|
αυτός που μιλάει ή γράφει με φροντισμένο τρόπο | |
| αυτός που έχει ωραία
φωνή, που τραγουδάει ωραία | |
| τρόπος γραφής
ιδιαίτερα φροντισμένος και κάπως περίτεχνος | |
| βελτιώνω την
εμφάνιση κάποιου, τον κάνω αισθητικά ευχάριστο |
|
| αυτό που έχει
χτιστεί ή επενδυθεί με εκλεκτά μάρμαρα | |
| ευχή σε καινούριο
μεταφορικό μέσο, ώστε τα ταξίδια που θα κάνει να είναι ασφαλή και
ευχάριστα | |
| για αρρώστια που
έχει καλή εξέλιξη, που θεραπεύεται | |
| αυτός που
αντιμετωπίζει τους άλλους με καλή διάθεση | |
| αυτό που είναι
κατάλληλος για την περιποίηση και για τη βελτίωση του δέρματος |
|
| αυτός που έχει τη
διάθεση να συνεννοηθεί με τους άλλους με ειλικρίνεια και εντιμότητα |
|