Γεννιέται, λοιπόν, το ερώτημα: Τι έκανε τον Ευριπίδη ν’ αλλάξει ολότελα (έστω και προσωρινά) στάση απέναντι στην Ελένη; Γιατί έδωσε τέτοια, μυθιστορηματική, μορφή στην τραγωδία του; Κι η Ελένη του είναι μια απλή αισθηματολογική και περιπετειώδης «φαντασία» ή έχει βαθύτερο νόημα και απώτερο στόχο;
Τα γεγονότα της εποχής όπου γράφτηκε το έργο, δίνουν την απάντηση...Η τραγωδία παίχτηκε, όπως είπαμε, το 412, δηλαδή μέσα στην πιο σκοτεινή για τους Αθηναίους περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου: μόλις τον προηγούμενο Σεπτέμβρη, η εκστρατεία της Σικελίας είχε καταλήξει σε καταστροφή τρομαχτική για την πολεμική δύναμη και το γόητρο της Αθήνας. Απογοήτευση, σύγχυση, οργή είχαν κυριεύσει τους πολίτες, που αναζητούσαν αιτίες κι υπεύθυνους. Η λαϊκή δεισιδαιμονία καταλόγιζε τη συμφορά της Σικελίας στους «Ερμοκοπίδες» (στους άγνωστους που είχαν ακρωτηριάσει τις ιερές Ερμές και που αρχηγός τους ήταν –λέγαν– ο Αλκιβιάδης), καθώς και στη βεβήλωση των Ελευσίνιων Μυστηρίων απ’ τον ίδιον, που ετέλεσε τα Μυστήρια όχι στον ιερό τόπο, αλλά στο σπίτι του Πολυτίωνα.
Ο αντίλαλος αυτής της «ιεροσυλίας» βρίσκεται στην Ελένη, όπου ο Χάρος αποδίδει τις δυστυχίες της Τυνδαρίδας σε μια παρόμοια ανόσια πράξη της: «Πράματα ιερά, που ανίερο να τ’ αγγίζεις, μες στο σπίτι σου δοκίμασες» στ. 1353 (Μετάφρ. Θρ. Σταύρου). Άλλωστε, ο ωραίος, θηλυπρεπής Αλκιβιάδης παρομοιαζόταν συχνά με την Ελένη! Κι ο Γερμανός φιλόλογος Χάρτουνγκ έφτασε να υποστηρίξει πως η Ελένη συμβόλιζε τον Αλκιβιάδη –εξόριστον κι αυτόν και «αθώον»–, και πως ήταν συνηγορία για την ανάκλησή του στην Αθήνα. Υπόθεση πολύ ευφάνταστη, αλλά και πολύ «ταπεινή» για έναν ποιητή με πλατειά αντίληψη χρέους, όπως ο Ευριπίδης.
Για να ξαναγυρίσουμε στην κατάσταση των πνευμάτων της Αθήνας του 412, ας προσθέσουμε πως ο λαός ήταν τότε ακράτητα οργισμένος με τους μάντεις, που είχαν συμβουλεύσει να γίνει η ολέθρια σικελική εκστρατεία. Κι ο Ευριπίδης –που ποτέ δε συμπάθησε το γένος των μάντηδων– αποκρίνεται νηφάλια στη λαϊκή οργή και δείχνει οι μαντείες τι αξίζουν... Ωστόσο, όλ’ αυτά είναι δευτερεύουσες ενδείξεις, που συνδέουν την Ελένη με την εποχή της, αλλά δε φωτίζουν τις γενικές προθέσεις του Ευριπίδη.
Τα καίρια σημεία του έργου απ’ αυτή την άποψη, είναι δύο: Πρώτα, ο φιλειρηνισμός του, η έντονα αντιπολεμική του διάθεση. Έπειτα, ο «λακωνισμός» του, η φιλική του στάση απέναντι στη Σπάρτη. Και τα δύο ξενίζουν, στην αρχή, τον αναγνώστη.
Βέβαια, ο φιλειρηνισμός δεν είναι κάτι καινοφανές στον Ευριπίδη. Σ' όλα του τα έργα ο Ποιητής πολεμάει με πάθος τον πόλεμο και διεκτραγωδεί ζοφερότατα τις συμφορές που ο Άρης φέρνει σε νικημένους και νικητές. Είναι, ωστόσο, αρκετά «παράδοξο», στην πιο κρίσιμη ώρα ενός πολέμου, ν’ ακούγονται στίχοι όπως η αντιπολεμικότατη Β΄ Αντιστροφή του ωραιότατου Α΄ Στασίμου της Ελένης...
Αν αυτός ο «άκαιρος» φιλειρηνισμός της Ελένης είναι οπωσδήποτε σύμφωνος με το μόνιμο μίσος του ποιητή για τον πόλεμο, ο «λακωνισμός» της είναι μια χτυπητή εξαίρεση. Ο Ευριπίδης, ο υμνητής της Αθήνας και βίαιος κατήγορος της σπαρτιάτικης υπουλότητας κι αλαζονείας (π.χ. Ανδρομάχη), να παρουσιάζει ξαφνικά με την πιο ιδανική μορφή την Ελένη, με τα πιο ρόδινα χρώματα το Μενέλαο - τους δυο κατ’ εξοχήν εκπροσώπους της Σπάρτης! Κι αυτό, την ώρα ίσα - ίσα, που η αγαπημένη του Αθήνα είχε επαίσχυντα νικηθεί απ’ τους Λακεδαιμόνιους!
Η εξήγηση και για τα δυο είναι απλή. Και δεν υπάρχει τίποτα το «άκαιρο» στο φιλειρηνισμό της Ελένης, ούτε τίποτα το «προδοτικό» στο «λακωνισμό» της:
Το δίχως άλλο, ο Ποιητής, βαθύτατα απογοητευμένος απ’ την πολεμική και ηθική κατάρρευση της Αθήνας, θέλησε θαρραλέα να ρίξει το λίθο του αναθέματος στον Πόλεμο –πατέρα όλων αυτών των δεινών. Θέλησε να υποδηλώσει στους συμπολίτες του πόσο μάταιη ήταν η πολυαίματη εκείνη και ατέλειωτη σύγκρουση. Και θέλησε να συνηγορήσει για μιαν ειρήνευση, μια συμφιλίωση με τους Σπαρτιάτες, παρουσιάζοντάς τους κάτω απ’ το πιο ευνοϊκό φως.
Γι’ αυτό ανάτρεξε στο σικελικό θρύλο της Ελένης. Αυτή η παράξενη εκδοχή, όπου Τρώες και Αχαιοί πολεμούν δέκα ολόκληρα χρόνια μόνο για ένα «είδωλο», θα’ παιρνε στα μάτια του Ποιητή την αξία ενός συμβόλου. Έβλεπε τώρα –κι ήθελε να κάνει και τους άλλους να το δουν– πως κι ο εικοσάχρονος σχεδόν πόλεμος Αθηναίων και Λακεδαιμονίων, για ένα «είδωλο» γινόταν –για μια κούφια και μάταιη επιδίωξη κυριαρχίας, για έναν άφρονα εγωισμό... Στην ώρα της μεγάλης κρίσης, ο Ευριπίδης συνειδητοποιούσε πως οι «τρομερές αιτίες» που οδηγούν «αναπόφευκτα» στον πόλεμο (σε κάθε πόλεμο) δεν είναι παρά ένα απατηλό σύννεφο...
Έτσι, η Ελένη είναι ένα συμβολικά αντιπολεμικό δράμα, μια «διδακτική παραβολή» –για να μεταχειριστούμε έναν όρο που έγινε της μόδας τελευταία. Ο Ευριπίδης ακολούθησε εδώ όχι μόνο τις φιλειρηνικές ιδέες του Αριστοφάνη (που ήταν, άλλωστε, και δικές του από πάντα), αλλά και τη μέθοδο του κωμικού: Εξωράισε τους Λάκωνες και μεταχειρίστηκε μια «φαντασία» για να προβάλει την αντιπολεμική του θέση. Φυσικά, η Τραγωδία δε μπορούσε να ’χει την αμεσότητα της Κωμωδίας, που χτυπούσε ίσια στο στόχο. Η επίθεσή της κατά του πολέμου είναι πιο έμμεση, πιο λεπτή, πιο αλληγορική απ’ του Αριστοφάνη... Μα ο συμβολισμός της είναι πολύ διάφανος κι οι υπαινιγμοί της πολύ ξεκάθαροι, ώστε ο θεατής καταλάβαινε θαυμάσια τα κίνητρα και τους σκοπούς αυτού του «παραμυθιού».
[πηγή: Μ. Πλωρίτης, «Ελένη, μια αντιπολεμική 'φαντασία'», Ψηφιακό Αρχείο Εθνικού Θεάτρου (διασκευή από δημοσίευμα για παράσταση του 1962) ]