Ελληνικός πολιτισμός, Διδάσκοντας την Ελένη


Αισχύλος, Αγαμέμνων



 

Αναφορές για την Ελένη στους στίχους: 60-67, 224-227, 399-419, 681-716, 738-749, 1456-1467

 

Δες το αρχαίο κείμενο κάθε 10 στίχων πατώντας στο α ή
εμφάνισε - απόκρυψε όλη το αρχαίο κείμενο πατώντας εδώ


α ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 

ΦΡΟΥΡΟΣ

Τους θεούς παρακαλώ να με γλιτώνουν τέλος

απ᾽ τα βάσανα αυτά, που ολάκερο ένα χρόνο

σαν το σκυλί πάνω στων Ατρειδών τις στέγες

κοιμάμενος τραβώ μ᾽ αυτή εδώ τη φρουρά μου·

κι έμαθα των νυχτερινών τη σύναξη άστρων

και τους λαμπρούς των άρχοντες, που μες στα ουράνια

φαντάζουν και στη γη χειμώνα ή θέρος φέρνουν,

άλλοι σαν πάνε σβήνοντας κι άλλοι σα βγαίνουν.

Κι ακόμα καρτερώ το σύνθημα της φλόγας,

τη λάμψη της φωτιάς, να φέρει απ᾽ την Τρωάδα

την είδηση πως πάρθηκε· γιατ᾽ έτσι ορίζει10

α η αντρόψυχη καρδιά γυναίκας που όλο ελπίζει.

Και όταν τις νύχτες μου στο δροσομουσκεμένο

παραδέρνω το στρώμα, που όνειρα δεν ξέρει —

και πώς; αφού μου παραστέκει πάντα ο φόβος

για να μην κλείσει ο ύπνος τα ματόφυλλά μου —

όταν βαλθώ να τραγουδήσω ή μουρμουρίσω

για να βρω στο τραγούδι γιατρικό της νύστας,

πικρό μού γίνεται στο στόμα μοιρολόι

γι᾽ αυτού του παλατιού τις τύχες, που σαν πρώτα

με τον καλύτερο δεν κυβερνιέται τρόπο.

Μ᾽ ας πάρουν καλό τέλος πια τα βάσανά μου20

α κι απ᾽ το σκοτάδι ας βγει καλομηνύτρα λάμψη.

 

Ω! ω!

Καλώς μάς ήρθες φως, που μες στη νύχτα δείχτεις

αυγή σα μέρας και μηνάς πολλούς μες στ᾽ Άργος

χορούς που θα στηθούν γι᾽ αυτή την καλή τύχη.

Ω! ω!

Δυνατά κράζω τη γυναίκα του Αγαμέμνονα

να σηκωθεί απ᾽ την κλίνη ευτύς και στο παλάτι

φωνές χαράς γι᾽ αυτή τη λάμψη να σηκώσει,

αν απ᾽ αλήθεια πάρθηκε του Ιλίου η πόλη,

καθώς αυτή τώρα η φωτιά θέλει να δείξει.30

α Κι ο ίδιος καλήν αρχή στους χορούς κάνω πρώτος,

γιατί παίρνω δική μου των κυρίων την τύχη,

αφού τρεις φορές εξ αυτή η φωτιά μου ρίχτει.

Αχ! πότε να ᾽ρθει ο βασιλιάς μου να του σφίξω

τ᾽ αγαπημένο χέρι μέσα στο δικό μου!

πιότερα δε μιλώ· βόδι μεγάλο επάνω

στη γλώσσα μου πατά· μ᾽ αν έπαιρναν οι τοίχοι

φωνή θα τα ᾽λεαν ξάστερα· με νιώθουν όσοι

τα ξέρουν, κι όποιος δεν τα ξέρει — ας μη με νιώσει.

 

ΠΑΡΟΔΟΣ

 

ΧΟΡΟΣ

Είν᾽ αυτός τώρα ο χρόνος ο δέκατος,40

α που ο μεγάλος του Πριάμου ο αντίδικος

ο Μενέλαος μαζί κι ο Αγαμέμνονας,

— τιμημένο απ᾽ τον Δία ζευγάρι τρανό

με σκήπτρο και θρόνο διπλό —

χίλια Αργίτικα πλοία σηκώσανε

απ᾽ αυτούς τους γιαλούς,

για να βρούνε το δίκιο τους στα όπλα,

Απ᾽ τα βάθη του στήθους των κράζοντας

άγριο πόλεμο σαν τους γυπάετους,

που με πόνο βαρύ των παιδιώ τους50

α από πάνω από την άδεια την κοίτη τους

φτερολάμνοντας στριφογυρίζουνε,

όταν έχουνε χάσει

τη ζεστή της φωλιάς των φροντίδα.

Μα ένας ύψιστος, — είτε ο Απόλλωνας,

είτε ο Πάνας, ή ο Δίας — ακούοντας

τους γειτόνους αυτούς των, στριγγόφωνα

με τη γλώσσα πουλιών να σπαράζουνε,

στους ενόχους αργά ή νωρίς

θενά στείλει εκδικήτρα Ερινύα.

Έτσι κι ο δυνατός Δίας ο ξένιος60

α καταπάνω στον Πάρη εκδικάτορες

τους γιους στέλλει του Ατρέα,

βαριές μάχες κι αγώνα να στήσουνε

για χατίρι γυναίκας πολύαντρης,

που πολλά στη γη γόνα να γέρνουνε

και κοντάρια πολλά να συντρίβουνται

στους προμάχους ανάμεσα

όμοια Ελλήνων και Τρώων.

Κι όπου τώρα το πράμα κι αν βρίσκεται,

θενά γίνει το τι ᾽ναι γραμμένο·

κι αν τη θρέφεις με ξύλα αποκάτωθε

τη φωτιά και με λάδι αποπάνωθε,

την αλύγιστη οργή της απρόσδεχτης70

α δε μπορείς να μαλάξεις θυσίας.

Μα εμείς, σάρκα παλιά κι ανωφέλευτη,

που μας άφησαν πίσω, σαν έφευγαν

τότε οι άλλοι στον πόλεμο,

εδώ μένομε σέρνοντας

στα ραβδιά μας επάνω

σαν παιδιάτικη δύναμη·

γιατί κι οι χυμοί, που μες στ᾽ άγουρα

στήθη ρέουν, με του γέροντα μοιάζουνε,

και καμιά ο Άρης θέση δεν έχει·

κι έτσι πάλι και τι ᾽ναι ο στερνόγερος,

όταν πια η φυλλωσιά του μαραίνεται;

με τρία πόδια τον δρόμο του σέρνεται80

α κι όχι από ᾽να παιδί πιο καλύτερος

παραδέρνει σαν όνειρο μέρας.

 

Αλλά συ, Κλυταιμνήστρα βασίλισσα,

τι να τρέχει; τι να ᾽μαθες,

σαν τι μήνυμα να ᾽χεις, που ολόγυρα

ετοιμάζεις παντού για θυσίες;

Κι οι βωμοί των θεών όλων της πόλης μας,

τ᾽ ουρανού και της γης

και σπιτιών κι αγοράς,90

α απ᾽ τα δώρα σου καίνε;

κι άλλη εδώ κι άλλη εκείθε ανεβαίνοντας

ξεπετιέται φωτιά ως τα μεσούρανα

μ᾽ απαλά μαλαγμένη γητέματα

τ᾽ αγνού και άγιου λαδιού

μες απ᾽ του παλατιού τα κελάρια.

Λοιπόν στρέξε απ᾽ αυτά και φανέρωσε

ό,τι ν ᾽ακούσω μπορώ κι επιτρέπεται

και της έγνοιας αυτής γίνε γιάτρισσα,

που μια τώρα τον νου βασανίζει μου100

α και μια πάλι μ᾽ αυτές τις θυσίες σου

γλυκιά ελπίδα αναλάμποντας

το σαράκι μού διώχνει τ ᾽αχόρταγο

του καρδιοσωμού,

που μου τρώει την καρδιά μου από μέσα.

Να ψάλλω ξέρω πως μπορώ του δρόμου το σημάδι

που με καλό ξεκίνησαν οι αντρείοι μας οι στρατοί

— γιατί στην ηλικία μου οι θεοί μού αφήνουν καν τη χάρη

του τραγουδιού τη δύναμη τη μαγική —110

α πώς του πολέμου το πουλί ξεπροβοδάει και στέλλει

της νιότης της Ελληνικής τη δίθρονην αρχή,

τους ομογνώμους αρχηγούς με σίδερο στο χέρι

και μ᾽ εκδικήτρα δύναμη στη γη την Τρωϊκή.

Δυο βασιλιάδες των πουλιών στων πλοίων τους βασιλιάδες

φανήκαν, ο κατάμαυρος κι ο άλλος μ᾽ άσπρην ουρά,

πλάι στα παλάτια απ᾽ το δεξί του κονταριού το χέρι

σε πρόφαντη ψηλή μεριά,

κι αρπάζοντας σπαράζανε στον τελευταίο της δρόμο,

μια λάγισσα με πρόσβαρη της ώρας της κοιλιά.120

α Ψάλλε σκοπό λυπητερό, μα το καλό ας νικά!

 

Κι ο σοφός μάντης του στρατού απείκασε όντας είδε

στους λαγοφόνους τους αετούς τους αρχηγούς του δρόμου

τους πολεμάρχους δυο αδερφούς κι ισόψυχους Ατρείδες

και τέτοια λέει μαντεύοντας: «Θα πάρει, μα με χρόνο

αυτός που ξεκινάει ο στρατός την πόλη του Πριάμου

κι όλα τα σωριαστά από πριν πλήθια στους πύργους πλούτη

θ᾽ αρπάξει η Μοίρα με τη βια· φτάνει μόνο απ᾽ τον φτόνο130

α τον θεϊκό να μη βλαβεί πριν απ᾽ το τέλος τούτη

της Τροία η ζώνη η δυνατή, γιατί κι η αγνή η παρθένα

η Αρτέμιδα η πονετικιά

μάχεται του πατέρα της τα φτερωτά σκυλιά,

που πριν της γέννας σπάραξαν μ᾽ όλη μαζί τη γέννα

τη λάγισσα την κακομοίρα

κι εχθρεύεται των αετών τα δείπνα.»

Ψάλλε σκοπό λυπητερό, μα το καλό ας νικά!

 

«Τόσο καλόβουλη η Καλή στις τρυφερές δροσιές140

α και των πυρών των λιονταριών και στις γαλαθηνές

τις γέννες όλων των αγρίων θηρίων,

ζητάει σε τέλος των πουλιών να φέρει τα σημάδια,

που αν και δεξιά μα και πολλά γιομάτα ᾽ναι ψεγάδια.

Και τον Παιάνα εγώ καλώ βοηθό μας, μήπως στείλει

ενάντιους καιρούς στους Δαναούς και δέσουν τα καράβια150

α πολύν καιρό αταξίδευτα, για να ζητήσει κάποια

θυσίαν άλλη, ανίερη και απρόσφορη, αφορμή

πολλών δεινών συγγενικών, γιατί η άφοβη η οργή

μένει στο σπίτι η δολερή, μια μέρα να ξυπνήσει

κι εκδίκηση, θυμάμενη, του τέκνου να ζητήσει.»

Κι ο Κάλχας τέτοια με πολλά διαλάλησε αγαθά

μελλούμενα για τα βασιλικά παλάτια

απ᾽ των πουλιών εκείνων τα σημάδια

και σύμφωνα μ᾽ αυτά

Ψάλλε σκοπό λυπητερό, μα το καλό ας νικά!

 

160

α Ο Δίας —όποιος κι αν είναι— αν μ᾽ αυτό

τ᾽ όνομ᾽ αρέσει να τον λένε,

μ᾽ αυτό κι εγώ τον ονομάζω·

όλα στη στάθμη τ᾽ απεικάζω

κι έξω απ᾽ τον Δία δε βρίσκω κι άλλο

για να μπορέσω αν πρέπει αλήθεια

μες απ᾽ τα στήθια

το βάρος της αμφιβολίας να βγάλω.

 

Ούδ᾽ όποιος ήτανε μεγάλος πριν

κι ακατανίκητος θρασομανούσε,

ούτ᾽ αν υπήρξε θα μνημονευτεί·170

α κι όποιος κατόπιν ήρθε, βρήκε

τον τρεις φορές του νικητή και πήγε·

μα όποιος απ᾽ όλη την καρδιά

του Δία τα επινίκεια ψάλλει,

της γνώσης τον καρπό τρυγά.

 

Αυτός στον άνθρωπο άνοιξε τον δρόμο

της φρόνησης κι έβαλε νόμο: πάθος μάθος·

αυτός, ως και στον ύπνο, στην καρδιά μας

στάζει τον πόνο, που θυμίζει180

α με τρόμο τα παθήματά μας

κι αθέλητα μας συνετίζει.

μα αλήθεια, χάρη ᾽ναι και μόνο

που κυβερνούν μ᾽ αυστηροσύνη

οι θεοί τον κόσμο απ᾽ τον ψηλό τους θρόνο.

 

Λοιπόν και τότε ο πιο μεγάλος ο αρχηγός

του Αχαϊκού του στόλου, δίχως να τα βάλει

με μάντη του κανένα, πήγε σύμφωνος

μ᾽ όπου η ανάντια μοίρα του τον βγάλει

— όταν καιροί αταξίδευτοι άρχισαν

αδειάζοντας τ᾽ αμπάρια

να τυραγνούνε των Ελλήνων τον στρατό

και στη Χαλκίδα εμπρός, μες στο στενό190

α κρατούσαν της Αυλίδας τα καράβια.

Κι άνεμοι απ᾽ τον Στρυμόνα πλάκωσαν

κι οι άντρες κακόσχολοι και πεινασμένοι

απ᾽ τ᾽ άθλια αραξοβόλια τριγυρνούσανε

απάνω κάτω σκορπισμένοι·

δίχως ζημιά δε μένανε

ούτε σκαριά ούτε παλαμάρια

κι ατέλειωτ᾽ απ᾽ αναβολή σ᾽ αναβολή

η πλήξη τρώει τα παλληκάρια. —

Μα όταν κι απ᾽ την πικρή κακοκαιριά200

α βαρύτερ᾽ είπε ο μάντης γιατρειά

πως της Αρτέμιδας οι οργές ζητούνε,

τα σκήπτρα τους στη γης βροντούν

οι Ατρείδες και τα δάκρυα δεν κρατούνε.

 

Κι ο πιο μεγάλος λέει τότε ο βασιλιάς:

Μοίρα βαριά κι αν δεν το κάνω,

βαριά κι αν σφάξω εγώ την κόρη μου,

καμάρι των σπιτιών μου, και μιάνω

τα πατρικά μου χέρια, δίπλα στον βωμό,

με το αίμα το παρθενικό της.210

α Ω συμφορά μου από παντού! μα πώς

να γίνω λιποτάκτης και προδότης

της συμμαχίας; κι αν για να σταθούν

οι άνεμοι, μ᾽ όλη την καρδιά κανένας

και μ᾽ όλη την ψυχή του επιθυμά

το αίμα και τη θυσία της παρθένας,

δε μπορεί κρίμα να γραφεί… Και σε καλό ας μας βγει!

 

Και μια που μπήκε στης ανάγκης τον ζυγό

κι άνεμος δυσσεβείας του γύρισε τον νου του,

ούτε όσιο λογαριάζει πια, ούτε ιερό220

α και τον νικά η αποκοτιά του λογισμού του.

γιατί το πρώτο βήμα στο άθλιο το κακό

αχρείος είναι σύμβουλος κι απομωραίνει

του ανθρώπου τα συλλογικά.

Κι έτσι λοιπόν θυσιαστής τολμά224

της κόρης του να γίνει, για να βγάλει πέρα

μιανής γυναίκας πόλεμον εκδικητή

και πρίμο στα καράβια τους να κάμει αγέρα.

 

Φωνές και παρακάλια στον πατέρα της,

για τίποτε, κι ουδέ τα τρυφερά της νιάτα

οι πολεμόχαροι αρχηγοί δε λόγιασαν,230

α μα ο ίδιος στους δούλους έδωσε τη διάτα,

μετά ᾽πο την ευχή, ο πατέρας της

σα ρίφι πάν᾽ απ᾽ τον βωμό, περιζωσμένη

σφιχτά μέσα στους πέπλους και στη γη

προύμυτα μ᾽ όλη της τη δύναμη πεσμένη,

ψηλά να τη σηκώσουν, φράζοντας

καλά το έμορφο στόμα, μήπως βγει

κατάρα για τα σπίτια του οργισμένη,

Με βία και με τη δύναμη του φίμωτρου βουβή·

κι ενώ στη γης το ζαφρά φόρεμα κυλούσε,

ένα ένα τους δημίους της με σαϊτιές240

α δεητικές από τα μάτια της χτυπούσε·

κι έμοιαζε σα με ζωγραφιά

πώς να ᾽θελε, χωρίς φωνή, να σου μιλήσει.

Κι όμως στα πατρικά τ᾽ αρχοντοτράπεζα

πολλές φορές τους είχε τραγουδήσει

κι αγνή με την φωνή της την παρθενικιά

του αγαπημένου της πατέρα από καρδιάς

πάνω στις τρίτες τις σπονδές

τον καλορίζικο παιάνα είχε τιμήσει.

 

Τι παρά πέρα είχε γενεί, ούτ᾽ είδα, ούτε θα πω,

όμως του Κάλχαντ᾽ άφευχτες οι τέχνες βγαίνουν

και το ᾽χει ορίσει η Δίκη η θεϊκιά250

α εκείνοι που παθαίνουν να μαθαίνουν.

Ό,τι ᾽ναι να ᾽ρθει πάντα έχεις καιρό

ν᾽ ακούσεις αφού γίνει… κι από πρι ας μου λείπει!

γιατ᾽ είναι σαν να θέλεις κλάματ᾽ από πριν

κι ολόφαντο σα μιαν αυγή θε ν᾽ ανατείλει.

Μα είθε, για τώρα καν, μια συντυχιά

καλή ας φανεί, καθώς ποθεί

αυτή που πλησιάζει, της Απίας γης

μονάχος πύργος τώρα κι αντιστύλι.

 

ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

 

ΧΟΡ. Ήρθα με σέβας, Κλυταιμνήστρα, της αρχής σου,

γιατί σα λείψει ο άρχοντας από τον θρόνο,

δίκιο ᾽ναι τη γυναίκα του να προσκυνούμε·260

α και τώρ᾽ αν έχεις τίποτε καλό ακουσμένο,

ή κι έτσι για καλές ελπίδες θυσιάζεις,

πρόθυμ᾽ ακούω· μα κι αν σωπάς, δικαίωμά σου.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Μάνας καλής κόρη καλή, που λέει ο λόγος,

από τη νύχτα ας έβγει μέρα λαμπροφόρα·

κι ανέλπιστη, χαρά ν᾽ ακούσεις ετοιμάσου,

γιατί του Πρίαμου οι Έλληνες πήραν την πόλη.

ΧΟΡ. Πώς λες; δεν άκουσα· τ᾽ αυτιά μου δεν πιστεύω!

ΚΛΥ. Πως είναι η Τροία δική μας· καθαρά δεν το ᾽πα;

ΧΟΡ. Πνίγει το στήθος μου η χαρά και δάκρυα φέρνει.270

α ΚΛΥ. Τα μάτια την καλή σου γνώμη μαρτυρούνε.

ΧΟΡ. Μα να ᾽χεις και γι᾽ αυτό που λες βέβαιο σημάδι;

ΚΛΥ. Έχω, πώς όχι; αν οι θεοί δεν μ᾽ απατούνε.

ΧΟΡ. Μη σέβεσαι ευκολόπιστα φαντάσματα ύπνου;

ΚΛΥ. Πίστη δε δίνω εγώ σ᾽ όψες μυαλού υπνωμένου.

ΧΟΡ. Ή μήπως σε ξεσήκωσε μια άφτερη φήμη;

ΚΛΥ. Βλέπω, μ᾽ αναγελάς, μωρού σα να είχα γνώση.

ΧΟΡ. Κι από πότε λοιπόν είναι παρμένη η πόλη;

ΚΛΥ. Σου είπα, τη νύχτα πόχει αυτό το φως γεννήσει.

ΧΟΡ. Και ποιος θε να ᾽φταν᾽ έτσι ευτύς τα νέα να φέρει;280

α ΚΛΥ. Ο Ήφαιστος! στέλλοντας τρανή λάμψη απ᾽ την Ίδα.

και επανωτές φωτιές αγγαρεμένες

ξεπροβοδούν ίσαμ᾽ εδώ τη φλόγα: η Ίδα

στον κάβο Ερμή της Λήμνου κι από κείθε τρίτη

η άγια τ᾽ Άθου κορφή το φως παραλαβαίνει.

Και ολότρανη, που πάνω απ᾽ του πελάου τη ράχη

να προσπηδήσει της φωτιάς της ταξιδεύτρας

η δύναμη, σα χρυσοφέγγισμα ήλιου η πεύκα

στις βίγλες του Μακίστου αγγάρεψε τη λάμψη.

Και κείνος όχι ανάμελος ούδ᾽ απ᾽ τον ύπνο290

α νικημένος ξαστόχησε το χρέος που είχε.

μα πέρα η φλόγα στου Εύριπου το ρέμα φτάνει

και στου Μεσσάπιου τους σκοπούς τα νέα φέρνει.

και τούτοι αντιφωτούν και τα ξεπροβοδίζουν

πιο μπρος, ανάβοντας ξερά τα ρείκια στοίβες.

Και πάντα ορθή και δίχως ν᾽ αδρανίζει η φλόγα,

τους κάμπους τ᾽ Ασωπού σα μελιχρό φεγγάρι

περνά και στις ψηλές κορφές του Κιθαιρώνα

φωλιά καινούρια η γοργοδρόμα η λάμψη στήνει·

και δεν αρνιέται η βίγλα κι απ᾽ το προσταγμένο300

α πιότερο ανάβοντας πιο πέρα να τη στείλει·

κι η φλόγα δρασκελώντας τη Γοργώπη λίμνη

και πέφτοντας στο Αιγίπλαγκτο μηνάει την τάξη

να μη αμελούνε της φωτιάς· κι ευτύς με ζήλο

γλώσσες φλογών σηκώνουν τέτοιες, που τον κάβο

να ξεπεράσουν του Σαρωνικού του κόλπου·

κι ορμά σαν κεραυνός κι ως εδώ φτάνει η λάμψη

στις βίγλες τις γειτονικές μας του Αραχναίου,

ως που σ᾽ αυτές χτυπά των Ατρειδών τις στέγες310

α το φως, που πρόπαππο έχει τη φωτιά της Ίδας.

Τέτοιους εγώ λαμπαδοφόρων έχω νόμους,

να παίρνει και να δίνει ο ένας με τον άλλο

κι ο πρώτος που έτρεξε νικά κι ο τελευταίος.

Αυτά σου λέω συνθήματα και τα σημάδια

πόχει απ᾽ την Τροία ο άντρας μου στείλει σε μένα.

ΧΟΡ. Έπειτα πάλι τους θεούς θα ευχαριστήσω,

βασίλισσα, μα τώρ᾽ αυτά που λες τα λόγια

θα ᾽θελ᾽ ακούοντας άπαυτα να μη χορταίνω.

ΚΛΥ. Δική τους έχουν σήμερα την Τροίαν οι Αχαιοί!320

α φαντάζομαι, τι ασύσμιχτη βουή στην πόλη!

καθώς σα χύσεις μες σ᾽ ένα πινάκι λάδι

και ξύδι, να ταράζουνται θα δεις ανάρια,

έτσι χώρια των νικητών και νικημένων

ξεφωνητά θα ᾽χεις ν᾽ ακούς ανόμοιας μοίρας.

Αυτοί απ᾽ εδώ πεσμένοι απάνω στα κουφάρια

αντράδων κι αδερφών και των παιδιών των γέροι

γονιοί θενά θρηνούνε των αγαπημένων

τη συμφορά, μα μ᾽ όχι πια λεύτερο στόμα.

Τους άλλους πάλι νηστικούς από τη μάχη

νυχτοπλάνητος κόπος φέρνει στα τραπέζια330

α της πόλης και τους στρώνει δίχως καμιά τάξη,

μα μ᾽ όποιον ο καθένας τους λαχνό τραβήξει.

Τώρα τα σκλαβωμένα σπίτια τους στεγάζουν

των Τρώων και γλιτωμένοι απ᾽ τ᾽ ανοιχτού του κάμπου

τις παγωνιές και τις δροσιές, όλη τη νύχτα,

ω τι χαρά τους! ξέγνοιαστοι θα κοιμηθούνε.

Κι αν σεβαστούνε τους θεούς τους πολιούχους

της νικημένης γης και τ᾽ άγια των θεών της,

μια που νικήσαν δε θα νικηθούνε πάλι.340

α φτάνει μην πέσει στον στρατό κακός πριν πόθος

ν᾽ αρπάζει όσα δεν πρέπει από αγάπη κέρδους.

γιατί για τον καλό στο σπίτι γυρισμό του

έχει και τ᾽ άλλο χέρι του σταδίου να στρίψει·

κι αν δίχως κρίμα στους θεούς γυρίσουν πίσω,

μα πάλι ακοίμητο μπορεί των σκοτωμένων

το αίμα να μένει, κι άλλη συμφορά αν δεν λάχει.

Αυτά ᾽πο μένα, μια γυναίκα, είχες ν ᾽ακούσεις.

Μ᾽ άμποτε το καλό έτσι ας νικά ως το τέλος

κι απ᾽ τα τόσα αγαθά τη χάρη αυτή θα ευχόμουν.350

α ΧΟΡ. Σαν άντρας γνωστικός μιλάς, εσύ γυναίκα

κι αφού τ᾽ αλάθευτα σημάδια σου έχω ακούσει

τώρα τους θεούς θα ετοιμαστώ να ευχαριστήσω,

γιατ᾽ άξιος δόθηκε ο μισθός για τόσους κόπους.

 

ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ

 

Ω Δία παντοδύναμε και Νύχτ᾽ αγαπητή,

που τ᾽ αναρίθμητα έχεις τα στολίδια,

πυκνά πλεμάτια τύλιξες τη γη την Τρωική

μ᾽ άσπαστα σιδερένια δαχτυλίδια,

Μήτε μεγάλοι να μπορούν μήτ᾽ άγουρα παιδιά

— κι ανώφελα κανείς ας μη γυρεύει —

το δίχτυ να πηδήσουνε που ξάπλωσ᾽ η σκλαβιά360

α κι όλους τριγύρω μέσα του μαζεύει.

Σε τρέμω, Δία ξένιε, και τα έργα σου τιμώ,

που από καιρό τεντώνεις το δοξάρι

για να μη ρίξεις άνεργο το δίκιο σου θυμό

επάνω στον αδικητή τον Πάρη.

 

Του Δία το χτύπημα έχουνε να πουν,

το χέρι του φως φανερό καθένας βλέπει·

βουλή του η τύχη των· και αν πει κανείς

πως δεν τους μέλει

να γνοιάζουντ᾽ οι θεοί για όσους πατούν370

α τ᾽ ανέγγιχτ᾽ άγια, είν᾽ ασεβής·

θα το ᾽βρει κάπου όλη η γενιά

κείνου, που αχόρταγη φουντώνει

πέρ᾽ απ᾽ το δίκιο η αποκοτιά,

ενώ με βιος τα σπίτια του

πάν᾽ από κάθε μέτρο τα φορτώνει.

Ας θέλει όσα του φτάνουν ξέγνοιαστος

κι ακίνδυνα να ζει ο που έχει γνώση·380

α μα ένας, που μέσα στο μεθύσι

του πλούτου θα ποδοπατήσει

τον μέγα τον βωμό της Δίκης,

κάστρο δεν είναι να τον σώσει.

 

Καβάλα παίρνει τον η άθλια η Πειθώ,

της τύφλωσης η κόρη, και τον σέρνει

εκεί που τότε κάθε πια γιατρειά

είναι χαμένη.

Δεν κρύβεται· φαντάζει μαύρο φως

καταραμένο η συμφορά του390

α κι όπως χρυσάφι ψεύτικο στερνά

με τη τριβήν αχνόμαυρο προβάλλει,

δικαιώθηκε, που σα μωρό

πουλί να πιάσει κυνηγά

και στους δικούς ζημιά άφερτη έχει βάλει·

θεός κανείς τα παρακάλια δε γρικά

κι όποιος στην ανομία ζει, θα τον χαλάσει·

Καθώς ο Πάρης, που το σπίτι399

που τον εφίλευε του Ατρείδη400

α με την κλεψιά της γυναικός του

δε ντράπηκε να το ατιμάσει.

Ασπίδων κρότους και λόγχων στη χώρα της

αφήνοντας και καραβιών αρματωμούς

και φέρνοντας αντίς προικιά

στην Τροία χαλασμό,

γοργά τις πύλες διάβηκε

με τόλμη που δε βάζει ο νους.

Κι έτσι οι προφήτες βαριά στέναζαν

και λέγανε μες στο παλάτι:

«Ω σπίτι, σπίτι οϊμένα! κι άρχοντες,410

α οϊμέ του τίμιου γάμου των κρεβάτι

κι ω χνάρια της αγάπης του ερωτόθυμα!

θα ᾽χεις να δεις, οι αισχρά παρατημένοι

στην αλοιδόρητη ατιμία τους

δίχως μιλιά να μένουν βυθισμένοι,

ενώ απ᾽ τον πόθο της φευγάτης

πως βασιλεύει μες στ᾽ ανάχτορα θα λες

το φάντασμά της.

Στα ωραία τ᾽ αγάλματα καμιά

δε βρίσκει εκείνος χάρη πια

και σβήνει κάθ᾽ αποθυμιά

στο στερεμένο μάτι.

 

Κι έρχουντ᾽ ονειροφάνταχτες και πένθιμες420

α να φέρουν χάρη ανώφελη υπνοφαντασιές.

γιατί του κάκου! ενώ κανείς

ανέλπιστες χαρές

θαρρεί πως βλέπει, τ᾽ όραμα

γλιστρά απ᾽ τα χέρια με γοργές

φτερούγες, ακλουθώντας σύνωρα

τους δρόμους του ύπνου του φευγάτου.»

Τέτοια μες στα παλάτια η θλίψη των·

μα είν᾽ κι άλλες που δεν πέφτουν παρακάτω:

παντού που απ᾽ την Ελλάδα για το μακρινό

ξεκίνησαν τον πόλεμο οι δικοί τους,

στα σπίτια βασιλεύει καθενός

πένθος βαρύ που δε βαστά η ψυχή τους·430

α πολλά μες στην καρδιά τους ᾽γγίζουν,

γιατ᾽ όλοι κείνους πόστειλαν στον πόλεμο

καλά γνωρίζουν,

μ᾽ αντίς για τους ανθρώπους των

μονάχα υδρίες νεκρικές

με λίγη στάχτη γεμιστές

στα σπίτια τους γυρίζουν.

Κι ο Άρης σωμάτων αργυραμοιβός

και ζυγιαστής στων κονταριών τη μάχη,

στέλλει απ᾽ την Τροία στους δικούς440

α βαριά και πικροθρήνητη

τέφρα από την πυρά μονάχη

αντίς τον άντρα — βολικά γιομίζοντας

ένα λεβέτι με μια φούχτα στάχτη.

Κι έτσι στενάζουν εγκωμιάζοντας

τον ένα, πως στη μάχη ήταν ξεφτέρι,

τον άλλο, που έπεσε στην ανθρωποσφαγή

παλληκαρίσια για ενός άλλου ταίρι.

Κάποιος σκιαχτά τα σιγομουρμουρίζει αυτά

κι ο πόνος των γιομάτος πίκρα και χολή450

α στους προεστούς, του Ατρέα τους γιους, κρυφογλιστρά.

Μα εκεί στα κάστρα ολόγυρα οι νεκροί

καλά κρατούν οι πολυοπαινεμένοι

τα μνήματα της γης της Τρωικής,

πόκρυψε τους εχθρούς της νικημένη.

 

Βαριά η φωνή λαού κι η οργή λαού,

απλέρωτ᾽ η κατάρα του δε μένει.

κάτι ν᾽ ακούσει σκοτεινό

σαν νυχτοπεριτύλιχτο

η αγωνία μου περιμένει.460

α Γιατ᾽ όποιος θενά χύσει αιμάτων ποταμούς

απ᾽ των θεών το μάτι δεν ξεφεύγει·

έρχεται μέρα κι οι Ερινύες οι ζοφερές

μ᾽ άλλη στροφή της τύχης που γυρίζει,

τους αφανίζουν, όσοι η ευτυχία των

με τη δικαιοσύνη δε βαδίζει

κι όποιος θα πάει έτσι άφαντος, πάει για καλά.

βαρύ ᾽ναι δόξα υπέρμετρη να ᾽χει κανείς,

γιατί απ᾽ τα μάτια του Διός ο κεραυνός πετά.470

α Αφθόνητη ευτυχία προτιμώ,

δε θα ᾽θελα ούτε πορθητής να γένω

μα ούτε στην εξουσία να ᾽βλεπα

το είναι μου ενός άλλου σκλαβωμένο.

 

Γοργά της καλλιφέρουσας

φωτιάς πετάει το μήνυμα

μες απ᾽ την πόλη· μα ποιος ξέρει

αν είναι τάχ᾽ αληθινό, ή απάτη απ᾽ τον θεό;

— Ποιος τόσο είναι παιδί, ή έπαθ᾽ ο νους του βλάβη,

που από μιας φλόγας τα πρωτάκουστα480

α σημάδια την καρδιά του ανάβει,

για να υποφέρει πιο πολύ

αν τύχει αλλιώς κι ο λόγος βγει;

— Της γυναικείας εξουσίας φυσικό

χάρες να στρέγει και χαρές

για ένα πρι να φανεί καλό.

— Ξαπλώνει ευκολοπίστευτη πολύ

και δρόμο παίρνει η γυναικεία η προσταγή,

μα όμοια και γρήγορα πεθαίνει

φήμη από στόμα γυναικός βγαλμένη.

 

ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

 

ΧΟΡ. Όπου και να ᾽σαι θενά ξέρομε είτε αν ήταν

αληθινές οι επανωτές φωτιές και φλόγες,490

α ή μήπως το χαρούμενο ήρθε φως εκείνο

σαν όνειρο και μας ξεπλάνησε τον νου μας.

Κήρυκα βλέπω, να, που απ᾽ τον γιαλό προβαίνει

μ᾽ ελιάς κλαδιά κατάσκεπος και μάρτυράς μου

ο κορνιαχτός, της λάσπης το στεγνό τ᾽ αδέρφι,

πως δε μου φέρνει ανάβοντας βουνίσια ξύλα

με των καψάλων τους καπνούς βουβά σημάδια,

μα ή απ᾽ τα λόγια του η χαρά μας θέλει αυξήσει

ή — κάλλιον αμελέτητο το ενάντιο να ᾽ναι.500

α  

Μα είθε κι άλλο καλό να ᾽ρθει στα πρώτα επάνω

κι όποιος άλλες ευχές κάνει απ᾽ αυτές στην πόλη,

το κρίμα μόνος του ας τρυγά των λογισμών του.

ΚΗΡΥΚΑΣ Ω χώματα της πατρικής μου χώρας του Άργους,

να τέλος σας πατώ μετά ᾽πο δέκα χρόνια

κι απ᾽ τις πολλές που ράγισαν μια καν ελπίδα

μόστρεξε· γιατί πια δεν το ᾽χα ν ᾽αξιωνόμουν

σα θα πεθάνω, εδώ στη γη μου να με θάψουν.

Τώρα χαίρε, πατρίδα, χαίρε φως του ήλιου

και συ Ύψιστε της χώρας Δία και συ Πύθιε,

χωρίς πια με τα τόξα σου να μας σαϊτεύεις·510

α φτάνει όσο εκεί στον Σκάμαντρο μας πολεμούσες·

σωτήρας τώρα, ω Απόλλωνα, κι απαντοχή μας

γίνου· και σας ταπεινοπροσκυνώ της πόλης

τους θεούς όλους και τον πάτρωνά μου εμένα,

κήρυκα Ερμή, ακριβό των κηρύκων καμάρι·

κι ω ήρωες που μας στείλατε, καλοδεχτείτε

πάλι όσοι από τον στρατό γλιτώσαν το κοντάρι.

Ω αγαπημένα μας βασιλικά παλάτια,

τιμημένα θρονιά κι άγιοι θεοί προσήλιοι,

μ᾽ όψη όπως πριν φαιδρή και με τιμή δεχθείτε520

α τον βασιλιά μας ύστερ᾽ από τόσα χρόνια·

γιατ᾽ έρχεται ο Αγαμέμνονας να φέρει ο αφέντης

σε σας κι όλους αυτούς εδώ φως μες στη νύχτα.

Λοιπόν πανηγυρίστε τον γιατί του πρέπει,

που με του Δία τη δίκελλα του δικαιοκρίτη

την Τροία ξωλόθρεψε κι ανάσκαψε τη γη της

κι άφαντοι των θεών οι βωμοί και τα ιερά τους

κι ουδέ σπόρος δε μένει απ᾽ όλη τους τη χώρα.

Τέτοιο ζυγό στον τράχηλο έβαλε της Τροίας

κι έρχεται ο βασιλιάς ο Ατρείδης ο μεγάλος530

α της τύχης ο ακριβός, που μέσα στους ανθρώπους

τους τωρινούς οι πιότερες τιμές του αξίζουν.

Γιατ᾽ ούδ᾽ ο Πάρης ούδ᾽ η Τροία είναι να πούνε

αν άξιζε το κάμωμα το πάθημά τους.

Μ᾽ αποδειγμένος άρπαγας μαζί και κλέφτης

και το κλεψίμιο του έχασε κι εθέρισ᾽ έτσι

μ᾽ όλη μαζί τη γη το πατρικό του σπίτι

και πλέρωσαν διπλά το κρίμα οι Τρωαδίτες!

ΧΟΡ. Του αχαϊκού στρατού, χαίρε, κήρυκα, χαίρε.

ΚΗΡ. Χαίρω· και τώρα αν θέλουν οι θεοί ας πεθάνω.

ΧΟΡ. Της πατρικής μας γης σε δάμασεν ο πόθος;540

α ΚΗΡ. Τόσος, που απ᾽ τη χαρά μου πλημμυρούν τα μάτια.

ΧΟΡ. Την ίδια θα ᾽χατε και σεις γλυκιάν αρρώστια.

ΚΗΡ. Τι πάει ο λόγος σου να πει; δωσ᾽ μου να νιώσω.

ΧΟΡ. Πως έδερνε και σας και μας ο ίδιος ο πόθος.

ΚΗΡ. Η χώρα που ποθούσαμε λες μας ποθούσε;

ΧΟΡ. Ναι και στενάζαμε συχνά απ᾽ τα φυλλοκάρδια.

ΚΗΡ. Και πόθε αυτός ο μαύρος πόνος της καρδιάς σου;

ΧΟΡ. Τόσον καιρό τη σιωπή βρήκα γιατρειά μου.

ΚΗΡ. Μήπως σαν λείπαμε φοβόσουνα κανένα;

ΧΟΡ. Τόσο, που ως λες και συ, χαρά μου ο χάρος θα ᾽ταν.550

α ΚΗΡ. Γιατ᾽ όλα βγήκαν σε καλό· μα μες στο διάβα

του χρόνου άλλα μας έρχονται δεξιά και πάλι

άλλα ζερβά· γιατ᾽ έξω απ᾽ τους θεούς, ποιος άλλος

θα χαρεί δίχως βάσανα όλη τη ζωή του;

Αν έλεα του κακού μας ταξιδιού τους μόχτους,

τ᾽ ανάριο ξεμπαρκάρισμα, το στρίμωγμά μας

στις στενές πάνω και κακόστρωτες κουβέρτες,

ποια μέρα αστέναχτη ήτανε να μη μας λάχουν;

Στη στεριά πάλι το κακό ήταν πιο μεγάλο·

να ᾽χεις γιατάκι κάτ᾽ απ᾽ των εχτρών τα κάστρα560

α κι οι πάχνες απ᾽ τον ουρανό κι απ᾽ τα λιβάδια

της γης, αιώνιο βάσανο, μας περεχούσαν

κι άγρια την τρίχα επάνω μας κάναν των ρούχων.

κι αν πεις για τον χειμώνα των πουλιών τον χάρο,

που αβάσταγο κατέβαζε η χιονιά της Ίδας,

ή για τη ζέστη όταν ο πόντος δίχως κύμα

κι αγέρι στις μεσημερνές κοιμόνταν κοίτες —

μα τι να κλαίω γι᾽ αυτά; έχει περάσει ο πόνος

κι έχει περάσει τόσο για τους πεθαμένους,

που πια σκοπό δεν το ᾽χουνε ν᾽ αναστηθούνε.

Τι να τους λογαριάζομε τους πεθαμένους,570

α και τι να φέρνει ο ζωντανός τις λύπες πίσω;

Τις συμφορές τις στέλνω στο καλό να πάνε,

γιατί σε μας, πόχομε μείνει απ᾽ τον στρατό μας,

πλήθιο το κέρδος τις ζημίες αντισηκώνει,

που αξίζει αλήθεια μπρος σ᾽ αυτό το φως του ήλιου

να καυχηθούμε πάνω από στεριά και κύμα:

«Την πήρε των Αργείων ο στρατός την Τροία

κι αυτά για της Ελλάδος τους θεούς τα λάφυρα

στους ναούς των κρεμάσανε, λαμπρά στολίδια».

Κι όποιος ακούει αυτά, θα πρέπει να παινεύει580

α την πόλη και τους στρατηγούς και χάρη να ᾽χει

του Δία που τα ᾽φερε δεξιά. — Είπα ό,τι είχα.

ΧΟΡ. Με νίκησαν τα λόγια σου και δεν τ᾽ αρνιούμαι·

γιατ᾽ όσο γέρος, την αλήθεια κανείς πάντα

λαχταρά να μαθαίνει. Μα τα νέα που φέρνεις

πρώτα στο σπίτι και στην Κλυταιμνήστρα ανήκουν

μ᾽ όλο το δίκιο — μα κι εμέ ευτυχή με κάνουν.

ΚΛΥ. Απ᾽ τη χαρά μου ερέκαξα και τότε αμέσως

που ήρθε το πρώτο μήνυμα της φλόγας, νύχτα,

κι είπε της Τροίας το πάρσιμο κι είπε το τέλος.

Και κάποιος με περίπαιξε: Σ᾽ αυτές τις φλόγες590

α δίνεις πίστη πως κιόλα πάρθηκ᾽ η Τρωάδα;

Ω πόσο το ᾽χει ο νους να πετά της γυναίκας!

Μ᾽ αυτά τα λόγια για λαφρόμυαλη με παίρναν,

μα εγώ θυσίες επρόσταξα κι όπως ορίζει

ο γυναίκειος νόμος, σήκωσαν στην πόλη ολούθε

ιερόν ολολυγμό μες στων θεών τις έδρες,

ενώ τις φάουσες κοίμιζαν μυριστές φλόγες.

Και τώρα τι τα πιότερα θέλω από σένα;

του ίδιου του βασιλιά θ᾽ ακούσω όλα τα πάντα

και θα βιαστώ να κάμω τα καλύτερά μου

για τα καλά του σεβαστού μου αντρός δεξίμια·600

α γιατί ποιο φως καλύτερο θα ιδεί γυναίκα

παρ᾽ απ᾽ τον πόλεμο ο θεός τον άντρα αν σώσει,

τις πόρτες να τ᾽ ανοίξει; — Πήγαινε και πε του

να ᾽ρθει το γρηγορότερο η χαρά της χώρας,

και να ᾽βρει, όπως την άφησε, πιστή γυναίκα

μες στα παλάτια που τα φύλαγε σα σκύλα

για κείνον άγρυπνη και τρόμος στους εχθρούς του,

κι όμοια σ᾽ όλα τα πάντα, δίχως να του λύσω

καμιά σφραγίδα όσον καιρό τώρα που λείπει·610

α κι άνομη τέρψη, ή ξένου κακοφήμισμ᾽ άντρα

πιότερο απ᾽ του χαλκού το βάψιμο δε ξέρω.

Έτσι αν καυχιούμαι, οι λόγοι μου γιομάτοι αλήθεια

δεν είν᾽ αταίριαστοι για μια ευγενή γυναίκα.

ΧΟΡ. Άκουσες τώρα κι έμαθες, έτσι που σου είπε

σα ξάστερος εξηγητής, τα ωραία της λόγια·

μα εσύ — για τον Μενέλαο θα σε ρωτήσω,

πες μου, έχει γλιτώσει, κήρυκα, και θά ᾽ρθει

μαζί με σας ο καλός άρχοντας της χώρας;

ΚΗΡ. Πώς να μπορέσω να το πω το έμορφο ψέμα,620

α και να το χαίρονται πολύν καιρόν οι φίλοι;

ΧΟΡ. Άμποτε να μας πεις καλά και να ᾽ν᾽ κι αλήθεια,

γιατί το ᾽να δεν κρύβεται χώρια ᾽πο τ᾽ άλλο.

ΚΗΡ. Άφαντος μεσ᾽ από τον στόλο των Αργείων

κι αυτός και το καράβι του· αυτή ᾽ν᾽ η αλήθεια.

ΧΟΡ. Μπροστά σας έκαμε πανιά απ᾽ την Τροία, ή τάχα

μπόρα σας βρήκε και τον χώρισε απ᾽ τους άλλους;

ΚΗΡ. Σαν άξιος πέτυχες τοξότης το σημάδι

και με δυο λόγια ιστόρησες κακό μεγάλο.

ΧΟΡ. Και δεν ακούστηκε απ᾽ τους άλλους μες στον στόλο,630

α αν ζωντανό τον είχανε, ή για χαμένο;

ΚΗΡ. Δεν ξέρει τίποτε σωστό να πει κανένας

έξω απ᾽ τον Ήλιο, που τον κόσμον όλο θρέφει.

ΧΟΡ. Πες μου λοιπόν, πώς βρήκε η τρικυμιά τον στόλο

και πώς η θεϊκιά η οργή να πήρε τέλος;

ΚΗΡ. Τέτοια μέρα χαράς δεν πρέπει να μολύνω

με λόγια θλιβερά· κάθε θεός και χώρια.

Βέβαια σα φέρνει μαύρες συμφορές στην πόλη

με πένθιμη όψη ο μηνυτής, για του στρατού της

τον όλεθρο — κοινή πληγή για όλη τη χώρα640

α και χώρια κι όσους ξέκαμε από τόσα σπίτια

με τη διπλή του μάστιγα που ξέρει ο Άρης,

δίκοπη συμφορά, διπλού ζευγάρι ολέθρου —

όταν τόσα κακά θενά ᾽ρθει φορτωμένος,

παιάνα πρέπει αυτός των Ερινύων να ψάλλει.

Μα εγώ που το καλό το μήνυμα της νίκης

φέρνω στην πόλη, μες στον θρίαμβο της χαράς της

πώς πάει τα θλιβερά με τα καλά να σμίξω

και να σας ιστορώ την άγρια εκείνη μπόρα

που όχι χωρίς τη θεϊκιάν οργή μας βρήκε;650

α Γιατ᾽ η φωτιά κι η θάλασσα, που ήταν ως τότε

άσπονδοι εχθροί, φιλιώθηκαν κι έδωκαν χέρι

να φθείρουνε τον άθλιο των Αργείων στόλο.

Νύχτα ήταν που σηκώθηκεν η μαύρ᾽ η αντάρα

ως που απ᾽ τη μάνητα της μπόρας και τη ζάλη

της ανεμόδαρτης βροχής άφαντα πάνε,

σαν να ᾽ταν και κακός βοσκός τα είχε προγκήξει.

Μα όταν το λαμπρό φως ανάτειλε του ήλιου,

τη θάλασσα όλη βλέπομε ν᾽ ανθεί του Αιγαίου

από Αχαιών κορμιά και καραβιών συντρίμμια·660

α μα εμάς και το σκαρί του πλοίου μας δίχως βλάβη

ή ξεκλεψε, ή τη χάρη μας πέτυχε κάποιος

θεός κι όχι άνθρωπος ᾽γγίζοντας το τιμόνι·

κι η Τύχη κάθισε πιλότος ή σωτήρα,

π᾽ ούτε το κύμα στ᾽ άραγμα να μας τραντάζει,

ούτ᾽ έξω στης στεριάς να πέσουμε τις ξέρες.

Κι έτσι απ᾽ της θάλασσας τον χάρο γλιτωμένοι,

χωρίς να το πιστεύουμε, στη χρυσή μέρα

τη συμφορά μας βόσκαμε με έγνοιες καινούριες

για τον στρατό π᾽ ανεμοσκόρπισε κι εχάθη.670

α Και τώρ᾽ αν βρίσκεται κανείς να ζει από κείνους,

μας λογιάζουν κι εμάς για χαμένους· πώς όχι;

μη δεν πιστεύουμε και μεις το ίδιο για κείνους;

Όμως ας έβγει σε καλό· και πρώτ᾽ απ᾽ όλους

και βέβαια τον Μενέλαο καρτέρα να ᾽ρθει.

γιατί αν τον βλέπει κάπου μια του ήλιου αχτίνα

γερό και ζωντανό, με του Δία τη γνώμη,

που δε θέλει το γένος του να σβήσει ακόμα,

υπάρχει ελπίδα πάλι εδώ να μας γυρίσει.

Αυτή ᾽ναι που ᾽πα κι άκουσες η πάσ᾽ αλήθεια.680

α  

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ

 

ΧΟΡ.

Ποιος να της το ᾽δινε έτσι αυτό681

τ᾽ όνομα τόσο ταιριασμένο;

μην κάποιος που δε βλέπομε,

μα βλέποντας αυτός το πεπρωμένο

τη γλώσσα οδήγαε στο σωστό;

Ελένη! απ᾽ τους πολλούς γαμπρούς κονταρογυρευτή,

γιατ᾽ απ᾽ αλήθεια ελεεινή

αντρών φθορά και καραβιών και κάστρων690

α απ᾽ την παστάδα κίνησε την ωριοπλουμιστή

με τις πνοές του γίγαντα Ζεφύρου.

Και κυνηγοί αναρίθμητοι σιδεροφορεμένοι

ξοπίσω από τις άφαντες των καραβιών συρμές

αράξαν στου Σιμόεντα τις φουντωτές οχτιές

για αίμα και φόνο διψασμένοι.

 

Μέσα στην Τροία η θεία η Οργή,

που άτελη η κρίση της δε μένει,

την έμπασε — όχι χαράς

μα χάρου, αλήθεια, νύφη την Ελένη·700

α για να ξοφλήσουν με καιρό

του τραπεζιού και του Διός του Συνεστίου την προσβολή

κείνοι που τότε για τιμή

της νύφης μ᾽ όλη εψέλναν τη φωνή τους

του Υμέναιου το χαρούμενο τραγούδι, που βουλή

της Μοίρας το ᾽φερνε να ψάλουν οι γαμπροί.

Τον ξέμαθ᾽ όμως τον σκοπό του Πρίαμου η αρχαία η πόλη710

α και τώρ᾽ αντίς, πολύθρηνη στενάζει και βογγά

και Πάρη τον κακόγαμπρο βαριά αναθεματά

για το αίμα, που πλερώσαν όλοι.

Έτσι και μια φορά ένας έθρεψε

 

στο σπίτι του γαλαθηνό λιοντάρι,

αποκομμένο απ᾽ το βυζί της μάνας του

στις πρώτες μέρες του ένα χάδι,720

α αχώριστο συντρόφι των παιδιών

και των γέρων ξαραθυμιά μεγάλη.

Συχνά σαν να ᾽τανε νεογέννητο παιδί

στην αγκαλιά του το κρατούσε

και κείνο χαρωπά χαϊδεύονταν

στο χέρι, που το χόρταινε αν πεινούσε.

 

Μα ήρθε καιρός και το ᾽δειξ᾽ από ποιους

γονιούς βαστούσε, και για να πλερώσει

τη χάρη της θροφής του, πήγε ακάλεστα

μια νύχτα το τραπέζι του να στρώσει

μέσα στα σπαραγμένα πρόβατα,730

α π᾽ όλο το σπίτι απ᾽ το αίμα να φουντώσει,

αγιάτρευτη βαρειά πληγή στους σπιτικούς

πολύφονη ζημιά μεγάλη·

λες και θεός στο σπίτι επίτηδες

ιερέα συμφοράς τον είχε βάλει.

Έτσι και κείνη, θα ᾽λεγα, πως στην αρχή738

μέσα στου Ιλίου να φάνταζε την πόλη

σα μιαν ιδέα γαλήνης καλοκαιρινής,740

α σαν αρχοντιάς στολίδι ατίμητο,

σαν απαλό ματιών σαΐτεμα,

κι έρωτος άνθος που καρδιές λιγώνει.

Μ᾽ άλλαξεν όψη και πικρά

τα ξετελέματα έκαμε του γάμου,

έτσι κακόφερτη και κακοσύντυχη

που έπεσε μες στα σπίτια του Πριάμου,

προβοδισμένη από τον ξένο Δία

νυμφόκλαυτη μαύρη Ερινύα.

 

Είν᾽ ένας λόγος που στον κόσμο απ᾽ τα παλιά750

α χρόνια βαστά: πως σαν παραφουντώσει,

όσο που παίρνει, ενός σπιτιού η καλοτυχιά,

γεννοβολά κι άκλερη δε ξεφτά,

μ᾽ απ᾽ την καλή την τύχη στη γενιά

βαριά κακομοιριά θενά φυτρώσει.

Μα εγώ απ᾽ τους άλλους χωριστά

έχω δική μου γνώμη και για μένα

η ασέβεια μόνο τα πολλά παιδιά γεννά

που μοιάζουνε της μάνας που τα ᾽γέννα·760

α ενώ στα δίκαια σπίτια πάντα μία

καλλίτεκνη βαστάει ευτυχία.

 

Γιατ᾽ έτσι το ᾽χει, μες σε μια κακιά σειριά

η μια ανομία να γεννά την άλλη

αργά ή νωρίς, όταν θα ᾽ρθει

η ώρα της γέννας η γραφτή,

που μαζί της τότε ξεπροβάλλει

ανίκητος κι αδάμαστος ο ανίερος

των σπιτιών μαύρος δαίμονας — η Θεοβλάβη,770

α που απ᾽ τους γονιούς που τη γεννούσανε

το κάθε της μοιασίδι κι έχει πάρει.

 

Μα η Δίκη λάμπει μες σε μαυροκάπνιστα

φτωχόσπιτα και να τιμήσει ξέρει

μια απλή κ᾽ ενάρετη ζωή·

ενώ απ᾽ τα χρυσοφόρτωτα

παλάτια με λερό το χέρι

παίρνει τα μάτια της και φεύγει και τραβά

σε αγνά κατώφλια, δίχως να ψηφά του πλούτου

τη ψευτοφημισμένη δύναμη780

α και κυβερνά τα τέλη αυτού και τούτου.

 

ΤΡΙΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

 

ΧΟΡ. Βασιλιά, που της Τροίας γυρνάς πορθητής,

γιε του Ατρέα, με ποιες να δεχτώ σε τιμές

και το σέβας μου πώς να σου δείξω, χωρίς

ούτε πέρ᾽ απ ᾽το μέτρο να βγω το σωστό

μα ούτε πίσω να μείνω; Γιατ᾽ είναι πολλοί

που ό,τι απ᾽ έξω φαντάζει, αυτό προτιμούν

κι ας πάει να ψευτίζεται η αλήθεια.

Έτσι κι έτοιμος είναι σ᾽ ενός συμφορά

να στενάζει μαζί του καθένας, ενώ790

α την καρδιά δεν του αγγίζει της λύπης κεντρί,

κι άλλοι κάνουν πως χαίρουν μ᾽ ενός τη χαρά

και τ᾽ αγέλαστα πρόσωπα βιάζουν.

Μα ο βοσκός που από πρόβατα ξέρει καλά,

δε γελιέται απ᾽ τα μάτια τ᾽ ανθρώπου ποτέ,

που ενώ μοιάζουν να δείχτουνε γνώμη πιστή,

κολακεύουν με ψεύτικη αγάπη.

Λοιπόν όταν ξεσήκωνες τόσο στρατό

για μια Ελένη — σ' το λέγω χωρίς να κρυφτώ,800

α πως δε σε είχα γραμμένο για πάρα σοφό

κι ούτε πως το τιμόνι του νου σου σωστά

κυβερνούσες, ζητώντας να βάλεις με βια

θάρρος μες στην καρδιά

σε ανθρώπους γραμμένους του χάρου.

Μια που τα ᾽φερες όμως σε τέλος καλό,

από μες στης καρδιάς μου τα βάθη, χωρίς

καμιά κάκια, σου μένω σαν πάντα πιστός.

Μα και μόνος θα μάθεις αργότερ᾽ αν θες

να εξετάσεις, ποιος μέσα στην πόλη από μας

που εδώ μείναμε, φέρθηκε πάντα σωστά

και ποιος βγήκε απ᾽ τον ίσιο τον δρόμο.

ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ Τ᾽ Άργος πρώτα χρωστώ και τους θεούς της χώρας810

α να χαιρετήσω, που μου γένηκαν αιτία

του γυρισμού και της εκδίκησης που πήρα

από την Τροία· γιατ᾽ οι θεοί δεν περιμέναν

κρισολογίες ν᾽ ακούσουνε, μα με μια γνώμη

ρίξαν τους ψήφους των στην κάλπη του θανάτου

για του Ίλιου τη φθορά την ανθρωποχαλάστρα,

ενώ στην άλλη κάλπη μοναχά η ελπίδα

σίμωνε του χεριού, χωρίς να τη γιομίζει.

Τώρ᾽ από τον καπνό γνωρίζεται η χαμένη

ακόμα η πόλη· και του ολέθρου οι μπόρες ζούνε,

ενώ μαζί χωνεύοντας σκορπάει η στάχτη

γύρω ανεπνιές βαριές απ᾽ τα παλιά τα πλούτη.820

α Γι᾽ αυτά λοιπόν αξέχαστη χρωστούμε χάρη

να ᾽χουμε στους θεούς, γιατ᾽ εκδικήσαμε έτσι

φριχτά τις αρπαγές και χάρη μιας γυναίκας

την πόλη αφάνισε τ᾽ αργίτικο θηρίο,

ο ασπιδοφόρος ο λαός, του αλόγου η γέννα,

που πήρε φόρα όταν βασίλευεν η Πούλια

και μες στα κάστρα πέφτοντας, τ᾽ ωμό λιοντάρι,

εχόρτασε βασιλικό γλείφοντας αίμα.

Τόσα για τους Θεούς να πω χρωστούσα πρώτα·

κι όσο για τη δικιά σου γνώμη, μες στη μνήμη830

α κρατώ όσα μου ᾽πες κι είμαι σύμφωνος με σένα:

αλήθεια λίγοι ανθρώποι το ᾽χουν φυσικό τους

την ευτυχία του φίλου τους να μη φθονούνε·

μα στην καρδιά κατασταλάζει το φαρμάκι

της ζούλιας και διπλαίνει τ᾽ άρρωστου τον πόνο,

που χώρια απ᾽ της δικής του δυστυχίας το βάρος

την ευτυχία του γείτονα βλέπει και σκάνει.

Ξέρω που σου μιλώ· γιατί πολλούς γνωρίζω

που η τόση αγάπη, πόδειχναν, ήταν μονάχα

σαν του καθρέφτη ζουγραφιά και σκιάς εικόνα.840

α Μόν᾽ ο Οδυσσέας, αν και ξεκίνησ᾽ άθελά του,

πρόθυμος, μια που ζεύχτηκε, σύντροφος μού ήταν

και του το μαρτυρώ, καν ζει καν πεθαμένος.

Και τώρα τ᾽ άλλα, για τους θεούς και για την πόλη,

σε σύνοδο κοινή δουλειά μας κάνοντάς το,

μαζί θενά σκεφτούμε· κι ό,τι καλά στέκει

πρέπει να δούμε πώς θα καλομείνει πάντα·

κι ό,τι από γιατρειά και φάρμακα έχει ανάγκη

καίοντας και κόβοντας στοχαστικά με γνώση

θα δοκιμάσουμε, αν μπορεί, να φύγ᾽ η αρρώστια.850

α Τώρα στων παλατιών την τιμημένη εστία

πηγαίνω, τους θεούς να προσκυνήσω πρώτα,

που όπως με κατευόδωσαν μ᾽ έφεραν πίσω·

κι η νίκη, μια που ακλούθησε, πάντα ας στεριώσει.

ΚΛΥ. Γέροντες σεβαστοί, μες στο Άργος πρώτοι απ᾽ όλους,

δε θα ντραπώ να πω σε σας την τόση αγάπη

που αιστάνομαι του αντρός μου· γιατ᾽ ο χρόνος σβήνει

τη συστολή απ᾽ τον άνθρωπο· δεν τα ᾽χω ακούσει

απ᾽ άλλους, τα δικά μου θενά πω τα πάθη

τόσον καιρό πόλειπ᾽ αυτός κάτω στην Τροία:860

α Και πρώτα δίχως άντρα κι έρμη μες στο σπίτι

είναι φριχτό κακό να κάθεται η γυναίκα

κι όλο ν᾽ ακούει πολλά συφοριασμένα λόγια,

που μόλις μπαίνει ο ένας με κακά μαντάτα,

χειρότερη άλλη συμφορά να φέρνει ο άλλος·

κι αν τόσες ήταν οι λαβωματιές του, όσες

καθημερνά μας έφερνε στο σπίτι η φήμη,

θα ᾽ταν να πεις πιο τρύπιος κι από δίχτυ αλήθεια·

κι αν ήταν, όσες φορές το ᾽παν, σκοτωμένος,

τρίδιπλο ντύμα γης πως πήρε θα καυχιόνταν870

α πεθαίνοντας και μια φορά στο κάθε σχήμα.

Γι᾽ αυτές λοιπόν και για τις τέτοιες κακιές φήμες

πολλές κρεμάθρες άλλοι γύρ᾽ απ᾽ τον λαιμό μου

με το στανιό μου λύσανε που είχα σφιγμένες·

γι᾽ αυτό δε βρίσκεται κι εμπρός σου εδώ κι ο γιος σου,

ο εγγυητής της πίστης μου και της δικής σου,

ο Ορέστης, καθώς έπρεπε· και μη απορήσεις·

γιατί τον θρέφει καλοθελητής μας φίλος880

α απ᾽ τη Φωκίδα ο Στρόφιος, προλέγοντάς μου

διπλά ενδεχόμενα κακά: και το δικό σου

κάτω στην Τροία κίντυνο, ή μήπως ρίξει

κάποια αναρχία του λαού τη Γερουσία,

ως καθώς το ᾽χουν φυσικό οι άνθρωποι πάντα

πιότερο να ποδοπατούν έναν που πέσει.

Μια τέτοια βέβαια πρόφαση δεν κρύβει απάτη·

μα εμένα οι άφθονες πηγές των δάκρυών μου

έχουν στερέψει κι ουδέ στάλα πια δε μένει·

και τ᾽ αργοκοίμητα μού βλάβηκαν τα μάτια

να κλαίω τις παραμελημένες φωταψίες890

α που πρόσμεν᾽ από σένα· και στα ονείρατά μου

από τ᾽ ανάλαφρο του κουνουπιού ξυπνούσα

φτεροσουσούρισμα, γιατ᾽ έβλεπα για σένα

πιότερα πάθη κι απ᾽ του ύπνου μου τις ώρες.

Τώρα πια ξέγνοιαστη, που πέρασ᾽ όλα τούτα,

πώς να μη λέω τον άντρα αυτό: σκύλο της στάνης,

άγκυρα σωτηρίας του πλοίου, και ψηλής στέγης

στύλο στερεό, μονάκριβο παιδί πατέρα,

στεριά που βλέπει ανέλπιστα ο θαλασσομάχος,

μέρα λαμπρότατη ύστερ᾽ από κακοσύνη,900

α τρεχάμενο νερό στο δρομομαχισμένο;

Χαρά στον, που ό,τι αφεύγατο κακό ξεφύγει!

Τέτοιων λοιπόν χαιρετισμών τιμή του αξίζει

κι ας λείπει ο φθόνος. φτάνουνε τα περασμένα

που τραβήξαμε! — Τώρα, αγαπητό κεφάλι,

κατέβαιν᾽ απ᾽ τ᾽ αμάξι σου, δίχως να ᾽γγίξεις

το πόδι καταγής, που ανάτρεψε την Τροία.

Δούλες, τι στέκεστε; πόχω το χρέος προστάξει

να στρώσετε χαλιά στου δρόμου του τη στράτα;

Ευτύς ας γίνει πορφυρόστρωτος ο δρόμος910

α κι ας τον φέρει στ᾽ ανέλπιστα παλάτια η Δίκη!

Για τ᾽ άλλα, η έγνοια μου άγρυπνη θενά οδηγήσει

σε δίκιο τέλος, πρώτα ο θεός, τα πεπρωμένα.

ΑΓΑ. Κόρη της Λήδας, των σπιτιών μου κυβερνήτρα,

σύμφωνα με της απουσίας μου το μήκος

και τα λόγια σου μάκρυνες· μα όμως, απ᾽ άλλους

ταιριάζει να ᾽ρχεται η τιμή του δίκιου επαίνου·

κι απ᾽ τ᾽ άλλο, με καμώματα γυναίκεια εμένα

μη θες να με χαλάς και σα βάρβαρον άντρα

ταπεινοπροσκυνάς με χαμόσυρτα λόγια·920

α μηδέ στρώσεις στον δρόμο μου, με τις πορφύρες,

τον φθόνο· στους θεούς τέτοιες τιμές χρωστούμε.

θνητός, σε τέτοια πολυξόμπλιαστα στολίδια

δεν πάει σε μένα να πατώ με δίχως φόβο·

σαν άνθρωπο, όχι σα θεό, να με τιμούνε·

και δίχως τα ποδοστρωσίματα και ξόμπλια

ακούεται το καλ᾽ όνομα· κι η φρόνησ᾽ είναι

το κάλλιο δώρο του θεού· να μακαρίζεις

έναν, μονάχ᾽ αφού τελειώσει ευτυχισμένος.

Αν πάντα μου έτσι φέρνομαι, φόβο δε θα ᾽χω.930

α ΚΛΥ. Όμως μη μ᾽ αρνηθείς τη χάρη αυτή και μένα.

ΑΓΑ. Ξέρε το, δε θα δεις τη γνώμη μου ν᾽ αλλάξω.

ΚΛΥ. Μην από φόβο το ᾽καμες στους θεούς τάμα;

ΑΓΑ. Παρά κάθ᾽ άλλον, ξέρω πως σωστά έτσι κάνω.

ΚΛΥ. Και τι λες τάχα ο Πρίαμος, αν ενικούσε;

ΑΓΑ. Σε ξόμπλια βέβαια και πάρα θα πατούσε.

ΚΛΥ. Λοιπόν του κόσμου μη ντραπείς την κατηγόρια.

ΑΓΑ. Όμως και του λαού η φωνή πολύ βαραίνει.

ΚΛΥ. Τον άνθρωπο, που δεν φθονούν, μην τον ζηλεύεις.

ΑΓΑ. Μα δεν ταιριάζει να ζητά η γυναίκ᾽ αμάχες.940

α ΚΛΥ. Μα πρέπει κάπου οι νικητές και να νικούνται.

ΑΓΑ. Τόσο λοιπόν να με νικήσεις επιμένεις;

ΚΛΥ. Σε με, μα με το θέλημά σου, ας μείν᾽ η νίκη.

ΑΓΑ. Αφού το θες… γοργά τα πέδιλ᾽ ας μου λύσουν

που ως σκλάβους τα πατά και πορπατάει το πόδι·

κι ενώ πάνω σ᾽ αυτές θα φεύγω τις πορφύρες,

ας μη με δει κανείς θεός με φθόνου μάτι.

ντροπή ᾽ν᾽ αλήθεια να ρημάζεις τέτοια πλούτια

κι ασημοζυγισμένα φάδια μες στους δρόμους.

Τόσο γι᾽ αυτά· τη ξένη τώρα ετούτη δέξου950

α με καλοσύνη· από ψηλά θα καλοβλέπουν

πάντα οι θεοί, όποιος σκληρός δεν είναι αφέντης.

γιατί ποιος πέφτει στη σκλαβιά με θέλημά του;

αυτήν, διαλεχτόν άνθος από τόσα πλούτη,

την έφερα μαζί μου, δώρο του στρατού μου.

Κι αφού στο θέλημά σου μ᾽ έχεις τέλος φέρει,

πατώντας σε πορφύρες στο παλάτι ας έμπω.

ΚΛΥ. Έχει κι αν έχει η θάλασσα! ποιος θα τη σώσει;

που ασημοζύγιαστη πολλή πορφύρα θρέφει

καινούρια πάντα, για όσα θες να βάφεις φάδια·960

α και το σπίτι σου, ρήγα μου, το ᾽χει για να ᾽χει

και, δόξα ο θεός, φτώχεια τι πάει να πει δε ξέρει·

κι αν τέτοιο μόφερναν χρησμόν απ᾽ τα μαντεία,

θα ᾽ταζα κι άλλα τόσα φάδια να πατιόνταν

για τα καλά σου, να ᾽θε τ᾽ αξιωθώ, δεξίμια·

γιατί σα μένει η ρίζα, τα κλωνιά φουντώνουν

κι απλώνουν ίσκιο του σπιτιού στο βαρύ κάμα·

έτσι και σένα ο γυρισμός στ᾽ αρχοντικό μας

σα να μας φέρνει μέσα στον χειμώνα ζέστη·

κι όταν γυαλίζει απ᾽ την ξινή την αγουρίδα970

α κρασάτη ρόγα, τότ᾽ είναι δροσιά στο σπίτι,

σαν το γιομίζει τ᾽ άρχοντά του η παρουσία.

Ω Δία μου τέλειε, δίνε στις ευχές μου τέλος

κι έχε την έγνοια σου γι᾽ αυτά που έχεις να κάμεις!

 

ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ

 

ΧΟΡ.

Γιατί με τόσο πείσμα εμπρός

στη λαφροΐσκιωτή μου την καρδιά

αυτός ο φόβος να πηδά

κι ακάλεστος κι απλέρωτος

μαντείες να μου καλοναρχά;

Γιατί σαν τα όνειρα τα σκοτεινά

να μην μπορώ να τον ξορκίσω980

α και το καλό το θάρρος μου ξανά

στον θρόνο της καρδιάς να στήσω;

Κι όμως καιρός επέρασε από τότες

που σέρνοντας τα παλαμάρια

ταράξανε τον άμμο του γιαλού,

όταν κατά την Τροία ξεκίνησαν

οι ναύτες μας κι οι στρατιώτες.

 

Του γυρισμού των τώρα εγώ

μάρτυρας είμαι μόνος μου μ᾽ αυτά

τα δυο μου μάτια· κι όμως, πώς

ψέλνει από μέσα μου η καρδιά

χωρίς κιθάρας συνοδειά990

α των Ερινύων τον θρήνο, που κανείς

δεν της τον έχει ποτέ μάθει;

κι αχ! της γλυκιάς ελπίδας το καλό

το θάρρος μού έφυγε κι εχάθη.

Γιατί τα σπλάχνα δε σπαρνούνε

έτσι άδικα ποτέ κι ουδέ του κάκου

χοροπηδά στα στήθια μου η καρδιά.

μα εύχομαι κατ᾽ ανέμου οι φόβοι μου

να παν και ψεύτικοι να βγούνε.1000

α Πολύ ᾽ναι αλήθεια αχόρταστη

μια τέλεια υγεία που θεριεύει,

γιατί κακιά γειτόνισσα

η αρρώστια από ᾽να τοίχο συνορεύει·

και μια ευτυχία π᾽ αρμενίζει ολόπριμα

ξάφνου σε κρυφή ξέρα πάνου πέφτει.

Μ᾽ αν απ᾽ του κέρδους το βαρύ φορτιό

δε ντηρηθεί να κάμει χύση

μ᾽ όση που παίρνει απλοχεριά,1010

α μπορεί να μη χαθεί κι ολάκερο

το παραφορτωμένο σπιτικό

και σύψυχο το πλοίο να μη βυθίσει.

φτάν᾽ η ευλογία να στρέξει τ᾽ ουρανού,

φτάνει κι η γης με την καλόχρονη σοδειά

της πείνας το θεριό να κυνηγήσει.

 

Όμως μια να χυθεί στη γη

το γαίμ᾽ ανθρώπου που σκοτώσουν,1020

α ποιου θα μπορούσαν γητευτή

ζωή τα ξόρκια να του δώσουν;

Μα ο Δίας και κείνον, που ήξεραν οι τέχνες του

νεκρούς από τους τάφους να σηκώνουν,

δεν του ᾽δωσε να μάθει στα καλά;

Αν δεν είχε όμως ο θεός

μοίρα με μοίρα περιορίσει

τα σύνορά της να μη ξεπερνά,

τη γλώσσα θα προλάβαινε η καρδιά

μ᾽ όσα της μέσα κλει να ξεχειλίσει.

τώρα, η πικρή, στο σκότος φρουμανά,1030

α που δεν ελπίζει από του στήθους τη φωτιά

μια σπίθα, σε καιρό, να ξεπηδήσει.

 

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

 

ΚΛΥ. Και συ, σε σένα λέω Κασσάντρα, έμπαινε μέσα·

αφού σου ᾽δωκε ο θεός ανόργητα εδώ μέσα

του σπιτιού μας να γίνεις και με τόσες δούλες

μαζί να παραστέκεις δίπλα στους βωμούς μας,

κατέβαιν᾽ απ᾽ τ᾽ αμάξι, δίχως περηφάνια,

αφού κι ο γιος ακόμη, λένε, της Αλκμήνης1040

α υπόμεινε ψωμί σκλαβιάς να δοκιμάσει·

γιατί αν το φέρ᾽ η τύχη τέτοια να ᾽ρθει ανάγκη,

χαρά στον που αρχαιόπλουτους κυρίους θα λάχει·

μα εκείνοι όπου ανέλπιστα θερίσουν πλούτη,

πάντα σκληροί στους δούλους των και δίχως μέτρο

Από μας θα ᾽χεις τέτοια όσα ζητά το δίκιο.

ΧΟΡ. Σου ᾽πε λόγια κοφτά και στρογγυλά και παύει·

και μια που στα πλεμμάτια είσαι της τύχης,

ό,τι σου λέει κάμε — αν θες — μα ίσως δε θέλεις.

ΚΛΥ. Μ᾽ αν ίσως και δεν έχει σαν το χελιδόνι1050

α βαρβαρικιά στη γλώσσα της φωνή και ξένη,

τα φρόνιμά μου ακούοντας θα νιώσει λόγια.

ΧΟΡ. Εμπρός, σου λέει τα πιο καλά στη θέση που ᾽σαι,

κατέβαιν᾽ απ᾽ τ᾽ αμάξι κι ακλούθησέ την.

ΚΛΥ. Καιρό δεν έχω πια εδώ έξω από τη θύρα

να χάνω· γιατ᾽ εκεί στου παλατιού τη μέση

μπρος στους βωμούς για σφάξιμο τ᾽ αρνιά προσμένουν,

σα να μην έλπιζαν ποτέ μια τέτοια χάρη·

και συ στον νου σου αν το ᾽χεις, κάμε ό,τι θα κάμεις·

κι αν δε ξέρεις τη γλώσσα μας για να με νιώσεις,1060

α αντίς φωνή, το βάρβαρο ας μου γνέψει χέρι.

ΧΟΡ. Φαίνεται θέλ᾽ η ξένη έν᾽ άξιο δραγομάνο

κι ο τρόπος της νεοσκλάβωτο τη δείχνει αγρίμι.

ΚΛΥ. Μα είναι τρελή κι ακούει κακά στον νου της φρένα,

που αφού πάρθηκε η χώρα της κι εδώ μας ήρθε

δε λέει στο χαλινάρι της να συνηθίσει,

πρι ξεθυμάν᾽ η γλώσσα της σ᾽ αφρό αιματένιο.

Δε θα ταπεινωθώ να χάνω κι άλλα λόγια.

ΧΟΡ. Μα εγώ τη συμπονώ και δε θα της θυμώσω·

κατέβα πια ταλαίπωρη κι άφησ᾽ τ᾽ αμάξι1070

α και κάνε της σκλαβιάς σου αρχή, σαν είναι ανάγκη.

ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ Συμφορά μου, οϊμέ συμφορά,

Απόλλων, Απόλλων!

ΧΟΡ. Τι θέλουν τάχα οι θρήνοι αυτοί για τον Λοξία;

δεν είναι τέτοιος να του πρέπουν μοιρολόγια.

ΚΑΣ. Συμφορά μου, οϊμέ συμφορά μου,

Απόλλων, Απόλλων!

ΧΟΡ. Πάλι με στόμα βλάστημο τον θεό φωνάζει,

που σε γόους να παραστέκει δεν του πρέπει.

ΚΑΣ. Απόλλων,1080

α Απόλλων οδηγέ κι η απώλειά μου,

δεύτερη αυτή φορά και για καλά με χάνεις!

ΧΟΡ. Για τα δικά της πάθη, λέω, θα προφητέψει·

μένει το θείο το χάρισμα και στη σκλαβιά της.

ΚΑΣ. Απόλλων,

Απόλλων οδηγέ κι η απώλειά μου,

α, τάχα πού μ᾽ οδήγησες; και σε ποια στέγη;

ΧΟΡ. Στων Ατρειδών τη στέγη· κι αν δεν το ᾽χεις νιώσει,

να που σου λέω· και ψέμα δε θα πεις πως σου είπα.

ΚΑΣ. Α, α!

Θεομίσητο σπίτι· και πόσα ξέρει1090

α φονικά, σκοτωμούς από δικών χέρι,

ανθρωπομακελειό αιματοραντισμένο!

ΧΟΡ. Μοιάζει μύτη καλή σα σκύλα να ᾽χ᾽ η ξένη

και ψάχνει νά ᾽βρει εκεί που οσμίζεται το γαίμα.

ΚΑΣ. Γιατ᾽ έχω μάρτυρες, να ιδού ετούτα·

βρέφη που σκούζουν κάτω απ᾽ το μαχαίρι,

κρέατα ψητά, από τον πατέρα φαγωμένα.

ΧΟΡ. Τη μαντική σου είχαμε ακουστά τη φήμη,

όμως γι᾽ αυτά δε μας χρειάζονται προφήτες.

ΚΑΣ. Αλί κι απ᾽ αλί! και το τι έχει στον νου της!1100

α τι ᾽ν αυτό το καινούργιο κακό το μεγάλο,

το μεγάλο, που εδώ μέσα ετοιμάζει, κακό

για τους φίλους βαρύ

και δεν έχει γιατρειά

κι είναι κάθε βοήθεια μακριά.

ΧΟΡ. Αυτά σου τα μαντέματα δεν τα γνωρίζω·

τ᾽ άλλα τα ξέρω, τα φωνάζει κι όλη η χώρα.

ΚΑΣ. Αλί σου, αθλία· και το κάνεις αυτό;

τον άντρα, το δεξί σου το πλευρό,

τον βάζεις στο λουτρό — πώς να το πω το τέλος;

μα όπου και να ᾽ναι γίνεται· κι απλώνει1110

α χέρι το χέρι γοργό.

ΧΟΡ. Δε νιώθω ακόμα· κι ύστερ᾽ απ᾽ τα αινίγματά σου

τώρα απ᾽ τους σκοτεινούς σου τους χρησμούς τα χάνω.

ΚΑΣ. Ωή, πωπώ, πωπώ! τι ᾽ναι που φαίνεται;

δεν είναι δίχτυ του Άδη;

μα δίχτυ ᾽ναι η γυναίκα του, η φόνισσά του·

κι η κατάρα η αχόρταγη του γένους

ας κλάψει του φριχτού τον θρήνο φονικού.

ΧΟΡ. Ποια τούτ᾽ η Ερινύα που προσκαλείς να υψώσει

θρήνο στο σπίτι; δε μ᾽ ευφραίνει αυτός σου ο λόγος1120

α και κίτρινο αναρρόησε το αίμα μου στην καρδιά

καθώς από θανάσιμη πληγή

στις ύστερες στιγμές του βίου που σβήνει

και ταχιά φτάνει η σκοτεινιά.

ΚΑΣ. Α, α, ιδού, ιδού, κράτα μακριά

τον ταύρο από την αγελάδα·

με δόλο μες στα βρόχια της τον πιάνει,

βαράει του μαύρου μια και πέφτει

μες στη λεκάνη του νερού.

Για τα λεβέτια του λουτρού σου λέω τα φονικά.

ΧΟΡ. Δε θα το καυχηθώ πως νιώθω τους χρησμούς σου,1130

αμε κάτι όμως κακό μου φαίνεται πως μοιάζουν.

Και πότε απ᾽ τους χρησμούς βγήκε για τους θνητούς

καμιά χαρά; — μες από συμφορές

των μάντηδων οι περισσόλογες οι τέχνες

τον φόβον έρχουνται να φέρουν.

ΚΑΣ. Αλίμονο της άμοιρης μαύρη μου τύχη!

βάζω και κλαίω μαζί και τα δικά μου πάθη,

που ηύρες να φέρεις την ταλαίπωρη και μένα

τι άλλο, πάρεξ να πεθάνω εδώ μαζί σου;

ΧΟΡ. Φρενοπαρμένη θα ᾽σαι και θεοπείραχτη,1140

α μόνη σου να ψάλλεις θρήνον άνομο

του εαυτού σου, όπως η ξανθιά

κι αβάρετη στα κλάματα αηδόνα,

που κλαίοντας κλαίει πάντα τον Ίτυν Ίτυ

σ᾽ όλη την πικραμένη τη ζωή της.

ΚΑΣ. Καλότυχη της λυγερής μοίρ᾽ αηδόνας!

αυτή την ντύσανε οι θεοί με φτερωτό κορμί

και μες στα κλάματα γλυκιά της δώσανε ζωή.

μα εμέ σφαγή με δίκοπο σπαθί προσμένει.

ΧΟΡ. Πούθ᾽ έρχουνται, από ποιο θεό1150

α σταλμένοι οι τρόμοι αυτοί

και τα δεινά με σκούξιμο κακόσυρτο θρηνείς,

και τραγουδείς μαζί σε ήχους πάρα ψηλούς;

πού βρήκες τους κακομελέτητους σκοπούς

στους δρόμους τους προφητικούς σου;

ΚΑΣ. Γάμοι του Πάρη, γάμοι, οϊμέ,

των φίλων συμφορά!

κι ω του Σκαμάντρου πατρικά νερά,

που μια φορά στις όχθες σου την άθλια

μ᾽ έθρεφες και με τράνευες,

μα τώρα γρήγορα θαρρώ γύρω στον Κωκυτό1160

α και στις όχθες του Αχέροντα θα προφητέψω.

ΧΟΡ. Τι ᾽ναι αυτός τώρα ο φανερός πάρα πολύ χρησμός;

κι ένα μωρό μπορεί να νιώσει·

και στην καρδιά με πλήγωσε σα δάγκωμα φιδιού

καθώς τη μαύρη μοίρα σου μοιρολογάς πικρά

και με σπαράζεις να σ᾽ ακούω.

ΚΑΣ. Ω κρίμα οι κόποι, η χώρα μας και πήε κατά βυθού.

κρίμα οι θυσίες του πατέρα για τους πύργους

και σφαγμέν᾽ αρίθμητα παχιά κοπάδια

τίποτε δεν ωφέλησαν1170

α για να μην πάθει ό,τι έπαθεν η πόλη.

και γω το θερμόν αίμα μου ταχιά στη γη σκορπώ.

ΧΟΡ. Σύμφωνα μ᾽ όσα μου ᾽ψαλες κι αυτά που τώρα λες

και βέβαια κάποιος δαίμονας σε βάζει,

όπου κακό σού θέλει πέφτοντας βαρύς

για να θρηνείς πικρά πάθη θανατικά.

και που θα βγει δε ξέρω.

ΚΑΣ. Σε λίγο ακόμα κι ο χρησμός πια δε θα βλέπει

μες απ᾽ τους πέπλους σαν τη νιόπαντρη τη νύφη,

μα θα χυθεί, όπως φαίνεται, μ᾽ ορμή μεγάλη

προς του ήλιου τις ανατολές και σαν το κύμα1180

α στο φως κακό θα βγάλει πιο μεγάλο απ᾽ τ᾽ άλλο.

Τώρα όχι πια μ᾽ αινίγματα θα σου τα μάθω·

και μάρτυρές μου να ᾽σαστε μαζί ακλουθώντας

πως των αρχαίων οσμίζομαι κακών τ᾽ αχνάρια·

γιατί ποτέ δεν απολείπει αυτή τη στέγη

χορός που ψάλλει μια κακόφωνη αρμονία

και μια που μάλιστα έχει πιει ανθρώπινο αίμα

κι αποδιαντράπη ολότελα, το ᾽στρωσε μέσα

στο σπίτι για καλά και πια δε λέει να φύγει

των Ερινύων των συγγενικών ο κώμος.1190

α κι έτσι για πάντα θρονιασμένες τραγουδούνε

την πρώταρχη αφορμή των συμφορών κι ακόμα

καταριούνται με φρίκη τ᾽ άνομο κρεβάτι,

που ατίμασε αδερφός — κακό της κεφαλής του!

Αστόχησα, ή το βρήκα σαν καλός τοξότης;

ή ψευτομάντισσα είμαι φλύαρη δερνοθύρα;

αρνήσου το αν μπορείς κι ορκίσου πως δε ξέρεις

απ᾽ ακουστά τις πρώτες του σπιτιού αμαρτίες.

ΧΟΡ. Ω και να μπόρειε ο στέρεος δεμένος όρκος

καμιά θεράπεια να ᾽φερνε! μα εσέ θαυμάζω,

πώς, από χώρ᾽ αλαργινή κι αλλόγλωσσή μας,1200

α σα να ᾽σουν μπρος και τα ᾽βλεπες, τα ξεδιαλύνεις.

ΚΑΣ. Στην τέχνη αυτή μ᾽ όρισε ο Απόλλωνας ο μάντης.

ΧΟΡ. Μήπως, αν και θεός, τον λάβωσε ο έρωτάς σου;

ΚΑΣ. Πριν το ᾽χα για ντροπή λόγο γι᾽ αυτά να κάνω.

ΧΟΡ. Στις ευτυχίες, απάνω του καθείς το παίρνει.

ΚΑΣ. Μα ήταν για μένα αγωνιστής γιομάτος φλόγα.

ΧΟΡ. Μη και μαζί του σ᾽ ένωσε του γάμου ο νόμος;

ΚΑΣ. Ενώ είχα πει το ναι, τον γέλασα κατόπι.

ΧΟΡ. Αφού είχες πια τη θεϊκιά την τέχνη πάρει;

ΚΑΣ. Στην πόλη πια προφήτευα όλα της τα πάθη.1210

α ΧΟΡ. Και πώς απλέρωτη έμεινες απ᾽ την οργή του;

ΚΑΣ. Κανείς πια δε με πίστευε, μετά απ᾽ το κρίμα αυτό.

ΧΟΡ. Μα σε μας φαίνονται, αχ, πολύ σωστοί οι χρησμοί σου.

ΚΑΣ. Αλί μου αλί! ωχ ωχ, κακά!

πάλι ο φριχτός ο πόνος της ορθομαντείας

μ᾽ απαίσιο προνάκρουσμα μ᾽ αναταράζει.

Βλέπετ᾽ εδώ τους νέους αυτούς τους καθισμένους

δίπλ᾽ απ᾽ το σπίτι κι όμοιους με μορφές ονείρων;

θα ᾽λεγες σαν παιδιά πόχουν δικοί σφαγμένα,

με χέρια απ᾽ το φαΐ γιομάτα των σαρκών τους,1220

α μαζί άντερα και σπλάχνα — γιόμισμα τρισάθλιο

φαίνονται να κρατούν που γεύτηκε ο πατέρας!

Γι᾽ αυτά, σου λέω, εκδίκηση μελετά κάποιος

λέοντας δειλός, που στρέφεται μες στα κρεβάτια

και καρτεράει στο σπίτι, οϊμέ, πότε να στρέψει

ο αφέντης — ναι ο αφέντης μου, μια που είμαι σκλάβα.

Κι ο στόλαρχος κι ο χαλαστής της Τροίας δεν ξέρει

τι με της γλώσσας της τα χάδια και τα λόγια

τα πρόσχαρα του μαγειρεύει η μαύρη η σκύλα,

σαν την κρυμμένη συμφορά, κακιά του μοίρα!1230

α Τέτοια τολμά! γυναίκα φόνισσα ενός άντρα!

και ποιο όνομα να βρω στο μισητό το τέρας

να του ταιριάζει; αμφίσβαινα ή τάχα Σκύλλα

που μες στους βράχους θρήνος των ναυτών φωλιάζει;

μάνα του Χάρου αλλόφρενη που των δικών της

κρατάει αμάχη ασύβαστη; και ρέκαξε έτσι

σα να ᾽χε εχθρούς η απόκοτη κατατροπώσει

και λέει πως τάχα απ᾽ τη χαρά του γυρισμού του!

Είπα κι αν με πιστεύεις ή όχι, το ίδιο κάνει·

θα ᾽ρθει που θά ᾽ρθει και συ μάρτυρας σε λίγο1240

α σωστή πολύ προφήτισσα θενά με κλάψεις.

ΧΟΡ. Το δείπνο του Θυέστη με παιδιών του σάρκες

το ᾽νιωσα κι ανατρίχιασα· κι έχω ένα φόβο,

γι᾽ αυτά σου που είπες και δε μοιάζουν παραμύθια·

μα τ᾽ άλλα π᾽ άκουσα — βγήκα και πάω απ᾽ τον δρόμο!

ΚΑΣ. Πως του Αγαμέμνονα θα δεις σου λέω τον φόνο.

ΧΟΡ. Φράξε το στόμα σου, άθλια, στον κακό λόγο!

ΚΑΣ. Γιατρός κανείς δε βρίσκεται γι᾽ αυτό που σου είπα.

ΧΟΡ. Όχι, αν θα γίνει· μα ο θεός να μην το δώσει.

ΚΑΣ. Καλές είναι οι ευχές, μα εκείνοι μελετούν τον φόνο.1250

α ΧΟΡ. Ποιος είναι ο άντρας, που ετοιμάζει αυτό το κρίμα;

ΚΑΣ. Έπεσες όξω κι όξω, βλέπω, απ᾽ τους χρησμούς μου.

ΧΟΡ. Γιατί δεν έχω νιώσει ποιος και πώς θα κάμει.

ΚΑΣ. Κι όμως καλά τη γλώσσα ξέρω των Ελλήνων.

ΧΟΡ. Κι η Πυθία επίσης· μα ποιος νιώθει τους χρησμούς της;

ΚΑΣ. Αλί μου! ω ποια φωτιά χυμίζει και μ᾽ αδράχνει!

Ω πω, πω, πω! λύκειε Απόλλωνα, οϊμένα!

Αυτή, λιόντισσα με δυο πόδια, που κοιμάται

με λύκο, ενώ το αρχοντικό λιοντάρι λείπει,

θα με σκοτώσει τη φτωχιά κι ως να ετοιμάζει1260

α φάρμακο, θενα χύσει, μέσα στην οργή της,

και τη δικιά μου πληρωμή κι ενώ ακονίζει

το σπαθί για τον άντρα της, θενά εγκωμιάζει

πως γιατί μ᾽ έφερε μαζί τον εκδικιέται.

Και τι λοιπόν τα θέλω αυτά σα να μ᾽ εμπαίζουν

τα σκήπτρα και τα μαντικά στεφάνια εμπρός μου;

Εσένα πριν του τέλους μου θα σε χαλάσω.

Στην κατάρα! έτσι καταγής να! πώς πληρώνω·

στολίστε άλλη συμφοράν αντίς για μένα·

Να! με τα χέρια του ο Απόλλωνας μου βγάζει

το μαντικό το φόρεμα κι αφού είδε πρώτα1270

α και μ᾽ όλη αυτή μου τη στολή τα περιγέλια

που φίλοι εχθροί μου κάνανε, βέβαια του κάκου,

κι υπόφερα σα μια ζητιάνα γυρολόγα

να με λεν λιμασμένη, στρίγγλα, ψωμοζήτα—

και τώρα ο μάντης μάντισσα που μ᾽ έχει κάμει

μ᾽ οδήγησε σ᾽ αυτές τις θανάσιμες τύχες!

Κι αντί ο βωμός στο πατρικό παλάτι μέσα,

το κρεατοσάνιδο προσμένει, να το βάψει

κόκκινο το θερμό το γαίμα της σφαγής μου.

Μ᾽ απλέρωτο οι θεοί το αίμα μου δε θ᾽ αφήσουν,

γιατ᾽ άλλος πάλι εκδικητής θα ᾽ρθει δικός μας1280

α να πάρει πίσω από τη μάνα που τον γέννα

του πατέρα το γαίμα· κι έρχεται διωγμένος

πλανημένος κι απόξενος αυτής της χώρας,

κορώνα στου σπιτιού τις συφορές να βάλει.

Γιατ᾽ έχει από τους θεούς στεριώσει μέγας όρκος

να εκδικηθεί το πέσιμο νεκρού πατέρα.

Μα γιατί τάχα εδώ παντοτινά να κλαίω,

μια που είδα με τα μάτια μου του Ιλίου την πόλη

να πάθει ό,τι έπαθε, και κείνοι που την πήραν

έτσι με των θεών την κρίση βγαίνουν πέρα;

Πηγαίνω στο γραφτό μου και στον θάνατό μου

και χαιρετάω αυτές εδώ του Άδου τις πύλες.1291

α Μόνο άμποτε μια και καλή πληγή να λάβω

που να μπορέσω ασφάδαστη και με χυμένο

το γαίμα ευκολοθάνατη να ξεψυχήσω.

ΧΟΡ. Ω συ πολύ ταλαίπωρη και πολύ πάλι

σοφή γυναίκα, είπες πολλά κι αν απ᾽ αλήθεια

τον θάνατό σου ξέρεις, πώς με τέτοια τόλμη

τραβάς σα βόδι στον βωμό, που θεός το σπρώχτει;

ΚΑΣ. Δεν έχω γλιτωμό, φίλοι, αν κερδίσω χρόνο.

ΧΟΡ. Μα η ώρα ᾽ναι η στερνή που πιότερη έχει αξία.1300

α ΚΑΣ. Ήρθεν η μέρα· ποιό έχω κέρδος κι αν θα φύγω;

ΧΟΡ. Ψυχή γενναία η τόλμη σου, ξέρε το, δείχτει.

ΚΑΣ. Κανείς αυτό απ᾽ τους ευτυχείς δε θα τ᾽ ακούσει.

ΧΟΡ. Μα ο ένδοξος είναι θάνατος μεγάλη χάρη.

ΚΑΣ. Οϊμένα εσύ και τ᾽ άξια σου παιδιά, πατέρα!

ΧΟΡ. Τι ᾽ναι; ποιος φόβος σού γυρνάει τον νου σου πάλι;

ΚΑΣ. Αχ και αχ!

ΧΟΡ. Τι πάλι αυτό σου το αχ; εκτός του νου σου αν βλάβη…

ΚΑΣ. Πνοή αναδίδει αιματοστάλαχτη το σπίτι.

ΧΟΡ. Και πώς; είν᾽ τα σφαχτά που στους βωμούς μυρίζουν.1310

α ΚΑΣ. Είν᾽ όμοιο σαν αχνός που βγαίνει από ᾽να τάφο.

ΧΟΡ. Βέβαια δε λες για αραβικά εδώ μέσα μύρα.

ΚΑΣ. Μα πάω και στους νεκρούς τη μοίρα μου να κλάψω

και του Αγαμέμνονα· αρκετά κι όσο έχω ζήσει.

Αχ ξένοι μου!

δε σκούζω σαν πουλί έτσι από μάταιο φόβο

μπρος σ᾽ ένα θάμνο… θα πεθάνω και σας θέλω

μάρτυρες, σαν πεθάνει αντίς για με γυναίκα

κι άντρας αντίς για τον κακότυχο τον άντρα·

σα ξένιο δώρο αυτό πεθαίνοντας ζητώ σας.1320

α ΧΟΡ. Αθλία, σου κλαίω τη μοίρα σου που προφητεύεις.

ΚΑΣ. Να πω ένα λόγο θέλω ακόμα κι όχι θρήνο

δικό πια· μπρος στο στερνό το φως του ήλιου

εύχομαι οι εκδικάτορες του βασιλιά μου

να θυμηθούν και τους δικούς μου τους φονιάδες

για το εύκολο κατόρθωμα φόνου μιας σκλάβας.

ΧΟΡ. Αχ, και το τι ᾽ναι ο άνθρωπος! στην ευτυχία του

είναι σα μια ελαφρή σκιά· μα η δυστυχία

μια σα σφουγγάρι υγρό της δίνει και τη σβήνει·

κι αυτά ᾽πό κείνα πιο πολύ ελεούμαι ακόμα.1330

α  

ΑΝΑΠΑΙΣΤΟΙ

 

ΧΟΡ.

Η ευτυχία είναι πράμα που ο άνθρωπος

δε χορταίνει και δεν τη βαρέθηκε

κανείς τόσο ποτέ, που την πόρτα του

να της δείξει απ᾽ τα σπίτια του διώχνοντας

και της πει: πια μη μπαίνεις!

Και σ᾽ αυτόν έτσι οι αθάνατοι δώσανε

να κυριεύσει του Πριάμου την πόλη

και θεοτίμητος πίσω μάς γύρισε·

Όμως τώρα αν πλερώσει με το αίμα του

τα παλιά φονικά, και πεθαίνοντας

μετά τόσους κι αυτός, το κατόπι του

άλλους θάνατους φέρει από εκδίκηση,1340

α ποιος στον κόσμο με μοίρ᾽ ασυμφόριαστη

θα καυχιόταν ποτέ πως γεννήθηκε

όλ᾽ αυτά σαν ακούει;

 

ΠΕΜΠΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

 

ΑΓΑ. Οϊμένα μου και πάω· βαθιά με βρήκε μέσα!

ΧΟΡ. Σώπα! ποιος φωνάζει τάχα χτυπημένος στα γερά;

ΑΓΑ. Πάλι ξανά μου, αλίμονο! με βρήκε κι η άλλη!

ΧΟΡ. Πάει, τέλειωσε! αν θα κρίνω απ᾽ τις φωνές του βασιλιά,

μα στα σοβαρά ας σκεφτούμε μιαν απόφαση όλοι εδώ.

ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ Ο Α’. Εμένα η γνώμη μου είναι σε βοήθεια αμέσως

να κράξομε όλη εδώ την πόλη στο παλάτι.

Ο Β’. Εγώ, με μιας, λέω, να χυθούμε μέσα κι έτσι

μ᾽ αιμόβρεχτο τους πιάσομε σπαθί στο χέρι.1350

α Ο Γ’. Κι εγώ είμαι αυτής της γνώμης· κάτι, πρέπει, λέω

να κάνομε· καιρός για χάσιμο δεν είναι.

Ο Δ’. Φως φανερό· όπως άρχισαν, είναι σημάδι

πως ετοιμάζουν τυραννίδα για τη χώρα.

Ο Ε’. Η ώρα περνά· μα αυτοί στα πόδια των πατούνε

τον σοφό δισταγμό κι έχουν το χέρι ξύπνιο.

Ο ΣΤ’. Κι εγώ δεν ξέρω ποια βουλή να βρω να δώσω.

έχει να σκεφθεί πριν κι αυτός που θα ενεργήσει.

Ο Ζ’. Τέτοιος είμαι και ᾽γω· δύσκολα βλέπω τρόπο1360

α ένα νεκρό με λόγια ν᾽ αναστήσω πάλι.

Ο Η’. Κι έτσι όσο ζούμε θενά σκύβομε κεφάλι

στους άτιμους που τα παλάτια αυτά ντροπιάζουν;

Ο Θ’. Μα όχι, δεν είναι υποφερτό· κάλλιο ας πεθάνω·

πιο γλυκός πάντα ο θάνατος απ᾽ τη σκλαβιά ᾽ναι…

Ο Ι’. Μα τάχ᾽ αυτά τα βογγητά να ήταν σημάδι

να κρίνομε πως είναι κιόλας σκοτωμένος;

Ο ΙΑ’. Ας μη μας πάρ᾽ η οργή πρι να βεβαιωθούμε·

άλλο να υποψιάζεσαι κι άλλο είν᾽ η αλήθεια.

Ο ΙΒ’. Απ᾽ όλα τα πολλά μ᾽ αυτή τη γνώμη κλίνω,1370

α να μάθομε ακριβώς τι γένηκε ο Ατρείδης.

ΚΛΥ. Απ᾽ όλα που έχω πριν από σκοπού ειπωμένα

δε θενά το ντραπώ να πω τα ενάντια τώρα.

Γιατί και πώς αλλιώς κανείς, σαν ετοιμάζει

τον όλεθρο του εχθρού του, που περνά για φίλος,

να περιφράξει στέρια του χαμού τα δίχτυα

σε ύψος που να ᾽ναι αδύνατο να το πηδήσει;

Χρόνια τον έχω αυτόν φροντίσει τον αγώνα

κι ήρθε της νίκης, αν κι αργά, ο θρίαμβος τέλος,

και τώρα στέκω εδώ που χτύπησα, νικήτρα!

Μ᾽ άκου λοιπόν πώς έκαμα, που από τον χάρο1380

α να μην μπορέσει να διαφεντευτεί ή ξεφύγει:

Με σκέπασμ᾽ αξεπέραστο σα ψαριών δίχτυ,

τονέ τυλίγω — αρχοντικό φόρεμα ολέθρου —

και δυο φορές τονέ χτυπώ· και με δυο βόγγους

πέφτει παράλυτο κορμί· και, σωριασμένος,

τρίτη από πάνω του βαρώ, ταμένη χάρη

του Δία σωτήρα των νεκρών κάτω στον Άδη.

Έτσι ξερνάει πεσμένος κάτω την ψυχή του

και το αίμα του, σαν ψιλή σφήνα ξεπετώντας,

με μαύρες στάλες φονικής δροσιάς με ραίνει1390

α κι εύφρανε τη ψυχή μου όχι πιο λίγο απ᾽ ό,τι

του θεού η βροχούλα τα σπαρτά στο πλούμισμά τους.

Έτσι λοιπόν, πρόκριτοι σεβαστοί του Άργους,

κι αν σας βολεί, χαρείτε· καύχημα εγώ το ᾽χω,

κι αν σε νεκρούς ήταν σωστό σπονδές να κάνουν,

δίκαια σ᾽ αυτόν θα ταίριαζε και παραδίκαια·

με τόσα το κροντήρι γιόμισε στο σπίτι

κατάρατα κακά κι ήρθε και το ᾽πιε ο ίδιος.

ΧΟΡ. Θαυμάζομε τι αχρεία γλώσσα έχεις στο στόμα

που απάνω στον νεκρό του αντρός σου έτσι καυχιέσαι.1400

α ΚΛΥ. Με δοκιμάζετε σαν άμυαλη γυναίκα,

μα εγώ με ατρόμητη καρδιά σε σας το λέγω

που με γνωρίζετε — κι ή σας αρέσει ή όχι,

ένα εγώ το ᾽χω: αυτός είν᾽ ο Αγαμέμνονάς σας,

άντρας δικός μου και νεκρός μ᾽ αυτό το χέρι

που με το δίκιο ό,τι έκαμε — και ξέρετέ το.

ΧΟΡ. Σαν τι κακό, γυναίκα,

να γεύτηκες βοτάνι από τη γη θρεμμένο,

ή τι φαρμάκι από τη θάλασσα βγαλμένο,

και πήρες τέτοια λύσσα και λαού κατάρα;

δίκασες κι έκοψες, μα τώρα απάτριδη1410

α βδέλυγμα θα ᾽σαι της χώρας.

ΚΛΥ. Τώρ᾽ απ᾽ την πόλη μού δικάζεις εξορία,

μίσος των πολιτών και του λαού κατάρες,

ενώ κανένα φταίξιμο σ᾽ αυτόν δε βρήκες,

π᾽ ούτε σα να ᾽τανε σφαχτό λογιάζοντάς την,

— όταν με γέννες καρπερές φτουρούν οι στάνες —

την κόρη του, τον πιο ακριβό μου πόνο εμένα,

για τους ανέμους τη θυσίασε της Θράκης.

Δεν είν᾽ αυτός που του ᾽πρεπε μακριά απ᾽ τη χώρα

να διώχτεις για το κρίμα του; και συ δικάζεις

σκληρά τα έργα που μ᾽ άκουσες· μα σου το λέω:1420

α φοβέριζε κι είμ᾽ έτοιμη, μια σου και μια μου,

να ᾽μαι στην εξουσία σου, σαν με νικήσεις·

μ᾽ αν πάλι αλλιώς κάμει ο θεός κι αποφασίσει,

θενά σου μάθω, αν και αργά, να βάλεις γνώση.

ΧΟΡ. Ψηλά το παίρνει ο νους σου

κι άρρητα κλώθ᾽ η γλώσσα, σα να τάραξε

τα φρένα το χυμένο το αίμα και σου φάνταξε

πως πρέπει σου στην όψη η βούλα η κόκκινη·

Μα θα ᾽ρθει η μέρα, δίχως φίλους, καταφρονεμένη,

μάχαιραν έδωσες, μάχαιρα να λάβεις.1430

α ΚΛΥ. Μ᾽ άκου τώρα κι αυτούς τους όρκους που θα βάλω·

Έτσι ναι, μα της κόρης μου την τέλεια Δίκη

και μα την Άτη και την Ερινύα, που τούτον

έσφαξα εγώ και τους τον πρόσφερα θυσία,

ούτ᾽ έγνοια φόβου μες στο σπίτι μου δε θά ᾽μπει

όσο που τη φωτιά θ᾽ ανάβει της γωνιάς μου

ο Αίγιστος σαν πρώτα καλοθελητής μου,

γιατ᾽ είν᾽ αυτός του θάρρους μας μεγάλη ασπίδα.

Να τον! νεκρός ο ατιμαστής της γυναικός του

και των Χρυσηίδων ο καλός κάτω στην Τροία.

Να την! και τούτη εδώ η αιχμάλωτη, η μαγίστρα,1440

α η χρησμολόγα και παρακοιμάμενή του,

πιστή γυναίκα, πότριβαν μαζί την ίδια

στρώση του καραβιού·— μα ό,τι άξιζαν το βρήκαν.

αυτός από τη μεριά κι αυτή, αφού είπε

σαν κύκνος το στερνό θανάτου μοιρολόι,

κείται στο πλάι του φίλου της που ᾽χε τη φέρει

προσφάγι γλιχουδιάρικο του κοιμηθιού μας.

ΧΟΡ. Αλίμονο, ποια να ήταν γρήγορη

δίχως κρεβάτωμα ούδ᾽ αρρώστια

να ᾽ρχουνταν μοίρα να μας έφερνε1450

α για πάντα τον ατέλειωτο τον ύπνο,

τώρα που πάει εχάθη ο φύλακας

ο τρισκαλότατός μου,

που όσ᾽ από μια γυναίκα υπόφερε

κι από γυναίκα χάνει τη ζωή του.

Αχ, Ελένη, χωρίς εσύ κρίση και νου1456

που μια τις πολλές τις πάρα πολλές

ψυχές εθυσίασες κάτω απ᾽ την Τροία.

Τη στερνή τώρα την αξέχαστη έβαλες

κορώνα, με το αίμ᾽ αυτό το αξέπλυτο!1460

α ω! αλήθεια, κάποια τότε θα ᾽τανε

οργή στα σπίτια βαρυσύντυχη,

που δάμασε τον άμοιρο άντρα.

ΚΛΥ. Μην του κάκου μ᾽ αυτάς βαργομάς

και τον χάρο ζητάς να σε πάρει.

την οργή σου να μη στην Ελένη γυρνάς,

πως εχάλασε κόσμο, πως μια της αυτή,

τόσες έχει θυσιάσει ψυχές Δαναών

κι έχει ανοίξει πληγή που δεν κλείνει.

ΧΟΡ. Δαίμονα, που στο σπίτι αυτό βαρύς

και στους διπλούς στους Τανταλίδες πέφτεις

και δίνεις στις γυναίκες τις ισόψυχες1470

α νίκη, που την καρδιά σπαράζει εμένα!

Και ιδού τον τώρα επάνω στον νεκρό

σαν εχθρός κόρακας εστάθη

και το καυχιέται πως με δίκιο αυτόν

ψάλλει τον ύμνο του θριάμβου!

Αχ, Ελένη, χωρίς εσύ κρίση και νου

που μια τις πολλές τις πάρα πολλές

ψυχές εθυσίασες κάτω απ᾽ την Τροία!

Τη στερνή τώρα την αξέχαστη έβαλες

κορώνα με το αίμ᾽ αυτό το αξέπλυτο!

Ω! αλήθεια, κάποια τότε θα ᾽τανε

οργή στα σπίτια βαρυσύντυχη

που δάμασε τον άμοιρο άντρα!

ΚΛΥ. Τώρα μάλιστα, η γλώσσα σου το ᾽πε σωστά1475

και με δίκιο ονομάτισε αυτής της γενιάς

τον πολύθρεφτο Δαίμονα τώρα.

γιατ᾽ αλήθεια είν᾽ αυτός που από μάνας κοιλιά

θρέφει τούτη τη λύσσα που γαίμα διψά

κι όπου πριν να τελειώσει η παλιά συμφορά,

νέο απόστημα βγαίνει.

ΧΟΡ. Μεγάλο, αλήθεια, δαίμονα μελέτησες1480

α και βαρυσύντυχο γι᾽ αυτά τα σπίτια·

κακιά και μαύρη μοίρα θύμισες,

αλίμονο, κι αχόρταγη στο κρίμα.

Αχ! Αχ! κι είν᾽ όλα από θεού βουλή

κι είν᾽ όλα από θεού το χέρι,

γιατί δεν είναι τίποτα στον άνθρωπο

χωρίς του Δία το θέλημα να γένει.

Αχ! αλίμονο, αλίμονο,

βασιλιά μου καλέ,

και πώς να σε κλάψω και τι να σου πω1490

α από μέσ᾽ απ᾽ τη δόλια καρδιά μου;

μες σ᾽ αυτά της αράχνης τα δίχτυα γερτός

τη ζωή σου με θάνατον άνομο χάνεις.

Αλίμονό μου, ποιος σου μέλλονταν

θάνατος που δε σου ᾽πρεπε·

θάνατος δολερός σε δάμασε

απ᾽ της γυναίκας σου το χέρι

με δίκοπο μαχαίρι!

ΚΛΥ. Πως δικιά μου είναι η πράξη επιμένεις να λες;

όμως βγάλ᾽ το απ᾽ τον νου σου· πως είμαι μην πεις

του Αγαμέμνονα τάχα η γυναίκα·

τη μορφή της γυναίκας αυτού του νεκρού1500

α ο δριμύς ο Αλάστορας πήρε ο παλιός

του απανθρώπου δείπνου του Ατρέα

και θυσία άντρα τέλειο πρόσφερε αυτόν,

τα σφαγμένα του βρέφη εκδικώντας.

ΧΟΡ. Πως είσαι καθαρή απ᾽ αυτό τον φόνο,

ποιος θα βρεθεί και θα το μαρτυρήσει;

Πώς; πώς; μα ίσως και χέρι να᾽ δωσε

της γενεάς ο Αλάστορας ο αρχαίος·

και δρόμο ανοίγει χύνοντας

το γαίμα το συγγενικό ποτάμι·1510

α ο Άρης ο μαύρος, για το ανόσιο

το παιδοφάγωμα δίκη να πάρει.

‹Αχ! αλίμονο, αλίμονο,

βασιλιά μου καλέ,

και πώς να σε κλάψω και τι να σου πω

από μέσ᾽ απ᾽ τη δόλια καρδιά μου;

μες σ᾽ αυτά της αράχνης τα δίχτυα γερτός

τη ζωή σου με θάνατον άνομο χάνεις.

Αλίμονό μου, ποιος σου μέλλονταν

θάνατος που δε σου ᾽πρεπε·

θάνατος δολερός σε δάμασε

απ᾽ της γυναίκας σου το χέρι

με δίκοπο μαχαίρι!›1520

α ΚΛΥ. Μα ούτ᾽ ακόμα να λες πως δεν του ᾽πρεπε αυτή

του θανάτου που του έλαχε η μοίρα·

μη δεν έμπασε τάχα κι αυτός δολερή

συμφορά μες σε τούτα τα σπίτια;

Μα δικό του βλαστάρι, δικό μου παιδί,

την πολύκλαυτη την Ιφιγένεια,

αν ό,τι της έκαμε βρήκε κι αυτός,

ας μην το καυχιέται στον Άδην, αφού

με θανάτου σπαθί

το ξεπλέρωσε ό,τι έπραξε πρώτος.

ΧΟΡ. Στέκομαι κι απορώ, του νου μου χάνω1530

α τους ίσιους λογισμούς·

πού να στραφώ; πέφτει το σπίτι·

τρέμω — δεν είναι πια ψιχάλα,

τρέμω της αιματοβροχής τον χτύπο,

που απ᾽ τα θεμέλια σείει το σπίτι·

κι η Δίκη σ᾽ άλλα ακόνια τ ᾽ακονίζει

γι᾽ άλλο κακό καινούριο το σπαθί της.

Ω άμποτε γη και να με είχες δεχτεί

πριν τον έβλεπ᾽ αυτόν ξαπλωτό καταγής

σε ασημότοιχο μέσα λουτρό·1540

α Να τον κλάψει και ποιος; να τον θάψει και ποιος;

τάχα εσύ θα τολμήσεις

να το κάμεις, αφού τόνε σκότωσες πριν,

μοιρολόγια του αντρός σου να ψάλεις

και αντίς σου γι᾽ αυτά τα μεγάλα κακά

να προσφέρεις στερνά

στη ψυχή του μια αχάριστη χάρη;

Ποιος τον ασύγκριτον άντρα επιτύμβιος θρήνος

με κλάματα από γνώμη

χυμένα αληθινή θα υμνήσει;1550

α ΚΛΥ. Δεν είναι δουλειά σου να γνοιάζεσαι συ

για τούτα· από μας

έπεσε, πέθανε και θα τον θάψουμε

χωρίς μοιρολόγια απ᾽ το σπίτι.

Μα η Ιφιγένεια μόνο, με πόση χαρά,

σαν καλή θυγατέρα,

τον πατέρα της όταν δεχτεί στο γοργό

ποταμό των καημών

αγκαλιάζοντας θέλει φιλήσει!

ΧΟΡ. Βρισιά απαντά σ᾽ άλλη βρισιά1560

α και που ᾽ν᾽ το δίκιο ποιος να κρίνει;

Κείνος που πιάσει, πιάνεται

κι όποιος σκοτώσει θα πλερώσει.

Γιατ᾽ όσο μένει ο Δίας στον θρόνο του

θα μένει νόμος: κάμεις θα ᾽βρεις.

Αχ! ποιος θα μπόρειε από τα σπίτια αυτά

να τη βγάλει τη ρίζα της κατάρας;

και κόλλησε στο κρίμα η γενιά!

‹Ω άμποτε Γη και να με είχες δεχτεί

πριν τον έβλεπ᾽ αυτόν ξαπλωτό κατά γης

στ᾽ ασημότοιχο μέσα λουτρό·

Να τον κλάψει και ποιος, να τον θάψει και ποιος;

τάχα εσύ θα τολμήσεις

να το κάμεις, αφού τον εσκότωσες πριν,

μοιρολόγια του αντρός σου να ψάλεις

κι αντίς σου γι᾽ αυτά τα μεγάλα κακά

να προσφέρεις στερνά

στη ψυχή του μια αχάριστη χάρη;

Ποιος τον ασύγκριτο άντρα επιτύμβιος θρήνος

με κλάματα από γνώμη

χυμένα αληθινή θα υμνήσει;›

ΚΛΥ. Πιο σωστά την αλήθεια, ούτε να ᾽ταν χρησμός

θα πετύχαινες· κι έτσι θενά ᾽θελα εγώ

με τον Δαίμονα τέλος των Πλεισθενιδών

συμφωνία να κλείσω: να στρέξω σ᾽ αυτά1570

α που γενήκαν ως τώρα, όσο να ᾽ναι βαριά,

μ᾽ απ᾽ εδώ πια και μπρος μια για πάντα να βγει

απ᾽ τα σπίτια μας κι άλλη να πάει γενιά

μ᾽ αλληλοσκοτωμούς ν᾽ αφανίζει.

κι απ᾽ τα τόσ᾽ αγαθά θενά μ᾽ έφταν᾽ εμέ

και το πιο μικρό μέρος, αν μέσ᾽ απ᾽ εδώ

τη μανία να σφάζει δικός το δικό

θα μπορούσα να βγάλω.

 

ΕΞΟΔΟΣ

 

ΑΙΓΙΣΤΟΣ Ω φως φαιδρό της μέρας που έφερε τη Δίκη!

τώρα μπορώ να πω, πως δεν αφήνουν έτσι

απλέρωτα οι θεοί και γνοιάζονται απ᾽ αλήθεια

τα κακουργήματα της γης από κει πάνω,

αφού είδα, μες στων Ερινύων τα υφαντά πέπλα1580

α αυτός εδώ να κείτεται, καθώς ποθούσα,

και να πλερώνει του πατέρα του το κρίμα.

Γιατί ο Ατρέας ο βασιλιάς αυτής της χώρας,

ο πατέρας του αυτού τον πατέρα μου εμένα

και δικό του αδερφό Θυέστη — όπως σ᾽ τα λέγω —

απ᾽ αφορμή πως του επιβούλευε τον θρόνο,

τον ξόρισε απ᾽ τα σπίτια του και από την πόλη.

Μα όταν γύρισε πίσω κι έπεσεν ικέτης

στην εστία του, βρήκε — είν᾽ αλήθεια — κάθε ασφάλεια

ο άθλιος ο Θυέστης και δεν έβρεξε εκεί τότε

με το αίμα του της πατρικής του γης το χώμα·

μα αυτού ο πατέρας, ο θεομίσητος ο Ατρέας,1590

α με προθυμία πιο πολλή παρά ειλικρίνεια

κάνοντας πως χαρούμενα πανηγυρίζει

τη συμφιλίωση με γιορτές και με θυσίες,

δείπνο του ετοίμασε τα κρέατα των παιδιώ του.

Πόδια και χτένια των χεριών τα ᾽χε λιανίσει

και κάτω απ᾽ τ᾽ άλλα τα κομμάτια σκεπασμένα

μπροστά του τα ᾽βαλε, καθώς καθόνταν χώρια·

κι ανίδεος καθώς ήτανε, τρώει από κείνο

τ᾽ άσωστο, όπως θωρείς, φαΐ για όλο το γένος·

μ᾽ αμέσως μόλις το ᾽νιωσε το άθεο πράμα,

έσκουξε κι έπεσε ξερνώντας τα σφαχτάρια

κι εύχεται μοίρα ασύντυχη στους Πελοπίδες1600

α κλωτσιά στο δείπνο δίνοντας με την κατάρα:

«Έτσι να πάει όλη η γενιά και του Πλεισθένη.»

Γι᾽ αυτά ᾽ναι που έπεσε κι αυτός καθώς τον βλέπεις

κι ήτανε δίκιο εγώ τον φόνο του να υφάνω·

δέκατο τρίτο εμέ παιδί του αθλίου πατέρα

με ξόρισε, μωρό στα σπάργανα, μαζί του.

Μα τράνεψα και πίσω μ᾽ έφερεν η Δίκη

κι όσο αν δεν ήμουν μπρος, πέτυχα τον εχθρό μου·

γιατ᾽ όλα εγώ είμαι που ύφανα τα ολέθρια σχέδια

του χαμού του· κι έτσι ως κι ο θάνατος θα μου ήταν1610

α γλυκός, μια που είδ᾽ αυτόν μες στης Δίκης τα δίχτυα.

ΧΟΡ. Ντράπου Αίγιστε, να παίρεσαι για τέτοιο κρίμα!

λες πως μελέτησες λοιπόν τον θάνατό του

κι όλο το σχέδιο επάνω σου του φόνου παίρνεις;

δε θα γλιτώσει η κάρα σου, και να το ξέρεις,

απ᾽ του λαού τη δίκια οργή κι από τις πέτρες.

ΑΙΓ. Συ, καθισμένος στα κουπιά κάτω στο αμπάρι,

έτσι μιλάς, ενώ άλλοι απάνω εξουσιάζουν;

θα μάθεις στα γεράματα πόσο βαρύ ᾽ναι

να βάζουνε με το στανιό του γέρου γνώση·1620

α μα οι αλυσίδες και τα βάσανα της νήστειας

είναι πρωτοδάσκαλοι κι ένα γέρο ακόμα

να συνετίσουν· έχεις μάτια και δε βλέπεις;

στα κέντρα μη λαχτίζεις μήπως και την πάθεις.

ΧΟΡ. Γυναίκα εσύ, πόμεινες σπίτι καρτερώντας

τους άντρες απ᾽ τον πόλεμο, αφού την κλίνη

ενός γενναίου ατίμασες, κι αυτόν ακόμα

τον φόνο εσύ εσχεδίασες πολέμαρχου άντρα;

ΑΙΓ. Για κλάματ᾽ αφορμή κι αυτά σου θα ᾽ν᾽ τα λόγια

κι έχεις μια γλώσσα αντίθετη με τον Ορφέα·

κείνος τα πάντα γήτευε με τη φωνή του,1630

α ενώ με μάταια γαυγητά εσύ ερεθίζεις,

ως που δεμένος, θες δε θες, θενα ημερώσεις.

ΧΟΡ. Τάχα πως θα μου γίνεις βασιλιάς μες στ᾽ Άργος

εσύ, που ενώ εσχεδίασες τον θάνατό του,

δεν είχες θάρρος μόνος σου να τον σκοτώσεις;

ΑΙΓ. Γιατί ο δόλος δουλειά ήταν, βέβαια, της γυναίκας,

ενώ ο παλιός εγώ ο εχθρός ύποπτος θα ήμουν.

Τώρα με τ᾽ αγαθά του αυτού θα προσπαθήσω

να εξουσιάσω τον λαό, κι όποιος μου κάνει

τον δύσκολο, βαρύ ζυγό θα του φορτώσω,

όχι σα λεύτερο καλόθρεφτο πουλάρι·1640

α μα η νήστεια, κακός σύντροφος, και το σκοτάδι

θα δείξει μια φορά πως πέφτουνε τ᾽ αυτιά του.

ΧΟΡ. Γιατί μ᾽ αυτή σου την κακιά ψυχή μονάχος

δεν τόνε σκότωσες λοιπόν; μα μια γυναίκα

της χώρας όλης κάθαρμα και των θεών μας

τον σκότωσε· Μα έγνοια σου κάπου ζει ο Ορέστης

για να τον φέρει ώρα καλή εδώ μια μέρα

και σας των δυο να χύσει εκδικητής το γαίμα.

ΑΙΓ. Τέτοια θες να λες και κάνεις; στάσου να σου μάθω εγώ!

Μπρος λοιπόν, συντρόφοι, κι ήρθ᾽ η ώρα της δουλειάς.1650

α ΧΟΡ. Μπρος! και τα σπαθιά στο χέρι· έτοιμοι λοιπόν και μεις.

ΑΙΓ. Με σπαθί και γω στο χέρι να πεθάνω δε ψηφώ.

ΧΟΡ. Άμποτε όπως, λες να γίνει κι ό,τι γράφει θα δεχτώ.

ΚΛΥ. Όχι κι άλλ᾽ αγαπητέ μου, ας μη θελήσομε κακά·

αρκετός κι ο τόσος θέρος της πανάθλιας της σοδειάς·

οι συμφορές σωσμό δεν έχουν κι άλλο γαίμ᾽ ας μη χυθεί.

Πήγαινε κι ας παν κι οι γέροι όπου η μοίρα καθενός,

πριν κανείς ή πάθει ή πράξει ό,τι δεν έχει γιατρειά.

Έπρεπ᾽ όλ᾽ αυτά να ᾽ρθούνε όπως ήρθαν· μα ως εδώ

θα το δεχόμουν, αν ήταν τα δεινά μας να σταθούν·

γιατί μ᾽ άγρια ομπλή η Κατάρα μας εχτύπησε βαριά.1660

α Έτσι λέω εγώ, η γυναίκα, αν θελήσεις να μ᾽ ακούς.

ΑΙΓ. Μα έτσι αυτοί λοιπόν τη γλώσσα την κακιά τους να χαρούν,

να τα βάζουν με την τύχη και με τέτοιαν αμυαλιά

τέτοιες προσβολές σε μένα, που ᾽μαι ο κύριος, να τολμούν;

ΧΟΡ. Δε θα ταίριαζε σε Αργείους εν᾽ αχρείο να προσκυνούν.

ΑΙΓ. Έχομε καιρό μπροστά μας να σου βάλω γνώση εγώ.

ΧΟΡ. Όχι, αν στείλει τον Ορέστη του θεού το χέρι εδώ.

ΑΙΓ. Ναι, το ξέρω πως μ᾽ ελπίδες βόσκουνται οι εξόριστοι.

ΧΟΡ. Κάνε, μόλυνε τη δίκη, χόρταινε αφού μπορείς.

ΑΙΓ. Έγνοια σου, θα μου πλερώσεις την κακογνωμιά σου αυτή.1670

ΧΟΡ. Μπρος, γενναίε, και κορδώνου κόκορας στην κότα εμπρός!

ΚΛΥ. Ας τους με τα μάταιά τους γαυγητά. Εγώ και συ

με την εξουσία στο χέρι θα βολέψομε όλα εδώ!1673

 

Μετάφραση Ι. Ν. Γρυπάρη