Σε μετάφραση Θ. Γ. Μαυρόπουλου, εκδόσεις Ζήτρος
ΚΥΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ:
● Η θριαμβευτική πορεία (αριστεία) του Διομήδη
● Η τιμωρία του επίορκου καυχησιάρη στρατιώτη Πάνδαρου
● Στην ομηρική μάχη τραυματίζονται ακόμα και οι θεοί!
ΣΤΟΧΟΙ
● Γνωριμία με τον Διομήδη, τη δράση και τη συμπεριφορά του.
● Γνωριμία με άλλους επώνυμους ήρωες των δύο αντίπαλων στρατοπέδων (Πάνδαρος, Αινείας, Σθένελος) και εκτίμηση της δράσης τους σε σχέση με την εξέλιξη της πλοκής.
● «Πόλεμος»: αριστεία, συλλογική μάχη, επώνυμη ανδροκτασία, μάχη γύρω από ένα νεκρό πολεμιστή.
● Η ευθύνη των επικών ηρώων (τιμωρία του Πάνδαρου), πρόβλημα που έχει τεθεί από το προοίμιο.
● Επισήμανση των στοιχείων που φωτίζουν την ομηρική θεολογία: οι θεοί εισβάλλουν στον ανθρώπινο χώρο, συμμετέχουν ενεργά στη δράση και ο ανθρωπομορφισμός οδηγείται στα άκρα, όταν η Αφροδίτη τραυματίζεται και πονά, αλλά με «θαυμαστό» τρόπο γιατρεύεται, κτλ.
● Το σχήμα «ύβρις - νέμεσις - τίσις».
● Αφηγηματική τέχνη του ποιητή, όταν παρουσιάζει σκηνές μάχης και η ακρίβεια των περιγραφών του (π.χ. όταν αναφέρεται σε τραυματισμούς).
Αἰδώς, Ἀργεῖοι
«ἔνθα στᾶσ’ ἤϋσε θεά λευκώλενος Ἥρη,
Στέντορι εἰσαμένη μεγαλήτορι χαλκεοφώνῳ,
ὅς τόσον αὐδήσασχ’ ὅσον ἄλλοι πεντήκοντα·
“αἰδώς, Ἀργεῖοι, κάκ’ ἐλέγχεα, εἶδος ἀγητοί”.»
(Ε 784-787)
Η Ιλιάδα διαρκεί 51 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την 22η ημέρα
Αυτά εκείνοι
έλεγαν ο ένας προς τον άλλο.
275 Κι
οι άλλοι έφτασαν κοντά με τα γοργά άλογά τους.
Το τέκνο του Λυκάονα μίλησε τότε πρώτο:
«Αντρειωμένε, μαχητή, γιε του λαμπρού Τυδέα,
το πικρό βέλος το γοργό δε σ' έριξε, αλήθεια·
τώρα με το κοντάρι μου θα δω να σε πετύχω.»
280 Είπε, με φόρα έριξε
μακρόσκιο κοντάρι και την
ασπίδα πέτυχε· την τρύπησε η μύτη
του κονταριού κι ακούμπησε στον θώρακα επάνω.
Το τέκνο του Λυκάονα φωνή έβγαλε μεγάλη:
«Χτύπησα
τα λαγγόνια σου πέρα για πέρα·
285 τώρα δε θα αντέξεις για πολύ· πήρα μεγάλη δόξα!»
Ατρόμητος ο δυνατός του μίλησε Διομήδης:
«Ξαστόχησες, δεν πέτυχες· ωστόσο δε νομίζω
πως σεις θα ησυχάσετε, πριν απ' τους δυο σας ένας
πέσει και τον ατρόμητο μ' αίμα χορτάσει Άρη.»
290 Είπε κι ακόντιο έριξε·
τη ριξιά η Παλλάδα
στη μύτη, πλάι στα μάτια του, πήγε· βρήκε τα δόντια·
έκοψε ο άσπλαχνος χαλκός τη γλώσσα απ' τη ρίζα
και στο σαγόνι πρόβαλε του κονταριού η μύτη·
από τ' αμάξι έπεσε, βρόντησαν τ' άρματά του
295 τα ολόλαμπρα, τα όμορφα· τρόμαξαν τ' άλογά του
τα γοργά· του παράλυσαν ψυχή μεμιάς κι αντρεία.
Με την ασπίδα πήδησε και το μακρύ κοντάρι
ο Αινείας, μη τον νεκρό οι Αχαιοί του πάρουν.
Γυρνούσε γύρω απ' τον νεκρό σαν δυνατό λιοντάρι
300 μπροστά του πάντα έχοντας ασπίδα και κοντάρι
και να σκοτώσει θέλοντας όποιον του λάχει μπρος του
κι έβγαζε άγριες φωνές.
Κοτρόνα πήρε τότε
απ' άντρες δυο ασήκωτη, θεόρατη, ο Τυδείδης·
τέτοιοι άντρες πια δε βρίσκονται· κι αυτός μπορούσε μόνος.
305 Τον
χτύπησε προς τον γοφό, το κόκαλο όπου μπαίνει
και στρίβει μέσα του μεριού, στην κλείδωση που λένε.
Του έσπασε την κλείδωση, του κόπηκαν τα νεύρα·
το δέρμα η πέτρα έσχισε· γονάτισε ο αντρείος,
πάνω στη γη στηρίχτηκε με το παχύ του χέρι·
310 τα μάτια του τα σκέπασε η μαύρη νύχτα τότε.
Σύγκρουση Διομήδη και Αινεία· παραστέκουν η Αθηνά και η Αφροδίτη.
Ερυθρόμορφος κρατήρας του Ζωγράφου του Tyszkiewicz, 480-470 π.Χ.
Βοστώνη, Μουσείο Καλών Τεχνών, 97.368
Κι έχανε τότε την ζωήν ο βασιλεύς Αινείας,
αλλ' η Αφροδίτη του Διός η κόρη ευθύς τον είδε,
οπού στων μόσχων τες βοσκές τον γέννησε του
Αγχίση·
έζωσε αυτή με τες λευκές αγκάλες το παιδί της
315 και ο φωτοβόλος πέπλος της στες δίπλες του τον κρύβει,
φράγμα στα βέλη, μη κανέν' ακόντι χαλκοφόρο
των ταχυΐππων Δαναών τον εύρει μες στο στήθος.
Κι ενώ απ' την μάχην έπαιρνε τον ποθητόν υιόν της
εκείνη, δεν
λησμόνησεν ο υιός του Καπανέως
320 αυτά που του παράγγειλεν ο ανδρείος Διομήδης·
και τα δικά του άλογα μακράν από τον κρότον
έστησε και τους χαλινούς προσέδεσε στ' αμάξι.
Δεν ξέχασε την εντολή ο γιος του Καπανέα,
320 που είχε δώσει λίγο πριν ο βροντερός Διομήδης.
Τα άλογά τους κράτησε μακριά από τη μάχη
τα χαλινάρια δένοντας στου αμαξιού τον γύρο,
όρμησε στα ωριότριχα άλογα του Αινεία,
και στους αντρείους Αχαιούς τα πήγε απ' τους Τρώες.
325 Στον φίλο του Δηίπυλο τα έδωσε, που απ' όλους
τιμούσε περισσότερο για τη σωστή του σκέψη,
στα
βαθουλά τα πλοία τους εκείνος να τα πάει.
Στ' άλογα αυτός ανέβηκε, πήρε τα χαλινάρια
τ' αστραφτερά και βιαστικά έσπρωχνε τ' άλογά του
330 προς τον Τυδείδη. Εκείνος
την Κύπρη κυνηγούσε
μ' άσπλαχνο χαλκό, ξέροντας δειλή θεά πως είναι
κι όχι απ' εκείνες τις θεές σ' αντρών που μπαίνουν μάχες,
ούτ' Αθηνά ούτ'
Ενυώ η καστροκαταλύτρα.
Τρέχοντας σαν την πρόφτασε μέσα στο μέγα πλήθος,
335 με φόρα πήδησε ο γιος του αντρείου του Τυδέα
και με τ' ακόντιο πλήγωσε το τρυφερό της χέρι·
χώθηκε το ακόντιο μες στης θεάς το δέρμα
μέσα από το πέπλο της, το έργο των
Χαρίτων,
πάνω στον αρμό· χυνόταν τ' αθάνατο της αίμα,
340 ο
ιχώρας, που στις φλέβες των αθανάτων τρέχει·
ποτέ ψωμί αυτοί δεν τρων, λαμπρό κρασί δεν πίνουν·
γι' αυτό είναι αναίματοι κι αθάνατους τους λέγουν.
Έβγαλε δυνατή φωνή, κάτω άφησε τον γιο της.
Τον πήρε ευθύς στην αγκαλιά αυτόν ο Φοίβος τότε
345 με ένα μαύρο σύννεφο, στο στήθος μην του ρίξει
κάποιος ιππότης Δαναός και πάρει τη ζωή του.
Μεγάλη έβγαλε φωνή ο βροντερός Διομήδης:
«Κόρη του Δία, μακριά από σφαγές και μάχες!
Δε φτάνει που τις άβουλες γυναίκες ξελογιάζεις;
350 Αν μες στον πόλεμο γυρνάς, νομίζω πως θ' ακούεις
να γίνεται αλλού πόλεμος κι ολόκληρη θα τρέμεις.»
Είπε· έφυγε ξέφρενη εκείνη απ' τον πόνο·
η
ανεμόποδη Ίριδα την έβγαλε απ' τη μάχη,
καθώς πονούσε αβάσταχτα· μελάνιασε το σώμα.
355 Βρήκε απ' τη μάχη αριστερά να κάθεται ο Άρης·
είχε κοντάρι κι άλογα μ' ομίχλη σκεπασμένα.
Στα γόνατα σωριάστηκε μπροστά στον αδερφό της·
του ζήτησε τα άλογα τα
χρυσοχαλινάτα:
«Βοήθησέ με αδερφέ, δώσε μου τ' άλογά σου
360 να πάω προς τον Όλυμπο, των αθανάτων έδρα.
Πολύ πονώ από πληγή που έχω από άντρα,
του Τυδείδη, που και Δία θα πολεμούσε τώρα.»
Έτσι είπε· και τα άλογα τής έδωσε ο Άρης.
Στ' αμάξι ανέβηκε αυτή με πονεμένα σπλάχνα
365 και έπιασε η Ίριδα δίπλα τα χαλινάρια·
τα χτύπησε να κινηθούν και πρόθυμα εκείνα
έφτασαν στον Όλυμπο, των αθανάτων έδρα.
Η ανεμόποδη Ίριδα έλυσε απ' τ' αμάξι
τα άλογα και έβαλε τροφή να φάγουν θεία.
370 Η Αφροδίτη η έξοχη στα
γόνατα της
Διώνης
έπεσε, της μητέρας της, που αγκάλιασε την κόρη,
με το χέρι τη χάιδεψε, της μίλησε και είπε:
«Κόρη μου ποιος απ' τους θεούς τέτοια σου έχει κάμει
άδικα, μπροστά στον κόσμο κακό λες κι έχεις κάμει;»
375 Η Αφροδίτη
η γελαστή σ' εκείνην απαντούσε:
«Με πλήγωσε ο δυνατός Τυδείδης Διομήδης,
γιατί τον γιο μου έπαιρνα από τη μάχη μέσα,
τον Αινεία, που αγαπώ όσο κανέναν άλλο.
Μάχη μόνο δε γίνεται με Αχαιούς και Τρώες·
380 οι Δαναοί πια πολεμούν και με τους αθανάτους.»
Η Διώνη, έξοχη θεά, της απαντούσε
«Παιδί μου, κάμε υπομονή· αν και πονάς, κρατήσου.
Πολλά τραβήξαμε, οι θεοί, του Ολύμπου οι αφέντες,
απ' τους θνητούς, καθώς πολύ μαλώνουμε οι ίδιοι.
385 Ο Άρης πόσα τράβηξε, σαν
Ώτος και Εφιάλτης,
του Αλωέα τα παιδιά, τον είχαν καλοδέσει;
Έμεινε μήνες δεκατρείς σε χάλκινο πιθάρι·
κι ο Άρης ο αχόρταγος στις μάχες θα χανόταν,
αν δε μηνούσε στον Ερμή η μητρυιά εκείνου,
390 η όμορφη Ηερίβοια· έκλεψε αυτός τον Άρη,
που απ' τις αλυσίδες του τόσο βασανιζόταν.
Κι η Ήρα βασανίστηκε στο στήθος χτυπημένη
απ' του
Αμφιτρύωνα τον γιο με τρίκοχο ένα βέλος·
και βρήκε τότε τη θεά αγιάτρευτος ο πόνος.
395 Κι ο Άδης βασανίστηκε ο δυνατός με βέλος
που έριξε ο ίδιος γιος του ασπιδοφόρου Δία
στην Πύλο μέσα στους νεκρούς· είχε μεγάλους πόνους·
ανέβηκε στον Όλυμπο στ' ανάκτορο του Δία
με πικραμένη την καρδιά, στενάζοντας στον πόνο,
400 γιατί στον ώμο τον τρανό τον είχε βρει το βέλος.
Τον γιάτρεψε ο
Παιήονας, βοτάνια βάζοντάς του
παυσίπονα, γιατί θνητός αυτός δεν ήταν, βλέπεις,
ο
άθλιος και άδικος, που το κακό να κάνει
χαιρόταν και Ολύμπιους χτυπούσε με τα βέλη.
405 Τώρα η γλαυκόματη Αθηνά έσπρωξε να χτυπήσει
εσένα ο
ανέμυαλος· δεν ξέρει ο Τυδείδης
πως όποιος μάχεται θεούς ζωή πολλή δεν έχει,
από τη μάχη δε γυρνά, απ' τη σφαγή την άγρια,
και τα παιδιά του δεν ορμούν πατέρα να τον κράζουν.
410 Κι αν είναι πολύ δυνατός, ας σκέφτεται ο Τυδείδης
αντίμαχο στον πόλεμο μη βρει ανώτερό σου
κι
η συνετή Αιγιαλεία, του Αδράστου η κόρη,
θρηνώντας μες στον ύπνο της το σπίτι ξεσηκώσει,
τον άριστο απ' τους Αχαιούς, τον άντρα της ποθώντας
415 η γυναίκα η δυνατή του ιππότη Διομήδη.»
Είπε και με τα χέρια της της σφούγγιξε το αίμα·
γιατρεύτηκε το χέρι της, μαλάκωσαν οι πόνοι.
Και τότε βλέποντας αυτές η Αθηνά κι η Ήρα
με λόγια πια πειραχτικά ερέθιζαν τον Δία.
420 Η
γλαυκομάτα Αθηνά άρχισε αυτά να λέει:
«Δία πατέρα, μ' ό,τι πω θα μου θυμώσεις τάχα;
Κάποιαν από τις Αχαιές
ξελόγιαζε η Κύπρη
στους Τρώες που αγάπησε πρόσφατα να την πάει·
κάποια απ' αυτές χαϊδεύοντας το τρυφερό της χέρι
425 θα έσκισε και μάτωσε σε τρυφερή
καρφίτσα.»
Είπε· και γέλασε θεών κι ανθρώπων ο πατέρας·
την Αφροδίτη τη
χρυσή την κάλεσε και είπε:
«Τα έργα τα πολεμικά, κόρη, δε σου ανήκουν!
Εσύ τις τρυφερές δουλειές να γνοιάζεσαι του γάμου·
430 γι' αυτά ο Άρης ο γοργός κι η Αθηνά ας φροντίζουν.»