4. Nα κλίνετε τις μετοχές πράξαντες, πορευόμενοι, προκαλύψασα στον χρόνο και στο γένος που βρίσκονται (3ο μέρος)

Ενικός αριθμός Πληθυντικός αριθμός
ὁ πράξὁ πορευἡ προκαλοἱ πράξοἱ πορευαἱ προκαλ
τοῦ πράξτοῦ πορευτῆς προκαλτῶν πραξτῶν πορευτῶν προκαλ
τῷ πράξτῷ πορευτῇ προκαλτοῖς πράξτοῖς πορευταῖς προκαλ
τὸν πράξτὸν πορευτὴν προκαλτοὺς πράξτοὺς πορευτὰς προκαλ
ὦ πράξὦ πορευὦ προκαλὦ πράξὦ πορευὦ προκαλ