Αυγ 07 2020

Το χαμένο κλειδί

Ο Αντώνης άνοιξε τα μάτια και πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι. Έφτασε επιτέλους η μεγάλη μέρα, η μέρα που ξεκινούν οι διακοπές. Πήγε τρέχοντας στην κουζίνα, όπου οι γονείς του έπιναν ήρεμα τον καφέ τους και τους κοίταξε με μάτια ορθάνοιχτα.

– Άντε φτάνει ο καφές, φορτώνουμε το αμάξι. Ο παππούς θα περιμένει!!!

Οι γονείς του γέλασαν με την ανυπομονησία του μικρού και του έκαναν το χατίρι. Λίγο πριν το μεσημέρι είχαν φτάσει στο χωριό. Ο Αντώνης κατέβηκε από το αμάξι κι έτρεξε στην αγκαλιά του παππού, που τον περίμενε ήδη στην αυλή δίχως να μπορεί να κρύψει τη χαρά του. Αφού είπαν τα νέα τους, ο Αντώνης τον κοίταξε με συνωμοτικό ύφος:

– Άντε τρέχα, του είπε ο παππούς. Όλοι είναι εδώ!

Ο Αντώνης έφυγε τρεχάτος για την πλατεία με τη μαμά πίσω του να φωνάζει:

– Μην αργήσεις! Σε λίγο τρώμε!

– Καλααααααά!!

Έφτασε στην πλατεία κι είδε την παρέα! Είχαν έρθει όλοι και φέτος! Ο Παναγιώτης, η Μαρίνα, ο Κώστας, ο Γιώργος και η Ιφιγένεια.

– Πού είσαι βρε Αντώνη;

– Λέγαμε δε θα’ ρθεις.

– Επιτέλους!

Τα παιδιά ενώθηκαν με τον Αντώνη και ήταν σα να μην πέρασε μια μέρα από το προηγούμενο καλοκαίρι.

– Λοιπόν, τι θα κάνουμε σήμερα; ρώτησε ο Αντώνης.

– Ακούστε! είπε ο Παναγιώτης. Εδώ παραπάνω είναι ένα σπίτι που πρέπει να είναι πολύ καιρό εγκαταλελειμμένο. Τι λέτε; Πάμε να το εξερευνήσουμε;

– Φύγαμε!

Τα παιδιά έτρεξαν όλα μαζί κι αφού έφτασαν στο σπίτι, έμειναν για λίγο να το κοιτάζουν πλάθοντας το καθένα τη δική του ιστορία στο μυαλό του.

– Τι λέτε; Μπαίνουμε; είπε η Μαρίνα.

Προχώρησαν στην αυλή, κοίταξαν τριγύρω κι έφτασαν στην είσοδο. Ο Παναγιώτης άγγιξε το πόμολο και η πόρτα ήταν ανοιχτή. Τα παιδιά μπήκαν μέσα για να διαπιστώσουν ότι το σπίτι ήταν σίγουρα εγκαταλελειμμένο… από τους ανθρώπους, γιατί αράχνες ζούσαν μπόλικες εκεί. Όλες οι πόρτες είχαν επάνω κλειδιά, αλλά δε χρησίμευαν, ήταν όλες ανοιχτές.

Κάποια στιγμή ακούστηκε η φωνή του Γιώργου.

– Ε! Παιδιά , ελάτε να δείτε.

Τρέξανε και βρέθηκαν μπροστά σε μια κλειστή πόρτα.

– Δεν ανοίγει! είπε ο Γιώργος.

– Δεν έχει κλειδί αυτή; ρώτησε ο Αντώνης.

– Έψαξα αλλά δεν το βρήκα.

– Περίεργο, έκανε η Ιφιγένεια. Η μοναδική που δεν έχει.

Τα παιδιά κοίταξαν τριγύρω αλλά δε βρήκαν τίποτα. Ξάφνου ο Κώστας πετάχτηκε.

– Πέρασε η ώρα! Πάμε! Θα μας ψάχνουν και ποιος τους ακούει.

– Θυμηθείτε να ρωτήσετε για τον ιδιοκτήτη και τα λέμε το απόγευμα, έκανε ο Παναγιώτης.

Όλοι έτρεξαν σπίτι. Αφού έφαγαν ο Αντώνης έκατσε στην αγκαλιά του παππού και έκλεισε τα μάτια του να ξεκουραστεί. Πετάχτηκε σα να τον τσίμπησε σφήκα.

– Τι έπαθες; έκανε απορημένος ο παππούς.

– Παππού, στο έρημο σπίτι λίγο έξω από το χωριό ποιος έμενε;

– Πού λες;

– Σε εκείνο το σπίτι… κοντά στο ποταμάκι… δίπλα στο μεγάλο πλάτανο ντε!

– Αααα…λες για το σπίτι του Γιάννη.

– Του Γιάννη; Τον ξέρεις;

– Φυσικά! Μαζί μεγαλώσαμε!. Εδώ γεννήθηκε, μεγάλωσε, παντρεύτηκε, έκανε δικά του παιδιά. Τα παιδιά του έφυγαν από το χωριό κι αυτός ζούσε εδώ με τη γυναίκα του μέχρι που την έχασε. Στο μεταξύ αρρώστησε, οπότε ήρθε η κόρη του και τον πήρε κοντά της στην Αθήνα, για να μην τον έχει έγνοια μοναχό του εδώ.

– Κι έχει πολλά χρόνια που λείπει;

– Καμιά δεκαριά!

– Γι’ αυτό δεν τον θυμάμαι.

– Πού να τον θυμάσαι βρε σπόρε! Δε μου είπες όμως γιατί ρωτάς;

– Α! Τίποτα… τίποτα… έκανε αθώα ο Αντώνης.

Σε ένα λεπτό ρώτησε πάλι:

– Παππού…εσύ γιατί δεν έρχεσαι να μείνεις μαζί μας να μη σε έχουμε κι εμείς έγνοια εδώ μονάχο σου;

– Γιατί εγώ είμαι γερός σαν ταύρος και το σπίτι μου δεν το αφήνω! Κι αν δεν πιστεύεις τη δύναμη μου, θα σε σηκώσω στον αέρα και θα σε γαργαλήσω και μετά θα σε στριφογυρίσω…

– Σε πιστεύω, φώναξε ο Αντώνης και λαγοκοιμήθηκε στην αγαπημένη αγκαλιά.

Το απόγευμα πήγε τα νέα στους φίλους του οι οποίοι πάνω κάτω είχαν τις ίδιες πληροφορίες. Μέχρι να πάνε για ύπνο συζητούσαν για το τι μπορεί να υπήρχε πίσω από την πόρτα.

– Λέτε κάποιος θησαυρός; είπε η Μαρίνα/

– Μπα! Και θα τον άφηνε;

– Μήπως μια σπουδαία εφεύρεση;

– Και γιατί να την έχει κλεισμένη εκεί τόσα χρόνια;

– Μήπως κάποιο τέρας; έκανε ο Γιώργος που είχε την πιο ζωηρή φαντασία.

– Τι λες μωρέ;

– Ουφ! Παραδίνομαι! είπε η Ιφιγένεια.

Τα παιδιά συμφώνησαν να σταματήσουν τις εικασίες, αλλά το ίδιο βράδυ όλα είδαν στο όνειρό τους το δωμάτιο, ο καθένας με το δικό του φανταστικό περιεχόμενο.

Το επόμενο πρωί το θέμα είχε κιόλας ξεχαστεί και τα παιδιά απολάμβαναν τις καλοκαιρινές τους διακοπές με την ξεγνοιασιά και τη ζωηράδα που τους αρμόζει.

Ώσπου μια μέρα, λίγο πριν το τέλος των διακοπών τα παιδιά άραζαν τεμπέλικα δίπλα στο ποτάμι. Ξαφνικά ένα αυτοκίνητο έστριψε και κατευθύνθηκε στο έρημο σπίτι. Η παρέα άφησε λίγη ώρα να περάσει και έπειτα γεμάτη περιέργεια πλησίασε το σπίτι. Είδαν από το παράθυρο μια γυναίκα να τριγυρνάει μέσα και κάποια στιγμή ψάχνοντας κάτι στην τσάντα της πήγε προς την κλειδωμένη πόρτα. Έβγαλε ένα κλειδί και το έβαλε στην κλειδαριά.

– Το χαμένο κλειδί, ψιθύρισε ο Κώστας.

Τα παιδιά τεντώθηκαν μήπως και μπορέσουν να διακρίνουν το περιεχόμενο του δωματίου αλλά μάταιος κόπος. Έτσι όπως σπρωχνόντουσαν όμως για να βολευτούν, παραπάτησε ο Γιώργος, έπεσε πάνω στη Μαρίνα, που έσπρωξε τον Παναγιώτη που στεκόταν πίσω από τον Κώστα, που έριξε την Ιφιγένεια πάνω στον Αντώνη, που έπεσε φαρδύς πλατύς στο χολ της εισόδου. Η γυναίκα τρόμαξε και πετάχτηκε να δει τι συμβαίνει. Είδε τα κατακόκκινα από ντροπή μάγουλα του Αντώνη και τα υπόλοιπα παιδιά σαν τις βρεγμένες γάτες να έχουν σκύψει αμίλητοι τα κεφάλια.

– Και…ποιοι είστε εσείς;

– Μας συγχωρείτε πολύ για την ενόχληση, πήρε το λόγο η Ιφιγένεια. Είμαστε παρέα και κάνουμε διακοπές σε αυτό το χωριό όπου μένουν οι παππούδες και οι γιαγιάδες των περισσότερων.

– Έτυχε να προσέξουμε τόσο καιρό ότι το σπίτι δεν κατοικείται και μας έκανε εντύπωση που ήρθε κάποιος, είπε ο Αντώνης.

– Μας είπαν ότι σε αυτό το σπίτι έμενε ο κύριος Γιάννης.

– Ναι, έκανε η γυναίκα. Είναι ο πατέρας μου…ή μάλλον ήταν. Έχει ένα μήνα που τον χάσαμε και ήρθα να αδειάσω το σπίτι γιατί σκέφτομαι να το πουλήσω. Όσο ζούσε δε με άφηνε να το πειράξω γιατί έλεγε ότι μια μέρα θα γυρίσει!

– Κρίμα, είπε η Μαρίνα.

– Ναι, έκανε και η γυναίκα που την είχαν κερδίσει πολύ τα παιδιά. Σας στεναχώρησα, τους είπε, αλλά ξέρω ένα τρόπο να σας φτιάξει τη διάθεση. Ο πατέρας μου σε αυτό το σπίτι φυλούσε…θησαυρό.

– Σας το’ πα!!!! έκανε η Μαρίνα.

– Πώς είπες; έκανε η γυναίκα.

– Τίποτα…τίποτα..έκανε η Μαρίνα τρίβοντας το χέρι της από την ξεγυρισμένη σκουντιά του Κώστα.

– Θέλετε να δείτε;

Όλοι κούνησαν καταφατικά το κεφάλι τους. Μπήκαν στο δωμάτιο κι έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Παντού γύρω τους υπήρχαν παιχνίδια. Τα τελειότερα παιχνίδια από ξύλο που είχαν δει.

– Ο πατέρας μου ονειρευόταν ότι μια μέρα θα έπαιζαν όλοι με τα παιχνίδια του. Τα έφτιαχνε με πολύ ζήλο και μεράκι. Μετά τον πήρα στην Αθήνα, χώρος να τα κουβαλήσουμε όλα αυτά δεν υπήρχε, οπότε τα κράτησε καλά φυλαγμένα εδώ, κουβαλώντας πάντοτε το κλειδί του συγκεκριμένου δωματίου πάνω του.

– Είναι υπέροχα! Έκαναν τα παιδιά.

– Είναι, πραγματικά! Θα πάνε χαμένα όμως…Τα δικά μου παιδιά έχουν μεγαλώσει και δεν μπορώ με τίποτα να κουβαλήσω όλα αυτά πίσω στο σπίτι. Ίσως κανα- δυο για ενθύμιο. Τα υπόλοιπα μάλλον θα πεταχτούν… Εκτός κι αν…, έκανε και φωτίστηκε το πρόσωπό της. Εμπρός παιδιά μοιραστείτε τα! Πάρτε τα δικά σας κι έτσι ούτε χαμένα θα πάνε και θα πραγματοποιηθεί και η επιθυμία του πατέρα μου!

Τα παιδιά δεν πίστευαν στην τύχη τους. Δεν περίμεναν να το πει δεύτερη φορά. Μοίρασαν τα παιχνίδια, ευχαρίστησαν τη γυναίκα και γύρισαν χαρούμενα στο σπίτι. Οι γονείς τους σάστισαν βλέποντας τα παιδιά τους φορτωμένα με όλα αυτά τα παιχνίδια, αλλά όταν τους είπαν την ιστορία οι παππούδες τους κατάλαβαν, γιατί ήξεραν το μεράκι του συγχωριανού τους. Ήταν τα ωραιότερα παιχνίδια που είχαν παίξει ποτέ κι αν και δεν είχαν γνωρίσει ποτέ τον κύριο Γιάννη, ένα ήταν σίγουρο…ότι θα τον θυμόντουσαν για πάντα!

Αφήστε μια απάντηση

Your email address will not be published.