Σε μετάφραση Θ. Γ. Μαυρόπουλου, εκδόσεις Ζήτρος
ΚΥΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ:
● Ο Δίας αφυπνίζεται κυριολεκτικά και μεταφορικά
● Απειλές, όρκοι και μια πρόταση συνεργασίας
● Το σχέδιο του Δία πιο ολοκληρωμένο
ΣΤΟΧΟΙ
● Η επιστροφή του μύθου στην τροχιά του και η πλοκή του έπους.
● Οι εξελίξεις μέσω της πληρέστερης ανακεφαλαίωσης-προσήμανσης του σχεδίου (βουλή) του Δία που περιέχεται στην ενότητα.
● Η στενή σχέση μεταξύ της μήνιδος του Αχιλλέα και της βουλής του Δία και τον ρόλο αυτής της σχέσης στην εξέλιξη της πλοκής.
● Μια σκηνή σύγκρουσης θεών με αρκετά κωμικά στοιχεία· η θεολογία του έπους σε θέματα όπως: ο ανθρωπομορφισμός, οι σχέσεις των θεών μεταξύ τους, ο ρόλος τους στην εξέλιξη της πλοκής κτλ.
Η Ιλιάδα διαρκεί 51 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την 26η ημέρα
Όταν φεύγοντας πέρασαν
παλούκια και χαντάκι,
-στέρησαν τη ζωή πολλών των Δαναών τα χέρια-
δίπλα στ' αμάξια στάθηκαν και πρόσμεναν με φόβο
χλωμοί απ' την τρομάρα τους.
Και ξύπνησε ο Δίας
5 πλάι στη χρυσόθρονη Ήρα
στην κορυφή της Ίδης.
Πήδησε ευθύς κι αντίκρισε τους Τρώες, τους Αργείους,
εκείνους να τσακίζονται, αυτούς να καταδιώκουν
κι ανάμεσα τους να γυρνά ο ρήγας Ποσειδώνας.
Τον Έκτορα να κείτεται είδε μέσα στον κάμπο·
10 γύρω του ήταν σύντροφοι·
βαριανάσαινε, αίμα
ξερνούσε, πνοή δεν είχε· τρανός του είχε ρίξει.
Τον είδε και τον πόνεσε θεών, θνητών ο κύρης
κι είπε στην Ήρα με οργή
στραβοκοιτάζοντας την:
«Ο δόλος σου ο άθλιος έβγαλε, αδάμαστη Ήρα,
15 τον Έκτορα απ' τον
πόλεμο, τσάκισε τους ανθρώπους.
Για τον βαρύ τον δόλο σου
πρώτη θα μου πληρώσεις·
θα σε χτυπήσω αλύπητα, το ξέρω δίχως άλλο.
Ότι σε κρέμασα ψηλά δεν το θυμάσαι τάχα,
ότι έδεσα στα πόδια σου δυο αμόνια, τα χέρια
20 σου έδεσα μ' ένα σχοινί
χρυσό και που δε σπάζει;
Κρεμόσουν απ' τα σύννεφα· στον Όλυμπο πονούσαν
οι θεοί,
μα να σε λύσουν τη δύναμη δεν είχαν
γιατί έριχνα όποιον έπιανα ψηλά απ' το κατώφλι,
ώσπου έφτανε πια ξέψυχος στη γη· μα ούτε κι έτσι
25 του Ηρακλή του άξιου με άφηνε ο πόνος,
που με βοηθό σου τον Βοριά στο πέλαγος το άγριο
με θύελλες τον παίδευες, θέλοντας το κακό του,
κι ύστερα τον ξεστράτισες στης Κως τ' αρχοντονήσι.
Και από κει τον γλίτωσα, στ' αλογοθρόφο Άργος
30 τον ξανάφερα ύστερα απ'
τα πολλά του πάθη.
Θα σου θυμίσω όλα αυτά, τους δόλους σου να πάψεις,
να δεις πως δε σε ωφελούν έρωτας και κρεβάτι,
που μακριά απ' τους θεούς βρήκες να με πλανέψεις.»
Έτσι είπε· κι η βοϊδομάτη τρόμαξε
αφέντρα Ήρα
35 και λόγια ανεμάρπαστα
γύρισε και του είπε:
«Ας
είναι μάρτυρες η Γη κι ο Ουρανός επάνω
και το νερό που κρέμεται της Στύγας κι είναι
ο όρκος ο πιο τρανός για τους θεούς τους
τρισευτυχισμένους,
το ιερό κεφάλι σου, του γάμου μας την κλίνη,
40
που δε θα έβαζα ποτέ στο στόμα δίχως λόγο:
Με τη δική μου θέληση όχι ο κοσμοσείστης
τους Τρώες και τον Έκτορα βλάπτει και βοηθάει
τους άλλους, μα η ψυχή του το θέλει και τον σπρώχνει
να υποφέρουν βλέποντας εκείνους μπρος στα πλοία.
45 Ωστόσο εγώ θα πω σ'
αυτόν τον ίδιο δρόμο τώρα
να πάρει, μαυροσύννεφε, όποιον εσύ προστάζεις.»
Έτσι είπε· χαμογέλασε θεών, θνητών ο
κύρης
και λόγια ανεμάρπαστα γύρισε και της είπε:
«Αν στους θεούς ανάμεσα, βοϊδομάτη Ήρα αφέντρα,
50 μ' εμένα σ' όλα
συμφωνείς, τότε ο Ποσειδώνας,
ακόμη κι αν το ήθελε να πάρει άλλο δρόμο,
σε ό,τι εμείς ορίζουμε θα έστεργε αμέσως.
Ωστόσο, αν ειλικρινά μιλάς, μ' αλήθεια τώρα,
πήγαινε αμέσως στους θεούς και πες να 'ρθουν κοντά μου
55 Ίριδα και Απόλλωνας, ο
ξακουστός στο τόξο·
να πάει στους χαλκοθώρακους τους Αχαιούς εκείνη
απ' τη μάχη να τραβηχτεί να πει στον Ποσειδώνα
και πίσω στο παλάτι του αμέσως να γυρίσει·
να σπρώξει κι ο Απόλλωνας τον Έκτορα στη μάχη,
60 να τον γεμίσει δύναμη,
τους πόνους του να γιάνει,
που του ταράζουν την ψυχή, και τους Αργείους πίσω
να στρέψει, τη δειλή φυγή βάζοντας στην ψυχή τους,
να πέσουν φεύγοντας αυτοί στα πολύσκαρμα πλοία
του Αχιλλέα· τον φίλο θα ξεσηκώσει εκείνος,
65 τον Πάτροκλο· ο Έκτορας
όμως θα τον σκοτώσει
μπροστά από το Ίλιο, αφού πιο πριν εκείνος
σκοτώσει πολλούς αντρείους, τον γιο μου Σαρπηδόνα.
Θα σκοτώσει τον Έκτορα μ' οργή ο Αχιλλέας.
Θα διώξω έπειτα εγώ τους Τρώες απ' τα πλοία,
70 ωσότου πια οι Αχαιοί
με βουλή της Παλλάδας
την πόλη την απόγκρεμη της Τροίας κυριεύσουν.
Ως τότε ούτε σταματώ τον θυμό κι ούτε αφήνω
κάποιο θεό στους Δαναούς βοήθεια να προσφέρει,
προτού γίνει το θέλημα του τέκνου του Πηλέα,
75 όπως του υποσχέθηκα την
κεφαλή κουνώντας
τη μέρα που η Θέτιδα προσπέφτοντας σ' εμένα
τον πορθητή Αχιλλέα ζήτησε να τιμήσω.»
Έτσι είπε- και υπάκουσε η λευκοχέρα Ήρα
κι έφυγε προς τον 'Ολυμπο απ' τα βουνά της Ίδης.