Να κλίνετε το θηλυκό γένος της μετοχής μέλλοντα του ρ. φυλάττω

ενικός πληθυντικός
ἡ φυλάξ αἱ φυλάξ
τῆς φυλαξ τῶν φυλαξ
τῇ φυλαξ ταῖς φυλαξ
τὴν φυλάξ τὰς φυλαξ
ὦ φυλάξ ὦ φυλάξ