Ελληνικός πολιτισμός, Διδάσκοντας την Ιλιάδα


Ραψωδία Δ 422-544 Και να που η μάχη επιτέλους αρχίζει! (ανάγνωση)


 

Σε μετάφραση Θ. Γ. Μαυρόπουλου, εκδόσεις Ζήτρος

 

 

Α' ΚΕΙΜΕΝΟ

Η Ιλιάδα διαρκεί 51 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την 22η ημέρα

 

Οι φάλαγγες των Αχαιών και η τρωική παράταξη


Μάχη προ των τειχών Μάχη προ των τειχών Σκηνές από την Τροία

Όπως στο βροντερό γιαλό της θάλασσας το κύμα,
που το σηκώνει ο Ζέφυρος, επανωτό κινιέται,
στο πέλαγο υψώνεται, μετά στην ξέρα σπάζει
425 μ' ορμή και μ' άγριο μούγκρισμα, στους κάβους κυρτωμένο
σηκώνεται και χύνεται ξερνώντας τον αφρό του,
των Δαναών οι φάλαγγες όμοια κινούσαν τότε
απανωτές κι αδιάκοπα στη μάχη· τους δικούς του
κάθε ηγέτης πρόσταζε· και σώπαιναν οι άλλοι·
430 τόσος στρατός χωρίς φωνή να πεις δε θα μπορούσες
πως είναι· τους αρχηγούς τους φοβούνταν βλέποντας τους·
τα πλουμιστά τα όπλα τους έλαμπαν που φορούσαν.
Οι Τρώες σαν τα πρόβατα σε μάντρα κάποιου πλούσιου,
που μύρια στέκουν το λευκό να τους αρμέξουν γάλα
435 κι ακούοντας τ' αρνάκια τους αδιάκοπα βελάζουν,
έτσι μες στον πολύ στρατό αλάλαζαν οι Τρώες.
Ίδια δεν είχαν τη λαλιά, γλώσσα δεν είχαν μία·
η γλώσσα τους ήταν μεικτή και από τόσους τόπους.

Και οι θεοί παίρνουν μέρος στη μάχη

Ο Άρης έσπρωχνε αυτούς, τους άλλους η Παλλάδα,
440 η λυσσασμένη Έριδα (μαζί Δείμος και Φόβος),
συντρόφισσα και αδερφή του αντροφόνου Άρη,
που είναι λίγη στην αρχή, μα ύστερα στυλώνει
στον ουρανό την κεφαλή και περπατάει στο χώμα.
Τριγύριζε μες στον στρατό και σε μια άγρια μάχη
445 όλους εκείνους κέντριζε αυξάνοντας τον βόγγο.

Γενικευμένη μάχη

Όταν πια ήρθαν τρέχοντας στον ίδιο τόπο όλοι,
κοντάρια, ασπίδες, δύναμη των χαλκοθωρακάτων
στρατιωτών χτυπήθηκαν αφαλωτές ασπίδες
αντιχτυπούσαν και βροντή μεγάλη σηκωνόταν.
450 Θρήνος αντρών που χάνονταν, κραυγή χαράς εκείνων
που σκότωναν απλώνονταν, κι η γη πλημμύριζε αίμα.
Όπως οι ξεροπόταμοι που απ' τα όρη ρέουν
σμίγουν σε κάποια λαγκαδιά τα ξέχειλα νερά τους,
που από κρουνούς ξεχύνονται τρανούς μες σε χαράδρα
455 κι ακούει μέσα σε βουνό βοσκός τον θόρυβό τους,
έτσι έβγαζαν, σαν έσμιξαν, αλαλαγμό και βόγγο.

Αντίλοχος και Εχέπωλος - Αγήνορας και Ελεφήνορας

Και πρώτος ο Αντίλοχος σκότωσε απ' τους Τρώες
αντρείο, τον Εχέπωλο, τον γιο του Θαλυσίου·
τον χτύπησε το κέρατο στ' αλογουρίσιο κράνος,
460 του τρύπησε το μέτωπο· στο κόκαλο ως μέσα
πέρασε η χάλκινη αιχμή· σκέπασε το σκοτάδι
τα μάτια του· σωριάστηκε σαν πύργος μες στη μάχη.
Πεσμένο ο Ελεφήνορας τον άρπαξε απ' τα πόδια,
το τέκνο του Χαλκώδοντα, των Άβαντων ο ρήγας·
465 μέσ' απ' τα βέλη έσερνε ποθώντας να του πάρει
τα όπλα του, μα η ορμή κράτησε μόνο λίγο.
Ο αντρείος Αγήνορας σαν είδε να τον σέρνει
και φάνηκε, σαν έσκυψε, γυμνή πια η πλευρά του,
τον πλήγωσε μ' ακόντιο, του πήρε τη ζωή του.
470 Έτσι η ζωή του κόπηκε κι έγινε τότε γύρω
κακό τρανό σε Αχαιούς και Τρώες· σαν τους λύκους
ορμούσαν απ' τις δυο μεριές κι ο ένας σκότωνε άλλο.

Αίαντας και Σιμοείσιος, Άντιφος και Λεύκος, Οδυσσέας και Δημοκόωντας

Το γιο του Ανθεμίωνα σκότωσε, Σιμοείσιο,
ο Τελαμώνιος Αίαντας· η μάνα του μια μέρα
475 στις όχθες του Σιμόεντα γυρνώντας απ' την Ίδη
τον γέννησε, με τους γονείς τα πρόβατα κοιτώντας.
Πήρε από κει το όνομα· μα να γεροκομήσει
δεν το κατάφερε γονείς, λίγη ήταν η ζωή του·
με το κοντάρι ο Αίαντας τον σκότωσε ο αντρείος.
480 Πρώτος καθώς πρόβαινε αυτός, τον χτύπησε στο στήθος
προς τον μαστό το δεξιό· το χάλκινο κοντάρι
πέρασε απ' τον ώμο του· κυλίστηκε στο χώμα
σαν λεύκα που ξεφύτρωσε σε τόπο βαλτωμένο
κι είναι ψηλή κι έχει κλαδιά στην κορυφή της μόνο
485 και ένας αμαξοποιός μ' αστραφτερό τσεκούρι
την έκοψε, τροχόγυρο στ' αμάξι του να κάνει,
κι όντας εκεί ξεραίνεται στου ποταμού τις όχθες·
όμοια τον Σιμοείσιο άρχισε να τον γδύνει
ο Αίαντας. Ο Άντιφος ο λαμπροθωρακάτος,
490 γιος του Πρίαμου, έριξε πάνω του το κοντάρι·
δεν τον πέτυχε, μα βρήκε τον Λεύκο στ' αχαμνά του,
του Οδυσσέα σύντροφο, που τον νεκρό τραβούσε·
σωριάστηκε και του 'πεσε το πτώμα από τα χέρια.
Ο Οδυσσέας θύμωσε να πέφτει βλέποντάς τον
495 απ' τους προμάχους πέρασε με το λαμπρό του κράνος,
κοντά του πήγε, στάθηκε και έριξε κοντάρι
καλά κοιτώντας γύρω του· τραβήχτηκαν οι Τρώες,
σαν ακόντισε· η ριξιά δεν πήγε όμως χαμένη·
το νόθο γιο του Πρίαμου Δημοκόωντα βρήκε,
500 που ήρθε από την Άβυδο, απ' τα γοργά άλογά του.
Πονώντας για τον σύντροφο χτύπησε ο Οδυσσέας
αυτόν δίπλα στο μέτωπο· απ' τ' άλλο το μελίγγι
πέρασε η χάλκινη αιχμή· τον σκέπασε σκοτάδι·
με βρόντο κάτω έπεσε, βρόντησαν τ' άρματά του.

Απόλλωνας και Αθηνά

505 Τραβήχτηκαν ο Έκτορας κι οι πρόμαχοι οι Τρώες·
τότε οι Αργείοι φώναζαν και τους νεκρούς τραβούσαν
κι εμπρός πολύ προχώρησαν. Μα θύμωσε ο Φοίβος
κοιτώντας απ' τα Πέργαμα και φώναξε στους Τρώες:
«Τρώες αλογοδαμαστές, μη δείχνετε δειλία
510 μπρος στους Αργείους! Σίδερο ή πέτρα τα κορμιά τους
δεν είναι, ώστε τον χαλκό τον αιχμηρό ν' αντέξουν·
κι ο γιος της ωριοπλέξουδης Θέτιδας Αχιλλέας
δεν πολεμά, μα τον θυμό κοντά στα πλοία τρέφει.»
Έτσι είπε ο φοβερός θεός ψηλά από την πόλη·
515 τους Αχαιούς ξεσήκωνε πηγαίνοντας τριγύρω
η άξια του Δία κόρη, όπου έβλεπε να στέκουν.

[...]

Επίλογος της μάχης: ο θάνατος εξομοιώνει θύτες και θύματα

Κάποιος αν έβλεπε εκεί δε θα παραπονιόταν,
540 αχτύπητος κι αλάβωτος από χαλκό αν ήταν
κι έτρεχε εκεί ανάμεσα κι η Αθηνά απ' το χέρι
τον οδηγούσε διώχνοντας τα βέλη από μπρος του·
Τρώες πολλοί και Αχαιοί εκείνη την ημέρα
στη σκόνη ήταν απλωτοί ο ένας πλάι στον άλλο.