
ΤΊ ΠΉΡΑΝ ΌΛ-ΤΙΝ ΜΉΡΑ… αυτοί πήραν όλοι-των μοίρα…
ΚΗ ΤΊΓΛΑ ΉΛΙΝ ^ΚΥΣΤΑΝΔΊΝΣ- και τί-λογα έλεγεν Κωνστανίνος
βΑΣΛΈιΑ Ν ΚΌΡ-ΠΑ ΠΉΡΗΝ! βασιλέα την κόρη-πα πήρεν!
και έτσι αυτός αφάνισε τους αρχοντάδες, αυτοί πήραν όλοιτους μοίρα (=θάνατο)… και όπως έλεγε ο Κωνσταντίνος (έτσι και έκανε:) του βασιλέα την κόρη πήρε.
ΧΌΡΑ ΣΑΡΤΑΝΆ 5.11.1987 (γράφηκε στο χωριό Σαρτανά, κοντά στη Μαριούπολη) σελίδα183
ΚΥΣΤΑΝΔΊΝ ΤΥΝ ΠΌΝΥ
ΝΑΜΛΊδΣ, ιΑςΎτσΚΥΣ ^ΚΥΣΤΑΝΔΊΝΣ,
δΑΦΤΌ-Τ ΉΤΥΝ ΞΥΒΆΝΥΣ,
ΤΌΣ ΉςΗΝ ΧΌς ΛΊΓΥΣ ΗΣΆΠ,
ΧΤΑ δΊιΑ ςΉΛιΑ ΠΆΝΥ.
ο ξακουστός, νεαρός ο Κωνσταντίνος, ο ίδιος ήταν βοσκός. είχε κοπάδι αμέτρητο, απο δυό χιλιάδες περισσότερα (ζώα).
ΚΗ βΌζΓΖΗΝ-ΔΑ ΑΝΔΥ ΗςΤΆΧ
ΑΣ ΤΑ ΧΛιΥΡΆ ΤΥΓΆιδΑ.
ΑΣ Τ ΌΡΑ ΠΌΤΖΗΝ-ΔΑ ΑΤΌΣ,
ΑΧ ΤΑ ΔζΑΠΉ ΠΗΓΆιδΑ.
και τα βοσκούσε με προθυμία στα χλωρά λειβάδια. και στην ώρατους τα πότιζε απο τα βουνίσια πηγάδια.
ΚΗ ΠΆΝΔΑ ΣΤ ΌΡΑ ΜεΣΜΗΡΉ,
δΌ ΉΡΚΗΝΔΥΝ ΧΤ ΧΥΡΉτσΑ,
ΤΥΝ ^ΚΥΣΤΑΝΔΉΜΥ <^ΚΥΣΤΑΝΔΊΝΥ> ΝΑ ΦΑΉΣ,
ΤΥΚΌ-Τ ΧΥΡΣΌ ^ΚΑΛΉτσΑ.
και πάντα στην ώρα του μεσημεριού εδώ ερχόταν απο το χωριό στον Κωνσταντίνο να φέρει φαΐ η δικιάτου η χρυσή αγαπημένη.
ΜΑ ΈΝΑ ΜέΡΑ, δΊιΑ τέΝ,
ΚΗ τΉΡΤΙΝ –ΠΑ ΣΤΥ ΤΡΉΤΙ.
ΑδΌ ΤΥςΝΈΦΤΙΝ ^ΚΥΣΤΑΝΔΉΝΣ,
ΔζΥΝΆιΣΗΝ δΆιΝ ΑΣ ΣΠΉΤ-ΤΙΝ.
αλλα μιά μέρα, δύο (μέρες) λείπει, και δέν ήρθε επίσης στην τρίτη (μέρα). εδώ στενοχωρέθηκε ο Κωνσταντίνος, ξεκίνησε πήγε στο σπίτιτους.
ΤΑ ΠΌΡΤΗΣ ΉβΡΗΝ ΑΝΙΧΤΆ,
^ΚΑΛΉτσΑ-Τ τέΝ, τΉ ΦέΝΙΤ.
ΚΑΡδΊιΑ-Τ ΠΌΝΣΗΝ δΙΝΑΤΆ,
ΤΑ δΛΊΣ-Τ ΚΑΚΆ ΧΑΜέΝΑ…
τις πόρτες βρήκε ανοιχτές, η αγαπημένητου δέν είναι (=λείπει), δέν φαίνεται. η καρδιάτου πόνεσε δυνατά, οι δουλειέςτου (ήταν) κακώς χαμένες… (=είχε μεγάλη ζημιά).
ΑΚΎι ΦΟΝΊ ΑΧ ΤΑ βΥΝΆ,
ΤΙΜΉΖΚΥ ΑΠΑΤ\ ΠΆΝΥ: (απο κει πάνω)
«ΣΉ ΠΡέΠ, ΤΑ ΠΡΌβΑΤΑ-Σ ΧΑΔΡέβΣ,
ΤΆ ΘΑ βΡΗΘΎΝ, ΞΥΒΆΝΥ».
ακούει φωνή απο τα βουνά καθαρή απο’κει πάνω: «εσύ, φαίνεται, τα πρόβατασου ψάχνεις, θα βρεθούν, βοσκέ».
«ΤΑ ΠΡΌβΑΤΑ-Μ ΆΣ ΤΑ ΠΡΗΣΤΎΝ, περιεσθίουν
ΤΑ ΛΊΚΣ ΚΗ ΤΑ ΚΥΡΌΝΙΣ.
ΧΌς ΠΡΌβΑΤΑ ΠΥΡΉΣ ΝΑ ΚΆΜΣ,
ΓΌ ΈΧΥ ΆΛΥ ΠΌΝΥ.
«τα πρόβαταμου άς τα καταβροχθίσουν οι λύκοι και τα κοράκια. κοπάδι πρόβατα μπορείς να κάνεις, εγώ έχω άλλο πόνο.
Ν ^ΚΑΛΉτσΑ-Μ ΧΑΔΡΑέβΥ ΓΌ,
ΤΥΚΌ-Μ ΧΥΡΣΌ Τ ΧΑΝΊιΑ.
ΤΊ ΚςΆΖ ΠΛΥςΉιΑ ΔΥΝιΑδΊ,
ΑΜέΤΡΗΤΑ ΦΛιΥΡΉιΑ.
την αγαπημένημου ψάχνω, την χρυσήμου αρχόντισσα. εκείνη αξίζει τα πλούτη όλου του κόσμου, αμέτρητα φλουριά.
ΤΥ ΦΡΉδ-τσ ΤΈΚ Τ ΈΝΑ, ΜιΆΖ ΓΑιΤΆΝ,
ΚΗ ΚςΆΖ ΠΥΛΆ ΒΑΖΆΡιΑ.
ΤΥ ΜΆΤ-τσ ΤΈΚ Τ ΈΝΑ, ιΆΝ Τ ΠΛΥΜΉ,
ΚςΆΖ ΌΛΑ ΤΑ ΚΑΡΆβιΑ».
το φρύδιτης μόνο το ένα μοιάζει γαϊτάνι (=μεταξωτό νήμα) και αξίζει πολλές πόλεις. το μάτιτης μόνο το ένα, σάν πλουμί (στολίδι απο χρωματιστά φτερά πουλιών), αξίζει όλα τα καράβια».
ΤΥ ΔζΆΝ ΤΥςΝΈΦΤΙΝ, ΣΤΈΡΑ ΛΈ:
«ΓΌ ΉδΑ-ΤΥ ΑΠ ΠΆΝΥ,
Τ ΗΝΈΚΑ-Σ ΈΚΛΙΠΣΑΝΙ ΤΎΡΚ,
ΑΤΊΤΚΑ δΛΊΣ, ΞΥΒΆΝΥ».
το ξωτικό στενοχωρέθηκε, ύστερα λέει: «εγώ το είδα απο ψηλά, τη γυναίκασου την έκλεψαν Τούρκοι, τέτοια (είναι τα) γεγονότα, βοσκέ».
ΞΥΒΆΝΥΣ δΆιΝΙΝ ΛΌΝ ΤΥ ΔζΆΠ,
ΑΝ ΤΥ βΑΡΉ Ν ΚΑΡδΊιΑ,
ΑΠΉΣΥ-Τ δΆιΝΑΝ ΝΔΥ ΧΥΛΆι,
ΤΑ ΤΥςΝΙΜέΝΑ-Τ ςΚΛΊιΑ.
ο βοσκός πήγαινε κατα μήκος του βραχώδους βουνού με βαριά την καρδιά, πίσωτου πήγαιναν γοργά, με προθυμία τα λυπημένατου σκυλιά.
07.11.1987
ΚΑΡδΊιΑ ΠΟΝΙΜΥ.
ΛΌΝ ιΑΛΥδΊ Τ ιΑΓΆ ΠΣΗΛΌ, ελαύνων γειαλουδίου το |ιΑQΑ| ψηλό,
ΚΥτσΊ ΤΡΑΓΌδ ΗΠΛΌΘΙΝ. κουτσίου τραγώδι ηπλώθη.
ΤΌ ΉΤΥΝ ΆΛιΑΧ ΠΥΝΙΤΌ. αυτό ήτον |ΑΛΑΑQ| πονετό,
ΞΆΧ ΤΥ ΝΕΡΌ ΘΙΛΌΘΙΝ. |ΞΑQ| το νερό θελώθη.
κατα μήκος της θάλασσας την ακτή την ψηλή, κοπέλας τραγούδι απλώθηκε. αυτό ήταν πάρα πολύ λυπητερό, ακόμη κ το νερό θολώθηκε.
ΦΟΝΊ ΑΚΎΧΤΙΝ ΧΤΑ ΠΣΗΛΆ, φωνή ακούσθη εκ τα ψηλά,
ΝΔΥ ΜέΓΑ ΠΑΡΑΚΆΛΜΥ: εν τω μέγα παρακάλημο:
«ΆΝ Ές ΞΑΡΆ, ΚΑΛΌ ΚΥΡΉτσ, «άν έχει |ΞΑΡΕ|, καλό κορίτσι,
ΤΡΑΓΌδ-ΤΥ ΜΉιΑ τιΆΛΥ…» τραγώδει-το μία και άλλο…»
φωνή ακούστηκε απο τα ύψη, πολύ παρακαλετή: «άν είναι δυνατόν, καλό κορίτσι, τραγούδατο μία φορά ακόμη…»
«ΤΌ τέΝ ΤΡΑΓΌδ, ΤΑΧΑΤ ΓΟ Άιτσ, «αυτό κί ένι τραγώδι, τάχατε εγώ έτσι
ιΆΝ ΔΥ ΤΡΑΓΌδ ΤΡΑΓΌδΣΑ. οία άν το τραγώδι τραγώδησα.
ΤΆ ΈΝ ΜΥΡΛΌιΑ ΦΥβΗΡΆ, αυτά ένι μοιρολόγια φοβερά,
ΤΥ ΖΉΣΜΥ-Μ ΟΤ ΧΑΛΌΤΣΑΝ. το ζήσιμομου οτι χαλώτησαν.
- «αυτό δέν είναι τραγούδι που δήθεν σάν τραγούδι το τραγούδησα. αυτά είναι μοιρολόγια φοβερά, γιατί (αυτά τα μοιρολόγια) τη ζωήμου διάλυσαν.
ΠΑΛΚΆΡ ΓΟ ΉΧΑ, ιΆΝ ΦΗΔΆΝ, παλληκάρι εγώ είχα, οία άν φιντάνι,
ΑΝ ΔΥΝιΑδΊ Τ ΜΥΡΦΉιΑ, εν |ΔΥΝιΑ|δίου τη ομορφία,
ΜΑ δΆιΝ ΑΝ Τ ΆΛΥ ΤΥ ΚΥΡΉτσ, μα διάβη εν τω άλλο το κορίτσι,
ΚΑΤΈΛΣΗΝΙ Ν ^ΚΑΡδΊιΑ-Μ. κατέλυσεν-ε την καρδία-μου.
ένα παλληκάρι είχα, σάν φιντάνι, με του κόσμου την ομορφιά, αλλα πήγε με άλλο κορίτσι, έλυωσε την καρδιάμου.
ΓΟ ΚΛΈΓΥ, ΦΛΆΓΥ ΠΆΣ Τ ιΑΓΆ, εγώ κλαίω, φυλάγω πάς το |ιΑQΑ|,
ΚΗ ΠΆΝΔΑ-ΠΑ ΘΑ ΦΛΆΚΣΥ, και πάντα-πα θα φυλάξω,
ΑΤΌΣ ΑΧ ΒδΙΝΑ ΌΣ ΝΑ βΓέΝ, αυτός εκ πουθενά ώς να βγαίνει,
Τ ιΑΓΆ ΓΟ Τ\ΘΑ ΠεΤΆΚΣΥ…» το |ιΑQΑ| εγώ κί θα πετάξω…»
εγώ κλαίω, περιμένω πάνω στην ακτή, και πάντα θα περιμένω. αυτός απο κάπου ώσπου να φανεί, την ακτή δέν θα την παρατήσω…»
ΔΑΎς ΑΚΎΧΤΙΝ ΧΤΑ ΠΣΗΛΆ, |ΔΑβΟΥς| ακούσθη εκ τα ψηλά,
ΑΝΔΥ ΜεΓΆΛΟ ΘΆΡΥΣ: εν τω μεγάλο θάρρος:
«ΝΑ ΜΉ ΣΚΥΤΎΣΗ δΙΝΑΤΆ, «να μή σκοτούσαι δυνατά,
ΘΑ ΝΑ βΡΗςΚΑΤΙ ΆΛΥΣ. θε να βρισκάται άλλος.
φωνή ακούσθηκε απο τα ύψη, με μεγάλη ενθάρρυνση: «να μή σκοτίζεσαι πολύ, θα βρεθεί άλλος.
ΘΑ ΈΡΤ ΣΤΑ ΣέΝΑ-ΠΑ ΧΑΡΆ, θα έρθει στα σένα-πα χαρά,
ΚΑΡδΉιΑ-Σ ΘΑ ΛΑΡΎΤΙ. καρδία-σου θα ιλαρούται.
ΤΥΚΌ-Σ ΤΥ ΆΣΤΡΥ ΚΑΤΙΝΌ, το δικό-σου το άστρο κατενό,
ΣΤΑ ΣέΝΑ-ΠΑ ΘΑ ΣΚΎΤΙ…» στα σένα-πα θα σηκούται…»
θα έρθει και σε σένα χαρά, η καρδιάσου θα γιατρευτεί. το δικόσου το άστρο το λαμπερό και για σένα θα υψωθεί…» (=και για σένα θα σηκωθεί ψηλά ένα άστρο, το δικόσου άστρο το λαμπερό)
…ΑΣ ΣΠΉΤ ΔζΥΝΆιΣΗΝ ΑΝΔΥ ΚΛΈ, …εις σπίτι |ЏΙΝΑ|ησεν εν τω κλαίειν,
ΑΝΔΥ βΑΡΉ Ν ΚΑΡδΊιΑ, εν τω βαρύ την καρδία,
ΧΤΥ ΝΎ-τσ τΉ ΠέΤΑιΝ ΤΥ ΠΑΛΚΆΡ, εκ το νού-της κί πέταε το παλληκάρι
ΑΝ ΔΥΝιΑδΊ Τ ΜΥΡΦΉιΑ. εν |ΔΥΝιΑ|δίου τη ομορφία.
…για το σπίτι(της) ξεκίνησε με κλάμα, με βαριά την καρδιά. απο το νούτης δέν παρατούσε το παλληκάρι με του κόσμου την ομορφιά. (απόδοση του τουρκ. |ΔΥΝιΑ CΥΖΕΛί|)
ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ 5.05.1990
κλίκ στο 瞳 για επιστροφή στην αρχική σελίδα