Άμεσο και έμμεσο αντικείμενο


Μ’ έπρηξε τόσην ώρα η Ελένη με τα προβλήματά της!
Ρήμα: έπρηξε γεν., αιτ.

ή εμπρόθετο

άμεσο

ή έμμεσο

Υποκ. (ποιος έπρηξε;)
Αντ. (ποιον έπρηξε;)
Αντ. (με τι έπρηξε;)