Άμεσο και έμμεσο αντικείμενο


Συμπληρώστε τα κενά στα ράφια με νέα προϊόντα.
Ρήμα: συμπληρώστε γεν., αιτ.

ή εμπρόθετο

άμεσο

ή έμμεσο

Υποκ. (ποιος συμπληρώστε;)
Αντ. (τι συμπληρώστε;)
Αντ. (με τι συμπληρώστε;)