κλίκ στο ¦ για επιστροφή στον πρώτο τόμο

(βρίσκεσθε στον 2.ο τόμο του ποιητικού έργου "ΚΑΛΟΣΥΝΗ" του Ρωμιού ποιητή της Ουκρανίας Λεόντιου Κυριάκοβ. Σελίδα υπο κατασκευή)

Στο πρώτο φύλλο του τόμου, με μικρά γράμματα σημειώνεται στα Ουκρανικά και απο κάτω στα Ρωμαίικα):

Словарь Γλωσσάριο Glossary

ΑΝΆΜεΣΑ ΑΣ ΤΟ δέΦΤΕΡΟ ΤΌΜΟΣ ΈΒΑΝ ΠΗΉΜΑΤΑ, δΡΑΜΑΤΙΚΆ ΈΡΓΑ Κε ιΎΜΟΡ, ΠΎιΑ ΕΝ ΑΦΗεΡΟΜέΝΑ ΑΣ ΤΑ δΗΆΦΟΡΑ ΠΡΟβΛΉΜΑΤΑ. ανάμεσα εις το δεύτερο τόμος έμβαν ποιήματα, δραματικά έργα και χιούμορ, οποία ένι αφιερωμένα εις τα διάφορα προβλήματα. Μιάς και το έργο αυτό αποβλέπει να δώσει την πείρα του ηλικιωμένου ποιητή ώς πρόταση για τη λύση των διαφόρων ανθρώπινων προβλημάτων, μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε ώς προφητικό μέσον: σάν έχετε κάποιο πρόβλημα στο οποίο ζητάτε απάντηση ή συμβουλή, επιλέξτε στην τύχη μιά τετράστιχη στροφή ή μία παράγραφο απο αυτόν τον τόμο / ιστοσελίδα (ή γιατί όχι, και απο τον πρώτο τόμο του έργου), και συλλογιστείτε τί υπαινίσσονται τα λόγια που τυχαία βρήκατε σε σχέση με το ζήτημα επι του οποίου ρωτήσατε).

 

ΓΉΜΝ ΓΡεΞεΣΚΗΧ ΟΒςΞ]εΣΤβ ^ΥΚΡΑΗΝ\Ι (ο τίτλος (=ύμνος της ελληνικής κοινότητας της Ουκρανίας) είναι στα Ουκρανικά, και στην επόμενη σελίδα του βιβλίου υπάρχει έμμετρη μετάφραση του ^Α. ^ΛΑΔΚΗΝΑ. Σχετικά όψιμο ποίημα, έχει επιρροή απο τη γλώσσα της μητροπολιτικής Ελλάδας.)

^ΕΛΛΆδΑΣ ΒΑΛΆιδΑ, ΜΉς ΌΛ-ΠΑ ιΆΝ ΉΝΑ, Ελλάδας |ΒΑΛΑ|δια, ημείς όλοι-πα οία άν είνα,

ΑΣ ΉΜΑΣ ΜΑΖΉ, ΦΗΛΗΚΆ ΜΗΣ ΑΣ ΖΎΜ, άς είμασθε μαζί, φιλικά ημείς ας ζούμε,

ΑΤΌΤΕΣ ΘΑ ΈΧΟΜε ΣΆΝ ΜΗΣ Κε δΉΝΑ, ετότες θα έχομε |ΣΑΝ| ημείς και δύναμιν,

ΜεΓΆΛΑ δΥΛΙΣ ΜΉΣ ΝΑ ΚΆΜΥΜ ΠΟΡΎΜ. μεγάλα δουλείες ημείς να κάμουμε μπορούμε.

 

ΜΉΣ ΣΉΜεΡΑ τέΧΟΜε ΧΌΡΖΜΟ Χ ΚΑΝΊΝΑ, ημείς σήμερα κί έχομε χώρισμο εκ κανείνα,

ΜΗΣ ΈΧΟΜε ΈΝΑ ΑΝ ΟΛΣ-ΠΑ ΥΚΎΜ. ημείς έχομε ένα εν όλοις-πα |hΟΙΚΥΜ|.

δΗΚΌΜΑΣ ^ΠΑΤΡΉδΑ, ΤΟ ΈΝ Τ ^ΥΚΡΑΗΝΑ, δικόμας Πατρίδα, αυτό ένι το Ουκραΐνα,

ΑδΌ, ΠΥ εΝΊΘΑΜ Κε ΣΉΜεΡΑ ΖΎΜ! εδώ όπου εγεννήθημεν και σήμερα ζούμε!

 

ΔΥΓΚΎςΑ ΝΔΑ ΉΤΑΝ, ΜΉΣ ΈΛΛΗΝΕΣ, ΠΆΝΥ, |ΔΟΙCΥς|ια εν τα ήταν, ημείς Έλληνες, πάνω,

ΑΝ ΌΛΥ ΤΥΝ ΚΌΖΜΥ ΣΗΚΎΜΝΑΣ ΜΑΖΉ, εν όλο τον κόσμο σημούμασθε μαζί,

ΧΥΛΔΆιβΑΜ Κε ΠΚΆΝΖΑΜ ΤΥΝ ΆΤΧΥ ΔΥςΜΆΝΥ, |QΟΛΔΑ|ευαμε και κοπάνιζαμε τον άτεγγο |ΔΥςΜΑΝ|ο,

ΜΉΣ ΣΉΜΥΡ ΝΑ ΖΎΜ Τ ^ΥΚΡΑΉΝΑ ΝΑ ΖΉ! ημείς σήμερο να ζούμε, το Ουκραΐνα να ζεί!

 

Αιτσ, ΤΊΛΑΓΑ ΣΉΜεΡΑ, Ν ΌΛΥ ΤΟΝ ΚΌΖΜΥ, έτσι, τί-λογα σήμερα, εν όλο τον κόσμο,

ΜΉΣ ΖΎΜ ΦΗΛΗΚΆ, ΈΧΥΜ ΈΝΑ ΥΚΎΜ, ημείς ζούμε φιλικά, έχουμε ένα |hΟΙΚΥΜ|,

βΆι ΠΆΝΔΑ-ΠΑ Άιτσ Σ ΈΝ, ΜΉ ΈΧΟΜε ΧΌΡΖΜΥ, βάι, πάντα-πα έτσι ας ένι, μή έχωμε χώρισμο,

ΑΣ ΉΜΑΣ βΑΧΤΛΊδ, ΜΗΣ, ΗΣέΝΚΑ ΑΣ ΖΎΜ! ας είμασθε |ΒΑhΤΛΙ|δοι, ημείς |ΕΣΕΝ|ικα ας ζούμε!

 

^ΕΛΛΆδΑΣ ΒΑΛΆιδΑ, ΜΉς ΌΛ-ΠΑ ιΆΝ ΉΝΑ, Ελλάδας |ΒΑΛΑ|δια, ημείς όλοι-πα οία άν είνα,

ΑΣ ΉΜΑΣ ΜΑΖΉ, ΦΗΛΗΚΆ ΜΗΣ ΑΣ ΖΎΜ, άς είμασθε μαζί, φιλικά ημείς ας ζούμε,

ΑΤΌΤΕΣ ΘΑ ΈΧΟΜε ΣΆΝ ΜΗΣ Κε δΉΝΑ, ετότες θα έχομε |ΣΑΝ| ημείς και δύναμι,

ΜεΓΆΛΑ δΥΛΙΣ ΜΉΣ ΝΑ ΚΆΜΥΜ ΠΟΡΎΜ! μεγάλα δουλείες ημείς να κάμουμε μπορούμε.

 

ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ 28.07.1997 σελίδα9

 

ΕΛΆΤΕ ΆΣ ΖΎΜ ΦΗΛΗΚΆ το ποίημα αυτό είναι παρόμοιο με το προηγούμενο, η γλώσσατου τείνει προς την Κοινή Νεοελληνική.

ΑΝ ΌΛΥ ΤΟΝ ΚΌΖΜΟ, ΜΉΣ ΌΛ-ΠΑ ιΆΝ ΉΝΑ, εν όλο τον κόσμο, ημείς όλοι-πα οία άν είνα,

ΑΣ ΖΎΜ ΦΗΛΗΚΆ ΜΗΣ - ^ΡΥΜέι Κε ^ΥΡΎΜ. ας ζούμε φιλικά ημείς – Ρωμαίοι και Ουρούμ.

ΜΉΣ ΣΉΜεΡΑ τέΧΟΜΗ ΧΌΡΖΜΟ Χ ΚΑΝΊΝΑ, ημείς σήμερα κί έχομε χώρισμο εκ κανείνα,

ΜΗΣ ΈΧΟΜΗ ΈΝΑ ΑΝ ΟΛΣ-ΠΑ ΥΚΎΜ. ημείς έχομε ένα εν όλοις-πα |hΟΙΚΥΜ|

 

ΆΝ ΉΜΑΣ ΜΑΖΉ ΜΗΣ, ΘΑ ΈΧΟΜΗ δΉΝΑ, άν είμασθε μαζί ημείς, θα έχομε δύναμη,

^ΕΛΛΆδΑΣ ΒΑΛΆιδΑ, ^ΡΥΜέι Κε ^ΥΡΎΜ. Ελλάδας |ΒΑΛΑ|δια, Ρωμαίοι και Ουρούμ.

δΗΚΌΜΑΣ ^ΠΑΤΡΉδΑ, ΤΟ ΈΝ Τ ^ΥΚΡΑΗΝΑ, δικό-μας Πατρίδα, αυτό ένι το Ουκραΐνα,

ΑδΌ, ΠΥ ΗΝΊΘΑΜ Κε ΣΉΜεΡΑ ΖΎΜ! εδώ όπου εγεννήθημεν και σήμερα ζούμε!

 

ΔΥΓΚΎς ΝΔΑ ΠςΗΡΉΘΗΝ, ΣΗΚΌΘΑΝ ΑΠΆΝΥ, |ΔΟΙCΥς| εν τα επιχειρήθη, σηκώθαν επάνω,

ΑΝ ΌΛΥ ΤΟΝ ΚΌΖΜΟ - ^ΡΥΜέι Κε ^ΥΡΎΜ. εν όλο τον κόσμο – Ρωμαίοι και Ουρούμ.

ΧΥΛΔΆιΣΑΝ Κε ΠΚΆΝΣΑΝ ΤΥΝ ΆΤΧΥ ΔΥςΜΆΝΥ, |QΟΛΔΑ|ησαν και κοπάνισαν τον άτεγγο |ΔΥςΜΑΝ|ο,

ΝΑ ΖΉ Τ ^ΥΚΡΑΉΝΑ, ΜΗΣ ΣΉΜΥΡ ΝΑ ΖΎΜ! να ζεί το Ουκραΐνα, ημείς σήμερο να ζούμε!

 

ΆΝ ΉΜΑΣ ΜΑΖΉ ΜΗΣ, ΘΑ ΈΧΟΜΗ δΉΝΑ, άν είμασθε μαζί ημείς, θα έχομε δύναμη,

^ΕΛΛΆδΑΣ ΒΑΛΆιδΑ, ^ΡΥΜέι Κε ^ΥΡΎΜ. Ελλάδας |ΒΑΛΑ|δια, Ρωμαίοι και Ουρούμ.

δΗΚΌΜΑΣ ^ΠΑΤΡΉδΑ, ΤΟ ΈΝ Τ ^ΥΚΡΑΗΝΑ, δικό-μας Πατρίδα, αυτό ένι το Ουκραΐνα,

ΑδΌ, ΠΥ ΗΝΊΘΑΜ Κε ΣΉΜεΡΑ ΖΎΜ! εδώ όπου εγεννήθημεν και σήμερα ζούμε!

 

ΝΔΑ ΉΜΑΣ ΣΤΑ ΚΣέΝΑ ΤΑ ΚΡΆΤΙΣ ΠΥδΉΝΑ, εν τα είμασθε στα ξένα τα κράτη πουθενά,

ΜΗΣ ΤΥ ^ΠΡΗΑΖΌβ\ιΑ ΝΥΝΊΖΥΜ - ΡΥΘΜΎΜ… ημείς το Πριαζόβια νουνίζομε – αροθυμούμε…

ΠΡΟβΛέΜΗΣ ΠΥΛΆ Ες ΧΥΡΣΌ Τ ^ΥΚΡΑΉΝΑ, |ΠΡΟΒΛΕΜΙ|ς πολλά έχει χρυσό το Ουκραΐνα,

ΆΝ ΉΜΑΣ ΜΑΖΉ, ΜΗΣ ΑΤΆ ΝΑ ΗΝΓΚΎΜ! αν είμασθε μαζί, ημείς αυτά να νικούμε!

 

ΆΝ ΉΜΑΣ ΜΑΖΉ ΜΗΣ, ΘΑ ΈΧΟΜΗ δΉΝΑ, άν είμασθε μαζί ημείς, θα έχομε δύναμη,

^ΕΛΛΆδΑΣ ΒΑΛΆιδΑ, ^ΡΥΜέι Κε ^ΥΡΎΜ. Ελλάδας |ΒΑΛΑ|δια, Ρωμαίοι και Ουρούμ.

δΗΚΌΜΑΣ ^ΠΑΤΡΉδΑ, ΤΟ ΈΝ Τ ^ΥΚΡΑΗΝΑ, δικό-μας Πατρίδα, αυτό ένι το Ουκραΐνα,

ΑδΌ, ΠΥ ΗΝΊΘΑΜ Κε ΣΉΜεΡΑ ΖΎΜ! εδώ όπου εγεννήθημεν και σήμερα ζούμε!

 

Αιτσ ΤΊΝΑΓΑ <ΤΊΛΑΓΑ> ΣΉΜΥΡ, ΑΝ ΌΛΥ ΤΟΝ ΚΌΖΜΥ, έτσι τί-λογα σήμερο, εν όλο τον κόσμο,

ΜΗΣ ΖΎΜ ΦΗΛΗΚΆ, ΈΧΥΜ ΈΝΑ ΥΚΎΜ, ημείς ζούμε φιλικά, έχουμε ένα |hΟΙΚΥΜ|,

βΆι ΠΆΝΔΑ-ΠΑ  Άιτσ Σ ΈΝ, ΜΉ ΈΧΟΜΗ ΧΌΡΖΜΥ, βάι! πάντα-πα έτσι ας ένι, μή έχωμε χώρισμο,

ΑΣ ΉΜΑΣ βΑΧΤΛΊδ ΜΗΣ - ΡΥΜέι Κε ΥΡΎΜ! ας είμασθε |ΒΑhΤΛΙ|δοι ημείς – Ρωμαίοι και Ουρούμ!

 

ΆΝ ΉΜΑΣ ΜΑΖΉ ΜΗΣ, ΘΑ ΈΧΟΜΗ δΉΝΑ, άν είμασθε μαζί ημείς, θα έχομε δύναμη,

^ΕΛΛΆδΑΣ ΒΑΛΆιδΑ, ^ΡΥΜέι Κε ^ΥΡΎΜ. Ελλάδας |ΒΑΛΑ|δια, Ρωμαίοι και Ουρούμ.

δΗΚΌΜΑΣ ^ΠΑΤΡΉδΑ, ΤΟ ΈΝ Τ ^ΥΚΡΑΗΝΑ, δικό-μας Πατρίδα, αυτό ένι το Ουκραΐνα,

ΑδΌ, ΠΥ ΗΝΊΘΑΜ Κε ΣΉΜεΡΑ ΖΎΜ! εδώ όπου εγεννήθημεν και σήμερα ζούμε!

25.08.1997 σελίδα12

 

ΓΉΜΝΟΣ ύμνος

(ΚΗΛΣΉιΑ ΧΤΊΖΥΝ ΣΤΟ ΧΟΡΉΟ ^ΣΑΡΤΑΝΆ)

ΈΧΥΜ ΣΉΜΥΡ ΧΑΡΑΤΉιΑ, έχουμε σήμερο χαρατεία,

ΉΛιΥΣ ςέΡΗΤ ΧΤΑ ΠΣΗΛΆ… ήλιος χαίρεται εκ τα ψηλά…

ΣΤΥ ΘΑ ΧΤΊΖΥΜε Ν ΚΗΛΣΉιΑ, εις το θα χτίζουμε την εκκλησία,

ΠΡΌΤΟ ΒΆΛΟΜε ΤΥΛΆ. πρώτο βάλλομε tuğla.

 

ΧΤΊΖΥΜ, ΧΤΊΖΥΜ ΜΉΣ ΚΗΛΣΉιΑ, χτίζουμε, χτίζουμε ημείς εκκλησία,

ΤΥ ΦΟΝΊ-Τ ΆΣ ΠΆι ΜΑΚΡΆ, το φωνή-του ας πάει μακρά,

Σ δΌΚ ΤΥΝ ΚΌΖΜΥ ΜέΓΑ ΉιΑ, ας δώκει τον κόσμο μέγα υγεία,

ΚΑΛΥΖΌιΑ Κε ΧΑΡΆ. καλοζώγια και χαρά. (ευημερία

 

ΠΆΛ Σ Ές ΌΝΙΜΑ ^Αι-^ιΌΡΗ, πάλι ας έχει όνομα Αϊ-Γιώργη,

ΤΊΓΛΥ ΉςΗΝ Σ ΠςΗΡΗΘΉ… τί-λογο είχεν άς επιχειρηθεί…

ΆΣ ΤΥ ΦΛΆι βΑΧΤΛΊδΚΥ ΌΡΑ, ας το φυλάει |ΒΑhΤΛΙ|δικο ώρα,

ςΛιΆδΗΣ ΧΡΌΝιΑ ΆΣ ΣΤΑΘΉ! χιλιάδες χρόνια άς σταθεί!

 

Σ ΠΆΓΝΙ ΠέΣΥ ΠΥΛΊ ΚΌΖΜΥΣ, άς υπάγουνε απ’έσω πολλοί κόσμος,

ΜΉ ΈΝ ΜΌΝΥ ΑΣ ^ΡΥΜέιΣ. μή ένι μόνο εις Ρωμαίοις. (κατα το ρωσικό σύστημα, τα ονόματα που δηλώνουν εθνότητες γράφονται χωρίς κεφαλαίο το πρώτο γράμμα εκτός άν αναφέρονται σε συγκεκριμένα πρόσωπα. εγώ τα δηλώνω ώς κύρια ονόματα κατα το ελληνικό σύστημα)

Σ ΠΆΓΝΙ ΠέΣΥ ΛΊΓΥΣ ΧΌΡΖΜΥ, ας υπάγουνε απ’έσω δίχως χώρισμο,

ΑΧ ΤΑ ΌΛΑ ΤΑ ΜΑΡΈιΣ. εκ τα όλα τα μερέες.

 

ΈΧΥΜ ΣΉΜΥΡ ΧΑΡΑΤΉιΑ, έχουμε σήμερο χαρατεία,

ΉΛιΥΣ ςέΡΗΤ ΚΑΤΙΝΆ… ήλιος χαίρεται κατενά…

ΧΤΊΖΥΜ, ΧΤΊΖΥΜ ΜΉΣ ΚΗΛΣΉιΑ, χτίζουμε, χτίζουμε ημείς εκκλησία,

ΑΣ ΤΥ ^ΜέΓΑ Τ ^ΣΑΡΤΑΝΆ! εις το μέγα το Σαρτανά!

03.08.97 ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ. ΜΗΣΌ ΝΊΧΤΑ. (σελίδα12).

 

ΚΑΡδΉιΑΣ ΛΌΓΟ

ΠΌΣ ΓΟ ΌΛΣ-ΠΑ ΠΣΤΈβΥ, πώς εγώ όλους-πα πιστεύω,

ΠΌΣ ΠΑΧΉΛΣ ΓΟ τΉΜΗ, πώς baqıl-ης εγώ κί είμαι,(απο παράγωγο του τουρκικού baqıl- =κοιτάζεται)

ΠΌΣ ΚΑΛΌΣ ΗΡέβΥ πώς καλός γυρεύω

ΓΌ ΑΝ ΌΛΣ ΝΑ ΉΜΗ? εγώ εν όλους να είμαι;

πώς  φθονερός εγώ δέν είμαι,

 

ΠΌΣ ιΑΡΔΊΜ ΓΟ ΚΆΜΥ, πώς |ιΑΡΔΙΜ| εγώ κάμω,

ΤΊΣ τιΆΝ ΚΡΎι ΑΠΆΝΥ-Μ, τί και άν κρούει επάνω-μου,

ΤΑ δΛΊΣ-Μ ΦΉΝΥ ΆΜΑ, τα δουλείες-μου αφήνω άμα, (άμα στη Ρωμαίικη έχει 3 σημασίες: όμως, αμέσως, ολόιδιο. εδώ ταιριάζει «αμέσως», άν και θα μπορούσαμε να το τραβήξουμε: «το ίδιο», “all the same”, «και μάλιστα»)

βΆι ΜΑΝΊτσΑ-Μ ΜΆΝΑ… βάι! μανίτσα-μου μάνα…

 

ΣΉ-ΠΑ ΉΣΝΙ ΤΊΤΚΥΣ, σύ-πα ήσουνε τοιούτικος,

ΚΣέΡΥ-ΤΟ ΑΠΛΌΓΥ-Μ, ξέρω-το απο λόγου-μου,

ΠΆΝΔΑ ΉΣΝΙΗ ΉΤΜΥΣ, πάντα ήσουνε έτοιμος

ΝΑ ΚΆΜΣ ΚΣέΝΥ ΛΌΓΟ. να κάμεις ξένο λόγο.

 

Άιτσ ΚΗ ΓΌ-ΠΑ ΤΌΡΑ, έτσι και εγώ-πα τώρα,

ΚΆΜΥ δΛΊΣ ΤΑ ΚΣέΝΑ, κάμω δουλείες τα ξένα,

βΆι βΑΧΤΛΊδΚΑ ΌΡΗΣ, βάι! |ΒΑhΤΛΙ|δικα ώρες,

δΛΊΣ ΑΓΑΠΗΜέΝΑ. δουλείες αγαπημένα.

 

ΠΆΝΔΑ ΓΌ ΖΒΥδΆΖΥ, πάντα εγώ σπουδάζω,

ΝΔΑ ΠέΡΥ ΧΑΡΤΊιΑ, εν τα παίρω χαρτία,

ΚΆΘΥΜ<Η> διΑβΆΖΥ, κάθομαι διαβάζω,

ςέΡΥΜ ΝΔΑ ΠεδΉιΑ. χαίρομαι εν τα παιδία.

 

ΑΝ ΤΑ ΧΑΡΑΧΛέΤΚΑ, εν τα χαραχλιώτικα,

ΑΝΔΑ ΣΑΡΤΑΝ\ΌΤΚΑ, εν τα σαρτανιώτικα,

ΑΝΔΑ ΥΡΖΥΦδΌΤΚΑ, εν τα ουρζουφδώτικα,

ΑΝΔΑ ΒΥΓΑΖδΌΤΚΑ. εν τα μπουγαζδώτικα.

 

ΓΡΆΦΤΝΙ ΣΤΉΧιΑ, ΠΡΌΖΑ, γράφουνε στίχια, πρόζα,

ΓΡΆΦΤΝΙ ΧΥΡΑΤΆιδΑ, γράφουνε χωρατάδια,

βίΈΓΛΑ, βέΓΛΑ ΌΣΑ βίγλα, βίγλα όσα

ΈΧΥ ΓΌ ΒΑΛΆιδΑ… έχω εγώ |ΒΑΛΑ|δια…

 

βΆι ΦΗΔΆΝιΑ ιΆςΚΑ, βάι! φιντάνια |ιΑς|ικα,

ΔΆΜΑ-ΣΑΣ ΓΟ ςέΡΥΜ, αντάμα-σας εγώ χαίρομαι,

δΗΝΑΤΆ ΣΑΣ ΝιΆςΚΥΜ – δυνατά σας νοιάσκομαι -

ΣΉΣ ΠΥΡΚΆ ΝΑ ΦέΡΗΤ. εσείς οπωρικά να φέρετε.

 

βΆι ΡΥΜέΚΑ ΠΛΆΣΗΣ, βάι! ρωμαίικα πλάσεις,

βΆι ΡΥΜέΚΑ τσΝΊιΑ, βάι! ρωμαίικα τσουνία! (κλαδιά απο το δέντρο της Ρωμιοσύνης)

ΒέΛτΗΜ, ΆΝ ΗΡΝΆΣΗΤ, |ΒΕΛΚί|, άν γεράσετε

ΑΝΓΚέβΗΤ-Με ΚΑΜΉιΑ! |Αγγ|εύετε-με καμία! (το ΑΝΓΚέβΗΤ στο πρωτότυπο είναι με κεφαλαία γράμματα ίδιου μεγέθους)

ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ 17.07.1997 σελίδα14.

 

ΤΡΑΓΌδ ΠΑΣ Τ ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ

τραγούδι με θέμα το χωριό Σαρτανά

βΆι ΧΡΟΝΊΞΑ - ΧΡΌΝιΑ ΌΣΑ ΠέΜΝΑΝ ΠΉΣΥ, βάι, χρονίτσια – χρόνια όσα απέμειναν πίσω,

ΑΧ ΤΑ ΣΤΊΚΗΤ ΆΡΤΑ Τ ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ, εκ τά στήκεται |ΑΡΤΙQ| τη χώρα Σαρτανά,

ΠΎιΥ ΈΧΤΣΑΝ ΠΆΠ-ΜΑΣ, ΤΌΡΑ ΜΉΣ ΝΑ ΖΉΣΥΜ, οποίο έχτισαν πάπποι-μας, τώρα εμείς να ζήσουμε

ΠΚΆΣ ΤΑ ^ΠΡΗΑΖΌβΣΚΗ ΆΣΤΡΗΣ ΚΑΤΙΝΆ. απο κάτω εις τα Πριαζόβσκι άστρες κατενά.

 

ΑΧ ΤΥ ^ΚΡΊΜ ΝΔΑ ΚΖέβΑΝ ΠέΣ ΤΑ ΞΌΛιΑ ΚΣέΝΑ, εκ το Κρίμ εν τα εξέβαν απ’έσω τα |ΞΟΙΛ|ια ξένα,

ΈΚΛΙΓΑΝ ΒΑΛΆιδΑ, ΈΚΛΙΓΑΝ ΜεΓΌΛ, έκλαιγαν |ΒΑΛΑ|δια, έκλαιγαν μεγάλοι,

ΤΌ ΤΝΙ ΜέΡΑ ΉΛιΥΣ βέΛΓΖΗΝ ΤΥςΝΙΜέΝΑ, αυτό την ημέρα ήλιος βίγλιζε |ΔΥςΥΝ|ημένα,

ΘΑΝΑΤΊ ΜΥΡΛΌιΑ δΆιΝΑΝ ΛΌΝ ΤΥ ΞΌΛ. θανατίου μοιρολόγια διάβαιναν ελών το |ΞΟΙΛ|.

 

βΆι, ΤΑΚΆΜΑΣ ΚΌΖΜΥΣ, δΌ - ΣΤΥ ^ΠΡΗΑΖΌβ\ε, βάι, τα δικάμας κόσμος, εδώ στο Πριαζόβιε,

ΈΣΥΣΑΝ ΣΤΥΝ ΤΌΠΥ ΆΛιΑΧ ΛΊΓ ΖΔΑΝΊ… έσωσαν στον τόπο |ΑΛΑΑQ| λίγοι ζωντανοί…

ΚΉΚΚΑ ΞΌΛιΑ ΆΓΡΑ, ΚΉΚΚΑ ΞΌΛιΑ ΛΌΡιΑ, |ΚΗιίΚ|ικα |ΞΟΙΛ|ια άγρια, |ΚΗιίΚ|ικα |ΞΟΙΛ|ια ολόγυρα,

ΠΎιΑ τΉδΑΝ ΚΌΜΑ ΑΛΕΤΡΉ ΗΝΊ. οποία κί είδαν ακόμα αλετρίου υνί.

 

ΜΌΝΥ ΉΛιΥΣ ΚΣέΡ-ΤΟ, ΧΤΑ ΠΣεΛΆ ΗΣΛΆιβΗΝ, μόνο ήλιος ξέρει-το, εκ τα ψηλά |ίΖΛΕ|ευεν,

ΌΣΥ ΜΑΓΑΝΆιΚΣΑΝ, ΌΣΑ ΉΤΑΝ δΛΊΣ, όσο μαγανάηξαν, όσα ήταν δουλείες,

ΌΣ ΝΑ ΣΤΊΚΣΝΙ Τ ΧΌΡΑ, ΌΣ ΝΑ ιΥΡΥΧΛΆιβΑΝ, ώς να στήξουνε τη χώρα, ώς να |ιΟΡΟΥQ_ΛΑ|ευαν, (joruq- =ομαλή πορεία εξ ού joruqla- =βάζει σε ρέγουλα)

ΌΣ ΝΑ ΦέΡΝΙ δΉΝΑ, ΣΉΜΥΡ ΝΑ ΖΎΜ ΜΉΣ. ώς να φέρουνε δύναμη, σήμερο να ζούμε ημείς

ώσπου να δώσουνε τη δυνατότητα, σήμερα να ζούμε εμείς.

 

ΤΊΓΛΑ ΈΖΝΑΝ ΠΆΠ-ΜΑΣ, ΜΉΣ-ΠΑ Άιτσ ΑΣ ΖΉΣΥΜ, τί-λογα έζηναν πάπποι-μας, ημείς-πα έτσι ας ζήσουμε,

ΆΣ ΣΑΈΠΣΥΜ ΚΌΖΜΥ, ΤΊΓΛΑ ΣΆιβΑΝ ΤΊ, άς |ΣΑΑ|εύσουμε κόσμο, τί-λογα |ΣΑΑ|ευαν αυτοί,

ΜΉ ΖΜΥΝΎΜ ΤΥ ΧΡέιΥΣ, ΠςέΣ ΑΣ ΈΧΥΜ ΉΣΑ, μή λησμονούμε το χρέος, ψυχές ας έχουμε ίσα,

ΤΌΤΙΣ ΜΉΣ ΘΑ ΉΜΑΣ τιΆΛΥ δΗΝΑΤΊ. τότες ημείς θα είμασθε και άλλο δυνατοί.

 

ΠΎ ΘεΌΣ ΑΝ ΠΆι-Με ΣΤΥ ΜΑΚΡΗΣΤΡΑΤΊιΥ, όπου Θεός άν πάει-με στο μακρυστρατείο,

ΠΆΝΔΑ ΑΣ ΤΑ ΜΆΤιΑ-Μ ΦέΝΙΣ ΚΑΤΙΝΆ, πάντα εις τα μάτια-μου φαίνεσαι κατενά,

βΆι ΤΥΚΌΜ Τ ΧΑΝΊιΑ, βΆι, ΤΥΚΌΜ Τ ΜΥΡΦΉιΑ, βάι! το δικό-μου το |ΧΑΝ|εία, βάι, το δικό-μου το ομορφία,

βΆι, ΤΥΚΌΜ Τ ΧΟΡΉτσΑ - ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ! βάι, το δικό-μου το χωρίτσα – χώρα Σαρτανά!

ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ 20.08.1997

 

ΠΟΤΆΜΗ ΣΤΊΚΣ…

ΠΟΤΆΜΗ ^ΣΤΊΚΣ ΣΝ ΔΥΝιΆ ΈΝ ΤΊΤΚΥ, ποτάμι Στύξ στον |ΔΥΝιΑ| ένι τοίουτικο,

ΑΠΆΝΥ ΜέΓΑΣ ΈΝ ^ΧΑΡΌΝΣ… επάνω μέγας ένι Χάρων…

ΤΌ ΈΝ ΠΗΚΡΌ Κε ΑΓΥΛΊδΚΥ, αυτό ένι πικρό και |ΑγΙΛΙ|δικο,

ΜΑ ΈΡΚΗΤ ΌΡΑ ΑτΉ ΣΌΝΣ… μα έρχεται ώρα εκεί σόνεις…

 

^ΧΑΡΌΝΣ ΠΡΑΤΆ ΔΙΓΚΉΖ ΑΠΉΣΥ-Σ, Χάρων περιπατά |CΥΝΔΥΖ| οπίσω-σου,

ΣΗ ΠΎ τιΆΝ ΉΣΗ, ΤΊ τιΑΝ ΦΤΆιΣ. σύ που και άν είσαι, τί και άν ευθειάεις.

Κε ΤΊΛΑΓΑ ΣΧΥΡέΦΚΗΣ, ΉΣΑ, και τί-λογα συγχωρεύεσαι, ίσα,

ΠΆΣ ΤΥ ΧΑΉΧ-Τ ΤΌΣ ΠέΡ-ΣΕ, ΠΆιΣ. πάνω εις το |QΑιΙQ|του αυτός επαίρει-σε, πάεις.

 

ΠεΡΆΣ-Σε ΤΌΣ Π ΑΤΌ ΜΑΡέιΑ, περάζει-σε αυτός απο αυτό μερέα,

ΠΎΧ ΥΚΣΥΠΉΣΑ ΉΡΖΜΥ τέΝ… πούθε-εκ εξοπίσω γύρισμο κί ένι…

βΆι, ΚΌΖΜΥΣ ΠΎ ΓΥΓΚΎΝ βΑΡέιΑ, βάι, κόσμος όπου γογγούν βαρέα,

ΠΥ ΝΈ ΚΣΜΗΡέβ Κε ΝΈ βΡΑδέΝ… όπου |ΝΕ| ξημερεύει και |ΝΕ| βραδαίνει…

σε περνάει

 

ΜΑ ιΌΧ! ΤΊΣ ΖΉ ΑΝ ^ΠΑΛΚΗΡΉιΑ, μα |ιΟQ|! τίς ζεί εν παλληκαρία,

ΤΥΝ ΚΌΖΜΥ ΤΊΣ ΧΑΡΆ ΥΡΉΖ, τον κόσμο τίς χαρά ορίζει,

ΤΊΣ ΈΝ ΦΤΙΝΌ, τσΗΦΛΌ ΚΑΡδΉιΑ, τίς ένι φτενό, τσεφλό καρδία,

ΤΌΣ ΑΠ ^ΑΤ\ΚΆΤΥ<ΠΑ> ΗΡΉΖ! αυτός απο εκεικάτω-πα γυρίζει!

ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ 20.09.1997

 

ΤΑ ΜεΡεΣ ΚΡΌΣΑΝ…

οι μέρες κρυώσαν…

ΤΑ ΜέΡεΣ ΚΡΌΣΑΝΙ, ΤΡΑβΉΘΙΝ ΣΗΝΕΦΉιΑ, τα μέρες κρυώσανε, τραβήθη συννεφία,

ΣΤΑ ΧΛΊτσΚΑ ΤΌΠΣ ΤΑ ΠΛΊιΑ ΠΆΛ ΠεΤΎΝ… στα χλίουτσικα τόπους τα πουλία πάλι πετούν…

ΤΥ ΌΡΥΣ ΓδΉΣΤΙΝ - ΚΡέΜΣΗΝ Τ ΦΟΡεΣΉιΑ-Τ, το όρος εγδύσθη – γκρέμισε τη φορεσεία-του,

ΘΑΡΉΣ, ΤΑ ΞΌΛιΑ ΘΜΎΝΝΙ Κε εΛΎΝ. θαρρείς τα |ΞΟΙΛ|ια θυμούνται και γελούν.

 

Κε τέΡΚΗΤ ΆΡΤΑ ΧΤΊΠΥΣ ΧΤΑ ΚΟΜΒΆιΝΙΣ, και κί έρχεται |ΑΡΤΙQ| χτύπος εκ τα |combine|ες,

βΡΟΧΆδΗΣ ΠΆΓΝΙ, ΚΡΌΣΑΝ ΤΑ βΡΑδέΣ… βροχάδες υπάγουνε, κρυώσαν τα βραδυές…

ΜΑ ΌΜΟΡΦΥ, ΧΛιΥΡΌ ΟΖΉΜΑ ΠΆΛΙΣ, μα όμορφο, χλωρό |ΟΙΖ|ημα πάλις,

ιΥΜΌΝ Ν ΚΑΡδΉιΑ-Μ ΧΛιΆδΑ Κε ΧΑΡέΣ. γεμώνει την καρδία-μου χλιάδα και χαρές.

 

ΓΟ ΣΤΊΚΥΜ<Η> βεΓΛΊΖΥ ΝΤ ΘΑΓΜΑΣΉιΑ: εγώ στήκομαι βιγλίζω εν τη θαυμασεία:

ΤΟ ΞΌΛ, Π τΗΡΎ, ΘΑ δΌΚ ΑΖΉΧ ΠΆΛ ΜΆΣ… το |ΞΟΙΛ| απο καιρού, θα δώκει |ΑΣΙγ| πάλι ημάς…

ΤΥ ΞΌΛ ΜΑΣ δΎι ΠΣΟΜΉ, ΧΑΡΆ Κε ΉιΑ, το |ΞΟΙΛ| μας δώει ψωμί, χαρά και υγεία,

Κε τές ΞΟΡΆ ΤΥ ΞΌΛ ΜΉ ΑΓΑΠΆΣ! και κί έχει |ΞΑΡΆ| το |ΞΟΙΛ| μή αγαπάς!

5.10.1997 ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ

 

ΠΗΗΜΑΤΑ

Εδώ ο τίτλος «ποιήματα» πιάνει μιά ολόκληρη σελίδα, ενώ τα προηγούμενα ακολούθησαν κατευθείαν την εισαγωγή σε ουκρανική γλώσσα του 2ου τόμου.

 

ΚΥΖ\ΜΆ ΑΠΆΤΟβΣ

…Ει, β ΔεβιΑΤΝΑΔτσΑΤΟΜ ΓΟΔΥ, (αυτός ο στίχος είναι στα ρωσικά: …Эй‚ в девятнадцатом году,)

Τ ΦΥΤΊιΑ τέΤΙΝΔΥΝ ΠΑΝΔΎ. τη φωτία καίετετο παντού.

έι, στο δέκατο ένατο χρόνο η  φωτιά έκαιγε παντού.

ΑτΉ, ΑδΏ, ΠέΣ ΈΝΑ ΤΝΆ εκεί, εδώ, απ’έσω ένα τινά,

ΣΥΡέΦΤΙΝ ΣΧΌΔ ΑΣ Τ ^ΣΑΡΤΑΝΆ. σωρεύθη |сход| εις το Σαρτανά сход = ουρές (κόσμου, συγκέντρωση μεγάλου πλήθους)

          εκεί, εδώ, μέσα σε μιά στιγμή, μαζεύτηκαν ουρές κόσμου στο (χωριό) Σαρτανά.

ΚΑΜΉιΑ ΤΌ τ\ΘΑ ΖΜΥΝΙςΚΆΤ, καμία αυτό κί θα λησμονισκάται,

ΤΌ ΉΤΥΝ ΤΝ ΆΝΙΚΣ, ΠέΣ ΤΥ ΜΆΡΤ. αυτό ήτον την άνοιξη, απ’έσω το Μάρτη.

          ποτέ αυτό δέν θα ξεχασθεί, αυτό ήταν την άνοιξη, μές τον Μάρτη.

ΠΥΛΉ ΣΥΡέΦΤΑΝ ΑΣ ΤΥ ΣΧΌΔ, πολλοί σωρεύθαν εις το |сход|,

^ΑΠΆΤΟβΣ ΚΖέβΗΝ ΠΆΣ Ν ΤΡΗΒΎΝΑ, |Απάτοβ|ος εξέβη πάνω εις την |TRIBUNA|

ΚΗ ΔΡΆΝΣΗΝ ΛΌΡιΑ-Τ. ^ΣΑΡΤΑΝ\ΌΤ, και ανατράνησεν ολόγυρα-του. Σαρτανιώται,

ΤΊ ΛΈ ^ΑΠΆΤΟβΣ ΣΤΊΚΝΙ, ΦΚΡΎΝΝΙ: τί λέει Απάτοβ|ος στήκουνε, εφουκρούνται:

          πολλοί μαζεύτηκαν στις ουρές (=στη συγκέντρωση του πλήθους), ο Απάτοβ βγήκε (=ανέβηκε) πάνω στο βήμα, και κοίταξε γύρωτου. Οι Σαρτανιώτες, τί θα πεί ο Απάτοβ στέκονται (και) ακούνε:

- ΠΑΝΔΎ, ΠΑΝΔΎ-ΠΑ τέΤΙ ΦΛΌΓΑ, - «παντού, παντού-πα καίεται φλόγα»,

^ΑΠΆΤΟβΣ ΠςΉΡΗΝ Άιτσ ΤΥ ΛΌΓΟ-Τ, Απάτοβ|ος επιχείρησεν έτσι το λόγο-του,

          «παντού μα παντού καίει φλόγα», με αυτά τα λόγια ο Απάτοβ άρχισε το λόγοτου,

Τ ^ΡεΣΠΎΒΛΗΚΑ ^ΣΟβεΤΙΚΌ, «το |RES-PUBLICA| Σοβιετικό,

ΑΚΎιΤ! ΈΝ ΤΌΡΑ ΣΤΥ ΧΑΜΌ!... ακούετε! ένι τώρα στο χαμό!...

          η Δημοκρατία η Σοβιετική, ακούτε! είναι τώρα στο χαμό! (=χάνεται!)

ΔΥςΜΆΝ ΧΤΑ ΌΛΑ ΤΑ ΜΑΡέιΣ, |ΔΥςΜΑΝ|οι εκ τα όλα τα μερέες,

ΤΡΑβΎΝ ΚΗ ΠέΡΥΝΙ ΧΑΠέΣ! τραβούν και παίρουνε χαπιές!

          εχθροί απο όλα τα μέρη τραβούν και παίρνουνε κομμάτια!

ΤΥΚΌ-ΜΑΣ ΧΡέιΥΣ, ΔζΥΜΑιΆΤ! το δικό-μας χρέος, |ЏΟΥΜΑιΑΤ|!

ΝΑ ΚΆΜΥΜ ΜέΓΑ ΜΉΣ ΟΤΡιΆΔ, να κάμουμε μέγα ημείς |отряд| (отряд detachment, απόσπαση, εδώ: αποστολή, διαδήλωση).

                το δικόμας χρέος, κοινότητα (=πολίτες της κοινότητας) (είναι) να κάνουμε μεγάλη εμείς αποστολή (διαδήλωση)

ΝΑ ΧΥΡΑΛέιΣΥΜ ΧΤΥ ΧΑΜΌ, να |QΟΥΡΑΛΑ|έσουμε εκ το χαμό

Τ ^ΡεΣΠΎΒΛΗΚΑ ^ΣΟβεΤΙΚΌ!... το |RES-PUBLICA| Σοβιετικό!...

          να διασώσουμε απο το χαμό τη Δημοκρατία τη Σοβιετική!...

ΣΤΥ ΜΑΡΗΎΠΟΛ\, ΜΉΣ ΕΡΓΆΤ, στο Μαριούπολη, ημείς εργάται,

ΣΥΡέΦΤΑΜ, ΈΚΑΜΑΜ ΟΤΡιΆΔ. σωρεύθαμε, έκαμαμε |отряд|

          στη Μαριούπολη, εμείς οι εργάτες, συγκεντρωθήκαμε, κάναμε διαδήλωση.

ΣΚΥΘέΤ ΚΗ ΣΉΣ-ΠΑ ΌΛ ΑΠΆΝΥ, σηκωθέτε και σείς-πα όλοι επάνω,

ΧΑΡςΎ ΣΤΥΝ ΆΤΧΥ ΤΥΝ ΔΥςΜΆΝΥ… |QΑΡςΙ| στον άτεγγο τον |ΔΥςΜΑΝ|ο…

          σηκωθείτε και εσείς μαζί όλοι επάνω, ενάντια στον ανήλεο τον εχθρό…»

ΤΥ ΛΌΓΥ-Τ ΠΤΡΆιΣΗΝ-ΔΥ ^ΑΠΆΤΟβΣ, το λόγο-του |ΒίΤίΡ|άησε-το Απάτοβ|ος,

ΤΊ ΚΑΜΑΤΈΦΚΗΤ τΉ ΓΡΗΚΆ-ΤΥ… τί καματεύεται κί γροικά-το…

          τον λόγοτου τελείωσε ο Απάτοβ, τί πρόκειται να γίνει (=να πραχθεί) δέν το ξέρει…

ΑΚΎςΚΝΙ ΛΌιΑ ΧΤΑ ΜΑΡέιΣ: ακούσκονται λόγια εκ τα μερέες:

- ΤΌ, ΠΡέΠΝΑ, ΣΉ-ΠΑ ΠΣέΜΑ ΛΈιΣ! – αυτό, πρέπει-να, σύ-πα ψέμα λέεις!

τΗΡΌΣ ΈΝ ΣΉΜΥΡ ΦΥβΗΡΌ, καιρός ένι σήμερο φοβερό,

ΧΤΥΝ ^ΜΆι-^ΜΑέΦΣΚΗ, ΧΤΥΝ ^ςΚΥΡΌ, εκ τον Μάι-Μαγιέφσκι, εκ τον шκουρό,

δΌ ΈΡΚΝΙ ΠέΡΝΙ ΚΌΖΜΥ, ΣΤΆΡ, εδώ έρχονται παίρουνε κόσμο, σιτάρι,

ΤΊΣ ΚΣέΡ ΠΎ ΘΑ ΜΑΣ ΠΆιΣ, ΠΑΛΚΆΡ? τίς ξέρει πού θα πάεις, παλληκάρι;

- ΓΑΡΉΠ ΑΧΜΆΧ, ΤΟ ΠΌΣ βΗΓΛΊΖΗΤ, - |ΓΑΡίΒ| |ΑhΜΑQ|, το πώς βιγλίζετε,

τΉ ΠιΆΝΙΤ ΚΌΜΑ ΝΑ ΠΚΑΝΊΣΗΤ! κί πιάνεται ακόμα να κοπανίσετε!

ΤΊ ΉΡΤΑΝ ΠΆΛ ΑΣ ΤΥ ΦΛιΥΡΉ, αυτοί ήρθαν πάλι εις το φλουρί,

ΠΚΑΝΊΣΗΤ ΤΊΣ ΝΔΥ ΤΊ ΠΥΡΊ. κοπανίσετε τίς εν τω τί μπορεί.

- ΠΚΑΝΊΣΗΤ ΞΆΛΚΑ ΤΑ ΚΑΜΒΆΝΙΣ, -κοπανίσετε |ΞΑΛ|ικα τα καμπάνες,

ΑΣ ΈΡΤΝΙ ΚΌΖΜΥΣ ΚΗ ΆΣ τσ ΧΆΝΥΜ!... ας έρθουμε κόσμος και άς τους χάνουμε!...

 

ΘΑΡΉΣ ΦΥΛΈιΑ ΜΗΛΙςΉ, θαρρείς φωλέα μελισσίου,

ΔΥβΛΈβ ΤΥ ΜΆΛ. ΚΑΤβΆΖ βΡΥςΉ… |ΔΟΙβΛΕ|εύει το |ΜΑΛ|. κατεβάζει βροχή…

ΚΗΣΚΉΝΚΥ ΧΎΛΖΜΥ ΠΆι ΜΑΚΡΆ, |ΚΕΣΚίΝ|ικο χούλισμο πάει μακρά,

ΧΥΛΞΆΡΚΑ ΣΉΧΚΝΙ ΤΑ ΘεΝΔΡΆ… |QΟΛΔ|σιάρικα σείονται τα δεντρά…

^ΑΠΆΤΟβΣ ΣΤΊΚΗΤ ΚΗ βΗΓΛΊΖ, Απάτοβ|ος στήκεται και βιγλίζει

ΤΊ ΚΑΜΑΤΈΦΚΗΤ ΚΗ ΝΥΝΊΖ: τί καματεύεται και νουνίζει:

«ΖέΡ Τ\ΘΑ βΡΗΘΎΝ ^ΡΥΜέι – ΧΥΡιΆΤ «|ΖΑΡ| κί θα βρεθούν Ρωμαίοι χωριάται

ΝΑ ΖΜΉΧΚΝΕ ΔΆΜΑ-Μ ΣΤΥ ΟΤΡιΆΔ». να σμίχκονται αντάμα-μου στο |отряд|»

 

ΠΥΛΆ τΉ ΠέΡΑΣΗΝ τΗΡΌΣ, πολλά κί πέρασε καιρός,

ΚΖέΝ, ΉΡΤΙΝ ΣΜΆ-Τ ΉΣ ΧΑΜΗΛΌΣ, εκβαίνει, ήρθεν σιμά-του είς χαμηλός,

ΚΗ ΑΜΒΛΑΤιΆΝΥΣ ΠΑΛΙΚΆΡΣ και ωμοπλατιάνος παλληκάρης

(ΑΠ ιΑΝΑςΆ ΜιΆΖ ΈΝ ΚΑΡδΆΡΣ) (απο |ιΑΝΑςΑ| μοιάζει ένι καρδάρης)

ΤΌΣ ΚΖέΝ ΚΗ ΣΉΚΥΣΗΝ ΤΥ ςέΡ-Τ, αυτός εκβαίνει και σήκωσε το χέρι-του,

ΣΤ ΑΤΌΝΑ τέΝ ΤΟ ΜέΡ-ΧΑΒέΡ, εις τα αυτόνα κί ένι το |merhaba|,

ΠΥΛΊ ΑδΌ ΟΤ ΣΚΌΝΝΙ Τ\ΦΆΛ, πολλοί εδώ οτι σηκώνουνε κεφάλι,

ΚΗ ΠΆΝΥ ΣΉΚΥΣΑΝ ΤΟ ΜΆΛ. και πάνω σήκωσαν το |ΜΑΛ|.

ΤΌΣ ΔΡΆΝΣΗΝ ΛΌΡιΑ-Τ, ιΑΝΑςΆ-Τ, αυτός ανατράνησεν ολόγυρα-του, |ιΑΝΑςΑ|του,

ΚΗ ΠςΉΡΣΗΝ ΉΠΗΝ: - ΔζΥΜΑιΆΤ! και επιχείρησεν είπε: |ЏΟΥΜΑιΑΤ|!

ΣΉΣ ΚΣέΡΗΤ ΤΊΣ ΕΝ ΤΌΣ ^ΑΠΆΤΟβΣ? σείς ξέρετε τίς ένι αυτός Απάτοβ|ος;

ΤΌΣ ΈΝ ΤΥΚΌ-ΜΑΣ, ΈΝ ΕΡΓΆΤΙΣ, αυτός ένι το δικό-μας, ένι εργάτης,

ΈΝ ΠΗΛΙΜέΝΥΣ ΧΤΥ ΒΑΖΆΡ, ένι απολυμένος εκ το |ΒΑΖΑΡ|,

ΑΧΤΥ ΡεβΚΌΜ ΈΝ ΤΥ ΠΑΛΚΆΡ! ΕΚ ΤΟ |ревком| ένι το παλληκάρι! (ревком είναι μιά λέξη που δέν βρήκα σε λεξικό, κ όμως στο ιντερνετ υπάρχουν πάνω απο 28000 χιλιάδες ιστοσελίδες που την περιέχουν. Τα συμφραζόμενα, καί στο ποίημα, καί στα κείμενα του ιντερνετ, δείχνουν πως рев-ком είναι αρχικά των λατινογενών λ. revolution committee= επαναστατική επιτροπή= ηγεσία επαναστατημένου πλήθους).

ΗΡέβ ΤΟΣ ΚΌΖΜΥ ΝΑ ΣΥΡέΠΣ, γυρεύει αυτός κόσμο να σωρεύσει,

ΚΗ ΑΝ ΔΥςΜΆΝΣ ΝΑ ΔΥΓΚΥςέΠΣ, και εν |ΔΥςΜΆΝ|ους να |ΔΟΙCΥς|εύσει,

δΌ τέΝ ΝΑ ΠΉΣ ΚΗ τέΝ ΝΑ ΦΉΚΣ, εδώ κί ένι να πείς και κί ένι να αφήκεις,

^ΑΠΆΤΟβΣ ΈΝ ΤΟΣ ΒΟΛ\ςεβΉΚ-Σ! Απάτοβ|ος ένι αυτός большевик|ος!

ΧΤΑ ΤΌ-ΠΑ ΧΡΆςΚΗΤ ΝΑ ΣΚΥΘΎΜ, εκ τα αυτό-πα χρειάσκεται να σηκωθούμε,

ΑΣ ΤΥΝ ^ΑΠΆΤΟβ ΝΑ ΓΡΑΦΎΜ! εις τον Απάτοβ να γραφτούμε!

Τ ΑΣΛΊ-Τ ΓΟ ΛΈΓΥ? ΔζΥΜΑιΆΤ! το |ΑΣΛΙ|του εγώ λέγω; |ЏΟΥΜΑιΑΤ|!

- Τ ΑΣΛΊ-Τ! ΠΑΝΔΎ-ΠΑ ΑΚΥςΚΆΤ… -το |ΑΣΛΙ|του! παντού-πα ακουσκάται…

Άι ΜέΝΑ ΓΡΆΠΣΗ, ΜέΝΑ ΓΡΆΠΣΗ, άι! μένα γράψε, μένα γράψε,

(ΆΝ ΘέΛΣ ΑΣ ςέΡΗΣ, Ν ΘέΛΣ ΣΗ ΚΛΆΠΣΗ) (αν θέλεις ας χαίρεσαι, αν θέλεις σύ κλάψε)

ΤΌ ΤΝ ΌΡΑ ΓΡΆΦΤΑΝ ΣΤΥ ΟΤΡιΆΔ, αυτό την ώρα εγράφθαν στο |отряд|

ΚΑΤΌΝ ΥΓδΊΝΔΑ ΈΚΣ ΝΥΜΆΤ! εκατόν ογδοήντα έξι νομάτοι!

 

ΣΤΥ ΒδΆΡ ΌΛ ΣΚΌΘΑΝ ΣΤ ^ΣΑΡΤΑΝΆ στο ποδάρι όλοι σηκώθαν στο Σαρτανά,

^ΚΥΖ\ΜΆΣ ΧΑΡΎΜεΝΥΣ ΔΡΑΝΆ… Κοσμάς χαρούμενος ανατρανά…

 

Έι, ΑΛΥβΛΆιΣΗΝΙ ΤΥ ΜΆΛ έι, |ΑΛΕβ_ΛΕ|ησεν-ε το |ΜΑΛ|

ΚΗ ΧΠΎΝΙ ΤΑ ΚΑΜΒΆΝΙΣ… και χτυπούνε τα καμπάνες…

ΑΚΎςΚΝΙ ΛΌιΑ ΠΆΛ ΚΗ ΠΆΛ: ακούσκονται λόγια πάλι και πάλι:

ΤΈΚ ΈΚΛΙΓΑΝ ΤΑ ΜΆΝΙΣ… |ΤΕΚ| έκλαιγαν τα μάνες…

ΤΥ ΜΆΛ ΔΥΒΛΈβ, ΘΑΡΉΣ-ΚΗ, ΜΛΆΡ, το |ΜΑΛ| |ΔΟΙβ_ΛΕ|εύει, θαρρείς-και, μυλάρι,

ΞΆΧ ΤΡέΜΗΥΤ ΚΡΉιΥ ΠΆΤΥΣ. |ΞΑQ| τρέμεται κρύο πάτος.

Άιτσ ΣΚΌΘΑΝ ^ΣΑΡΤΑΝ\ΌΤ ΣΤΥ ΒδΆΡ έτσι σηκώθαν Σαρτανιώται στο ποδάρι

ΚΗ δΆβΑΝ ΝΔΥΝ ^ΑΠΆΤΟβ… και διάβαν εν τον Απάτοβ…

ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ 1967. σελίδα19

 

δΌΚΣΑ ΒΡΉςΚ ΤΟ ΣέΝΑ…

η δόξα, βρίσκει αυτή εσένα…

ΠΉΗΜΑ ποίημα

1.

ΑΧ ΤΥ ΦΡΌΝΤ ΑΣ Τ ΧΌΡΑ, εκ το front εις τη χώρα, (front= το μέτωπο του πολέμου)

ΣΤΑ ^ΣΑΡΆΝΔΑ ΠέΝΔΙ, στα Σαράντα Πέντε,

ΉΡΣΗΝ ^ΜΉςΑΣ Σ ΣΠΉΤ-ΤΙΝ, γύρισε Μίшας εις σπίτι-των,

ΛΊΓΥΣ ΠδΆΡιΑ ΠέΜΝΙΝ… δίχως ποδάρια απέμεινε…

          απο το μέτωπο στο χωριό, στα σαράντα πέντε (1945), γύρισε ο Μίшας στο σπίτιτους, δίχως πόδια απέμεινε…

 

Κτσέβ ΠΆΣ ΤΑ ΤΑιΆΧιΑ-Τ, κουτσεύει πάνω εις τα |ΔΑιΑQ|ια-του,

ΈΒΗΝ ΠέΣ Τ ΑβΛΊ-ΤΙΝ, έμβη απ’έσω τη αυλή-των,

ΠδΙΝΑ τεΝ ΚΑΝΊΣ-ΠΑ, πουθενά κί έν κανείς-πα,

ΤΈΚ ΓΗΡΝΊΖ ΤΥ ςΚΛΊ-ΤΙΝ. |ΤΕΚ| γυρνίζει το σκυλί-των.

          κουτσαίνει πάνω στις πατερίτσεςτου, μπήκε στην αυλήτους, πουθενά δέν είναι κανένας, μόνο γρυλίζει το σκυλίτους.

 

Τ ΧΑΡΑΛΔΊ-Τ ΧΥΡΤΆΡιΑ, το |QΑΡΑΛΔΙ|του χορτάρια,

ΑΧ ΤΑ ΜέΣΑ ΠΆΝΥ. εκ τα μέσα πάνω.

Ν ΠΌΡΤΑ ΚΥΛδΥΜέΝΥ – την πόρτα κλειδωμένο -

«ΠΌΣ τΗ ΦέΝΙΤ ΜΆΝΑΜ?» «πώς κί φαίνεται μάνα-μου;»

 

ΝΎΝΣΗΝ Άιτσ ΤΌ Τ ΌΡΑ, νούνισεν έτσι αυτό τη ώρα,

ΠΆΧ ΧΥΜςΎ-Τ Ν ΠΞΑΝΈιΑ, απ’εκ qomşu|του την |ΒίΞΑΝ|έα

δΎι ΔΑΎς ΧΥΜςΆβΑ-Τ, δώει |ΔΑβΟΥς|, |qomşu|άβα-του

ΈΡΚΗΤ δΌ ΜΑΡέιΑ. έρχεται εδώ μερέα.

 

- ΖέΡ τΗ ΑΓΝΥΡΉΣ-Με, - |ΖΑΡ| κί γνωρίζεις-με,

ΠΌΣ ΒΗΓΛΊΖΣ Άιτσ ΠΆΝΥ-Μ? πώς βιγλίζεις έτσι πάνω-μου;

^ΜΉςΑΣ ΉΜΗ, ^ΜΉςΑΣ! Μίшας είμαι, Μίшας!

^ΛέΝΑ, ΠΎ ΈΝ ΜΆΝΑ-Μ? Λένα, πού ένι μάνα-μου;

 

βΆι, ΔΥΓΚΎςΑ- ΓΆΝΙΣ, βάι, |ΔΟΙCΥς|ια – γάνες,

ΠΉΚΡΗΣ ΚΗ ΦΑΡΜΆτιΑ! πίκρες και φαρμάκια!

Ν ΞΠΎΝΑ-Τ ΠΆΝΥ-Τ ΚΡέΜΗΤ, την |ΞΙΠΟΎΝ|α-του πάνω-του κρέμεται,

ΟΦτΗΡΑ Τ ΑΜΒΛΑΤιΑ-Τ. εύχερα τα ωμοπλάτια-του.

 

ΠΎ ΝΑ ΠΆΡ ΑΓΝΌΡΖΜΥ, πού να πάρει γνώρισμο,

ΜΌΝΥ ΠςΉ ΤΥΝ ΠέΣΝΙΝ <ΠέΜΝΙΝ>. μόνο ψυχή τον απέμεινεν.

ΜιΆΖ, ΘΑΡΉΣ - ΚΗ, ΠΆΠΥΣ, μοιάζει, θαρρείς-και, πάππους,

ΤΈΚΑΣ ΈΝ ΚΥΣΠέΝΔΙ. |ΤΕΚ|ας ένι εικοσιπέντε.

 

βΆι, ΤΑ ΑΝΑΚΑΤΊιΑ, βάι, το ανακατία,

ΧΤ ΧΌΡΑ ΣΌΛΣ-ΠΑ ΦΚΆΛΣΗΝ! εκ τη χώρα εις όλους-πα κουβάλησεν!

- ^ΜΉςΑΣ! - ΧΎΛΚΣΗΝ ^ΛέΝΑ, - Μίшας! χούλιξε Λένα,

ΈΔΡΑΜΗΝ ΑΝΚΆΛΣΗΝ. έδραμεν αγκάλισεν.

 

ΤΊ-ΠΑ, ιΆΝ Τ ΑΤΌΝΑ αυτή-πα, οία άν τα αυτόνα,

ιΌΜΥΣΗΝ ΚΥΣΠέΝΔΙ. γιόμωσεν εικοσιπέντε.

ΉΤΥΝΙ ΣΟΛΔΆΤΚΑ, ήτονε |ΣΟΛΔΑΤ|ικα,

ΤΌΡΑ ςΉΡΑ ΠέΜΝΙΝ. τώρα χήρα απέμεινεν.

 

- ΤΥΝ ^ΗβΆΝ-Μ, ΤΥΝ ΆΝΔΡΑ-Μ, τον Ιβάν-μου, τον άντρα-μου,

ΠΎ ΤΥΝ ΦΉΚΗΣ, ^ΜΉςΑ? πού τον αφήκες, Μίшα;

ΜΑΝΓΚΡΑΈβ, ΑΡΉΣΚΥΣ, |ΜΕγγΡΕ|εύει, α-ρίζικος,

Ν ΉςΗΝ ΚΗ ΝΔΥ τΉςΗΝ. εν είχε και εν τω κί είχεν.

 

ΈΔΡΑΜΑΝ ΤΑ δΆΚΡΗΣ-τς έδραμαν τα δάκρες-της

ΜΉςΑ Τ ΓΎΛΑ ςΛΌΘΙΝ, Μίшα τη γούλα χηλώθη,

Χ ΗΝΕΚΎ Τ ΑΝΆΣΑ, εκ γυναικός τη ανάσα

ΠέΣΥ-Τ ΚΆΤ ΛΑΡΌΘΙΝ. απ’έσω-του κάτι ιλαρώθη.

 

ΠέΣΥ-Τ ΚΆΤ ΣΑΛΈΦΤΙΝ, απ’έσω-του κάτι σαλεύθη,

ΚΗ Ν ΚΑΡδΊιΑ-Τ ΧΛιΆΘΙΝ, και την καρδία-του χλιάθη,

ΦΌΣ ΣΤΑ ΜΆΤιΑ-Τ ΦΆΝΙΝ, φώς στα μάτια-του εφάνη,

ΚΗ ΤΑ ΠΌΝιΑ-Τ ΣΤΆΘΑΝ. και τα πόνια-του στάθησαν.

 

βΆι, ΔΥΓΚΎςΑ - ΓΆΝΙΣ, βάι, |ΔΟΙCΥς|ια – γάνες,

ΠΉΚΡΗΣ ΚΗ ΦΑΡΜΆτιΑ! πίκρες και φαρμάκια!

ΤΌΣ ΑΝΓΚΆΛΣΗΝ Τ ^ΛέΝΑ, αυτός αγκάλισε τη Λένα,

ΣΗΠΑΈβ ΧΤ ΑΜΒΛΆΤιΑ: |ΣίΠΑ|εύει εκ τα ωμοπλάτια:

 

- ΣΌΠΑ, ^ΛέΝΑ, ΣΌΠΑ, - σώπα, Λένα, σώπα,

ΠΉΚΡΑ ΈςΣ ΣΗ ΜέΓΑ, πίκρα έχεις σύ μέγα,

ΆΝΔΡΑ-Σ ΟΤ ΣΚΥΤΌΘΙΝ, άντρας-σου οτι εσκοτώθη,

ΤΊ ΝΑ ΚΆΜΥΜ, ΠέΚΑ… τί να κάνουμε, |ΠΕΚ|α…

 

ιΆΝ ΤΑ ΣέΝΑ ΉΝΝΙ οία άν τα σένα γίνονται

ςΛιΆδΙΣ, ΜΗΛΛΗΌΝιΑ, χιλιάδες, μιλλϊόνια,

ΤΊΝΑ ΦΉΚΗΝ ΝέΜετσΣ, τίνα αφήκε ΝΕΜΕτς|ης

ΑΝΔΑ ΆΓΡΑ ΠΌΝιΑ. εν τα άγρια πόνια.

 

ΣΌΠΑ, ^ΛέΝΑ, ΣΌΠΑ, σώπα, Λένα, σώπα,

Πέ-ΤΥ, ΠΎ ΈΝ ΜΆΝΑ-Μ? πέ-το, πού ένι μάνα-μου;

…^ΛέΝΑ ΔΡΆΝΣΗΝ ΛΌΡιΑ-τσ, …Λένα ανατράνησεν ολόγυρα-της,

ΦΣΌΝΚΣΗΝΗ ΤΑ ΜΆΓΛΑ-τσ. σφόνιξεν-ε τα μάγουλα-της.

 

ΓΆΛιΑ - ΓΆΛιΑ δΆβΑΝ, αγάλια – αγάλια διάβησαν,

^ΛέΝΑ ΒΗΛΔ<Ρ>ΑΈΦΤΙΝ: Λένα |ΒίΛΔίΡ|αεύθη:

- ΆΡΤΑΧ ΤΡΉιΑ ΜΉΝΙΣ, - |ΑΡΤΙQ| τρία μήνες

ΜΆΝΑ-Σ ΧΤΑ ΣΧΥΡέΦΤΙΝ. μάνα-σου εκ τά συγχωρεύθη.

 

δΊιΑ ΠΟΧΟΡΌΝΚΗΣ δοία |ΠΟΧΟΡΟΝΚ|ες (|ΠΟΧΟΡΟΝΚΑ| στα ρωσικά =πένθος, νεκρώσιμη είδηση)

ΠΉΡΗΝ ΈΝΑ, ΈΝΑ. πήρεν ένα – ένα:

Τ ΈΝΑ ΠΆΣ ΤΥΝ ΤΆΤΑ-Σ, το ένα πάνω στον τάτα-σου,

Τ ΆΛΥ ΠΆΣ ΤΙ ΣέΝΑ. το άλλο πάνω στα εσένα.

 

Τ ΑΝΙΓΆΡ ΑΧ Ν ΠΌΡΤΑ, το ανοιγάρι εκ την πόρτα

ΈΧΥ ΤΜΑΡΗΜέΝΥ. έχω τιμαρεμένο.

ΆιΔΑ ΣΤΥ ΑΝΊΚΣΥ, - άιντε ας το ανοίξω,

ΛΈ ΤΥΝ ^ΜΉςΑ ^ΛέΝΑ. λέει τον Μίшα Λένα.

 

ΈΒΑΝ ΠέΣΥ δΊ-ΤΙΝ, έμβαν απ’έσω δοίοι-των,

δΆΚΡΥΣΑΝ ΤΑ ΜΆΤιΑ-Τ… δάκρωσαν τα μάτια-του…

βΆι, ΔΥΓΚΎςΑ - ΓΆΝΙΣ, βάι, |ΔΟΙCΥς|ια – γάνες,

ΠΉΚΡΗΣ ΚΗ ΦΑΡΜΆτιΑ… πίκρες και φαρμάκια…

 

2.

^ΛέΝΑ ΠΆι ΑΣ Τ δΛΊιΑ, Λένα πάει εις τη δουλεία,

ΣΤΥ ΚΟΛΧΌΖ, ΑΣ Τ ΦέΡΜΑ. στο |ΚΟΛΧΟΖ|, εις τη |ферма|.

Τ ΜΉΡΑ-τσ ΚΌΦΤ ΑΧ Τ ΓΎΛΑ-τσ τη μοίρα-της κόφτει εκ τη γούλα-της (μοίρα, =μερίδα φαγητού)

ΚΗ ΤΥΝ ^ΜΉςΑ ΦέΡ-ΤΥ. και τον Μίшα φέρει-το.

 

βΆι, ΔΥΓΚΎςΑ - ΓΆΝΙΣ, βάι, |ΔΟΙCΥς|ια – γάνες,

ΠΉΚΡΗΣ ΚΗ ΦΑΡΜΆτιΑ! πίκρες και φαρμάκια!

^ΛέΝΑ ιΑςΛΑΝΈΦΤΙΝ, Λένα |ιΑς_ΛΑΝ|εύθη,

ΉΦεΡΗΝ ΧΑΝΆΤιΑ. ήφερε |QΑΝΑΤ|ια.

 

ΤΊ δΑΦΤΊ-τσ τΉ ΚΣέΡ-ΤΥ, αυτή δε-αυτή-της κί ξέρει-το,

ΉΞ-ΠΑ τΉ ΓΡΗΚΆ-ΤΥ, |hίΞ|-πα κί γροικά-το,

ΠΌΣ Άιτσ ΖΒδΆΖ ΣΤΥ ^ΜΉςΑ, πώς έτσι σπουδάζει στο Μίшα,

ΚΗ ΚΑΚΆ ΡΥΘΜΆ-ΤΥΝ? και κακά αροθυμά-τον;

 

ΤΥ ΣΥΓΛΊ τΉ ΜΛΌΝΣ-ΤΥ, το σουβλί κί μουλώνεις-το (παροιμία)

ΧΤΥ ΣΑΚΎΛ-ΠΑ ΦέΝΙΤ: εκ το σακκούλι-πα φαίνεται:

ΠέΛΣΑΝ ΝΆΜ ΠέΣ Τ ΧΌΡΑ, απέλυσαν |ΝΑΜ| απ’έσω τη χώρα

^ΜΉςΑΣ ΠΆι ΑΣ Τ ^ΛέΝΑ. «Μίшας πάει εις τη Λένα».

 

ΚΎΖΜΥΚΥ ΤΟ ΣΤΌΜΑ, κόσμικο το στόμα,

ΤΌ τΉ ΛΈιΣ-ΤΟ «ΣΌΠΑ!» αυτό κί λέεις-το «σώπα!».

ΠΉΡΑΝ Τ ΈΝΑ ΝΤ ΆΛΥ πήραν το ένα εν τω άλλω

ΚΗ ΤΑ ΛΌιΑ ΚΌΠΑΝ. και τα λόγια εκόπησαν.

 

3.

ΣΤΥ ΚΟΛΧΌΖ ΚΆΜ δΛΊιΑ ^ΜΉςΑΣ – στο |ΚΟΛΧΟΖ| κάμει δουλεία Μίшας -

ΦΛΆι ΣΤ ΑβΛΊ Τ ΑΜΒΆΡιΑ. φυλάει στη αυλή τα |ΑΜΒΑΡ|ια.

ΠΎ ΝΑ ΚΆΜ ΜΗ ΆΛΥ δΛΊιΑ, πού να κάμει άλλο δουλεία, (αυτό το ΜΗ δέν πρέπει να είναι το κοινό «με», που αντ’ αυτού στη Ρωμαίικη λέγεται «ΑΝ». το τουρκικό ερωτηματικό μόριο –ΜΙ, δέν το έχω βρεί πουθενά στη Ρωμαίικη. εδώ θα έλεγα πως είναι το «μή» =μήπως, ή «αμή» =και βέβαια, αλλα το μήπως στη Ρωμαίικη λέγεται ΖεΡ, το αμή δέν χάνει το α-, συνεπώς ΚΑΜ ΜΗ είναι απλώς τυπογραφικό λάθος για ΚΑΜΗ)

ΛΊΓΥΣ δΊιΑ ΠδΆΡιΑ? δίχως δοία ποδάρια;

 

ΈΝ ΜεΓΌΛΑ ΕΚΣΗΚΛΊΧιΑ, ένι μεγάλα |ΕΚΣίΚ_ΛίΚ|ια,

ΌΛΑ ΥΡΑιΜέΝΑ… όλα |ΟΥΡ|αημένα…

τέΝ ΝΈ ΤΡΆΚΤΟΡΗΣ, ΝΈ βΌιδΑ, κί ένι |ΝΕ| |ΤΡΑΚΤΟΡ|ες, |ΝΕ| βόδια,

ΠΆΛ ΘΑ ΠιΆΚΣ ΑΧ ΈΝΑ. πάλι θα πιάκεις εκ ένα.

 

ΣΤ ΟΓΟΡΌΔ ΚΟΛΧΌΖΝΗΚ ΚΖέΝΝΙ – στο |огород| |колхозник| εκβαίνουνε -

ΣΚΆΦΝΔΥ ΝΔΑ ΛΙΣΚΆΡιΑ. σκάφτουν-το εν τα λισγάρια.

ΤΑ ΣΟ<Λ>ΔΆΤΚΗΣ ΠΑΡΓΥΡΉςΚΝΙ – τα |ΣΟΛΔΑΤ|ικες παρηγορίσκουνε -

τΉΡΣΑΝ ΤΑ ΠΑΛΚΆΡιΑ. κί γύρισαν τα παλληκάρια.

 

ΜΑ ΤΊ ΚΆΜΝΙ δΛΊιΑ ΒέΚΚΑ, μα αυτοί κάμουνε δουλεία |ΒΕΚ|ικα,

ΑΝ Τ ΑΓΆΠ ΣΝ ^ΠΑΤΡΉδΑ – εν τη αγάπη στην Πατρίδα -

ΘέΛΝΙ ΠΛΎςΚΥ ΚΗ ΝΑΜΛΊδΚΥ θέλουνε πλούσικο και |ΝΑΜΛΙ|δικο

ΠΆΛΙΣ ΝΑ ΤΥ ΉδΑΝ. πάλις να το είδαν.

 

4.

τές ΤΥ ΖΉΣΜΥ ΣΤΊΚΣΜΥ – κί έχει το ζήσιμο στήξιμο -

ΠΆι ΤΟ ΈΜΒΡΥ ΠΆΝΔΑ. πάει αυτό έμπρο πάντα.

ΤΥ ΔΥΓΚΎς ΧΤΑ ΣΤΆΘΙΝ, το |ΔΟΙCΥς| εκ τα εστάθη,

ΘΑ ΝΙΣΤΊ Α ΤΡΆΝΔΑ. θα γινιστεί |hΑ| τριάντα.

 

ΘΑ ΝΙΣΤΊ Α ΤΡΆΝΔΑ θα γινιστεί |hΑ| τριάντα

ΧΡΌΝιΑ δΟΚΣΑΖΜέΝΑ! χρόνια δοξασμένα!

τΗΝΥΡέΘΙΝ Τ ΧΌΡΑ-Μ, καινουργιώθη τη χώρα-μου,

ΤΥ ΑΓΑΠΗΜέΝΥ-Μ! το αγαπημένο-μου.

 

^ΛέΝΑ ΕΜΒΡΥΛΆΤΣΑ Λένα εμπρολάτισσα

ΉΝΔΥΝΙ ΑΣ Τ ΦέΡΜΑ – εγένετον-ε εις τη |ферма| -

ΤΥ τιΑΜΉΛΚΥ Τ δΛΊιΑ, το |ΚΑΑΜίΛ|ικο το δουλεία,

ΣΆΝ ΚΗ ΝΆΜ ΤΟ ΦέΡ-ΣΕ. |ΣΑΝ| και |ΝΑΜ| αυτό φέρει-σε.

 

Τ ^ΛέΝΑ ΚΗ ΤΥΝ ^ΜΉςΑ, τη Λένα και τον Μίшα,

ΧΎΛΚΣΑΝ-τσ ΑΣ Ν ΚΟΝΤΌΡΑ: χούλιξαν-τους εις την |контора|:

«ΠΌΣ Αιτσ ΧΛΊΖΝΙ δΊ-ΜΑΣ? «πώς έτσι χουλίζουνε δοίοι-μας;»

ΤΊ ΝΥΝΊΖΝΙ ΤΌΡΑ. αυτοί νουνίζουνε τώρα.

 

5.

ΣΤ ΆΛΥ Τ ΜέΡΑ ΑΝΔΥΝ ^ΜΉςΑ, στη άλλο τη μέρα εν τον Μίшα

δΆιΝ ΣΝ ΚΟΝΤΌΡΑ ^ΛέΝΑ. διάβη στην контора Λένα.

ΠΡεΔΣεΔΆΤεΛ\Σ ΠΉΡΗΝ-τσ ΠέΣΥ, |председатель|ης πήρε-τους απ’έσω, (|председатель|=chairman =πρόεδρος)

ςέΝΚΑ - ςεΡΥΜέΝΑ. |ςΕΝ|ικα – χαιρουμένα.

 

ΣΤΥ ΤΡΑΠέΖ ΝΑ ΚΆτσΝΙ ΌΡΣΗΝ-τσ, στο τραπέζι να κάτσουνε όρισε-τους,

ΛΌιΑ ΛΈ - ΜΥΡΦΉιΑΣ: λόγια λέει – ομορφίας:

- ΣΉΣ ΧΑΖΆΝΗΠΣΙΤΙ ΣΆιΜΥ – σείς |QΑΖΑΝ|ευσετε |ΣΑΑ|εμο

ΝΔΥ ΚΑΛΌ-ΣΑΣ δΛΊιΑ. εν τω καλώ-σας δουλεία.

 

ΑΧ ΑΤΌ-ΠΑ, ΑΣ Ν ΠΡΑβΛέΝιΑ, εκ αυτό-πα, εις την правленя,

ΝΎΝΣΑΜ-ΔΥ ΜΗΣ ΆΡΤΑ, νούνισαμε-το ημείς |ΑΡΤΙQ|,

ΣΤΥ ΚΥΡΌΡΤ ΝΑ ΣΑΣ ΠεΛΊΣΥΜ, στο |курорт| να σας απολύσουμε, (|курорт| =resort =τόπος παραθέρισης, διακοπών)

ΑΣ ΤΥ ^ΚΡΊΜ, ΑΣ Τ ^ιΆΛΤΑ. εις το Κρίμ, εις τη Γιάλτα.

 

ΤΑ ΠΥΤέβΚΗΣ ΠΆΡΗΤ ΤΎΤΑ τα |путевк|ες πάρετε τούτα (путевка =tour= ταξίδι αναψυχής, σχέδιο ταξιδιού μαζί με τα σχετικά εισιτήρια)

ΚΗ ΧΑΡΔζΛΊΧ ΚΑΤΛΊΓΥ… και |hΑΡЏΛΙQ| κάτι λίγο…

ΆβΡ ΝΑ ΠΆιΤΙ, ΓΌ ΜΑςΉΝΑ αύριο να υπάγετε, εγώ |ΜΑшΙΝΑ|

ΠΉΣΥ-ΣΑς ΠεΛΊΓΥ… πίσω-σας απολύω…

 

…ΑΧ Τ ΧΑΡΆ-τσ ΞΆΧ ΡΆΝτσΗΝ ^ΛέΝΑ, …εκ τη χαρά-της |ΞΑQ| ράντησε Λένα,

ΑΝΚΑΛΊΖ ΤΥΝ ^ΜΉςΑ – αγκαλίζει τον Μίшα -

ΝΎΝΖΗΝ-ΔΥ ΖέΡ ΤΊ ΚΑΜΉιΑ νούνιζε-το |ΖΑΡ| αυτή καμία

ΤΊΤΚΥ βΆΧΤ ΝΑ ΉςΗΝ. τοίουτικο |ΒΑhΤ| να είχεν.

 

ΤΌΤ, ΤΑ ΠΎΛΗΣ ΝΔΑ ΔΥβΛΆιβΑΝ, τότε, τα |пул|ιες εν τά |ΔΟΙβΛΕ|ευαν,

ΒΌΜΒΗΣ ΑΝΔΑ ςΎΡΖΑΝ, βόμβες εν τά σιούριζαν (=σύριζαν),

ΣΤΥ ΚΥΡΌΡΤ ΝΑ ΠΆι ΝΔΥΝ ΆΝΔΡΑ-τσ, στο |курорт| να πάει εν τον άντρα-της

ΤΊΝΑ ΝΑ ΤΙΝ ΧΎΛΖΑΝ? αυτήνα να την χούλιζαν;

 

ΤΌΤ, ΝΔΑ ΈΦΤΑιΝ δΛΊιΑ ΣΤ ΦέΡΜΑ, τότε, εν τά εύθειαζε δουλεία στη |ферма|,

Σ ΔΥΓΚΥςΉ ΖΑΜΆΝιΑ, εις |ΔΟΙCΥς|ίου |ΖΑΜΑΝ|ια,

ΛΊΓΥΣ ΈΝΑ βΎΚΑ ΦΆιΜΥ… δίχως ένα βούκα φάγημο…

ΧΡΌΝιΑ - ΧΉΡΖΑΜΑΝιΑ!... χρόνια - |ΑhίΡ-ΖΑΜΑΝ|ια!...

 

6.

ΚΖέβΑΝ ΌΚΣΥ, ΠΆΓΝΙ Σ ΣΠΉΤ-ΤΙΝ, εξέβαν έξω, υπάγουνε εις σπίτι-των,

ΛΊΓΥΣ ΆΚΡΑ ΧΑΡΥΜέΝ. δίχως άκρα χαρουμένοι.

^ΜΉςΑΣ Κτσέβ ΠΆΣ ΤΑ ΤΑιΆΧιΑ-Τ, Μίшας κουτσεύει πάνω στα |ΔΑιΑQ|ια-του,

ΧΤ ^ΛέΝΑ ΠΉΣΥ τΉ ΠΗΜέΝ. εκ τη Λένα πίσω κί απομένει.

 

ΥΡΑΝΌΣ, ΘΑΡΉΣ-ΚΗ , ΠΣέΛΝΙΝ, ο ουρανός, θαρρείς-και, ψήλαινεν,

ΉΛιΥΣ τιΆΛΥ ΦΥΣΑΡέβ… ήλιος και άλλο φωσερεύει…

Τ ΧΌΡΑ-Μ ΜΌΡΦιΑΝΙΝ ΧΤΑ ΦΛΆΚιΑ – τη χώρα-μου ομόρφιανε εκ τα флаґ|ια -

ΜΆιΣ Α ΞΆΛΚΑ ΔζΥιΥΧΛΈβ. Μάης |hΑ| |ΞΑΛ|ικα |ЏΟιΟΥQ_ΛΑ|εύει.

          ο ουρανός, θαρρείς και ψήλωσε, ο ήλιος πιό πολύ φωτίζει (τώρα)… το χωριόμου ομόρφυνε απο τις σημαίες, ο Μάης, νά! γρήγορα πλησιάζει.

 

Τ ΧΌΡΑ-Μ ΤΜΆςΚΗΤ, ΚΌΖΜΥΣ ΤΜΆςΚΝΙ, τη χώρα-μου ετοιμάσκεται, κόσμος ετοιμάσκονται,

ΑΣ ΤΥ ΜέΓΑ-ΤΙΝ Τ ιΥΡΤΊ – εις το μέγα-των τη γιορτή -

ΑΧ ΤΑ ΣΤΆΘΙΝ Τ ΝΑΚΑΤΊιΑ, εκ τά εστάθη τη ανακατία,

ΤΡΆΝΔΑ ΧΡΌΝιΑ ΝΑ ΝΙΣΤΊ! τριάντα χρόνια να γινιστεί!

 

ΧΤΑ ΓΥΡΓΆ ΈΝ ^ΜΉςΑΣ ΔέΔΑ, εκ τα γοργά ένι Μίшας |деда|,

ΑΝΕΠςΌ-Τ ΣΤΥ ΣΚΌΛιΥ ΠΆι. ανεψιό-του στο σχόλειο πάει.

ιΌ-Τ ^ΗβΆΝΣ ιΥΜΌΝ ΤΑ ΤΡΆΝΔΑ – γιό-του Ιβάν|ης γιομώνει τα τριάντα -

ΤΌΣ ΚΆΜ δΛΊιΑ ΠΆΣ Ν ΚΟΜΒΆιΝ. αυτός κάμει δουλεία πάνω στην |combine|.

 

ΠΉΡΗΝ ΤΆΤΑ-Τ Ν ΒΑςΧΑΡΉιΑ, πήρε τάτα-του την |ΒΑшΧΑΡ|εία,

ΈΜΒΡΥ Χ ΣΌΛΣ ΝΑ ΈΝ ΗΡέβ – έμπρο εκ τους όλους να ένι γυρεύει -

ΚΆΘΑ ΧΡΌΝΥ ΠΆΣ Ν ΚΟΜΒΆιΝΑ, κάθε χρόνο πάνω στην |combine|α,

Χ ΌΛΣ ΠΥΛΆ ΜΑΧΣΎΛ ΞΑΛΈβ. εκ όλους πολλά |ΜΑhΣΟΥΛ| |ΞΑΛ|εύει.

 

ΝΔΥ ΠεδΊ-Τ ΚΑΚΆ ΤΟΣ ςέΡΗΤ, εν τω παιδί-του κακά αυτός χαίρεται,

ςέΡΗΤ ^ΜΉςΑΣ Ν ΣΌΛΣ ιΑςΛΆΡΣ, χαίρεται Μίшας εν τους όλοις |ιΑςΛΑΡ|οις,

ΚΗ ΝΥΝΊΖ - Σ ΚΑΛΆ ΤΑ ςέΡΑ, και νουνίζει – εις καλά τα χέρια

ΠέΜΝΙΝ ΖΉΣΜΥ Τ ΑΝΙΓΆΡ. απέμεινε ζήσιμου το ανοιγάρι.

 

ΚΥΤΥΡΎ ΤΥ έΜΑ τέΡΗΝ - |ΚΟΙΤΥΡΥ| το αίμα κί έρρεεν -

ΣΤΥ ΠΥΛΈΜΖΜΥ ΉΝΚΣΑΜ ΜΉΣ! στο πολέμισμο ενίκησαμε εμείς!

ΟΤ ΚΑΡδΆΡΚΑ ΑΝ ΔΥςΜΆΝΥΣ, οτι καρδάρικα εν |ΔΥςΜΑΝ|ους

ΤΌΤ ΠΥΛΈΜΖΗΝ ΚΆΘΑ ΉΣ. τότε πολέμιζε κάθε είς.

 

7.

ΚΌΖΜΥΣ ΤΑ ΜεΔΆΛιΑ κόσμος τα μετάλλια

ΑΣ Τ ιΥΡΤΊ ΦΥΡέΝΝΙ εις τη γιορτή φοραίνουνε

ΚΗ ΜεΓΑΛΙΦΤΡΆδΚΑ και μεγαλευτράδικα

ΣΤΥ ΠΑΡΆΔ ΠΑΈΝΝΙ. στο |ΠΑΡΑΔ| παγαίνουνε.

 

ΦέΝΙΤ ΟΤ ΠΥΛΈΜΖΑΝ φαίνεται οτι πολέμιζαν

ΣΤΥ ΔΥΓΚΎς ΜεΓΆΛΟ στο |ΔΟΙCΥς| μεγάλο

ΚΗ Ν ΠΑΤΡΉδΑ δΌΚΗΝ-τσ και την πατρίδα δώκε-τους

ΌΡΔεΝΙΣ, ΜεΔΆΛιΑ. |ordain|ες, |ΜΕΔΑΛ|ια.

 

^ΜΉςΑΣ ΠΆι Ατ\ΚΆΤΥ, Μίшας πάει εκει-κάτω,

ΣΤΑ ΜεΓΌΛΑ ΜέΡεΣ, στα μεγάλα μέρες,

ΜΑ ΧΑΡςΎ ΣΤΥΝ ΚΌΖΜΥ μα |QΑΡςΙ| στον κόσμο

τές ΝΔΥ ΤΊ ΝΑ ςέΡΗΤ. κί έχει εν τω τί να χαίρεται.

 

τές ΤΟΣ ΚΆΝΑ ΌΡΔεΝ, κί έχει αυτός κανένα |ordain|,

ΤΊΓΛΑ ΤΑ ΠΑΛΚΆΡιΑ, τί-λογα τα παλληκάρια,

ΤΊΣ ΝΑ ΠΣΤΈΠΣ ΟΤ ΧΆΣΗΝ τίς να πιστέψει οτι εχάσεν

ΣΤΥ ΔΥΓΚΎς ΤΑ ΠδΆΡιΑ-Τ? στο |ΔΟΙCΥς| τα ποδάρια-του;

 

-ΠΌΣ τέςΣ ΚΆΝΑ ΌΡΔεΝ? - -πώς κί έχεις κανένα |ordain|;-

ΑΝΕΠςΌ-Τ ΡΥΤΆ-ΤΥΝ – ανεψιά-του ρωτά-τον -

ΖέΡ ΔΥςΜΆΝΣ ΑΧΤΡΆΜΖΗΣ |ΖΑΡ| |ΔΥςΜΑΝ|ους |ΑQΤΑΡΜΑ|ιζες

Χ Σ ΆΛΣ ΣΗ ΠΑΡΑΚΆΤΑ? εκ τους άλλους σύ παρακάτω; (το «παρακάτω» όπως και άλλα επιρρήματα στη Ρωμαίικη παίρνει τη συνηθισμένη κατάληξη των επιρρημάτων –α)

 

ΑΝΕΠςΌ-Τ Άιτσ ΡΌΤΣΗΝ, ανεψιό-του έτσι ρώτησεν,

ΦΛΆι Χ ΤΥΝ ΔέΔΑ-Τ ΛΌΓΥ… φυλάει εκ τον |деда|του λόγο…

…ΠΆΛ ΣΤΑ ΜΆΤιΑ-Τ ΦΆΝΙΝ …πάλι στα μάτια-του εφάνη

ΔΥΓΚΥςΉΤΚΥ Τ ΦΛΌΓΑ… |ΔΟΙCΥς|ίτικο τη φλόγα…

 

ΤΊΓΛΑ ΤΌΣ ΛΑΡΎτσΚΥΣ, τί-λογα αυτός ιλαρούτσικος,

ΑΝΔΑ δΊιΑ ΠδΆΡιΑ εν τα δοία ποδάρια

ΚΖέΝ ΚΗ δΆιΝ ΑΧ Τ ΧΌΡΑ εξέβη και διάβη εκ τη χώρα

ΝΤ ΆΛΑ ΤΑ ΠΑΛΚΆΡιΑ. εν τα άλλα τα παλληκάρια.

 

ΣΜΆ Σ ΠΥΤΆΜ ^ΜΟΛΌΞΝΙι σιμά εις ποτάμι Μολόчνι

ΝΔΥΝ ΔΥςΜΆΝΥ δΡΆΧΤΙΝ, εν τον |δΥςΜΑΝ|ο εδράχθη,

ΠΥ ΝΔΥ έΜΑ ΠΆΤΥΣ όπου εν τω αίμα πάτος

ΧΤΥ ΠΚΑΝΖΜΌ ΤΑΡΆΧΤΙΝ. εκ το κοπανισμό ταράχθη.

κοντά στο ποτάμι Μολόчνι με τον εχθρό πιάστηκε (συγκρούσθηκε), εκεί που με αίμα η γή απο τη βία του πολέμου ανακατεύθηκε.

 

ΈΝΑ ΜέΡΑ ΆΓΡΑ ένα μέρα άγρια

ΤΡΌΜΑΖΗΝΙ ΠΆΤΥΣ, τρόμαζεν-ε πάτος,

ΈΚΣ ΦΥΡές ΝΔΥ «^ΜΆΚΣΗΜ» έξι φορές εν τω «Μάξιμ» (Μάξιμ= μάρκα οπλοπολυβόλου)

^ΝέΜτσΗΣ ΚΡέΜΖΗΝ ΚΆΤΥ. Νέμτσες γκρέμιζε κάτω.

 

δεΚΑΠέΝΔΙ ΤΆΝΚΗΣ δεκαπέντε |ΤΑΝΚ|ες

ΣΤΈΡΑ ΦΑΝΙΡΌΘΑΝ, ύστερα φανερώθησαν,

δΊιΑ ΑΤΌ Τ ΌΡΑ δοία αυτό το ώρα

ΑΣ ΤΟΝ ^ΜΉςΑ ΚΛΌΘΝΙ. εις τον Μίшα κλώθουνε.

 

ΚΗ ΧΥΛΔΆιΣΑΝ ΠΆΝΥ-Τ, και |QΟΛΔΑ|ησαν πάνω-του,

ΠΆΣ ΤΥ «^ΜΆΚΣΗΜ» ΉΣΑ. πάνω στο «Μάξιμ» ίσα.

ΝΑ ΤΥ τσΑΛΑΠΌΣΝΙ να το τσαλαπώσουνε

ΝΎΝΣΑΝΙ ΦΑςΉΣΤΙ. νούνισανε φαшίσται.

 

ΤΥΝ ΥΡΤΆΧΥ-Τ ΞΆΛΚΑ τον |ΟΡΤΑQ|ο-του |ΞΑΛ|ικα

δΌΚΣΗΝ ΤΌΣ Τ ΓΑςΞ]έΤΚΑ δώκησεν αυτός τη |гащетка| (πιθανώς τυπογραφικό λάθος αντί δΟΚΗΝ)

ΚΗ δΑΦΤΌ-Τ ΓΡΑΝΆΤΑ και δε-αυτό-του |ΓΡΑΝΑΤΑ|

ΣΉΡΝ ΠΚΆΣ Ν ΤΆΝΚΑ ςέΝΚΑ. σύρνει απο κάτω στην |ΤΑΝΚ|α |ςΕΝ|ικα.

 

Τ ΈΝΑ ΤΌΣ ΑΧΤΡΆΜΣΗΝ, το ένα αυτός |ΑQΤΑΡΜα|ησεν,

Τ ΆΛΥ ΠΆΛ ΧΥΛΔΆιΣΗΝ το άλλο πάλι |QΟΛΔΑ|ησεν

ΚΗ ΝΔΥ «^ΜΆΚΣΗΜ» ΔΆΜΑ, και εν τω «Μάξιμ» αντάμα

Σ ΌΛΣ-ΠΑ ΥΤιΥΛΆιΣΗΝ… εις όλους-πα |ΥΤιΥΛΕ|ησεν… (ΥΤιΥΛΕ- =παλαιοτουρκικό ρήμα= «σιδερώνει», το ΥΤιΥ= σίδερο σιδερώματος, έχει περάσει στις σλαυικές γλώσσες)

          το ένα αυτός το αναποδογύρισε, το άλλο πάλι επιτέθηκε, και με το «Μάξιμ» μαζί σε όλους «σιδέρωσε». (=το ένα τάνκ ο Μίшας το κατέστρεψε με τη χειροβομβίδα, το άλλο τάνκ αντεπιτέθηκε και για να καταστρέψει το οπλοπολυβόλο, έρριξε σε όλους σαρωτική βολή)…

 

^ΜΉςΑΣ ΠΚΆΣ ΤΥ ΧΌΜΑ, Μίшας απο κάτω στο χώμα,

ΑΧ ΤΥ ΧΤΊΠΥΣ ΚΦΌΘΙΝ. εκ το χτύπος κουφώθη.

ΣΜΆ-Τ ΤΑ ΑιΑΧΤΆςΑ-Τ, σιμά-του τα |ΑιΑQΤΑς|ια-του

ΌΛ-ΤΙΝ-ΠΑ ΣΚΥΤΌΘΑΝ… όλοι-των-πα σκοτώθησαν…

 

…ΝΎΝΣΗΝ Άιτσ ΚΗ ΔΡΆΝΣΗΝ, …νούνισεν έτσι και ανατράνησε

ΠΆΣ ΤΥ ΤΈΚΝΥ ^ΜΉςΑΣ. πάνω στο τέκνο Μίшας.

Τ\ΘέΛ ΝΑ ΜΑΧΤΑΝΈΦΚΗΤ, κί θέλει να |ΜΑhΤΑΝ|εύεται,

ΛΈ ΑΣΛΊ ΤΥ ΉςΗΝ: λέει |ΑΣΛΙ| τό είχεν:

 

- ΌΛ ΣΟΛΔΆΤ ΚΑΡδΆΡΚΑ, - όλοι |ΣΟΛΔΑΤ|οι καρδάρικα

ΠΆΣ ΔΥςΜΆΝΣ ΧΥΛΔΆιβΑΝ. πάνω εις |ΔΥςΜΑΝ|ους |QΟΛΔΑ|ευαν

ΚΗ Τ ^ΠΑΤΡΉδΑ – ΜΆΝΑ και τη Πατρίδα - μάνα

ΌΛ-ΠΑ ΧΥΡΑΛΆιβΑΝ. όλοι-πα |QΟΥΡΑΛΑ|ευαν.

 

ΚΟΜΑΝΔΉΡ ΜΑΣ ΠΡΆΤΖΑΝ, |commandier| μας περιπάτιζαν,

ΣΉΚΥΝΑΝ-ΜΑΣ ΠΆΝΥ, σήκωναν-μας πάνω,

ΞΆΛΚΑ ΝΑ ΔΑΓΛΈΠΣΥΜ |ΞΑΛ|ικα να |ΔΑΓΛΑ|εύσουμε

ΆΤΧΥ ΤΥΝ ΔΥςΜΆΝΥ. άτεγγο τον |ΔΥςΜΑΝ|ο.

 

ΜΉΣ τΉ ΧΉιβΑΜ έΜΑ, ημείς κί |QΙ|ευαμε αίμα,

ΜΉΣ τΉ ΧΉιβΑΜ ΖΉΣΜΥ, ημείς κί |QΙ|ευαμε ζήσιμο,

ΠΌΣ ΤΥΚΌ-ΜΑΣ Τ δΛΊιΑ πως το δικό-μας το δουλεία

ΉΤΥΝ ΆΛιΑΧ ΉΣΥ. ήτον |ΑΛΑΑQ| ίσο.

γιατί η δικήμας η δουλειά ήταν εντελώς δίκαιη.

 

ΤΊΓΛΑ ΓΌ ΠΥΛΈΜΖΑ, τί-λογα εγώ πολέμιζα,

ΌΛ-ΠΑ Άιτσ ΠΥΛΈΜΖΑΝ, όλοι-πα έτσι πολέμιζαν,

ΑΧ Τ ΑΤΌ ΤΥΝ ^ΝέΜετς εκ το αυτό τον Νέμετσ

ΠέΣ ΤΥ ΞΧΎΡ ΜΗΣ ΚΡέΜΣΑΜ! απ’έσω το |ΞΟΥQΟΥΡ| ημείς γκρέμισαμε!

 

ΜΑ ΚΑΡδΆΡΣ Χ ΚΑΡδΆΡΣ-ΠΑ, μα καρδάροις εκ καρδάροις-πα

ΜέΣΑ-ΜΑΣ ΓΌ ΉδΑ. μέσα-μας εγώ είδα.

ΌΡΔεΝΙΣ, ΜεΔΆΛιΑ |ordain|ες, μετάλλια

δΌΚΗΝ ΤΙ-τσ Ν ^ΠΑΤΡΉδΑ. δώκε αυτοίτους την Πατρίδα.

αλλα πιό γενναίους και απο τους γενναίους ανάμεσαμας εγώ είδα. παράσημα, μετάλλια, τους έδωσε η Πατρίδα.

 

ΌΡΔεΝΙΣ, ΜεΔΆΛιΑ |ordain|ες, μετάλλια

ΚΥΤΥΡΎ τΉ ΜΡΆΖΝΙ, |ΚΟΙΤΥΡΥ| κί μοιράζουνε,

ΆΣ ΤΥ ΚΣέΡΣ ΑΤΎΤΥ: ας το ξέρεις ετούτο:

δΎΓΝΔΑ ΤΊ-τσ, ΤΊΣ ΚςΆΖΝΙ! δόουν-τα αυτοίτους, τίνες αξιάζουνε!

 

8.

ΝΊΧΤΑ. ΦέΝΚΥΣ ΣΚΌΘΙΝ νύχτα. φέγγος σηκώθη

ΠΉΣΥ ΧΤΑ δεΝΔΡΆ. πίσω εκ τα δεντρά.

ΧΤΑ ΠΣΗΛΆ βεΓΛΊΖΝΙ εκ τα ψηλά βιγλίζουνε

ΆΣΤΡΗΣ ΦΥΣεΡΆ. άστρες φωσερά.

 

ιΌΧ, τΉ Τ\ΜΆΤΙ Τ ΧΌΡΑ-Μ, |ιΟQ|, κί κοιμάται τη χώρα-μου,

ΤΌ ΑΝΆΣΑ ΠέΡ. αυτό ανάσα επαίρει.

ΚΗ ΚΑΛΆ ΧΑΠΆΡιΑ και καλά |hΑΒΑΡ|ια

ΚΆΘΑ ΜέΡΑ ΦέΡ. κάθε μέρα φέρει.

 

ΑΧ ΤΥ ΞΌΛ ΣΤΑ ΜέΝΑ, εκ το |ΞΟΙΛ| στα μένα

ΤΥ ΔΥβΛΆιΜΥ ΣΌΝ – το |ΔΟΙβΛΕ|ημο σώνει -

ΤΡΑΚΤΟΡΝΙ ΒΡΗΓΑΔΑ |ΤΡΑΚΤΟΡ|νίου |ΒΡΙΓΑΔΑ|

ΑΝΙΚΣΚέςΥ ΣΚΌΝ. ανοιξέσιο σηκώνει. (τυπογραφικό λάθος για ΑΝΙΚΣεςΥ)

 

ΚΖέΝ ΚΥΤ\ΝΆδΑ ΜέΓΑ, εκβαίνει κοκκινάδα μέγα,

ΠΆι ΜΑΚΡΆ ΤΟ ΣΌΝ… πάει μακρά αυτό σώνει…

ΣΉδεΡΥ ΛΙΜέΝΥ σίδερο λειωμένο

ΣΤΑΛεβΆΡΣ ΚΥΝΌΝ. |сталевар|ης κονώνει.

χαλυβεργάτης

 

ΆΡΤΑΧ ΤΡΆΝΔΑ ΧΡΌΝιΑ |ΑΡΤΙQ| τριάντα χρόνια

ΖΎΜ ΛΊΓΥΣ ΔΥΓΚΎς. ζούμε δίχως |ΔΟΙCΥς|.

ΠΆΓΥΜ ΈΜΒΡΥ ΒέΚΚΑ, υπάγουμε έμπρο |ΒΕΚ|ικα,

δΙΝΑΤΊ ΚΗ ΠΛΎς! δυνατοί και πλούσιοι!

 

ΑΝ ΑΤΊΤΚΥ ΝΎΝΖΜΥ, εν ετοίουτικο νούνισμο,

ΆΚΡΑ τές ΧΑΡΆ-Τ: άκρα κί έχει χαρά-του:

^ΜΉςΑΣ δΆιΝ ΣΤΥΝ ΉΠΝΥ, Μίшας διάβη στον ύπνο,

^ΛέΝΑ ιΑΝΑςΆ-Τ… Λένα |ιΑΝΑςΑ|του…

 

9.

Αβ\ΉςΣ ΜΑΈςΥ ΛΑΛΑςΆΡΚΑ αυγής μαέσιο λαλαшάρικα

ΚΛΙΦΤΌΝΔΑΣ Τ ΧΌΡΑ ΑΝΚΑΛΊΖ. κλεφτώντας τη χώρα αγκαλίζει.

Τ ΑΈΡΑ ΟΜΑΛΆ ΚΗ ΣΆΧΚΑ το αέρα ομαλά και |ΣΑΑγ|ικα

ΞΑΤΆΛιΑ ΜΛΈιΑΣ ΚΥΝΑΝΊΖ. |ΞΑΤΑΛ|ια μηλέας κουνανίζει.

 

ΤΑ ΧΝΆ ΜΥΝΚΡΉΖΝΙ ΣΤΑ ΜΑΝΔΡΉιΑ, τα κτηνά μουγκρίζουνε στα μανδρία,

ΑΣ ΦέΡΜΑ ΚΛΌςΚΗΤ ΤΥβΑΡΞΉΣ. εις |ферма| κλώσκεται |ΤΟβΑΡΞΙ||туварчи| (απο παλαιοτουρκικό |ΤΑβΑΡ_ΞΙ|, κριμαϊκά |ΤΟβΑΡ_ΞΙ|= εκτροφέας ζώων. |ΤΑβΑΡ|=περιουσία αποτελούμενη κυρίως απο ζώα)

ΓΝΕΦΎΝ ΧΥΡιΆΤ-Μ ΑΧ ΤΥ Τ\ΜΗΣΉιΥ εκνήφουν χωριάται-μου εκ το κοιμησείο,

ΚΗ ΠςΗΡΗςΚΎΝΝΙ ΠΆΛ ΤΑ δΛΊΣ. και επιχειρισκούνται πάλι τα δουλείες.

 

ΣΜΆ Σ ^ΜΉςΑ ΣΤΆΘΙΝΙ ΜΑςΉΝΑ, σιμά εις Μίшα στάθην-ε |ΜΑшΙΝΑ|,

ΤΊ ΚΖέβΑΝ, ΚΆΤτσΑΝ ΑΝ Τ ΧΑΡΆ. αυτοί εξέβαν, κάθισαν εν τη χαρά.

βΑΧΤΛΊδΣΑ ^ΛέΝΑ ΚΗ ΈΜ ^ΜΉςΑΣ, |ΒΑhΤΛΙ|δισσα Λένα και |hΕΜ| Μίшας,

ΤΊ ΣΉΜΥΡ ςέΡΝΙ τές ΞΑΡΆ! αυτοί σήμερο χαίρονται κί έχει |ΞΑΡΕ|!

 

10.

ΛΌΝ ΚΟΛΧΌΖΝΙ ΖΆΝιΑ, ελαύνων |ΚΟΛΧΟΖΝΙ| |ΑΖΑΝ|ια

ΠΛΈβ ΚΗ ΠΆι Τ ΜΑςΉΝΑ. πλεύει και πάει τη |ΜΑшΙΝΑ|.

ΣΤΥ ΚΥΡΌΡΤ ΘΑ ΉΝΝΙ στο |курорт| θα γίνουνε

δΊ-ΤΙΝ ΈΝΑ ΜΉΝΑ. δοίοι-των ένα μήνα.

 

τέΧΝΙ ΝΑ ΝΥΝΊΣΝΙ κί έχουνε να νουνίσουνε

ΣΉΜΥΡ ΠΆΣ ΚΑΝΆ-ΠΑ… σήμερο πάνω εις κανένα-πα…

δΆβΑΝ ^ΜΉςΑΣ, ^ΛέΝΑ, διάβαν Μίшας, Λένα,

ΑΣ ΤΥ ^ΚΡΊΜ, ΣΤ ΑΝΆΠΑΠΣ. εις το Κρίμ, στο ανάπαυση.

 

ΣΜΆ Σ ΠΥΤΆΜ ^ΜΟΛΌΞΝΙι σιμά εις ποτάμι Μολόчνιι

ΦΆΝΑΝ ΟΒεΛΉΣΚΗΣ… φάνησαν οβελίσκες…

ΣΤΑ ^ΣΑΡΆΝΔΑ ΤΡΉιΑ, στα Σαράντα Τρία

δΌ ΠΥΛΊ ΚΡΗΜΉΣΤΑΝ. εδώ πολλοί γκρεμίσθησαν.

 

^ΜΉςΑ-ΠΑ ΤΥ έΜΑ Μίшα-πα το αίμα

δΌ ΑΤΌΤ ΚΥΝΌΘΙΝ… εδώ ετότε κονώθη…

ΛΌΝ Τ ΣΤΡΑΤΊτσΑ τέΡΚΥ ελαύνων τη στρατίτσα |ΚΟΙΡ|ικο (|ΚΟΙΡ|= τυφλό: το δρομάκι δέν βγάζει σε άλλο δρόμο, μόνο οδηγεί στα μνημεία των πεσόντων)

ΣΤ ΟΒεΛΉΣΚ ΤΙ ΚΛΌΘΝΙ. στο |ΟΒΕΛΙΣΚ| αυτοί κλώθουνε. (απο εδώ επαναλαμβάνονται τα λόγια του «ΠΈΣΗΤ ΗΣέΝΚΑ», ποιήματος του πρώτου τόμου.)

 

^ΜΉςΑΣ ΚΖέΝ Χ Τ ΜΑΣΉΝΑ, Μίшας εξβαίνει εκ τη |ΜΑшΙΝΑ|,

Κτσέβ ΠΆΣ ΤΑ ΤΑιΆΧιΑ-Τ. κουτσεύει πάνω στα |ΔΑιΑQ|ια-του.

ΠΆΣ ΤΥ ΟΒεΛΉΣΚ ΤΟΣ πάνω στο |ΟΒΕΛΙΣΚ| αυτός

ΈβΑΛΙΝ ΞΗΞΆΚιΑ. έβαλε |ΞίΞΕΚ|ια.

 

ΈςΞ]ΗΠΣΗΝ ΑΠΆΝΥ, έσκυψεν επάνω,

ΠΌΝΣΗΝΙ ΚΑΡδΊιΑ-Τ… πόνεσεν-ε καρδία-του.

ΦΆΝΑΝ ΑΣ ΤΑ ΜΆΤιΑ-Τ εφάνεν εις τα μάτια-του

ΌΛΑ ΤΑ ΠεδΊιΑ… όλα τα παιδία.

έσκυψε επάνω (απο το μνημείο), πόνεσε η καρδιάτου. φάνηκαν στα μάτιατου όλα τα παλληκάρια.

 

– τ\ΜΆΣΗ-τσ ΣΗΣ, Τ ΑδρέΦιΑ-Μ, κοιμάσθε σείς, τα αδέρφια-μου,

Άιτσ ιΑςΎτσΚ-ΠΑ ΠέΦΤΙΤ… έτσι jaś-ούτσικοι-πα πέφτετε,

ΜΉ ΣΗΣ ΠΥΝΙςΚΑΣΗτς, μή σείς πονίσκασθε

ΓΌ ΖΔΑΝΌΣ ΟΤ ΠέΜΝΑ. εγώ ζωντανός οτι απέμεινα.

κοιμάστε εσείς, αδέρφιαμου, και έτσι νεαροί κείτεστε. να μήν είστε σείς πονεμένοι (=θυμωμένοι) εγώ ζωντανός που έμεινα.

 

ΌΛ ΜΗΣ ΆΝ ΣΚΥΤΌΘΑΜ όλοι ημείς άν σκοτώθημε,

Σ ΔΥΓΚΥςΉ ΖΑΜΆΝιΑ, εις dœcyś-ίου zaman-ια,

ΤΙΣ ΑΤΌΤ ΝΑ ΉΝΚΣΗΝ τίς ετότε να ενίκησεν

ΆΤΧΥ ΤΥΝ ΔΥςΜΆΝΥ? άτεγγο τον dyśman-ο; (ΆΤΧΥ δέν μοιάζει καθόλου για τουρκική ή άλλη ξένη λ., το δέ νόημα βγαίνει απο τα συμφραζόμενα: όχι «άτυχος», αλλα ανηλεής. Αρα είναι απο την παλαιότατη ελληνική λ. άτεγγο =άτεγκτο, απο το ρήμα τέγγω= βρέχω, μαλακώνω).

όλοι εμείς άν σκοτωνόμασταν στου πολέμου τους καιρούς, ποιός τότε θα νικούσε τον ανήλεο τον εχθρό?

 

ΤΙΣ ΝΑ ΧΥΡΑΛΆιΣΗΝ τίς να qurala-ησεν

ΤΥ ΚΗΡβΌ Ν ^ΠΑΤΡΉδΑ – το ακριβό την πατρίδα -

ΤΥ ΧΥΡΣΎτσΚΥ Τ ΜΆΝΑ, το χρυσούτσικο τη μάνα,

ΧΤΑ ΦΑςΉΣΤΣΚΗ ΦΉδΑ? εκ τα faśistski φίδια;

ποιός να έσωζε την ακριβή πατρίδα, την χρυσή τη μάνα, απο τα φασιστικά φίδια;

 

– τ\ΜΆΣΗ-τσ ΣΗΣ, Τ ΑδρέΦιΑ-Μ, κοιμάσθε σείς, τα αδέρφια-μου,

ΝΔΥ βΑΡΉ Ν ΚΑΡδΊιΑ εν τω βαρύ την καρδία

ΦΉΝΥ ΣΑΣ ΚΗ ΠΆΓΥ, αφήνω σάς και υπάγω,

τέςΗΤ ΣΉΣ ΖΜΥΝΊιΑ… κί έχετε σείς λησμονία…

κοιμάστε σείς, αδέρφιαμου, με βαριά την καρδιά αφήνω εσάς και πάω, δέν έχετε εσείς λησμονιά… (= δέν λησμονιέστε).

 

11.

ΑΣ Τ ^ιΆΛΤΑ - ΜΥΡΦΉιΑ, εις τη Γιάλτα - ομορφία

ΛΑΡΎΝΝΙ ΖΑΒΎΝ. ιλαρούνται |ΖΑΒΟΥΝ|οι.

δΌ ^ΜΉςΑΣ ΚΗ ^ΛέΝΑ εδώ Μίшας και Λένα

ΣΤ ^ΛΗβΆΔΗιΑ ΖΎΝ. στη Λιβάδεια ζούν. (Λιβάδεια: όνομα κωμόπολης κοντά στη Γιάλτα στην Κριμαία, όπου τα περισσότερα τοπωνύμια είναι ώς σήμερα ελληνικά)

στης Γιάλτας την ομορφιά γίνονται καλά οι ασθενείς. εδώ ο Μίшας και η Λένα στη Λιβάδεια ζούν.

 

ΜΑΈςΥ ΑΈΡΑ μαέσιο αέρα

δΎι ΉιΑ ΚΗ ΧΛιΆΣ… δώει υγεία και χλίαση…

ΠΑΝΔΎ ΞΗΞΑΚιΎΝΙ παντού |ΞίΞΕΚ|ιούνε

ΞΗΞΆΚιΑ ΛΥΓΆΣ. |ΞίΞΕΚ|ια λογάς.

 

ΤΑ ΠΛΊιΑ ΠεΤΎΝΙ, τα πουλία πετούνε,

ΝΤ ΧΑΡΆ ΤΡΑΓΥδΎΝ. εν τη χαρά τραγουδούν.

ΤΑ ςέΡΝΙ ΝΔΥΝ ^ΜΉςΑ, αυτά χαίρονται εν τον Μίшα,

ΘΑΡΉΣ ΟΤ ΔΡΑΝΎΝ. θαρρείς οτι ανατρανούν.

 

…ΤΡΑΓΌδ ΤΡΑΓΥδΊΣΗΤ, τραγώδι τραγωδίσετε,

ΚΑΤβΆΤ ΧΑΜΗΛΆ: κατεβάτε χαμηλά:

ΑΤΎΤΥΣ, ΑΤΎΤΥΣ, ετούτος, ετούτος,

ΣΑΣ δΌΚΗΝ ΖΑΧΛΆ. σας δώκε διαλυά.

 

ΑΤΎΤΥΣ, ΑΤΎΤΥΣ, ετούτος, ετούτος,

ΑΤΌΤ ΧΤΥΝ ΚΑΠΝΌ, ετότε εκ τον καπνό,

δΑΦΤΌ-Τ ΤΙΜΗΖΛΆιΣΗΝ δε-αυτό-του |ΤΕΜίΖ_ΛΕ|ησεν

Χ ΔΥςΜΆΝΣ Τ ΥΡΑΝΌ! εκ |ΔΥςΜΑΝ|ους το ουρανό!

 

ΧΤ ΑΤΌ-ΠΑ ΣΗΣ ΣΉΜΥΡ εκ το αυτό-πα σείς σήμερο

ΡΑΤΛΊδΚΑ ΠεΤΆΤ… |ΡΑhΑΤ_ΛΙ|δικα πετάτε…

…βΆΙ, ΤΊΧΑΔΑΡ ΈΠΗΣΑΝ …βάι, τί|QΑΔΑΡ| έπεσαν

ΚΌΖΜΥΣ, ΣΟΛΔΆΤ. κόσμος, |ΣΟΛΔΑΤ|οι.

 

ΚΗ ^ΜΉςΑΣ-ΠΑ ΧΆΣΗΝ και Μίшας-πα εχάσε

ΤΑ ΠδΆΡιΑ-Τ ΑδΌ… τα ποδάρια-του εδώ…

ΝΑ ΠΆι ΘέΛ ΤΥΝ ΤΌΠΥ να πάει θέλει τον τόπο

ΝΑ δΊ ΠΑΛ ΑΤΌ. να δεί πάλι αυτό.

 

ΑΤΌ, ΠΥ ΚΡΗΜΉΣΤΙΝ, αυτό όπου γκρεμίσθη

ΑτΉ, ιΆΝ Τ ΧΥβΡΆ, εκεί οία άν τη |QΟΥβΡΑ| (κουβάρι; QΟγΡΑ;)

ΠΆΣ ΠΣέΛΥΣ ΝΑΜΛΊδΚΥ – πάνω εις ψήλος |ΝΑΜΛΙ|δικο

ΣΆΠΥΝ-ΓΟΡΆ! (ΣΑΠΎΝ-ΓΟΡΆ γραμμένο με κεφαλαία στο πρωτότυπο. για να είναι ακριβές το μέτρο έπρεπε να έχει άρθρο «το» πρίν απο αυτό)

 

12.

ΑΣ Τ ΕΚΣΚΎΡΣΗιΑ ΝΤ ΜΑςΉΝΑ, εις το |excursia| εν τη |ΜΑшΙΝΑ|,

ΑΣ ΤΑ ΤΌΠΣ ΤΑ δΟΚΣΑΖΜέΝΑ, εις τα τόπους τα δοξασμένα,

ΠΆΣ ^ΣΑΠΥΝ-ΓΟΡΑ ΝΔΥΝ ΚΌΖΜΥ, πάνω εις Σάπουν|гора| εν τον κόσμο,

ΉΡΤΑΝ ^ΜΉςΑΣ-ΠΑ ΑΝ Τ ^ΛέΝΑ. ήρθαν Μίшας-πα εν τη Λένα.

 

ΜΉΤΗΝΓ ΜέΓΑ ΑΤΌ Τ ΌΡΑ |meeting| μέγα αυτό το ώρα

ΠΆΣ ^ΣΑΠΎΝ-ΓΟΡΑ ΠςΗΡΉΘΙΝ. πάνω εις Σαπουν|гора| επιχειρήθη.

δΌ ΣΥΡέΦΤΑΝ ΤΊΣ ΠΥΛΈΜΖΑΝ εδώ σωρεύθησαν τίνες πολέμιζαν

ΚΗ ΤΊΣ ΣΤΈΡΑ-ΠΑ ΗΝΊΘΙΝ. και τίς ύστερα-πα γεννήθη.

 

ΠΆΣ Ν ΤΡΗΒΎΝΑ ΚΖέΝ ΉΣ έΡΥΣ, πάνω εις την |tribuna| εκβαίνει είς γέρος,

ιΆΝ-ΔΑ ςΌΝιΑ ΤΑ ΜΑΛΊιΑ-Τ. οία άν τα χιόνια τα μαλλία-του.

ΜΑ ΤΥ ΠΌΡΗΜΥ-Τ τιΑΜΉΛΚΥ, μα το μπόρεμο-του |ΚΑΑΜίΛ|ικο,

ΑΝΔΑ ΌΡΔεΝΙΣ Ν ΚΑΡδΊιΑ-Τ. εν τα |ordain|ες την καρδία-του.

 

- ΤΌΣ ΕΝ, ^ΛέΝΑ, ΚΟΜΑΝΔΉΡ-ΜΑΣ! - -αυτός, ένι, Λένα, |командир|μας!

^ΜΉςΑΣ ΧΎΛΚΣΗΝ ΚΗ ΤΡΑβΉΘΑΝ, Μίшας χούλιξε και τραβήθησαν

ΛΊΓΥ ΈΜΒΡΥ ΑΣ Ν ΤΡΗΒΎΝΑ, λίγο έμπρο εις την |tribuna|,

ΤΊ ΘΑ ΛΈ ΤΟΣ ΝΑ ΤΥ ΦΚΡΉΘΑΝ. τί θα λέει αυτός να το εφουκρήθησαν.

 

- ΠΆΣ ^ΣΑΠΥΝ-ΓΟΡΑ ΚΑΡδΆΡΚΑ, - -πάνω εις Σαπουν|гора| καρδάρικα,

ΉΠΗΝ ΤΟΣ, ΠΥΛΊ ΠΥΛΈΜΖΑΝ. είπεν αυτός, πολλοί πολέμιζαν.

ΑΝΔΥ ςΤΊΚ ΚΗ ΝΔΑ ΓΡΑΝΆΤΙΣ, εν τω |штык| και εν τα |granat|ες,

ΝΔΑ ΧΑιΆιΔΑ - ΝέΜτσΗΣ ΚΡέΜΖΑΝ. εν τα |QΑιΑ|δια – Νέμτσες γκρέμιζαν.

 

ΑΧ ΤΥ ΝΎ-Μ ΠΥΛΆ ΖΜΥΝΊΘΑΝ – εκ το νού-μου πολλά λησμονήθησαν -

ΤΥ ΓεΡΌιΣΤβΟ ΆΚΡΑ τΉςΗΝ! το |геройство| άκρα κί είχεν!

ΜΑ ΠΗΧΤΆ, ΠΗΧΤΆ ΑΝΚέβΥ μα πηχτά, πηχτά |Αγγ|εύω

ΤΥΝ ΓεΡΌι - ^ΤΥΠΎΖΟβ ^ΜΉςΑ. τον |герой| Τοπούζωβ Μίшα.

ηρωισμός

 

^ΛέΝΑ δΌ βΗΡΔΈΝ ΘΑΓΜΆΣΤΙΝ, Λένα εδώ |ΒίΡΔΕΝ| θαυμάσθη,

ΡΆΝτσΗΝ ΞΆΧ, ΘΑΡΉΣ, ΑΧ Τ ΦΛΌΓΑ. ράντησε |ΞΑQ|, θαρρείς, εκ τη φλόγα.

ΆΝΔΡΑ-τσ Τ ΌΝΙΜΑ ΟΤ ΉΚΣΗΝ. άντρα-της το όνομα οτι ήκουσεν.

ΚΟΜΑΝΔΉΡΣ ΚΥΤΈβ ΤΥ ΛΌΓΥ-Τ: |commandier|ης |ΚΥΤ|εύει το λόγο-του:

συνεχίζει

 

- ΜΉΣ ΑΝ Τ ΡΌΤΑ-ΜΑΣ ΥΛΝΊΧΤΑ, -ημείς εν τη ρότα-μας ολη-νύχτα,

ΤΥ ΔζΑΠΉτσ ΑΤΎΤΥ ΠΉΡΑΜ το |ЏΑΠ|ίτσι ετούτο πήραμε

ΚΗ ΔΥςΜΆΝ ΠΥΛΊ ΑΛΆΛΙΤ, και |ΔΥςΜΑΝ|οι πολλοί αλάλητοι

ΑΧ ΤΙ ΜΆΣ ΜΥΡΜΌΡιΑ ΉβΡΑΝ. εκ τ’ εμάς μοιρομόρια ηύραν.

 

ΛΊΓΥ ΣΤΈΡΑ ΠΆΛ ΧΥΛΔΆιΣΑΝ, λίγο ύστερα πάλι |QΟΛΔΑ|ησαν,

ΑΝ Τ ΑΞέβ ΧΑΡςΎ-ΜΑΣ ΝέΜτσΙ. εν τω |ΑΞΟΥβ| |QΑΡςΙ|μας Νέμετσοι.

ΤΌΤ ^ΤΥΠΎΖΟβΣ - ΠΥΛεΜέΤΞΗΚΣ, τότε Τοπούζωβ|ος - |пулеметчик|ος

ΠέΛΣΗΝτσ ΣΜΆ ΚΗ ΣΤΈΡΑ ΚΡέΜΣΗΝτσ. απέλυσε-τους σιμά και ύστερα γκρέμισε-τους.

 

τιΆΛ ΑΠ ΠΉΣΥ ΦΆΝΑΝ ΈΡΚΝΙ, και άλλοι απο πίσω εφάνησαν έρχονται,

ΠΆΛ ΑΠΆΝΥ ΝέΜτσΙ ΣΚΌΘΑΝ. πάλι επάνω Νέμετσοι σηκόθησαν.

ΣΜΆ ΣΤΥΝ ^ΜΉςΑ ΔΌΚΗΝ ΜΉΝΑ, σιμά στον Μίшα |ΔΟΙC|ε мина (mine, νάρκη)

Τ ΑιΑΧΤΆςΑ-Τ ΌΛ ΣΚΥΤΌΘΑΝ. τα |ΑιΑQΤΑς|ια-του όλοι σκοτώθησαν.

 

τέΝ ΚΑΝΊΣ ΝΑ ΤΜΆΣ ΠΑΤΡΌΝιΑ – κί ένι κανείς να ετοιμάσει |патрон|ια -

«^ΜΆΚΣΗΜΣ» ΞΆΛΚΑ ΤΌ ΚΥΡΤΆ-ΤΑ. «Μάξιμ»ος |ΞΑΛ|ικα αυτό κουρτά-τα.

ιΑΝΑςΆ-Τ ΔΥςΜΆΝ ΣΥΡέΦΤΑΝ - |ιΑΝΑςΑ|του |ΔΥςΜΑΝ|οι σωρεύθησαν -

ΤΌΣ ΑΧΤΡΆΜΣΗΝτσ ΑΝ Τ ΓΡΑΝΆΤΑ. αυτός |ΑQΤΑΡΜΑ|ισε-τους εν τη |ΓΡΑΝΑΤΑ|.

 

ΑΤΌ Τ ΌΡΑ ΓΌ ΣΜΆ-Τ βΡέΘΑ – αυτό το ώρα εγώ σιμά-του ευρέθα -

ΠέΣ ΤΥ έΜΑ ΜΑΛΑιΜέΝΥΣ, απ’έσω το αίμα μολεμένος,

ΤΌΣ τΉ ΠέΡΗςΚΗΝ ΑΓΝΌΡΖΜΥ – αυτός κί παίρισκε γνώρισμο -

ΠέΣ ΤΥ ΦτιΆΛ ΑΡΑΛΑιΜέΝΥΣ. απ’έσω το κεφάλι |ιΑΡΑΛΑ|ημένος.

 

- ΠΡΆΤ ΑΠΉΣΥ ΆΣ ΤΥ δέΣΝΙ, -περάτει οπίσω ας το δέσουνε,

ΦέΡ-ΤΥ ΜέΝΑ ΣΉ ΤΥ «^ΜΆΚΣΗΜ», - φέρε-το μένα σύ το «Μάξιμ»,

Άιτσ ΤΥΝ ΉΠΑ, ΤΌΣ τΉ ΦΚΡΉΘΙΝ, έτσι τον είπα, αυτός κί εφουκρήθη,

ΉΠΗΝ ΤΈΚ: - ΠΑΤΡΌΝιΑ ΤΜΆΣΗ! είπε |ΤΕΚ| - |патрон|ια ετοίμασε!

 

ΠςΉΡΣΑ ΓΌ ΣΟΡέβΥ ΛέΝΤΙΣ επιχείρησα εγώ σωρεύω |ΛεΝΤ|ες (лента= κορδέλα, ταινία σφαιρών πολυβόλου)

ΚΗ ΤΥΝ ^ΜΉςΑ ΞΆΛΚΑ δΎΓΥ. και τον Μίшα |ΞΑΛ|ικα δίδω.

«ΓΡΆΦΤΣ ΧΑΡΤΊ Τ ΜΑΝΊτσΑ-Μ ΜΆΝΑ, «γράφτεις χαρτί τη μανίτσα-μου μάνα,

ΑΝ ΔΥςΜΆΝΣ ΆΝ ΣΚΥΤΥΘΎ ΓΟ!» εν |ΔΥςΜΑΝ|οις άν σκοτωθώ εγώ!»

 

ΛΈ-Με Άιτσ ΚΗ ΖΛΉΖ Τ ΓΑςΞ]έΤΚΑ, λέει-με έτσι και ζουλίζει τη |гащетка|,

^ΝέΜτσΙ ΣΜΆ, ΤΌΣ ΣΉΡΝ ΓΡΑΝΆΤΑ. Νέμετσοι σιμά, αυτός σύρει |ΓΡΑΝΑΤΑ|.

ΠΆΛ ΠΥΛΊΣ ΤΟΣ ΚΑΤΑΦτιΆΛΣΗΝ, πάλι πολλοίς αυτός κατακεφάλισε,

ΠΆΛΙΣ ΖΎΛΚΣΗΝτσ ΠΆΣ ΤΥΝ ΠΆΤΥ. πάλις ζούλιξε-τους πάνω στον πάτο.

 

ΜΑ ΔΥςΜΆΝΥΣ Τ\ΘέΛ ΝΑ δΌΧΚΗΤ – μα |ΔΥςΜΑΝ|ος κί θέλει να δόεται -

ΧΤΥ ΒΛΗΝΔΆζ-ΤΙΝ ΚΖέΝ ΦΥΤΊιΑ. εκ το |блиндаж|των εκβαίνει φωτία.

ΚΗ ΤΑ ΓΡΆΘΙΣ-ΜΑΣ ΑΡέΝΝΙ – και τα γράθες-μας αραιαίνουνε -

ΚΆΤΥ ΠέΛΣΑΝ ΤΑ ΠεδΊιΑ. κάτω απέλυσαν τα παιδία.

 

ΤΑ ΣΝΑΡιΆΔιΑ ΣΠΆΝΝΙ ΛΌΡιΑ. τα |снаряд|ια σπάνουνε ολόγυρα.  (снаряд =shell, κέλυφος οβίδας, οβίδα)

ΈΝΑ ΣΠΆΝ ΞΆΧ ΣΜΆ ΣΤΥΝ ^ΜΉςΑ. ένα σπάνει |ΞΑQ| σιμά στον Μίшα.

ΣΉΡΤΙΝ δΆιΝ ΧΤΥ ςέΡ-Τ ΤΥ «^ΜΆΚΣΗΜ», σύρθη διάβη εκ το χέρι-το το «Μάξιμ»,

ΑΝ ΤΥ ΤΊ ΝΑ ΣΉΡΝ ΤΌΣ τΉςΗΝ. εν τω τί να σύρνει αυτός κί είχεν.

 

ΤΌΤΙΣ ^ΜΉςΑΣ ΑΞΥβΛΊδΚΑ τότες Μίшας |ΑΞΟΥβ_ΛΙ|δικα

ΤΈΚΑΣ ΤΡΌΜΑΖΗΝΙ ΠΆΤΥΣ, |ΤΕΚ|ας τρόμαζενε πάτος,

ΣΜΆ Σ ΒΛΗΝΔΆζ ΝεΜέτσΚΗ βΡέΘΙΝ, σιμά εις |блиндаж| Νεμέτσκι ευρέθη,

ΠέΣΥ ΈΣΗΡΝΙΝ ΓΡΑΝΆΤΑ. απ’έσω έσυρνε |ΓΡΑΝΑΤΑ|.

 

^ΝέΜτσΗ ΣΌΠΑΣΑΝ ΤΌ Τ ΌΡΑ, Νέμετσοι σώπασαν αυτό το ώρα,

^ΜΉςΑΣ ΌΛΣ-ΠΑ ΤΊτσ ΧΗΡΛΆιΣΗΝ. Μίшας όλοις-πα ετούτοις |ΑhΙΡ_ΛΑ|ησεν.

ΌΛ-ΠΑ ΣΚΌΘΑΜ ΠΆΛ ΑΠΆΝΥ, όλοι-πα σηκώθημε πάλι επάνω,

ΠΆΣ ^ΣΑΠΎΝ-ΓΟΡΑ ΧΥΛΔΆιΣΑΜ. πάνως εις Σαπουν-Γορα |QΟΛΔΑ|ησαμε.

 

ΑΝΔΥ ΦΛΆΓ ΣΟΛΔΆΤΣ ΤΙΣ δΆιΝΙΝ, εν τω |flag| |soldat|ος τις διάβαινεν,

ΠέΛΣΗΝ ΚΆΤΥ ΣΚΥΤΥΜέΝΥΣ. απέλυσε κάτω σκοτωμένος.

ΧΎΝΣΗΝ ΠΉΡεΝ-ΔΥ ΤΌΤ ^ΜΉςΑΣ, χούνισεν επήρεν-το τότε Μίшας,

ΠέΣ ΤΥ έΜΑ ΜΑΛιΑιΜέΝΥΣ. απ’έσω το αίμα μολεμένος.

 

ΈΜΒΡΥ, ΈΜΒΡΥ δΆιΝΙΝ ^ΜΉςΑΣ, έμπρο, έμπρο διάβαινε Μίшας,

ΑΝΔΥ ΦΛΆΓ ΚΗ ΑΝΔ ΓΡΑΝΆΤΑ. εν τω |flag| και εν τη |ΓΡΑΝΑΤΑ|.

ΠΆΣ ^ΣΑΠΎΝ-ΓΟΡΑ ΤΟΣ ΠΉιΝ-ΔΥ, πάνω εις Σαπουν-Γορα αυτός πήγε-το,

ΜΑ δΑΦΤΌΤ-ΠΑ ΠέΛΣΗΝ ΚΆΤΥ… μα δε-αυτό-του-πα απέλυσε κάτω…

 

…ΚΗ Άιτσ ΣΚΥΤΌΘΙΝ ΤΌ ΤΝΙ ΜέΡΑ, …και έτσι σκοτώθη αυτό την ημέρα,

ΣΟΛΔΆΤΣ ΑΦΌβΗΤΥΣ ^ΤΥΠΎΖΟβΣ… |soldat|ος αφόβητος Τοπούζωβ|ος…

Ν ^ΠΑΤΡΉδΑ ΜέΓΑ ΣΆΝ ΤΥΝ δΌΚΗΝ: την Πατρίδα μέγα |ΣΑΝ| τον δώκεν:

«^ΓεΡΟι ^ΣΟβέΤΣΚΟΓΟ ^ΣΟιΎΖΑ!». «Герой Советского Союза»  (союз =union)

 

13.

ΘΑΓΜΑΖΜέΝΥΣ ΣΤΊΚΗΤ ^ΜΉςΑΣ θαυμασμένος στήκεται Μίшας

ΚΗ βεΓΛΊΖ ΠΑΣ Τ ^ΛέΝΑ. και βιγλίζει πάνω στη Λένα.

«ΣΆΝΔΗΜ ΜέΝΑ ΤΊ ΜεΤΡΎΝΙ, |ΣΑΝ_ΔΙΜ| μένα κί μετρούνε, (|ΣΑΝ_ΔΙΜ| τουρκ.= θεώρησα)

ΉΜΗ ΣΚΥΤΥΜέΝΥΣ. είμαι σκοτωμένος.

          κατάπληκτος στέκεται ο Μίшας και κοιτάζει τη Λένα. «απ’ ό,τι κατάλαβα δέν με μετρούνε (για ζωντανό), είμαι (γι’αυτούς) σκοτωμένος.

 

ΚΥΤΥΡΎ ΤΟΤ ΠΟΧΟΡΌΝΚΑ |ΚΟΙΤΥΡΥ| τότε |похоронка| (похорон= funerals)

Σ ΣΠΉΤ τΉ ΠέΛΣΑΝ Τ ΜΆΝΑ-Μ?» εις σπίτι κί απέλυσαν τη μάνα-μου;».

ΝΎΝΣΗΝ Άιτσ, δΑΦΤΌΤ ΔζΥΝΆιΣΗΝ, νούνισεν έτσι, δε-αυτό-του |ЏΟΥΝΑ|ησεν,

ΚΖέΝ ΚΑΤΛΊΓΥ ΠΆΝΥ. εκβαίνει κατι λίγο πάνω.

άσκοπα τότε νεκρώσιμη είδηση στο σπίτσι δέν έστειλαν στη μάνα-μου;» σκέφθηκε έτσι και μόνοςτου ξεκίνησε, βγαίνει λίγο προς τα πάνω (=προς τη μεριά του βήματος).

 

ιΥΡΥΧΤΆ δΆιΝ ΑΣ ΝΑ ΤΡΗΒΎΝΑ, |ιΟΡΟΥQ|τά εδιάβη εις την |tribuna|,

ΚΌΖΜΥΣ ΚΆΜ-ΔΥΝ ΣΤΡΆΤΑ. κόσμος κάμει-τον στράτα.

ΚΟΜΑΝΔΉΡΣ βΗΓΛΊΖ ΑΠΆΝΥ-Τ, |commandier|ης βιγλίζει επάνω-του,

ΤΊ ΈΝ, τΉ ΓΡΗΚΆ-ΤΥ. τί ένι, κί γροικά-το.

 

^ΜΉςΑΣ ΣΤΊΚΗΤ ΛΊΓΥΣ ΠδΆΡιΑ, Μίшας στήκεται δίχως ποδάρια,

ΚΟΜΑΝΔΉΡΣ ΑςΞέΦΤΙΝ, |commandier|ης εσκέφθη (το «σκέπτεται» στη Ρωμαίικη έχει την αρχαίατου έννοια «σκοπεί, παρατηρεί»)

ΜέΓΑ ΣΜΆδ ΠΆΣ ^ΜΉςΑ ΝΑ ΚΎΤΡΑ, μέγα σημάδι πάνω εις Μίшα την κούτρα,

ΚΗ ςΥΒΗΛΙΝΈΦΤΙΝ. και |ςΟΥΒΕΛίΝ|εύθη.

ο Μίшας στέκεται δίχως πόδια, ο διοικητής παρατήρησε ένα μεγάλο σημάδι σου Μίшα το μέτωπο, και υποψιάστηκε.

 

«δΙΝΑΤΆ ΜιΆΖ ΤΥΝ ^ΤΥΠΎΖΟβ, «δυνατά μοιάζει τον Τοπούζωβ,

ΆΜΑ ΤΌΣ ΣΚΥΤΌΘΙΝ. |ΑΜΜΑ| αυτός σκοτώθη.

ΓΌ δΑΦΤΌΜ ΑΤΟΝΑ ΉδΑ, εγώ δε-αυτό-μου αυτόνα είδα

ΤΊΓΛΑ ΤΌΣ ΗΠΛΌΘΙΝ, τί-λογα αυτός ηπλώθη

 

ΠΆΣ ΤΥΝ ΠΆΤΥ, ΠέΣ ΤΥ έΜΑ, πάνω στον πάτο, απ’έσω το αίμα,

ΛΊΓΥΣ δΊιΑ ΠδΆΡιΑ, δίχως δοία ποδάρια,

ΛΊΓΥΣ ΠςΉ, ΞΑΡΑΛΑιΜέΝΥΣ, δίχως ψυχή, |ΞΑΡΑΝ_ΛΑ|ευμένος,

ΝΔΆΛΑ ΤΑ ΠΑΛΚΆΡιΑ?» εν τα άλλα τα παλληκάρια!»

στον ίδιο σωρό

 

ΚΟΜΑΝΔΉΡΣ βΗΓΛΊΖ, τΉ ΠΣΤΈβ-ΤΥ. командир|ης βιγλίζει, κί πιστεύει-το.

ΧΝΆ ΠΗΧΤΆ ΑΈΡΑ. αχνά πηχτά αέρα. (ρήμα αχνά, = αχνίζει, ανασαίνει –όχι «χουνά»= ορμά)

Χ ΣΚΥΤΥΜέΝΣ ΟΤ ΖΔΆΝΣΗΝ ^ΜΉςΑΣ, εκ σκοτωμένοις οτι ζωντάνησε Μίшας,

ΤΡέΜΝΙ ΞΆΧ ΤΑ ςέΡΑ-Τ. τρέμουνε |ΞΑQ| τα χέρια-του.

 

ΤΥ ΞΗΡΆι-Τ ΞΆΧ ΜΗΛΑΝιΆΣΗΝ, το |ΞίΡΕι|του |ΞΑQ| μελανίασεν,

ςΞ]ΉΦΤ ΚΑΤΛΊΓΥ ΚΆΤΥ, σκύφτει κατι λίγο κάτω,

ΤΌΣ ΑΓΝΌΡΣΗΝ ΤΥΝ ^ΤΥΠΎΖΟβ, αυτός εγνώρισε τον Τοπούζωβ,

ΑΝΚΑΛΊΖ ΚΗ ΦΛΆ-ΤΥΝ. αγκαλίζει και φιλά-τον.

 

ΤΥ ΑΝΚΆΛΖΜΥ ΚΗ ΤΥ ΦΛΊΣΜΥ, το αγκάλισμο και το φίλησμο

ΉΤΥΝ ΛΊΓΥΣ ΆΚΡΑ… ήτον δίχως άκρα…

ΠΆΣ ΤΑ ΜΆΓΛΑ-ΤΙΝ ΞΆΧ ιΆΛΚΣΗΝ, πάνω στα μάγουλα-των |ΞΑQ| γυάλιξεν

ΚΑΤΙΝΎτσΚΥ δΆΚΡΥ… κατενούτσικο δάκρυο…

 

14.

Άιτσ ΉΤΥΝΙ ΠΆΝΔΑ έτσι ήτονε πάντα

ΚΗ ΠΆΝΔΑ ΘΑ ΈΝ: και πάντα θα ένι:

ΆΝ ΈΝ ΉΣΥ Τ δΛΊιΑ-Σ, άν ένι ίσο το δουλεία-σου,

ΤΌ ΖΉ, τΉ ΠΥΘέΝ: αυτό ζεί, κί αποθαίνει:

 

ΆΝ ΚΆΜΣ ΚΑΛΥΣΉΝιΑ, άν κάμεις καλοσύνια,

ΤΑ ΈΜΒΡΥ-Σ βΡΗςΚΎΝ. αυτά έμπρο-σου βρισκούνται.

ΠΑΛΊΚΑΡΥΣ Ν ΉΣΗ – παλληκάρος αν είσαι

ΌΛ ΣέΝΑ ΜεΤΡΎΝ. όλοι σένα μετρούν.

 

Άιτσ ^ΜΉςΑΣ-ΠΑ ΉΤΥΝ έτσι Μίшας-πα ήτον

ΤΌΣ ΜέΓΑΣ ΠΑΛΚΆΡΣ, αυτός μέγας παλληκάρης,

ΧΤΑ ΤΌ-ΠΑ ΤΥΝ ΆΝΚΗΠΣΑΝ, εκ το αυτό-πα τον |Αγγ|ευσαν

ΜέΣΑ Σ ΚΑΡδΆΡΣ. μέσα εις καρδάροις.

 

ΤΥΝ ^ΜΉςΑ ΑΓΝΌΡΣΑΝ-ΔΥΝ τον Μίшα εγνώρισαν-τον

τιΆΛ δΟ ΣΟΛΔΆΤ και άλλοι εδώ |ΣΟΛΔΑΤ|οι

ΚΗ ΠΉΡΑΝ-ΔΥΝ ΠΆΝΥ-ΤΙΝ και πήραν-τον πάνω-των

ΤΈΣΗΡ ΝΥΜΆΤ. τέσσεροι νομάτοι.

 

ΚΗ ΠΉΓΑΝ, ΚΗ ΚΆΘΣΑΝ-ΔΥΝ και πήγαν και κάθισαν-τον

ΑΣ ΤΥ ΤΡΑΠέΖ. εις το τραπέζι.

βΗΓΛΊΖΝΙ ΑΠΆΝΥ-Τ, βιγλίζουνε επάνω-του

ΧΤΑ ΌΛΑ ΜΑΡέΣ. εκ τα όλα μερέες.

 

δΌ ΌΛ-ΠΑ ΘΑΓΜΆΣΤΑΝ εδώ όλοι-πα θαυμάσθησαν

ΚΗ ΦΛΆι ΚΑΘΑ ΉΣ, και φυλάει κάθε είς

ΝΑ ΜΆΘ ΤΊΓΛΑ ΠΌΡΝΙΝ να μάθει τί-λογα εμπόρηνεν

ΑΤΌΣ ΝΑ ΖΔΑΝΊΣ… αυτός να ζωντανήσει…

 

ΚΖέΝ ^ΜΉςΑΣ ΚΗ ΠςΉΡΣΗΝ, εκβαίνει Μίшας και επιχείρησε

ΤΥ ΛΌΓΥ-Τ ΣΑΑΤΝΆ – το λόγο-του |ΣΑ’ΑΤΙΝΑ| -

ΠέΣ ^ΚΡΊΜΣΚΗ ΤΑ ΔζΆΠιΑ απ’έσω Κρίμσκι τα |ЏΑΠ|ια

ΜΑΚΡΆ ΑιδΥΝΆ: μακρά αηδονά:

 

– ΓΟ ΠέΛΣΑ ΑΚΆΤΥ, -εγώ απέλυσα εκάτω,

ΤΑ ΠδΆΡΑ-Μ ΚΥΜέΝΑ… τα ποδάρια-μου κομμένα…

ΚΑΡδΊιΑ ΠΚΑΝΊΣΤΙΝ. καρδία κοπανίσθη.

βΖΉΝ ΦΌΣ ΑΣ ΤΑ ΜέΝΑ. σβήνει φώς εις τα μένα.

 

τΗ-ΚΣέΡΥ, ΓΟ ΌΣΥ, κί ξέρω εγώ όσο

Αιτσ ΑΡΑΛΑιΜέΝΥΣ, έτσι |ιΑΡΑΛΑ|ευμένος

ΓΟ ΈΠΗΣΑ ΤΌΤ Ν ΣΚΥ- εγώ έπεσα τότε εν σκο-

ΤΥΜέΝΣ ΒΑΣΤΡΑιΜέΝΥΣ. τωμένοις |bastır|αευμένος.

 

Α ΣΤΈΡΑ ΝΔΑ ΓΝΈΦΣΑ, |hΑ| ύστερα εν τα ενήφησα,

ΘΑΡΉΣ, ΜεΘΙΖΜέΝΥΣ – θαρρείς, μεθυσμένος-

ΓΟ τΉβΡΗςΚΑ ΤΌΠΥ – εγώ κί ηύρισκα τόπο-

ΤΑ ΠδΆΡΑ-Μ ΚΥΜέΝΑ. τα ποδάρια-μου κομμένα.

 

ΓΟ ΉΞ-ΠΑ τΗ ΠΣΤΈβΥ – εγώ |ίΞ|-πα κί πιστεύω-

ΤΑ δΆΧΜΑ<δΆΧΛΑ>-Μ ΣΑΛΈΦΚΝΙ τα δάχτυλα-μου σαλεύουνε

ΚΗ ΓΌ ΝΑ ΣΚΥΘΎ ΠΑΣ και εγώ να σηκωθώ πάνω εις

ΤΑ ΠδΆΡΑ-Μ ΔΙΝΚέΦΤΑ. τα ποδάρια-μου |ΔΕγγC|εύθα.

δοκίμασα

 

ΜΑ ΠΆΛ ΠέΛΣΑ ΚΆΤΥ… μα πάλι απέλυσα κάτω…

ΣΤΑ ΜΆΤιΑ-Μ ΤΌ Τ ΌΡΑ, στα μάτια-μου αυτό το ώρα

ΓΟ ΉδΑ Τ ΣΤΡΑΤΊτσΑ, εγώ είδα τη στρατίτσα

ΤΥ ΚΖέΝΙςΚΗΝ ΧΤ ΧΌΡΑ-Μ. τό εκβαίνισκεν εκ τη χώρα-μου.

 

ΔΥΓΚΎς ΚΌΜΑ τΉΤΥΝ, |ΔΟΙCΥς| ακόμα κί ήτον,

ΣΤΥ ΞΌΛ Π ΑτΉΧ δΆιΝΑ, στο |ΞΟΙΛ| απ’ εκείθε διάβαινα,

ΝΔΑ ΈΦΤΑΓΑ δΛΊιΑ, εν τα εύθειαγα δουλεία

ΑΤΌΤ ΠΑΣ Ν ΚΟΜΒΆιΝΑ. ετότε πάνω στην |combine|a.

 

ΜΑΝΚΡΆιβΑ ΚΗ ΧΎΛΖΑ, |ΜΕγγΡΕ|ευα και χούλιζα

ΓΟ ΜΣΟΠΥΘΑΜέΝΥΣ εγώ μισοαποθαμένος

ΚΗ ΝΎΝΖΑ: «ΑΤΌΡΑ και νούνιζα: «ετώρα

ΤΊΣ ΧΡΆςΚΗΤΙ ΜέΝΑ. τίς χρειάσκεται μένα.

 

ΓΟ ΔΡέΠΥΜ ΑΤΊΤΚΥΣ εγώ ντρέπομαι ετοίουτικος

ΑΣ Τ ΧΌΡΑ ΝΑ ΠΆΓΥ. εις τη χώρα να υπάγω.

ΚΑΝΊΣ ΝΑ ΚΆΜ δΛΊιΑ, κανείς να κάμει δουλεία,

ΓΟ ΉΤΜΥ ΝΑ ΦΆΓΥ. εγώ έτοιμο να φάγω.

 

ΓΟ ΠΣΌΦΥ ΗΡέβΥ, εγώ ψόφο γυρεύω,

ιΌΧ, ιΌΧ ΆΣ ΠΥΘΆΝΥ». |ιΟQ, ιΟQ, ας αποθάνω».

βΗΓΛΊΖΥ ΑΣ ΑΈΡΑ βιγλίζω εις αέρα

ΠεΤΎΝ ΠΛΊΞΑ ΠΆΝΥ-Μ. πετούν πουλίτσια πάνω-μου.

 

ΘΑΡΉΣ, ΈΝΑ ΛΈ-Με: θαρρείς, ένα λέει-με:

«ΝΑ ΣΉΚΥ, ΑΠΆΝΥ, «ν-α σήκω επάνω,

Ν ΔΑιΦΆ-Σ ΣέΝΑ ΦΛΆι-Σε την |ΤΑιΦΑ|σου σένα φυλάει-σε

ΑΣ ΣΠΉΤ-ΣΑΣ, ΑΣ Τ ΧΌΡΑ. εις σπίτι-σας, εις τη χώρα.

 

(απο εδώ και κάτω 5 στροφές είναι φτιαγμένες με υλικό δημοτικού τραγουδιού. τέτοια τραγούδια υπήρχαν σε κάθε ελληνικό τόπο. στη Νικήσιανη Καβάλας τραγουδιέται ίσως ακόμη ένα «μεντέτι»: «άσπραμου περιστέρια και σείς μαύρα πουλιά, ψηλά οπου πετάτε, γιά χαμηλώσετε, να στείλω ένα γράμμα και μιά ψιλή γραφή, να πώ και την αγάπημου να μή με καρτερεί». σε αυτές τις 5 στροφές το μέτρο είναι δεκαπεντασύλλαβο, ενώ στο υπόλοιπο ποίημα είναι μεσοτονικό. είναι αριστοτεχνικό ταίριασμα δημοτικού τραγουδιού μέσα στη σύγχρονη πραγματικότητα. δεδομένου οτι ο Μίшας Τοπούζεβ ήταν ένας απο τους Ρωμιούς του Αζόφ, σε τέτοια περίσταση βλέποντας τα πουλιά είναι πολύ φυσικό να θυμήθηκε τέτοια δημοτικά τραγούδια που του ήταν πολύ γνωστά).

ΓΟ ΉΠΑ: - ΠΡΙΈΠ-ΝΑ, Τ\ΘΑ ΣΚΥΘΎ, εγώ είπα: -πρέπει-να, κί θα σηκωθώ,

ΑΝΚΆΛΣΗΝ ΜέΝΑ ΠΆΤΥΣ. αγκάλισε μένα πάτος.

ΓΟ ΣέΝΑ ΤΕΚ  ΠΑΡΑΚΑΛΎ εγώ σένα |ΤΕΚ| παρακαλώ

ΧΑΜέΛΝΙ ΛΊΓΥ ΚΆΤΥ. χαμήληνε λίγο κάτω. (χαμελαίνει – χαμέληνε στον αόριστο)

 

ΑΣ ΓΡΆΠΣΥ ΓΌ ΠΑΣ ΤΥ ΧΑΝΆΤ-Σ, ας γράψω εγώ πάνω στο |QΑΝΑΤ|ι-σου

ΧΑΡΤΊ ΑΓΜΑΤΥΜέΝΥ. χαρτί αιματωμένο. (εκπληκτική διατήρηση του αρχαίου «αι» ώς «αγ»)

ΚΗ ΠΆιΣ-ΤΥ Τ ΜΆΝΑ-Μ ΚΑΡδΑΚΌ, και πάεις-το τη μάνα-μου καρδιακό,

βΗΓΛΊΖ ΚΗ ΦΛΆι ΤΙ ΜέΝΑ. βιγλίζει και φυλάει αυτή μένα.

 

ΚΗ ΜΌΝΥ Τ ΜΆΝΑ-Μ ΜΉ ΤΥ ΛΈΣ, και μόνο τη μάνα-μου μή το λές

ΟΤ ΧΆΣΑ ΓΌ ΤΑ ΠδΆΡιΑ-Μ. οτι εχάωσα εγώ τα ποδάρια-μου.

ΣΉ Πέ-ΤΙΝ, ^ΜΉςΑΣ, ΤΥ ΠεδΊ-Σ, σύ ειπέ-την, Μίшας, το παιδί-σου,

ΑΝ Τ ΆΛΑ ΤΑ ΠΑΛΚΆΡιΑ εν τα άλλα τα παλληκάρια

            ωστόσο στη μάναμου μήν το πείς οτι έχασα τα ποδάριαμου, πέςτης «ο Μίшας, το παιδίσου μαζί με τα άλλα τα παλληκάρια

 

ΠΚΑΝΊΖ ΑΦΌβΗΤΑ ΦΑςΉΣΤΣ, κοπανίζει αφόβητα |fascist|ες,

ΠΗΧΤΆ ΝΑ ΓΡΆΠΣ τές ΌΡΑ. πηχτά να γράψει κί έχει ώρα.

ΚΗ ΌΣ ΝΑ ΧΆΣΥΜ ΌΛΣ ΔΥςΜΆΝΣ, και ώς να χάσουμε όλους |ΔΥςΜΑΝ|ους,

ΝΑ ΜΉ ΘΑΡΉ-Με ΣΤ ΧΌΡΑ. να μή θαρρεί-με στη χώρα.

            μάχεται άφοβα τους φασίστες, συχνά να γράφει δέν έχει χρόνο. και μέχρι να αφανίσουμε όλους τους εχθρούς να μή με προσδοκά στο χωριό».

ΣΜΑΡΛΆιΣΑ Άιτσ ΚΗ ΤΌ ΤΥ ΣΆΤ, |ΙΣΜΑΡΛΑ|ησα έτσι και αυτό το |ΣΑ’ΑΤ|

ΦΣΑΛΊΘΑΝΙ ΤΑ ΜΆΤιΑ-Μ. ασφαλήθησανε τα μάτια-μου.

ΣΤΥΝ ΉΠΝΥ δΆβΑ, ιΆΝ-ΔΥ ΜΚΡΌ, στον ύπνο διάβα, οία άν το μικρό

ΠΚΆΣ ΜΆΝΑ-Μ ΤΑ ΧΑΝΆΤιΑ. απο κάτω εις μάνα-μου τα |QΑΝΑΤ|ια.

          παράγγειλα έτσι και εκείνη την ώρα κλείσανε τα μάτιαμου. αποκοιμήθηκα σάν το νεοσσό κάτω απο της μάναςμου τις φτερούγες.

 

(επανέρχεται το μεσοτονικό μέτρο:)

Α ΣΤΈΡΑ ΝΔΑ ΓΝΈΦΣΑ, |hΑ| ύστερα εν τα ενήφησα,

ΘΑΡΎ ΈΝ ΤΑ τΈΡιΑ-Μ, θαρρώ ένι τα |CΕΡ|ια-μου, (τη σημασία του τΕΡιΑ την έβγαλα απο τα συμφραζόμενα, στον 1ο τόμο λέγεται «ΔΕΡ-ΖΑΜΑΝ» =έσχατος καιρός. κατα τη γνώμημου είναι απο το τουρκικό CΕΡί, CΕΡ =πίσω, μελλοντικό, έσχατο]

ΤΟ ΚΛΌςΚΑΝΔΑΝ ΠΆΝΥ-Μ, αυτό κλώσκανταν επάνω-μου

ιΑΤΡΆδ ΝΔΑ ΜΑςέΡιΑ. γιατράδοι εν τα μαχαίρια.

          ύστερα λοιπόν όταν ξύπνησα, νόμισα πως είναι τα έσχαταμου. στην πραγματικότητα γύριζαν απο πάνωμου γιατροί με νυστέρια.

 

15.

ΉΡΣΗΝ ΞΆΛΚΑ ΠΡεΔΣεΔΆΤεΛ\Σ, γύρισε |ΞΑΛ|ικα |председатель|ης

ΑΧ ΤΥ ΞΌΛ ΣΝ ΚΟΝΤΌΡΑ. εκ το |ΞΟΙΛ| στην |контора|.

ΈΒΗΝ ΠέΣΥ ΠΗΣ\ΜΟΝΌςΑ, έμβη απ’έσω |письмоноша| (εντυπωσιακές παρηχήσεις σε αυτόν και τον επόμενο στίχο)

ΠΉΣΥ-Τ, ΑΤΌ Τ ΌΡΑ. πίσω-του αυτό το ώρα.

η γραμματέας

 

ΠΆΣ ΤΡΑΠέΖ ΤΥΝ ΠΡεΔΣεΔΆΤεΛ\ πάνω εις τραπέζι τον |председатель|

βΆΛ-ΤΥΝ ΉΣΑ - ΉΣΑ, βάλλει-τον ίσα ίσα

ΤεΛεΓΡΆΜΜΑ ΑΧ Τ ΣΤΟΛΉτσΑ, |ΤΕΛΕΓΡΑΜΜΑ| εκ τη |столица|,

ΤΎ τΉ ΦΉΛΑιΝ ΉΣ-ΠΑ. τό κί φύλαεν είς-πα.

 

ΤΥ ςΥΛδΌΝ τΉ ΠιΆΝΣ-ΤΥ ΆΛΥ, το χελιδόνι κί πιάνεις-το άλλο

ΆΝ ΠεΤΆΣ ΧΤ ΦΥΛΈιΑ-Τ. άν πετάσει εκ τη φωλέα-του.

Άιτσ, ΧΑΠΆΡ ΤΎ ΓΡΆΦΤ ΑΠέΣΥ, έτσι, |hΑΒΑΡ| τό γράφτει απ’έσω,

δΆιΝ ΛΌΝ Τ ΜΗΣΑΡέιΑ: διάβη ελών τη μεσαρέα:

 

«ΤΥΝ ^ΓεΡΌι ^ΤΥΠΎΖΟβ ^ΜΉςΑ, «τον |Герой| Τοπούζωβ Μίшα,

ΆβΡ, ΣΤΑ δέΚΑ ΌΡΗΣ, αύριο, στα δέκα ώρες,

ΚΖΆΤ ΧΑΡςΎΤ. ΧΤ ^ΜΌΣΚβΑ, ΧΤ ΣΤΟΛΉτσΑ, εξβάτε |QΑΡςΙ|του. εκ τη Μόσκβα, εκ τη |столица|,

ΘΑ ΗΡΉΣ ΑΣ Τ ΧΌΡΑ». θα γυρίσει εις τη χώρα.

 

ΠΡεΔΣεΔΆΤεΛ\Σ ΣΚΌΝ Τ ΑΜΒΛΆΤιΑ-Τ, |председатель|ης σηκώνει τα ωμοπλάτια-του,

ΠΆΛ δΑβΆΖ, ΘΑΓΜΆςΚΗΤ: πάλι διαβάζει, θαυμάσκεται:

«τέΧΥΜ ΜΉΣ ^ΓεΡΌι ΠέΣ Τ ΧΌΡΑ», - «κί έχουμε ημείς |Герой| απ’έσω τη χώρα»,

ΚΛΌςΚΗΤ, ΑΝΑΝΚΆςΚΗΤ. κλώσκεται, αναγκάσκεται.

 

- ΤΊ ΗΡέβ ΣΤ ^ΜΌΣΚβΑ ^ΤΥΠΎΖΟβΣ? – τί γυρεύει στη Μόσκβα Τοπούζωβ|ος;

ΈΝΑ ΜΉΝΑ ΆΡΤΑ, ένα μήνα |ΑΡΤΙQ|

ΑΣ ΤΥ ^ΚΡΊΜ ΈΝ ΤΟΣ ΝΤ ΗΝΈΚΑ-Τ, εις το Κρίμ ένι τός εν τη γυναίκα-του,

ΣΤΥ ΚΥΡΌΡΤ, ΑΣ Τ ιΆΛΤΑ? στο |курорт|, εις τη Γιάλτα!

 

Άιτσ ΤΟΣ ΝΎΝΣΗΝ, ΜΑ ΝΑ ΤΜΆΣΝΙ, έτσι αυτός νούνισε, μα να ετοιμάσουνε,

ΉΠΗΝ ΤΌΣ ΤΎ ΧΡΆςΚΗΤ… είπεν αυτός τό χρειάσκεται…

Τ ΧΌΡΑ-Μ ΣΉΜΥΡ τές Τ\ΜΗΣΉιΥ, τη χώρα-μου σήμερο κί έχει κοιμησείο,

Τ ΧΌΡΑ - ΌΛΥ ΤΜΆςΚΗΤ! τη χώρα-μου – όλο ετοιμάσκεται!

 

16.

ΉΛιΥΣ ΦΑΝΙΡΌΘΙΝ – ήλιος φανερώθη-

ΠΝΈςΚ ΠΗΡΝΈςΑ δΆΚΡΗΣ. πινέσκει πρωινέσια δάκρες.

ΧΤ ΧΌΡΑ ΌΚΣΥ ΠΆΓΝΙ εκ τη χώρα έξω υπάγουνε

ΚΌΖΜΥΣ, ΛΊΓΥΣ ΆΚΡΑ. κόσμος δίχως άκρα.

 

ΑΧ ΤΑ ΣΤΊΚΗΤ Τ ΧΌΡΑ-Μ, εκ τα στήκεται τη χώρα-μου,

ΣΤΑ ΜεΓΌΛΑ ΜέΡεΣ, στα μεγάλα μέρες

δΌ ΣΤ ΥβΆ ΣΥΡέΦΚΝΙ, εδώ στο |ΟΒΑ| σωρεύονται

ΣΤΥ ςΗΝΚΛΆιΜΥ ΜέΓΑ. στο |ςΕγγ_ΛΕ|ημο μέγα.

 

ΈΡΚΝΙ ΣΉΡ ΝΑ δΎΝΙ, έρχονται |ΣΕιΡ| να δούνε,

δΌ ΧΤΑ ΌΛΑ ΧΌΡΗΣ. εδώ εκ τα όλα χώρες.

ΣΉΜΥΡ ΠΆΛ ιΥΡΤΊΣ ΕΝ, σήμερο πάλι γιορτής ένι,

ΑΣ ΤΑ δέΚΑ ΌΡΗΣ. εις τα δέκα ώρες.

 

ΑΧ Τ ^ΜΌΣΚβΑ ΘΑ ΈΡΚΗΤ, εκ τη Μόσκβα θα έρχεται

^ΜΉςΑΣ-ΠΑ ΑΝ Τ ^ΛέΝΑ. Μίшας-πα εν τη Λένα.

ΜΎΖΙΚΗΣ, ΞΗΞΆΚιΑ, |MUSIC|ες, |ΞίΞΕΚ|ια,

ΌΛΑ ΈΝ ΤΜΑΖΜέΝΑ. όλα ένι ετοιμασμένα.

 

17.

ΛΌΝ ΚΟΛΧΌΖΝΙ ΖΆΝιΑ, ελαύνων |ΚΟΛΧΟΖΝΙ| |ΑΖΑγγ|ια

ΣΚΎΤΙ ΜΥΚΑΛΊιΑ. σηκούται ανεμοκαλία. (ή αμμοκαλία; το νόημα σαφές: κουρνιαχτός)

ΦΆΝΑΝ ΤΑ ΜΑςΉΝΙΣ, εφάνησαν τα |ΜΑшΙΝ|ες,

ΈΝΑ, ΔΊιΑ, ΤΡΉιΑ. ένα, δοία, τρία.

 

ΤΑ ΜΑςΉΝΙΣ ΣΤΆΘΑΝ. τα |ΜΑшΙΝ|ες εστάθησαν.

^ΜΉςΑΣ ΚΖέΝ ΑΧ Τ ΈΝΑ. Μίшας εκβαίνει εκ το ένα.

ΠΉΣΥ-Τ ΚΖέΝ βΑΧΤΛΊδΣΑ, πίσω-του εκβαίνει |ΒΑhΤ_ΛΙ|δισσα

ΚΥΤιΥΓΎΛΑ ^ΛέΝΑ. |QUTI-ULUG|α Λένα.

 

ΝΔΥ ΠΣΥΜΉ ΚΗ ΤΝ ΆΛΑΣ, εν τω ψωμί και την άλας

ΚΖέβΑΝΙ, ΥΡΉΖΝΔΥΝ. εξέβανε, ορίζουν-τον.

ΉΣ ΛΈ, ^ΜΉςΑ, ΒΡΆβΟ! είς λέει, Μίшα, μπράβο!

ΆΛΥΣ ΑΝΚΑΛΊΖ-ΤΥΝ. άλλος αγκαλίζει-τον.

καλωσορίζουν.

 

ΑΝΙΠςΌ-Τ ΑΠΆΝΥ-Τ, ανεψιό-του επάνω-του

ΌΡΑ Ές βΑΧΤΛΊδΚΥ: ώρα έχει |ΒΑhΤ_ΛΙ|δικο:

ΣΗΠΑΈβ ΤΥ ΌΡΔεΝ-Τ |ΣΙΠΑ|εύει το |ORDAIN|του

ΤΥ ΑΣΤΡΥ ΦΛιΥΡΉΤΚΥ. το άστρο φλωρίτικο.

 

ΤΌΣ ΚΑΚΆ ΝΔΥΝ ΔέΔΑ-Τ, τός κακά εν τον |деда|του

ςέΡΗΤ, ΜεΓΑΛΈΦΚΗΤ. χαίρεται, μεγαλεύχεται. (ή απλώς «μεγαλεύεται»)

ΤΑ ΚΗΡβΆ-Τ ΤΑ ΛΌιΑ, τα ακριβά-του τα λόγια

ΤΌΣ ΠΗΧΤΆ ΑΝΚέβ-ΤΑ: αυτός πηχτά |Αγγ|εύει-τα:

 

«ΌΡΔεΝΙΣ, ΜεΔΆΛΙΑ, «|ORDAIN|ες, |MEDALL|ια

ΚΥΤΥΡΎ τΉ ΜΡΆΖΝΙ, - |ΚΟΙΤΥΡΥ| κί μοιράζουνε,

ΉΠΗΝ Άιτσ ΤΟΤ ΔέΔΑ-Μ, - είπεν έτσι τότε |деда|μου,

δΎΓΝ-ΔΑ ΤΊτσ, ΤΊΣ ΚςΆΖΝΙ!». δόγουν-τα τούτοις, τίνες αξιάζουνε!

 

ΚΌΖΜΥΣ ΌΛ ΘΑΓΜΆςΚΝΙ, κόσμος όλοι θαυμάσκουνε

ΑΝΔΥΝ ^ΜΉςΑ, ΝΤ ΛέΝΑ… εν τον Μίшα, εν τη Λένα…

…ΤΕΚ ΠΑΛΚΆΡΣ ΝΑ ΉΣΗ: …|ΤΕΚ| παλληκάρης να είσαι:

δΌΚΣΑ βΡΉςΚ ΤΟ ΣέΝΑ! δόξα βρίσκει αυτό σένα!

(Η «ΠΑΛΚΑΡΥΣΉΝ» (παλληκαροσύνη) ήταν ιδανικό και κεντρική ιδέα στην Ρωμαίικη λογοτεχνία του 19ου αιώνα, της οποίας πρωτοστάτης ήταν ο Λεόντιος Χονάχμπεης).

ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ εΝΥΆΡΗΣ - ΜΆΡΤΙΣ 1975. σελίδα 39.

 

(απο ό,τι διάβασα σε μιά βιογραφία του Λεόντιου Κυριάκοβ, το ακόλουθο έργο δέν είναι δικότου δημιούργημα, είναι ένα παλαιό σλαυικό έπος, μάλλον το πιό φημισμένο σλαυικό έπος, αποτελούμενο απο πολλά συναφή παλαιά τραγούδια – ωδές διαφόρων λαϊκών δημιουργών, που κάποιος δημιουργός αναλαμβάνοντας το ρόλο του ραψωδού τα συνένωσε. το έργο αυτό, μεγάλης σημασίας για τους σλαυικούς λαούς, ίσως να σας φανεί κάπως ξένο, έχει ωστόσο και για τους Έλληνες ενδιαφέρον, γιατί θέματου είναι οι πόλεμοι των Ορθοδόξων Ρώσων με τους Καθολικούς Πολωνούς, απο τους πολέμους εκείνους κρίθηκε άν η νεαρή τότε Ρωσία θα παρέμενε Ορθόδοξη ή θα γινόταν καθολική, με όλες τις πολιτιστικές και πολιτικές συνέπειες. Ο Λεόντιος Κυριάκοβ, χρησιμοποιώντας πάντοτε το ρυθμικό μέτρο του πρωτοτύπου, μετέφρασε το έπος στη Ρωμαίικη γλώσσα, εργασία που του πήρε πολλά χρόνια σε διάφορες χώρες όπου έζησε)

ΛΌΓΟ ΠΆΣ ΉΓΟΡ ΤΥ ΣΤΡΑΤΊιΥ

το έπος της εκστρατείας του Ίγκορ

ΖέΡ Υέβ, Τ ΑδΡέΦιΑ-Μ, ΝΑ ΠςΗΡΉΣΥΜ |ΖΑΡ| |ΟΥι|εύει, τα αδέρφια-μου, να επιχειρήσουμε

ΜΊΣ ΤΡΑΓΌδ ΝΔΑ ΛΌιΑ ΑΡςΗΖΝΆ ημείς τραγώδι εν τα λόγια αρχιζινά

ΠΆΣ βΑΧτσΊΖΚΥ ^ΉΓΟΡ ΤΥ ΣΤΡΑΤΊιΥ, πάνω εις |ΒΑhΤΣΙΖ|ικο Ίγκορ το στρατείο,

ΠΎιΥ ΑΣ ΤΑ ΦΤΊιΑ-Μ ΑιδΥΝΆ. οποίο εις τα αυτία-μου αηδονά.

καθώς φαίνεται, ταιριάζει, αδέρφιαμου,

 

ΝΑ ΤΥ ΛΈΓΥΜ ΧΡΆςΚΗΤ ΉΣΑ - ΉΣΑ, να το λέγομε χρειάσκεται ίσα ίσα,

ΑΝΔΑ ΛΌιΑ ΣΊΜΥΡ ΤΥ ΖΑΜΆΝ, εν τα λόγια σήμερο το |ΖΑΜΑΝ|,

ΜΌΝΥ Άιτσ Σ ΤΥ ΛΈΓΥΜ, ΤΊΓΛΑ ΉΤΥΝ, μόνο έτσι ας το λέγομε, τί-λογα ήτον,

ΜΊ ΤΥ ΚΆΜΥΜ Άιτσ, ιΆΝ ΤΥΝ ^ΒΟιΆΝ. μή το κάμομε έτσι οία άν τον Μπογιάν.

 

ΠΌΣ ΝΑ ΛΈΣ, ^ΒΟιΆΝΣ ΤΡΑΓΌδ ΝΑ ΠςΉΡΣΗΝ, πώς να λέεις, Μπογιάν-ης τραγώδι να επιχείρησεν,

τΉΤΥΝ ΑΣ ΑΤΌΝΑ ΉΞ βΑΡΊ, κί ήτον εις αυτόν |ίΞ| βαρύ,

ΣΊΡΚΥΝΔΥΝ ΤΥ ΝΎ-Τ ΠΣΗΛΆ ΑΧ Ν ΒέΛΚΑ, σύρετο το νού-του ψηλά εκ την |белка|

ΚΛΌςΚΙΝΔΥΝ ιΆΝ ΛΊΚΥ ΤΥ ΣΑΡΊ. κλώσκετο οία άν λύκου το |ΣΑΡΙγ| (μάλλον απο τουρκ. ΣΑΡ- =περιβάλλει, ΣΑΡΙγ= περικύκλωση).

 

ιΆΝ ΑιΤΌ, ΤΌ ΚΖέΝΙςΚΗΝ ΑΠΆΝΥ, οία άν αετό, αυτό εκβαίνισκεν επάνω,

ΠέΤΑΝΙΝ ΠΣΙΛΆ ΣΤΑ ΣΙΝΙΦΉΣ. πέτανε ψηλά στα συννεφίες.

ΣΌΝΙςΚΗΝ ΑΤΌΣ ΣΤΑ ΠεΡΑΖΜέΝΑ, σώνισκεν αυτός στα περασμένα,

ΠΉΡΝΑΜΗ ΤΡΑΓΌδ-ΠΑ ΝΑ ΠςΗΡΊΣ. πρίν να μή τραγώδι-πα να επιχειρήσει (πρίν να μή =προτού)

 

ΤΑιΦΑδΊΤΚΑ ΆΝΓΚΗβΙΝ ΧΑβΓΆιΔΑ, |ΤΑιΦΑ|δίτικα |Αγγ|ευε |QΑβΓΑ|δια,

ΠΑΡΑΠΥΝΙΤΆ ΚΗ ΗΜΒΙΡΝΆ, παραπονετά και εμπροϊνά,

ΚΙ ΠΆΣ ΠΚΆδ ΤΑ ΚΉΚΝΕΣ ΑΤΌΤ ΠέΛΝΙΝ και πάνω εις κοπάδι τα κύκνες ετότε απέλυνεν

ΤΌΣ ιΗΡΆΚιΑ δΈΚΑ ΣΑΑΤΝΆ. αυτός γεράκια δέκα |ΣΑ’ΑΤΙΝΑ|.

 

ΚΗ ΤΎ ΣΌΝΙςΚΗΝ ΤΥ ΚΉΚΝΟ1 ΠΡΌΤΥ, και τό σώνισκε το κύκνο πρώτο,

ΧΡΆςΚΗΝΔΥΝ ΤΡΑΓΌδ-ΠΑ ΝΑ ΠςΗΡΊΣ. χρειάσκετο τραγώδι-πα να επιχειρήσει.

ΚΗ ΤΥΝ ^ιΑΡΟΣΛΆβ ΤΥΝ έΡΥ ΧΛΊτσΚΑ και τον Γιαροσλάβ τον γέρο χλίουτσικα

ΝΔΥ ΤΡΑΓΌδ-Τ ΠΥΛΆ ΝΑ ΜΑΧΤΑΉΣ. εν τω τραγώδι-του πολλά να |ΜΑhΤΑ|ήσει.

1. ΚΉΚΝΟΣ - ΛεΒεΔ\.

          και όποιο έφτανε τον κύκνο πρώτο, έπρεπε και τραγούδι να αρχίσει, και τον Γιαροσλάβ τον γέρο θερμά με το τραγούδιτου πολύ να παινέψει. (για το πρώτο γεράκι που έπιανε κύκνο, ο Μπογιάν ενθουσιαζόταν και άρχιζε ένα επικό τραγούδι επαίνου, έτσι λάμβανε έμπνευση για να παινέψει με τραγούδι τον γέρο Γιαροσλάβ. αυτό που ένιωθε για το κατόρθωμα του γερακιού τον παρακινούσε να τραγουδήσει για τα κατορθώματα του Γιαροσλάβ)

 

ΤΌΣ ΜΑΧΤΆιβΗΝ ΤΥΝ ΚΑΡδΆΡ ^ΜΣΤΗΣΛΆβ-ΠΑ, αυτός |ΜΑhΤΑ|ευεν τον καρδάρη Μστισλάβ-πα,

ΠΎιΥΣ ΉΞ τΉ ΤΡΌΜΑΚΣΗΝ ΤΥ ςέΡ-Τ, οποίος |ίΞ| κί τρόμαξε το χέρι-του

ΤΥΝ ΚΑΣΌζΣΚΗ ΚΝιΆΖ\ ^ΡεΔέΛΗ ΆΓΡΑ, τον |касожски| |князь| Redeli άγρια

ΝΑ ΚΑΡΦΌΣ ΣΝ ΚΑΡδΊιΑ-Τ ΤΥ ΜΑςέΡ. να καρφώσει στην καρδία-του το μαχαίρι.

 

ΤΥΝ ^ΡΟΜΆΝ, ΤΥΝ ΚΝιΆΖ, ΤΥΝ ^ΣβιΑΤΟΣΛΆβΗΞ, τον Ρωμάν τον |князь| τον Σβιατοσλάβιч

ΠΆΝΔΑ-ΠΑ ΜΑΧΤΆιβΗΝ, τές ΞΑΡΆ! πάντα-πα |ΜΑhΤΑ|ευεν, κί έχει |ΞΑΡΕ|!

ΤΑ ΤΡΑΓΌιδΑ-Τ ςέΝΚΑ, ΝΔΥ ΑιδΌΝΥΣ, τα τραγώδια-του |ςΕγγ|ικα, εν τω αηδόνος,

ΣΤΥ ΜΗΔΆΝ ΑΚΎςΚΑΝΔΑΝ ΜΑΚΡΆ. στο |ΜΕιΔΑΝ| ακούσκανταν μακρά.

 

ΜΑ τΉ ΠέΛΝΙΝ ΤΌΣ ιΗΡΆΚιΑ δΈΚΑ, μα κί απέλυνεν αυτός γεράκια δέκα,

ΑΝΔΥ ςέΡ-Τ ΤΕΚ ΉΠΛΥΝΙΝ ΝΑ ΣΌΝ εν τω χέρι-του |ΤΕΚ| ήπλωνε να σώνει

ΠΆΣ ΤΑ ΚΌΡδΑ2 ΆΜΑ ΤΆ δΑΦΤΆΤΙΝ πάνω στα κόρδα άμα αυτά δε-αυτά-των

ΠςΉΡΑΝΑΝ ΤΡΑΓΌδ ΠΆΣ ΜεΓΑΛΌΝΣ… επιχείραναν τραγώδι πάνω εις μεγαλώνοις…

2. ΚΌΡδΑ - ΣΤΡΥΝΑ.

          μα δέν αμολούσε αυτός τα γεράκια τα δέκα, το χέριτου μόνο άπλωνε να φτάσει τις χορδές και αμέσως αυτές (οι χορδές) απο μόνεςτους άρχιζαν τραγούδι με θέμα τους άρχοντες… (δέν χρειαζόταν να αμολύσει τα δέκα κυνηγετικά γεράκιατου, ήταν αρκετό να απλώσει το χέριτου προς τις χορδές του μουσικούτου οργάνου, και πρίν ακόμη τις αγγίξει οι χορδές άρχιζαν να τραγουδούν για τους μεγάλους άρχοντες)

 

…ΜΉΣ ΝΑ ΛΈΓΥΜ ΧΡΆςΚΗΤ ΉΣΑ - ΉΣΑ, …ημείς να λέγομε χρειάσκεται ίσα – ίσα,

ΤΥ ΤΡΑΓΌδ-ΜΑΣ, ΚΣέΡΥ, ΈΝ ΠΗΚΡΌ… το τραγούδι-μας, ξέρω, ένι πικρό…

ΧΤΥΝ ^βΛΑΔΉΜΗΡ έΡΥ ΆΣ ΠςΗΡΉΣΥΜ εκ τον Владимир γέρο άς επιχειρήσουμε

ΚΙ ΌΣ ^ΉΓΟΡ ΣΌΣΥΜ ΤΥΝ τΗΡΌ. και ώς Ίγκορ σώσουμε τον καιρό.

 

ΑΧ ΠΟΛΌβτσΙΣ βΆΣΑΝΑ ΚΗ ΠΌΝιΑ, εκ Половц|ες βάσανα και πόνια,

ΌΣΥ Ές ΞΑΡΆ ΝΑ ΔΑιΑΝΈΠΣ!... όσο έχει |ΞΑΡΕ| να |ΔΑιΑΝ|εύσει!

ΣΌΡΗΠΣΗΝ ΑΦΌβΗΤΑ ΠΑΛΚΆΡιΑ, σώρευσεν αφόβητα παλληκάρια

^ΉΓΟΡΣ δΆιΝ  Ν ΔΥςΜΆΝΣ ΝΑ ΔΥΓΚΥςέΠΣ. Ίγκορ|ης διάβη εν |ΔΥςΜΑΝ|ους να |ΔΟΙCΥς|εύσει.

 

ΤΊΣ ΔζΥΝΆιΣΗΝ ΔΆΜΑ-Τ, ΌΛ-ΠΑ ΉΤΑΝ

Σ ^ΡΎΣΚΥ ΠΆΤΥ ΉΤΜ-ΠΑ ΚΗ ΤΜΑΖΜέΝ

ΝΑ ΗΝΚΉΣΝΙ, ιΌΧΣΑΜ ΠέΣ ΧΥΡΤΆΡιΑ

ΝΑ ΠΗΜέΝΝΙ ΌΛ-ΤΙΝ ΣΚΥΤΥΜέΝ!...

 

ΉΤΥΝ ^ΜΆιΣ, ΠΑΝΔΎ-ΠΑ ΧΛιΎΡΖΗΝ ΠΆΤΥΣ,

ΤΑ ΠΑΛΚΆΡιΑ δΆιΝΑΝ ΠΗΣΑΛΊΝ.

ΟΜΑΛΆ, ΚΑΡΦΆ ςΞ]ΥΠΆΧΤΙΝ ΉΛιΥΣ -

ΜΗΣΜεΡέςιΥ ΌΡΑ ΉΛιΥΣ βΖΉΝ.

 

ΚΆΝΑ δΊ ΤΌ Τ ΌΡΑ ΚΥΝΔΟΣΤΆΘΑΝ:

«ΑΠ ΚΑΛΎ, ΗΛΒεΤ, ΑΤΎΤΥ τέΝ,

ιΆ ΠΥΡΎΝ ΜΑΣ ΌΛΣ-ΠΑ ΝΑ ΣΚΥΤΌΣΥΝ,

ιΆ ΠΥΡΎΝ ΝΑ ΠΆΡΝΙ ΜΑΣ ΣΤΥ ΠΛέΝ».

 

^ΉΓΟΡΣ βέΛΚΣΗΝ ΛΌΡιΑ, ΠΆΣ ΤΥΝ ΉΛιΥ,

ΉΠΗΝ: - τέΝ ΗΣΆΠ ΝΑ ΣΑΧΝΙΦΤΎΜ,

ΈΝ ΛΑΦΡΌ ΜΗΣ ΌΛ-ΠΑ ΝΑ ΣΚΥΤΎΜΑΣ,

ΠΑΡΑ ΑΣ ΤΥ ΠΛέΝ ΜΗΣ ΝΑ δΥΧΤΎΜ!...

 

Σ ΚΆτσΥΜ ΜΊΣ, Τ ΑδΡέΦιΑ-Μ, ΌΛ ΠΑΣ Τ ΆΛΓΑ,

ΆΣ ΠεΤΆΣΥΜ, Σ ΠΆΓΥΜ ΑΣ ΤΥ ^ΔΌΝ!...

ΟΤ τΉ ΠΣΤΈβ ΤΑ ΜΆΝΔΡΗΣ ΚΗ ΤΑ ΣΜΆιδΑ,

^ΉΓΟΡΣ ΑΧ ΚΑΝΊΝΑ-ΠΑ τΗ ΜΛΌΝ.

 

- ΝΑ ΜΑΝΔΈβΥΜ τέΝ τΗΡΌ, Τ ΑδΡέΦιΑ-Μ! -

ΤΑ ΠΑΛΚΆΡιΑ, ΣΤΊΚΝΙ, ΦΚΡΎΝΝΙ ΌΛ, -

ΓΌ δΑΦΤΌΜ ΗΡέβΥ ΝΑ ΔΙΝΓΚέβΥ

ΤΥ ΚΟΠιΌ-Μ ΑΣ ΔΥςΜΑΝΊΤΚΥ ΞΌΛ.

 

ΚΗ ΑΝ ΚΆΣΜΑ3-Μ ΑΧ ΤΥ ^ΔΌΝ ΝΑΜΛΊδΚΥ

ΓΌ ΝΕΡΌ ΝΑ ΠΉΝΥ ΑβΥΡΓΌ,

ιΆ ΤΥ ΦτιΆΛ-Μ ΝΑ βΆΛΥ ΉΜΗ ΉΤΜΥΣ,

ΡΥΣΗΞΗ, ΝΔΙ ΜΆΣ ΚΗ ΔΆΜΑ ΓΌ!

3. ΚΑΣΚΑ - ςΛεΜ.

****

Ό ΒΟιΆΝ, ΑιδΌΝ ΒΑςΧΑΡΗΜέΝΥ,

ΠΗΗΤΊΣ ΝΑΜΛΊδΣ ΚΗ ΕΜΒΗΡΝΌΣ!

βΆι, ΝΑ ΉΣΝΙ ΣΉ ΖΔΑΝΌΣ ΑΤΌΡΑ,

ΚΗ ΤΡΑΓΌδ ΝΑ ΈβΓΑΛΙΣ δΑΦΤΌΣ.

 

ΣΉ ΘΑ ΆΝΓΚΗΠΣΗΣ ΤΑ ΠΑΡΑΖΜέΝΑ,

ιΆΝΔΥ ΠΛΊ ΤΥ ΝΎ-Σ ΘΑ ΚΖΈΝ ΠΣΗΛΆ.

ΤΥΝ τΗΡΌ Χ ^βΛΑΔΉΜΗΡ ΚΗ ΌΣ ^ΉΓΟΡ

ΘΑ ΜΑΧΤΆιΣΗΣ, ΚΣέΡΥ-ΤΥ, ΚΑΛΆ.

 

ΠΆΣ ΤΥΝ ^ΉΓΟΡ Άιτσ ΤΡΑΓΌδ ΘΑ ΠςΉΡΣΗΣ

ΚΗ ΘΑ ΉΠΗΣ ΤΊΤΚΑ ΛΑΧΑΡΔΈΣ:

«^ΉΓΟΡΣ ΉΤΥΝ ΜέΓΑΣ ΠΑΛΙΚΆΡΟΣ,

ΔΆΜΑ-Τ ΖΜΉΓΑΝ Χ ΌΛΑ ΤΑ ΜΑΡΈΣ.

 

ΤΑ ΚΑΡδΆΡΚΑ ΡΎΣΚΑ ΤΑ ΠΑΛΚΆΡιΑ,

ΣΗΛΥΜέΝ ΠεΤΎΝ ΑΛΥΛΙΚΈΤ! σελλωμένοι απωλελωκότες

ΚΗ ΑΤΊτσ ΣΤΑ ΚΉΚΚΑ ΤΑ ΜΗΔΆΝιΑ

ΆΝΕΜΥΣ ΤΟ τΉΦΗΡΗΝ, ΗΛΒεΤ.

 

Φ\έβΝΙ ΌΛ ΔΥςΜΆΝ, ιΆΝΔΑ ΚΥΡΌΝΙΣ,

Φ\έβΝΙ Άιτσ, ΚΑΝΊΣ ΑΤΊτσ ΜΗ ΣΌΝ.

ΚΗ ΘΑΡΎΝ ΑΤΊ ΞΑΡΆ ΝΑ ΈβΡΝΙ,

ΑΣ ΤΑ ΑβΛΆΧ, ΞΆΧ ΠΉΣΥ ΑΧ ΤΥ ^ΔΌΝ».

 

βΆι, ΝΑ ΉΣΝΙ ΣΉ ΖΔΑΝΌΣ ΑΤΌΡΑ,

ΚΗ ΤΡΑΓΌδ ΝΑ ΈβΓΑΛΙΣ δΑΦΤΌΣ!

ιΌΧΣΑΜ Άιτσ ΘΑ ΠςΉΡΣΗΣ ΝΑ ΤΡΑΓΌδΣΗΣ,

Ό ^ΒΟιΆΝ, ^βεΛέΣΗ ΑΝΙΠςΌΣ:

 

«ΤΈΚ ΔΥςΜΆΝΥ Τ ΆΛΓΑ ΦΑΝΙΡΎΝΝΙ,

ΈΡΚΝΙ ΤΆ ΚΛΕΦΤΌΝΔΑΣ ΛΌΝ Τ ^ΣΥΛΆ,

ΤΊΓΛΑ ΆΡΤΑ Τ δΌΚΣΑ ΑΣ ΤΥ ^ΚΉεβ

ΤΑ ΚΑΜΒΆΝΙΣ ΣΚΌΝΝΙ-ΤΥ ΠΣΗΛΆ.

 

ΤΑ ΛΑβΎΤΙΣ ΣΤ ^ΝΌβΓΟΡΟΔ ΛΑΛΊΓΝΙ,

ΤΥ ΑιδΌΝΖΜΥ ΠΆι, ΜΑΚΡΆ ΠΑΈΝ.

ΤΌ ΤΥ ΣΆΤ ΑΣ ΤΥ ^ΠΥΤΉβεΛ\ ΚΌΖΜΥΣ

ΝΔΑ ΣΗΜέΗΣ4 ΣΤΊΚΝΙ ΤΙΜΑΖΜΈΝ!».

4. ΣΗΜέΗΣ - ΖΝΑΜεΝΑ.

****

 

^ΉΓΟΡ ΚΝιΆΖΣ ΚΖΈΝ ΣΤ ΣΤΡΆΤΑ ΚΗ ΑΤΌΡΑ

ΦΛΆι ΤΥΝ ΑδΕΡΦΌ-Τ ΤΥΝ ^βΣεβΟΛΌΔ.

ΉΡΤΑΝΙ ΧΑΡςΎ - ΧΑΡςΎ ΚΗ ΧΆΡΑΝ.

ΉΠΗΝ ΛΌιΑ ^βΣεβΟΛΌΔΣ δΑΦΤΌΤ:

 

- ΉΣΗ ΣΉ ΤΥΚΌΜ Τ ΑδΡέΦ, Ό ^ΉΓΟΡ!

δΊΜΑΣ-ΠΑ Χ ΚΑΡδΆΡΚΥ ΤΥ ΔΑΜΆΡ.

ΣέΛΥ Τ ΆΛΓΑ-Σ ΣΉ. ΤΑΚΆΜ ΈΝ ΉΤΜΑ,

ΣΜΆ ΣΤΥ ^ΚΥΡΣΚ ΤΊ ΦΛΆΓΝΙ ΤΟ ΧΑΠΆΡ.

 

ΤΑ ΠΑΛΚΆΡιΑ-ΜΥ ^ΚΥΡιΆΝε

ΣΤΥ ΔΥΓΚΎς ΗΝΊΘΑΝ,

ΠΚΆΣ ΤΑ ΚΆΣΚΗΣ ΤΊ ΜεΓΆΛΝΑΝ,

ΝΔΥ ΚΟΠιΌ ΦΑΉΘΑΝ. copiae στρατεύματα

 

ΑΣ ΑΤΊτσ ΤΑ ΣΤΡΆΤΙΣ ΌΛΑ

ΈΝ ΑΓΝΥΡΗΣΜίΈΝΑ,

ΣΤΥ ΣΤΡΑΤΊιΥ ΝΑ ΔζΥΝΈβΝΙ

ΌΛΑ ΈΝ ΤΜΑΖΜέΝΑ.

 

ΈΝ ΤΑ βέΛΙΣ-ΤΙΝ5 ΤΑΝΖΜέΝΑ,

ΞΆΧ ΑΤΆ ςΥΡΉΖΝΙ.

ΤΑ ΚΟΝΞΆΝιΑ-ΤΙΝ ΤΜΑΖΜέΝΑ,

ΧΤΑ ΜΑΚΡΆ ιΑΛΊΖΝΙ!

5. βέΛΙΣ - ΣΤΡέΛΑ.

 

ΤΑ ΣΠΑΘΊιΑ-ΤΙΝ ιΑΛΣΤΡΎτσΚΑ -

ΚΑΦΤΙΡιΆ ΞΑΛΓΎιδΑ!

ΉΝΝΙ ΉΤΜ ΝΑ ΔΥΓΡΑΈβΝΙ

ΔΥςΜΑΝΊ ΤΑ ΣΤΎιδΑ!

 

ιΆΝΔΑ ΛΊΚΣ ΑΤΊ ΠΡΑΤΎΝΙ,

ΣΤΥ ΔζΥΝΆιΜΥ ΤΜΆΣΤΑΝ

Σ ΤΥΝ δΑΦΤΌ-ΤΙΝ ΣΆΝ ΧΑΔΡΈβΝΙ,

δΌΚΣΑ ΑΣ ΤΥΝ ΚΝιΆΖ\-ΤΙΝ!

****

 

ΠΆΣ Τ ΖΑΝΓΚΥ ΦΛιΥΡΉΤΚΥ ^ΉΓΟΡΣ ΠΆΤΣΗΝ,

ΚΗ ΤΌ ΤΝ ΌΡΑ βΡέΘΙΝ ΠέΣ ΤΥ ΞΌΛ.

ΤΌΣ ΦΤΙΡΝΊΖ ΚΗ ΠΆι ΞΆΧ ΈΜΒΡΥ - ΈΜΒΡΥ,

ΝΔΥ ΗςΤΆΧ ΑΠΉΣΥ-Τ ΠΆΓΝΙ ΌΛ.

 

ΑΠ ΚΑΛΎ ΤΟ ΉΛιΥΣ τΉ ςΞ]ΥΠΆΧΤΙΝ,

ΚΗ ΣΚΥΤΊΝΣΗΝ ΜέΡΑ ΜΗΣΜεΡΉ,

ΝΔΑ ΔζΥΝΆιΣΗΝ ^ΉΓΟΡΣ ΣΤΥ ΣΤΡΑΤΊιΥ.

ΤΊ ΤΥΝ ΦΛΆι? ΝΑ ΠΆΘ ΤΟΣ ΤΊ ΠΥΡΊ?...

 

ΝΊΧΤΑ. ΣΤΡΆΦΤ. ΤΑ ΛΊΚΣ, ΤΑ ΠΛΊιΑ ΓΝΈΦΣΑΝ,

ΠΆΣ δΕΝΔΡΎ Ν ΚΥΛΦΉ ΤΥ ^ΔΉβ-ΠΑ ΧΛΊΖ.

δΎι ΧΑΠΆΡ ΑΤΌ δΑΦΤΎ-Τ ΤΥΝ ΚΌΖΜΥ

ΚΗ ΚΑΛΌ ΤΥΝ ^ΉΓΟΡ τΉ ΥΡΊΖ.

 

δΎι ΧΑΠΆΡ ΔΥςΜΆΝΣ - ΠΟΛΌβτσΙΣ ΌΛΣ-ΠΑ,

ΝΑΜΗ ΉΝΝΙ ΤΙ ΣΑΓΗΡ, ΑΎς: κουφοί, άωτοι.

ΈΜ ^ΠΟΜΌΡτσΙΣ, ΈΜ ^ΠΟΣΎΛ\τσΙΣ, ΈΜ ^ΣΥΡΌζτσΙΣ,

ΈΜ ^ΤΜΥΤΟΡΟΚΆΝΣΚΗ ΧΑΡΑΧΎς.

 

ΑΤΌ ΤΝ ΌΡΑ ΌΛ ΔΥςΜΆΝ ΔζΥΝΆιΣΑΝ,

ΝΑ βΡΗΘΎΝΙ ΣΜΆ ΣΤΥ ^ΔΌΝ ΚΑΡΦΆ…

ΤΡΉΖΝΙ ΤΑ ΔΥΡΎΜιΑ-ΤΙΝ ςΑΛΤΆΧΚΑ,

ΝΊΧΤΑΣ ΤΥ ΤΙΝΞΛΊΧ ΠςΗΡΆ ΓΝΕΦΆ.

 

Ν ΑΝΓΚΑΛΊΣΝΙ ^ΉΓΟΡ ΤΑ ΠΑΛΚΆΡιΑ, περικυκλώσουνε

ΈΝΑ ΝΎΝΖΜΥ ΈΧΝΙ ΤΈΚ ΔΥςΜΆΝ.

ΑΧ ΑΤΌ-ΠΑ ΔΡΈΧΝΙ ΛΊΓΥΣ ΧΌΡΖΜΥ,

ΣΚΌΤΙΝ ΠΎΧΝΑ, ΣΤΊΚΗΤ ΤΌΣ - ΤΥΜΆΝ. ΠΎΧΝΑ πύκνα με επιρροή puш

 

ΚΗ ΤΑ ΠΛΊιΑ ΤΆ-ΠΑ ΆΡΤΑ ςέΡΝΙ,

ΦΤΙΡΑΚΎΝ ΣΤΥ ΌΡΥΣ ΣΜΆ - ΜΑΚΡΆ,

ΚΗ ΤΑ ΛΊΚΣ ΓΝΕΦΎΝ ΤΑ ΝΑ ΠΑΈΝΝΙ

ΝΑ τσΝΑΉΣΝΙ ΣΤΎιδΑ ΑΝ Τ ΧΑΡΆ.

 

ΚΗ ΤΑ ΑΛΙΠΎιδΑ ΤΆ-ΠΑ ΚΛΌςΚΝΙ,

ΛΆΖΝΙ ΠΆΣ ΤΑ ςΞ]ΉΤιΑ ΆΜΑ ΛΊΚΣ.

ΆΓΡΥ ΝΊΧΤΑ, ΌΡΑ ΑΓΥΛΊδΚΥ…

ΜΑ ΤΥΝ ^ΉΓΟΡ ΤΊΣ ΠΥΡΊ ΝΑ ΣΤΊΚΣ?

 

ΧΤΑ ΠΑΛΚΆΡιΑ-Τ ΈΜΒΡΥ ΠΆι ΚΑΡδΆΡΚΑ,

ΈΝΑ ΝΎΝΖΜΥ Ές ΚΗ ΈΝΑ ΠΣΤΈβ:

ΝΑ ΗΝΚΉΣ ΔΥςΜΆΝΣ βΑΡΊ ΆΝ ΈΝ-ΠΑ,

ΆΡΤΑ ΣΜΆ ΣΤΥ ^ΔΌΝ ΤΟΣ ΔζΥιΥΧΛΈβ.

 

Ό ^ΡΎΣΚΑ ΞΌΛιΑ!

ΣΗΣ ΠέΜΝΙΤΙ ΜΑΚΡΆ!...

 

Τ ΝΊΧΤΑ ΆΚΡΑ τές… ΧΤΥ ΣΉΡΤ ΑΠΉΣΥ,

ΠςΉΡΣΗΝ ΦΥΣΑΡΆιΣΗΝ ΥΡΑΝΌΣ,

ΠΎ ΞΗΞΆΚιΑ ΠΆΝΥ ΠΛΎΜΖΗΝ ΉΛιΥΣ,

ΌΣ ΝΑ ΔΌΚ ΚΑΛΆ ΠΗΡΝΈςΥ ΦΌΣ.

 

ΈΠΗΣΗΝ, ΗΠΛΌΘΙΝ ΠΆΣ ΤΥΝ ΠΆΤΥ,

ΕΜΥΧΛΑΣ, ΘΑΡΊΣ-ΚΗ, ΣΠΡΎτσΚΥ ΖΔΌΝ.

ΤΑ ΚΥΡΌΝΙΣ ΓΝΈΦΣΑΝ, ΦΤΙΡΑΚΎΝΝΙ,

ΣΌΠΑΣΗΝ ΣΤΥ ΌΡΥΣ ΤΥ ΑιδΌΝ\6. 6. ΑιδΌΝ – ΣΟΛΟβει.

 

ΤΑ ΠΑΛΚΆΡιΑ ^ΡΎΣΚΑ ΑΤΌ Τ ΌΡΑ,

ΑΝΔΑ ςΞ]ΉΤιΑ ΈΖΥΣΑΝ ΤΥ ΞΌΛ,

ΤΥΝ ΔΥςΜΆΝΥ ΉΞ-ΠΑ τΉ ΦΥβΎΝΙ,

ΝΑ ΠιΑΣΤΎΝ ΚΑΡδΆΡΚΑ ΤΜΆΣΤΑΝ ΌΛ.

 

ΤΊΓΛΑ ΠΆΝΔΑ, ΣΉΜΥΡ-ΠΑ, ΑΤΌΡΑ,

ΌΛ-ΤΙΝ-ΠΑ ΤΊ ΉΤΑΝΙ ΤΜΑΖΜέΝ,

ΣΤΥΝ δΑΦΤΌ-ΤΙΝ ΣΆΝ ΝΑ ΧΑΖΑΝΈΠΣΝΙ,

ΑΣ ΤΥΝ ΚΝιΆΖ\-ΤΙΝ, δΌΚΣΑ ΠΆΛ ΝΑ ΈΝ.

****

 

ΚΗ Τ Αβ\Ή, Ν ΠΑΡΑςΞ]ΗβΉ ΤΝΙ ΜέΡΑ

ΉΡΤΑΝΙ ΧΑΡςΎ ΑΝ ΠΟΛΟβΞΆΝΣ.

ΠςΉΡΣΑΝ ΔΌΧΤΑΝ ΆΓΡΑ ΚΗ ΚΑΡδΆΡΚΑ,

ΈΚΑΜΑΝΙ ΤΆΠΤΑΧΗΡ ΔΥςΜΆΝΣ.

 

ΧΑΜΑΛΆιΣΑΝ ΌΜΥΡΦΑ ΚΥΡΊΞΑ,

ΓεΚΣΑΜΉΤιΑ, ΠΑβΟΛΟΚ, ΦΛιΥΡΊ,

ΑΚΗΡβΆ ΚΑΖΉιΑ ΚΗ ΠΥςΎιδΑ.

ΤΊΣ ΑΤΊτσ ΝΑ ΈβΡ ΜΑΑΝΆ ΠΥΡΊ?

 

ιΆΝΔΑ ΠΛΊιΑ ΠέΤΑΝΑΝ ΛΑΦΡΎτσΚΑ,

ΣΤΊΚΜΥ, ΚΆτσΜΥ τΉΧΑΝ ΌΣ ΑΡΓΌΣ,

ΣΤΡΆΤΙΣ ΑΧ ΤΑ ςέιΑ ΔΥςΜΑΝΊΤΚΑ

ΣΤΡΌΝΙΣςΚΑΝ, ΠΥ ΉΤΥΝΙ ΠΗΛΌΣ. τους δρόμους με τα ρούχα των εχθρών έστρωναν, εκεί όπου ήταν λάσπη

 

Α ΔΥςΜΆΝ, ΖΔΑΝΊ ΤΊΣ ΠέΣΝΑΝ <ΠέΜΝΑΝ>, ΈΦΧΑΝ

ΠΆΛ ΣΤΥ ^ΔΌΝ ΜΑΡέιΑ ιΥΡΥΧΤΆ.

^ΉΓΟΡΣ ΑΧ ΤΑ ΒΌΛΚΑ ΤΑ ΤΡΟΦέΗΣ,

ΤΊΠΥΤ-ΠΑ τΉ ΠΉΡΙΝ ΑΧ ΑΤΆ.

 

ΤΈΚ Τ ΣΗΜέιΑ ΚΌΤ\ΝΥ ΠΟΛΟβέτσΚΗ,

ΌΛΥ ΧΆΝ Τ ΣΑΝΓΚΆΡΑ: ΤΥ ΚΟΠιΌ-Τ,

Ν ΞΌΛΚΑ ΚΌΤ\ΝΥ, ΤΥ ΒΑΡιΆΧ-ΤΥ ΣΠΡΎτσΚΥ,

ΦΉΚΗΝ-ΔΑ ΚΝιΆΖ\Σ ^ΉΓΟΡΣ ΤΥΝ δΑΦΤΌ-Τ.

****

 

ΠέΣ ΤΥ ΚΉΚΚΥ ΞΌΛ, ΠέΣ ΤΑ ΧΥΡΤΆΡιΑ,

ΚΑΘΙΤΆ, ΚΑΜΒΌΣ-ΤΙΝ ΗΠΛΥΜέΝ,

ΝΊΣΤΑΖΗΝ ^ΟΛέΓ ΚΑΡδΆΡΚΥ έΝΥΣ.

Τ\ΜΆΣΗ ΖέΡ, ΠΑΝΔΎ ΝΔΑ ΉΝΝΙ ΚΣέΝ?!

 

ΜΑ ΑΤΊ ΚΑΝΊΝΑ τΉ ΦΥβΎΝΝΙ:

ΝΈ Τ ιΗΡΆΚ7 ΚΗ ΝΈ ΤΥ τσΗΡΙΛΊ,

ΝΈ ΤΥ ΜΑβΡΥΧΆΡΑΓΥ Ν ΚΥΡΌΝΑ -

ΠΟΛΟβέτσΚΗ ΆΓΡΥ ΚΉΚΚΥ ΠΛΊ.

7. ιΗΡΆΚ - ΣΟΚΌΛ.

 

ΠέΣ ΤΥ ΞΌΛ ΝΔΑ ΆΓΡΑ ΤΑ ΗβΛΆτιΑ,

ιΆΝΔΥ ΛΊΚΥ ^ΓΖΆΚΣ ΧΑΔΡΈβ, ΠΑΈΝ,

ΑΣ ΤΥ ^ΔΌΝ ΜΑΡέιΑ ΑΝΔΥΝ ΚΌΖΜΥ-Τ

ΚΗ ^ΚΟΝΞΆΚΣ ΑΠΠΉΣΥ-Τ τΉ ΠΗΜέΝ.

 

δΌ ΝΑ ΚΑΤΑΣΌΣΝΙ ΤΊ ΗΡΈβΝΙ,

ΠΥ ΚΥΤΈβ ΖεΣΤΆ ΤΥ ΧΥΝΥςΜΆ,

ΚΗ ΝΔΥΝ ^ΉΓΟΡ ΒέΚΚΑ ΝΑ ΠιΑΣΤΎΝΙ.

ΆΡΤΑ ΦΆΝΑΝ, ΆΡΤΑ ΉΝΝΙ ΣΜΆ…

****

 

ΚΗ Τ Αβ\Ή ΓΥΡΓΆ ΑΣ Τ ΆΛΥ Τ ΜέΡΑ,

ΆΓΡΗΠΣΗΝ τΗΡΌΣ. ΚΥΤ\ΝιΆδΑ ΚΖέΝ.

ΚΌΤ\ΝΙΣΗΝ ΤΥ ΣΉΡΤ ΧΤΥ έΜΑ ΚΌΤ\ΝΥ - απο το αίμα πιό κόκκινο

ΣΜΆδ ΠΥΛΆ ΚΑΛΌ, ΗΛΒΈΤ, ΤΌ τέΝ.

 

ΧΤΥ ιΑΛΌ ΜΑΡέιΑ ΚΗ ΧΤΑ ΞΌΛιΑ,

ΣΚΌΘΑΝ ΠΆΝΥ ΜΆβΡΑ ΣΗΝεΦΉΣ.

ΚΗ ΤΑ ΉΛ\Σ ΤΑ ΤΈΣΗΡΑ ΚΑΡδΆΡΚΑ έλεγες? σημεία του ορίζοντα? eel

ΝΑ ΣΞ]ΥΠΆΣΝΙ ΉΡΗβΑΝ, ΘΑΡΉΣ.

 

ΆΓΡΥ ΣΚΌΘΙΝ ΜΆβΡΥ ΣΗΝεΦΉιΑ,

ΣΤΡΆΦΤ, βΡΥΝΔΆ, ΑΞΉΧΚΑ ΠςΉΡΣΗΝ βΡές.

ΜιΆΖ ΝΑ ΝΊςΚΗΤ ΔΌΣΜΥ ΑδΌ ΜέΓΑ,

ΤΙΜΑΣΤΈΤ, ΠΑΛΚΆΡιΑ, ΣΤΥ ΚΥΡές! cyreш =πάλη.

 

ΣΜΆ Σ ΠΥΤΆΜ ^ΚΑιΆΛ, ΣΜΆ Σ ^ΔΌΝ ΝΑΜΛΊδΚΥ,

ιΆΝ Τ βΡΥςΉ ΤΑ ΣΤΡΈΛΙΣ ΝΑ ΠεΤΎΝ.

ΤΑ ΣΠΑΘΊιΑ ΠΆΣ ΔΥςΜΆΝ ΤΑ ΚΆΣΚΗΣ

ΧΤΥ ΠΚΑΝΖΜΌ ΤΙΚΜΉΛ ΑΣ ΤΥΒΥΧιΎΝ. tekmil

 

Ό ^ΡΎΣΚΑ ΞΌΛιΑ!

ΣΉΣ ΠέΜΝΙΤΙ ΜΑΚΡΆ!

****

δακτυλικό μέτρο

ΆΝΙΜΥΣ ΦΣΆ ΑΓΥΛΊδΚΑ,

ΣΤΡέΛΙΣ ςΥΡΉΖΝΙ, ΠεΤΎΝ…

ΈΡΚΝΙ ^ΣΤΡΗΒΌΖ\Η Τ ΑΝΈΠςΑ,

Τ ΆΛΓΑ-ΤΙΝ ΦΆΝΑΝ, ΧΡΥΜΤΎΝ. χρεμετούν

 

ΠΎΧΝΑ ςΚΡΌ ΣΚΌΘΙΝ ΑΠΆΝΥ, σκιερό

ΞΆΧ ΤΥ ΠΥΤΆΜ-ΠΑ ΘΙΛΌΝ.

ΈΡΚΝΙ ΤΙ ΠΚΆιδΑ ΚΗ ΠΚΆιδΑ, κοπάδια

ΈΜ ΧΤΥ ιΑΛΌ, ΈΜ ΧΤΥ ^ΔΌΝ.

 

^ΡΎΣ ΑΧ ΔΥςΜΆΝΣ ΉΞ τΗ ΚΣΠΆΧΤΑΝ,

ΚΣέβΑΝ ΧΑΡςΎ-ΤΙΝ ΣΑΑΤΝΆ.

ΖΌΧΤΑΝ ΝΔΑ ΚΌΤ\ΝΑ ΤΑ ΣΞ]ΉΤιΑ,

ΣΤΆΘΑΝ ΚΑΡδΆΡΚΑ ΣΜΆ - ΣΜΆ.

****

 

^βΣεβΟΛΌΔ, ΚΑΡΔΑΡΣ ΣΗ ΚΗ ΝΑΜΛΊδΣ-ΠΑ!

ΣΜΆ-Σ ΚΑΝΊΝΑ ΉΞ-ΠΑ τΉ ΠΗΛΊΣ!

ΒέΚΚΑ ΣΉΡΝΣ ΤΑ βέΛΙΣ ΠΆΣ ΠΟΛΌβτσΙΣ,

ΣΉ ΔΥςΜΆΝΣ ΑΦΌβΗΤΑ ΠΚΑΝΊΣΣ.

 

^βΣεβΟΛΌΔ, ΣΗ ΆΜΑ ΠΎ τιΆΝ ΠΆιΣ-ΠΑ,

ΝΔΥ ΦΛιΥΡΉΤΚΥ-Σ Ν ΚΆΣΚΑ ΦΥΣΗΡΌ,

ΠέΦΤΝΙ ΣΜΆ-Σ ΔΥςΜΆΝ, ιΆΝΔΑ δΙΜΆΤιΑ,

ΑΧ ΤΥΚΌ-Σ ΣΠΑΘΊ ΤΥ ΚΑΦΤΙΡΌ.

 

ΠΆΣ δΑΦΤΎ-Τ ΤΑ ΠΌΝιΑ, ΤΑ ΗΡΆιδΑ,

ΖέΡ ΑΤΌΣ τΗΡΌ Ές ΝΑ ΝΥΝΊΣ?

ΤΊΣ τΗ Χ\έβ ΤΥ ΖΉΣΜΥ-Τ, ΠΚΑΝΙςΚΆΤΙ,

Ές ΣΤΥ ΝΎ-Τ ΤΈΚ ΜΌΝΥ ΝΑ ΗΝΚΉΣ.

 

ΤΊΣ ΖΜΥΝΆ, ΝΔΑ ΠιΆςΚΗΤ ΝΔΥΝ ΔΥςΜΆΝΥ,

ΟΤ ΠΥΡΊ δΑΦΤΌ-Τ-ΠΑ δΌ ΝΑ ΠέΣ…

ΤΊΣ ΖΜΥΝΆ ΚΗ ΤΆΤΑ-Τ ΤΥ ΗςΉιΥ -

ΚΡΑΤΙΚΟ ^ΞεΡΝΗΓΟβΣΚΗ ΤΡΑΠέΖ.

 

ΤΊΣ ΖΜΥΝΆ ΚΗ Τ ^ΓΛέΒΟβΝΑ-Τ ΤΌ ΤΝ ΌΡΑ,

ΑΝΔΑ ΠιΆςΚΗΤ, ΚΡΎΧΚΗΤ ΑΝ ΔΥςΜΆΝΣ.

ΚΛΈ ΗΝΈΚΑ-Τ, ΝΊΦΚΗΤ ΠέΣ ΤΥ δΆΚΡΥ,

ΦΛΆι-ΤΥΝ ΝΑ ΗΡΉΣ ΠΥΛΆ ΖΑΜΆΝ.

**** σελίδα47

 

ΑΧ Τ ΑβιΉ ΚΗ ΌΛΥ Τ ΜέΡΑ,

ΑΧ ΑΦΤΆΜΑΣ, ΠΆΛ ΟΣ ΤΥΝ ΠΗΡΝΌ |ΑΧΣΑΜ|

ΠΆΣ ΤΑ ΚΆΣΚΗΣ ΧΠΎΝΙ ΤΑ ΣΠΑΘΊιΑ,

ΤΆ ΞΑΧέβΝΙ, βΓΆΛΝΙ ΞΆΧ ΚΑΠΝΌ.

 

ΤΆ ΤΙΚΜΉΛ ΧΑΛΆΘΑΝ ΑΧΤΥ ΠΚΆΝΖΜΥ,

ΚΗ ΤΑ ΠΉΚΗΣ ΤΆ-ΠΑ ΞΆΧ ΑΛΓΎΝ,

ΛΊΓΥΣ ΆΚΡΑ βέΛΙΣ–ΠΑ ςΥΡΉΖΝΙ,

Τ ΆΛΓΑ ΆΓΡΑ β\ΉΖΝΙ ΚΗ ΧΡΥΜΤΎΝ.

 

ΠέΣ ΤΑ ΚΉΚΚΑ ΞΌΛιΑ ΚΣεΝΥΜέΝΑ

ΣΤΥ ιΑΡΔΙΜ ΖΒΥδΆΖΝΙ τιΆΛ ΔΥςΜΆΝ.

ΤΈΝΑ ΝΔΆΛΥ ΉΞ ΑΤΊ τΉ Χ\έβΝΙ,

ΚΌΠΗΝ ΛΌΡιΑ ΌΛΥ ΤΌΣ-ΤΥΜΆΝ…

 

ΜΆβΡΥ ΠΆΤΥΣ ΣΠΆΡΤΙΝ ΝΔΑ ΚΥΡΜΉιΑ,

ΚΗ ΠΥΤΊΣΤΙΝ έΜΑ δΌ ΤΥ ΞΌΛ.

ΉΧΑΝ ΜΆβΡΥ ΜέΡΑ ΜέΓΑ ΠΉΚΡΑ

ΑΣ ΤΥ ^ΡΎΣΚΥ ΠΆΤΥ ΚΌΖΜΥΣ ΌΛ.

****

 

ΤΊ ΈΝ ΤΥ ΈΡΚΗΤ ΑΣ ΤΑ ΦΤΊιΑ-Μ?

ΧΤΥ ΣΉΡΤ ΑΠΉΣΥ ΚΆΤ ΔΥβΛΈβ.

ΤΟ ^ΉΓΟΡ ΚΝ\ιΆΖΣ ΑΡΑΛΑιΜέΝΥΣ

ΤΥΝ ΚΌΖΜΥ-Τ ΝΑ ΗΡΉΣ ΗΡέβ.

 

ΚΗ ΝΑ ΠιΑΣΤΎΝΙ, τιΆΛΥ, τιΆΛΥ.

ΞΆΧ ΈΜΒΡΥ ^ΉΓΟΡΣ ΠΆι δΑΦΤΌΤ,

ΤΌΣ δΙΝΑΤΆ ΈΜ Χ\έβ, ΈΜ ΝιΆςΚΗΤ,

ΤΥΝ ΑδΕΡΦΌ-Τ ΤΥΝ ^βΖεβΟΛΌΔ.

 

ΠΚΑΝΊΣΤΑΝ ΜέΡΑ ΤΊ ΚΗ δΊιΑ, κοπανίσθαν μέρα αυτοί και δύα

ΔΥςΜΆΝΥΣ ΉΝΗς ΑΓΑΛΊΧ, ΔΥςΜΆΝος ενείχε / γίνισκε ΑΓΑΛΙQ

ΚΗ ΜΗΣΜεΡΊ ΣΤΥ ΤΡΊΤΙ Τ ΜέΡΑ

ΝΔΥΝ ^ΉΓΟΡ ΠέΜΝΑΝ ΆΛιΑΧ ΛΊΓ.

 

ΚΗ Άιτσ-ΠΑ βΖΉΓΑΝ δΊιΑ ΆΣΤΡΗΣ,

ΧΤΥ ΔΌΣΜΥ ΉΝΔΑΝ ΜεΘΙΖΜέΝ,

ΚΗ ΣΜΆ ΣΤ ^ΚΑιΆΛ ΤΥ ΥΓΥΡΣΎΖΚΥ

ΚΑΤΈβΑΝ δΊ-ΤΙΝ ΠΆ ΣΤΥ ΠΛέΝ.

 

ΜΑ ΡΎΣ – ΚΑΡδΆΡ ΠΟΛΌβτσΙΣ ΒΌΛΚΥ

ΧΤΥ έΜΑ ΧΌΡΤΑΣΑΝτσ ΚΡΑΣΉ,

δΑΦΤΊ-ΤΙΝ ΈΠΗΣΑΝ ΣΚΥΤΌΘΑΝ,

ΤΥ ^ΡΎΣΚΥ ΠΆΤΥ ΤΈΚ ΝΑ ΖΉ!

 

ΑΧ ΤΑ ΑΝΆΝτιΑ ΞΆΧ ΜΑΡΆΘΑΝ

ΑτΉ ΧΥΡΤΆΡιΑ ΤΡΗΦΗΡΆ,

ΑΧ ΤΥ βΑΡΊ ΚΑιΜΌ ΧΑΜέΛΝΑΝ –

ΑΛΊΓΣΑΝ ΚΆΤΥ ΤΑ δΕΝΔΡΆ.

****

 

ΈΠΗΣΗΝ ΣΚΥΤΊΝΣ ΣΤΥ ΤΡΊΤΙ Τ ΜέΡΑ –

ΉΝΔΥΝΙ ΣΚΥΤΊΝΣ ΒΗΡΔΈΝ ΑΤΌΤ…

βΖΉΧΤΑΝ δΊιΑ ΉΛ\Σ – ΞΗΡΆΧιΑ δΊιΑ –

δΊ ΑΦΌβΗΤ - ^ΉΓΟΡΣ, ^βΣεβΟΛΌΔΣ.

 

ΑΝ Τ ΑΤΊτσ ΚΗ ΔΆΜΑ ΤΌ ΤΝΙ ΜέΡΑ,

βΖΉΧΤΑΝΙ τιΥΝΎΡιΑ δΊιΑ ΦέΝΚΣ:

ΚΝιΆΖ ιΑςΎτσΚ - ^ΟΛέΓΣ ΚΗ ^ΣβιΑΤΟΣΛΆβΗΣ…

ΤΡΑΓΥδΎΝ ΔΥςΜΆΝ, ΑΤΌΣΥ ςέΝΚ!...

 

ΠέΣ ΤΥ ^ΡΎΣ\ ςΞ]ΥΠΆΧΤΙΝ - βΖΉΧΤΙΝ ΉΛιΥΣ,

ΤΥςΝΙΜέΝΑ ΚΌΖΜΥΣ ΌΛ ΠΡΑΤΎΝ.

Ά ΠΟΛΌβτσΙ, ιΆΝΔΑ ΠΥΡδΥΚΆΤΙΣ, πάρδο-κάτες =λεοπαρδάλεις

ΑΞΥβΛΊδΚΑ δΆΚΝΙ ΚΗ ΤΡΑβΎΝ.

 

ΚΗ ΔΡΥΠΉΣ-ΠΑ ΈΠΗΣΗΝ ΠΆΣ Τ δΌΚΣΑ,

ΑΧ Τ ΑΝΆΝτιΑ ΧΆΘΙΝ ΤΥ ΡΑΤΛΊΧ.

ΚΗ ΤΥ ΔΉβ ΧΥΛΔΆιΣΗΝ ΠΆΣ ΤΥΝ ΠΆΤΥ, (γύπας;)

ΖΜΌΝΣΑΝ ΚΌΖΜΥΣ ΌΛ-ΠΑ ΤΥ ςΗΝΚΛΊΧ.

****

 

ΚΗ ΤΑ ΓΌΤΣΚΗ ΤΑ ΚΥΡΊΞΑ

ΣΜΑ Σ ιΑΛΌ ΤΥ ζΑΝΓΚΑΡΊ, γαλάζια

ΤΡΑΓΥδΎΝΙ ςέΝΚΑ, ςέΡΝΙ,

ΑΝΔΥ ^ΡΎΣΚΥ ΤΥ ΦΛιΥΡΊ.

 

ΚΗ ΟΤ ΉΝΚΣΑΝΙ ΠΟΛΌβτσΙ,

ΆΛιΑΧ ΈΧΝΔΥ ΤΙ ΗΛβΆΝ.

ΤΥΝ τΗΡΌ ΜΑΧΤΑΈβΝΙ ^ΒΎςΟβ,

ςέΡΝΙ ΑΝ ΤΥΝ ^ςΑΡΥΚΆΝ.

 

ΑΣ ΤΙ ΜΆΣ, Σ ΤΥΚΌΜΑΣ ΠΆΤΥ,

ΜΆβΡΥ ΉΡΤΙΝΙ ιΥΡΤΊ.

ΝΑ ΧΑΡΎΜ, ΖέΡ ΣΉΜΥΡ ΈΧΥΜ,

ΜΊΣ, Τ ΑδΡέΦιΑ-Μ, ΑΝΔΥ ΤΊ?

****

 

ΉΡΤΑΝ, ΈΣΥΣΑΝ βΑΡΈιΑ ΧΡΌΝιΑ…

Ό Τ ΑδΡέΦιΑ-Μ! ^ΉΓΟΡΣ ΆΡΤΑ τέΝ…

ΑΣ ΤΥ ΚΉΚΚΥ ΞΌΛ, ΠέΣ ΤΑ ΧΥΡΤΆΡιΑ

ΤΑ ΠΑΛΚΆΡιΑ-Τ ΠέΦΤΝΙ ΣΚΥΤΥΜέΝ.

 

ΚΗ, ΘΑΡΙΣ, ΑΠΆΝΥ-ΤΙΝ ΚΖεΝ, ΚΛΌςΚΗΤ

ΤΥ βΑΡΊ, ΠΗΚΡΌ ΧΥΡΛΑΝΙΜΌ.

ΤΌ Τ ΑΓΎ ΚΥΡΊτσ, ΘΑΡΊΣ-ΚΗ ΚΛΌΣΤΙΝ,

ΚΗ Ές ΜέΓΑ βΆΡΥΣ ΧΤΥΝ ΚΑιΜΌ.

 

ΧΆΛΙ ΚΉΚΝΟΣ ΣΚΌΝ-ΔΑ ΤΑ ΧΑΝΆΤιΑ-τσ

ΣΜΆ ΣΤΥ ^ΔΌΝ, ΣΜΆ Σ ζΑΝΓΚΑΡΊ ιΑΛΌ,

δΎι ΧΑΠΆΡ ΑΣ ^ΡΎΣΣ, ΤΙΚΜΉΛ ΟΤ ΧΆΘΙΝ,

ΑΣ ΑΤΊτσ ΤΥ ΖΉΣΜΥ ΤΥ ΚΑΛΌ.

 

ΠέΡΑΣΑΝ ΤΑ ΧΡΌΝιΑ ΤΑ ΦΛιΥΡΊΤΚΑ.

ΝΑ ΤΑ βΡΊςΚΣ ΤΆ ΤΌΡΑ τέΝ ΧΥΛΆι.

ΠΆΣ ΔΥςΜΆΝΣ τΉ ΣΚΎΝΝΙ, τΉ ΧΥΛΔΈβΝΙ,

ΜΑ Τ ΑδΡέΦ ΣΤ ΑδΡέΦ ΧΑΡςΎ ΤΕΚ ΠΆι.

 

Τ ΑΛΑΧΑΡΔΊ ΤΥ ΜΚΎτσΚΥ ΚΆΜ-ΔΥ ΜέΓΑ.

ΚΆΘΑ ΉΣ ΔΡΑΝΆ ΝΑ ΚΆΜ ΧΑΡΆΜ.

ΚΗ Τ ΑδΡέΦιΑ ΛΈΓΝΙ ΉΣ ΤΥΝ ΆΛΥ:

«ΈΜ ΑΤΆ, ΈΜ ΤΎΤΑ ΈΝ ΤΑΚΆΜ!».

 

Α ΔΥςΜΆΝ ΧΥΛΔΈβΝΙ ΚΗ ΧΥΛΔΈβΝΙ.

ΠέΣ ΤΥ ^ΡΎΣ\ ΤΊ ΚΆΜΝΙ ΝΑΚΑΤΊΣ.

…^ΉΓΟΡ, ΑΝΑΚΆΤΥΣΗΣ ΠΟΛΌβτσΙΣ,

ΧΑςΥΜΉΤΚΑ ΉΝΔΑΝΙ ΤΑ δΛΊΣ!...

****

 

βΆι, ΜΑΚΡΆ ΣΗ δΆιΣ ΝΔΥΝ ΚΌΣΜΥ-Σ, ^ΉΓΟΡ,

ΠέΣ ΤΥ ΞΌΛ ΠΟΛΌβτσεΣ ΝΑ ΠΚΑΝΊΣΣ!

ΆΓΡΥ ΌΡΑ ΉΡΤΙΝ ΑΣ ΤΙ ΣέΝΑ,

ΖέΡ Τ\ΘΑ ΈΡΤ τΗΡΌΣ ΣΗ ΝΑ ΗΡΉΣ?!

 

ΜΉιΑ τιΆΛΥ ΠΆΣ ΤΥ ΠδΆΡ ΖέΡ βΆΛΣ-ΤΑ,

ΤΑ ΚΑΡδΆΡΚΑ ^ΉΓΟΡ ΤΑ ΠΑΛΚΆΡιΑ?

ΑΣ ΤΥ ^ΡΎΣ\ ΚΑΜΉιΑ ΚΌΜΑ τΉΤΑΝ

ΤΊΤΚΑ ΆΓΡΑ, ΛΊΓΥΣ ΝΎ, ΖΑΡΆΡιΑ.

 

ΤΑ ΗΝΈΚΗΣ ΝιΆςΚΝΙ ΜέΡΑ – ΝΊΧΤΑ,

ΠέΣ ΤΑ δΆΚΡΗΣ ΛΎςΚΝΙ, ΚΛΈΓΝΙ, ΚΛΈΓΝΙ…

ΦΥΡΚΥΜέΝ ΧΤΑ ΠΌΝιΑ ΚΗ ΧΤΑ ΠΉΚΡΗΣ,

ΑΝΔΥ ΚΛΈ – ΜΥΡΛΌιΑ ΆΤΧΑ ΛΈΓΝΙ:

 

«Τ\ΘΑ ΗΡΉΣΝΙ ΆΛΥ ΥΚΣΥΠΉΣΑ

ΑΚΗΡβΉ-ΜΑΣ ΚΌΖΜΥΣ ΑΧ Τ ΣΤΡΑΤΊιΥ.

ΝΑ ΝΥΝΊΖΣ ΑΤΎΤΥ ΆΛιΑΧ ΆΓΡΥ,

ΝΑ ΤΥ ΠΣΤΈΠΣ ΑΤΌ, τΉ ΠέΡ ΠΗΣΤΊιΑ.

 

ΆΛΥ Τ\ΘΑ ΔΡΑΝΎΜ ΑΤΊτσ ΣΤΑ ΣΠΉΤιΑ –

ΣΚΥΤΥΜέΝ ΗΠΛΌΘΑΝ Σ ΚΣεΝΙΤΉιΑ.

ΤΑ ΦΛιΥΡΊιΑ ΚΗ ΤΥ ςέΝΚΥ ΖΉΣΜΥ,

Τ\ΘΑ ΤΑ δΎΝ ΤΑ ΜΆΤιΑ-ΜΑΣ ΚΑΜΉιΑ!»

 

βΆι Τ ΑδΡΈΦιΑ-Μ, ΈΝ ΤΑ δΛΊΣ ΧΑΜέΝΑ,

ΠΌΣ ΣΗ, ^ΉΓΟΡ, ΖΒΎδΑΚΣΗΣ δΑΦΤΌ-Σ,

βέΓΛΑ ΤΌΡΑ δΌ ΤΊ ΚΑΜΑΤΈΦΚΗΤ,

ΑΣ ΤΥ ^ΡΎΣ\ Τ ΧΑΝΊιΑ ΑΣ ΤΥΚΌ-Σ.

****

 

ΚΛΈ ΤΥ ^ΚΉεβ, ΝιΆςΚΗΤ ΤΥ ^ΞεΡΝΉΓΟβ,

ΤΥςΝΙΜέΝΑ ΚΌΖΜΥ ΌΛ ΠΡΑΤΎΝ.

Α Τ ΑδΡΈΦιΑ ΚΝιΆΖ τΉ ΝιΆςΚΝΙ ΤΊΠΥΤ,

Τ ΈΝΑ ΝΔΆΛΥ Τ\ΘΈΛΝΙ ΤΊ ΝΑ δΎΝ.

 

ΉΡΤΑΝ ΠΆΛ ΠΗΚΡΆ, βΑΡέιΑ ΜέΡΗΣ,

ΑΣ ΤΥ ^ΡΎΣΚΥ ΜέΓΑ βΗΛΙιΆΤ. |υΙΛΑιΑΤ| επικράτεια

ΜΑ Τ ΑδΡΈΦιΑ ΚΝιΆΖ τΉ ΣΚΎΝΝΙ ΠΆΝΥ,

Τ ΈΝΑ - ΝΔΆΛΥ ΧΠΎΝ ΤΥ ΧΑΒΑιΆΤ.

 

ΈΝΑ ΚΣέΡΝΙ, ΜΌΝΥ ΗΡΗςΞ]έβΝΙ,

Τ ΈΝΑ - ΝΔΆΛΥ ΖΛΈβΝΙ ΛΊΓΥΣ ΧΡΆΡ.

ΚΆΘΑ ΉΣ-ΤΙΝ ΘΈΛ ΝΑ ΝΊςΚΗΤ ΜέΓΑΣ,

ΚΆΘΑ ΉΣ-ΤΙΝ ΘΈΛ ΠΥΛΆ ΝΑ ΠΆΡ.

 

Α ΔΥςΜΆΝ ΧΥΛΔΈβΝΙ ΛΊΓΥΣ ΧΉιΜΥ,

^ΡΎΣ ΝΑ ΠΎΝ τΉ δΎΓΝΙ ΛΑΧΑΡΔΊ.

ΚΗ ΖΥΡΛΈβΝΙ, ΌΛ ΑΤΊτσ ΝΑ ΦέΡΝΙ

ΆΣΠΡΑ ΣΠΡΎτσΚΑ Χ ΚΆΘΑ ΧΑΡΑΛΔΊ.

****

 

βΣεβΟΛΌΔΣ ΚΗ ^ΉΓΟΡΣ – ΑΤΊ δΊ-ΤΙΝ,

(ΣβιΑΤΟΣΛΆβΣ ΧΥΛιΆΣΤΙΝ, Τ\ΘΈΛ ΝΑ τσ δΊ)

Άιτσ ΚΑΚΆ ΑΓΛΆΤΥΣΑΝ ΠΟΛΌβτσΙΣ,

ΚΗ ΑΤΌΡΑ τΉΝΝΙ ΞΑΡΑδΊ. κί γίνονται

 

ΚΌΜΑ ΤΊ ΈΝ, ΈΝΑ ΧΡΌΝΥ ΠΉΣΥ,

ΣβιΑΤΟΣΛΆβΣ ΠΥΛΈΜΖΗΝ ΑΝ ΔΥςΜΆΝΣ,

ΚΗ ΑΤΌΣ, ΝΔΑ ΠιΆΣΤΑΝ, ΌΛΣ-ΠΑ ΉΝΚΣΗΝ,

ΔΑΓΑΤΡΆιΣΗΝ, ΧΆΣΗΝ ^ΠΟΛΟβΞΆΝΣ.

 

ΉΣΥΣΗΝ, ΤΑ ΔζΆΠιΑ, ΔζΗΡΙΝΤΊδΑ,

ΠΥΧΝΟβΌΛΚΣΗΝ, δΆιΝ ΣΤΥ ^ΞΌΛ ΜΑΚΡΆ.

ΣΤΈΓΝΥΣΗΝ ΑτΉ ΤΟΣ ΤΑ ΛΗΜΆΝιΑ,

ΘΈΛΥΣΗΝ ΤΑ ΠΥΤΑΜΉ ΝΕΡΆ.

 

ΜΆΘΣΗΝ ΝΑ ΣΑΈΠΣΝΙ ΤΊΓΛΑ ΧΡΆςΚΗΤ,

ΝΑ ΦΥβΎΝΝΙ ΡΎΣΚΥ ΤΥ ΔΑΓΆΤ.

ΚΗ ΤΥ ΜΆΤ-ΤΙΝ ΠΉΡΗΝ ΜέΓΑ ΦΌβΥ,

ΣΑΧΗΝΔΡΈΦΤΑΝ, ΉΝΔΑΝΙ ΜΥΧΆΤ.

 

^ΣβιΑΤΟΣΛΆβΣ ΑΦΌβΗΤΑ ΧΥΛΔΆιβΗΝ,

Α ΔΥςΜΆΝ ΌΛ ΠέΜΝΑΝΙ ΠΚΑΝΖΜέΝ.

ΚΗ ΤΥΝ ΆΤΧΥ ΧΆΝ, ΤΥΝ ΠΟΛΟβέτσΚΗ,

ΤΥΝ ^ΚΟΒιΑΚ ΤΟΣ ΠΉΡΗΝ ΑΣ ΤΥ ΠΛέΝ. αιχμαλωσία

 

ΉΦΗΡΙΝ ΚΗ ΜΆΝΔΡΗΣΗΝ ΣΤΥ ^ΚΉεβ

ΠέΣ δΑΦΤΎ-Τ ΓΡεΔΝΉτσΑ ΘΑΓΜΑΣΤΚΌ.

Ν ΤΥΝ ^ΚΟΒιΆΚ ΠΥΛΊ τιΑΛ ΜεΓΑΛ\ΌΝ-ΠΑ

ΠιΆΣΤΑΝΙ ΣΤΥ ΠΧΆβ ΤΥ ΡΥΣΗΚΌ.

 

βεΝετσέιτσΙ, ΝέΜτσΙ ΚΗ ΡΥΜέι-ΠΑ

ΜΑΧΤΑΈβΝΙ ΌΛ ΤΥΝ ^ΣβιΑΤΟΣΛΆβ.

ΚΗ ΝΔΥΝ ^ΉΓΟΡ – ΚΝιΆΖ\ ΤΙ ΧΑΧΑΝΊςΚΝΙ,

ΟΤ δΑΦΤΌ-Τ ΘΙΛιΆΧΤΙΝ ΑΣ ΤΥ ΠΧΆβ.

 

ΤΑ ΦΛιΥΡΉιΑ-Τ ^ΉΓΟΡΣ, ΛΈΓΝΙ, ΧΆΣΗΝ,

ΣΤΥ ΠΥΤΆΜ ^ΚΑιΆΛ ΤΑ ΦΉΚΗΝ ΤΟΣ,

ΚΗ δΑΦΤΌ-Τ ΠΆΧ Τ ΣέΛΑ ΤΥ ΦΛιΥΡΉΤΚΥ

ΠέΛΣΗΝ ΚΆΤΥ - ΠέΜΝΙΝ ΑΠΗΖΌΣ.

 

ΤΥςΝΈΦΤΑΝ ΤΑ ΒΑΖΆΡιΑ,

ΤΑ ςΗΓΚΛΊΧιΑ ΧΆΘΑΝ.

ΣΑΡιΑΣΑΝ ΤΑ ΧΥΡΤΑΡιΑ –

ΗΠΛΌΘΑΝ ΚΗ ΜΑΡΆΘΑΝ.

****

 

^ΣβιΑΤΟΣΛΆβΣ ΣΤΥ ^ΚΉεβ ΡΥΜΑΤιΆΧΤΙΝ,

Τ ΌΡΗΜΑ-Τ ΝΑ ΚΣέΡΝΙ ΑΤΟΣ ΘΕΛ.

- ΦΌΡιΑΖΑΝ-Με, -ΉΠΗΝ,- ΜΆβΡΑ ΡΎΧΑ,

ΠΌΠΣΑ ΠΆΣ ΤΥ ΚΣΛΊΤΚΥ ΚΥΝΥΠΈΛ. όπου έπεσα πάνω στο ξυλίτικο κανοπέλι (καναπέ)

 

ΚΗ ΣΗΛιΆιβΑΝ ΜέΝΑ ΓΌ ΝΑ ΠΉΝΥ

ζΑΝΓΚΑΡΊ ΚΡΑΣΉ ΑΓΎ – ΠΗΚΡΌ.

ΦΤ\ΌΡΥΝΙΝ ΦΛιΥΡΉιΑ ΣΜΆ-Μ ΔΥςΜΆΝΥΣ

ΚΗ ΑΝΓΚΆΛΖΗΝ ΜέΝΑ ιΆΝΔΥ ΜΚΡΌ.

(αρχαία βαβυλωνιακά ονειροκριτικά κείμενα, που διασώζουν ακόμη αρχαιότερες παραδόσεις, σημειώνουν: «όποιος ονειρευτεί οτι του προσφέρουν κρασί, οι μέρεςτου θα είναι λίγες»).

 

ΦΆΝΙΝ-Με ΤΥ ΤέΡεΜ-ΠΑ ΥΡΆιΣΗΝ

ΚΗ ΑΝΊΧΤΙΝ ΌΛΥΤ ΤΥ ΤΑΒΆΝ.

ΑΣ ΤΥ ^ΠΛέΣεΝ\ΣΚ βΎιΖΑΝ ΤΑ ΚΥΡΌΝΙΣ,

ΣΚΎΤΑΝΔΑΝ ΧΤΥ ΌΡΥΣ ΣΜΆ Χ ^ΚΗιΆΝ. εσηκούτανταν =σηκώνονταν

 

ΌΛΥ Τ ΝΊΧΤΑ ΠέΤΑΝΑΝ ΚΗ δΆιΝΑΝ,

Τ ΣΤΡΆΤΑ-ΤΙΝ, ΗΛΒεΤ, ΤΟ τΉΤΥΝ ΣΜΆ.

ΣΤΥ ιΑΛΌ ΜΑΡΕιΑ ιΥΡΥΧΛΆιβΑΝ,

ΠΥ ΠΤΡΑΈΦΤΙΝ ΜέΓΑ ΧΥΝΥςΜΆ.

****

 

^ΜεΓΑΛΌΝ – ΒΟιΆΡ ΘΑΓΜΆςΚΝΙ, ΦΚΡΎΝΝΙ,

Τ ΌΡΗΜΑ, ΤΥ ΉδΙΝ ΜέΓΑΣ ΚΝιΆΖΣ.

ΚΗ ΑΤΌΝΑ ΛΈΓΝΙ – ΠΑΡΓΥΡΗΖΝΙ:

ΑΧ Τ ΑΝΆΝτιΑ ΚΛΌΘΝΙ ΤΑ ΜιΑΛΆΣ.

 

τέΝ ΧΥΛΆι, ΤΑΚΆΣ ΤΑ δΊιΑ ΠΛΊιΑ,

ΚΌΜΑ ΤΊ ΕΝ, ΣΚΌΘΑΝ ΑΣ ΤΥ ΠδΆΡ,

ΧΤΑ ΜΚΡΥΘΈΣ-ΤΙΝ τΉΚΣΗΡΑΝΙ ΦΌβΥ,

ΌΣΗΠΣΑΝ ΑΦΌβΗΤ ΚΗ ΚΑΡδΆΡ.

 

ΧΤΥ ΦΛιΥΡΊΤΚΥ ΠέΤΑΣΑΝ ΦΥΛΈιΑ,

ΝΑ ΧΑΔΡΈβΝΙ ΤΥΝ δΑΦΤΌ-ΤΙΝ ΣΆΝ.

ΣΜΆ ΣΤΥ ^ΔΌΝ ΔΥςΜΆΝΣ ΝΑ ΔΌΚΝΙ ΚΆΤΥ,

ΝΑ ΗΡΉΣΝΙ ΤΥ ^ΤΜΥΤΟΡΟΚΆΝ.

 

τΉΡΤΙΝ ΡΆΣΤ, ΤΑ ΝΎΝΣΑΝ ΝΑ δΑΛΊΣΝΙ,

ΈΜΒΡΥ ΜέΡΑ ΤΊΣ ΝΑ ΚΣέΡ ΠΥΡΊ?

τσΆΚΥΣΑΝ ΤΑΚΆ-ΤΙΝ ΤΑ ΧΑΝΆΤιΑ,

ΦΌΡιΑΣΑΝ-τσ ΚΗ ΠΧΆβιΑ ΣΗδεΡΊ. χειροπέδες

 

ΔΡΌΠιΑΣΑΝ ΤΑ έΡΑΤΑ-Σ ΤΑ ΧΡΌΝιΑ,

ΦΑΝΙΡΆ Τ ΑΝΆΝΤιΑ ΣΉ ΔΡΑΝΆΣ.

ΑΧ ΑΤΌ-ΠΑ Τ ΌΡΗΜΑ-Σ ΈΝ ΆΓΡΥ,

ΑΧ ΑΤΌ-ΠΑ ΚΛΌΘΝΙ ΤΑ ΜιΑΛΆ-Σ.

****

 

ΑΠ ΚΑΛΎ ΤΥ ΌΡΥΣ

ΦΉΛΑ ΠΗ <τΗ> ΠΗΤΆι.

ΝΑ ΗΡΉΣ ΤΥΝ ^ΉΓΟΡ

ΠΉΣΥ τέΝ ΧΥΛΆι!

παροιμία: «όταν στο βουνό τα φύλλα πέφτουν, δέν πέφτουν απο καλό (πέφτουν επειδή τα δέντρα πλήττονται απο την κακοκαιρία)».

 

ΑΣ ΤΥΝ ^ΉΓΟΡ βΖΉΧΤΙΝ,

ΜΛΌΘΙΝ ΜέΡΑΣ ΦΌΣ.

ΆΤΧ ΔΥςΜΆΝ ΧΥΛΔΆιΣΑΝ,

βΡέΘΑΝ ΣΜΆ ΣΤΥ ^ΡΌΣ.

 

ΤΑ ΒΑΖΆΡιΑ ΜΡΆΣΤΑΝ,

ΈΣΥΣΑΝ ΣΤ ^ΣΥΛΆ.

βΆΣΑΝΑ ΤΥΝ ΚΌΖΜΥ

ΚΆΜΝΙ ΤΙ ΠΥΛΆ.

 

^ΉΓΟΡ ΤΥ ΣΤΡΑΤΌ ΈΝ

ΚΎΞ ΝΑ ΤΥ ΖΔΑΝΊΣΣ.

βΆι, βΑΡΊ Σ ΚΑΡδΊιΑ

ΤΌ, ΝΔΑ ΤΥ ΝΥΝΊΖΣ!

 

ΤΊ, ΒΑΡΌ, τΉ ΦΚΡΊΘΑΝ,

ΉΧΑΝ ΜΑιΤΑιΜΌ.

Α ΚΣΧΑΝΔΌ ΤΥ δΛΊιΑ, εξεχαντό απο ρήμα «εξεχάωσε»= δέν πρόσεξε, έσφαλε.

ΦέΡ ΑΤΟ ΚΑιΜΌ…

 

ΣΚΥΘΈΤ ΑΠΆΝΥ, ΚΝιΆΖ, ΣΚΥΘΈΤ!

ΤΥ ^ΔΌΝ ΜΑΣ ΧΛΊΖ ΑΣ ΤΥ ΣΤΡΑΤΊιΥ!

ΜΑ ΑΣ ΤΥ ΠιΆΣΜΥ βΡέΘΑΝ ΤΕΚ

ΚΑΡδΆΡ ^ΟΛ\ΓΌβΗΞ ΤΑ ΠεδΊιΑ.

****

 

^ΣβιΑΤΟΣΛΆβΣ ΝΑΜΛΊδΣ ΑΞΥβΛΑιΜέΝΑ

ΣΤΆΘΙΝ ΚΗ ΝΥΝΊΖ «ΤΊΣ ΉΜΗ ΓΌ?»

ΚΗ ΑΤΌ ΤΥ ΣΆΤ ΦΛιΥΡΉΤΚΑ ΛΌιΑ

ΉΠεΝ ΑΝΔΥ δΆΚΡΥ ΤΑΡΑΓΌ:

 

^βΣεβΟΛΌΔ ΚΗ ^ΉΓΟΡ, ΣΉΣ ΦΚΡΗΘΈΤ-Με,

βΆΙ, ΤΑΚΆ-Μ Τ ΑΝΈΠςΑ ΚΑΡδΑΚΆ!

ΠΆΣ ΠΟΛΌβτσΙΣ ΣΤ ΌΡΑ-Τ τΉ ΧΥΛΔΆιΣΗΤ,

ΣΠΎδΑΚΣΗΤ ΑΝΎΝΙΣΤΑ, ΓΡΗΚΆΤ!

 

ΛΊΓΥΣ ΤΜΉιΑ ΉΝΚΣΗΤ ΤΥΝ ΔΥςΜΆΝΥ, δίχως τιμεία =σε ανυπολόγιστο βαθμό

ΚΗ ΤΥ έΜΑ-Τ ΠέΛΣΗΤ ΧΡΆΡ<Ν>-ΧΑΔΆΡ.

ΜΑ ΣΗΣ τΉ ΧΑΖΆΝΙΠΣΗΤΙ δΌΚΣΑ,

ΤΥ δΑΦΤΌ-ΣΑΣ ΈΚΑΜΗΤ ΖΑΡΆΡ.

 

ΣΉΣ, ΒΑΡΌ, ΚΑΡδΊΣ ΝΑΜΛΊδΚΑ ΈςΗΤ,

δΙΝΑΤΆ ΧΤΥ ΣΉΔΙΡΥ ΤΑ ΈΝ.

ΜΑ ΣΑΒΥΡ ΟΤ τΉςΗΤ ΣΗΣ ΚΗ ΚΆτσΜΥ:

ΠέΜΝΙΤ Π ΚΆΤΥ, ΝέΜΝΙΤ <ΠέΜΝΙΤ> ΔΡΥΠιΑΖΜίΈΝ.

 

ΔΡΌΠιΑΣΗΤ ΣΗΣ ΜέΝΑ, ΤΑ ΑΝΈΠςΑ-Μ!

ΝΑ ΤΥ ΔΑιΑΝΈΠΣΥ τΉΠΥΡΥ.

ΑΝ ΤΥΝ έΡΥ – ΔΆΜΑ-Μ ΧΑΧΑΝΊΣΤΙΤ,

ΚΌΝΥΣΗΤΙ έΜΑ ΚΥΤΥΡΎ.

 

ΠεΤ-ΤΥ, ΠΌΣ ΚΑΝΊΝΑ-ΠΑ τΉ ΡΌΤΣΗΤ,

τέΚΑΜΗΤ Ν ΚΑΝΊΝΑ ΛΑΧΑΡΔΊ,

ΝΎΝΣΗΤ ΣΉΣ δΑΦΤΊΣΑΣ ΝΑ ΗΝΓΚΉΣΗΤ,

δΛΊιΑ-ΣΑΣ ΚΑΛΆ ΝΑ ΠΤΡΑΗΦΤΊ.

 

ΣΉΣ ΚΑΡΦΌ ΑΤΊΤΚΥ ΉςΗΤ ΝΎΝΖΜΥ

ΞΆΧ ΑΝΔΑ ΔζΥΝΆιΣΗΤΙ ΑΧ ΣΠΉΤ:

ΕΜΒΗΡΝΌ ΤΥ ΣΆΝ ΝΑ ΠΆΡΗΤ ΌΛΥ,

Α δΑΦΤΎ-ΣΑΣ Π ΜέΣΑ ΝΑ ΜΡΑΣΤΊΤ.

 

ΖέΡ ΣΗΡΛΊΧ ΘΑ ΈΝ, Τ ΑΝΈΠςΑ-Μ ΤΌΡΑ

έΡΥΣ ΠΆΠΥΣ ΆΝ ιΑςΛΑΝΙΦΤΊ?

ΖέΡ ΝΔΑ ΠέΡ Τ ιΗΡΆΚ δΑΦΤΎ-Τ ΤΑ ΚΡΌΝιΑ

Ές ΞΑΡΆ ΚΑΝΊΝΑ ΝΑ δΥΧΤΊ?

 

ΌΛΥ ΈΝΑ ΠΆΛ ΠΣΗΛΆ ΤΟ ΣΚΎΤΙ

ΚΗ Τ ΦΥΛΈιΑ-Τ ΒέΚΚΑ ΧΥΡΑΛΈβ.

ΆΜΑ ΘΑ ΧΗΡΛΆιΣΑ ΤΥΝ ΔΥςΜΆΝΥ, όμοια, ακριβώς έτσι

ΠΆΝΥ-ΜΑΣ ΜΉ ΈΡΚΗΤ, ΜΉ ΧΥΛΔΈβ.

 

ΆΜΑ ΤΊ ΝΑ ΚΆΜΣ? τΉ ΦΚΡΎΝΝΙ ΜέΝΑ,

Τ\ΘΈΛΝΙ ΚΝιΆΖ ΝΑ δΎΓΝΙ-Με ιΑΡΔΊΜ, πολέμαρχοι

 ΑΧ ΑΤΌ-ΠΑ ΈΝ ΤΑ δΛΊΣ ΧΑΜέΝΑ,

ΑΧ ΑΤΌ-ΠΑ ΠέΣΥ-Μ τέΤΙ ΠςΉ-Μ.

 

ΉΜΗ ΉΤΜΥΣ ΆΜΑ ΝΑ ΔζΥΝΑΈβΥΜ,

Ό, ΔΡΑΝΆΤ, ΣΥΡέΦΤΑΝ ΌΛ ΔΥςΜΆΝ…

Τ ΈΝΑ - ΝΔΆΛΥ ΌΛ ιΑΡΔΊΜ ΝΑ ΚΆΜΥΜ,

ΑΣ ΑΤΎΤΥ ΆΓΡΥ ΤΥ ΖΑΜΆΝ!

 

Ό, ΔΡΑΝΆΤ, ΤΑΚΆΜΑΣ ΤΑ ΠΑΛΚΆΡιΑ

ΣΜΆ ΣΤΥ ^ΡΉΜΟβ ΚΡΎΧΝΙ ΑΝ ΠΥΛΊΣΣ.

ΚΝιΆΖΣ ^βΛΑΔΉΜΗΡΣ – ΤΌΣ ΑΡΑΛΑΈΦΤΙΝ,

ΜΑ ιΑΡΔΊΜ ΠΌΣ Τ\ΘΈΛ ΝΑ ΚΆΜ ΚΑΝΊΣ?

 

ΝΑ ΠΡΑΤΊΖ ΤΥΝ ΚΌΖΜΥ-Τ τΉ ΔΡΑΝΎ ΓΟ

^ιΑΡΟΣΛΆβ ΤΥ ςέΡ ΤΥ δΙΝΑΤΌ

ΠΌΣ Τ ΑδΡΈΦ-Μ ΑΧ ΠδΙΝΑ-ΠΑ τΉ ΦέΝΙΤ

ΑΝ ΤΥΚΌΤ ΤΥ ΜέΓΑ ΤΥ ΣΤΡΑΤΌ?!

 

ΑΝ ΤΑΚΆΤ ΞεΡΝΉΓΟβΣΚΗ ΠΑΛΚΆΡιΑ,

ΑΝ ςεΛ\ΒέΡΣ, ΡεβΎΓΣ ΚΗ ΑΝ ΤΑΤΡΆΝΣ,

ΚΗ ΑΝ Τ ΆΛΥ-Τ ΤΥ ΚΑΡδΆΡΚΥ ΚΌΖΜΥ –

ΑΝ ΜΟΓΎΤΣ, ΟΛ\ΒέΡΣ ΚΗ ΑΝ ΤΟΠΞΆΚΣ.

 

ΛΊΓΥΣ ςΞ]ΉΤιΑ, ΜΌΝΥ ΝΔΑ ΜΑςέΡιΑ, sagitta?

ΑΝΔΥ ΧΎΛΖΜΥ δΆιΝΑΝ ΤΌΣ - ΤΥΜΆΝ,

τσΆΚΥΝΑΝ ΔΥςΜΆΝΥ ΤΑ ΧΑΝΆΤιΑ,

ΚΗ ΑΡΤΡΆιβΑΝ ΠΆΠΥ-ΤΙΝ ΤΥ ΣΆΝ.

 

ΒέΚΚΑ ΑΝΔΑ δΡΆΧΚΑΝΔΑΝ ΣΤΥ ΠιΆΣΜΥ,

ΈΦιΗβΗΝ ΔΥςΜΆΝΥΣ ΤΌ ΤΥ ΣΆΤ. (το «φεύγει» θεωρείται ώς ένα απο τα εις –εύει ρήματα)

ΠΌΣ ΝΑ ΛΈΣ, ΠΥΛΆ ΦΥΡΈΣ ΔΙΝΓΚΆιβΗΝ

ΤΊΓΛΥ ΈΝ ΤΥ ΡΎΣΚΥ ΤΥ ΔΑΓΆΤ.

****

 

ΠΌΣ ΑΤΎΤΥ Τ ΌΡΑ ΚΆΘΙΣ ΤΊΝΞΚΑ,

ΆΝιΑΣΤΑ, ΑΚΎιΣ, ΚΝιΆΖ ^βΣεβΟΛΌΔ?

ΠΌΣ τΉ ΚΆΜΣ ιΑΡΔΊΜ, τΉ ΣΚΎΣΗ ΠΆΝΥ?

ΆΝιΑΣΤΑ ΘΑ ΚΆΘΙΣ ΌΣ ΤΑ ΠΌΤ?

 

ΖέΡ τΉ Χ\έβΣ, τΗ ΝιΆςΚΗΣΗ-ΤΥ ΤΆΤΑ-Σ

ΤΥ ΤΡΑΠέΖ ΦΛιΥΡΉΤΚΥ? ΝΎΝ δΑΦΤΌΣ!

Τ ^βΌΛΓΑ ΣΎ ΠΥΡΉΣ ΝΑ βΓΆΛΣ ΧΤΑ ιΆΡιΑ-Τ,

Α ΤΥ ^ΔΌΝ ΝΔΑ ΚΆΣΚΗΣ ΝΑ ΦτιΥΡΌΣΣ!

 

ΑΝ ΤΥΚΌ-Σ, ΒΑΡΟΧ, ΤΥ ΒΑςΧΑΡΉιΑ, oq είναι αρχαίο τουρκικό πρόσφυμα με σημασία «και βέβαια», bar-oq= «και βέβαια υπάρχει, οπωσδήποτε είναι έτσι». Σε μεταγενέστερα χρόνια το πρόσφυμα ξεχάσθηκε και θεωρήθηκε μορφή του joq. Το bar-oq διατηρήθηκε στα τουρκικά της Κριμαίας (ώς bar-oqh / barjoqh) με σημασία «βεβαίως, οπωσδήποτε».

ΑΣ ΤΙ ΜΆΣ ΆΝ ΉΡΤΙΣ ΧΤΑ ΜΑΚΡΆ

ΝΔΑ ΚΑΡδΆΡΚΑ-Σ ^ΓΛέΒΟβ ΤΑ ΠΑΛΚΆΡιΑ,

ΘΑ ΜΑΣ δΌΚΗΣ ΜέΓΑ ΣΉ ΧΑΡΆ! θα μας έδωκες μέγα σύ χαρά.

 

ΘΑ ΑΡΤΡΆιΣΑΜ ΜΙΣ ΤΥΚΌΜΑΣ Τ δΊΝΑ,

ΚΗ ΛΑΦΡΆ ΘΑ ΉΝΚΣΑΜΗ ΔΥςΜΆΝΣ.

ΣΤΥ ΝΟΓΑΤ ΘΑ ΠΎΛΝΑΜ Ν ΠΟΛΟβΞΆΝΚΑ, ногат λαχαναγορά;

ΑΣ ΤΥ ΡέΖΑΝ\ ΠΎΛΝΑΜ ΠΟΛΟβΞΆΝΣ. резань γαλακτοπαραγωγική φάρμα;

 

ΣΉ, ΒΑΡΌ, ΖΔΑΝΊΣ ΈςΣ ςεΡεςΉΡΗΣ, |ςΕΡ-ΑςΚΕΡ|

ΓΛέΒΟβ ΤΑ ΠεδΊΑ – ΚΝιΆΖΣ ΚΑΡδΆΡ.

ΑΝ ΔΥςΜΆΝΣ ΝΔΑ ΠιΆςΚΝΙ ΑΣ ΤΥ ΔΌΣΜΥ,

ΉΞ ΑΤΊ τΉ ΚΣέΡΝΙ ΤΊ ΕΝ ΧΡΆΡ. |QΑΡΑΡ|= μέτρο

 

ΤΊ ΝΥΝΊΖΣ, ^ΔΑβΉΔ ΚΗ ΣΉ-ΠΑ ^ΡιΎΡΗΚ?

ΠΌΣ τΉ ΣΚΎΣΗτσ ΠΆΝΥ ΣΉΣ, ΤΊ ΦΛΆιΤ?

ΤΑ ΠΑΛΚΆΡιΑ-ΣΑΣ ΖέΡ ΠΉΣ ΤΥ έΜΑ

ΌΣ ΤΑ ΜέΣΑ τέΦΤΑΓΑΝ ιΑΛΔΆι?

 

ΖέΡ ΤΑ τέΝ ΤΑΚΆΣΑΣ ΤΑ ΠΑΛΚΆΡιΑ –

δΙΝΑΤΊ, ΑΦΌβΗΤ ΛΊΓΥΣ ΧΡΆΡ?!

ΤΙΣ ΚΥΝΌΝΝΙ έΜΑ, ΠΚΑΝΙςΚΎΝΝΙ,

ΑΝ ΔΥςΜΆΝΣ ΖΗΣΤΆ, ΤΙΚΜΉΛ ΑΛςΆΡ? |ΑΛΙςΑΡ|= συνηθίζει.

 

ΣΚΥΘΈΤ, ΣΚΥΘΈΤΙ, ΜεΓΑΛ\ΌΝ! μεγαλείονες

ΠΑΤΊΣΗΤ ΠΆΣ Τ ΖΑΝΓΚΎ, ΠεδΊιΑ! (|ΥΖΕγγΥ| απο παλαιότερο |ιΥΖΕγγί| είναι αρχαιότατη τουρκική λ. =σπιρούνι, σε μεταγενέστερα κείμενα όπως εδώ σημαίνει «αναβολέας» =εξάρτημα κρεμώμενο απο τη σέλλα όπου πατά ο ιππέας για να ανέβει πάνω στο άλογο, και όπου πατά το πόδιτου όταν ιππεύει.)

ΤΥ ΝΆΜ-ΣΑΣ Σ ΠΆι, ΜΑΚΡΆ ΆΣ ΣΌΝ,

ΜΑΣ ΦΛΆι ΖΗΣΤΌ ΚΗ ΜέΓΑ δΛΊιΑ!

 

ΣΚΥΘΈΤ, ΣΚΥΘΈΤ! ΣΗΣ ΑΓΡΗΚΆΤ-ΤΥ,

ΝΑ ΦΛΆΚΣΥΜ ΆΛΥ τές ΞΑΡΆ!

ΆΣ ΧΥΡΑΛΆιΣΥΜ ΡΎΣΚΥ ΠΆΤΥ,

ΆΣ ιΆΝ ΚΗ ^ΉΓΟΡ-ΠΑ Τ ΗΡΆ!

 

^ιΑΡΟΣΛΆβ ^ΓΑΛΉτσΚΗ ΚΝιΆΖ\, ΠΌΣ ΣΉ-ΠΑ

ΤΊΝΞΚΑ ΚΆΘΙΣ ιΆΝΔΥ ΧΑΡΑΤΆς?

ΑΝ δΑΦΤΎΣ ΤΥΝ ΚΌΖΜΥ ΣΗδεΡΊΤΚΥ

ΤΑ ^ΚΑΡΠΆΘΙΣ ΈβΑΛΙΣ ιΑςΒΑς.

 

ΣΤΑ βΥΝΆ ΤΥ ^ΚΡέΜΛ\Σ ΦΛιΥΡΊΤΚΥ ΣΤΊΚΗΤ.

ΤΈΚ ΑτΉ ΤΥ ΠΛΊ ΝΑ ΣΌΝ ΠΥΡΊ!

ΣΤΥΝ ΚΟΡΌΛ\ ΜΑΔιΆΡΣΚΗ ΣΤΡΆΤΑ ΦΣΆΛΣΗΣ, στον βασιλιά τον Ούγγρο το δρόμο έκλεισες,

ΚΛΊδΥΣΗΣ ^ΔΥΝΆι ΣΗ ΤΥ ΗΡΊ. |εΕΡί|= τόποτου.

 

ΚΝιΆΖ ΠΥΛΊ ΦΥβΎΝΝΙ ΑΧ ΤΙ ΣέΝΑ, (-den qorq-, φοβάται απο κάτι, είναι τουρκική σύνταξη)

ΝΑ ΠΚΑΝΣΤΎΝΙ ΔΆΜΑ-Σ τέΝ ΧΥΛΆι!

ΉΝΚΣΗΣ ΑΣ ΤΥ ^ΚΉεβ-ΠΑ ΣΗ ΣΤΡΆΤΑ,

ΉΣΙ ΣΥΡΒΑΔζΉΣ ΠΆΣ ΤΥ ^ΔΥΝΆι. κύριος

 

ΜέΓΑ ΝΎ ΣΗ ΈςΣ ΚΗ ΒΑςΧΑΡΉιΑ,

βΑΣΗΛ\ΌΝ-ΠΑ ΔΆΜΑΣ ΜεΤΡΗςΚΎΝ.

ΣΉ ΠΗΛΊΣ ΤΥΝ ΚΌΖΜΥ-Σ Σ ΚΣέΝΑ ΞΌΛιΑ,

ΝΔΥΝ ^ΣΥΛΤΆΝΥ ΆΤΧΥ ΝΑ ΠΚΑΝΣΤΎΝ.

 

ΝΑ ΔΌΚΥΜ ΤΥΝ ^ΚΟΝΞΆΚ ΑΚΆΤΥ,

ΦέΡ ΤΑ ΠΑΛΚΆΡιΑ-Σ ΧΤΑ ΜΑΚΡΆ!

ΆΣ ΧΥΡΑΛΑΗΣΥΜ ΡΎΣΚΥ ΠΆΤΥ,

ΆΣ ιΆΝ ΚΗ ^ΉΓΟΡ-ΠΑ Τ ΗΡΆ!

****

 

ΠΎ ΉΣΗτσ ΣΉΜΥΡ ΤΟ ΖΑΜΆΝ,

ΈΜ ΣΉ ^ΜΣΤΗΣΛΆβ, ΈΜ ΣΉ ^ΡΟΜΆΝ?

 

ΣΉΣ ΠΆΝΔΑ ΉΣΝΙτσ ΕΜΒΡΥΛΆΤ,

ΑΝΔΥ ΑΜέΤΡΗΤΥ ΔΑΓΆΤ.

 

ΤΥΚΌΣΑΣ ΑΧΗΛΔΆΡΚΥ ΝΎ,

ΣΆΣ τΉ ΠΡΑΤΊΖ-ΠΑ ΚΥΤΥΡΎ!

 

Άιτσ ΤΥ ιΗΡΆΚ ΤΕΚ ΠΚΑΝΙςΚΆΤ

ΚΗ Τ\ΘΈΛ ΝΑ ΚΆΜ ΤΟ ΧΑΝΑΓΆΤ,

 

ΌΣ ΝΑ ΗΝΚΣΗΝ ΤΥ ΠΛΊ ΧΥΛΞΆΡΚΥ,

ΤΟ ΔΆΜΑ ΠΚΑΝΙςΚΆΤ ΚΑΡδΆΡΚΑ…

 

Άιτσ ΈΝ ΤΑΚΆΣΑΣ ΤΑ ΠεδΊιΑ,

ΛΑΡΊ ΤΙ ΚΖέΝΝΙ ΠΆΧ Τ ΦΥΤΊιΑ.

 

ΠΑΛΚΆΡιΑ ΈςΗΤ ΣΗδεΡΊΤΚΑ,

ΣΤΑ ΦτιΆΛιΑ-ΤΙΝ ΤΙ ΈΧΝΙ ΤΊΤΚΑ,

 

ΛΑΤΊΝΣΚΗ ΚΆΣΚΗΣ ΦΥΣΗΡΆ –

ΛΑΜΠΡΉΖΝΙ ΤΑ ΑΧΤΑ ΜΑΚΡΆ!

 

ΠΎ ΈΡΚΗΤ ΡΆΣΤ ΤΙ ΝΑ βΡΗΘΎΝΙ,

ΔΥςΜΆΝ ΌΛ ΤΡέΜΝΙ ΚΗ ΦΥβΎΝΝΙ.

 

ΠΑΛΚΆΡιΑ ΈςΗΤ δΙΝΑΤΆ,

ΠΎ ΣΌΝ ΤΥ ΠδΆΡ-ΤΙΝ ΚΗ ΠΑΤΆ,

 

ΞΆΧ ΠΆΤΥΣ ΝΊςΚΗΤ ΤΌΣ – ΤΥΜΆΝ,

ΧΗΡΛΆιΜΥ βΡΉςΚΝΙ ΌΛ ΔΥςΜΆΝ!

 

Τ ^ΛΗΤβΑ, ^ιΑΤβιΑΖΗ, ^ΔεΡεΜεΛΑ,

ΤΑ ΠςέΣ-ΤΙΝ ΉΧΑΝ-ΔΑ ΧΑΜέΝΑ.

 

^ΠΟΛΌβτσΙ, ^ΧΉΝΟβ, τιΆΛ ΚΗ τιΆΛ,

ΧΤΙ ΣΆΣ ΤΙ ΠέΣ<Μ>ΝΑΝ ΛΊΓΥΣ Τ\ΦΆΛ…

****

 

ΚΝιΆΖ\ιΑ ^ΉΝΓβΑΡ ΚΗ ^βΣεβΟΛΌΔ!

ιΆ ΣΉΣ, ΘΑ ΚΆτσΗΤ ΌΣ ΤΑ ΠΌΤ? έα (προστακτική του εάω – εώ)

 

ιΆ ΤΡΉ ^ΜΣΤΗΣΛΆβΗΞ ΠΌΣ ΣΥΠΆΖΗΤ,

ΠΌΣ ΤΥΝ ΔΥςΜΆΝΥ ΞΧΎΡ τΉ ΤΜΆΖΗΤ?

 

ΚΑΡδΆΡΚΑ ΉΣΗτσ ΣΉΣ ΠεδΊιΑ,

ΑΧ ΤΥ ΚΑΛΌ ΤΥΧΎΜ ΤΑ ΠΛΊιΑ!

 

ΝΑ ΉΣΗτσ δΙΝΑΤΊ, ΗΛΒέΤ,

ΣΉΣ ΛΊΓΥ τέβΑΛΙΤ ΖΑΜέΤ!

 

ΠΎ ΈΝ ΤΑ ΚΆΣΚΗΣ-ΣΑΣ ΦΛιΥΡΊΤΚΑ,

ΚΗ ΠΌΛΣΚΗ ςΞ]ΉΤιΑ ΣΗδεΡΉΤΚΑ?

 

ΣΚΥΘΈΤ, ΣΚΥΘΈΤ ΑΠΆΝΥ ΌΛ,

ιΥΡΎΧ ΠΡΑΤΈΤ ΣΤΥ ΚΉΚΚΥ ΞΌΛ!

 

ΧΤΡΑΜΉΣΗΤ ΌΛΣ ΔΥςΜΆΝΣ ΑΚΆΤΥ,

Ν δΑΦΤΎ-ΣΑΣ βέΛΙΣ ΚΑΦΤΙΡΆ!

ΆΣ ΧΥΡΑΛΑΗΣΥΜ ^ΡΎΣΚΥ ΠΆΤΥ,

ΆΣ ιΆΝ ΚΗ ^ΉΓΟΡ-ΠΑ Τ ΗΡΆ!»

****

 

ΘΙΛΥΜέΝΥ Τ ^ΣΥΛΆ

ΔΡές ΚΗ ΠΆι ιΑΓΑΛΆ,

Σ ΠεΡειΆΣΛΑβ ΚΑΜΉιΑ ΤΟ ιΆΛΖΗΝ.

ΠΚΆΣ ΔΥςΜΆΝΥ ΤΥ ΠδΆΡ,

ΑΧ ΔΥςΜΆΝΥ ΤΥ ΓΜΆΡ,

ΤΥ ΠΥΤΆΜ-ΠΑ ^ΔβΗΝΆ ΒΑΤΧΑΧιΆΣΗΝ.

 

^ΗΖιΑΣΛΆβΣ ΤΕΚ δΑΦΤΌ-Τ

ΣΚΌΘΙΝ ΠΆΝΥ ΑΤΌΤ,

ΠΆΣ ΛΗΤΌβτσΙΣ ΧΥΛΔΆιΣΗΝ ΚΑΡδΆΡΚΑ.

ΠιΆΣΤΑΝ ΒέΚΚΑ, ΣΥΣΤΆ,

ΚΗ ΠΚΑΝΊΣΤΑΝ ΖεΣΤΆ

ΑΝ δΑΦΤΎ-Τ ΤΑ ΠΑΛΚΆΡιΑ ΧΥΛΞΆΡΚΑ.

 

τΉΡΤΙΝ ΡΆΣΤ (ΤΊ ΝΑ ΠΉΣ!)

^ΗΖιΑΣΛΆβΣ ΝΑ ΗΝΚΉΣ,

ΚΗ ΤΥΝ ΠΆΠΥ-Τ ΤΟΣ ΦΉΝ ΔΡΥΠιΑΖΜέΝΥΣ.

ΠΌΣ ΝΑ ΛΈιΣ, ΚΗ δΑΦΤΌ-Τ,

ΠέΛΣΗΝ ΚΆΤΥ ΑΤΌΤ,

ΧΤΥ ΛΗΤΌβΣΚΗ ΣΠΑΘΉ ΔΥΓΡΑιΜέΝΥΣ.

 

ΉΣ-ΠΑ τΉΤΥΝΙ ΣΜΆ-Τ…

ΚΌΜΑ ΉςΗΝ ΔΑΓΆΤ,

ΔΡΆΝΣΗΝ ΛΌΡιΑ-Τ ΠΎ ΈΝ ΤΑ ΠεδΊιΑ-Τ.

ΚΗ ΑΤΌΣ ΣΤΥ ΣΤΕΡΝΌ-Τ

ΉΠΗΝ Άιτσ ΤΥΝ δΑΦΤΌΤ,

ΌΣΠΥ ΧΤΊΠΑΝΙΝ ΚΌΜΑ ΚΑΡδΊιΑ-Τ:

 

«ΤΑ ΠΑΛΚΆΡιΑ ΤΑΚΆ-Μ,

ΌΛ-ΠΑ ΈΠΗΣΗΤ ΣΜΆ-Μ,

ΠΚΆΣ ΤΑ ΠΛΊιΑ ΗΠΛΌΘΙΤ, ΚΥΡΜέΝΑ.

ΑΧ ΤΑ ΌΛΑ ΜΑΡέΣ

ΉΡΤΑΝ ΛΊΚΣ ΝΔΑ ΧΑΡέΣ,

ΆΡΤΑ ΓΛΊΦΤΝΙ ΤΥΚΌ-ΣΑΣ ΤΥ έΜΑ…»

 

ΑΧ Τ ΑδΡΈΦιΑ ΑΤΌΤ –

^ΒΡιΑΞεΣΛΆβΣ, ^βΣεβΟΛΌΔΣ,

ΣΜΆ-Τ ΚΑΝΊΣ-ΤΙΝ ΠΑ τΉ ΦΑΝΙΡΌΘΙΝ.

ΉΤΥΝ ΉΣ – ΜΑΝΑΧΌΤ,

ΠςΉ-Τ ΝΔΑ ΚΖέΝ ΧΤΥΝ ΚΥΡΜΌ-Τ

ΚΗ ΚΥΡΜΌ-Τ ΠΆΣ ΤΥΝ ΠΆΤΥ ΗΠΛΌΘΙΝ.

 

ΉΝΔΑΝ ΤΌΤ ΜΑΝΓΚΡΑιΜΥΣ

ΠέΣ ΤΥ ΜέΓΑ ΤΥ ^ΡΥΣ\,

ΤΑ ΑΝΆΝΤιΑ ΣΤΥΝ ΚΌΖΜΥ ΜεΓΆΛΝΑΝ.

δΆιΝΙΝ ΛΊΓΥΣ ΧΑΡΆ

ΤΥ ΦΟΝΊιΑ ΜΑΚΡΆ,

^ΓΟΡΟΔέΝΣΚΗ ΛΑβΎΤΙΣ ΝΔΑ ΛΆΛΝΑΝ.

****

 

βΆι, ^ιΑΡΟΣΛΆβ Τ ΑΝΈΠςΑ ΌΛΑ,

ΚΗ ΣΉΣ ^βΣεΣΛΆβ-ΠΑ, ΌΛ ΦΚΡΗΘΈΤ!

ΣΉΣ ΤΑ ΤΥΒΎΧΚΑ-ΣΑΣ ΣΠΑΘΊιΑ

ΑΣ ΤΑ ΘΙΚΆΡιΑ-ΤΙΝ βΑΛΈΤ!

 

ΣΉΣ ΤΑ ΣΗΜέΗΣ βΆΛΙΤ ΚΆΤΥ!

ΤΥ ΝΆΜ-ΣΑΣ ΧΆΣΗΤ-ΤΥ ΤΙΚΜΉΛ,

ΑΤΌ, ΤΥ βΆΣΤΑΝΑΝ ΤΑ ΠΆΠΣ-ΣΑΣ,

ΟΤ ΉΣΗτσ ΌΛ-ΣΑΣ-ΠΑ ΠΑΧΉΛ.

 

ΧΑΡςΎ – ΧΑΡςΎ ΟΤ ΧΥΛΔΑΈβΗΤ,

ΣΗΣ ΞΑΡΑΣΉΖΚΑ ΚΆΜΗΤ δΛΊΣ.

ΚΗ ΑΝ δΑΦΤΎ-ΣΑΣ ΤΑ ΧΑβΓΆιδΑ

ΣΤΥ ^ΡΎΣ\ ΔΥςΜΆΝΣ ΛΑΛΊΤΙ ΣΉΣ!

 

ΟΤ ΚΆΜΗΤ ΆςΞ]ΗΜΑ ΣΗΣ ΧΆιδΑ,

ΟΤ ΈςΗΤ ΣΉΣ ΧΑβΓΑΛΑιΜΎΣ,

ΤΥ ΖΉΣΜΥ ΉΝΔΥΝ ΝΑΚΑΤΊιΑ,

‘Χ ΠΟΛΌβτσΙΣ ΣΉΜΥΡ ΑΣ ΤΥ ^ΡΎΣ\.

****

Σ ΕΦΤΆ Τ ΕΠΟΧΑ ΤΥ ^ΤΡΟιΑΝΗ

^βΣεΣΛΆβΣ ΝΔΑ ΌΛΑ-Τ ΤΑ ΧΑΡέΣ,

ΝΑ ΠΆΡ ΤΟΣ ΝΎΝΣΗΝ ΑΝΔΥ ΠΣέΜΑ,

ΦΛιΥΡΉΤΚΥ ^ΚΗεβΣΚΗ ΤΡΑΠέΖ.

 

ΣΤΥ ^ΚΉεβ ΈΣΥΣΗΝ ΚΛΙΦΤΌΝΔΑΣ, (τότε πρωτεύουσα της Ρωσίας)

ΜΑ δΆιΝ ΠΑΝΔΎ-ΠΑ ΤΥ ΧΑΠΆΡ…

ΝΔΑ βΡέΘΑΝ ΚΌΖΜΥΣ, ΣΚΌΘΑΝ ΠΆΝΥ,

ΤΟ ΈΦΧΗΝ ιΆΝΔΥ ΔζΑΝΑβΆΡ.

 

ΤΝ ΑβιΉ ΣΤΥ ^ΝΟβΓΟΡΟΔ ΞΑΧ βΡέΘΙΝ.

ΝΔΥ ΠΣέΜΑ ΤΟΣ ΧΑΔΡΆιβΗΝ ΉΧ.

ΚΗ ^ιΑΡΟΣΛΆβ ΤΥ ΣΆΝ ΤΟΣ ΧΆΣΗΝ…

ΧΤΥ ΔΥΔΥΤΟΚ δΑιΝ Σ ΤΥ ^ΝεΜΗΓ.

    την αυγή ώς κ στο Νόβγκοροντ βρέθηκε

 

ΣΤ ^ΝεΜΗΓ δΙΜΆΤιΑ δΌ τΗ ΣΤΡΌΝΝΙ,

δΌ ΦτιΆΛιΑ ΣΤΡΌΝΝΙ Τ ΑΓΡΥΣΤΡέΣΣ,

ΚΗ ΤΑ ΚΥΡΜΉιΑ ΑΛΥΝΊΖΝΙ –

ΠεΛΊΓΝΙ ΣΤ ΆΝΙΜΥ ΤΑ ΠςέΣ.

 

Σ ^ΝεΜΉΓ ΤΑ ιΆΡιΑ τΉ ΥΣέβΝΙ

ΞΗΞΆΚιΑ ΚΗ ΧΥΡΤΆΡιΑ.

ΝΔΑ ΣΤΎιδΑ ΈΝ ΑΤΆ ΣΠΑΡΜέΝΑ

ΑΧ ^ΡΎΣΚΑ ΤΑ ΠΑΛΚΆΡιΑ.

 

^βΣεΣΛΆβΣ ΣΤΥ ςέΡ-Τ ΤΥΝ ΚΌΖΜΥ ΠΡΆΤΖΗΝ,

ΒΑΖΆΡιΑ ΜΉΡΑΖΗΝΙ ΚΝιΆΖ\Σ.

ΧΑΝΔΖΆΡΗβΗΝ ΤΟΣ ιΆΝΔΥ ΛΊΚΥ,

ΥΛΝΊΧΤΑ, ΦΌΣ ΟΣ ΠΎ ΧΑΡΆΖ.

 

ΑΦΤΆΜΑΣ ΉΤΥΝ ΑΣ ΤΥ ^ΚΉεβ, |ΑΧΣΆΜ|ας

ΌΣ ΤΥΝ ΠΗΡΝΌ – Σ ^ΤΜΥΤΟΡΟΚΆΝ.

ΑτΉ, ΠΥ ΉΡΗβΗΝ ΚΑΡδΊιΑ-Τ,

βΡΗςΚΆΤΙΝΔΥΝ ΧΑΠΑΡΣΗΣΤΆΝ. |hΑΒΑΡ-ΣΙΖ-ΔΑΝ|

 

ΣΤΥ ^ΠΌΛΟτσΚ ΧΤΊΠΑΝΑΝ ΚΑΜΒΆΝΙΣ,

ΣΤΥ ^ΠΌΛΟτσΚ ΠέΛΝΙΝ ΣΠΗΡιΑΝΌΣ,

ΚΗ ΑΣ ΤΥ ^ΚΉεβ ΑΤΌ ΤΗ <ΤΝ> ΌΡΑ

ΦΟΝΊ ΚΑΜΒΆΝΑΣ ΉΚΥιΝ ΤΟΣ.

 

ΑΣ ΉςΗΝ ΜέΓΑ ΚΗ ΤΌΣ δΊΝΑ,

ΑΣ ΉΤΥΝ, ΤΈΚΑΣ ΜέΓΑΣ ΚΝιΆΖ\Σ,

ΠΗΧΤΆ, ΠΗΧΤΆ Σ ΤΥΚΌΤ ΤΥ ΖΉΣΜΥ

ΤΥ δΛΊιΑ-Τ τΉΡΚΗΝΔΥΝΙ ΡΆΣΤ.

 

ΤΥΝ ^βΣεΣΛΆβ ΑΤΌ ΖΑΜΆΝ

ΉΠΗΝ Άιτσ ΝΑΜΛΊδΣ ^ΒΟιΆΝΣ:

«ΝΈ ΑΧΗΛΔΆΡΣ,

ΝΈ ΠΣεΜΑΤΆΡΣ,

ΝΈ ΤΥ ΠΛΊ ΚΗ ΝΈ ΚΑΝΊΣ,

ΑΧ ΘΙΓΎ

ΠΗΚΡΌ ΑΓΎ

Τ\ΘΑ ιΑΓΑΛΊΣ!» διαλύσει

****

 

ΠέΡΑΣΑΝ ^ΤΡΟιΆΝ ΤΑ ΤΊΝΞΚΑ ΧΡΌΝιΑ,

^ιΑΡΟΣΛΆβ τΗΡΌΣ δΆιΝ ΚΆΤΥ-ΉΣ. κατωγής, καταγής

ΚΗ ΡΥΣΠΌΛΣ ^ΟΛέΓΣ ΤΙΚΜΉΛ ΖΜΥΝΊΘΙΝ –

ΈΦΑιΝ, ΧΆΣΗΝ ΚΌΖΜΥ ΤΟΣ ΠΥΛΊΣ.

 

ΠΆΝΔΑ ΠΑ ΑΓΛΆΤΥΝΙΝ Τ ΑδΡΈΦιΑ,

ΝΑ ΧΥΛΔΈβΝΙ ΤΙ ΧΑΡςΎ – ΧΑΡςΎ.

ΧΆΛΙΣ ΚΣέΝ ΝΑ ΠιΆΝΝΙ, ΝΑ ΣΚΥΤΎΝΝΙ, |QhΑΛΙΣ| ακριβώς, σωστά, ίδια.

ΤΊΤΚΥ ΠΡΆΤΖΗΝ ΤΟΣ ΠεΣ ^ΡΥΣΣ ΑΓΎ.

 

ΆΜΑ ΠΆΣ Τ ΖΑΝΓΚΎ Σ ^ΤΜΥΤΟΡΟΚΆΝ

ΠΆΤΑΝΙΝ ^ΟΛεΓΣ ΝΑ ΔζΥΝΑΉΣ,

ΉΚΥιΝΔΥ ΤΌ Τ ΌΡΑ ^ιΑΡΟΣΛΆβΣ-ΠΑ,

ΤΊΤΚΑ τΉ ΑΓΆΠΑΝΙΝ ΤΟΣ δΛΊΣ.

 

ΑΧΗΛΔΆΡΣ, ΝΑΜΛΙδΣ ^βΛΑΔΉΜΗΡΣ, ΤΌΣ-ΠΑ,

τΉΘΙΛΙΝ ΝΑ ΈΝ ΧΑβΓΑΛΑιΜΎΣ.

ΚΗ ^ΟΛέΓΣ ΝΔΑ ΠΚΆΝΖΗΝ ΤΑ ΚΑΜΒΆΝΙΣ,

τΉΘΙΛΙΝ ΑΤΌΣ ΝΑ ΤΥ ΑΚΎΣ.

 

ΚΝιΆΖ ^ΒΟΡΉΣ –ΠΑ ΣΤΥΝ ^ΟΛέΓ τΗΜΌΝΥ,

ΜΑΧΤΑΝΈΦΤΙΝ, ΌΛΣ-ΠΑ ΝΑ ΗΝΚΉΣ.

ΚΗ ΝΔΑ ΠιΆΣΤΑΝ ΣΜΆ Σ ΠΥΤΆΜ ^ΚΑΝΉΝΑ,

ΉβΡΗΝ ΤΥ ΑΔζέΛ-Τ ΑτΉ ^ΒΟΡΉΣΣ.

 

Άιτσ ΚΑΜΉιΑ ^ΣβιΑΤΟΠΌΛΚ-ΠΑ ΤΆΤΑ

ΣΜΆ ΣΝ ^ΚΑιΆΛΑ τέΚΑΜΗΝ ΧΑΉΡ.

ΚΗ Ν ΚΥΡΜΌ-Τ ΑΝ Τ ΆΛΓΑ, ΑΣ ΤΥ ^ΚΉεβ,

ΠΉΓΑΝ ΑΣ ^ΣΟΦΉιΣΚΗ ΜΟΝΑΣΤΊΡ.

 

ΚΗ ΑΤΌΤ, ΣΤΑ ΆςΞΗ]ΗΜΑ ΤΑ ΧΡΌΝιΑ,

ΠΎιΑ ΆΡΤΑ ΠέΜΝΑΝΙ ΜΑΚΡΆ,

ΚΡΎΧΚΑΝΔΑΝ, ΗΡΉςΗβΑΝ Τ ΑδΡΈΦιΑ, εκρούοντο |ιΑΡΙς|ευαν

ΚΝιΆΖ\Σ ^ΟΛέΓΣ-ΠΑ ΉςΗΝ-ΔΥ ΧΑΡΆ.

 

ΤΥΝ ^ΟΛέΓ ΥΜδΊιΑ, «^ΓΟΡεΣΛΆβΗΞ»

ΈβΓΑΛΑΝ Σ ΑΤΌ ΤΥ ΧΑΒΑιΆΤ…

ΤΥςΝΙΜέΝ ΑΤΌΤ ΣΤ ΑΛΈΤΡιΑ ΠΉΣΥ,

ΛΊΓΥΣ ΛΌιΑ ΠΡΆΤΑΝΑΝ ΧΥΡιΆΤ.

 

ΤΥ <ΤΑ> ΚΥΡΌΝΙΣ ΠέΤΑΝΑΝ ΞΑΡΆΝιΑ –

ΈΖΝΑΝ ςέΝΚΑ, ΤΊΝΞΚΑ ΚΗ ΛΑΦΡΆ.

τσΝΆιβΑΝ ΑΘΑΡΠΝΎ ΚΥβΔΆιδΑ, ΣΤΎιδΑ,

βΓΆΛΙςΚΑΝ ΔΑΎςΑ ΑΝ Τ ΧΑΡΆ.

 

…ΉΤΑΝΙ ΛΥΓΆΣ ΠΚΑΝΖΜΎΣ–ΠΑ ΈΜΒΡΥ –

ΉΡΚΑΝΔΑΝ ΧΑΡςΎ – ΧΑΡςΎ Ν ΔΥςΜΆΝΣ,

ΜΑ ΑΤΊΤΚΥ ΠιΆΣΜΥ ΚΌΜΑ τΉΤΥΝ,

ΤΊΓΛΥ ΉΤΥΝ ^ΉΓΟΡ Ν ΠΟΛΟβΞΆΝΣ.

****

 

ΓΥΝΓΚΆ ΠΑΝΔΎ–ΠΑ^ΡΎΣΚΥ ΠΆΤΥΣ,

ΓΥΝΓΚΆ, βΑΡέιΑ ΝΑΣΤΙΝΆΖ.

ΑΝΓΚέβΝΙ ΗΜΒΗΡΝΆ ΤΑ ΧΡΌΝιΑ,

ΑΝΓΚέβΝΙ ΤΥΝ ^βΛΑΔΉΜΗΡ ΚΝιΆΖ\.

 

ΠΥΛΆ, ΠΥΛΆ ΡΥΣ ΘΑ ΑΝΓΚέβΝΙ

ΤΑ ΚΑΛΥΖΌιΑ ΗΜΒεΡΝΆ.

ΤΥΝ ΚΝιΆΖ\ ^βΛΑΔΉΜΗΡ ΑΣ ΤΥ ^ΚΉεβ

ΝΑ ΣΤΊΚΣ ΖέΡ ΠΌΡΝΙΣ ΚΆΝΑ ΤΝΆ?

 

ΤΥΝ ΚΝιΆΖ\ ^βΛΑΔΉΜΗΡ, ΤΙΣ ΝΔΥΝ ΚΌΖΜΥ

ΔΙΓΚΉΣ-ΠΑ ΉΤΥΝ Σ ΕΝΑΝΔΟΠ, και αυθημερόν ακόμη ήταν σε οποιονδήποτε τόπο ήθελε,

τΉ ΠΌΡΝΙΝ ΉΣ-ΠΑ ΑΣ ΤΥ ^ΚΉεβ

ΝΑ Ές ΑΤΌΝΑ ΚΑΤΑΤΌΠ. κατα τόπου

 

ΣΗΜέΗΣ ^ΡιΎΡΗΚ ΚΗ ^ΔΑβΉΔ-ΠΑ

ΠΡΑΤΊΖΝ-ΔΑ ΛΊΓΥΣ ιΥΡΥΧΛΊΧ.

ΠΡΑΤΊΖΝ-ΔΑ ΣΉΜΥΡ ΧΌΡιΑ – ΧΌΡιΑ

ΚΗ ΚΆΜΝΙ δΊ-ΤΙΝ ΠΑΧΗΛΛΊΧ.

 

ΧΌΡιΑ – ΧΌΡιΑ ΤΙ ΠΚΑΝΊΖΝΙ,

ΉΣ ΤΥΝ ΆΛΥ τΉ ΡΥΤΆ.

ΤΑ ΣΠΑΘΊιΑ-ΤΙΝ ςΥΡΉΖΝΙ,

ΜΑ Χ ΑΤΌ ΖεΡ ΈΝ ΦΑιΔΑ?! |ΦΑιΔΑ|= όφελος

****

 

^ιΑΡΟΣΛΆβΝΑ ΚΛΈ, ΘΑΡΉΣ, ΚΥΚΎςΚΑ,

ΤΥ ΔΑΎςτσ ΠΑΈΝ, ΜΑΚΡΆ ΑΚΎςΚΗΤ.

ΤΥ ΔΑΎςτσ ΔΑΓΛΈΦΚΗΤ, ΦΉΝ ΚΗ ΠΆι

ΛΌΝ ΠΛΑΤΊ ΚΗ ζΑΝΓΚΑΡΉ ^ΔΥΝΆι:

 

«ΆΝ ΘΑ ΉΝΝΙΜΗ ΚΥΚΎςΚΑ, -

^ιΑΡΟΣΛΆβΝΑ ΛΈ ΝΔΥ δΆΚΡΥ, -

ΓΌ ΘΑ ΠέΤΑΣΑ, ΘΑ δΆβΑ,

ΛΌΝ ^ΔΥΝΆι, ΞΆΧ Σ ΠΆΤΥ Τ ΆΚΡΑ.

 

ΣΤΥ ΠΥΤΆΜ ^ΚΑιΆΛ ΘΑ βΡέΘΑ,

ΤΥ ΜΑΝΊΤ\-Μ ΘΑ βΎΤΣΑ ΠέΣΥ,

ΚΗ ΚΝιΆΖ\ ^ΉΓΟΡ-Μ ΤΑ ΗΡΆιδΑ

ΓΟ ΘΑ ΠΌΡΣΑ ΝΑ ΤΑ δΈΣΥ».

 

^ιΑΡΟΣΛΆβΝΑ ΣΤΊΚΗΤ ΚΛΙιΥΜέΝΣΑ,

ΠΆΣ Τ ΓΥΝΈιΑ ΒΑΖΑΡΊ ΚΑιΜέΝΣΑ,

ΣΤΥ ^ΠΥΤΉβεΛ\ ΤΥΝ ΠΗΡΝΌ ΓΥΡΓΆ,

ΚΛΈ, ΠΑΡΑΚΑΛΊ ΚΗ ΜΥΡΛΥΓΆ:

 

«βΆι, ΣΗ ΑΝΕΜΥΚΑΛΊιΑ!

δΙΝΑΤΆ ΦΣΑΣ ΛΊΓΥΣ ΤΈΛΟΣ.

ΠΆΣ ΤΑ ΡΎΣΚΑ ΤΑ ΠΑΛΚΆΡιΑ,

ΠΌΣ ΣΗ ΠΆιΣ ΔΥςΜΆΝ ΤΑ βέΛΙΣ.

 

ΤΌΠΥ ΈςΣ ΖεΡ ΆΛιΑΧ ΛΊΓΥ,

ΣΤ ΥΡΑΝΌ ΠΣΗΛΆ ΝΑ ΠέΚΣ ΣΗ? (δέν είναι το ρήμα «παίξεις», αλλα το απίκεσαι, του αρχαίου απικόμην (αφικόμην))

ΣΤΥ ιΑΛΌ – ΜΗΔΆΝ ΤΥ ΜέΓΑ,

ΤΑ ΚΑΡΆβιΑ ΝΑ ΧΑιδέΠΣ ΣΗ?

 

ΠΌΣ ΣΗ ΦΣΆΣ ΚΗ τέςΣ ΉΞ ΆΚΡΑ,

ΠΌΣ ΧΝ ΚΑΡδΊιΑ-Μ ΤΑ ςΗΝΓΚΛΊΧιΑ

ΠΉΡΗΣ, ΠέΛΣΗΣ ΣΤ ΜΥΚΑΛΊιΑ,

Σ ΧΗΡΔΙςΉ ΤΑ ΜΗΔΑΝΛΊΧιΑ?»

 

^ιΑΡΟΣΛΆβΝΑ ΣΤΊΚΗΤ ΚΛΙιΥΜέΝΣΑ,

ΠΆΣ Τ ΓΥΝΈιΑ ΒΑΖΑΡΊ ΚΑιΜέΝΣΑ,

ΣΤΥ ^ΠΥΤΉβεΛ\ ΤΥΝ ΠΗΡΝΌ ΓΥΡΓΆ,

ΚΛΈ, ΠΑΡΑΚΑΛΊ ΚΗ ΜΥΡΛΥΓΆ:

 

«βΆι, ^ΔΝεΠΡΟ! ΤΑ ΔζΆΠιΑ ΤΊΡΠΣΗΣ, τρύπησες, =διαπέρασες

ΧΑιΑδΊΤΚΑ ΈςΣ ΣΗ ιΆΡιΑ,

ΠΆΣ ΤΑ τΉΜΑΤΑ-Σ ΚΥΝΆΝΖΗΣ

ΣβιΑΤΟΣΛΆβ ΣΗ ΤΑ ΠΑΛΚΆΡιΑ.

 

ΤΥΝ ^ΚΟΒιΑΚ, ΝΔΑ ΉΝΚΣΗΝ ΣΤΈΡΑ,

ΉΡΣΗΣ-τσ, ΉΦεΡΗΣ ΑΝ Τ ΉιΑ.

δΊΝΑ ΜέΓΑ ΈςΣ, ΝΑ ΦΚΡΉΘ-Με:

ΧΉιΠΣΗ ^ΉΓΟΡ-Μ Σ ΚΣεΝΙΤΉιΑ!

 

βΆι, ^ΔΝεΠΡΟ, ^ΔΝεΠΡΟ-^ΣΛΑβΎΤΗΞ!

ΓΡΉΚΑ ΣΉ ΤΥΚΌΜ ΤΥΝ ΠΌΝΥ,

ΤΥΝ ΚΗΡβΌ-Μ, ΤΥΝ ^ΉΓΟΡ-Μ ΉΡΣΗ,

δΆΚΡΥ ΓΟ ΝΑ ΜΉ ΚΥΝΌΝΥ!»

 

^ιΑΡΟΣΛΆβΝΑ ΣΤΊΚΗΤ ΚΛΙιΥΜέΝΣΑ,

ΠΆΣ Τ ΓΥΝΈιΑ ΒΑΖΑΡΊ ΚΑιΜέΝΣΑ,

ΣΤΥ ^ΠΥΤΉβεΛ\ ΤΥΝ ΠΗΡΝΌ ΓΥΡΓΆ,

ΚΛΈ, ΠΑΡΑΚΑΛΊ ΚΗ ΜΥΡΛΥΓΆ:

 

«ΦΥΣΗΡΌ, ΛΑΜΒΡΎτσΚΥ ΉΛιΥ!

ΣΗ ΑΣ ΌΛΣ δΥιΣ ΦΌΣ ΚΗ ΧΛιΆδΑ.

ΠΌΣ ΠΑΣ ^ΉΓΟΡ-Μ ΤΑ ΠΑΛΚΆΡιΑ

ΤΌΣΥ ΠέΛΣΗΣ ΣΗ ΑΠΣΆδΑ!?

 

ΞΆΧ ΤΑ βέΛΙΣ-ΤΙΝ ΑΛΊΓΣΗΣ,

ΑΝΔΥ ΚΛΈ ΡΥΤΎ ΓΟ ΣέΝΑ: εν τω κλαίειν ρωτώ εγώ σένα:

ΠΌΣ ΣΗ ΈΚΑΠΣΗΣ-τσ ΑΧ Τ δΊΠΣΑ,

ΠέΣ ΤΑ ΚΉΚΚΑ ΞΌΛιΑ ΚΣέΝΑ?»

****

 

ΔζΒΆΡιΑΣΗΝ, ΆΓΡΗΠΣΗΝ τΗΡΌΣ |ΞΟΥΒΑΡ|ιασεν, άγριεψε καιρός

ΚΗ ΣΚΌΘΙΝ ΜΆβΡΥ ΣΗΝΕΦΉιΑ.

ΤΥΝ ^ΉΓΟΡ ΠΡΆΤΖΗΝ-ΔΥΝ ΘΙΓΌΣ,

ΣΤΥ ^ΡΎΣ\ ΝΑ ΉΡΣΗΝ ΠΆΛ ΑΝ Τ ΉιΑ.

 

ΧΤΥ ΣΉΡΤ ΑΠΉΣΥ ΉΛιΥΣ βΖΉΝ,

ΣΚΥΤΊΝΣΗΝ… ^ΉΓΟΡΣ ΠέΦΤ, τΉ Τ\ΜΆΤΙ.

ΝΥΝΊΖ, ΣΤΥ ΝΎ-Τ ΑΤΌΣ ΠεΡΆΖ,

ΤΎ ΠΆι ΣΤΥ ^ΡΎΣ\ ΛΌΝ ^ΔΌΝ ΤΌ Τ ΣΤΡΆΤΑ.

 

^ΟβΛΎΡΣ-ΠΑ, ΤΌΣ-ΠΑ τΉ ΝΙΣΤΆΖ,

ΤΜΆΖ ΆΛΓΑ. ΤΊΝΞΚΑ ΔΑΥςΛΈβΝΙ:

- ΈΝ Τ ΆΛΓΑ ΉΤΜΑ ΆΡΤΑΧ, ΚΝιΆΖ\,

ΈΝ ΆΡΤΑΧ ΟΡΑ ΝΑ ΔζΥΝΈβΥΜ!

 

ΔζΥΝΆιΣΑΝ… ΠΆΤΥΣ ΞΆΧ ΤΡΥΜΆΖ,

ΚΗ ςΑΧΗΡΛΈβΝΙ ΤΑ ΧΥΡΤΆΡιΑ. θροΐζουν

ΠΟΛΌβτσΙ ΈΜΑΘΑΝ-ΔΥ, ΜιΆΖ,

ΚΗ ΣΚΌΘΑΝ ΌΛ-ΤΙΝ ΠΆΣ ΤΑ ΠδΆΡιΑ.

 

ΜΑ βΡέΘΙΝ ^ΉΓΟΡΣ ΤΌ ΤΥ ΣΆΤ,

ΠέΣ ΤΑ ΧΑΜςέΣ, ΠΚΆΣ Ν ΠΥΤΑΜέιΑ. απ’έσω τα |QΑΜΙς|ιές, απο κάτω στην ποταμέα.

ΘΑΡΊΣ-ΚΗ ΠΛΊ ΠεΣ ΤΥ ΝΕΡΌ

ΚΥΛΎΜΠΣΗΝ, ΚΖέΝ Π ΑΤΌ ΜΑΡέιΑ.

μές τις καλαμιές, απο κάτω απ’ την ποταμιά (=όχθη του ποταμού)

 

ΠΆΣ Τ ΆΛΓΥ ΡΆΝΔΣΗΝ ΝΔΥ ΧΥΛΆι,

ΥΡΉΣ – ΥΡΉΣ ΦΤΙΡΝΊΖ ΚΗ ΠΆι. ωρίς – ωρίς (=ενωρίς, γρήγορα)

 

ΘΑΡΉΣ ιΗΡΆΚ ΠέΣ Τ ΣΗΝΕΦΉιΑ

ΠεΤΆ, ιΆΝ Τ ΑΝΙΜΥΚΑΛΊιΑ.

 

ΈΝ ΚΎΞ ΚΑΝΊΣ ΑΤΊτσ ΝΑ ΣΌΝ,

ΜΑ ΚΌΠΑΝ Τ ΆΛΓΑ-ΤΙΝ ΣΑΠΌΝ. (=|ΖΑΒΥΝ|, εξαντλημένα;)

 

ΠΆΧ Τ ΆΛΓΥ ^ΉΓΟΡ-ΚΝιΆΖ\Σ ΚΑΤΈΝ,

ΛΌΝ ΤΥ ^ΔΟΝέτσ ΠΑΈΝ, ΠΑΈΝ.

 

ΣΤΥ ΦΆιΜΥ, ΌΣΑ ΘΈΛ ΑΤΌΣ,

ΠΥΡΉ ΠΑΠΉιΑ ΝΑ ΣΥΤΌΣ.

 

ΚΝιΆΖ\ ^ΉΓΟΡΣ ιΆΝ ΔΥ ΠΛΊ ΝΔΑ ΠΛΈβ,

^ΟβΛΎΡΣ, ιΆΝ Τ ΛΊΚΥ ΧΑΤΑΛΈβ.

 

ΜΑ ΠΣΤΆΘΑΝ Τ ΆΛΓΑ-ΤΙΝ, ΑΒΡε!

ΘΑΡΉΣ-ΚΗ ΞΉΧ ΤΥΝ ΉδΡΥ Ρέ…

****

 

ΤΥ ^ΔΟΝέτσ, ΘΑΡΉΣ, ΖΔΙςέΝ ΝΔΥΝ ^ΉΓΟΡ:

«Ό, ΚΝιΆΖ\^ΉΓΟΡ! ΤΜΉ–ΠΑ ΣΗ τΉ ΠέΡΣ!

ΠΌΝΥ Σ Ές ^ΚΟΝΞΑΚΣ! ΑΣ ΡΎΣΚΥ ΚΌΖΜΥ

ΝΔΥΝ δΑΦΤΌ-Σ ΧΑΡΆ ΣΗ ΜέΓΑ ΦέΡΣ!»

 

«Ό, ^ΔΟΝέτσ!, - ΑΤΌΤΙ ΉΠΗΝ ^ΉΓΟΡΣ, -

ΉΣΗ ΑΚΗΡβΌΣ, ΣΤΥ ΚΣέΡΣ ΚΑΛΆ –

ΤΊΝΞΚΑ ΠΆΣ ΤΥ τΗΜΑ-Σ ΚΥΝΑΝΊΣ-Με,

ΣΉ-ΠΑ ΤΜΉ τΉ ΠέΡΣ, ΣΗ ΚςΆΖΣ ΠΥΛΆ.

 

ΠΆΣ ΤΑΚΆ-Σ ΤΑ ιΆΡιΑ ΤΑ ΧΛιΥΡιΆΡΚΑ,

ΠΎιΑ ΑΝΓΚΑΛΊΖ ΛΑΦΡΌ ΤΥΜΆΝΣ,

ΣΆΧΚΑ ΜέΝΑ ΜΛΌΝΣ, ΜΉ ΚΡΎΓΝΙ ΠΆΝΥ-Μ, |ΣΑΓ|ικα

ΧΥΡΑΛΈβΣ ΣΗ ΜέΝΑ ΑΧ ΔΥςΜΆΝΣ!».

 

ΚΗ ΑΤΌΣ ΝΔΑ ΠέΦΤ ΝΑ ΠΆΡ ΑΝΆΣΑ,

ΠΎ τΗΡΌΣ ΕΝ ΤΌΣΥ ΦΥβΗΡΌ,

ΦΛΆΓΝΙ ΤΌΝΑ ΑΣ Τ ΑΈΡΑ ΓΛΆΡΗΣ8

ΚΗ ΠΑΠΉιΑ ΣΆΧΚΑ ΠΆΣ ΝΕΡΌ.

8. ΓΛΑΡΗΣ – ΞΑιΚΗ.

ΜΑ ΠΥΤΆΜ ΤΥ ^ΣΤΎΝΓΑ,

ΤΊΤΚΥ τέΝ, τΉ ΜιΆΖ.

ΝΔΑ ΠΥΤΆΜιΑ ΚΣέΝΑ

ΤΑ ΝΕΡΆ-Τ ΤΑΡΆΖ.

 

ΚΗ ΜΑΚΡΆ, ΞΆΧ ΣΤ ΆΚΡΑ-Τ,

ΝΊςΚΗΤΙ βΑΘΉ.

Τ ^ΡΟΣΤΗΣΛΑβ ΤΟ ΡΌΦΣΗΝ –

ιΑςΥτσΚΥ ΠεδΊ.

 

^ΡΟΣΤΗΣΛΑβ-ΚΝιΑΖ\ ΜΑΝΑ

Σ ΠΥΤΑΜΉ Τ ιΑΓΆ,

ΠΆΣ ΤΥΝ ιΌ-τσ ΦΥΡΚΖΜέΝΥ

ΚΛΈ ΚΗ ΜΥΡΛΥΓΆ.

 

ΚΛΈ ΤΙ ΜέΡΑ – ΝΊΧΤΑ,

ΠΆι ΤΥ ΚΛΈ-τσ ΜΑΚΡΆ,

ΤΑ ΞΗΞΆΚιΑ ςΉΧΚΝΙ,

ΚΛΈΓΝΙ ΤΑ δΕΝΔΡΆ…

****

 

ΤΌ ιΌΧ, τΉ ΧΛΊΖΝΙ ΚΑΞΑΚΆΝΙΣ,

ΤΌ ΔΡέΧΝΙ Άιτσ ^ΚΟΝΞΆΚΣ ΚΗ ^ΓΖΆΚΣ –

ΤΥΝ ^ΉΓΟΡ ΘΈΛΝΙ ΤΙ ΝΑ ΣΌΣΝΙ,

ΤΑ ΞΉΡιΑ ΠΉΡΑΝΙ ΤΙ ΚΝιΆΖ\.

τα ίχνη πήρανε αυτοί του πολέμαρχου.

 

ΤΑ ΚΑΞΑΚΆΝΙΣ, ΤΑ ΚΥΡΌΝΙΣ,

τΉ ΧΎΛΖΑΝ ΉΞ ΑΤΌ ΤΥ ΣΆΤ.

ΤΈΚ ΒΌΛΚΑ ΦΉδΑ, ΠέΣ ΧΥΡΤΆΡιΑ,

ΝΔΥ ςΎΡΖΜΥ ΈΦιΗβΑΝ ΑΠ ΣΜΆ-Τ.

 

ΤΑ ΚΣΗΛΟΦΆΓιΑ9 ΤΕΚ ΝΔΥ ΧΤΊΠΥΣ, 9. ΚΣΗΛΟΦΆΓ – ΔειΑΤεΛ\.

ΣΜΑΡΛΆιβΑΝ ΠΎΧ ΝΑ ΠΆι ΑΤΌΣ.

ΚΗ ΤΑ ΑιδΌΝιΑ ΝΔΥ ΤΡΑΓΌδ-ΤΙΝ

ΒΗΛΔΡΆιβΑΝ ΤΟ, ΟΤ ΣΌΝ ΠΗΡΝΌΣ.

 

ΉΠΗΝ ^ΓΖΆΚΣ ΤΥΝ ^ΚΟΝΞΑΚ.

- ΤΈΚΑΣ Φ\έβ ΤΥ ιΗΡΆΚ

 

ΈΝ ΗΣΆΠ, ΣΉ ΑΝ ΘΈΛΙΣ,

ΝΔΑ ΦΛιΥΡΉΤΚΑ ΤΑ βέΛΙΣ.

 

ΛΈΓΥ ΣέΝΑ Τ ΑΣΛΊ-Τ,

ΆΣ ΣΚΥΤΌΣΥΜ ΤΥ ΠΛΊ-Τ.

 

ΛΈ ^ΚΟΝΞΆΚΣ ΚΗ ΗΛΆ:

- Άιτσ ΝΑ ΚΆΜΣ τΉ ΦΗΛΆ.

 

ΤΥ ιΗΡΆΚ Σ Φ\έβ, ΑΣ ΠΆι,

ΝΑ ΤΥ ΠιΆΚΣ τέΝ ΧΥΛΆι.

 

ΜΉΣ ΤΥΚΌ-Τ, ΚΣέΡΣ, ΤΥ ΠΛΊτσ,

ΑΣ ΤΥ δΌΚΥΜ ΚΥΡΉτσ.

 

τέΝ τΗΡΌΣ ΝΑ ΜΑΝΔΈβΥΜ,

ΜΉΣ ΑδΌ Σ ΤΥΝ ΠΑΝΔΡέβΥΜ.

 

^ΓΖΆΚΣ ΝΑ ΛΈ ΠΆΛΙΣ ΖΒδΆΖ:

- ΝΎΝ, ΚΟΝΞΆΚ, ΝΔΑ ΜιΑΛΆ-Σ.

 

ΤΥ ΠεδΊ-Τ ΝΔΥ ΠΑΝΔΡέΠΣΥΜ,

ΣΤΈΡΑ ΜΉΣ ΘΑ ΤΥ Χ\έΠΣΥΜ.

 

ΘΑ ΈΡΤ ΌΡΑ – ΖΑΜΆΝ,

ΘΑ ΤΥ ΚΆΜΥΜ ΒΥςΜΆΝ. |ΠΙςΜΑΝ|=μετάνοια

 

Φ\έβ ΚΗ ΠΆι Τ ιΗΡΑΚΉτσ,

ΠέΡ ΚΗ ΠΆι ΤΥ ΚΥΡΉτσ.

 

ΤΌΤ Τ\ΘΑ ΈΧΥΜ, ΒΑΡΌ,

ΝΈ ΚΥΡΉτσ, ΝΈ ΓΑΜΒΡΌ.

 

ΚΗ ΘΑ ΈΡΤΝΙ ΠΆΛ, ΜΆΣ

ΝΑ ΠΚΑΝΊΣΝΙ, ΓΡΗΚΆΣ?

 

ΝΑ ΠΚΑΝΊΣΝΙ ΜΑΣ ΌΛ,

ΠέΣ ΤΥΚΌΜΑΣ ΤΥ ΞΌΛ!

****

 

ΉΤΑΝ ΧΡΌΝιΑ, ΠέΡΑΣΑΝ ΖΑΜΆΝιΑ,

ΜΑ ΑΝΓΚέΦΚΗΤ ΚΌΜΑ ΤΈΚΑΡΑΝ:

ΤΡΑΓΥιδΆΝΤ ΔΊ ΈΖΝΑΝ ΠΆΣ ΤΥΝ ΠΆΤΥ,

ΈΜ ^ΧΟΔΊΝΣ ΚΗ ΈΜ ΝΑΜΛΊδΣ ^ΒΟιΆΝΣ.

 

ΣΤ ΑΚΗΡβΆ-ΤΙΝ, ςέΝΚΑ ΤΑ ΤΡΑΓΌιδΑ,

ΠΆΣ Τ ^ΟΛέΓ ΚΗ ΠΆΣ ΤΥΝ ^ιΑΡΟΣΛΆβ,

ΉΧΑΝ ΠέΣΥ ΛΌιΑ ΑΧΗΛΔΆΡΚΑ,

ΝΔΑ ΜΑΧΤΆιβΑΝ ΤΙ ΤΥΝ ^ΣβιΑΤΟΣΛΆβ:

 

«ΈΝ βΑΡΉ, ΗΛΒέΤ, ΤΥ ΦτιΆΛ ΝΔΑ τές ΚΥΡΜΌ,

ΜΑ ΚΥΡΜΌΣ-ΠΑ ΦτιΆΛ ΝΔΑ τές, ΤΟ ΈΝ ΧΑΜΌ!».

Άιτσ ΚΗ ΠΆΤΥΣ ΡΎΣΚΥ-ΠΑ ΤΟ ΜιΆΖ,

ΛΊΓΥΣ ΤΥΝ ΝΑΜΛΊδΚΥ ^ΉΓΟΡ-ΚΝιΆΖ\!

****

 

ςέΝΓΚΑ ΉΛιΥΣ ΦΥΣΑΡΈβ, ΛΑΜΒΡΉΖ.

Σ ^ΡΎΣΚΥ ΠΆΤΥ ^ΉΓΟΡ-ΚΝιΆΖ\Σ ΗΡΉΖ.

 

ΤΡΑΓΥδΎΝ ΚΥΡΉΞΑ ΣΜΆ Σ ^ΔΥΝΆι,

ΞΆΧ ΣΤΥ ^ΚΉεβ ΤΥ ΔΑΎς-ΤΙΝ ΠΆι!

 

ΑΣ ΤΥ ^ΚΉεβ ^ΉΓΟΡΣ ΖΒδΆΖ ΚΗ ΠΆι,

ΣΤΥ ^ΒΟΡΉΞεβ ΈΣΥΣΗΝ ΧΥΛΆι.

 

δΆιΝ ΑΣ ^ΠΗΡΟΓΟςΞ]ΑΣ ΤΟΣ ΚΗΛΣΉιΑ,

ΈβΑΛΙΝ ΣΤΑβΡΌ ΚΗ ΜΗΤΑΝΊιΑ.

 

ΑΧ Ν ΚΗΛΣΉΙΑ ^ΉΓΟΡΣ ΚΖέΝ, ΠΆΛ, ΖΒδΆΖ,

ΧΑΡΗΤΌΘΑΝ ΚΌΖΜΥΣ, ΠΎ ΔΡΑΝΆΣ!

 

ΧΆΡΑΝ ΤΑ ΧΌΡΗΣ,

ΤΑ ΒΑΖΆΡιΑ ΧΆΡΑΝ!

****

 

ΤΡΑΓΌδ ΤΡΑΓΌδΣΑΜ έΡΥΣ ΚΝιΆΖ\Σ

ΚΗ ΠΆΣ ΖΑΜΆΝιΑ ΠεΡΑΖΜέΝΑ.

τΗΡΌΣ ΑΤΌΡΑ ΜΉΣ ΠΆΣ ιΆςΣ

ΤΡΑΓΌδ ΝΑ ΠιΆΚΥΜ δΟΚΣΑΖΜέΝΥ:

 

δΌΚΣΑ ΤΥΝ ΚΝιΆΖ\

ΤΗΝ ^ΉΓΟΡ ^ΣβιΑΤΟΣΛΆβΟβΗΞ!

 

δΌΚΣΑ ΤΥΝ ΑδΕΡΦΌ-Τ

ΤΥΝ ΝΑΜΛΊδ ^βΣεβΟΛΌΔ!

 

δΌΚΣΑ ^ΉΓΟΡ ΤΥΝ ιΌ

ΤΥΝ ^βΛΑΔΉΜΗΡ ^ΗΓΌΡεβΗΞ!

 

ΚΑΛΆ ΝΑ ΖΉΣΝΙ, ΛΊΓΥΣ ΓΜΆΡιΑ,

ΈΜ ΚΝιΆΖ\ ΝΑΜΛΊδ, ΈΜ ΤΑ ΠΑΛΚΆΡιΑ!

δΌΚΣΑ!

 

ΤΊΣ ΣΚΌΘΙΝ ΠΆΝΥ ΠΆΣ ΔΥςΜΆΝΣ,

ΝΑ ΧΥΡΑΛΈβΝΙ ΧΡΗΣΤΗΆΝΣ,

δΌΚΣΑ!

 

ΈΜ ΚΝιΆΖ\Σ,

          ΈΜ ΤΑ ΠΑΛΚΆΡιΑ,

δΌΚΣΑ!

 

ΑΜΉΝ\.

 

^ΣΑΡΤΑΝΆ – ^ΥΚΡΑΉΝΑ - ^ΡΥΜΙΝΉιΑ - ^ιΥΓΟΣΛΑβΗιΑ – ^βεΝΓΡΗιΑ - ^ΑβΣΤΡΗιΑ - ^ΜΑΡΗΥΠΟΛ\ - ^ΣΑΡΤΑΝΆ) ΜΆΗΣ 1940 – ΗιΎΛΗΣ 1983. (όλα αυτά τα παραπάνω ποιήματα με κοινό θέμα τους πολέμους της ορθόδοξης Ρωσίας κατά της καθολικής Πολωνίας σε μιά παλιά εποχή, προφανώς πρίν απο την άλωση της Κωνσταντινούπολης απο τους Οθωμανούς, ο ποιητής άρχισε να τα γράφει απο το Μάιο του 1940 και τα ολοκλήρωσε τον Ιούλιο του 1983, σε διάφορους τόπους όπου έζησε: Σαρτανά, Ουκρανία, Ρουμανία, Γιουγκοσλαβία, Ουγγαρία, Αυστρία, Μαριούπολη, Σαρτανά). Είναι φανερό πως αυτοί οι πόλεμοι έκριναν το μέλλον της Ρωσίας και όλης της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, άν θα έμενε Ορθόδοξη και ανεξάρτητη ή Καθολική και υποτελής στην Πολωνία. Να σημειώσουμε πως το Ρωσικό κράτος δέν ιδρύθηκε απο Σλάβους, αλλα απο Σκανδιναυούς, φυλές πολεμόχαρες, στις οποίες, όπως και στο πρώιμο ρωσικό κράτος, ίσχυε το κοινωνικο-πολιτικό σύστημα των Αρείων φυλών: η κοινωνική θέση του κάθε πολίτη και η πολιτική θέση του κάθε ηγέτη καθορίζονταν απο την όλη πολεμικήτου ικανότητα. ήταν ένα σύστημα απο αυτήν την άποψη απόλυτα αξιοκρατικό).

 

ΠΆςΑ ΑΝΓΕΛΗΝΑ (σειρά ποιημάτων για μιά Ρωμιά ονομαζόμενη Pasha Angelina, μέτρο μεσοτονικό)

1.

ΣΤΥ ΒέςεβΟ ΣΚΌΘΗΝ βΗΡΆΝ, ΜΥΚΑΛΊιΑ, (λάθος αντί για ΒΥΡΑΝ= μπουρίνι, θύελλα. επηρεάσθηκε απο |βίΡΑΝ|= ερείπια)

ΠΆΣ Τ ΧΌΡΑ ΧΥΛΞΆΡΚΑ ΣΤΡΑΠΉΣ ΦΥΣΑΡέβ.

ΚΥΜΆΤιΑ ΧΑΠέΣ ςΚΉΖ ΠεΤΆι Τ ΣΗΝΕΦΉιΑ,

ΤΥ ΞΌΛ ΜΑβΡΥΠΉΣΑ – ΚΗΣΚΉΝΚΑ ΔΥβΛΈβ.

          στο (χωριό) Μπέшεβο σηκώθηκε ανεμοστρόβιλος, ανεμοθύελλα, πάνω στο χωριό θυμωμένα αστρπή φωτίζει. κομμάτια – κομματάκια σκίζει, πετάει τη συννεφιά (ο άνεμος), η εξοχή μαύρη πίσσα, αιχμηρά ηχεί.

 

ΚΑΝΊΣ-ΠΑ τέΝ ΒδΗΝΑ, ΜΣΟΝΙΧΤΑ Ές Τ ΧΌΡΑ,

ΦΣΑΛΜέΝΑ ΤΑ ΠΌΡΤΙΣ, ΚΑΝΊΣ-ΠΑ Τές ΦΟΣ.

ΤΙΣ Ές ΤΥ ΧΑΜΌ-Τ, ΝΑ ΚΖέΝ ΌΚΣΥ ΑΤΌΡΑ,

ΝΔΑ βΡές Κε βΡΥΝΔΑ, ΑΝΔΑ ΈΝ Άιτσ ΑΡΓΌΣ.

          ούτε ένας άνθρωπος δέν είναι πουθενά, μεσάνυχτα έχει το χωριό, σφαλισμένες οι πόρτες, ούτε ένας άνθρωπος δέν έχει φώς (αναμμένο στο σπίτιτου). ποιός έχει το χαμότου να βγεί έξω τώρα, που βρέχει και βροντά, τέτοια ώρα τόσο αργά. («έχει το χαμότου» είναι μιά παροιμιώδης έκφραση με την έννοια πως κάποιος φέρεται παράτολμα, άρα αψηφά τη ζωήτου, άρα (τον κάνει ο Θεός να) πηγαίνει στο χαμότου).

 

ΜΑ ΧΤΊΠΣΗΝ Ν ΠΥΡΤΊτσΑ, Κε ςΞ]Άδ ΗΣΑΝΊΤΚΥ, |ίΝΣΑΝ|ίτικο =γυναικείο

ΤΥΡΜΆςΗΠΣΗΝ ΔΌΚΗΝ ΒΗΡΔΈΝ ΤΥ ιΑΛΊ:

- ΤΟ ΣΉ ΗΣΗ, ^ΠΆςΑ, ΑΣ ΌΡΑ ΑΤΊΤΚΥ,

ΤΊ ΧΡΆςΚΗΣ, τΉ Τ\ΜΆΣΗ? ΣΗ Πέ-Με Τ ΑΣΛΊ.

          αλλα χτύπησε η πορτίτσα και (μιά) σκιά γυναικεία «αναρριχήθηκε» (=υψώθηκε) χτύπησε με μιάς το τζάμι. – «εσύ είσαι Πάшα; σε ώρα τέτοια τί σου ήρθε, δέν κοιμάσαι; πέςμου την αλήθεια».

 

- ΝΑΤΆςΑ, ΝΑΤΆςΑ, βΆι, ΉΠΝΥ τΉ ΠέΡ-Με,

ΑΤΌΣΥ βΡές ΌΚΣΥ, ΈΜ ΣΤΡΆΦΤ, ΈΜ βΡΥΝΔΆ.

ΤΑ ΜΣΚΆΡιΑ ΕΝ ΌΚΣΥ, Αι Σ ΠΆΓΥΜ ΑΣ Τ ΦέΡΜΑ,

ΣΤΑ ΠΆΡΥΜ ΑΠέΣΥ, ΠΑΓΌΝΝΙ ΑΤΑ.

          - «Νατάшα, Νατάшα, άχ, ύπνος δέν με παίρνει, τόσο βρέχει έξω, καί αστράφτει, καί βροντά. το μοσχάρια είναι έξω, έλα να πάμε στη φάρμα, να τα πάρουμε μέσα, θα παγώσουνε»

 

- ΓΟ, ΠΆςΑ, ΦΥβΎΜΗ, ΓΥΛβΎΤ ΞΑΧ ΤΥ ΣΤΌΜΑ-Μ, γολβούται

Τ\ΘΑ ΠΆΓΥ, ΖεΡ ΈΧΥ ΧΑΜέΝΥ ΓΟ Ν ΠςΉ-Μ…

- Α ΛΈιΣ Κε ΚΑΡδΆΡΣΑ-ΠΑ ΉΣΗ ΑΚΌΜΑ,

ΆΝ Τ\ΘέΛΣ ,ΤΊΓΛΑ ΘέΛΣ, ΓΟ ΝΑ ΠΆΓΥ δΑΦΤΊ-Μ!

          -«εγώ, Πάшα, φοβάμαι, τόσο που βουβαίνεται το στόμαμου, δέν πρόκειται να πάω, μήπως έχω χαμένη την ψυχήμου;» («έχει χαμένη την ψυχήτου» παροιμία που λέγεται για όποιον φέρεται παράτολμα, ένδειξη οτι προορίζεται με αυτήν την αποκοτιά να θανατωθεί). – «ενώ λές πως είσαι και πιό θαρραλέα! (εντάξει,) άν δέν θέλεις, όπως θέλεις, εγώ θα πάω μόνημου!»

 

Κε ^ΠΆςΑ ΔζΥΝΆιΣΗΝ… ΣΤΡΑΠΉΣ ΦΥΣΑΡΆιβΗΝ,

Τ ΣΤΡΑΤΊτσΑ ΤΥ δΆιΝΗΝ, ΑΣ ΦέΡΜΑ, ΣΤΥ ΞΌΛ…

ΑΧ ΌΡΑ ΑΠΆΝΥ ΜΑΝΓΚΡΆιβΗΝ Κε δΆιΝΙΝ,

ΠέΣ Τ ΧΌΡΑ ΑΤΌΤΙΣ ΝΔΑ Τ\ΜΆΤΑΝΔΑΝ ΌΛ…

και η Πάσια ξεκίνησε… αστραπή (συνεχώς) φώτιζε το δρομάκι το οποίο πήγαινε στη φάρμα, στην εξοχή… απο μιά ώρα περισσότερο, βρυχόμενη βάδιζε, μέσα στο χωριό τότε ενώ κοιμούνταν όλοι…

 

ΘΑΡΉΣ-Κε, ΚΥςΚΝΊςΚΗΤ βΡΥςΉΣ ΠΆΧ ΤΥ ΚΌςΚΝΥ

ΤΑ ΜΣΚΆΡιΑ ΛΥΝΔζΉΞΑ, ΑΠ ΚΆΤΥ ΣΤ βΡΥςΉ. «λούτσα»

τΉβΡΗςΚΝΙ ΞΑΧ ΤΌΠΥ, ΑτΉ – ΑδΌ ΚΛΌςΚΝΙ,

ΚΑΜΒΌΣΑ, ΧΑΛΆιΔΑ, ΤΕΚ ΈΧΥΝΙ ΠςΉ. |QΑΛΑΤ|

          θαρρείς και κοσκινίζεται η βροχή απο κόσκινο! (=λές και απο κόσκινο πέφτει η βροχή. αρχαία έκφραση, στον Αριστοφάνη, Νεφέλες, ο Στρεψιάδης λέει για το πώς δημιουργείται η βροχή: «ΕΓΩ Δ’ ΑΤΕΧΝΩΣ ΩιΜΗΝ ΤΟΝ ΔΙΑ ΔΙΑ ΚΟΣΚΙΝΟΥ ΟΥΡΕΙΝ»). τα μοσχάρια «λούτσα» κάτω απ’ τη βροχή. δέν βρίσκουνε κάν τόπο (να κουνηθούνε), εκεί – εδώ γυρίζουνε, κάμποσα (απο αυτά), τα κακόμοιρα, μόλις που επιζούν.

 

- βΆι, ΠΆΓΥΣΗΤ, ΠΆΓΥΣΗΤ! ΤΊ ΝΑ ΣΑΣ ΚΆΜΥ?

ΤΑΚΆΜ ΤΑ ΜΣΚΑΡΉΞΑ, ΤΑΚΆΜ ΤΑ ΧΑΜΝΆ.

ΓΟ δΎΓΥ-ΣΑΣ ΤΡΌιΤΙ, ΓΌ ΧΛέΝΥ-ΣΑΣ ΆΜΑ…

Κε ΠΉιΝ-ΔΑ ΑΠέΣΥ ΣΤ ΑβΖΆΡ ΣΑΑΤΝΆ.

          - άχ, παγώσατε, παγώσατε! τί να σας κάνω; τα δικάμου τα μοσχαράκια, τα καημέναμου! θα σας δώσω να φάτε, θα σας ζεστάνω αμέσως… και τα πήγε μέσα στο στάβλο την ίδια ώρα.

 

ΝΤ ΦΥΦΆιΚΑ-τσ ΤΙ ςΞ]έΠΑΣΗΝ Τ ΈΝΑ Κε Τ ΆΛΥ,

ΤΊ ΆςΗΡΥ ΈΣΤΡΥΣΗΝ, ΘέΛ ΝΑ ΤΑ ΧΛέΝ…

βΡΥςΉΣ ΉΞ τΗ ΣΤΊΚΗΤ, ΤΕΚ ΠέΧΤΑΝΙΝ τιΆΛΥ, (αρχικά νόμισα απο απίκεταν-ε =αφίκετο, αλλα πρέπει να είναι απο το πηχταίνει =πυκνώνει)

ΑΠ ΌΚΣΥ ΔΑΎςΑ ΑΚΎΧΤΑΝ, ΒΗΡΔΈΝ.

          με το πανωφόριτης σκέπασε το ένα και το άλλο, άχυρο έστρωσε (στο πάτωμα) με σκοπό να τα ζεστάνει… η βροχή δέν σταματά, αντίθετα πύκνωσε κι άλλο, απ’έξω φωνές ακούστηκαν ξαφνικά.

 

Κε ΈΒΑΝ ΑΠΉΣΥ, ΔΛΙΓΜέΝ ΑΝΔΑ ΞΠΎΝΙΣ,

ΣΤΥ ςέΡ-ΤΙΝ ΝΔΑ ΦΉΝΚΗΣ, ΧΥΝΔΡΉ δΗ ΝΥΜΆΤ.

ΗΣ ΉΠΗΝ ΤΥΝ ΆΛΥΝΑ: «δΉΓΝΥΜ-τσ «ΚΟΜΜΎΝΑ»!,

ΤΜΑΡέβΥΜ ΤΑ ΜΣΚΆΡιΑ-ΤΙΝ, Σ ΈΝΑ ΤΥ ΣΆΤ!

και μπήκανε μέσα, τυλιγμένοι με τα σακκάκια(τους), στο χέριτους με μεγάλα μαχαίρια, χοντροί δυό νομάτοι. ο ένας είπε στον άλλον: «θα τους δείξουμε (αυτούς που αποτελούν) την κομμούνα! (=συνεταιρισμό). θα «τακτοποιήσουμε» τα μοσχάριατους, στη στιγμή!».

 

Κε ΉΡεΠΣΗΝ ΉΣ-ΤΙΝ ΝΑ ΠιΆΚ ΜΆβΡΥ δΛΊιΑ,

ΠΑΣ Τ ΓΎΛΑ ΜΣΚΑΡΉ ΑΡΤΑ ΤΡΆβΣΗΝ ΜΑςέΡ,

ΜΑ βΡΌΝΔΙΚΣΗΝ ^ΠΆςΑΣ Τ ΦΥΝΊ ΠΑΧ Τ ΣΚΥΤΝΊιΑ:

- ΤΟ ΤΊ ΕΝ ΤΥ ΚΆΜΣ ΣΗ! – Κε ΠιΆΚΗΝ ΤΥ ςέΡ-Τ.

          και προσπάθησε ο έναςτους να πιάσει μαύρη δουλειά, στο λαιμό (ενός) μοσχαριού ήδη έφερε το μαχαίρι, μα βρόντησε της Πάшας η φωνή απο τη σκοτεινιά: «τί πάς να κάνεις!» και έπιασε το χέριτου.

 

ΧΥΛΔΆιΣΗΝ Κε ΔΡΆΧΤΙΝ Ν ΔΥςΜΆΝΣ ΠεΣ Τ ΣΚΥΤΝΊιΑ,

ΤΥΝ ΉΝΑ-ΤΙΝ ΦΛΆΚΣΗΝ ΞΑΠΉΚΚΥ ΓΥΡΘΉ… φλάκισε =χτύπησε, απο flagellum, flagium

Κε ΠΉΡΗΝ-ΔΥΝ δΆβΥΛΥΣ, ΆΛΥΣ ΧΤ ΦΥβΉιΑ,

δΑΦΤΌΤ ΑΧΤΡΑΜΉΣΤΙΝ ΠέΣ ΞΧΎΡ ΤΥ βΑΘΉ.

          επιτέθηκε και πάλεψε με τους εχθρούς μές το σκοτάδι, τον έναν – του έρριξε επιδέξια γροθιά, και τον πήρε ο διάβολος (=έφυγε μακριά), (ενώ) ο άλλος απο το φόβο μόνοςτου χάνοντας την ισορροπίατου έπεσε μέσα σε έναν λάκκο βαθύ.

 

ΤΥ ΞΧΎΡ ΞΆΛΚΑ ςΞ]έΠΑΣΗΝ ΑΝΔΑ ΣΑΝΊδΑ,

Κε ΚΆΤΣΗΝ ΑΠΆΝΥ, ΘΑΡΉΣ, ΠΆΣ ΤΥ ΚέΡ.

ΜΗ ΈΡΚΝΙ ΑδΌ ΠΑΛ ΔΥςΜΆΝΚΑ ΤΑ ΦΉδΑ,

ΤΙ ΚΆΘΗΤ Κε ΦΛΆι, ΑΝΔΥ τσΚΎΡ ΑΣ ΤΥ ςέΡ. τσεκούρι

          τον λάκκο γρήγορα τον σκέπασε με σανίδια, και κάθισε επάνω, θαρρείς πάνω σε πολυθρόνα. μήν έρθουν εδώ πάλι εχθρικά τα φίδια, αυτή κάθεται και περιμένει, με (ένα) τσεκούρι στο χέρι.

 

τΗΡΌΣ, ΘΑΡΗΣ, ΣΤΆΘΗΝ, βΑΡέιΑ ΠΑι ΌΡΑ,

ΦΛΆι ^ΠΆςΑ ΤΥΝ ΚΛΈΦΤ ΜΑΝΑΧΉτσ ΠεΣ Τ ΑΡΆΝ. |ΑΡΑΝ| παλαιοτουρκ. λ. =περίφραξη απο πασσάλους, στάβλος.

ΜΑ ΧΆΡΗΝΙ ^ΠΆςΑ – ΜΑΚΡΆ ΟΚΣΥ ΧΤ ΧΌΡΑ,

ΧΤΥ ΣΉΡΤ ΉΛιΥΣ ΦΆΝΙΝ – ΗΛΆ ΤΕΚΑΡΑΝ…

          ο χρόνος, θαρρείς, σταμάτησε, δύσκολα περνάει η ώρα, περιμένει η Πάшα τον (ενδεχόμενο) κλέφτη μοναχήτης μέσα στον σταύλο. αλλα χάρηκε η Πάшα: μακριά έξω απο το χωριό απο τη ράχη (του βουνού) ήλιος φάνηκε, σιγανογελά…

 

Κε ΉΡΤΑΝΙ ΚΌΖΜΥΣ: ΈΜ ΤΆΤΑ-τσ, ΈΜ ΜΆΝΑ-τσ,

ΘΑΓΜΆςΚΝΙ ΝΔΑ ΆΓΡΑ, ΔΥςΜΆΝΥ ΤΑ δΛΊΣ.

ΝΔΥ ΜέΓΑ ΤΥ ΣΉΡ ΟΛ βΗΓΛΊΖΝΙ ΑΠΆΝΥ-τσ, |ΣΕιΡ|

Κε ΘέΛ ΑΝ Τ ΧΑΡΆ ΚΆΘΑ ΉΣ ΝΑ ΤΙΝ ΦΛΊΣ.

          και ήρθανε άνθρωποι: και ο πατέραςτης, και η μάνατης, μένουν έκπληκτοι με τις άγριες του εχθρού τις δουλειές. πολύ εντυπωσιασμένοι όλοι την κοιτάζουνε, και θέλει με χαρά ο καθένας να την φιλήσει.

 

- ΤΥ ςέΡ-Σ έΜΑ Ρέ, ΦεΡ ΜΗΣ ΆΜΑ ΣΤΥ δέΣΥΜ!

- ΤΊ ΧΡΆςΚΗΤ, - ΛΕι ^ΠΆςΑ, - ΤΟ ΤΊΠΥΣ-ΠΑ τεΝ!

Κε ΉΝΚΣΗΝ ΤΥ ΞΧΎΡ, ΑΓΡΥΛΆιΣΗΝ ΚΑΤ ΠέΣΥ –

ΔΥςΜΆΝΥΣ ΤΌ Τ ΌΡΑ, ΤΥΡΜΆςΗΠΣΗΝ ΚΖέΝ.

          -το χέρισου αίμα τρέχει, έλα, αμέσως να το δέσουμε! –τί χρειάζεται; λέει η Πάшα, αυτό τίποτε δεν είναι! και άνοιξε τον λάκκο, ακούστηκε κάτι παράξενο (εκει)μέσα, ο εχθρός εκείνη την ώρα σκαρφάλωσε, βγαίνει.

 

- ΔΥςΜΆΝΣ ΚΑΛΑ ΜΆΘΣΗΣ, - Άιτσ ΉΠΗΝΙ ΤΆΤΑ-τσ, -

ΝΑ ΖΉΣ, ΤΥ ΚΥΡΉτσ-Μ, Σ ΒΑςΧΑΡΉιΑ ΤΥΚΌΣ,

ΣΗ ΈδΗΚΣΗΣ ΉΣΥ, ΤΙΜΉΖΚΥ ΜΑΣ ΣΤΡΆΤΑ,

ΜΉΣ ΤΊΓΛΑ ΝΑ ΣΤΊΚΣΥΜ ΣΤΥ ΒδΆΡ ΤΥ ΚΟΛΧΌΖ…

          -στους εχθρούς καλό μάθημα έδωσες, έτσι είπε ο πατέραςτης, να ζείς, κορίτσιμου, για το κατόρθωμά που έδειξε την ικανότητάσου, μας έδειξες ίσιο, καθαρό δρόμο, πώς να κάνουμε να σταθεί στα πόδιατου το κολχόζ.

 

ΠΑΛ ΜέΤΡΗΣΗΝ ^ΠΆςΑ, ΤΑ ΜΣΚΆΡιΑ ΑΧ Τ ΆΚΡΑ,

Κε ΈδΗΣΗΝ Ν ΠΌΡΤΑ, ΑΝΔΥ ΖΗΝΔζΗΛΊτσ…

Α ΜΆΝΑ-τσ ΜΑΝΓΚΡΆιβΗΝ, ΚΑΤΈβΑΖΗΝ δΆΚΡΥ,

ΚΑΤΆΡΥΝΙΝ ΤΙ ΤΥΝ ΘΕΌ Κε Τ ΓΡΑΦΉ-τσ…

          πάλι μέτρησε η Πάшα τα μοσχάρια απο την αρχή ώς το τέλος, και έδεσε την πόρτα με μικρή αλυσίδα. ενώ η μάνατης βογγούσε, κατέβαζε δάκρυ, καταριόταν το Θεό και τη μοίρατης. (=παρόλο που ο πατέραςτης χάρηκε με το κατόρθωμα της κορηςτου, η μάνατης θεώρησε δυσάρεστο το γεγονός, φοβήθηκε. το υπόλοιπο ποίημα θα μας δείξει άν είχε δίκιο να φοβάται για την κόρητης)

2.

ΥΛΜέΡΑ ΣΤΥ ΣΚΌΛιΥ, ΑΣ Τ ΦέΡΜΑ ΥΛΝΊΧΤΑ,

ΜΣΚΑΡΉΞΑ Κε ΆΛΓΑ ΔΡΑΝΆ ΣΤΥ ΚΟΛΧΌΖ,

Α ΣΉΜΥΡΥ ^ΠΆςΑ ΑΝΆΠΑΠΣ Ες, ΔΛΊΧΤΙΝ

Κε ΚΆΘΗΤΙ ΧΛΆτσΚΑ <ΧΛΊτσΚΑ> δΑβΆΖ ΟΣ ΑΡΓΟΣ.

          κάθε μέρα στο σχολείο, στη φάρμα κάθε βράδυ, μοσχαράκια και άλογα φροντίζει στο κολχόζ. όμως σήμερα η Πάшα αργία έχει, τυλίχτηκε (με κουβέρτα) και κάθεται στα ζεστά, διαβάζει μέχρι αργά.

 

ΌΛ Τ\ΜΎΝΝΙ ΤΑΚΆ-ΤΙΝ, ΜΣΟΝΙΧΤΑ Ες Τ ΧΌΡΑ,

ΤΕΚ ΓΑΚΑ-τσ ^ΗβΆΝ ΚΌΜΑ τέΝ, τΉ ΗΡΉΖ.

ΚΑΡΦΆ Ν ΠΌΡΤΑ ΧΤΊΠΣΗΝ, ΑΡΓΌΣ ΉΤΥΝ ΌΡΑ,

^ΗβΆΝΣ ΈΒΗΝ ΠέΣΥ, ΓΑΖέιΑ ΤΟΣ ΜΡΉΖ. (γκάζι, βενζίνη)

          όλοι κοιμούνται οι δικοίτης, μεσάνυχτα έχει το χωριό, μόνο ο μεγάλος αδερφόςτης ο Ιβάν ακόμη λείπει, δέν έχει γυρίσει. κρυφά η πόρτα χτύπησε, αργά ήταν η ώρα, ο Ιβάν μπήκε μέσα, βενζίνη αυτός μυρίζει.

 

- ΤΟ ΠΎ ΉΣΝΙ, ΓΆΚΑ, ΣΗ ΌΡΑ ΑΤΌΣΥ?

ΤΑ ςέΡΑ-Τ ΝΔΑ ΜΆζΑ, ΑΧ Ν ^ΠΆςΑ ΤΟΣ ΜΛΟΝ.

- ΜΉ ΧΛΉΖΣ, ^ΠΆςΑ, ΣΌΠΑ, ΦέΡ ΤΊΠΥΤ Σ ΧΑΠΌΣΥ,

ΑΤΌΡΑ ΓΟ ΉΦεΡΑ ΤΡΆΚΤΟΡ «^ΦΟΡΔΖΟΝ».

         -πού ήσουν, αδερφέ, ώρα τόση; τα χέριατου με λεκέδες απο μηχανόλαδο, απο την Πάшα τα κρύβει. –μή φωνάζεις, Πάшα, σώπα, φέρε τίποτα να τσιμπήσω, τώρα έφερα το τρακτέρ το (μάρκας) Φορντζον.

 

- ΜΑ ΤΊ ΕΝ ΤΟ «ΤΡΆΚΤΟΡ», ΝΑ Πέ-Με ΤΥ ΆΜΑ,

ΤΥΝ ΓΆΚΑ-τσ τΗ ΦΉΝ-ΔΥΝ ΤΙ ΉΞ ΞΑΡΑδΉ.

- ΤΟ ΈΝ ΤΊΤΚΥ ΆΛΓΥ, ΑΛΈΤΡ ΚΆΜΝΙ ΔΆΜΑ,

ΦΑΓΎΡΑ τΉ ΧΡΆςΚΗΤ, ΤΟ ΈΝ ΣΗδεΡΉ.

- «μα τί είναι αυτό το «τρακτέρ», άντε πέςμουτο όμως», τον αδερφότης δέν τον αφήνει αυτή καθόλου να «ξεφύγει». – «αυτό είναι τέτοιο άλογο (που) αλέτρι κάνουνε με αυτό, τροφή δέν χρειάζεται, αυτό είναι απο σίδερο».

 

ΘΑΓΜΆΣΤΙΝΙ ^ΠΆςΑ, «ΦΑΓΎΡΑ τΉ ΧΡΆςΚΗΤ,

ΑΛΈΤΡ ΚΆΜΝΙ ΔΆΜΑ, ΤΟ ΈΝ ΣΗδεΡΉ…»

τΉ ΠέΡ Ν ^ΠΆςΑ ΉΠΝΥΣ, ΑτΉ, ΑδΌ δΆςΚΗΤ,

Κε ΡΌΤΣΗΝ ΤΥ ΓΆΚΑ-τσ ΝΑ ΠΆι ΝΑ ΤΥ δΉ.

          έμεινε κατάπληκτη η Πάшα, «τροφή δέν χρειάζεται, αλέτρι κάνουνε με αυτό, είναι απο σίδερο…». δέν παίρνει την Πάшα ύπνος, απο εκεί – απο εδώ κλωθογυρίζει, και (σάν ξημέρωσε) ζήτησε απο τον αδερφότης να πάει να το δεί.

 

ΜΑ ΓΆΚΑ-τσ ΧΥΛιΆΣΤΙΝ: - τΉ ΧΡΆΣΤΙΣ-ΤΥ, ^ΠΆςΑ,

ΜΣΚΑΡΉΞΑ Κε ΆΛΓΑ ΈΝ δΛΊιΑ ΤΥΚΌΣ…

ΠΆΛ ΤΡΆβΣΗΝ ΑΠΆΝΥ-Τ ΤΑ ςέιΑ ΝΔΑ ΜΆζΑ

Κε δΆιΝ ΑΣ ΤΥ ΤΡΆΚΤΟΡ-Τ ιΥΡΎΧ ΣΤΥ ΚΟΛΧΌΖ.

          αλλα ο μεγάλος αδερφόςτης θύμωσε – «δέν το χρειάζεσαι, Πάшα, μοσχαράκια και άλογα είναι η δουλειά η δικήσου… πάλι έρριξε πάνωτου (=φόρεσε) τα ρούχα με τους λεκέδες απο μηχανόλαδο, και βάδισε για το τρακτέρτου, ίσια στο κολχόζ.

 

Α ^ΠΆςΑ ΚΛΕΦΤΌΝΔΑΣ, ΑΠΉΣΥ-Τ ΚΖέΝ ΣΤΈΡΑ,

ΠΑΈΝ Κε βΗΓΛΊΖ ΤΥΝ, ΦΥβΆΤ ΜΗ ΤΥΝ ΧΆΝ.

ΣΚΥΤΊΝΣ ΗΤΥΝ ΚΌΜΑ, ΤΕΚ ΧΆΡΑΖΗΝ ΜέΡΑ,

ΝΔΑ ΈΣΥΣΗΝ ^ΠΆςΑ Σ ΚΟΛΧΌΖΝΙ Τ ΑΡΆΝ.

          ομως η Πάшα κρυφά απο πίσωτου βγαίνει έπειτα, πηγαίνει κοιτάζονταςτον, φοβάται μή τον χάσει (απο τα μάτιατης). σκοτεινά ήταν ακόμη, μόλις που χάραζε η μέρα, όταν έφτασε η Πάшα στην κολχόζικη μάντρα.

 

βΗΓΛΊΖ Κε ΘΑΓΜΆςΚΗΤ: ΣΤΥ ΤΡΆΚΤΟΡ ΑΠΉΣΥ,

ΑΛΈΤΡ ΘΗΛιΑΓΜέΝΥ, ΘΑΓΜΆςΚΝΙ-ΠΑ ΆΛ.

ΔζΥΝΆιΣΗΝ ΤΥ ΤΡΆΚΤΟΡ, ΚΑΠΝΌ ΣΗΡΝ, ιΑΝ ΠΉΣΑ,

ΔζΥΝΆιΣΑΝ-ΠΑ ΚΌΖΜΥΣ ΑΠΉΣΥ ΥΡΜΆΛ. πλήθος |ΟΡΜΑΝ|

          κοιτάζει και εκπλήσσεται: στο τρακτέρ απο πίσω αλέτρι προσαρτημένο (κοτσαρισμένο), το ίδιο έκπληκτοι είναι και οι άλλοι (που το βλέπουνε). ξεκίνησε το τρακτέρ, καπνό βγάζει, σάν πίσσα, ξεκίνησαν και άνθρωποι απο πίσω πλήθος.

 

ΧΑΡΆ ΈΧΝΙ ΜέΓΑ ΧΥΡΉ ΤΑ ΠεδΉΞΑ,

ΧΥΡιΆΤ ΛΑΧΑΡΔΈβΥΝ: «ΤΥ ΤΡΆΚΤΟΡ ΕΝ ΦΌΣ,

ΤΥ ΤΡΆΚΤΟΡ ΕΝ δΉΝΑ, ΤΟ τέΝ ιΑΝ Τ ΑΛΓΉΞΑ!»

«ΤΥ ΤΡΆΚΤΟΡ ΑΠΆΝΥ Τ ΑΡΤέΛ\-ΜΑΣ ΘΑ ΣΚΌΣ!» ψωμάκι

          χαρά έχουνε μεγάλη του χωριού τα μικρά παιδιά, οι χωρικοί συνομιλούν (λέγοντας): «το τρακτέρ είναι φώς, το τρακτέρ είναι δύναμη, αυτό δέν είναι σάν τα αλογάκια!» - «το τρακτέρ ψηλά το ψωμάκιμας θα σηκώσει!»

ΑΠΉΣΥ ΣΤΥ ΤΡΆΚΤΟΡ ΠΆι ^ΠΆςΑ Κε ςέΡΗΤ,

ΗΣΎτσΚΑ ΣΤΡΑΤΊτσΗΣ ΤΟ ΦΗΝ ΚΑΜΑΤΌ.

ΑΛΈΤΡΗΖΗΝ ^βΆΝιΑΣ ΤΥΝ ΤΌΠΥ ΛΙΝ Τ ΜέΡΑ,

ΤΥ ΜέΤΡΗΝΑΝ ΈΜΒΡΥ ΚΑΚΌ δΗΝΑΤΌ.

πίσω απο το τρακτέρ πάει η Πάшα και χαίρεται, ίσια δρομάκια (=αυλακιές) αφήνει όργωμα. αλέτριζε ο Βάνιας τον τόπο όλη τη μέρα, το οποίο το θεωρούσαν πρωτύτερα κακό μεγάλο. (=θεωρούσαν τρομερά δύσκολη δουλειά το να οργώνεις όλη τη μέρα)

 

ΛΙΝ Τ ΜέΡΑ ΑΛΈΤΡΗΖΗΝ ^βΆΝιΑΣ Κε δΆιΝΙΝ,

Κε ΜΆβΡΥ ΑΖΆΝ ΚΌΠΗΝ ΜέΓΑ ΚΥΜΆΤ.

- ΝΑ ΡΆΝΔΑ ΚΑΤΈβΑ Τ ΑΛΈΤΡ ΤΙΜΗΖΛΆι-ΝΑ, -

Αιτσ ΉΠΗΝΙ ^βΆΝιΑΣ, Α ^ΠΆςΑ ΦΥΚΡΆΤ.

          όλη τη μέρα οργώνοντας ο Βάνιας πήγαινε, και (απο) το μαύρο χωράφι κόπηκε (=ξεχώρισε, ώς οργωμένο) μεγάλο κομμάτι. –«άντε πήδα κατέβα, το αλέτρι καθάρισε», έτσι είπε ο Βάνιας, και η Πάшα (τον) ακούει.

 

- ΔζΥΝΆι! - ^ΠΑςΑ ΧΛΊΖ, - ΕΚΣΑ ΓΌ ΤΑ ΗΝΊιΑ. έξυσα (=καθάρισα)

ΣΤ ΑΤΊΝΑ ΤΟ τΉΤΥΝΙ ΉΞ-ΠΑ βΑΡΉ…

- βΆι, ΓΆΚΑ, ΣΗ ΦέΡ-Με ΑΣ ΚΛΌΣΥ ΚΑΜΉιΑ,

ΓΟ ΈΜΑΘΑ ΆΡΤΑ ΥΝΈΡ ΤΡΑΚΤΟΡΉ.

          -«ξεκίνα!» η Πάшα φωνάζει, «έξυσα (καθάρισα) εγώ τα υνιά». αυτό δέν της ήταν καθόλου δύσκολο… -«άχ, αδερφέ, φέρεμου να κάνω καμιά γύρα, το έμαθα πιά το «κόλπο» (= «τον πήρα τον αέρα») του τρακτεριού».

 

ΛΙΝ Τ ΜέΡΑ ΑΛΈΤΡΗΖΑΝ, ^ΠΆςΑ ΔΙΝΓΚΆιβΗΝ,

ΤΥΝ ΓΆΚΑ-τσ ΤΙ ΈΦΤΑιΝ, τΉ δΆιΝΙΝ ΑΠ ΣΜΆ-Τ.

ΤΈΚ ΡΆΝΔΑΝΙΝ ΚΆΤΥ Τ ΑΛΈΤΡ ΤΙΜΗΖΛΆιβΗΝ,

Κε ΒέΝΙΣςΚΗΝ ΚΆΘΗΝΔΥΝ ΠΆΛ ιΑΝΑςΆ-Τ.

όλη τη μέρα όργωναν, η Πάшα παρατηρούσε τον αδερφό-της τί έκαμνε, δέν έφευγε απο κοντάτου. μόνο πηδούσε κάτω, το αλέτρι καθάριζε, και έμπαινε καθόταν πάλι δίπλατου.

 

- βΆι, ΓΆΚΑ, ΑΚΎιΣ, ΦέΡ ΑΣ ΚΛΌΣΥ ΚΑΜΉιΑ,

ΓΟ ΈΜΑΘΑ ΆΡΤΑ ΥΝΈΡ ΤΡΑΚΤΟΡΉ!...

- τΉ ΧΡΆςΚΗΤΙ, ^ΠΆςΑ, ΤΟ τέΝ ΚΥΡτσΊ δΛΊιΑ,

Ν ΣΤΑΘΉ ΤΥ ΜΟΤΌΡ-Τ, ΝΑ ΠεΛΊΣ ΕΝ βΑΡΉ.

          -«άχ, αδερφέ, ακούς; φέρε να κάνω καμιά γύρα, το έμαθα πιά το κόλπο («τον πήρα τον αέρα») του τρακτεριού!» -«δέν χρειάζεται, Πάшα, αυτή δέν είναι κοριτσιού δουλειά, άν σταματήσει η μηχανήτου, να ξεκινήσει είναι δύσκολο».

 

ΚΑΜ δΛΊιΑ ΤΥ ΤΡΆΚΤΟΡ, ΜΑΚΡΆ ΔΥβΛΑΈβΗ,

ΦΣΆ ΆΝΙΜΥΣ ΧΛΊτσΚΥ, ΠΑι ΜΣΌ ΚΑΛΥτέΡ…

^ΗβΆΝΣ ΉΠΗΝ Ν ^ΠΆςΑ: - ΝΑ ΠΉΝΥ ΗΡέβΥ,

ΚΑΤΈβΑ ΣΤ ΛΗβΆΔΑ, ΝΕΡΌ ΚΡΉιΥ ΦέΡ.

          εργάζεται το τρακτέρ, ώς μακριά ηχεί, φυσά άνεμος ζεστούτσικος, πάει (=πέρασε) μισό καλοκαίρι… ο Ιβάν είπε στην Πάшα: -να πιώ θέλω, κατέβα στη λειβάδα, νερό κρύο φέρε. (λειβάδα, προφανώς χρησιμοποιείται για ένα ορισμένο λειβάδι ώς κύριο όνομα, γι’αυτό οι Ουκρανοί και Ρώσοι το πρόφεραν με –d-, έτσι το έλεγαν και οι Ρωμιοί άν και μπορούσαν να προφέρουν το –δ-)

δΆιΝ ^ΠΆςΑ ΣΤ ΛΗβΆΔΑ, ΧΤΥ ΣΉΡΤ ΜΛΌΘΗΝ ΠΉΣΥ,

ΔΑΛΔΡΆιΣΗΝ ΤΙΜΉΖΚΥ ΝΕΡΌ Χ ΤΥ ΠεΓΆδ. |ΔΑΛΔΙΡ-|= βυθίζει =άντλησε

Κε ΞΆΛΚΑ ΤΙ ΉΡΣΗΝ, ΖΒΥδΆΖ ΥΚΣΥΠΉΣΑ,

βΗΓΛΊΖ, ΓΑΚΑ-τσ ΚΆΘΗΤ ΑΠ ΚΆΤΥ ΣΤΥ ςΞ]Άδ.

          πήγε η Πάшα στη λειβάδα, απο τη ράχη (του βουνού) χάθηκε πίσω, άντλησε καθαρό νερό απο το πηγάδι. και γρήγορα γύρισε, σπεύδει να επιστρέψει, κοιτάζει: ο μεγάλος αδερφόςτης κάθεται κάτω απο μιά σκιά.

 

ΚΑΚΆ ΤΟΣ ΜΑΧΆΝΚΣΗΝ, ΜΑΛέιΦΤΙΝΙ ΜΆζΑ, мажа

- τΉ ΠέΡ ΤΥ ΜΟΤΌΡ, ΑΝ ΗΡέβΣ ΠιΑΣ ΜΑΝΓΚΡΆι… «όσο θέλεις, φώναζετου»

Άιτσ ΉΠΗΝΙ ΓΆΚΑ-τσ, ΤΟΤ ΠΙΆΝ Τ ΡΎΞΚΑ ^ΠΆςΑ ручка ΓΆΚΑ απο |ΑΓΆ|;

Κε ΒΡΆιΣΗΝ ΝΔΑ ΜΉιΑ-τσ ,ΤΟ ΠΉΡΗΝ ΧΥΛΆι.

          άσχημα αυτός ταλαιπωρήθηκε, πασαλείφτηκε μουτζούρες. –«δέν παίρνει (μπρός) η μηχανή, όσο θέλεις φώναζετης…» έτσι είπε ο μεγάλος αδερφόςτης. τότε πιάνει το χερούλι (=μανιβέλα) η Πάшα και το έστριψε με τη μία, εκείνο ξεμπλόκαρε (=πήρε μπρός).

 

ΠΑΛ ΡΌΤΣΗΝ ΤΥΝ ΓΆΚΑ-τσ: - ΦέΡ Σ ΚΛΌΣΥ ΚΑΜΉιΑ!...

ΤΟΣ ΦέΝΙΤ ΜΑΛΆΚΣΗΝ ΚΗ τέΚΑΜΗΝ τιΆΡ.

ΚΑΚΆ ΧΆΡΗΝ ^ΠΆςΑ, ΝΔΥ ΌΛΥ-τσ ΚΑΡδΉιΑ,

ΔζΥΝΆιΣΗΝ ΤΥ ΤΡΆΚΤΟΡ, ΝΑ ΚΆΜ ΜΆβΡΥ ΠΆΡ.

          πάλι παρακάλεσε τον αδερφότης: φέρε να κάνω καμιά γύρα!... αυτός, φαίνεται, μαλάκωσε και δέν της το αρνήθηκε. πάρα πολύ χάρηκε η Πάшα, με όλητης την καρδιά, ξεκίνησε το τρακτέρ να κάνει μαύρη αυλακιά.

 

ΤΥ ΡΎΛ\ ΥιΥΓΎΝΚΑ ΣΤΑ ςέΡΑ-τσ ΠΡΑΤΊΖ-ΤΥ, τιμόνι

ΣΥΣΤΆ, ΤΙΓΛΑ ΧΡΆςΚΗΤ, ΝΔΥ ΜέΓΑ Τ ΧΑΡΆ.

ΑΠΉΣΥ ΠΑι ΓΆΚΑ-τσ, ΤΥ ΚΆΜΝΙ βΗΓΛΊΖ-ΤΥ,

Κε ΤΥ ΚΑΜΑΤΌ, ΤΌΣ ΤΥ βΆΘΥΣ-Τ ΜεΤΡΆ.

          το τιμόνι ταιριαστά στα χέριατης το χειρίζεται, σωστά, όπως πρέπει, με μεγάλη χαρά. πίσω πάει ο μεγάλος αδερφόςτης, ό,τι κάνει το παρατηρεί, και του οργώματος αυτός το βάθος μετρά.

 

- ΚΑΛΌ ΕΝ!, - ΧΛΙΖ ^βΆΝιΑΣ Κε δΉΓΝ ΑΝΔΑ ςΈΡΑ-Τ, -

ΑΡΤΡΆι-ΤΥ ΚΑΤΛΊΓΥ ΣΗ τιΆΛΥ ΤΥ ΓΆΖ!...

ΖΛΊΖ ^ΠΑςΑ ΠΑΣ Τ ΛΆΠΚΑ, δΑιΝ ΞΆΛΚΑ, ΤΙ ςέΡΗΤ, πεντάλι

ΝΑ ΚΖΉ ΣΤ ΆΛΥ Τ ΆΚΡΑ, ΑΣ Τ ΣΤΡΆΤΑ ΖΒΥδΆΖ.

          -καλό είναι! φωνάζει ο Βάνιας και δείχνει με τα χέριατου, «αύξησετο λίγο ακόμη το γκάζι!»… πιέζει η Πάшα το πεντάλι, επιτάχυνε, αυτή χαίρεται, να βγεί στην άλλη άκρη (του χωραφιού) προχωρώντας σπεύδει.

 

ΤΟ Τ ΌΡΑ ΝΔΑ ΒΡΗΞΚΑΣ ΧΥΡιΑΤ δΑιΝΑΝ ΣΤ ΧΌΡΑ,

«ΤΟ ΤΊΛΥΓΥ ΉδΗΛΥ ΤΡΆΚΤΟΡ ΠΡΑΤΊΖ!» είδωλο

ΘΑΓΜΆΣΤΑΝ ΧΥΡιΆΤ: - ςΤΈ, ΠΎ ΉΤΥΝ ΟΣ ΤΌΡΑ, |ίςΤΕ|

ΤΥ ΤΡΆΚΤΟΡ ΗΝΈΚΑ ΝΑ ΧΥΛΑΝΔΡΑΉΖ!?

          εκείνη την ώρα με βράκες χωρικοί πήγαιναν στο χωριό, «αυτό τί είδους φάντασμα το τρακτέρ οδηγεί!» εξεπλάγησαν οι χωρικοί: «κοιτάτε! πού ήταν ώς τώρα (τέτοιο πράγμα), το τρακτέρ γυναίκα να κουμαντάρει!»

 

ΧΥΡιΆΤ τΉ ΠΑΈΝΝΙ – ΖεΣΤΆ ΗΡΗςέβΝΙ: φιλονικούνε

- ΤΟ τέΝ ΑΠ ΚΑΛΎ, ΘΑ ΝΙΣΤΊ ΥΓΡΑΜΆ!

- ΗΛΒέΤ, ΘΑ ΝΙΣΤΊ, ΤΥΝ ΘεΓΌ ιΑΝ τΗ ΠΣΤΈβΝΙ,

Κε ιΌΧ-ΠΑ ΜΑΧΣΎΛ – Τ\ΘΑ ΥΣέβ-ΚΗ <ΥΣέβΚΗ> ΤΑΡΤΜΆ!... |ΤΑΡΙΤΜΑ|

          οι χωρικοί δέν φεύγουνε, ζωηρά φιλονικούνε: -αυτό δέν είναι απο καλού, θα γίνει θεομηνία! –και βέβαια, θα γίνει, τον Θεό αφού δέν πιστεύουνε, και όχι γέννημα – ούτε θα φυτρώνουν οι καλλιέργειες!

 

- ΘΑ ΧΆΣΝΙ ΤΑ ΞΌΛιΑ! ΝΙΣΤΚΉ ΘΑ ΠεΜέΝΥΜ!

ΘΑ ΜΡΉΣ ΤΥ ΠΣΥΜΉ-ΜΑΣ ΓΑΖέιΑ ΑΤΌΡ!

- ΤΎΝΣ ΧΆΡΥ ΚΥΡΉτσ ΕΝ? ΝΑ ΠέΜΝΙΝ ΓΡΑΜέΝΥ! να έμενε γραμμένο

ΤΎΝΣ ΕΝ, ΒΑΡΟ ^ΠΆςΚΑ, ^ΑΝΓέΛΗΝΑ-Σ ΚΌΡ!...

          -θα καταστρέψουνε τις εξοχές! νηστικοί θα μείνουμε! θα μυρίζει το ψωμίμας βενζίνη τώρα! –ποιανού χάρου (=καταραμένου) κόρη είναι; να έμενε γραμμένο! (= να ήταν γραμμένο στη μοίρα αλλα να μή γινότανε!). ποιανού είναι; η Πάшκα είναι φίλεμου, του Αγγέλιν η κόρη! (Πάшκα είναι υποκοριστικό του Πάшα, ας πούμε η μικρούλα Πάшα. την μικροφέρνουν με τα λόγιατους, για να αυξήσουν την ειρωνεία)

 

3.

ΜΣΟ ΝΎΧΤΑ. ΚΑΛτέΡΣ. ΦεΝΓΚΥΣ ΤΈΚΑΡΑΝ ΦΆΝΙΝ,

ΤΥ ΚΆΛ\ΜΗΥΣ ΣΆΧΚΑ Τ ιΑΓΆ-Τ ΛΑΛΑςέβ…

ΌΛ Τ\ΜΎΝΝΙ ΤΑΚΆ-ΤΙΝ, ΤΕΚ ^ΠΆςΑ ΑΝ Τ ΜΆΝΑ-τσ,

ΠέΦΤ ΧΛΊΞΚΑ Κε ΤΊΝΞΚΑ ΚΑΡΦΆ ΛΑΧΑΡΔΈβ:

          μεσάνυχτα. καλοκαίρι. το φεγγάρι λιγάκι φάνηκε, το (ποτάμι) Κάλμιους όμορφα την όχθητου χαϊδεύει… όλοι κοιμούνται οι δικοίτους, μόνο η Πάшα με τη μάνατης ξαπλώνει στη ζεστασιά και σιγανά κρυφοκουβεντιάζει:

 

- βΑι, ΜΆΝΑ, ΝΔΑ ΉΦεΡΑΝ ΤΡΆΚΤΟΡ ΠεΣ Τ ΧΌΡΑ,

ΑΝΆΠΑΠΣ Κε ΉΠΝΥ τΉΚΣεΡΥ ΤΙ ΕΝ.

ΣΤΥ ΣΚΌΛιΥ, ΑΣ Τ ΦέΡΜΑ ΝΔΑ ΉΜΗ ΑΤΌΡΑ,

ΤΥ ΤΡΆΚΤΟΡ Χ ΤΥ ΝΎ-Μ ΤΟ ΚΑΜΉιΑ τΗ ΚΖέΝ.

          -άχ, μάνα, σάν έφεραν το τρακτέρ στο χωριό, ξεκούραση και ύπνος δέν ξέρω τί είναι. στο σχολείο, στη φάρμα όταν είμαι τώρα, το τρακτέρ απο το νούμου καμιά φορά δέν βγαίνει.

 

ΠΣεΣ ΉΜΝΙ ΣΤΥ ΞΌΛ ΑΝΔΥΝ ΓΆΚΑ-Μ ΤΥΝ ^βΆΝιΑ,

ΤΟΣ ΈΦΤΑιΝ ΑΛΈΤΡ, ΓΟ τΗ δΆιΝΑ ΑΠ ΣΜΆ-Τ.

ΘΑΓΜΆΣΤΑ ΠΥΛΆ ΓΟ Ν ΡΑΤΛΊδΚΑ ΤΑ ΖΆΝιΑ,

ΝΔΥ ΜΆβΡΥ ΤΥ ΠΆΡ – ιΑΝ ΚΥΡΌΝΑΣ ΧΑΝΆΤ.

          χτές ήμουν στην εξοχή με τον αδερφόμου τον Βάνια, εκείνος όργωνε, εγώ δέν έφευγα απο κοντάτου. εντύπωση μεγάλη μου έκαναν οι ωραίες καλλιέργειες, η μαύρη αυλακιά (του τρακτέρ) σάν κοράκου φτερό.

 

ΗΡέβΥ ΚΑΚΆ ΝΑ ΝΙΣΤΎ ΤΡΑΚΤΟΡΉΣΤΚΑ,

ΣΤΥ ΞΌΛ ΝΑ δΥΛΈβΥ ΝΔΥ ΜέΓΑ Τ ΧΑΡΆ.

ΜΑ ΠΌΣ τΗ ΓΡΗΚΆ-Με ΧΝ ΤΑιΦΆ-ΜΑΣ ΚΑΝΊΣ-ΠΑ,

ΤΥ ΝΎΝΣΑ Σ δΑΛΊΣ, δΟΣ ΣΗ ΜέΝΑ ΞΑΡΆ! άς διαλύσεις =εξηγήσεις

          θέλω πάρα πολύ να γίνω χειρίστρια τρακτέρ, στην εξοχή να δουλεύω με μεγάλη χαρά. αλλα γιατί να μή με καταλαβαίνει απο την οικογένειαμας κανένας! σ’αυτό που έβαλα στο νούμου απάντησεμου, δώσεμου μιά λύση!

 

ΛΕι ΜΆΝΑ-τσ – ΑΤΌΡΑ ΠΥΛΆ ΕΝ ΣΤ<Ρ>ΑΤΊτσΙΣ,

ΔΡΑ, ΤΊΧΑΔΑΡ δΆβΑΝ ΑΧ Τ ΧΌΡΑ ιΑςΛΆΡ,

ΜΑΘέΝΝΙ ΤΙ ιΆΤΡ, ΖεΜΛιΑΜέΡ, δΑΣΚΑΛΊτσΙΣ, землямер

Κε ΣΤΈΡΑ δΥΛΈβΝΙ, Κε ΖΎΝ ΣΤΥ ΒΑΖΆΡ.

          λέει η μάνατης –τώρα πολλοί υπάρχουνε δρόμοι (για σταδιοδρομία), κοίτα πόσοι έφυγαν απο το χωριό νέοι, σπουδάζουνε γιατροί, γεωλόγοι, δασκάλες, και ύστερα δουλεύουνε και ζούν στην πόλη.

 

ΣΗ ΤΡΆΚΤΟΡ τΉ ΧΡΆςΚΗΣ, ΚΑΛΆ ΤΥΤΥ ΝΎΝ-ΔΥ,

ΤΟ τέΝ ΚΥΡτσΙ δΛΊιΑ, Κε Άιτσ ΜΗ ΝΥΝΊΖΣ.

ΣΗ ΠΡΆΤ ΜΆΘΗ ΓΡΆΜΜΑ, ΤΥ ΧΝΌ-ΜΑΣ-ΠΑ ΠΛΎΜ-ΔΥ,

ΤΕΚ ΝΊΣΤ δΑΣΚΑΛΊτσΑ, ιΆ ιΆΤΡΑ ΣΗ ΝΊΣΤ…

          εσύ τρακτέρ δέν χρειάζεσαι, καλά αυτό βάλ’το στο νούσου, αυτή δέν είναι κοριτσίστικη δουλειά, και έτσι να μή σκέφτεσαι. εσύ πήγαινε μάθε γράμματα, και την αγελάδαμας ακόμη θα πουλήσουμε, αρκεί να γίνεις δασκάλα, ή γιατρίνα γίνε…

 

βΆι, ΜΆΝΑ, ΜΑΧΤΆιβΗΣ δΑΦΤΊΣ-ΠΑ ΚΑΜΉιΑ, βάι, μάνα, |ΜΑhΤΑ|ευες δε-αυτή-σου-πα καμία

ΑΤΌ Ν ΚΥΡΑΣέιΑ, ΣΗ ΖΜΌΝΣΗΣ-ΤΥ ΖεΡ? αυτό την κορασέα, σύ λησμόνησες-το |ΖΑΡ|;

ΤΥ ΦΌΡΣΗΝ ΚΑΡΦΆ ΑΝΔΡΗΚΎ ΦΥΡεΣΉιΑ τό φόρεσεν κρυφά ανδρικού φορεσεία

Κε ΣέΛΥΣΗΝ Τ ΆΛΓΥ Κε δΆιΝ ΣΤΥ ΣΗΦέΡ. και σέλλωσεν το άλογο και διάβη στο |ΣΕΦΕΡ|.

          -άχ, μάνα, παίνευες εσύ η ίδια κάποτε εκείνη την κοπελιά, το ξέχασες λοιπόν; εκείνην που φόρεσε κρυφά αντρική φορεσιά και σέλλωσε το άλογο και πήγε σε εκστρατεία.

 

Κε ΉΞ τΉςΗΝ ΧΌΡΖΜΥ ΑΧ ΚΆΝΑ-τσ ΜΑΡέιΑ, και |hίΞ| κί είχεν χώρισμο εκ κανένα-της μερέα,

ΔΥΓΡΆιβΗΝ ΔΥςΜΆΝΥΣ ΑΧ ΆΝΔΡΣ-ΠΑ ΚΑΛΆ. |ΔΟγΡΑ|ευεν |ΔΥςΜΑΝ|ους εκ άντρες-πα καλά.

Κε ΉΣ-ΠΑ τΉ ΘΆΡΝΙΝ ΟΤ ΈΝ ΚΥΡΑΣέιΑ, και είς-πα κί θάρρεινεν οτι ένι κορασέα,

ΤΙ ΉςΗΝΙ ΣΆΝ ΧΤΑ ΠΑΛΚΆΡιΑ ΠΥΛΆ… αυτή είχενε |ΣΑΝ| εκ τα παλληκάρια πολλά…

          και καθόλου δέν ξεχώριζε απο καμιά άποψη, σφαγίαζε εχθρούς και απο τους άντρες καλύτερα, και ούτε ένας δέν υποψιαζόταν πως είναι κοπέλα, εκείνη τιμώνταν απο τα παλληκάρια περισσότερο…

(η Πάшα ήταν Ρωμιά, απο ρωμαίικο χωριό, το Μπέшεβο. υπάρχουν στη ρωμαίικη καθώς και στην ελλαδίτικη παράδοση δημοτικά τραγούδια για τέτοιες κοπέλες, τέτοια τραγούδια είχε ακούσει η Πάшα και απο τη μάνατης)

 

…ΜΣΟΝΊΧΤΑ, ΜΑ ^ΠΆςΑ τΗ ΠΆι ΑΣ ΤΥΝ ΉΠΝΥ, …μεσονύχτα, μα Πάшα κί πάει εις τον ύπνο,

ΤΥ ΤΡΆΚΤΟΡ ΧΤΥ ΝΎ-τσ τΗ ΠΥΡΉ ΝΑ ΠεΤΆι… το  |ΤΡΑΚΤΟΡ| εκ το νού-της κί μπορεί να πετάει…

«ΑΣ ΜΡΉΖΥ ΓΑΖέιΑ, ΑΣ ΈΝ Κε βΑΡΉ-ΠΑ, «ας μυρίζω |ΓΑΖ|έα, ας ένι και βαρύ-πα,

ΘΑ ΚΆτσΥ ΠΑΣ ΤΡΆΚΤΟΡ, ΜΗ ΈΝ-ΠΑ ΧΥΛΆι…» θα κάτσω πάνω εις |ΤΡΑΚΤΟΡ|, μή ένι-πα |QΟΛΑι|…

          …μεσάνυχτα, μα η Πάшα δέν αποκοιμιέται, το τρακτέρ απο τη σκέψητης δέν μπορεί να το παρατήσει… «άς μυρίζω βενζίνη, άς είναι και δύσκολη (δουλειά), θα κάτσω στο τρακτέρ και άς μήν είναι εύκολο…»

 

4.

ςΜΟΣ. ΌΚΣΥ ΒΡΑΝΛΈβ Κε ςΥΝΊΖ ΛΙΓΥΣ ΆΚΡΑ,

ΚΥΡΤΎΚιΑ ΒΑΣΤΡΈΦΤΑΝΙ ΤΑ ΜεΣΑΡέιΣ.

ΖΒΥδΆΖ Κε ΠΑΈΝ, ΠΑΣ ΤΑ ΜΆΓΛΑ-τσ ΝΔΑ δΆΚΡΗΣ,

^ΑΝΓέΛΗΝΑ ^ΠΆςΑ ιΥΡΎΧ ΣΤ ΜΤΣ.

          χειμώνας. έξω στροβιλίζει (ο άνεμος) και χιονίζει ατελείωτα, σπασμένα κλαδάκια γέμισαν οι πλατείες. σπεύδει και πηγαίνει, στα μάγουλατης με δάκρυα, η Αγγέλινα Πάшα ίσια στο Μ.Τ.Σ. («έμ τέ έσ»). (τα αρχικά Μ.Τ.Σ., κρίνοντας απο τα συμφραζόμενα, εννοούν τοπικό κομματικό γραφείο στη Σοβιετική Ένωση).

 

ΠΗΡΝΈςΥ τΗΡΌΣ, ΜΑ ΚΑΝΊΣ-ΠΑ τεΝ ΒδΗΝΑ,

ΣΝ ΚΟΝΤΌΡΑ Τ ΛΑΜΠΉτσΑ ΠΥΣΎΡΚΑ δΥι ΦΟΣ. στην контора τη λαμπίτσα ποσώρικα δώει φώς. (ποσώρια (αποσώρια; ό,τι περίσσεψε απο το σωρό;) λένε οι εντόπιοι τα φτωχικά, άχρηστα πράγματα ή ‘φτηνούς’ ανθρώπους. εδώ θα εννοεί: φτωχά φωτίζει)

ΜΑ ΠέΣΥ ΣΝ ΚΟΝΤΌΡΑ ΔΡΑΝΆ ^ΠΑςΑ ΉΝΑ,

ΤΟ ΈΜΒΡΥ, ΤΟ ΠΉΣΥ ΠΥΡΠΆΤΑΝΙΣ<Ν> ΤΟΣ.

          πρωινή ώρα, αλλα κανείς δέν είναι πουθενά, στο γραφείο μιά μικρή λάμπα φτωχικά φέγγει. αλλα μέσα στο γραφείο βλέπει η Πάшα έναν (που) μιά μπρός, μιά πίσω («πάνω – κάτω») περπατούσε.

 

ΠΣΗΛΌΣ, ΑΜΒΛΑΤιΆΝΥΣ, ΣΤΥ ΒδΆΡ-Τ ΝΔΑ τσΑΝΓΚΉιΑ, (τσαγγία= μπότες, βρίσκεται ήδη στα πρώιμα βυζαντινά χρόνια. εξ ού: τσαγγάρης)

ΤΟΣ ΦέΝΙΤ ΧΤΑ ΌΛΑ-Τ ΟΤ ΈΝ ΣΥΡΒΑΔζΉΣ.

- ΤΟΣ ΤΊΣ ΕΝ? – ΤΙ ΡΌΤΣΗΝΙ ΉΝΑ Π ΚΑΡδΉιΑ.

- ΠΑΡΤΌΡΓ-ΜΑΣ ΕΝ, ^ΚΎΡΟβΣ, ΜεΓΌΛΑ ΚΑΜ δΛΊΣ… парторг party organizer

          (ήταν) ψηλός, με φαρδείς ώμους, στα πόδιατου με μπότες, φαίνεται απο όλατου (=απο την όλη εμφάνισητου) οτι είναι κύριος (=αξιοπρεπής άνθρωπος, με ψηλό πόστο). –αυτός ποιός είναι; εκείνη ρώτησε κάποιον εμπιστευτικά. – ο «ΠΑΡΤΟΡΓ» (κομματικός οργανωτής)μας είναι, ο Κούροβ, μεγάλες κάνει (διεκπεραιώνει) δουλειές…

 

«ΓΟ ΧΡΆςΚΥΜ ΑΤΎΤΥΝΑ», ΝΎΝΣΗΝ ΤΟ Τ ΌΡΑ,

«ΑΠΆΝΥ-Τ ΧΤΥΝ ΤΆΤΑ-Μ ΓΟ ΉΚΣΑ ΠΥΛΆ.

ΤΟΣ ΈΝ ΧΤΥ ΒΑΖΆΡ ΠΗΛΙΜέΝΥΣ ΑΣ Τ ΧΌΡΑ,

ΚΟΛΧΌζΑ ΝΑ ΚΆΜ – ΟΛ ΝΑ ΖΎΝΙ ΚΑΛΆ».

          «τον χρειάζομαι αυτόν», σκέφθηκε εκείνη την ώρα, «σχετικά μ’αυτόν απο τον πατέραμου άκουσα πολλά. αυτός είναι απο την πόλη σταλμένος στο χωριό, κολχόζια (=σοσιαλιστικούς συνεταιρισμούς) για να κάνει, όλοι για να ζούνε καλά».

 

ΘΑ ΠΆι ΤΙ ΑΠέΣΥ, ΜΑ ΔΡέΠΗΤ, ΦΥβΆΤΙ, (το «θα» έχει ακόμη την παλιά έννοια: θέλει να, πρόκειται να)

ΤΕΚ ΠΆΤΣΗΝ ΤΙ ΦέΤΥΣ ΠεΣ δεΚΑΥΧΤΌ.

ΜΑ ΠέΤΑΚΣΗΝ ΞΆΛΚΑ ΤΥ ΦΌβΥ-τσ ΑΚΆΤΥ,

Κε ΠέΡΑΣΗΝ ^ΚΎΡΟβ ΤΥ ΠΑΡΑΣΗΤΌ. μεσόπορτα (μάλλον απο λατινικό setum, ή saeptum)

          θέλει να μπεί μέσα, αλλα ντρέπεται, φοβάται, μόλις πάτησε αυτή φέτος στα δεκαοχτώ (χρόνια ηλικίαςτης). αλλα πέταξε γρήγορα τη δειλίατης κάτω, και πέρασε του Κούροβ τη μεσόπορτα.

 

Κε ΣΤΆΘΙΝ, τΗ ΠΆι ΤΙ, ΝΕ ΈΜΒΡΥ, ΝΈ ΠΉΣΥ,

ΤΑ δΆΚΡΗΣ-τσ ΦΣΥΓΚΆ Κε ΚΑΡδΉιΑ-τσ ΠΥΝΊ…

ΜΑ ^ΚΎΡΟβΣ ΣΗΚΌΘΗΝ Κε ΉΠΗΝ-ΔΙΝ ΉΣΑ:

- ΤΊ ΘέΛΣ, ΚΥΡΑΣέιΑ? – Κε δΎι-ΤΙΝ ΣΚΑΜΝΊ.

          και στάθηκε, δέν πάει αυτή ούτε μπρός ούτε πίσω, τα δάκρυατης σφουγγίζει και η καρδιάτης πονεί… αλλα ο Κούροβ σηκώθηκε και της είπε κατευθείαν: -τί θέλεις, κοπελιά; και της δίνει κάθισμα.

 

δΟ ^ΠΆςΑ ΚΑΡδΌΘΗΝ Κε ΉΠΗΝ ΤΥΝ ^ΚΎΡΟβ:

(ΤΥ ΦΉΛΑΓΜΥ-τσ ΠέΡΑΣΗΝ ΆΡΤΑ ΧΤΥ ΧΡΆΡ!)

- ΚΑΚΆ ΓΟ ΗΡέβΥ ΝΑ ΠΆΓΥ ΣΤΑ ΚΎΡΣΗΣ,

ΝΑ ΜΆΘΥ ΠΑΣ ΤΡΆΚΤΟΡ ΑΝ ΆΝΔΡΣ ΒΑΡΑΒΆΡ.

          σ’ αυτό το σημείο η Πάσια αναθάρρεψε και είπε στον Κούροβ: (η υπομονήτης πέρασε πιά απο το όριο!) – πάρα πολύ εγώ επιθυμώ να πάω στις σειρές ειδικών μαθημάτων, να μάθω για τα τρακτέρ με τους άντρες μαζί.

 

ΜΑ ΛΈΓΝΙ-Με τέΝ ΗΝΕΚΎ ΑΤΟ δΛΊιΑ,

ΗΛΎΝ-Με ΠεΣ Τ ΧΌΡΑ ΤΊΣ ΘέΛ – ΚΑΘΑ ΉΣ.

Κε ΛΈΓΝΙ, Σ ΔΥΝιΆ ΚΟΜΑ τΉΤΥΝ ΚΑΜΉιΑ,

ΤΥ ΤΡΆΚΤΟΡ ΗΝΈΚΑ ΣΤΥ ςέΡ-τσ ΝΑ ΠΡΑΤΊΖ.

          αλλα μου λένε δέν είναι γυναικεία αυτή δουλειά, με ειρωνεύονται στο χωριό όποιος θέλει – (δηλαδή) ο καθένας. και λένε, στον κόσμο ακόμη δέν έγινε ποτέ: τρακτέρ, γυναίκα στο χέριτης να κουμαντάρει.

 

ΚΑΛΆ ΦΚΡΉΘΗΝ ^ΚΎΡΟβΣ Κε ΉΠΗΝΙ ΣΤΈΡΑ:

- ΑΣΛΊ, ΑΣ Ν ΔΥΝιΑ ΚΟΜΑ τΉΔΗΝ ΚΑΝΊΣ,

ΗΝΈΚΑ, ΤΥ ΤΡΆΚΤΟΡ ΝΑ Ές ΑΣ ΤΑ ςέΡΑ,

Κε Άιτσ, ΤΊΓΛΑ ΆΝΔΡΗΣ ΑΤΌ ΝΑ ΠΡΑΤΊΖ.

          προσεκτικά άκουσε ο Κούροβ και είπε έπειτα: -πράγματι, στον κόσμο ακόμη δέν είδε κανείς γυναίκα τρακτέρ να έχει στα χέρια και έτσι σάν τους άντρες να το χειρίζεται.

 

ιΑΝ ΝΎΝΣΗΣ Αιτσ, ^ΠΆςΑ, ΜΗ ΓΝΈβΣ ΑΧ ΤΥ ΝΎΝΖΜΥ-Σ,

ΚΑΛΆ ΠΑΣ ΤΑ ΒδΆΡιΑ-Σ ΣΗ ΣΤΆ – ΒΗΚΗΤΡΆι –

Άιτσ ΉΠΗΝΙ ^ΚΎΡΟβΣ, ΣΗΡιΆ, ΛΙΓΥΣ ΧΎΛΖΜΥ, -

ΣΤΑ ΚΎΡΣΗΣ ΠΑΣ ΤΡΆΚΤΟΡ ΠεΛΊΓΥΜ-Σε ΠΆιΣ.

          αφού αποφάσισες έτσι, Πάσια, μή βγαίνεις απο την ιδέασου, καλά πάνω στα πόδιασου στάσου, κράτα το πόστοσου – έτσι είπε ο Κούροβ, ήρεμα, δίχως να φωνάζει – στις σειρές ειδικών μαθημάτων για τρακτέρ θα σε στείλουμε να πάς.

 

5.

ΝΔΥ ΜέΓΑ ΗςΤΆΧ, ΤΊΓΛΥ τΉςΗΝ ΚΑΝΊΣ-ΠΑ,

ΤΥ ΝΎΝΖΗΝ ΝΑ ΉΝΔΥΝ ΤΙ ΉβΡΗΝ ΞΑΡΆ:

ΠΑι ^ΠΑςΑ ΣΤΑ ΚΎΡΣΗΣ, ΜΑΘέΝ ΤΡΑΚΤΟΡΉΣΤΚΑ,

ΑΜέΤΡΗΤΥ Ές ΠεΣ ΚΑΡδΉιΑ-τσ ΧΑΡΆ.

          με μεγάλο πόθο τέτοιον που δέν είχε κανείς αυτό που έλπιζε να γίνει, αυτή βρήκε τρόπο: (=βρήκε τον τρόπο να πραγματοποιήσει αυτό που ήλπιζε με μεγάλο πόθο, όσο δέν ποθούσε άλλος κανείς): πηγαίνει η Πάшα στις σειρές ειδικών μαθημάτων, εκπαιδεύεται (για) χειρίστρια τρακτέρ, αμέτρητη έχει στην καρδιάτης χαρά.

 

ΚΑΡΦΆ ΉΡΤΙΝ ΆΝΙΚΣ Κε δΆΛΣΗΝ ΤΥ ΛΌΓΟ-τσ, εκπλήρωσε

ΠΡΟΝ ΉΛιΥΣ ΑΠ ΠΆΝΥ, Κε ΠΆΤΥΣ ΑΦΝΊΖ.

ΦεΤ ΠΡΌΤΟ ΦΟΡΆ ΚΖέΝ δΑιΝ ^ΠΆςΑ ΑΠΛΌΓΥ-τσ,

ΝΔΥ ΜέΓΑ τσ ΧΑΡΆ ΑΣ ΤΥ ΞΌΛ Ν ΑΛΕΤΡΉΖ.

          κρυφά ήρθε άνοιξη και εκπλήρωσε τον λόγοτης (=η άνοιξη ικανοποίησε το αίτηματης), πυρώνει ήλιος απο πάνω, και η γή αχνίζει. φέτος πρώτη φορά βγαίνει πάει η Πάшα απο μόνητης, με μεγάλη χαρά στην εξοχή να οργώσει.

 

ΦΥΡεΝ ΚΟΜΗΜΒΗΝεΖΟΝ <ΚΟΜΒΗΝΖΟΝ>, ΚΥΚΞΑΚΛΊδΚΥ ΚΥΒΆΝΚΑ, |ΚΟΙΚΞΕΚ|λίδικο

ΗΝΈΚΑ τΉ ΜιΆΖ ΗΞ ΟΤ ΈΝ-ΠΑ ΑΤΊ.

ΜΑ δΌ ΒΡΗΓΑΔΉΡΣ, ςΥΒΗΛΊδΚΑ, ΔΥςΜΆΝΚΑ,

δΆι ΣΜΆ-τσ ΠεΣ Τ ΑΖΆΝ, Κε ΑΠΉΣΥ-τσ ΠΡΑΤΊ.

φοράει ολόσωμη, γαλάζια (φόρμα), γυναίκα δέν μοιάζει καν οτι είναι αυτή. μα εδώ ο αρχηγός της μπριγάδας, καχύποπτα, εχθρικά, πάει κοντάτης μές το χωράφι και την (παρ)ακολουθεί.

 

ΜΑ ^ΠΆςΑ τΉ ΔΡέΠΗΤ Κε ΛΈι-ΤΥΝ ΑΤΌΝΑ:

- ΜΉ ΧΆΝΣ, βΡΗΓΑΔΉΡ, ΣΗ τΗΡΌ ΚΥΤΥΡΎ!

Τ\ΘΑ ΈβΡΣ ΉΞ ΑςέΡΣΤΥ, ΚΑΛΌ ΚΑΜΑΤΌ ΕΝ, αχέριστο (=αδέξιο)

ΝΑ ΚΆΜΥ ΓΟ δΛΊιΑ ΚΑΚΌ τΉΠΥΡΥ!

          αλλα η Πάшα χωρίς συστολή του λέει: μή χάνεις, επιστάτη, τον καιρόσου άσκοπα! δέν θα βρείς τίποτε αδέξιο (να μεμφθείς), καλό όργωμα είναι, να κάνω εγώ δουλειά άσχημη δέν μπορώ!

 

Αιτσ δΆιΝΑΝ ΤΑ ΜέΡεΣ, ΑΧ Τ ΣΜέΝΑ ΑΣ Τ ΣΜέΝΑ, смена

Κε τΉςΗΝ τΗΡΌ ΣΤΑ ΜΑΡέιΣ ΝΑ βΗΓΛΊΖ.

ΤΕΚ ΝΎΝΖΗΝ ΠΑΣ Τ δΛΊιΑ, ΤΕΚ ΝΎΝΖΗΝ ΠΑΣ ΈΝΑ:

ΑΧ ΆΝΔΡΣ-ΠΑ ΠΥΛΆ ΝΑ δΥΛΈΠΣ, Ν ΑΛΕΤΡΉΖ.

          έτσι διάβαιναν οι μέρες, απο (εβδομάδα) σε (εβδομάδα), και δέν είχε καιρό στα πλάγιατης να κοιτάξει. (=αυτό είναι στερεότυπη έκφραση τουλάχιστον στη βόρειο Ελλάδα, κοιτάζω τα πλάγιαμου= φροντίζω τα προσωπικάμου ζητήματα, τον εαυτόμου). μόνο σκεφκτόταν τη δουλειά, μόνο σκεφτόταν ένα (πράγμα): απο τους άντρες περισσότερο να δουλέψει, να οργώσει.

 

ΜΑΚΡΆ Τ δΌΚΣΑ-τς δΆιΝΙΝ, ΑΣ Τ δΛΊιΑ-τσ τΗΜΌΝΥ,

ΜΑΧΤΆιβΑΝ ΑΤΙΝΑ ΠΗΧΤΆ Κε ΠΗΧΤΆ…

ΣΤΑ ςΉΛιΑ ΗΝΈιΑ ΚΑΤΌΝ ΤΡΆΝΔΑ ΤΥ <Τ> ΧΡΌΝΥ,

ΧΑΖΆΝΙΠΣΗΝ ΣΆΝ ΤΙ «ΥΔΆΡΝΗΚ ΤΡΥΔΆ».

          μακριά η δόξατης πήγαινε, για τη δουλειάτης και μόνο, την παίνευαν συχνά και συχνά… στα χίλια εννιακόσια τριάντα το έτος, κέρδισε την τιμή αυτή (=η Πάσια) «ΥΔΆΡΝΗΚ ΤΡΥΔΆ». (=κέρδισε την τιμητική ονομασία ударник труда που θα πεί «αυτή που πατάσσει =κατανικά με δύναμη και ευκολία, κάνει δυναμικά, την εργασία.»).

 

Κε δΌΚΑΝ-ΔΙΝ ΠΡέΜιΑ ΑΣ Τ δΛΊιΑ ΝΑΜΛΊδΚΥ,

ΜΑ ΤΊ τΗ ΓΡΗΚΆ-ΤΥ: ΤΟ ΤΊΓΛΥ ΕΝ δΉΚΣ?

ΛΑΛΊΓΝΙ, δΑβΆΖ-ΔΙΝ ΠΡΗΚΆΖ ΑΔζΑΉΠΚΥ – приказ order

ΝΑ ΠΆι ΣΤ ΝεΦΤεΒΆΖΑ ΝΑ ΚΆΜ ΚΛΑΔΟβςΞ]ΉΚΣ. нефтебаза кладовщик|ος

          κ της έδωσαν προνόμιο στη δουλειά περίφημο, μα αυτή δέν το καταλαβαίνει: αυτό τί νόημα έχει; την καλούν, της διαβάζουν μιά εντολή παράξενη, να πάει στη αποθήκη καυσίμων να κάνει  αποθηκάριος.

 

- ιΌΧ, ιΌΧ! Άιτσ τΗ ΝΊΣΚΗΤ, ΝΑ ΜΉ ΤΥ ΝΥΝΊΖΗΤ! |ιΌQ|, |ιΌQ|, έτσι κί γινίσκεται, να μή το νουνίζετε!

ΓΟ ΉΜΗ ΧΑΉΛΣΑ ΑΝΆΝΤ\ ΝΑ ΤΡΑβΎ… εγώ είμαι |hΑίΛ|ισσα ανάγκη να τραβώ… (υπάρχει κάποιο επιρροή απο το «ενάντιο», αλλα πρόκειται για τη λ. ανάγκη)

Ν ΗΡέβΗΤ ΣΗΣ ΌΛ-ΣΑΣ-ΠΑ ΠιΆΣΗΤ ΜΑΝΊΣΗΤ, άν γυρεύετε εσείς όλοι-σας-πα πιάσετε μανίσετε, (το ρήμα «μανίζει» είναι ακόμη συνηθισμένο στην Κρήτη)

ΧΤΥ ΤΡΆΚΤΟΡ ΚΑΜΉιΑ-ΠΑ Τ\ΘΑ ΝΑ ΚΑΤβΎ! εκ το tractor καμία-πα κί θα να κατεβώ!

          -όχι, όχι! έτσι δέν γίνεται, να μή το ελπίζετε! εγώ είμαι πρόθυμη ταλαιπωρία να τραβώ… (=δέν θέλω την εύκολη, τεμπέλικη δουλειά που μου προτείνετε). άν θέλετε όλοισας αρχίστε και ορύεσθε, (αλλα) απο το τρακτέρ ποτέ δέν πρόκειται να κατεβώ!

 

ΤΙ δΆιΝ ΣΤΥΝ ΔΗΡέΚΤΟΡ, Κε ΉΠΗΝ ΤΥΝ ΠΌΝΥ-τσ,

ΜΑ ΤΌΣ ΗΞ τΗ ΦΚΡΆΤΙ – τσΙΓΆΡΚΑ ΚΑΠΝΊΖ:

- ΗΝΈΚΑ ΣΗ ΉΣΗ Κε ΉΞ-ΠΑ τΗ ΜΛΌΝΥ –

δΥΛΊιΑ ΛΑΦΡΌ, ΦΚΡΗΘ-Με ΉβΡΑΜ-Σε ΜΗΣ…

          αυτή πήγε στον διευθυντή και είπε τον πόνο (παράπονο)της, αλλα εκείνος καθόλου δέν ακούει – τσιγάρο καπνίζει (και λέει): -«γυναίκα είσαι και καθόλου δέν (σου το) κρύβω, δουλειά ελαφριά, άκουσεμε, σου βρήκαμε…

 

«ΦΟΡΔΖΟΝ», ΠΌΣ ΝΑ ΛΈι-Σ, ΚΑΛΌ ΣΑιΜΥ ΗΡέβ-ΤΟ

ΑΣ ΆΝΔΡΣ, ΑΤΟ Τ δΛΊιΑ, ΛΑΦΡΌ τεΝ ΠΥΛΆ…

…ΗΡΉς τεΝ ΗΣΑτσ <ΗΣΑΠ> ΝΑ ΠςΗΡΉΣΣ ΝΔΥΝ ΔΗΡέΚΤΟΡ:

ΚΑΠΝΊΖ ΤΟΣ τσΙΓΆΡΚΑ, βεΓΛΊΖ Κε ΗΛΆ.

          το (τρακτέρ μάρκας) «Φορτζόν», πώς να το πείς, πρέπει πολύ σοβαρά να το πάρει κανείς, (ακόμη και) για άντρες αυτή η δουλειά δέν είναι και πολύ ελαφριά…» διαπληκτισμό δέν είναι λογικό να αρχίσεις με τον διευθυντή, καπνίζει αυτός το τσιγαράκιτου, κοιτάζει και γελά.

 

ΠΥΛΆ ΤΟΠΣ ΠΗιΝ ^ΠΆςΑ, ΝΑ ΉΡΣΑΝ ΤΥ δΛΊιΑ-τσ,

ΜΑ ΉΣ τΗ ΓΡΗΚΆ-ΤΙΝ, ΧΑΡςΎ-τσ ΠΆΓΝΙ ΟΛ…

ΧΤΥ ΦτιΆΛ-τσ ΤΙ <τΗ> ΠεΤΆι ΗΞ ΤΥ ΤΡΆΚΤΟΡ ΚΑΜΉιΑ,

ΤΥ ΝΎΝΖΜΥ-τσ ΜΑΚΡΆ ΠΑι, ΑτΉ, ΑΣ ΤΥ ΞΌΛ.

          σε πολλά μέρη πήγε η Πάшα, για να την γυρίσουν στη δουλειάτης, αλλα κανείς δέν την καταλαβαίνει, ενάντιατης πηγαίνουν όλοι… απο το κεφάλιτης (όμως) δέν βγάζει καθόλου το τρακτέρ ποτέ, η σκέψητης μακριά πηγαίνει, εκεί, στην εξοχή.

 

ΑτΉ, ΠΥ ΤΥ ΤΡΆΚΤΟΡ, ΘΑΡΉΣ, ΚΑΝΑΡέιΚΑ, канарейка

ΣΗΡιΎτσΚΑ δΥΛΈβ, ΚΣΠΆΖ ΠΗΡΝΈςΥ ΤΙΝΞΛΊΧ.

Κε ΈΡΚΗΤ ΤΡΑΓΌδ ΑΧ ΤΥ ΤΑΒΟΡ ΜΑΡέιΑ, |ΤΑΒΟΥΡ|= τάγμα; табор =αλώνι;

ΠΥ Τ ΆΛΥ ΤΥ ΤΡΆΚΤΟΡ ΧΤΡΑΜΉΖ ΤΥ ΠΞΑΝΛΊΧ. |ΒΙΞΑΝ_ΛΙQ|

          εκεί που το τρακτέρ, θαρρείς (σάν) καναρίνι ήρεμα δουλεύει, ταράζει την πρωινή ησυχία. και έρχεται τραγούδι απο το αλώνι μεριά, όπου το άλλο το τρακτέρ ξεφορτώνει τον θερισμό.

 

ΚΥΜέΝΑ ΧΑΝΆΤιΑ, ΧΤΥ ςέΡ-τσ ΠΉΡΑΝ Τ δΛΊιΑ-τσ,

ΤΥ βτιΆΛ-τσ ΧΠΆ ΑΠέΣΥ, ΤΟ ΞΆΧ ΘΑ ΤΙΝ ΚΦΌΣ…

ΜΑ ΠΆΝΔΑ ΝΔΥ ΤΡΆΚΤΟΡ ΕΝ ^ΠΆςΑΣ ΚΑΡδΉιΑ,

ΑτΉ, ΠΑΣ ΧΥΡΤΆΡ, ΠΥ ΗΠΛΎΤΙ ΚΑΠΝΌΣ. εκεί, πάνω εις χορτάρι, όπου απλούται καπνός.

          κομμένα φτερά! απο το χέριτης πήραν τη δουλειάτης, το κεφάλιτης χτυπά απο μέσα, τόσο που πάει να την κουφώσει… (καθώς αισθάνεται πίεση μέσα στο κεφάλιτης, πάει να κουφαθεί. όντως όταν ανεβαίνει η πίεση του αίματος, ο άνθρωπος νιώθει την ακοήτου να μειώνεται) αλλα πάντα με το τρακτέρ είναι της Πάшας η καρδιά, εκεί πάνω απο την πρασινάδα, όπου απλώνεται καπνός.

 

ΠΥ ΉΛιΥΣ ΛΑΜΒΡΉΖ Κε ΦΣΆ ΤΊΝΞΚΑ ΑΈΡΑ, όπου ήλιος λαμπρίζει και φυσά |ΤΙΝΞ|ικα αέρα,

ΠΥ Τ δΌΚΣΑ ΒΥιΆιδΑ ΛΥΓΆςΑ ΠεΤΆι. όπου τη δόξα |ΒΟιΆ|δια λογάς-ια πετάει.

ΠΥ ΈΡΚΗΤ ΤΡΑΓΌδ ΑΧ ΤΥ ΤΡΆΚΤΟΡ ΣΜΑ ΣΤ ΜέΡΑ

Κε, ΞΆΧ, ΤΥ ΔΥβΛΆιΜΥ-Τ ΑΣ Τ ΧΌΡΑ ΤΟ ΠΆι…

          όπου ο ήλιος λάμπει και φυσά απαλά ο αέρας, όπου το ουράνιο τόξο χρώματα λογιών λογιών εκπέμπει. όπου έρχεται τραγούδι απο το τρακτέρ (=απο τον οδηγότου) όταν κοντεύει να ξημερώσει, ακόμη κ ο ήχος (της μηχανής)του, ώς το χωριό (αυτός, ο ήχος) πηγαίνει.

 

τΉ ΜΛΌΝ-ΔΥ ΤΥΝ ΠΌΝΥ-τσ, Χ ΤΥΝ ΚΌΖΜΥ ΚΑΜΉιΑ,

Κε ΚΣΙΈΡ-ΤΥ, ΘΑ ΈβΡ ΤΙ ΑΤΊΤΚΥ ΞΑΡΆ:

ΠΥ ΌΛΣ ΒιΥΡΟΚΡΆΤΣ-ΠΑ ΘΑ ΧΆΣΝΙ ΑΧ Τ δΛΊιΑ,

ΜΉ ΠέΡΝΙ ΧΤΥΝ ΚΌΖΜΥ ΤΥΚΌ-ΤΙΝ Τ ΧΑΡΆ.

          δέν τον κρύβει τον πόνοτης απο τους ανθρώπους ποτέ, και ξέρει, (πως) θα βρεί αυτή λύση: σε περίπτωση που όλους τους γραφειοκράτες θα τους παραμερίσουνε (=καταργήσουνε), για να μήν παίρνουνε απο τους ανθρώπους τη χαράτους.

 

«ΠΎ τιΆΛΥ ΝΑ ΠΆΓΥ? – ΝΥΝΊΖ ΠΑΛ ΑΠΛΌΓΥ-τσ,

ΠΎ ΠΆΓΥ ΚΑΝΊΣ-ΠΑ Ν ΚΑΡδΉιΑ-Μ τΗ ΠέΡ.

ΠΥ τιΆΛΥ ΝΑ ΠΆΓΥ? ΝΑ ΚΆΜΝΙ ΤΥ ΛΌΓΟ-Μ

Κε ΠΆΛΙΣ ΤΥ ΤΡΆΚΤΟΡ ΝΑ ΠΆΡΥ ΣΤΥ ςέΡ.

          «πού ακόμη να πάω;» σκέφτεται πάλι απο μόνητης, «όπου πάω κανένας τί αισθάνομαι δέν καταλαβαίνει. πού ακόμη να πάω, να ικανοποιήσουν το αίτημαμου και πάλι το τρακτέρ να πάρω στο χέρι;»

 

ΠΡΑΤΊ ΤΥςΝΙΜέΝΣΑ, ΥΛΝΊΧΤΑ τΗ Τ\ΜΆΤΙ,

ΑΣ ΣΠΉΤ-ΤΙΝ ΞΥΡέβΝΙ ΚΑΚΆ ΣΤΕβΑΡΆ. στιβαρά

ΜΑ τέΝ ΤΙΤΚΥΣ ^ΠΑςΑ ΝΑ ΤΡέΜ, ΝΑ ΦΟβΆΤΙ,

ΝΥΝΊΖ ΠΎ ΝΑ ΠΆι Κε ΝΑ ΈβΡ ΤΕΚ ΞΑΡΆ.

          περπατά λυπημένη, όλη νύχτα δέν κοιμάται, στο σπίτιτους την μαλώνουνε άσχημα, αυστηρά. αλλα δέν είναι τέτοιος (άνθρωπος) η Πάшα να τρέμει, να φοβάται, σκέφτεται πού να πάει και να βρεί τρόπο, αυτό και μόνο.

 

Κε δΆιΝ ΠΑΛ ΣΤΥΝ ^ΚΥΡΟβ, τΉ ΦΚΡΉΘΗΝ ΚΑΝΊΝΑ,

ΤΑ δΆΚΡΗΣ-τσ ιΑΛΊΖΝΙ ΧΥΡΣΆ, ΚΑΤΙΝΆ.

ΓΡΑδΆΡΣΗΝ-ΔΑ ΟΛΑ ΝΔΑ ΣΌΡΗΠΣΗΝ Τ δΉΝΑ-τσ, γραδάρησε =έβαλε στη σειρά, εξέθεσε

δΟ ^ΚΥΡΟβΣ ΧΥΛιΆΣΤΙΝ Κε ΉΠΗΝ ΣΑΑΤΝΆ:

          και πήγε πάλι στον Κούροβ, δέν άκουσε κανέναν, τα δάκρυατης γυαλίζουνε χρυσά, πυκνά. τα εξέθεσε όλα συγκεντρώνοντας τη δύναμητης. σ’αυτό το σημείο ο Κούροβ οργίσθηκε και είπε αμέσως:

 

- ΑΤΌ ΤΥ ΠΡΗΚΆΖ Τ δΉΝΑ-Τ ΧΆΣΗΝ-ΔΥ ΆΡΤΑ,

ΑβΡ ΆΛΥ ΘΑ ΓΡΆΠΣΝΙ, ΤΥ ΈΝ ΘΑ ΧΑΘΉ.

ΤΥΝ ΤΌΠΥ-Σ ΕΝ, ^ΠΆςΑ,ΤΥΚΌ-Σ ΠΑΣ ΤΥ ΤΡΆΚΤΟΡ,

ΑΠΆΝΥ-Σ ΓΟ ΉΧΑ ΣΤ ΟΒΚΌΜ ΛΑΧΑΡΔΊ. обком

          «εκείνη η εντολή (που λέει να πάς αποθηκάριος) την ισχύτης την έχασε πιά, αύριο άλλη (εντολή) θα γράψουνε, και η παρούσα θα ακυρωθεί. η θέση η δικήσου είναι, Πάшα, πάνω στο τρακτέρ. σχετικά με εσένα είχα στην ανώτερη επιτροπή συζήτηση.

 

Κε ΌΛΑ-ΠΑ ΛΈΓΥ-ΤΑ ΣέΝΑ ΑΝ Τ ΓΡΆδΑ,

ΚΑΛΆ ΣεΝΑ ΚΣέΡΥ Κε ΣέΝΑ ΓΡΗΚΎ:

ΧΤΑ ΤΌ-ΠΑ ΜΗΣ ΧΡΆςΚΗΤ ΝΑ ΚΆΜΥΜ ΒΡΗΓΆΔΑ,

ΝΑ ΛΈΧΚΗΤ ΒΡΗΓΆΔΑ ΑΤΟ ΗΝΕΚΎ.

          και όλα σου τα λέω εσένα με τη σειρά, καλά σε ξέρω και σε καταλαβαίνω. Και γι’ αυτό εμείς πρέπει να κάνουμε μπριγάδα, να λέγεται μπριγάδα αυτή γυναικών.

 

ΝΑ Πέ-Με-ΤΥ, ^ΠΆςΑ, ΚΥΡΉΞΑ ΕΝ ΤΊΤΚΑ,

ΠΑΣ ΤΡΆΚΤΟΡ ΝΑ ΚΆτσΝΙ ΝΑ ΉΝΝΙ ΧΑΉΛ?

δΟ ^ΠΆςΑ ΦΥΣέΡΝΙΝ, ΧΤΑ ΛΌιΑ ΦΛιΥΡΉΤΚΑ,

ΞΑΧ ΡΆΝτσΗΝ ΧΤ ΧΑΡΆ-τσ Κε ΓΥΛβΌΘΗΝ ΤΙΚΜΉΛ.

          λοιπόν πέςμου, Πάшα, κορίτσια υπάρχουν που σε τρακτέρ να καθίσουν να είναι πρόθυμες;» σ’ αυτό το σημείο η Πάшα έλαμψε απο τα λόγια τα χρυσά, τόσο που αναπήδησε απο τη χαράτης και βουβάθηκε τελείως (=έχασε προσωρινά τη μιλιάτης).

 

ΧΤ ΑΤΊΝΑ βΑΧΤΛΊδΣΑ ΚΑΝΊΣ τΗΤΥΝ ΆΛΥ,

ΖεΣΤΆ ΛΕι ΤΥΝ ^ΚΎΡΟβ: - ΤΟ τέΝ ΜεΓΑ ςε!

ΠΥΛΆ ΕΝ ΚΥΡΉΞΑ, ΤΕΚ ΦΛΆΓΥΝΙ ΛΆΛΜΥ,

Ο ^ΡΆΔΞεΝΚΟ ^ΝΆΤΑ, ιΆ ^βέΡΑ ΚΟΣΣέ.

          απο αυτήν πιό ευτυχισμένη καμιά δέν ήταν άλλη, με θέρμη λέει στον Κούροβ: «αυτό δέν είναι μεγάλο πράγμα! (=δέν είναι κάτι το δύσκολο). πολλά κορίτσια υπάρχουν, μόνο περιμένουν πρόταση, όπως η ΡάΔчενκο Νάτα ή η Βέρα Κοσσέ.

 

Κε τιΆΛΑ ΚΥΡΉΞΑ ΧΑΉΛ ΉΝΝΙ ΆΜΑ

ΝΑ ΚΆτσΝΙ ΠΑΣ ΤΡΆΚΤΟΡ ΤΙ ΚΆΜΝΙ ΧΑΉΡ!...

- ΚΑΛΌ, - ΉΠΗΝ ^ΚΎΡΟβΣ, - ΒΡΗΓΆΔΑ ΘΑ ΚΆΜΥΜ,

Α ΣΉ ΘΑ ΝΑ ΉΣΗ, ΣΤ ΑΤΊτσ ΒΡΗΓΑΔΉΡΣ!

          κι άλλες ακόμη κοπέλες πρόθυμες είναι όμως, να κάτσουνε πάνω σε τρακτέρ αυτές θα το έχουνε για μεγάλη τύχη!...» - «ωραία», είπε ο Κούροβ, μπριγάδα θα κάνουμε, και όσο για σένα θα είσαι σε εκείνες αρχηγός της μπριγάδας!

 

6.

…ΣΤΑ ςΉΛιΑ ΗΝΈιΑ ΚΑΤΟΝ ΤΡΑΝΤΑΤΡΉιΑ,

ΚΥΣΠέΝΔΙ ΚΥΡΉΞΑ ςΥΜΚΆ, ΑΝ Τ ΑιΆΖ, χειμωνικά

ΣΥΡέΦΤΑΝ Κε ΚΆτστσΑΝ ΠέΣ ΣΠΉΤ, ΠέΣ ΤΥ ΚΡΉιΥ,

ΝΑ ΜΆΘΝΙ ΤΥ ΤΡΆΚΤΟΡ ΤΊ ΠΡΆΜΑ ΤΟ ΜιΆΖ.

          στα χίλια εννιακόσια τριαντα τρία, εικοσιπέντε κοπέλες, χειμωνιάτικα, με το αγιάζι, μαζεύτηκαν και κάθισαν (=συνεδρίασαν) μέσα σε ένα σπίτι, μές το κρύο, να μάθουνε το τρακτέρ τί πράμα αυτό μοιάζει (=σαν τί πράμα είναι).

 

ΖΒΥδΆΖΝΙ ΤΥ ΜΆΘΗΜΥ ΝΑ ΤΥ ΠΤΡΑΉΣΝΙ.

ΤΟ ςΜΌΣ τΉ ΑΡ\έβ ΝΑ ΠεΡΆΣ, ΝΑ ΧΤΡΑΜΣΤΊ.

Κε Τ Ν ΆΝΙΚΣ ΝΑ ΚΖΎΝ, ΑΣ ΤΥ ΞΌΛ Ν ΑΛΕΤΡΉΣΝΙ,

ΤΥ τΉΤΥΝ ΚΑΜΉιΑ ΣΝ ΔΥΝιΆ ΝΑ ΝΙΣΤΊ!

          σπεύδουν την εκμάθηση να την ολοκληρώσουνε -ο χειμώνας δέν αργεί να περάσει, να γκρεμιστεί- και την άνοιξη να βγούν στην εξοχή να οργώσουνε, πράγμα που δέν επρόκειτο ποτέ στον κόσμο να γίνει!

 

ΚΥΣΠΈΝΔΙ ΚΥΡΉΞΑ Κε ΜέΣΑ-ΤΙΝ ^ΠΆςΑ,

ΤΥ ΤΡΆΚΤΟΡ ΜΑΘΉΖ-τσ, ΤΊΓΛΑ ΤΟ ΑΛΕΤΡΉΖ.

Κε ιΌΧ ΜΟΝΥ ΤΡΆΚΤΟΡ, ΝΑ ΚΣέΡΝΙ ΤΙ ΧΡΆςΚΗΤ,

ΤΥ ΝΌΜΟ ^βΗΛ\ιΆΜΣ ΑΧ ΑΤΊτσ ΚΑΘΑ ΉΣ.

          εικοσιπέντε κοπέλες μεταξύ των οποίων και η Πάшα, για το τρακτέρ τις διδάσκει πώς οργώνει. και όχι μόνο για το τρακτέρ, (επίσης τις διδάσκει) να ξέρουνε ό,τι (σχετικό) χρειάζεται, (και μάλιστα να ξέρουνε) τον νόμο του Williams απο αυτές κάθε μιά. (προφανώς είναι κάποιος νόμος της Φυσικής)

 

ΚΑΡΦΆ ΗΡΤΙΝ ΆΝΙΚΣ, ΠΑΈΝΝΙ βΡΥΧΆδΗΣ,

ΠΡΑΤΊ ^ΠΑςΑ ΝιΆςΚΗΤ, ΣΥΣΤΌΣ ΝΗΚΟτΉΡΣ.

ΗΡέβ ΝΑ ΕΝ ΌΛΑ-ΠΑ ΉΤΜΑ Σ ΒΡΗΓΆΔΑ-τσ,

ΘΑΡΉΣ-ΚΗ ΗΝΊΘΗΝ ΝΑ ΈΝ ΒΡΗΓΑΔΉΡΣ.

          κρυφά ήρθε άνοιξη, πέφτουνε βροχές, περπατά η Πάшα και συλλογίζεται, σωστός νοικοκύρης. θέλει να είναι όλα έτοιμα στη μπριγάδατης, θαρρείς και γεννήθηκε για να είναι αρχηγός μπριγάδας.

 

ΤΑ ΚΎΡΣΗΣ ΠΗΤΡΆιΣΑΝ… ΑΦΝΊΖΝΙ Τ ΑΖΆΝιΑ,

Ν ΒΡΗΓΆΔΑ τες ΚΆτσΜΥ, τΗ ΚΣέΡ ΧΑΝΑΓΆΤ. (ικανοποίηση, επάρκεια QΑΝΑ- =ικανοποιεί)

ΚΑΛΆ ΤΥ ΓΡΗΚΎΝ – ΑΝΙΚΣΚέςΥ ΚΟΜΠΆΝιΑ,

ΟΤ ΧΡΆςΚΗΤ ΝΑ ΚΆΜΝΙ Σ ΚΥΝΔΎτσΚΥ ΤΥ ΣΆΤ.

          οι σειρές των ειδικών μαθημάτων τελείωσαν… αχνίζουνε τα χωράφια, η μπριγάδα δέν έχει κάτσιμο (=σχόλη), δέν ξέρει επανάπαυση. καλά το συνειδητοποιούν: ανοιξιάτικη ομάδα οτι πρέπει να κάνουνε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα.

 

ΤΑ ΤΡΆΚΤΟΡΗΣ ΈΣΤΙΚΣΑΝ ΓΡΆδΑ Κε ΓΡΆδΑ,

βΗΓΛΊΖΝΙ ΤΥ ΤΜΆΣΜΥ, ΝΑ <ΝΔΑ> ΌΛΑ-ΠΑ ΕΝ.

ΓΡΗΚΎΝ-ΔΥ ΟΤ ΉΝΝΙ ΝΑΜΛΊδΚΥ ΒΡΗΓΆΔΑ,

ΑΤΊΤΚΥ ΣΝ ΔΥΝιΆ ΤΊΓΛΥ τΉΤΥΝ Κε τέΝ.

          τα τρακτέρ στάθηκαν σειρά σειρά, φροντίζουν την ετοιμασία να είναι πλήρης. συνειδητοποιούν οτι είναι ένδοξη μπριγάδα, τέτοια που στον κόσμο δέν υπήρξε ούτε υπάρχει.

 

…ΣΤΥ ΞΌΛ ΑβΡ ΘΑ ΚΖΎΝΙ, ΕΝ ΌΛΑ-ΠΑ ΉΤΜΑ,

ΜΑ ΣΚΌΘΑΝΙ ΣΉΝΕΦΗΣ, ΠςΉΡΣΗΝ ΝΑ βΡές.

ΠΥΛΆ ΚΥΡΑΣέιΣ δΑβΑΝ ΧΛΊτσΚΑ ΣΤΥ ΉΠΝΥ.

ΤΕΚ ΝιΆςΚΗΤΙ ^ΠΆςΑ, Κε ΉΠΝΥ-ΠΑ τες.

          …στην εξοχή αύριο θα βγούνε, είναι όλα παντελώς έτοιμα. αλλα σηκώθηκαν σύννεφα, άρχισε να βρέχει. πολλές (απο τις) κοπέλλες στα ζεστά αποκοιμήθηκαν, ωστόσο συλλογίζεται η Πάшα, και ούτε ύπνο δέν έχει.

 

ΜΑ ΠέΡΑΣΗΝ ΌΡΑ, ΤΑ ΆΣΤΡΗΣ ΠΑΛ ιΆΛΚΣΑΝ,

ΚΑΤΈΝΣΗΝ ΤΙΜΉΖΚΥ ΠΣΗΛΌ ΥΡΑΝΌΣ. κατένισεν (έγινε κατενός)

ΚΛΙΦΤΌΝΔΑΣ ΑΠΉΣΥ ΧΤΥ ΣΉΡΤ ΗΛιΥΦΆΝΚΣΗΝ,

Κε ΉΡΤΙΝ ΚΑΛΌ, ΛΑΛΑςΆΡΚΥ ΠΗΡΝΌΣ.

          μα πέρασε η ώρα, τα άστρα πάλι γυάλισαν (=έλαμψαν), πύκνωσε το σκοτάδι στον καθαρό ψηλό ουρανό. (ύστερα) κρυφά πίσω απο τη ράχη (του βουνού) φάνηκε ήλιος, και ήρθε ωραίο, χαδιάρικο πρωινό.

 

ΝΔΥ ΜέΓΑ Τ ΧΑΡΆ ΤΑ ΚΥΡΉΞΑ ΣΗΚΌΘΑΝ,

ΤΑ ΤΡΆΚΤΟΡΗΣ ΠέΛΣΑΝ ΠΗΡΝΈςΥ ΖΑΜΆΝ.

ΔζΥΝΆιΣΑΝ ΣΤΥ ΞΌΛ, ΧΤ ΧΌΡΑ ΌΚΣΥ ΚΥΠΌΘΑΝ, κοπώθεν (τότε δέν είναι απικώθησαν)

ΞΆΧ ΈΜΒΡΥ ΠΑι ^ΠΆςΑ, ΣΥΣΤΌΣ ΚΑΠΗΤΆΝΣ.

          με μεγάλη χαρά οι κοπέλλες σηκώθηκαν, τα τρακτέρ έβαλαν μπρός πρωί πρωί. ξεκίνησαν για την εξοχή, απο το χωριό έξω έφτασαν, ακόμη πιό μπροστά προπορεύεται η Πάшα, σωστός καπετάνιος.

 

ΜΑ ΤΊΓΛΑ ΗΝΈΚΗΣ, ΟβΆ, ΦΑΝΙΡΌΘΑΝ,

ΝΔΑ τσΚΎΡιΑ, ΞΑΠΆιδΑ, ΠΥΛΆ ΝΔΑ δεΚΡΆ. δικράνια (ή δίκερα;)

ΤΑ ΤΊΝΞΚΑ ΤΑ ΞΌΛΙΑ ΔΑΎςΑ ιΥΜΌΘΑΝ,

ΤΥ ΧΎΛΖΜΥ-ΤΙΝ ΠΆι ΠεΣ ΤΑ ΞΌΛιΑ ΜΑΚΡΆ.

          μα νά, κάποιες γυναίκες απροσδόκητα φάνηκαν, με τσεκούρια, τσάπες, πολλές και με δικράνια. οι ήσυχες εξοχές ξεφωνητά γέμισαν, η φωνήτους πηγαίνει μές της εξοχές μακριά.

 

ΤΙ ΣΤΆΘΑΝ ΠεΣ Τ ΣΤΡΆΤΑ, ΝΈ ΈΜΒΡΥ, ΝΈ ΠΉΣΥ,

Ν ΗΡέβΣ ΑΝΔΥ ΤΡΆΚΤΟΡ ΑΠ ΠΆΝΥΤ-ΤΙΝ ΠΡΆΤ:

- ΜΗΣ Τ\ΘΑ ΣΑΣ ΠΗΛΊΣΥΜ ΣΤΥ ΞΌΛ Ν ΑΛΕΤΡΉΣΗΤ,

- ΖΔΑΝΊ ΟΣ-ΠΥ ΉΣΗτσ, ΧΤΥ ΤΡΆΚΤΟΡ ΚΑΤβΆΤ!

          αυτές στάθηκαν μές το δρόμο, (δέν κάνουνε) ούτε μπροστά ούτε πίσω, άν θέλεις με το τρακτέρ απο πάνωτους πέρνα! (φωνάζουνε): -εμείς δέν θα σας αφήσουμε στην εξοχή να οργώσετε! –ζωντανές όσο είστε, απο τα τρακτέρ κατεβείτε!

 

- βΆι, Θέ-ΜΥ, ΠΑΛ ΉΡΤΑΝ ΣΤΑ ΜΆΣ ΧΗΡΖΑΜΆΝιΑ!

ΣΑΣ ΠέΛΣΑΝΙ, ΚΣέΡΥΜ-ΔΥ, ΑΣΗΛΙΤΈΝ, |ΑΣΛΙΝΔΑΝ|

ΝΑ ΧΆΣΗΤ ΤΥ ΣΠέΡΝΙΜΥ, ΌΛΑ Τ ΑΖΆΝιΑ,

Κε Τ ΧΌΡΑ-ΜΑΣ ΛΊΓΥΣ ΠΣΥΜΉ ΝΑ ΠΗΜέΝ!

          -άχ, Θεέμου, πάλι ήρθαν σε μάς συντέλειες του κόσμου! -σας στείλανε, το ξέρουμε, αυτή είν’ η αλήθεια, να καταστρέψετε τη σπορά, όλα τα χωράφια, και το χωριόμας χωρίς ψωμί να μείνει!

 

…βΗΓΛΊΖ ^ΠΑςΑ ΠΆΝΥ-ΤΙΝ, ΣΤΊΚΗΤ Κε ΝιΆςΚΗΤ,

ΠΑΛ ΈΝΑ ΗΣΆΝ ΑΝ Τ ΓΥΡΘΉ-τσ ΦΥβεΡΉΖ: |ίΝΣΑΝ|

- ΤΡΑβΉΣΗΤ ΧΤΥ ΤΡΆΚΤΟΡ Τ ^ΑΝΓέΛΗΝΑ Ν ^ΠΆςΚΑ,

ΑΤΊ ΟΛΑ ΚΆΜ-ΔΑ ΑΤΎΤΑ ΤΑ δΛΊΣ!

          …τις κοιτάζει η Πάшα, στέκεται και συλλογίζεται, ενώ άλλη μιά γυναίκα με τη γροθιάτης φοβερίζει (λέγοντας): -τραβήξτε απο το τρακτέρ την Αγγέλινα την Πάшκα, αυτή όλες τις κάνει αυτές τις δουλειές!

 

βΗΓΛΊΖ ^ΠΑςΑ ΛΌΡιΑ-τσ, ΧΑΜέΝΥ ΕΝ ΌΡΑ!

δαΦΤΉτσ τΗ ΠΥΡΉ ΤΙ ΝΑ τσ ΚΆΜ ΞΑΡΑδΉ…

Κε ΈΔΡΑΜΗΝ δΆιΝ, ΑΣ ΤΥΝ ^ΚΎΡΟβ, ΑΣ Τ ΧΌΡΑ,

ΑΝ ^ΠΆςΑ ΤΟΣ ΉςΗΝ ΚΥΝΔΌ ΛΑΧΑΡΔΊ.

          κοιτάζει η Πάшα γύρωτης, χαμένη (=ανώφελη) είναι ώρα! η ίδια δέν μπορεί να τις αντιμετωπίσει… και έτρεξε πήγε στον Κούροβ, στο χωριό, με την Πάшα αυτός είχε μιά σύντομη συνομιλία.

 

…ΛΟΝ Τ ΣΤΡΆΤΑ ΠΣΗΛΆ ΣΚΥΤΙ ςΚΡΌ ΜΥΚΑΛΊΑ,

ΣΤΥ ΞΌΛ, ΑΣ ΤΑ ΤΡΆΚΤΟΡΗΣ ^ΚΎΡΟβΣ ΖΒΥδΆΖ.

ΧΤΥ «^ΓΆΖΗΚ» ΚΖεΝ ΞΆΛΚΑ, ΑΚΎι ΚΥΜΑΛΑΉιΑ, αγανάκτηση

ΤΥ βΡΉΣΜΥ ΑΚΎι ΤΟΣ ΖεΣΤΆ ΤΙΓΛΑ βΡΆΖ.

          …κατα μήκος του δρόμου ψηλά σηκώνεται σκιερή θύελλα, για την εξοχή, για τα τρακτέρ, ο Κούροβ σπεύδει. απο το (αυτοκίνητο μάρκας) «Γάζικ» βγαίνει γρήγορα, ακούει (φωνές που φανερώνουν) αγανάκτηση, βρισίδι ακούει αυτός που έντονα βράζει.

 

- τΗ ΔΡέΠΝΙ! Τ\ΦΎ! Τ\ΦΎ! ΦΥΡΗΜέΝ ΝΔΑ βΡΑτΉιΑ,

Χ ΤΑΚΆ-ΜΑΣ ΤΑ ΞΌΛιΑ, ΧΑΘέΤΙ, ΓΡΗΚΆΤ!

ΜΑ ΤΊΓΑΛΑ ΉδΑΝ ΤΥΝ ^ΚΎΡΟβ, ΝΔΑ ΜΉιΑ,

ΘΑΡΉΣ-ΚΗ ΓΥΛβΌΘΑΝ ΒΥΝΤΆΡ ΤΟ ΤΥ ΣΆΤ. βουβάθηκαν

          -δέν ντρέπονται! φτού! φτού! ντυμένες με βράκες, απο τα δικάμας τα χωράφια χαθείτε, καταλάβετε(το)! αλλα σάν είδαν τον Κούροβ, με τη μία (=αμέσως) θαρρείς και βουβάθηκαν οι αντιδραστικές γυναίκες εκείνη την ώρα.

 

βΗΓΛΊΖ ΠΑΣ ΒΥΝΤΆΡΣ ^ΚΥΡΟβΣ ΆΧΑΡΑ, ΉΣΑ, бунтар

ΠΥΛΊ ΑΧ ΒΥΝΤΆΡΣ ΈΦΧΑΝ ΧΑΒΑΡΣΗΣΤΆΝ…

- ΠΎ Φ\έβΗΤ! – ΧΛΙΖ ^ΚΎΡΟβΣ, - ΣΤΑΘέΤΙ, ΗΡΉΣΗΤ!

ΘΑ δΉΤ, ΤΊΓΛΑ ΤΎ «ΤΧΑΡΑΜΌΝΝΙ» - Τ ΑΖΆΝ!

          κοιτάζει τις αντιδραστικές ο Κούροβ ψυχρά, στα ίσια, πολλές απο αυτές έφυγαν χωρίς άλλη κουβέντα… -πού φεύγετε! –φωνάζει ο Κούροβ-, σταθείτε, γυρίστε! θα δείτε πώς το «αχρηστεύουνε» το χωράφι!

 

- ΣΤΑΘέΤ Κε βΗΓΛΊΚΣΗΤ, Κε ΜΉ ΚΑΤΑΡΌΝΙΤ,

Κε ΣΉΣ Τ ΈΝΑ ΝΤ ΆΛΥ ΜΉ ΣΉΡΝΙΤ ΤΑιΆΧ.

ΘΑ δΉΤΙ, ΤΥΝ ΠΆΤΥ ΤΙ Τ\ΘΑ ΤΧΑΡΑΜΌΝΝΙ,

ΜΑΘέΝΙςΚΑΝ ΌΛΥ ΤΥ ςΜΌ ΝΔΥ ΗςΤΆΧ.

          -σταθείτε και κοιτάξτε, και μήν καταριέστε, και σείς μεταξύσας (η μιά εναντίον της άλλης) μή σηκώνετε ραβδιά (για να μαλώσετε). θα δείτε, τη γή αυτές δέν θα την αχρηστέψουνε, διδάσκονταν (πάνω σ’ αυτό το αντικείμενο) όλο το χειμώνα με μεγάλο ενδιαφέρον.

 

Κε ΣΤΈΡΑ ΛΕι Ν ^ΠΆςΑ ΚΑΡδΆΡΚΑ: - ΔζΥΝΆιΣΗΤ!

ΤΑ ΤΡΆΚΤΟΡΗΣ ΈβΓΑΛΑΝ ΜΆβΡΥ ΚΑΠΝΌ…

ΞΑΧ ΈΜΒΡΥ ΠΑι ^ΠΆςΑ, Κε ΌΛ-ΤΙΝ ΑΠΉΣΥ,

ΘΑΓΜΆΣΤΑΝ ΤΑ ΠΛΊιΑ ΠΣΗΛΆ ΣΤ ΥΡΑΝΌ.

          και ύστερα λέει στην Πάшα με θάρρος: -ξεκινήστε! τα τρακτέρ έβγαλαν μαύρο καπνό… προπορεύεται η Πάшα και όλεςτους απο πίσω, εξεπλάγησαν τα πουλιά ψηλά στον ουρανό.

 

ΠεΡΝΆ ΕΝΑ ΌΡΑ, ΠεΡΝΆ δΗιΑ ΌΡΗΣ,

ΜΥΡΦΎτσΚΑ δΥΛΈβΥΝΙ ΤΑ ΚΥΡΑΣέιΣ.

ΒΥΝΤΆΡ ΚΑΤ ΠΥςΠΎΡΚΣΑΝ Κε δΆβΑΝ ΑΣ Τ ΧΌΡΑ,

ΤΥ ΞΌΛ ΚΑΜΑΤΌ ΚΌΠΗΝ ΜΆβΡΑ ΧΑΠέΣ.

          περνά μιά ώρα, περνούν δύο ώρες, μιά χαρά δουλεύουνε οι κοπέλλες. οι αντιδραστικές γυναίκες κάτι μουρμούρισαν και έφυγαν για το χωριό, η εξοχή οργωμένη κόπηκε (=διαιρέθηκε σε) μαύρα κομμάτια. (το μαύρο, σκούρο χρώμα φανερώνει το καλοοργωμένο εύφορο χωράφι. οι Σουμέριοι ονόμαζαν την «ME.LUH.HA» (Αίγυπτο) «χώρα με γή μαύρη»).

 

Κε Άιτσ ΤΡΗιΑ ΜέΡεΣ Κε ΝΊΧΤΙΣ-ΠΑ ΤΡΉιΑ,

ΤΙ δΎΛΕβΑΝ ΌΛ-ΤΙΝ ΝΔΑ ΌΛΑ ΧΑΡέΣ.

ΣΤΥ ΤΈΤΑΡΤΥ Τ ΜέΡΑ, ΠΡΑΤΆ, ΔΡΑΝΑ Τ δΛΊιΑ:

«ΤΟ ΤΊΣ ΕΝ?» ΝΥΝΊΖΥΝΙ ΤΑ ΚΥΡΑΣέιΣ.

          και έτσι τρείς μέρες και νύχτες επίσης τρείς, αυτές δούλευαν όλεςτους με όλες τις χαρές. την τέταρτη μέρα (κάποιος) βαδίζει, παρατηρεί τη δουλειά (που κάνουν). «αυτός ποιός είναι;» σκέφτονται οι κοπέλλες.

 

ΠΑΈΝ, ςΞΉΦΤ ΑΚΆΤΥ, ΠεΡ ΧΌΜΑ Κε ΜΡΉςΚΗΤ,

ΤΥ βΆΘΥΣ-Τ ΜεΤΡΆ, - ΑΧΤΡΑΜΖΜέΝΥ Τ ΑΖΆΝ.

ΝΑ ΣΌΝ ΣΤΑ ΚΥΡΉΞΑ ΖΒΥδΆΖ, ΞΆΧ ΤΑΝΔΠΊςΚΗΤ, <ΤΑΝΔΙΡΙς>

ΝΔΑ ΔΡΆΝΣΑΝ, ΤΟ ΗΤΥΝΙ ^ΠΆΠΥ ^ΣΤεΠΆΝΣ.

          προχωράει, σκύβει κάτω, παίρνει χώμα και (το) μυρίζει, το βάθοςτου μετρά – του αναποδογυρισμένου (=με αναποδογυρισμένο χώμα =οργωμένου) χωραφιού. να φτάσει στα κορίτσια σπεύδει, τσαλαπατάει κιόλας (μές τα οργωμένα χώματα), όταν τον είδαν (απο κοντά), ήταν ο παπούς Στεπάν.

 

- ΝΑΖΉΤ, ΤΑ ΚΥΡΉΞΑ-Μ!, - ΚΖέΝ Χ ΠΆΠΥ ΤΥ ΣΤΌΜΑ, -

ΚΑΛΌ ΚΑΜΗΤ δΛΊιΑ, ΤΥ ΈΝ ΛΈΓΥ ΤΟ:

ΤΥ ΖΉΣΜΥ-ΜΟ ΈΣΣΑ, ΜΑ τΉδΑ ΓΟ ΚΌΜΑ,

ΑΤΊΤΚΥ ΜΥΡΦΉιΑΣ, ΚΑΛΌ ΚΑΜΑΤΌ!

          -να ζείτε, κορίτσιαμου! -βγαίνει απ’ του παππού το στόμα-, ωραία κάνετε δουλειά, εκείνο που είναι λέω: τη ζωήμου (ολόκληρη σχεδόν την) έζησα, αλλα δέν είδα ποτέ τέτοιο όμορφο, καλό όργωμα (σάν αυτό που κάνετε)!

 

ΓΟ τΉδΑ ΣΤΥ ΖΉΣΜΥ-Μ ΑΤΊΤΚΥ ΜΥΡΦΉιΑ!

ΗΛΒέΤ, ΑΠ ΑδΌ Κε ΣΠΟΡΆ-ΠΑ ΘΑ ΠΆΡΣ…

…ΤΥ ΞΌΛ ΚΑΜΑΤΌ ΚΌΠΗΝ ΜΆβΡΑ ΦΗΛΊιΑ,  φελία =φέτες, όπως στα Ποντιακά.

Κε ΣΠΆΡΧΚΗΝΔΥΝ ΆΜΑ ΝΔΥ ΤΌΧΚΥ ΤΥ ΣΤΆΡ. |ΤΟQ| χορτάτο

          δέν είδα στη ζωήμου τέτοια ομορφιά (=όμορφη δουλειά)! φυσικά απο’δώ και σπορά θα πάρεις (=και παραγωγή θα βγεί)… …η εξοχή οργωμένη κόπηκε μαύρες φέτες, και σπέρνονταν μάλιστα με μεστό σιτάρι.

 

ΠΣΗΛΌ ΥΡΑΝΌβ <ΥΡΑΝΌΣ> ΤΡΑβΗςΚΆΤ ΝΤ ΣΗΝεΦΉιΑ.

ΠΣΗΛΎτσΚΥ Κε ΧΛΊτσΚΥ βΡΥςΉΣ ΠιΑΝ ΝΑ ΣΤΆΚΣ…

…ΠΥ δΎΛΕβΗΝ ^ΠΆςΑΣ Ν ΒΡΗΓΆΔΑ, ΜΥΡΦΉιΑΣ

ΥΣέβΝΙ ΜΑΧΣΎΛιΑ, ΘΑΡΉΣ-ΚΗ ΜεΤΆΚΣ.

          ο ψηλός ουρανός καλύπτεται με συννεφιά. ψιλούτσικη και ζεστούτσικη βροχή αρχίζει να στάζει… εκεί που δούλευε της Πάσιας η ενομωτία (=μπριγάδα), ομορφιάς βλασταίνουνε προϊόντα (=γεννήματα), θαρρείς και (είναι απο) μετάξι.

 

7.

ΑΧ Τ ΧΌΡΑ ΑΠΉΣΥ τΉ ΠΉιΝ ΚΌΜΑ ^ΠΆςΑ,

ΧΤΑ ιΆςΚΑ-τσ ΤΑ ΧΡΌΝιΑ ΤΙ ΜΑΓΑΝΑιΜέΝ…

Α ΣΉΜΥΡΥ Τ\ΜΉΣΜΥ τΉ ΠέΡ-ΤΙΝ ΤΙ ΤΜΆςΚΗΤ, -

ΑΠΣΆ ΧΎΛΚΣΑΝ Ν ^ΠΆςΑ ΣΤ ^ΜΌΣΚβΑ ΝΑ ΠΑΈΝ.

απο το χωριό παραπέρα δέν πήγε ακόμη η Πάσια, απο τα παιδικάτης τα χρόνια αυτή μοχθώντας… όμως, σήμερα ύπνος δέν την παίρνει, αυτή ετοιμάζεται - ξαφνικά φώναξαν την Πάσια στη Μόσχα να πάει.

 

Ν ΞΥΓΎΝΚΑ ΖΒΥδΆΖ ΛΌΝ ΤΑ ΞΌΛιΑ ΧΑΝΊιΑ,

ΤΑ ΜΆΤιΑ-τσ ΝΑ ΠέΡ Χ ΤΥ ιΑΛΊ τΉ ΠΥΡΉ…

ΠεΡΝΎΝ ΠεΡεΓΌΝιΑ, ΔΡΑΝΆ Χ ΤΑ ιΑΛΊιΑ,

ΚΥΝΌΝ, ΘΑΡΉΣ, ΉΛιΥΣ ΑΠ ΠΆΝΥ ΦΛιΥΡΉ.

          η αμαξοστοιχία σπεύδει ίσια μέσα στις εξοχές (σάν) αρχόντισσα, τα μάτιατης (η Πάшα) να πάρει απο το τζάμι δέν μπορεί, περνούν διυλιστήρια, βλέπει απο τα τζάμια, χύνει θαρρείς ο ήλιος απο ψηλά χρυσάφι.

 

ΠΗΧΤΎτσΚΑ, ΠΗΧΤΎτσΚΑ ΧΤΙΠΎΝΙ ΤΑ ΤΡΌςΑ,

ΠΥΛΊΣ ΠέΣ Ν ΚΥΠέ ΑΣ ΤΥΝ ΉΠΝΥ ΤΡΑβΆ, coupée =το κάθε δωματιάκι του βαγονιού

τΗ Τ\ΜΆΤΙ ΤΕΚ ^ΠΑςΑ, ΑτΗ, ΑδΌ ΚΛΌςΚΗΤ,

ΧΑΡΆ Ες ΤΙ ΜέΓΑ ΟΤ ΠΆι ΑΣ Τ ^ΜΟΣΚβΑ.

          συνέχεια, συνέχεια ηχούν ρυθμικά οι τροχοί, (ο μονότονος ήχος του τραίνου) πολλούς μέσα στα κουπέ στον ύπνο τους τραβά, δέν κοιμάται, ωστόσο, η Πάσια, απο’κεί, απο’δώ γυρίζει, χαρά έχει αυτή μεγάλη, οτι πηγαίνει στη Μόσχα.

 

ΧΥΛΆι-ΠΑ τεΝ ΆΜΑ, Ν ΝΥΝΊΣΣ ΤΊΓΛΑ ΧΡΆςΚΗΤ,

ΠΣΗΖΝΈςΥ ιΑΛΞΆβΑ – ΝΑ ΚΣΧΆΣ<Η>Σ ΠΥΡΉΣ<?>.

Χ ΤΑ ΤΌ-ΠΑ τΗ Τ\ΜΆΤΙ, Χ ΤΑ ΤΌ-ΠΑ ΤΙ ΝιΆςΚΗΤ,

ΑΝ ΚΖΉ ΠΑΣ Ν ΤΡΗΒΎΝΑ Χ ΤΥ ΤΊ ΝΑ ΠςΗΡΉΣ.

          και εύκολο δέν είναι, βεβαίως, (να το δεχθείς ατάραχα, μικρό πράγμα δέν είναι) άν σκεφτείς όπως πρέπει, μέχρι χθές υπηρέτρια (=παρακατιανή) – να το ξεχάσεις μπορείς; και απ’ αυτό δεν κοιμάται, και απ’ αυτό αυτή έχει έγνοια, άν βγεί πάνω στο βήμα απο το τί να αρχίσει.

 

ΝΥΝΊΖ: ΓΟ ΘΑ ΠΎ, ΒΑΡΑΒΆΡ ΝΔΑ ΠΑΛΚΆΡιΑ,

δΥΛΈβΥΜ ΠΑΣ ΤΡΆΚΤΟΡ ΝΔΑ ΌΛΑ ΧΑΡέΣ.

Κε ΚΆΜΥΜ ΠΑΣ ΤΡΆΚΤΟΡ ΑΡΤΊΧΚΑ ΓεΚΤΆΡιΑ, εκτάρια

Χ ΤΥ ΠΛΆΝ ΠΑΝΥ δΎΓΥΜ ΑΠ δΉιΑ ΦΥΡέΣ.

          συλλογίζεται: «θα πώ: ‘μαζί με τα παλληκάρια δουλεύουμε στα τρακτέρ με όλες τις χαρές. και κάνουμε (=καλλιεργούμε) με τα τρακτέρ παραπανίσια εκτάρια, απο το πλάνο πάνω αποδίδουμε, διπλάσια’.

 

ιΌΧ, ΠΡέΠΝΑ, ΗΣΆΠ τεΝ ΝΑ ΠΎ ΜΑΧΤΑΝΊιΑ,

δΑΦΤΌ-Τ-ΠΑ ΤΥ ΝΆΜ ΔΡές ΠΑΈΝ, ΜΑΚΡΆ ΣΌΝ…

Κε ΤΊΓΛΑ ΓΟ ΚΆΜΥ ΠΑΣ ΤΡΆΚΤΟΡ δΥΛΊιΑ,

ΖέΡ ΈΧΝΙ τΗΡΌ ΝΑ ΦΚΡΗΘΎΝ ΜεΓΑΛΌΝ.

          ή μάλλον όχι, σωστό δέν είναι να πώ καυχησιά, απο μόνητης η φήμη τρέχει πηγαίνει, μακριά θα φτάσει… άλλωστε, το πώς εγώ στο τρακτέρ εργάζομαι, μήπως έχουνε καιρό να ακούσουνε οι ηγέτες (της χώρας);

 

ιΌΧ, ΠΡέΠΝΑ, ΘΑ ΠΎ, ΤΊΓΛΑ ΠΆΠΥ-ΜΑΣ ^ΧΡΉΣΤΥΣ,

ΜΑΣ ΉιΑΣ ΝΕΡΌ Χ ΤΥ ΠεΓΆδ ΚΥβΑΛΊ.

ΘΑ ΠΎ ΤΊΓΛΑ ΣΤ ΧΌΡΑ-ΜΑΣ ςέΡΝΙ ΝΔΥ ΖΉΣΜΥ,

ΛΑΜΒΡΉΖΝΙ ΤΑ ΛΆΜΠΟΞΚΗΣ Σ ΚΆΘΑ ιΑΛΊ. лампочка bulb

          όχι, μάλλον θα πώ πώς ο παππούςμας ο Χρήστος σε μάς υγιεινό νερό απο το πηγάδι κουβαλάει. θα πώ πώς στο χωριόμας (οι κάτοικοι) χαίρονται με τη ζωή, φέγγουνε (τα βράδυα) οι λάμπες σε κάθε τζάμι…

 

ιΌΧ, ΠΡέΠΝΑ, ΘΑ ΠΎ, ΤΊΓΛΑ ΠΆΠΥ-ΜΑΣ ^ΠέΤΡΥΣ,

ΠΑΣ ΚΣΉΝΔΑ ΧΥΡΝΎ ΤΟΣ ΠΗΤΡΆιΣΗΝ ΛΗΚΒέΖ. ликбез

ΑΣ Τ δΛΊιΑ ΚΑΛΌ-Τ, ΠΡέΜιΑ δΌΚΑ-ΔΥΝ ΦέΤΥΣ,

Κε ΈΜΑΘΗΝ ΌΜΥΡΦΑ ςΆςΚΗΣ-ΠΑ ΠέΖ…» шашки

          όχι, μάλλον θα πώ πώς ο παππούςμας ο Πέτρος στα εξήντατου χρόνια αυτός τελείωσε σχολή. για τη δουλειάτου την καλή τιμητική διάκριση του δώσανε φέτος, και έμαθε ωραία ντάμα να παίζει…»

 

…ΠΥΛΆ ΠέΜΝΑΝ ΠΉΣΥ ΒΑΖΆΡιΑ Κε ΧΌΡΗΣ,

ΜΑ ΤΝΆΧΤΙΝ Ν ΞΥΓΎΝΚΑ Κε ΣΤΆΘΗΝ ΒΗΡΔΈΝ…

- ^ΜΟΣΚβΑ! – ΉΚΣΗΝ ^ΠΆςΑ, ^ΜΟΣΚβΑ! ΉΡΤΙΝ ΌΡΑ,

Κε ΠΆΣ ΤΟ ΠεΡΡΌΝ ΑΝΔΥΝ ΚΌΖΜΥ ΚΑΤΈΝ. (перрон platform =ο επίπεδος χώρος εκατέρωθεν των γραμμών του τραίνου)

          …πολλές έμειναν πίσω πόλεις και χωριά, μα τραντάχτηκε η αμαξοστοιχία και σταμάτησε με μιάς… «Μόσχα!» άκουσε η Πάшα, Μόσχα! ήρθε η ώρα και πάνω στην πλατφόρμα μαζί με τον κόσμο κατεβαίνει.

 

ΣΜΆ-τσ ΉΡΤΙΝ ΤΑΚΣΉΣ-τσ Κε ΡΥΤΆ-ΤΙΝ: - ΤΊ ΧΡΆςΚΗΣ?

ΠΎ ΘέΛΣ, ΑτΉ ΠΆΓΥ-Σε, ΆΜΑ, ΣΑΑΤΝΆ!

- ΤΊ ΧΡΆςΚΥΜ ΤΑΚΣΉ ΓΟ! – ΤΥ ςέΡ-τσ ΈΣΣΗΝ ^ΠΆςΑ,

Κε δΆΙΝ ΑΣ ΤΥ ^ΚΡέΜΛ\ ΑΠΗΖΆ ΑΤΟ ΤΝΆ.

          κοντάτης ήρθε ταξιτζής και την ρωτά: -τί χρειάζεσαι; όπου θέλεις εκεί θα σε πάμε αμέσως, την ίδια ώρα! –δέν χρειάζομαι ταξί (λέγοντας) το χέριτης κούνησε (αρνητικά) η Πάшα, και κίνησε να πάει στο Κρεμλίνο με τα πόδια εκείνη τη στιγμή.

 

ΘΑΓΜΆςΚΗΤ Κε ΠΆι, ΠεΣΥ-τσ ςέΡΗΤ ΚΑΡδΉιΑ-τσ,

ΤΑ ΜΆΤιΑ-τσ τΗ ΠέΡ ΑΧ ΤΑ ΣΠΉΤιΑ ΠΣΗΛΆ.

ΝΔΑ ΦΆΝΙΝ ΤΥ ^ΚΌΤ\ΝΥ ^ΠΛΑΤΊιΑ ΜΥΡΦΉιΑΣ,

ΤΙ ΣΤΆΘΗΝ ΣΤ ΑβΛΆΧ, ΘΑΓΜΑΖΜέΝΑ ΗΛΆ.

          εντυπωσιάζεται καθώς βαδίζει, μέσατης χαίρεται η καρδιάτης, τα μάτιατης δέν παίρνει απο τα κτήρια τα ψηλά. όταν φάνηκε της Κόκκινης Πλατείας η ομορφιά, αυτή στάθηκε σε απόσταση, εντυπωσιασμένη χαμογελά.

 

Ν ΤΥβΡΆ ΖΛΊΖ ΣΤΑ ςέΡΑ-τσ ΑΧ Τ ΧΌΡΑ ΤΥ ΠΉΡΗΝ,

ΝΈ ΈΜΒΡΥ, ΝΈ ΠΉΣΥ τΗ ΠΆι ΕΝΑ ΤΝΆ.

Σ ΤΥΝ ΉΠΝΥ-τσ ΚΑΜΉιΑ ΣΗΡ ΤΊΤΚΥ ΤΥ τΉδΗΝ,

ΑΤΌΡΑ ΑΤΊ ΣΤΑ ΓΝΕΦΆ-τσ ΤΥ ΔΡΑΝΆ.

          το ταγάρι σφίγγει στα χέριατης εκείνο που απο το χωριό πήρε, ούτε μπροστά ούτε πίσω κινείται μιά στιγμή. (ούτε) στον ύπνοτης ποτέ θέαμα τέτοιο δέν είδε, τώρα ξυπνητή το βλέπει.

 

ΤΑ ιΌΛΚΗΣ ΣΜΑ ΣΤΥ ^ΜΑβΖΑΛέι ΓΡΑδΑΡΉΣΤΑΝ, йолка ёлка

ΠΑΣ Ν ΠΌΡΤΑ ΑΣΆΛΙΦΤΑ ΣΤΊΚΝΙ ΣΟΛΔΆΤ.

ΤΊ ΦΛΆΓΝΙ δΟ ΣΆΧΚΑ ΈΜ ΜέΡΑ, ΈΜ ΝΊΧΤΑ

^ΗΛ\ΗΞ-ΜΑΣ, ΚΗΡβΌ-ΜΑΣ ΗΣέΝΚΑ ΝΑ Τ\ΜΆΤ.

          οι φρουροί κοντά στο Μαυσωλείο παρατάχθηκαν, στην πόρτα ασάλευτοι στέκονται στρατιώτες. αυτοί φυλάνε εδώ καλά και τη μέρα και τη νύχτα, ο Ήλιч-μας, ο ακριβόςμας γαλήνια για να κοιμάται.

 

ΔΡΑΝΆ ΠΆΓΝΙ ΣΌΠΑΧΤΑ ΚΌΖΜΥΣ ΓΡΑδΉτσΑ,

ΝΑ δΎΝΙ ΤΥΝ ^ΛέΝΗΝ, ΣΜΆ-ΣΜΆ Π δΉ ΝΥΜΆΤ.

δΑιΝ ^ΠΆςΑ-ΠΑ ΣΤΆΘΗΝ, ΑΣ Τ ΓΡΆδΑ δΑΦΤΊτσ-ΠΑ

Κε ΈΣΥΣΗΝ ΌΡΑ ΠεΡΝΆ ΞΑΧ ΑΠ ΣΜΆ-Τ.

          βλέπει, πηγαίνουνε σιωπηλά ο κόσμος στη σειρά, να δούνε τον Λένιν, κατα δυάδες. πήγε και η Πάшα στάθηκε στη σειρά και η ίδια, και έφτασε ώρα, περνά κ απο κοντάτου.

 

Κε ΉΠΗΝ-ΔΥΝ ΤΊΝΞΚΑ: «ΑΠΣΆ ΕΜΒΡΥ ΔΡέΧΥΜ,

ΟΤ ΠΆΓΥΜ ΑΠΉΣΥ-Σ ΜΗΣ ΚΣέβΑΜ ΠΣΗΛΆ…

ΚΑΤΌ ςΉΛιΑ ΤΡΆΚΤΟΡΗΣ ΝΎΝΖΗΣ ΝΑ ΈΧΥΜ,

ΜΑ ΣΉΜΥΡ ΜΗΣ ΈΧΥΜ Χ ΤΥ ΝΎΝΖΗΣ ΠΥΛΆ…»

          και του είπε σιγανά: «γοργά μπροστά τρέχουμε, επειδή πάμε απο πίσωσου ανεβήκαμε ψηλά… εκατό χιλιάδες τρακτέρ έλπιζες να έχουμε, αλλα σήμερα εμείς έχουμε απο όσα έλπιζες περισσότερα…». (μεταφράζω έτσι για να διατηρήσω το λογοπαίγνιο. πιό ελεύθερα: προοδεύουμε, επειδή σε ακολουθούμε υψωθήκαμε…)

 

8.

^ΚΡεΜΛέβΣΚΗι ΔβΟΡέτσ. ΝΔΥ ΗΛβΆΝ ΦΚΡΆΤΙ ^ΠΆςΑ, кремлевский дворец. εν τω |ΕΛβΑΝ| εφουκράται Πάшα,

ΧΝ ΤΡΗΒΎΝΑ ΑΚΎςΚΝΙ ΖεΣΤΆ ΛΑΧΑΡΔΈΣ.

ΖΔΙςέΝΝΙ ΑΤΊ, ΠΆΣ ΤΑ ΓΛΌΣΗΣ ΛΥΓΆςΑ,

ΣΥΡέΦΤΑΝ ΑδΌ ΑΧ ΤΑ ΌΛΑ ΜΑΡέιΣ.

          στο Κρεμλίνο, στην Αίθουσα του Ανακτόρου. μεγάλη σημασία δίνοντας ακούει η Πάшα, απο το βήμα ακούγονται θερμές ομιλίες. μιλάνε εκείνοι, σε γλώσσες διάφορες, μαζεύτηκαν εδώ απο όλα τα μέρη.

 

Χ ΤΥΝ ΡΎΣΣΥ, ΑΡΜιΆΝΥ, ΥΖΒέΚΣ ΚΖέβΗΝ ΣΤΈΡΑ,

ΧΤΑ ΑΤΌΝΑ-ΠΑ ΣΤΈΡΑ ΠΥΛΊ ΚΖέβΑΝ τιΆΛ…

Κε ΈΣΥΣΗΝ ΌΡΑ, ΧΤΙΠΎΝΙ ΤΑ ςέΡΑ,

ΚΖέΝ ^ΠΆςΑ ΚΗ ΣΤΆΘΗΝ, βΗΓΛΊΖ ΠέΣ ΤΥ ΖΆΛ.

          απο τον Ρώσο (έπειτα μιλά ο Αρμένιος, και απο) τον Αρμένιο ο Ουζμπέκος βγήκε έπειτα, και απο αυτόν ύστερα πολλοί βγήκανε κι άλλοι… και έφτασε ώρα, χειροκροτούν, βγαίνει η Πάшα και στάθηκε, κοιτάζει μές την αίθουσα.

 

βΗΓΛΊΖ Κε ΣΥΠΆΖ, ΤΙ ΤΙΚΜΉΛ ςΑςΜΑΛΆιΣΗΝ,

ΑΤΌΣΥ ΝΥΜΆΤΣ τΉδΗΝ ΜΉιΑ ΧΑΡςΎ-τσ.

ΤΑ ΉςΗΝ ΓΡΑΜέΝΑ Χ ΤΥ ΝΎ-τσ ΔΑΓΑΤΡΆιΣΗΝ,

Κε ΠςΉΡΣΗΝ ΤΙ ΉΠΗΝ ΤΥ ΉςΗΝ ΣΤΥ ΝΎ-τσ:

          κοιτάζει και σωπαίνει, αυτή τελείως τά’χασε, τόσους ανθρώπους δέν είδε ποτέ μπροστάτης. εκείνα που είχε σημειωμένα απο το νούτης τα σκόρπισε (=τα έχασε) και άρχισε να λέει εκείνα που είχε (εκείνη την ώρα) στο νούτης.

 

- ΓΟ ΉΜΗ ^ΑΝΓέΛΗΝΑ, ΛΈΓΝΙ-Με ^ΠΆςΑ,

ΓΟ ΣέΛΥΣΑ Τ ΆΛΓΥ, ΣΥΣΤΌ ΣΗδεΡΉ…

ΤΥΚΌΜ ^ΣΤΑΡΟΒέςεβΟ ΈΝ ΤΥ ΧΑΡΔΆςΥ-Μ,

ΑτΉ, ΠΥ ΤΥ ^ΚΆΛ\ΜΗΥΣ ΔΡές ΝΔΥ ΣΠΥδΉ.

          -είμαι η Αγγέλινα, με φωνάζουν Πάшα, σέλλωσα άλογο πραγματικά σιδερένιο… το (χωριό) Σταρομπέшεβο είναι το αδέρφιμου, εκεί που το (ποτάμι) Κάλμιους τρέχει με βιάση.

 

ΝΔΥ ΜέΓΑ ΤΥ ΉδΡΥ ΚΟΛΧΌζΑ ΥΣΤΡΆιΣΑΜ,

ΝΔΥ ΜέΓΑ ΤΥ ΉδΡΥ ΑΧΤΡΆΜΣΑΜ ΤΥ ΓΜΆΡ.

ΔΥςΜΆΝ ΝΑ ΜΑΣ ΧΆΣΝΙ ΠΥΛΆ ΜΑΓΑΝΆιΣΑΝ,

ΑΤΌΤ, ΑΝΔΑ ΣΤΆΘΑΜ ΜΗΣ, ΤΈΚΑ, ΣΤΥ ΒδΆΡ.

          με μεγάλο ιδρώτα κολχόζια δημιουργήσαμε, με μεγάλο ιδρώτα μεταφέραμε το φορτίο. εχθροί για να μας αφανίσουν πολλούς μόχθους κατέβαλαν, τότε σταθήκαμε εμείς όμως όρθιες.

 

ΜΑ βΡέΘΑΝ ΠΥΛΊ ιΑΝΑςΆ-ΜΑΣ Κε ΛΌΡιΑ,

ΑΤΊΤΚ, ιΆΝΔΥΝ ^ΚΎΡΟβ, ΣΥΣΤΊ ΒΟΛ\ςεβΉΚ.

ΜΗΣ δΆβΑΜ ΑΠΉΣΥ-ΤΙΝ, ΉΝΚΣΑΜ ΤΑ ΖΌΡιΑ,

ΔΥςΜΆΝΥΣ τΉ ΠΌΡΣΗΝ, ΗΛΒΈΤ, ΝΑ ΜΑΣ ΣΤΊΚΣ!

          αλλα βρέθηκαν πολλοί στο πλάιμας και γύρω, τέτοιοι σάν τον Κούροβ, σωστοί μπολшεβίκοι. τους ακολουθήσαμε, κατανικήσαμε τις δυσκολίες, ο εχθρός δέν μπόρεσε, βεβαίως, να μας σταματήσει!

 

ΣΤΥ ΝΎ-Μ ΓΟ βΑΣΤΎ, τΉ ΖΜΥΝΎ ΟΣ ΑΤΌΡΑ,

ΝΔΑ ΉΛΙΓΑΝ ΜέΝΑ ΔΥςΜΆΝ ΑΠ ΧΥΛΊΣ:

«ΤΊΣ ΉΚΣΗΝ ιΆ ΉδΗΝ, ΣΝ ΔΥΝιΆ, Σ ΚΆΝΑ ΧΌΡΑ,

ΤΥ ΤΡΆΚΤΟΡ ΗΝΈΚΑ ΣΤΥ ςέΡ-τσ ΝΑ ΠΡΑΤΊΖ?»

          στο νούμου το κρατώ, δέν το ξεχνώ μέχρι τώρα, που μου έλεγαν οι εχθροί με οργή: «ποιός άκουσε ή είδε στον κόσμο, σε οποιαδήποτε χώρα, το τρακτέρ γυναίκα στο χέριτης να οδηγεί;»

 

ΗΛΒέΤ, ΤΙ ΑΣΛΊ ΤΌΤΙΣ ΉΛΙΓΑΝ ΜέΝΑ,

ΗΝΈΚΑ τΉ ΠΡΆΤΖΗΝΙ ΤΡΆΚΤΟΡ ΣΤΥ ςέΡ.

ΜΑ ΖΜΌΝΣΑΝ ΑΤΊ, ΑΛΑΉτσΚΑ ΤΙ ΈΝΑ – αλογίστικα

^ΠΑΤΡΉδΑ-ΠΑ τΉΤΥΝ ΣΝ ΔΥΝιΆ – ΣΣΣΡ!...

          όντως, εκείνοι την αλήθεια τότε μου έλεγαν, γυναίκα δέν οδηγούσε τρακτέρ στο χέρι(της). αλλα ξέχασαν εκείνοι, ασυλλόγιστα, ένα πράγμα: και πατρίδα δέν υπήρχε στον κόσμο (που να λέγεται) ‘ΕΣΣΔ’ (Σοβιετική Ένωση)…»

 

ΤΥ ΛΌΓΟ-τσ ΚΥΤΈβ-ΤΥ, ΤΥ ΖΆΛ ΤΊΝΞΚΑ ΦΚΡΆΤΙ.

ΤΙ ΧΎΛΚΣΗΝ Κε ΉΠΗΝΙ ΛΌιΑ ΝΤ ΧΑΡΆ:

- ΚΑτσέΤ ΚΑΤΟ ςΉΛιΑ, ΚΥΡΉΞΑ, ΕΛΆΤΙ,

ΠΆΣ ΤΡΆΚΤΟΡ, ΠΑΣ ΤΡΆΚΤΟΡ! ΤΥ ΝΆΜ Σ ΠΆι ΜΑΚΡΆ!

          τον λόγοτης τον συνεχίζει, η αίθουσα ήσυχα ακούει. αυτή φώναξε και είπε λόγια με χαρά: «κάτσετε εκατό χιλιάδες, κορίτσια, ελάτε, πάνω στο τρακτέρ, πάνω στο τρακτέρ! η φήμη άς πάει μακριά!».

 

ΤΑ ΛΌιΑ-τσ ΤΑ ΉΤΑΝ, ΘΑΡΉΣ ΤΌΧΚΥ ΣΠέΡΜΑ,

ΧΤ ΤΡΗΒΎΝΑ ΚΑΤΈβΑΝ Κε ΣΠΆΡΤΑΝ ΣΑΑΤΝΆ…

ΧΤ ΑΤΌ ΟΣ ΑΤΌΡΑ, ΣΤΑ ΞΌΛιΑ, ΣΤΑ ΦέΡΜΗΣ,

ΑΖΜΌΝΙΤΥ ^ΠΆςΑΣ ΤΥ ΝΆΜ ΑιδΥΝΆ!...

          τα λόγιατης αυτά ήταν θαρρείς, μεστός σπόρος, απο το βήμα κατέβηκαν και σπάρθηκαν την ίδια ώρα… γι’ αυτό ώς τώρα στα χωράφια, στις κτηνοτροφικές φάρμες, αλησμόνητη της Πάσιας η φήμη αντιλαλεί!...

^ΣΑΡΤΑΝΆ – ^ΟΔέΣΣΑ – ^ΣΑΡΤΑΝΆ 1979 – 1983. (το ποίημα γράφηκε στο χωριό Σαρτανά, στην Οδησσό, και πάλι στο Σαρτανά, απο το 1979 ώς το 1983).

 

ΠΉΝΑ

ΠΡΌΛΟΓΟΣ

ΠΥΛΆ ΓΟ ΉδΑ ΧΤΑ ΗΝΊΘΑ,

ΚΑιΜΌ, ΑΝΆΝτιΑ ΚΗ ΖΑΜέΤ.

ΤΑ δΆβΑΝ ΚΆΤΥ ΉΣ, ΖΜΥΝΊΘΑΝ,

ΠΥΛΆ ΓΟ τέΧΥ ΧΑΣΗβέΤ.

          πολλά είδα αφότου γεννήθηκα, καημό, καταπίεση και μόχθο. εκείνα πήγαν καταγής, ξεχάσθηκαν, πολύ δέν έχω θλίψη.

 

ΜΑ ΧΑΣΗβέΤ ΓΟ ΈΧΥ ΈΝΑ,

Κε ΌΣ ΑΤΌΡΑ τΉ ΖΜΥΝΎ

βΑΡΉΖ ΚΑΡδΉιΑ-Μ ΠΥΝΙΜέΝΑ,

ΑΝΔΑ ΝΥΝΊΖΥ ΤΥ ΑΓΎ.

          αλλα θλίψη έχω μία, και ώς τώρα δέν τη ξεχνώ. βαραίνει η καρδιάμου πονεμένη όταν αναλογίζομαι το φαρμάκι,

 

ΑΤΌ ΤΟ ΆΓΡΥ, ΜέΓΑ ΠΉΝΑ

ΚΑΡδΊιΑ-Μ τέΤΙ, ΦΛΑΚΑΡΉΖ.

ΓΟ ΘέΛΥ ΆΛΥ ΑΣ ΚΑΝΊΝΑ,

ΚΑΜΉιΑ ΠΉΝΑ ΜΊ ΗΡΉΖ.

          εκείνη την άγρια, μεγάλη πείνα, η καρδιάμου καίγεται, φλοκαρίζει (=καίγεται με μεγάλες φλόγες). εύχομαι πιά σε κανέναν ποτέ πείνα να μή γυρίσει (=να μή ξαναρθεί).

 

ΤΥ ΉΤΥΝΙ ΣΤΑ ^ΤΡΑΝΔΑΤΡΉιΑ,

ΕΝ ΆΛιΑΧ ΚΎΞ ΝΑ ΤΥ ΝΥΝΊΣΣ,

ΝΔΑ ΠΝΊΓΑΝ ΚΌΖΜΥΣ, ιΆΝΔΑ ςΚΛΊιΑ,

ΝΑ ΠΑΡΑΧΌΣ τΉΤΥΝ ΚΑΝΊΣ.

          εκείνη (την πείνα) που ήτανε στα Τριάντα Τρία, είναι εξαιρετικά δύσκολο να την βάλεις στο νούσου, τότε που πνίγονταν (=λιμοκτονούσαν) οι άνθρωποι σάν σκυλιά, να (τους) θάψει δέν υπήρχε κανείς.

 

ΤΟ ΉΤΥΝΙ ΑΣ Τ ^ΥΚΡΑΉΝΑ-Μ,

ΣΤΑ ΜέΝΑ ΖΜΌΝΙΜΥ Τ\ΘΑ ΠΆΡ.

βΆι ΑΧ ΑΤΌ ΤΥ ΜέΓΑ ΠΉΝΑ,

βΑΣΤΆ ΚΑΡδΊιΑ-Μ ΚΌΜΑ ΓΜΆΡ.

          αυτό ήτανε στην Ουκρανίαμου, για μένα λησμονιά δέν θα αποκτήσει (=δέν θα έχει). άχ, απο κείνη τη μεγάλη πείνα διατηρεί η καρδιάμου ακόμη φορτίο.

 

1.

ΤΑ ΘΑ ΝΑ δΊΣ ΑΠ ΗΝΙΘΊΣ,

ΣΤΥ ΦτιΆΛ-Σ ΤΑ ΈΝ ΓΡΑΜέΝΑ.

ΧΤΥ ΠέΘΥΣ ΉΣ-ΠΑ τΉ ΗΡΉΖ,

ΘΑ δΊΣ ΤΑ ΈΝ ΥΡΖΜέΝΑ.

          εκείνα που θα δείς (=βιώσεις) αφότου γεννηθείς, στο κεφάλισου είναι γραμμένα. απο το θάνατο κανείς δέν γυρίζει, θα δείς (=βιώσεις) όσα είναι ορισμένα (απο τη μοίρασου).

 

ΧΑΤΈδΑ ΝΊςΚΝΙ ΧΡΆΝ – ΧΑΔΆΡ –

ΤΆ ΈΡΚΝΙ ΚΗ ΠΑΈΝΝΙ:

ΚΑΜΒΌΣ ΠΥΘέΝΝΙ ΠΆΣ ΤΥ ΒδΆΡ,

ΚΑΜΒΌΣ ΣΤΥ ΣΆΤ ΠΥΘέΝΝΙ.

          δυστυχήματα γίνονται (πάντοτε) μέχρι το παρόν, αυτά (τα δυστυχήματα) έρχονται και πάνε: καμπόσοι (άνθρωποι) πεθαίνουνε στο πόδι (όρθιοι, εκεί που ασχολούνται με κάτι, ενώ απο την άλλη) καμπόσοι στην ώρα(τους, απο φυσικό θάνατο) πεθαίνουνε.

 

ΜΑ ΈΝ ΑΝΎΝΙΣΤΑ ΚΑιΜΎΣ,

ΈΝ ΑΓΥΛΊδΚΑ ΧΡΌΝιΑ,

ΤΆ ΦεΡ ^Η^Σ ΆΘΑΡΠΥΣ Σ ΥΛΝΎΣ,

ΜεΓΌΛΑ, ΆΓΡΑ ΠΌΝιΑ.

          αλλα υπάρχουν και απρόβλεπτοι καημοί, υπάρχουν φαρμακερά χρόνια, που φέρνει ΕΝΑΣ άνθρωπος σε όλους, μεγάλες, άγριες δυστυχίες. (η λ. ΗΣ =ένας, είναι με μεγάλα γράμματα στο πρωτότυπο. υπαινίσσεται τον ηγέτη που φέρνει δυστυχία σε όλον τον πληθυσμό. εν προκειμένω ποιόν συγκεκριμένο ηγέτη υπαινίσσεται, νομίζω πως δέν είναι δύσκολο να καταλάβουμε).

 

ιΌΧ, τΉΤΥΝ Σ ΈΝΑ ΤΈΚ ΤΑιΦΆ,

Τ\ΘΑ ΖΜΥΝΙΘΊ Σ ΚΑΝΊΝΑ,

ιΑΤΟ, ΤΥ ΉΤΥΝ ΣΤΑ ΓΝΕΦΆ, (ιΑΤΟ κατα συμφραζόμενα= εφιάλτης. αλλιώς θα έλεγα= ΑΤΟ= εκείνο)

ΣΤΑ ^ΤΡΑΝΔΑΤΡΉιΑ Ν ΠΉΝΑ.

          όχι, δέν ήταν σε μιά μόνο οικογένεια, δέν θα ξεχασθεί για κανέναν ο εφιάλτης που ήταν στον ξύπνο, στα Τριάντατρία (1933) η πείνα.

 

ΝΙΣΤΚΉ, ΤΕΚ ΠςΉ, ΠΥΛΊ ΠΡΗΖΜέΝ,

ΤΙ τΉΚΣΗΡΑΝ ΠΎ διΆιΝΑΝ.

ΓΑΡδΆΛΙβΑΝ ΚΑΤΑΚΡΗΖΜέΝ,

ΧΑΔΡΆιβΑΝ ΧΥΤΧΑΡΆιΜΥ.

          νηστικοί, σκέτη ψυχή, πολλοί πρησμένοι, δέν ήξεραν για πού βάδιζαν. γούρλωναν (τα μάτια) σε κατάσταση κατάπτωσης, έψαχναν σωτηρία.

 

ΧΑΡΉΣ-ΚΗ, ΉΤΥΝ ΚΌΜΑ ΧΤΈΣ,

Τ\ΘΑ ΝΑ ΖΜΥΝΎ ΚΑΜΉιΑ,

ΑΤΌΤ, ΝΔΑ ΉΡΗβΑ ΧΑΠέΣ,

ΠΚΆΣ ΚΎΖΜΥΚΥ ιΑΛΊιΑ.

          θαρρείς και ήταν μόλις χτές, δέν πρόκειται να το ξεχάσω ποτέ, τότε που γύρευα (=ζητιάνευα) κομμάτια (τροφή, ψωμί) κάτω απο των ανθρώπων τα τζάμια.

 

ΤΌ ΉΤΥΝ ΌΡΑ ΠΥΝΙΤΌ –

ΓΌ ΉΜΝΙ δεΚΑΤΡΉιΑ

ΔζΥΝΆιβΑ δΆιΝΑ ΤΥΝ ΠΗΡΝΌ,

Κε ΉΡΖΑ ΑΝ Τ ΣΚΥΤΝΊιΑ.

          εκείνη ήταν ώρα οδυνηρή, ήμουν δεκατριών (χρονών), ξεκινούσα έφευγα (απο το σπίτι) το πρωί και γύριζα με τη σκοτεινιά.

 

ΠΆΣ Ν ΠΌΡΤΑ ΣΤΊΚΝΙΜΗ ΤΚΑΝΊ,

ΑΝ ΚΎΖΜΥΚΥ ΒΑΛΆιδΑ,

ΚΑΜΒΌΣ βΡΉςΚΑΤΑΝΔΑΝ ΚΑΛΊ

Κε ΜΆΣ ΑΤΊ ΧΑΠΤΡΆιβΑΝ.

          πάνω στην πόρτα στεκόμουν (κάποιου) μαγαζιού, μαζί με του κόσμου τα παιδάκια, καμπόσοι (άνθρωποι) βρίσκονταν καλοί και μας άφηναν (ή έδιναν) να αρπάξουμε (κομμάτια τροφής).

 

ΑΝΔΑ ΜΙ ΈδΥΓΑΝ ΧΑΠέΣ,

ΓΟ ςέΡΝΙΜΗ Κε δΆιΝΑ, εχαίρνομαι =χαιρόμουν

ΘΑ ΠΆΓΥ ΣΤ ΧΌΡΑ ΤΟ ΧΑΠέΣ,

ΝΙΣΤΚΉ ΑΣ Τ ΧΌΡΑ ΦΛΆΓΝΙ.

          όταν μου έδιναν κομμάτια, χαιρόμουν και πήγαινα (σκεπτόμενος) «θα πάω στο χωριό αυτό το κομμάτι, νηστικοί στο χωριό περιμένουνε»

 

ΈΜ ΒΆΒΑ-Μ, ΔέΔΑ-Μ, ΑδεΡΦΉ-Μ,

ΤΊ ΉΤΥΝ ΚΥΡΑΣέτσΑ.

βΑι Σ ΧΆΘΑ ΒδΙΝΑ, ΑΣ ΚΖεΝ ΠςΉ-Μ,

ΌΛ ΦΉΛΑΓΑΝ ΧΑΠέτσΑ.

          και η γιαγιάμου, και ο παππούςμου, και η αδερφήμου (αυτή ήταν κοριτσάκι), (σκεφτόμουν:) αλίμονο, να χανόμουν κάπου, να έβγαινε η ψυχήμου, όλοι περίμεναν κομματάκια.

 

Α ΤΆΤΑ-Μ, ΤΆΤΑ-Μ, βΆι τΗΡΌΣ,

ΚΑΜΉιΑ Άιτσ ΜΗ ΉΤΥΝ!

ΠΑΛΚΆΡΣ ΤΟΣ ΉΤΥΝ, ΜΑ ΝΙΣΤΚΌΣ,

ΤΙΚΜΉΛ ΚΑΤΑΚΡΗΜΉΣΤΙΝ.

          ενώ ο πατέραςμου, ο πατέραςμου, πώ πω μιά εποχή! ποτέ έτσι να μήν ήταν! λεβέντης αυτός ήταν, αλλα νηστικός, τελείως έπαθε κατάπτωση.

 

Α ΜΆΝΑ-Μ, ΜΆΝΑ-Μ, βΆι ΝΙΣΤΚΉ,

ΝΔΑ ΚΛΙιΥΜέΝΑ ΜΆΤιΑ,

ΆΝ ΉβΡΗΝ ΚΆΝΑ ΠςΉδ ΠΣΥΜΉ,

ΧΑΠΤΡΆιβΗΝ ΤΑ ΗβΛΆΤιΑ-τσ.

          ενώ η μάναμου, η μάναμου, άχ, νηστική, με κλαμένα μάτια, άν έβρισκε κανένα ψιχουλάκι ψωμί, το έδινε να το αρπάξουν τα παιδιάτης.

 

2.

βΑΘέιΑ ςΌΝιΑ, ΠΆι ιΑΝβΆΡΣ,

ΠΆι ΧΡΌΝΥΣ ^ΤΡΑΝΔΑΤΡΉιΑ.

τές ΚΆτσΜΥ, ΣΤΈΚΣΜΥ ΉΞ-ΠΑ ΒΡΆΝΣ,

ςΥΡΉΖ Π ΚΑΣ ΤΑ <ι>ΑΛΊιΑ.

          βαθιά χιόνια, πάει Ιανουάριος, πάει (=προχωράει) το έτος Τριαντατρία (1933). δέν έχει ανάπαυλα, σταματημό καθόλου ο ανεμοστρόβιλος, σφυρίζει κάτω απο τα τζάμια.

 

ςΥΡΉΖ, ΠΑΝΔΎ-ΠΑ ΚΑΤΑΣΌΝ,

ΚΛΥΘΥΗΡΉΖ ΤΥ ΣΠΉΤ-ΜΑΣ,

Τ ΣΥΒΑ-ΜΑΣ ΚΡΟΣΗΝ, ιΑΝΔΥ ςΟΝ,

ΜΑΣ ΝΑ ΠΑΓΌΣ ΕΝ ΉΤΜΥΣ.

          σφυρίζει, και παντού καταφθάνει, περιτρυγιρίζει το σπίτιμας (ο ανεμοστρόβιλος), τη σόμπαμας την κρύωσε σάν χιόνι, να μας παγώσει είναι έτοιμος.

 

ΓΟ Π ΚΆΣ ΤΥ ΠΆΠΛΥΜΑ ΝΙΣΤΚΌΣ,

ΣΗΡιΎτσΚΑ, ΤΊΝΞΚΑ ΠέΦΤΥ,

τΉ ΠεΡ-Με ΉΠΝΥΣ, ΌΣ ΑΡΓΌΣ,

ΓΟ ΦΛΆΓΥ ΝΑ ΚΣΜΗΡέΦΚΥΜ.

          εγώ κάτω απο το πάπλωμα νηστικός, ήσυχα, σιωπηλά ξαπλώνω, δέν με παίρνει ύπνος ώς αργά, περιμένω να ξημερωθώ.

 

Κε ΠΆΛ ΝΑ ΠΆΓΥ Σ ΚΆΝΑ ΤΚΑΝ,

ΠΆΛ βΎΚΑ ΝΑ ΗΡέΠΣΥ,

βΆι ΆΓΡΥ ΉΤΥΝΙ ΖΑΜΆΝ,

ΈΝ ΚΎΞ ΝΑ ΤΥ ΑΝΓΚέΠΣΥ.

          και πάλι να πάω σε κανένα μαγαζί, πάλι βούκα (κομμάτι φαγώσιμο) να γυρέψω (=να ζητιανέψω), ώ, άγρια ήτανε εποχή, είναι δύσκολο να την φέρω στο νούμου.

 

ΜΣΟΝΙΧΤΑ. ΓΝΈΦΣΗΝ ΑΔΑΡΦΌ-Μ,

(ΤΌΣ ιΌΜΥΣΗΝ ΤΑ ΤΡΉιΑ).

ΝΑ ΦΆι ΗΡέβ ΤΟΣ, ΤΥ ΧΥΡΣΌ-Μ,

ΚΛΈ, βΓΆΛ ΑΓΡΥΛΑΛΊιΑ.

          μεσάνυχτα. ξύπνησε ο αδερφόςμου, αυτός είχε κλείσει τα τρία (χρόνια της ηλικίαςτου). να φάει γυρεύει, το χρυσόμου, κλαίει, βγάζει άγρια κραυγή.

 

Α ΔέΔΑ-Μ, ΔέΔΑ-Μ ΤΈΚΑΡΑΝ, (ΤΈΚΑΡΑΝ= λιγάκι. σιγανά)

Ν ΤΥΝ ιΌ-Τ Άιτσ ΠΑΡΑΛΆΛΝΙΝ:

-ΑΚΎι-ΣΗ, ΝΈΣΤΙΡ, ΠέΣ Τ ΑΡΆΝ,

ΤΥ ΠΡΆΜΑ, ΖέΡ τΗ ΠΆςΝΙΝ;

          ενώ ο παππούςμου, ο παππούςμου σιγανά στον γιότου έτσι παραμιλούσε: «ακούς, Νέστορ; μές το στάβλο τα ζώα άραγε δέν πάχυναν;

 

βΆΛ ΚΆΤΥ ΦΣΆΚΣΗ ΚΆΝΑ ΜΣΚΆΡ,

ΚΆΝΑ ΓΑΡΚΌ ιΑ ΦΣΆΚΣΗ,

ΝΑ ΦΆΓΥ ΘέΛΥ, ΤΥ ΠΑΛΚΆΡ-Μ,

ΔΑΓΆΤ τέΧΥ ΝΑ ΦΛΆΚΣΥ.

          βάλε κάτω σφάξε κανένα μοσχάρι, κανένα αρσενικό μοσχάρι γιά σφάξε, να φάω θέλω, παλληκάριμου, αντοχή δέν έχω να περιμένω.

 

ΠΆΧ ΤΥ ΜΥΡΣΉ-ΠΑ ιΌΜΥ ΣΤΆΡ, (ΜΥΡΣΉ= πατάρι, σοφίτα, ώς αποθήκη τροφίμων)

ΚΆΝΑ ΗΦΤΆ ΒΑΧΛΆιδΑ (επτά= βραστά, αρχαιότατη λ.)

Κε ΣΉΡΗ ΉΛΙΣΗ ΣΤΥ ΜΛΆΡ, μυλάρι= μύλο

ΝΙΣΤΚΆ ΕΝ ΤΑ ΒΑΛΆιδΑ-Σ.

          απο την αποθήκη της σοφίτας γέμισε (ένα σακκί) σιτάρι, (και πάρε λίγα) βραστά κουκιά (=κουκιά που πρέπει να βραστούν για να φαγωθούν), και τράβα άλεσε στο μύλο, νηστικά είναι τα παιδιάσου».

 

ΤΙΚΜΉΛ ΑδΊΝΑΤΟΣ δΑΦΤΌ-Τ,

ΛΙΝ Τ ΝΊΧΤΑ ΠΑΡΑΛΆΛΝΙΝ,

Κε ΛΊΓΥΣ ΆΚΡΑ ΠΆΛ ΤΥΝ ιΌ-Τ,

ΣΜΑΡΛΆιβΗΝ ΚΗ ΣΜΑΡΛΆιβΗΝ:

          τελείως αδυνατισμένος ο ίδιος, όλη τη νύχτα παραμιλούσε, και δίχως τέλος πάλι στον γιότου παράγγελνε και παράγγελνε:

 

-ΝΑ ΦΆΓΥ ΘέΛΥ, ΧΉΡΖΑΜΑΝ,

ΦέΡ ΤΊΠΥΤ ΑΣ ΧΑΠΌΝΥ.

ΣΜΆ ΣΤ ΜέΡ ΣΌΠΑΣΗΝ. ΤΥ ΒΡΆΝ,

ΥΡΝιΆΧΚΗΝΔΥΝ ΤΕΚ ΜΌΝΥ. ορνιάσκεται= ορύεται, ουρλιάζει.

          -«να φάω θέλω! συντέλεια του κόσμου! φέρε τίποτε να τσιμπήσω». κοντεύοντας να ξημερώσει σώπασε. ο ανεμοστρόβιλος ούρλιαζε μόνο.

 

3.

ΣΧΥΡέΦΤΙΝ ΔέΔΑ-Μ, βΆι ΧΑΜΌ!

ΚΑΝΔΊΛΑ ΉΠΣΗΝ ΒΆΒΑ-Μ.

ΣΤΥ ΒδΆΡ ΟΛ ΣΚΌΘΑΜ ΝΔΥ ΝιΑΖΜΌ,

ΝΥΝΊΖΥΜ ΤΊ ΝΑ ΚΆΜΥΜ.

          συγχωρέθηκε ο παππούςμου, αλίμονο, χαμός! καντήλα άναψε η γιαγιάμου. στο πόδι όλοι σηκωθήκαμε με στενοχώρια, σκεφτόμαστε τί να κάνουμε.

 

ΠέΣ ΣΠΉΤ ΠΣΥΜΉ ΧΑΠέτσΑ τέΝ,

ΝΔΥ ΤΊ ΝΑ ΚΆΜΥΜ ΔζΆΝΑς? (|ЏΑΝ|= ψυχή, |Ας|= φαγητό. |ЏΑΝ-ΑςΙ|= τροφή για επιβίωση)

ΠΡΑΤΎΜε ΌΛ-ΠΑ ΠΗΚΡΥΜέΝ,

δΟ ΒΆΒΑ-Μ ΉΠΗΝ Τ ΜΆΝΑ-ΜΑ:

          μέσα στο σπίτι ψωμί κομματάκια δέν υπάρχουν, με τί να φτιάξουμε φαγητό για επιβίωση; βαδίζουμε όλοι πικραμένοι, σ’ αυτό το σημείο η γιαγιάμου είπε στη μάναμου:

 

-ΑΤΊΤΚΥ ΝΎΝΖΑ ΖέΡ ΘΑΝΊ<?>              

ΜΑ ΆΠΑΡ ΤΑ ΚΡΗΝΔΉιΑ-Μ.

Σ ΚΑΝΑ ΧΑΠέτσΑ δΟΣ ΠΣΥΜΉ, -

ΚΗ ΈβΓΑΛΙΝ ΧΤΑ ΦΤΊιΑ-τσ.

          -«τέτοιο λογάριαζα μήπως θάνατο; (=δέν μπορούσα να το προβλέψω). αλλα πάρε τα σκουλαρίκιαμου, για τίποτε κομματάκια δώσε(τα) ψωμί» (είπε) και τα έβγαλε απο τα αυτιάτης.

 

τΉ ΔΌΚΗΝ ΚΌΜΑ ΦΌΣ, ΣΚΥΤΝΆ,

ΑΝ Τ ΜΆΝΑ-Μ ΚΣέβΑΜ ΣΤ ΣΤΡΆΤΑ.

ΒΡΑΝΛΈβ, τΉ ΣΤΊΚΗΤ ΚΆΝΑ ΤΝΆ,

ΒΡΑΝΛΈβ, ΚΡΗΜΉΣ-Σε ΚΆΤΥ.

          δέν χτύπησε ακόμη (ήλιου) φώς, σκοτεινά, με τη μάναμου βγήκαμε στο δρόμο, φυσάει ανεμοστρόβιλος, δέν στέκεται ούτε στιγμή, φυσάει θύελλα, σε ρίχνει κάτω.

 

ΠΣΥΜΉ, ΠΣΥΜΉ... βΆι ΠΎ ΝΑ ΈβΡΣ?

ΑΣ ΤΥ ^ΤΟΡΓΣΗΝ ΤΑ ΠΉΓΑΜ

Κε ΑΣ ΑΤΆ ΧΤΥ ΤΚΆΝ ΑΛΈβΡ,

ΚΥΣΈΝΑ ΚΉΛιΑ ΠΉΡΑΜ.

          ψωμί, ψωμί… αλίμονο, πού να βρείς; στου Τόργσιν (το μαγαζί) τα πήγαμε (τα χρυσά σκουλαρίκια) και αυτά ανταλλάσσοντας απο το μαγαζί αλεύρι εικοσιένα κιλά πήραμε.

 

ΑΣ Τ ΧΌΡΑ ΉΡΣΑΜ ΑΝ Τ ΧΑΡΆ

(βΑι ΝΑ ΧΑΡΉΣ ΕΝ ΚΡΊΜΑ!)

ΑΝ Τ ΜΆΝΑ-Μ ΉβΡΑΜ Άιτσ ΞΑΡΆ,

ΑΛΈβΡ ΝΑ ΚΆΜΝΙ ΤΡΉΜΑ.

          στο χωριό γυρίσαμε με χαρά (ώ, και να χαρεις είναι αμαρτία!). με τη μάναμου βρήκαμε έτσι τρόπο, αλεύρι να κάνουνε τρίμμα. (το τρίμμα είναι πρόχειρο ζυμαρικό, ακόμη γνωστό στη βόρεια Ελλάδα τουλάχιστον: ανάμεστα στα δυό χέρια τρίβουνε ζυμάρι ωστε να γίνει μακρόστενα κυλινδρικά κομματάκια, τα οποία ρίχνουνε σε νερό που βράζει, και για να νομιστίσει προσθέτουνε πολτό ντομάτας και ψιλοκομμένο κρεμμύδι).

 

ΑΝ ΤΥ ΦΑΉ, ΑΝ ΤΥ ΣΑΒΥΡ, (ΣΑΒΡ, ΣΑΒΙΡ =υπομονή)

ΑΣ ΤΑ ΜΥΡΜΌΡιΑ δΆιΝΑ,

ΝΑ ΠΆΓΥ ΤΡΉΜΑ, ΤΊΣ ΤΥ ΞΧΎΡ,

ΝΑ ΣΚΆΠΣΝΙ ΜΑΓΑΝΆιβΑΝ.

          με φαΐ (=κρατώντας μαγειρεμένο τρίμμα στα χέριαμου), καρτερικά, στα μνήματα πήγαινα, να πάω τρίμμα σε εκείνους που τον λάκκο (για τον παππούμου) να σκάψουνε μοχθούσαν.

 

ιΑΝβΆΡΣ ΤΙΜΉΖΚΥ, ΒΌΛΚΥ ςΌΝ

ΚΑΤΈβΑΖΗΝ – ΒΑΣΤΡΆιβΗΝ,

ΔΡΑΝΎ ΗΝΈΚΑ ΧΑςΞΗΛΌΝ, χασκελώνει =χάσκει, λαχανιάζει, προσπαθεί να αναπνεύσει.

ΣΤΑ ΜέΝΑ ΔζΥιΥΧΛΆιβΗΝ.

          Ιανουάριος καθαρός (=χωρίς φύλλα, χωρίς χορτάρια, χωρίς νερά), μπόλικο χιόνι κατέβαζε, έστρωνε και συσώρευε, βλέπω μιά γυναίκα πασκίζει να αναπνεύσει, σε μένα πλησίαζε.

ΣΤ ΑΝΓΚΆΛ-τσ ΝΔΥ ΝΙΠιΥ, ΝΑ ΚΖέΝ ΠςΉ-Μ,

βΑι Θέ-ΜΥ Κε ΠΑΝΑΉιΑ –

ΤΊ ΧΎΝΣΗΝ ΠΉΡΗΝ ΤΥ ΦΑΉ-Μ,

Κε ΡΌΦΣΗΝΔΥ ΝΔΑ ΜΉιΑ.

          στην αγκαλιάτης με ένα νήπιο –να έβγαινε η ψυχήμου! άχ Θεέμου και Παναγία-, αυτή όρμησε, πήρε το φαΐ που είχα, και το ρούφηξε αμέσως.

 

ΑΒΡΆιΣΑ, ΧΎΛΚΣΑ δΙΝΑΤΆ,

ΜΑ δΆιΝ ΤΟ ΠέΣ Τ ΑΈΡΑ.

ΑΣ ΣΠΉΤ ΓΟ ΉΡΤΑ ΠΥΝΙΤΆ

ΝΔΑ ΟΦτΗΡΑ ΤΑ ςέΡΑ.

          τρόμαξα, φώναξα δυνατά, αλλα πήγε αυτό στον αέρα (=μάταιες η φωνέςμου). στο σπίτι επέστρεψα πονεμένος με άδεια τα χέρια.

 

ΓΟ ΉΠΑ Τ ΜΆΝΑ-Μ ΝΑ ΤΥ ΚΣέΡ,

ΟΤ ΣΤΑ ΜΥΡΜΌΡιΑ τΉΜΝΙ.

ΗΣΆΝ ΟΤ ΠΉΡΗΝ ΑΧ ΤΥ ςέΡ-Μ,

ΤΥ ΚΤΊ ιΥΜΆΤΥ ΤΡΉΜΑ.

          είπα στη μάναμου να το ξέρει, οτι στα μνήματα δέν ήμουν, γιατί μιά γυναίκα πήρε απο χέριμου το κουτί γεμάτο τρίμμα.

 

δΟ ΜΆΝΑ-Μ ΉδΙΝ ΤΥ ΞΗΡΆι-Μ,

Κε ΜέΝΑ ΤΙ ΑΝΓΚΆΛΣΗΝ

Κε ΣΤΈΡΑ ΉΠΗΝ ΝΔΥ ΧΥΛΆι:

-Σ ΈΝ ΉιΑ ΟΤ ςΗςΛΆιΣΗΝ! |ςΗς-|= πρήζεται, τρώει υπερβολικά.

          σ’αυτό το σημείο η μάναμου είδε το πρόσωπόμου, και με αγκάλιασε. και ύστερα μου είπε με άνεση: «ας υπάρχει υγεία(=δέν πειράζει, έχει καλώς), αφού χόρτασε!

 

ΚΑΝΊΝΑ ΆΛΥΝΑ ΑτΉ,

ΠΗΛΊΓΥΜ ΣΤΑ ΜΥΡΜΌΡιΑ…

ΤΡΑΝΣ <ΒΡΑΝΣ> ΑΞΥβΛΊδΚΑ, ΛΊΓΥΣ ΠςΉ,

ΚΗΣΚΉΝΚΑ ςΎΡΖΗΝ ΛΌΡιΑ.

          κανέναν άλλον εκεί θα στείλουμε στα μνήματα…». ο ανεμοστρόβιλος με οργή, χωρίς ψυχή (χωρίς έλεος) αιχμηρά σφύριζε ολόγυρα.

 

4.

τέ, ΞΎΖ ΑιΆΖ, ΛΊΓΥΣ ΗΣΆΠ –

ΈΝ ΌΛΥ ΠΑΓΥΜέΝΥ.

ΚΥΤ\ΝιΆΡΚΥ ΉΛιΥΣ Π ΚΆΧ ΤΥ ΔζΆΠ,

ΚΖέΝ ΤΊΝΞΚΑ, ΤΥςΝΙΜέΝΑ.

          καίει, τσούζει το αγιάζει απεριόριστα – είναι τα πάντα παγωμένα. κοκκινωπός ήλιος απο κάτω απο το βουνό βγαίνει σιωπηλά, λυπημένα.

 

ΘΑΡΉΣ, ΤΌ τΉΘΙΛΙΝ ΝΑ δΊ,

ΠΆΣ ΚΑΡδΑΚΎτσΚΥ ΠΆΤΥ,

ΠΥ ΚΌΖΜΥΣ ΠΡΆΤΑΝΑΝ ΝΙΣΤΚΉ,

ΠέΣ ΤΑ ςΥΜΚέςΑ ΣΤΡΆΤΙΣ. χειμωνικέσια

θαρρείς, αυτός (ο ήλιος) δέν ήθελε να δεί πάνω στην δικήτου αγαπημένη γή όπου οι άνθρωποι περπατούσαν νηστικοί μές τους χειμωνιάτικους δρόμους.

 

βΆι ΣΉΜΥΡ ΜέΡΑ-ΠΑ τΉ ΜιΆΖ,

τΉ ΦέΝΙΤ ΤΊΠΥΤ ΛΌΡιΑ,

ΠΣΗΛΆ ΚΥΡΤΎΚιΑ, τέ ΑιΆΖ,

ΜΙΣ ΠΆΓΥΜ ΣΤΑ ΜΥΡΜΌΡιΑ.

          αλίμονο, σήμερα ούτε μέρα μοιάζει, (αυτή η μέρα δέν μοιάζει σάν μέρα:) δέν φαίνεται τίποτε ολόγυρα, ψηλά νιφάδες (αιωρούνται), καίει το αγιάζι, εμείς βαδίζουμε προς τα μνήματα (νεκρώσιμη πομπή για τον παππού που πέθανε).

 

ΛΊΓΥΣ ΒΑΡιΆΧιΑ ΚΗ ΠΥΠΆ,

ΛΊΓΥΣ ΚΗΛΣΉιΑΣ ΧΤΊΠΥΣ.

ΜΙΣ ΠΆΓΥΜ ΠΉΣΥ-Τ ΣΥΠΑΧΤΚΆ,

ΖέΡ ΦΑΝΙΡΆ ΛΕΣ ΤΊΠΥΣ?

          χωρίς λάβαρα και παπά, χωρίς εκκλησίας (καμπάνας) χτύπους. εμείς βαδίζουμε πίσωτου (=πίσω απο το νεκρό) σιωπηλά, μήπως φανερά μπορείς να πείς τίποτε; 

 

ΚΑΝΊΝΑ ΜΌΝΥ ΝΔΥ ΧΑΡΆΚΣ, κανείνα μόνο εν τω χαράξεις

ΟΤ ΖΎΜΗ ΠΑΡΑΚΆΤΑ, οτι ζούμε παρακάτα,

ΦΣΥΝΓΚΎΝΙ ΠέΡΝΙΣε, ΖΜΥΝΆΣ, σφογγούνε, παίρνουνε-σε, λησμονάς

ΈΜ Τ ΜΆΝΑ-Σ, ΈΜ ΤΥΝ ΤΆΤΑ-Σ. |hΕΜ| τη μάνα-σου, |hΕΜ| τον τάτα-σου.

          σε κανέναν μόνο με το να υποδηλώσεις οτι ζούμε κάπως κατώτερα, σε «σκουπίζουν», σε παίρνουν (και) ξεχνάς και τη μάνασου και τον πατέρασου.

 

ΤΕΚ ΒΆΒΑ-Μ ΤΥ ΔΑΎς ΜΑΚΡΆ,

ΛΌΝ ^ΚΆΛ\ΜΗΥΣ ΤΟ δΑιΝΙΝ.

ΤΑ ΛΌιΑ-τσ ΉΤΑΝ ΠΥΝΙΤΆ,

ΤΥΝ ΔέΔΑ-Μ Άιτσ ΜΑΝΓΚΡΆιβΗΝ:

          μόνο της γιαγιάςμου η φωνή μακριά κατα μήκος του (ποταμού) Κάλμιους (η φωνήτης) πήγαινε. τα λόγιατης ήταν λυπητερά, στον παπούμου έτσι κραύγαζε:

 

-ΣΉ, ΚΌΣΤΑ, ΉΣΝΙ ΣΥΡΒΑΔζΉΣ,

Κε ΓΌ-ΠΑ ΣΥΡΒΑΔζΆβΑ.

Κε ΉΧΑΜ ΆΛΓΑ, βΌιδΑ ΜΙΣ,

ΠΎ ΕΝ, ΠΎ ΈΝ, ΠΎ δΆβΑΝ?

          -«εσύ, Κώστα, ήσουν κύριος, και εγώ κυρία. και είχαμε άλογα, βόδια, πούν’τα, πού είναι, πού πήγαν;»

 

ΜΙΣ ΉΧΑΜ ΤΌΠΥ, Κε ΧΥΤΡΆ,

ΜΕΓΌΛΑ ΚΑΛΥΖΌιΑ.

ΑΣ ΣΠΉΤ ΣΥΡέΦΚΑΝΔΑΝ ΝΤ ΧΑΡΆ,

ΤΑ ΌΛΑ-ΜΑΣ ΤΑ ΣΌιΑ.

          είχαμε τόπο (γή) και αγρόκτημα, μεγάλες ευημερίες. στο σπίτι μαζεύονταν με χαρά όλοιμας οι συγγενείς.

 

Κε ΤΌΤΙΣ ΚΆτσΜΥ τΉςΗΣ ΣΉ,

ΑΝΔΥ ΗΛΆΛ Ν ΚΑΡδΊιΑ,

ΣΗΛιΆιβΗΣ ΚΌΖΜΥ ΑΝ Τ ΣΑιΓΉ

βΑι Θέ-ΜΥ ΠΑΝΑΉιΑ.

          και τότε άπραγος δέν έμενες, με έντιμη καρδιά προσκαλούσες κόσμο και τους φερόσουν με σεβασμό, άχ Θεέμου, Παναγία!

 

ΑτΉ, ΑδΌ, Τ ΣΤΟΡΌζΚΑ ΣΜΆ, εκεί, εδώ τη сторожка σιμά, (сторожка =σκοπιά, παρατηρητήριο)

βΑι Σ βΣΉΓΑΝΙ ΤΑ ΜΆΤιΑ-Μ.

βΑι ΑΠΑΡΆΧΥΤ, ΤΌΣ ΝΥΜΆΤ!

ΚΡΗΜΖΜέΝ, ιΑΝΔΑ δΙΜΆΤιΑ.

          εκεί, εδώ, στη σκοπιά κοντά, -άχ, να σβήνανε τα μάτιαμου (να μήν έβλεπα)- αλίμονο, άθαφτοι, τόσα άτομα, πεσμένοι κάτω σάν δεμάτια.

 

δΟ ΠέΦΤΝΙ ιΆςΚΑ ΚΥΡΑΣέΣ,

ΗΝΈΚΗΣ, ΆΝΔΡ, ΠεδΊιΑ.

ΤΡΑβΎΝ ΚΗ ΠέΡΥΝΙ ΧΑΠέΣ,

ΤΑ ΚΆΤΙΣ Κε ΤΑ ςΚΛΊιΑ.

          εδώ κείτονται νέες κοπέλες, γυναίκες, άντρες, παιδιά. τραβούν και παίρνουνε κομμάτια οι γάτες και τα σκυλιά.

         

ΝΑ δΊ ΚΑΝΊΣ ΜΗ ΚΑΤΑΣΌΝ

τΉ ΖΜΌΝΣΑΤΥ ΓΟ ΚΌΜΑ,

ΜΙΣ δΆβΑΜ τΗ, ΠΑΣ ΣΠΡΎτσΚΥ ςΌΝ,

ΠΥ ΜΆβΡΖΗΝ ΦΎΓΥ ΧΌΜΑ. υγρό (σχετικό με το γερμανικό feucht)

          να δεί κανείς να μήν προλάβει (=όσο ζεί κανείς να μή δεί τέτοιο πράγμα:), δέν το ξέχασα ακόμη: πήγαμε εκεί, πάνω στο άσπρο χιόνι όπου μαύριζε υγρό χώμα. (=πήγαμε σε ένα σημείο όπου πάνω στο άσπρο χιόνι μαύριζε υγρό χώμα)

 

Χ ΣΤΟΡΌζΚΑ ΠΉΣΥ, ΛΌΝΔΥ ΞΉΡ,

ΜΊΣ ΈΚΛΥΣΑΜ ΞΥΛΆΧΚΑ, κουτσαίνοντας, κούτσα κούτσα |ΞΟΛΑQ|= κουτσός, ανάπηρος.

ΚΥΡΜΉΣ ΠΥΛΆ ΤΥ ΤΆΠΤΑΧΗΡ,

δΟ ςΞΌΠΑΣΗΝ ΞΥΠΛΆΧΚΑ |ΞΙΠΛΑQ|= γυμνό.

          απο τη σκοπιά πίσω, κατα μήκους του ίχνους (που βλέπαμε πάνω στο χιόνι) απο γύρω πήγαμε κούτσα κούτσα, κορμιά (νεκρά) ο όλεθρος εδώ σκέπασε γυμνά.

 

τΉ ΣΤΊΚΗΤ ΆΝΙΜΥΣ. ΤΥ ΔζΎΤ, джут

ςΥΡΉΖ, ςΥΡΉΖ Τές ΆΚΡΑ.

ΑΝΓΚΆΛΣΗΝ ΒΆΒΑ-Μ ΤΥ ΤΑΒΎΤ

ΚΗ ΉΛΙΝ ΑΝΔΥ δΆΚΡΥ:

          δέν σταματάει ο άνεμος. η θύελλα σφυρίζει, σφυρίζει ατελείωτα. αγκάλιασε η γιαγιάμου το φέρετρο και έλεγε με δάκρυ:

 

-ΠΎ, ^ΚΌΣΤΑ, ΦΉΚΗΣ-ΜΑΣ ΚΗ δΆιΣ,

Κε ΜΊΣ-ΠΑ ΤΊ ΘΑ ΚΆΜΥΜ?

βΆι, Θέ-ΜΥ, ΜΆΣ-ΠΑ ΤΊ ΜΑΣ ΦΛΆι,

ΑΧ Ν ΠΉΝΑ ΘΑ ΠΥΘΆΝΥΜ.

          -«πού, Κώστα, μας άφησες και πάς, κι εμείς τί θα κάνουμε; βάι, Θεέμου, και εμάς τί μας περιμένει, απο την πείνα θα πεθάνουμε.

 

ΑΣ ΣΠΉΤ ΧΑΠέτσΑ τέΝ ΠΣΥΜΉ,

ΝΈ βΎΤΡΥ ΚΗ ΝΈ ΚΡέιΑΣ.

βΆι, ^ΚΌΣΤΑ, ΚΆΜΗ ΤΌΠΥ ΣΗ,

ΑΣ ΠέΣΥ ΑΣ Τ ΜΑΡέιΑ-Σ.

          στο σπίτι (ούτε) κομματάκια δέν υπάρχει ψωμί, ούτε βούτυρο ούτε και κρέας. βάι, Κώστα, κάνε(μου) τόπο να ξαπλώσω δίπλασου!

 

ΤΥ δΎΓΝΙ Τ ΜΉΡΑ, ΤΑ ΜΑΛΆι,

ΑΣ ΤΥ ΚΟΛΧΌΖ ΣΤΥ ΚΌΜΑΣ,

ΤΟ ΈΝ ΜΑΓΆΡΑ, ιΆΝΔΥ ΛΆι,

τΉ ΠέΡΣ-ΤΥ ΠέΣ ΤΥ ΣΤΌΜΑ-Σ.

          εκείνη που δίνουν η μερίδα, τα (λεγόμενα) «μαλάι», στο κολχόζ το δικόμας, είναι σκέτη ακαθαρσία, (είναι στη γεύση) σάν αλισίβα (σταχτόνερο), δέν μπορείς να το βάλεις στο στόμασου».

 

ΤΥ ΚΛΆΠΣΜΥ-τσ δΆιΝ ΛΟΝ ΤΥ ΠΥΤΆΜ,

Κε ΠέΣ ΤΥ ΔζΎΤ ΔΑΓΛΈΦΤΙΝ.

ΑΣ ΣΠΉΤ ΜΙΣ ΉΡΣΑΜ, βΆι ΑΝΑΜ,

Αιτσ ΔέΔΑ-Μ ΤΟΤ ΣΧΥΡέΦΤΙΝ.

          ο θρήνοςτης πήγε κατα μήκος του ποταμού και μές τη θύελλα σκορπίστηκε. στο σπίτι γυρίσαμε, άχ μάναμου, έτσι ο παππούςμου τότε συγχωρέθηκε.

 

ΣΤΥ ΔζΆΝΑς ΤΡΉΜΑ ΝΔΥ ΚΡΥΜδΊτσ, (ΔζΆΝΑς δέν είναι απο |ΞΑΝΑQ|= σκεύος, αλλα |ЏΑΝ-ΑςΙ|= τροφή για επιβίωση)

ΜΑΈΡΗΠΣΗΝ ΜΑΝΊτσΑ-Μ,

Α ΤΊΝΑ ΈΣΚΑΦΤΑΝ, ΑΤΊτσ,

ΧΑΠΤΡΆιΣΑΝ Π ΈΝΑ ΠΤ\ΊτσΑ.

          για φαγητό επιβίωσης, τρίμμα με κρεμμυδάκι μαγείρεψε η μανούλαμου, και σ’εκείνους που έσκαβαν (για να θάψουν τον παππούμου), τους έδωσαν να πάρουν μιά μπουκιά.

 

ΣΤΥ ΘΊΜιΑΖΜΥ, ΜΙΣ ΤΥΝ ΠΗΡΝΌ,

ΝΔΑ ΠΉΓΑΜ ΣΤΑ ΜΥΡΜΌΡιΑ,

τιΥΝΎΡιΑ ΛΈςΑ τΉ, ΑδΌ,

ΠΥΛΆ ΔΑΓΛΈΦΤΑΝ ΛΌΡιΑ.

          για θυμιάτισμα εμείς το (άλλο) πρωινό όταν πήγαμε στα μνήματα, καινούργια πτώματα, εκεί, εδώ, πολλά είχαν σκορπισθεί ολόγυρα.

 

Κε ΠΆΣ ΤΥΝ ΔέΔΑ-Μ, (ΉΣ ΜΗ ΣΌΝ!)

ΠΑΡΆΧΥΣΑΝ ΒΑΛΆιδΑ

ΦτιΑΛΊΞΑ ΤΡΉιΑ, ΠΚΆΧ ΤΥ ςΌΝ,

ΘΑΡΉΣ, ΖΔΑΝΆ ΑβΛΆιβΑΝ. παραμόνευαν, κοίταζαν

          και πάνω στον παππούμου (κανείς να μή φτάσει (να δεί τέτοιο πράγμα)!) παράχωσαν παιδάκια (δηλαδή νεκρά, τα άφησαν, πάνω στου παππού το μνήμα, και τα σκέπασε το χιόνι). κεφαλάκια τρία (πρόβαλλαν) απο κάτω απο το χιόνι, θαρρείς ζωντανά (ήταν και) κρυφοκοίταζαν.

 

Κε ΤΆΤΑ-Μ ΈΚΑΜΗΝ ΞΑΡΆ,

ΤΟΣ ΖΓΆΛΚΣΗΝ ΦΎΓΥ ΧΌΜΑ, σκάλιξε

βΑΘέιΑ ςΞΌΠΑΣΗΝ ΤΑ ΜΚΡΆ,

βΆι τΗ ΖΜΥΝΎ-ΤΥ ΚΌΜΑ.

          και ο πατέραςμου έκανε τρόπο, σκάλιξε υγρό χώμα, βαθιά (έχωσε και) σκέπασε (με χώμα) τα μικρά, αλίμονο, δέν το έχω ξεχάσει ακόμα.

 

Κε ΑΧ ΑΤΌΤΙΣ, ΧΡΌΝΣ ΠΥΛΆ,

Άιτσ ΠέΡΑΣΑΝ βΑΡέιΑ,

Κε ΓΌ, ΚΑΡδΊιΑ-Μ, τΉ ΗΛΆ,

ΝΔΑ ΚΛΌΘΥ ΤΌ ΜΑΡέιΑ.

          και απο τότε χρόνια πολλά έτσι πέρασαν δύσκολα, και εμένα η καρδιάμου δέν γελά όταν γυρίζω σε εκείνο το μέρος.

 

Κε ΒΆΒΑ-Μ ΞΆΛΚΑ δΆιΝ ΑτΉ,

ΣΤΥΝ ΔέΔΑ-Μ ΠΗΣΑΛΊΝΑ.

βΆι τέ ΚΑΡδΊιΑ-Μ Κε ΠΥΝΊ,

ΟΤ ΠέΘΑΝΑΝ ΑΧ Ν ΠΉΝΑ.

          και η γιαγιάμου γρήγορα πήγε εκεί, τον παππούμου καταπόδι ακολουθώντας. άχ, καίει η καρδιάμου και πονά, γιατί πέθαναν απο την πείνα.

 

ΟΤ ΠέΘΑΝΑΝ ΛΊΓΥΣ ΑΖΉΧ,

ΛΊΓΥΣ ΠΣΥΜΉ ΣΤΥ έΡΥΣ.

ΒΑΡΌ, ΤΙ ΉΧΑΝ ΣΥΡΒΑΔζΛΊΧ,

ΜΑ ΠΉΡΑΝ-ΔΥ ΧΤΑ ςέΡΑ.

          γιατί πέθαναν χωρίς καθόλου αγαθά, χωρίς ψωμί στα γεράματα(τους). αγαπητέμου, αυτοί είχαν κυριότητα (=περιουσία, νοικοκυριό), αλλα (τους) την πήραν απο τα χέρια.

 

ΑΣ ΠΆι ΑΚΆΤΥ ΤΌ Τ τΗΡΌ,

ΝΑ ΜΉ ΗΡΉΖ ΚΑΜΉιΑ,

ΤΥ ΉΤΥΝ Ν ΠΉΝΑ ΦΥβΗΡΌ,

ΑΤΌΤ, ΣΤΑ ^ΤΡΑΝΔΑΤΡΉιΑ.

          να πάει κάτω (=να χαθεί) εκείνη η εποχή, να μή γυρίσει ποτέ, που ήταν η πείνα φοβερή τότε στα (19)33.

ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ 03.05.87.

 

ΗβδΥΜΉΝΔΑ ΠέΝΔΙ. εβδομήντα πέντε

1.

ΜέΡΑ Σ ΜέΡΑ, ΧΡΌΝΥ Σ ΧΡΌΝΥ,

ΤΥ ΞΗΡΆι-Μ ΠΑΝιΆ, ζαρώνει

Κε ΝΥΝΊΖΥ: ΤΊ τΗΜΌΝΥ

ΈΣΣΑ ΑΣ Ν ΔΥΝιΆ?

          απο μέρα σε μέρα, απο χρόνο σε χρόνο, το πρόσωπομου ζαρώνει. και συλλογίζομαι: για ποιό σκοπό έζησα στον κόσμο;

 

ΗβδΥΜΉΝΔΑ ΠέΝΔΙ ΧΡΌΝιΑ,

ιΌΜΥΣΑ ΓΟ ΦέΤ.

ΝΔΑ ΧΑΡέΣ Κε ΑΝ ΤΑ ΠΌΝιΑ,

ΈΣΣΑ-ΤΑ, ΗΛΒεΤ.

          εβδομηντα πέντε χρόνια συμπλήρωσα φέτος. με χαρές και με πόνους τα έζησα, βέβαια.

 

ΑΝ ΤΑ ΉΜΝΙ ΒΑΛΑδΉτσΑ,

ΉΤΥΝ ΠΣέΣ, ΘΑΡΉΣ!

ΘΆΡΝΑ ΈΝΑ ΈΝ ΣΤΡΑΤΊτσΑ –

ΜΌΝΥ ΝΑ ΡΗΣΤΊΣ.

          τότε που ήμουν μικρό παιδάκι, ήτανε χτές, θαρρείς! νόμιζα πως ένας υπάρχει δρόμος (στη ζωή): μόνο το να παίζεις.

 

Ν ΤΑ ΠεδΉΞΑ ΧΑΤΑΛΆιβΑ,

ΤΟΤ ΓΟ ΌΣ ΑΡΓΌΣ.

Ν ΤΑ ΧΑΡέΣ, Ν ΤΑ ΧΥΡΑΤΆιδΑ,

ΠέΡΝΑΝΙΝ τΗΡΌΣ.

          με τα παιδάκια έτρεχα απο’δώ κι απο’κεί τότε μέχρι αργά (το βράδυ). με χαρές, με αστεία, περνούσε ο καιρός.

 

Σ ΤΥ ΠΥΤΆΜ, ιΆΝ ΤΑ ΠΑΠΉΞΑ,

ΈΦΤΑΓΑΜ ιΑΛΔΆι. κολύμπι;

Α ςΥΜΚΆ Ν ΤΑ ΞΑΝΑδΉΞΑ,

ΈΦΤΑΓΑΜ ΚΑΞΆι.

          στο ποτάμι σάν παπάκια κάναμε κολύμπι. ενώ το χειμώνα με τα σκαφάκια κάναμε χιονοδρομίες.

 

Σ ΣΠΉΤ Ν ΤΑ ΉΡΖΑ, ΑδΟ ΜΆΝΑ-Μ,

ΉςΗΝ-ΔΥ ΧΑΡΆ:

ΜέΝΑ ΤΙ ΑΝΓΚΆΛΖΗΝ ΆΜΑ,

ΧΛΊτσΚΑ, τές ΞΑΡΆ.

          στο σπίτι όταν γύριζα, τότε η μάναμου το είχε χαρά: με αγκάλιαζε αμέσως, με θέρμη, απερίγραπτα.

 

Κε ΣΗΠΆιβΗΝ Χ ΤΑ ΜΑΛΊιΑ –

ΤΥ τσΙΜΒΡΌ-Μ ΤΥ ΦτιΆΛ. σγουρό

βΆι, τΗ ΠέΡ ΑΤΟ ΖΜΥΝΊιΑ,

ΠΆΛ ΝΥΝΊΖΥ ΠΆΛ.

          και (με) χάιδευε στα μαλλιά – το σγουρόμου κεφάλι. άχ, δέν παίρνει αυτό λησμονιά, πάλι το φέρνω στο νούμου (και) πάλι.

 

ΜΆΝΑ, ΠΎ ΗΣΗ ΑΤΌΡΑ?

ΈΛΑ ΑΣ ΤΙ ΜΆΣ!

Τ\ΜΆΣΗ ΤΊΝΞΚΑ ΌΚΣΥ ΧΤ ΧΌΡΑ,

ΤΆΤΑ-Μ ιΑΝΑςΆ-Σ.

          μάνα, πού είσαι τώρα; έλα σε μάς! κοιμάσαι ήσυχα έξω απο το χωριό, ο πατέραςμου δίπλασου.

 

ΓΌ-ΠΑ ΆΡΤΑ ΉΜΗ έΡΥΣ,

ΈΚΑΜΑ ΤΑιΦΆ.

Ν ΤΑ ΝΥΝΊΖΥ ΣέΝΑ – ςέΡΥΜ,

ΚΛΈΓΥ-ΠΑ ΚΑΡΦΆ.

         κι εγώ πιά είμαι γέρος, έχω κάνει οικογένεια. όταν σε σκέφτομαι χαίρομαι, αλλα και κλαίω κρυφά.

 

ΜέΝΑ τΉΠΗΣ ΣΗ ΚΑΜΉιΑ,

ΆΤΧΥ ΛΑΧΑΡΔΊ.

ΉςΗΣ ΣΗ ΦΤΙΝΌ ΚΑΡδΉιΑ,

ΓΛΌΣΣΑ-ΠΑ ΓΑΛΤΉ.

          δέν μου είπες εσύ ποτέ σκληρό (άπονο) λόγο. είχες λεπτή καρδιά, καθώς και γλώσσα γλυκιά.

 

ΣΆιβΑΝ ΣέΝΑ, ΛΊΓΥΣ ΧΌΡΖΜΥ,

ΌΛ ΠεΣ Τ ΜΑΧΑΛΆ.

ΣΉ-ΠΑ ΣΆιβΗΣ ΌΛΣ ΤΥΝ ΚΌΖΜΥ,

ΑΧ ΑΤΊτσ ΠΥΛΆ.

          σε σέβοντας ανεξαιρέτως όλοι στη γειτονιά. και σύ επίσης σεβόσουν όλους τους ανθρώπους, απο εκείνους (= απο ό,τι εκείνοι εσένα) περισσότερο.

 

ΜΉιΑ τΉΠΗΣ «ιΌΧ» ΚΑΝΊΝΑ,

Ν ΉΡΤΙΝ ΣΤΥ ΧΡΑΣΉΜ. (το ΧΡΑΣΉΜ λαϊκώς ετυμολογούνταν απο το «χρειάζεται», κατα τη γνώμημου η αρχική ετυμολογία είναι απο το αρχαίο χράω= δανείζω φιλικά)

ΉΣΝΙ ΉΤΜΥΣ ΚΆΘΑ ΉΝΑ,

ΣΉ ΝΑ ΚΆΜΣ ιΑΡΔΊΜ.

          (ούτε) μία φορά δέν είπες «όχι» σε κανέναν που να ήρθε για να δανειστεί κάτι. ήσουν έτοιμη (πρόθυμη) σε κάθε άνθρωπο να προσφέρεις βοήθεια.

 

βέΓΛΖΗΣ ΠΆΝΥ-ΤΙΝ ΣΗ ςέΝΚΑ,

βΆι, ΚΑΛΌ ΖΑΜΆΝ.

βΆι, ΜΑΝΊτσΑ-Μ, ^ιΌΡΗ ^ΛΈΝΚΑ,

βΆι, ΚΑΛΌ ΗΣΆΝ.

          τους κοίταζες (τους ανθρώπους) χαρούμενα (=χαιρόσουν που τους έβλεπες), άχ, ωραία εποχή. βάι, μανούλαμου, Γιώρη Λένκα, ώ, καλόψυχη γυναίκα.

 

ΔΡές ΤΥ τΉΜΑ ΠΗΣΑΛΊΝΑ,

ΛΊΓΥΣ ΉΡΖΜΥ ΠΆι.

Άιτσ, δΑιΣ ΣΉ-ΠΑ, τΉΣΗ ΒδΗΝΑ,

ΆΝ ΗΡέβΣ ΜΑΝΓΚΡΆι.

τρέχουν τα κύματα το ένα πίσω απο το άλλο, χωρίς επιστροφή πηγαίνουνε. έτσι έφυγες κι εσύ, δέν είσαι πουθενά, - άν θέλεις φώναζε, τσίριζε (δέν ωφελεί).

 

ΈΧΥ ΓΟ ΠΥΛΊΣ ΝΑ Χ\έΠΣΥ,

ΝΆΣΑ ΌΣ ΝΑ ΠΆΡΣ,

ΓΟ ΤΥΝ ΤΆΤΑ-Μ ΆΣ ΑΝΓΚέΠΣΥ –

ΉΤΥΝ ΤΟΣ ΠΑΛΚΆΡΣ.

          έχω πολλούς (για τους οποίους) να λυπηθώ, ανάσα ώσπου να πάρεις. τον πατέραμου ας αναφέρω, ήτανε παλληκάρι.

 

2.

ΤΆΤΑ, ΤΆΤΑ, ^ΝΈΣΤΙΡΣ ^ιΌΡΗ,

ΣΧΥΡΗΜέΝΥΣ – ΖΉΣ!

ΣέΝΑ ΉΚΣΗΡΑΝ ΠεΣ Τ ΧΌΡΑ,

ΉΣΝΙ ΣΥΡΒΑΔζΉΣ!...

          πατέρα, πατέρα, Νέστορα Γιώρη, συγχωρεμένος (είσαι, και όμως) – ζείς! σε ήξεραν μέσα στο χωριό, ήσουνα νοικοκύρης!

 

ΉςΗΣ ΤΌΠΥ, ΆΛΓΑ, βΌιδΑ,

ΉςΗΣ-ΠΑ ΧΥΤΡΆ.

ΑΚΥςΚΆΤΑΝΔΑΝ ΤΡΑΓΌιδΑ,

ΠΛΊ, ΠΑΣ ΤΑ δεΝΔΡΆ.

          είχες γή, άλογα, βόδια, είχες και αγρόκτημα. ακούγονταν τραγούδια πουλιών πάνω στα δέντρα.

 

ΜέΡΑ ΝΊΧΤΑ ΈΦΤΑιΣ δΛΊιΑ,

ΜΊΣ-ΠΑ ιΑΝΑςΆ-Σ,

ΜΊΣ – ΤΑ ΤΈΣΗΡΑ-Σ ΠεδΉιΑ,

ΉΜΝΑΣ ΤΟΤ Τ ΑΡΧΆ-Σ. (|ΑΡQΑ|= πλάτη, υποστήριξη, κατα το κοινό: «κάνω πλάτες σε κάποιον» =υποστηρίζω κάποιον, του φυλάσσω τα νώτα)

          μέρα  νύχτα εργαζόσουν, και εμείς στο πλάισου. εμείς, τα τέσσερασου παιδιά, ήμασταν τότε «πλάτες»σου.

 

ΝΔΑ βΥδΉΞΑ ^ΣΆςΑΣ βΚΆΛΝΙΝ, κουβάληνεν,

ΞΆΧ ΧΤ ΧΥΤΡΆ ΤΑςΌβ. (|ΤΑς|= πέτρα, αλλα αυτό μάλλον είναι απο το τουρκ. |ΤΑςΙ|- =κουβαλώ, άρα ΤΑςΌβ =φορτίο)

ΠΉΣΥ-Τ ΓΟ ΤΙΡΝΆιβΑ δΆιΝΑ –

τέΦΤΑΓΑ ΧΑΡΌβ. (ΧΑΡΌβ ίσως απο το π.τουρκ. #ΑΡΙ= γέρος, παραγόμενο ρήμα= αργοπορεί).

          με τα βοδάκια ο Σά$ας (= ο μεγαλύτεροςμου αδερφός) κουβαλούσε ακόμη κ απο το αγρόκτημα φορτίο. πίσωτου μαζεύοντας πήγαινα, δέν χρονοτριβούσα.

 

ΑΝ ΤΑ δΆιΝΑΜ ΝΑ ΦΥΡΤΌΣΥΜ,

ΚΑΛτΗΡΝΌ ΖΑΜΆΝ,

ΉΛΙΝ: «ΜΆ ΚΟΛ, ΌΣ ΝΑ ΣΌΣΥΜ, (|ΚΟΙΛ|- =προσδένει, ζεύει. η έκφραση «ΜΆ ΚΟΛ» μοιάζει να είναι παράγγελμα στα βόδια να σταματήσουν).

ΑΣ Τ ΧΥΤΡΆ, ΣΤ ΑΖΆΝ.

          όταν πηγαίναμε να φορτώσουμε, καλοκαιρινή εποχή, έλεγε: «στάσου λίγο, μέχρι να φτάσουμε στο αγρόκτημα, στα χωράφια,

 

ΓΟ ΚΑΤΛΙΓΥ ΑΣ ΝΙΣΤΑΚΣΥ,

ΔΆΛΙΠΣΑ ΤΙΚΜΉΛ,

τέΧΥ ΓΟ τΗΡΌ ΝΑ ΦΛΆΚΣΥ –

Σ ΠΆΡΥ ΓΟ ΜΗΖΗΛ». |ΜΕΝΖίΛ|= άδεια.

          εγώ λιγάκι άς γείρω να κοιμηθώ, κατανύσταξα, δέν έχω ώρα να περιμένω (= δέν μπορώ να το αναβάλω) – ας πάρω την άδεια».

 

Τ βΉτσΑ ΠέΡΗςΚΑ ΤΌ Τ ΌΡΑ,

τέΝ ΑδΌ ΝΑ ΦΛΆΚΣ,

ΌΣ Τ ΑΖΆΝ-ΜΑΣ, ΞΆΧ ΑΧ Τ ΧΌΡΑ,

ΠΉΓΑΝΑ Τ ΑΜΆΚΣ.

          τη βίτσα έπαιρνα εκείνη την ώρα, δέν είναι εδώ να περιμένεις, ώς τα χωράφιαμας, ήδη απο το χωριό, πήγαινα το αμάξι (=κάρο).

 

ΤΑ βΥδΉΞΑ ΔΑΛΙΜέΝΑ,

ΤΡΆβΑΝΑΝ ΤΥ ΖΓΌ.

- ΣΌΠ-τσΑΒΈ! ΦΚΡΗΘέΤ ΣΗΣ ΜέΝΑ! –

ΧΎΛΖΑ ΠΆΝΥ ΓΟ.

          τα βοδάκια ναρκωμένα απο νύστα, τραβούσαν το ζυγό. «σόπ – τσαμπέ! ακούτεμε!» φώναζα (στα βόδια) απο πάνω εγώ.

 

ΜΉ ΘΑΡΉΤ, ΓΟ ΉΜΗ ΜΚΎτσΚΥΣ,

ΣΉΣ ΝΥΝΊΣΗΤ ΤΟ:

ΣΉΜΥΡ ΓΟ ΤΙΚΜΉΛ, ΤΙΚΜΎτσΚΑ,

ιΌΜΥΣΑ ^ΥΧΤΌ!

          μή θαρρείτε πως είμαι μικρούτσικος, βάλτετο στο μυαλόσας: σήμερα εγώ τελείως, τελειότατα, συμπλήρωσα τα οχτώ! (χρόνια της ηλικίαςμου).

 

ΣΉ-ΠΑ βΚΆΛΝΙΣ ΑΝ ΤΑ ΑΛΓΉΞΑ,

^ΚΌτιΑΣ ιΑΝΑςΆ-Σ.

ΖΒΎδΑΖΗΣ ΤΑ ΚΑΞΑΝΊΞΑ, (κατα τα συμφραζόμενα: θημωνιές. στα βλάχικα κοτσάν =κράμβη, λάχανο).

ΣΤ ΧΌΡΑ ΝΑ ΚΑΤβΆΣΣ.

          και σύ (=ο πατέρας) κουβαλούσες με τα αλογάκια, ο Κώκιας (= ο μεγαλύτερος αδερφόςμου) στο πλάισου. βιαζόσουνα τις θημωνιές στο χωριό να κατεβάσεις.

 

τΉςΗΣ ΉΞ-ΠΑ ΣΗ ΦτΗΡΉιΥ,

ΤΥ ΑΖΆΝ-Σ ΜΑΚΡΆ

βΆι, ΜΑΡέ, ΜΑΚΡΗΣΤΡΑΤΊιΥ,

ΞΆΧ Χ  ^ΓΑιΤΆΝ Τ ΧΥΤΡΆ

          δέν είχες καθόλου ελεύθερη ώρα, το χωράφισου (ήταν) μακριά. έ, μωρέ, μακρύς δρόμος, ήδη απο του Γαϊτάν το αγρόκτημα.

 

ΑΝ ΤΑ ΉΤΑΝ ΤΑ ΚΑΞΆΝιΑ,

ΜέΣΑ ΑΣ Τ ΑΛΌΝ.

ΠΆΛ ΑΝΆΝτιΑ – ΜΆΝιΑ-ΜΆΝιΑ,

ΜέΡΑ ΠΆι ΚΗ ΚΡΌΝ.

          όταν ήταν οι θημωνιές μέσα στο αλώνι, πάλι ταλαιπωρίες: μάνι μάνι η μέρα (=ο καιρός) αρχίζει και κρυώνει.

 

ΈβΡΑΖΗΝ ΣΤ ΑΛΌΝ ΤΥ δΛΊιΑ,

ΆΜΑ ΧΥΝΥςΜΆ

Τ ΜέΡΑ Άιτσ, ΑΜΆΚςΑ δΉιΑ,

ΈΚΥΦΤΙΣ ΥΖΜΆ. |ΟΙΣ_ΜΕ|

          έβραζε στο αλώνι η δουλειά, όμοια με ευχάριστη συναναστροφή (=σύναξη ανθρώπων με αστεία, διασκέδαση). την (κάθε) μέρα έτσι, αμάξια δύο μάζευες γέννημα.

 

Τ ΆςΗΡΥ Σ ΈΝΑ ΜΑΡέιΑ, το άχυρο σ’ ένα μερέα,

δΉΜΑ-ΠΑ ΞΑΡΆΝ δήμα-πα |ΞΑΡΑΝ|.

βΆι, ΜΑΡε, τΗΡΎΣ ΓΑΛΤέιΑ, βάι, μωρέ, καιρούς γλυκέα,

Έ, ΜΑΡε, ΖΑΜΆΝ! έ, μωρέ |ΖΑΜΑΝ|!

          το άχυρο (το βάζαμε) σε μιά μεριά, και τα δεμάτια (απο άχυρο, γινόταν) στίβα. άχ, μωρέ, καιροί γλυκοί, έ, μωρέ, εποχή!

         

ΠΆΛ ΑΝΆΝτιΑ – ΤΥ ΑΛΌΝΖΜΥ,

Ές τιΥΝΎΡιΥ ΓΜΆΡ.

τΉΣΝΙ ΚΆΤΥ ΑΧ ΤΥΝ ΚΌΖΜΥ –

ΈΦΤΑιΣ ΌΛΥ ΤΜΆΡ.

          πάλι ταλαιπωρίες – το αλώνισμα έχει καινούργιο φορτίο. δέν ήσουν παρακάτω απο τον υπόλοιπο κόσμο, όλο φρόντιζες.

 

Ν ΈΦΤΑιΣ ΠΑ βΑΡΉ ΣΗ δΛΊιΑ,

ΉΚΣΗΡΗΣ δΑΦΤΌ-Σ,

ΟΤ ΘΑ ΈςΣ ΚΑΛΌ ςΜΑδΉιΥ,

ΑΣ Ν ΤΑιΦΆ, Σ ΤΥΚΌ-Σ.

          κι άν έκανες βαριά δουλειά, ήξερες ο ίδιος οτι θα έχεις καλό ξεχειμώνιασμα, στην οικογένεια τη δικήσου.

 

ΤΆ ΤΑ ΧΡΌΝιΑ, ΤΑ ΓΑΛΤέιΑ,

δΆβΑΝ ΚΆΤΥ ΉΣ. καταγής

ΑΝ Τ ΑΝΆΝτιΑ, Ν ΤΑ βΑΡέιΑ,

ΠέΜΝΙΝ ΣΥΡΒΑΔζΉΣ.

          εκείνα τα χρόνια τα γλυκά, πήγαν κατα γής (=πέρασαν, χάθηκαν). με καταπιέσεις, με βάρη έμεινε ο νοικοκύρης.

 

Ν ΗΡέβΣ ΚΛΆΠΣΗ, Ν ΗΡέβΣ ΡΆΝΔΑ,

ΖΜΉΧΤΙΤ ΣΤΥ ΚΟΛΧΌΖ.

ΜΆβΡΥ ΜέΡΑ, ΧΡΌΝΥΣ ^ΤΡΆΝΔΑ,

ςΞ]έΠΑΣΗΝ ΤΥ ΦΌΣ.

          άν θέλεις κλάψε, άν θέλεις χοροπήδα (δέν ωφελεί), σμίξατε (=αφομοιωθήκατε μέσα) στο κολχόζ. μαύρη μέρα, το έτος τριάντα (1930) σκέπασε το φώς. (προφανώς τότε εφαρμόσθηκε ο κακώς εννοούμενος σοσιαλισμός, στου οποίου το όνομα κρατικοποιήθηκαν οι περιουσίες των αγροτών).

 

ΈΦΤΑιΤ δΛΊιΑ ΜέΡΑ-ΝΊΧΤΑ, εύθειαζετε δουλεία μέρα – νύχτα,

ΠΣΗΖΝΙ ΣΥΡΒΑΔζΉδ ψεσινοί |ΞΟΡΒΑЏΙ|δοι.

ΜΑ ΤΥ ΧΡΌΝΥ Ν ΠΗΡΗΛΊΧΤΙΝ, μα το χρόνο εν περιελύθη,

ΉΣΝΙτς ΠΆΛ ΒΟΡΞΛΊδ. ήσουνεσθε πάλι |ΒΟΡΞ_ΛΙ|-δοι.

          κάνατε δουλειά μέρα νύχτα, χθεσινοί νοικοκυραίοι. μα ο χρόνος όταν ξετυλιγόταν (=τελείωνε), ήσασταν πάλι χρεωμένοι.

 

ΛΌιΑ ΆΤΧΑ ΉΚΣΗΤ ΌΣΑ,

ΠΣΗΖΝΙ ΣΥΡΒΑΔζΉδ ψεσινοί |ΞΟΡΒΑЏΙ|δοι.

«ΤΌ ΤΥ ΠέΜΝΙΝ, ΈΝ ΤΥΚΌ-ΣΑΣ,

ΠέΣ ΤΥ ΚΑΛΑΜΉδ».

          λόγια σκληρά (απάνθρωπα) ακούσατε πόσα, χτεσινοί νοικοκυραίοι. (όπως:) «εκείνο που έμεινε, είναι δικόσας, μές την καλαμιά».

 

δΆιΝΙΣ ΣΤ δΛΊιΑ ΣΗ ΝΙΣΤΚΎτσΚΥΣ –

ΟΦτΗΡΥ ΤΥβΡΆ. εύκαιρο |ΤΟΡΒΑ|

ΤΈΚΑΣ ΉΜΝΙ ΤΌΤΙΣ ΜΚΎτσΚΥΣ,

ΈΧΥ-ΤΥ ΗΡΆ.

          πήγαινες στη δουλειά σχεδόν νηστικός, (με) άδειο ταγάρι. άν και ήμουν τότε πολύ μικρός, το έχω (ψυχικό) τραύμα.

 

ΑΣ ΤΥ ΞΌΛ ΜΙΣ δΉ-ΜΑΣ δΆιΝΑΜ,

ΠέΣ ΤΑ ΚΑΛΑΜδέΣ,

ΞΑΡΑΝΊΞΑ ΜΙΣ ΧΑΔΡΆιβΑΜ –

ΠΗΝΚΥΤΚΑ ΦΥΛΈΣ.

          στην εξοχή εμείς οι δυόμας πηγαίναμε, μές τις καλαμιές μικρές συστάδες (απο σιτάρι κλπ) ψάχναμε - ποντικίσιες φωλιές.

 

Π ΚΆΤΥ ΉβΡΗςΚΑΜ ΣΥΔΆΝΚΑ,

(ΚΆΤΥ Σ ΠΆι, Σ ΧΑΘΉ!)

ΉΤΥΝ ΤΟ, ΘΑΡΉΣ-Κε ΜΆΝΚΑ,

ΑΣ ΤΑ ΜΆΣ ΦΑΉ.

 

βΆι, ΚΑΡδΉΞΑ-ΜΥ, ΚΑΡδΉιΑ,

ΘέΛΥ, ΜΊ ΖΓΑΛΊΣ

ΤΥ ΖΑΜΆΝ – ΣΤΑ ^ΤΡΑΝΔΑΤΡΉιΑ,

ΤΌΤ ΤΑ ΉδΑΜ ΜΙΣ.

          βάι, καρδούλαμου, καρδιά, θέλω να μή σκαλίσεις εκείνον τον καιρό, στα τριαντατρία (1933), τότε εκείνα που είδαμε εμείς.

 

ΖεΡ ΑΧ Ν ΠΉΝΑ ΜΊΣ ΤΕΚ ΜΌΝΥ,

ΈΚΛΙΓΑΜ ΚΑΡΦΆ.

ιΌΧ, ΑΤΌΤΙΣ ΉΡΤΙΝ ΠΌΝΥ,

ΑΣ ΚΆΘΑ ΤΑιΦΆ.

          μήπως απο την πείνα εμείς μόνο κλαίγαμε κρυφά; όχι, τότε ήρθε πόνος σε κάθε οικογένεια.

 

ΤΑ βΑΡέιΑ ΆΤΧΑ ΧΡΌΝιΑ,

δΆβΑΝ ΚΑΤΥ ΉΣ.

ΣΉ ΤΑ ΠέΡΑΣΗΣ Ν ΤΑ ΠΌΝιΑ –

ΠΣΗΖΝΌ ΣΥΡΒΑΔζΉΣ.

          τα δύσκολα, απάνθρωπα χρόνια πήγαν καταγής (=χάθηκαν), εκείνα που πέρασες με πόνους – χτεσινός νοικοκύρης.

 

τέΚΛΙΠΣΗΣ ΧΑΛΠΎΖ ΚΑΜΉιΑ,

ΈΝΑ ΧΤΥ ΚΟΛΧΌΖ.

ΣΉΜΥΡ ΚΛΊΦΤΝΙ, τέΝ ΔΡΥΠΉιΑ –

ΜΗΣΜεΡΉ, Ν ΤΥ ΦΌΣ.

          δέν έκλεψες (ούτε κάν) καρπούζι ποτέ, (ούτε) ένα, απο το κολχόζ. σήμερα κλέβουνε, δέν είναι ντροπή, μεσημεριάτικα, με το φώς.

 

ΣΉ τΉ ΜΆΘΣΗΣ ΜΙΣ ΝΑ ΚΛΈΠΣΥΜ,

ΚΣέΝΥ ΚΑΛΥΖΌι.

δΛΊιΑ ΜΆΘΣΗΣ ΝΑ ΣΑΈΠΣΥΜ:

«ΤΊΣ τΗ ΚΆΜ, τΉ ΤΡΌι!...»

          δέν μας δίδαξες να κλέψουμε (κανένα) ξένο (περιουσιακό) αγαθό. τη δουλειά δίδαξες να εκτιμήσουμε: «όποιος δέν παράγει, δέν τρώει!...».

 

ΑΝ ΤΥ ΉΣΥ-ΜΑΣ ΚΑΡδΉιΑ

Κε ΑΝ ΤΥ ΗΛΆΛ,

ΜΊΣ, ΤΑΚΆ-Σ ΚΗΡβΆ ΠεδΉιΑ –

τΉΜΑΣ ΚΆΤΥ Χ ΆΛΣ.

          με την ευθύτηταμας και με τιμιότητα, εμείς, τα δικάσου τα ακριβά παιδιά, δέν είμαστε παρακάτω απο τους άλλους ανθρώπους.

 

ΖΎΜ ΝΈ ΠΛΎςΚΑ, ΝΈ ΓΑΡΉΠΚΑ,

ΈΝ ΚΑΛΌ ΖΑΜΆΝ.

Α ΣΉΣ ΈΣΣΗΤ ΑΔζΑΉΠΚΑ,

ΣΉΣ – ΤΥΚΌΣ Τ ΑΧΡΆΝ.

          ζούμε ούτε πλούσια, ούτε φτωχικά, είναι καλή εποχή. ομως εσείς ζήσατε παράδοξα (=όχι όπως πρέπει), εσείς – η δικιάσου ηλικία.

 

ΑΝ ΤΑ δΌδεΚΑ ΓΚΥΜΎςΑ,

ΠέΝΣΗιΑ ΣΤΥ ςέΡ,

δΆιΣ ΑτΉ, ΠΥ τέΝ ΔΑΎςΑ,

ΖΜΌΝΙΜΥ τΉ ΠέΡ.

          με δώδεκα νομίσματα σύνταξη στο χέρι, έφυγες εκεί όπου δέν υπάρχουν φωνές, λησμονιά δέν παίρνει.

 

ΠέΦΤΣ ΣΗ ΤΊΝΞΚΑ ΌΚΣΥ ΧΤ ΧΌΡΑ,

ΜΆΝΑ-Μ ιΑΝΑςΆ-Σ.

ΈΝ ΣΤΑ ΜέΝΑ ΆΤΧΑ ΌΡΗΣ,

ΝΔΑ ΑΝΓΚέβΥ ^ΣΑΣ.

          ξαπλώνεις ήσυχα έξω απο το χωριό, η μάναμου δίπλασου. είναι για μένα αλύπητες ώρες όταν σας θυμάμαι.

 

ΤΊ ΝΑ ΚΆΜΣ, βΆι, ΠΆΣ ΤΥΝ ΠΆΤΥ,

Άιτσ ΤΥ ΖΉΣΜΥ ΈΝ:

ΧΡΆΝΚΗΤ <ΧΡΆςΚΗΤ> ΉΣ ΝΑ ΗΝΙςΚΆΤΙ,

ΆΛΥΣ ΝΑ ΠΥΘέΝ.

          τί να κάνεις, αλίμονο, πάνω στη γή, έτσι η ζωή είναι: πρέπει ένας να γεννιέται, άλλος να πεθαίνει.

 

Άιτσ ΤΥ τΉΜΑ-ΠΑ ΡΑΤΛΊδΚΑ,

ςέΡΗΤ, ΠΛΈβ Κε ΖΉ,

ΌΣ ΝΑ ΔΌΚ ΣΤ ιΑΓΆ ΖΥΡΛΊδΚΑ,

Κε ΝΑ ΔΑΓΛΕΦΤΊ.

          έτσι και το κύμα ξένοιαστα χαίρεται, πλέει και ζεί, ώσπου να χτυπήσει στην ακτή βίαια και να σκορπιστεί.

 

ΜέΝΑ ΦΣΉΓΝ ΚΑΚΆ ΑΧ Τ ΓΎΛΑ,

ΝΔΑ ΝΥΝΊΖΥ ΤΙτσ.

βΆι, ΚΗ ^ΌΛιΑ-ΠΑ, ΝΥΦΎΛΑ-Σ,

ΠέΜΝΙΝ ΜΑΝΑΧΉ-τσ.

          με σφίγγει άσχημα στο λαιμό όταν σκέφτομαι εκείνους. αλίμονο, και η Όλια, η νυφούλασου, έμεινε μόνητης. (ο ποιητής εννοεί τη γυναίκατου)

 

τές ΝΈ ΓΆΚΗΣ, ΤΆΤΑ, ΜΆΝΑ,

ΉΣ Χ Τ ΑδΡέΦιΑ τέΝ.

ΠέΜΝΙΝ ΜΑΝΑΧΉ-τσ ΝΔΑ ΓΆΝΙΣ,

ΌΛ-ΤΙΝ ΠΥΘΑΜέΝ.

          δέν έχει ούτε τους μεγαλύτερουςτης αδερφούς, πατέρα, μάνα, (ούτε) ένας απο τα αδέρφια δέν υπάρχει (πιά). έμεινε μοναχήτης με ουλές (=καημούς), όλοιτους (είναι) πεθαμένοι.

         

τέΝ ΚΗ ιΌ-Σ-ΠΑ, ΓΆΚΑ-Μ ^ΣΆςΑΣ,

(ΉΝΑ-ΉΝΑ ΠέΡ)

ΤΊΧΑΔΑΡ ΑΛΊΓΣΗΝ ΡΆςΑ,

ΉΣ ΘεΌΣ ΤΥ ΚΣέΡ.

         δέν υπάρχει (πιά) και ο γιόςσου, ο μεγάλοςμου αδερφός ο Σά$ας, (έναν έναν παίρνει (ο θάνατος)). πόσο λύγισε τη ράχη(του), ένας Θεός το ξέρει.

 

ΌΣΑ ΚΎΡτσΗΝ ΤΟΣ, ΑΡΉΣΚΥΣ,

ΠΎΧΝ ΠΑΣ ΤΥ ΚΑΜΒΆιΝ?...

ΈΣΣΗΝ ΉΣΑ Κε ΤΙΜΉΖΚΑ,

Άιτσ Κε ΉΣΥΣ ΔΆιΝ <δΆιΝ>.

          πόσο κατάπιε αυτός, ο κακομοίρης, σκόνη στο combine (εργοστασιακό συγκρότημα). έζησε δίκαια και καθαρά, έτσι και δίκαιος έφυγε.

 

ΞΆΛΚΑ ΓΌ-ΠΑ ΘΑ ΠΥΘΆΝΥ,

ΠΗΡΗΛΊΝ ΤΥ βΓΚΆΡ. περιλύη το κουβάρι.

ΝΔΥ ΧΑΉΧ ΘΑ ΈΡΤ, βΑι ΜΆΝΑ –

^ΧΆΡΟΝΣ ΝΑ Με ΠΆΡ.

          σύντομα και εγώ θα πεθάνω, ξετυλίχτηκε το κουβάρι. με το καΐκι θα έρθει, άχ μάνα! ο Χάροντας να με πάρει.

 

ΘΑ Με ΠΆι ΤΟΣ ΉΣΑ-ΉΣΑ,

Κε ΑτΉ ΘΑ ΣΤΊΚΣ,

ΠΎΧ ΤέΝ ΉΡΖΜΥ ΥΚΣΥΠΉΣΑ,

Χ ΤΥ ΠΥΤΆΜ, Χ ΤΥ ^ΣΤΊΚΣ.

          θα με πάει κατευθείαν και εκεί θα (με) βάλει να σταθώ, απο όπου δέν υπάρχει επιστροφή, απο το ποτάμι το (λεγόμενο) Στύξ.

 

Πέ-Με ΤΆΤΑ, Πέ-Με ΤΆΤΑ,

Ές ΑΣΛΊ ΑΤΟ,

δΌ ΤΥ ΛΈΓΝΙ, ΠΆΣ ΤΥΝ ΠΆΤΥ

ΤΥ ΦΑΣΑΛΙΤΌ?

          πέςμου πατέρα, πέςμου πατέρα, έχει αλήθεια εκείνο, εδώ το οποίο λένε, πάνω στη γή, η λαϊκή παράδοση;

 

ΗΜΗς, ΛΈΓΝΙ Τ\ ΚΆΤΥ ΚΌΖΜΥΣ, |ίΜΗς|, παλιά |ΕΡΜΗς|= «λένε πως είναι, πως υπάρχει».

ΖΎΝ Κε ΌΛ ΠΡΑΤΎΝ,

ιΆΝ Τ ΑδΡέΦιΑ, ΛΊΓΥΣ ΧΌΡΖΜΥ,

ΌΛ-ΠΑ ΈΝΑ ΖΎΝ.

         υπάρχει, καθώς λένε, εκει κάτω κόσμος, ζούν και όλοι περπατούν, σάν αδέρφια, δίχως διακρίσεις, όλοι μαζί ζούν.

 

- βΆι, ^ΛΙβΌΝΚΑ, ιΌΧ, ^ΛΙβΌΝΚΑ,

ΜΊ ΚΑΝΊΝΑ ΠΣΤΈβΣ,

ΣΤΉΧιΑ ΓΡΆΦτσ ΚΑΛΆ Κε ΌΝΚΑ, |ΟΝ|= ωφέλιμο, ευεργετικό.

ΤΎΤΥ-ΠΑ ΣΤΥ ΚΣέΡΣ:

          -«άχ, Λεβόνκα, όχι, Λεβόνκα, μή κανέναν πιστεύεις. ποιήματα γράφεις ωραία και καλά, αλλα κι αυτό να ξέρεις:

 

ΤΌΣ, ΤΙΣ τέΖΝΙΝ ΑΝ ΤΥ ΉΣΥ,

ΉΤΥΝΙ ΗΠΣΉΖΣ,

ΜέΡΑ-ΝΊΧΤΑ βΡΆΖ ΠέΣ Ν ΠΉΣΑ –

τέΤΙ Κε ΜΑΝΊΖ.

          εκείνος που δέν ζούσε με τη δικαιοσύνη, ήτανε αδιάντροπος, μέρα νύχτα βράζει μές την πίσσα, καίγεται και μανίζει.

 

ιΆ ΑΤΌΣ, ΤΙΣ ΠΎΛΝΙΝ ΚΌΖΜΥ –

ΈΖΝΙΝ ΒΗΔΑβΆ,

Ές ΑδΌ Χ ΤΥΝ ^ΜέΓΑ ΌΡΖΜΥ –

ΓΛΊΦΤ ΖεΣΤΌ ΤΑβΆ. (=δίσκο)

          ή εκείνος που πουλούσε ανθρώπους – ζούσε χωρίς να προσφέρει σχεδόν τίποτε, έχει εδώ απο τον Μέγα (Κύριο, τον Θεό) εντολή: γλύφει έναν καυτό δίσκο.

 

ΜΉΣ, ΤΙΣ ΈΖΝΑΜ ΤΊΓΛΑ ΧΡΆςΚΗΤ,

δΌ-ΠΑ ΤΊΝΞΚΑ ΖΎΜ

^ΜέΓΑΣ ΉΞ τΗ ΑΝΑΝΓΚΆςΚΗΤ –

ΠέΦΤΥΜ, ΣΉΡ ΔΡΑΝΎΜ.

          εμείς που ζούσαμε όπως πρέπει, και εδώ ήσυχα ζούμε. ο Μέγας (Κύριος, ο Θεός) καθόλου δέν μπορεί να πιεσθεί (ωστε να μετατρέψει τις εντολέςτου) – ξαπλώνουμε, σεριάνι (=ευχάριστο θέαμα) βλέπουμε.

 

ΣΧΌΡΑ, ΜέΝΑ, ΣΧΌΡΑ, ΤΆΤΑ,

Τ\ΜΉΘ ΑΝ ΤΥ ΧΥΛΆι

ΈΧΥ ΣΉΜΥΡ ΠΆΛ ΓΟ ΣΤΡΆΤΑ,

Τ ΆΛΓΥ-Μ ΣΤΊΚΗΤ, ΦΛΆι.

          συγχώραμε, συγχώραμε, πατέρα, κοιμήσου με άνεση. έχω σήμερα πάλι δρόμο (να κάνω), το άλογομου στέκεται, περιμένει.

 

ΠΎ ΘΑ ΠΆι ΠΑΛ ΣΉΜΥΡ ΜέΝΑ,

ΜΌΝΥ ΤΌ ΤΥ ΚΣέΡ.

Τ\ΜΆΤΙ Τ ΧΌΡΑ ΗΔΑιΜέΝΥ,

ΤΊΝΞΚΑ ΝΆΣΑ ΠέΡ.

          πού θα με πάει πάλι σήμερα, μόνο εκείνο το ξέρει. κοιμάται το χωριό (όσο είναι) κατοικημένο, γαλήνια ανασαίνει.

ΧΌΡΑ ΣΑΡΤΑΝΆ) 20 ΤΥ εΝΆΡΗ 1994

 

ΔΡΑΜΑΤΙΚΑ ΕΡΓΑ

Απο εδώ αρχίζει του βιβλίου ένα νέο κεφάλαιο ονομαζόμενο ΔΡΑΜΑΤΙΚΑ ΕΡΓΑ. Απο τα 3 δραματικά έργα που παρουσιάζονται, τα δύο είναι ουσιαστικά ρωμαίικα και πανελλήνια δημοτικά τραγούδια αποδοσμένα απο τον Λ. Κυριάκοβ και δραματοποιημένα. Σε κάποιους απο μάς που είμαστε αρκετά εξοικειωμένοι με αυτά τα δημοτικά τραγούδια, δέν θα κάνουν ιδιαίτερη εντύπωση. Ωστόσο τα δραματοποιημένα αυτά ποιήματα συγκαταλέγονται ανάμεσα στα καλύτερα έργα του Λ. Κυριάκοβ (πράγμα που υποδηλώνει της ελληνικής δημοτικής ποίησης την αξία, την καταλαβαίνουν καλύτερα οι ξένοι απο ό,τι οι Έλληνες). Απο τα 3 δραματικά έργα το πρώτο και μεγαλύτερο με τίτλο ΛεΟΝΤΗι ΧΟΝΑΧΒει, διηγείται ένα περιστατικό απο τη ζωή του πρωτεργάτη της Ρωμαίικης λογοτεχνίας, λαϊκού αγωνιστή και διαφωτιστή Λεόντιου Χονάχμπεη (Qonaqbej) ο οποίος ήταν ο «εθνικός ποιητής» και «εθνικός ήρωας» των Ρωμιών της Ουκρανίας, τον οποίο τίμησε με ένα δικότου θεατρικό έργο και ο δεύτερος, αλλα όχι μικρότερος ποιητής και ήρωας των Ρωμιών, ο Γιώργης Κωστοπράβ. Του Λ. Κυριάκοβ το έργο ΛεΟΝΤΗι ΧΟΝΑΧΒει είναι γεμάτο απο λαογραφικά στοιχεία, δημοτικά τραγούδια, εκ των οποίων μερικά με ουκρανικά λόγια, παροιμίες, αινίγματα, και άλλα, έτσι ωστε διαφαίνεται πως ο Λ. Κυριάκοβ δράσσεται της ευκαιρίας να τιμήσει τον εθνικό ποιητή και ήρωα των Ρωμιών για να παρουσιάσει όσο το δυνατόν ευρύτερα τον όντως πλούσιο λαϊκό πολιτισμό των Ρωμιών, που διατηρήθηκε μέχρι της μέρεςμας. Το πρώτο τραγούδι που παρουσιάζεται μέσα στο έργο, είναι το τραγούδι της ΒΥΚΗιΥ ΓΑΔΖΑΝ, το οποίο έγραψε ο μεγάλος Σαρτανιώτης ποιητής Δαμιανός Μπγαδίτσα (1850 – 1906). Παραθέτω πρώτα αυτό το τραγούδι και στη συνέχεια το έργο του Λ. Κυριάκοβ «ΛεΟΝΤΗι ΧΟΝΑΧΒει».

БУКИЮ ГАДЗАН

Сайму иха го пула, |ΣΑι|ημο είχα εγώ πολλά,

Хабатлыдъса тимны, |QΑΒΑιΑΤ_ΛΙ|δισσα κί ήμουνε,

Мана-м нда итун кала, μάνα-μου εν τα ήτον καλά,

Мкри оспу та имны. μικρή ώσπου τα ήμουνε.

Αξιοπρέπεια, εκτίμηση απο τον κόσμο είχα εγώ πολύ, κατηγορούμενη δέν ήμουν, η μάναμου όταν ήταν καλά, μικρή όσον καιρό ήμουν.

 

Дрананан, янду фифан, ανατράναναν, οία άν το |ΦΙΔΑΝ|,

На ме устраисны. να με |ΟΥΣΤΑ|ραήσουνε.

Тора ксеба сту мидан, τώρα εξέβα στο |ΜΕιΔΑΝ|,

Тъа ме батраисны. θα με παντραήσουνε.

            Φρόντιζαν σάν το φιντάνι να με αναθρέψουνε, τώρα βγήκα στην κοινωνία, πρόκειται να με παντρέψουνε.

 

Эбгалан ке дъоканме, έβγαλαν και δώκαν-με,

Канына тиротсан. κανείνα κί ρώτησαν.

Пес эна кафти рахи, απ’έσω ένα κοπτί |ΡΑQΙ|

Мена ты халотсан. μένα αυτοί |QΑΛΑΤ|ησαν

            έβγαλαν και με έδωσαν, κανέναν δέν ρώτησαν. μέσα σε ένα ποτηράκι ρακί εμένα αυτοί με διάλυσαν.

 

Тона ты махтайвандун, αυτόνα αυτοί |ΜΑΧΤΑ|ευαν-τον,

Такат та тъыядъыс: τα δικάτου τα θειάδες:

"Ола мана-т харсиндун, «όλα μάνα-του χάρισε-τον,

Дунядъы мурфядъыс. |ΔΥΝιΑ|δίου ομορφιάδες. (απόδοση της τουρκ. φράσης ΔΥΝιΑ CΥΖΕΛί)

            αυτόνα αυτοί τον παίνευαν, οι δικέςτου οι θείες: «όλα η μάνατου του τα χάρισε, του κόσμου τις ομορφιές.

 

Тос, халыс, джуваярташ, αυτός, |hΑΛΙΣ| |ЏΕβΑhίΡ ΤΑς|

Фос дъуй пес т скутныя, φώς δώει απ’έσω τη σκοτεινία,

Омурфус ке харахашс, όμορφος και |QΑΡΑQΑς|ης,

Си-па сма-т ханыя". σύ-πα σιμά-του |ΧΑΝ|εία».

            αυτός είναι ολόιδιος (σάν) πολύτιμο πετράδι, φώς δίνει μές τη σκοτεινιά. Όμορφος και μαυροφρύδης, και εσύ κοντάτου αρχόντισσα».

 

"Сис ан тъелыт, дъосет ми, «σείς άν θέλετε, δώσετε-με,

Хаилса ти нышкум. |ΧΑίΛ|ισσα κί γινίσκομαι.

Сис тора кумбосит ми, σείς τώρα κομπώσετε-με,

Го стэра хуришкум". εγώ ύστερα χωρίσκομαι».

            «εσείς άν θέλετε, δώσετεμε, σύμφωνη δέν γίνομαι. εσείς τώρα εξαπατήστεμε, εγώ ύστερα θα χωρίσω».

 

Ирсан та шея-ц саатна, γύρισαν τα |ςΕι|α-της |ΣΑ’ΑΤΙΝΑ|,

Пиган да ас спит-тын. πήγαν-τα εις σπίτιτων.

Ати ивран-дын маана. εκεί ηύραν-την |ΜΑhΑΝΑ|, (|ΜΑhΑΝΑ|= ελάττωμα, κατηγορία}

От дьен индун ныф-тын. οτι δέν εγένετο νύφη-των.

            γύρισαν τα πράγματατης την ίδια ώρα, τα πήγαν στο σπίτιτους. εκείς της βρήκαν κατηγορία, οτι δέν έγινε νύφητους. (είχαν ήδη πάρει πράγματα, την προίκα της κοπέλας, στο σπίτι του μέλλοντος γαμπρού, βέβαιοι οτι θα γίνει ο γάμος. τώρα όμως που η κοπέλλα αντέδρασε, επέστρεψαν τα πράγματα στο σπίτιτης, και εκεί την κατηγόρησαν στους συγγενείςτης οτι ματαίωσε τον γάμο)

 

Пиган дын сту джумаят, πήγαν-την στο |ЏΟΥΜΑιΑΤ|, (|ЏΟΥΜΑιΑΤ| είναι πολύ γνωστή αραβικής προέλευσης λ.= «συγκέντρωση». περιέργως, στο λεξικό της τουρκικής γλώσσας Urum δέν βρήκα τη λ. παραμόνο με τη σημασία «Παρασκευή», ημέρα συγκέντρωσης των Μουσουλμάνων στο |ЏΑΜΙ|. απο τα συμφραζόμενα φαίνεται πως τη λ. |ЏΟΥΜΑιΑΤ| οι Ρωμιοί την χρησιμοποιούν με την έννοια «κοινότητα, κοινωνία». εν προκειμένω «Κοινότητα» εννοεί την Σύναξη των προυχόντων του κάθε χωριού, η οποία Σύναξη διοικούσε το χωριό. Έτσι λειτουργούσε η τοπική αυτοδιοίκηση των Ελλήνων στην τουρκοκρατία, καθώς και μέσα στο τότε ρωσικό κράτος)

Харшу-ц ксойдъу докин. |QΑΡςΙ|της εξόδιο |ΔΟΙC|εν.

"Го теху ту хабаят, εγώ κί έχω το |QΑΒΑιΑΤ|,

Эхнду тыс ме дьокин. έχουν-το τίς με δώκεν.

            την πήγαν στην Κοινότητα, έναντι-της έξοδο χτύπησε (=η Κοινότητα όρισε πρόστιμο γι’ αυτήν). «Εγώ δέν έχω την ενοχή, την έχουν όποιοι με δώσανε.

 

Дъекапенды кумуша, δεκαπέντε |ΚΥΜΥς|ιά (|ΚΥΜΥς|= ασήμι, μετρητά, ανάλογο του ελληνικού «άργυρος, αργύρια»)

Го дъафтум ксуйдъахта, εγώ δε αυτού-μου εξοδιάσθα,

Саэвуту хунушма, |ΣΑι|εύω-το |QΟΝΥςΜΑ| (|QΟΝΥςΜΑ|= συζήτηση, διαπραγμάτευση)

От аравуняста. οτι αρραβωνιάσθα.

            δεκαπέντε ασημένια νομίσματα εγώ απο μέρουςμου ξοδεύτηκα, σέβομαι την διαπραγμάτευση (που όρισε) οτι αρραβωνιάστηκα. (σε μιά χιουμοριστική ιστορία – ποίημα του Λ. Κυριάκοβ, 5 |ΚΥΜΥς|ιά προσφέρει ένας κάτοικος της πόλης σε έναν χωρικό για να τον μεταφέρει ο δεύτερος μέχρι την πόλη με το κάροτου. οπότε 15 |ΚΥΜΥς|ιά ήταν αρκετά σεβαστό ποσό, πάντως τα |ΚΥΜΥς|ιά άξιζαν πολύ λιγότερα απο ό,τι τα «αργύρια» στην εποχή του Χριστού. Εν προκειμένω, η οικογένεια της κοπέλας πλήρωσε 15 ασημένια νομίσματα για την κατακύρωση της συμφωνίας να γίνει ο γάμος. Η κοπέλα το αναφέρει για να δείξει οτι εμπράκτως έχει σεβασθεί τη συμφωνία, αλλα δέν μπορεί να την τηρήσει (γιατί η συμφωνία είχε γίνει ερήμηντης), και ούτε είναι σωστό να πληρώσει πρόστιμο, αφού ήδη χάνει τα 15 ασημένια νομίσματα που είχε δώσει για τον αρραβώνα).

 

Ас эн омурфус, илбет, άς ένι όμορφος, |ΕΛΒΕΤ|,

Сма-т ти ярашеву. σιμά-του κί |ιΑΡΙς|εύω. (|ιΑΡΙς|- ανταγωνίζεται, αμιλλάται)

Ас хадрев тос ту хисмет-т, άς |ΧΑΔΙΡ|εύει αυτός το |hίΣΜΕΤ|του,

Го-па пу иреву". εγώ-πα οπου γυρεύω.

            άς είναι όμορφος, εντάξει, κοντάτου δέν παραβγαίνω, άς ζητάει αυτός την τύχητου, και εγώ όπου τη γυρεύω. (=δέν λέω, μπορεί να είναι όμορφος αυτός που μου δίνουν για γαμπρό, δέν συγκρίνομαι μαζίτου μήπως και εγώ αξίζω περισσότερο απο αυτόν, αλλα δέν τον θέλω, άς ψάξει αλλού την τύχητου, όπως και εγώ ψάχνω την τύχημου αλλού)

1868 г. (γραμμένο στα 1868. αυτό το ποίημα έχει γίνει τραγούδι γνωστό στους Ρωμιούς της Ουκρανίας, όπως και όλα τα ποιήματα του Δαμιανού Μπγαδίτσα γίνονταν τραγούδια μόλις γράφονταν. Αυτή είναι η αυθεντική λειτουργία της ποίησης, να γίνεται τραγούδι).

 

Στο έργο γίνεται λόγος για τον «Αρχί Γαρίπ». Είναι μιά θρυλική, παροιμιώδης φυσιογνωμία για τους Τούρκους της Μαύρης Θάλασσας, καθώς και για τους τουρκόφωνους και ελληνόφωνους ρωμιούς γύρω απο την Αζοφική. Το κανονικό τουρκικό όνομα είναι |ΑςΙQ ΓΑΡΙΠ|, στα ελληνικά έγινε «Αρχί» προφανώς κατ’ επίδρασιν του «Αρχι-(ερέας –στράτηγος, κ.λπ.)». Δέν γνωρίζω τους θρύλους σχετικά με τον |ΑςΙQ ΓΑΡΙΠ|, αλλα και το όνομα μόνο έχει τεράστιο σημασιολογικό εύρος και βάθος. Καθώς σημειώνει ο |ΔίΝΟ ΑΒίΔίΝ| στον πρόλογο του διηγήματος «Οι ρομαντικοί» του |ΝΑΑΖΙΜ hίΚΜΕΤ|, ο τουρκικός λαός ονομάζει τον ποιητή |ΑςΙQ|. Προέρχεται απο την αραβική ρίζα |’ςQ| και σημαίνει «ερωτευμένος». (συνεπώς και οι μουσουλμάνοι μοναχοί ονομάζονται |ΑςΙQ|, στον πληθυντικό |ΟΥςςΑQ|, ώς ερωτευμένοι με το Θεό). Κάποια ρομαντική παράδοση θέλει τον «ασίκη» (για να το εξελληνίσουμε) να δημιουργεί όλο το ποιητικότου έργο μέσα σε μιά νύχτα, οραματιζόμενος την αγαπημένητου. Στην πράξη όμως δέν είναι έτσι εύκολα τα πράγματα. Το να είσαι «ασίκης», σημειώνει ο |ΔίΝΟ ΑΒίΔίΝ|, σημαίνει πως απο παιδί σου έχουν πάρει οι στίχοι τα μυαλά, και δέν μπορείς να κοιτάς τη δουλειάσου όπως κάνει ο κόσμος. Έτσι ο «ασίκης», άν είναι βοσκός, παρατάει τα πρόβατατου, άν είναι γεωργός παρατάει τα χωράφιατου, και αρχίζει την περιπλάνηση σε έναν χώρο δίχως όρια, που ονομάζεται |ΓΟΥΡΒΕΤ|. (ελληνοποιημένο ώς «κουρμπέτι». απο αραβική ρίζα γΡΒ που σημαίνει «ξενιτειά»). Και καθώς τον βλέπουνε εκεί, στην ξενιτειά, στο «κουρμπέτι», λένε: «νά ένας |ΓΑΡίΠ|» (είναι απο την ίδια αραβική ρίζα γΡΒ, και σημαίνει «ξένος», συπεπώς «παράξενος, αλλιώτικος άνθρωπος / μοναχικός / αποξενωμένος / χωρίς φίλους / κακόμοιρος / φτωχός. Έτσι λοιπόν, και ο |ΝΑΑΖΙΜ hίΚΜΕΤ| σάν αληθινός ποιητής που ήταν, έγινε «ασίκης», και συνεπώς «γκαρίπης», και άρχισε την περιπλάνησητου στο «κουρμπέτι», σημειώνει ο |ΔίΝΟ ΑΒίΔίΝ|. Καθώς φαίνεται, παρόμοια ήταν η μοίρα του Λεόντιου Χονάχμπεη, γι’ αυτό και στο έργο που ακολουθεί ο ίδιος παρομοιάζει τον εαυτότου με τον θρυλικό |ΑςΙQ ΓΑΡίΠ|.

 

ΛεΟΝΤΗι ΧΟΝΑΧΒει Λεόντιος Χονάχμπεης

(ΔΡΑΜΑΤΙΚΟ ΈΡΓΟ Με ΤΑ ΤΡΉιΑ ΠΡΆΚΣΗΣ) δραματικό έργο με τρείς πράξεις

ΠΡΟΣΟΠΑ ΠΥ ΠέΖΥΝ πρόσωπα που παίζουν

^ΛεΟΝΤΗι ^ΧΟΝΑΧΒει            – 18 ΧΡΟΝΌ. Λεόντιος (ή Λιβόν) Χονάχμπεης, 18 χρονών.

^ΜΑΡΉιΑ ^ΚΟςΚΟς                  – 16 ΧΡΟΝΌ. Μαρία Κοшκόш, 16 χρονών.

^εβΔΥτΗιΑ ^ΚΟςΚΟς              – 20 ΧΡΟΝΌ, ^ΜΑΡΉιΑΣ ΞΆΞΑ. Ευδοκία Κοшκόш, της Μαρίας μεγάλη αδερφή.

^ΑΝΔΟΝ ^ΗΛΗΞΣ ^ΚΟςΚΟς    - 35 ΧΡΟΝΌ, ^ΜΑΡΉιΑΣ ΓΆΚΑ. Αντώνης Ήλιτш Κοшκόш, αδερφός.

^ΛΊιΑΣ ^ΚΟςΚΟς                     - 60 ΧΡΟΝΌ - ^ΜΑΡΉιΑΣ ΤΆΤΑ. Ηλίας (Λίας) Κοшκόш, πατέρας.

^ΣΌΝιΑ ^ΚΟςΚΌς                   - 55 ΧΡΟΝΌ - ^ΜΑΡΉιΑΣ ΜΆΝΑ. Σόνια Κοшκόш, της Μαρίας μάνα.

^ΑΛεΚΣΑΝΔΡΑ ^ΧΟΝΑΧΒει - 18 ΧΡΟΝΌ, ΛΙβΌΝ ΧΟΝΆΧΒει ΑΝΕΠςΆ, ^ΜΑΡΉιΑΣ ΑιΑΧΤΆςΣΑ. Αλεξάνδρα Χονάχμπεη, του Λιβόν Χονάχμπεη ξαδέρφη, της Μαρίας φίλη.

^ΒΟΡΗΣ ^ΛΑΦΑΖΑΝ                - 23 ΧΡΟΝΌ, ΠΗΛΤΈΚΣ, ΆςΞ]ΗΜΥΣ. ΖΔΙςέΝ ΠΆΧ ΤΥ ΜΤΊ.

Μπόρις Λαφαζάν, 23 χρονών, τσεβδός, άσχημος, μιλάει με τη μύτη.

^ΜΚΌΛΑΣ ^ΛΑΦΑΖΆΝ             - 45 ΧΡΟΝΌ, ^ΒΟΡΗΣ ΤΑΤΑ. Νικόλας Λαφαζάν, του Μπόρις πατέρας.

^βΑΣΗΛΊιΑ ^ΛΑΦΑΖΆΝ          - 40 ΧΡΟΝΌ, ^ΒΟΡΗΣ ΜΆΝΑ. Βασιλεία Λαφαζάν, του Μπόρις μάνα.

^ιΎΡΗι ΣΠΗΡΗΔΌΝΟβΗΞ       - 40 ΧΡΟΝΌ, ΣΤΑΡςΗΝΑΣ старшина ΧΥΡΉ. Γιούρι Σπυριδώνοβιч, υπαστυνόμος του χωριού.

ΠεδΊιΑ                                   - 5 αγόρια πέντε.

<^ιΎΡΑΣ (ένα απο τα αγόρια, φίλος του Λ. Χονάχμπεη)>

ΚΥΡΉΞΑ                                  - 7 κορίτσια επτά.

ΣΌιΑ ΑΧ ^ΚΟςΚΌς ΜΑΡέιΑ   - 3 ΖΗβΓΆΡιΑ. συγγενείς απο Κοшκόш μεριά: 3 ζευγάρια.

ΣΌιΑ ΑΧ ^ΛΑΦΑΖΆΝ ΜΑΡέιΑ         - 3 ΖΗβΓΆΡιΑ. συγγενείς απο Λαφαζάν μεριά: 3 ζευγάρια.

ΒΌΡΗΣ ΠΑΡΑΓΑΜΒΡΉδ           - 2 ΠεδΊιΑ. του Μπόρις παραγαμπροί: 2 αγόρια.

 

ΚΑΜΑΤΈΦΚΗΤ ΤΥ ΜΗΣΑΒέΤ ΑΣ Τ ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ ΑΣ Τ 1871 ΤΥ ΧΡΌΝΥ.

πραγματοποιείται η υπόθεση στο χωριό Σαρτανά το 1871 το έτος. (πραγματική ιστορία)

 

ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΉιΑ ΤΥ ΠΡΌΤΟ ΠΡΆΚΣΗ

σκηνογραφία της πρώτης πράξης

ΣΚΗΝΉ 1

ΒΟΛΙΜΟ. ΚΥΡβΆΤ. ΚΡέΜΗΤ ΚΡΗΜΑΣΤΌ ΚΝΊ. ΠέΣ Ν ΚΥςέ, ΠΆΣ ΤΥ ΚΥΡβΆΤ ΈΝ ΖΔβΉ, ςΞ]ΥΠΑΓΜέΝΥ ΑΠΆΝΥ ΑΝ ΤΥ ΣΠΡΎτσΚΥ ΤΥ ΖΔΌΝ, ΑΠΆΝΥ Σ ΖΔβΉ ΕΝ ΤΈΣΗΡΑ ςΞ]ΥβΑΛΆδΙΣ. |ΒΟΙΛΥΜ|ο. κρεββάτι. κρέμεται κρεμαστό κουνί. απ’έσω την |ΚΟΙςΈ|, πάνω στο κρεββάτι ένι στοιβί σκεπασμένο επάνω εν τω ασπρούτσικο το σεντόνι, επάνω εις στοιβί ένι τέσσερα σκυβαλάδες.

δωμάτιο. κρεββάτα. κρέμεται κρεμαστή κούνια. μέσα στη γωνία, πάνω απο το ντιβάνι είναι μιά στοίβα απο επάλληλα σκεπάσματα (σεντόνια, κουβέρτες), σκεπασμένη απο πάνω με άσπρο σεντόνι. επάνω στη στοίβα του ντιβανιού είναι τέσσερις μαξιλάρες. (έτσι ήταν το τυπικό καθιστικό δωμάτιο ενός ρωμαίικου σπιτιού. «κουρβάτ» ήταν ένα ντιβάνι στο οποίο κάθονταν, και είχε αντί για στρώμα επανωτά διάφορα στρωσίδια, σεντόνια, κουβέρτες, τα οποία αποτελούσαν το στοιβί, που ήταν ταυτοχρόνως για να αποθηκεύονται εκεί τα στρωσίδια και για να κάθονται επάνω)

ΤΥ ΚΥΡβΆΤ ΑΠΆΝΥ ΈΝ ΣΤΡΥΜέΝΥ ΑΝ ΤΥ τέΝΓΚΛΥ. το κρεββάτι επάνω ένι στρωμένο εν τω κέγκλο. ΛΌΝ Τ ΓΥΝΈιΑ ΠΆΣ ΤΥ ΚΥΡβΆΤ ΣΤΊΚΝΙ ΜΑΚΡέιΑ ΠΚΑΝΊΞΑ, ΠΎιΑ ΈΝ ΦΥΡιΑΖΜέΝΑ ΠέΣ ΤΑ ΠΑΝΊΤΚΑ ΤΑ ΜΑΚΣΗΛΑΡΟΦΌΡεΜΑ ΑΝ ΤΑ ΛΥΓΆΣ ΤΑ ΔβΆιδΑ – ΚΥΤ\ΝΎτσΚΑ, ζΑΝΓΚΑΡΎτσΚΑ, ΣΠΡΎτσΚΑ. ελαύνων τη γωνία πάνω στο κρεββάτι στήκονται μακρέα κοπανίτσια, οποία ένι φορεμένα απ’έσω τα πανίτικα τα μαξιλλαροφορέματα εν τα λογάς τα ντιβάδια; κοκκινούτσικα, жαγγαρούτσικα, ασπρούτσικα.

          το κρεββάτι επάνω είναι στρωμένο με τσόχα. κατα μήκος του τοίχου πάνω στο κρεββάτι στέκονται μακριά μαξιλλαράκια του τοίχου, τα οποία είναι ντυμένα με πάνινες μαξιλλαροθήκες με διαφόρων ειδών κεντήματα;, κόκκινα, μπλέ, άσπρα.

ΠέΣ Ν ΚΥςέ ΠΣΗΛΆ ΔΥΓΜέΝΥ ΗΚΌΝΑ. ΈΜΒΡΥ ΣΤ ΗΚΌΝΑ ΚΡέΜΗΤ ΚΑΝΔΊΛΑ (τέΤΙ). ΑΠ ΚΆΤΥ ΣΤΥ ΤΑΒΆΝ, ΛΌΝ ΌΛΥ ΤΥ ΚΥΡβΆΤ, ΚΡέΜΝΙ ΑΧ ΤΥ ΚΌΤ\ΝΥ Ν ΒΑΣΜΆ, ΚΥΜέΝΥ ΑΝ ΤΑ ΚΗΡΤΊΚιΑ, ΣΤΙΝΆΡιΑ, ΚΆΘΑ ΈΝΑ ΑΠ ΤΡΉιΑ-ΤΈΣΗΡΑ ΜέΤΡΗΣ ΤΥ ΜΆΚΡΥΣ-ΤΙΝ.

          μέσα στη γωνία ψηλά ένθετη (χωμένη στον τοίχο) εικόνα. μπροστά στην εικόνα κρέμεται καντήλα (καίει). απο κάτω απο την οροφή, κατα μήκος όλης της κρεββάτας, κρέμονται απο κόκκινο κουρτινόξυλο κομμένες σε λωρίδες κουρτίνες, η κάθε μιά τρία – τέσσερα μέτρα το μάκροςτους.

ΤΑ ΚΗΡΤΊΚιΑ ΑΧ ΤΑ ΣΤΙΝΆΡιΑ ΈΝ δΙΜέΝΑ ΑΝ ΤΑ ΣΑΡέιΑ ΤΑ ΡΆΜΑΤΑ Κε ΆΜΑ ΦτσΎΝΔΖΗΣ ΚΡέΜΝΙ ΚΆΘΑ ΈΝΑ ΧΌΡιΑ.

          οι λωρίδες των κουρτινών είναι δεμένες με κίτρινα κορδόνια και όμοια με φούντες κρέμονται  η κάθε μιά (κουρτίνα, αποτελούμενη απο λωρίδες) χώρια.

ΠέΣ ΤΥ ΒΟΛΙΜΎ, ΛΌΝ ΤΑ ΓΥΝΈΣ, ΣΤΊΚΝΙ ΜΑΚΡέιΑ ΚΣΛΊΤΚΑ ΣΚΑΜΝΊιΑ, ΑΠΆΝΥ ςΞ]ΥΠΑΓΜέΝΑ ΑΝ ΤΑ ιΑιΥβΉΞΑ.

          μέσα στο δωμάτιο, κατα μήκος των τοίχων, στέκονται μακριά ξύλινα καθίσματα, απο πάνω σκεπασμένα με τα ειδικά μαξιλλαράκια.

ΠέΣ Ν ΚΥςέ, ΣΜΆ Σ ΠΌΡΤΑ ΈΝ ΚΣΛΊΤΚΥ ΡΑΦΉτσ ΑΝ ΤΑ ΠΥΡΤΊτσΗΣ, ΠΥ ΣΑΧΗΝΔΡΑΈβΝΙ ΤΥ ΠΣΥΜΉ. απ’έσω την |ΚΟΙςΕ|, σιμά εις πόρτα ένι ξυλίτικο ραφίτσι εν τα πορτίτσες, όπου |ΣΑQΙΝΔΙΡ|αεύουνε το ψωμί. ιΑΝΑςΆ ΚΡέΜΗΤ ΧΑΡςΎ ΣΤ ΓΥΝΈιΑ ΆΛΥ ΚΡΗΜΑΣΤΌ ΚΣΛΊΤΚΥ ΧΤΊ, ΠΎιΥ ΤΥ ΛΈΓΝΙ ^ΧΛιΑΡΌ – ΑτΉ ΣΑΧΗΝΔΡΑΈβΝΙ ΤΑ ΧΛιΆΡιΑ, ΤΑ ΠεΡΌΝιΑ. |ιΑΝΑςΑ| κρέμεται |QΑΡςΙ| στη γωνία άλλο κρεμαστό ξυλίτικο κουτί, οποίο το λέγουνε «χουλιαρό» - εκεί |ΣΑQΙΝΔΙΡ|αεύουνε τα χουλιάρια, τα περόνια.

          μέσα στη γωνιά, κοντά στην πόρτα είναι ένα ξύλινο ραφάκι με πορτίτσες, όπου διατηρούν το ψωμί. δίπλα κρέμεται ακουμπισμένο στον τοίχο ένα άλλο κρεμαστό ξύλινο κουτί το οποίο το λένε «χουλιαρό», εκεί έχουνε τα κουτάλια, τα πιρούνια.

ΠΆΣ ΤΥ ΚΥΡβΆΤ ΚΆΘΝΙ ^ΑΛεΚΣΆΝΔΡΑ Κε ^ΜΑΡΉιΑ. ^ΑΛεΚΣΆΝΔΡΑ ΚΆΜ ΡΌΚΑ, ^ΜΑΡΉιΑ ΠΛΈΓΝ ΠΑΝΞΎΧΗΣ. (ΤΡΑΓΥδΎΝ):

          πάνω στο κρεββάτι κάθονται η Αλεξάνδρα και η Μαρία. η Αλεξάνδρα κάνει ρόκα, η Μαρία πλέκει πλεχτές παντόφλες; τερλίκια;. (τραγουδούν): (είναι το τραγούδι του Δαμιανού Μπγαδίτσα που ανέφερα πιό πάνω. το παραθέτω ώς έχει, μόνο όπου το κείμενο του Λ. Κυριάκοβ έχει μικρές διαφορές γράφω με ελληνικά γράμματα)

Сайму иха го пула, |ΣΑι|ημο είχα εγώ πολλά,

Хабатлыдъса тимны, |QΑΒΑιΑΤ_ΛΙ|δισσα κί ήμουνε,

Мана-м нда итун кала, μάνα-μου εν τα ήτον καλά,

Мкри оспу та имны. μικρή ώσπου τα ήμουνε.

Αξιοπρέπεια, εκτίμηση απο τον κόσμο είχα εγώ πολύ, κατηγορούμενη δέν ήμουν, η μάναμου όταν ήταν καλά, μικρή όσον καιρό ήμουν.

 

ΔΡΆΝΣΑΝ-Με, янду фифан, ανατράνησαν-με, οία άν το |ΦΙΔΑΝ|,

На ме устраисны. να με |ΟΥΣΤΑ|ραήσουνε.

Тора ксеба сту мидан, τώρα εξέβα στο |ΜΕιΔΑΝ|,

Тъа ме батраисны. θα με παντραήσουνε.

Φρόντιζαν σάν το φιντάνι να με αναθρέψουνε, τώρα βγήκα στην κοινωνία, πρόκειται να με παντρέψουνε.

 

Эбгалан ке дъоканме, έβγαλαν και δώκαν-με,

Канына тиротсан. κανείνα κί ρώτησαν.

ΠΗΣ эна кафти рахи, απ’είσω ένα καυκί |ΡΑQΙ|

Мена ты халотсан. μένα αυτοί χαλώτησαν

(το «ΧΑΛΟΤΣΑΝ» (δέν βρίσκεται σε τουρκικό λεξικό, και ούτε μοιάζει για τουρκ. λ.) κρίνοντας απο τα συμφραζόμενα της λ. εδώ και μία φορά που βρίσκεται στον 1.ο τόμο, είναι αόριστος του χαλάνει (κοινώς χαλνά, χαλά) με την έννοια «διαλύει, αλλοιώνοντας καταστρέφει». καυκί, μεσαιωνικό υποκοριστικό του καύκος= κύπελλο, ποτήρι).

έβγαλαν και με έδωσαν, κανέναν δέν ρώτησαν. μέσα σε ένα ποτηράκι ρακί εμένα αυτοί με διάλυσαν. (κατα τη γνώμημου είναι ιδιωματισμός ανάλογος του της Κοινής «πνίγεται σε μιά κουταλιά νερό», δηλαδή: με ένα φτερό με σκότωσαν, με το πλέον ασήμαντο μέσο με κατέστρεψαν)

                                                                            

^ΑΛεΚΣΆΝΔΡΑ: ΌΜΥΡΦΥ ΤΡΑΓΌδ ΤΡΑΓΌδΣΑΜ, ^ΜΑΡΉιΑ. ΆΛιΑΧ ΠΑΡΑΠΥΝΙΤΆ ΛΌιΑ Ές ΑΠέΣΥ. ΝΑ ΦΚΡΉΘ ΝΑ ΤΙ ΛΈ:

Эбгалан ке дъоканме, έβγαλαν και δώκαν-με,

Канына тиротсан. κανείνα κί ρώτησαν.

Έ, ^ΜΑΡΉιΑ, Άιτσ Κε ΓΆΚΑ-Σ ^ΑΝΔΌΝΣ-ΠΑ ΗΡέβ ΖΟΡΛΆΝ ΝΑ Σε δΌΚ ΑΣ ΤΥΝ ΆΝΔΡΑ, ΑΣ ΠΗΛΤΈΚΚΥ ^ΛΑΦΑΖΆΝ ΤΥ ΧΑΡΑΧΎς, ΑΣ ΤΥΝ ^ΒΌΡΗΣΚΑ.

Α.: όμορφο τραγούδι τραγουδήσαμε, Μαρία, πάρα πολύ παραπονιάρικα λόγια έχει. γιά άκου τί λέει: «έβγαλαν και με έδωσαν, κανέναν δέν ρώτησαν. Έ, Μαρία, έτσι και ο μεγάλοςσου αδερφός ο Αντώνης θέλει με το ζόρι να σε παντρέψει με το τσεβδό, του Λαφαζάν το όρνιο, τον Μπορισάκη.

^ΜΑΡΉιΑ: ^ΑΛεΚΣΆΝΔΡΑ, ΑΤΌ ΤΥ Τ\ΘΑ ΝΙΣΤΊ ΝΑ ΜΉ ΤΥ ΛΈΣ. ΓΟ ΉΜΗ ΧΑΉΛΣΑ ΝΑ ΖΉΣΥ ΠεΣ ΚΑΝΑ ΧΑΧΡΆ Κε ΑΝ Τ ΑΓΆΠ, ΠΑΡΆ ΝΑ ΖΉΣΥ ΠέΣ Ν ΠΛΥςΉιΑ Κε ΑΝ ΤΑ δΆΚΡΗΣ.

Μ.: Αλεξάνδρα, πράγμα που δέν πρόκειται να γίνει, μή το συζητάς καθόλου. εγώ είμαι πρόθυμη να ζήσω σε καμιά καλύβα και με αγάπη, παρά να ζήσω μέσα στα πλούτη και με δάκρυα.

^ΑΛεΚΣΆΝΔΡΑ: ^ΛΙβΌΝ-ΜΑΣ ΑΧ ΤΑ ΓΥΡΓΆ ΑΡΤΑ ΠΑΡΑΚΑΛΊ ΤΥΝ ΓΆΚΑ-Σ ΤΥΝ ^ΑΝΤΌΝ ΝΑ ΝΙΣΤΊ ΧΑΉΛΣ ΝΑ Σε δΌΚ ΑΣ ΑΤΌΝΑ, ΜΑ ΓΆΚΑ-Σ ΝΑ ΤΥ ΑΚΎιΣ –ΠΑ Τ\ΘέΛ. ^ΛΙβΌΝ-ΜΑΣ ΤΑ ΛΌιΑ ΠΑΈΝΝΙ ΑΣ ΤΥΝ ΉΛιΥ Κε ΑΣ ΤΥΝ ΆΝΕΜΥ.

Α.: ο Λεβόν-μας εδώ και πολύ καιρό παρακαλεί τον μεγάλοσου αδερφό τον Αντώνη να συμφωνήσει να σε δώσει σ’ εκείνον, αλλα ο αδερφόςσου ούτε να το ακούσει δέν θέλει. του Λεβόνη-μας τα λόγια πηγαίνουν στον ήλιο και στον άνεμο.

^ΜΑΡΉιΑ: ιΌΧ, ιΌΧ ^ΑΛεΚΣΆΝΔΡΑ! ΓΌ ΤΥΝ ΓΆΚΑ-Μ ΤΥΝ ^ΑΝΤΌΝ ΚΑΜΉιΑ-ΠΑ Τ\ΘΑ ΤΥΝ ΦΚΡΗΘΎ! Άιτσ, ΤΊΛΑΓΑ τΉ ΦΚΡΉΘΙΝ ^ΒΥΚΉιΑ. ΑΤΊΝΑ ΖΟΡΛΆΝ δΌΚΑΝ-ΔΙΝ ΑΣ ΤΥΝ ΆΝΔΡΑ Κε ΑΚΎιΣ ΤΙ ΛΈ ΣΤΈΡΑ ΤΥ ΤΡΑΓΌδ: (ΤΡΑΓΥδΆ)

"Сис Ν ΗΡέΠΣΗΤ, δΌΣΗΤ-Με, «σείς άν γυρέψετε, δώσετε-με,

Хаилса ти нышкум. |ΧΑίΛ|ισσα κί γινίσκομαι.

Сис тора кумбосит-Με, σείς τώρα κομπώσετε-με,

Го стэра хуришкум". εγώ ύστερα χωρίσκομαι».

^ΑΛεΚΣΆΝΔΡΑ, ΓΟ ΤΥΝ ^ΛΙβΌΝ τΗ ΜεΤΑΛΆΖΥ-ΤΥΝ ΝΈ Σ ΧΥΡιΑΤΊ Κε ΝΈ Σ ΒΑΖΑΡΉ ΤΑ ςΛιΆδΙΣ. (ΦΣΥΝΓΚΆ ΤΑ δΆΚΡΗτσ).

Μ.: όχι, όχι, Αλεξάνδρα! εγώ τον μεγάλομου αδερφό τον Αντώνη ποτέ δέν θα τον ακούσω: έτσι όπως δέν άκουσε και η Μπουκία. εκείνην με το ζόρι την παντρεύανε, και ακούς τί λέει ύστερα το τραγούδι: «εσείς άν θέλετε, δώσετεμε, σύμφωνη δέν γίνομαι. εσείς τώρα εξαπατήστεμε, εγώ ύστερα θα χωρίσω». Αλεξάνδρα, εγώ τον Λεβόνη δέν τον αλλάζω ούτε για του χωριού ούτε για της πόλης τις χιλιάδες άντρες (σκουπίζει τα δάκρυατης).

^ΑΛεΚΣΆΝΔΡΑ (ΒΗΓΛΊΖ Πέ ΤΥ ιΑΛΊ): ^ΜΑΡΉιΑ;, ΚΑΤ ΚΑΝΙΣ ΈΡΚΗΤ, ΧΤΊΠΣΑΝ ΤΑ ΠΌΡΤΙΣ… (ΑΝΊΝ Ν ΠΌΡΤΑ, ΈΒΗΝ ΑΠέΣΥ ^ΛΙβΌΝΣ) Ό, ^ΛΙβΌΝ-ΜΑΣ ΉΡΤΙΝ, ΠέΡΝΑ, ΠέΡΝΑ ΑΠέΣΥ.

Α.: (κοιτάζει στο τζάμι): Μαρία, κάποιος έρχεται, χτύπησαν (=ακούστηκαν) οι πόρτες… (άνοιξε η πόρτα, μπήκε μέσα ο Λεβόνης) ώ, ο Λεβόνης-μας ήρθε, πέρνα, πέρνα μέσα.

^ΛΙβΌΝΣ (ΣΤΆΘΙΝ ΣΜΆ ΣΤΑ ΠΌΡΤΙΣ):

ΚΑΛΗΝΊΧΤΑ, ΚΥΡΞΉΞΑ, καληνύχτα, κοριτσίτσια,

ΜΑΡΤΈςΑ ΠΛΊΞΑ! ΤΟ ΠΌΣ τΗ ΤΡΑΓΥδΆΤΙ, μαρτέσια πουλίτσια! το πώς κί τραγουδάτε,

ΓΟ ΞΆΛΚΑ ΘΑ ΠΑΈΝΥ, ΝΑ ΜΉ Με ΖΜΥΝΆΤΙ! εγώ |ΞΑΛ|ικα θα παγαίνω, να μή με λησμονάτε!

αυτό είναι λαϊκό τραγούδι. Ο Λ. Χονάχμπεης φαίνεται να αρέσκεται να μιλά με στίχους είτε δικούςτου είτε λαϊκών τραγουδιών).

(δΆιΝ ΣΜΆ ΣΤ ^ΑΛεΚΣΆΝΔΡΑ ςεΡΥΠΙΆΚΗΝ-ΔΙΝ. ΣΤΈΡΑ ΠΉιΝ ΣΜΆ ΣΤ ^ΜΑΡΉιΑ ΑΝΓΚΆΛΣΗΝ-ΔΙΝ) ΚΑΛΗΝΊΧΤΑ, ΤΥΚΌΜ ΤΥ ΠΛΊτσ! (^ΜΑΡΉιΑ ΤΥςΝΙΜέΝΑ ΠΉΡΗΝ ^ΛΙβΌΝ Ν ΚΑΛΜεΡΉιΑ, ΚΡέΜΑΣΗΝ ΤΥ ΦτιΆΛ-τσ, ΤΑ ΠΛΈΧΤΡΗΣ-τσ ΜΆβΡΑ, ΜΑΚΡέιΑ ΌΣ ΤΑ ΜέΣΑ-τσ).

Λ.: (στάθηκε κοντά στα πορτόφυλλα): «καλησπέρα, κοριτσάκια, μαρτιάτικα πουλάκια! γιατί δέν τραγουδάτε, σε λίγο θα φύγω, να μή με λησμονάτε!» (πλησίασε την Αλεξάνδρα, της έπιασε το χέρι. ύστερα πλησίασε την Μαρία, την αγκάλιασε) καλησπέρα, το δικόμου το γιαβρί! (η Μαρία λυπημένα απάντησε στου Λεβόνη τον χαιρετισμό, κρέμασε το κεφάλιτης, οι πλεξούδεςτης μαύρες, μακριές ώς τη μέσητης).

^ΑΛεΚΣΆΝΔΡΑ (δΆιΝ ΑΣ Ν ΠΌΡΤΑ ΜΑΡέιΑ): ^ΛΙβΌΝ, ΤΑ ΠΌΡΤΗΣ ΚΑΛΆ ΤΑ ΦΣΆΛΣΗΣ? ΑΣ ΠΆΓΥ ΑΣ δΎ, ΝΑ ΜΉ ΚΖΙΈΝΝΙ ΤΑ ΠΡΌβΑΤΑ. (^ΑΛεΚΣΆΝΔΡΑ ΚΖέΝ δΆιΝ).

Α.: (πάει κατα την πόρτα): Λεβόνη, τις πόρτες καλά τις έκλεισες; άς πάω να δώ, να μή βγούνε τα πρόβατα. (η Αλεξάνδρα βγαίνει φεύγει).

^ΛΙβΌΝΣ: ^ΜΑΡΉιΑ, ΣΗ ΈΚΛΙΣ, ιΌΧΣΗΜ <ιΌΧΣΑΜ> ΈβΡΗςΗΝ, ΤΑ ΜΆΤιΑ-Σ δΑΚΡΥΜέΝΑ? ΤΊΛΥΓΥ βΆΡΥΣ Ές Ν ΚΑΡδΊιΑ-Σ?

Λ.: Μαρία, έκλαιγες, ή μήπως έβρεχε, και είναι τα μάτιασου δακρυσμένα; τί βάρος έχει η καρδιάσου;

^ΜΑΡΉιΑ: ^ΛΙβΌΝ, Κε ΤΊΛΑΓΑ ΓΟ ΝΑ ΜΉ ΚΛΈΓΥ? ΣΉΜΥΡ ΓΟ ΉΚΣΑ ΣΗ ΗΡέβΣ ΝΑ ΠΑΈΝΣ ΑΣ Ν ΚΣεΝΙΤΉιΑ Κε ΜέΝΑ ΑΣ ΤΊΝΑ ΘΑ Με ΦΉΚΣ? ΤΊ ΘΑ ΚΆΜΥ ΓΟ ΛΊΓΥΣ ΤΑ ΣέΝΑ?

Μ.: Λεβόνη, και πώς να μήν κλαίω; σήμερα άκουσα: εσύ θέλεις να πάς στην ξενιτειά, και μένα σε ποιόν θα μ’ αφήσεις; τί θα κάνω εγώ δίχως εσένα;

^ΛΙβΌΝΣ: ^ΜΑΡΉιΑ, ΖέΡ ΓΟ ΑΣ ΤΥΚΌ-Μ ΤΥ ΧΥΛΆι ΗΡέβΥ ΝΑ ΠΑΈΝΥ ΑΣ Ν ΚΣεΝΙΤΉιΑ? Μαρία, |ΖΑΡ| εγώ εις το δικό-μου το |QΟΛΑι| γυρεύω να παγαίνω εις την ξενιτεία; ΣέΝΑ, ΒΑΡΌ, ΡΑβΟΝιΆΣΑΝ ΑΣ ΤΥΝ ΠΗΛΤΈΚ ΤΥΝ ^ΒΌΡΗΣ, ΑΣ ΤΥΝ ΠΛΎςΥ. σένα, |ΒΑΡΙ| αρραβωνιάσαν εις τον |ΠΕΛΤΕΚ| τον Μπόρις, εις τον πλούσιο. ΚΗ ΓΌ, ΑΧ ΤΥ ΠΌΝΙΜΥ ΚΑΡδΊιΑ ΗΡέβΥ ΝΑ ΠΑΈΝΥ, ιΆΝ ΤΥΝ ^ΑΡςΉ ^ΓΑΡΉΠ, ΑΣ ΚΆΝΑ ΜΑΡέιΑ, ΜΑΚΡΆ ΑΧ Τ ^ΣΑΡΤΑΝΆ. και εγώ, εκ το πόνεμο καρδία γυρεύω να παγαίνω, οία άν τον Αρχί Γαρίπ, εις κανένα μερέα, μακρά εκ το Σαρτανά. ΜΑ ΠΥ τιΑΝ ΠΆΓΥ-ΠΑ ΚΗ ΠΥ τιΑΝ ΣΤΑΘΎ-ΠΑ ΣΉ ΘΑ ΉΣΗ ΠΆΝΔΑ-ΠΑ ΔΆΜΑ-Μ, ΠέΣ Ν ΚΑΡδΊιΑ-Μ. μα όπου κι άν υπάγω-πα και όπου κι άν σταθώ-πα σύ θα είσαι πάντα-πα αντάμα-μου, απ’έσω την καρδία-μου.

Λ.: Μαρία, μήπως για δικιάμου ευκολία θέλω να πάω στην ξενιτειά; εσένα, παρακαλώ, σε αρραβώνιασαν με τον τσεβδό τον Μπόρις, τον πλούσιο. και εγώ, απο τον πόνο της καρδιάμου θέλω να φύγω, σάν τον Αρχί Γαρίπ,, σε κάποιον τόπο μακριά απο το Σαρτανά. αλλα όπου κι άν πάω και όπου κι άν σταθώ, εσύ θα είσαι πάντα μα πάντα μαζίμου, μές την καρδιάμου.

^ΜΑΡΉιΑ: ^ΛΙβΌΝ, ΝΑ ΜΉ ΠΑΈΝΣ ΒδΙΝΆ-ΠΑ, ΓΟ τΉΠΥΡΥ ΛΊΓΥΣ ΤΑ ΣέΝΑ ΈΝΑ ΌΡΑ-ΠΑ. Λεβόνη, να μή παγαίνεις πουθενά-πα, εγώ κί εμπορώ δίχως τ’ εσένα ένα ώρα-πα. ΥΛΜέΡΑ ΤΑ ςέΡΑ-Μ τΗ ΣΚΎΝΝΙ ΑΠΆΝΥ ΚΗ ΥΛΝΊΧΤΑ ΉΠΝΥΣ τΗ ΠέΡ-Με. όλη μέρα τα χέρια-μου κί σηκούνται επάνω και όλη νύχτα ύπνος κί επαίρει-με. ΜΌΝΥ ΑΤΌΤ ΛΑΦΡέΝ ΚΑΡδΊιΑ-Μ ΑΝ ΤΑ βΡΑδέΝ ΚΗ ΣΉ ΈΡΚΗΣ ΣΜΆ-Μ (ΚΛΈ). μόνο ετότε ελαφραίνει καρδία-μου εν τα βραδαίνει και σύ έρχεσαι σιμά-μου (κλαίει). (το να έχει κανείς τα χέρια συνέχεια κρεμασμένα κάτω και να μή μπορεί να τα σηκώσει ψηλά, είναι ένδειξη θλίψης, μελαγχολίας)

Μαρία: Λεβόνη, να μήν πάς πουθενά, εγώ δέν μπορώ δίχως εσένα ούτε μιά ώρα. όλη μέρα τα χέριαμου δέν σηκώνονται πάνω και όλη νύχτα ύπνος δέν με παίρνει. μόνο τότε ελαφραίνει η καρδιάμου, όταν βραδυάζει και σύ έρχεσαι κοντάμου (κλαίει).

ΛΙΒΌΝΣ: (ΑΝΓΚΑΛΣΗΝ Τ ^ΜΑΡΉιΑ):

ΤΑ ΜΑΤΊΞΑ-Σ ΚΛΈΓΝΙ,

Ό, ΤΥΚΌΜ ^ΜΑΡΉιΑ!

ΤΊ ΠΥΡΎ ΝΑ ΛΈΓΥ,

ΝΑ ΧΑΡΉ ΚΑΡδΙιΑ-Σ?

ΣΌΠΑ, ^ΜΑΡΉιΑ. ΣΌΠΑ, ΤΥ ΚΑΛΌ-Μ. ΗΜΒΗΡΝΙ ΚΌΖΜΥΣ ΛΈΓΝΙ:

ΤΑ ΉδΙΣ, ΝΑ ΜΉ ΚΛΈΣ,

ΚΛΆΠΣΗ ΤΆ ΘΑ δΊΣ.

ΣΌΠΑ.

Λ.: (αγκάλιασε τη Μαρία): «τα ματάκιασου κλαίνε, ώ, δικιάμου Μαρία: τί μπορώ να πώ για να χαρεί η καρδιάσου;» σώπα, Μαρία, σώπα, καλόμου! οι παλιοί άνθρωποι λέγανε: «για κείνα που είδες, μήν κλαίς, κλάψε για κείνα που θα δείς». σώπα.

ΑΛεΚΣΆΝΔΡΑ (ΈΒΗΝ ΑΠΈΣΥ): Όι, ΚΖέβΑΝ ΤΑ ΠΡΌβΑΤΑ-ΜΑΣ ΑΧ Τ ΑβΖΆΡ, ΧΑΤΑΛΆι, ΧΑΤΑΛΆι ΌΣ ΝΑ ΤΑ ΜΑΝΔΡΉΣΥ (ΌΚΣΥ ΧΤΊΠΣΑΝ, ΑΚΎΧΤΑΝ ΛΑΧΑΡΔΈΣ) ΤΊΣ ΈΝ ΑτΉ? (ΈΒΑΝ ΑΠέΣΥ 5 ΚΥΡΉΞΑ, 5 ΠεδΊιΑ, Κε ΜέΣΑ-ΤΙΝ ^ΒΌΡΗΣ-ΠΑ. ΑΤΌΣ ΈΝ ΦΥΡΗΣέΝΥΣ ΑΝ ΤΥ τΗΝΎΡιΥ Τ ΓΎΝΑ, ΑΝ ΤΑ ΧΥΝΔΡΆ ΤΑ τσΑΝΓΚΉιΑ, ΠΆΣ ΤΥ ΦτιΆΛ-Τ ΧΥΝΔΡΌ ΜΆβΡΥ ςΆΠΚΑ – ΖΥΡΤΎΤΙ. ΤΑ ΠεδΊιΑ ΑΝ ΤΑ ΞΑΡΎΧιΑ, ΑΠ ΠΆΝΥ ΑΝ ΤΑ ΚΥΣΗΛΈδΑ. ΚΑΛΜεΡΉΘΑΝ. ΤΑ ΚΥΡΉΞΑ ΚΆτστσΑΝ ΠΆΣ ΤΥ ΚΥΡβΆΤ, ΚΑΜΒΌΣΑ ΈβΓΑΛΑΝ ΤΥ ΠΛΈΚΣΜΥ-ΤΙΝ, ΚΑΜΒΌΣΑ ΤΡΌΓΝΙ ΚΥΚΎΞΑ ΚΗ ΣΉΡΝ-ΔΑ ΤΑ τσέΦΛιΑ ΠΆΣ ΤΑ ΠεδΊιΑ).

Α.: (μπήκε μέσα): όι, βγήκαν τα πρόβατα απο το μαντρί, τρέχα απο δώ, τρέχα απο κεί ώσπου να τα μαντρίσω. (έξω χτύπησαν (την πόρτα), ακούστηκαν φωνές). ποιός είναι εκεί; (μπήκαν μέσα πέντε κορίτσια, πέντε αγόρια, μεταξύ των οποίων ο Μπόρις, που φοράει καινούργια γούνα, χοντρές μπότες, στο κεφάλιτου μαύρο καπέλο, στέκεται περήφανα. τα αγόρια με τσαρούχια, απο πάνω με κιοσελέδες (=γκέτες;). χαιρετήθηκαν. τα κορίτσια κάθισαν στην κρεβάτα, κάμποσα (απο αυτά) έβγαλαν το πλέξιμοτους (και άρχισαν να πλέκουν), κάμποσα τρώνε σπόρια και πετάνε τα τσόφλια πάνω στα αγόρια).

ιΎΡΑΣ (ΠιΆΚΗΝ ^ΛΙβΌΝ ΤΥ ςέΡ): ^ΛΙβΌΝ, ΜΉΣ ΆΡΤΑ ΝιΆςΚΝΙΜΑΣ, ΠΎ ΉΣΝΙ ΑΤΌΣΑ ΜέΡεΣ ΚΗ τΉ ΦέΝΝΙΣΣΗ?

ι.: (έπιασε του Λεβόνη το χέρι): Λεβόνη, εμείς ήδη ανησυχήσαμε, πού ήσουν τόσες μέρες και δέν φαινόσουνα;

^ΛΙβΌΝΣ: Έ, Έ ΠεδΊιΑ, ΓΟ ΉΜΝΙ ΜΑΚΡΆ, ΞΆΧ ΣΤΥ ^ΜΑΡΗΎΠΟΛ\, ΑΣ ΉΝΑ ΒΑΖΑΡιΌΤ, ΤΥ ΠΑΡΑΣΎΜ-Τ ΈΝ ^ΦεΟΚΤΗΣΤ ^ΧΑΡΤΑΧΆι, ΗΝΊΘΙΝ ΑΣ Ν ^ΞΑΡΔΑΧΛΎ, Α ΠΤΡΆιΣΗΝ ΥΝΗβεΡΣΗΤέΤ ΑΣ ΤΥ ^ΠέΤεΡΒΥΡΓ, ΑτΉ ΠΥ ΖΎΝ βΑΣΗΛΌΝ. ΑΣ ΤΥ ΒΑΖΆΡ ΉΡΤΙΝ, ΗΡέβ ΝΑ ΑΝΊΚΣ ΣΚΥΛΉιΑΤΑ, ΝΑ ΜΆΘΝΙ ΚΌΖΜΥΣ ΓΡΆΜΑ.

Λ.: έ, έ, παιδιά, ήμουν μακριά, μέχρι τη Μαριούπολη, σε έναν κάτοικο της πόλης, το όνοματου ολόκληρο είναι Θεόκτιστος Χαρταχάης, γεννήθηκε στο (χωριό) Чαρνταχλού, τελείωσε όμως πανεπιστήμιο στο Πέτερμπουργκ, εκεί όπου ζούν άρχοντες. στην πόλη ήρθε, θέλει να ανοίξει σχολεία, να μάθουν οι άνθρωποι γράμματα.

^ΒΌΡΗΣ (ΖΔΙςέΝ ΤΡΑβΗΤΆ, ΠΗΛΤΈΚΚΑ): ΠΆΠΥ-Μ ΓΡΆΜΑ τ..ΗΗ.ΉΚΣΗΡΗΝ, Πε-ΠέΡΑΣΣΗ..Ν-ΔΥ, Τ-Τ-ΌΡΑ Γ-ΓΌ ΧΧΧΡΆςςςΚΥΜ ΓΡΆΜΑ. ΤΥ ΠΠΠΡΆΜΜΑ ΜΜΜεΤΡΗΜΜΥ τΉ ΧΧΧΡΆςΚΗΤ, ΌΣΥ ΚΖέΝ ΑΧ ΑΧ ΤΤΤ ΑβΖΆΡ, ΤΤΤΌΣΣΥ ΗΡΉΖ-ΠΑ. ΤΌ ΑΧΧΧΜΆΧΚΥ τττέΝ.

Μπ.: (μιλάει τραβηχτά, τσεβδά): ο παππ πούςμου γράμματα δδέν ήξερε, τη τττην πέρασε (μιά χαρά), ττώρα εγ εγώ χρειάζ ζομαι γράμμ ματα; τα ζώ ζώα μέτ μέτρημα δέν χρει χρειάζονται, όσ όσα βγαί βγαίνουν απο το μαν μαντρί, τόσ σα και γυρίζ ζουνε. χα χαζά δέ δέν είναι.

^ιΎΡΑΣ (ΣΤΥΝ ^ΒΌΡΗΣ): Έι, ΣΗ, ΔΑΝΔΑΡΌΚΑ! ΑΝ τΉ ΓΡΗΚΆΣ-ΤΥ, ΣΌΠΑ! ΤΥ ΓΡΆΜΑ, ΤΌ ΈΝ ΣΚΆΛΑ. ΌΣΥ ΠΥΛΆ ΜΑΘέΝΣ, ΤΌΣΥ ΠΣΗΛΆ ΚΖέΝΣ!...

ι.: (στον Μπόρις): έι, εσύ, ροκάνα! άν δέν καταλαβαίνεις τί σου λένε, να μή μιλάς! τα γράμματα είναι σκάλα! όσο περισσότερα μαθαίνεις, τόσο ψηλότερα ανεβαίνεις!...

^ΛΙβΌΝΣ: ΑΧ ΤΑ ΠΣΗΛΆ ΠΆΝΔΑ-ΠΑ ΦέΝΙΤ ΜΑΚΡΆ. ΧΑΡΤΑΧΑιΣ ΜέΝΑ ΉΠΗΝ: ΑΤΌΣ Ν ΔΥΝιΑ΄ΜΑΘέΝ, ΤΙΣ ΠΥΛΆ ΜΑΘέΝ!

Λ.: απο ψηλά πάντα βλέπει κανείς μακριά. ο Χαρταχάης μου είπε: εκείνος τον κόσμο κατανοεί, όποιος πολλά μαθαίνει!

ΈΝΑ ΠεδΊ: ΚΗ ΤΊ Αιτσ ΛΆΛΣΗΝ-ΣΗ ΑΤΟΣ ΓΡΑΜΑΤΈΝιΥΣ ΑΣ ΤΥ ΒΑΖΆΡ?

Ένα αγόρι: και γιατί έτσι σε φώναξε αυτός ο γραμματιζούμενος στην πόλη;

^ΛΙβΌΝΣ: ΝΑ ΓΡΆΠΣ ΤΑΚΆ-Μ ΤΑ ΤΡΑΓΌιδΑ. ΓΌ ΤΡΑΓΌδΑΝΑ ΚΗ ΑΤΌΣ ΈΓΡΑΦΤΙΝ-ΔΑ. ΑΤΌΣ δΑΦΤΌ-Τ-ΠΑ ΓΡΆΦΤ ΧΑΡΤΊιΑ.

Λ.: για να γράψει τα δικάμου τα τραγούδια. εγώ τραγουδούσα και εκείνος τα έγραφε. εκείνος και ο ίδιος γράφει βιβλία.

^ΒΌΡΗΣ: ΠΡέΠΝΑ, ΈΝ ΓΑΡ..ΡΡΉΝ<Π>Σ, τές Κ..ΚΚΑΠΉτιΑ ΝΑ ΓΥΡΡ..ΡΆΣ ΚΆΝΑ ΧΑΡ..ΡΡΤΊ, ΚΗ ΓΡ.ΡΡΆΦΤ ΧΑΡ..ΡΡΤΊιΑ δΑΦ..ΤΤΌ-Τ.

Μπ.: φφαίνετ ται, είναι φτω φτωχός, δέν έχει χρή χρήματα να αγορ ράσει κανένα βιβλ βιβλίο, και γράφει βιβ βιβλία ο ίδ ίδιος.

ΆΛΥ ΠεδΊ: ΤΌ ΘΑ ΈςΣ ΦτιΆΛ ΚΗ ΝΎ ΚΗ ΝΑ ΓΡΆΠΣ ΧΑΡΤΊιΑ, Α ΝΉ ΚΑΠΉτιΑ, ΔΑΝΔΑΡΌΚΑ! αυτό θέλει να έχεις κεφάλι και νού και να γράψει χαρτία, α |ΝΕ| |καπίκια|, ντανταρόκα! ΣΤΑ ΣέΝΑ ΌΛΥ ΈΝΑ: 5 βΌιδΑ, ΤΡΉιΑ ΖΗβΓΆΡιΑ (ΧΑΧΑΝΊΣΤΑΝ ΑΠ ιΑΝΑςΆ).

Άλλο αγόρι: όσο γι’αυτό, θέλει να έχεις κεφάλι και νού για να γράψεις βιβλία, και όχι χρήματα, ροκάνα! για σένα όλες οι δουλειές είναι «πέντε βόδια, τρία ζευγάρια». (βάλανε τα γέλια απο δίπλα).

^ΛΙβΌΝΣ: ^ΧΑΡΤΑΧΆιΣ ΉΠΗΝ ΜέΝΑ ΈΝΑ τιΆΛΥ: ΤΥ ΓΡΆΜΑ ΘΑ ΑΝΊΚΣ ΚΎΖΜΥΚΥ ΤΑ ΜΆτιΑ, ΘΑ τσ δΌΚ ΦΌΣ ΑΤΙ ΝΑ δΎΝΙ Τ ΣΤΡΆΤΑ ΛΟΝ ΠΎιΥ ΧΡΆςΚΗΤ ΝΑ ΠΆΓΝΙ.

Λ.: ο Χαρταχάης μου είπε και κάτι ακόμη: η μόρφωση θα ανοίξει των ανθρώπων τα μάτια, θα τους δώσει φώς να βλέπουνε το δρόμο που πρέπει να πορεύονται.

^ΑΛεΚΣΆΝΔΡΑ: ΝΆ, ΠεδΊιΑ, ΣΥΝΈΤ-ΤΥ ΑτΉ ΤΥ ΒΑΡΒΑΡΉΖΗΤ. ΚΆτσΗΤ ΑδΟ ΣΜΆ ΚΗ ΠέΤΙ ΚΆΝΑ δΊιΑ ςέΝΓΚΑ… (ΤΑ πεδΊιΑ ΚΆΤτσΑΝ ΣΜΆ ΣΤΑ ΚΥΡΉΞΑ ΠΆΣ ΤΥ ΚΥΡβΆΤ).

Α.: έ, παιδιά, σταματήστε εκεί ο,τι φλυαρείτε. καθίστε εδώ κοντά και πείτε κάνα δυό διασκεδαστικά πράγματα… (τα αγόρια κάθισαν κοντά στα κορίτσια πάνω στην κρεβάτα).

ΈΝΑ ΠεδΊ: ΦΚΡΗΘΈΤ! ΠέΤΙ ΜέΝΑ, ΤΊ ΕΝ ΑΤΟ: ΑΝ ΤΑ ΚΌΤ\ΝΑ ΦΥΡιΑΖΜέΝΥΣ, ΑΝ ΤΑ ΤΡΉιΑ ΖΝΆΡιΑ ΖΥΓΜέΝΥΣ, ΥΚΣΥΠΉΣΑ ΠΡΑΤΆ, ΛΊΓΥΣ δΌΝΔιΑ, ΑΜΑ δΆΚ δΙΝΑΤΆ?

Ένα αγόρι: ακούστε! πείτεμου τί είναι αυτό: «με τα κόκκινα ντυμένος, με τρία ζωνάρια ζωσμένος, ανάποδα (προς τα πίσω) περπατά, δίχως δόντια, κι όμως δαγκάνει δυνατά» (απο εδώ τα παιδιά αρχίζουν να λένε αινίγματα).

ΈΝΑ ΚΥΡΉτσ: ΚΡΥΜΉδ!

Ένα κορίτσι: το κρεμμύδι!

ΆΛΥ ΚΥΡΉτσ: ΣΚΑΝΔΈςΗΡΥ!

Άλλο κορίτσι: ο σκαντζόχοιρος!

ΈΝΑ ΠεδΊ: ΑΣ ΤΥ ΠΎ ΓΟ: ΧΑΣΧΆΞ! ΧΑΣΧΆΞ! («ΑΣΛΊ, ΑΣΛΊ», ΧΑΧΑΝΊςΚΝΙ ΌΛ-ΠΑ).

Ένα αγόρι: να το πώ εγώ: η παπαρούνα! η παπαρούνα! («σωστά, σωστά» βάλανε τα γέλια όλοι).

ΆΛΥ ΠεδΊ: ΦΚΡΗΘΈΤ: ΠςΉ τές, ΑΜΑ ΠΡΑΤΆ, ΤΊΛΑΓΑ βΑΣΛΈβ ΉΛιΥΣ, ΑΤΟ ΠεΤΆ! ΤΊ ΕΝ ΑΤΌ?

Άλλο αγόρι: ακούστε: ψυχή δέν έχει, και όμως περπατά, σάν βασιλεύει ο ήλιος, εκείνο πετά. τί είναι;

ΈΝΑ ΚΥΡΉτσ: ΝΊΧΤΑΣ ΠΛΊ! ΥΛΜέΡΑ Τ\ΜΆΤΙ, ΥΝΛΊΧΤΑ ΠεΤΆ!

Ένα κορίτσι: το νυχτοπούλι: όλη τη μέρα κοιμάται, τη νύχτα πετά!

ΆΛΥ ΠεδΊ: ιΌΧ! ιΌΧ! ΖεΡ ΝΊΧΤΑΣ ΠΛΊ τες ΠςΗ? ΑΤΟ ΠΆΝΔΑ-ΠΑ Ες ΠςΗ. ΑδΌ ΛΕ: ΠςΉ τές, ΑΜΑ ΠΡΑΤΆ, ΤΊΛΑΓΑ βΑΣΛΈβ ΉΛιΥΣ, ΑΤΟ ΠεΤΆ! (ΌΛ-ΠΑ ΚΆΤ ΠΥςΠΥΡΉΖΝΙ).

Άλλο αγόρι: όχι! όχι! μήπως το νυχτοπούλι δέν έχει ψυχή; εκείνο πάντοτε έχει ψυχή. εδώ λέει: ψυχή δέν έχει, και όμως περπατά, σάν βασιλεύει ο ήλιος, εκείνο πετά!. (όλοι κάτι μουρμουρίζουνε).

ΆΛΥ ΚΥΡΉτσ: Τ\ΘΑ ΤΥ δΑΛΊΣΥΜ. ^ΗΣΠΉΡΑ, Πέ-ΤΥ ΤΊ ΕΝ ΑΤΟ?

Άλλο κορίτσι: δέν πρόκειται να το λύσουμε. Σπύρο, πέςτο, τί είναι;

^ΛΙβΌΝΣ: ΣΤΑΘΈΤ. ΝΑ ΜΉ ΤΥ ΖΒΥδΆΖΗΤ! ΤΥ ΠΥΤΆΜ ΚΌΜΑ ΕΝ ΜΑΚΡΆ, Α ΣΉΣ ΆΡΤΑ βΓΆΛΙΤ ΤΑ ΠΑΠΎΞΑ-ΣΑΣ! (ΝΥΝΊΖ). ΚΣέΡΗΤ ΤΙ ΈΝ ΑΥΤΌ? ΑΤΟ ΕΝ ςΞ]Άδ! ΉΛιΥΣ ΑΝΔΑ ΦΥΣΑΡέβ, ΤΥ ςΞ]Άδ ΠΡΑΤΆ, ΤΊΛΑΓΑ ΉΛιΥΣ βΑΣΛΈβ, ΤΥ ςΞ]Άδ ΧΆΝΙΤ ΠΆι, ΠεΤΆ! (ΑΣΛΊ ΛΕιΣ ,^ΛΙβΟΝ, ΑΣΛΊ! ΧΑΧΑΝΊςΚΝΙ).

Λ.: σταθείτε. μή το βιάζεστε! το ποτάμι ακόμη είναι μακριά, κι εσείς ήδη βγάζετε τα παπούτσιασας! (σκέφτεται). ξέρετε τί είναι εκείνο; είναι η σκιά! ο ήλιος όταν φέγγει, η σκιά περπατά, καθώς ο ήλιος βασιλεύει, η σκιά χάνεται, πάει, πετά! («έχεις δίκιο, Λεβόνη, σωστά!», χαχανίζουν).

ΈΝΑ ΚΥΡΉτσ: ΑΤΌΡΑ, ΠεδΊιΑ, ΣΗΣ δΑΛΊΣΗΤ ΤΑΚΆ-ΜΑΣ ΤΑ ΜΗΣΑΒέΤιΑ: ΑΡΑΒΑ-ΣΑΝ ΣΑΧΣΑΒε, ΜΑΛΙ ΚΗ ΡΆδ τες! ΤΊ ΕΝ ΑΤΌ?

Ένα κορίτσι: τώρα, αγόρια, εσείς λύστε τα δικάμας τα αινίγματα: «araba-san saq-sabe, μαλλί και ουρά δέν έχει!» τί είναι; (η φράση araba-san saq-sabe είναι απο τα τουρκικά, araba-san = «άμαξα άν είσαι», saq-sabe, προφερόμενο ΣΑΧΣΑΒε  =φράση που οι Ρωμιοί συνήθιζαν να φωνάζουν στα βόδια που έσερναν κάρρο για να προχωράνε).

ΈΝΑ ΠεδΊ: ΒΑΝιΥΦΑ! банюфа

Ένα αγορι: η φάλαινα!

ΆΛΥ ΠεδΊ: ΚΑΜΉΛ!

Άλλο αγόρι: η καμήλα!

Τ ΆΛΥ ΤΥ ΠεδΊ: ΞεΡεΠΑΧΑ! черепаха

Άλλο αγόρι: η νεροχελώνα!

ΈΝΑ ΚΥΡΉτσ: ιΌΧ, τέΜΑΘΙΤ-ΤΥ ΚΗ Τ\ΘΑ ΤΥ ΜΆΘΙΤ-ΠΑ!

Ένα κορίτσι: όχι, δέν το καταλάβατε και ούτε θα το βρείτε!

ΈΝΑ ΠεδΊ: ΠέΤΥ-ΜΑΣ, ^ΑΛεΚΣΆΝΔΡΑ!

Ένα αγόρι: πέςτομας, Αλεξάνδρα!

^ΛΙβΌΝΣ: ΣΤΑΘΈΤ! ΝΑ ΜΉ ΖΒΥδΆΖΗΤ ΚΗ ΠέΣ ΈΝΑ τσΑΝΓΚΉ ΤΑ δΊιΑ-ΣΑΣ ΒδΆΡιΑ βΆΛΙΤ! (ΝΥΝΊΖ). ΚΣέΡΗΤ ΤΙ ΈΝ ΑΤΟ? ΑΤΌ ΕΝ ΒΑ-ΓΑ-ΞΥ-ΝΑ! ΑΤΌ τές ΝΈ ΜΑΛΊ ΚΗ ΝΈ ΡΆδ! (ΧΑΧΑΝΊςΚΝΙ).

Λ.: σταθείτε! μή βιάζεστε και σε μιά μπότα τα δυόσας πόδια βάζετε! (σκέφτεται). ξέρετε τί είναι; είναι ο βά-τρα-χος! εκείνος δέν έχει ούτε μαλλί ούτε και ουρά! (βάζουν τα γέλια).

ΤΑ ΚΥΡΉΞΑ: ΒΡΆβΟ, ΒΡΆβΟ, ^ΛΙβΌΝ!

Τα κορίτσια: μπράβο, μπράβο, Λεβόνη!

ΈΝΑ ΚΥΡΉΞ: ΠεδΊιΑ! ΈΝΑ τιΆΛΥ ΜΗΣΑΒέΤ ΑΣ ΠΎΜε ΚΗ ΣΤΈΡΑ ΘΑ ΧΥΡέΠΣΥΜ ΚΗ ΘΑ ΤΡΑΓΥδΊΣιΑ<Υ>Μ. ΤΊ ΕΝ ΑΤΌ: ΝΈ ΒΑΤΈβ ΚΗ ΝΈ ΠεΤΆ, ΤΟ ΝΕΡΌ ΆΛιΑΧ ΑΓΑΠΆ?

Ένα κορίτσι: αγόρια! ένα ακόμη αίνιγμα ας πούμε, και ύστερα θα χορέψουμε και θα τραγουδήσουμε. τί είναι εκείνο: «ούτε βουλιάζει και ούτε πετά, το νερό πάρα πολύ αγαπά»!

^ΒΌΡΗΣ: ςΗΡ ΡΡΡΉδ!... χοιρίδιο.

Μπ.: το γουρ ρρούνι! (αυτό που είπε ο Μπόρις είναι αρκετά λογικό, δέν έπρεπε απο αυτό που είπε να τον αποπάρουν όπως παρακάτω, αλλα βρήκαν αφορμή να τον ταπεινώσουν).

ΈΝΑ ΠεδΊ: ΚΗ ΠΌΣ ΝΑ ΈΝ ςΗΡΉδ, ΔΑΝΔΑΡΌΚΑ! (ΔΌΚΗΝ-ΔΥΝ ΠΆΣ ΤΥ ΚΑΠΑΣ (ςΆΠΚΑ), ΠέΛΣΗΝ ΚΆΤΥ, ΆΛΥΣ ΛΆΧΤΣΗΝ-ΔΥ).

Ένα αγόρι: και γιατί να είναι το γουρούνι, Ροκάνα! (τον βάρεσε στο καπάς (καπέλο), έπεσε κάτω, άλλος το κλώτσησε).

^ΒΌΡΗΣ: ΠΌΣ ΤΥ ΛΑΧΤΆΣ, Α ΓΟ ΑΣ ΤΥ ΠΎ ΤΥΝ ΔΑΉΜ ^ΗΣΠΉΡΙ, ΤΌΣ ΠΠΠΗΛΊ ΤΥ ςςΚ<Λ>Ί –Τ..ΤΙΝ ΑΠ..ΠΆΝΥ-Σ. (ΧΑΧΑΝΊςΚΝΙ).

Μπ.: γιατί το κλωτσάς; κι εγώ θα το πώ στο θείομου τον Σπύρο, εκείνος θα αμο μο λ λύσει το σκυ σκυλί επάνωσου! (βάζουν τα γέλια).

^ΛΙβΌΝΣ: ΠΗΤΡΆΗΣΗΤ ΤΑ ΛΑΧΑΡΔΈΣ-ΣΑΣ! ΤΊ ΠΥΡΉ ΝΑ ΈΝ? (ΝΥΝΊΖ): «ΝΈ ΒΑΤΈβ ΚΗ ΝΈ ΠεΤΆ, ΤΟ ΝΕΡΌ ΆΛιΑΧ ΑΓΑΠΆ». ΚΣέΡΗΤ ΤΙ ΈΝ ΑΤΟ? ΑΤΌ ΕΝ ΠΣΆΡ!... (ΔΑΎςΑ «ΒΡΆβΟ, ^ΛΙβΌΝ!».)

Λ.: σταματήστε αυτές τις κουβέντεςσας! τί μπορεί να είναι; (σκέφτεται): «ούτε βουλιάζει και ούτε πετά, το νερό πάρα πολύ αγαπά». ξέρετε τί είναι αυτό; είναι το ψάρι!... (φωνές: «μπράβο, μπράβο Λεβόνη!»).

ΈΝΑ ΚΥΡΉτσ: ΝΑ ΆιΔΑ, ΚΥΡΉΞΑ, ΠεδΊιΑ! ΠιΆΣΗΤ ΚΆΝΑ ΚΑΛΌ ΤΡΑΓΌδ!

Ένα κορίτσι: έ, άντε κορίτσια, αγόρια! πιάστε κανένα ωραίο τραγούδι!

ΔΑΎςΑ: ΠΎιΥ ΝΑ ΠιΆΚΥΜ? «βΆι, ΚΥΡτσΉτσ ΚΥΡτσΉτσ» (ΤΡΑΓΥδΎΝ ΌΛ-ΠΑ. ΛΑΛΊ ΓΚΗΜΗΞΆ, ΛΑβΎΤΑ, ΚΡΎι ΔΑΗΡέ):

Φωνές: ποιό να πιάσουμε; το «άχ, κοριτσάκι, κοριτσάκι» (τραγουδούν όλοι. ακούγεται κεμεντζές, λαγούτο, χτυπάει νταϊρές): (ο νταϊρές είναι ένα όργανο σάν μεγάλο στρόγγυλο ταψί με μεμβράνη, σάν τεράστιο ντέφι, διαμετικά έχει δύο ράβδους που διασταυρώνονται, σε αυτές τις ράβδους στηρίζεται το κυκλικό τελάρο, στο οποίο είναι στερεωμένη η μεμβράνη. με το ένα χέρι το κρατάνε απο το σταυρό που σχηματίζουν οι ράβδοι και με το άλλο χέρι χτυπάνε τη μεμβράνη).

βΆι, ΚΥΡτσΉτσ, ΚΥΡτσΉτσ, βάι κοριτσίτσι, κοριτσίτσι,

ΣΠΡΎτσΚΥ ΔΗΡΔΑΝΊτσ. ασπρούτσικο |ΔΕΡΔΕΝ|ίτσι,

ΉΣ ΠΥΠΆΣ ΗΡέβ-Σε, είς ποπάς γυρεύει-σε,

ΝΑ Σε δΎΓΥ ΓΌ! να σε δώω εγώ!

άχ, κοριτσάκι, κοριτσάκι, (που φοράς) άσπρη ποδίτσα, ένας παπάς σε θέλει (για σύζυγο), (λέω) να σε δώσω!

(η λ. ΔΗΡΔΑΝΙτσ έχει μεγάλη ιστορία. κανονικά θα έπρεπε να γράφεται ΔΙΡΔΑΝΙτσ σύμφωνα με τους κανόνες που γράφουν οι Ρωμιοί τη γλώσσατους, απο λάθος γράφηκε ΔΗΡΔΑΝΙτσ. οπωσδήποτε προφέρεται «ντιρντανίτσ» και όχι «γκιρντανίτσ», αφού και η Σαρτανιώτισσα Κατερίνα Дженчако μου το είχε γράψει «ντιρντανίτς», αλλα και το τραγούδι αυτό (με λίγο διαφορετικά λόγια) το κατέβασα απο το διαδίκτυο όπου βρισκόταν μαζί με μερικά ακόμη ρωμαίικα τραγούδια σε εκτέλεση της μεγάλης Σαρτανιώτισσας τραγουδίστριας Ταμάρας Κατσή. Στην εκτέλεση αυτή της Ταμάρας Κατσή ακούγεται ολοκάθαρα και επανειλημμένα με καθαρό οδοντικό «ντιρντανίτσ» και όχι «γκιρ-». Μιά άλλη μορφή αυτής της λ. βρίσκεται στο θρησκευτικό έργο του Μακρυγιάννη ώς «τετρεμίδα», το οποίο δείχνει οτι η λ. προέρχεται απο κάποια τουρκική λ. |ΤΕΡΤΕΝ| ή |ΔΕΡΔΕΝ|, στον Μακρυγιάννη έφτασε με –μ αντί του αρχικού –ν, γιατί είναι συνηθισμένο στα ελληνικά να τρέπεται σε –μ το –ν των λέξεων δανείων απο τα τουρκικά. 

ιΌΧ, ΜΆΝΑ-Μ, ΜΆΝΑ-Μ, |ιΟQ|, μάνα-μου, μάνα-μου,

δέΝ ΤΥΝ ΠέΡΥ ΓΌ: δέν τον επαίρω εγώ:

ΓΟ τΗ ΚΣέΡΥ ΓΡΆΜΑΤΑ, εγώ κί ξέρω γράμματα,

βΆΛ-Με δΑβΑΖΥ!... βάλλει-με διαβάζω!

όχι, μάναμου, μάναμου, δέν τον παίρνω αυτόν: εγώ δέν ξέρω γράμματα, θα με βάλει να διαβάζω!

 

βΆι, ΚΥΡτσΉτσ, ΚΥΡτσΉτσ, βάι, κοριτσίτσι, κοριτσίτσι,

ΣΠΡΎτσΚΥ ΔΗΡΔΑΝΊτσ, ασπρούτσικο |ΔΕΡΔΕΝ|ίτσι,

ΉΣ ΤΚΑΝΔζΉΣ ΗΡέβ-Σε, είς |ΔΟΥΚΑΑΝ-Џί|ς γυρεύει-σε,

ΝΑ Σε δΎΓΥ ΓΌ! να σε δώω εγώ!

άχ, κοριτσάκι, κοριτσάκι, (που φοράς) άσπρη ποδίτσα, ένας μαγαζάτορας σε θέλει (για σύζυγο), (λέω) να σε δώσω!

 

ιΌΧ, ΜΆΝΑ-Μ, ΜΆΝΑ-Μ, |ιΟQ|, μάνα-μου, μάνα-μου,

δέΝ ΤΥΝ ΠέΡΥ ΓΌ: δέν τον επαίρω εγώ:

ΓΟ τΗ ΚΣέΡΥ ΓΡΆΜΑΤΑ, εγώ κί ξέρω γράμματα,

βΆΛ-Με ΝΑ ΜΗΤΡΎ. βάλλει-με να μετρώ!

όχι, μάναμου, μάναμου, δέν τον παίρνω αυτόν: εγώ δέν ξέρω γράμματα, θα με βάλει να λογαριάζω!

 

βΆι, ΚΥΡτσΉτσ, ΚΥΡτσΉτσ, βάι κοριτσίτσι, κοριτσίτσι,

ΣΠΡΎτσΚΥ ΔΗΡΔΑΝΊτσ. ασπρούτσικο |ΔΕΡΔΕΝ|ίτσι,

ΉΣ ΞΥΒΆΝΥΣ ΗΡέβ-Σε, είς |ΞΟΒΑΝ|ος γυρεύει-σε,

ΝΑ Σε δΎΓΥ ΓΌ! να σε δώω εγώ!

άχ, κοριτσάκι, κοριτσάκι, (που φοράς) άσπρη ποδίτσα, ένας βοσκός σε θέλει (για σύζυγο), (λέω) να σε δώσω!

 

βΆι, ΜΆΝΑ-Μ, ΜΆΝΑ-Μ, βάι, μάνα-μου, μάνα-μου,

ΘΑ ΤΥΝ ΠέΡΥ ΓΌ: θα τον επαίρω εγώ:

ΤΟΣ ΛΑΦΤΊτσΑ ΘΑ ΛΑΛΊΣ, αυτός φλαουτίτσα θα λαλήσει,

ΓΟ ΘΑ ΧΥΡεβΥ! εγώ θα χορεύω!

λαφτίτσα, πρέπει να ετυμολογείται απο «φλαουτίτσα», στο ρωμαίικο γλωσσάριο εξηγείται ώς “pan-pipe”, αλλα πρόκειται απλώς για την μονοσύριγκη φλογέρα των βοσκών.

άχ, μάναμου, μάναμου, θα τον πάρω (για άντραμου): εκείνος τη φλογέρα θα παίζει, εγώ θα χορεύω!

Αυτό το τραγούδι έχει μεγάλη ιστορία. Μου είχε γράψει σε ένα γράμμα γι’ αυτό μία κοπέλα απο το χωριό Σαρτανά, ονόματι Κατερίνα Дженчако, μου είπε πως στο χωριότης μιλιούνται ακόμη τα Ρωμαίικα, και πως αυτό το τραγούδι της το τραγουδούσε η γιαγιάτης όταν ήταν μικρή. Τότε της έγραψα: Αυτό το τραγούδι που μου στέλνεις είναι το πιό γνωστό λαϊκό τουρκικό τραγούδι:

Τουρκικό παραδοσιακό τραγούδι: qızım seni Alije vere_jim Κόρημου, να σε δώσω (σύζυγο) στον Αλή – istemem babaџıgım istemem. Δέν θέλω, μπαμπάκαμου, δέν θέλω. Onun adı Ali, Το όνοματου (είναι) Αλή, onun џanı deli η ψυχήτου είναι τρελλή, / џanı var deli, ψυχή έχει τρελλή, istemem babaџıgım istemem δέν θέλω, μπαμπάκαμου, δέν τον θέλω. Qızım seni Jaшara vere_jim – Κόρημου, να σε δώσω (σύζυγο) στον Ιαςαρ. istemem babaџıgım istemem. Δέν θέλω, μπαμπάκαμου, δέν θέλω. Onun adı Jaшar, το όνοματου (είναι) Ιαςάρ, alır beni uxar με παίρνει κ πετάει /bozar (ή, σε άλλη παραλλαγή:) με χαλνάει, istemem babaџıgım istemem. Δέν τον θέλω, μπαμπάκαμου, δέν τον θέλω. Qızım seni sarhoшa vere_jim Κόρημου, να σε δώσω (σύζυγο) στον μπεκρή – ister_im babaџıgım ister_im. Τον θέ΄λω, μπαμπάκαμου, τον θέλω! Onun adı sarhoш, λέγεται sarhoш (sarhoш = μπεκρής στα τούρκικα, λέξη περσικής προέλευσης. Γίνεται λογοπαίγνιο, γιατί στα τουρκικά sar=τυλίγει, αγκαλιάζει, hoш=ωραία, ευχάριστα) sarırması bir hoш! το αγκάλιασματου είναι τόσο ευχάριστο! ister_im babaџıgım ister_im τον θέλω, μπαμπάκαμου, τον θέλω. Σε άλλη παραλλαγή που άκουσα απο Γιάννη Παρασκευόπουλο, που το άκουσε απο παππούτου Καβαλιώτη, αντί για ονόματα αναφέρονται επαγγέλματα. Η κόρη δέν θέλει τον χασάπη, γιατί «άμα θυμώσει θα πάρει το χασαπομάχαιρο, θα με σφάξει», δέν θέλει τον ξυλοκόπο, γιατί «άμα θυμώσει, θα πάρει το τσεκούριτου θα με χτυπήσει», κ αναλόγως αρνείται τους άλλους κατα το επάγγελμάτους. Τελικά όταν ο πατέρας ρητορικώς ερωτά «τί, στον μπεκρή να σε δώσω;» η κόρη λέει οτι τον θέλει, γιατί «άμα μεθύσει, θα με αγκαλιάσει κ θα με λέει μοναδικήτου αγαπημένη».

Και οι τουρκικές και οι ρωμαίικες εκδοχές αυτού του τραγουδιού θέλουν με χαριτωμένο τρόπο να αποκαλύψουν τα εσώτερα της κοριτσίστικης ψυχής: τα κορίτσια δέν χαίρονται με την φιλολογία ούτε με τα μαθηματικά, αλλα έχουν στο αίματους τον χορό και τη μουσική.

(ΧΥΡέβΝΙ ΚΗ ΤΡΑΓΥδΎΝ ΌΛ-ΠΑ, ΑΛΑΗ ^ΒΟΡΗΣ ΚΑΘΙΤ ΠΆΣ ΤΥ ΚΥΡβΆΤ ΚΗ ΤΡΌι ΚΥΚΎΞΑ).

(χορεύουνε και τραγουδούν όλοι ανεξαιρέτως, χώρια μόνο ο Μπόρις κάθεται στην κρεββάτα και τρώει σπόρια)

ΈΝΑ ΠεδΊ (ΤΥΝ ^ΒΌΡΗΣ): ΠΌΣ ΚΆΘΙΣ, ΠΌΣ τΗ ΤΡΑΓΥδΆΣ?

Ένα αγόρι (στον Μπόρις): γιατί κάθεσαι, γιατί δέν τραγουδάς;

^ΒΌΡΗΣ: Γ..ΓΟ ΤΡΑΓ..ΓΌιδΑ τΗ ΚΣέΡ..ΡΥ.

Μπ.: εγ γώ τραγ γούδια δέν ξέρ ρω.

ΈΝΑ ΚΥΡΉτσ (ΤΥΝ ^ΒΌΡΗΣ): ΤΡΑΓΌιδΑ ΆΝ τΗ ΚΣέΡΣ, ΣΉΚΥ ΚΗ ΘΑ ΛΈΓΥΜ ΥΡΔΑΜΆιδΑ ΚΗ ΝΑ ΧΥΡέβΥΜ. ΝΆ, ΚΥΡΉΞΑ, ΠεδΊιΑ, ΠιΆΣΗΤ ΥΔΡΑΜΆιδΑ! (ΛΑΛΊ ΠΆΛΙΣ ΓΚΗΜΗΞΆ, ΛΑβΎΤΑ, ΔΑΗΡέ. ^ΒΌΡΗΣ-ΠΑ ΚΖέΝ ΠΑΤΆΛΚΑ ΧΥΡέβ ΚΗ ΤΡΑΓΥδΆ):

Ένα κορίτσι (στον Μπόρις): τραγούδια άν δέν ξέρεις, σήκω και θα πούμε αυτοσχέδια στιχάκια να χορέψουμε. έ, κορίτσια, αγόρια, πιάστε αυτοσχέδια στιχάκια! (ακούγεται πάλι κεμεντζές, λαούτο, νταϊρές. ακόμη και ο Μπόρις βγαίνει, άτσαλα χορεύει και τραγουδά): (ΥΡΔΑΜΑ είναι απο του τουρκικό |ΟΥιΔΙΡΜΑ|, απο το ρήμα |ΟΥιΔΙΡ|-, αιτιακό τύπο του |ΟΥι|- =ταιριάζει, έτσι |ΟΥιΔΙΡ|- =κάνω να ταιριάξουν, συνδυάζω ή φτιάχνω ή δίνω λύσεις αυτοσχέδια. τα «ΟΥΡΔΑΜΆιδΑ», αυτοσχέδια στιχάκια, τα φτιάχνανε κάποιοι για διάφορες περιστάσεις, εν προκειμένω δέν τα φτιάξαν εκείνη την ώρα, αλλα υπήρχαν πολλά τέτοια στιχάκια που ήδη ήξεραν και κατα περίσταση διάλεγαν απο εκείνα και τραγουδούσαν. είναι φανερό πως αυτά τα στιχάκια ήταν πολύ εύκολο να τα χορέψει κανείς)

ΚΆΘΥΜ, ΚΆΘΥΜ ΚΑΝΊΣ τεΝ,

ΚΖέΝΥ ΌΚΣΥ ΌΛ-ΠΑ ΚΣέΝ.

κάθομαι, κάθομαι, κανείς δέν είναι (εδώ, κοντάμου), βγαίνω έξω, όλοι (είναι) ξένοι.

ΚΛΌΘΥ ΠέΣ Τ ΓΥΝΈιΑ-ΜΑΣ,

ΔΡΑΝΎ Τ ΜΗΣΑΡέιΑ-ΜΑΣ.

γυρίζω μέσα στον τοίχο (=σπίτι)μας, κοιτάζω την πλατείαμας.

ΔΡΑΝΎ, ΔΡΑΝΎ τΉ ΦέΝΙΣ,

ΣΤΊΚΥΜ ΡΥΤΎ ΠΎ ΠέΜΝΙΣ.

κοιτάζω, κοιτάζω, δέν φαίνεσαι, στέκομαι ρωτώ πού έμεινες.

ΛΈΓΝΙ ΠέΜΝΙΣ ΣΗ ΜΑΚΡΆ,

ΞΆΧ Σ ^ΔΥΜΆΧΑΣ Ν ΔΑΡΑΜΆ.

λένε (οτι) έμεινες εσύ μακριά, κατα της Ντομάχας τον αγρό.

ΈΜΒΡΥ ΑΝΔΑ ΠέΡΝΑΝΙΣ,

ΣΤΊΚΝΙΣΗ ΚΑΛΜέΡΝΑΝΙΣ.

πρωτύτερα όταν περνούσε, στεκόσουν χαιρετούσες.

ΤΌΡΑ ΣΗ ΑΝ ΤΑ ΠεΡΝΆΣ,

ΚΛΌΘΣ ΤΥ ΦτιΆΛ-Σ ΚΗ τΉ ΔΡΑΝΆΣ!

τώρα εσύ όταν περνάς, γυρίζεις (αλλού) το κεφάλισου και δέν (με) κοιτάς!

ΤΆΤΑ-Σ, ΜΆΝΑ-Σ, ΌΛ ΛΈΓΝΙ,

ΜέΝΑ τΉ ΒΗΓΚΑΝΈβΝΙ. μένα κί |ΒΕCΕΝ|εύουνε.

ο πατέραςσου, η μάνασου, όλοι λένε, (οτι) εμένα αυτοί δέν με αρέσουνε. (=έτσι λέγεται στη βόρεια Ελλάδα. δηλαδή, δέν αρέσω σ’ αυτούς).

ΠΎιΥΜ τέΝ ΒΗΓΚΑΝΙΜΆΤ,

ΠΎιΥΜ τέΝ ΥςΑΝΙΜΆΤ. ποίο-μου κί ένι |ΟΥςΑΝ|εμάτι. =αξιόπιστο

τί έχω που δέν είναι αρεστό, τί έχω που δέν είναι αξιόπιστο.

ΜΆΝΑ-Σ ΞΑΤΛΆΧΚΥ ΠΑΠΉ,

ΗΛΆ ΜεΝΑ ΚΗ ΠΡΑΤΊ.

η μάνασου επιθετικό παπί, γελώντας για μένα κοροϊδευτικά περπατά.

ΤΆΤΑ-Σ ΔΥΓΜέΝΥ ΛΑΓΌ,

Τ\ΘέΛ ΝΑ ΚΆΜ ΜέΝΑ ΓΑΜΒΡΌ!

ο πατέραςσου (δειλός σάν) χτυπημένος λαγός, δέν θέλει να με κάνει γαμπρό(του)!

ΠιΆΝΥ-Σε ΚΗ ΧΥΡέβΥ,

ΜΌΝΥ ΣέΝΑ ΑΓΑΠΎ.

σε πιάνω και χορεύω, μόνο εσένα αγαπώ.

ΜΉΣ Σ ΚΑΝΊΝΑ-ΠΑ Τ\ΘΑ δΎΜ,

Τ ΈΝΑ ΝΔ ΆΛΥ ΘΑ ΠΆΡΥΜ!

σε κανέναν δέν θα δώσουμε σημασία, ο ένας τον άλλο (=εσύ εμένα και εγώ εσένα) θα πάρουμε (=για σύζυγο).

ΤΑ ΚΥΡΉΞΑ: Όι, ΠΣΤΆΘΑΜ! ΚΑΤΛΊΓΥ ΑΣ ΚΆτσΥΜ! ΠιΆΣΗΤ ΚΆΝΑ ΤΡΑΓΌδ. ΑΤΌ, ΤΥ ΥΚΡΑΉΝΣΚΗ, ΧΤΈΣ ΤΥ ΤΡΑΓΌδΑΝΑΜ?...

Τα κορίτσια: όι, κουραστήκαμε! λίγο άς κάτσουμε! πιάστε κανένα τραγούδι. εκείνο, το ουκρανικό, χτές που τραγουδούσαμε;

ΈΝΑ ΠεδΊ: ΠΎιΥ «Цвіте терен, цвіте терен»?

Ένα αγόρι:ποιό, το «Цвіте терен, цвіте терен»;

ΤΑ ΚΥΡΉΞΑ: ΑΜΉ, ΑΜΉ, ΝΎ ΆιΔΑ, ^ΜΑΡΉιΑ, ΠςΉΡΑ-ΤΥ.

Τα κορίτσια: αμέ, βέβαια. λοιπόν, άντε Μαρία, άρχισετο.

^ΜΑΡΉιΑ (ΠςΗΡΆ ΤΡΑΓΥδΆ, ΌΛ-ΠΑ ΠΑΈΝΝΙ ΑΠΉΣΥ-τσ):

Μ.: (αρχίζει τραγουδά. όλοι οι άλλοι ακολουθούν (τραγουδούν κ εκείνοι συνοδεύοντας))

Цвіте терен, цвіте терен, The walk of life flowers, the walk of life flowers

листя опадає; leaves fall off;

хто в любові не знається, whoever in love is known

той горя не знає. toy does not know grief.

ανθίζει ο δρόμος της ζωής, ανθίζει ο δρόμος της ζωής, τα φύλλα πέφτουν· όποιος αγάπη δέν γνώρισε, αυτός πίκρα και θλίψη δέν γνωρίζει.

А я, молоденька, And I, young

та горе зазнала, but tested grief

вечерьоньки б не доїла, vecheren'ki would not milk

нічку б не доспала. night did not get some more sleep.

εγώ είμαι μικρή, αλλα πίκρα και θλίψη έχω γνωρίσει. ώς το βράδυ, δέν μπόρεσα να αρμέξω· νύχτα, δέν μπόρεσα να κοιμηθώ.

 

^ΒΌΡΗΣ: ΘΑ ΠΑΈΝ..ΝΥ. ΝΑ Τ\ΜΗΘΎ ΗΡ..ΡέβΥ.

Μπ.: θα πηγ γαίν νω... να κοιμηθ θώ θέ θέλω.

ΈΝΑ ΠΕδΊ: ΒΟΡΗΣ, ΝΑ βΈΓΛΑ ΠΑΣ ΤΥ ΣΑΤ (ΞΑΣΙ) ΤΊ ΌΡΑ ΈΝ  ΚΗ ΆΡΤΑ ΗΡΈβΣ ΝΑ Τ\ΜΗΘΊΣ?

Ένα αγόρι: Μπόρις, γιά κοίτα το ρολόι, τί ώρα είναι κ ήδη θέλεις να κοιμηθείς;

^ΒΌΡΗΣ (βΗΓΛΊΖ ΠΆΣ ΤΥ ΚΡΗΜΑΣΤΌ ΤΥ ΣΆΤ (ΞΑΣΙ)): Τ ΈΝΑ-Τ ΤΥ ΖΗβΛΊτσ ΣΤΊΚΗΤ, Τ ΑΛ..ΛΥ ΈΒΗΝ ΑΠ..ΠΆΝΥ (ΧΑΧΑΝΊΣΤΑΝ ΌΛ-ΠΑ, ^ΒΌΡΗΣ ΚΖέΝ  δΆιΝ. ΑΠΉΣΥ ΣΤΥ ΣΚΗΝΉ (ΖΑ ΣτσεΝΟι) ^ΒΌΡΗΣ-Σ ΠςΉΡΣΗΝ ΤΡΑΓΌδ): (αυτή η περιγραφή της ώρας ήταν παλιά ανέκδοτο,που το λέγανε, για άλλα βέβαια πρόσωπα, κ οι Πόντιοι. σύμφωνα με την περιγραφή η ώρα πρέπει να ήταν ακριβώς μεσάνυχτα, αλλα μπορεί κ να ήταν 6μιση το απόγευμα)

Μπ.: (κοιτάζει το κρεμαστό, του τοίχου, το ρολόι): η μιάτου η βεργουλα στέκεται όρθια, η άλ άλλη μπήκε απο ποπ πάνω (βάλανε τα γέλια όλοι, ο Μπόρις βγαίνει φεύγει. πίσω απο τη σκηνή ο Μπόρις άρχισε ένα τραγούδι):

ΑΜΗ, ΜΑΝΑ, ΓΟ ΦΥβΎΜε,

ΠέΣ Ν ΒΑΧΞΆ ΠεδΊιΑ.

Έι, ΑΜΗ, ΜΑΝΑ, ΓΟ ΦΥβΎΜε,

ΣΉΡΝΙ ΤΙ ΧΑιΆιδΑ!

    ναί, μάνα, εγώ φοβάμαι, μές τον κήπο (είναι) αγόρια, έι, κ βέβαια μάνα, φοβάμαι, (θα μου) πετάξουνε μεγάλες πέτρες!

ΈΝΑ ΚΥΡΉτσ: δΑΦΤΌ-Τ ^ΒΌΡΗΣ-Σ ΤΡΉιΑ ΚΑΠΉτιΑ τΉ ΚςΆΖ, ΑΜΑ ΤΊΧΑΔΑΡ ΠΛΥςΉιΑ Ές!

Ένα κορίτσι: ο ίδιοςτου ο Μπόρις τρία κέρματα δέν αξίζει, αλλα πόσα πλούτη έχει!

^ΛΙβΌΝΣ: ΗΛΒεΤ, Ές ΠΛΥςΉιΑ, ιΆΝ ΤΥ ΜΣΌ Τ ΧΌΡΑ ΉΝΝΙ ΑΛΞΉδ ΑΣ ΣΠΉΤ-ΤΙΝ ΚΗ ΈΧΝΙ ΛΌΝ ΤΑ ΚΑΛΆ ΤΑ ΤΌΠΣ ΑΣ ^ςΠΆΧΑ Τ ΧΥΤΡΆ ΚΗ ΑΣ ΤΑ ^ΣΤΡΥΝΓΚΉΛιΑ ΛΌΡιΑ.

Λ.: πραγματικά, έχει πλούτη, περίπου το μισό χωριό είναι υπηρέτες στο σπίτιτους, κ έχουνε μιά σειρά καλούς τόπους στου Шπάχα το αγρόκτημα κ στα Στρογγύλια ολόγυρα.

(ΒέΝ ΑΠέΣΥ ^εβΔΥτΉιΑ)

(μπαίνει μέσα η Ευδοκία)

^εβΔΥτΉιΑ: ΚΑΛΗΣΠέΡΑ, ΚΥΡΞΉΞΑ ΚΗ ΠεδΊΞΑ! (ΠέΡΝΙ Ν ΚΑΛΜεΡΉιΑ-τσ, «ΚΑΛΙΣΠέΡΑ, ΚΑΛΙΣΠέΡΑ, ΞΆΞΑ ^εβΔΥτΉιΑ!»). ΞΆΞΑ σημαίνει μεγάλη αδερφή. για τη Μαρία είναι όντως μεγάλη αδερφή, οι άλλοι την αποκαλούν έτσι απλώς απο ευγένεια.

Ε.: καλησπέρα κορίτσια κ αγόρια! (απαντάνε στο χαιρετισμότης: "καλησπέρα, καλησπέρα αδερφή Ευδοκία)

ΈΝΑ ΚΥΡΉτσ: Ό, ΚΑΛΌ ΤΥ ΉΡΤΙΣ, ΞΑΞΑ ^εβΔΥτΉιΑ. ΘΑ ΤΡΑΓΥδΊΣΥΜ ΚΆΝΑ ΤΡΑΓΥδΊτσ.

Ένα κορίτσι: ώ, καλά που ήρθες, αδερφή Ευδοκία, θα τραγουδήσουμε κανένα τραγουδάκι.

^εβΔΥτΉιΑ: ιΌΧ, ιΌΧ, ΚΑΜΉιΑ ΆΛΥ. ΓΟ ΧΡΆςΚΥ<Μ> Τ ^ΜΑΡΉιΑ. ^ΜΑΡΉιΑ, ΆιΔΑ ΑΣ ΣΠΉΤ. ΓΆΚΑ ^ΑΝΔΌΝΣ ΧΛΊΖ-Σε.

Ε.: όχι, όχι, κάποια άλλη φορά. Θέλω τη Μαρία. Μαρία, άντε στο σπίτι, ο μεγάλοςσου αδερφός ο Αντώνης σε φωνάζει.

^ΜΑΡΉιΑ (ΚΡέΜΑΣΗΝ ΤΥ ΦτιΆΛ): ΚΗ ΤΊ Αιτσ ΞΆΛΚΥ, ΚΌΜΑ ΤΑ ΑΡΝΊΘΑ τέΠΗΣΑΝ, Α ΓΆΚΑ ΆΡΤΑ ΧΛΊΖ-Με? (ΤΥςΝΈΦΤΙΝ).

Μ.: (κρέμασε το κεφάλι): κ γιατί έτσι γρήγορα, ακόμη οι κότες δέν έπεσαν να κοιμηθούν, κ ο αδερφόςμου κιόλας με φωνάζει; (έγινε σκεφτική, λυπημένη).

ΤΑ ΚΥΡΉΞΑ: ^ΜΑΡΉιΑ, ^εβΔΥτΉιΑ! ΗΛΆΤ ΑΣ ΤΡΑΓΥΔΊΣΥΜ ΚΑΝΑ ΤΡΑΓΥδΊτσ τιΆΛΥ ΚΗ ΣΤΈΡΑ ΠΆιΤ! (ΠςΉΡΣΑΝ ΧΥΡέβΝΙ ΚΗ ΤΡΑΓΥδΎΝ «ιΑΡΊΜ ΑβΆ». ^ΜΑΡΉιΑ ΚΗ ^εβΔΥτΉιΑ, ΔζΥΝΆιΣΑΝ ΝΑ ΠΑΈΝΝΙ. ^ΛΙβΌΝΣ ΈΣΤΙΚΣΗΝ Τ ^ΜΑΡΉιΑ ΚΗ ΚΑΡΦΆ ΚΆΤ ΉΠΗΝ-ΔΙΝ ΠέΣ ΤΥ ΦΤΊ, ^ΜΑΡΉιΑ ΚΗ ^εβΔΥτΉιΑ δΆβΑΝ. ΤΑ ΚΥΡΉΞΑ ΚΗ ΤΑ ΠεδΊιΑ ΤΡΑΓΥδΎΝ):

Τα κορίτσια: Μαρία, Ευδοκία! ελάτε να τραγουδήσουμε κανένα τραγουδάκι ακόμη κ ύστερα φεύγετε (άρχισαν χορεύουν κ τραγουδούν στο σκοπό "ιΑΡΙΜ {ΑβΑ". η Μαρία κ η Ευδοκία ξεκίνησαν να φύγουν. ο Λεβόνης σταμάτησε τη Μαρία κ κρυφά κάτι της είπε στο αυτί. η Μαρία κ η Ευδοκία φύγαν. τα κορίτσια κ τα αγόρια τραγουδούν):

ΧΑΝΊιΑ ΚΗ ^ΜΑΡΉιΑ |ΧΑΝ|εία και Μαρία

ΚΖέβΑΝ ΣΗΡΛΑΝΈΦΚΑΝΔΑΝ, εξέβαν |ΣΕιίΡ_ΛΕΝ|εύκανταν,

ΠΎιΥΣ-ΤΙΝ ΧΥΡέβ ΚΑΛΆ, ποίος-των χορεύει καλά,

«ιΑΡΉΜ-ΑβΑ» ΧΥςΛΑΜΆ!... «|ιΑΡΙΜ hΑβΑ|» |hΟς_ΛΑΜΑ|!

ΟΒΗΡ - ΟΒΗΡ.

μιά αρχόντισσα κ η Μαρία βγήκαν έκαναν σεριάνι, ποιά απο τις δυό χορεύει καλύτερα;

«ιΑΡΉΜ-ΑβΑ» ΧΥςΛΑΜΆ!... «|ιΑΡΙΜ hΑβΑ|» |hΟς_ΛΑΜΑ|!

ΟΒΗΡ - ΟΒΗΡ. (αυτό το είδος τραγουδιού είναι προφανώς τουρκικής προέλευσης, τα λόγια του ρεφραίν δέν έχουν άμεση σχέση με τα υπόλοιπα του τραγουδιού. ιΑΡΙΜ σημαίνει "αγαπημέν(η)μου", {ΑβΑ =σκοπός τραγουδιού,, καθώς κ ψυχική διάθεση, οπότε ιΑΡΙΜ hΑβΑ| =σκοπός ερωτικού τραγουδιού. |hΟς_ΛΑΜΑ| σημαίνει "merry making", το να κάνουν οι άνθρωποι κέφι. Το επιφώνημα |ΟΒΗΡ - ΟΒΗΡ| εκφράζει μεγάλη ευθυμία, νομίζω πως είναι η τουρκική λέξη |ΟΙΒΥΡ| που σημαίνει "παραπέρα", αλλα αυτό ελάχιστα έχει σημασία, ουσιαστικά είναι απλώς ένας ήχος που εκφράζει ξεχείλισμα ευθυμίας).

 

ΌΣ ΑΤΌΡΑ ΉΛΙΣ ΠέΛ, ώς ετώρα έλεγες «απόλυε»,

ΑΤΌΡΑ ΛΕΣ, ΜΆΝΑ-Σ Τ\ΘέΛ. ετώρα λές, μάνα-σου κί θέλει.

τέΤΙ, τέΤΙ ΦΥΤΊιΑ, καίεται, καίεται φωτία,

τέΤΙ ιΆςΚΥΜ Ν ΚΑΡδΊιΑ!... καίεται |ιΑς|ικο-μου την καρδία!

ΟΒΗΡ – ΟΒΗΡ.

ώς τώρα έλεγες "στείλε" (προξενητές, ανθρώπους να συνεννοηθούν για γάμο), τώρα λές (οτι) η μάνασου δέν θέλει. καίει, καίει φωτιά, καίγεται η νεανικήμου καρδιά!... |ΟΒΗΡ - ΟΒΗΡ|

 

ΔΡΑΝΎ-Σε ΚΗ ςέΡΥΜε, ανατρανώ-σε και χαίρομαι,

ΝΑ ΤΥ ΛΈΓΥ ΔΡέΠΥΜΗ. να το λέγω ντρέπομαι.

ΠέΛΣΗΝ ΜΆΝΑ-Σ ΠΥΛΑΣΉΣ, απέλυσε μάνα-σου απολυσίες,

ΗΡέβ ΜΑΣ ΤΙ ΝΑ ΧΥΡΉΣ. γυρεύει ημάς αυτή να χωρίσει.

ΟΒΗΡ – ΟΒΗΡ.

σε βλέπω κ χαίρομαι, νο το λέω ντρέπομαι. έστειλε η μάνασου ανθρώπους με μηνύματα, προσπαθεί να μας χωρίσει. |ΟΒΗΡ - ΟΒΗΡ|

 

βΆι, ΜΑΝΊτσΑ-Μ ΛΈΓΥ-ΣΙΕ, βάι, μανίτσα-μου, λέγω-σε,

ΣέΝΑ, ΆΛιΑΧ Χ\έβΥ-Σε. σένα |ΑΛΑΑQ| |QΙ|εύω-σε.

ΌΣ ΤΑ ΜΆΤιΑ-ΜΑΣ ΘΑ δΎΝ, ώς τα μάτια-μας θα δούν,

Τ ΈΝΑ ΝΤ ΆΛΥ ΘΑ ΡΥΘΜΎΜ! το ένα εν τω άλλω θα αροθυμούμε!

ΌΒΗΡ – ΟΒΗΡ.

άχ, μανούλαμου, σου λέω, πάρα πολύ λυπάμαι για σένα (=δέν θέλω να σε χάσω). όσον καιρό τα μάτιαμας θα βλέπουν, ο ένας τον άλλο θα αποθυμούμε! |ΟΒΗΡ - ΟΒΗΡ|

(ΦΣΑΛΙςΚΆΤΙ ΤΥ ΑβΛΈιΑ).

(κλείνει η αυλαία)

 

ΣΚΗΝΉ 2

ΠΆΣ ΤΥ ΑβΆΝΣΚΗΝΗ. ΝΊΧΤΑ, ΣΚΥΤΊΝΣ. ΦΑΝΙΡΌΘΙΝ ^ΛΙβΌΝΣ. βΗΓΛΊΖ ΑΣ ΤΑ ΜΑΡέΣ-Τ. ΑΣ ΤΥ ςέΡ-Τ ΑΝΔΥ ΤΑιΑΧΉτσ ΑΧ Τ ΦΗςΝΈΙΑ ΑΣ Τ ΆΚΡΑ ΑΝΔΥ ΤΥΒΖΉτσ. ΈΝΑ ΧΥΝΔΡΌ ΧΑιΆ ΑΣ ΈΝΑ ΜΑΡέιΑ.

στο μπροστά μέρος της σκηνής. νύχτα, σκοτεινιά. εμφανίστηκε ο Λεβόνης. κοιτάζει στα πλάγιατου. στο χέριτου με ένα ραβδάκι απο βυσσινιά που έχει στην άκρη (στρογγύλεμα, δηλαδή) κεφαλή μικρού ροπάλου. ένας χοντρός βράχος (είναι) σε μιά μεριά.

^ΛΙβΌΝΣ: τέΝ. τΉ ΦέΝΙΤ. ΠΡέΠΝΑ, τΉβΡΗΝ ΚΌΜΑ ΑβΛΆΧ ΑΧ ΤΥΝ ΓΆΚΑ-τσ ΤΥΝ ^ΑΝΔΌΝ ΝΑ ΈΡΚΗΤ ΑΣ ΤΑ ΜέΝΑ. ΑΤΊ ΉΠΗΝ-Με, ΟΛΥ ΈΝΑ βΡΉςΚΥ ΌΡΑ ΚΗ ΚΖέΝΥ ΛΈΓΥ-ΣΗ-ΤΥ ΠΌΣ ΜέΝΑ ΧΎΛΚΣΗΝ ΓΆΚΑ-Μ ^ΑΝΔΌΝΣ, ΣΑΒΑΧΤΆΝ.

        βΆι, ΤΊΧΑΔΑΡ ΚΥΡΉΞΑ ΈΝ ΚΑΛΆ ΠεΣ Τ ΧΌΡΑ, ΆΜΑ ιΆΝ ΤΥΚΌ-Μ Τ ^ΜΑΡΉιΑ τέΝ ΚΑΝΆ-ΠΑ. ΑΤΊ ΈΒΗΝ ΠέΣ Ν ΚΑΡδΊιΑ-Μ ΚΗ ΑΝ ΤΥΝ δΑΦΤΌ-τσ ςΞ]ΌΠΑΣΗΝ ΉΛιΥ ΤΥ ΦΌΣ ΑΧ ΤΙ ΜέΝΑ ΚΗ ΑΤΌΡΑ ΜΌΝΥ ΑΤΊ ΦέΝΙΤ ΑΣ ΤΑ ΜΆΤιΑ-Μ (ΚΆΘΙΤ ΠΆΣ Τ ΧΑιΆ). ΈΧ, ΠΡέΠΝΑ, ΓΌ ΗΝΊΘΑ ΑΣ ΤΥ ιΑΛΆΝ ΔΥΝιΆ ΜΌΝΥ ΝΑ ΝιΑΣΤΎ ΚΗ ΝΑ ΜΑΓΑΝΑΈβΥ. ΤΊ-ΛΥΓΥ ΥΚΎΜ ΈΧΥ ΓΌ? ΓΑΡΉΠΣ ΚΗ ΑΡΦΑΝΌΣ? ΤΊ-ΛΥΓΥ ΧΑΡΆ ΈΧΥ ΓΟ? ιΑΛΞΉΣ, ΠέΣ Τ δΥΛΊιΑ ΑΧ ΤΥΝ ΉΛιΥ ΗΝΊΘΙΜΥ ΌΣ ΤΥΝ ΉΛιΥ βΑΣΉΛΙΜΥ! ΑΛΑΗ ΈΝΑ ΧΑΡΆ ΈΧΥ ΑΣ ΤΥ ΖΉΣΜΥ-Μ ΑΓΆΠ ΑΣ Τ ^ΜΑΡΉιΑ ΚΗ ΑΤΌ-ΠΑ ΆΓΡ, ΑΝΑΧΌΡΤΑΣΤ ΠΛΎς ΗΡέβΝΙ ΝΑ ΤΥ ΠΆΡΝΙ!

        (ΦΑΝΙΡΌΘΙΝ ^ΜΑΡΉιΑ. ^ΛΙβΌΝΣ ΞΆΛΚΑ ΣΚΌΘΙΝ ΚΗ δΆιΝ ΧΑΡςΎ-τσ).

        Ό, ^ΜΑΡΉιΑ-Μ! ΌΡΑ ΦΆΝΙ-Με ΧΡΌΝΥΣ. ΤΑ ΜΆΤιΑ-Μ ΠέΜΝΑΝ ΑΣ Τ ΣΤΡΆΤΑ, Α ΣΉ τΉΣΗ ΚΗ τΉΣΗ. (ΣΤΊΚΝΙ ΑΝΓΚΑΛΖΜέΝ). ΣΤΆ, ΣΤΆ ΑΣ ΒεΓΛΊΚΣΥ ΧΑΡςΎ-Σ, ΓΟ ΑΤΌΣΥ δΙΝΑΤΆ ΡΥΘΜΎ-Σε ΚΗ τΉ ΔΑιΑΝΈβΥ ΠΟΤ ΘΑ ΈΡΤ βΡΑδΊΣ ΚΗ ΠΆΛΙ ΓΟ ΝΑ δΎ ΣέΝΑ.

Λ.: δέν είναι (εδώ). δέν φαίνεται. μάλλον δέν θα βρήκε τρόπο να απομακρυνθεί απο τον μεγάλο αδερφότης τον Αντώνη για να'ρθεί σε μένα, μου είπε: "οπωσδήποτε θα βρώ την ώρα κ θα βγώ θα σου πώ γιατί με φώναξε ο μεγάλος αδερφόςμου ο Αντώνης", απο το πρωί. πώ πω, πόσα κορίτσια υπάρχουν καλά μές το χωριό. αλλα σάν τη δικιάμου τη Μαρία δέν είναι καμιά μα καμιά. αυτή μπήκε στην καρδιάμου κ με τον εαυτότης σκέπασε του ήλιου το φώς απο'μένα, κ τώρα μόνο αυτή φαίνεται στα μάτιαμου. (κάθετσι στο βράχο). έχ, φαίνεται πως εγώ γεννήθηκα στον ψεύτικο κόσμο μόνο για να στενοχωριέμαι κ να κατακουράζομαι. τί δικαίωμα έχω εγώ; φτωχός κ ορφανός; τί χαρά έχω; υπηρέτης, μές τη δουλειά απο το ηλιογέννημα (=ανατολή)  μέχρι το ηλιοβασίλεμα. μόνο, μιά χαρά έχω στη ζωήμου, την αγάπη για τη Μαρία. κ αυτό ακόμη οι άγριοι, αχόρταγοι πλούσιοι προσπαθούνε να μου το πάρουνε! (εμφανίστηκε η Μαρία. ο Λεβόνης γρήγορα σηκώθηκε κ πήγε αντίκρυτης). ώ, Μαρίαμου! η ώρα μου φάνηκε χρόνος. τα μάτιαμου έμειναν στο δρόμο, κ εσύ λείπεις κ λείπεις. (στέκονται αγκαλιασμένοι). στάσου, στάσου να σε κοιτάξω. τόσο πολύ σε αποθυμώ κ δέν αντέχω (να περιμένω) πότε θα έρθει το βράδυ να σε ξαναδώ.

^ΜΑΡΉιΑ: ΓΌ δΑΦΤΊΜ-ΠΑ τΉΠΥΡΥ ΈΝΑ ΌΡΑ-ΠΑ ΝΑ ΉΜΗ ΛΊΓΥΣ ΤΑ ΣέΝΑ. ΠΎ τιΑΝ ΉΜΗ-ΠΑ ΚΗ ΤΊ τιΑΝ ΚΆΜΥ-ΠΑ ΣΗ ΚΆΜΉιΑ-ΠΑ ΑΧ ΤΥ ΝΎ-Μ τΉ ΚΖέΝΣ.

Μ.: κι εγώ η ίδια δέν μπορώ ούτε μιά ώρα να είμαι δίχως εσένα. όπου κι άν είμαι κ ό,τι κι άν κάνω, εσύ ποτέ απο το νούμου δέν βγαίνεις.

^ΛΙβΌΝΣ: ^ΜΑΡΉιΑ, ΈΛΑ ΑΣ ΚΆτσΥΜ ΠΆΣ Τ ΧΑιΆ, ΆΣ ΦΚΡΗΘΎΜ ΤΊΛΑΓΑ ΤΑ τσΗΡτσΗΡΉΝΙΣ ΛΊΓΥΣ ΆΚΡΑ τσΗΡτσΗΡΉΖΝΙ ΚΗ ΤΊΛΑΓΑ ΤΑ ΠΛΊιΑ ΜΑΚΡΆ, ΜΑΚΡΆ ΠεΣ ΤΑ ΒΑΧΞΆιδΑ ΤΡΑΓΥδΎΝ. ΆΣ βΗΓΛΊΚΣΥΜ, ΤΊΛΑΓΑ ΤΥ ^ΚΆΛ\ΜΗΥΣ ΔΡΥΧΥΜέΝΑ ΠέΡ ΚΗ ΠΆι ΤΑ ΝΕΡΆ-Τ. (ΚΆΘΝΙ ΠΆΣ Τ ΧΑιΆ). ΧΤΈΣ, ΑΝ ΔΑ ΉΜΝΙ ΑΣ ΤΥΝ ^ΧΑΡΤΑΧΆι, ΑΣ ΤΥ ΒΑΖΆΡ, ΚΑΤβέΝΙςΚΑ ΗΣΑΚΆΤΥ ΑΧ ΒΑΖΑΡΉ ΤΑ ΒΑΣΑΜΆΧιΑ, ΣΤΆΘΑ ΈΝΑ ΤΝΑ ΚΗ βέΛΚΣΑ ΑΣ Τ ΧΌΡΑ ΜΑΡέιΑ. ΠΣΤΈβΣ-ΤΥ, ^ΜΑΡΉιΑ, ΤΥ ^ΚΆΛ\ΜΗΥΣ, ιΑΛΣΤΡΌ ΆΜΑ ΣΠΑΘΊ, ΔΡές ΚΗ ΈΡΚΗΤ ΛΌΝ ΔΥ ΧΗΡΔΊς ΚΗ ΑΝ ΤΑ ΣΌΝ ΑΣ ΤΥ ιΑΛΌ, ΠΛΑΤΈιΑ ΑΝΊΖ Τ ΑΝΓΚΑΛΈιΑ-Τ ΚΗ ΖΜΉΧΚΗΤ ΑΝΔΥ ιΑΛΌ, Άιτσ, ΤΊΛΑΓΑ ΓΟ ΑΝΓΚΑΛΊΖΥ ΣέΝΑ (ΑΝΓΚΆΛΣΗΝ-ΔΙΝ).

ΤΊΣ ΠΥΡΉ ΝΑ ΣΤΊΚΣ ΠΥΤΑΜΉ ΤΥ ΡέΚΣΜΥ?

ΚΑΝΊΣ-ΠΑ!

ΤΊΣ ΠΥΡΉ ΝΑ ΣΤΑΘΊ ΜέΣΑ-ΜΑΣ?

ΚΑΝΊΣ-ΠΑ!

Λ.: Μαρία, έλα να κάτσουμε στο βράχο, να ακούσουμε πώς τα τζιτζίκια ασταμάτητα τσιρτσιρίζουνε κ πώς τα πουλιά μακριά, μακριά μές τους κήπους τραγουδούν. άς κοιτάξουμε πώς το (ποτάμι) Κάλμιους τρέχοντας παίρνει κ πάει τα νεράτου. (κάθονται στο βράχο). χτές, όταν ήμουν στον Χαρταχάι, στην πόλη, κατέβαινα ίσα κάτω απο της πόλης τα δρομάκια, στάθηκα μιά στιγμή κ κοίταξα προς το χωριό μακριά. το πιστεύεις; Μαρία, το Κάλμιους γυαλιστερό όμοια με σπαθί τρέχει κ έρχεται καταμήκος της ερημιάς, κ όταν φτάνει στη θάλασσα πλατιά ανοίγει την αγκαλιάτου κ ενώνεται με τη θάλασσα. έτσι, όπως εγώ αγκαλιάζω εσένα (την αγκαλιάζει).

ποιός μπορεί να σταματήσει του ποταμού τη ροή?

κανένας!

ποιός μπορεί να σταθεί ανάμεσαμας?

κανένας απολύτως!

^ΜΑΡΉιΑ: ΣΉ ΛΈΣ Τ ΑΣΛΊ-Τ. ΜΑΣ ΑΝΔΥ ΝΕΡΌ-ΠΑ τΉ ΧΥΡΉΣ-ΜΑΣ. ΜΑ ΓΌ τΉ ΚΣέΡΥ ΤΊ ΝΑ ΚΆΜΥ. ΣΗ ΚΣέΡΣ-ΤΥ, ΠΌΣ ΜέΝΑ ΧΎΛΚΣΗΝ ΓΆΚΑ-Μ ^ΑΝΔΌΝΣ? ΣΉΜΥΡ ΤΥ βΡΑδΊ ΘΑ ΈΡΤΝΙ ΑΧ ^ΒΌΡΗΣ ΜΑΡέιΑ ΤΆΤΑ-Τ, ΜΆΝΑ-Τ, ΤΑ ΣΌιΑ-ΤΙΝ ΝΑ τσΑΚΌΣΝΙ ΜέΓΑ ΧΑΛΆτσ ΚΗ ΝΑ ΚΆΜΝΙ ΥιΎς ΠΌΤ ΝΑ ΚΆΜΝΙ ΤΥ ΔΥΓΚΎΝ. ΓΆΚΑ-Μ ^ΑΝΔΌΝΣ ΚΆΜ-ΔΑ ΌΛΑ-ΠΑ. ΤΊ ΝΑ ΚΆΜΥΜ, ^ΛΙβΌΝ?

Μ.: λές την αλήθεια. εμάς με νερό δέν μας χωρίζεις (=δέν μπορεί να μας χωρίσει κανείς με νερό, παροιμία). αλλα δέν ξέρω τί να κάνω. ξέρεις γιατί με φώναξε ο μεγάλοςμου αδερφός ο Αντώνης; σήμερα το βράδυ θα έρθουνε απο του Μπόρις τη μεριά ο πατέραςτου, η μάνατου, οι συγγενείςτους, για να σπάσουνε μεγάλη πίτα (=σύμφωνα με το έθιμο) κ να συμφωνήσουνε πότε να κάνουνε τη γιορτή του γάμου. ο μεγάλος αδερφόςμου ο Αντώνης τα κάνει όλα. τί να κάνουμε, Λεβόνη;

^ΛΙβΌΝΣ: ΑΧ ΑΤΌ-ΠΑ ΉΡΤΙΝ ΑΠΉΣΥ-Σ ^εβΔΥτΉιΑ… (ΣΤΆΘΙΝ ΝΥΝΊΖ). ΚΣέΡΣ ΓΟ ΤΊ ΝΎΝΣΑ? ΈΛΑ ΑΣ ΦΧΎΜ ΠΑΧ Τ ΧΌΡΑ, ΑΣ ΠΑΈΝΥΜ ΒδΙΝΑ ΜΑΚΡΆ, ΞΑΧ ΑΣ ΤΥ ^ΚΥΒΆΝ\. ΉΣΗ ΧΑΉΛΣΑ?

Λ.: γι'αυτό λοιπόν ήρθε ύστερα απο σένα η Ευδοκία... (στάθηκε σκέφτεται): ξέρεις εγώ τί σκέφτηκα; έλα να φύγουμε απο το χωριό, να πάμε κάπου μακριά, ακόμη κ στο Κουμπάνι. είσαι σύμφωνη;

^ΜΑΡΉιΑ: ΓΌ ΔΆΜΑ-Σ ΉΜΗ ΧΑΉΛΣΑ, ΧΑΉΛΣΑ ΝΑ ΠΑΈΝΥ ΑΣ ΠΆΤΥ Τ ΆΚΡΑ. ^ΛΙβΌΝ, ΑΣ ΠΑΈΝΥ ΑΣ ΣΠΉΤ. ΓΟ ΚΖέβΑ ΑΧ ΣΠΉΤ-ΜΑΣ, ΝΑ ΜΉ ΤΥ ΚΣέΡ ΚΑΝΊΣ-ΠΑ, ΚΑΡΦΆ.

Μ.: εγώ μαζίσου είμαι πρόθυμη να πάω στης γής την άκρη. Λεβόνη, άς πάω σπίτι. βγήκα απο το σπίτιμας έτσι που να μήν το ξέρει κανένας, κρυφά.

 ^ΛΙβΌΝΣ: ΣΤΆ, ^ΜΑΡΉιΑ, ΣΤΆ ΕΝΑ ΣΤΆΚΣ τιΆΛΥ, ΑΣ Σε ΤΡΑΓΥδΊΣΥ ΈΝΑ ΤΡΑΓΥδΊτσ, ΠΎιΥ ΚΌΜΑ δΑΦΤΌΜ τΉΚΣΑ-ΤΥ. (ΤΡΑΓΥδΊ):

Λ.: στάσου, Μαρία, στάσου μιά σταλιά ακόμη, να σου τραγουδήσω ένα τραγουδάκι που ακόμη ο ίδιος δέν το άκουσα. (τραγουδά):

Τ ΧΌΡΑ ΤΊΓΛΑ ΜΛΎΤΙ

ΠέΣ βΡΑδΊ Τ ΣΚΥΤΝΊιΑ,

ΓΟ ΣΤΑ ΣέΝΑ ΖΒδΆΖΥ,

Ό, ΤΥΚΌΜ, ΜΑΡΉιΑ.

το χωριό καθώς κρύβεται μέσα στου βραδυού τη σκοτεινιά, για σένα βιαστικά έρχομαι, ώ, δικιάμου Μαρία.

 

ΦέΝΓΚΥΣ, ΔΡΆ, ΗΝΊΘΙΝ

ΑΧ ΤΥ ΣΉΡΤ ΑΠΉΣΥ.

ΦΛΆΓΥ-Σε ΝΑ ΈΡΚΗΣ,

ΝιΆςΚΥΜ ΠΌΣ ΣΗ τΉΣΗ.

 το φεγγάρι, κοίτα, γεννήθηκε (= ανέτειλε) απο τη ράχη (του βουνού) πίσω. σε περιμένω να έρθεις, στενοχωριέμαι γιατί να μήν είσαι εδώ.

 

ΤΥ ΠΥΤΆΜ, Ό βέΓΛΑ,

ΔΡές ΑΝΑΝΓΚΑΖΜέΝΑ.

ΑΣ ΤΥ ΝΎ-Μ ΓΟ ΠΆΝΔΑ,

ΈΧΥ ΜΌΝΥ ΣέΝΑ.

το ποτάμι, ώ, κοίτα, τρέχει με βία, με θυμό. στο νούμου εγώ πάντα έχω μόνο εσένα.

 

ΤΥ ΑΓΆΠ ΤΥΚΌΜΑΣ,

ΈΝ ΖΗΣΤΌ Χ Τ ΦΥΤΊιΑ.

Ό, ΤΥΚΌΜ ΣΗ Τ ΈΝΑ,

Ό, ΤΥΚΌΜ ^ΜΑΡΉιΑ!

η αγάπη η δικιάμας είναι πιό ζεστή απο τη φωτιά. ώ, μοναδικήμου, ώ, δικιάμου Μαρία!

 

^ΜΑΡΉιΑ: ΦΛιΥΡΉΤΚΑ ΛΑΧΑΡΔΈΣ! ^ΛΙβΌΝ, ΠΎ ΚΡΎιΣ ΑΠΆΝΥ? (κρούει επάνω =χτυπάει επάνω = κατα τύχει βρίσκει κάτι, σάν το αγγλικό "stumble on")

Μ.: χρυσά λόγια! Λεβόνη, πού τα βρήκες;

^ΛΙβΌΝΣ: ΤΆ ΚΖέΝΝΙ ΑΠ ΑδΌ (δΊΓΝ ΠΆΣ Ν ΚΑΡδΊιΑ), ΑΤΆ ΗΝΊΘΑΝ, ΑΝΔΑ ΦΉΛΑΓΑ ΣέΝΑ ΑΤΌΡΑ ΝΑ ΈΡΤΣ ΑΣ ΤΑ ΜέΝΑ.

Λ.: αυτά βγαίνουν απο'δώ (δείχνει την καρδιάτου), αυτά γεννήθηκαν όταν σε περίμενα τώρα να έρθεις σε μένα.

^ΜΑΡΉιΑ (ΔΡΑΝΆ ΑΣ Τ ΜΑΡέιΑ-τσ ΠεΣ Τ ΣΚΥΤΝΊιΑ): ΑΣ ΠΑΈΝΥ, ^ΛΙβΌΝ, ΆΡΤΑ ΠΥΛΆ ΣΤΆΘΑΜ, ΓΆΚΑ-Μ ^ΑΝΔΌΝΣ ΝΑ ΜΉ ΈΡΚΗΤ ΑΠΉΣΥ-Μ. ΦΗΝΥΜΉιΑ, ^ΛΙβΌΝ. (φηνουμεία, πρέπει να είναι απο τη φράση "αφήνουμε υγεία", στερεότυπος αποχαιρετισμός).

Μ.: (κοιτάζει δεξιά κ αριστερά μές τη σκοτεινιά): ας πηγαίνω, Λεβόνη, ήδη πολύ σταθήκαμε. ο μεγάλος αδερφόςμου ο Αντώνης να μήν έρθει στο κατόπιμου. σ' αφήνω γειά, Λεβόνη.

^ΛΙβΌΝΣ: ΦΗΝΥΜΉιΑ, Τ ΈΝΑ-Μ!

Λ.: σ' αφήνω γειά, μοναδικήμου!

        (^ΜΑΡΉιΑ δΆιΝ. ^ΛΙβΌΝΣ ΈβΓΑΛΙΝ ΤΥβΡΑδΊτσΑ ΑΝΔΥ ΤΥΤΎΝ, ΒΡΆιΣΗΝ τσΙΓΆΡΚΑ, ΑΝΔΥ ΜΑΝΊ ΉΠΣΗΝ-ΔΥ. ΔΡΆΝΣΗΝ ΑΣ ΤΑ ΜΑΡέΣ-Τ ΠέΣ Τ ΣΚΥΤΝΊιΑ. ΠςΉΡΣΗΝ ΤΡΑΓΌδ):

(η Μαρία έφυγε. ο Λεβόνης έβγαλε ένα σακκουλάκι με καπνό, έστριψε τσιγάρο. με ένα σπίρτο το άναψε. κοίταξε δεξιά κ αριστερά μές τη σκοτεινιά. άρχισε ένα τραγούδι):

ΑΚΣΠΌΛΤΥΣ ΚΗ ςΚΗΖΜέΝΥΣ

ΚΗ ΤΥ ΠΥΛΆ ΝΙΣΤΚΌΣ.

ΔΙΓΚΉΖ ΜΑΓΑΝΑιΜέΝΥΣ,

ΓΑΡΉΠΣ ΚΗ ΑΡΦΑΝΌΣ.

ξηπόλυτος κ σκιμένος, κ συνήθως νηστικός. ολημερίς (πάντοτε) ταλαιπωρημένος απο μόχθους, φτωχός κ ορφανός.

(ΑΤΌ Τ ΌΡΑ, ΠΆΧ Τ ΣΚΥΤΝΊιΑ ΚΖέβΑΝ ΤΈΣΗΡΑ ΝΥΜΆΤ ΑΝΔΑ ΤΑιΆΧιΑ, ΤΑ ΓΎΝΕΣ-ΤΙΝ ΑΧΤΡΑΜΖΜέΝΑ. ΧΥΛΔΆιΣΑΝ ΠΆΣ ΤΥΝ ^ΛΙβΌΝ. ΔΥςΜΆΝ ΧΛΊΖΝΙ:) «ΑΤΌΡΑ ΦΚΡΉΘ ΤΥΚΌ-ΜΑΣ ΤΥ ΤΡΑΓΌδ». ΚΡέΜΣΑΝ-ΔΥΝ. ΣΤΈΡΑ ^ΛΙβΌΝΣ ΚΖέΝ ΑΠ ΠΆΝΥ. ΣΤΈΡΑ ΠΆΛ ΠΗΜέΝ ΑΠ ΚΆΤΥ. ΠΚΑΝΊΖΝ-ΔΥΝ ΑΝΔΑ ΤΑιΆΧιΑ. ^ΛΙβΌΝΣ-ΠΑ ΚΆΘΑ ΚΡΎι ΚΑΝΊΝΑ, ΚΡΗΜΉΖ-ΤΗΝ ΑΚΆΤΥ.

(εκείνη την ώρα, απο τη σκοτεινιά βγήκαν τέσσερα άτομα κρατώντας ραβδιά. οι γούνεςτους αναποδογυρισμένες. επιτέθηκαν στον Λεβόνη. οι εχθροί φωνάζουνε: "τώρα ακούστε το δικόμας το τραγούδι". τον έρριξαν κάτω. ύστερα ο Λεβόνης βγαίνει απο πάνω. ύστερα πάλι μένει απο κάτω. τον χτυπάνε με τα ραβδιά. αλλα κ ο Λεβόνης όποτε χτυπάει κανέναντους, τον ρίχνει κάτω).

(ΤΊΣ ΤΥΝ ΠΚΆΝΖΗΝ – ΈΦΤΑΝ <ΈΦΧΑΝ>. ^ΛΙβΌΝΣ ΠέιΤ <ΠέΦΤ> ΑΣΆΛΙΦΤΑ. ΣΤΈΡΑ ΣΚΌΘΙΝ, ΠιΆΚΗΝ ΤΥ ΦτιΆΛ-Τ ΚΗ ΓΆΛιΑ - ΓΆΛιΑ δΆιΝ ΠΆΧ ΤΥ ΣΚΗΝΉ. (ΣΟ ΣτσεΝΙ). ΠΗΡΝΆ δΊιΑ - ΤΡΉιΑ ΜΗΝΎΤιΑ ΑΝΊΧΚΗΤ ΤΥ ΖΑΝΑβέΣ).

(εκείνοι που τον χτυπούσαν - έφυγαν. ο Λεβόνης κείτεται ασάλευτος. ύστερα σηκώθηκε, έπιασε το κεφάλιτου, κ σιγά σιγά έφυγε απο τη σκηνή. (κλείνει η αυλαία) περνούν δύο - τρία λεπτά, ξανανοίγει η κουρτίνα (= η αυλαία)).

 

ΣΚΗΝΉ 3

^ΚΥςΚΌς ^ΜΑΡΉιΑΣ ΤΥ ΣΠΉΤ. ^ΗΛιΥςΣ ΚΗ ^ΣΌΝιΑ ΚΆΘΝΙ ΠΆΣ ΤΥ ΚΥΡβΆΤ ΚΑΛΆ ΦΥΡΗΜέΝ. ^ΑΝΔΌΝΣ ΑΞΥβΛΑιΜέΝΥ ΠΡΑΤΊ ΑτΉ ΚΗ ΑδΌ. τέΤΙ ΚΡΗΜΑΣΤΌ ΛΆΜΠΑ. ΈΒΗΝ ΑΠέΣΥ ^ΜΑΡΉιΑ.

της Κοшκόш Μαρίας το σπίτι. ο Ήλιουш (=Ηλίας) κ η Σόνια (γονείςτης) κάθονται στην κρεββάτα, με τα καλάτους ντυμένοι. ο Αντώνης (αδερφόςτης) οργισμένος πηγαινοέρχεται. είναι αναμμένη μιά κρεμαστή λάμπα. μπήκε μέσα η Μαρία.

^ΑΝΔΌΝΣ (ΣΤ ^ΜΑΡΉιΑ): ΠΎ ΠΡΆΤΑΝΙΣ ΌΣ ΑΤΌ<Ρ>Α? (ΑΞΥβΛΊδΚΑ) ΒΑςΤΆΧΚΥ ΠΡΆΜΑ! ΓΌ βΓΆΛΥ ΤΥ δέΡΜΑ-Σ ΑΣ ΤΥ ΚΥΝΔΆΡ! ΆΡΤΑ ΘΑ ΈΡΤΝΙ ΠΥΚΥΡςΆΡ, ΠΟΝΗΜΑες\, ΑΤΊ τέΝ ΒδΙΝΆ-ΠΑ! ΞΆΛΚΑ ΦΌΡ ΤΑ ΚΑΛΆ-Σ ΚΗ ΈΛΑ ΑΠ ΑδΌ ΜΑΡέιΑ! (δΆιΝ ^ΜΑΡΉιΑ ΠέΣ Τ ΆΛΥ ΤΥ ΒΌΛΙΜΥ). πού περιπάτανες ώς ετώρα; (|ΑΞΟΥβΛΙ|δικα) |ΒΑςΤΑ#|ικο πράγμα! εγώ βγάλω το δέρμασου εις το κοντάρι! |ΑΡΤΙ#| θα έρθουνε αποκρισιάροι, |ΠΟΝΗΜΑες\|. αυτή κί ένι πουθενά-πα! |ΞΑΛ|ικα, φόρει τα καλά-σου κ έλα απ' εδώ μερέα! (διάβη Μαρία απ'έσω το άλλο το |ΒΟΙΛΥΜ|ο. το on-line λεξικό εξηγεί ΒΑςΤΆΧΚΥ= περιπλανώμενο, αλήτικο.

 Α.: (στη Μαρία): πού γύριζες ώς τώρα; (οργισμένα): αδέσποτο ζώο! θα σε γδάρω κ θα κρεμάσω το δέρμασου στο κοντάρι! έφτασε η ώρα που θα έρθουνε οι επισκέπτες, κατάλαβες, αυτή δέν είναι πουθενά! γρήγορα, φόρα τα καλάσου κ έλα απο'δώ! (πήγε η Μαρία στο άλλο το δωμάτιο).

^ΣΌΝιΑ: ^ΑΝΔΌΝ, ΑΚΎιΣ ΤΙ ΛΈΓΥ: ^ΒΌΡΗΣΣ ΆΛιΑΧ ΠΑΤΆΛΣ ΚΗ ΠΗΛΤΈΚΚΑ ΛΑΧΑΡΔΈβ, τΉ Υέβ ΧΑΡςΎ ΣΤ ^ΜΑΡΉιΑ-ΜΑΣ.

Σ.: Αντώνη, ακούς τί λέω; ο Μπόρις πολύ άτσαλος (είναι) κ τσεβδά μιλάει. δέν ταιριάζει σε σύγκριση με τη Μαρίαμας.

^ΑΝΔΌΝΣ: ΉβΡΑΝ ΜΑΑΝΆ, ΤΊ ΝΑ ΈβΡΝΙ, ΠΟΝΗΜΑες\! ΤΥ ΖΔΊΧΑΜΥ-Τ ΚΌΜΑ ΣΆΖ.

Αντώνης: βρήκαν επίκριση, τί να βρούνε, κατάλαβες! η μιλιάτου ακόμη θα σιάξει.

^εβΔΥτΉιΑ: (ΞΆΛΚΑ ΈΒΗΝ ΑΣ Τ ΛΑΧΑΡΔΊ): ΑΜΉ, ΑΜΉ, ΣΆΖ! ΑΝΔΑ ΧΛΊΖ ΚΎΚΥΣ ΠέΣ ΤΥ ΌΡΥΣ. ("εν τά χουλίζει κούκος απ'έσω το όρος", λαϊκή ρωμαίικη παροιμία που δηλώνει μάταιη ελπίδα)

Ε.: (γρήγορα μπήκε στην κουβέντα): αμέ, αμέ, θα σιάξει! όταν φωνάξει ο κούκος στο βουνό.

^ΑΝΔΌΝΣ: Α ΣΉ, ^εβΔΥτΉιΑ, ΠΟΝΗΜΑες\, ΣΌΠΑ, ΤΥΚΌ-Σ Τ δΛΊιΑ τέΝ. ΉβΡΑΜ ΜέΛ ΚΗ ιΌΧΣΑΜ ΧΛιΆΡ-ΠΑ ΗΡέβΗΤ ΝΑ ΧΑΔΡέβΗΤ, ΠΟΝΗΜΑες\. (ήβραμε μέλι και χουλιάρι χαΔρεύετε, ρωμαίικη παροιμία)

        ΤΊΣ Ές ΠεΣ Τ ΧΌΡΑ ΑΧΣ ΌΛΣ ΠΥΛΆ ΠΛΥςΉιΑ? ^ΛΑΦΑΖΆΝΣ, ΠΟΝΗΜΑες\.

        ΤΊΣ Ές ΑΧΣ ΌΛΣ ΠΥΛΆ ΠΡΌβΑΤΑ ΠέΣ Τ ΧΌΡΑ? ^ΛΑΦΑΖΆΝΣ!

        ΤΊΣ Ές ΑΧΣ ΌΛΣ ΠΥΛΆ ΤΙΖΑτεΣ ΠέΣ Τ ΧΌΡΑ? ^ΛΑΦΑΖΆΝΣ! (ΤΕΖΕΚ =κοπριά αγελάδας, η τεζεκιά =σταύλος καλυμμένος με ξερή κοπριά αγελάδας, αγελαδοτροφείο)

        ΣΥΠΆΤ, ΑΣ ΦΡΑΓΎΝ ΤΑ ΣΤΌΜΑΤΑ-ΣΑΣ! ΌβΑ, ΠΡέΠΝΑ, ΉΡΤΑΝ, ΤΑ ςΚΛΊιΑ ΛΆΖΝΙ. (βεΓΛΊΖ ΠΑΧ ΤΥ ιΑΛΊ). ΉΡΤΑΝ! (ΑΠ ΌΚΣΥ ΡΥΤΎΝ: ιΌΧΣΑΜ, ΆΡΤΑΧ ΈΠΗΣΗΤ?).

Α.: κι εσύ Ευδοκία, κατάλαβες, σώπα. δικήσου δουλειά δέν είναι. βρήκαμε μέλι, κ κουτάλι γυρεύετε, κατάλαβες. ποιός έχει μές το χωριό απ' όλους περισσότερα πλούτη; ο Λαφαζάνης, κατάλαβες. ποιός έχει απ' όλους τα περισσότερα πρόβατα μές το χωριό; ο Λαφαζάνης! ποιός έχει απ' όλους περισσότερους στάβλους με αγελάδες; ο Λαφαζάνης! σωπάτε, να φραγούν τα στόματασας! ώπα, πρέπει να ήρθαν, τα σκυλιά γαβγίζουνε (κοιτάζει απο το τζάμι). ήρθαν! (απ' έξω ρωτούν: "τί, μήπως κιόλας πέσατε για ύπνο;)

^ΑΝΔΌΝΣ: ΠΌΣ-ΠΑ ΝΑ ΈΠΗΣΑΜ! (ΑΝΊΖ Ν ΠΌΡΤΑ). ΥΡΉΣΗΤ ΠεΡΆΣΗΤ, ΤΑ ΚΑΡδΑΚΆ-ΜΑΣ ΚΌΖΜΥ! ΜΎΖΙΚΗΣ! (ΤΑ ΜΎΖΙΚΗΣ: ΛΑβΎΤΑ, ΓΚΗΜΗΞΆ, ΔΑΗΡέ, ΛΑΛΊΓΝΙ ΑβΆ). Έι, ^ΗΣΠΉΡΙ! ΤΥβΆΡΗΠΣΗ Τ ΆΛΓΑ-ΤΙΝ ΚΗ ΠέΤΑΚΣΗ ΈΜΒΡΥ ΚΑΤΛΊΓΥ ΠΞΑΝΊτσ!

Α.: κ πώς είναι δυνατόν να ξαπλώναμε! (ανοίγει την πόρτα). ορίσετε, περάστε, δικοίμας άνθρωποι! μουσικές! (οι μουσικές: λαούτο, κεμεντζές, νταϊρές, παίζουνε έναν σκοπό). έ, Σπύρο! ξέζεψε τ' άλογατους κ ρίξε μπροστά λίγο άχυρο.

(ΈΒΑΝ ΑΠέΣΥ ^ΜΚΌΛΑΣ ^ΛΑΦΑΖΆΝ, ΑΝ Τ ΗΝΈΚΑ-Τ ^βΑΣΗΛΊιΑ ΚΗ ΤΑ ΣΌιΑ-ΤΙΝ: ΠέΝΔΙ ΆΝΔΡ ΚΗ ΠέΝΔΙ ΗΝΈΚΗΣ).

(μπήκαν μέσα ο Νικόλας Λαφαζάν, με τη γυναίκατου τη Βασιλεία κ τους συγγενείςτους: πέντε άντρες κ πέντε γυναίκες).

^ΜΚΌΛΑΣ: ΚΑΛΗΣΠέΡΑ ΧΥΔΑ ^ΗΛιΥς, ^ΑΝΔΌΝ ^ΉΛ\ΗΞ, ΚΑΛΙΣΠέΡΑ! (ςεΡΥΠιΆΝΝΙ).

Ν.: καλησπέρα, συμπέθερε Ηλία, Αντώνη του Ηλία, καλησπέρα (κάνουνε χειραψίες).

^βΑΣΗΛΊιΑ: ΚΑΛΙΣΠέΡΑ, ΖΒΗΘΙΡΆ ^ΣΌΝιΑ, ΉιΑ, ΉιΑ, ΑδΌ ΧΑΡΑΤΉιΑ! (ΑΝΓΚΑΛΊςΚΥΝΝΙ ΚΗ ΦΛΊςΚΥΝΝΙ).

Β.: καλησπέρα συμπεθέρα Σόνια, υγεία, υγεία, εδώ γιορτή! (αγκαλιάζονται κ φιλιούνται)

ΤΑ ^ΚΟςΚΌςΑ: ΚΑΛΥΣΉΡΤΙΤ ΚΗ ΚΑΛΥΣΉΡΤΙΤ-ΠΑ! ΌΛ-ΣΑΣ-ΠΑ! ΓδΙΣΤΈΤ, ΥΡΉΣΗΤ ΚΆτσΗΤ. (ΓδΊςΚΝΙ. ΚΆΘΝΙ ΠΆΣ ΤΥ ΜΑΚΡΉ ΤΥ ΣΚΑΜΝΊ. ^βΑΣΗΛΊιΑ βΆΛ ΜέΓΑ ΒΥΧΞΆ ΠΆΣ ΤΥ  ΤΡΑΠέΖ).

Οι Κοшκόш: καλωσήρθατε, κ ξανά καλωσήρθατε! όλοι-σας! βγάλτε τα πανωφόριασας, ορίστε, καθίστε (βγάζουν τα πανωφόριατους, κάθονται στο μακρύ το κάθισμα (πάγκο, καναπέ). η Βασιλεία βάζει ένα μεγάλο μποχτσά πάνω στο τραπέζι).

^ΜΚΌΛΑΣ: ΤΊ ΚΆΜΗΤ ΑδΌ ΜΑΡέιΑ? ΣΗΣ ΖΉΤΙ ΣΜΆ ΣΤΥ ΠΥΤΆΜ, ΠΡέΠΝΑ, ΠιΆΝΙΤ ΠΣΆΡιΑ?

Ν.: τί κάνετε σ' αυτά τα μέρη; εσείς ζείτε κοντά στο ποτάμι, υποθέτω πιάνετε ψάρια;

^ΗΛιΥς: Έ, ΒΑΡΌ, ΤΊΣ ΠΆι, ΤΌΣ ΠιΆΝ, ΤΊΣ τΉ ΠΆι, τΉ ΠιΆΝ. ΌβΑ, ΧΤΈΣ ^ΣΥΣΌι ^ΜΉΤΡΥΣ ΑΝΔΥ ιΌ-Τ, ΑΧ ΑΦΤΆΜΑΣ ΌΣ ΤΥΝ ΠΗΡΝΌ, ΠιΆΚΗΝ ΈΝΑ ΤΑΛΙΚέ ΠΣΆΡιΑ: ΣΚΥΜΒΡΉιΑ, ΞΑΠΆΧιΑ, ΣΛΆιδΑ. ΣΉΣ ΤΊ ΚΆΜΗΤ, ΤΊ τιΥΝΎΡιΑ ΈΝ ΑΣ ΤΑΚΆΣΑΣ ΤΑ ΜΑΡέΣ? (το οτι όποιος ήταν φιλόπονος μπορούσε να πιάσει τόσα πολλά ψάρια, δείχνει οτι μπορούσαν να αποκτήσουν πλούτη με έντιμους τρόπους, αντί να επιδιώκουν την εύκολη λύση του να παντρέψουν την κόρητους).

Η.: έ, αγαπητέμου, να σου πώ, όποιος πάει, πιάνει, όποιος δέν πάει, δέν πιάνει. νά, χτές ο Σουσόι Μήτρος με τον γιότου απο το βράδυ ώς το πρωί έπιασε μιά καρότσα ψάρια: σκουμπριά, чαπάχια, σελάδια. εσείς τί κάνετε, τί νέα στα δικάσας τα μέρη;

^ΜΚΌΛΑΣ: Έ ΜΉΣ, ΚΑΛΆ ΉΜΑΣ, δΟΚΣΑΣΉιΑ! ΦΑΡΑΖΉΜ, ΟβΑ ΖΒΗΘΙΡΆ-ΣΑΣ ^βΑΣΗΛΊιΑ ΆΡΤΑΧ ΤΡΉιΑ ΝΊΧΤΙΣ τΉ Τ\ΜΆΤΙ ΑΧ ΤΑ ΚΖέβΑΝ δΑβΌΛ ΠεΣ ^ΔΥΒΔΥΒ ^ΗΣΠΉΡΗ ΤΥ ΣΠΉΤ.

Ν.: έ, εμείς καλά είμαστε, δόξα τω Θεώ! ένα ζήτημα είναι, νά, η συμπεθεράσας η Βασιλεία εδώ κ τρείς νύχτες δέν κοιμάται, αφότου βγήκαν διαβόλοι μές του Ντουμπντούμπ του Σπύρου το σπίτι.

^ΣΌΝιΑ: ΗβΎι, ΗβΎι ΜΆΝΑ! ΜΉΣ ΤΊΠΥΤ τΉΚΣΑΜ. ΚΗ ΠΌΤ ΉΤΥΝ?

Σ.: όι όι μάνα! εμείς τίποτε δέν ακούσαμε. κ πότε συνέβη;

^βΑΣΗΛΊιΑ: ΠΌΤΙΣ, ΒΑΡΌ, ΧΤΈΣ! ΉΝΔζΑΜΥ, τΉΚΣΗΤ-ΤΥ? ΜΑΝΆΚΑ-ΤΙΝ ^ΔΥΒΔΎΒΗΝΑ δΑΦΤΊτσ ΜέΝΑ ΉΠΗΝ-ΔΥ. ΚΗ ΚΣέΡΗΤ ΑΤΊ, ΤΊ τιΆΛΥ ΉΠΗΝ: ΤΊΛΑΓΑ ΠέΛΣΑΝ ΑΣ ΤΑ ΓΌΝΑΤΑ ΑΚΆΤΥ ΚΗ ΈβΑΛΑΝ ΜΗΤΆΝΙΣ, ΑΤΌ Τ ΌΡΑ δΑβΌΛΣ ΠΉΡΗΝ-τσ ^ΧΆΡΥΣ.

Β.: πότε, παρακαλώ, χτές! πραγματικά, δέν το ακούσατε; η γιαγιάτους η Ντουμπντούμπαινα η ίδια μου το είπε. κ ξέρετε εκείνη τί ακόμη μου είπε; μόλις έπεσαν στα γόνατα κάτω κ έκαναν μετάνοιες, εκείνη την ώρα τους διαβόλους τους πήρε ο Χάρος.

^ΗΛιΥς: ΚΑΛΌ ΘΑΓΜΆΣΗιΥ ΜΑΣ ΉΠΗΤ! ΑΤΌΡΑ ΖΒΗΘΙΡΆ-ΣΑΣ ΣΌΝιΑ-ΠΑ Τ\ΘΑ Τ\ΜΆΤΙ ΥΛΝΊΧΤΑ!

Η.: ωραίο θαύμα μας είπατε! τώρα κ η συμπεθέρασας η Σόνια δέν θα κοιμάται όλη νύχτα!

^ΑΝΔΌΝΣ: ΑΦΉΤ-ΤΑ ΤΑ ΚΥΛΥΝΔΎΡιΑ Σ ΈΝΑ ΜΑΡέιΑ. ΤΟ ΚΌΖΜΥΣ, ΠΟΝΗΜΑες\, ΑΧ ΤΥ ΠΣΉΛΥ ΚΆΜΝΙ ΚΑΜΉΛ!

Α.: αφήστετα αυτά τα κουτσομπολιά κατα μέρος. ο κόσμος, κατάλαβες, τον ψύλλο τον κάνει καμήλα!

^ΜΚΌΛΑΣ: ΑΣΛΊ ΛΈ ΧΥΔΆΜ ^ΑΝΔΌΝΣ, ΑΣΛΊ. ΚΥΝΔΎτσΚΑ ΝΑ ΤΥ ΛΈΓΥΜ, ΒΑΡΌ, ΣΗΣ ΚΣέΡΗΤ-ΤΥ ΑΣ ΤΥ ΤΊ τΗΜΌΝΥ ΚΆΛΙΣΑΜ ΑΣ ΤΑ ΣΆΣ?

Ν.: αλήθεια λέει ο συμπέθεροςμου ο Αντώνης, αλήθεια. με δυό μόνο λόγια να το πούμε, αγαπητοίμου, ξέρετε με ποιό σκοπό ειδικά σας επισκεφθήκαμε;

^ΑΝΔΌΝΣ: ΠΌΣ-ΠΑ ΝΑ ΜΉ ΤΥ ΚΣέΡΥΜ, ΠΟΝΗΜΑες\, ΚΣέΡΥΜ-ΔΥ, ΧΥΔΆ!

Α.: κ πώς είναι δυνατόν να μήν το ξέρουμε, κατάλαβες. το ξέρουμε, συμπέθερε!

^ΜΚΌΛΑΣ: ΜΗΣ ΉΜΑΣ ΑδΌ ΌΛ-ΜΑΣ ΣΥΡΗΜέΝ ΚΗ ΧΡΆςΚΗΤ ΝΑ ΤΥ ΖΔΙςέΚΣΥΜ: ΠΌΤΙΣ ΝΑ ΚΆΜΥΜ Τ ΧΑΡΑΤΉιΑ-ΜΑΣ.

Ν.: εμείς βρισκόμαστε εδώ όλοιμας μαζεμένοι κ πρέπει να το συζητήσουμε: πότε να κάνουμε τη χαρά(=γάμο)μας.

^εβΔΟτΉιΑ (ΈΒΗΝ ΑΠέΣΥ): ΚΑΜΉιΑ-ΠΑ!

Ε.: (μπήκε στην κουβέντα): ποτέ!

^ΑΝΔΌΝΣ: Α ΣΉ ΣΌΠΑ, ΑΣ ΦΡΑΉ! ΣέΝΑ ΚΑΝΊΣ-ΠΑ Τ\ΘΑ Σε ΡΥΤΙΣ! ΠΟΝΗΜΑες\! ΠΛΈΧΤΡΑ ΈςΣ ΜΑΚΡΉ, ΑΜΑ ΝΎ ΈςΣ ΚΥΝΔΌ, ΠΟΝΗΜΆες\! (βΗΓΛΊΖ ΧΥΛΞΆΡΚΑ). ΣΗ ΗΡέβΣ ΝΑ ΛΑΧΤΊΣΥΜ ΑΤΟ, ΤΥ ΜΑΣ ΠΗΛΊ ΘΙΓΌΣ? (Τ ^εβΔΥτΉιΑ): ΠΡΆΤ ΑΠ ΑδΌ! ΓΟ Τ ^ΜΑΡΉιΑ ΤΑΡΚΑΛΈβΥ-ΤΙΝ ιΆΝ ΔΥ ΠΡΌβΑΤΚΥ ΚΗ ΠΆΛ δΎΓΥ-ΤΙΝ, ΠΟΝΗΜΑες\, ΑΣ ΤΊΝΑ ΗΡέβΥ ΓΟ! (^εβΔΥτΉιΑ δΆιΝ): ΑΠ ΌΚΣΥ ΧΤΊΠΣΑΝ ΤΥ ιΑΛΊ. ΛΆΖΝΙ ΤΑ ςΚΛΊιΑ. (ΤΑΡΚΑΛΕβΥ, στα συμφραζόμενα η λ. φαίνεται να σημαίνει "δαμάζω, εξημερώνω")

Α.: εσύ απο'κεί σώπα, να κλείσει (το στόμασου)! εσένα κανείς δέν πρόκειται να σε ρωτήσει! κατάλαβες! πλεξούδα έχεις μακριά, αλλα νού έχεις κοντό, κατάλαβες! (κοιτάζει οργισμένα). θέλεις να κλωτσήσουμε εκείνο που μας στέλνει ο Θεός; (προς την Ευδοκία απευθυνόμενος): φύγε απο'δώ! εγώ τη Μαρία θα την ημερέψω σάν το πρόβατο κ έπειτα θα την δώσω, κατάλαβες, σε όποιον θέλω εγώ! (η Ευδοκία έφυγε). απ'έξω κάποιος χτύπησε το τζάμι, γαβγίζουν τα σκυλιά.

^ΑΝΔΌΝΣ: ΤΊΣ ΕΝ ΑτΉ ΤΙΝΑ ΧΠΆ ΤΥ ιΑΛΊ? (βΗΓΛΊΖ ΠέΣ ΤΥ ιΑΛΊ).

Α.: ποιός είναι εκεί που χτυπάει στο τζάμι; (κοιτάζει στο τζάμι).

ΑΠ ΌΚΣΥ: ΠΆΡΡΡΗΤ-ΜΑΣ ΑΑΠ..ΠέΣΥ, ΓΌ ΉΜΜ..ΜΗ, ΓΓΆΚΑ ^ΑΝΔ..ΔΌΝ, ΓΑΜΜΜ..ΒΡΌ..ΣΣΣΑΣ ^ΒΌΡΡ..ΡΗΣΣ!

Απ'έξω: πάρρ πάρτεμμας μέσσα, εγώ είμμ μαι, αδ δερφέ Αντώνη, ο γαμμ μπρός σσας ο Μπόρ ρις!

^ΑΝΔΌΝΣ: ΓΑΜΒΡΌ-ΜΑΣ ^ΒΌΡΗΣ ΉΡΤΙΝ, ΠΟΝΗΜΑες\, ΞΆΛΚΑ, ΜΎΖΙΚΗΣ! (ΛΑΛΊΓΝΙ ΤΑ ΜΎΖΙΚΗΣ. ΈΒΗΝ ΑΠέΣΥ ^ΒΌΡΗΣ ΚΗ δΊ ΠΑΡΑΓΑΜΒΡΉδ.  ΣΤΆΘΑΝ ΣΜΆ ΣΝ ΒΌΡΤΑ. ΚΑΛΜέΡΣΑΝ).

Α.: ο γαμπρόςμας ο Μπόρις ήρθε, κατάλαβες. γρήγορα, μουσικές! (παίζουν τα όργανα. μπήκε μέσα ο Μπόρις κ δύο παραγαμπροί (=συνοδοί του γαμπρού). στάθηκαν κοντά στην πόρτα, χαιρέτησαν).

^ΑΝΔΌΝΣ: ΠεΡΆΣΗΤ ΑδΌ ΜΑΡέιΑ, ΤΟ ΠΌΣ ΣΤΆΘΙΤ ΣΜΆ ΣΤΑ ΠΌΡΤΙΣ?(υπάρχει μιά πρόληψη στην βόρειο Ελλάδα οτι σε πόρτα μπροστά δέν πρέπει να στέκεσαι, γιατί έχει ως αποτέλεσμα να χαλάνε τα προξενειά)

Α.:  περάστε απο'δώ, τί στέκεστε κοντά στις πόρτες;

^ΒΌΡΗΣ: ΜΉΣ ΑδΌΟ..ΟΠΑ ΣΤΊΚΚ..ΚΥΜΑΣ, τΉ τσΑ..τσΑΚΎΜΑΣ. ΜΉΣ ΠΥ..ΠΥΛΆ Τ\ΘΑ ΉΜΜΑΣ, ΆΡ..ΡΡΤΑ ΉΡ..ΡΤΙΝ ΉΠΝΥ-Μ…

Μπ.: και εδώ στε στ στεκόμαστε, δέν μ μας πειράζ ζει. (άλλωστε) δέν θα μμ μείνουμε πο πολύ, ήδ δη έχω ν νυσ νυσ τάξει...

^ΜΚΌΛΑΣ: ΣΌΝΔΥ ΑτΉ ΤΥ ΒΑΡΒΑΡΉΣΣ! ΠΑΛΑΛΌ ΠΡΆΜΑ! ΚΆτσΗ ΚΗ ΣΌΠΑ! (^ΒΌΡΗΣ ΣΌΠΑΣΗΝ, ΤΑ ΠεδΊιΑ ΚΗ ΑΤΌΣ ΚΆτστσΑΝ ΠΆΣ ΤΆβΛΑ, ^ΒΌΡΗΣ ΠΉΡΗΝ ΑΠΆΝΥ-Τ Ν ΚΆΤΑ Κε ΠέΖ ΑΝΔΆΜΑ).

Ν.: σταμάτα εκεί τα χαζά που λές! χαϊβάνι! κάτσε κ σώπα! (ο Μπόρις σώπασε, τα αγόρια - συνοδοίτου κ ο ίδιος κάθισαν στον πάγκο. ο Μπόρις πήρε πάνω (στα γόνατα)του τη γάτα κ παίζει μαζίτης).

^ΜΚΌΛΑΣ: ΠΎ ΣΤΆΘΑΜ, ΤΊ ΖΔΊΧΑΝΑΜ, ΧΥΔΆ ^ΗΛιΥς? Α, ΔΌΚΗΝ ΑΣ ΤΥ ΝΎ-Μ! ΝΎ, ΤΊΛΑΓΑ ΧΑΡΉΝιΑ ΘΑ ΣΑΣ ΦέΡΥΜ? (εδώ όπως κ συχνά στη Ρωμαίικη το θά έχει την παλιά έννοια: θέλ(ετε) να)

Ν.: πού μείναμε, τί συζητούσαμε, συμπέθερε Ηλία; ά, ήρθε (τώρα) στο νούμου! λοιπόν, σάν τί γαμήλια δώρα θα σας φέρουμε;

^ΣΌΝιΑ: Έ, ΤΊ ΝΑ ΜΑΣ ΦέΡΗΤ… ΒΑΡΌ, ΤΥΝ ΧΥΔΆ-ΣΑΣ ^ΉΛιΥς ΚΆΝΑ ΠΚΆΜΣΥ, ΜέΝΑ -ΚΆΝΑ ΚΑΖΉΤΚΥ ΞΑΜΒΆΡ, Τ ^εβΔΥτΉιΑ-ΜΑΣ – ΚΑΛΌ ΠΎςΥδΊΤΚΥ ΞΑΜΒΆΡ, Α ΤΥΝ ΧΥΔΆ-ΣΑΣ ^ΑΝΔΌΝ ΦέΡΗΤ-ΤΥΝ ΚΆΝΑ ΚΑΛΌ ΖΗβΓΆΡ ΧΡΟΜΟβΗ τσΑΝΓΚΉιΑ.

Σ.: έ, τί να μας φέρετε... αγαπητοίμου, στον συμπέθεροσας τον Ηλία κανένα πουκάμισο, σ' εμένα κανένα ατλαζένιο τσεμπέρι (=μαντήλα, κεφαλομάντηλο), στην Ευδοκίαμας - ένα ωραίο πολυτελές κεφαλομάντηλο, όσο για τον συμπέθεροσας τον Αντώνη, φέρτετου κανένα ωραίο ζευγάρι διακοσμημένες, με κρόσια μπότες.

^ΑΝΔΌΝΣ (Τ ΜΆΝΑ-Τ): ΤΊ ΕΝ ΤΥ ΛΈΣ, ΜΆΝΑ? ΣΗ ΗΡέβΣ, ΠΟΝΗΜΑες\, Άιτσ ΒΗΔΑβΆ ΝΑ δΌΚΣ ΑΣ ΤΥΝ ΆΝΔΡΑ Ν ΚΌΡ-Σ? ΧΥΔΆ-ΜΑΣ ^ΜΚΌΛΑΣ τΉ ΓΑΡΗΠΛΈβ ΆΝ ΗΡέΠΣΥΜ ΚΑΤΛΊΓΥ ΠΥΛΆ. ^ΜΑΡΉιΑ-ΜΑΣ ΚςΆΖ ΠΥΛΆ ΚΑΛΥΖΌιΑ, ΠΟΝΗΜΑες\.

Α.: (προς τη μάνατου): τί είν' αυτά που λές, μάνα; θέλεις, (καταλαβαίνεις), έτσι τζάμπα να δώσεις την κόρησου σε γάμο; ο συμπέθεροςμας ο Νικόλας δέν φτωχαίνει άν ζητήσουμε κάτι παραπάνω. η Μαρίαμας αξίζει πολλά αγαθά, καταλαβαίνεις.

^ΜΚΌΛΑΣ: ΑΜΗ ΣΉ ΤΊ ΗΡέβΣ ΝΑ ΣΑΣ ΦέΡΥΜ, ΧΥΔΑδΊτσΑ ^ΑΝΔΌΝ?

Ν.: τότε λοιπόν εσύ τί θέλεις να σας φέρουμε, συμπεθεράκι Αντώνη;

^ΑΝΔΌΝΣ: ΓΌ ΆΡΤΑ ΉΠΑ-ΣΑΣ-ΤΥ, ΠΟΝΗΜΑες\, ΚΗ ΑΤΌΡΑ ΠΆΛΙ ΛΈΓΥ-ΣΑΣ – ΆΝ ΗΡέβΗΤ ^ΜΑΡΉιΑ-ΜΑΣ ΝΑ ΈΝ ΝΊΦ-ΣΑΣ, ΠΟΝΗΜΑες\, ΘΑ ΜΑΣ ΦέΡΗΤ: ΤΡΆΝΔΑ ΠΡΌβΑΤΑ, ΤΡΉιΑ ΗΡΜΗΧΤΆ ΧΝΆ - ΚΗ ΔέΚΑ δΙΣΑΤΊΝΙΣ ΤΌΠΥ ΘΑ ΜΑΣ δΌΚΗΤ ΛΌΝ ^ΔζΑΝΒΆΖ Ν ΔΑΡΑΜΆ, ΑΣ ΤΑ ΣΤΡΥΝΓΚΉΛιΑ.

Α.: εγώ ήδη σας το έχω πεί, καταλαβαίνεις, κ τώρα πάλι σας λέω: άν θέλετε η Μαρίαμας να είναι νύφησας, καταλαβαίνεις, θα μας φέρετε τριάντα πρόβατα, τρείς αρμεχτές (=γαλακτοπαραγωγές) αγελάδες, κ δέκα δεσατινιές καλλιεργημένη έκταση θα μας δώσετε κατα μήκος του Џαμπάζη το κτήμα, στα Στρογγύλια.

^ΜΚΌΛΑΣ (ΜεΤΡΆ ΠΑΣ ΤΑ δΆΧΛΑ-Τ): ΚΗΡβΎτσΚΑ ΉΡΗΠΣΗΣ, ΜΑΡε, ^ΑΝΔΟΝ ^ΗΛ\ΗΞ, ΦΑΡΑΖΉΜ, ΠΡΌβΑΤΑ ΈΧΥΜ ΠΥΛΆ, ΦέΡΥΜ-ΣΑΣ, ΤΌΠΥ-ΠΑ ΚΟιΤΥΜ-ΣΑΣ ΑΣ ΤΑ ΣΤΡΥΝΓΚΉΛιΑ, Α ΧΝΎτσΚΑ ΝΑ ΣΑΣ ΦέΡΥΜ τΉ-ΠΥΡΥΜ. ΦέΡΥΜ-ΣΑΣ ΤΡΉιΑ ΓΑΡΚΆ. ΧΑΉΛΣ ΉΣΗ? (ΗΡέβ ΝΑ ΔΌΚ ΤΥ ςέΡ-Τ).

Ν.: (λογαριάζοντας μετράει με τα δάχτυλατου): ακριβούτσικα ζήτησες βρε Αντώνη γιέ του Ηλία, άς υποθέσουμε: πρόβατα έχουμε πολλά, θα σας φέρουμε, κ τόπο θα σας παραχωρήσουμε στα Στρογγύλια, όμως αγελαδίτσες να σας φέρουμε δέν μπορούμε. θα σας φέρουμε τρία αρσενικά μοσχάρια. σύμφωνος είσαι; (λέγοντας, δίνει το χέριτου για χειραψία).

^ΑΝΔΌΝΣ: ιΌΧ, ιΌΧ, ΠΟΝΗΜΑες\, ΧΝΆ-ΠΑ ΘΑ ΜΑΣ ΦέΡΗΤ.

Α.: όχι, όχι, καταλαβαίνεις. και αγελάδες οπωσδήποτε θα μας φέρετε.

^ΜΚΌΛΑΣ: ΈΝΑ ΧΝΌ ΦέΡΥΜ-ΣΑΣ!

Ν.: μιά αγελάδα θα σας φέρουμε!

^ΑΝΔΌΝΣ: ιΌΧ, δΊιΑ!

Α.: όχι, δύο!

^ΜΚΌΛΑΣ: ιΌΧ, ΈΝΑ!

Ν.: όχι, μία!

^ΑΝΔΌΝΣ: ΝΎ, ΆιΔΑ, ΆΣ ΈΝ Άιτσ, ΤΊΛΑΓΑ ΤΥ ΛΈΣ ΣΉ, ΧΥΔΆ ^ΜΚΌΛΑ.

Α.: έ, λοιπόν, άντε, άς είναι έτσι, όπως το λές εσύ, συμπέθερε Νικόλα.

^ΜΚΌΛΑΣ: ΝΑ ΖΉΣ, ΧΥΔΆ ^ΑΝΔΌΝ ΟΤ Με ΚΑΤΈΣ. (ΚΡΎΓΝΙ ςέΡ). ΑΤΌΡΑ ΑΣ ΛΑΧΑΡΔΈβΥΜ, ΠΌΤΙΣ ΝΑ ΚΆΜΥΜ ΤΥ ΔΥΓΚΎΝ. ΜΗΣ ΛΈΓΥΜ, ΤΥ ΈΡΚΗΤ Τ βδΥΜΆδΑ, Τ Αι δΗΜΉΤΡΗ. ΣΉΣ ΤΊ ΝΑ ΛΈΤΙ?

Ν.: να ζήσεις, συμπέθερε Αντώνη, που μου συγκαταβαίνεις. (χτυπάνε τα χέριατους σε χειραψία). τώρα άς κουβεντιάσουμε πότε να κάνουμε την τελετή κ τη γιορτή του γάμου. εμείς λέμε, την ερχόμενη εβδομάδα, του Αγίου Δημητρίου. εσείς τί λέτε;

^ΗΛιΥς: ΆΛιΑΧ ΑΠΣΌ. ΜΗΣ ΚΌΜΑ τΉΜΑΣ ΉΤΜ.

Η.: πολύ γρήγορα είναι, εμείς ακόμη δέν είμαστε έτοιμοι.

^ΑΝΔΌΝΣ: ΤΆΤΑ, ΝΑΜΉ ΝιΆςΚΗΣ, ΠΟΝΗΜΑες\, ΑΣ ΕΝ ΤΊΛΑΓΑ ΤΥ ΛΈ ΧΥΔΆ ^ΜΚΌΛΑΣ. ΣΌΝΥΜ-ΔΑ. ΤΜΆςΚΥΜΑΣ!

Α.: πατέρα, να μή σταναχωριέσαι, κατάλαβες. άς γίνει όπως το λέει ο συμπέθερος ο Νικόλας. θα τα τελειώσουμε (όλα), θα είμαστε έτοιμοι!!

^ΗΛιΥς: Έ, ΝΎ ΑΣ Άιτσ ΤΊΛΑΓΑ ΤΥ ΛΈι ^ΑΝΔΌΝ-ΜΑΣ! (ΝΥ, το αρχαίο νυ, συγγενικό με το νυν. το ίδιο μόριο βρίσκεται και στη σανσκριτική. προφανώς εδώ είναι δάνειο απο τα ρωσικά)

Ηλίας: έ, λοιπόν, ας (γίνει) έτσι όπως το λέει ο Αντώνηςμας!

^ΜΚΌΛΑΣ: δΟΚΣΑΣΉιΑ! ΈΚΑΜΑΜ ΥιΎς, ΧΑΗΡΛΊδΚΥ ΝΑ ΈΝ! (βΆΛΝΙ ΌΛ-ΠΑ ΣΤΑβΡΌ, ΜΌΝΥ ^ΒΌΡΗΣΣ, ΑΤΎΤΥ Τ ΌΡΑ ΧΑΤΑΛΑΈβ ΑΠΉΣΥ ΣΝ ΚΆΤΑ. ΠιΆΚΗΝ-ΔΥ, ΑΝΓΚΑΛΊΖ-ΤΥ, ΡΉςΚΗΤ ΔΆΜΑ).

Ν.: δόξα τω Θεώ! κάναμε συμφωνία. με το καλό να πραγματοποιηθεί! (κάνουνε όλοι το σταυρότους. μόνο ο Μπόρις αυτήν την ώρα γυρνάει απο'δώ κι απο'κεί κυνηγώντας τη γάτα. την έπιασε, την αγκαλιάζει, παίζει μαζίτης).

^βΑΣΗΛΊιΑ (ΈΛΣΗΝ Ν ΒΥΧΞΆ-τσ ΦΆΝΙΝ ΧΥΝΔΡΌ ΒΡΑιΧΤΌ ΧΑΛΆτσ. ΈβΑΛΙΝ ΣΤΑβΡΌ ^βΑΣΗΛΊιΑ): ΈΛΑ ΖΒΗΘΙΡΆ ^ΣΌΝιΑ ΆΣ ΤΥ τσΑΚΌΣΥΜ, ΝΆ ΤΥ ΖΉΣΜΥ-ΤΙΝ ΧΑΗΡΛΊδΚΥ ΘΑ ΈΝ?

Β.: (έλυσε το μποχτσάτης, φάνηκε μιά χοντρή στριφτή πίτα. έκανε το σταυρότης η Β. κ είπε): έλα συμπεθέρα Σόνια να τη σπάσουμε, νά (να δούμε) η ζωήτους καλότυχη θα είναι;

^ΣΌΝιΑ ΈβΑΛΙΝ ΣΤΑβΡΌ ΚΗ ΠςΉΡΣΑΝ τσΑΚΌΝΝΙ ΤΥ ΧΑΛΆτσ, ΌΛ-ΠΑ βΗΓΛΊΖΝΙ, ΜΌΝΥ ^ΒΌΡΗΣ ΠέΛΣΗΝ ΠΆΣ ΤΑ ΓΌΝΑΤΑ-Τ ΑΚΆΤΥ ΚΗ ΑΠ ΚΆΤΥ ΣΤΥ ΚΥΡβΆΤ ΧΑΔΡΑΈβ Ν ΚΆΤΑ. ΠιΆΚΗΝ-ΔΥ. ΤΡΑΓΥδΆ:

Σ.: (έκανε το σταυρότης κ άρχισαν, σπάζουνε την πίτα. όλοι κοιτάνε με προσήλωση. μόνο ο Μπόρις γονάτισε κάτω κ κάτω απο την κρεββάτα ψάχνει την γάτα. την έπιασε κ τραγουδά):

ΤΆΤΑ-Μ τέΝ, ΜΆΝΑ-Μ τέΝ,

ΓΌ-ΠΑ τΉ ΦΥβΎΜΗ,

ΑΝΓΚΑΛΊΖΥ Ν ΚΆΤΑ-ΜΑΣ,

ΠέΦΤΥ ΚΆΤΥ Τ\ΜΎΜΗ.

(παιδικό τραγουδάκι)

ο πατέραςμου λείπει, η μάναμου λείπει, εγώ όμως δέν φοβάμαι, αγκαλιάζω τη γάταμας, ξαπλώνω κ κοιμάμαι.

^ΜΚΌΛΑΣ ΓΡΥΜΆΤΣΗΝ ΤΥΝ ^ΒΌΡΗΣ. ΔΡΆΝΣΗΝ ΆΓΡΑ ΧΑΡςΎ-Τ. ^ΒΌΡΗΣ ΠέΤΑΚΣΗΝ Ν ΚΆΤΑ ΚΗ ΚΆΤτσΗΝ ΠΆΣ ΤΥ ΚΥΡβΆΤ.

Ν.: (αγριοκοίταξε τον Μπόρις. τον κοίταξε άγρια κατάματα. ο Μπόρις παράτησε τη γάτα κ κάθισε στην κρεββάτα).

^βΑΣΗΛΊιΑ: ΈΛΑ ΆΣ ΤΑ βΆΛΥΜ ΧΑΡςΎ – ΧΑΡςΎ ΤΑ δΊιΑ ΧΑΠέΣ, ΝΆ ΤΥ ΧΑΛΆτσ-ΜΑΣ ΤΊΛΑΓΑ τσΑΚΌΘΙΣ <τσΑΚΌΘΙΝ>? (βΆΛΝ-ΔΑ ΧΑΡςΎ – ΧΑΡςΎ. βΆΛΝΙ ΣΤΑβΡΌ ^ΣΌΝιΑ ΚΗ ^βΑΣΗΛΊιΑ): δΟΚΣΑΣΉΙΑ, ΤΥ ΧΑΛΆτσ τσΑΚΌΘΙΝ ΑΠ ΜέΣΑ ΜΗΣΎ, ΤΥ ΖΉΣΜΥ-ΤΙΝ ΘΑ ΈΝ ΧΑΗΡΛΊδΚΥ. (έθιμο των Ρωμιών για να μαντεύουν άν οι δυό μελλόνυμφοι θα ζήσουν καλότυχα κ αρμονικά μεταξύτους)

Β.: έλα να τα βάλουμε το ένα απέναντι στο άλλο τα δυό κομμάτια, νά (να δούμε) η πίταμας πώς έσπασε; (τα βάζουν το ένα αντίκρυ στο άλλο. κάνουν το σταυρότους η Σόνια κ η Βασιλεία): δόξα τω Θεώ, η πίταμας έσπασε ακριβώς στη μέση (σε δύο ίσα κομμάτια), (άρα) η ζωήτους θα είναι καλότυχη.

^βΑΣΗΛΊιΑ: (βΓΆΛ ΠΆΧ Ν ΒΥΧΞΆ-τσ ΜΗΤΑΚΣΉ ΦτιΑΛΊ ΞΑΜΒΆΡ, ΠΎςΥ, ΦΛιΥΡΉΤΚΥ δΑΧΛΊδ, ΦΛιΥΡΉΤΚΥ ΣΤΑβΡΎτσΚΥ ΑΝΔΥ ΖΗΝΔζΗΛΊτσ, ΒΌΤΙΚΗΣ, ΖΝΆΡ ΑΧ ΦΡιΥΡΉΤΚΥ Ν ΠΑΡΞΆ, ΝΙΦιΆΤΚΥ ΦΗΣΤΆΝ, ΦΑΤΑ). (η μεταφραστική μηχανή αντιλαμβάνεται το ΠΥςΥ ώς fluff. μεταφορικά για τους Ρωμιούς σημαίνει 'θησαυρός, βραβείο'. ήταν κάποιο ύφασμα πολυτελές, ελαφρύ αλλα με πολύ όγκο) (ΦΑΤΑ, δέν το βρήκα σε λεξικό, απο τα συμφραζόμενα υποθέτω "πέπλο") (συνεχίζουν κάνοντας όσα τα έθιμα απαιτούσαν. η μεριά του γαμπρού δίνει δώρα που προορίζονται για τη νύφη, κ η μεριά της νύφης προσφέρει δώρα που προορίζονται για τον γαμπρό, πράγματα που φοριούνται)

Β.: (βγάζει απο το μποχτσάτης ένα μεταξωτό κεφαλομάντηλο, πολυτελές ύφασμα, χρυσό δαχτυλίδι, χρυσό σταυρουδάκι με αλυσιδίτσα, μπότες, ζωνάρι απο χρυσό κομμάτι (= χρυσοκέντητο ύφασμα), νυφικό φόρεμα, πέπλο).

^ΣΌΝιΑ: (ΈβΑΛΙΝ ΠΆΣ ΤΥ ΤΡΑΠέΖ ΦΛιΥΡΉΤΚΥ δΑΧΛΊδ, ΠΚΆΜΣΥ, ΠΛΑΤΥΚΉτσ, ΧΡΟΜΟβΗ τσΑΝΓΚΉιΑ, ΚΑΠΑΣ (ςΆΠΚΑ) ΚΥΚΞΑδΊ. ΣΤΈΡΑ ΉΠΣΗΝ ΚΑΝΔΊΛΑ, βΆΛΝΙ ΌΛ-ΠΑ ΣΤΑβΡΌ). (ΚΥΚΞΑ, απο το τουρκικό |ΚΟΙΚΞΕ|, σημαίνει γαλάζιο, ή γκριζωπό, το χρώμα του ουρανού. εν προκειμένω όμως η λ. δηλώνει απο τί υλικό είναι το καπέλο, προφανώς η λ. ΚΥΚΞΑδΊ είναι απο το τουρκ. |ΚΕΞΕ| =τσόχα)

Σ.: (έβαλε πάνω στο τραπέζι χρυσό δαχτυλίδι, πουκάμισο, ένα κασκόλ, διακοσμημένα με κρόσια μποτάκια, ένα καπέλο απο τσόχα. ύστερα άναψε καντήλα, κάνουν όλοι το σταυρότους)

^βΑΣΗΛΊιΑ: ΝΑ ΠΎ ΕΝ ΝΊΦ-ΜΑΣ, ΑΣ ΈΡΤ ΑΣ ΠΆΡ ΤΥ ΣΜΆδ. (το σημάδι εννοεί ένα δαχτυλίδι το οποίο παίρνοντας η νύφη δεσμευόταν επισήμως οτι θα παντρευτεί τον εν λόγω γαμπρό. σημαδεμέν(ος), στα ποντιακά προφερόμενο ςΥΜΑδΕΜΕΝ-, σημαίνει επίσημα αρραβωνιασμένος, εξ ού το ποντιακό στιχάκι: "ΤΑ ΚΟΡτσΟΠΑ Τ' ΕΓΑΠΕΣΑ, ΟΛÆ ςΥΜΑδΕΜΕΝΑ" = τα κορίτσια που αγάπησα, όλα αρραβωνιασμένα (με άλλους))

Β.: άντε, πού είναι η νύφημας, άς έρθει να πάρει το σημάδι.

^ΣΌΝιΑ: ^ΜΑΡΉιΑ-Μ, ΠέΡΝΑ ΑΠ ΑδΌ ΜΑΡέιΑ, ΑΣ ΤΥ ΚΑΛΥΣΉΝ, ΆΠΑΡ ΤΥ ΣΜΆδ.

Σ.: Μαρίαμου, πέρνα απο'δώ μεριά, στην καλοσύνη (=γιορτή, χαρούμενη περίσταση). πάρε το σημάδι.

^ΜΑΡΉιΑ (ΚΖέΝ ΑΧ Τ ΆΛΥ ΤΥ ΒΌΛΙΜΥ. ΔΡΥΠιΑΧΤΚΆ ΦΉΛΣΗΝ ^βΑΣΗΛΊιΑΣ ΚΗ ^ΜΚΌΛΑ ΤΥ ςέΡ.): ΜΆΝΑ ΚΗ ΤΆΤΑ, ΓΌ ΑΝ ΉΜΗ ΚΌΡ-ΣΑΣ, ΓΑΚΉτσΑ, ΓΌ ΑΝ ΉΜΗ ΑδεΡΦΉ-Σ, ΠΑΡΑΚΑΛΊΓΥ-ΣΑΣ, ΝΑ ΜΉ ΧΆΝΙΤ ΤΥ ΖΉΣΜΥ-Μ, Χ\έΠΣΗΤ-Με, ΓΟ Τ\ΘέΛΥ ΤΥΝ ^ΒΌΡΗΣ ΚΗ ΤΊΛΑΓΑ ΓΟ ΝΑ ΠεΡΆΣΥ ΔΆΜΑ-Τ ΤΥ ΖΉΣΜΥ-Μ?

Μ.: (βγαίνει απο το άλλο το δωμάτιο. ντροπαλά φίλησε της Βασιλείας κ του Νικόλα το χέρι. κ λέει): μάνα κ πατέρα, άν είμαι κόρησας, καλέμου αδερφέ, άν είμαι αδερφήσου, σας ικετεύω να μήν αφανίσετε τη ζωήμου, λυπηθείτεμε. δέν τον θέλω τον Μπόρις, κ πώς να περάσω μαζίτου τη ζωήμου;

^ΑΝΔΌΝΣ: ΓΟ ΚΣέΡΥ-ΤΥ ΣΗ ΤΊΝΑ ΗΡέβΣ, ΠΟΝΗΜΑες\, ΜΑ Άιτσ τΗ ΝΊςΚΗΤ. ΛΈΓΥ-Σε ΜΉιΑ τιΆΛΥ, ΆΠΑΡ ΤΥ ΣΜΆδ!

Α.: εγώ ξέρω εσύ ποιον θέλεις, καταλαβαίνεις. αλλα έτσι δέν γίνεται. σου λέω μιά φορά ακόμη, πάρε το σημάδι!

^ΜΑΡΉιΑ (ΠέΛΣΗΝ ΑΚΆΤΥ ΑΣ ΤΑ ΓΌΝΑΤΑ): ΤΆΤΑ ΚΗ ΜΆΝΑ, ΓΑΚΉτσΑ! ΝΑ ΜΉ ΜΗ βΆΛΙΤ ΖΔΑΝΊ ΠεΣ ΤΥ ΞΧΎΡ, ΠΑΡΑΚΑΛΊΓΥ-ΣΑΣ. ΓΟ ΜΌΝΥ ΤΥΝ ^ΛΙβΌΝ ΑΓΑΠΎ ΚΗ ΆΛΥ ΚΑΝΊΝΑ-ΠΑ. ΉΜΗ ΧΑΉΛΣΑ ΝΑ ΖΉΣΥ ΠεΣ ΚΑΝΑ ΧΑΧΡΑ ΚΗ ΑΝ Τ ΑΓΆΠ, ΠΑΡΆ ΠεΣ Ν ΠΛΥςΉιΑ ΚΗ ΠεΣ ΤΥ δΆΚΡΥ (ΚΛΈ, ΦΣΥΝΓΚΆ ΤΑ δΆΚΡΗΣ-τσ).

Μ.: (γονάτισε): πατέρα κ μάνα, καλέμου αδερφέ! μή με βάλετε ζωντανή μες το λάκκο, σας ικετεύω. εγώ μόνο τον Λεβόνη αγαπώ κ άλλον κανέναν. είμαι πρόθυμη να ζήσω σε καμιά καλύβα κ με αγάπη, παρά μέσα στον πλούτο κ μές το δάκρυ (κλαίει, σκουπίζει τα δάκρυατης).

^βΑΣΗΛΊιΑ (ΣΚΌΘΙΝ ΠΆΣ ΤΥ ΒδΆΡ): ΣΉΚΥ ΑΠΆΝΥ, ^ΜΚΌΛΑ! ιΆΝ Τ\ΘέΛ ^ΜΑΡΉιΑ ΤΥΝ ^ΒΌΡΗΣ-ΜΑΣ, ΘΑ ΠΑΈΝΥΜ (ΣΚΌΘΑΝ ΝΑ ΠΑΈΝΝΙ).

Β.: (σηκώθηκε όρθια, (προφανώς προσβεβλημένη κ εξοργισμένη)): σήκω πάνω, Νικόλα! αφού δέν θέλει η Μαρία τον Μπόριςμας, θα φύγουμε (σηκώθηκαν για να φύγουν).

^ΑΝΔΌΝΣ (ΠΑΣ Τ ^ΜΑΡΉιΑ): ΧΆΘ ΠΡΑΤ ΑΠΉΣΥ ΣΝ ΚΌΧΑ, ΠΟΝΗΜΑες\! (ΠΑΣ Τ ^εβΔΥτΉιΑ): ΧΑΘ ΠΡΑΤ ΣΉ-ΠΑ ΑΠ ΑΤΟ ΜΑΡέιΑ! (ΜΑΡΉιΑ ΚΗ ^εβΔΥτΉιΑ ΚΖέβΑΝ ΠεΣ Τ ΆΛΥ ΤΥ ΒΌΛΙΜΥ). ΧΥΔΆ ΚΗ ΖΒΗΘΗΡΆ! ΓΟ δΑΦΤΌΜ ΠέΡΥ ΤΥ ΣΜΆδ, ΠΟΝΗΜΑες\! ΚΡΉΜΑ ΑΣ ΈΝ ΠΑΣ ΤΥΚΌΜ Τ ΓΎΛΑ! (ΠέΡ ΠΆΧ ΤΥ ΤΡΑΠέΖ ΤΥ ΣΜΆδ ΚΗ δΎι-ΤΥ Τ ΜΆΝΑ-Τ). ΜΆΝΑ! ςΞ]ΥΠΆΣΗΤ =στρώστεΤΥ ΤΡΑΠέΖ! ΜΎΖΙΚΑ! (ΛΑΛΊΓΝΙ ΤΡΑΠΗΖΊ ΑβΆ).

Α.: (προς τη Μαρία): χάσου φύγε πίσω στην κόχη (=στη γωνιά του δωματίου), κατάλαβες! (προς την Ευδοκία): χάσου φύγε κ σύ απο'δω μεριά! (η Μ. κ η Ε. βγήκαν πήγαν στο άλλο δωμάτιο). Συμπέθερε κ συμπεθέρα! εγώ ο ίδιος παίρνω το σημάδι, καταλαβαίνεις! κρίμα ας είναι στον δικόμου το λαιμό! (παίρνει απο το τραπέζι το σημάδι - δαχτυλίδι, κ το δίνει στη μάνατου). μάνα! στρώστε το τραπέζι! μουσική! (παίζουνε έναν επιτραπέζιο σκοπό, δηλαδή απαλή χαρούμενη μουσική κατάλληλη για ανθρώπους που κάθονται σε τραπέζι).

^ΣΌΝιΑ: ςΞ]έΠΑΣΗΝ ΤΥ ΤΡΑΠέΖ ΑΝΔΥ τιΥΝΎΡιΥ ΤΥ ΣΤΥΛΊΜΑΝΔΙΛ. ΦέΡΝΙ ΦΑιΜΑΤιΑ ΠΑΣ ΤΥ ΤΡΑΠέΖ ^ΣΌΝιΑΣ ΤΑ ΣΌιΑ. ΖΗΣΤΆ ΚΗ ΚΡΉιΑ ΧΑΥΡΜΆιδΑ, ΧΑβΡΑιΜέΝΑ ΒΗΒΉιΑ, ΑΡΝΊΘΑ, ΤΗΡΉ ΑΝΔΥ ΞΑΧΑιΜΆΧ, ΜΣΑΥΧΆιδΑ ΑΝΔΥ ΡΑΧΉ, ΚΑΦΤΉιΑ ΑΝΔΑ ΠΣΗΛΆ ΤΑ ΒδΑΡΉΞΑ. ΑΣ ΤΑ ΗΝΈΚΗΣ ΉΦεΡΑΝ ΚΌΤ\ΝΥ ΚΡΑΣΉ.

μισαοκκάδια εν τω |ΡΑQΙ|,

Σ.: (έστρωσε το τραπέζι με καινούργιο τραπεζομάντηλο. φέρνουνε φαγητά στο τραπέζι της Σόνιας οι συγγενείς: ζεστούς κ κρύους καβουρμάδες, ψητές γαλοπούλες, κοτόπουλα, τυρί ολόπαχο, κανατάκια της μισής οκκάς με ρακί, ποτήρια με ψηλά ποδαράκια. για τις γυναίκες φέρανε κόκκινο κρασί).

^ΉΛιΥς: ΥΡΉΣΗΤ ΚΆτσΗΤ ΑΣ ΤΥ ΤΡΑΠέΖ, ΧΥΔΆδ, ΖΒΗΘΙΡΆδΙΣ, ΤΑΚΆ-ΜΑΣ ΧΥΡΣΉ ΜΗΣΑΦΉΡ! ΝΑ ΜΉ δΙΛιΆΤ, ΠεΡΆΣΗΤ ΑΣ ΤΥ ΤΡΑΠέΖ ΌΛ-ΣΑΣ-ΠΑ! (ΆΝΔΡ ΚΆτστσΑΝ  Τ ΈΝΑ ΜΑΡέιΑ, ΤΑ ΗΝΈΚΗΣ ΚΆτστσΑΝ Τ ΆΛΥ ΜΑΡέιΑ. ^ΒΟΡΗΣ ΚΗ ΠΑΡΑΓΑΜΒΡΉδ ΈβΑΛΑΝ-τσ ΧΌΡιΑ ΤΡΑΠέΖ. ^ΑΝΔΌΝΣ ιΥΜΌΝ ΤΑ ΚΑΦΤΉιΑ. ΣΚΌΘΑΝ ΌΛ-ΠΑ ΑΣ ΤΑ ςέΡΑ-ΤΙΝ ΑΝΔΑ ΚΑΦΤΉιΑ.) ΦΌΣ ΑΣ ΤΑ ΜΆΤιΑ-ΜΑΣ, ΠΛΑΤΈτσΑΣ! (ΌΛ-ΠΑ ΛΈΓΝΙ Τ ΈΝΑ Ν ΆΛΥ: ΠΛΑΤΈτσΑΣ, ΦΌΣ ΑΣ ΤΑ ΜΆΤιΑ-ΜΑΣ!) (ΈΠΝΑΝ-ΔΑ.)

Η.: ορίστε καθίστε στο τραπέζι, συμπέθεροι, συμπεθέρες, χρυσοίμας επισκέπτες! μή διστάζετε, περάστε στο τραπέζι όλοισας! (οι άντρες κάθισαν στη μιά μεριά του τραπεζιού, οι γυναίκες στην άλλη μεριά. στον Μπόρις κ στους παραγαμπρούς έστρωσαν χωριστό τραπέζι. ο Αντώνης γεμίζει τα ποτήρια. σηκώθηκαν όλοι, στα χέριατους με τα ποτήρια (για πρόποση) (και λένε, κατα τη ρωμαίικη συνήθεια:)). φώς στα μάτιαμας, ανοιχτωσιές! (όλοι λένε ο ένας στον άλλο: "ανοιχτωσιές, φώς στα μάτιαμας!" κ πίνουν απο τα ποτήριατους).

^ΑΝΔΌΝΣ (ιΥΜΌΝ-ΔΑ ΜΉιΑ τιΆΛΥ): ΝΑ ΉΝΝΙ βΑΧΤΛΊδ! ΝΑ τσ δΎΜΗ ΚΗ ΝΑ ςέΡΥΜΑΣ! ΝΑ ΗΡΝΆΣΝΙ Σ ΈΝΑΝ ΤΌΠ! (ΈΠΝΑΝ-ΔΑ ΜΌΝΥ ΆΝΔΡ. ΤΑ ΗΝΈΚΗΣ ςΥΛΥΣΑΝ  ΜΌΝΥ ΤΑ ςΉΛιΑ-ΤΙΝ ΚΗ ΈβΑΛΑΝ-ΔΑ ΥΚΥΠΉΣΑ). χειλώσαν

Α.: (γεμίζει τα ποτήρια ακόμη μιά φορά): να είναι καλότυχοι! να τους βλέπουμε κ να χαιρόμαστε! να γεράσουνε στον ίδιο τόπο (=μαζί οι δυότους). (αυτήν τη φορά τα έπιναν μόνο οι άντρες, οι γυναίκες έβρεξαν μόνο τα χείλητους κ τα έβαλαν ξανά πίσω)

^βΑΣΗΛΊιΑ: ΓΟ Τ ^ΜΑΡΉιΑ ΘΑ ΤΙΝ ΣΑΈΠΣΥ, ΞΑΧ Τ\ΘΑ ΈΧΥ ΤΌΠΥ ΠΎ ΝΑ ΤΙΝ βΆΛΥ ΚΗ ΠΎ ΝΑ ΤΙΝ ΣΤΊΚΣΥ.

Β.: εγώ τη Μαρία θα την σέβομαι, τόσο που δέν θα έχω πού να την βάλω κ πού να της δώσω τόπο να σταθεί.

^ΑΝΔΌΝΣ: ΣΉ, ΖΒΗΘΙΡΆ ^βΑΣΗΛΊιΑ, ΠΟΝΗΜΑες\, (ПОНИМАЕШЬ =YOU UNDERSTAND) ΉΠΗΣ Άιτσ, ΑΜΑ ΤΊΛΑΓΑ ^ΦΑΡΦΌι ^ΗβΆΝΣ ΉΤΥΝ ΓΑΜΒΡΌΣ ΑΣ ^ΜΑΛΆι ^ΗΣΠΉΡΗ ΚΗ ΠΗΘΙΡΆ-Τ ^ΒΥΚΉιΑ ΑΤΌΣΥ δΙΝΑΤΆ ΑΓΆΠΑΝΙΝ-ΔΥΝ, ΤΉςΗΝ ΤΌΠΥ ΝΑ ΤΥΝ βΆΛ ΚΗ ΠΎ ΝΑ ΤΥΝ ΣΤΊΚΣ ΚΗ ΣΤΡΌΝΙςΚΗΝ-ΔΥΝ ΑΡΎΧΑ ΠέΣ Τ ΑΡΆΝ-ΤΙΝ! ΓΑΜΒΡΌΣ ΠέΣΥ, ΓΑΜΒΡΌΣ ΠέΣΥ, ΚΗ Τ\ΜΆΤΙΝΔΥΝ ΌΚΣΥ, ΠέΣ Τ ΑΡΆΝ-ΤΙΝ, ΠΟΝΗΜΑες\! (ΌΛ-ΠΑ ΧΑΧΑΝΊΣΤΑΝ).

Α.: εσύ συμπεθέρα Βασιλεία, καταλαβαίνεις, είπες έτσι, ακριβώς όπως ο Φαρφόι Ιβάνης ήτανε γαμπρός στου Μαλάι Σπύρου κ η πεθεράτου η Μπουκία τόσο πολύ τον αγαπούσε, δέν είχε πού να τον βάλει να κάτσει κ πού να τον βάλει να σταθεί, γι' αυτό κ του έστρωνε στρώμα κ σκέπασμα μές το στάβλοτους! (όλο λέγανε:) "ο γαμπρός (είναι) μέσα, ο γαμπρός (είναι) μέσα, ενώ κοιμόταν έξω, στο στάβλοτους, καταλαβαίνεις! (όλοι βάλανε τα γέλια).

^ΒΟΡΗΣ: (ΜέΘΣΗΝ. ΤΡΑΓΥδΆ):

^ΑΝΔΌΝΣ-ΜΑΣ ΉΡΤΙΝ,

ΉΦΗΡΗΝ ΧΥΓΆιδΑ,

ΘΑ ΝΑ ΠΛΈΚΣΥΜ βΉτσΑ,

ΘΑ ΠΚΑΝΊΣΥΜ Τ ^ΜΑΡΉτσΑ.

Μπ.: (μέθυσε. τραγουδά): (ένα ακόμη Ρωμαίικο παιδικό τραγουδάκι, όπως αυτά που ξέρει κ τραγουδά ο Μπόρις, ΧΥΓΑ, δέν το βρήκα σε λεξικό, κατα τα συμφραζόμενα δείχνει "σχίζες καλαμιών").

ο Αντώνηςμας ήρθε, έφερε σκίζες καλαμιού, θα πλέξουμε βίτσα, θα δείρουμε τη Μαρίτσα.

^βΑΣΗΛΊιΑ (ΤΥΝ ^ΜΚΌΛΑ): ΔΡΆ ΤΙ ΚΆΜ ιΌ-Σ, ΘΑ ΜΑΣ ΔΡΥΠιΆΣ!

Β.: (στον Νικόλα): κοίτα τί κάνει ο γιόςσου, θα μας ρεζιλέψει!

^ΜΚΌΛΑΣ: ΒΑΡΌ, ΚΥΤΥΡΎ τΉ ΛΈΓΝΙ: ΤΥ ΥΡΜΝΙΜέΝΥ ΤΥ ΦτιΆΛ ΌΣ Ν ΠΌΡΤΑ. (ΤΥΝ ^ΒΟΡΗΣ): ^ΒΌΡΗΣ, ΣΌΠΑ ΆΣ ΦΡΑΉ, ΝΑ ΜΉ ΠΑΈΝΣ ΠΑΡΑΣΤΡΆΤΑ, ΚΥΠέΚ ΥΓΛΎ ΥΞΤΆΧ ΒΑΛΆ! (ΈΛΑΚΣΑΝ ΤΑ ςΚΛΊιΑ. ΧΤΊΠΣΑΝ ΤΑ ΠΌΡΤΙΣ). (η παροιμία σημαίνει: όταν δασκαλεύεις κάποιον πώς να φερθεί, θυμάται όλες τις συμβουλές μέχρι που να περάσει την πόρτα, να μπεί στο σπίτι ή στο χώρο όπου έπρεπε να εφαρμόσει τις συμβουλές, άμα μπεί, ξεχνάει τί τον δασκαλέψανε)

Ν.: μάλιστα, άσκοπα δέν λένε (την παροιμία): του ορμηνεμένου το κεφάλι (είναι) ώς την πόρτα. (στον Μπόρις:) Μπόρις, σώπα, να φραγεί (το στόμασου), μήν βγαίνεις απο τη σωστή συμπεριφορά, σκύλου γιέ, παλιόπαιδο! (γάβγισαν τα σκυλιά, χτύπησαν οι πόρτες).

^ΑΝΔΌΝΣ (ΑΝΊΖ Ν ΒΌΡΤΑ): Ό, ΣΤΑΡςΗΝΑ-ΜΑΣ, ^ιΎΡΗι ^ΣΠΗΡΗΔΌΝΟβΗΞΣ! ΌΡΣΗ, ΌΡΣΗ ΠέΣΥ, ΣΤΥ ΤΡΑΠέΖ-ΜΑΣ!

Α.: (ανοίγει την πόρτα): ώ, ο υπαστυνόμοςμας, ο Γιούρι του Σπυρίδωνος! όρισε, όρισε μέσα, στο τραπέζιμας!

СТАРШИНАС (ΠέΡΑΣΗΝ ΑΠέΣΥ): ΚΑΛΗΣΠέΡΑ, ΣΥΡΒΑΔζΉ, ΧΥΔΆδ ΚΗ ΖΒΗΘΙΡΆδΙΣ. ^ΑΝΔΌΝ ^ΗΛ\ΗΞ, ΚΑΛΗΣΠέΡΑ! (ΠέΡΑΣΗΝ ΚΆτστσΗΝ ΑΣ ΤΥ ΤΡΑΠέΖ. ^ΑΝΔΌΝΣ ιΥΜΌΝ ΤΑ ΚΑΦΤΉιΑ).

Υπαστυνόμος: (πέρασε μέσα): καλησπέρα, νοικοκύρη, συμπεθέροι κ συμπεθέρες. Αντώνη του Ηλία, καληπσπέρα! (πέρασε κάθισε στο τραπέζι. ο Αντώνης γεμίζει τα ποτήρια).

^ΑΝΔΌΝΣ (ΤΥΝ старшина): ΝΑ ΖΉΣ, ^ιΎΡΗι ^ΣΠΗΡΗΔΌΝΟβΗΞ, ΟΤ ΜΑΣ ΣΆΗΠΣΗΣ ΚΗ ΈΒΗΣ ΑΠέΣΥ, ΥΧΛΆιΣΗΣ-ΜΑΣ! ΥΡΉΣΗΤ ΠΆΡΗΤ ΤΑ ΚΑΦΤΉιΑ ΌΛΣΑΣ-ΠΑ ΚΗ ΑΣ ΤΑ ΠΉΝΥΜ, ΠΟΝΗΜΑες\! (ΚΡΎΓΝΙ ΤΑ ΚΑΦΤΉιΑ, ΑΚΥςΚΆΤΙ «ΠΛΑΤΈτσΑΣ!»). καυκία (старшина= petty officer, μεταφράζω "υπαστυνόμος")

Α.: (στον υπαστυνόμο): να ζήσεις, Γιούρι του Σπυρίδωνος, που μας τίμησες κ μπήκες, μας επισκέφθηκες! ορίστε, πάρτε τα ποτήρια όλοισας κ άς τα πίνουμε, καταλαβαίνεις! (τσουγκρίζουν τα ποτήρια, ακούγεται "ανοιχτωσιές" (τυπική ευχή πρόποσης των Ρωμιών))

ΣΤΑΡςΗΝΑΣ: ΠΛΑΤΈτσΑΣ! ΝΑ τσ δΎΜΗ ΚΗ ΝΑ ςέΡΥΜΑΣ, ΤΥΝ ^ΒΟΡΗΣ ΚΗ Τ ^ΜΑΡΉιΑ! (ΈΠΝΙΝ-ΔΥ. ^ΒΟΡΗΣ ΑΤΎΤΥ ΤΥΝ τΗΡΌ ΠΆΛΙΣ ΧΑΔΡΆιβΗΝ Ν ΚΆΤΑ ΑΠ ΚΆΤΥ ΣΤΥ ΚΥΡβΆΤ).

        ΓΟ ΑΓΑΠΥ, ТАК СКАЗАТЬ, ΠΥ ΚΆΘΝΙ ΚΌΖΜΥΣ, ΝΑ ΚΆτσΥ ΔΆΜΑ-ΤΙΝ, ΤΑΚ ΣΚΑΖΑΤ\, ΝΑ ΦΚΡΗΘΎ ΚΑΝΑ ΤΡΑΓΥδΊτσ, ΝΑ ΠΉΝΣ ΚΑΝΑ ΚΑΦτΉτσ, ΤΑΚ ΣΚΑΖΑΤ\. (ТАК СКАЗАТЬ, =SO TO SAY)

Υπαστυνόμος: ανοιχτωσιές! να τους δούμε κ να τους χαιρόμαστε, τον Μπόρις κ την Μαρία! (ήπιε το ποτήριτου. ο Μπόρις αυτήν την ώρα πάλι έψαχνε την γάτα κάτω απο την κρεββάτα). εμένα μου αρέσει, ούτως ειπείν, όπου κάθονται άνθρωποι (κ διασκεδάζουνε), να κάτσω μαζίτους, ούτως ειπείν, να ακούσω κανένα τραγουδάκι, να πιώ κανένα ποτηράκι, ούτως ειπείν.

^ΑΝΔΟΝΣ (ιΥΜΌΝ-ΔΑ ΜΉιΑ τιΆΛΥ): ΥΡΉΣΗΤ ΠΆΡΗΤ, ΧΥΔΑΛΛΆΡ! ΑΣ ΤΑ ΠΉΝΥΜ! (ΈΠΝΑΝ-ΔΑ ΜΌΝΥ ^ΑΝΔΌΝΣ ΚΗ ΣΤΑΡςΗΝΑΣ).

Α.: (τα γεμίζει (τα ποτήρια) μιά φορά ακόμη): ορίστε πάρτε, πεθερικά! ας τα πιούμε! (τώρα τα ήπιαν μόνο ο Αντώνης κ ο υπαστυνόμος).

^ΜΚΌΛΑΣ: ΤΥ ΠΉΝΙΜΥ ΚΗ ΤΥ ςΗΝΓΚΛΆιΜΥ ΈΝ ΜΥΤΛΆΧ ΚΑΛΌ ςέ, ΑΜΑ ΠέΣ Τ ΧΌΡΑ-ΜΑΣ ΈΝ ςΚΛΊ ΗβΛΆΤιΑ, ΤΙΝΑ ΑΓΛΑΤΌΝΝΙ ΤΥΝ ΚΌΖΜΥ.

Ν.: το πιοτό κ το γλέντι είναι οπωσδήποτε καλό πράγμα. όμως, μές το χωριόμας υπάρχουν κάτι σκύλου παιδιά που κάνουνε κ κλαίει ο κόσμος.

ΣΤΑΡςΗΝΑΣ: ΣΗ ΤΊΝΑ ΈςΣ ΑΣ ΤΥ ΝΎ-Σ, ΓΑΚΑ ^ΜΚΌΛΑ?

Υ.: εσύ ποιόν έχεις στο νούσου, (ποιόν εννοείς), αδερφέ Νικόλα;

^ΜΚΌΛΑΣ: ΤΊΝΑ? ΒΑΡΌ, ^ΧΟΝΆΧΒει ^ΘΑΝΆΣ ΤΥΝ ιΌ, ΤΥΝ ^ΛΙβΌΝ. ΌΛΥ Τ ΧΌΡΑ ΣΚΌΝ ΑΣ ΤΥ ΒδΆΡ! ΞΆΛΚΑ ΤΑ ΚΥΡΉΞΑ-ΜΑΣ-ΠΑ ΘΑ ΤΑ ΚΑΘΊΣ ΠΑΣ Τ ΆΛΓΑ ιΆΝ ΔΑ ΞεΡΚέΖΚΑ. ΦΥβεΡΉΖ ΝΑ ΧΥΡΉΣ ΤΥΝ ^ΒΟΡΗΣ ΑΧ Τ ^ΜΑΡΉιΑ, ΑΝΔέΝΑΣ ΘΑ ΚΆΜ ΜέΓΑ ΞΑΠΥβΎΛ. ΤΊ ΕΝ ΑΤΌ-ΠΑ? ^ΛΙβΟΝΣ ΠΥΡΉ ΚΗ ΤΑ ΑΡΑβΌΝΙΣ-ΜΑΣ-ΠΑ ΝΑ ΤΑ ΤΧΑΡΑΜΌΣ!

Ν.: ποιόνα; παρακαλώ, του Χονάχμπεη Θανάση τον γιό τον Λεβόνη. όλο το χωριό σηκώνει στο πόδι! σε λίγο τα κορίτσιαμας θα τα κάνει να καβαλλήσουν τ' άλογα σάν τους καβαλλάρηδες του ιππικού. απειλεί να χωρίσει τον Μπόρις απο τη Μαρία, ει δε μή (λέει οτι) θα κρατήσει μεγάλο μίσος. τί είναι κι αυτό! ο Λεβόνης μπορεί ακόμη κ τους αρραβώνεςμας να τους χαλάσει!

ΣΤΑΡςΗΝΑΣ (ΜεΓΑΛΙΦΤΡΆδΚΑ): ΤΊ ΤΧΑΡΑΜΌΝ-ΔΑ! ΑΤΌΣ ΆΡΤΑ, ΤΑΚ ΣΚΑΖΑΤ\, Τ ΜΉΡΑ-Τ ΠΉΡΗΝ-ΔΥ! ΠεΣ Ν КАЗЕМАТКА, ΑΣ Τ СЕЛЬУПРАВА ΕΝ ΜΑΝΔΡΗΖΜέΝΥΣ, ΚΑΤΛΊΓΥ ΝΑ ΚΥΝΔΈΝ ΓΛΌΣΑ-Τ, ΤΑΚ ΣΚΑΖΑΤ\! (ΈΠΝΙΝ-ΔΥ).

Υ.: (καμαρωτά): πώς θα τους χαλάσει! αυτός ήδη, ούτως ειπείν, τη μοίρατου (=εκείνο που του άξιζε) την πήρε! μέσα στο κρατητήριο, στο κελλί της φυλακής είναι μαντρωμένος, λίγο να κοντύνει η γλώσσατου, ούτως ειπείν (είπε κ ήπιε το ποτήριτου).

^ΑΝΔΌΝΣ: ΒΡΆβΟ, ιΎΡΗι ^ΣΠΗΡΗΔΌΝΟβΗΞ! ΤΊΣ ΠεΤΆ ΠΣΗΛΆ, ΚΆΘΙΤ ΧΑΜΗΛΆ! ΑΣ ΤΥ ΚΣέΡ ΑΤΌΡΑ ^ΛΙβΌΝΣ, ΠΑΣ ΤΊΝΑ ςέΡ ΗΡέβ ΝΑ ΣΚΌΣ, ΠΟΝΗΜΑες\! ΥΡΉΣΗΤ ΑΣ ΤΑ ΠΉΝΥΜ ΚΗ ΧΑΠΌΣΗΤ!

Α.: μπράβο, Γιούρι του Σπυρίδωνος! όποιος πετάει ψηλά, κάθεται χαμηλά! να το ξέρει τώρα ο Λεβόνης σε ποιόν χέρι θέλει να σηκώσει, καταλαβαίνεις! ορίστε, ας τα πιούμε, κ τσιμπήστε!

^ΜΚΌΛΑΣ: ΌΣΥ Ές ΞΑΡΆ, ΝΑ ΠΉΝΣ ΚΗ ΝΑ ΦΆιΣ! ΠςΗΡΉΣΗΤ ΚΑΝΑ ΤΡΑΓΌδ. ΓΟ ΑΤΎΤΥ ΑΓΑΠΎ: «ΉΡΤΑΝ ΔΥΓΚΎςΑ, ΧΗΡΛΑιΜΎΣ». (ΠςΉΡΣΑΝ ΤΡΑΓΥδΎΝ. ΤΑ ΜΎΖΙΚΗΣ ΚΆΜΝΙ ιΑΡΔΊΜ).

Ν.: όσο υπάρχει τρόπος, να πίνεις κ να τρώς! αρχίστε κανένα τραγούδι. εμένα το αγαπημένομου είναι αυτό, που λέει "ήρθαν πολέμοι, όλεθροι". (άρχισαν τραγουδούν. τα μουσικά όργανα συνοδεύουν).

ΉΡΤΑΝ ΔΥΓΚΎςΑ, ΧΗΡΛΑιΜΎΣ,

ΚΑΤΑΡΑΜέΝΑ ΧΡΌΝιΑ.

ΚΌΖΜΥΣ ΟΛ δΆιΝΑΝ ιΆΧ - ιΑΧΤΆΝ,

ΖΑΝΔΑΛΥΜέΝ ΧΤΑ ΠΌΝιΑ.

ήρθαν πόλεμοι, όλεθροι, καταραμένα χρόνια, οι άνθρωποι όλοι πήγανιναν (χάνονταν) ο ένας κατόπιν του άλλου, κακοποιημένοι απο τους πόνους (δυστυχίες).

 

ΚΗ ΜΉΣ-ΠΑ ΤΌΤΙΣ ΤΡΉ ΝΥΜΆΤ:

^βΑΣΉΛΣ, ^ΗβΆΝΣ ΚΗ ^ΧΡΉΣΤΥΣ,

ΔζΥΝΆιΣΑΜ δΆβΑΜ ΣΤΥ ^ΚΥΒΆΝ\,

ΑτΉ-ΠΑ βΡέΘΙΝ ΖΉΦΥΣ.

εμείς όμως τότε, τρία άτομα, (εγώ) ο Βασίλης, ο Ιβάνης κ ο Χρήστος, ξεκινήσαμε πήγαμε στο Κουμπάνι, κ εκεί ακόμη βρέθηκε αποτυχία. (=δέν πετύχαμε να βρούμε τους εχθρούς σε ευάλωτη θέση να τους ξεπσστρέψουμε).

 

ΚΑΤΈβΑΜ ΜΉΣ ΠεΣ ΤΥ ^ΛΑΒΉΝΣΚ,

ΑΠ ΈΝΑ ΆΛΓΥ ΠΉΡΑΜ,

ΔΥςΜΆΝ-ΜΑΣ ΉΤΑΝ ΛΌΡιΑ-ΜΑΣ,

ΜΉΣ ΦΑΝΙΡΆ ΤΙτσ ΉδΑΜ.

κατεβήκαμε (τότε) μές την (πόλη) Λαβίνσκ, απο ένα άλογο πήραμε. οι εχθροίμας ήταν ολόγυραμας, καθαρά τους είδαμε.

 

ΣΤΥ ΜΣΌ Τ ΣΤΡΆΤΑ ΝΔΑ ΈΣΥΣΑΜ,

ΔΥςΜΆΝ-ΜΑΣ ΦΆΝΑΝ ΠΉΣΥ.

ΘεΌΣ, ΖέΡ ΉΤΥΝ ΔΆΜΑ-ΜΑΣ,

ΤΟΣ ΔΡΆΝΑΝΙΝ ΤΥ ΉΣΥ.

στα μισά του δρόμου όταν φτάσαμε, οι εχθροίμας εμφανίστηκαν πίσω(μας). ο Θεός καθώς φαίνεται ήταν μαζίμας, κοίταζε (φρόντιζε) τη δικαιοσύνη.

 

ΤΊ ΑΡΑΤ<Θ>ΈβΣ, ΣΉ ^ΚΆΗΝ ιΌΣ,

ΣΤΥ ΚΣέΡΣ ΉΜΑΣ ΡΥΜέι ΜΗΣ,

ΌΛ βΑΣΙΛ\ΌΝ ΦΥβΆΤΑΝΔΑΝ

ΑΧ ΤΥ ΡΥΜέΚΥ έΝΥΣ!

(τον προκάλεσα φωνάζοντας:) τί επιθυμείς, εσύ του Κάιν γιέ, να το ξέρεις είμαστε Ρωμιοί εμείς, όλοι οι βασιλιάδες κ άρχοντες (ανέκαθεν) φοβούνταν απο το ρωμαίικο γένος!

 

ΤΊ ΛΈΓΥ, ΓΆΚΑ, ΜέΝΑ ΦΚΡΉΘ:

ΤΆ ΈΧΥΜ ΆΣ ΤΑ ΠΆΡΝΙ,

ΤΈΚ ΜΉΣ Σ ΠΗΜέΝΥΜΗ ΖΔΑΝΊ,

ΤΑ ΜΚΡΆ-ΜΑΣ ΘΑ ΜΑΣ ΦΛΆΓΝΙ.

(τότε ο Χρήστος μου είπε): τί λέω, μεγάλεμου αδερφέ, άκουσεμε: όσα έχουμε άς τα πάρουνε, αρκεί εμείς να μείνουμε ζωντανοί, τα μικρά(παιδιά)μας θα μας περιμένουνε.

 

ΑΚΎιΣ ΣΗ ^ΧΡΉΣΤΥ, Άιτσ ΜΉ ΛΈΣ,

ΧΑΉΛΣ ΔΆΜΑΣ τΉ ΝΊςΚΥΜ.

ΑΤΌΤΙΣ ΜΌΝΥ ΘΑ δΥΧΤΎ,

ΛΊΓΥΣ ΠςΉ ΝΔΑ ΚΡΗΜΉςΚΥΜ!...

ακούς εσύ Χρήστο; τέτοια πράγματα μή λές, μαζίσου δέν θα συμφωνήσω. τότε μόνο θα παραδωθώ, δίχως ψυχή (=νεκρός) όταν πέσω!...

(αυτό το απλό, αλλα θαυμάσιο ρωμαίικο δημοτικό τραγούδι, ακολουθώντας όλη την τεχνική του ακριτικού τραγουδιού, αναφέρεται σε κάποια συγκεκριμένη μάχη, σχετικά πρόσφατη, αφού κ τα πρόσωπα αναφέρονται με ακρίβεια κ τα τοπωνύμια κ τα περιστατικά. οι εχθροί, ώς γνωστοί στο ακροατήριο, δέν κατονομάζονται, αλλα χαρακτηρίζονται "του Κάιν γιοί", κ παρακάτω "τσιγγάνοι". Οι τσιγγάνοι είναι οι πιό αντιπροσωπευτικοί απόγονοι του Κάιν, αναλυτικότερα βλέπε http://users.sch.gr/ioakenanid/historyofhumanity.htm αλλα οπωσδήποτε η μάχη δέν ήταν με πραγματικούς τσιγγάνους, αφού όλος ο κόσμος γνωρίζει πως οι τσιγγάνοι δέν πολεμούν ποτέ σε μάχες ακόμη κ όταν όλος ο υπόλοιπος κόσμος πολεμά. ούτε κ Τούρκοι πρέπει να είναι εν προκειμένω οι εχθροί, γιατί τότε θα αναφέρονταν ώς "ΤΥΡΚ" όπως αλλού. Συμβολικά ονομαζόμενοι γιοί του Κάιν κ τσιγγάνοι, σημαίνει πως είναι εχθροί της δικαιοσύνης κ εχθροί του αληθινού Θεού, άρα εχθροί της Ορθοδοξίας, ενώ το ρωμαίικο γένος ταυτίζεται με τη δικαιοσύνη, το Θεό, την Ορθοδοξία. συνεπώς ο εν λόγω πόλεμος είχε θρησκευτικό χαρακτήρα, όπως ο πόλεμος του Ίγκορ που αναφέρεται πιό πάνω στο μεγάλο επικό ποίημα, του οποίου οι εχθροί φαίνεται να είναι οι ίδιοι όπως κ σε αυτό εδώ το ηρωικό τραγούδι, δηλαδή, απο όσο μπορώ να καταλάβω, Πολωνοι Καθολικοί. ίσως κ Ούγκροι, στων οποίων τη χώρα ζούσαν κ πολλοί τσιγγάνοι, ωστε όλοι περιφρονητικά μπορούσαν να αποκαλούνται έτσι).

^ΑΝΔΌΝΣ: ΜέΓΑΣ ΠΑΛΙΚΑΡΥΣ ΉΤΥΝ ^ΒΑΣΉΛΣ, τσΙΝΓΚΆΝΣ ΤΊ <τΉ> ΦΥβΉΘΙΝ!

Α.: μεγάλος παλληκαράς ήταν ο Βασίλης, τους τσιγγάνους δέν φοβήθηκε!

ΣΤΑΡςΗΝΑΣ: ΓΟ ΑΓΑΠΎ ΑΤΎΤΥ ΤΥ ΤΡΑΓΌδ: «РОЗПРАГАЙТЕ, ХЛОПЦІ, КОНІ» (ΠςΉΡΣΑΝ ΤΡΑΓΥδΎΝ ΌΛ-ΠΑ):

Υ.: εμένα μου αρέσει προπάντων αυτό το τραγούδι (ουκρανικό, που λέει) "РОЗПРАГАЙТЕ, ХЛОПЦІ, КОНІ". (άρχισαν τραγουδούν όλοι):

Розпрагайте, хлопці, коні

Та лягайте спочивать,

 А я піду в сад зелений,

В сад криниченьку копать.

βαστάτε (μήν τα τρέχετε)  τ' άλογα, παιδιά, αλλα ξαπλώστε να ξεκουραστείτε. και εγώ θα πάω σε περιβόλι χλωρό, σε περιβόλι πηγάδι να σκάψω. (το Розпрагайте θυμίζει το ελληνικό "βαστάτε, Τούρκοι, τ' άλογα").

Копав копав криниченьку Dug sink well

 У вишневому саду In a cherry orchard

Чи не вийде дівчинонька Whether a girl will not go out

Рано-вранці по воду? Early in the morning for water?

θα σκάψω, θα σκάψω πηγάδι σε ένα περιβόλι με  κερασιές. άραγε δέν θα βγεί ένα κορίτσι νωρίς το πρωί για νερό?

ΣΤΑΡςΗΝΑΣ (ΣΚΌΘΙΝ ΑΠΆΝΥ ΤΡΑΓΥδΆ ΚΗ ΧΥΡέβ):

И ПИТЬ БУДЕМ, И ГУЛЯТЬ БУДЕМ, А СМЕРТЬ ПРИДЕТ ПОМИРАТЬ БУДЕМ!  (=και να πιούμε θα γίνει, και να περπατήσουμε θα γίνει, και ο θάνατος να'ρθεί να πεθάνουμε θα γίνει!)

ΠΉΝΥΜ, ΠΉΝΥΜ, ΠΉΝΥΜ ΧΥΝΥςέβΥΜ, ΈΡΚΗΤ Τ ΑΔζΈΛ-ΜΑΣ, ΠέΦΤΥΜ ΠΥΘέΝΥΜ. (ΤΑΠΤΑΈβ ΤΑ ΒδΆΡΑ-Τ ΑΝΔΥΝ ^ΑΝΔΌΝ).

Υ.: (έχει σηκωθεί πάνω, τραγουδά κ χορεύει): (στα Ρωσικά λέει:) και να πιούμε θα γίνει, και να περπατήσουμε θα γίνει, και ο θάνατος να'ρθεί να πεθάνουμε θα γίνει!) (κ στα Ρωμαίικα τραγουδά): πίνουμε, πίνουμε, πίνουμε κ κάνουμε παρέα, (ύστερα) έρχεται η μέρα του θανάτουςμας, ξαπλώνουμε πεθαίνουμε. (τραγουδώντας χτυπάει κάτω τα πόδιατου μαζί με τον Αντώνη).

ΌΛ-ΠΑ (ΧΥΡέβΝΙ ΚΗ ΤΡΑΓΥδΎΝ «ιΑΡΗΜ ΑβΆ»):

Όλοι: (χορεύουνε κ τραγουδούν "|ιΑΡΙΜ {ΑβΑ|") (βλέπε πιό πάνω).

^ΜΑΡΉιΑ ΚΗ ΧΑΝΊιΑ,

δΆβΑΝ ΣΗΡΛΑΝΈΦΚΑΝΔΑΝ,

ΠΎιΥΣ-ΤΙΝ ΧΥΡέβ ΚΑΛΆ,

ιΑΡΉΜ-ΑβΑ ΧΥςΛΑΜΆ!

ΟΒΗΡ..Ρ..Ρ.

ΟΒΗΡ..Ρ..Ρ.

η Μαρία κ η αρχόντισσα βγήκαν σεριάνιζαν, ποιά απο τις δύο χορεύει πιό ωραία, |ιΑΡΙΜ {ΑβΑ {ΟςΛΑΜΑ! ΟΙΒΥΡΡ ΟΙΒΥΡΡ)

ΌΛ-ΠΑ (ΧΥΡέβΝΙ ΚΗ ΤΡΑΓΥδΎΝ «ΧΟΡΌ»):

Όλοι: (χορεύουνε κ τραγουδούν "χορό", δηλαδή ένα είδος ρωμαίικου τραγουδιού που λέγεται "χορός", το είδαμε παραπάνω με την ονομασία "ΥΡΔΑΜΆιδΑ")

ΚΆΘΥΜ, ΚΆΘΥΜ, ΚΑΝΊΣ τέΝ,

ΚΖέΝΥ ΌΚΣΥ - ΌΛ-ΠΑ ΚΣέΝ.

ΚΛΌΘΥ ΠεΣ Τ ΓΥΝΈιΑ-ΜΑΣ,

ΔΡΑΝΎ Τ ΜΗΣΑΡέιΑ-ΜΑΣ.

κάθομαι, κάθομαι, κανείς δέν είναι (εδώ), βγαίνω έξω - όλοι (είναι) ξένοι. επιστρέφω μέσα στον τοίχομας (=σπίτιμας), κοιτάζω την κεντρική πλατείαμας.

^ΜΚΌΛΑΣ (ΜΌΝΥ ^ΜΚΌΛΑΣ ΚΗ ^ΗΛιΥςΣ τΗ ΧΌΡΗβΑΝ): ΝΑ ΣΤΑΘέΤ ΚΑΝΑ ΤΝΆ. ΠΆΡΗΤ ΑΝΆΣΑ! ΠΑΡΑΓΑΜΒΡΉδ ΑΣ Ν ΤΡΑΓΥδΊΣΝΙ ΚΑΝΑ ΤΡΑΓΌδ.

Ν.: (μόνο ο Νικόλας κ ο Ηλίας δέν χόρευαν): έ, σταθείτε μιά στιγμή, πάρτε ανάσα! οι παραγαμπροί ας τραγουδήσουνε κανένα τραγούδι.

ΠΑΡΑΓΑΜΒΡΉδ (^ΒΟΡΗΣ-ΠΑ ΤΡΑΓΥδΆ ΑΝ ΠΑΡΑΓΑΜΒΡΉδΣ):

Παραγαμπροί: (ο Μπόρις επίσης τραγουδά μαζί με τους παραγαμπρούς):

ΑΝΆΜεΣΑ ΑΣ ΤΑ βΥΝΆ,

ΑΜΒέΛιΑ ΦΗΤΙΜέΝΑ.

έΡ, ΦέΡΥΝ ΣΤΑΦΉΛιΑ ΡΟΖΗτιΆ, ΜΆΝΑ-ΜΥ,

ΦέΡΥΝ ΣΤΑΦΉΛιΑ ΡΟΖΗτιΆ.

ανάμεσα στα βουνά (είναι) αμπέλια φυτεμένα, έρ (=επιφώνημα) φέρνουν (= παράγουν) σταφύλια ροζακιά, μάναμου, φέρνουν σταφύλια ροζακιά.

 

ΦέΡΥΝ ΣΤΑΦΉΛιΑ ΡΟΖΗτιΆ,

ΚΗ ΚΡΑΣΉ ΜΥςΚΑΤΈΛΗ

έΡ, ΤΥ ΠΉΝΥΝ ΆΝΔΡΗ δέ ΜΗΘΎΝ, ΜΆΝΑ-ΜΥ,

ΗΝΈΚΗΣ ΚΥτΗΝιΑΖΥΝΙ.

φέρνουν σταφύλια ροζακιά, κ κρασί μοσχατέλι. έρ (= επιφώνημα) το πίνουν άντρες, δέν μεθούν, μάναμου, γυναίκες (όταν το πίνουν) κοκκινίζουν.

 

(ΤΡΑΓΌδΣΑΝ ΠΑΡΑΚΆΤΑ, ΚΆΘΑ ΉΣ ΠΎ ΈΚΡΥιΝ ΚΗ ΠΎ ΚΖέΝΙςΚΗΝ, ΤΡΆβΑΝΑΝ-ΔΥ ΠΎ ΉΡΚΗΝΔΥΝ ΡΆΣΤ)

(τραγούδησαν κ παρακάτω, κι άλλες στροφές, καθένας "όπου χτυπούσε κ όπου έβγαινε" (= όπου τύχαινε), το τραβούσαν (=μάκραιναν το τραγούδι) όπως ερχόταν βολικά)

 

^ΜΚΌΛΑΣ (ΤΥΝ ΣΤΑΡςΗΝΑ): ^ιΎΡΗι ^ΣΠΗΡΗΔΌΝΟβΗΞ, ΠέΛ ΑΣ ΦέΡΝΙ ΤΥΝ ^ΛΙβΌΝ, ΑΣ ΜΑΣ ΤΡΑΓΥδΊΣ ΚΑΝΑ ΤΡΑΓΥδΊτσ. ΑΤΌΣ, ΚΥΠέΚ ΥΓΛΎ ιΌΣ, ΚΑΛΆ ΤΡΑΓΥδΆ, ΦέΡ-ΤΥΝ ΑδΌ, ΚΑΤΛΊΓΥ ΑΣ ΤΥΝ ΥΝιΑΤΡΑΉΣΥΜ. (ΟΝΑΤ- να ωφεληθούμε απο αυτόν)

Ν.: (στον υπαστυνόμο): Γιούρι του Σπυρίδωνος, στείλε να φέρουνε τον Λεβόνη, να μας τραγουδήσει κανένα τραγουδάκι. εκείνος, ο "|ΚΟΙΠΕΚ ΟγΛΟΥ|" γιός, ωραία τραγουδά, φέρ'τον εδώ, κάτι να ωφεληθούμε απο αυτόν.

ΣΤΑΡςΗΝΑΣ: ΆΝΔζΑ, ΚΑΛΆ ΤΥ ΉΠΗΣ, ΓΆΚΑ ^ΜΚΌΛΑ! (ΤΥΝ ΠΑΡΑΓΑΜΒΡΟ): ΜΆ, Τ ΑΝΙΓΆΡ ΑΧ Ν ΚΑΖεΜΆΤΚΑ δΌΣΤΥ ΤΥΝ ΧΑΡΑΥΛΔζΉ, ΆΜΑ ΆΣ ΑΝΊΚΣ Ν ТУРМУ, ΑΣ ΦέΡ ΑδΌ ΤΥΝ ^ΛΙβΌΝ. ΜΌΝΥ ΞΆΛΚΑ, ΤΑΚ ΣΚΑΖΑΤ\, Τ ΈΝΑ-Σ ΤΥ ΒδΆΡ ΑτΉ, Τ ΆΛΥ-Σ ΑδΌ! (ΠΑΡΑΓΑΜΒΡΌΣ δΆιΝ).

Υ.: έτσι (είναι), καλά το είπες, αδερφέ Νικόλα! (στον έναν παραγαμπρό απευθυνόμενος): νά, το κλειδί απο το κρατητήριο, δώστο στον φρουρό, αμέσως να ανοίξει το κελλί, να φέρει εδώ τον Λεβόνη, μόνο γρήγορα, ούτως ειπείν. το ένασου το ποδάρι εκεί, το άλλοσου εδώ! (=παροιμιώδης έκφραση που δείχνει ταχύτητα). (ο παραγαμπρός έφυγε).

ΆΝΔΡ (ΤΡΑΓΥδΎΝ):

Άντρες (τραγουδούν): (σε αυτό το θεατρικό έργο θα παρατηρήσατε οτι χρησιμοποιούνται πολλά τραγούδια, είναι ουσιαστικά ένα "musical" ακριβώς στο στύλ του "ο βιολιστής στη στέγη". το κάθε σημαντικό πρόσωπο της ιστορίας τραγουδάει τουλάχιστον ένα τραγούδι, κ με εκείνα που τραγουδάει αποκαλύπτει τα γούστατου κ την προσωπικότητατου).

Семь лет на Дону, на восьмом году, Seven years on Don, on an eighth year

На восьмом году сам до дому иду. On an eighth year to go a house.

Застала меня, ночка темная, Found me, night is dark,

Ночка темная возле лесочка. Night is dark near the small forest.

επτά χρόνια (έκανα) στο Ντόν, τον όγδοο χρόνο (κίνησα να επιστρέψω), τον όγδοο χρόνο κίνησα να πάω στο σπίτιμου. με βρήκε η νύχτα σκοτεινή, νύχτα σκοτεινή κοντά στο δασάκι.

 

Привязал коня возле дерева, Tied a horse near a tree,

Сам ложился спать возле коня. Lay down to sleep near a horse.

Приползла ко мне змея лютая, A snake pripolzla to me fierce,

Это не змея - это мать моя. It a not snake is a mother my.

            έδεσα το άλογο κοντά σε ένα δέντρο, ξάπλωσα να κοιμηθώ κοντά στο άλογο. μου σφύριξε ένα φίδι με μανία, - δέν ήταν φίδι, ήταν η μάναμου. (μου είπε:)

 

Что ты спишь, донец, That you sleep, donets,

Добрый молодец, Kind fine fellow,

А жена твоя на распрод пошла. And wife your went on rasprod.

εκεί που κοιμάσαι, σήκω, καλό παλληκάρι, και η γυναίκασου ξεπουλήθηκε, πάει. (распрод σημαίνει ξεπούλημα, το να δίνεις κάτι χωρίς κέρδος. επι λέξει «στο ξεπούλημα πήγε»= ξεπουλήθηκε, έφυγε, δόθηκε σε κάποιον που δέν άξιζε. χωρίς να το καταλαβαίνουν τραγουδούν αυτό που συμβαίνει στον Λεβόνη και τη Μαρία, σάν να προφητεύουν το βαθύτερο νόημα της κατάστασης. πρακτικώς το τραγούδι αυτό εξυπηρετεί να γεμίσει το χρονικό διάστημα που χρειαζόταν για να προσαχθεί ο Λεβόνης)

 

(ΑΝΊΓΑΝ ΤΑ ΠΌΡΤΙΣ. ΈΒΗΝ ΑΠέΣΥ ^ΛΙβΌΝΣ, ΑΠΉΣΥ-Τ ΧΑΡΑΥΛΔζΉΣ ΚΗ ΠΑΡΑΓΑΜΒΡΌΣ). ^ΛΙβΌΝΣ ΤΥ ΦτιΆΛ ΑΡΑΛΑιΜέΝΥ, δΙΜέΝΥ ΑΝ ΈΝΑ ΑΜΒΆΛ. ΠιΆΝ ΤΥΝ δΑΦΤΌ-Τ ΜεΓΑΛΙΦΤΡΆδΚΑ. βΗΓΛΊΖ ΑΣ ΤΑ ΜΑΡέΣ-Τ, ΣΥΠΆΖ. ^ΒΌΡΗΣ ΤΊΛΑΓΑ ΉδΙΝ ΤΥΝ ^ΛΙβΌΝ ΠέΤΑΚΣΗΝ Ν ΚΆΤΑ ΚΗ ΚΆτστσΗΝ ΦΥβΗΝΔζΆΡΚΑ ΠΆΣ ΤΥ ΣΚΑΜΝΊ ΣΜΆ ΣΤ ΜΆΝΑ-Τ).

(ανοίξαν οι πόρτες, μπήκε μέσα ο Λεβόνης, πίσωτου ο φρουρός κ ο παραγαμπρός. του Λεβόνη το κεφάλι τραυματισμένο, δεμένο με έναν επίδεσμο. κρατάει τον εαυτότου (στήνει το σώματου) περήφανα. κοιτάζει δεξιά κι αριστερά. σωπαίνει. ο Μπόρις μόλις είδε τον Λεβόνη παράτησε την γάτα κ κάθισε φοβισμένος στην καρέκλα κοντά στη μάνατου).

ΣΤΑΡςΗΝΑΣ (ιΥΜΌΝ ΚΑΦτΉ ΚΗ ΤΡΑβΆ-ΤΥ ΤΥΝ ^ΛΙβΌΝ): ΌΡΣΗ ΠΉΝΙ-ΤΥ ΚΗ ΤΡΑΓΌδΑ-ΜΑΣ ΚΑΝΑ ΚΑΛΌ ΤΡΑΓΥδΊτσ, ΤΑΚ ΣΚΑΖΑΤ\.

Υ.: (γεμίζει ένα ποτήρι κ το προτείνει στον Λεβόνη): όρισε, πιέςτο κ τραγούδαμας κανένα ωραίο τραγουδάκι, ούτως ειπείν.

^ΛΙβΌΝΣ: (ΠΉΡΗΝ-ΔΥ, Ές-ΤΥ, τΉ ΠΝΈςΚ).

Λ.: (το πήρε, το κρατάει, δέν πίνει).

ΣΤΑΡςΗΝΑΣ: ΚΣέΡΥΜ-ΔΥ, ΓΛΌΣΣΑ ΈςΣ ΜΑΚΡΉ, ΜΑ ΟΤ ΉΣΗ ΑΡΦΑΝΌΣ, ΜΗΣ ΣέΝΑ Χ\έβΥΜ.

Υ.: το ξέρουμε, γλώσσα έχεις μακριά, αλλα επειδή είσαι ορφανός εμείς σε λυπόμαστε.

^ΛΙβΌΝΣ: ΤΑ ΛΊΚΣ ΑΝ-ΔΑ ΘΑ Χ\έΠΣΝΙ ΤΑ ΠΡΌβΑΤΑ, ΒέΛτΗΜ, ΑΤΌΤ ΠΛΎς-ΠΑ ΘΑ Χ\έΠΣΝΙ ΓΑΡΉΠΣ.

Λ.: οι λύκοι όταν θα λυπηθούν τα πρόβατα, ίσως, τότε κ οι πλούσιοι θα λυπηθούνε τους φτωχούς.

^ΜΚΌΛΑΣ: ΆιΔΑ, ΆιΔΑ, ΜΑΡε, ^ΛΙβΌΝ, ΠΉΝΙ-ΤΥ ΚΗ ΤΡΑΓΌδΑ-ΜΑΣ ΚΑΝΑ ςέΝΓΚΥ ΤΡΑΓΥδΉτσ.

Ν.: άιντε, άιντε μωρε Λεβόνη, πιέςτο κ τραγούδαμας κανένα χαρούμενο τραγουδάκι.

^ΛΙβΌΝΣ (ΈΠΝΙΝ-ΔΥ, ΤΡΑΓΥδΆ):

Λ.: (το ήπιε, τραγουδά):

ΓΟ ςέΝΓΚΑ, ΤΡΑΓΌιδΑ, ΤΊ <τΉ> ΚΣέΡΥ!

ΤΊ <τΉ> ΧΆΡΑ-ΠΑ ΓΟ ΕΝΑ ΜέΡΑ.

εγώ χαρούμενα τραγούδια δέν ξέρω! δέν χάρηκα άλλωστε καμιά μέρα.

ΤΕΚ ΉΧΑ ΧΑΡΆ ΑΣ Ν ΚΑΡδΉιΑ,

ΝΔΑ ΉΤΥΝΙ ΔΆΜΑ-Μ ^ΜΑΡΉιΑ!

 μόνη είχα χαρά στην καρδιά όταν ήτανε μαζίμου η Μαρία!

ΣΗΣ ΠΉΡΗΤ Χ ΤΑ ςέΡιΑ-Μ ΑΤΊΝΑ,

ΓΟ τέΧΥ ΑΤΌΡΑ ΚΑΝΊΝΑ.

εσείς πήρατε απο τα χέρια εκείνην, δέν έχω πιά κανέναν (δικόμου άνθρωπο).

ΜΑ ΣΉΣ, ΑΣ ΤΥ ΚΣέΡΗΤ, ΚΑΜΉιΑ,

ΓΟ ΤΙΘΑ <Τ\ΘΑ> ΝΑ ΖΜΥΝΈΣΥ Τ ^ΜΑΡΉιΑ!

αλλα να το ξέρετε, ποτέ δέν πρόκειται να ξεχάσω την Μαρία!

ΣΤΑΡςΗΝΑΣ (ΧΥΛΞΆΡΚΑ): ΖΜΥΝΆΣ-ΤΙΝ, ΆΝ ΦΆιΣ ΚΥΣΠέΝΔΙ ΤΑςΜΑΚέΣ! ΧΑΡΑΥΛΔζΉ! βΓΆΛ-ΤΥΝ ΌΚΣΥ ΚΑΤΛΊΓΥ ΑΣ ΑβΥΡΣΤΊ, ΒέΛτΗΜ, ΚΥΝΔΈΝ ΓΛΌΣΣΑ-Τ! ΤΑΚ ΣΚΑΖΑΤ\. (ΧΑΡΥΛΔζΉΣ ΤΡΑβΆ ΝΑ βΓΆΛ ΌΚΣΥ ΤΥΝ ^ΛΙβΌΝ. ΑΎΤΥ Τ ΌΡΑ ΞΆΛΚΑ – ΞΆΛΚΑ ΚΖέΝ ΑΧ Τ ΆΛΥ ΤΥ ΒΌΛΙΜΥ ^ΜΑΡΉιΑ).

Υ.: (οργισμένα): την ξεχνάς (=πολύ εύκολα θα την ξεχάσεις) άν φάς εικοσιπέντε καμτσικιές (=χτυπήματα με μαστίγιο)! φρουρέ! βγάλ'τον έξω λίγο να δροσιστεί, ίσως κ κοντύνει η γλώσσατου! ούτως ειπείν. (ο φρουρούς τραβά να βγάλει έξω τον Λεβόνη. αυτήν την ώρα γρήγορα γρήγορα βγαίνει απο το άλλο το δωμάτιο η Μαρία).

^ΜΑΡΉιΑ: ΝΑ ΜΉ ΚΥΝΔΆΤ ΤΥΚΌΜ ΤΥΝ ^ΛΙβΌΝ! (ΠέΛΣΗΝ ΑΣ ΤΑ ΓΌΝΑΤΑ ΈΜΒΡΥ Σ ΤΥΝ ΤΆΤΑ-τσ ΚΗ ΣΤ ΜΆΝΑ-τσ).

Μ.: μή σκουντάτε τον Λεβόνημου! (γονάτισε μπροστά στον πατέρατης κ στη μάνατης).

^ΜΑΡΉιΑ: ΤΆΤΑ ΚΗ ΜΆΝΑ! ΓΌ ΑΝ ΉΜΗ ΚΌΡ-ΣΑΣ, ΓΆΚΑ ^ΑΝΔΌΝ! ΓΌ ΑΝ ΉΜΗ ΑδεΡΦΉ-Σ, βΖΉΣΗΤ Ν ΚΑΝΔΊΛΑ, ΔΌΣΗΤ ΥΚΣΥΠΉΣΑ ΤΥ ΣΜΆδ-ΤΙΝ, ΓΟ ΑΓΑΠΎ ΜΌΝΥ ΤΥΝ ^ΛΙβΌΝ! (ΚΛΈ).

Μ.: πατέρα κ μάνα! άν είμαι κόρησας, μεγάλεμου αδερφέ Αντώνη! άν είμαι αδερφήσου, σβήστε την καντήλα, δώστε πίσω το σημάδιτους, εγώ αγαπώ μόνο τον Λεβόνη! (κλαίει).

ΣΤΑΡςΗΝΑΣ: ΧΑΡΑΥΛΔζΉ! ΤΟ ΠΌΣ ΚΌΜΑ βΗΓΛΊΖΗΤ? ΆΠΑΡ ΚΗ ΠΡΆΤ ΤΥΝ ^ΛΙβΌΝ ΠέΣ ΚΑΖεΜΆΤΚΑ!

Υ.: φρουρέ! τί ακόμα κοιτάτε; πάρε κ πήγαινε τον Λεβόνη μές το κρατητήριο!

^ΛΙβΌΝΣ: ΣΤΑΘέΤ! ΓΟ ΚΌΜΑ ΌΛΑ τΉΠΑ-ΤΑ! (ΌΛ-ΠΑ ΣΚΌΘΑΝ ΑΣ ΤΥ ΠδΆΡ. ΤΑ ΗΝΈΚΗΣ: «ΗβΎι», «ΗβΎι» «ΗβΎι ΜΆΝΑ!»). ΓΟ ^ΧΟΝΆΧΒει ^ΛΙβΌΝΣ ΗΝΊΘΑ, ^ΧΟΝΆΧΒει ^ΛΙβΌΝΣ-ΠΑ ΘΑ ΠΥΘΆΝΥ!

Λ.: σταθείτε: ακόμη όλα δέν τα είπα! (όλοι σηκώθηκαν όρθιοι. οι γυναίκες (ξεφωνίζουν:) "εβούι, εβούι, εβούι μάνα"). εγώ Χονάχμπεη Λεβόνης γεννήθηκα, Χονάχμπεη Λεβόνης και θα πεθάνω!

^ΜΑΡΉιΑ (ΑΝΓΚΆΛΣΗΝ ΤΥΝ ^ΛΙβΌΝ. ΑΝ-ΔΥ ΚΛΆΠΣΜΥ ΛΈ ΤΥΝ ^ΛΙβΌΝ): ^ΛΙβΌΝ, ΓΟ ΠΑΡΑΚΑΛΊΓΥ-Σε, ΝΑ ΜΉ ΠΑΈΝΣ ΒδΗΝΆ-ΠΑ, ΚΗ ΤΊ ΘΑ ΚΆΜΥ ΓΟ ΑδΌ ΛΊΓΥΣ ΤΑ ΣέΝΑ? (ΚΛΈ). ΤΆΤΑ ΚΗ ΜΆΝΑ, ΓΑΚΉτσΑ, ΝΑ ΜΉ τσΑΚΌΝΙΤ Ν ΚΑΡδΊιΑ-Μ! ΓΟ ΉΜΗ ΧΑΉΛΣΑ ΝΑ ΖΉΣΥ ΠεΣ ΚΑΝΑ ΧΑΧΡΑ ΚΗ ΑΝ Τ ΑΓΆΠ, ΠΑΡΆ ΝΑ ΖΉΣΥ ΠεΣ ^ΛΑΦΑΖΆΝ Ν ΠΛΥςΉιΑ ΚΗ ΑΝ-ΔΥ δΆΚΡΥ. (ΣΤΑΡςΗΝΑΣ ΚΗ ΧΑΡΑΥΛΔζΉΣ ΧΥΤΧΑΡΆιΣΑΝ ΤΥΝ ^ΛΙβΌΝ ΑΧ Τ ^ΜΑΡΉιΑ ΚΗ ΠέΡΝ-ΔΥΝ ΚΗ ΠΆΓΝΙ ΠΆΧ Τ ΣτσέΝΑ. Τ ^ΜΑΡΉιΑ ΠιΆΝ-ΔΙΝ ΓΆΚΑ-τσ ^ΑΝΔΌΝΣ ΚΗ τΉ ΠΗΛΊ-ΤΙΝ)

Μ.: (αγκάλιασε τον Λεβόνη, με κλάμα του λέει:) Λεβόνη, σε παρακαλώ να μή πάς πουθενά, κ τί θα κάνω εγώ εδώ δίχως εσένα; (κλαίει). πατέρα κ μάνα, αδερφέ, μή τσακίζετε την καρδιάμου! εγώ είμαι πρόθυμη να ζήσω σε καμιά καλύβα κ με αγάπη, παρά να ζήσω μέσα στου Λαφαζάνη τον πλούτο κ με το δάκρυ. (ο υπαστυνόμος κ ο φρουρός απέσπασαν τον Λεβόνη απο την Μαρία κ τον παίρνουν κ φεύγουν απο τη σκηνή. τη Μαρία την πιάνει ο μεγάλος αδερφόςτης ο Αντώνης κ δέν την αφήνει).

^ΛΙβΌΝΣ: ΣΤΑΘέΤΙ! ΓΟ ΚΌΜΑ ΌΛΑ ΤΊΠΑ<τΉΠΑ>ΤΑ! ΣΉΣ, ΑΝ ΠΛΥςΉιΑ-ΣΑΣ, ΤΥΝ ΑΧΜΆΧ ΚΆΜΗΤ-ΤΥΝ ΑΧΗΛΔΆΡ! ΤΥΝ ΆςΞ]ΗΜΥ – ΌΜΥΡΦΥ! ΤΥΝ ΠΑΛΚΆΡ – ΗΛΆΤ! ΓΟ ΠΑΡΑΚΑΛΊΓΥ – ΚΑΤΆΡΑ ΝΑ ΈςΗΤ ΑΠ ΘΗΓΎ! ΝΙΣΤΚΉ, ΑΝ ΤΥβΡΆ ΝΑ ΔΡέςΗΤ ΚΗ ΓΌ-ΠΑ ΑΤΌΤ ΝΑ ΧΑΡΎ! ^ΜΑΡΉιΑ, ΦΗΝΥΜΉιΑ! (βΓΆΛΝΙ ΤΥΝ ^ΛΙβΌΝ. ΑΎΤΥ ΌΛΥ ΤΥ ΖΑΜΆΝ ΛΑΛΊ ΑΠΉΣΥ Σ ΣΚΉΝΑ ΤΡΑΓΌδ: «ΑΚΣΠΌΛ\<&Τ>ΥΣ ΚΗ ςΚΗΖΜέΝΥΣ, ΚΗ ΤΥ ΠΥΛΆ ΝΙΣΤΚΌΣ»).

Λ.: σταθείτε! ακόμη όλα δέν τα είπα! εσείς με τον πλούτοσας, τον χαζό τον κάνετε σοφό! τον άσκημο - όμορφο! τον γενναίο - τον κοροϊδεύτετε! εγώ παρακαλώ - κατάρα να έχετε απο Θεού! νηστικοί, με ένα ταγάρι (όπως είχαν οι ζητιάνοι) να τρέχετε, κ εγώ τότε να χαρώ! Μαρία, σ' αφήνω γειά! (βγάζουνε (απο τη σκηνή) τον Λεβόν. αυτήν όλη την ώρα (που μίλησε ο Λεβόνης) παίζει πίσω απο τη σκηνή ώς σιγανή υπόκρουση το τραγούδι "ξυπόλητος κ σκισμένος, κ τα πολλά νηστικός")

^ΜΑΡΉιΑ (ΧΥΤΧΑΡέΦΤΙΝ ΑΧ ΤΥ<&Ν > ^ΑΝΔΌΝ, ΉΠΛΥΣΗΝ ΤΑ ςέΡΑ-τσ ΝΑ ΠιΆΚ ΤΥΝ ^ΛΙβΌΝ, ΜΑ ^ΛΙβΌΝΣ ΆΡΤΑ τΉΤΥΝ ΠΆΣ Τ ΣΚΉΝΑ): ΑΝ-ΔΥ δΆΚΡΥ, ΉΠΗΝ: «^ΛΙ-βΌ-ΟΝΚΑ-Μ! ΤΥ ΑΚΗΡβΌ-Μ!» (ΣΗΜΒέΡΝΙΝ ΚΑΡδΉιΑ-τσ, ΠέΛΣΗΝ ΑΚΆΤΥ, ΠέΦΤ ΛΊΓΥΣ ΠςΉ. ΤΑ ΗΝΈΚΗΣ «ΗβΎι, ΗβΎι, ΜΆΝΑ!» ΚΗ βΆΛΝΙ ΣΤΑβΡΌ. «Ά ΤΙ ΥΓΡΆΗΣΑΜ!»).

Μ.: (ξέφυγε απο τον Αντώνη, άπλωσε τα χέριατης να πιάσει τον Λεβόνη, μα ο Λεβόνης πιά δέν ήταν στη σκηνή) με δάκρυ (κ λυγμούς) ξεφώνησε: "Λε-βό-ονκα-μου! ακριβέ-μου!" (έπαθε ανακοπή η καρδιάτης, έπεσε κάτω, κείτεται δίχως ψυχή (=νεκρή). οι γυναίκες (ξεφωνίζουν: "εβούι, εβούι, μάνα" κ σταυροκοπιούνται. (ακούγεται επανειλημένα η κραυγή): "ά, σε τί κακό πέσαμε!")

^ΣΌΝιΑ (ΠέΛΣΗΝ ΑΚΆΤΥ ΠΆΣ Τ ^ΜΑΡΉιΑ): ΤΥ ΚΥΡΉτσ-Μ! ^ΜΑΡΉιΑ-Μ! ΉΝΚΣΗ ΤΑ ΜΑΤΊΞΑ-Σ! ΌΦ, ΜΆΝΑ, ΤΊ ΥΓΡΆΗΣΑΜ, Θέ-ΜΥ ΚΗ ΠΑΝΑΉτσΑ-Μ!

Σ.: (έπεσε κάτω πάνω στη Μαρία): το κορίτσιμου! Μαρίαμου! άνοιξε τα ματάκιασου! ώχ, μάνα, τί μας βρήκε! Θεέμου κ Παναγίτσαμου!

^εβΔΥτΉιΑ (ΑΝ-ΔΥ ΚΛΈ, δΉΓΝ ΠΑΣ ΤΥΝ ^ΑΝΔΌΝ): ΑΤΌ ΈςΣ-ΤΥ ΌΛΥ-ΠΑ ΣΉ ΤΥ ΧΑΒΑιΆΤ! (ΦΥβέΡΣΗΝ-ΔΥΝ).

Ε.: (κλαίγοντας, δείχνει τον Αντώνη): αυτό το έχεις όλο εσύ το φταίξιμο! (απειλητικά του είπε).

ΌΛ-ΠΑ ΣΤΊΚΝΙ ςΑςΜΑΛΑΤΡΑιΜέΝΑ, ΤΊΝΞΚΑ, ΑΠΉΣΥ Σ ΣτσέΝΑ ΛΑΛΊ ΑβΆ «ΑΚΣΠΌΛΤΥΣ ΚΗ ςΚΗΖΜέΝΥΣ». (ΟΜΑΛΆ – ΟΜΑΛΆ ΦΣΑΛΙςΚΆΤΙ ΤΥ ΑβΛΈιΑ).

όλοι στέκονται κατάπληκτοι (ασάλευτοι απο την κατάπληξητους), ήσυχα (αμίλητοι). πίσω απο τη σκηνή παίζει ο σκοπός "ξυπόλητος κ σκισμένος". (σιγανά σιγανά κλείνει η αυλαία).

(εδώ τελείωσε το «Λεόντιος Χονάχμπεης», δραματικό έργο με τρείς πράξεις. άν πέσουνε αρκετά χρήματα κ αρκετή προβολή, αυτό μπορεί να γίνει ένα διεθνώς περίφημο musical έργο με ηθογραφικό χαρακτήρα, όπως ο " βιολιστής στη στέγη", με το οποίο βρίσκω χαρακτηριστικές ομοιότητες.

παρακάτω στον ίδιο τόμο βρίσκονται δύο ακόμη «δραματικά έργα», που είναι στην πραγματικότητα ρωμαίικα δημοτικά τραγούδια διασκευασμένα και δραματοποιημένα απο τον Λεόντιο Κυριάκοβ, που είναι και λαογράφος όχι λιγότερο απο όσο ποιητής. Η ιστοσελίδα είναι υπο κατασκευή ).

 

ΤΙΜΉΖΚΥ ΑΓΆΠ καθαρή αγάπη

(ΜΗΚΡΌ ΔΡΑΜΑΤΙΚΌ ΈΡΓΟ)

(ΌΜΥΡΦΥ ΗΝΈΚΑ, ΚΆΝΑ ΤΡΆΝΔΑ ΧΥΡΝΎ, ΓΆΛιΑ ΓΆΛιΑ ΦΑΝΙΡΌΘΙΝ ΠΆΧ Τ ΣΚΥ<&Τ>ΝΊιΑ ΚΗ ΣΤΆΘΙΝ ΜέΣΑ – ΜΗΣΎ ΠΆΣ Τ ΣτσέΝΑ. Τ ΦΥΡΗΣΉιΑ-τσ ΈΝ ΑΠ ΠΆΝΥ ΌΣ ΑΚΆΤΥ ΜΆβΡΥ. ΣΉΚΥΣΗΝ ΤΑ ςέΡΑ-τσ ΑΣ ΤΥΝ ΥΡΑΝΌ ΚΗ ΜΥΡΛΥΓΆ).

(όμορφη γυναίκα, κάπου τριάντα χρονών, σιγά σιγά φανερώθηκε απο τη σκοτεινιά (καθώς οι προβολείς βαθμιαία ανάβουν) και στάθηκε στο κέντρο της σκηνής. η φορεσιάτης είναι απο πάνω ώς κάτω μαύρη. σήκωσε τα χέριατης στον ουρανό και μοιρολογά):

ΠεΤΆΤ ΠΥΛΊΞΑ ΣΤ ΥΡΑΝΌ,

ΣΉ ΌΛΑ-ΠΑ ΔΡΑΝΆΤ-ΤΑ.

πετάτε πουλάκια στον ουρανό, εσείς όλα τα βλέπετε.

βΆι ΠέΤ-ΤΥ, ΠΎ ΕΝ ^ΚΥΣΤΑΝΔΊΝ-Μ,

ΑΓΑΠΗΜέΝΥ-Μ ΆΝΔΡΑ.

          άχ, πείτετο, πού είναι ο Κωνσταντίνοςμου, ο αγαπημένοςμου άντρας.

τΗΡΌ ΠεΡΝΆΖΟ ΝΔΥ ΝιΑΖΜΌ,

ΑΝΔΑ ΜεΓΌΛΑ ΠΌΝιΑ.

          τον καιρό περνώ με στενοχώρια, με μεγάλους πόνους.

ΓΟ ΠΝΈςΚΥ ΓΆΝΑ ΤΥΝ ΠΗΡΝΌ,

ΚΗ ΤΥ βΡΑδΊ ΠΑΛ ΠΝΈςΚΥ.

          πίνω καημό το πρωί, και το βράδυ πάλι (καημό) πίνω.

ΚΗ Άιτσ ΘΑ ΠΉΝΥ ΓΆΝΙΣ ΓΌ,

ΌΣ ΝΑ ΗΡΉΣΗ ΆΝΔΡΑ-Μ.

          και έτσι θα πίνω καημούς, ώσπου να γυρίσει ο άντραςμου.

ΠΑΠΎΣ:

ΚΑΛΆ ΤΡΑΓΌδΑΝΙΣ ΤΡΑΓΌδ,

ΓΟ ΦΚΡΉΘΑ, ΞΆΧ δΑΚΡΌΘΑ.

          παππούς: ωραία τραγουδούσες τραγούδι, άκουσα, μέχρι που δάκρυσα.

ΝΑ ΜΉ ΣΑΧΝΈΦΚΗΣ, ΤΥ ΚΥΡΊτσ-Μ να μή |ΣΑ#ΙΝ|εύεσαι, το κορίτσι-μου,

ΤΡΑΓΌδΑ ΤΊΠΥΤ τιΆΛΥ. τραγώδα τίποτε κι άλλο.

          μή γίνεσαι σκεφτικιά, κοπέλαμου, τραγούδα κι άλλο.

Τ ΗΝΈΚΑ:

ιΌΧ, τΉ ΤΡΑΓΌδΑΝΑ ΤΡΑΓΌδ,

ΜΥΡΛΌΓΑΝΑ ΤΥΝ ΆΝΔΡΑ-Μ,

          η γυναίκα: όχι, δέν τραγουδούσα τραγούδι, μοιρολογούσα τον άντραμου,

ΤΟΣ ΜέΝΑ ΦΉΚεΝ–Με ΚΗ δΆιΝ,

ΝΑ ΧΥΡΑΛΑΉΣ Ν ^ΠΑΤΡΉδΑ.

          εκείνος με άφησε και έφυγε, να υπερασπίσει την πατρίδα.

ΔΥςΜΆΝΥΣ ΌΛ-ΠΑ ΝΑ ΣΚΥΤΌΣ

ΚΗ ΝΑ ΗΡΉΣ ΑΠΉΣΥ,

          τους εχθρούς όλους να σκοτώσει και να γυρίσει πίσω,

ΜΑ ΆΡΤΑ δέΚΑ ΧΡΌΝιΑ ΓΟ,

ΧΑΠΆΡ ΧΤΑ ΤΌΝΑ τέΧΥ.

          αλλα ήδη δέκα χρόνια εγώ είδηση απο εκείνον δέν έχω.

ΚΗ δέΚΑ τιΆΛΑ ΆΝ ΠεΡΠ<Ν>ΎΝ,

ΑΤΌΝΑ ΓΟ ΘΑ ΦΛΆΚΣΥ.

          και δέκα ακόμη κι άν περάσουν, εκείνον θα περιμένω.

ΚΗ ΛΈ-Με ΉΣ, ΣΚΥΤΌΘΙΝ ΤΟΣ,

ΚΗ ΆΛΥΣ ΛΈ, ΠΝΊΝ ΧΝ ΠΉΝΑ,

          και μου λέει ένας «σκοτώθηκε εκείνος», και άλλος λέει «πνίγηκε (=πέθανε) απο την πείνα»,

ΜΑ ΓΌ τΉ ΠΣΤΈβΥ ΤΥ ΧΑΠΆΡ,

ΑΤΌ ΤΥ ΦέΡΝΙ ΚΌΖΜΥΣ.

          αλλα εγώ δέν πιστεύω τις ειδήσεις εκείνες που φέρνουν οι άνθρωποι.

ΠΑΠΥΣ:

ΣΗ ΜΊ ΚΛΈΣ ΚΗ ΜΊ ΣΚΥΤΎΣΗ,

ΚΥΤΥΡΎ τΉ ΛΈΓΝΙ ΚΌΖΜΥΣ.

          (απο εδώ το μέτρο γίνεται τροχαϊκό) παππούς: μήν κλαίς και μή σκοτίζεσαι, κουτουρού (=χωρίς να ξέρουν) δέν (το) λένε οι άνθρωποι.

Ές ΑΣΛΊ ΤΟΣ ΟΤ ΣΚΥΤΌΘΙΝ,

ιΑΝΑςΆ-Μ ΤΟΣ ΠέΛΣΗΝ ΚΆΤΥ.

          είναι αλήθεια εκείνος οτι σκοτώθηκε, δίπλαμου έπεσε κάτω.

ΓΌ δΑΦΤΌ-Μ ΠΥΠΆδΣ ΠΛΥΓΆΡΣΑ,

ΤΌΝΑ ΤΊ ΝΑ ΠΑΡΑΧΌΣΝΙ,

ΤΊΓΛΑ ΧΡΆςΚΗΤ, ΠΟ ΧΡΗΣΤΗΆΝΣΚΗ.

εγώ ο ίδιος παπάδες πλήρωσα εκείνον για να θάψουνε,όπως πρέπει, κατα την χριστιανική θρησκεία.

Α ΤΥ ΚΣΌιδΥ ΓΌ ΤΥ ΤΡΆβΣΑ,

ΥςΑΝΔΡΆιΣΗΝ ΤΟΣ ΚΥΡΜέΝΥΣ,

ΝΑ ΤΥ δΎι<&>Σ ΣΗ. ΤΌΡΑ ΉΡΤΑ,

ΝΑ ΗΡΉΣ-Σ ΤΥ ΧΡέιΥΣ ΜέΝΑ.

          αφού το έξοδο εγώ το επιβαρύνθηκα,υποσχέθηκε εκείνος ο δυστυχής να το δώσεις εσύ. τώρα ήρθα, να μου επιστρέψεις (=πληρώσεις) το χρέος.

Τ ΗΝΈΚΑ:

ΣΗ ιΆΝ ΤΡΆβΣΗΣ ΜέΓΑ ΚΣΌιδΥ,

ΓΌ ΚΑΛΆ ΑΤΌ ΓΡΗΚΎ-ΤΥ,

ΚΆΜΥ ΆΝΔΡΑ-ΜΥ ΤΥ ΛΌΓΟ,

ΚΗ ΤΥ ΧΡέιΥΣ ΓΟ ΗΡΉΖΥ.

          η γυναίκα: αφού βαρύνθηκες μεγάλο έξοδο, καλά το καταλαβαίνω (=έχω κατανόηση), θα τηρήσω του άντραμου τον λόγο και το χρέος εγώ θα πληρώσω.

ΠΑΠΥΣ:

ΈΝΑ τιΆΛΥ ΧΡέιΥΣ ΠέΜΝΙΝ,

ΈΝ ΑΤΎΤΥ-ΠΑ ΑΛΊΘΑ:

          παππούς: ένα ακόμη χρέος έμεινε, είναι κι αυτό αλήθεια:

ΑΝΔΥΝ ΆΝΔΡΑ-Σ, ΑΝΔΥΝ ΦΉΛΥ-Μ,

ΣΤΥ ΣΤΕΡΝΌ-Τ ΜΙΣ ΑΝΓΚΑΛΊΘΑΜ,

ΚΗ ΖΗΣΤΆ ΑΤΌΝΑ ΦΉΛΣΑ,

ΧΡΆςΚΗΤ ΤΌ-ΠΑ ΝΑ ΗΡΉΣ-ΣΗ.

          με τον άντρασου, τον φίλομου, στην τελευταίατου ώρα εκείνος και εγώ αγκαλιαστήκαμε, και ζεστά (=με αγάπη) τον φίλησα, πρέπει κι αυτό να ανταποδώσεις εσύ.

ΜΊ ΕςΣ ΧΡέιΥΣ ΆΛΥ ΠΆΝΥ-Σ,

ΈΛΑ ΜΉιΑ ΆΣ Σε ΦΛΊΣΥ.

          να μήν έχεις χρέος άλλο να σε βαρύνει, έλα μιά να σε φιλήσω.

(ΗΡέβ ΝΑ ΤΙΝ ΦΛΊΣ, ΤΥ ΚΥΡΉτσ ΚΆΜ ΑΠΉΣΥ).

          (προσπαθεί να την φιλήσει, η κοπέλα κάνει πίσω).

Τ ΗΝΈΚΑ:

ΣΉ ΠΑΡΆΧΥΣΗΣ ΤΥΝ ΆΔΡΑ-Μ?

ΒΆι! ΓΟ ΧΆΘΑ! ΠέΜΝΑ ςΉΡΑ!

ιΌΧ, ΤΥ ΦΉΛΑΜΥ ΤΥ δΌΚΗΣ,

ΝΑ ΗΡΉΣ ΣΤΥΝ ΆΝΔΡΑ-Μ ΣΉΡΗ!...

          η γυναίκα: εσύ έθαψες τον άντραμου, βάι χάθηκα! έμεινα χήρα! όχι, το φίλημα που έδωσες, να ανταποδώσει (εκείνος), στον άντραμου τράβα!

ΠΑΠΥΣ:

ΖέΡ ΣΗ ΜέΝΑ τΉ ΑΓΝΌΡΣΗΣ?

βΆι δΙΚΌΜ ΧΥΡΣΌ Τ ΧΑΝΊιΑ!

          παππούς: δηλαδή εσύ εμένα δέν με γνώρισες; ώ, δικήμου, χρυσή αρχόντισσα!

ΆΝΔΡΑ-Σ ΉΜΗ, ^ΚΥΣΤΑΝΔΊΝΥΣ,

ΉΡΣΑ ΓΌ ΑΧ ΤΥ ΣΤΡΑΤΊιΥ!

          ο άντραςσου είμαι, ο Κωνσταντίνος, γύρισα απο την εκστρατεία!

ΣΧΌΡΑ-Με, ΣΗ ΑΣ ΤΥ ΡΉΣΜΥ-Μ,

ΑΠ ΚΑΡδΊιΑ-Σ ΦΉΛΑιΣ ΜέΝΑ.

          συγχώραμε για το παιχνίδι που έπαιξα, απο καρδιάς με περίμενες!

Τ ΗΝΈΚΑ:

ιΌΧ, ΑΤΌΤΙΣ ΘΑ ΠΗΣΤΈβΥ,

ΑΝΔΥ ΛΈι-Σ ΠΎ ΕΝ ΤΥ ΣΠΉΤ-ΜΑΣ.

ΤΊΓΛΑ Ές ΑΤΟ ΣΗΜΆιδΑ,

ΤΊΣ ΈΝ ΉΤΥ-Μ ΠΑ, ΝΑ Πέ-ΤΥ? τίς ένι γείτων-μου-πα, ν-ε ειπέ-το.

          η γυναίκα: όχι, (μόνο) τότε θα πιστέψω, άν πείς πού είναι το σπίτιμας, τί είδους έχει εκείνο (=το σπίτιμας) γνωρίσματα, και ποιός είναι γείτοναςμου, λοιπόν πές αυτά!

ΠΑΠΥΣ:

ΣΤΊΚΗΤ ΠΚΆΣ ΤΥ ΔζΆΠ ΧΛιΥΡΎτσΚΥ,

ΝΔΑ ΣΤΑΦΛΈΣ ΑΝΓΚΑΛΗΖΜέΝΥ.

ΚΗ ΠΆΣ Ν ΠΌΡΤΑ-Τ ΜεΓΑΛΈΦΚΗΤ,

ΜΛΈιΑ ΌΜΥΡΦΥ, ιΆΝ Τ ΡΌΚΑ.

ΈΜΒΡΥ-Σ ΖΉ ^ΧΥΡΣΎΛΑΣ ^βΉτιΑΣ,

ΠΉΣΥ-Σ ΖΉ ^ΞΑΓΉΡΚΑ ^ΜΚΌΛΑΣ.

          παππούς: στέκεται κάτω απο το βουνό (=στους πρόποδες του βουνού) το χλωρό, με κλήματα περιτριγυρισμένο. και μπροστά στην πόρτατου καμαρώνει μηλιά όμορφη, σάν ρόκα. μπροστά απο σένα κατοικεί ο Χουρσούλας Βίκιας, πίσω απο σένα κατοικεί ο Чαγίρκα Νικόλας.

Τ ΗΝΈΚΑ:

ιΌΧ, ΣΗ ΠΌΡΝΙΣ ΝΑ ΡΟΤΊΣΗΣ,

ΠΎιΥ ΈΝ δΙΚΌ-Μ ΤΟ ΣΠΉΤΙ.

ΚΗ ΤΊΣ ΉΤΥΣΜ-ΠΑ ΈΝ ΈΜΒΡΟ,

ΚΗ ΤΊΣ ΉΤΥΣΜ-ΠΑ ΕΝ ΠΉΣΥ-Μ.

          η γυναίκα: όχι, εσύ μπορούσες να ρωτήσεις πώς είναι το δικόμου το σπίτι, και ποιός γείτοναςμου είναι μπροστά, και ποιός γείτοναςμου κατοικεί πίσω απο μένα.

ΈΝΑ τιΆΛΟ ΣΗ ΡΟΤΊΣΟ,

ΤΌΤ ΠΟΡΎ ΝΑ Σε ΠΗΣΤΈβΥ:

ΑΝΔΥ ΛΈΗΣ, ΛΊΓΥΣ ΠΣέΜΑ,

ΤΊΓΛΑ ΈΧΟ ΓΌ ΣΗΜΆιδΑ?

          ένα ακόμη να σε ρωτήσω, τότε (θα) μπορώ να σε πιστέψω: άν πείς αυτό, χωρίς ψέμα: τί είδους έχω εγώ (στο σώμα) σημάδια;

ΠΑΠΎΣ:

Ν τσΆΡΚΑ-Σ ΈΝ ΚΥΒΎΚ ΤΙΜΉΖΚΥ,

τές ΤΟ ΒδΙΝΑ ΤΑΓΜΑδΊτσΑ.

ΜΑ ΣΗ ΈςΣ ΣΗΜΆιδΑ ΤΡΉιΑ,

ΤΡΉιΑ ΒεΝΤΗΚΗΣ – ΧΑΝΊτσΙΣ.

η πλάτησου είναι αφρός καθαρός (=κάτασπρη), δέν έχει πουθενά σημαδάκι. αλλα έχεις σημάδια τρία, τρείς ελιές - αρχοντοπούλες.

Τ ΕΝΑΣ-Σ ΤΈΚΑΤ – ΤΈΚΑΤ ΦέΝΙΤ,

ΠΚΆΣ ΔΙΚςΌ-Σ, ΧΥΡΣΌ Ν ΠΑΣΚΆΛΑ.

(δΊΓΝ ΑΝΔΡΥ ςέΡ-Τ) (δείχνει ανδρός χέρι-του)

η μίασου μόνη μόνητης φαίνεται κάτω απο τη δεξιάσου, τη χρυσή μασχάλη. (δείχνει του άντρα το χέρι). (υποκείμενο του «δείχνει» είναι του άντρα το χέρι)

ΠΚΆΣ Ν ΠΑΣΚΆΛΑ ΤΥ ΞΥΛΆΧΚΥ-Σ,

Ές-Σ ΣΗ ΒέΝΤΗΚ ΈΝΑ τιΆΛΥ.

(δΊΓΝ ΑΝΔΡΥ ςέΡ-Τ) (δείχνει ανδρός χέρι-του)

    κάτω απο τη μασχάλη την αριστερήσου, έχεις μιά ελιά ακόμη. (δείχνει του άντρα το χέρι). (υποκείμενο του «δείχνει» είναι του άντρα το χέρι)

Α ΤΥ ΤΡΉΤΙ-ΣΥ ΤΥ ΒέΝΤΗΚ,

ΈΝ ΑδΌ, ΧΑΡςΎ ΣΝ ΚΑΡδΊιΑ-Σ,

ιΆΝ ΔΥΝ ΉΛιΥ ΦΥΣΑΡέβΗ.

(ΗΡέβ ΝΑ ΤΥ δΊ)

    ενώ η τρίτησου η ελιά είναι εδώ, μπροστά στην καρδιάσου, σάν τον ήλιο λάμπει (=είναι εμφανής). (προσπαθεί να την δεί την ελιά)

ιΌΧΣΑΜ, ΠΆΛΙΣ δέΝ ΠΗΣΤΈβΗΣ?

βέΓΛΑ ΠΆΝΥ-Μ: ΉΜΗ ΆΝΔΡΑ-Σ!

(ΤΡΆβΣΗΝ ΈΒΓΑΛΗΝ Τ ΜΆΣΚΑ-Τ)

    τί, μήπως πάλι δέν πιστεύεις; κοίταξεμε: είμαι ο άντραςσου! (τράβηξε έβγαλε τη μάσκατου).

Τ ΗΝΈΚΑ: (ΘΑΓΜΆΣΤΙΝ, ΑΝΓΚΆΛΣΗΝ ΤΥΝ ^ΚΌΣΤΑ)

βΆι, ΣΗ ΉΡΣΗΣ, ^ΚΥΣΤΑΝΔΊΝΥ-Μ!

ΚΥΤΥΡΎ τΗ ΘΆΡΝΑ ΣέΝΑ!

^ΚΥΣΤΑΝΔΊΝΥ-Μ, ^ΚΥΣΤΑΝΔΊΝΥ-Μ!

    η γυναίκα: (εξεπλάγη, αγκάλιασε τον Κώστα): άχ, εσύ γύρισες, Κωνσταντίνεμου! άσκοπα δέν σε προσδοκούσα! Κωνσταντίνεμου, Κωνσταντίνεμου!

^ΚΌΣΤΑΣ:

^ΗΛΠΉδΑ-ΜΥ, ^ΗΛΠΉδΑ-ΜΥ!

    Κώστας: Ελπίδαμου, Ελπίδαμου!

(ΣΤΊΚΝΙ ΑΝΓΚΑΛΧ<Ζ>ΜέΝ. ΛΑΛΊ ςέΝΓΚΥ ΜΎΖΙΚΑ. ΦΣΑΛΙςΚΆΤ ΤΥ ΑβΛΈιΑ)

    (στέκονται αγκαλιασμένοι. παίζει ευτυχισμένη μουσική. κλείνει η αυλαία).

ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ) 8 ΤΥ ΑΠΡΉΛΗ 1991

 

ΑΓΝΌΡΗΖΜΟ αναγνώριση

(ΜΗΚΡΌ ΔΡΑΜΑΤΙΚΌ ΈΡΓΟ)

(αυτό το "μικρό δραματικό έργο" αποτελεί συρραφή, άν θέλετε ραψωδία, δημοτικών τραγουδιών που έφτιαξαν οι Ρωμιοί όταν ακόμη ζούσαν στην Κριμαία υπο τους "Χάν", τους Τούρκους άρχοντες της Κιμαίας. με τέτοια τραγούδια ελεεινολογούσαν την κατάστασητους, τη δύσκολη κοινωνικήτους θέση, κ καταδίκαζαν τα επικρατούντα ήθη. Ο Λ. Κυριάκοβ συνταίριασε τέτοια τραγούδια υπο μορφή ενός σύντομου δραματικού έργου. Σημειωτέον οτι τα δημοτικά τραγούδια των Ρωμιών είχαν μεγάλη απήχηση στη Ρωσία κ Ουκρανία όπου δημοσιεύονταν. Η δραματοποίηση του Λ. Κυριάκοβ σε αυτό το δραματικό έργο είναι κατα τη γνώμημου ιδιαίτερα πετυχημένη).

          ΓΑΡΉΠΚΥ ΤΑιΦΆ. ΜΆΝΑ ΚΗ ΚΌΡ ΚΆΘΝΙ ΑΚΆΤΥ ΠΆΣ Ν ΚΑΠΗτσΑ. ΣΤΈΡΑ ΤΥ ΚΥΡΉτσ ΗΠΛΌΘΙΝ, ΈΠεΣΗΝ ΠΑΣ ΜΆΝΑ-τσ ΤΑ ΒδΆΡΑ. ΜΆΝΑ ΔΡΑΝΆ ΠΆΣ ΚΌΡ-τσ ΤΥ ΦτιΆΛ – ΧΑΔΡΑΈβ ΦΤΊΡιΑ ΚΗ ΠΑΡΑΠΥΝΙΤΆ ΤΡΑΓΥδΆ, ΠΆΣ ΤΥ ΜΟΤΉβ «ΣΉΚΥ ^ΑβΡΑΆΜ, ΣΉΚΥ ^ΑβΡΑΆΜ».

    φτωχό σπιτικό. μιά μάνα κ μιά κόρη κάθονται κάτω (στο πάτωμα) πάνω σε ένα χαλάκι. ύστερα το κορίτσι (απο την καθιστή θέση έγειρε) απλώθηκε, ξάπλωσε πάνω στης μάναςτης τα πόδια. η μάνα κοιτάζει της κόρηςτης το κεφάλι - ψάχνει ψείρες, κ (συνάμα) παραπονεμένα τραγουδά, στο σκοπό του τραγουδιού "σήκω Αβραάμ, σήκω Αβραάμ". (το ξεψείρισμα ήτανε συνηθέστατη πρακτική, μέχρι τουλάχιστον τον καιρό του 2ου παγκοσμίου πολέμου, σχεδόν όλοι οι Έλληνες ξεψείριζαν ο ένας τον άλλο. η συνήθεια κρατάει απο τον καιρό των πιθήκων: όλοι οι πίξηκοι αλληλοξεψειρίζονται, κ η πράξη αυτή είναι κοινωνικώς σημαντικότατη: ξεψειρίζοντας ένας πίθηκος έναν άλλον, δείχνει οτι τον υπηρετεί κ ζητά την φιλίατου). (το τραγούδι "σήκω Αβραάμ, σήκω Αβραάμ". είναι προφανώς "η θυσία του Αβραάμ" που έγραψε ο Σαρτανιώτης ποιητής Δαμιανός Μπγαδίτσα τον 19.ο αιώνα. στίχους αυτού του τραγουδιού άκουσα σε εκτέλεση της περίφημης Σαρτανιώτισσας τραγουδίστριας Ταμάρας Κατσή, απο έναν ιστότοπο των Ρωμιών που απο καιρό δέν λειτουργεί - ίσως ακόμη μπορεί κανείς να κατεβάσει το υλικό απο το αντίγραφο της σελίδας που αποθηκεύθηκε στο Google. το τραγούδι είναι απαλό κ πολύ συγκινητικό).

ΜΆΝΑ:

ΈΝΑ ΚΥΡΉτσ, ΚΑΛΌ ΚΥΡΉτσ,

ΉςΗΝΙ ΜΆΝΑ ςΉΡΑ.

ΚΗ ΜΆΝΑ-τσ ΑΧ ΤΥ ΓΑΡΗΠΛΊΧ,

ΈβΓΑΛΙΝ-ΔΙΝ ΑΣ Ν ΠΎΛΑ.

    ένα κορίτσι, καλό κορίτσι, είχε μάνα χήρα. κ η μάνατης εξαιτίας της φτώχειας την έβγαλε στο πούλημα.

 

ΥΧΤΌ ςΗέΡιΑ ΠΡΆΤΙΚΣΗΝ,

ΚΗ ΣΤΑ ΗΚΥΣ ΤΥτιΆΝιΑ,

ΜΑ ΚΑΝΊΣ-ΠΑ δεΝ ΡΌΤΙΣΗΝ,

ΚΑΝΊΣ ΤΙΠΥΤ δεΝ δΌΚΗΝ.

    οχτώ πόλεις περπάτησαν κ (πήγαν) σε είκοσι μαγαζιά. αλλα ούτε ένας άνθρωπος δέν ενδιαφέρθηκε, κανείς τίποτε δέν έδωσε (για να την αγοράσει).

 

(ΜΆΝΑ ΣΚΌΘΙΝ ΑΠΆΝΥ, βΗΓΛΊΖ ΑΣ ΤΥΝ ΥΡΑΝΌ ΚΗ βΆΛ ΣΤΑβΡΌ)

    (η μάνα σηκώθηκε πάνω, κοιτάζει στον ουρανό κ κάνει το σταυρότης (κ λέει):)

βΑι Ό ΘεΌ-ΜΥ, ΛΌΓΟ δΌΣ,

βΆι Θέ-ΜΥ, ΤΊ ΝΑ ΚΆΜΥ?

βΑι ΉΧΑ ΓΟ ΈΝΑ ΠεδΊτσ

ΚΗ ΤΌ-ΠΑ ΤΎΡΚΥΣ ΠΉΡΗΝ.

    βάι, ώ, Θεέμου, έναν λόγο (=μιά λύση) δώσε, βάι, Θεέμου, τί να κάνω; βάι, είχα εγώ ένα αγοράκι, κ εκείνο ακόμη ο Τούρκος το πήρε.

ΚΗ ΆΡΤΑ ιΌ-ΜΥ ΑΧ ΤΑ τέΝ,

ΚΥΣΠέΝΔΙ ΧΡΌΝΣ ΠεΡΝΎΝΙ.

ΧΤΥ ΧΡέιΥΣ Τ\ΘΑ ΠΥΡΎ ΝΑ ΚΖΎ,

ΤΥ ΦτιΆΛ-Μ τΗ ΚΆΜ δΥΛΊιΑ.

    κ ήδη ο γιόςμου απο τότε που λείπει, εικοσιπέντε χρόνια έχουν περάσει. απο το χρέος δέν θα μπορέσω να βγώ, το κεφάλιμου δέν δουλεύει (=δέν βρίσκει τρόπο το μυαλόμου).

Αιτσ ΤΊΓΛΑ Ές ΞΑΡΆ ΝΑ ΖΉΣ-Σ,

ΛΑΦΡΌ ΕΝ ΝΑ ΠΥΘΆΝΥ.

δΑΦΤΊ-Μ ΝΙΣΤΚΉ ΚΗ ΚΌΡ-Μ ΝΙΣΤΚΉ

ΚΗ ΝΑ ΦΥΡέΣΥΜ τέΧΥΜ.

βΆι ΜΥΡΜΥΡΆ, ΣΗ ΣΚΆΠΣΗ ΞΧΎΡ

ΚΗ ΆΠΑΡ βΆΛ-Με ΠέΣΥ.

    έτσι όπως υπάρχει τρόπος να ζήσεις, (=έτσι όπως οι συνθήκες μου επιβάλλουν να ζήσω), ευκολότερο μου είναι να πεθάνω. η ίδια νηστική κ η κόρημου νηστική, κ να ντυθούμε δέν έχουμε. άχ, ταφοποιέ εσύ, σκάψε λάκκο κ πάρε βάλεμε μέσα.

ΤΥ ΚΥΡΉτσ:

ΝΑ ΜΊ ΣΚΥΤΎΣΗ δΙΝΑΤΆ,

δΙΚΌ-Μ ΜΑΝΊτσΑ – ΜΆΝΑ.

ΣΗ βΓΆΛ ΚΗ ΠΎΛ-Με ΣΤΥ ςΗέΡ,

ΚΑΝΊΣ βΡΗςΚΆΤ ΓΟΡΆΖ-Με.

    το κορίτσι: μή σκοτίζεσαι πολύ, δικιάμου μανούλα - μάνα. (αυτό μπορείς να κάνεις:) βγάλε κ πούλαμε στην πόλη, κάποιος θα βρεθεί θα με αγοράσει.

ΚΗ δΎιΣ ΤΑ ΧΡέιΑΤΑ-Σ ΤΑ ΈςΣ

ΚΗ ΖΎΜΙ, ιΆΝΔΥΝ ΚΌΖΜΥ.

    οπότε θα πληρώσεις τα χρέη που έχεις κ θα ζούμε σάν άνθρωποι.

ΜΆΝΑ:

ΗΛΒέΤ, ΣΤΑ ΜέΝΑ τέΝ ΧΥΛΆι,

ΝΑ βΓΆΛΥ ΝΑ Σε ΠΛΊΣΥ,

βΑι ΤΊ ΝΑ ΚΆΜΥ, ΤΥ ΚΥΡΉτσ-Μ,

(ΝΥΝΊΖ)

ΤΟΤ ΦΌΡ ΣΗ ΤΑ ΚΑΛΆ-ΣΥ,

ΚΑΤΛΊΓΥ ΝΊΦΤ ΚΗ ΒΥιΑΤΈΦΤ,

ΚΗ ΣΤΥ ςΗέΡ ΑΣ ΠΆΓΥΜ.

    μάνα: βέβαια, (αλλα) για μένα δέν είναι εύκολο να βγάλω να σε πουλήσω. βάι, τί να κάνω, κορίτσιμου... (σκέφτεται). τέτε φόρα εσύ τα καλάσου, λίγο πλύσου κ μακιγιαρίσου, κ στην πόλη ας πάμε.

(ΜΆΝΑ ΈβΑΛΙΝ ΣΤΑβΡΌ ΚΗ ΣΤΆβΡΥΣΗΝ Ν ΚΌΡτσ-ΠΑ. ΤΥ ΚΥΡΉτσ ΣΆΧΤΙΝ. ΠιΆΚΑΝ ςέΡςέΡ ΚΗ ΚΖέβΑΝ δΆβΑΝ ΠΆΧ ΤΥ ΑβΑΝΣτσέΝΑ. ΑΤΎΤΥ Τ ΌΡΑ ΑΝΊΧΚΗΤ ΤΥ ΖΑΝΑβέΣ. ΠΆΣ ΣτσέΝΑ ΠΥΛΊ ΚΌΖΜΥΣ: ΠΛΎΝ ΡΥΜΆιδΑ ΚΡΥΜΉδΑ, ΡΥΜΆιδΑ ΚΌΤ\ΝΑ ΠΗΠΗΡΉΞΑ, ΚΥΛΥΝΔΉΘΑ, τσΙΠΛΑιΜέΝΑ ΠεδΊΞΑ ΑΠ ΚΆΝΑ ΥΧΤΌ, ΗΝΈιΑ ΧΥΡΝΎ. ΛΑΛΊΓΝΙ ΠΆΣ ΤΑ ΛΑβΎΤΙΣ ΚΗ ΓΚΗΜΗΞΆιδΑ ΡΥΜέΚΑ ΚΗ ΤΎΡτΗΚΑ ΑβΆιδΑ.

(η μάνα σταυροκοπήθηκε κ σταύρωσε (έκανε το σημείο του σταυρού πάνω σ) την κόρητης επίσης. η κοπέλα σιάχτηκε (ευπρέπισε την εμφάνισητης). πιάστηκαν χέρι χέρι κ βγήκαν, έφυγαν απο το προσκήνιο (=το μπροστά μέρος της σκηνής, μπροστά απο την κουρτίνα). αυτήν την ώρα ανοίγει η κουρτίνα. πάνω στη σκηνή (είναι) πολύς κόσμος: (άλλοι) πουλούν ορμάθια κρεμμύδια, (άλλοι) ορμάθια κόκκινα πιπεράκια, (άλλοι) κολοκύθια, (άλλοι πουλούν) γυμνωμένα (απο τη μέση κ πάνω γυμνά) αγοράκια, το καθένα περίπου οχτώ, εννέα χρονών. (άλλοι) παίζουνε στα λαούτα κ στους κεμεντζέδες ελληνικούς κ τούρκικους σκοπούς).

ΒέΝΝΙ ΑΠέΣΥ ΜΆΝΑ ΚΗ ΚΌΡ ΤΥςΝΙΜέΝ. ΉΣ ΦΤΥΧΌΣ ΆΝΔΡΑΣ, ΠΑΡΑΚΆΤΑ ΦΥΡΗΜέΝΥΣ ΠΛΊ Τ ΗΝΈΚΑ-Τ. ΠΡΑΤΊΖ-ΤΙΝ ΑΧ ΤΥ ςέΡ ΚΗ ΧΛΊΖ):

(μπαίνουνε μέσα (σε αυτό το πλήθος) η μάνα κ η κόρη λυπημένες. ένας φτωχός άντρας, παρακατιανά ντυμένος, πουλάει τη γυναίκατου. την οδηγεί απο το χέρι (βαδίζοντας) κ φωνάζει:

ΤΊΣ ΘέΛ ΗΝΈΚΑ ΝΑ ΓΥΡΆΖ,

βΗΓΛΊΚΣΗΤ, ιΆΝ Τ ΧΑΝΊιΑ!

ΤΙ ΈΝ ΧΤΥΝ ΉΛιΥ ΦΥΣΑΡΉ

ΚΗ ΧΤΑ ΛΥΓΆΣ ΛΥΛΎιδΑ.

    ποιός θέλει γυναίκα να αγοράσει, κοιτάξτε, σάν αρχόντισσα! είναι απ' τον ήλιο πιό φωτεινή κ απο όλων των ειδών τα λουλούδια (πιό όμορφη).

ΤΊΣ ΘέΛ, ΤΈΚ ΜΊιΑ ΝΑ ΤΙΝ ΦΛΊΣ,

ΤΌ ΚςΆΖ ΚΑΤΌ ΠΗΆΣΤΡΗΣ,

ΤΊΣ ΜΉιΑ ΔΆΜΑ-τσ ΘέΛ ΝΑ ΠέΦΤ,

ΤΌ ςΉΛιΑ ΚςΆΖ ΠΗΆΣΤΡΗΣ,

Α ΤΊΣ ΗΡέβ ΝΑ ΑΓΟΡΆΖ,

ΦΛιΥΡΉ Σ ιΥΜΌΝ Ν ΚΑΠέΛΑ-Μ.

    όποιος θέλει μόνο μιά φορά να την φιλήσει, αυτό κοστίζει εκατό πϊάστρες. όποιος μία φορά μαζίτης θέλει να ξαπλώσει, αυτό χίλιες κοστίζει πϊάστρες. κ όποιος θέλει (για δικήτου) να την αγοράσει, χρυσό νόμισμα άς γεμίσει το καπέλομου.

ΚΑΠΗΤΆΝΣ (ΜΑΤΡΌΣ. ΦΥΡΗΜέΝΥΣ ΠΟ ΚΑΠΗΤΆΝΣΚΗ, ΌΜΥΡΦΥΣ, ΑΜΒΛΑΤιΆΝΥΣ, ΚΆΝΑ 30 – 33 ΧΥΡΝΎ): (ματρόζος χαρακτηρίζονταν κ ο Κωνσταντίνος Κανάρης. η λ. πρέπει να σημαίνει πλοιοκτήτης, παλιός θαλασσινός)

ΚΑΛΌ ΗΝΈΚΑ, ΦΉΛΟ, ΠΛΊΣ,

ΧΑΉΛΣ ΝΑ ΤΙΝ ΓΟΡΆΣΥ.

    Καπετάνιος (ματρόζος, ντυμένος ώς καπετάνιος, όμορφος, με φαρδείς ώμους, φαίνεται περίπου 30 - 33 χρονών):

ωραία γυναίκα, φίλε, πουλάς, πρόθυμος (είμαι) να την αγοράσω.

ΜΑ ιΑΝΑςΆ-Σ, Ό, ΜΆΝΑ ΠΛΊ,

ιΑςΎτσΚΥ ΚΥΡΑΣέιΑ.

ΚΗ ΜιΆΖ ΝΑ ΈΝ ΚΑΛΌ ΚΥΡτσΉτσ,

ΑΣ ΠΆΓΥ ΣΤΥ ΡΟΤΊΣΥ.

    αλλα δίπλασου, ώ, μιά μάνα πουλάει μιά νεαρούτσικια κοπέλα. κ μοιάζει να είναι καλό κορίτσι, άς πάω να ρωτήσω σχετικά.

(δΆιΝ ΣΜΑ ΣΤ ΜΆΝΑ ΑΝ ΚΌΡ)

ΠΥΛΆ ΓΟ ΠΡΆΤΙΚΣΑ ΔΥΝιΆ,

ΠΥΛΆ ςΗέΡιΑ ΠΉΓΑ,

ΜΑ ιΆΝ δΙΚΌ-ΣΑΣ ΤΥ ΚΥΡΉτσ,

ΜΥΡΦΉιΑΣ ΒδΙΝΑ τΉδΑ. (δικόσας: ο πληθυντικός δέν είναι της ευγενείας, δέν έχω βρεί τέτοια χρήση στη Ρωμαίικη, προφανώς εννοεί: "της δικήσας οικογένειας το κορίτσι")

    (πήγε κοντά στη μάνα με την κόρη). πολύ έχω γυρίσει τον κόσμο, σε πολλές μεγάλες πόλεις έχω πάει. αλλα σάν το δικόσας το κορίτσι, τέτοια ομορφιά πουθενά δέν έχω δεί.

ΤΑ ΜΆΤιΑ-τσ ΜΆβΡΑ, ΚΑΤΙΝΆ,

ΤΑ ΦΡΉδΑ-τσ, ιΆΝ ΓΑιΤΆΝιΑ.

ΜΑΝΎΛΑ, Πέ-Με-ΤΥ, ΤΊ ΚςΆΖ,

δΙΚΌ-ΣΑΣ ΤΟ ΚΟΡΉτσΗ?

    τα μάτιατης μαύρα, έντονα, τα φρύδιατης σάν μεταξωτά νήματα. μανούλα, πέςμου, τί κοστίζει το δικόσας το κορίτσι;

ΜΆΝΑ: (ΤΥ ΚΥΡΉτσ ΔΡΥΠιΑΧΤΚΆ βΗΓΛΊΖ ΑΚΆΤΥ)

βΆι ΤΥ, ΠεδΊ-ΜΥ, ΤΊ ΝΑ ΠΎ,

ΚΗ ΣΉ ΝΑ ΤΥ ΠΗΣΤΈβΗΣ?

ΤΊ ΚςΆΖ ΠΛΥςΉιΑ, ΔΥΝ<&ι>ΑδΊ,

ΑΜέΤΡΗΤΑ ΦΛιΥΡΉιΑ.

    Μάνα: (το κορίτσι ντροπαλά κοιτάζει κάτω). βάι, παιδίμου, τί να πώ για να το πιστέψεις; αυτή κοστίζει τον πλούτο όλου του κόσμου, αμέτρητα χρυσά νομίσματα.

ΤΥ ΦΡΉδ-τσ, ΤΈΚ, Τ ΈΝΑ ιΆΝ Τ ΓΑιΤΆΝ,

ΤΌ ΚςΆΖ ΠΥΛΆ ςΗέΡιΑ.

ΤΥ ΜΆΤ-τσ, ΤΈΚ, Τ ΈΝΑ, ιΆΝ ΠΛΥΜΉ,

ΚςΆΖ ΌΛΑ ΤΑ ΚΑΡΆβιΑ.

    το φρύδιτης μόνο το ένα, όμοιο με μεταξωτό νήμα, κοστίζει όσο πολλές πόλεις. το μάτιτης μόνο το ένα, όμοιο με στολίδι απο φτερά πουλιών, κοστίζει όσο όλα τα καράβια.

ΚΑΠΗΤΆΝΣ: (ΑΝ Τ ΧΑΡΆ)

ΜΑΝΎΛΑ, ΣΉΚΥ ΤΥ ΒΗςΚΉΡ-Σ,

ΚΗ ΠιΆΣ ΚΑΛΆ ΜΊ ςΚΉΤΙ,

ΑΣ ΤΥ ιΥΜΌΣΥ, ΌΣΟ ΣΚΌΝΣ,

ΑΜέΤΡΗΤΑ ΦΛιΥΡΉιΑ.

δΙΚΌ-ΣΑΣ ΚΌΡ ΑΤΎΤΥ ΚςΆΖ,

ΤΊ ΈΝ ΛΑΜΒΡΌ ΛΥΛΎδΙ.

    Καπετάνιος: (με χαρά): μανούλα, σήκωσε την πετσέτασου κ πιάσε καλά μή σκισθεί. θα τη γεμίσω τόσο όσο μπορείς να σηκώσεις, αμέτρητα χρυσά νομίσματα. η δικήσας η κόρη τόσο αξίζει, αυτή είναι λαμπρό λουλούδι.

(ΚΑΠΗΤΆΝΟΣ ΉΝΚΣΗΝ ΒΑΎΛΑ-Τ, ιΌΜΥΣΗΝ ΜΆΝΑ ΤΥ ΒΗςΚΉΡ ΦΛιΥΡΉιΑ. ΠιΆΚΗΝ ΤΥ ΚΥΡΉτσ ΑΧ ΤΥ ςέΡ ΚΗ ΝΑ ΠΑΈΝΙ. ΜΆΝΑ ΚΗ ΚΌΡ ΦΛΊΘΑΝ. ΜΆΝΑ ΠέΜΝΙΝ ΜΑΝΑΧΉ-τσ ΠΆΣ Τ ΣτσέΝΑ ΑΝΔΥΝ ΚΌΖΜΥ).

    (ο καπετάνιος άνοιξε το μπαούλοτου, γέμισε της μάνας την πετσέτα χρυσά νομίσματα (ωστε να δέσει η μάνα την πετσέτα μποχτσά κ να τα μεταφέρει). έπιασε την κοπέλα απο το χέρι κ (κίνησαν) να φύγουν. η μάνα κ η κόρη φιλήθηκαν. η μάνα έμεινε μόνητης πάνω στη σκηνή με τον (υπόλοιπο) κόσμο).

ΜΆΝΑ: (ΜΑΝΓΚΡΆςΗΠΣΗΝ)

βΆΙ ΜΆΝΑ, ΜΆΝΑ! Ό ΘεΌ!

ΚΑΤΑΡΑΜέΝΟ ΖΉΣΜΥ!

ΤΙΝ ΚΌΡΗ-Μ ΠΎΛΣΑ ΣΤΥ ΦΛιΥΡΉ

ΚΗ ΓΌ ΝΑ ΚΖΎ ΧΤΥ ΧΡέιΥΣ.

    μάνα: (βόγγησε): βάι, μάνα, μάνα! ώ Θεέ! καταραμένη ζωή! την κόρημου πούλησα για χρυσό νόμισμα, ωστε να βγώ απο το χρέος.

(ΜΑΝΓΚΡΆςΗΠΣΗΝ)

τΉ ΧΡΆςΚΥΜΜ ΓΌ ΚΑΠΉΚ, ΦΛιΥΡΉ,

ΜΆ, ΆΠΑΡ ΥΚΣΥΠΉΣΑ.

ΚΗ Ν ΚΌΡ-Μ ΣΗ ΉΡΣΗ, ΚΑΠΗΤΆΝ,

Ό, Θέ-ΜΥ, ΠΎΧ ΣΗ βΡέΘΙΣ?...

    (βόγγησε): δέν χρειάζομαι εγώ χρήμα, νόμισμα χρυσό, νά, πάρτα πίσω, κ την κόρημου επίστρεψε, καπετάνιε, ώ Θεέμου, απο πού εσύ (καπετάνιε) βρέθηκες; (αυτά τα λέει άσκοπα, η πώληση έχει ήδη γίνει κ δέν μπορεί να αναιρεθεί)

(ΠΗΛΊ ΑΚΆΤΥ ΑΝΔΑ ΜΥΡΛΌιΑ. ΚΌΖΜΥΣ ςΑςΜΑΛΑΤΡΑιΜέΝΑ ΌΛ-ΠΑ ΈΦΧΑΝ ΠΑΧ Τ ΣτσέΝΑ, ΦΣΑΛΙςΚΆΤ ΤΥ ΖΑΝΑβίΈΣ).

(πέφτει κάτω μοιρολογώντας. ο κόσμος, κατάπληκτοι όλοι έφυγαν απο τη σκηνή. (για να μήν βλέπουνε κ ακούνε αυτό το σπαρακτικό θέαμα, την μάνα να θρηνεί). κλείνει η κουρτίνα)

 

(ΦΑΝΙΡΌΘΙΝ ΠΆΣ ΤΥ ΑβΑΝΣτσέΝΑ ΤΥ ΚΥΡΉτσ ΚΗ ΚΑΠΗΤΆΝΣ. ΉΡΗΠΣΗΝ ΝΑ ΤΙΝ ΑΝΓΚΑΛΊΣ – ΤΥ ΠΛΊ ΧΎΛΚΣΗΝ. ΤΥ ΚΥΡΉτσ ΚΆΜ Σ ΈΝΑ ΜΑΡέιΑ. ΉΡΗΠΣΗΝ ΠΆΛ ΝΑ ΤΙΝ ΑΝΓΚΑΛΊΣ – ΥΡΑΝΌΣ βΡΌΝΔΙΚΣΗΝ. ΤΥ ΚΥΡΉτσ τΉ δΌΧΚΗΤ).

(εμφανίσθηκε στο προσκήνιο η κοπέλα κ ο καπετάνιος. προσπάθησε να την αγκαλιάσει - ένα πουλί φώναξε (με δυσάρεστη φωνή). το κορίτσι τραβιέται σε μιάν άκρη. προσπάθησε πάλι να την αγκαλιάσει - ο ουρανός βρόντησε. η κοπέλα δέν δίνεται).

ΚΑΠΗΤΆΝΣ:

ΤΟ ΤΊΓΛΥ ΆΓΡΥ ΈΝ τΗΡΌΣ

ΚΗ ΜΑΣ ΠΗΛΊ ΣΗΜΆιδΑ?

    Καπετάνιος: αυτή τί άγρια (φοβερή, απαίσια) είναι περίσταση κ μας στέλνει σημάδια;

(ΠΆΛ ΗΡέβ ΝΑ ΤΙΝ ΑΝΓΚΑΛΊΣ, ΜΑ ΠΆΛΙΣ ΧΛΊΖ ΤΥ ΠΛΊ)

(πάλι προσπαθεί να την αγκαλιάσει, μα πάλι φωνάζει το πουλί) (οι κακόηχες φωνές των πουλιών κ οι βροντές είναι σημάδια οτι κάτι κακό πάει να γίνει, γι' αυτό ο καπετάνιος υποψιάζεται πως κάτι ανόσιο συμβαίνει κ ρωτά για να βγεί απο τις υποψίες. το οτι αγόρασε την κοπέλα δέν ήταν τίποτε ανόσιο, αφού κ εκείνη κ η μάνατης το θέλανε)

ΝΑ ΣΤΆ, ΜΥΡΦΎΛΑ, ΣΗ ΡΥΤΎ,

ΑΧ ΠΎιΑ ΤΌΠΣ ΣΗ ΉΣΗ.

ΠΎΧ ΜΆΝΑ-Σ ΈΝ ΚΗ ΤΆΤΑ-Σ ΈΝ,

ΚΗ ΈςΣ ΚΑΝΑ ΑδΡέΦ ΣΗ?

    γιά στάσου, ομορφούλα, να σε ρωτήσω, απο ποιά μέρη είσαι εσύ; απο πού η μάνασου είναι κ ο πατέραςσου είναι; κ έχεις κανένα αδέρφι;

ΤΥ ΚΥΡΉτσ:

δΙΚΌ-Μ ΜΑΝΊτσΑ-ΜΆΝΑ ΈΝ

ΑΧ ΤΥ ςΗέΡ ^ΑΚΡΌΠΟΛ\,

ΠΑΤΈΡΑ-Μ ΧΆΘΙΝ ΣΤΥ ΔΥΓΚΎς,

ΤΌΣ ΉΤΥΝ ΑΧ Τ ^ΑΦΉΝΑ.

    το κορίτσι: η δικιάμου μανούλα - μάνα είναι απο την πόλη Ακρόπολη. ο πατέραςμου χάθηκε στον πόλεμο. αυτός ήταν απο την Αθήνα. (δέν νομίζω να υπάρχει πόλη που να λέγεται Ακρόπολη. προφανώς στη λαϊκή φαντασία η Ακρόπολη των Αθηνών έγινε ένδοξη πόλη όχι ταυτισμένη με την Αθήνα).

ΚΗ ΉΧΑ ΉΝΑ ΑδΑΡΦΌ,

ΑΝ Τ ΌΝΙΜΑ ^ΠεΤΡΆΚΗΣ,

ΜΑ ΤΌΝΑ ΈΚΛΙΠΣΑΝΙ ΤΎΡΚ

ΚΥΣΠέΝΔΙ ΧΡΌΝιΑ ΠΉΣΥ

ΝΔΑ ΉΤΥΝ ΤΟΣ ΚΌΜΑ ΒΑΛΆ,

ΝΔΑ ΠΆΤΣΗΝ ΠέΣ ΤΑ δέΚΑ.

    κ είχα έναν αδερφό με το όνομα Πετράκης. αλλα εκείνον τον έκλεψαν Τούρκοι πρίν απο εικοσιπέντε χρόνια όταν ήταν εκείνος ακόμη παιδάκι, όταν πάτησε στα δέκα (δηλαδή όταν συμπλήρωσε τα 9 χρόνια της ηλικίαςτου).

ΚΗ ΆΛΥ ΤΌΝΑ τΉδΑΜ ΜΊΣ,

ςΚΉΝ ΠΆΤΥΣ, δΆιΝ ΑΚΆΤΥ.

    κ άλλο εκείνον δέν τον είδαμε, έσκισε η γής, (κι εκείνος) πήγε κάτω (=σάν να άνοιξε η γής κ τον κατάπιε)

ΑΝ Τ ΜΆΝΑ-Μ ΠέΜΝΑΜ ΣΤΥ ΧΑΜΌ,

ΑΝΔΑ ΜεΓΌΛΑ ΠΌΝιΑ.

ΤΎΡΚ βΆΛΝΙ ΆΡΞΑ ΛΊΓΥΣ ΧΡΆΡ, |hΑΡЏ|ια

ΜΙΣ τΉ ΠΥΡΎΜ ΝΑ δΎΓΥΜ.

    με τη μάναμου μείναμε στο χαμό, με μεγάλες δυστυχίες. οι Τούρκοι βάζουνε φόρους δίχως τελειωμό, εμείς δέν μπορούμε να τους δώσουμε.

ΚΗ ΜΆΝΑ-Μ ΠΎΛΣΗΝ ΜέΝΑ, ΔΈΠ, |ΔΗΠ|= αφού είπε= με το σκεπτικό:

ΝΑ ΠΛΥΓΑΡΣΤΊ ΝΔΥΝ ΤΎΡΚΥ

ΚΗ ΜΊ ΑΧ Ν ΠΉΝΑ ΤΑ <ΝΑ> ΠΥΘέΝ,

ΚΗ ΓΌ-ΠΑ ΣΜΆ-τσ ΣΧΥΡέΦΚΥΜ.

    κ έτσι η μάναμου πούλησε εμένα, με το σκεπτικό να ξεπληρωθεί με τον Τούρκο (=να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούςτης με τους Τούρκους) κ να μήν απο την πείνα πεθάνει κ εγώ επίσης μαζίτης συγχωρεθώ. (=πεθάνω)

ΚΑΠΗΤΆΝΣ:

ΝΑ ΣΤΆ, ΜΥΡΦΎΛΑ-ΜΥ! ΝΑ ΣΤΆ!

ΝΑ ΣΤΆ ΚΗ Σ ΡΥΤΙΘΎΜΗ!

ΤΥΝ ΤΆΤΑ-Σ ΉΛΙΓΑΝ ^βΑΣΉΛ

ΚΗ Τ ΜΆΝΑ-Σ-ΠΑ ^ΣΟΦΉιΑ?...

    Καπετάνιος: γιά στάσου, ομορφούλαμου! γιά στάσου! γιά στάσου κ άς ρωτηθούμε (=να ρωτήσουμε ο ένας τον άλλο). τον πατέρασου τον έλεγαν Βασίλη κ τη μάνασου Σοφία;

ΝΔΑ ΠΉΡΑΝ δΆβΑΝ ΜέΝΑ ΤΎΡΚ,

ΣΗ ΠΆΤΣΗΣ ΠέΣ ΤΑ ΠέΝΔΙ.

Α ΌΝΙΜΑ-ΠΑ ΣΉ ΠΡΑΤΊΣΣ,

τΉ ΖΜΌΝΣΑ ΓΟ: ^εΛέΝΑ!...

    όταν πήραν κ έφυγαν εμένα οι Τούρκοι, εσύ πάτησες στα πέντε (=έκλεισες τα 4 χρόνια της ηλικίαςσου). κι όσο για το όνομα που είχες, δέν το ξέχασα: Ελένη!...

(ΑΝΓΚΑΛΊΘΑΝ, ΛΑΛΊ ΛΑΦΡΌ ΡΥΜέΚΥ ΑβΆ)

(αγκαλιάστηκαν, παίζει ελαφρύς ρωμαίικος σκοπός)

ΤΥ ΚΥΡΉτσ:

ΑΜΊ, ^εΛέΝΑ ΉΜΗ ΓΌ,

Α ΣΉ ΉΣΗ ^ΠεΤΡΆΚΗΣ!...

Ό, ΈΧΥΜ ΜέΓΑ, ΜέΓΑ βΆΧΤ,

ΟΤ ΉδΑΜ Τ ΈΝΑ ΝΤ ΆΛΥ!...

    το κορίτσι: αμέ, η Ελένη είμαι εγώ, και εσύ είσαι ο Πετράκης!... ώ, έχουμε μεγάλη, μεγάλη τύχη που είδαμε ο ένας τον άλλο!...

^ΠεΤΡΆΚΗ, ΞΆΛΚΑ ΆιΔΑ ΜΊΣ,

ΑΣ ΠΆΓΥΜ ΑΣ Η<Ν> ΜΑΝΎΛΑ,

ΤΊ, ΠΡέΠΝΑ, ΚΌΜΑ ΦΛΆι ΚΑΡΆβ,

ΝΑ ΠΛΈΠΣ, ΝΑ ΠΆι ΣΤ ^ΑΦΉΝΑ.

ΑΣ ΠΆΓΥΜ ΞΆΛΚΑ, ΦέΡ ΤΥ ςέΡ-Σ,

ΝΑ ΜΊ τΗ ΚΑΤΑΣΌΝΥΜ.

    Πετράκη, γρήγορα, άντε, εμείς να πάμε στη μανούλα, αυτή πρέπει ακόμη να περιμένει καράβι, για να ταξιδέψει, να πάει στην Αθήνα. ας πάμε γρήγορα, φέρε το χέρισου, να μή δέν προλάβουμε.

(δΆβΑΝ ΠΆΧ ΤΥ ΑβΆΝΣΚΗΝΗ)

(έφυγαν απο το προσκήνιο) (κλείνει η κουρτίνα)

(ΑΝΊΝ ΤΥ ΖΑΝΑβέΣ. ΜΆΝΑ ΤΥςΝΙΜέΝΣΑ ΚΆΘΙΤ ΠΆΣ ΈΝΑ ΧΥΝΔΡΌ ΧΑιΆ. ΒέΝΝΙ ΑΠέΣΥ ΚΌΡ-τσ ΚΗ ΚΑΠΗΤΆΝΣ ΆΛιΑΧ ςέΝΚ).

(ανοίγει ηκουρτίνα. η μάνα λυπημένη κάθεται πάνω σε μιά μεγάλη πέτρα. μπαίνουνε μέσα η κόρητης κ ο καπετάνιος πάρα πολύ χαρούμενοι).

ΤΥ ΚΥΡΉτσ:

ΜΑΝΎΛΑ, ΜΆΝΑ-ΜΥ, (εδώ μετρικώς λείπει μιά δισύλλαβη λέξη όπως ΚΑΛΟ ή ΓΑΛτΉ = γλυκιά)

ΧΑΡΆ ΜΙΣ ΈΧΥΜ ΜέΓΑ!

ΚΗ ΣΉ-ΠΑ ΧΆΡΗ, ιΆΝΔΙ ΜΆΣ,

ΤΥ ΚΛΆΠΣΜΥ ΆΦ-ΤΥ ΠΉΣΥ.

ΑΤΎΤΥΣ ΜέΓΑΣ ΚΑΠΗΤΆΝΣ,

    το κορίτσι: μανούλα, μάναμου, χαρά έχουμε μεγάλη! κ σύ να χαρείς, όπως και εμείς, το κλάμα άφησετο πίσω. αυτός ο μέγας καπετάνιος,

(ΑΝΓΚΑΛΊΖ-ΤΥΝ)

(τον αγκαλιάζει)

ΤΌΣ ΈΝ δΙΚΌ-ΜΥ ΓΆΚΑΣ.

ΤΟΣ ΈΝ ^ΠεΤΡΆΚΗΣ, ΤΥ ΠεδΊ-Σ,

ΤΟΣ ΈΝ ΧΑΜέΝΥΣ ιΌ-ΣΥ!...

    αυτός είναι ο δικόςμου μεγάλος αδερφός. αυτός είναι ο Πετράκης, το παιδίσου, αυτός είναι ο χαμένος γιόςσου!

ΜΆΝΑ: (ΜΆΝΑ βΗΓΛΊΖ ςΥΒΗΛΙΝΊδΚΑ ΠΆΣ ΤΥΝ ΚΑΠΗΤΆΝ. ΚΛΌΘ-ΤΙΝ <ΤΥΝ> ΑΠ ΈΜΒΡΥ, ΚΛΌΘ-ΤΥΝ ΑΠ ΠΉΣΥ, ΣΤΈΡΑ ΛΈ):

    Μάνα: (η μάνα κοιτάζει καχύποπτα τον καπετάνιο. τον γυρίζει απο μπροστά, τον γυρίζει απο πίσω, ύστερα λέει):

ΑΤΌΤ ΠΗΣΤΈβΥ ΚΑΤΙΝΆ,

ΟΤ ΉΣΗ ΤΥ ΠεδΊ-ΜΥ,

ΑΝ ΈςΣ ΣΗΜΆδ ΠΆΣ ΤΥ ιΑΜΒΆς-Σ,

ΑΣ ΤΥ δεΚΣΌ-Σ ΜΑΡέιΑ.

    τότε θα πιστέψω στέρεα οτι είσαι το παιδίμου, άν έχεις το σημάδι στην πλευράσου, στη δεξιάσου μεριά.

ΝΔΑ ΉΣΝΙ ΤΈΣΗΡΑ ΧΥΡΝΎ,

ΖΑΡΚΆ ΧΥΛΔΆιΣΗΝ ΠΆΝΥ-Σ,

ΑΧΤΡΆΜΣΗΝ ΣέΝΑ ΚΥΝΔΑΛΑ,

ΚΗ ΑΡΑΛΆιΣΗΝ ΆΓΡΑ.

    όταν ήσουν τέσσερα χρονών ένα ζαρκάδι (ή ένας τράγος) όρμησε επάνωσου, σε έρριξε πίσω ανάσκελα κ σε τραυμάτισε άσχημα.

ΚΑΠΗΤΆΝΣ: (ΣΚΌΝ ΤΥ ΠΚΆΜΣΥ-Τ, δΊΓΝ ΤΑ ΠΛΕβΤΆ<ΠΛΕβΡΆ>-Τ, ΑΣ ΤΥ δεΚςΌ-Τ ΜΑΡέιΑ ΦέΝΙΤ ΜέΓΑ ΣΜΆδ)

    Καπετάνιος: (σηκώνει το πουκάμισοτου, δείχνει τα πλευράτου. στη δεξιάτου μεριά φαίνεται ένα μεγάλο σημάδι).

ΜΑΝΊτσΑ-Μ ΜΆΝΑ, ΠΣΤΈβΥ ΓΌ,

ΟΤ ΉΣΗ ΚΑΡδΑΚΎτσΚΥ-Μ.

    μανούλαμου μάνα! το πιστεύω, οτι είσαι το μικρό το δικόμου.

(ΑΝΓΚΑΛΊΖ ΚΗ ΦΛΆ Τ ΜΆΝΑ-Τ ΠΆΣ ΤΥ ΜΆΓΛΥ)

(αγκαλιάζει κ φιλά την μάνατου στο μάγουλο)

ΜΆΝΑ:

βΆι Τ\ΘΑ ΑΓΝΌΡΣΑ ΣέΝΑ ΓΌ,

ΆΝ τΉδΑ ΤΥ ΣΗΜΆδΙ-Σ,

δΙΚΌ-Μ ΤΥ ΌΜΟΡΦΟ, ΧΥΡΣΌ,

δΙΚΌ-Μ ΤΥ ΠΑΛΗΚΆΡΗ.

(ΑΝΓΚΆΛΣΗΝ-ΔΥΝ ΚΗ ΚΛΈ)

    Μάνα: βάι, δέν θα σε γνώριζα άν δέν έβλεπα το σημάδισου! το δικόμου το όμορφο, το χρυσό, το δικόμου το παλληκάρι. (τον αγκάλιασε κ κλαίει)

ΚΑΠΗΤΆΝΣ:

ΜΑΝΊτσΑ-Μ ΜΆΝΑ, ΝΑ ΜΊ ΚΛΈΣ,

ΜΙΣ ΆΛΥ Τ\ΘΑ ΧΥΡΣΤΎΜΗ.

    Καπετάνιος: μανούλαμου, μάνα, μήν κλαίς, εμείς άλλο δέν θα χωριστούμε.

(ΦΛΆ-ΤΙΝ)

(την φιλά)

ΑΚΎιΤ, ΦΟΝΊ δΥι ΤΥ ΚΑΡΆβ,

ΝΑ ΠΆΓΥ ΉΡΤΙΝ ΌΡΑ.

    ακούτε, σήμα δίνει το καράβι(μου), να φύγω ήρθεν ώρα.

(ΤΥ ΚΑΡΆβ ΔΎι ΣΗΡέΝΑ)

(το καράβι ηχεί σειρήνα)

ΘΑ ΠΆιΤ ΣΗΣ ΔΆΜΑ-Μ ΣΤΥ ^ΣΤΑΜΒΎΛ,

Α ΣΤΈΡΑ ΑΣ Τ ^ΑΦΉΝΑ,

ΑτΉ ΓΟ ΈΧΥ ΣΥΡΒΑΔζΛΊΧ,

ΘΑ ΉΣΗ ΣΥΡΒΑΔζΆβΑ,

δΙΚΌ-Μ ΜΑΝΊτσΑ ΚΑΡδΑΚΌ,

ΠΆΣ ΌΛΥ-Μ ΤΥ ΗςΉιΥ.

    θα ταξιδέψετε εσείς μαζίμου στην Κωνσταντινούπολη, κ ύστερα στην Αθήνα, εκεί εγώ έχω κυριότητα, θα είσαι νοικοκυρά, μανούλαμου δικιάμου, σε όλημου την περιουσία.

Α ΣέΝΑ ΓΌ, Τ ΑδΡέΦ-Μ ΚΑΛΌ,

ΘΑ δΌΚΥ ΑΣ ΤΥΝ ΆΝΔΡΑ,

ΑΣ ΤΥΝ ΥΡΤΆΧΥ-Μ, ΣΤΥΝ ΒΥιΔΆΧ,

ΑΣ ΉΝΑ ΚΑΠΗΤΆΝΟ.

    κ όσο για σένα, αδέρφιμου καλό, θα σε παντρέψω με έναν συνάδελφομου ανύπαντρο, έναν καπετάνιο.

(ΤΥ ΚΑΡΆβ δΎι δέΦΤΕΡΟ ΣΗΡέΝΑ)

    (το καράβι ηχεί δεύτερη φορά σειρήνα)

ιΌΧ, ΆΛΟ ΌΡΑ τέΧΥΜ ΜΊΣ,

ΑδΌ ΝΑ ΤΟ ΠεΡΆΖΥΜ.

ΑιΔΈΤΙ ΞΆΛΚΑ, ΤΑ ΚΑΛΆ-Μ,

ΑΣ ΚΆτσ βΑΧΤΛΊδΚΥ ΌΡΑ.

    όχι, άλλη ώρα δέν έχουμε εμείς εδώ να την περάσουμε. άντε πηγαίνετε γρήγορα, καλέςμου, άς καθίσει (=ας μείνει για πάντα) η καλότυχη ώρα.

(ΠιΆΚΑΝ ςέΡ-ςέΡ ΚΗ ΞΆΛΚΑ δΆβΑΝ ΠΆΧ Τ ΣτσέΝΑ. ΛΑΛΊ ΛΑβΎΤΑ, ΓΚΗΜΗΞΆ ΑΠΉΣΥ ΣΚΗΝΉ).

    (πιάστηκαν χέρι χέρι κ γρήγορα έφυγαν απο τη σκηνή. παίζει λαούτο (και) κεμεντζές πίσω απο τη σκηνή).

ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ) 20 ΤΥ ΑΠΡΉΛΗ 1991)

 

~^~^~^~^~^~^~^~^~^~ ιΎΜΟΡ ~^~^~^~^~^~^~^~^~^~

απο εδώ αρχίζει η τρίτη ενότητα του τόμου, που επιγράφεται ιΎΜΟΡ =χιούμορ. είναι χιουμοριστικές ιστορίες του Ρωμαίικου πληθυσμού, άλλες παλαιότατες, άλλες νεότερες. κάτι λίγες απο αυτές τις ιστορίες είναι ευρύτερα γνωστές διεθνώς, αλλα στην μεγάλη πλειονότητατους είναι βγαλμένες απο τη ζωή στη ρωμαίικη κοινωνία ή γενικότερα απο την ελληνική παράδοση. ο Λ. Κυριάκοβ δέν είναι ο δημιουργός αυτών των ιστοριών, απλώς τις αποδίδει με τον δικότου τρόπο, έμμετρα. πολλοί Ρωμιοί ποιητές, και μάλιστα νέοι, έχουν καταγράψει χιουμοριστικές ιστορίες, καθώς καταλαβαίνουμε απο το ποίημα «ΚΑΡδΉιΑΣ ΛΌΓΟ». θα ήταν πολύ ωραίο όλα αυτά τα κείμενα να αναρτηθούν στο διαδίκτυο (μαζί με όλα τα έργα της Ρωμαίικης λογοτεχνίας), ακόμη και άν δέν είναι υψηλής ποιότητας, για την ποιότητάτους άς ψηφίσουν οι αναγνώστες.

 

^ΗΦΤΊΜΣ ΚΗ ^ΗΛΣΗβέΤ

(ΠΑΡΑΜΉΘ)

ΉΤΥΝ, τΉΤΥΝΙ ΚΑΜΉιΑ,

ΛΈΓΝΙ Σ ΈΝΑ βΑΣΗΛΊιΥ,

ΑΠ ΑδΌ ΜΑΚΡΆ, ιΆ ΣΜΆ,

ΠέΣ ΧΛιΥΡΎτσΚΥ Ν ΤΑΡΑΜΆ,

ΑΝ Τ ΧΛιΥΡιΆδΑ ΒΑΤΡΑιΜέΝΥ,

ΝΔΥ ΠΥΤΆΜ ΑΝΓΚΑΛΗΖΜέΝΥ

ΉΤΥΝ ΧΌΡΑ… ΞΆΧ ΑΣ Τ ΆΚΡΑ,

ΈΖΝΑΝ ΠΆΠΥΣ ΚΗ ΜΑΝΆΚΑ,

ΉΧΑΝ ΤΌΠΥ ΚΗ ΧΥΤΡΆ,

ΈΖΝΑΝ δΊ-ΤΙΝ, τΉΧΑΝ ΜΚΡΆ…

ΈΖΝΑΝ, ΛΈΓΝΙ, ΣΥΡΒΑΔζΉδΚΑ,

ςέΝΚΑ, ΠΛΎςΚΑ ΚΗ βΑΧΤΛΊδΚΑ.

ΠΆΠΥΣ δΆιΝΙΝ ΑΣ ΤΥ ΞΌΛ,

ΑΝΔΑ δΆιΝΑΝ ΚΌΖΜΥΣ ΌΛ:

ΈΜ ΤΟΣ ΣΠέΡΝΙςΚΗΝ, ΈΜ ΘΊΡΖΗΝ,

ΑΝΔΥΝ ΚΌΖΜΥ ΣΤ ΧΌΡΑ ΉΡΖΗΝ.

ΠέΣΥ-Τ ΉςΗΝ-ΔΥ ΧΑΡΆ,

^ΗΛΣΗβέΤ ΟΤ ΤΥΝ ΜΗΤΡΆ.

Σ ΣΠΉΤ ΠΗΜέΝΙςΚΗΝ ΜΑΝΆΚΑ,

ΈΦΤΑιΝ δΛΊιΣ ΤΙ ΛΊΓΥΣ ΆΚΡΑ:

Ές ΞΑΡΆ ΖεΡ ΝΑ ΜεΤΡΉΣ,

ΠΌΣΑ Ές Τ ΗΝΈΚΑ δΛΊιΣ?

ΦΚΆΛΝΙΝ, ΦέΝΙςΚΗΝ, ΝΥΝΆΡΖΗΝ, φιλοκάλεινε, φουρκάλεινε, υφαίνισκε,

ΞΆΠΗβΗΝ, ΚΑτσΉιΑ ΠΚΆΝΖΗΝ,

ΦΎΡΝΖΗΝ, ΈΠΛΙςΚΗΝ, ΤΥ ΣΠΉΤ-τσ

ΤΜΑΡΗΜέΝΥ, ιΆΝ ΔΥ ΧΤΊτσ.

ΈΦΤΑιΝ ΡΌΚΑ ΚΗ ΔζΑΤΜΆιδΑ,

τέΝ ΝΑ ΛΈιΣ δΟ ΧΥΡΑΤΆιδΑ:

τΉςΗΝ ΌΡΑ ΑΧ ΤΑ δΛΊιΣ,

ΗΣΑΠΆΝΥ ΝΑ βΗΓΛΊΖ.

ΑΧ ΤΥ ΞΌΛ ^ΗΦΤΊΜΣ ΝΔΑ ΉΡΖΗΝ,

ιΆΝ ΔΥ ΠΛΊτσ ΣΜΆ-Τ ΚΛΥΘΥΉΡΖΗΝ,

ΈΖΝΑΝ δΊ-ΤΙΝ ΠΥΛΆ ΧΡΌΝιΑ,

ΛΊΓΥΣ ΠΉΚΡΗΣ, ΛΊΓΥΣ ΠΌΝιΑ,

ΜΑ ^ΗΦΤΊΜΣ ΚΑΚΌ ΥΓΡΆιΣΗΝ,

ΑΧ ΑΤΌ, ΟΤ ΥΣΑΛΆιΣΗΝ.

ΤΊΓΛΑ ΉΤΥΝ - ΦΥΚΡΗΘέΤ,

ΘΑ ΤΥ ΛΈΓΥ-ΣΑΣ, ΗΛΒέΤ.

 

ΜΉιΑ δΆιΝ ^ΗΦΤΊΜΣ ΣΤΥ ΞΌΛ,

ΚΌΖΜΥΣ ΚΆΜΝΙ δΛΊιΑ ΌΛ.

ΤΑ ΧΥΡΆΦιΑ ΚΑΚΑΝΊΖΝΙ,

ΚΌΖΜΥΣ ςέΡΝΙ ΚΗ ΘεΡΉΖΝΙ,

ΤΌΣ-ΠΑ ΠΉΣΥ τΉ ΠΗΜέΝ,

ΚΑΛτΗΡΝΌ ΖΑΜΆΝ ΠΑΈΝ –

Ν ΚΎΤΡΑ-Τ ΉδΡΥΣΗΝ, ΞΆΧ ΣΤΆΖ,

ΠΣΤΆΘΙΝ, ΧΆΘΙΝ, ΝΑΣΤΙΝΆΖ:

ΚΖέΝ ΧΥΛΊ-Τ, ΠεΤΆι Ν ΞΑΛΓΎ-Τ, |ΞΑΛΓΙ|εργαλείο

ΣΤΆΘΙΝ, ΉΡΤΙΝ ΚΆΤ ΣΤΥ ΝΎ-Τ:

«ΜΑΝΑΧΌΣ ΖεΡ ΈΝ ΤΟ δΛΊιΑ?

ιΌΧ, ΒΗΛιΆ ΕΝ, ΑΡΝΙΣΉιΑ! ενόχληση, βάσανο

ΛΈΓΝΙ ΚΌΖΜΥΣ ΑΠ ΑΡςΉΣ,

Τ δΛΊιΑ ΑΓΑΠΆ ΠΥΛΉΣ…»

ΝΎΝΣΗΝ Άιτσ ΚΗ ΠΚΆΣ Τ ΑΜΆΚΣ,

δΆιΝ ΝΑ ΚΆτσ ΤΟΣ ΚΆΝΑ ΣΤΆΚΣ.

ΠΆΧ ΤΥ ΝΎ-Τ τΉ ΚΖέΝ ΜΑΝΆΚΑ-Τ,

ΚΗ ΝΥΝΊΖ ΤΟΣ ΛΊΓΥΣ ΆΚΡΑ:

«ΚΆΘΙΤ Σ ΣΠΉΤ-ΜΑΣ ΛΙΝΔΙ ΜέΡΑ,

ιΌΧΣΑΜ ΚΖέΝ ΤΙΠΥΣ ΧΤΑ ςέΡΑ-τσ?

ιΌΧ, ΑΣ ΈΡΤ ΣΤΥ ΞΌΛ ΑΤΊ,

ΓΟ ΗΝΚΎ ΤΑ δΛΊιΣ ΣΠΗΤΊ!

ΤΑ τεΝ ΤΊΠΥΤ-ΠΑ ΣΤΑ ΜέΝΑ,

Σ ΠΆι ΣΤΥ ΞΌΛ, ΓΟ Σ ΣΠΉΤ ΠΗΜέΝΥ!»

ΝΎΝΣΗΝ Άιτσ ΚΗ τΉ ΔΥΝΈβ, |ΔΟΙΝ|εύει =γυρίζει

βΖέΓΝ Τ ΑΜΆΚΣ ΑΣ ΣΠΉΤ ΔζΥΝΈβ.

ΔΆΝΚΥ – ΔΆΝΚΥΡ ΠΑι ΛΟΝ Τ ΣΤΡΆΤΑ,

ΟΤ ΔΡΥΠΉΣ ΕΝ τΉ ΓΡΗΚΆ-ΤΥ.

ΤΊΤΚΥ βΆΧΤ ΠΗΣ Τ ΜΗΣΑΡέιΑ, |βΑQΤ|ώρα

ΚΌΖΜΥΣ ΦέΝΑΝΔΑΝ ΑΡέιΑ.

ΑΣ ΑΤΌΝΑ ΜέΡ-ΧΑΒέΡ, γι’ αυτόν ήταν καλή υποδοχή (που δέν συνάντησε κανέναν να τον ρωτήσει)

ΉΡΣΗΝ ΣΤ ΧΌΡΑ ΤΥ ΜΗΣΜέΡ.

ΣΌΝ ΚΗ ΠΆι ΑΣ Τ ΧΑΡΑΛΔΊ-Τ,

ιΥΡΥΧΤΆ ΚΛΟΘ ΑΣ Τ ΑβΛΊ-Τ.

ΚΖέιΝ ΑΠ ΠέΣΥ ^ΗΛΣΗβέΤ,

ΝΑ ΤΥ ΜΆΘ ΗΡέβ, ΗΛΒέΤ:

- Πέ-ΤΥ ΞΆΛΚΑ, ΤΊ ΥΓΡΆιΣΗΣ,

ΜΗΣΜεΡΉ ΑΣ ΣΠΉΤ ΔζΥΝΆιΣΗΣ?

- τέΧΥ Χ ΒδΙΝΑ-ΠΑ ιΑΡΔΊΜ -

ΚΛΈ ΤΑ ΓΡΆΜΑΤΑ-ΤΑ ^ΗΦΤΊΜΣ.

ΚΌΖΜΥΣ ΚΆΜΝΙ ΤΑιΦΑΣΉΛιΑ,

ΌΣ ΝΑ ΚΆτσ ΣΤΑ ΔζΆΠιΑ ΉΛιΥΣ,

ΠΆΓΝΙ ΈΜΒΡΥ ΧΥΡΑΤΆ,

ΉΣ ΧΤΑ ΤΊτσ τΗ ΓΑΝΑΧΤΆ…

ΓΌ ΚΑΤΈΝ ΤΥ ΠΗΛΚΛΙΣΉΝ-Μ,

ΆΝ ΗΡέβΣ ΔζΥΝΆι ΠΡΑΤ ΣΉ!...

- τέΧΥ ΉΞ-ΠΑ ΧΑΣΗβέΤ, -

ΉΠΗΝ ΒΆΒΑ ^ΗΛΣΗβέΤ, -

ΓΟ ΝΑ ΠΆΓΥ ιΌΧ τΉ ΛΈΓΥ,

ΉΞ τΗ ΝιΆςΚΥΜ ΚΗ τΉ ΚΛΈΓΥ,

ΜΑ ΠΥΛΆ ΕΝ ΣΠΉΤ δΛΊιΣ,

ΠΌΣ ΑΤΎΤΥ τΉ ΝΥΝΊΖΣ?

ΗΝΕΚΎ ΖεΡ ΠΤΡΑΈΦΚΗΤ δΛΊιΑ:

ΧΡΆςΚΝΙ ΔΡΆΝΙΜΥ ΤΑ ΠΛΊιΑ,

ΞΑΧΑιΜΆΧ ΘΑ ΝΑΤΑΛΊΣΥ,

ΆβΡ ΝΑ ΠΆΓΥ ΝΑ ΤΥ ΠΛΊΣΥ.

ΈΧΥ ΠΛΊΝΙΜΥ ΚΗ ΖΜΆΡ,

ιΌΧΣΑΜ ΚΖέβΑΝ, Έι, ΧΥςΧΆΡ!...

^ΗΛΣΗβέΤ ΠΥΛΆ τΗ ΝιΆΣΤΙΝ,

βΖέΓΝ Τ ΑΜΆΚΣ, ΣΤΥ ΞΌΛ ΔζΥΝΆιΣΗΝ,

Σ Τ ΧΌΡΑ ΠέΜΝΙΝ ΣΥΡΒΑΔζΉΣ,

ΗΝΕΚΎ ΝΑ ΚΆΜ ΤΟΣ δΛΊιΣ.

ΠΆΠΥΣ ΠΉΣΥ, ΈΜΒΡΥ ΔΡές,

ΠΌΣΑ δΛΊιΣ ΜεΤΡΑ ΤΟΣ Ές.

ΦΌΝΔΙΣ ΜέΤΡΗΣΗΝ ΤΑ δΛΊιΣ, αφ’ ότε

βΗΓΛΊΖ ΛΌΡιΑ-Τ ΚΗ ΝΥΝΊΖ:

«ΤΑ τεΝ ΤΊΠΥΤ-ΠΑ ΣΤΙ ΜέΝΑ,

ΧΑΜΝΥΈΛΑΣΗΝ ΚΥΡΜέΝΥΣ,

δΆΧΛΑ ΈΧΥ ΠΆΣ ΤΥ ςέΡ-Μ,

ΑΧ ΤΑ δΛΊιΣ ΠΥΛΆ, Σ ΤΥ ΚΣέΡ!

ΝΑ ΜΉ ΦιέβΥΝΙ ΤΑ ΠΛΊΞΑ,

ΑΣ ΤΑ δΈΣΥ ΧΤΑ ΠδΑΡΉΞΑ,

ΑΣ ΤΑ ΚΆΜΥ ΡΥΜΑΘΊτσ,

ΌΣ ΠΥ ΈΧΥΜ ΈΝΑ ΠΛΊτσ. ώς όπου =σάν να

τέΝ ΗΣΆΠ τΗΡΌ ΝΑ ΧΆΝΥ,

ΑΣ ΠςΗΡΉΣΥ… ΗβΥι ΜΑΝΑ!»

 

ΚΆΘΙΤ ΠΆΠΥΣ, ΌΧ ΚΗ ΆΧ,

ΚΆΜ ΚΑΡΆΤ\ ΧΤΥ ΞΑΧΑιΜΆΧ.

ΠΎΧΘΙ βΡέΘΙΝ ΑΤΟ Τ ΌΡΑ,

τσΗΡΙΛΊ ΚΑΤΈιΝ ΠΗΣ Τ ΧΌΡΑ,

τσΉΜΠΣΗΝ – ΠΉΡΗΝ ΈΝΑ ΠΛΊτσ,

ΣΉΚΥΣΗΝ ΤΥ ΡΥΜΑΘΊτσ.

ΠΆΠΥΣ ΚΣΠΆΧΤΙΝ, ςΑςΜΑΛΆιΣΗΝ,

ΤΊ ΝΑ ΚΆΜ τΉ ΚΣέΡ, ΑΒΡΆιΣΗΝ, |εΠΡΕ|;

ΝΤ ΌΛΥ-Τ Τ δΊΝΑ ΧΑΤΑΛΈιβ,

ΤΥ ΡΥΜΆΘ ΝΑ ΣΌΣ ΗΡέβ.

ΠΉΣ Τ ΑΝΓΚΆΛ-Τ ΝΔΥ ΧΥςΧΑΛΆΧ,

ιΥΜΑΤΎτσΚΥ ΞΑΧΑιΜΆΧ..

ΠΎΧΘΙ βΡέΘΙΝ ΈΝΑ ΚΆΤΑ,

ΒΡΎΜτσΗΝ ΠΆΝΥ, ΠέΛΣΗΝ ΚΆΤΥ, (εξ ού «μπρούμυτα»)

ΠΆΧ Τ ΑΝΓΚΆΛ-Τ ΤΥ ΧΥςΧΑΛΆΧ,

ΣΉΡΤΙΝ δΆιΝ ΠΥΛΆ ΣΤ ΑβΛΆΧ.

ΠέΣ Τ ΣΜΕΤΑΝΑ ΜΑΛιΑιΜέΝΥΣ,

ΣΚΌΘΙΝ ΠΆΝΥ ΤΥςΝΙΜέΝΥΣ,

ΣΚΌΘΙΝ ΠΆΝΥ ΚΗ ΝΥΝΊΖ:

«ΠΤΡΆιΣΑ ΆΡΤΑ δΊιΑ δΛΊιΣ…»

 

- ΤΊ ΝΑ ΚΆΜΥ τιΆΛΥ ΤΌΡΑ?

ΤΟΣ ΝΥΝΊΖ – ΜΉ ΧΆΝΥ ΌΡΑ,

ΑΝ ΔΥΝ ΉΛιΥ ΚΗ ΑΝ Τ ΜέΡΑ,

ΜΉ ΤΑ ΦΉΝΥ ΌΛΑ ΣΤΈΡΑ,

ΜΉ ΓΟ ΚΆΘΥΜ ΚΥΤΥΡΎ,

Σ ΠΆΓΥ Σ ΠΛΊΝΥ ΤΥ ΠΥΡΎ. το μπορώ =ό,τι μπορώ

ΑΣ ΈΡΤ ΒΆΒΑ ΤΥ βΡΑδΊ,

ΘΑ Με ΛΈι «ΝΑ ΖΉΣ» ΝΔΑ δΊ.

…ΠΆΠΥΣ ΠΆι ΛΟΝ Τ ΜΗΣΑΡέιΑ,

ΦΥΡΤΥΜέΝΥΣ ΠΆΝΥ-Τ ςέιΑ.

ΔΡΆΝΣΗΝ, ΚΌΜΑ ΈΝ ΓΥΡΓΆ,

Σ ΠΥΤΑΜΉ ΚΑΤΈΝ Τ ιΑΓΆ.

ΠςΉΡΣΗΝ ΠΛΊςΚ, ΠΥΛΆ τΗ ςέΡΗΤ,

ΚΌΠΑΝ, ΧΆΘΑΝΙ ΤΑ ςέΡΑ-Τ,

ΠΣΤΆΘΙΝ, ΧΆΘΙΝ, ΝΑΣΤΙΝΆΖ,

ΠΑΡΑΛΈΦΚΗΤ, ΜΑ ΣΥΠΆΖ.

ΛΊΓΥΣ ΆΚΡΑ ΚΥΠΑΝΊΖ,

ΔΡΑΝΆ ΛΌΡιΑ-Τ ΚΗ ΝΥΝΊΖ:

«ΤΌΣΑ ςέιΑ ΠΑΛιΥΦΌΡιΑ,

ΚΆΘΑ ΈΝΑ ΧΌΡιΑ - ΧΌΡιΑ,

Ές ΞΑΡΆ ΖεΡ ΝΑ ΤΑ ΠΛΊςΚΣ,

ΤΟ ΠΥΡΉ ΝΑ ΚΖέΝΙΤ ΠςΉΣ!

Α ΒΥΧΞΆ ΓΟ ΑΝΔΑ δΈΣΥ,

ΣΉΡΝΥ ΠέΣ ΠΥΤΆΜ ΞΑΧ ΜέΣΑ,

    ενώ μποχτσά άν τα δέσω, θα τα σύρω στο ποτάμι ώς μέσα,

ςΛΎΝΝΙ – ΧΆΝΝΙ-ΠΑ ΣΥΣΤΆ,

ΣΤΈΡΑ ΞΜΆΖΥ-ΤΑ ΒΡΑιΧΤΆ…»

Άιτσ-ΠΑ ΉΝΔΥΝ, ΤΊΓΛΑ ΝΎΝΣΗΝ,

ΠέΣ ΠΥΤΆΜ Ν ΒΥΧΞΆ-Τ ΚΥΛΎΜΠΣΗΝ,

δΆιΝ ΑΚΆΤΥ ΧΑΜΗΛΆ

ΚΗ ΘΙΛιΆΧΤΙΝ ΠΆΣ Τ ΧΑιΆ.

ΝΑΣΤΙΝΆΖ, ΔΡΑΝΆ ΣΤ ΜΑΡέιΑ-Τ,

ΤΙΤΑΝΌΝ ΝΑ βΓΆΛ ΤΑ ςέιΑ-Τ,

ΜΑ Ν ΒΥΧΞΆ-Τ ΉΞ τΗ ΤΡΥΜΆΖ,

ΦέΝΙΤ ΤΟ ΜΥΡΜΌΡ ΝΑ ΜιΆΖ.

ΤΡΆβΣΗΝ ΜΉιΑ, ΤΡΆβΣΗΝ δΊιΑ,

ΚΗ ΝΥΝΊΖ: «ΥΓΡΆιΣΑ δΛΊιΑ!»

ΤΡΆβΣΗΝ τιΆΛΥ δΙΝΑΤΆ,

ΤΥ ςΚΝΊ ΚΌΠΗΝ ΑΧ Ν ΒΥΧΞΆ,

ΚΗ ΖΥΡΛΊδΚΑ ΔΌΚΗΝ ΚΆΤΥ,

ΞΆΧ ΣΤΑ ΜΆΤιΑ-Τ ΚΛΌΣΤΙΝ ΠΆΤΥΣ!

ΠέΦΤ ΣΗΡιΎτσΚΑ ΚΗ ΝΥΝΊΖ:

«ΠΤΡΆιΣΑ ΆΡΤΑΧ ΤΡΉιΑ δΛΊιΣ!»

 

ΤΊ ΝΑ ΚΆΜΥ τιΆΛΥ ΤΌΡΑ?

ΜΉ ΠΥΛΆ ΓΟ ΧΆΝΥ ΌΡΑ,

ιΌΧΣΑΜ ΉΜΗ ΓΟ ΧΥςΧΆΡ,

ΚΣέΡΥ, ΈΧΥ ΚΌΜΑ ΖΜΆΡ!..

τέΝ ΠΥΛΆ δΟ ΝΑ ΝΥΝΊΣΥ,

ΧΡΆςΚΗΤ ΣΤ ΧΌΡΑ ΝΑ ΗΡΉΣΥ.

ΤΊ ΚΑΜ ΤΌΡΑ ΣΠΉΤ ΤΥ ΖΜΆΡ-Μ,

ΝΑ ΔΡΑΜΥ, ΠΥΝΊ ΤΥ ΠδΆΡ-Μ!

ΑΧ ΤΑ δΛΊιΣ ΤΙΚΜΉΛ ΓΟ ΠΣΤΆΘΑ,

βΆι, ΜΑΝΊτσΑ-Μ, ΧΆΘΑ, ΧΆΘΑ!

 

ΉΡΣΗΝ ΠΆΠΥΣ Σ ΣΠΉΤ-Τ ΝΔΥ ΦΌΣ,

ΠςΉΡΣΗΝ ΠΆΠΥΣ ΖΜΆΡ ΝΑ ΖΜΌΣ.

ΖΜΌΝ ΤΥ ΖΜΆΡ, ΠΥΧΝΥβΥΛΊΖ,

ΣΤΥ ιΑΛΊ ΠΗΧΤΆ βΗΓΛΊΖ.

Άιτσ ΖΒΥδΆΖ, ΘΑΡΡΉΣ ΚΗ, ΠιΆΚΗΝ, (-ΡΡ- δείχνει επιρροή απο ελληνική ορθογραφία)

ΤΌΣ ΗΡέβ ΝΑ ΤΜΆΣ Τ ΜΑΝΆΚΑ,

ΤΊΠΥΤ ΧΛΊτσΚΥ ΝΑ ΧΑΠΌΣ,

ΤΌΣ ΗΡέβ ΝΑ ΚΑΤΑΣΌΣ…

ΠΎΧΘΙ βΡέΘΙΝ, ΑΤΌ Τ ΌΡΑ,

ΘΊιΑ-Τ ΉΡΤΙΝ Χ ΆΛΥ ΧΌΡΑ!...

ΚΑΜΑΡΌΝ ΚΗ ΈΡΚΗΤ ΝΤ ΡΌΚΑ,

Ν Ές ΞΑΡΆ ΤΟΣ ΤΙΝ<Α> ΔΌΚΗΝ! (απο το μέτρο λείπει μία συλλαβή)

ΈΡΚΗΤ, ΣΌΝ ΟΣ ΤΥ ΗΡΊ-Τ,

ιΥΡΥΧΤΆ ΚΛΟΘ ΠΗΣ Τ ΑβΛΊ-Τ.

ΤΌΣ ΔΡΥΠιΆΣΤΙΝ, ΞΆΧ ΓΥΛβΌΘΙΝ,

ΠΆΣ ΤΑΒΆΝ-ΤΙΝ ΞΆΛΚΑ ΜΛΌΘΙΝ.

ςΞ]ΉΦΤ ΑΠ ΠΆΝΥ ΚΗ βεΓΛΊΖ,

«ΠΆΛ ΥΓΡΆιΣΑ!» ΤΟΣ ΝΥΝΊΖ.

ΘΊιΑ-Τ βέΛΚΣΗΝ, ΚΛΥΘΥΉΡΣΗΝ,

ΠέΣΥ, ΌΚΣΥ ΔΡΆΝΣΗΝ, ΉΡΣΗΝ,

ΚΆτστσΗΝ ΚΆΜ ΤΥ ΡΆΜΑ-τσ βΚΆΡ, κουβάρι

«ΓΟ ΔΡΑΝΎ Ές ΣΉΜΥΡ ΖΜΆΡ.

ΑΝΕΠςΆ-Μ τΗ ΦέΝΙΤ Χ ΠδΙΝΑ,

ΝΑ ΡΥΤΊΣ-ΠΑ τέΝ ΚΑΝΊΝΑ,

ΠΡέΠ-ΝΑ, ΖΉΜΥΣΗΝ-ΔΥ ςΚΡΌ,

ΣΤΥ ΠΗΓΆδ δΑιΝ ΣΤΥ ΝΕΡΌ…

 

Άιτσ ΒΑΡΌ, ΕΝ ΜΚΡΆ ΑΝ τέςΣ,

ΜΑΝΑΧΉ-Σ ΠΑΝΔΎ-ΠΑ ΔΡέςΣ,

ΒέΛτΗΜ, ΞΆΛΚΑ ΘΑ ΗΡΉΣ»,

ΘΊιΑ-Τ ΚΆΘΙΤ ΚΗ ΝΥΝΊΖ.

Α ^ΗΦΤΊΜΣ ΝΥΝΊΖ: «βΑι, ΜΆΝΑ!»

ςΞ]ΉΦΤ βΗΓΛΊΖ ΚΗ ΑΠ ΑΤ\ΠΆΝΥ,

ΣΌΤΑ τΉςΗΝΙ ΧΑΠΆΡ,

ΔΌΚΗΝ ΚΆΤΥ, ιΆΝΔΥ ΠΣΆΡ!

ΘΊιΑ-Τ ΧΎΛΚΣΗΝ «βΆι, ΘΙΓΎτσΚΥ!»

ΉβΡΗΝ Ν ΠΌΡΤΑ-ΤΙΝ ΣΤΙΝΎτσΚΥ,

ΛΊΓΥ τέΣΠΑΣΗΝ ΧΥΛΊτσ,

ΛΆΧτσΗΝ ΚΖέΝ ΑΧ ΤΥ ιΑΛΊτσ…

 

^ΗΛΣΗβέΤ ΤΥ ΛΈΓΥΜ Τ ΌΡΑ,

ΑΧ ΤΥ ΞΌΛ ΗΡΉΖ ΑΣ Τ ΧΌΡΑ.

ΘΊιΑ-τσ ΔΡές ΧΑΡςΎ-τσ ΚΗ ΧΛΊΖ,

ΛΊΓΥ ΠέΜΝΙΝ ΝΑ ΧΤΡΑΜΉΖ…

- ΤΊ Αιτσ, ΘΊιΑ, ιΌΧΣΑΜ τσΆΝΣΗΣ?

ΞΆΧ ΤΑ βΌιδΑ-Μ ΑΒΡΑΤΡΆιΣΗΣ!

    ακόμη κ τα βόδιαμου τρόμαξες!

ΠΎ ΖΥΡΛΊδΚΑ ΧΑΤΑΛΈιβΣ?

ιΌΧΣΑΜ τσΆΝΣΗΣ, ΠΌΣ Αιτσ ΦιέβΣ?

ΘΊιΑ-τσ ΠέΡ ΠΗΧΤΆ ΑΝΆΣΑ:

- Όι, ΤΥ ΝΎ-Μ ΤΙΚΜΉΛ ΓΟ ΧΆΣΑ!

ΤΥ ΚΥΡΉτσ-Μ, ΓΟ τΉ ΠΥΡΎ,

ΠΡέΠΝΑ ΤΌ ΚΑΝΑ ΔζΑΔΎ, |ЏΑΔΙ|στοιχειό

ΠέΛΣΗΝ ΚΆΤΥ ΧΤΥ ΤΑΒΆΝ-ΣΑΣ,

ΞΆΧ ΑιδΌΝΚΣΗΝΙ Τ ΑΡΆΝ-ΣΑΣ!

ΚΌΜΑ τέΡΚΝΙ ΤΑ ΜιΑΛΆ-Μ,

βΆι, ΜΑΝΑ-Μ ΚΗ βΆι ΜΑΝΑ-Μ!

 

^ΗΛΣΗβέΤ τΗ ςΑςΜΑΛΆιΣΗΝ,

ιΥΡΥΧΤΆ ΠΗΣ ΣΠΉΤ ΧΥΛΔΆιΣΗΝ,

ΈΒΗΝ ΠέΣΥ ΚΗ βΗΓΛΊΖ,

ΠΆΠΥΣ ΠέΦΤ ΚΗ ΛΑΧΤΑΡΉΖ… λαχταρίζει, λαχταράει, απο το λακτίζει.

ΉςΗΝΙ ΝΕΡΌ Τ ΛΑΚΆΝΑ,

ζΥΡΥΛΔΆιΚΣΗΝ-ΔΥ ΑΠΆΝΥ-Τ,

ιΆΝ ΚΑΤΊτσΑ ςΛΌΘΙΝ ΤΌΣ,

ΑΣ ΤΑ ΜΆΤιΑ-Τ ΦΆΝΙΝ ΦΌΣ…

ΣΚΌΘΙΝ ΠΆΝΥ – ΠΗΤΑβΡΉΣΤΙΝ, ζυγιάστηκε

ΤΥ ιΑΜΒΆς-Τ ΠιΑΝ ΚΗ ΤΑΝΔΛΊΣΤΙΝ, ταλαντεύθηκε

ΔΡΆΝΣΗΝ ΛΌΡιΑ-Τ ΚΗ ΝΥΝΊΖ:

«ΠΤΡΆιΣΑ ΌΛΑ-ΠΑ ΤΑ δΛΊιΣ!»

…ΗΝΕΚΎ ΣΠΗΤΊ ΤΥ δΛΊιΑ,

τές ΝΈ ΣΆΝ ΚΗ ΝΈ ΜΝΥΣΤΊιΑ,

ΟΤ βΑΡΊ ΕΝ Ές ΑΣΛΊ,

ΜΑ τΉ ΠΣΤΈβΝ-ΔΥ ΆΝΔΡ ΠΥΛΊ!

1965 – 1967.

 

ΠςΗΡΗΤΊΡ επιχειρητήρι

(ας το πούμε «αρχινιστήρι» =στροφή που χρησιμεύει για έναρξη παραμυθιών)

ΚΑΛτΗΡΝΈςΥ ΜέΡΑ – ΜΉιΑ,

ΉΡΖΑ ΓΟ ΧΤΥ ΞΌΛ, ΑΧ Τ δΛΊιΑ.

καλοκαιρινή μέρα μία, γύριζα απο την εξοχή, απο τη δουλειά.

ΓΆΛιΑ-ΓΆΛιΑ ΝΔΥ ΣΑΒΎΡ,

ΓΟ ΚΑΤΈβΑ ΣΤΥ ^ΚΥΠΎΡ…

αγάλια αγάλια, υπομονετικά, κατέβηκα στο Κουπούρ (= «Γέφυρα», στο χωριό Σαρτανά).

ΧΤΥ ^ΚΥΠΎΡ Π ΑΤΌ ΜΑΡέιΑ,

ΓΟ ΔΡΑΝΎ Π ΚΆΣ Ν ΠΥΤΑΜέιΑ,

απο της Γέφυρας την άλλη μεριά, βλέπω απο κάτω, στην ποταμιά,

ΞΑΡΑΝΛΈΦΤΑΝ, ΚΆΘΝΙ ΜΚΡΆ,

ΧΑΧΑΝΊςΚΝΙ τές ΞΑΡΆ!

μαζεύτηκαν, κάθονται μικρά παιδιά, χαχανίζουν απερίγραπτα!

ΠΉΓΑ ΣΜΆ-ΤΙΝ, ΚΑΛΜΗΡΉΘΑ,

ΦΚΡΥΜΗ, ΛΕΓΝΙ ΠΑΡΑΜΗΘΑ,

πήγα κοντάτους, χαιρέτησα, ακούω, λένε παραμύθια,

ΛΈ-τσ ΜΑΣΆΛιΑ ΠΆΠΥΣ ΉΣ –

^ΚΣεΝΟΦΌΝΤΟβ ^ΠΑΝΔΙΛΊΣ.

τους λέει μύθους παππούς ένας, ο Ξενοφόντωβ Παντελής.

ΣΜΆ-ΤΙΝ βΌςΚΝΙ ΠΡΥβΑΤΊΞΑ,

βΌςΚΝΙ ΣΜΆ-ΤΙΝ ΚΗ ΤΡΑΉΞΑ,

κοντάτους βόσκουν προβατάκια, βόσκουν κοντάτους και μικροί τράγοι,

- ΠέΜΝΙΣ, ΣΉ, ^ΛΙβΌΝ, ΑΡΓΌΣ –

βέΛΚΣΗΝ, ΉΠεΝ-Με ^ΞΑΚΌΣ.

- «έμεινες, Λεβόνη, αργά», με κοίταξε και είπε ο Чακός.

ΓΌ ΤΥ ΠςΉΡΣΑ, ΆΡΤΑ ΠΤΡΆιΣΑ,

ΤΥ ΜΑΣΆΛ ΤΌ ΔΡές, τΉ ΦΛΆι-Σε.

εκείνο που άρχισα, ήδη το τελείωσα, ο μύθος τρέχει, δέν σε περιμένει.

ΜΑ τΗΡΌ ΑΝ ΈςΣ, ΠΥΡΎ,

ΚΆΝΑ τιΆΛΥ ΝΑ ΠςΗΡΎ.

αλλα καιρό άν έχεις, μπορώ κανένα ακόμη να αρχίσω.

ΤΥ ΣΑΚΎΛ<Ι>-Μ ΠΗΡΗΛΊΘΗΝ,

Ές ΑΠέΣΥ ΠΑΡΑΜΉΘΑ.

το σακκούλιμου λύθηκε, έχει μέσα παραμύθια.

- ΤΈΚΑΣ τέΧΥ-ΠΑ τΗΡΌ,

ΠιΆΣΗΤ, ΠΆΠΥ, – ΉΠΑ ΓΌ.

- «άν και δέν έχω καιρό, πιάστε (=αρχίστε να λέτε παραμύθι), παππού» απάντησα εγώ.

^ΠΑΝΔΙΛΊΣ δΟ ΚΆΤ ΣΜΑΡΛΆιΣΗΝ

ΚΗ ΜΑΣΆΛ ΝΑ ΛΈι ΔζΥΝΆιΣΗΝ…

ο Παντελής τότε κάτι παράγγειλε και (έναν) μύθο να λέει ξεκίνησε…

ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ) 14.04.1967)

 

^ΧΡΗΣΤΌΣ ΚΗ Αι-^ΠέΤΡΟΣ

ΚΉΚΚΥ ΞΌΛ, ΚΑΝΊΣ τεΝ ΠδΙΝΑ: KEEJiKικο XÖL, κανείς κι έν πουθενά:

δΊ ΝΥΜΆΤ, ΤΕΚ, ΠΗΣΑΛΊΝΑ δύοι νομάτοι TEK πίσω αλλήλων

ΠΆΓΝΙ. ΉΣ-ΤΙΝ ΈΝ ^ΧΡΗΣΤΌΣ,υπάγουνε. είς-των ένι Χριστός

ΛΊΓΥ ΠΉΣΥ ^Άι-^ΠεΤΡΟΣ. λίγο πίσω Άι-Πέτρος

          έρημη εξοχή, κανείς δέν είναι πουθενά: δυό άτομα μόνο, ο ένας πίσω απο τον άλλον, πορεύονται. ο έναςτους είναι ο Χριστός, λίγο πιό πίσω ο Άγιος Πέτρος.

ΛΊΓΥΣ ΠΉΝΙΜΥ ΚΗ ΦΆιΜΥ, δίχως πίνημο κ φάγημο

Άιτσ ΗΝΈιΑ ΜέΡΗΣ δΆιΝΑΝ, έτσι εννέα μέρες διάβαιναν

ΜΑ ΑΤΊ ΠΥΧ τΉΧΑΝ ΘΆΡΥΣ, μα αυτοί οπου εκ κι είχαν θάρρος

ΑΣ ΤΑ δΈΚΑ – δΊ-ΤΙΝ ΧΆΡΑΝ: εις τα δέκα δύοι-των εχάραν:

          χωρίς ποτό και τροφή, έτσι εννέα μέρες βάδιζαν, αλλα απο’κεί που δέν τό’λπιζαν, στη δέκατη μέρα οι δυότους χάρηκαν:

ΣΤΥ ΧΑΜέΛΥΣ, ΑΣ Τ ΑΤΊτσ, εις το χαμήλος εις τα αυτοί-τους

βΡέΘΙΝ ΈΝΑ ΠΡΥβΑΤΊτσ. ευρέθην ένα προβατίτσι.

στα χαμηλά (σε κοιλάδα, σε μέρος χαμηλότερο απο εκεί που βρίσκονταν αυτοί), τους βρέθηκε ένα προβατάκι.

ΧΆΡΑΝ δΊ-ΤΙΝ-ΠΑ ΤΟ Τ ΌΡΑ, εχάραν δύοι-των-πα αυτό το ώρα

ΉβΡΑΝ ΚΆτστσΑΝ ΑΣ Τ ΑβΌΡΑ, ηύραν κάθισαν εις το ευώρα

ΠςΉΡΣΑΝ ΈβΑΛΑΝ ΣΤΑβΡΌ, επιχείρησαν έβαλαν σταυρό,

ΛΈι ^ΧΡΗΣΤΌΣ ΤΥΝ ^Αι-^ΠεΤΡΟ: λέγει Χριστός τον Άι-Πέτρο:

          χάρηκαν και οι δυότους εκείνη την ώρα, βρήκαν (ένα βολικό μέρος) κάθισαν στη δροσιά, άρχισαν έκαναν το σταυρότους, λέει ο Χριστός στον Αγιο-Πέτρο:

«Ό, ΠεΤΡΟ, ΦΥΚΡΉΘ ΣΗ ΜέΝΑ, ώ, Πέτρο, εφακροήθητι σύ μένα

ςέΡΑ ΈςΣ ΒΑςΧΑΡΗΜέΝΑ, χέρια έχεις BA$HARημένα

ΉΣΗ, ΉΣΗ, ΑΧ ΌΛΣ ΤΙΜΉΣ-Σ, είσαι είσαι εκ όλους TEMiz-ης

ΚΆΜΣ ΧΗΛΔΆΡΚΑ ΠΆΝΔΑ δΛΊιΣ. κάμεις AQILDARικα πάντα δουλείες.

          «ώ Πέτρο, άκουσεμε, χέρια έχεις καταφερτζίδικα, είσαι, (όντως) είσαι απο όλους πιό παστρικός, κάνεις μυαλωμένες πάντοτε δουλειές.

ΣΉ ΤΆ ΚΆΜΣ ΓΟ ΌΛΥ ΠΣΤΈβΥ, σύ τά κάμεις εγώ όλο πιστεύω.

ΜΉΣ ΝΑ ΦΆΓΥΜΗ ΗΡέβΥΜ, εμείς να φάγομε γυρεύομε.

ΦΣΆΚΣΗ ΣΉ ΤΥ ΠΡΥβΑΤΊτσ, σφάξε σύ το προβατίτσι,

ΜέΝΑ ΦΉΝΣ-Με ΤΥ ΔζΚΑΡΉτσ». εμένα αφήνεις-με το ZiJERίτσι.

          σε όλα όσα κάνεις εγώ πάντα έχω εμπιστοσύνη, (λοιπόν) εμείς να φάμε θέλουμε, σφάξε εσύ το προβατάκι, εμένα θα μου αφήσεις το συκώτι».

ΚΗ ^ΧΡΗΣΤΌΣ Σ ΈΝΑ ΜΑΡέιΑ, και Χριστός εις ένα μερέα

δΆιΝ ΑΠ ΚΆΤΥ ΣΝ ΚΑΦΑΛΈιΑ, εδιάβη απο κάτω στην κουφαλέα.

ΚΆτστσΗΝ δΆβΑΖΗΝ ΧΑΡΤΊ, κάθισεν διάβαζεν χαρτί,

ΚΑΘΙΤΆ ΟΣ ΝΑ Τ\ΜΗΘΊ. καθιστά ώς να κοιμηθεί.

          και (αφού έτσι είπε) ο Χριστός σε μιά μεριά πήγε κάτω απο μιά κοιλότητα δέντρου, κάθισε και διάβαζε ένα βιβλίο (καθιστός με την πλάτη ακουμπισμένη στο δέντρο) ώσπου να κοιμηθεί.

ΑΝΔΥ ΜέΓΑ ΒΑςΧΑΡΉιΑ, εν τω μέγα BA$HARεία

^Αι-^ΠεΤΡΟΣ ΠςΗΡΆ ΤΥ δΛΊιΑ: Άι-Πέτρος επιχειρά το δουλεία:

ΦΣΆΓΝ ΑΠΣΆ ΤΥ ΠΡΥβΑΤΊτσ, σφάγνει αψά το προβατίτσι,

ΜΑΗΡέβ-ΤΥ ΝΔΥ ΖΥΜΉτσ. μαγειρεύει-το εν τω ζουμίτσι.

          με μεγάλη επιδεξιότητα ο Αγιος-Πέτρος αρχίζει τη δουλειά: σφάζει μάνι μάνι το προβατάκι, το μαγειρεύει με ζουμάκι (σούπα).

ΌΡΑ ΠΆι, ΜΝΥΣΤΆδΑ ΜΉΡΣΗΝ, ώρα πάει, εμνοστάδα μύρισεν,

^Αι-^ΠεΤΡΟΣ ΣΜΑ ΚΛΥΘΥΉΡΖΗΝ, Άι-Πέτρος σιμά κλωθογύριζεν,

δΙΝΑΤΆ ΝΑ ΦΆι ΗΡέβ, δυνατά να φάει γυρεύει,

ΤΥ ΔζΚΑΡΉτσ ΠΗΧΤΆ ΔΙΝΓΚέβ. το ZiJERίτσι πηχτά DINGεύει.

          ώρα περνάει, νοστιμιά μύρισε, ο Αγιος-Πέτρος κοντά (στο φαγητό που μαγειρευόταν) κλωθογύριζε, έντονα επιθυμεί να φάει, το συκωτάκι συχνά το δοκιμάζει.

ΚΗ ΑΤΌΣΥ ΤΥ ΔΙΝΓΚΆιΣΗΝ, κ ετόσο το DINGάησεν

ΌΣ ΠΥ ΌΛΥ-ΠΑ ΝΑ ΠΤΡΆιΣΗΝ. ώς που όλο-πα να BiTiRάησεν.

          και τόσο (πολύ, επανειλημμένα) το δοκίμασε, ώσπου όλο το τελείωσε.

ΛΊΓΥ ΠέΡΑΣΗΝ τΗΡΌΣ, λίγο πέρασεν καιρός,

ΓΝΈΦΣΗΝ – ΡΌΤΣΗΝΙ ^ΧΡΗΣΤΌΣ: ενήφησε - ρώτησενε Χριστός:

          λίγο πέρασε ώρα, ξύπνησε, ρώτησε ο Χριστός:

- ΤΊΓΛΑ ΕΝ ^ΠεΤΡΟ ΤΑ δΛΊιΣ? -τί-λογα ένι Πέτρο τα δουλείες;

ΜΑΗΡέΦΤΙΝ, ΤΊ ΝΥΝΊΖΣ? μαγειρεύθη, τί νουνίζεις;

          -«τί γίνεται, Πέτρο; έχει μαγειρευτεί; πώς σου φαίνεται;

βΆΛ ΤΡΑΠέΖ ΜΗΣ ΆΣ ΧΑΠΌΣΥΜ βάλε τραπέζι εμείς άς χαπώσουμε

ΚΗ Σ ΠΗΡΆΣΥΜ, Σ ΚΑΤΑΣΌΣΥΜ, κ ας περάσουμε ας κατασώσουμε,

ΑΝΔΥ ΦΌΣ ΚΑΝΑ ΚΥΜΆΤ, εν τω φώς κάνα κομμάτι,

ΣΌΤΑ ΈΧΥΜΗ ΔΑΓΆΤ. εις ότε έχουμε DAGAT.

          στρώσε τραπέζι να τσιμπήσουμε και να περπατήσουμε κι άλλο να προλάβουμε με το φώς (της μέρας) κάποια απόσταση, όσο έχουμε αντοχή.

ΈΜΒΡΥ ΣΤΡΆΤΑ ΜέΓΑ ΦΛΆι-ΜΑΣ. έμπρο στράτα μέγα φυλάει-μας

ΜΉ ΠΗΜέΝΣ ΣΗ ΛΊΓΥΣ ΦΆιΜΥ, μή απομένεις συ δίχως φάγημο.

ΦΆι ΤΥ ΚΡέιΑΣ, ΤΥ ΖΥΜΉτσ, φάε το κρέας, το ζουμίτσι,

ΜέΝΑ ΦέΡ δΟ ΤΥ ΔζΚΑΡΉτσ!... εμένα φέρε εδώ το ZiJERίτσι!...

          μπροστά δρόμος μεγάλος μας περιμένει. μή μένεις δίχως φαγητό, φάε το κρέας, τη σουπίτσα, σε μένα φέρε εδώ το συκωτάκι!...

ΠςΉΡΣΗΝ ΚΛΌΣΤΙΝ ΛΊΓΥΣ ΆΚΡΑ, επιχείρησε, εκλώστη δίχως άκρα,

^Αι-^ΠεΤΡΟΣ ΚΥΝΌΝ ΞΑΧ δΆΚΡΥ. Άι-Πέτρος κενώνει XAQ δάκρυο.

          άρχισε γύριζε (γύρω απο τον εαυτότου, απο’δώ κι απο’κεί, απο την αμηχανίατου) ασταμάτητα, ο Άγιος Πέτρος χύνει και δάκρυ.

ΜΗΤΑΝΙΣ βΑΛ ΚΗ ΣΤΑβΡΌ, μετανοίες βάλλει κ σταυρό,

ΛΈι ΝΔΥ δΆΚΡΥ ΤΑΡΑΓΌ: λέει εν τω δάκρυο ταραγό:

- Ό, ΘΙΓΎτσΚΥ-Μ, ^ΠΑΝΑΉιΑ! -ώ, Θεούτσικο-μου, Παναγία!

ΓΟ ΥΓΡΆιΣΑ ΆΤΧΥ δΛΊιΑ! εγώ UGRA-ησα άτεγγο δουλεία!

          κάνει μετάνοιες, κάνει το σταυρότου, λέει (λόγια) με δάκρυ ανακατεμένα: «ώ, Θεούλημου, Παναγία! μου έτυχε κάτι φοβερό!:

ΚΣέΡΣ, ^ΧΡΗΣΤΌ, ΤΥ ΠΡΥβΑΤΊτσ, ξέρεις, Χριστό, το προβατίτσι

ΠέΣΥ-Τ τΉςΗΝΙ ΔζΚΑΡΉτσ! απ'έσω-του κί είχενε ZQARίτσι

ΈΝΑ ΌΡΑ ΤΥ ΧΑΔΡΆιβΑ, ένα ώρα το QADIRάευα

ΆΜΑ τΉβΡΑ, ΞΆΧ ΜΑΝΓΚΡΆιβΑ. ΑΜΑ κί ηύρα, ΞΑ# ΜΕγγΡάευα

          ξέρεις, Χριστέ, το προβατάκι μέσατου δέν είχε συκωτάκι! μιά (ολόκληρη) ώρα το έψαχνα, και όμως δέν βρήκα, μέχρι που έσκουζα (απο την έκπληξημου)!

ΜέΝΑ, ΠΉΣΤΙΠΣΗ, ^ΧΡΗΣΤΌ, μένα πίστεψε, Χριστό,

ΑΝ ΚΑΡδΊιΑ-Μ ΑΝΙΧΤΌ, εν καρδίαμου ανοιχτό

ΛΈΓΥ ΣέΝΑ ΓΟ ΑΛΊΘΑ, λέγω σένα εγώ αλήθεια

ΛΊΓΥΣ ΔζΚΆΡ ΑΤΟ ΗΝΊΘΙΝ!... δίχως Ζ!ίΓΕΡ αυτό εγεννήθη!

          πίστεψεμε, Χριστέ, με την καρδιάμου ανοιχτή σου λέω την αλήθεια, χωρίς συκώτι αυτό (το πρόβατο) γεννήθηκε!...»

ΚΗ ΧΤΑ ΜΆΤιΑ-Τ ΛΊΓΥΣ ΆΚΡΑ, και εκ τα μάτιατου δίχως άκρα

ΚΑΤΙΝΎτσΚΥ δΆιΝΙΝ δΆΚΡΥ… κατενούτσικο εδιάβαινε δάκρυο...

          (έτσι έλεγε) και απο τα μάτιατου ασταμάτητα πυκνό πυκνό έτρεχε δάκρυ…

ΣΤΈΡΑ ΉΠΗΝΙ ^ΧΡΗΣΤΌΣ, υστέρα είπενε Χριστός,

ΧΥΛιΑΖΜέΝΥΣ ΚΗ ΝΙΣΤΚΌΣ: χωλιασμένος και νηστικός:

          ύστερα είπε ο Χριστός, θυμωμένος και νηστικός:

- ΠΉΡΗΣ ΠΆΝΥ-Σ ΜέΓΑ ΚΡΉΜΑ, -πήρες πάνωσου μέγα κρίμα,

ΔΆΜΑ-Σ ΔΡέΠΥΜ ΓΟ ΝΑ ΉΜΗ. αντάμασου ντρέπομαι εγώ να είμαι.

ΠΣέΜΑ ΛΈΣ-Με ΚΥΤΥΡΎ, ψέμα λέγεις-με ΚΟΙΤΥΡΥ,

ΣΉ-ΠΑ τΉΣΗ ΑΠ ΘΙΓΎ! σύ-πα κί είσαι απο Θεού!

          -«πήρες επάνωσου μεγάλο κρίμα, μαζίσου ντρέπομαι να είμαι. ψέμα μου λές ανεύθυνα, και σύ δέν είσαι (=δέν ενεργείς) απο Θεού!

ΈΖΣΑ ΆΡΤΑΧ ΧΡΆΝ-ΧΑΔΆΡ, έζησα ΑΡΤΙ# Α#ΡΑΝ #ΑΔΑΡ,

τΉδΑ ΠΡΆΜΑ ΛΊΓΥΣ ΔζΚΆΡ! κί είδα πράμα δίχως Ζ!ΓΕΡ!

          έχω ζήσει ήδη μέχρι αυτήν την ηλικία, δέν είδα (ποτέ) ζώο δίχως συκώτι!

ΣΉ-ΠΑ δΆιΣ ΑΧ ΆΛΑ ΧΝΆΡιΑ, σύ-πα εδιάβης εκ άλλα χνάρια.

ΈΧΥΜ ΜΗΣ ΚΑΤΌ ΔΗΝΆΡιΑ, έχουμε εμείς εκατό δηνάρια.

ΈΛΑ ΜΗΣ ΑΣ ΤΑ ΜΡΑΣΤΎΜ, έλα εμείς άς τα μοιραστούμε,

ιΆΧιΑΧΤΆΝ ΑΣ ΔΑΓΛΙΦΤΎΜ, - ΑιΑ# ΑιΑ#ΤΑΝ άς ΔΑΓΛευτούμε.

          κι εσύ (λοιπόν) βάδισες απο άλλα χνάρια (=πήρες άλλο δρόμο). έχουμε εμείς εκατό δηνάρια, έλα να τα μοιραστούμε, και να σκορπίσουμε (=να πάρει ο καθέναςμας το δικότου χωριστό δρόμο)».

ΉΠΗΝ Άιτσ ^ΧΡΗΣΤΌΣ ΚΗ ΖΒδΆΖ, είπεν άετσι Χριστός και σπουδάζει

ΤΑ ΔΗΝΆΡιΑ-ΤΙΝ ΝΑ ΜΡΆΖ. τα δηνάρια-των να μοιράζει.

          είπε έτσι ο Χριστός και σπεύδει τα δηνάριατους να μοιράσει.

ΞΑΡΑΝΊΞΑ ΚΆΜ-ΔΑ ΤΡΉιΑ, ΞΑΡΑΝίτσια κάμει-τα τρία.

^Αι-^ΠεΤΡΟΣ ΑΝ Τ ΘΑΓΜΑΣΉιΑ, Άι-Πέτρος εν τη θαυμασεία

ΠςΉΡΣΗΝ ΡΌΤΣΗΝ ΤΥΝ ^ΧΡΗΣΤΌ: επιχείρησεν ρώτησεν τον Χριστό:

- ΤΊΓΛΥ ΘΆΓΜΑ, ΤΊ ΕΝ ΤΟ, -τί-λογο θαύμα, τί ένι αυτό,

ΣΉ ΚΗ ΓΌ – ΜΗΣ ΉΜΑΣ δΊιΑ, σύ και εγώ - εμείς είμες δύα,

ΞΑΡΑΝΊΞΑ ΚΆΜ ΣΗ ΤΡΉιΑ! ΞΑΡΑΝίτσια κάμεις σύ τρία!

          πακετάκια τα κάνει τρία. ο Άγιος Πέτρος με απορία άρχισε ρώτησε τον Χριστό: τί παράδοξο πράγμα, τί είναι (=τί νόημα έχει) αυτό, εσύ κι εγώ, είμαστε δύο, πακετάκια κάνεις εσύ τρία!

ΤΊΣ ΤΥ ΤΡΉΤΙ ΘΑ ΠΥ <ΤΥ> ΠΆΡ, τί το τρίτη θα το πάρει,

Πέ-ΤΥ ΜέΝΑ ΤΥ ΧΥςΧΆΡ? ειπέ-το μένα το #Ος#ΑΡ.

          ποιός το τρίτο θα πάρει, εξήγησέτομου το μυστήριο!

ΤΌΤΙ ΉΠΗΝΙ ^ΧΡΗΣΤΌΣ: τότε είπενε Χριστός:

ΘΑ ΤΥ ΠΆΡ ΤΥ ΤΡΉΤΙ ΤΌΣ, θα το πάρει το τρίτη αυτός

ΤΊΣ ΤΥ ΈΦΑιΝ ΤΥ ΔζΚΑΡΉτσ, τίς το έφαγεν το Ζ!#ΑΡίτσι

ΑΧ ΤΥΚΌ-Σ ΤΥ ΠΡΥβΑΤΊτσ! εκ το δικό-σου το προβατίτσι!

          τότε είπε ο Χριστός: θα το πάρει το τρίτο αυτός ο οποίος έφαγε το συκωτάκι απο το δικόσου το προβατάκι!

    ^Αι-^ΠεΤΡΟΣ ΞΑΧ ΧΆΡΗΝ, ΡΆΝτσΗΝ, Άι-Πέτρος ΞΑ# εχάρη, ράντησε,

ΣΤΑ ΔΗΝΆΡιΑ ΣΜΆ ΞΑΧ ΚΆτστσΗΝ, στα δηνάρια σιμά ΞΑ# κάθισεν,

ΤΥΝ ^ΧΡΗΣΤΌ ΛΕι: - ΓΟ ΔΙΝΓΚΆιβΑ, τον Χριστό λέει: -εγώ ΔΕγγΓάευα

ΌΣ ΠΥ ΌΛΥ-ΠΑ ΝΑ ΠΤΡΆιβΑ… ώς που όλο-πα να ΒίΤίΡάευα...

          ο Άγιος Πέτρος κιόλας χάρηκε, πετάχτηκε όρθιος, ώς τα δηνάρια κοντά κάθισε, στον Χριστό λέει: «εγώ το δοκίμαζα, ώσπου όλο το τελείωσα…

ΚΗ ΤΥ ΤΡΉΤΙ ΜέΝΑ ΦέΡ, και το τρίτη εμένα φέρε,

βΆΛ-ΤΑ ΞΆΛΚΑ ΑΣ ΤΥ ςέΡ-Μ! βάλ'τα ΞΑΛικα εις το χέρι-μου!

          (συνεπώς) και το τρίτο (πακετάκι) σε μένα φέρε, βάλ’τα (δηνάρια) γρήγορα στο χέριμου!»

- ιΌΧ - ^ΧΡΗΣΤΌΣ ΚΑΚΆ ΧΥΛιΆΣΤΙΝ, - -ιΟ#, -Χριστός κακά χωλιάσθη-,

ιΑΝΔΥ ΈΦΑιΣ, τΉ ΔΡΥΠιΆΣΤΙΣ, οία άν το έφαγες κί ντροπιάσθης.

ΤΌΤ ΤΥ ΤΡΉΤΙ-ΠΑ ΣΗ ΠέΡΣ-ΤΥ, τότε το τρίτη-πα σύ επαίρεις-το,

ΆΜΑ ΤΊ ΘΑ ΚΆΜΣ ΣΗ ΚΣέΡΣ-ΤΥ? άμα τί θα κάμεις σύ ξέρεις-το;

          -«όχι» -ο Χριστός άσχημα θύμωσε- «που το έφαγες δέν ντράπηκες! τότε και το τρίτο (πακετάκι) θα πάρεις, όταν τί θα κάνεις, ξέρεις;

βΆΛ ΣΤΑβΡΌ ΚΗ ΜΗΤΑΝΊιΑ, βάλε σταυρό και μετανοία,

ΌΣ ΝΑ ΚΆΜ ΚΑΛΆ ΣΚΥΤΝΊιΑ!... ώς να κάμει καλά σκοτεινία!...

          κάνε σταυρούς και μετάνοιες ώσπου να καλοσκοτεινιάσει!».

^Αι-^ΠεΤΡΟΣ ΚΡΗΜΉΣΤΙΝ ΚΆΤΥ, Άι-Πέτρος κρημνίσθη κάτω,

βΆΛ ΣΤΑβΡΌ ΚΗ ΦΛΆ ΤΥΝ ΠΆΤΥ, βάλλει σταυρό και φιλά τον πάτο,

ΛΈ ΝΔΥ δΆΚΡΥ ΤΑΡΑΓΌ: λέει εν το δάκρυο ταραγό:

Ό, ΣΗ ΣΧΌΡΑ-Με, ^ΧΡΗΣΤΌ! ώ, σύ συγχώρα-με, Χριστό!

          ο Αγιος-Πέτρος (με μιάς) έπεσε κάτω, κάνει το σταυρότου και φιλά τη γή, λέει (τα λόγιατου) με δάκρυ ανακατεμένα: «ώ, συγχώραμε, Χριστέ!»

ΚΗ ΠΗΧΤΆ βΑΛ ΜΗΤΑΝΊιΑ, και πηχτά βάλλει μετανοία,

ΤΊΓΛΑ τέβΑΛΙΝ ΚΑΜΉιΑ… τί-λογα κί έβαλεν καμία...

          και συνεχώς κάνει μετάνοιες, όπως δέν έκανε καμιά φορά…

          …ΣΚΌΘΙΝ ΠΆΝΥ ^Αι-^ΠεΤΡΟΣ, ...σηκώθη πάνω Άι-Πέτρος,

ΔΡΆΝΣΗΝ ΛΌΡιΑ-Τ τέΝ ^ΧΡΗΣΤΌΣ, ανατράνησεν ολόγυρα-του κί ένι Χριστός.

ΝΈ ^ΧΡΗΣΤΌΣ ΣΜΑ-Τ, ΝΈ ΔΗΝΆΡιΑ, ΝΕ Χριστός σιμά-του, ΝΕ τα δηνάρια,

ΚΉΚΚΑ ΠέΤΑΝΑΝ ΤΕΚ ςΝΆΡιΑ. ΚΗιίΚικα πέταναν ΤΕΚ χηνάρια.

…σηκώθηκε πάνω ο Αγιος_Πέτρος, κοίταξε γύρωτου: δέν είναι ο Χριστός, ούτε Χριστός κοντάτου, ούτε δηνάρια, αγριοπούλια πετούσαν μόνο, αγριόχηνες.

ΜΑΝΑΧΌ-Τ ΤΟΣ ΠέΜΝΙΝ ΉΣ, μοναχό-του αυτός απέμεινεν είς,

ΛΌΝ ΤΥ ΞΌΛ ΠΑι ΚΗ ΝΥΝΊΖ: ελών το ΞΟΙΛ πάει και νουνίζει:

          μοναχόςτου έμεινε, ένας, στην εξοχή προχωράει και σκέφτεται:

«ΑΝ ΤΥ ΆΞΚΥ-Μ ΝΎ ΓΟ ΚΣΧΆΣΑ, "εν το ΑΞικο-μου νού εγώ εξεχάωσα,

Τ ΑΚΗΡβΌ-Μ ΤΥΝ ΦΉΛΥ ΧΆΣΑ. το ακριβό-μου τον φίλο εχάωσα.

ΛΈΓΝΙ ΚΌΖΜΥΣ ΧΤΑ ΓΥΡΓΆ – λέγουνε κόσμος εκ τα γοργά

«ΝΔΥ ΧΑΡΆΜ τΗ ΠΆιΣ ΜΑΚΡΆ!» "εν το }{ΑΡΑΜ κί πάεις μακρά!"

          «με το άπληστο μυαλόμου έσφαλα, τον ακριβόμου τον φίλο έχασα. λένε οι άνθρωποι απο παλιά ‘με την ανομία δέν πάς μακριά!’».

(αυτή η τελευταία φράση, πανάρχαια παροιμία, είναι όλο το νόημα αυτής της ιστορίας, ιδιαίτερα η αραβική λέξη «haram» = «απαγορευμένο», όχι σύμφωνο με τον θεϊκό νόμο, όχι εγκεκριμένο απο τον Θεό. όποιος πράττει το haram μιαίνεται, είναι χρεωμένος απέναντι στο Θεό μέχρις ότου πληρώσει για την παράβασήτου. βασικός νόμος για όλους τους παλαιούς ανθρώπους ήταν να μήν τρώει κανείς άν δέν έχει θυσιάσει απο την τροφήτου στο Θεό. τροφή απο την οποία δέν έχει προσφερθεί θυσία, και προπάντων κρέας άθυτο, είναι haram, και όποιος το τρώει είναι κλέφτης, αφού έφαγε κάτι που ο Θεός δέν του χάρισε, άρα το έκλεψε. πολύ περισσότερο όταν η κλοπή συνοδεύεται απο φόνο: του ζώου. ενώ η θυσία δέν λογίζεται ώς φόνος, γιατί ο Θεός τελεί την θυσία μέσω των ανθρώπινων χεριών, και ο Θεός δέν είναι δυνατόν να κριθεί: όρισε νόμο για τον άνθρωπο, αλλα ο ίδιος είναι υπεράνω κάθε νόμου. απο τον καιρό του αυτοκράτορα Θεοδοσίου στους χριστιανούς απαγορεύθηκαν οι θυσίες. αυτή εδώ η ιστορία κρατάει απο πανάρχαιες προϊστορικές εποχές, οι πρωταγωνιστές μετονομάσθηκαν σε Χριστό και Άγιο Πέτρο για να προσαρμοσθεί η παράδοση στο πλαίσιο του Χριστιανισμού. Είναι όμως επίσης πιθανό να υπήρχε σε κάποιο απόκρυφο ευαγγέλιο κάποιο κείμενο που έγινε η βάση αυτής εδώ της παραδοσιακής διήγησης την οποία κατέγραψε ο Λ. Κυριάκοβ).

ΜΆι – ΗιΎΝ\ 1967

 

ΤΊ ΤΥ ΧΡΆΣΤΙΣ ΤΥ ΞΑΣΙ?

ΜΉιΑ ΉΡΤΙΝ ΚΗ ΡΥΤΆ,

ΤΥΝ ^ΛΑΖΆΡ ΥΡΤΆΧΥ-Τ:

ΤΊΓΛΑ ΖΉΣ ΛΊΓΥΣ ΞΑΣΊ,

ΠΎΧ ΜΑΘέΝΣ ΤΙ βΆΧΤ ΕΝ?

- ΤΊ ΤΥ ΧΡΆΣΤΑ ΤΥ ΞΑΣΊ! –

ΉβΡΗΣ ΜέΓΑ ΓΡΆΜΑ,

ΖέΡ ΝΑ ΜΆΘΣ ΤΙ ΌΡΑ ΈΝ,

ΜέΓΑ ΕΝ ΤΟ ΠΡΆΜΑ?

ΚΗ ΤΟ Τ ΌΡΑ ΠςΉΡΣΗΝ ΚΡΎι,

ΝΔΑ ΓΥΡΘέΣ Τ ΓΥΝΈιΑ.

ΑΝΑΝΓΚΆΣΤΙΝΙ ΧΥΜςΎ-Τ,

ΧΛΊΖ Π ΑΤΌ ΜΑΡέιΑ:

- ΤΊΠΥΤ ΠΡΌΣΥΠΥ ΣΗ ΈςΣ,

ΝΊΧΤΑ… ΤΡΉιΑ ΌΡΗΣ…

ΣΉ τΗ Τ\ΜΆΣΗ, ΠΆΣ ΤΥ ΠδΆΡ,

ΣΚΌΝΣ ΣΗ ΌΛΥ Τ ΧΌΡΑ!

20.08.67

(αυτό το ανέκδοτο σε διάφορες παραλλαγές έχει κυκλοφορήσει απο παλιά σε πολλές χώρες)

 

ΤΥ ΑΣΛΆΝ ΚΗ Τ ΑΛΙΠΎ

ιΥΡΥΝΔιΆΣΗΝ ΤΥ ^ΑΣΛΆΝ,

ΝΑ ΠΡΑΤΈΚΣ τες δΊΝΑ.

ΛΊΓΥΣ ΦΆιςΥ <ΦΆιΜΥ> ΤΥ ΠεΡΆΖ,

ΠέΦΤ, ΘΑ ΠΝΊ ΑΧ Η <Ν> ΠΉΝΑ.

ΣΤΈΡΑ ΝΎΝΣΗΝ: Σ δΌΚΥ ΝΆΜ,

«ΔΌΚΗΝ ΠΆΝΥ-Μ ΠΌΝΥ»,

ΤΊΣ ΘΑ ΈΡΤ ΝΑ Με ΥΧΛΈβ,

ΠιΆΝΥ ΚΗ ΧΑΠΌΝΥ.

ΠέΣ ΤΥ ΦΎΛ ΗΠΛΌΘΙΝ, ΠέΦΤ,

ΤΈΣΗΡΑ ΤΑ ΜΆΤιΑ-Τ.

ΉΣ ΧΤ ΑΤΌΝΑ τΉ ΗΡΉΖ,

ΤΊΣ ΤΥΝ ΦέΡ ΦΑιΜΆΤιΑ.

ΜΉιΑ ΉΡΤΙΝ Τ ΑΛΙΠΎ

ΚΗ ΣΤ ΑβΛΆΧ ΤΟ ΣΤΆΘΗΝ:

- ΤΊΓΛΑ ΈΝ ΤΑ δΛΊιΣ, ^ΑΣΛΆΝ,

ΣΉ, ΠΑΛΈΣΤ, ΚΗ ΧΆΘΙΣ?

ΛΈ Τ ^ΑΣΛΆΝ: - ΝΑ ΖΉΣ, Τ ΑδΡέΦ-Μ,

ΈΝ ΤΑ δΛΊΣ-Μ ΧΑΜέΝΑ.

ΠέΡΝΑ ΠέΣΥ, ΤΊ ΔΡΑΝΆΣ?

δΎιΣ ΝΕΡΌ-ΠΑ ΜέΝΑ.

ΓΌ ΘΑ ΠΉΓΑ ΣΜΆ-Σ, ^ΑΣΛΆΝ, -

Τ ΑΛΙΠΎ ΛΕ ΉΣΑ, -

ΜΑ ΧΤΑ ΣέΝΑ ΠΑΤΙΤΡέΣ, πατητριές =πατημασιές, ίχνη.

τΉ ΗΡΉΖΝΙ ΠΉΣΥ!

25.7.1976

(το λιοντάρι και η αλεπού παραβάλλονται σε πολλές σουμερικές και ακκαδικές μεσοποταμιακές παροιμίες, το λιοντάρι ώς σύμβολο της δύναμης, η αλεπού ώς σύμβολο του αδύναμου αλλα πονηρού. μιά σουμερική παροιμία που δέν έχει ακόμη ερμηνευθεί σωστά λέει: «στην πόλη (=στην ανθρώπινη κοινωνία) όχι το λιοντάρι, αλλα η αλεπού είναι ανώτερος». και μιά άλλη: «όποιος έπιασε την ουρά του λιονταριού (=ακολούθησε τους τρόπους του λιονταριού), πνίγηκε στο ποτάμι. όποιος έπιασε την ουρά της αλεπούς (=ακολούθησε τους τρόπους της αλεπούς), σώθηκε».

 

ΤΥ ^ΓΑιδΎΡ ΚΗ ^ΛΊΚΥΣ

ΤΥ ^ΓΑιδΎΡ βΥςΚΉΧΚΗΤ

ιΑΝΑςΆ ΣΤ ΧΥΤΡΆ.

ΈΝΑ ΓΌΡΑ ΦΆΝΙΝ

^ΛΊΚΥΣ ΧΤΑ ΜΑΚΡΆ.

 

ΣΤΥ ^ΓΑιδΎΡ ΜΑΡΈιΑ

^ΛΊΚΥΣ ΔζΥιΥΧΛΈιβ. πλησιάζει

ΤΥ ^ΓΑιδΎΡ ΤΌ ΤΝ ΌΡΑ

ΠςΉΡΣΗΝ ΤΥΠΑΛΈιβ.

 

- ΤΊ Αιτσ ΤΥΠΑΛΆιΣΗΣ?

^ΛΊΚΥΣ δΌ ΡΥΤΆ.

ΤΥ ^ΓΑιδΎΡ ΤΥ ΠδΆΡ-Τ ΣΚΌΝ,

ΛΈ: - ΝΆ ΜΉιΑ ΔΡΆ.

 

ΈΝΑ ΧΆΝΤ ΚΑΡΦΌΘΙΝ,

ΚΥΚΑΝΊ, ΜΑΚΡΉ.

ΝΑ ΣΤΑΘΊ ΠεΣ ΓΎΛΑ-Σ,

ΝΔΑ Με ΤΡΌιΣ, ΠΥΡΉ.

 

ΠιΆΣ-ΝΑ, ΒέΛτΗΜ βΓΆΛΣ-ΤΥ,

ΜΌΝΥ ΔΡΆ ΚΑΛΆ…

ΚΗ ΤΥ ΠδΆΡ-Τ ΝΑ ΠΉΣΥ-Τ

ΣΉΚΥΣΗΝ ΠΣΗΛΆ.

 

^ΛΊΚΥΣ ΠςΉΡΣΗΝ ΖΓΆΛΚΣΗΝ

ΚΗ ΡΥΤΆ: -ΠΎ ΈΝ?

ΤΥ ^ΓΑιδΎΡ ΑΞΌβΚΑ

ΛΆΧΤΣΗΝ-ΔΥ ΒΗΡΔΈΝ.

 

τσΆΚΥΣΗΝ ΤΑ δΌΝΔιΑ-Τ.

ΈΦΧΗΝ ^ΛΊΚΥΣ, ΔΡές…

…Τ\ΘΑ ΕςΣ ΜΌΝΥ δΊΝΑ,

ΝΎ-ΠΑ ΤΌ ΘΑ ΈςΣ!

16.12.1976

 

ΤΥ ^ΛΊΚΥ ΚΗ ΤΥ ^ΤΡΑΉ

ΦЪέβ ΤΥ ^ΛΊΚΥ ΧΤΥ ^ΤΡΑΉ. < Φ\έβ ΧΤΥ ^ΛΊΚΥ ΤΥ ^ΤΡΑΉ>

ΞΆΧ ΘΑ ΚΖΎΝ ΤΑ ΜΆΤιΑ-Τ,

ΚΣέΡ-ΤΥ: ΛΊΚΥΣ ΘΑ ΤΥ ΚΆΜ

ΤΈΣεΡΑ ΚΥΜΆΤιΑ.

 

ΤΥ ^ΤΡΑΉ ΤΥ ^ΛΊΚΥ ΛΈ:

- ΈΝΑ ΤΕΚ ΗΡέβΥ –

ΜΆ ΛΑΦΤΊτσΑ, ΛΆΛ ΑβΆ,

ΣΤΥ ΣΤΕΡΝΌ-Μ Σ ΧΥΡέβΥ.

 

^ΛΊΚΥΣ ΦΣΆ ΑΝΆ-ΚΥΡέ,

ΈΚΑΜΗΝ ΤΥ ΛΌΓΥ-Τ.

ΚΗ ΝΥΝΊΖ, ΤΑΠΛΌΣ, «Σ ΧΥΡέΠΣ,

ΚΑΤΑΣΌΝΥ ΤΡΌΓΥ!»

 

ΦΆΝΑΝ ςΚΛΊιΑ ΤΌ ΤΥ ΣΆΤ,

ΛΆΖΝΙ, ΈΡΚΝΙ ΧΤ ΧΌΡΑ.

ΈΦΧΗΝ ^ΛΊΚΥΣ… ^ΤΥ ΤΡΑΉ

ΖΉ-ΠΑ ΌΣ ΑΤΌΡΑ!

18.12.76

 

τέΚΥΠΣΗΝ-ΔΥ ΝΎ-Τ

ΒΑΖΑΡέΤΣ ΛΌΝ Τ ΣΤΡΆΤΑ δΆιΝΙΝ,

ΣΤΆΘΗΝ ΤΟΣ ΣΜΑ ΣΤΥΝ ^ΛΑΖΆΡ:

ΠέΝΔΙ δΎΓΥ-Σε ΚΥΜΎςΑ,

ΣΉ τΉ ΠΆιΣ-Με ΣΤΥ ΒΑΖΆΡ?...

          ο κάτοικος της πόλης οδοιπορούσε, στάθηκε κοντά στον (χωρικό) τον Λάζαρο: «πέντε σου δίνω ασημένια νομίσματα, δέν με πάς ώς την πόλη;»

 

^ΛΆΖΑΡΣ ΝΎΝΣΗΝ, ΣΤΈΡΑ ΉΠΗΝ:

- ιΌΧ, ΜΑΡέ, ΓΟ ΈΧΥ δΛΊΣ.

ΖέΡ ΗΣΆΠ ΕΝ ΤΌΣΥ ΣΤΡΆΤΑ

ΆΛΓΑ ΝΑ ΚΑΡΤΑΚΥΛΊΣ?...

          ο Λάζαρος σκέφθηκε, ύστερα είπε: «όχι μωρέ, έχω δουλειές. υπάρχει καμιά εγγύηση τόσος δρόμος οτι δέν θα ρίξει τα άλογα κάτω (απο την κούραση);»

 

ΒΑΖΑΡέΤΣ δΆιΝ, ΚΛΥΘΥΉΡΣΗΝ

ΚΗ ΠΆΛ ΉΡΤΙΝ ΣΤΥΝ ΛΑΖΑΡ:

- τέςΣ ΤΙΖΆΤιΑ, ΧΡΆςΚΥΜ, ΠΎΛ-Με

ΚΗ ΚΑΤβΑΣ-ΤΑ ΣΤΥ ΒΑΖΆΡ?...

          ο κάτοικος της πόλης έφυγε, ξαναγύρισε, και πάλι ήρθε στον Λάζαρο: «δέν έχεις τεζέκια; χρειάζομαι, πούλησεμου και φέρ’τα(μου) στην πόλη».

 

- ΠΌΣ-ΠΑ τέΧΥ? - ^ΛΆΖΑΡΣ ΉΠΗΝ –

ΤΈΚ ΤΙΖΆΤιΑ ΜΌΝΥ Πέ.

ΤΡΉιΑ ΚςΆΖΝΙ ΤΆ ΚΥΜΎςΑ

ΦΥΡΤΥΜέΝΑ ΤΑΛΙΚέ… (καρότσα)

          -«και πώς δεν έχω;» ο Λάζαρος είπε, μόνο τεζέκια πές(μου)! τρία ασημένια νομίσματα αξίζουνε φορτωμένα μιά καρότσα.

 

…^ΛΆΖΑΡΣ ΦΌΡΤΥΣΗΝ ΤΙΖΆΤιΑ

ΚΗ ΔΖΥΝΆιΣΗΝ ΠΑΧ Τ ΑβΛΊ-Τ.

ΒΑΖΑΡέΤΣ ΠΑ ΚΆΤΣΗΝ ΠΆΝΥ

^ΛΆΖΑΡΣ ΠΉιΝ-ΔΥΝ ΞΆΧ ΑΣ ΣΠΉΤ-Τ…

          ο Λάζαρος φόρτωσε τεζέκια και ξεκίνησε απο την αυλήτου. ο κάτοικος της πόλης κάθισε επάνω (στην καρότσα), ο Λάζαρος τον πήγε μέχρι το σπίτιτου…

19.3.1981

(αυτή ιστορία φαίνεται να έχει σχέση με μιά παροιμία που έλεγε ο πατέραςμου: «το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη»)

 

Άιτσ-ΠΑ ΉΤΥΝ ΤΟ ΜΑΚΡΉ…

^ΛΆΖΑΡΣ ΠΎΛΝΙΝΙ ΤΙΖΆΤιΑ,

ΉΤΥΝ ΚΡΉιΥΣ ςΗΝΔΙΔΈΝ… (πιό κρύο) |ςίΜΔί_ΔΕΝ|= απο τώρα

Π ΈΜΒΡΥ ΔΌΚΑΝ-ΔΥΝ ΣΤΑ ΛΌιΑ,

Π ΠΉΣΥ ΦΛΌΝΚΣΑΝ ΤΥ ΒΗΔΈΝ-Τ. (γύμνωσαν;) το σώματου.

 

ΉΡΣΗΝ ΣΤ ΧΌΡΑ, δΌ ΗΝΈΚΑ-Τ

ΠςΉΡΣΗΝ ΉβΡΗΝ-ΔΥΝ ΜΑΑΝΆ:

- ΤΊΓΛΑ Άιτσ ΤΥ ΦτιΆΛ-Σ τΗ ΧΆΣΗΣ, πώς έτσι

ιΆ ΤΑ βΌιδΑ-Σ ιΆ Ν ΞΑΝΆ?!... |ΞΕΝΕ|= σαγόνι

 

- ΜΉ ΤΥ ΚΛΈιΣ - ^ΛΑΖΑΡΣ ΤΟΤ ΉΠΗΝ –

ΣΌΝ-ΔΥ, ΆΦ-ΤΥ ΆΣ ΧΑΘΉ,

Άιτσ-ΠΑ ΉΤΥΝ ΤΌ ΑΠΆΝΥ-Μ,

ΈΜ ΜΑΚΡΉ ΚΗ ΈΜ ΠΛΑΤΊ…

20.03.81

(του πήρανε το πανωφόρι, και είπε: μήν το κλαίς, και μακρύ μου ήταν και φαρδύ. Λάζαρος είναι κάποιος τύπος αφελούς χωρικού στα ανέκδοτα των Ρωμιών, όπως οι Κρητικοί λένε ανέκδοτα με τον «Μανωλιό»).

 

ΓΟ Άιτσ ΘΆΡΝΑ…

ΜΉιΑ ΣΉΚΥΣΗΝ ΚΗ ΡΌΤΣΗΝ

δΆΣΚΑΛΥΣ ΤΥΝ ^ΚΌΛιΑ:

- Πέ-ΤΥ, ΠΌΣ ΣΗ δΊιΑ ΜέΡεΣ

τΉΣΝΙ ΑΣ ΤΥ ΣΚΌΛιΥ?

 

- ΈΝΑ ΜέΡΑ, – ΉΠΗΝ ^ΚΌΛιΑΣ, –

ΑΣ ΤΥ ΣΚΌΛιΥ τΉΡΤΑ –

Τ ΦΥΡΗΣΉιΑ-Μ ΈΠΛΙΝ ΜΆΝΑ-Μ,

ΝΑ ΦΥΡέΣΥ τΉΧΑ…

 

Σ Τ ΆΛΥ Τ ΜέΡΑ, ΖΒδΆΖΥ, ΠΆΓΥ,

ΜΉ ΑΡΓΌΣ ΠΗΜέΝΥ.

ΠέΣ Ν ΒΑΧΞΆ-Σ ΔΡΑΝΎ ΓΟ ΚΡέΜΗΤ,

ΤΥ βΡΑτΉ-Σ ΠΛΙΜέΝΥ.

 

ΝΎΝΣΑ Τ\ΘΑ ΝΑ ΈΡτσ ΣΤΥ ΣΚΌΛιΥ

ΣΉ-ΠΑ ιΆΝΔΙ ΜέΝΑ.

ΚΗ ΔζΥΝΆιΣΑ ΥΚΣΥΠΉΣΑ,

Σ ΣΠΉΤ-ΜΑΣ ΧΑΡΥΜέΝΑ.

26.03.81

 

ΖέΡ δΑΦΤΊ-Σ ΤΊ ΚΣέΡΣ-ΤΥ?

ΣΤΆΘΙΝ ΜΆΝΔΙβΗΝ ΗΣΆΝ,

(ιΆ ΚΥΡΉτσ, ιΆ ΜΆΝΑ)

ΣΤΈΡΑ ΣΉΚΥΣΗΝ ΤΥ Τ\ΦΆΛ-τσ

ΚΗ ΡΥΤΆ Ν τσΙΝΓΚΆΝΑ:

          στάθηκε μάντευε (δηλαδή άκουγε μιά τσιγγάνα που μάντευε γι’ αυτήν) μιά κοπέλα (είτε ελεύθερη κοπέλα ήταν είτε μητέρα). ύστερα σήκωσε το κεφάλιτης και ρωτά την τσιγγάνα:

 

ΉΠΗΣ ΜέΝΑ ΣΗ ΠΥΛΆ,

ΈΝΑ τΉΠΗΣ ΤΈΚΑ:

ΆΝΔΡΑ ΈΧΥ, ιΌΧΣΑΜ ιΌΧ?

ΠΌΣΑ ΈΧΥ ΤΈΚΝΑ?

          μου είπες πολλά, ένα δέν μου είπες όμως: άντρα έχω ή όχι; πόσα έχω παιδιά;

 

δΌ τσΙΝΓΚΆΝΑ ιΥΡΥΧΤΆ

ΤΑ ΚΑΠΉτιΑ ΠέΡ-ΤΑ,

ΛΈ: - ΟΤ ΆΝΔΡΑ ΈςΣ ΚΗ ΜΚΡΆ,

ΖέΡ δΑΦΤΊ-Σ ΤΊ ΚΣέΡΣ-ΤΥ? (ΤΊ αντί της συνηθισμένης γραφής ΤΗ).

          σ’ αυτό το σημείο η τσιγγάνα κατευθείαν τα χρήματα τα παίρνει, λέει: «οτι άντρα έχεις και παιδιά, μήπως η ίδιασου δέν το ξέρεις;».

27.03.1981

 

ΜΚΎτσΚΥ ΣΤΌΜΑ

ΝΔΑ ΠΥΝΊ ΤΥ δΌΝΔ-Σ, τΗ ΣΤΊΚΗΤ,

ΑΝ ΗΡέβΣ ΣΗ ΡΆΝΔΑ…

δΆιΝ ^ΜΑΡΉιΑ ΝΑ βΆΛ δΌΝΔιΑ,

ΜΉιΑ ΑΝ ΔΥΝ ΆΝΔΡΑ-τσ.

 

ιΑΤΡΥΣ δΌΝΔιΑ βΆΛ, ΤΥΝ ΆΝΔΡΑ-τσ,

ΉΠΗΝ ΛΌιΑ ΓΎτσΚΑ: είπεν λόγια λιγούτσικα:

-ΜΚΎτσΚΥ ΣΤΌΜΑ Ές ΗΝΈΚΑ-Σ,

ΜΚΎτσΚΥ ΚΗ ΜΥΡΦΎτσΚΥ…

 

^ιΎΡΑΣ ΝΎΝΣΗΝ, ΣΤΈΡΑ ΉΠΗΝ:

-ΠΣέΜΑ τΉΠΑ ΚΌΜΑ.

ΝΑ ΤΥ ΉδΗΣ, ΤΊΓΛΥ Σ ΣΠΉΤ-ΜΑΣ,

Ές ΗΝΈΚΑ-Μ ΣΤΌΜΑ!

ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ) 20.04.81)

 

ΖΑΒΎΝΣΑ

η ασθενής

ΠέΦΤ ^ΜΑΡΉιΑ ΚΗ ΤΊ <τΉ> ΣΚΎΤΙ –

τέΝ ΚΑΜΉιΑ-ΠΑ ΚΑΛΆ.

ΤΊ ΠΥΝΊ δΑΦΤΊ-τσ ΤΊ ΚΣέΡ-ΤΥ,

ΤΡΌι-ΠΑ ΠΆΝΔΑ ΚΥΝΔΑΛΆ. backwards

          ξαπλώνει η Μαρία και δέν σηκώνεται, δέν είναι ποτέ καλά. τί (της) πονάει (μόνο) η ίδια το ξέρει, και τρώει πάντα ακουμπισμένη πίσω.

 

ΧΑΤΑΛΈιβ ΠΑΝΔΎ-ΠΑ ^ιΎΡΑΣ,

Τ ΛΑΧΑΡΔΊ-τσ ΝΑ ΚΆΜ ΖΒΥδΆΖ.

ΦέΡ-ΤΑ ΌΛΑ-ΠΑ ΣΤΑ ΠδΆΡΑ-τσ,

ΤΈΚ ΝΑ ΜΉ ΤΙΝ ΑΝΑΝΓΚΆΖ.

          τρέχει απο δώ κι απο κεί παντού ο Γιούρας, το θέληματης να κάνει σπεύδει. τα φέρνει όλα στα πόδιατης, μόνο να μήν την ζορίσει.

 

^ιΎΡΑΣ ΠέΘΑΝΙΝ, ΖΜΥΝΊΘΙΝ,

ΠΣέΜΑ τέΝ, ΑΣΛΊ ΤΟ Ές…

ΚΖέΝ ^ΜΑΡΉιΑ ΑΣ ΤΥΝ ΆΝΔΡΑ,

ΤΌΡΑ ΤΌΣ ΠΑΝΔΎ-ΠΑ ΔΡές!

          ο Γιούρας πέθανε, ξεχάστηκε, ψέμα δέν είναι, αληθεύει… βγαίνει η Μαρία παίρνει άντρα, (=παντρεύεται) τώρα αυτός παντού τρέχει!

25.04.81

 

ΤΟ Ές ΜέΓΑ ΚΡΉΜΑ…

δΊ ΧΥΔΆδ ΠΗΡΝΈςΥ ΣΆΤ

δΆβΑΝ ΑΣ Ν ΚΗΛΣΉιΑ,

ΠςΉΡΣΑΝ ΉΠΑΝ ΤΥΝ ΠΥΠΆ:

- ΉΡΤΑΜ Σ ΜέΓΑ δΛΊιΑ…

          δυό (μέλλοντες) συμπέθεροι μιά πρωινή ώρα πήγαν στην εκκλησία, άρχισαν είπαν στον παπά: -ήρθαμε για σοβαρή δουλειά…

 

ΓΟ ΦΗΔΆΝ ΥΣΤΡΆιΣΑ ιΌ,

ΦΉΛΥ-Μ – ΚΌΡ ΧΑΝΊιΑ,

ΘΈΛΥΜ ΜΊΣ ΝΑ τσ ΣΤΙΦΑΝΌΣΣ,

Σ ΚΆΜΥΜ ΧΑΡΑΤΉιΑ…

          εγώ φιντάνι μεγάλωσα γιό, ο φίλοςμου κόρη αρχόντισσα. θέλουμε να τους στεφανώσεις, να κάνουμε γιορτή…

 

ΧΑΡΑΤΉιΑ, - ΛΈ ΠΥΠΆΣ, -

ΘΙΓΌΣ ΑΓΑΠΆ-ΤΥ.

Σ ΈςΗΤ ΚΆτσΜΥ ΚΑΝΑ ΤΝΆ,

ΣΉΣ, ΧΥΡΣΎτσΚΑ, ΤΆΤΙΣ.

          τη γιορτή, λέει ο παπάς, ο Θεός την αγαπά. καθίστε μιά στιγμή, εσείς, χρυσοί πατεράδες.

ΓΌ ΤΑ ΧΡΌΝιΑ ΆΣ ΔΡΑΝΎ,

δΌ ΓΡΑΜέΝΑ ΈΝ ΤΑ:

ΉΚΥΣ ΆΡΤΑ ΈΝ ΓΑΜΒΡΌΣ,

ΝΊΦ ΕΝ δΕΚΑΠέΝΔΙ…

          τα χρόνια να δώ, εδώ γραμμένα είναι: είκοσι χρονών είναι ήδη ο γαμπρός, η νύφη είναι δεκαπέντε… (αυτές ήταν οι τυπικές ηλικίες γάμου στην ελληνική κοινωνία μέχρι πρό τινος)

 

ΛΊΓΑ ΧΡΌΝιΑ ΝΊΦ-ΣΑΣ Ές,

ιΌΧ! ΧΑΉΛΣ τΗ ΝΊςΚΥΜ!

ΜέΓΑ ΚΡΉΜΑ ΧΤΥΝ ΘεΓΌ,

ΓΟ ΘΑ ΚΡΗΜΑΤΊςΚΥΜ!

          λίγα χρόνια η νύφησας έχει, όχι, δέν συμφωνώ! μεγάλο κρίμα απο τον Θεό θα πάρω!

 

ΑΧ ΤΑ δΊιΑ ΤΑ ΜΑΡΈιΣ,

ΈΒΑΝ ΑΣ ΤΥ ΚΣΌιδΥ:

ΥςΑΝΔΡΆιΣΑΝ ΤΥΝ ΠΥΠΆ

δΊιΑ ιΆςΚΑ βΌιδΑ.

          απο τα δύο μέρη μπήκαν στο έξοδο: έταξαν στον παπά δύο νεαρά βόδια.

 

ΧΑΜΝΥΈΛΑΣΗΝ ΠΥΠΆΣ:

- ΑΣ ΤΙ ΣΆΣ τΗΜΌΝΥ,

ΧΡΌΝιΑ ΠέΡΥ ΠΑΧ ΓΑΜΒΡΌ,

ΚΗ ΠΆΣ ΝΊΦ βΥΛΌΝΥ…

          χαμογέλασε ο παπάς: -για σάς και μόνο, χρόνια παίρνω απο τον γαμπρό και στη νύφη τα σφραγίζω… (=στη νύφη τα προσθέτω)

 

ΤΥ ΣΤΙΦΆΝΙΜΥ ΑΤΌΤ,

ΑΝ ΤΥ ΝΌΜΥ ΝΊςΚΗΤ…

ΈΜ ΠΥΠΆΣ ΚΗ ΈΜ ΧΥΔΆδ

ςέΝΚΑ ΧΑΧΑΝΊςΚΝΙ.

          το στεφάνωμα τότε με το νόμο γίνεται… καί ο παπάς καί οι συμπεθέροι ευτυχισμένοι γελάνε.

 

ΑΝ ΤΥ ΜέΓΑ ΤΥ ΗςΤΆΧ,

ΠςΉΡΣΑΝΙ ΤΡΑΓΌιδΑ…

ΚΌΜΒΥΣΑΝΙ ΤΥΝ ΘεΓΌ,

ΝΔΥ ΖΗβΓΆΡ ΤΑ βΌιδΑ!…

          με πολύ κέφι αρχίσανε τραγούδια… εξαπάτησαν το Θεό με το ζευγάρι τα βόδια!...

17.05.81

 

ΑΧΗΛΔΆΡΚΑ ΜΚΡΆ

ΑΧ Τ ΧΥΜςΆβΑ-τσ ΉΡΣΗΝ Σ ΣΠΉΤ,

ΒΆΒΑ βΑΣΗΛΊιΑ

ΚΗ ΤΥΝ ΠΆΠΥ ΠςΉΡΣΗΝ ΛΈ

ΜέΓΑ ΘΑΓΜΑΣΉιΑ:

 

- ΑΧΗΛΔΆΡΚΑ ΈςΝΙ ΜΚΡΆ

^ΗΛΣΗβέΤ ΚΗ ^ΜΚΌΛΑΣ.

ΑΧ ΤΑ ΌΛΑ ΤΑ ΜΑΡέΣ

ΣΉΜΥΡ ΉΡΤΑΝ ΌΛΑ.

 

ΠΆΠΥΣ ΛΈ: - ΑΧ ΤΑ ΓΥΡΓΆ

ΒέΖΗΠΣΑΝ ΝΑ ΦΛΆΚΣΝΙ,

ΈΜΑΘΑΝ-ΔΥ, ΠΡέΠ, ςΗΡΉδ

ΣΉΜΥΡ ΟΤ ΘΑ ΦΣΆΚΣΝΙ…

10.06.81

 

ΤΙ ΑΓΝΌΡΣΑΝ-ΔΥ

^ιΎΡΑΣ ΉςΗΝ ΈΝΑ ΧΝΌ,

ΜΌΝΥ ΠςΉ ΚΗ δέΡΜΑ.

ΛΊΓΥΣ ΔΡΆΝΙΜΥ, ΝΙΣΤΚΌ,

ΛΊΓΥΣ ΓΆΛΑ – έΡΜΥ.

 

ΛΈ Τ ΗΝΈΚΑ-Τ: -ΠΆΝΔΑ ΣΉ,

ΑΝΔΥ ΝΎ δΥιΣ ΓΡΆδΑ,

ιΌΧΣΑΜ Σ ΠΆΓΥΜ ΑΣ ΤΥ ΠΛΎΜ,

ΤΥ ΈΡΚΗΤ βδΥΜΆδΑ?

 

δΆβΑΝ ΤΙ… ΑτΉ, ΑδΌ,

ΠΎΛΣΑΝΙ ΤΥ ΧΝΌ-ΤΙΝ.

ΚΗ ΠΡΑΤΎΝ… ΔΡΑΝΎΝ ΚΑΛΌ

ΣΤΊΚΗΤ ΑΧ ΤΥΚΌ-ΤΙΝ.

 

ΚΗ ΑΠ-ΚΆΤΥ-ΠΑ ΑΦΝΊΖ,

ΜΣΌ τσΗΒέΡΚΑ ΓΆΛΑ…

ΉΣ ΓΥΡΆΖ-ΤΥ, ςέΡ ΖΗΣΤΆ

ΚΡΎΓΝΙ Τ ΈΝΑ ΝΤ ΆΛΥ.

 

^ιΎΡΑΣ ΧΆΡΗΝ, ΛΈ ΚΑΡΦΆ:

- ΑΣ ΤΥ ΠΆΡΥΜ, ^βέΡΚΑ!

ΔΡΆ, ΝΔΑ ΜΉιΑ-Τ ΓΆΛΑ δΎι,

ΈΝΑ ΜΣΌ τσΗΒέΡΚΑ!

 

- ΜΑ ΤΌ δΊιΑ ΈΝ ΦΥΡΈιΣ

ΑΚΗΡβΌ Χ ΤΥΚΌ-ΜΑΣ!

^ιΎΡΑΣ Τ ^βέΡΚΑ ΚΆΜ ΤΟΤ ΜΆΤ:

- ΣΌΠΑ, ΦΣΆΛ ΤΥ ΣΤΌΜΑ-Σ!

 

ΤΌ ΑΠΆΝΥ ΘΑ ΜΑΣ ΣΚΌΣ, -

τιΆΛΥ ΚΑΤ ΓΡΑδΆΡΣΗΝ… υπολόγισε

ΚΗ ΚΑΠΉτιΑ ΞΆΛΚΑ ΤΌΣ

ΑΣ ΤΥ ΧΝΌ ΠΛΥΓΆΡΣΗΝ…

 

…ΠΆΓΝΙ ΣΤ ΧΌΡΑ ΛΌΝ ΤΥ ΞΌΛ,

ΛΊΓΥΣ ΦΆιΜΥ – ΠΣΤΆΘΑΝ

ΚΗ ΤΥ ΧΝΌ-ΤΙΝ-ΠΑ ΜΥΝΚΡΉΖ,

ΝΑ βΥςΚΉΣΝΙ ΣΤΆΘΑΝ.

 

^ιΎΡΑΣ ΛΈ: ΤΥ ΧΝΌ ΜΥΝΚΡΉΖ,

ΧΆΛΙ ιΆΝ ΤΥΚΌ-ΜΑΣ…

- ΓΌ-ΠΑ, ^ιΎΡΑ, Άιτσ ΜεΤΡΎ,

ΆΜΑ ΜιΆΖ ΤΥ ΧΝΌ-ΜΑΣ…

 

ΑΝΔΑ βέΛΚΣΑΝ… ΤΊ ΔΡΑΝΆΣ!

Τ\ΦΆΛιΑ, βΆι, ΑΧΜΆΧΚΑ!

ΈΝ ΤΥΚΌ-ΜΑΣ ΤΟ, ΒΑΡΌ,

ΜΌΝΥ τές ΞΑΧΜΆΧιΑ!

20.06.81.

 

ΉΝΔΥΝ ΣΥΡΒΑΔζΉΣ…

ΖΉ ΓΑΜΒΡΌΣ ΚΗ τές ΝιΑΖΜΌ,

ΜΌΝΥ ΤΡΌι ΚΗ Τ\ΜΆΤΙ.

ΜΉιΑ ΠΉιΝ ΣΜΑ-Τ ΠΗΘεΡΆ-Τ

ΚΗ ΠςΗΡΆ ΡΥΤΆ-ΤΥΝ:

 

ΠΌΣ τΗ ΝιΆςΚΗΣ ΤΊΠΥΣ ΣΗ,

ιΆΝΔΥ ΜΚΡΌ ΤΥ ΜΚΎτσΚΥ?

- ΣΥΡΒΑΔζΉΣ ΓΟ τΉΜΗ δΟ, -

ΉΠΗΝ ΤΟΣ ΗΣΎτσΚΑ.

 

δΆιΝ ΠΎ ΧΡΆςΚΗΤ ΠΗΘεΡΆ-Τ,

ΝΎΝΣΗΝ, ΜΉ ΤΥΝ ΧΆΝΝΙ…

ΈΜ Ν ΒΑΧΞΆ-τσ ΚΗ ΈΜ ΤΥ ΣΠΉΤ-τσ,

ΈΓΡΑΠΣΗΝ ΑΠΆΝΥ-Τ.

 

ΜΑ ΓΑΜΒΡΌΣ ΠΑΛ ΈΝΑ ΚΣέΡ:

ΜΌΝΥ ΤΡΌι ΚΗ Τ\ΜΆΤΙ.

ΠΗΘεΡΆ-Τ τΗ ΔΑιΑΝΈβ,

ΠΆΛ ΠΗιΝ ΣΜΆ-Τ ΡΥΤΆ-ΤΥΝ:

 

- ΤΌΡΑ ΉΣΗ ΣΥΡΒΑΔζΉΣ,

ΠΌΣ τΗ ΚΑΜΣ ΠΑΛ ΤΊΠΥΤ?

ΣΚΌΤΙΝ ΠΆΝΥ ΤΟΤ ΓΑΜΒΡΌΣ

ΚΗ ΗΣΎτσΚΑ ΉΠΗΝ:

 

- Τ\ΘΈΛΥ ΣΗ ΝΑ Με ΜΑΘΊΖΣ,

τέςΣ ΥΚΎΜ ΑΠΆΝΥ-Μ.

ΉΜΗ δΟ ΓΌ ΣΥΡΒΑΔζΉΣ,

ΤΊ ΗΡέβΥ ΚΆΜΥ!

25.06.81

 

ΚΥΜΥςΚΑ

ΉΡΤΙΝ ΚΥΜΥςΚΑ ΣΝ ΚΥΜΑ-τσ,

ΠςΉΡΣΗΝ ΚΛΈ ΤΥ ΓΡΆΜΑ-τσ:

- ΝέΜετσΣ ΠΉΡΗΝ ΤΥ ΞΥΓΎΝ-Μ,

Πέ-Με, ΤΊ ΝΑ ΚΆΜΥ?

 

- ΉΞ ΜΗ ΝιΆςΚΗΣ, - ΛΕ ΚΥΜΆ-τσ,

ΓΟ ΝεΜέτσΚΗ ΚΣέΡΥ,

ΆΜΑ ΠΆΓΥ ΚΗ ΡΥΤΎ,

ΠέΡΥ-ΤΟ ΚΗ ΦέΡΥ.

 

ΚΗ ΣΤΥΝ ΝέΜετσ ιΥΡΥΧΤΆ,

ΛΊΓΥΣ ΦΌβΥ δΆι-ΤΙ.

ΠςΉΡΣΗΝ ΛΈ: - ςΥΡΎΜ-ΒΥΡΎΜ,

ΤΥ ΞΑβΎΝ ΔΑβΆιΤΕ!...

 

ΝέΜετσΣ ΉΠΗΝ: - βΆΣ? βΆΣ? βΆΣ?

ΘΆΡΣΗΝ ΤΟΣ ΡΥΤΆ-ΤΙΝ,

«ΤΥ ΞΑβΎΝ, ΜΟΛ, ΈΤΟ βΆς?»

ΛΈι ΤΙ: - ιΌΧ! ΚΥΜΆ ΤΟ…

 

ΑΝΑΝΓΚΆΣΤΙΝ ΝέΜετσΣ, ΧΛΊΖ,

ΛΈι ΞΑΧ ΣΤΈΡΑ: - ςΆιΖε!

ΚΥΜΑ ΝΎΝΣΗΝ ΉΠΗΝ ΤΟΣ:

- ΕΝ ΑΤΟ ΠεΣ Τ ΣΆζΑ…

 

ΠΑΛ ΚΥΜΆ ΤΥΝ ΝέΜετσ ΛΈ:

(ΑΝ ΧΥΛΊΣ βΗΓΛΊΖ-ΤΥΝ)

- ΦέΡ-ΤΟ ΣΗ, ςΥΡΎΜ-ΒΥΡΎΜ,

ΤΙ ΚΥΜΆ-Μ δΑΚΛΊΖ-ΤΥ!...

 

ΉΡΣΗΝ Σ ΣΠΉΤ, ΑδΌ ΚΥΜΆ-τσ,

ΦΛΆι ΝΔΑ δΉιΑ-τσ ςέΡΑ:

- β ΣΆζε ΛΈι, ΕΝ ΤΥ ΞΑβΎΝ-Σ,

ΘΑ ΤΥ ΦέΡ, ΜΑ ΣΤΈΡΑ…

ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ) 16.07.81.

 

ΓΟ ΤΊ <τΉ> ΚΣΧΆΣΑ

ΜΉιΑ ΉΠΑΝΙ Τ ^ΜΑΡΉιΑ:

- ΤΊΣΗ <τΉΣΗ> ΣΥΡΒΑΔζΆβΑ,

ΠΌΣ ΣΗ ΠΎΛΣΗΣ ΤΑ ΑΡΝΊΘΑ-Σ

ΌΛΑ-ΠΑ Τ ΧΥΜςΆβΑ-Σ?

 

ΤΊ ΝΑ ΛΈ ΑδΌ ^ΜΑΡΉιΑ,

ΑΡΤΑ ΉΤΥΝ ΉΤΜΥΣ:

- ΓΟ ΤΊ <τΉ> ΚΣΧΆΣΑ, ΤΡΌΓΝΙ Σ ΣΠΉΤ-ΤΙΝ,

Α ΉΤΥΝ ΑΣ ΣΠΉΤ-ΜΑΣ!...

ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ) 15.07.81.

 

ΉΝΔΑΝ ΈΝΑ ΛΌςΚΑ

ΉΡΣΑ ΜΉιΑ ΓΟ ΑΧ Τ δΛΊιΑ,

ΠΣΤΆΘΑ, ΠέΦΤΥ, ΚΛΌςΚΥΜ.

ΛΈ ΗΝΈΚΑ-Μ: ΆΠΑΡ ΦΆι ΣΗ,

ΠέΣ ΤΥ ΚΤΊ ΕΝ ΛΌςΚΗΣ.

 

ΆΜΑ ΓΟ ΧΑΔΡΆιΚΣΑ, ΉβΡΑ,

ΠΉΡΑ ΚΤΊ ΤΥ ΧΡΆςΚΗΤ.

τέΝτσΑ ΜΉιΑ, τέΝτσΑ δΉιΑ, κέντησα

ΤΊΠΥΤ-ΠΑ τΗ ΠιΆςΚΗΤ.

 

ΝΎΝΣΑ ΓΟ, ΠΡεΠ, ΧΤΑ ΓΥΡΓΆ ΕΝ,

ΆΡΤΑ ΜΑΗΡΜέΝΑ.

ΣΤΆΘΑΝ ΤΆ ΠΥΛΆ ΑΧ Τ ΌΡΑ-Τ,

ΉΝΔΑΝ ΛΌςΚΑ ΈΝΑ.

 

ΉΠΣΑ ΦΌΣ, ΤΥ ΚΤΊ ΗΣΛΆιΣΑ,

βΆι, ΝΑ ΠέΛΣΑ ΚΆΤΥ!...

ΤΊΝΞΚΑ Τ\ΜΆΤΙΝΔΥΝ ΑΠέΣΥ,

ΈΝΑ ΜΆβΡΥ ΚΆΤΑ!...

ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ) 25.07.81.

 

ΝΑΜΉ ΝιΆςΚΗΣ

ΣΤ ΜΑΣΛΟΒΌιΚΑ δΆιΝ ΗΣΆΝ,

ΠΑΣ ΗΛιΥ Τ ΑΠΣΆδΑ.

τΗΝΔΙΡιΆΧ ΝΑ ΠΆΡ τΗΡΌΣ

ΈΣΥΣΙΝΙ ΓΡΆδΑ.

 

βεΣΟβςΞ]ΉτσΑ ΚΑΜΑΡΌΝ,

ΛΈ-ΤΙΝ ΑΝΔΑ ΜΉιΑ:

ΚΗΛΛΟΓΡΑΜΉιΑ τΗΝΔΙΡιΆΧ

ΘΑ ΠΆΡΣ ΤΡΆΝΔΑ ΤΡΉιΑ.

 

ΠςΉΡΣΗΝ ιΆΣΤΙΝ ΤΥ ΗΣΆΝ, οιάζεται; (νομίζει πως…) αγχώθηκε

- τέΧΥ ΠΎ ΝΑ βΆΛΥ…

ΤΟ ΠΥΤΊΡΗ-Μ ΤΡΆΝΔΑ ΠέΡ,

ΠΎ ΝΑ βΆΛΥ Τ ΆΛΥ?

 

βεΣΟβςΞ]ΉτσΑ ΑδΟ ΛΈι:

- ΤΟ ΠΥΤΊΡΗ-Σ ΦέΡ-ΤΟ

ΚΗ ΜΉ ΝιΆςΚΗΣ… ΖιΆΖΥ Άιτσ,

ΌΛΥ-ΠΑ ΤΟ ΠέΡ-ΤΟ…

15.08.1981

 

ΛεΓεΝΔΑ

1.

ΑΧ Τ ΧΌΡΑ ΌΚΣΥ, ΛΌΝ ΝΥ ΔζΆΠ, εκ τη χώρα έξω, ελών το ZZAB,

ΑΝΔΥ ΗςΤΆΧ ΚΗ ΑΝΤ Τ ΑΓΆΠ, εν το ίςΤΑ# και εν το αγάπη,

ΉΣ ΠΆΠΥΣ ΈβΑΛΙΝ δεΝΔΡΆ, είς πάππους έβαλεν δεντρά,

ΚΑΛΌ ΤΟ ΉΝΔΥΝΙ ΧΥΤΡΆ. καλό αυτό εγένετονε HUTRÁ.

ΚΗ ΠΆΠΥΣ – ΜέΓΑΣ ΣΥΡΒΑΔζΉΣ, και πάππος - μέγας ΞΟΡΒΑΖΖίς,

ΧΑΡΆ ΤΟΣ ΉςΗΝΙ – ΔΙΚΉΖ χαρά αυτός είχενε - <ΥΝΔΥΖ

ΑΝΔΑ ΚΑΤβέΝΙςΚΗΝ ΣΤ ΧΥΤΡΆ, εν τα κατεβαίνισκεν στο }{ΟΥΤΡΆ

ΤΟΣ δΆιΝΙΝ ΠΆΝΔΑ ΑΝ Τ ΧΑΡΆ, αυτός διάβαινεν πάντα εν τη χαρά

ΛΟΝ Ν ΚΥΡΗΝΣέ, ΛΟΝΔΥ ΔζΑΠΉτσ,  ελών την ΚΟΙΡΥΝΣΕ, ελών το ΖΖΑΒίτσι, |ΚΥΡΗΝΣέ|=μονοπάτι

ΚΗ ΠΉιΝΙΝ ΣΜΆ ΣΤΥ ΠεΓΑδΊτσ, και πήγαινεν σιμά στο πηγαδίτσι,

ΑΣ Τ ΜΛΈιΑ, ΠΎιΥ ΧΤΑ ΜΑΚΡΆ, εις τη μηλέα, οποίο εκ τα μακρά

ΒΗΛΆιβΗΝ ΧΤ ΆΛΑ ΤΑ δέΝΔΡΆ… ΒΕΛΛάευεν εκ τα άλλα τα δεντρά. |ΒΕΛΛί|= φανερό, σαφές.

απ' το χωριό έξω, κατα μήκος του βραχόβουνου, με όρεξη κ με αγάπη ένας παππούς έβαλε (φύτεψε) δέντρα, καλός καλλιεργημένος τόπος έγινε εκεί. Εκείνος (ο παππούς) πήγαινε πάντα με χαρά ακολουθώντας το μονοπάτι κατα μήκος του βραχοβουνιού, κ πήγαινε κοντά στο πηγαδάκι, στη μηλιά, η οποία απο μακριά εντυπωσίαζε ξεχωρίζοντας απο τα άλλα δέντρα...

… ΤΟ Τ ΜΛΈιΑ ΉΤΥΝ ΘΑΓΜΑΣΤΚΌ,

ΑΠΆΝΥ ΦέΡΗΣΚΗΝ ΠΥΡΚΌ,

ΤΕΚ ΈΝΑ ΜΉΛΥ ΚΑΛτεΡΉ.

ΜΝΥΣΤΆδΑ ΉςΗΝ ςΑΚΑΡΉ

ΚΗ ΣΠΡΎτσΚΥ ΉΤΥΝ ιΆΝΤ ΑΦΡΌ,

ΚΗ ιΆΝ ΔΥΝ ΉΛιΥ ΦΥΣΗΡΌ.

ΚΗ ΚΡΉιΥ ΉΤΥΝ ιΆΝ ΔΥ ΒΎΖ,

ΤΥ ΧΌΝΔΡΥΣ-Τ-ΠΑ, ιΆΝ ΔΥ ΧΑΛΠΎΖ…

ΜΑ ΠΆΠΥΣ ΉςΗΝΙ ΝιΑΖΜΌ,

ΑΠέΣΥ ΉςΗΝ-ΔΥ ΚΑιΜΌ:

ΤΥ ΜΉΛΥ ΤΊΛΑΓΑ ΑΡΜΆΖ,

ΧΤΑ ΤΌΝΑ ΈΜΒΡΥ ΉΣ ΒΡΥΜΤΆΖ μπρουμυτάζει, ή εμπροματιάζει (εποφθαλμιά)

ΝΑ ΚΌΠΣ ΝΑ ΠΆΡ ΚΗ ΤΌΣ ΝΥΝΊΖ

ΚΗ ΤΑ ΠεδΊιΑ-Τ ΜΉιΑ ΧΛΊΖ

ΚΗ ΛΈ ΤΥΝ ΜέΓΑ: - ΦέΤΥΣ ΠΡΆΤ

δΑΦΤΌ-Σ ΣΝ ΒΑΧΞΆ, ΣΗ ΈςΣ ΔΑΓΆΤ

ΚΗ ΔΡΆ, ΤΥ ΜΉΛΥ ΧΥΡΑΛΆι,

ΝΑ ΜΉ ΤΥ ΠέΡ ΚΑΝΊΣ, ΔΙΝΚΆι. δοκίμασε= προσπάθησε

ΚΗ ΆΜΑ ΤΊΓΛΑ ΤΌ ΑΡΜΆΖ,

ΣΗ ΚΌΠΣΗ, ΦέΡ-ΤΥ ΣΤ ΧΌΡΑ ΜΑΣ.

...αυτή η μηλιά ήταν θαυματουργή: επάνωτης έφερνε (=παρήγαγε) οπωρικό μόνο ένα μήλο του καλοκαιριού. (Έκείνο το μήλο) νοστιμιά είχε της ζάχαρης, κ άσπρο ήταν σάν τον αφρό, κ σάν τον ήλιο φωτεινό. Κ κρύο ήταν σάν τον πάγο, το δέ μέγεθόςτου, σάν το καρπούζι... Αλλα ο παππούς είχε μιά έγνοια, μέσατου το είχει καημό: το μήλο όποτε ωριμάζει, απο εκείνον πρωτύτερα κάποιος ενεδρεύει να (το) κόψει να (το) πάρει. Αυτός λοιπόν (ο παππούς) σκέφτεται, κ τους γιούςτου μιά φορά φωνάζει (συγκαλεί), κ λέει στον μεγάλο (γιότου): φέτος πήγαινε εσύ ο ίδιος στο περιβόλι. Εσύ έχεις αντοχή. Κ κοίτα, το μήλο προστάτεψε, να μήν το πάρει κανείς προσπάθησε. Κ αμέσως μόλις αυτό ωριμάσει, εσύ κόψε(το) φέρ'το στο χωριόμας.

2.

ΑΣ Τ ΆΛΥ Τ ΜέΡΑ ΤΥ βΡΑδΊ,

ΔζΥΝΈβ, δΑιΝ ΠΆΠΥ ΤΥ ΠεδΊ

Σ ΒΑΧΞΆ ΝΑ ΜΆΘ ΤΟΣ ΤΥ ΚΑΡΦΌ,

ΤΊ ΝΊςΚΗΤ ΜΛΈιΑΣ ΤΥ ΠΥΡΚΌ…

ΤΟΣ δΆιΝ ΚΗ ΜΛΌΘΙΝ ΣΜΆ Σ Τ ΧΑιΆ,

ΤΥ ΉΤΥΝ ΣΤ ΜΛΈιΑ ιΑΝΑςΆ

ΚΗ ΑΠΑΤ\ΚΆΤΥ ΑβΛΑΈβ, κ απ' εκει κάτω ΑβΛΑεύει

ΤΥΝ ΚΛΈΦΤ ΝΑ ΠιΆΚ, ΗΛΒεΤ, ΗΡέβ…

ΑΤΊΤΚΥ ΌΜΥΡΦΥ ΖΑΜΆΝ,

ΤΑ ΦΉΛΑ ΣΉΧΚΝΙ ΤΕΚΑΡΑΝ. σείουνε |ΤΕΚΑΡΑΝ|

ΣΤ ΑΦΤΊιΑ-Σ ΣΌΝ, ΛΌΝ ΔΥ ιΑΡΉτσ,

ΤΙΜΉΖΚΥ ΣΆΧΚΥ ΠΥΤΑΜΉτσ,

ΠΆΣ ΤΑ ΧΑιΆιδΑ-Τ ςΑΧΗΡΛΈβ,

ΑΠέΣΥ ΦέΝΚΥΣ ΓδΊΣΤΙΝ – ΠΛΈβ.

ΘΑΡΉΣ-ΚΗ Τ\ΜΉΘΙΝΙ Τ ΧΥΤΡΆ:

ΤΙΝΞΛΊΧ – ΈΜ ΣΜΆ ΚΗ ΈΜ ΜΑΚΡΆ…

…ΠεΡΝΆ τΗΡΌΣ. ΤΥ ^ΑΜΑΚΣΉτσ

ΠΣΗΛΆ ΤΟ ΣΚΌΘΙΝ ΚΗ Τ ΑΡςΉτσ-Τ αρχίτσι-του(?) =η αρχή του αμαξιού, δηλαδή το ξύλο απο το οποίο τραβούν τα υποζύγια.

ΤΟ ΆΡΤΑ ΈΚΛΥΣΗΝ. ΜΑΚΡΆ

ΛΥΧΤΌΡιΑ ΧΎΛΚΣΑΝ ΠεΣ Τ ΧΥΤΡΆ…

ΤΌ ΉΤΥΝ δΌδΙΚΑ. ΒΗΡΔΈΝ

ςΚΉΝ ΠΆΤΥΣ Π ΜέΣΑ, ΛΆΧΤΣΗΝ ΚΖέΝ,

ΝΔΑ ΠέΝΔΙ ΦτιΆΛιΑ ΑΔζΗΔΈΡ:

«ΤΥ ΜΉΛΥ ΤΎΤΥ ΕΝ ΤΥ ΠέΡ»,

Άιτσ ΝΎΝΣΗΝ ΠΆΠΡΥ <ΠΆΠΥ> ΤΥ ΠεδΊ

ΚΗ ΜΉ ΠΥΡΊ ΤΟ ΝΑ ΤΥΝ δΊ,

ΤΟΣ ΞΆΛΚΑ ΈΦΧΗΝ. Τ ΑΔζΗΔΈΡ,

ΚΑΛΆ, ΗΛΒέΤ, ΤΟ Τ δΛΊιΑ-Τ ΚΣέΡ:

ΠΚΑΣ Τ ΜΛΈιΑ δΆιΝ ΤΟ ιΥΡΥΧΤΆ –

ΤΥ ΜΉΛΥ ΡΌΤΣΗΝ ΚΑΘΙΤΆ. τυπογραφικό λάθος αντί για ΡΌΦΣΗΝ

ΚΗ ΠΆΤΥΣ ΠΆΛΙΣ ςΚΉΝ ΒΗΡΔΈΝ

ΚΗ ΜΛΌΘΙΝ ΞΆΛΚΑ, ΤΊΓΛΑ ΚΖέΝ.

την άλλη μέρα το βράδυ, ξεκινάει του παππού ο γιός (πηγαίνει) στο περιβόλι, να μάθει το μυστικό, τί γίνεται της μηλιάς ο καρπός... Εκείνος πήγε κ κρύφτηκε κοντά στη μεγάλη πέτρα που ήταν στη μηλιά δίπλα, κ απο εκεί κάτω ("κυνηγά"=) καραδοκεί, τον κλέφτη να πιάσει, βεβαίως, ελπίζει... (ήταν) τέτοια όμορφη ώρα, τα φύλλα μόλις που σαλεύουν, στα αυτιάτου φτάνει, ερχόμενο ίσια απο τη μικρή χαράδρα το καθαρό, ευχάριστο ποταμάκι (δηλαδή φτάνει στ' αυτιάτου ο ήχος του ποταμιού το οποίο), πάνω στις πέτρες (της κοίτης)του κελαρύζει. Απο μέσα (απο το ποτάμι) το φεγγάρι γδύθηκε (πρόβαλε ακάλυπτο), πλέει (στον ουρανό). Θαρρείς κ κοιμήθηκε το περιβόλι: ησυχία κ κοντά κ μακριά... ...περνάει ώρα. Το Αμαξάκι (όνομα αστερισμού) ψηλά σηκώθηκε, κ το ξύλο του ζυγούτου ήδη έστριψε (πράγμα που δείχνει το πόσο προχώρησε η ώρα). Μακριά, κοκκόρια λάλησαν (κ έφτασε η φωνήτους ώς) μέσα στο περιβόλι. Η ώρα ήταν δώδεκα. Με μιάς, σκίστηκε η γή, απο μέσα πήδηξε βγαίνει με πέντε κεφάλια ένας δράκοντας. "Το μήλο, αυτό είναι που παίρνει" (=Αυτός, ο δράκοντας, είναι που παίρνει το μήλο!), έτσι σκέφτηκε του παππού (=γέρου) ο γιός, κ για να μή μπορέσει αυτός (ο δράκοντας) να τον δεί, εκείνος (ο γιός) γρήγορα έφυγε. Ο δράκοντας, καλά, βεβαίως, τη δουλειάτου ξέρει: κάτω απο τη μηλιά πήγε ίσια, το μήλο ρούφηξε αμέσως. Κ η γή πάλι σκίστηκε με μιάς κ εξαφανίστηκε (ο δράκοντας) γρήγορα, όπως κ είχε βγεί.

 

3.

τΗ Τ\ΜΆΤΙ ΠΆΠΥΣ. ΤΥ ΠεδΊ-Τ,

ΦΛΆι ΝΑ ΗΡΉΣ ΝΔΥ ΜΉΛΥ Σ ΣΠΉΤ-Τ.

ΚΗ ΦΆΝΙΝ ιΌ-Τ ΛΊΓΥΣ ιΑΠΉ,

ΤΥΝ ΤΆΤΑ-Τ ΠςΉΡΣΗΝ Άιτσ ΝΑ ΠΉ:

-ΤΥ ΜΉΛΥ, ΚΣέΡΣ-ΤΥ, ΤΊΣ ΤΥ ΠέΡ –

ΝΔΑ ΠέΝΔΙ ΦτιΆΛιΑ Τ ΑΔζΗΔΈΡ!

ΤΟΣ ΉΠΗΝ Άιτσ ΚΗ ΤΌ ΤΥ ΣΆΤ,

ΘΑΡΉΣ-ΚΗ, ΚΌΠΗΝΙ ΚΥΜΆΤ

ΚΗ ΠέΛΣΗΝ ΚΆΤΥ ΛΊΓΥΣ ΠςΉ.

Α ΤΆΤΑ-Τ ΧΛΊΖ: - ΣΗ τέςΣ ΔΡΥΠΉ,

ΓΟ ΣέΝΑ ΜέΤΡΑΝΑ ΠΑΛΚΆΡΣ!

ΣΗ τΉ ΒΑςΧΆΡΗΠΣΗΣ ΝΑ ΠΆΡΣ

ΤΥ ΜΉΛΥ ΈΜΒΡΥ ΧΤ ΑΔζΗΔΈΡ

ΚΗ ΜέΝΑ ΣΤ ΧΌΡΑ ΝΑ ΤΥ ΦέΡΣ!

ΓΟ ΣέΝΑ ΤΉΠΥΤ τΉ ΜεΤΡΎ!

ΓΟ ΘΑ ΠεΛΊΣΥ ΑΠ τΗΡΎ,

Σ ΒΑΧΞΆ ΤΥΝ ιΌ-Μ ΤΥΝ ^ΜΗςΑΚΌ,

ΝΑ ΦέΡ ΠΑΧ Τ ΜΛΈιΑ-Μ ΤΥ ΠΥΡΚΌ!

Δέν κοιμάται ο παππούς. Το παιδίτου περιμένει να γυρίσει με το μήλο στο σπίτιτου. Κ (εντέλει) εμφανίσθηκε ο γιόςτου, άπρακτος· στον πατέρατου άρχισε έτσι να λέει: "το μήλο, ξέρεις ποιός το παίρνει; ο πεντακέφαλος δράκοντας!". Αυτός (λοιπόν) είπε έτσι κ εκείνη την ώρα θαρρείς και κόπηκε κομμάτια, έπεσε κάτω (σάν) άψυχος. Ο δέ πατέραςτου φωνάζει: "δέν έχεις ντροπή! σε θεωρούσα οτι είσαι παλληκαράς! Δέν κατάφερες να πάρεις το μήλο μπροστά απο τον δράκοντα κ σε μένα στο χωριό να το φέρεις! Για τίποτε δέν σε μετρώ! Θα στείλω, όταν είναι ο κατάλληλος καιρός ("εν καιρω τω δέοντι"), στο περιβόλι τον γιόμου τον μεσαίο, να φέρει απο την μηλιάμου τον καρπό!

 

4.

δΆιΝ ^ΜΗςΑΚΌΣ ΣΝ ΒΑΧΞΆ Π τΗΡΎ.

βΡΑδΝΈςΥ ΉΤΥΝ ΣΥΡΎ.

τΉ Τ\ΜΆΤΙ ΤΆΤΑ-Τ, ΦΛΆι ΝΑ ΦέΡ

ΤΥ ΜΉΛΥ ιΌ-Τ. ΜΑ Τ ΑΔζΗΔΈΡ,

ΤΟΣ ΤΊΓΛΑ ΉδΙΝ-ΑΤΟ ΤΝΑ,

ΠεΤΆι Ν ΒΑΧΞΆ ΜΑΤιΑ-ΣΚΥΤΝΆ

ΚΗ ΤΌΣ-ΠΑ ΈΦΧΗΝ. Τ ΑΔζΗΔΈΡ,

ΚΑΛΆ, ΗΛΒΈΤ, ΤΟ Τ δΛΊιΑ-Τ ΚΣέΡ:

Π ΚΆΣ Τ ΜΛΈιΑ δΆιΝ ΤΟ ιΥΡΥΧΤΆ,

ΤΥ ΜΉΛΥ ΡΌΦΣΗΝ ΚΑΘΙΤΆ…

πήγε ο μεσαίος (γιός) στο περιβόλι όταν ήρθε ο καιρός, βραδινή ήτανε περίσταση (ώρα). Δέν κοιμάται ο πατέραςτου, περιμένει να φέρει το μήλο ο γιόςτου. Αλλα τον δράκοντα εκείνος σάν είδε, εκείνη τη στιγμή παρατάει το περιβόλι, "με τα μάτια σκοτεινά" (χωρίς να κοιτάζει τίποτε, χωρίς να νοιαστεί για τίποτε), κι αυτός έφυγε. Ο δέ δράκοντας, καλά, βεβαίως, την δουλειάτου ξέρει: απο κάτω απ' τη μηλιά πήγε στα ίσια, το μήλο ρούφηξε (καταβρόχθισε) χωρίς καμιά προσπάθεια...

 

5.

ΧΥΛιΆςΚΗΤ ΤΆΤΑ, τές ΞΑΡΆ!

- ΝΑ ΦέΤ, ΔζΥΝΆι ΠΡΑΤ ΣΉ ΣΤ ΧΥΤΡΆ να φυγέτε

ΤΥ ΜΉΛΥ ΦΉΛΑΚΣΗ, ΓΑιδΎΡ, -

ΤΥΝ ΜΚΡΌ-Τ ΤΥΝ ιΌ ΛΕ. ΝΔΥ ΣΑΒΎΡ,

ΤΟΣ ΣΚΌΘΙΝ ΠΉΡΗΝ ΤΥ ΣΠΑΘΊ-Τ

ΚΗ ΑΝΔΥ ΦΌΣ ΔζΥΝΆιΣΗΝ Χ ΣΠΉΤ…

…ΑΝΔΥ ΗςΤΆΧ ΚΗ ΑΝ Τ ΧΑΡΆ,

ΜΚΡΌΣ ΞΆΛΚΑ ΈΣΥΣΗΝ ΣΤ ΧΥΤΡΆ.

ΑΧ ΤΥ ΠΗΓΆδ ςΞ]ΉΦΤ ΠΝΈςΚ ΝΕΡΌ

ΚΗ ΒέΝ ιΥΡΎΧ ΠΑΣ ΤΥ δεΝΔΡΌ.

ΠΑΣ Τ ΜΛΈιΑ, ΠΎιΥ ΧΤΑ ΜΑΚΡΆ,

ΒΗΛΆιβΗΝ ΧΤ ΆΛΑ ΤΑ δεΝΔΡΆ.

…ΤΟΣ ΚΆΘΙΤ ΦΛΆι. ΠεΡΝΆ τΗΡΌΣ,

ΤΟ ΠΡέΠΝΑ ΉΤΥΝΙ ΑΡΓΌΣ –

ΚΖέΝ ΦέΝΚΥΣ ΚΆΠΥΣΥ ΠΣΗΛΆ,

ΤΙΝΞΛΆιΣΗΝ ΌΛΥ ιΑΓΑΛΆ.

βΗΓΛΊΖ ΚΗ ςέΡΗΤ: ιΆΝ Τ ΑΦΡΌ,

ΤΥ ΜΉΛΥ ΚΡέΜΗΝΔΥΝ ιΑΛΣΤΡΌ…

ΤΌ Τ ΌΡΑ ΌΡΜΑΣΗΝ. ΜΑΚΡΆ,

ΛΥΧΤΌΡιΑ ΧΎΛΚΣΑΝ ΠεΣ Τ ΧΥΤΡΆ,

ΤΌ ΉΤΥΝ δΌδεΚΑ. ΒΗΡΔΈΝ,

ςΚΉΝ Π ΜέΣΑ ΠΆΤΥΣ. ιΑΝΚΗΔΈΝ,

ΚΖέΝ ΠΆΛΙΣ ΤΌ ΤΥ ΑΔζΗΔΈΡ,

ΚΑΛΆ, ΚΑΛΆ ΤΟ Τ δΛΊιΑ-Τ ΚΣέΡ:

Π ΚΆΣ Τ ΜΛΈιΑ δΆιΝ ΤΟ ιΥΡΥΧΤΆ,

ΚΗ ΠΆΛ ΤΥ ΜΉΛΥ ΝΑ ΚΥΡΤΆ.

οργίσθηκε ο πατέρας απερίγραπτα! "να φύγετε!" (επιφώνημα οργής: "φύγετε απο μπροστάμου! να μή σας βλέπω"). "ξεκίνα, πήγαινε εσύ στην κοιλάδα, το μήλο φύλαξε (με υπομονή σάν) γαϊδούρι", στον μικρότου γιό λέει, Με υπομονή εκείνος σηκώθηκε,πήρε το σπαθίτου, κ με το φώς (όταν ξημέρωσε) ξεκίνησε απο το σπίτι... ...Με όρεξη κ με χαρά ο μικρός (γιός) γρήγορα έφτασε στην καλλιεργημένη κοιλάδα. Απο το πηγάδι σκύβει πίνει νερό, κ μπαίνει (ανεβαίνει κ παίρνει θέση) πάνω στο δέντρο, πάνω στη μηλιά η οποία απο μακριά εντυπωσιακά ξεχώριζε απο τα άλλα δέντρα. ...Εκείνος (ο μικρός γιός) κάθεται περιμένει. Περνάει ώρα. Πρέπει να ήτανε αργά - βγαίνει το φεγγάρι  (ανεβαίνει) κάμποσο ψηλά (στον ουρανό), ησύχασε όλη (η πλάση) γύρω. Κοιτάζει κ χαίρεται: σάν τον αφρό το μήλο κρεμόταν γυαλιστερό... εκείνη την ώρα ωρίμασε. Μακριά, κοκκόρια λάλησαν μές την κοιλάδα. Ήταν (η ώρα) δώδεκα. Μεμιάς, σκίστηκε απο μέσα η γή, άλλη μιά φορά βγαίνει κ πάλι εκείνος ο δράκοντας, καλά, καλά την δουλειάτου ξέρει: απο κάτω απο τη μηλιά πήγε στα ίσια, κ πάλι το μήλο για να καταπιεί.

ΤΌ Τ ΌΡΑ ΠΉΣΥ ΧΤΥ ΞΑΤΆΛ,

ΥΡιΆΖ ΚΗ ΣΤΡΆΦΤΥ ΠΆΣ ΤΥ ΦτιΆΛ, (το τουρκικό |ΟΥΡ|-, άλλως «ουραεύει»)

ΑΝΔΥ ΣΠΑΘΊ ^ΗβΆΝΣ ΒΗΡΔΈΝ,

ΚΌΦΤ ΈΝΑ ΦτιΆΛ, ΜΑ ιΑΝΚΗΔΈΝ,

ΣΤΥΝ ΔΌΠΥ-Τ ΌΣΗΠΣΗΝ ΠΆΛ ΦτιΆΛ

ΚΗ ΧΥΛΔΑΈβ ΤΟ ΠΆΛ ΚΗ ΠΆΛ.

ΠΚΑΝΊΣΤΑΝ ΚΆΠΟΣΥ τΗΡΌ,

ΤΑ ΤΡΉιΑ-Τ ΦτιΆΛιΑ ΠΚΆΣ δεΝΔΡΌ

ΑΚΆΤΥ ΠέΛΣΑΝ, ΜΑ τΉ ΠέΡ

ΑΠΉΣΥ ΠΆΛ ΤΥ ΑΔζΗΔΈΡ.

ΧΤΑ ΠέΝΔΙ ΠέΜΝΙΝ ΈΝΑ ΦτιΆΛ,

ΜΑ ΧΥΛΔΑΈβ ΤΟ ΠΆΛ ΚΗ ΠΆΛ.

ΤΌΤ Τ δΊΝΑ-Τ ΣΌΡΗΠΣΗΝ ^ΗβΆΝΣ

ΚΗ Τ ΑΔζΗΔΈΡ ΑΧ Τ ΓΎΛΑ ΠιΆΝ

ΚΗ ΣΤΡΆΦΤΥ ΠΆΛ ΑΝΔΥ ΣΠΑΘΊ,

ΤΌ ΠέΛΣΗΝ ΚΆΤΥ, δΌΚΗΝ ΠςΉ.

^ΗβΆΝ-ΜΑΣ ΧΆΡΗΝ, τές ΞΑΡΆ!

ΚΌΦΤ βΆΛ ΤΥ ΜΉΛΥ ΠέΣ Ν ΤΥβΡΆ.

ΚΑΤΈΝ ΑΚΆΤΥ ΧΤΥ δεΝΔΡΌ,

ΑΧ ΤΥ ΠΗΓΆδ ςΞ]ΉΦΤ ΠΝΈςΚ ΝΕΡΌ.

ΤΑ ΓΛΌΣΗΣ ΠέΡ ΑΔζεΔΙΡΉ,

ΤΆ ΉΤΑΝ ΠέΝΔΙ. ΜΗΣΜΗΡΉ,

ΧΤΥ έΜΑ ΦΣΌΝΚΣΗΝ ΤΥ ΣΠΑΘΊ-Τ

ΚΗ ΝΔΥ ΧΥΛΆι ΔζΗΝΆιΣΗΝ Σ ΣΠΉΤ…

εκείνη την ώρα πίσω απο τη διχάλα (των κλαδιών) βαράει κ αστράφτει μιά πάνω στο κεφάλι με το σπαθί ο Ιβάν με μιάς, κόβει ένα κεφάλι. Αλλα εκ νέου, στη θέσητου (του κομμένου κεφαλιού) φύτρωσε πάλι κεφάλι, κ επιτίθεται εκείνος (ο δράκοντας) πάλι κ πάλι. Χτυπήθηκαν (ο Ιβάν με τον δράκοντα) κάμποση ώρα. Τα τρία κεφάλια στο δέντρο απο κάτω έπεσαν. Αλλα δέν κάνει πίσω κ πάλι ο δράκοντας. (Υστερότερα) απο τα πέντε απέμεινε ένα (μόνο) κεφάλι, αλλα επιτίθεται (ο δράκοντας) πάλι κ πάλι. Τότε τη δύναμήτου (όλη) μάζεψε (συγκέντρωσε) ο Ιβάν, κ τον δράκοντα απο το λαιμό πιάνει, κ του αστράφτει πάλι  (ένα χτύπημα) με το σπαθί. Εκείνος (ο δράκοντας) έπεσε κάτω, παρέδωσε την ψυχήτου (ξεψύχησε). Ο Ιβάν-μας χαίρεται απερίγραπτα! Κόβει βάζει το μήλο μές το σακκί. Κατεβαίνει κάτω απο το δέντρο. Απο το πηγάδι σκύβει πίνει νερό. Τις γλώσσες παίρνει του δράκοντα, οι οποίες ήτανε πέντε. Μεσημεριάτικα, απο το αίμα σκούπισε το σπαθίτου κ με ευκολία (άνεση) ξεκίνησε για το σπίτι... 

 

6.

…«ΤΊ ΠΌΡΝΙΝ ιΌ-ΜΑΣ ΝΑ ΠΑΘέΝ?

ΠΌΣ ΌΣ Τ ΑΤΌΡΑ ΚΌΜ τέΝ.

ΒΑΡΌ, ΤΌ ΆΡΤΑ ΈΝ ΜΗΣΜέΡΣ,

ΤΟ ιΌΧΣΑΜ ΆΓΡΥ ΑΔζΗΔΈΡΣ

ΑΤΌΝΑ ΚΎΡτσΗΝ». ΚΆΜ ΒΥςΜΆΝ,

ΣΤΥ ΧΥΤΡΆ ΟΤ ΠέΛΣΗΝ ΤΥΝ ^ΗβΆΝ

ΑΣ ΣΠΉΤ, δΌ ΤΆΤΑ. ΤΌ ΤΥ ΣΆΤ,

τΗ ΠΣΤΈβ, ΘΑΡΉΣ, δΑΦΤΎ-Τ ΤΥ ΜΆΤ,

ΒΗΡΔέΝ ΤΟΣ ΧΆΡΗΝ. ΛΌΝ Τ ΑΖΆΝ,

ΑΣ Τ ΧΌΡΑ ΈΡΚΗΤ ιΌ-Τ ^ΗβΆΝΣ.

ΚΑΚΆ βΑΡέιΑ ΓΥΝΑΤΊΖ:

«ΤΊ ΦέΡ?» - δΟ ΤΆΤΑ Άιτσ ΝΥΝΊΖ.

ΚΗ ΚΖέΝ ΧΑΡςΎ-Τ. ^ΗβΆΝΣ ΧΝ ΤΥβΡΆ,

ΦτιΥΡΌΝ ΤΑ ΓΛΌΣΗΣ. ΑΝ Τ ΧΑΡΆ

ΑΤΌΝΑ ΤΆΤΑ-Τ ΑΝΚΑΛΊΖ,

ΧΑΡςΎ-Τ ΔΡΑΝΆ – τΉ ΑΓΝΟΡΉΖ:

ΤΑ ςέιΑ-Τ ΚΌΠΑΝΙ ΧΑΡΆΠ,

δΑΚέΣ ΠΑΝΔΎ, ΛΊΓΥΣ ΗΣΆΠ…

ΜΑ ΤΊ <τΉ> ΤΥςΝΈΦΤΙΝ ΤΥ ΠεδΊ-Τ:

ΚΡΗΜΆΖ βΓΆΛ ΣΆΧΚΑ ΤΥ ΣΠΑΘΊ-Τ.

ΧΤΥΝ ΚΌΡΦΥ-Τ ΤΌΣ ΤΥ ΜΉΛΥ βΓΆΛ

ΚΗ βΆΛ ΠέΣ ΤΆΤΑ-Τ ΤΥ ΑΝΚΆΛ.

ΤΟ ΉΤΥΝ ΣΠΡΎτσΚΥ, ιΆΝ Τ ΑΦΡΌ,

ΚΗ ιΆΝ ΔΥΝ ΉΛιΥ-ΠΑ ιΑΛΣΤΡΌ.

ΚΗ ΚΡΉιΥ ΉΤΥΝ, ιΆΝ ΔΥ ΒΎΖ,

ΤΥ ΧΌΝΔΡΥΣ-Τ-ΠΑ ιΆΝ ΔΥ ΧΑΛΠΎΖ!

"τί μπορεί ο γιόςμας να έπαθε; γιατί ώς τώρα ακόμη δέν είναι (εδώ); βλέπεις, είναι κιόλας μεσημέρι. Ή μήπως ο άγριος δράκοντας τον κατάπιε;", το μετανιώνει στην κοιλάδα που έστειλε τον Ιβάν απο το σπίτι, τώρα, ο πατέρας. Εκείνη την ώρα, σάν να μήν πιστεύει στα ίδιατου τα μάτια, με μιάς χάρηκε (αναθάρρησε): καταμήκος του χωραφιού (βαδίζοντας) στο χωριό έρχεται ο γιόςτου ο Ιβάν. Με πολύ κόπο πέφτει στα γόνατα. "Τί φέρνει;" σκέφτεται ο πατέραςτου κ βγαίνει να τον προϋπαντήσει. Ο Ιβάν απο το σακκί αδειάζει τις γλώσσες. Με χαρά ο πατέραςτου τον αγκαλιάζει. Κατενώπιον τον κοιτάζει, δέν τον γνωρίζει (που λέει ο λόγος): τα ρούχατου έχουν σκιστεί κουρέλια, δαγκωματιές παντού (στο σώματου) αμέτρητες... Αλλα δέν σταναχωρέθηκε το παιδίτου: πιάνοντας απο το λουρί βγάζει μεγαλόπρεπα το σπαθίτου. (Έπειτα) απο τον κόρφοτου το μήλο βγάζει, κ το βάζει στου πατέρατου την αγκαλιά. Εκείνο ήταν άσπρο σάν τον αφρό, κ σάν τον ήλιο λαμπερό, κ κρύο ήτανε σάν τον πάγο, το δέ πάχοςτου (μέγεθόςτου) σάν το καρπούζι!

δΌ ΤΆΤΑ-Τ ςέΡΗΤ, τές ΞΑΡΆ,

ΚΗ ΣΜΆ-Τ ΣΥΡέβ ΤΑ ΤΡΉιΑ-Τ ΜΚΡΆ

ΚΗ ΛΈ ΗΣΎτσΚΑ: ΣΌΝ ΖΑΜΆΝ,

ΓΟ ΘΑ ΠΥΘΆΝΥ. ΤΥΝ ^ΗβΆΝ,

Σ ΤΥΚΌ-Τ ΤΥ ΖΌΡΚΥ ΞΑΠΗΚΛΊΧ, για το δικότου το δύσκολο επίτευγμα

ΧΑΡΉΖΥ ΜΣΌ-Μ ΤΥ ΣΥΡΒΑΔζΛΊΧ!...

…ΤΑ ΓΆΚΗΣ-Τ ΚΆΓΑΝ, ΧΉΡ-ΖΑΜΑΝ,

ΧΥΛΊ ΤΙ ΠΉΡΑΝ ΤΥΝ ^ΗβΆΝ…

σ'αυτό το σημείο, ο πατέραςτου χαίρεται απερίγραπτα. Κ κοντάτου μαζεύει τα τρίατου παιδιά, κ (τους) λέει ευθέως: "έρχεται καιρός (που) εγώ θα πεθάνω. Στον Ιβάν, για το κατόρθωμάτου, χαρίζω τη μισήμου την κυριότητα (περιουσία)!"... ...τα μεγαλύτερα αδέρφιατου κάηκαν (κρυφά πόνεσαν μέσατους, είπαν νοερά) "συντέλεια του κόσμου!", χολή (οργή) κράτησαν μέσατους για τον Ιβάν...

 

 

7.

…ΠΥΛΆ τΗ ΠέΡΑΣΗΝ τΗΡΌΣ,

ΔΥΓΚΎς ΠςΗΡΉΘΙΝ – ΑΓΡΗΜΌΣ!

ΤΙ δΆβΑΝ ΤΡΉ-ΤΙΝ ΜΆς-ΑΛΛΑ!

Ν ΔΥςΜΆΝΣ ΠΚΑΝΊΧΤΑΝΙ ΚΑΛΆ

ΚΗ ΉΡΖΑΝ ΣΤ ΧΌΡΑ ΤΥΝ ΠΗΡΝΌ,

ΖΑΜΆΝ ΤΟ ΉΤΥΝ ΚΑΛτΗΡΝΌ.

ΠΡΟΝ ΉΛιΥΣ – ΉΡΗβΑΝ ΝΕΡΌ

ΚΗ βΡΉςΚΝΙ ΣΜΆ Σ ΈΝΑ δεΝΔΡΌ,

βΑΤΊ ΠΗΓΆδ, ΜΑ τές ΧΥΠΧΆ, |QΟΥΒγΑ| κουβά

ΤΑ ΓΆΚΗΣ-Τ ΝιΆΣΤΙΝ ςΞ]ΥΠΑΧΤΚΆ.

ΤΌ ΝΑ ΝΥΝΊΣ-ΠΑ τές ΞΑΡΆ! να το διανοηθείς (πόσο τους νοιάζεται) είναι αδύνατον!

ΜΑ ΤΊ, ΉΞ τΉΧΑΝ-ΔΥ ΧΑΡΆ,

ΝΈ ^ΜέΓΑΣ, ΚΗ ΝΈ ^ΜΗςΑΚΌΣ, Μεσιακός

^ΗβΆΝΣ ΟΤ ΠέΜΝΙΝ, ΈΝ ΖΔΑΝΌΣ:

ΤΊ ΖΛΈβΝΙ – ΤΆΤΑ ΆΝ ΠΥΘΆΝ,

ΤΥ ΣΥΡΒΑΔζΛΊΧ ΘΑ ΈΝ ^ΗβΆΝ…

ΤΑ ΓΆΚΗΣ-Τ ΚΛΌςΚΝΙ τΉ, ΑδΌ…

^ΗβΆΝΣ ΤΑ ΓΆΚΗΣ-Τ ΛΈ: ΝιΑΖΜΌ

ΜΉ ΈςΞ]ΗΤ <ΈςΗΤ>, ΧΆΣΗΤ-ΤΥ Σ ΧΑΘΊ,

ΓΟ ΒέΝΥ ΠεΣ ΠΗΓΆδ βΑΘΊ…

ΚΗ Άιτσ-ΠΑ ΉΝΔΥΝ: ΑΝ Τ ΑΡΚΆΝ, (τροχαλία)

ΠέΣ Τ ΧιΎ ΤΙ ΠέΛΣΑΝ ΤΥΝ ^ΗβΆΝ. |QΟΥιΟΥ|

...πολύ δέν πέρασε καιρός, πόλεμος άρχισε, άγρια βία! εκείνοι πήγαν οι τρείςτους, "Θεός να φυλάει!", με τους εχθρούς χτυπηθήκανε (πολέμησαν) καλά, κ επέστρεφαν στο χωριό ένα πρωί, ώρα ήτανε καλοκαιρινή, πυρώνει ο ήλιος, ήθελαν νερό, κ βρίσκουνε κοντά σε ένα δέντρο ένα βαθύ πηγάδι, αλλα δέν έχει κουβά (δοχείο να αντλήσουνε). Για τα μεγάλα αδέρφιατου νιάστηκε στοργικά, να το διανοηθείς (πόσο τους νοιάζεται ο Ιβάν) είναι αδύνατον! αλλα εκείνοι δέν χαίρονταν με αυτό, ούτε ο μεγάλος, ούτε ο μεσαίος, οτι ο Ιβάν έμεινε (ζωντανός), (οτι) είναι ζωντανός: εκείνοι φθονούνε: ο πατέρας άν πεθάνει, η κυριότητα (επι της περιουσίας) θα είναι του Ιβάν... Τα μεγαλύτερατου αδέρφια γυρίζουν εκεί, εδώ... Ο Ιβάν στα αδέρφιατου λέει: έγνοια μήν έχετε, αφήστετο να πάει (=μή στενοχωριέστε πώς θα πάρουμε νερό), εγώ θα μπώ στο πηγάδι το βαθύ... Κ έτσι με (του πηγαδιού) την τροχαλία μές το πηγάδι κατέβασαν τον Ιβάν.

βΗΓΛΊΖ ^ΗβΆΝΣ: ΚΑΚΌ ΣΚΑΜΒΡΌ σιχαμερό;

ΤΌ ΤΥ ΠΗΓΆδ ΚΗ τές ΝΕΡΌ.

ΜΑΚΡΆ, ΜΑΚΡΆ, ΖΥΡΝΆ ΛΑΛΊ,

ΦΥΣΉτσ ΔΡΑΝΆ ΠέΣ ΤΥ ιΑΛΊ…

ΤΟΣ ΞΆΛΚΑ ΛΊΘΙΝ ΑΧ Τ ΑΡΚΆΝ

ΚΗ βΡέΘΙΝ ΤΎΤΥ ΤΥ ΖΑΜΆΝ,

ΣΜΆ ΣΤΥ ΣΠΗΤΊτσ ΚΗ ςΞ]ΉΦΤ βΗΓΛΊΖ:

ΒΑΛΆ, ΜΑΝΆΚΑ, ΚΆΘΙΤ – ΚΝΊΖ.

ΤΟΣ Ν ΠΌΡΤΑ ΧΤΊΠΣΗΝ ΣΑΧΝΙΦΤΆ,

ΜΑΝΆΚΑ ΉΚΣΗΝ-ΔΥ, ΡΥΤΆ:

- ΤΊ ΧΡΆςΚΗΣ, Πέ-ΤΥ, ΤΥ ΠεδΊ-Μ,

Ν ΠΥΡέΣΥ, ΚΆΜΥ-Σε ιΑΡΔΊΜ?

- ΤΑ ΓΆΚΗΣ-Μ ΚΆΓΑΝ ΧΤΥ ΝΕΡΌ

ΚΗ ΜέΝΑ ΠέΛΣΑΝΙ, ΒΑΡΌ,

ΝΕΡΌ ΝΑ τσ ΠΆΡΥ. τΉΠΥΡΥ,

ΝΕΡΌ ΚΑΤΛΊΓΥ ΦέΡ Σ ΚΥΡΤΎ

ΚΗ ΤΊτσ-ΠΑ Σ ΠΆΓΥ, Ν Ές ΞΑΡΆ.

- ΗΣ δΡΆΚΥΣ ΠιΆΚΗΝ ΤΑ ΝΕΡΆ

ΚΗ ΆΡΤΑ ΚΆΠΥΣΥ τΗΡΌ,

ΜΑΝΊΖΥΜ ΜΉΣ ΛΊΓΥΣ ΝΕΡΌ, -

ΜΑΝΆΚΑ ΉΠΗΝ, - Τ ΑΔζΗΔΈΡ,

ΘέΛ ΚΆΘΑ ΉΣ-ΠΑ ΝΑ ΤΥΝ ΦέΡ,

ΣΤΑ δέΚΑ ΜέΡεΣ ΈΝΑ ΜΚΡΌ,

ΣΤΥ ΦΆιΜΥ, ΤΌΤΙΣ δΎι ΝΕΡΌ.

ΑΤΊΤΚΥ ΝΌΜΥ. ΣΉΜΥΡ ΦΛΆι,

ΧΥΜςΎ-Μ Τ ΜΥΡΦΎΛΑ ΝΑ ΤΥ ΦΆι.

Κοιτάζει ο Ιβάν: κακό σιχαμένο! εκείνο το πηγάδι δέν είχε νερό. (Στον πάτο του πηγαδιού βρέθηκε σε έναν άλλο τόπο, σάν άλλο κόσμο). Μακριά, μακριά, ένας ζουρνάς (οξύφωνο πνευστό) λαλεί. Ένα φωτάκι βλέπει απο μέσα απο το τζάμι (ενός μακρινού σπιτιού)... Εκείνος (ο Ιβάν) γρήγορα λύθηκε απο το σκοινί του πηγαδιού, κ έφτασε κάποια στιγμή κοντά στο σπιτάκι (απο όπου φαινόταν φώς) κ σκύβει κοιτάζει: ένα παιδάκι, μιά γιαγιά κάθεται κ το κουνάει (στην κούνια). Ο Ιβάν την πόρτα χτύπησε διστακτικά, η γιαγιά το άκουσε, ρωτά: "τί χρειάζεσαι, πέςτο, παιδίμου, άν μπορέσω να σε βοηθήσω". - "τα μεγαλύτεραμου αδέρφια κάηκαν για νερό, κ με στείλανε, ξέρετε, να πάρω γι' αυτούς νερό, (και) δέν μπορώ (δέν βρίσκω νερό). Νερό λιγάκι φέρε να καταπιώ, κ σ' εκείνους να πάω (=να τους φέρω νερό), άν υπάρχει τρόπος. -Ένας δράκος έχει πιάσει τα νερά, κ ήδη κάμποσο καιρό κάνουμε σάν τρελλοί και εμείς απο έλλειψη νερού, του απάντησε η γιαγιά. Ο δράκος (αυτός) θέλει κάποιος απο εμάς να του φέρνει κάθε δέκα μέρες ένα νεαρό άτομο για τροφή (να τρώει ο δράκοντας), κ τότε μόνο δίνει νερό, τέτοιο νόμο μας έχει επιβάλει. Σήμερα περιμένει (ο δράκοντας) του γείτονάμου την όμορφη κόρη να την φάει.

^ΗβΆΝΣ ΘΑΓΜΆΣΤΙΝ δΙΝΑΤΆ

ΚΗ ΣΤΥ ΠΗΓΆδ δΆιΝ ιΥΡΥΧΤΆ.

βΗΓΛΊΖ, ΝΔΑ ΜΆβΡΑ ΦΥΡΗΜέΝ,

ΠΡΑΤΆ ΜΥΡΦΎΛΑ ΤΥςΝΙΜέΝ.

ΛΈ ΤΥΝ ^ΗβΆΝ ΤΙ: - ιΑΓΑΛΆι,

ΠΥΡΉ ΚΗ ΣέΝΑ-ΠΑ ΝΑ ΦΆι.

ΤΥ ΑΔζΗΔΈΡ ΑΝ ΈΡΤ ΑδΌ!

 - ΜΑ τΉ ΦΥβΥΜΗ, ΉΞ-ΠΑ, ΓΟ!

ΣΚΥΤΌΝΥ ΓΌ ΤΥ ΑΔζΗΔΈΡ,

ΣΗ ΜΌΝΥ ΚΆΝΑ ΣΤΆΚΣ ΜΗ ΦέΡ,

ΓΟ ΑΣ ΝΙΣΤΆΚΣΥ. ΆΝ ΦΑΝΊ,

ΤΥ ΑΔζΗΔΈΡ ΣΗ δΌΣ ΦΟΝΊ,

ΓΟ ΆΜΑ ΣΚΎΜΗ, - ΛΈ ^ΗβΆΝΣ

ΚΗ δΆιΝ ΣΤΥΝ ΉΠΝΥ ΤΈΚΑΡΑΝ.

ΤΟ Τ ΌΡΑ ΦΆΝΙΝ Τ ΑΔζΗΔΈΡ

ΝΔΑ δέΚΑ ΦτιΆΛιΑ. Τ δΛΊιΑ-Τ ΚΣέΡ.

Ο Ιβάν εξεπλάγη πάρα πολύ, κ στην πηγή (που δέσμευε ο δράκος) πήγε στα ίσια, κοιτάζει, με μαύρα ρούχα ντυμένη περπατά μιά όμορφη κοπέλα λυπημένη. Λέει στον Ιβάν αυτή: παραμέρισε, μπορεί κ εσένα μαζί να φάει ο δράκος άν έρθει τώρα! - Αλλα δέν φοβάμαι καθόλου! θα τον σκοτώσω εγώ τον δράκο. Εσύ μόνο καμιά σταγόνα (νερό) φέρεμου, κ άς κοιμηθώ λιγάκι. Άν φανεί ο δράκος, εσύ βάλε μιά φωνή κι εγώ αμέσως σηκώνομαι, λέει ο Ιβάν, κ αποκοιμήθηκε. Μόλις (που αποκοιμήθηκε), εκείνη την ώρα εμφανίστηκε ο δράκος με τα δέκα κεφάλια. Τη δουλειάτου την ξέρει:

ιΥΡΎΧ ΧΥΛΔΈβ ΑΣ ΤΥ ΚΥΡΉτσ,

ΧΤΥ ΦΌβΥ ΧΆΣΗΝ ΤΥ ΦΟΝΊτσ
ΚΗ τές ΔΑΎς ΝΑ ΤΥΝ ΓΝΕΦΉΣ,

ΤΥ ΑΔζΗΔΈΡ ΘΑ ΤΙΝ ΚΥΡΤΊΣ.

ΤΑ δΆΚΡΗΣ-τσ ΈΣΤΑΚΣΑΝ ΖεΣΤΆ

ΠΑΣ ^βΆΝιΑ Ν ΚΎΤΡΑ, ΤΌΣ ΓΝΕΦΆ

ΚΗ ΤΥ ΣΠΑΘΊ-Τ ΒΗΛΔΕΝ <ΒΗΡΔΕΝ> ΧΝΑ ΠέΡ χουνά= ορμά

ΚΗ ΚΖέΝ ΧΑΡςΎ ΣΤΥ ΑΔζΗΔΈΡ.

ΛΊΓΥΣ ΝιΑΖΜΌ - ΧΑΒΑΡΣΗΣΤΆΝ,

ΤΥ ΑΔζΗΔΈΡ ΛΕ ΤΥΝ ^ΗβΆΝ:

- ΤΌ ΉΣΗ ΣΉ, ΧΥΡιΆΤΥ ιΌΣ,

ΧΤΑ ΤΡΉιΑ-Τ ΤΈΚΝΑ, Χ Σ ΌΛΑ ΜΚΡΌΣ,

ΤΥΚΌΜ ΤΙΣ ΧΆΣΗΝ ΤΥ ΠΑΛΚΆΡ,

ΝΔΑ ΠΉιΝ ΤΥ ΜΉΛΥ ΝΑ ΤΥ ΠΆΡ.

ΤΥ ΜΉΛΥ, ΚΣέΡΣ-ΤΥ, ΑΓΡΗΚΆΣ,

ΤΌ ΜέΓΑ δΊΝΑ ΈδΥιΝ ΜΑΣ!

ΓΌ ΆΜΑ ΣέΝΑ ΝΑ ΚΥΡΤΎ!

- ΜΉ ΜΑΧΤΑΝΈΦΚΗΣ ΚΥΤΥΡΎ!

ΣΉ ΆΜΑ ΘΑ ΤΥ δΊΣ δΑΦΤΌ-Σ, -

^ΗβΆΝΣ Αιτσ ΉΠΗΝ, - ΈΜ ΤΥΝ ιΌ-Σ,

ΑΤΌΤ ΓΟ ΣΚΌΤΥΣΑ ΣΤ ΧΥΤΡΆ,

ΈΜ ΣέΝΑ ΆΜΑ, βέΓΛΑ, ΔΡΆ,

ΘΑ ΣΗ ΣΚΥΤΌΣΥ, ΜΉ ΠΥΡΉΣ

ΤΥ ΚΣέΝΥ ΉδΡΥ ΝΑ ΚΥΡΤΊΣ!

ΚΗ ΆΛΥ ΣΉ, ΜΉ Ές ΞΑΡΆ,

ΝΑ ΣΤΊΚΣ ΧΤΥΝ ΚΌΖΜΥ ΤΑ ΝΕΡΆ! –

πάει ίσια επιτίθεται στο κορίτσι, απο τον φόβο έχασε την φωνήτης κ δέν έχει φωνή να τον ξυπνήσει, ο δράκος θα την καταπιεί. Τα δάκρυάτης έσταξαν καυτά πάνω στου Βάνια (Ιβάν, Γιάννη) το μέτωπο, εκείνος ξυπνά κ το σπαθίτου με μιάς ορμά παίρνει κ βγαίνει μπροστά (κατα μέτωπο) στον δράκο. Χωρίς να νοιαστεί, χωρίς να δώσει σημασία, ο δράκος λέει στον Ιβάν: "εκείνος είσαι εσύ, του χωρικού ο γιός, ένας απο τα τρία παιδιάτου, απο όλατους ο μικρότερος, που αφάνισε το δικόμου το παλληκάρι όταν πήγε εκείνο το μήλο να πάρει. Το οποίο μήλο, ξέρεις, καταλαβαίνεις, μεγάλη δύναμη έδινε σ' εμάς! Εγώ αμέσως θα σε καταπιώ! - Μήν περηφανεύεσαι άσκοπα! εσύ αμέσως θα το δείς ο ίδιος, είπε ο Ιβάν, καί τον γιόσου τότε σκότωσα στην κοιλάδα, καί εσένα, κοίτα, δές, θα σε σκοτώσω, για να μή μπορείς τον ξένο ιδρώτα να καταπίνεις! Κ στο εξής εσύ να μήν έχεις τον τρόπο να κόβεις απο τους ανθρώπους τα νερά! 

Άιτσ ^βΆΝιΑΣ ΉΠΗΝ ΚΗ βΗΓΛΊΖ,

ΤΌΣ ΈΝΑ ΦτιΆΛ ΔΥΓΡέβ – ΚΡΗΜΉΖ.

ΜΑ Τ ΑΔζΗΔΈΡ ΠΆΛ ΧΥΛΔΑΈβ,

ΣΤΥΝ ΔΌΠΥ-Τ ΠΆΛΙΣ ΦτιΆΛ ΥΣέβ.

^ΗβΆΝΣ ΚΑΜ ΠΉΣΥ ΠΆΛ ΚΗ ΠΆΛ, τον κάνει πίσω (δέν κάνει πίσω ο ίδιος, τότε θα ήταν «παίρει πίσω»)

ΑΔζεΔΙΡΉ ΣΤΕΡΝΌ ΚΟΦΤ ΦτιΆΛ.

ΚΗ δέΚΑ ΌΡΗΣ ΜΑΝΑΧΌ-Τ,

ΝΔΥ ΑΔζΗΔΈΡ ΠΚΑΝΊΣΤΙΝ ΤΌΤ.

ΆΝ ΉςΗΝ ΓΎΛΑ-ΠΑ ΠΑςΉ,

ΤΌ ΠέΛΣΗΝ ΚΆΤΥ – δΌΚΗΝ ΠςΉ.

ΤΌ Τ ΌΡΑ δΆβΑΝ ΤΑ ΝΕΡΆ,

ΌΛ ΚΌΖΜΥΣ ΧΆΡΑΝ, Τές ΞΑΡΆ!

ΤΌ ΤΥ βΑΧΤτσΉΖΚΥ ΤΥ ΚΥΡΉτσ,

ΜΥΡΦΎτσΚΥ, ιΆΝ ΔΥ ςΥΛδΥΝΊτσ,

ΒΗΛΔΈΝ ΑΣ ΤΥΝ ^ΗβΆΝ ΧΥΛΔΈβ

ΚΗ ΤΌΝΑ ΤΙ ΒΗΡΗτιΑΤΛΈβ… |ΒΕΡΕΚΑΑΤ_ΛΑ|εύει =ευλογεί, δίνει ευχές.

έτσι ο Βάνιας (Ιβάν, Γιάννης) είπε κ κοιτάζει, ένα κεφάλι κόβει, το ρίχνει κάτω. Αλλα ο δράκος πάλι επιτίθεται, στη θέσητου (του κομμένου κεφαλιού) πάλι κεφάλι φυτρώνει. Ο Ιβάν τον κάνει πίσω (κάνει τον δράκοντα να υποχωρήσει) πάλι κ πάλι, ώσπου του δράκοντα το τελευταίο κόβει κεφάλι. Δέκα ώρες μόνοςτου με τον δράκοντα χτυπήθηκε (πολέμησε) τότε. Άν και είχε λαιμό χοντρό (ο δράκος), έπεσε κάτω, παρέδωσε ψυχή (ξεψύχησε). Εκείνη την ώρα έτρεξαν (ελεύθερα) τα νερά, όλοι οι άνθρωποι χάρηκαν απερίγραπτα! Εκείνο το άτυχο το κορίτσι, όμορφο σάν χελιδονάκι, με μιάς στον Ιβάν πέφτει (στην αγκαλιάτου) κ τον ευγνωμονεί (του δίνει ευχές εκφράζοντας την ευγνωμοσύνητης).

…ΑΤΎΤΥ ΌΛΥ ΤΥΝ τΗΡΌ,

ΤΑ ΓΆΚΗΣ-Τ ΦΉΛΑΓΑΝ ΝΕΡΌ,

ΚΗ ΞΆΛΚΑ ΤΌΣ Ν ΤΥβΡΆ-Τ ιΥΜΌΝ,

ΤΙΜΉΖΚΥ, ΚΡΉιΥ, ιΆΝΔΥ ςΞ]ΟΝ <ςΟΝ>

ΝΕΡΌ ΚΗ ΧΛΊΖ: - ΝΑ ΠΥΡΗΦΤΈΤ! πορευθείτε= κάντε κουράγιο

ΝΕΡΌ ΤΡΑβΉΣΗΤ, ΑβΥΡΣΤΈΤ!

ΚΗ βΓΆΛΗΤ ΜέΝΑ-ΠΑ! «ΚΑΛΌ!»

ΔΑΎς ΑΚΎΧΤΙΝ ΠΑΛΑΛΌ…

ΤΊ ΤΡΆβΣΑΝ ΠΉΡΑΝ ΤΥ ΝΕΡΌ,

ΠΥΛΆ τΗ ΠέΡΑΣΗΝ τΗΡΌ,

ΤΊ ΠΆΛΙΣ ΠέΛΣΑΝ ΤΥ ΑΡΚΆΝ,

ΑδΌ ΠεΣ Τ ΧιΎ, ΑΣ ΤΥΝ ^ΗβΆΝ.

ΗΡέβ ΝΑ δέΣ ΤΟΣ ΤΥ ΚΥΡΉτσ,

ΝΑ βΓΆΛ ΑΤΙΝΑ, ΜΑ δΑΦΤΊτσ

ΤΊ ΥΚΣΥΠΉΣΑ ΚΆΜ ΤΥ ςΚΝΊ,

ΛΈ ΤΥΝ ^ΗβΆΝ: - ΜΑ ΠΌΣ ΠΥΝΊ

ΚΑΡδΊιΑ-Μ ΤΌΣΥ. ΆΝ Με δΎΝ

ΤΑ ΓΆΚΗΣ ΠΆΝΥ-Μ ΘΑ ΠΚΑΝΣΤΎΝ:

Τ\ΘΑ βΓΆΛΝΙ ΣέΝΑ, τΉΠΥΡΥ,

ΣΉ ΘΑ ΧΑΘΊΣ Αιτσ ΚΥΤΥΡΎ.

ΧΤΑ ΤΌ-ΠΑ ΧΡΆςΚΗΤ ΣΉ ΝΑ ΚΖΉΣ

ΚΗ ΣΤΈΡΑ ΜέΝΑ ΝΑ ΤΡΑβΉΣ…

- ιΌΧ, ιΌΧ, ΣΤΑ ΜέΝΑ ΈΝ ΚΑιΜΌ,

ΝΑ ΦΉΚΥ ΣέΝΑ ΣΤΥ ΧΑΜΌ!

ΧΑΡΆ ΣΝ ΚΑΡδΊιΑ-Μ ΤΌΤ ΘΑ ΈΝ,

ΆΝ ΉΣΗ ΣΉ ΧΥΤΧΑΡΑιΜέΝ!

...εν τω μεταξύ, όλο αυτό το διάστημα, τα μεγαλύτερα αδέρφιατου περίμεναν νερό. Γρήγορα λοιπόν αυτός το ασκίτου γεμίζει καθαρό, κρύο σάν το χιόνι, νερό κ φωνάζει: "κάντε κουράγιο! το νερό τραβήξτε (επάνω), δροσιστείτε! κ βγάλτε κ εμένα!" - "πολύ καλά!" ακούστηκε μιά φωνή τρελή (απο χαρά). Εκείνοι τράβηξαν πήραν το νερό. Πολύ δέν πέρασε ώρα, (και) εκείνοι πάλι έρριξαν της τροχαλίας το σκοινί μές το πηγάδι, για τον Ιβάν. Κάνει να δέσει εκείνος την κοπέλα, να βγεί εκείνη. Αλλα η κοπέλα απορρίπτει το σκοινί, λέει στον Ιβάν: Νά (να σου εξηγήσω) γιατί πονάει η καρδιάμου τόσο: άν με δούν τα μεγάλα αδέρφιασου, για μένα θα χτυπηθούν (μεταξύτους κ εναντίονσου), δέν θα βγάλουν εσένα, δέν θα το αντέξω. Θα χαθείς έτσι άδικα. Γι' αυτό λοιπόν πρέπει εσύ (πρώτα) να βγείς κ ύστερα εμένα να τραβήξεις (επάνω)... -Όχι, όχι, για εμένα θα είναι μεγάλη λύπη να αφήσω εσένα να χαθείς! Χαρά στην καρδιάμου τότε μόνο θα έχω, άν εσύ έχεις σωθεί!

ΛΈ Ν ΚΥΡΑΣέιΑ: Άιτσ ΑΝ ΈΝ,

ΤΟΤ βΚΡΉΘ ΣΗ ΜέΝΑ ιΑΝΚΗΔΈΝ:

ΠΑΧΉΛ ΑΝ ΚΆΜΝΙ ΤΙ, ΒΑΡΌΧ, φθόνο |ΒΑΡ-ΟQ| αρχικά διαφορετικό απο το |ΒΑΡΙ|. Στα παλιά Τουρκικά bar-oq = "κ βέβαια υπάρχει".

ΚΗ ΆΝ τΉ βΓΆΛΝΙ-Σε Π ΑδΌΧ,

ΤΌΤ ΠΆιΣ, ΟβΆ, ΣΤ ΑΤΌ Τ ΑΡΆΝ, -

ΚΗ δΊΓΝ ΝΔΥ δΆΧΛΥ-τσ ΤΥΝ ^ΗβΆΝ, -

ΑτΉ ΑΡΝΊιΑ δΊιΑ ΈΝ,

ΘΑ δΊΣ ΑΠέΣΥ, ΤΊΓΛΑ ΒέΝΣ.

ΈΝ Τ ΈΝΑ ΣΠΡΎτσΚΥ, ΔΡΆ ^ΗβΆΝ,

Α Τ ΆΛΥ ΜΆβΡΥ, ιΆΝ ΚΑΤΡΆΝ.

ΤΥ ΣΠΡΎτσΚΥ ΣΉ ΝΔΥ ΧΑΜΑΛΑΉΣ,

Σ ΔΥΝιΆ ΣΤ ΑΤ\ΠΆΝΥ ΘΑ βΡεΘΊΣ.

ΤΥ ΜΆβΡΥ, ΤΈΚΑΤ ΣΜΆ ιΑΝ ΣΌΝΣ,

ΣΗ ΝΑ ΤΥ ΜΆΘΣ Τ\ΘΑ ΚΑΤΑΣΌΝΣ,

Σ ΔΥΝιΆ ΣΤ ΑΤ\ΚΑΤΥ ΘΑ ΒΡεΘΊΣ,

Π ΑτΉ, ΠΥ ΉΣ-ΠΑ τΉ ΗΡΉΖ.

Λέει η κοπέλα: έτσι άν είναι, τότε άκουσεμε κ πάλι: άν σε φθονήσουν αυτοί, όπως είναι αναμενόμενο, κ δέν σε βγάλουν απο εδώ, τότε θα πάς, πρόσεξε τί σου λέω, σε εκείνο το μαντρί -κ δείχνει με το δάχτυλότης στον Ιβάν- εκεί αρνάκια δύο υπάρχουν, θα τα δείς μέσα καθώς μπαίνεις (στο μαντρί), είναι το ένα άσπρο, κοίτα, Ιβάν, ενώ το άλλο μαύρο σάν πίσσα. Το άσπρο άν το αγγίξεις, στον κόσμο τον εκει επάνω θα βρεθείς. Το μαύρο, μόλις κοντάτου φτάσεις, δέν θα προλάβεις να το καταλάβεις κ στον κόσμο τον εκει κάτω θα βρεθείς, απο όπου κανένας δέν επιστρέφει.

ΧΤ ΑΤΌ, ΟΤ ΣέΝΑ ΑΓΑΠΎ,

ΓΟ ΈΝΑ τιΆΛΥ ΘΑ Σε ΠΎ:

- ΦΤΥΚΆΡιΑ ΤΡΉιΑ ΈΧΥ ΓΌ, (προφανώς: λεπτοκάρυα, κοινώς φουντούκια. το αρχικό λ- χάνεται όπως στα: γούτσκου απο λιγούτσικο, στρούτσκου απο ολισθηρούτσικο ή γυαλιστερούτσικο, ζμουνά απο λησμονά, κ. α.)

ΤΥΚΌ-Μ, ΤΥΚΌ-Μ ΤΥ ΚΑΡδΑΚΌ,

βΑΘέιΑ βΆΛ ΣΤΑ ΦΥΡΗΣΉΣ,

ΝΔΑ ΈΡΚΗΤ ΌΡΑ ΘΑ ΧΡΑΣΤΊΣ,

ΣΗ ΈΝΑ, ΈΝΑ βΓΆΛΣ τσΑΚΌΝΣ,

Ν ΗΡέβ Σ ΠΗΡΆΣ δεΚΆδΙΣ ΧΡΌΝΣ.

ΣΗ ΠΑΡΑΚΆΤΥ ΜΉ ΝΥΝΊΣ,

ΘΑ ΦΛΆΚΣΥ ΣέΝΑ ΝΑ ΗΡΉΣ!

ΚΗ ΓΌ ΚΑΝΊΝΑ Τ\ΘΑ ΧΡΑΣΤΎ,

ΗΝΈΚΑ-Σ ΜΌΝΥ ΘΑ ΝΙΣΤΎ.

- ΝΑ ΖΉΣ, ΜΥΡΦΎΛΑ-Μ, Άιτσ ΘΑ ΈΝ,

ΓΟ ΣέΝΑ ΛΈΓΥ ιΑΝΚΗΛΔΕΝ <ιΑΝΚΗΔΕΝ>:

ΚΑΡδΊιΑ-Μ ςέΡΗΤ, ΦΤΙΡΑΚΆ, φτερακά =φτερουγίζει

ΟΤ ΘΑ Με ΦΛΆΚΣ ΣΗ ΑΛΘΙΚΆ!

^ΗβΆΝ-ΜΑΣ ΉΠΗΝ ΣΤΥ ΣΤΕΡΝΌ-Τ

ΚΗ Ν ΚΥΡΑΣέιΑ δέΝ δΑΦΤΌ-Τ:

- ΤΡΑβΉΣΗΤ! – ΧΎΛΚΣΗΝ, - ΠΥΡΗΦΤΈΤ!

ΝΑ ΞΆΛΚΑ, ΞΆΛΚΑ ΝΑ, ΑιΔΈΤ!

ΤΑ ΓΆΚΗΣ-Τ ΉΤΑΝ ΘΑΓΜΑΖΜέΝ,

ΝΔΑ ΉδΑΝ ΑΝΔΥ ςΚΝΊ δΙΜέΝ

ΚΥΡΉτσ ΜΥΡΦΎΛΑ. «βΆι, ΗΛβΆΝ!» (μεγάλο) γεγονός!

ΤΌ Τ ΟΡΑ ΝΎΝΣΑΝ ΤΥΝ ^ΗβΆΝ,

ΝΑ ΤΥΝ ΤΡΑβΉΣΝΙ ΌΣ ΤΥ ΜΣΌ-Τ

ΚΗ ΛΊΓΥΣ ΧΉιΜΥ ΤΙ ΑΤΌΤ,

ΤΥ ςΚΝΊ ΝΑ ΚΌΠΣΝΙ, ΝΑ ΚΡΗΜΣΤΊ

ΚΗ ΝΑ ΚΥΠΉ ΤΟΣ ΧΆΣΧΑΤΙ…

…ΑΠΆΝΥ-Τ ΉΤΑΝΙ ΠΑΧΉΛ,

Άιτσ ΝΎΝΣΑΝ, ΉΝΔΑΝΙ ΧΑΉΛ,

ΟΤ ΥςΑΝΔΡΆιΣΗΝ ΤΆΤΑ-Τ ΤΌΤ,

ΤΥ ΣΥΡΒΑΔζΛΊΧ ΤΥ ΜΣΌ ΝΑ δΌΚ,

ΟΤ ΣΚΌΤΥΣΗΝ ΤΥ ΑΔζΗΔΈΡ,

ΣΤ ΧΥΤΡΆ, ΤΥ ΜΉΛΥ ΜΉ ΤΥ ΠέΡ…

γι' αυτό, επειδή σε αγαπώ, ακόμη κάτι θα σου πώ: φουντούκια τρία έχω, αγαπημένε της καρδιάςμου, βαθειά βάλ'τα μές τα ρούχασου, όταν έρθει η ώρα θα βρεθείς σε ανάγκη (σε δύσκολη θέση), τότε (σε κάθε δύσκολη περίσταση) ένα, ένα (φουντούκι) βγάζεις κ σπάζεις. Και άν θέλει (έτσι η μοίρα), άς περάσουν κ δεκάδες χρόνια, εσύ τίποτε πέρα απο αυτό μή σκεφθείς: (σε αυτό καμία αμφιβολία μήν έχεις): θα περιμένω εσένα να γυρίσεις! Απο κανέναν άλλο δέν έχω κ ούτε θα έχω ανάγκη: γυναίκασου, μόνο δικήσου, θα γίνω. - Να ζείς (=να είσαι καλά, σε ευγνωμονώ) ομορφούλαμου, έτσι θα γίνει (=όπως μου είπες θα κάνω). Σου λέω άλλη μιά φορά: η καρδιάμου χαίρεται, φτερουγίζει, που θα με περιμένεις αληθινά (πιστά)! Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που είπε ο Ιβάν πρίν δέσει την κοπέλα ο ίδιος, κ "τραβήξτε!" φώναξε, "κάντε κουράγιο"! "γρήγορα λοιπόν, γρήγορα, άιντε"!  Τα μεγαλύτερα αδέρφιατου έμειναν έκπληκτοι όταν είδαν με το σκοινί δεμένη μιά κοπέλα τόσο όμορφη. "Πώ, πώ! απίστευτο!". Εκείνη την ώρα σκέφτηκαν τον Ιβάν να τον τραβήξουν (κατα πάνω) ώς τα μισά κ χωρίς οίκτο τότε το σκοινί να κόψουνε, να πέσει κ να τσακιστεί μιά και καλά... ...Εναντίοντου είχανε φθόνο, (γι' αυτό) έτσι σκέφθηκαν κ ήταν έτοιμοι να το πράξουν, γιατί υποσχέθηκε ο πατέραςτου τότε την κυριότητα τη μισή να του δώσει επειδή σκότωσε τον δράκοντα στην κοιλάδα, το μήλο για να μήν παίρνει...

8.

…ΧΤΥ ςΚΝΊ ΤΙ ΈΛΣΑΝ ΤΥ ΚΥΡΉτσ,

ΜΥΡΦΎΛΑ ΧΆΡΗΝ ΚΗ δΑΦΤΊτσ

ΤΑ ΓΆΚΗΣ-Τ ΛΈ, ΑΤΊ ΖΒδΑΧΤΆ,

ΔΡΑΚΌΝΣ ΜΗ ΈΡΚΗΤ ΚΗ ΚΥΡΤΆ,

ΤΥΝ ΑδεΡΦΌ-ΤΙΝ ΤΥΝ ^ΗβΆΝ,

ΝΑ δΌΚΝΙ ΞΆΛΚΑ ΤΙ Τ ΑΡΚΆΝ.

…ΜΑ ΤΡΆβΣΑΝ ΤΌΝΑ ΌΣ ΤΥ ΜΣΌ-Τ

ΣΠΑΘΊ ΛΟΝ ΜέΓΑΣ ΠέΡ δΑΦΤΌ-Τ

ΚΗ ΚΌΦΤ Τ ΑΡΚΆΝ. ΑΓΎ ΖΑΜΆΝ –

ΚΡΗΜΉΝ, ^ΗβΆΝ, ΧΑΒΑΡΣΗΣΤΆΝ!...

...απο το σκοινί εκείνοι έλυσαν το κορίτσι, η όμορφη (αυτή) κοπέλα χάρηκε, κ στα μεγάλα αδέρφια (του Ιβάν) λέει με αγωνία, δράκοντας να μήν έρθει κ καταπιεί τον αδερφότους τον Ιβάν, να του δώσουνε γρήγορα το σκοινί της τροχαλίας (για να τον ανεβάσουν επάνω βγάζονταςτον απο το πηγάδι). ...Αλλα τον τράβηξαν μέχρι τα μισά (το μισό βάθος του πηγαδιού), σπαθί, στη συνέχεια ο μεγάλος (ο μεγαλύτερος απο τα αδέρφια) παίρνει μόνοςτου κ κόβει το σκοινί. Φαρμακωμένη ώρα! Έπεσε ο Ιβάν χωρίς να το πάρει είδηση! 

 

9.

…ΚΗ Άιτσ ΑΤΊ ΝΔΥ ΧΑΧΑΝΖΜΌ,

Τ ΑδΡι΄Φ-ΤΙΝ ΦΉΚΑΝ ΣΤΥ ΧΑΜΌ,

ΣΜΑΡΛΆιΣΑΝ ΤΥ ΚΥΡΉτσ ΑΤΊ,

ΜΉ ΚΖέΝ ΧΤΥ ΣΤΌΜΑ-τσ ΛΑΧΑΡΔΊ.

ΝΔΑ ΘΑ ΗΡΉΣΝΙ ΤΙ ΑΣ ΣΠΉΤ,

ΜΉ ΛΈ ΤΙ ΤΊΠΥΤ-ΠΑ Τ ΑΣΛΊ-Τ.

ΑΣ ΣΠΉΤ ΝΔΑ ΉΡΣΑΝ ΤΆΤΑ ΚΛΈ

ΚΗ ΤΑ ΠεδΊιΑ-Τ ΛΈ ΚΗ ΛΈ:

- ΝΑ ΠέΤ-ΤΥ, ΠέΤ-ΤΥ, ΤΑ ΧΥΡΣΆ-Μ,

ΠΎ ΈΝ, ΤΊ ΉΝΔΥΝΙ ^ΗβΆΝ-Μ?

δΌ ΜέΓΑΣ ΛΈ: - ΚΡΗΜΉΝ, ΚΡΗΜΉΝ…

ΠέΣ ΤΥ ΠΗΓΆδ, ^ΗβΆΝΣ, ΦΥΡΚΉΝ…

ΜΑΣ ΜέΓΑ ΉΡΤΙΝΙ ΧΑΤΈ,

ΠΥΛΆ ΧΑΔΡΆιΚΣΑΝ<Μ>-ΔΥΝ, ΑΒΡέ,

ΠΉΣ ΤΥ ΠΗΓΆδ, ΜΑ τΉβΡΑΜ ΜΗΣ,

ΘΑΡΉΣ-ΚΗ δΆιΝ ΤΟΣ ΚΑΤΥ-ΉΣ…

...και έτσι εκείνοι καγχάζοντας το αδέρφιτους άφησαν στο χαμό. Παράγγειλαν δέ στο κορίτσι να μή βγεί απο το στόματης κουβέντα, όταν θα γυρίσουνε στο σπίτι, να μήν πεί τίποτε για το τί αληθινά συνέβη. Στο σπίτι όταν γύριααν, ο πατέρας κλαίει, κ στα παιδιάτου λέει κ ξαναλέει: γιά πείτεμου, πείτεμου, χρυσάμου (παιδιά), πού είναι, τί έγινε ο Ιβάν-μου; τότε ο μεγάλος (γιός) λέει: έπεσε, έπεσε... μές το πηγάδι, ο Ιβάν πνίγηκε... μας ήρθε μεγάλο δυστύχημα, πολύ ψάξαμε, κ βέβαια, μές το πηγάδι, αλλα δέν βρήκαμε (τίποτε απο αυτόν), λές κ πήγε ίσα κάτω στη γή ("λές κ η γή τον κατάπιε").

 

10.

…ΠΗΣ ΤΥ ΠΗΓΆδ, ΠΉΣ ΤΥ βΑΘΊ,

ΤΟΣ τΉΡΤΙΝ ΡΑΣΤ ΝΑ ΣΚΥΤΥΘΊ…

ΤΑ ΓΆΚΗΣ-Τ ςέΡΑΝΔΑΝ. ΣΤ ΑΤΊτσ,

ΤΌ ΉΤΥΝ ςέΝΚΥ. ΤΥ ΚΥΡΉτσ,

ΤΥ ΉΠΗΝ ΔΌΚΗΝ ΑΣ ΤΥ ΝΎ-Τ

ΚΗ δΆιΝ ΣΤ ΑΡΆΝ. ΑδΌ ΧΑΡςΎ-Τ,

ΤΥ ΣΠΡΎτσΚΥ ΛΆΧτσΗΝ ΚΖέΝ ΧΤ ΑΡΆΝ

ΚΗ ΈΦΧΗΝ ΤΟ ΧΑΒΑΡΣΗΣΤΑΝ…

ΤΥ ΜΆβΡΥ ΚΛΌςΚΗΤ ιΑΝΑςΆ-Τ

ΚΗ ΉΡΤΙΝ, ΉΡΤΙΝ τιΆΛΥ ΣΜΆ-Τ,

ΑΤΌΝΑ ΤΊιΠΣΗΝ-ΔΥΝ ΒΗΡΔΈΝ, |ΔΗČ|-ευσε =άγγιξε

ΤΌ Τ ΌΡΑ ΚΑΤΥΉΣ ΚΑΤΈΝ…

...μές το πηγάδι, μές τα βάθη, δέν ήταν η τύχητου (ωστόσο) να σκοτωθεί... Τα μεγαλύτερα αδέρφια (πάντως) χαίρονταν, γι' αυτούς ήταν ευτυχία. Εκείνο που του είπε το κορίτσι, ήρθε στο νούτου (του Ιβάν), κ πήγε στο μαντρί (που προαναφέραμε). Απέναντίτου το άσπρο (αρνάκι) πήδηκε κ βγήκε απο το μαντρί κ έφυγε πρίν να το πάρει είδηση... το δέ μαύρο (αρνάκι) γυροφέρνει κ έρχεται δίπλατου, κ ήρθε κ ήρθε ακόμη πιό κοντάτου, τον άγγιξε, με μιάς εκείνη την ώρα στη γή μέσα κατεβαίνει (ο Ιβάν).

 

11.

…ΠΣΤΑΓΜέΝΥΣ ΉΤΥΝ, ΠΌΣ ΝΑ ΛΈΣ,

ΚΗ ΤΡΉιΑ ΜέΡεΣ ΚΗ βΡΑδέΣ,

ΤΟΣ Τ\ΜΉΘΙΝ, Τ\ΜΉΘΙΝ ΤΥ ΠΑΛΚΆΡ,

ΚΑΛΌ ΜΗΖΉΛ ΤΟΣ ΟΣ ΝΑ ΠΆΡ. |ΜΕΝΖίΛ|

ΝΔΑ ΓΝΈΦΣΗΝ, ΠΆΛΙΣ ΔζΥΝΑΈβ,

ΝΑ ΈβΡ Τ ΣΤΡΑΤΊτσΑ ΜΑΓΑΝΈβ

ΤΥ ΠΆι ΑΠΆΝΥ. ΠΆΣ Τ ΔζΑΠΉτσ,

ΑςΞ]έΦΤΙΝ ΠΆΛ ΑΤΟΣ ΣΠΗΤΊτσ.

ΑΝ ΉΤΥΝ, Ν ΉΤΥΝ-ΠΑ ΑΡΓΌΣ,

ΑΠέΣΥ ΉΧΑΝ ΚΌΜΑ ΦΌΣ.

^ΗβΆΝΣ ΧΠΆ Ν ΠΌΡΤΑ ΣΑΧΝΙΦΤΆ,

ΑΠ ΠέΣΥ ΆΘΑΡΠΥΣ ΡΥΤΆ:

- ΤΊ ΧΡΆςΚΗΣ, Πέ-ΤΥ, ΤΥ ΠεδΊ-Μ,

Ν ΠΥΡέΣΥ, ΚΆΜΥ-Σε ιΑΡΔΊΜ?

^ΗβΆΝΣ-ΠΑ ΛΈ-ΤΥΝ ΝΔΥ ΧΥΛΆι:

- τΉ δΊΓΝΣ-Με Τ ΣΤΡΆΤΑ ΠΎιΥ ΠΆι,

Σ Ν ΔΥΝιΆ ΣΤ ΑΤ\ΠΆΝΥ? ΠΆΠΥΣ ΠιΆΝ,

ΝΥΝΊΖ ΚΗ ΛΈ Αιτσ ΤΥΝ ^ΗβΆΝ:

- ΧΑΉΛΣ ΑΝ ΉΣΗ ΝΑ βΥςΚΉΣ,

ΤΥΚΌ-Μ ΤΥ ΠΡΆΜΑ ΝΑ ΤΥ δΊΣ,

ΓΟ τΉ ΖΜΥΝΎ-ΤΥ ΤΥ ΖΑΜέΤ

ΚΗ ΣΤΡΆΤΑ δΊΓΝΥ-Σε, ΗΛΒΈΤ…

...κατάκοπος ήταν, πώς να το πείς, κ για τρία μερόνυχτα (συνέχεια) κοιμήθηκε. Κοιμήθηκε το παλληκάρι, ώσπου καλά να αναπαυθεί Όταν ξύπνησε, πάλι ξεκινάει, να βρεί δρομάκι πασχίζει, (δρομάκι) που να πηγαίνει επάνω, στο βουναλάκι, (καθώς έψαχνε) διέκρινε πάλι ένα σπιτάκι (όπου) άν κ ήταν αργά (η ώρα), μέσα είχαν ακόμα φώς. Ο Ιβάν χτυπάει την πόρτα διστακτικά, απο μέσα ένας άνθρωπος ρωτά: "τί χρειάζεσαι, πέςμου, παιδίμου, άν μπορέσω θα σε βοηθήσω". Κ ο Ιβάν του λέει με άνεση: "δέν μου δείχνεις το δρόμο που πάει στον επάνω κόσμο;", Ο παππούς (=ο γέρος) αρχίζει σκέφτεται κ λέει έτσι στον Ιβάν: άν δέχεσαι να βοσκήσεις το κοπάδιμου, να το φροντίσεις, δέν θα ξεχάσω τον κόποσου, κ τον δρόμο θα σου τον δείξω βεβαίως...

ΚΑΛΌ Αιτσ ΦΆΝΙΝ ΤΥΝ ^βΆΝ

ΚΗ ΣΤ ΆΛΥ Τ ΜέΡΑ ΆΡΤΑΧ ΠιΆΝ,

ΤΥ ΠΡΆΜΑ ΠΆΠΥ ΝΑ βΥςΚΉΣ

ΚΗ τΉ ΔΡΥΠιΆΣΤΙΝ ΝΑ ΡΥΤΊΣ:

-ΤΟ ΠΌΣ ΤΥ ΠΡΆΜΑ-Σ ΈΝ ΦΤΥΧΌ?

ΤΈΚ ΣΤΎδ ΚΗ δέΡΜΑ? ΜΑΝΑΧΌ-Μ,

ΓΟ ΝΎ-Μ τΉ ΚΌΦΤΥ? ΠΆΠΥΣ ΚΛΈ

ΚΗ ΤΥΝ ^ΗβΆΝ Αιτσ ΠςΉΡΣΗΝ ΛΈ:

-Π ΑΤΌ ΜΑΡέιΑ, ΑΧ ΤΥ ΔζΆΠ,

(ΤΙΣ ΠΆι ΑτΉ ΠΑΘέΝ ΧΑΡΆΠ!)

ΑΜέΤΡΗΤΥ ΕΝ ΤΥΓΑιΛΊΧ:

ΝΕΡΌ, ΧΥΡΤΆΡιΑ, ΚΗ ΠΞΑΝΛΊΧ

ΣΤΥ ΠΡΆΜΑ ΈΝ ΌΣΥ ΗΡέβΣ,

ΜΑ τές ΞΑΡΆ ΑΤΌ ΝΑ ΘέβΣ: (=αντί για ΤΙΈβΣ, τουρκικό ΤΗČ =φτάνει, αγγίζει)

ΤΙΣ ΠΆι ΑτΉ, ΚΑΡΦΆ βΥςΚΉΖ,

ΝΈ ΤΌΣ, ΝΈ ΠΡΆΜΑ-Τ τΗ ΗΡΉΖ –

ςΗΡΉδ ΚΖέΝ ΆΓΡΥ ΚΗ ΧΥΝΔΡΌ:

ΈΜ ΤΌΝΑ, ΈΜ ΤΥ ΠΡΆΜΑ-Τ ΤΡΌι!

ΝΑ ΜΉ ΤΑ ΠΆιΣ ΑτΉ, ^ΗβΆΝ,

ΚΑΝΑΛΥΓΆΣ ΤΥ ΠΡΆΜΑ-Μ ΧΆΝΣ! κανένα λογάς =οπωσδήποτε

καλό του φάνηκε του Ιβάν με αυτούς τους όρους, κ την άλλη μέρα κιόλας πιάνει του παππού το κοπάδι να βοσκήσει. Κ  (σάν το είδε), δέν ντράπηκε να ρωτήσει: "τα ζώασου είναι κακόμοιρα, μόνο κόκκαλα κ δέρμα, γιατί έτσι;" - "μήπως κι εγώ δέν το ξέρω;" αρχίζει να λέει ο παππούς, κ τον πιάνουν κλάματα· απο την άλλη μεριά αυτού του βραχόβουνου (που όποιος πάει εκεί παθαίνει συμφορά), ατελείωτη υπάρχει πεδιάδα, νερό, χορτάρια κ βοσκότοπος για τα ζώα υπάρχει όσο θέλεις. Αλλα δέν υπάρχει τρόπος να αγγίξεις εκείνον τον τόπο: όποιος πάει εκεί κ κρυφά βόσκει, ούτε ο ίδιος επιστρέφει, ούτε τα ζώατου. Ένα γουρούνι βγαίνει άγριο κ χοντρό, κ τον ίδιο κ τα ζώατου τρώει! Να μήν τα πάς (τα ζώα) εκεί, Ιβάν, στα σίγουρα το κοπάδιμου θα αφανίσεις!

…^ΗβΆΝΣ βΗΓΛΊΖ, ΧΑΜΝΥΗΛΆ:

ΝΥΝΊΖ: «ΤΑ δΛΊΣ ΤΆ τέΝ ΚΑΛΆ!»

ΚΗ ΛΈ ΤΥΝ ΠΆΠΥ: - ΜΉ ΦΥβΆΣ,

ΧΑΡςΎ-Μ Μ<> ΆΝ ΚΖΉ, ΚΆΝΑ-ΛΥΓΆΣ,

ΤΥ ΚΉΚΚΥ, ΆΓΡΥ ΤΥ ςΗΡΉδ

ΚΥΡΤΆ ΤΑ δΌΝΔιΑ-Τ! ΜΉ ΠΥΡΉ

ΤΟ ΜΉιΑ τιΆΛΥ ΝΑ ΚΥΡΤΊΣ,

ΤΊΣ ΠΆι ΑΤ\ΚΆΤΥ ΝΑ βΥςΚΉΣ…

ΘΑΓΜΆΣΤΙΝ ΠΆΠΥΣ. ^βΆΝιΑΣ δΆιΝ,

ΑτΉ, ΣΤ ΑΣΆΛΑΓΥ ΜΗΔΆΝ,

ΠΥ ΈΝ ΑΜέΤΡΗΤΥ ΠΞΑΝΛΊΧ,

ΝΕΡΌ, ΧΥΡΤΆΡιΑ, ΤΥΓΑιΛΊΧ,

ΤΥ ΠΡΆΜΑ ΠΆΠΥ ΝΑ βΥςΚΉΖ

ΚΗ ΈΝΑ ΟΡΑ τέΝ – βΗΓΛΊΖ, μία ώρα ακόμη δέν πέρασε –

ΧΤΥ ΌΡΥΣ ΚΖέΝ, ΘΑΡΉΣ, ΤΑΝΆ, |ΤΑΝΕ| =σπόρος

ΤΌ ΤΥ ςΗΡΉδ ΚΗ ΣΑΑΤΝΆ,

ΑΣ ΤΥΝ ^ΗβΆΝ ιΥΡΎΧ ΧΥΛΔΈβ,

ΝΑ ΤΥΝ ΚΥΡΤΊΣ ΑΤΌ ΗΡέβ.

ΤΟ ΉΤΥΝ, ΉΤΥΝ ΆΡΤΑ ΣΜΆ-Τ,

^ΗβΆΝΣ ΖΥΡΛΊδΚΑ ΤΌ ΤΥ ΣΆΤ

ΥΡιΆΖ ΚΗ ΣΤΡΆΦΤΥ ΝΔΥ ΣΠΑΘΊ,

ΤΌ βΎιΚΣΗΝ ΆΓΡΑ, δΌΚΗΝ ΠςΉ…

ΤΌ Τ ΌΡΑ ΚΌΖΜΥΣ ΧΆΡΑΝ ΌΛ,

ΧΤΑ ΔζΆΠιΑ ΚΆΤΥ, ΠέΣ ΤΥ ΞΌΛ,

ΠέΣ ΤΥ ΑΜέΤΡΗΤΥ ΠΞΑΝΛΊΧ,

ΣΜΆ ΣΤΥ ΝΕΡΌ, ΣΤΥ ΤΥΓΑιΛΊΧ,

ΤΥ ΠΡΆΜΑ ΠέΛΣΑΝ ΝΑ βΥςΚΣΤΊ,

τΉ ΛΕ ΚΑΝΊΣ-ΠΑ ΛΑΧΑΡΔΊ!

Ο Ιβάν κοιτάζει, χαμογελά: σκέφτεται "αυτά δέν είναι καλά πράγματα!", κ λέει στο παππού (γέρο): μή φοβάσαι, απέναντιμου άν βγεί, οπωσδήποτε της ερημιάς το άγριο γουρούνι θα καταπιεί τα δόντιατου! για να μή μπορεί ξανά να καταπιεί όποιον πάει εκει κάτω να βοσκήσει... Θαύμασε ο παππούς (εξεπλάγη ο γέρος με το θάρρος του Ιβάν). Ο Βάνιας (Ιβάν) πήγε εκεί στην ασάλαγη έκταση (τον ανοιχτό τόπο όπου παραδόξως κανείς δέν σαλαγούσε ζώα), όπου ήταν αμέτρητο βοσκοτόπι, νερό, χορτάρια, πλατιά στέππα, για να βοσκήσει το κοπάδι του γέρου. Ούτε μία ώρα δέν πέρασε, κοιτάζει, απο το όρος βγαίνει, λές κ ήτανε σπόρος που βλάστησε, έτσι βγαίνει τότε εκείνο το γουρούνι κ την ίδια ώρα (αμέσως) στον Ιβάν ίσια επιτίθεται, να τον καταπιεί θέλει. Έφτασε ήδη κοντάτου, τότε ο Ιβάν με πολύ κόπο χτυπάει κ του αστράφτει με το σπαθί, εκείνο (το αγριογούρουνο) μούγκρισε άγρια, έδωσε ψυχή (ξεψύχησε)... εκείνη την ώρα οι άνθρωποι χάρηκαν όλοι, απο τα βραχώδη βουνά απο κάτω, μέσα στην πεδιάδα. Μέσα στο απέραντο βοσκοτόπι, κοντά στο νερό, στην πλατιά στέππα, τα ζώα(τους) αμόλησαν να βοσκιούνται, δέν λέει κανείς κουβέντα! (δέν έχει κανείς τίποτε να παραπονεθεί ή να σχολϊάσει).

δΌ ΠΆΠΥΣ ΜέΓΑ Ές ΧΑΡΆ

ΤΥ ΠΡΆΜΑ-Τ ΠΆςΝΙΝ, Τές-ΞΑΡΆ!

ΤΌΣ ΤΥΝ ^ΗβΆΝ ΒΗΡΗτιΑΤΛΈβ

ΚΗ ΚΑΛΥΣΉΝ ΝΑ ΚΆΜ ΗΡέβ:

- ΤΌ ιΆΝΔΑ ΣέΝΑ ΉΝΝΙ ΛΊΓ.

ΣΤΥΚΌΣ ΤΥ ΜέΓΑ ΞΑΠΗΚΛΊΧ,

ΣΤΥΚΌΣ ΚΗΡβΌ ΠΑΛΚΑΡΥΣΉΝ,

ΣΤΥΚΌΣ ΤΥ ΜέΓΑ ΚΑΛΥΣΉΝ,

ΠΑΝΔΡέβΥ ΣέΝΑ ΣΤΥ ΚΥΡΉτσ-Μ

ΣΤΥ ΑΚΗΡβΌ-Μ ΤΥ ςΥΛδΥΝΊτσ!

^ΗβΆΝΣ ΖΗΣΤΆ ΒΗΡΗτιΑΤΛΈβ –

ΤΥΝ ΠΆΠΥ ΉΣΑ ΒΗΛΔΡΑΈβ:

-ΤΥΚΌΜ ΣΗ έΡΥ ΑΚΗΡβΌ,

ΡΑβΥΝιΑΖΜέΝΥΣ ΉΜΗ ΓΟ

Σ Ν ΔΥΝιΆ, ΣΤ ΑΤ\ΠΆΝΥ ΠΥ ΕΝ ΦΌΣ,

ΣΗ ΥςΑΝΔΡΆιΣΗΣ-Με δΑΦΤΌΣ

ΝΑ δΊΚΣ ΤΟ Τ ΣΤΡΆΤΑ ΠΎιΥ ΠΆι

Σ ΔΥΝιΆ ΣΤ ΑΤ\ΠΆΝΥ. ΑΤΌΣ ΦΛΆι…

εδώ (σ' αυτό το σημείο της διήγησης, τώρα) ο παππούς (γέρος) μεγάλη έχει χαρά, τα ζώατου πάχυναν, απερίγραπτα! Εκείνος (ο γέρος) τον Ιβάν ευλογεί (με ευχές εκφράζει την ευγνωμοσύνητου) κ καλοσύνη να (του) κάνει προσπαθεί: "σάν εσένα είναι λίγοι. Για την μεγάλησου την ικανότητα, για την ακριβήσου την παλληκαριά, για την μεγάλησου την καλοσύνη, θα σε παντρέψω με την κόρημου, το ακριβόμου το χελιδονάκι!". Ο Ιβάν θερμά τον ευχαριστεί - αλλα κ στα ίσια εξηγεί στον παππού: "γέροντάμου ακριβέ, αρραβωνιασμένος είμαι (δηλαδή δέν μπορώ να πάρω την κόρησου). (Πέρα απο αυτό) στον κόσμο τον εκει πάνω, όπου υπάρχει φώς, εσύ μου υποσχέθηκες ο ίδιος να μου δείξεις το δρόμο που πηγαίνει στον κόσμο τον εκει πάνω, εκείνος (ο επάνω κόσμος, με) περιμένει...

-ΤΈΚ ΤΥ ^ΑιΤΌ ΠΥΡΉ ΝΑ ΚΖΉ

ΣΤ ΑΤΊΤΚΥ ΠΣέΛΥΣ. ΜΑ ΤΌ ΖΉ

ΠΣΗΛΆ ΣΤΑ ΔζΆΠιΑ. ΤΈΚ ΑΤΌ,

ΤΥ ΛΊΓΥΣ ΦΌβΗΜΥ ^ΑιΤΌ

ΠΥΡΉ ΤΌ ΣέΝΑ ΝΑ Σε βΓΆΛ

Σ ΔΥΝιΆ ΣΤ ΑΤ\ΠΆΝΥ, - ΛΕ ΤΥΝ ΠΆΛ.

ΑΤΌΡΑ ΣΉΡΗ ΣΤΥ ΚΑΛΌ,

ιΥΡΎΧ ΣΤΑ ΔζΆΠιΑ ΣΤΥ ^ΑιΤΌ.

ΑΝ ΧΡΆςΚΗΣ ΤΊΠΥΣ ΜΉ δΙΛιΆΣ,

ΣΤΑ ΜέΝΑ ΈΛΑ, βΡΉςΚ ΣΗ ΧΛιΆΣ…

- μόνο ο αετός μπορεί να ανέβει σε τέτοιο ύψος. Αλλα αυτός ζεί ψηλά στις βραχοκορφές. Μόνο εκείνος, ο άφοβος αετός μπορεί να σε βγάλει στον κόσμο τον εκει πάνω, του απαντά (ο γέρος). Τώρα σύρε (πήγαινε) στο καλό, ίσια στις βραχοκορφές, στον αετό. Κι άν χρειαστείς κάτι μή διστάσεις, σε μένα έλα κ θα βρείς ζεστασιά...

12.

…^ΗβΆΝΣ δΑιΝ ΛΊΓΥ, ιΆ ΠΥΛΆ

ΚΗ βΡέΘΙΝ ΠΆΣ ΤΥ ΔζΆΠ ΠΣΗΛΆ,

ΑτΉ, ΠΥ ΈΖΝΙΝΙ ^ΑιΤΌΣ,

ΚΗ ΠΑΡΑΚΆΛΣΗΝ-ΔΥ ΑΤΟΣ:

ΣΝ ΔΥΝιΆ ΑΤ\ΠΆΝΥ ΝΑ ΤΥΝ βΓΆΛ

ΚΗ ΤΊΓΛΑ ΠΆΝΔΑ, ΣΉΜΥΡ ΠΆΛ,

ΤΟΣ ΉΚΣΗΝ ΤΊΤΚΑ ΛΑΧΑΡΔΈΣ:

-ΓΟ ΣέΝΑ ΓΡΉΚΣΑ-ΣΗ ΤΊ ΛΈΣ.

ΚΑΛΌ ΑΝ ΈςΣ ΠΑΛΚΑΡΥΣΉΝ

ΚΗ ΆΝ Με ΚΆΜΣ ΣΗ ΚΑΛΥΣΉΝ,

ΑΤ\ΠΆΝΥ βΓΆΛΥ-Σε ΣΑΑΤΝΆ…

^ΗβΆΝΣ ΘΑΓΜΆΣΤΙΝ ΚΗ ΔΡΑΝΆ.

Τ ^ΑιΤΌ-ΠΑ ΛΈ: - ΕΝ ΤΊΤΚΥ ΠΛΊ,

ΤΟ ΛΈΓΝ-ΔΥ, ΛΈΓΝ-ΔΥ ^τσΗΡΗΛΊ!

ΧΥΛΔΈβ, ΤΑ ΠΛΊιΑ-ΜΑΣ ΠεΡ ΤΡΌι,

ΑΝΔΥ ΣΚΥΤΌΣ, ΑΤΌΤ, ^ΓεΡΌι,

ΧΑΡΆ ΘΑ ΈΧΥΜ, ΛΊΓΥΣ ΧΡΆΡ,

ΑΤ\ΠΆΝΥ βΓΆΛΥΜ-Σε, ΠΑΛΚΆΡ!

Ο Ιβάν βάδισε λίγο ή πολύ (=στερεότυπο των παραμυθιών που σημαίνει: έκανε κάμποσο δρόμο, πήγε μακριά, δέν ξέρω να περιγράψω πόσο μακριά πήγε). Κ βρέθηκε στη βραχοκορφή ψηλά, εκεί που ζούσε ο αετός, κ τον παρακάλεσε: στον κόσμο τον εκει πάνω να τον βγάλει. Κ "όπως πάντα, σήμερα πάλι" (παροιμιώδης έκφραση που σημαίνει: όπως γινόταν κάθε φορά, το ίδιο έγινε κ τώρα. Δηλαδή όλοι όσους πλησίαζε, είχαν κάποιο φοβερό πρόβλημα, που ο Ιβάν θα έπρεπε να τους το λύσει προκειμένου να τον βοηθήσουν). Αυτός (ο Ιβάν) άκουσε (απο τον αετό) τέτοιες κουβέντες: "κατάλαβα τί μου λές. Άν έχεις πραγματική γενναιότητα κ έτσι μου κάνεις μιά καλοσύνη, εκει πάνω θα σε βγάλω αμέσως...". Ο Ιβάν τον κοιτάζει με έκπληξη, κ ο αετός συνεχίζει: "υπάρχει ένα πουλί, που το λένε, το λένε τσερελί! Ορμάει, τα μικρά πουλάκιαμας αρπάζει κ τρώει. Άν το σκοτώσεις, τότε, ήρωα, χαρά θα έχουμε δίχως όριο! (Τότε) εκει πάνω θα σε βγάλουμε, παλληκάρι! 

-ΚΑΛΌ,- ΤΟΤ ΉΠΗΝΙ ^ΗβΆΝΣ,

ΣΤ ΑΤΌΝΑ τΉΤΥΝΙ ΗΛβΆΝ.

ΚΗ ΤΊΓΛΑ ΉΡΤΙΝ Ν τσΗΡΗΛΊ,

ΝΑ ΠΆΡ ΧΤ ΑιΤΎτσΚΑ ΚΆΝΑ ΠΛΊ,

ΤΟΣ ΤΡΆβΣΗΝ Ν ΌΛΥ-Τ ΤΥ ΔΑΓΆΤ

Τ ΣΤΡεΛΑ ΚΗ ΔΌΚΗΝ ΠεΣ ΤΥ ΜΑΤ. βέλος

ΤΟ ΠέΛΣΗΝ ΚΆΤΥ ΧΆΣΧΑΤΙ,

τΉ ΠΌΡΣΗΝ ΆΛΥ ΝΑ ΣΚΥΘΊ…

^ΑιΤΌΣ, δΟ ΧΆΡΗΝ, τές ΞΑΡΆ

ΚΗ ΤΥΝ ^ΗβΆΝ-ΜΑΣ ΛΈ Ν Τ ΧΑΡΆ:

-ΣΑΡΆΝΔΑ ΘΛΊΣ ΣΗ ΦέΡ ΝΕΡΌ, θηλειές νερό, δηλαδή ασκιά. Στη βόρεια Ελλάδα λέγεται "έναν κόμπο νερό" = μιά μικρή ποσότητα νερό.

ΗΛΒέΤ, ΤΟ τέΝ ΠΥΛΆ ΛΑΦΡΌ.

ΚΗ ΤΌΣΑ ΠΡΌβΑΤΑ-ΠΑ ΦέΡΣ

ΚΗ ΤΌΤΙ ΛΈΓΥ-Σε, ΣΤΥ ΚΣέΡΣ:

ΣΑΡΆΝΔΑ δΎΓΥ-Σε ^ΑιΤΎΣ,

ΘΑ ΈΝ, ΘΑΡΉΣ-ΚΗ, ΤΆ δΑΦΤΎ-Σ.

ΑΠΆΝΥ ΚΆΘΙΣ ΠΑΣ ΚΑΝΑ –

ΑΤ\ΠΆΝΥ βΓΆΛΝΙ-Σε ΣΤΝ ΔΥΝιΆ…

-Πολύ καλά, τότε είπε ο Ιβάν, γι' αυτόν δέν ήταν μεγάλη υπόθεση. Κ καθώς ήρθε το τσερελί να αρπάξει απο τα αετόπουλα κανένα πουλάκι, εκείνος τράβηξε με όλητου τη δύναμη ένα βέλος κ (το) χτύπησε μές το μάτι. Εκείνο (το τσερελί) έπεσε κάτω τελείως άκαμπτο ("τέζα"), δέν μπόρεσε άλλο πιά να σηκωθεί... Ο αετός τότε χάρηκε απερίγραπτα, κ στον Ιβάν-μας λέει με χαρά: "σαράντα ασκιά φέρε νερό, φυσικά αυτό δέν είναι κ εύκολο, κ ισάριθμα πρόβατα επίσης θα φέρεις, κ τότε, στο λέω να το ξέρεις: σαράντα θα σου δώσω αετούς, οι οποίοι θα είναι σάν δικοίσου (εντελώς στη διάθεσήσου), θα κάθεσαι επάνω σε κάποιον απο αυτούς (τους αετούς), κ θα σε βγάλουνε εκεί στον επάνω κόσμο...

…ΠΥ ΠΡΆΜΑ ΒΌζΚΖΗΝ ΤΟΤ ^ΗβΆΝΣ,

ΤΌΣ ΞΆΛΚΑ ΠΉιΝ ΤΟ ΤΥ ΖΑΜΆΝ.

ΚΗ ΠΆΠΥΣ δΌΚΗΝ ΌΛΥ ΤΌ,

Αιτσ ΤΊΓΛΑ ΉΠΗΝ ΤΥ ^ΑιΤΌ.

ΚΗ ΥΚΣΥΠΉΣΑ ΔΡές ΚΗ ΠΆι,

ΤΊ ΘΑ ΤΥΝ ΛΈ Τ ^ΑιΤΌ ΤΟΣ ΦΛΆι:

-ΠΑΣ ΠΎιΥ ΘέΛΣ ΝΑ ΚΆτσΣ ΠΥΡΉΣ.

ΚΗ ΤΌ «ΚΡΆ», «ΚΡΆ» ΚΗ «ΝΆ» ΝΔΑ ΧΛΊΖ,

ΣΗ δΎιΣ ΝΕΡΌ ΑΤΟ ΝΑ ΠΉΝ,

ΜΉ ΠΣΤΊΚΗΤ, ΜΉ ΚΑΤΑΚΡΗΜΉΝ…

ΚΗ ΑΝΘΑ ΧΛΊΚΣ ΑΤΟ «ΚΡΚ» <ΚΡε>, «ΚΡε»,

ΤΟΤ δΎιΣ-ΤΥ ΚΡέιΑΣ, ΣΗ ΜΑΡέ…

ΆΝ ΠΆιΤ, ΣΗΡέΤΙ ΣΤΥ ΚΑΛΌ,

...εκεί που το κοπάδι έβοσκε πρωτύτερα ο Ιβάν, εκεί πήγε γρήγορα κ τώρα. Κ ο παππούς του έδωσε όλα εκείνα που του είπε (ζήτησε) ο αετός, κ τρέχοντας επιστρέφει (αετό), κ περιμένει να ακούσει τί θα πεί τώρα ο αετός: -"μπορείς να κάθεσαι πάνω σε όποιον θέλεις (απο τους 40 αετούς), κ όταν ο εκείνος (ο αετός που επιβαίνεις) φωνάζει "κρά, κρά" κ "νά", τότε θα του δίνεις νερό να πίνει, για να μήν κουραστεί κ πέσει... Ενώ όποτε φωνάξει "κριέ, κριέ, κριέ", τότε θα του δίνεις κρέας, εντάξει; Λοιπόν, άν είναι να πάτε, σύρτε (πηγαίνετε) στο καλό.

ΚΗ ^βΆΝιΑΣ ΣΚΌΘΙΝ ΝΔΥ ^ΑιΤΌ,

ΣΑΡΆΝΔΑ ΜέΡεΣ ΚΗ βΡΑδέΣ,

Αιτσ ^βΑΝιΑΣ δΆιΝΙΝ ΝΔΑ ΧΑΡέΣ.

Τ ^ΑιΤΌ ΝΔΑ ΧΎΛΖΗΝ «ΚΡΆ», «ΚΡΑ», «ΝΑ»,

ΝΕΡΌΣ ΤΟΣ ΈδΥιΝ-ΔΥ ΣΑΑΤΝΆ,

ΚΗ ΤΊΓΛΑ ΧΎΛΖΗΝ: «ΚΡέ», «ΚΡέ», «ΚΡέ»,

ΤΟΣ ΚΡέιΑΣ ΈδΥιΝ-ΔΥ, ΜΑΡέ…

ΚΗ ΞΆΛΚΑ ΦΌΣ ΘΑ ΔΌΚ, ΑΒΡέ,

ΔΥΝιΆ ΘΑ ΦέΝΗΤ, ΜΑ «ΚΡέ», «ΚΡέ»,

^ΑιΤΌΣ Αιτσ ΕΝΑ ΧΛΊΖ ΚΗ ΧΛΊΖ,

Α ΚΡέιΑΣ τές ΝΑ ΧΑΠΤΡΑΉΣ…

ΚΗ ΤΌ ΑΚΆΤΥ ΜΉ ΠΗΛΊ,

δΑΦΤΎ-Τ ΤΥ ΠδΆΡ ΚΟΦΤ δΥι ΤΥ ΠΛΊ.

Κ έτσι, ο Βάνιας (Ιβάν, Γιάννης) υψώθηκε με τον αετό (στον οποίο επέβαινε, ενώ άλλοι 39 συνόδευαν. Μπορούμε να αντιληφθούμε οτι κάθε μέρα επέβαινε άλλον αετό ωστε όλοι να σηκώσουν το βάροςτου κ κανένας να μήν κουραστεί περισσότερο απο τους άλλους. Θα πρέπει ο κάθε αετός να κουβαλούσε ένα πρόβατο κ ένα ασκί νερό, απο τα οποία έδινε για να τρώει κ να πίνει ο αερός τον οποίο επέβαινε ο Ιβάν). Σαράντα μέρες κ νύχτες με αυτόν τον τρόπο ο Ιβάν ταξίδευε χαρούμενος. Ο αετός (τον οποίο επέβαινε) όταν φώναζε "κρά, κρά, νά", νερό του έδινε αμέσως. Κ κάθε φορά που φώναζε "κριέ, κριέ, κριέ", τότε λοιπόν του έδινε κρέας... (Έτσι ταξίδευε 40 μερόνυχτα, ώσπου) σε λίγο επρόκειτο να χτυπήσει (να φανεί) φώς, ναί, ο επάνω κόσμος θα εμφανιζόταν. Αλλα εκείνη την ώρα ο αετός συνέχεια φωνάζει κ φωνάζει "κριέ, κριέ", ενώ δέν έχει μείνει πιά κρέας για να φάει κανένα κομμάτι... Κ για να μήν πέσει κάτω ο αετός, (ο Ιβάν) το ίδιοτου το πόδι κόβει κ δίνει στο πουλί.

ΧΗΛΔΆΡΚΥ ΉΤΥΝ ΤΥ ^ΑιΤΌ,

ΤΥ ΠδΆΡ τΉ ΤΊιΠΣΗΝ-ΔΥ ΑΤΌ…

ΣΤΥ ΣΤΌΜΑ-Τ ΉςΗΝ-ΔΥ ΦΣΗΧΤΆ

ΝΑΜΉ ΚΡΗΜΉςΚΗΤ ΚΗ ΠεΤΆ

ΣΤ ΑΈΡΑ ΠΆι ΑΤΟ ΤΥ ΠδΆΡ,

ΠΗΜέΝ ΑΝ ΈΝΑ ΤΥ ΠΑΛΚΆΡ…

ΚΗ ΝΔΑ ΤΥΝ ΈβΓΑΛΑΝ ΣΝ ΔΥΝιΆ

Σ Τ ΑΤ\ΠΆΝΥ, ΆΜΑ ΣΑΑΤΝΆ,

ΤΥΝ ^βΆΝιΑ ΠέΛΣΑΝΙ ΑΤΑ,

ΜΑ τΉ ΠΥΡΉ ΤΟΣ ΝΑ ΠΡΑΤΆ…

ΚΗ ΞΆΛΚΑ, ΞΆΛΚΑ ΤΥ ^ΑιΤΌ,

ΧΤΥ ΣΤΌΜΑ-Τ ΈβΓΑΛΙΝ ΑΤΟ

ΤΥ ΠδΆΡ ΤΙΜΉΖΚΥ ΚΗ ΛΑΡΌ

ΚΗ δΌ, ΑΝ ^ΉιΑΣ ΤΥ ΝΕΡΌ,

ΛΌΝ ΜέΓΑ, ΜέΓΑ ΤΥ ^ΑιΤΌ, χρήση που δείχνει οτι το "λών" (συνήθως σημαίνει "κατα μήκος") προέρχεται απο "ελών" (μετοχή αορίστου του αιρέω).

ΤΌ Τ ΌΡΑ ΛΆΡΥΣΗΝ ΑΤΟ…

^ΗβΆΝ-ΜΑΣ ΉΦεΡΗΝ ΧΑΡΆ,

ΤΟ ΝΑ ΤΥ ΠΉΣ-ΠΑ τές-ΞΑΡΆ!

…Τ ^ΑιΤΎΣ ΠεΤΎΝ, ΠεΤΎΝ ΠΣΗΛΆ, αϊτούς, ονομαστική με μορφή αιτιατικής.

^ΗβΆΝ-ΜΑΣ ΣΤΊΚΗΤ ΚΗ ΗΛΆ…

Μυαλωμένος ήταν ο αετός, το (κομμένο του Ιβάν) ποδάρι δέν το άγγιξε (π.χ. με τα νύχια ή με τα φτεράτου), αλλα το κρατούσε στο στόματου σφιχτά να μήν πέσει, κ έτσι πετούσε (τρώγοντας συνάμα το κομμένο πόδι του Ιβάν). Κι έτσι, στον αέρα πήγε εκείνο το ποδάρι. ("Στον αέρα πήγε", παροιμιώδης έκφραση που σημαίνει χάθηκε χωρίς να φέρει κάποιο αντάλλαγμα κ χωρίς πιθανότητα να αποκτηθεί πάλι. Εδώ η παροιμιώδης φράση έχει συνάμα κυριολεξία: χάθηκε στον αέρα, για να μπορεί να πετά ο αετός στον αέρα). Μένει με ένα (πόδι) το παλληκάρι... Κ όταν τον έβγαλαν στον κόσμο τον εκει πάνω, αμέσως τον Ιβάν τον άφησαν κάτω (οι αετοί), αλλα δέν μπορεί εκείνος να περπατήσει... Τότε γρήγορα γρήγορα ο αετός (που είχε φάει το ποδάρι) το έβγαλε απο το στόματου το ποδάρι (κατα τρόπο θαυματουργικό) καθαρό και ακέραιο, κ τότε, με της Υγείας το Νερό, πήρε ο μεγάλος μεγάλος αετός (ο πιό μεγάλος απο τους 40 εκείνους αετούς προφανώς) κ αμέσως το έκανε ολόγερο (αποκαθιστώνταςτο στο σώμα του Ιβάν)... Ο Ιβάν-μας (απο τον πόνο κ τη λύπη που προφανώς είχε, τότε) απέκτησε χαρά που δέν υπάρχει τρόπος να την περιγράψεις! ...(και) οι αετοι πετούν, πετούν ψηλά (αποχαιρετώντας τον Ιβάν, ενώ) ο Ιβάν-μας στέκεται όρθιος κ γελά (απο ευτυχία)...  

13.

…ΜΥΡδΊιΑ ΠΆΤΥΣ βΓΆΛ ΦΤΙΝΌ,

ΣΤΥ ΦτιΆΛ-Τ, ΤΙΜΉΖΚΥ ΥΡΑΝΌ…

ΚΗ ΉΛιΥΣ ΌΜΥΡΦΑ βΗΓΛΊΖ,

ΚΗ ΤΥΝ ^ΗβΆΝ ΤΟ τΗΝΙΓΉΖ.

Τ ΑΈΡΑ ΟΜΑΛΆ ΧΑιδέβ,

Ν ΚΑΡδΊιΑ-Τ ςέΝΚΑ ΛΑΛΑςέβ…

ΠΥΛΆ ΤΟΣ ΝΊΧΤΙΣ ΚΗ βΡΑδέΣ,

ΑΣ ΣΠΉΤ-Τ ΤΟΣ δΆιΝΙΝ ΝΔΑ ΧΑΡέΣ.

ΚΗ δΆιΝ ΤΟΣ ΛΊΓΥ, ιΆ ΠΥΛΆ,

Σ δΑΦΤΎ-Τ ΤΟΣ ΉΡΤΙΝ Τ ΜΑΧΑΛΆ…

…ΑΧ ΣΠΉΤ-ΤΙΝ τέΖΝΙΝΙ ΜΑΚΡΆ

ΡΑΦΤΆΣ ΚΗ ΉβΡΗΝΙ ΞΑΡΆ:

δΑιΝ ΣΜΆ-Τ, ΤΟΣ ΣΤΆΘΗΝΙ ιΑΛΞΉΣ,

ιΑΡΔΊΜ ΝΑ ΚΆΜ Σ ΣΠΗΤΊ ΤΑ δΛΊΣ…

...μιά μυρωδιά λεπτή βγάζει η γή, πάνω απο το κεφάλιτου (είναι) καθαρός ουρανός... κ ο ήλιος όμορφα κοιτάζει κ τον Ιβάν ακολουθεί (με αγάπη). Ο αέρας απαλά θωπεύει, την καρδιάτου χαρούμενα χαϊδεύει... για πολλές νύχτες κ βραδιές αυτός (ο Ιβάν) βάδιζε για το σπίτιτου χαρούμενος. Κ αφού πήγε, πήγε, δέν ξέρω να σας πώ πόσο (στο πρωτότυπο: "πορεύτηκε λίγο ή πολύ", το στερεότυπο των παραμυθιών), έφτασε στη δικήτου τη συνοικία.... ...απο το σπίτιτου όχι μακριά ζούσε ένας ράφτης, κ (ο Ιβάν) βρήκε την ευκαιρία: πήγε κοντάτου κ έγινε υπηρέτης, να βοηθάει (τον ράφτη) στου σπιτιού τις δουλειές...

14.

…ΑΤΎΤΥ ΌΛΥ ΤΥ ΖΑΜΆΝ,

ΑΣ ΣΠΉΤ ΜΑΝΚΡΆιβΑΝ ΤΥΝ ^ΗβΆΝ.

ΚΗ ΜΆβΡΑ, ΜΆβΡΑ ΦΥΡεΣΉΣ,

ΑΠ ΠΆΝΥ ΦΌΡΝΙΝ ΣΥΡΒΑΔζΉΣ.

ΤΟΣ ΜέΓΑ ΠΡΆΤΖΗΝΙ ΗΡΆ,

ΟΤ ιΌ-Τ ^ΗβΆΝΣ ΦΥΡΚΉΝ ΜΑΚΡΆ…

ΠέΣ ΤΥ ΠΗΓΆδ βΑΘΊ, ΣΚΑΜΒΡΌ,

ΝΔΑ ΈΒΗΝ ΤΟΣ ΝΑ ΠέΡ ΝΕΡΌ.

...εν τω μεταξύ, όλο αυτό το διάστημα, στο σπίτι βογγούσαν θρηνώντας τον Ιβάν. Μαύρα, μαύρα ρούχα φορούσε ο σπιτονοικοκύρης (=ο πατέραςτου), εκείνος κουβαλούσε (=είχε) μεγάλο (ψυχικό) τραύμα που ο γιόςτου ο Ιβάν πνίγηκε μακριά... μές το πηγάδι το βαθύ, το σιχαμερό, όταν μπήκε για να πάρει νερό...

…ΤΑ ΓΆΚΗΣ-Τ τέΧΝΙ ΉΞ ΚΑιΜΌ,

^ΗβΆΝΣ ΟΤ ΠέΣΝΙΝ ΣΤΥ ΧΑΜΌ.

ΚΗ ΑΧ ΤΑ ΠΌΤ δΟ ^ΜΗςΑΚΌΣ,

ΗΝΈΚΑ ΘέΛ ΝΑ ΚΆΜ ΑΤΌΣ,

ΤΥ δΌΚΗΝ ΛΌΓΥ ΤΥΝ ^ΗβΆΝ,

ΠεΣ Τ ΧιΎ, ΣΤΥ ΆΤΧΥ ΤΥ ΖΑΜΆΝ…

ΚΗ ΚΆΘΑ ΜέΡΑ ΖΥΡΛΑΈβ,

ΝΑ ΈΝ ΗΝΈΚΑ-Τ ΤΟΣ ΗΡέβ.

ΤΊ τΉςΗΝ ΜΆΤιΑ ΝΑ ΤΥΝ δΊ,

ΤΙΜΉΖΚΑ ΦΛΆι ΤΙ ΤΥ ΠεδΊ,

ΤΥΚΌ-ΜΑΣ ΤΥΝ ^ΗβΆΝ ΧΑΜΝΌ,

ΤΙΣ ΧΥΤΧΑΡΆιΣΗΝ ΧΤΥ ΧΑΜΌ.

ΜΑ ^ΜΗςΑΚΌΣ ΤΕΚ ΈΝΑ ΚΣέΡ,

ΗΡέβ ΑΤΊΝΑ ΝΑ ΤΙΝ ΠέΡ.

...τα μεγαλύτερα αδέρφιατου δέν έχουν καθόλου στενοχώρια που ο Ιβάν έπεσε στον χαμό. Κ απο τότε ο μεσαίος (γιός) γυναίκατου θέλει να κάνει εκείνην την κοπέλα που έδωσε λόγο στον Ιβάν μές το πηγάδι, εκείνη την ανήλεη ώρα... κ κάθε μέρα (ο μεσαίος γιός) την πιέζει, να γίνει γυναίκατου εκείνος θέλει. Εκείνη δέν είχε μάτια να τον δεί, με αγνότητα περίμενε εκείνη το αγόρι το δικόμας, τον Ιβάν τον καημένο, ο οποίος την έσωσε απο τον χαμό. Αλλα ο μεσαίος (γιός) μόνο ένα ξέρει: θέλει εκείνην (για σύζυγο) να πάρει.

ΚΗ ΤΌΤ, ΝΔΥ δΆΚΡΥ ΤΑΡΑΓΌ,

ΜΥΡΦΎΛΑ ΉΠΗΝ: - ΝΊςΚΥΜ ΓΟ

ΧΑΉΛΣΑ ΆΜΑ-ΠΑ ΝΑ ΚΖΎ,

ΣΤΥΝ ΆΝΔΡΑ, ΔΆΜΑΣ ΓΌ ΝΑ ΖΎ:

ΦΗΣΤΆΝ ΣΗ ΆΜΑ ΝΑ Με ΈβΡΣ,

ΦΗΣΤΆΝ ΑΤΊΤΚΥ ΆΝ Με ΦέΡΣ:

- ΑΧ ΤΑ ΠΣΗΛΆ ΚΗ ΧΤΑ ΜΑΚΡΆ,

ΝΑ ΠΛΈβΝΙ ΆΣΤΡΗΣ ΦΥΣΗΡΆ…

ΠΑΣ ΤΥ ΤΙΜΉΖΚΥ ΥΡΑΝΌ,

ΝΑ ςέΡΗΤ ΉΛιΥΣ ΚΑΤΙΝΌ…

τότε λοιπόν, με δάκρυα ανακατεμένα τα λόγιατης, η όμορφη κοπέλα είπε: θα δεχθώ, κ αμέσως μάλιστα, να παντρευτώ, μαζίσου να ζώ, άν ένα φουστάνι μου βρείς κ μου φέρεις, τέτοιο φουστάνι, στο οποίο επάνω απο ψηλά κ απο μακριά να πλέουν άστρα φωτεινά (και) πάνω στον καθαρό ουρανό να χαίρεται ο ήλιος ολόλαμπρος.

ΑδΌ, ΘΑΡΉΣ-ΚΗ ^ΜΗςΑΚΌΣ,

ΧΑΝΆΤιΑ ΉΦεΡΗΝ, ΤΡΗΛΌΣ.

ΑΣ ΤΥΝ ΡΑΦΤΆ ιΥΡΎΧ ΦΤΙΡΝΊΖ,

ΑτΉ, ΠΥ ^βΆΝιΑΣ ΚΆΜ ιΑΛΞΉΣ.

ΤΟΣ ΠΉιΝ ΚΗ ΛΈ-ΤΥΝ ιΥΡΥΧΤΆ,

ΠΑΡΑΚΑΛΊ-ΤΥΝ δΙΝΑΤΆ:

ΦΗΣΤΆΝ ΝΔΑ ΠΛΎΜιΑ ΘΑΓΜΑΣΤΚΌ,

ΝΑ ΡΆΠΣ Τ ΜΥΡΦΎΛΑ-Τ ΝΙΦιΑΤΚΟ.

ΚΗ ΤΡΉιΑ ΜέΡεΣ δΎι τΗΡΌ,

ΑΝΔέΝΑΣ ΤΟΣ ΝΔΥ ΚΑΦΤΙΡΌ, ετυμολογώ: άν κί ένι, άφες =ει δε μή

ΠΗΤΆι ΠεΡ Τ ΓΎΛΑ-Τ ΠΆΧ Τ ΑΜΒΛΆΤ,

ΠεΣ ΈΝΑ ΤΝΑ, ΠεΣ ΈΝΑ ΣΑΤ…

τότε ο Μεσαίος (γιός) λές κ έβγαλε φτερά ο τρελλός, στον ράφτη ίσια πηγαίνει καλπάζοντας με το άλογο, εκεί όπου ο Βάνιας (Ιβάν) εργάζεται ώς υπηρέτης, πήγε λοιπόν κ του λέει στα ίσια, τον παρακαλεί πολύ: ένα φουστάνι με στολίδια θαυμαστό να ράψει για την όμορφη κοπέλα"του" για νυφικό. Κ τρείς μέρες του δίνει προθεσμία (να το ράψει), ει δε μή εκείνος (ο μεσαίος γιός) με κοφτερό (μαχαίρι) θα του έπαιρνε το λαιμό πάνω απο τους ώμους μέσα σ' ένα λεπτό.

15.

ΡΑΦΤΆΣ δΟ ΠΉΣΥ ΈΜΒΡΥ ΔΡές:

ΒΑΣΜΆ ΑΤΊΤΚΥ τΉδΙΝ, τές…

ΣΤ ΑΤΌΝΑ ΉΡΤΙΝ ΧΉΡ-ΖΑΜΑΝ,

δΟ ΤΊΝΞΚΑ ΉΠΗΝΙ ^ΗβΆΝΣ:

-ΠΥΛΆ ΝΑ ΜΉ ΕςΣ ΣΗ ΚΑιΜΌ,

ΓΛΙΤΌΝΥ ΣέΝΑ ΧΤΥ ΧΑΜΌ.

ΒΑΣΜΆ ΓΟ βΡΉςΚΥ ΘΑΓΜΑΣΤΚΌ

ΚΗ Σ Τ ΌΡΑ-Τ ΡΆΦΤΥ-ΤΥ-ΠΑ ΤΟ.

^ΗβΆΝΣ, ΤΥΚΌΜΑΣ ΤΥ ΠΑΛΚΆΡ,

ΑΦΤΆΜΑΣ ΈβΓΑΛΙΝ ΦΤΥΚΆΡ, το βράδυ

ΤΑ δΌΚΗΝ ΤΌΤΙΣ ΤΥ ΚΥΡΉτσ

ΚΗ ΚΡΎι τσΑΚΌΝ-ΔΥ ΝΔΥ ΞΑΚΞΉτσ |ΞΕΚΥΞ|ίτσι =σφυράκι

ΤΌ Τ ΌΡΑ ΌΜΥΡΦΥ ΦΗΣΤΆΝ,

ΣΤΑ ΜΆΤιΑ-Τ ΦΆΝΑΝ <ΦΆΝΙΝ> - ΣΤΥ ^ΗβΆΝ.

«ΑΧ ΤΑ ΠΣΗΛΆ ΚΗ ΧΤΑ ΜΑΚΡΆ,

ΤΑ ΆΣΤΡΗΣ ΠΛέβΝΙ ΦΥΣΗΡΆ.

ΠΑΣ ΤΥ ΤΙΜΉΖΚΥ ΥΡΑΝΌ,

ΠΛΈβ, ςέΡΗΤ ΉΛιΥΣ ΚΑΤΙΝΌ…»!

ΡΑΦΤΆΣ ΧΑΡΆ δΟ ΜέΓΑ Ές,

ΑΠΉΣΥ ΈΜΒΡΥ ΔΡές ΚΗ ΔΡές.

ΚΗ ΤΥΝ ^ΗβΆΝ ΒΗΡΗτιΑΤΛΈβ

ΚΗ ΝΑ ΤΥΝ ΦΛΊΣ ΞΑΧ ΤΟΣ ΗΡέβ.

ο ράφτης τώρα, πίσω - μπρός τρέχει (απο το άγχοςτου), ύφασμα τέτοιο δέν είδε ποτέτου, δέν έχει... του ήρθε σάν συντέλεια του κόσμου! σ' αυτό το σημείο ήσυχα του είπε ο Ιβάν: "πολύ να μή στενοχωριέσαι, θα σε γλυτώσω απο τον χαμό. Ύφασμα εγώ θα σου βρώ θαυμαστό, κ εγκαίρως θα το ράψω κιόλας". Ο Ιβάν, το δικόμας το παλληκάρι, σάν βράδιασε έβγαλε ένα φουντούκι απο εκείνα που του είχε δώσει τότε η κοπέλα, κ χτυπάει σπάζει ένα με το σφυράκι: την ίδια ώρα ένα όμορφο φουστάνι στα μάτιατου εμφανίστηκε, στον Ιβάν. (ακριβώς όπως η μέλλουσα νύφη είχε παραγγείλει): "απο τα ψηλά κ απο τα μακριά, τα άστρα πλέουν φωτεινά, πάνω στον καθαρό ουρανό πλέει, χαίρεται ήλιος ολόλαμπρος...". Ο ράφτης τώρα χαρά μεγάλη έχει, πίσω - μπρός τρέχει κ τρέχει (απο τον ενθουσιασμότου). Τον Ιβάν ευγνωμονεί (δίνονταςτου ευχές), κ να τον φιλήσει θέλει.

ΚΑΤΛΊΓΥ ΠέΡΑΣΗΝ τΗΡΌΣ,

ΑΠέΣΥ ΈΒΗΝ ^ΜΗςΑΚΌΣ.

- ΜΆ, ΆΠΑΡ, - ΉΠΗΝΙ ΡΑΦΤΆΣ,

«ΓΑΜΒΡΌΣ» ΘΑΓΜΆΣΤΙΝ ΚΗ ΡΥΤΆ:

ΤΟ ΤΊΓΛΥ ΌΜΥΡΦΥ ΦΗΣΤΆΝ,

ΑΣ ΠΎιΥ ΉβΡΗΣ, ΣΉ, ΜΗΔΆΝ?

ΚΗ ΧΑΡΥΜέΝΥΣ ^ΜΗςΑΚΌΣ,

ΣΤ ^ΜΥΡΦΎΛΑ ΈΔΡΑΜΗΝ, ΧΑΜΝΌΣ.

^ΜΥΡΦΎΛΑ ΦΌΡΣΗΝ ΤΥ ΦΗΣΤΆΝ

ΚΗ ΠΆΛΙΣ ΛΈ, ΧΑΒΑΡΣΗΣΤΆΝ:

- ΧΑΉΛΣΑ ΆΜΑ-ΠΑ ΝΑ ΚΖΎ,

ΣΤΥΝ ΆΝΔΡΑ, ΔΆΜΑΣ ΓΟ ΝΑ ΖΎ,

ΦΗΣΤΆΝ ΣΗ ΆΛΥ ΆΝ Με ΤΜΆΣ,

ΑΤΊΤΚΥ, ΆΠΑΡ-ΤΥ ΣΤΥ ΦτιΆΛΣ:

- Ν ΒΑΣΜΆ ΝΑ ΈΝ ΣΑιΌ, ΣΑιΌ. (σαγιάς= είδος πολύτιμου υφάσματος. υπάρχει κοντά στην Πάτρα χωριό Σαγιάδες ή κάπως έτσι, επίσης η λέξη διατηρείται σε κάμποσα επώνυμα όπως Σαγιάς)

ΝΑ ΈΝ ΤΙΜΉΖΚΥ, ιΆΝΔ ΑΦΡΌ.

ΑΠΆΝΥ ΉΛιΥΣ ΝΑ ΛΑΜΒΡΉΖ,

ΑΚΆΤΥ ΠΆΤΥΣ ΝΑ ΧΛιΥΡΉΖ.

ΞΗΞΆΚιΑ ΠΆΤΥΣ-ΠΑ ΛΥΓΆΣ,

ΤΥΝ ΠΆΤΥ ΌΛΥ ΝΑ ΣΞΥΠΆΖ…

Λίγος καιρός πέρασε κ μέσα (στο ραφτάδικο) μπήκε ο Μεσαίος (γιός). -Ορίστε, πάρε, του είπε ο ράφτης. Ο "γαμπρός" εξεπλάγη κ ρωτά: "τέτοιο όμορφο φουστάνι, σε ποιόν τόπο το βρήκες;". Κ χαρούμενος ο Μεσαίος στην όμορφη κοπελιά έτρεξε ο κακομοίρης. Ο όμορφη κοπέλα φόρεσε το φουστάνι κ πάλι του λέει χωρίς να εντυπωσιασθεί: "θα συμφωνήσω, κ αμέσως μάλιστα, να παντρευτώ, μαζίσου να ζώ, άν μου ετοιμάσεις κ ένα άλλο φουστάνι όπως θα σου περιγράψω, βάλ'το καλά στο μυαλόσου: το ύφασμα να είναι σαγιό - σαγιό*, να είναι καθαρό σάν τον αφρό, επάνω ο ήλιος να λάμπει, κάτω η γή να πρασινίζει, κ λουλούδια λογιών λογιών η γή να έχει, λουλούδια όλη τη γή να σκεπάζουν..."

*(σαγιάς= είδος πολύτιμου υφάσματος. υπάρχει κοντά στην Πάτρα χωριό Σαγιάδες ή κάπως έτσι, επίσης η λέξη διατηρείται σε κάμποσα επώνυμα όπως Σαγιάς)

16.

…ΑδΌ, ΘΑΓΜΆΣΤΙΝ ^ΜΗςΑΚΌΣ,

ΧΑΝΆΤιΑ ΉΦεΡΗΝ, τσΑΝΌΣ,

ΑΣ ΤΥΝ ΡΑΦΤΆ ιΥΡΎΧ ΦΤΙΡΝΊΖ,

ΑτΉ, ΠΥ ^βΆΝιΑΣ ΚΆΜ ιΑΛΞΉΣ.

ΚΗ ΛΈ ΑΤΌΣ ΧΑΒΑΡΣΗΣΤΆΝ,

ΝΑ ΡΆΠΣ ΑΤΊΤΚΥ ΠΆΛ ΦΗΣΤΆΝ.

ΚΗ ΤΡΉιΑ ΜέΡεΣ δΎι τΗΡΌ,

ΑΝΔέΝΑΣ ΤΟΣ ΝΔΥ ΚΑΦΤΙΡΌ,

ΠΗΤΆι ΠέΡ Τ ΓΎΛΑ-Τ ΠΑΧ Τ ΑΜΒΛΆΤ,

ΠεΣ ΈΝΑ ΤΝΑ, ΠεΣ ΈΝΑ ΣΑΤ…

ΠΑΛ ΉΡΤΙΝ ΆΤΧΥ ΧΗΡΖΑΜΑΝ

δΟ ΤΊΝΞΚΑ ΛΕ ΝΔΥ ΝΎ ^ΗβΆΝΣ:

- ΠΥΛΆ ΝΑ ΜΉ ΕςΣ ΣΗ ΚΑιΜΌ,

ΓΛΙΤΌΝΥ ΣέΝΑ ΧΤΥ ΧΑΜΌ…

εδώ (σ' αυτό το σημείο της ιστορίας) εξεπλάγη ο Μεσαίος, (ωστόσο) φτερά έβγαλε, ο άμυαλος, στον ράφτη ίσια πηγαίνει καλπάζοντας, εκεί όπου ο Βάνιας (Ιβάν) εργάζεται ώς υπηρέτης, κ λέει ψυχρά (ο Μεσαίος στον ράφτη) να ράψει πάλι ένα τέτοιο φουστάνι (όπως η κοπέλα το περιέγραψε), κ τρείς μέρες του δίνει προθεσμία, ει δε μή με κοφτερό (σπαθί) θα του έπαιρνε το λαιμό πάνω απο τους ώμους μέσα σ' ένα λεπτό... Πάλι του ήρθε σκληρή "ώρα της κρίσεως" (του ράφτη). Τότε ήρεμα λέει με σοφία ο Ιβάν: "πολύ να μή στενοχωριέσαι, θα σε γλυτώσω απο τον χαμό..." 

…ΑΦΤΆΜΑΣ ^βΆΝιΑΣ ΤΥ ΠΑΛΚΆΡ,

τσΑΚΌΝ ΚΗ Τ ΆΛΥ ΤΥ ΦΤΥΚΆΡ.

ΤΌ Τ ΌΡΑ ΌΜΥΡΦΥ ΦΗΣΤΆΝ,

ΑΠ ΠέΣΥ ΚΖέΝ, ΧΑΒΑΡΣΗΣΤΆΝ…

ΚΑΤΛΊΓΥ ΠέΡΑΣΗΝ τΗΡΌΣ,

ΒεΝ ΠέΣΥ ΠΆΛΙΣ ^ΜΗςΑΚΌΣ.

ΤΟΣ ΧΎΝΣΗΝ ΠΉΡΗΝ ΤΥ ΦΗΣΤΆΝ,

ΣΤ ΜΥΡΦΎΛΑ βΡέΘΙΝ ΣΑΒΑΧΤΆΝ.

ΤΊ ΤΥ ΝΙΦιΆΤΚΥ Ές ΣΤΥ ςέΡ-τσ

ΚΗ ΠΆΛΙΣ ΤΌΝΑ ΛΕ: ΣΤΥ ΚΣέΡΣ,

ΧΑΉΛΣΑ ΆΜΑ-ΠΑ ΝΑ ΚΖΎ,

ΣΤΥΝ ΆΝΔΡΑ, ΔΆΜΑ-Σ ΓΟ ΝΑ ΖΎ,

ΦΗΣΤΆΝ ΣΗ ΆΜΑ ΆΝ Με ΦέΡΣ,

ΑΤΊΤΚΥ, ΦΚΡΉΘ ΚΗ ΑΣ ΤΥ ΚΣέΡΣ:

- ΑΧ ΤΑ ΠΣΗΛΆ ΚΗ ΧΤΑ ΜΑΚΡΆ,

ΝΑ ΠΛΈβΝΙ ΆΣΤΡΗΣ ΦΥΣΗΡΆ.

ΑΠΆΝΥ ΉΛιΥΣ ΝΑ ΛΑΜΒΡΉΖ,

ΑΚΆΤΥ ΠΆΤΥΣ ΝΑ ΧΛιΥΡΉΖ.

ΞΗΞΆΚιΑ ΡΌΖΗΣ-ΠΑ ΛΥΓΆΣ,

ΤΥΝ ΠΆΤΥ ΌΛΥ ΝΑ ςΞ]ΥΠΆΣ.

ΚΗ ΈΝΑ τιΆΛΥ-ΠΑ ΝΑ ΈΝ:

ΌΛ ΚΌΖΜΥΣ, ΚΌΖΜΥΣ ΧΑΡΥΜέΝ

ΝΑ ΠιΆΝΙ ςέΡ ΥΖΎΝ-ΥΖΑΧ

ΚΗ ΝΑ ΧΥΡέβΝΙ ΝΔΥ ΗςΤΆΧ…

σάν βράδιασε, ο Βάνιας, το παλληκάρι, σπάζει κ το άλλο το φουντούκι. Την ίδια ώρα ένα όμορφο φουστάνι απο μέσα (απο το φουντούκι) βγαίνει πρίν να καταλάβεις πώς έγινε... Πέρασε λίγος καιρός, μπαίνει μέσα (στο ραφτάδικο) πάλι ο Μεσαίος, όρμησε πήρε το φουστάνι, στην όμορφη κοπέλα βρέθηκε απο το πρωί. Εκείνη το νυφιάτικο φόρεμα έχει στο χέριτης, κ πάλι του λέει: να το ξέρεις, θα συμφωνήσω, κ αμέσως μάλιστα, να παντρευτώ, μαζίσου να ζώ, άν μου φέρεις ακόμη ένα φουστάνι όπως θα σου περιγράψω, άκουσε κ να το ξέρεις: "απο ψηλά κ απο μακριά να πλέουν τα άστρα φωτεινά, επάνω ο ήλιος να λάμπει, κάτω η γή να πρασινίζει, λουλούδια κ τριαντάφυλλα λογιών λογιών την γή όλη να σκεπάζουνε, αλλα κ κάτι ακόμη: όλος ο κόσμος, όλοι οι άνθρωποι χαρούμενοι να είναι πιασμένοι χέρι χέρι κ να χορεύουνε με κέφι..."

17.

…ΑδΌ, ΘΑΡΉΣ, ΠΑΛ ^ΜΗςΑΚΌΣ,

ΧΑΝΆΤιΑ ΉΦεΡΗΝ ΤΡΗΛΌΣ.

ΑΣ ΤΥΝ ΡΑΦΤΆ ιΥΡΎΧ ΦΤΙΡΝΊΖ,

ΑτΉ, ^ΗβΆΝΣ ΠΥ ΚΆΜ ιΑΛΞΉΣ.

ΚΗ ΛΈ ΑΤΌΣ ΧΑΒΑΡΣΗΣΤΆΝ,

ΝΑ ΡΆΠΣ ΑΤΊΤΚΥ ΠΑΛ ΦΗΣΤΆΝ…

ΚΗ ΠΆΛ ΧΤΥ ΜέΓΑ ΤΥ ΚΑιΜΌ,

ΚΗ ΠΆΛ ΧΤΥ ΜέΓΑ ΤΥ ΝιΑΖΜΌ,

ΤΥΝ ΣΥΡΒΑΔζΉ-Τ ^ΗβΆΝΣ ΓΛΙΤΌΝ…

ΤΌΣ ΤΥ ΣΤΕΡΝΌ ΦΤΥΚΆΡ τσΑΚΌΝ.

ΤΌ Τ ΌΡΑ ΌΜΥΡΦΥ ΦΗΣΤΆΝ,

ΑΠ ΠέΣΥ ΚΖέΝ, ΧΑΒΑΡΣΗΣΤΆΝ.

ΠΑΛ ΉΡΤΙΝ ΠΉΡΗΝ-ΔΥ τσΑΝΌΣ,

ΧΤ ΑδΡέΦιΑ, Χ ΤΡΉΣ-ΤΙΝ - ^ΜΗςΑΚΌΣ.

ΚΗ ςέΡΗΤ, ςέΡΗΤ ΝΔΥ ΦΗΣΤΆΝ,

ΣΤ ΜΥΡΦΎΛΑ βΡέΘΙΝ ΣΑΒΑΧΤΆΝ…

 ...εδώ (σ’αυτό το σημείο) ο Μεσαίος, φτερά έβγαλε, ο τρελλός, στον ράφτη ίσια καλπάζοντας πηγαίνει, εκεί όπου ο Ιβάν εργάζεται ώς υπηρέτης, και του λέει (ο Μεσαίος, στον ράφτη) ψυχρά, χωρίς κανένα συναισθηματισμό, να ράψει πάλι ένα φουστάνι καθώς περιγράφηκε... και πάλι απο την μεγάλη δυστυχία και απο το μεγάλο άγχος το αφεντικότου (τον ράφτη) ο Ιβάν γλυτώνει... αυτός το τελευταίο φουντούκι σπάζει· εκείνη την ώρα ένα όμορφο φουστάνι απο μέσα (απο το φουντούκι) βγαίνει πρίν προλάβεις να καταλάβεις πώς έγινε. Πάλι ήρθε το πήρε ο άμυαλος (ο πιό άμυαλος) απο τα αδέρφια, απο τους τρείςτους, ο Μεσαίος. Και χαίρεται, χαίρεται με το φουστάνι, στην όμορφη βρέθηκε πρωί πρωί... (και της το παρουσίασε).

18.

…^ΜΥΡΦΎΛΑ ΝΎΝΣΗΝ: «τές-ΞΑΡΆ,

^ΗβΆΝ-Μ ΝΑ ΈΝ Π ΑδΌ ΜΑΚΡΆ!

ιΆΝ ^ΜΗςΑΚΌΣ ΠεΣ ΈΝΑ ΤΝΑ,

ΑΣ ΤΥΝ ΡΑΦΤΆ ΜΆΤιΑ ΣΚΥΤΝΆ,

ΤΟΣ ΠΉιΝΙΝ ΞΆΛΚΑ ΣΤΥ ΦΗΣΤΆΝ,

ΝΑ ΚΆΜ Αιτσ ΠΌΡΝΙΝ ΤΕΚ ^ΗβΆΝΣ.

ΦΤΥΚΆΡιΑ ΦΉΚΑ-ΤΥΝ ΚΗ ΤΌΣ,

ΝΔΑ ΈΡΚΗΤ ΌΡΑ ΝΑ τσΑΚΌΣ…

…ΚΗ ΌΡΑ ΉΡΤΙΝ. τές-ΞΑΡΆ,

^ΜΥΡΦΎΛΑ ςέΡΗΤΙ ΚΑΡΦΆ.

Η Όμορφη σκέφθηκε: «δέν υπάρχει περίπτωση ο Ιβάν-μου να είναι απο εδώ μακριά! Αφού ο Μεσαίος μέσα σε ένα λεπτό στον ράφτη «μάτια σκοτεινά» (=χωρίς καμιά άλλη σκέψη) πήγαινε γρήγορα (κάθε φορά) για το φουστάνι (και το αποκτούσε), να κάνει τέτοιο πράγμα θα μπορούσε μόνο ο Ιβάν. Φουντούκια (μαγικά) του άφησα ωστε όταν έρθει η ώρα να τα σπάσει... ...κ η ώρα ήρθε, δέν μπορεί να είναι διαφορετικά» (έτσι σκεπτόμενη) η Όμορφη χαίρεται κρυφά.  

19.

…ΑΤΎΤΥ ΌΛΥ ΤΥ ΖΑΜΆΝ,

^ΜΥΡΦΎΛΑ ΦΉΛΑιΝ ΤΥΝ ^ΗβΆΝ,

Αιτσ, ΤΊΓΛΑ ΛΌΓΥ δΌΚΗΝ ΤΊ,

ΠέΣ ΤΥ ΠΗΓΆδ, ΠέΣ ΤΥ βΑΘΊ…

Α ΤΆΤΑ, ΜΆΝΑ ΤΥςΝΙΜέΝ,

ΠΡΑΤΎΝ ΤΙ ΆΜΑ ΑιΑΖΜέΝ απο το |ΑιΑΖ|; =κοκκαλωμένοι απο το κρύο

ΚΗ ΣΗΜΒεΡΝΌ βΑΡΉ ΖΑΜΆΝ, σημερινό

ΧΡΥΝιΆΤΚΥ ΚΆΜΝΙ ΤΥΝ ^ΗβΆΝ…

ΣΥΡέΦΤΑΝ ΧΤ ΌΛΑ ΤΑ ΜΑΡέΣ,

ΧΤΑ ΌΛΑ δΈΚΑ ΜΗΣΑΡέΣ.

ΠΥΛΆ ΤΑ ΛΌιΑ ΑιδΥΝΎΝ,

ΚΗ ΤΊΝΞΚΑ, ΤΊΝΞΚΑ ΤΡΑΓΥδΎΝ…

 ...σ’αυτό όλο το χρονικό διάστημα η Όμορφη περίμενε τον Ιβάν, σύμφωνα με τον λόγο που του έδωσε, μέσα στο πηγάδι εκείνο το βαθύ... Ενώ ο πατέρας, η μάνα λυπημένοι περπατούν σάν παγωμένοι. Και την μέρα εκείνη, την δύσκολη εκείνη ώρα, κλείνουν έναν χρόνο απο τότε που χάσανε τον Ιβάν... (Για τον γάμο δέ που επρόκειτο να γίνει της Όμορφης με τον Μεσαίο γιό) μαζεύτηκαν άνθρωποι απο όλες τις μεριές, απο όλους τους δέκα κεντρικούς δρομους. Πολλά λόγια κελαηδιστά ακούγονται, και ήσυχα ήσυχα οι άνθρωποι (σιγο)τραγουδούν...

20.

…ΣΤΥ ΜέΓΑ, ΜέΓΑ ΚΑΛΥΣΉΝ,

Σ ΤΥΚΌ-Τ ΚΗΡβΌ ΠΑΛΚΑΡΥΣΉΝ,

ΡΑΦΤΆΣ ΚΟΣΤιΎΜ ΡΑΦΤ ΤΥΝ ^ΗβΆΝ,

ΤΟΣ ΦΌΡΣΗΝ – ΉΝΔΥΝΙ ΗΛβΆΝ…

ΤΟ Τ ΌΡΑ βΡέΘΙΝ ΠέΣ Τ ΑβΛΊ-Τ,

ΧΥΛΔΆιΣΗΝ, ΈΛΑΚΣΗΝ ΤΥ ςΚΛΊ-Τ,

ΚΛΑΤέΦΤΙΝ ΣΤΈΡΑ – βΆι, ΗΛβΆΝ, κουλουκεύθην

ΤΥ ςΚΛΊ ΑΓΝΌΡΣΗΝ ΤΥΝ ^ΗβΆΝ!...

ΤΟ ΈΝ ΑΣΛΊ, ΤΟ ΈΝ ΑΣΛΊ –

^ΗβΆΝΣ ΠΡΑΤΊ Σ δΑΦΤΎ-Τ Τ ΑβΛΊ!

ΠΥΠΆΣ ΘΑΓΜΆΣΤΙΝ δΙΝΑΤΆ,

ΚΣΑΠέΛΣΗΝ ΤΟΣ ΝΑ ΤΡΑΓΥδΆ.

ΚΗ ΤΡΑΓΥιδΆΝΤ-ΠΑ ΘΑΓΜΑΖΜέΝ,

βΗΓΛΊΖΝΙ ΆΜΑ ΑιΑΖΜέΝ!

ΚΗ ΚΌΖΜΥΣ βΆΛΝΙ ΜΗΤΑΝΊΣ

ΚΗ ΚΆΘΑ ΉΣ ΗΡέβ ΝΑ ΦΛΊΣ,

ΤΥ ΦΥΡΚΗΖΜέΝΥ ΤΥ ΠΑΛΚΆΡ,

ΤΥ ΚΆΜΝΙ ΣΉΜΥΡΥ ΧΡΥΝιΆΡ.

 ...για την μεγάλη, μεγάλητου την καλοσύνη, για την ακριβήτου την παλληκαριά, ο ράφτης ένα κοστούμι ράβει για τον Ιβάν, (τόσο ωραίο και εντυπωσιακό, που) εκείνος σάν το φόρεσε, ήτανε μεγάλη υπόθεση (μεγάλο γεγονός, ήταν μεγαλείο να τον βλέπεις)... Και την ίδια ώρα βρέθηκε μές την αυλή του σπιτιούτου – αμέσως όρμησε, γάβγισε (επιθετικά) το σκυλίτου, αλλα έπειτα άρχισε να κλαψουρίζει σάν κουταβάκι... ναί, είναι γεγονός, το σκυλί γνώρισε τον Ιβάν!... Είναι λοιπόν αλήθεια, είναι αλήθεια: ο Ιβάν βαδίζει μέσα στην δικήτου την αυλή! (όπου για να τελέσουν γάμο του Μεσαίου με την Όμορφη είχαν έρθει εκτός απο τον πολύ κόσμο και παπάς και τραγουδιστές και μουσικοί). Ο παπάς εξεπλάγη πάρα πολύ, βάλθηκε να τραγουδά. Οι δέ τραγουδιστές και μουσικοί κατάπληκτοι, κοιτάζουνε σάν παγωμένοι! Ο δέ κόσμος, κάνουνε μετάνοιες (γονατίζοντας και αγγίζοντας με το χέρι την γή), και ο καθέναςτους θέλει να φιλήσει το πνιγμένο (καθώς νόμιζαν) το παλληκάρι, που αυτήν τη μέρα κλείνουνε έναν χρόνο απο τότε που τον χάσανε.

21.

…ΑΧ ΤΥ ΑΜέΤΡΗΤΥ Τ ΧΑΡΆ,

(ΝΑ Ές ΤΟ ΆΚΡΑ, τές-ΞΑΡΆ!)

δΟ ΜΆΝΑ, ΤΆΤΑ ΠΑΛΚΑΡΉ,

ΑιΆΣΤΑΝ ΜέΡΑ – ΜΗΣΜΗΡΉ.

ΣΤ ΑΤΊτσ ΤΟ ΚΌΜΑ ΈΝ ΗΛβΆΝ,

ΟΤ ΉδΑΝ ΠΆΛΙΣ ΤΥΝ ^ΗβΆΝ.

ΚΗ δΊ-ΤΙΝ ΈΔΡΑΜΑΝ ΧΑΡςΎ-Τ,

ΚΗ ΦΛΎΝ-ΔΥΝ ΧΝ ΚΎΤΡΑ, ΈΜ ΧΤΥ ΒΓΎΤ.

ΚΗ ΤΥ ΜΑΝΚΡΆιΜΥ ΠΆι ΜΑΚΡΆ,

ΤΌ ΝΑ ΤΥ ΠΉΣ-ΠΑ τές-ΞΑΡΆ…

…^ΜΥΡΦΎΛΑ ςέΡΗΤ ΚΗ βΗΓΛΊΖ

ΚΗ ΤΥΝ ^ΗβΆΝ ΔΡες ΑΝΚΑΛΊΖ…

 ...απο την αμέτρητη χαρά, τέτοια χαρά που δέν μπορεί να έχει όριο, εδώ (σ’ αυτό το σημείο) η μάνα, ο πατέρας του παλληκαριού κοκκάλωσαν μέρα μεσημέρι. Ακόμη προσπαθούν να συνειδητοποιήσουν οτι είδαν πάλι τον Ιβάν. Καί οι δύο έτρεξαν (πήγαν) μπροστάτου, και τον φιλούν στο μέτωπο και στο πηγούνιτου. Και οι πνιχτές φωνές (των γονιώντου, απο εκπληξη και χαρά) φτάνουν μακριά, δέν μπορεί κανείς να το περιγράψει... Η Όμορφη χαίρεται και κοιτάζει (=με χαρά κοιτάζει), και τον Ιβάν τρέχει αγγαλιάζει.

22.

…ΣΤΥ ΚΣέΡΗΤ ΌΛΣΑΣ-ΠΑ ΚΑΛΆ, -

^ΜΥΡΦΎΛΑ ΉΠΗΝ, - ΜΆς-ΑΛΛΆ!

^ΗβΆΝ ΤΑ ΓΆΚΗΣ ^ΜΗςΑΚΌΣ

ΚΗ ΜέΓΑΣ, τιΆΛΥ ΠΑΛΑΛΌΣ,

ΤΥΝ ^βΆΝιΑ ΠέΛΣΑΝ ΣΤΥ ΝΕΡΌ,

ΠέΣ Τ ΧιΎ βΑΘΊ ΚΗ ΈΜ ΣΚΑΜΒΡΌ,

ΜΑ ^βΆΝιΑΣ ΉβΡΗΝΙ ΞΑΡΆ,

βΑΡΉ-ΠΑ Ν ΉΤΥΝ, τές-ΞΑΡΆ!

ΤΑ ΓΆΚΗΣ-Τ ΝΑ ΠΥΤΊΣ ΝΕΡΌ,

ΤΙΜΉΖΚΥ, ΚΡΉιΥ, ΑβΥΡΓΌ…

... «να το ξέρετε όλοισας καλά», άρχισε να λέει η Όμορφη, «Θεός να φυλάει! Του Ιβάν τα μεγαλύτερα αδέρφια, ο Μεσαίος, και ο Μεγάλος, ακόμα πιό παλαβός, τον Βάνια (Ιβάν) έστειλαν για νερό μές το πηγάδι που ήταν βαθύ και σιχαμερό, και ωστόσο ο Βάνιας βρήκε τρόπο, μ’όλο που ήταν αφάνταστα δύσκολο! στους αδερφούςτου να δώσει να πιούν νερό καθαρό, κρύο, δροσερό...

…ΓΡΑδΆΡΚΣΗΝ, ΉΠΗΝ-ΔΑ Τ ΑΣΛΊ

ΞΆΧ ΠςΉΡΣΗΝ ΈΛΑΚΣΗΝ ΤΥ ςΚΛΊ.

ΤΟ ΤΊΓΛΑ ΓΆΚΑ-Τ ΝΔΥ ΣΠΑΘΊ,

ΔΥΓΡΆιΣΗΝ ΈΚΥΠΣΗΝ ΤΥ ςΚΝΊ.

ΖΥΡΛΊδΚΑ ΤΊΛΑΓΑ ^ΗβΆΝΣ,

ΚΡΗΜΉΝ ΠεΣ Τ ΧιΎ ΧΑΒΑΡΣΗΣΤΆΝ…

βΑι ΣΗ ^ΗβΆΝ, ΤΥΚΌΜ ^βΑΝέΚ,

ΣΤΥ ΦτιΆΛ-Μ ΖεΡ ΠΌΡΝΙΝ ΤΟΤ ΝΑ ΔΌΚ,

ΣΗ ΜέΝΑ ΝΑ ΧΥΤΧΑΡΑΉΣ,

Α ΣΉ, ΠέΣ Τ ΧιΎ Αιτσ ΝΑ ΧΑΘΊΣ?!

ΤΊ ΈΝ ΤΥ ΈΚΑΜΗΤ, ΧΑΜΝΊ?!

ΓΟ ΧΎΛΖΑ ΆΜΑ ΠΑΛΑΛΊ,

ΜΑ ΤΊ Με ΈδΙΚΣΑΝ ΓΥΡΘΊ,

ΜΗ ΛΈΓΥ ΣΤ ΧΌΡΑ ΓΌ Τ ΑΣΛΊ,

ΑΝ ΔέΝΑΣ ΆΜΑ, Σ ΈΝΑ ΣΆΤ, ει δε μή

ΤΥ ΦτιΆΛ-Σ ΜΗΣ ΠέΡΥΜ ΠΑΧ Τ ΑΜΒΛΆΤ…

 ...τα έβαλε (τα γεγονότα) στη σειρά, τα είπε όπως πραγματικά έγιναν –μέχρι και το σκυλί άρχισε γάβγιζε (απο τη συγκίνηση)- το πώς ο μεγάλος αδερφόςτου με το σπαθί χτύπησε έκοψε το σκοινί βίαια, το πώς ο Ιβάν έπεσε μές το πηγάδι χωρίς να το πάρει είδηση... άχ, εσύ, Ιβάν, Ιβανάκο-μου (στο πρωτότυπο: «Βανιόκ», διπλό υποκοριστικό: απο Ιβάν Βάνια και απο Βάνια Βανιόκ), πού να το φανταζόμουν τότε οτι εμένα θα έσωζες και εσύ μές το πηγάδι με τέτοιον τρόπο θα χανόσουν;! Τί είναι αυτό που κάνανε, κακομοίρηδες;! Εγώ φώναζα σάν παλαβή, αλλα αυτοί μου έδειξαν γροθιά (απειλώνταςμε) να μήν πώ στο χωριό την αλήθεια, γιατί τότε αμέσως, στο λεπτό (έλεγαν) «το κεφάλισου θα πάρουμε απο τους ώμους»...

23.

ΚΥΝΔΌ ΤΥ ΛΌΓΥ-ΜΑΣ ΑΣ ΈΝ,

ΤΑ ΓΆΚΗΣ-Τ ΣΤΊΚΝΙ ΑιΑΖΜέΝ.

δΟ ΠΆΠΥΣ ΉΠΗΝ ΑΠ ΧΥΛΊΣ:

- ΑΣ ΤΑ ΑΧΜΆΧΚΑ-ΣΑΣ ΤΑ δΛΊΣ,

ΠΡΑΤΈΤ ΧΤΑ ΜΆΤιΑ-Μ ιΑΧ – ιΑΧΤΆΝ,

Ο, ΧΉΡΖΑΜΑΝ, Ό, ΧΉΡΖΑΜΆΝ!

 Κοντός ο λόγοςμας ας είναι (=για να μήν πολυλογούμε), τα μεγάλα αδέρφιατου στέκονται παγωμένοι. Σ’ αυτό το σημείο ο παππούς (=ο πατέραςτους) είπε χωλωμένος: «για τα ανόητα πράγματα που κάνατε, φύγετε απο τα μάτιαμου, πάρτε δρόμο! Ώ, ώρα της κρίσης, ώ συντέλεια του κόσμου!

24.

…ΤΥ ΠΣέΜΑ ΞΆΛΚΑ ΠΗΡΗΛΊΝ:

^ΗβΆΝΣ ΣΤΑ ΓΌΝΑΤΑ ΚΡΗΜΉΝ –

ΣΤΥ Ν ΤΆΤΑ-Τ ΈΜΒΡΥ. ιΥΡΥΧΤΆ

ΤΑ ΠΆιΘΑ ΌΛΑ-ΠΑ ΑΤΆ,

ΓΡΑδΆΡΣΗΝ ΉΠΗΝ-ΔΑ Τ ΑΣΛΊ,

ΞΑΧ ΠΆΛΙΣ ΓΉΡΝΙΚΣΗΝ ΤΥ ςΚΛΊ…

…δΟ ΤΆΤΑ-Τ ΉΠΗΝ ΤΥΝ ΠΥΠΆ:

^ΜΥΡΦΎΛΑ ιΆΝ ΔΥΝ ΑΓΑΠΆ,

ΚΗ Τ ΈΝΑ ΝΤ ΆΛΥ ΑΓΑΠΎΝ,

ΧΡΥΝιΆΤΚΥ ΚΛΌΣΗΤΥ ΔΥΓΚΎΝ.

ΣΤΙΦΆΝΥ-τσ ΆΜΑ, ΤΌ ΤΥ ΣΆΤ,

ΚΗ ΚΣέΡΗΤ, ΚΌΖΜΥ, ΌΛ ΗΛΆΤ,

ΤΡΑΓΌδΑ Σ ΠιΆΚΥΜ ιΥΡΤιΑΝΆ,

ΑΣ ςΗΝΚΛΑΉΣΥΜ ΣΑΑΤΝΆ,

ΚΗ τέΝ ΠΥΛΆ δΟ ΝΑ ΝΥΝΊΣ,

Αιτσ, ΤΙΓΛΑ ΉΠΗΝ ΣΥΡΒΑΔζΉΣ:

ΧΡΥΝιΆΤΚΥ ΈΚΛΥΣΑΝ ΔΥΓΚΎΝ,

ΟΛ ΚΌΖΜΥΣ ςέΡΝΙ ΚΗ ΠΡΑΤΎΝ…

 ...το ψέμα γρήγορα ξετυλίγεται: ο Ιβάν στα γόνατα έπεσε – στον πατέρατου μπροστά. Στη συνέχεια, τα πάθιατου όλα εκείνα τα έβαλε στη σειρά τα διηγήθηκε όπως πραγματικά έγιναν, ώσπου και πάλι γρύλισε το σκυλί... ...τότε ο πατέραςτου είπε στον παπά: η Όμορφη αφού τον αγαπά, (όπως και ο γιόςμου την αγαπά), δηλαδή ο ένας τον άλλο αγαπούν, άς γίνει γιορτή που να κρατήσει έναν ολόκληρο χρόνο. Στεφάνωσετους αμέσως, αυτήν την ώρα, και όλοι ακούστε: θέλω να είστε γελαστοί, άς πιάσουμε τραγούδια γιορτινά και άς γλεντήσουμε. Εδώ δέν χρειάζεται πολλή σκέψη: έτσι καθώς είπε ο σπιτονοικοκύρης, για έναν ολόκληρο χρόνο έστησαν γιορτή, όλοι οι άνθρωποι χαρούμενοι περπατούν...

25.

…ΣΧΥΡέΦΤΙΝ ΤΆΤΑ-Τ, ΜΆΝΑ-Τ τέΝ,

ΤΑιΦΆ ^ΗβΆΝΣ Ες – ΜεΓΑΛΈΝ…

ΤΑ ΓΆΚΗΣ-Τ δΆβΑΝ ιΑΧ – ιΑΧΤΆΝ

ΚΗ ΆΛΥ τΉΡΣΑΝ ΣΤΥΝ ^ΗβΆΝ…

^ΗβΆΝΣ Ν δΑΦΤΎ-Τ ΤΥ ΞΑΠΗΚΛΊΧ,

ΑΡΤΡΆιΣΗΝ τιΆΛΥ ΣΥΡΒΑΔζΛΊΧ.

…ΑΤΌΝΑ ΚΌΖΜΥΣ ΌΛ ΜεΤΡΎΝ,

ΟΤ ΈΝ ΠΑΛΚΆΡΣ ΤΟΣ – ΑΓΑΠΎΝ…

  …συγχωρέθηκε ο πατέραςτου, η μάνατου δέν είναι (πιά στον κόσμο),οικογένεια ο Ιβάν έχει, (και) μεγαλώνει... τα μεγαλύτερα αδέρφιατου πήραν δρόμο, έφυγαν, και δέν ξαναγύρισαν πιά στον Ιβάν... Ο Ιβάν με τη δικήτου την ικανότητα αύξησε κι άλλο την κυριότητατου (περιουσία και κύρος). ...οι άνθρωποι όλοι τον σέβονται, επειδή είναι γενναίος τον αγαπούν...

26.

ΗΛΒΈΤ, ΑΤΎΤΥ ΈΝ ΜΑΣΆΛ, |ΕΛΒΕΤ|, ετούτο ένι |ΜΑΣΑΛ|, (|ΜΑΣΑΛ| απο αραβική ρίζα msl που σημαίνει ομοιότητα, αναλογία, μεταφράζεται άλλοτε «μύθος», άλλοτε «αλληγορία», προτιμώ να το πώ «παραβολή»)

ΜΑ ΣΉΣ ΜΉ βΓΆΛΙΤ ΑΧ ΤΥ ΦτιΆΛ… μα σείς μή βγάλλετε εκ το κεφάλι…

βεβαίως, αυτό είναι παραβολή,

αλλα εσείς μή την βγάλετε απο το κεφάλι(σας).

ΧΌΡΑ ^ΣΑΡΤΑΝΆ) 1988.

 

Με αυτά τα λόγια τελείωνει ο δεύτερος και τελευταίος τόμος του έργου ΚΑΛΥΣΗΝ (καλοσύνη) του Σαρτανιώτη Ρωμιού Λεόντιου Κυριάκοβ. Η ηλεκτρονική καταγραφή με ελλαδίτικα γράμματα ολοκληρώθηκε στα μέσα του Οκτώβρη 2006. Ελάχιστα μπορούσα να διαβάσω απο το έργο χωρίς να το αντιγράφω ταυτόχρονα. Αφού το αντέγραψα ολόκληρο, το κατάλαβα και ολόκληρο, μ’ όλο που κάποιες λέξεις χρειάζονται ακόμη έρευνα – το νόημα ωστόσο μου είναι παντού σαφές. Τώρα, όσο έχω τον χρόνο προς τούτο, πρώτα ο Θεός, θα δώσω σε όλα τα ποιήματα «γλωσσική αναβάθμιση» του κάθε στίχου και πιστή μετάφραση της κάθε στροφής.

Τί πρέπει άλλο να γίνει, σημείωσα στην αρχή της εργασίαςμου για τον πρώτο τόμο. Επικολλώ και εδώ απόσμασμα απο επιστολήμου σε παλιόμου καθηγητή του πανεπιστημίου:

Το ζήτημα στην Ουκρανία είναι να διατηρηθεί ό,τι μπορεί απο τη γλώσσα· άν προσπαθήσουμε να αλλάξουμε τη γραφή που έχουν χρησιμοποιήσει, θα απομονώσουμε τα ώς τώρα γραπτά της γλώσσας, θα επιβάλλουμε μιά ορθογραφία πρακτικώς αδύνατον να τη μάθουν και θα είναι η χαριστική βολή για τη γλώσσατους. Κάποιες βελτιώσεις μπορούμε να προτείνουμε, ήτοι την αντικατάσταση του тъ με ѳ και του дъ με ѕ, ακόμη και την χρήση του ќ αντί για ть (πρόσθιο κ), ωστόσο το μόνο απαραίτητο είναι να διακρίνουν πάντοτε το т απο το ть, και το д απο το дь (πρόσθιο γκ) γιατί μερικές φορές στη γραφή τα συγχέουν, σε αυτό δέν φταίει η γραφή αλλα εκείνοι που τη χρησιμοποιούν.

Το να πάνε δάσκαλοι απο την Ελλάδα να διδάσκουν στην Ουκρανία ελληνικά, δέν γίνεται μέχρι σήμερα, το ξέρω γιατί παρακολουθώ τα έγγραφα που έρχονται κάθε χρόνο προκηρύσσοντας θέσεις διδασκαλίας της Ελληνικής στο εξωτερικό (ο ίδιος έχω κάνει 5 χρόνια στην Αυστραλία), τέτοιες θέσεις στην Ουκρανία δέν βρίσκονται. Και ούτε χρειάζονται, πιό πολύ κακό θα έκανε να διδάσκουμε την Ελληνική, τουλάχιστον με τον παραδοσιακό τρόπο, γιατί τα παιδιά είναι παντού τα ίδια, και στην Αυστραλία, που μιλώ εκ πείρας, μόνο μισητή που καταφέραμε να κάνουμε την Ελληνική, πληρώνοντας ουκ ολίγον ελληνικό συνάλλαγμα για μισθούς & βιβλία.

Προτάσεις για το τί θα έπρεπε να γίνει έχω στην ιστοσελίδα http://users.sch.gr/ioakenanid/leontijkyrjakov.htm που θα μπορείτε να τη δείτε τώρα που έχετε τους βοηθούς για πλοήγηση στο διαδίκτυο, συνοψίζω πως θα πρέπει να γίνει ένα λεξικό της προκοπής για τη ρωμαίικη γλώσσα, που δέν έχει γίνει. Αληθινά επιστημονικό λεξικό, με πλούσιο υλικό έχει γίνει για την Urum, την Κριμαϊκή Τουρκική όπως τη μιλούν οι εκεί τουρκόφωνοι Έλληνες, το οποίο λεξικό αποτελεί υπόδειγμα να γίνει και για τη Ρωμαίικη.

Επιπλέον, πρέπει να καταγραφεί όλη η ρωμαίικη λογοτεχνία που έχει γραφεί ώς τώρα (ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΩΝ ΡΩΣΙΚΩΝ ΚΛΠ ΕΡΓΩΝ ΣΤΗ ΡΩΜΑΙΙΚΗ), είτε καλής είτε κακής ποιότητος – την ποιότητα κρίνει ο αναγνώστης, καί σε ηλεκτρονική μορφή στο διαδίκτυο, με δυνατότητα να προσθέτει ο κάθε Ρωμιός (ακόμη κι άν είναι «ψώνιο»!) το λογοτέχνηματου. Σε μιά τέτοια καταγραφή μπορεί κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί το σύστημα μεταγραφής που προτείνω, το οποίο είναι κατ’ ουσίαν ένα αλφάβητο ταυτοχρόνως ελλαδικό και κυριλλικό, σχεδόν άμεσα κατανοητό καί απο τους Ελλαδίτες καί απο τους χρήστες του κυριλλικού.

Να διατηρηθούν και να συντονισθούν οι υπάρχουσες (αλλα κάποιες ήδη παρατημένες) ηλεκτρονικές ιστοσελίδες των Ρωμιών, με προσθήκη ενός ηλεκτρονικού φόρουμ για μεταξύτους επικοινωνία.

Να δημιουργηθεί ηλεκτρονική μηχανή μετάφρασης που να περιλαμβάνει όχι μόνο όλες τις λέξεις αλλα και όλους τους λεκτικούς τύπους που έχουν βρεθεί στη Ρωμαίικη.

Να λειτουργήσουν προγράμματα “homestay”, κατα τα οποία παιδιά ομογενών θα φιλοξενούνται για ένα έτος μέσα σε μιά ελληνική οικογένεια στην Ελλάδα – οι ομογενείς θα καλύπτουν τα έξοδα μετακίνησης, η ελληνική οικογένεια τα έξοδα διαβίωσηςτους, πράγμα που δέν θα κοστίσει σχεδόν τίποτε στο ελληνικό κράτος, θα έχει όμως αποτέλεσμα μεγάλη αναθέρμανση της σχέσης με τον Ελληνισμό.

Στη Μαριούπολη λειτουργεί σχολή μεταφραστών, της οποίας οι φοιτητές (οι περισσότεροι μή ελληνικής καταγωγής) μαθαίνουν αξιοθαύμαστα την ελληνική γλώσσα. Μέχρι τώρα η σχολή αυτή, απο ό,τι έχω καταλάβει, απασχολείται με τις εμπορικές σχέσεις με την Ελλάδα καθότι η περιοχή με παράδοση στην χαλυβουργία και ανθρακωρυχία προσκαλεί ξένες επενδύσεις, καθώς επίσης και με τις σχέσεις Ελλήνων και Ουκρανών σε νομικό επίπεδο, νομίζω όμως πως μπορεί να επεκταθεί και σε θέματα Ελληνικής λογοτεχνίας που δέν μπορεί να μή συγκινεί όλους τους ξένους, καθώς και σε θέματα διατήρησης της ελληνικής παράδοσης (γλώσσας, μουσικής, χορού, τέχνης εν γένει) στην Ουκρανία.

(Ο Κ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΜΟΥ ΑΠΑΝΤΗΣΕ ΟΤΙ ΑΞΙΟΛΟΓΟ ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙ ΣΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΗΣ ΣΥΜΦΕΡΟΠΟΛΗΣ - СІМФЕРОПОЛЬ)

Για να έρθω στα κατ’ εμέ, δοκίμασα να πείσω έναν εκδότη τοπικής εφημερίδας να δημοσιεύει κάθε μέρα ένα ποίημα ρωμαίικο, αλλα τα αρκετά μεγάλα ποιήματα μαζί με την «γλωσσική αναβάθμιση» και τη μετάφρασήτους πιάνουν το καθένα μιά σελίδα tabloid εφημερίδας, όπερ άτοπον. Σκέφτομαι οτι θα μπορούσε μιά εφημερίδα να δημοσιεύει κάθε μέρα ένα τετράστιχο, αυτό είναι πρακτικώς άνετο, δέν δημιουργεί κανένα πρόβλημα. Θα μπορούσατε να προτείνετε σε κάποια εφημερίδα να δημοσιεύει καθημερινά ένα τετράστιχο, ή εβδομαδιαίο περιοδικό σε κάθε τεύχος ένα ποίημα;

click to return to home page. 

42  49   2    8

 7    3  46  45

48  43   9    1

4     6  44  47