Ὁ πάππος τὸν Κῦρον καλὴν στολὴν ἐνέδυσε.
Ο παππούς έντυσε τον Κύρο με καλή στολή.
Ρήμα:
ἐνέδυσε
πτώση αντ.
άμεσο ή έμμεσο
Υποκ. (ποιος ἐνέδυσε;)
(ἡμεῖς) στολὴν τὸν Κῦρον ὁ πάππος
Αντ. (ποιον ἐνέδυσε;)
γενικήδοτική αιτιατική
άμεσο έμμεσο
Αντ. (τι ἐνέδυσε;)