Ασκήσεις
»
3. Να αναγνωρίσετε γραμματικά τους τύπους αορίστου β΄ και να μεταφράσετε τις φράσεις: (α' μέρος)
Περὶ τούτων οὐδεὶς ἂν τολμήσειεν ἀντειπεῖν (
α' εν. οριστ. του ρ. ἐπιλαμβάνομαι
αιτ. πληθ. αρσ. μτχ. του ρ. παραγίγνομαι
απρμφ. του ρ. ἀντιλέγω
γ' εν. ευκτ. του ρ. λαμβάνω
γ' εν. οριστ. του ρ. ἀντανάγω
ον. εν. ουδ. μτχ. του ρ. γίγνομαι
ον. εν. ουδ. μτχ. του ρ. τυγχάνω
)
ὡς οὐ τὴν μὲν ἐμπειρίαν μᾶλλον τῶν ἄλλων ἔχομεν, πολιτεία δ’ ἀρίστη παρὰ μόνοις ἡμῖν ἐστιν.
Τὸ ἀγαθὸν τυχὸν (
α' εν. οριστ. του ρ. ἐπιλαμβάνομαι
αιτ. πληθ. αρσ. μτχ. του ρ. παραγίγνομαι
απρμφ. του ρ. ἀντιλέγω
γ' εν. ευκτ. του ρ. λαμβάνω
γ' εν. οριστ. του ρ. ἀντανάγω
ον. εν. ουδ. μτχ. του ρ. γίγνομαι
ον. εν. ουδ. μτχ. του ρ. τυγχάνω
) (= το τυχαίο καλό)
ἂν λάβοι (
α' εν. οριστ. του ρ. ἐπιλαμβάνομαι
αιτ. πληθ. αρσ. μτχ. του ρ. παραγίγνομαι
απρμφ. του ρ. ἀντιλέγω
γ' εν. ευκτ. του ρ. λαμβάνω
γ' εν. οριστ. του ρ. ἀντανάγω
ον. εν. ουδ. μτχ. του ρ. γίγνομαι
ον. εν. ουδ. μτχ. του ρ. τυγχάνω
) μεταβολήν, τὸ δὲ δι’ ἡμᾶς αὐτοὺς
γενόμενον (
α' εν. οριστ. του ρ. ἐπιλαμβάνομαι
αιτ. πληθ. αρσ. μτχ. του ρ. παραγίγνομαι
απρμφ. του ρ. ἀντιλέγω
γ' εν. ευκτ. του ρ. λαμβάνω
γ' εν. οριστ. του ρ. ἀντανάγω
ον. εν. ουδ. μτχ. του ρ. γίγνομαι
ον. εν. ουδ. μτχ. του ρ. τυγχάνω
) βεβαιοτέρως ἂν ἔχοι (= θα ήταν πιο σταθερό).
Ἐπεὶ δὲ οὐκ ἀντανήγαγε (
α' εν. οριστ. του ρ. ἐπιλαμβάνομαι
αιτ. πληθ. αρσ. μτχ. του ρ. παραγίγνομαι
απρμφ. του ρ. ἀντιλέγω
γ' εν. ευκτ. του ρ. λαμβάνω
γ' εν. οριστ. του ρ. ἀντανάγω
ον. εν. ουδ. μτχ. του ρ. γίγνομαι
ον. εν. ουδ. μτχ. του ρ. τυγχάνω
) (= δεν έβγαινε στο πέλαγος, για να τους αντιμετωπίσει) Λύσανδρος, καὶ τῆς ἡμέρας ὀψὲ ἦν (= ήταν αργά), ἀπέπλευσαν πάλιν εἰς τοὺς Αἰγὸς ποταμούς.
Ἐγὼ δ’ ὑμῖν παρέξομαι μάρτυρας τοὺς ἐξ ἀρχῆς παραγενομένους (
α' εν. οριστ. του ρ. ἐπιλαμβάνομαι
αιτ. πληθ. αρσ. μτχ. του ρ. παραγίγνομαι
απρμφ. του ρ. ἀντιλέγω
γ' εν. ευκτ. του ρ. λαμβάνω
γ' εν. οριστ. του ρ. ἀντανάγω
ον. εν. ουδ. μτχ. του ρ. γίγνομαι
ον. εν. ουδ. μτχ. του ρ. τυγχάνω
)
ὡς οὐκ ἐπελαβόμην (
α' εν. οριστ. του ρ. ἐπιλαμβάνομαι
αιτ. πληθ. αρσ. μτχ. του ρ. παραγίγνομαι
απρμφ. του ρ. ἀντιλέγω
γ' εν. ευκτ. του ρ. λαμβάνω
γ' εν. οριστ. του ρ. ἀντανάγω
ον. εν. ουδ. μτχ. του ρ. γίγνομαι
ον. εν. ουδ. μτχ. του ρ. τυγχάνω
) (= δεν πήρα στην κατοχή μου) τῶν χρημάτων.
Έλεγχος
ΕΝΤΑΞΕΙ
© Γιάννης Παπαθανασίου - Ελληνικός Πολιτισμός