«Σ' το λέω, εγώ δεν πρόκειται ν' ανέβω σε σχεδία,
αν πράγματι εσύ δεν το 'χεις αποφασισμένο.
Εκτός κι αν δέχεσαι τον μέγα όρκο να προφέρεις,
πως άλλο πια κακό δεν σκέφτεσαι για μένα».
Όμως τον άκουσε η Καλυψώ, αρχοντική θεά, του χαμογέλασε,
το χέρι της απλώνει και τον χάιδεψε, μετά μιλώντας, είπε:
«Ω, παραείσαι πονηρός κι όχι μονάχα ξύπνιος,
που τόλμησες να ξεστομίσεις τέτοιο λόγο. Λοιπόν, ορκίζομαι
σ' αυτή τη γη και στον απέραντό ουρανό που μας σκεπάζει,
στο κατακόρυφο νερό της Στύγας—
όρκος πιο φοβερός και πιο μεγάλος δεν έγινε
για τους μακάριους θεούς:
αληθινά δεν σκέφτομαι κακό για σένα· όσα στον νου μου έχω και στοχάζομαι,
θα τα σκεφτόμουν και για μένα, αν τύχαινε την ίδια να με βρει
παρόμοια ανάγκη. Σ' το βεβαιώνω:
είναι καλόγνωμος ο νους μου, δεν κρύβω μες στα στήθη
καρδιά από σίδερο, σπλαχνίζομαι κι εγώ».
[πηγή: Ομηρικά Έπη Οδύσσεια, Α΄ Γυμνασίου, μτφ. Δ.Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΟΕΔΒ]