κινδυνεύειν: απαρέμφατο παρακειμένου ενεργ. φ. |
κινδυνευ |
ἐβούλοντο: β΄ενικό, οριστικής ενεστώτα, ενεργ. φ. |
βούλ |
ἀπαλλαγεῖεν: α΄ενικό
οριστικής μέλλοντα μέσης φ. | ἀπαλλά |
ἐπίστευον: β΄πληθυντικό
ευκτικής ενεστώτα μέσης φ. | πιστεύ |
παρασκευάζοντος: δοτ.
ενικού του θηλ. της μτχ. ενεργ. αορίστου |
παρασκευα |