γίνομαι τρυφερότερος, ωριμάζω
αραβόσιτος επισιτίζω παρασιτοκτόνος παρασιτώ σιτίζω σιταρήθρα σιτεύω σιτοβολώνας συσσίτιο υποσιτίζω
παρέχω τροφή σε κάποιον
εφοδιάζω με τρόφιμα
ζω, τρέφομαι και αναπτύσσομαι σε βάρος άλλου οργανισμού
παρέχω σε κάποιον τροφή ανεπαρκή σε ποσότητα ή σε θρεπτικά συστατικά
φαγητό που μοιράζεται σε άτομα που ζουν ομαδικά ή που ανήκουν στην ίδια κατηγορία
αποθήκη δημητριακών, περιοχή που παράγει πολύ σιτάρι
είδος του πουλιού κορυδαλλός
το καλαμπόκι
αυτός που καταστρέφει, που εξολοθρεύει τα παράσιτα