A' |
B' |
Mιλώ δυνατά, λέω κάτι με
δυνατή φωνή |
|
Έχω
διαφορετική γνώμη από αυτή που υποστηρίζει κάποιος άλλος |
|
Έχω
την ίδια γνώμη με αυτή που υποστηρίζει κάποιος άλλος |
|
Φωνάζω δυνατά και αιφνιδιαστικά (από έκπληξη, φόβο, ενθουσιασμό κτλ.) |
|
(α.ε.)
Καλλιεργώ τη φωνή μου, (ν.ε.) φωνάζω δυνατά, κραυγάζω |
|
Διαβάζω, ανακοινώνω κάτι μεγαλοφώνα |
|
Συμφωνώ, αποφασίζω από κοινού να κάνω κάτι |
|
Δημιουργώ παραφωνία, φαλτσάρω |
|
Απευθύνω σε κάποιον σύντομο χαιρετιστήριο λόγο, κατά τη διάρκεια
τελετής, συγκέντρωσης |
|