Δυο μαύρα μάτια π' αγαπώ δεν είναι τρόπος να τα δω αφού βρίσκονται στα ξένα και αλίμονο σε μένα. Αγάπη έχω στην ξενιτιά, βάστα καημένη μου καρδιά και την περιμένω να 'ρθει, το γαρίφαλο και τ' άνθη. Γυρίζω νύχτα και πρωί, παν τα ματάκια μου βροχή κι όλο σκέφτομαι εκείνη, ο καημός μου τι θα γίνει. Της στέλνω γράμμα και γραφή, δεν είναι τρόπος για να 'ρθει, για να 'ρθει να φιληθούμε την αγάπη να χαρούμε. Της στέλνω τριαντάφυλλο μέσα στο κυδομάντηλο το τριαντάφυλλο μαδιέται και η αγάπη μου μ' αρνιέται.
Ζαγόρι Ηπείρου
Ωρέ τι στέκεις μαραμένη, Αλεξάνδρα, αχ τι στέκεις κλαμένη. Ωρέ μην είσ' απ' τον αέρα (ν), Αλεξάνδρα, αχ μην είσ' απ' τη δροσά. Ωρέ δεν είμ' απ' τον αέρα, βρε λεβέντη, αχ δεν είμ' απ' τη δροσά. Ωρέ μόν' είμ' από τ' εσένα, βρε λεβέντη, αχ που πας στην ξενιτιά. Ωρέ θέλεις το βράδυ, έλα, βρε λεβέντη, θέλεις το δειλινό.
Πολυφωνικό Ηπείρου
Αλησμονώ και χαίρομαι, θυμάμαι και δακρύζω (λυπιούμαι), θυμήθηκα την ξενιτιά και θέλω να πηγαίνω. Σήκω, μάνα μ’ και ζύμωσε καθάριο παξιμάδι, (να πάρει ο γιος στη στράτα του στης ξενιτάς το δρόμο.) Με δάκρυα βάζει το νερό, με πόνους το ζυμώνει (με πόνους βάζει το νερό με δάκρυα το ζυμώνει) και με τα αναστενάγματα βάνει φωτιά στο φούρνο. (και με πολύ παράπονο βάζει φωτιά στο φούρνο) Άργησε φούρνε να καείς και συ ψωμί να γένεις, για να διαβεί η συντροφιά κι ο γιος μου να μη φύγει. (για να περάσει ο κερατζής κι ο γιος μου ν' απομείνει)
Πονέσανε τα μάτια μου τη θάλασσα να βλέπω, ωχ κι αμάν, τον ταχυδρόμο να ρωτώ και γράμμα να μην έχω. Ανάθεμά σε, ξενιτιά, πώς μου 'χεις κάψει την καρδιά. Άη μου Γιώργη, Σκυριανέ, Παναγιά απ' τη ... ωχ κι αμάν, να 'βλεπα το πουλάκι και μένα πάλι εκείνο. Ανάθεμά σε, ξενιτιά, πώς μου 'χεις κάψει την καρδιά.
Τι να τον κάνω τον ντουνιά τον έρημο τον κόσμο,
καημένη Αναστασιά Θα φύγω μάνα μ' μακριά, θα πάω μακριά στα ξένα, Θα κάνεις χρόνους να με δεις καιρούς να μ' ανταμώσεις, Θ' αφήσω φίλους συγγενείς και μια καρδια να κλαίει,
Άνοιξε πόρτα της ξανθής, πόρτα της μαυρομάτας, πόρτα της γαϊτανόφρυδης και της παιγνιομάτας.
Ποιος είσαι συ απού χτυπάς, ποιο είναι τ’ όνομά σου.
Εγώ ήμουν οπού σου τα ’στερνα τα μήλα στο μαντήλι, τα ρόδα, τα ροδόσταμα και το φιλί στα χείλη.
Πε μου σημάδια της αυλής ν’ ανοίξω να μπεις μέσα.
Έχεις μηλιά στην πόρτα σου και κλήμα στην αυλή σου κάμνει σταφύλι ραζακί, κάμνει κρασί μοσχάτο κι απού το πιει μαραίνεται, και πάλι αναζητά το.
Αυτό, ξένε μου, ξεύρεις το κι η γειτονιά σου τόπε. πε μου σημάδια του σπιτιού ν’ ανοίξω να μπεις μέσα.
Χρυσό καντήλι κρέμεται στη μέση του σπιτιού σου, φεγγίσου και γυμνώνεσαι και πέφτεις και κοιμάσαι.
Αυτό, ξένε μου, ξεύρεις το κι η γειτονιά σου τόπε. Πε μου σημάδια του κορμιού ν' ανοίξω να μπεις μέσα.
Έχεις ελιά στο μάγουλο και ελιά στην αμασχάλη κι ανάμεσα στα στήθη σου, τ’ άστρα και το φεγγάρι.
Ξένε μου, εσύ είσαι ο άντρας μου, εσύ κι ο καλός μου εσύ και το κόνισμα που κάνω το σταυρό μου.
Από μικρός ορφάνεψα μέσα σε ξένη χώρα
και τι θα γίνω τώρα! Το ξένο μες στην ξενιτιά σαν το πουλί γυρίζει, καλεί τους ξένους αδερφούς, αυτούς που δε γνωρίζει. Το ξένο μες στην ξενιτιά πρέπει να βάψει μαύρα, για να ταιριάζει η φορεσιά με της καρδιάς τη λαύρα Τα έρημα τα ξένα κάψαν πολλούς και μένα.
Αμαλία Βάκα
Από μικρός στην ξενιτιά τον κόσμο εγερνούσα και φράγκο μες στην τσέπη μου ποτές δεν αποχτούσα. Τώρα απεφάσισα κι εγώ πια να ησυχάσω, τις τρέλες της νιότης μου όλες να τις ξεχάσω. Τώρα παντρεύτηκα κι εγώ και πήρα μια τσιαχπίνα την αγαπώ και μ' αγαπά και πια περνούμε φίνα.
Αστέριος Γούναρης
Από μικρός στην ξενιτιά κανάν’ καλό δεν είδα. Ξένοι με πλένουν τα ρούχα μου, ξένοι με τα μπαλώνουν, τα πλένουν μια, τα πλένουν δυο τα πλένουν τρεις και πέντε κι από τις πέντε κι ύστερα…
Απόψιν τα μεσάνυχτα σηκώθηκα να γράψω, το πουλάκι μου, τρυγονάκι μου και κοντυλιά δεν έριξα, χωρίς ν' αναστενάξω, το πουλάκι μου, τρυγονάκι μου. Απόψιν με σκοτώνουνε, έβγα και συ και κλάψε, το πουλάκι μου, τρυγονάκι μου, και πάρε από το αίμα μου, τα μάγουλά σου βάψε, το πουλάκι μου, τρυγονάκι μου. Συλημβριανή μου Παναγιά, το μπόι του λαμπάδα, το πουλάκι μου, τρυγονάκι μου, να φέρεις το πουλάκι μου αυτήν την εβδομάδα, το πουλάκι μου, τρυγονάκι μου.
Άσπρα μου πιριστέρια, μαύρα μου πουλιά, ισείς ψηλά πιτάτι κι διαβαίνιτι, πιράστι κι απ’ τς αυλές μας κι απ’ τς αυλούδις μας. Nα γράψου στα φτιρά σας, στα φτιρούδια σας, να γράψου στην αγάπ’ να μη μι καρτιρεί, θέλει τα μαύρα ας βάλει, θέλει ας παντριφτεί. Στον τόπο που 'ρθα τώρα ιδώ θα παντριφτώ, θα πάρου ένα κουράσιου δικαουχτώ χρουνώ, μάγισσας θυγατέρα, μάγισσας πιδί. Mαγεύει τα καράβια κι διν αρμινούν μι μάγιψι κι μένα δεν μπουρώ να 'ρθω. Όντας κινήσου να 'ρθου, χιόνια κι βρουχές, όντας γυρίσου πίσου, ήλιους ξαστιριές...
Άσπρα μου πουλιά, μαύρα μου χελιδόνια, όρε-ν-από την Αραπιά, γεια σου αγάπη. Όρε για τε σένα, για τε σένα πάνω κι έρχομαι στα ξένα Άιντε-ν-αυτού ψηλά που πάτε, όρε για χαμηλώσετε, Όρε για και ο ένας, για και ο άλλος κι ο σεβντάς είναι μεγάλος. Άιντε κι απλώστε τα φτερά σας, άιντε να πάρω ένα φτερό. Όρε για τε σένα παίζουν τούτα, τα βιολιά και τα λαούτα. Άιντε να γράψω ένα γράμμα, και μια ψιλή γραφή. Όρε για τε σένα, πάνω κι έρχομαι τα ξένα. Άιντε να στείλω στην καλή μου, την αγάπη όρε να μη με καρτερεί, δόλια αγάπη όρε να μη με καρτερεί. Όρε για κι ο ένας, για κι ο άλλος ο σεβντάς είναι μεγάλος.
Ν-αυτού ψηλά που περπατείς, τρυγόνα, μωρή τρυγόνα, και χαμηλά λογιάζεις, τρυγόνα μου γραμμένη, μην είδες τον ασίκη μου, τρυγόνα, μωρή τρυγόνα, τον αγαπητικό μου, τον άντρα το δικό μου; Ν-εψές προψές τον είδαμε στον κάμπο ξαπλωμένο, μαύρα πουλιά τον τρώγανε κι άσπρα τον τριγυρνούσαν.
Αφήνω γεια στη γειτονιά, σ' όλα τα παλικάρια, αχ, μανούλα μου γλυκιά, σ' όλα τα παλικάρια, αχ, μανούλα μ', έχε γεια. Μάνα μου, τα λουλούδια μου συχνά να τα ποτίζεις, μάνα μου γλυκιά, συχνά να τα ποτίζεις, αχ, πάω στην ξενιτιά. Αφήνω γεια, στις όμορφες σ' όλες τις φιλενάδες, αχ, μανούλα μου γλυκιά, σ' όλες τις φιλενάδες, αχ, πάω στην ξενιτιά. Φεύγω, μανούλα μ', φεύγω, αχ, πάω στην ξενιτιά, δώσε μου την ευχή σου, αχ, δε θα με βλέπεις πια, δώσε μου την ευχή σου, αχ, δε θα βλέπεις πια.
Ξενιτιά, με πλήγωσες, κοντεύω να πεθάνω. Στείλε με στο νησάκι μου, να γιατρευτώ, να γιάνω. Ξενιτιά, τα πλούτη σου ποτέ δεν τα ζηλεύω, μονάχα το νησάκι μου ποθώ και το γυρεύω.
Βαρέθηκα, μανούλα μου, τη θάλασσα να βλέπω, τον ταχυδρόμο να ρωτώ και γράμμα να μην έχω. Ήθελα να 'σαι θάλασσα, κι εγώ το περιγιάλι, τα κύματά σου να 'ρχονται στην εδική μου αγκάλη.
Αργύρης Γιαμπουράνης
Βαρέθηκα την ξενιτιά με τα φαρμάκια τα πικρά και τα πλούτη της θ’ αφήσω, στο χωριό μου να γυρίσω. Ήταν της μοίρας μου γραφτό, στην ξένη γη να περπατώ, να γυρίζω πάντα μόνος, να με φαρμακώνει ο πόνος. Μάνα μου, κάνε το σταυρό, να ζήσεις, να 'ρθω να σε βρω. Ζωντανή να σε φιλήσω, την ευχή σου να ζητήσω.
Κόνιτσας
Όρε βαρέθηκα, o μαύρος, την ξενιτιά, νιάτα καημένα νιάτα μου γιε μ', βαρέθηκα τα ξένα, νιάτα μου και λεβεντιά μου. Όρε στα χάνια ξεπεζεύομαι, γιε μ', στα χάνια τρώω και πίνω. Όρε νιάτα μου και λεβεντιά μου, δε σας γλέντησε η καρδιά μου. Όρε νιάτα μου χαριτωμένα, πο 'βαλα σεβντά για σένα, όρε για τε σένα, για τε σένα, πάνω κι έρχομαι στα ξένα, όρε για τε σένα παίζουν τούτα, τα βιολιά και τα λαγούτα.
Ρίτα Αμπατζή, 1936
Βαρέθηκα την ξενιτιά, μου 'χει μαυρίσει την καρδιά, στην πατρίδα μ' θα γυρίσω, να γλεντήσω να μεθύσω. Βαρέθηκα, μα το σταυρό, πάω στον τόπο μου να βρω την αγάπη μ', τη γλυκιά μου, την αρραβωνιαστικιά μου. Να δω τη μάνα μ' τη φτωχιά, που 'ναι έρημη και μοναχιά, συλλογιέμαι την καημένη, μην την εύρω πεθαμένη. Σαν δω, βρε, τη μανούλα μου και τη γλυκιά αδερφούλα μου, θα πω ότι ανάσανα απ' της ξενιτιάς τα βάσανα. Ας ξαναδώ, βρε, το χωριό με τ' άσπρο το καμπαναριό, τα φαράγγια, τα ρουμάνια που 'χουν τα δασά πλατάνια. Θέλω ν' ακούσω την αυγή, προτού ακόμα ο ήλιος βγει, βέλασμα και ντράγκα ντρούγκα απ' τ' αρνιά που πάν' στη στρούγκα. Βαρέθηκα την ξενιτιά, πεθύμησα μια ρεματιά, για ν' ακούσω τα αηδόνια, που 'χω τώρα τόσα χρόνια. Τάζω κερί στην Παναγιά, να δω μονάχα μια μεριά το χωριό κι ας δυστυχήσω, φτάνει εκεί να ξεψυχήσω.
Θεσσαλίας
Αχ βαρέθηκα την ξενιτιά, βαρέθηκα τα ξένα, θέλω να πάω στον τόπο μου, απάνω στο χουριό, θέλω νερό αχ απ' τη βρύση μου και μήλια απ' τη μηλιά μου, αχ θέλω και μοσκοστάφυλο απ' την κληματαριά μου.
Βαριά είναι τα ξένα, καλέ, δεν τα 'χω μαθημένα, βαριά κι ασήκωστα, αμάν, αμάν, βαριά κι ασήκωστα αχ, τι να κάνω τώρα μέσα σε ξένη χώρα, βαριά π' αρρώστησα, αμάν, αμάν, βαριά π' αρρώστησα, ούτ' αδερφό δεν έχω ούτ' αδερφή δεν έχω, μάνα για να με δει, αμάν αμάν, μάνα για να με δει.
Κόνιτσας
Βουλιέμαι μια, βουλιέμαι δυο, βουλιέμαι να ξενιτευτώ και στη ξενιτιά να πάω για δυο μάτια που αγαπάω. Να πάω στην Αμερική, βάστα καημένη μου ψυχή, που 'χει πλούτη και δολάρια, των Ελλήνων παλικάρια. Μας φύγαν όλα τα παιδιά κι αδειάσανε τα μαγαζιά, μας εφύγαν οι λεβέντες και ρημάξαν οι ταβέρνες. Σ' ένα καράβι μπήκανε και στο Σικάγο βγήκανε. Στη Βοστώνη στο Σικάγο, πόδια μην πατάτε χάμω. Κανέναν δεν γνωρίζουνε, σαν τα πουλιά γυρίζουνε. Μα όλοι τους μιλάνε και τα περικαλάνε. Όσα βουνά κι αν πέρασα όλα τα εχαιρέτησα κι όλα τα χαιρετάω και τα παρηγοράω. Βουνά μου μη ραγίζετε, ματάκια μη δακρύζετε. Βρε, εγώ θα πάω και θα γυρίσω, πάλι θα σας χαιρετήσω.
Δ. Σαμίου
Βουλιέμαι μια, βουλιέμαι δυο, βουλιέμαι να ξενιτευτώ, και να πάω μακριά στα ξένα, ωχ αλίμον', από σένα. Όσα βουνά κι αν πέρασα, όλα τα εχαιρέτησα. Θα πάω στην Αμερική, που να βουλιάξει έρημη. Η Αμερική είν' για μερικούς για όχι όλους τους φτωχούς.
Μακεδονίας
Βρέχει ν η Θιος κι βρέχουμι χιονίζει, ναι χιονίζει, γερακίνα μου, χιονίζει, ναι χιονίζει, πάπια, χήνα μου, ρίχνει χαλάζι σπυρωτό, ρίχνει να με σκοτώσει, γερακίνα μου, ρίχνει να με σκοτώσει, πάπια, χήνα μου, κι αν με σκοτώσει τ’ ορφανό κι αν με σκοτώσει του ξένο, γερακίνα μου, κι αν με σκοτώσει του ξένο, πάπια, χήνα μου, μάνα δεν έχω να με κλαίει, ‘δερφή να με λυπάται, γερακίνα μου, ‘δερφή να με λυπάται, πάπια, χήνα μου, μόνο έχω τρεις γειτόνισσες, τρία καλά κορίτσια, γερακίνα μου, τρία καλά κορίτσια, πάπια, χήνα μου.
Ρόδου
Γαϊτάνι ν-είχα στο πλεχτρί και τσόχαν εις το ράφτη, ωχ, και τσόχαν εις το ράφτη, και ξένον εις την ξενιτιά και καρτερώ τον να ’ρθει, ωχ, και καρτερώ τον να ’ρθει. Γαϊτανάκι μου πλεγμένο, στην ανέμη τυλιγμένο. Ροδίτικο ’ναι το νερό, ροδίτικια κι η βρύση, Ροδίτισσα κι η κοπελιά που πάει για να γεμίσει. Γαϊτανάκι μου πλεγμένο, στην ανέμη τυλιγμένο. Ροδίτικο ’ναι το πανί, ροδίτικο το χτένι, Ροδίτισσα κι η κοπελιά που κάθεται και υφαίνει. Γαϊτανάκι και μπιρσίμι1 μου ’στειλαν από τη Σύμη, για να ράψουν οι κοπέλες των αντρών τους τις φανέλες.
Ευρυτανίας
Για βγάτι πέντε λυγερές και δέκα μαυρομάτες να ιδείτε τον αμάραντο, σε τι γκρεμό φυτρώνει. Φυτρώνει στ’ αγριολίβαδα και στο ζαβό τον τόπο, τον τρων τα λάφια και ψοφούν, τ’ αρκούδια και μερεύουν, να το ‘τρωγε κι η μάνα μου να μην με κάνει μένα.
Δωδεκανήσου
Ξενιτεμένο μου πουλί, γράφε μου να μαθαίνω αν έχεις την υγεία σου, εγώ καταλαβαίνω. Έλα με τον ταχυδρόμο, που 'ναι γρήγορος στο δρόμο. Η ξενιτιά που σε κρατεί μέσα στην αγκαλιά της, να σου χαρίζει την υγειά και όλα τα καλά της. Παναγιά μου, δώσ' τους, δώσ' τους να 'χει ο νους κι ο λογισμός τους. Στην ξενιτιά που βρίσκεσαι ο νους μου είναι σιμά σου και από τα χείλη μου ποτέ δε λείπει τ' όνομά σου. Παναγιά μου, δώσ' τους χρόνια, σαν της λεμονιάς τα κλώνια.
Δόμνα Σαμίου
Γιάννη μου, το μαντίλι σου, τι το 'χεις λερωμένο; Το λέρωσε η ξενιτιά, τα έρημα τα ξένα Πέντε ποτάμια, το 'πλεναν και βάψαν και τα πέντε...
Πηλίου
Πέρα στον πέρα μαχαλά, αμάν Γιουργαλάκη μ’, στον άλλον παραπέρα, τρέχει νερό τρεχούμενο, αμάν Γιουργαλάκη μ’, το λεν ασημονέρι κι όσες μανούλες κι αν το πιουν, αμάν Γιουργαλάκη μ’, όλες παιδιά δεν κάνουν Δεν του ’πινες, μανούλα μου, αμάν Γιουργαλάκη μ’, να μη μι κάνς κι εμένα· κι αν μου ’κανες τι μου θελες, αμάν Γιουργαλάκη μ’, κι αν μ’ έχεις τι μου θέλεις; Εγώ στα ξένα περπατώ, αμάν Γιουργαλάκη μ’, στα ξένα παρδλεύω· ξένες πλένουν τα ρούχα μου, αμάν Γιουργαλάκη μ’, ξένες τα σκαματίζουν· τα πλένουν μια, τα πλένουν δυο, αμάν Γιουργαλάκη μ’, τα πλένουν τρεις και πέντε κι από τις πέντε κι ύστερα, αμάν Γιουργαλάκη μ’, τα ρίχνουν στα σουκάκια. Πάρε ξένε μ’ τα ρούχα σου, αμάν Γιουργαλάκη μ’, πάρε και τα σκουτιά σου, πάρ’ τα σύρ’ τα στη μάνα σου, αμάν Γιουργαλάκη μ’, σύρ’ τα στην αδερφή σου. Σαν είχα μάνα κι αδερφή, αμάν Γιουργαλάκη μ’, δεν τα ‘φερνα σε σένα.
Γύρισα από την ξενιτιά, που με είχανε σταλμένο και ήρθα από το σπίτι σου, μα ήταν κλειδωμένο. Ρωτάω τις γειτόνισσες, μ' αυτές δε με γνωρίζουν και δε μου λεν για σένανε, παρά με βασανίζουν Τα γράμματα τούς έδωσα, που μου 'στελνες στα ξένα και τότε πια με γνώρισαν και μου 'πανε για σένα. ― Στο εκκλησάκι του χωριού πάει και προσκυνάει, κουράστηκε τόσον καιρό να κλαίει και να ρωτάει.
'Γω στα ξένα, καλή μου μάνα, περπατούσα κι όμορφες παρατηρούσα· όλα τα κορίτσια τα ‘δια με τα γέλια και τα χάδια. Μια γαλαζιοφορεμένη την καρδιά μου έχει καμένη. Δεν μπορώ, καλή μου μάνα, δεν μπορώ να τη γελάσω, δεν μπορώ να τη γελάσω, το χεράκι της να πιάσω.
Θεσπρωτίας
Δε μου βαρούν* τα ξένα και τα μακρινά μόν' μου βαρούν της κόρης τα μηνύματα. (Με τα πουλιά μου μήναε και με τους αητούς και με τα χελιδόνια μου 'στελνε γραφές). Αν το 'χεις ξένε να 'ρθεις, να 'ρθεις γρήγορα, δικοί μου με παντρεύουν και με προξενούν. Άντρα γέρο μου δίνουν και παράγερο το βράδυ με μαλώνει για τα στρώματα. κι ολημερίς με στέρνει για κρύο νερό σίκλο* βαρύ μου δίνει και άλυσο κοντό. Το ρίχνω και δε φτάνει το μυριόρημο εννιά οργιές μαλάκια τα μισόκοψα.
Λέρου
Δεν ξημερώνεις, μαύρη αυγή, να πα να ησυχάσω. Να γείρω στο προσκέφαλο κι από καρδιάς να κλάψω. Ξενιτιά, μη με κρατάς, γιατί ήρθα να γυρίσω. Μου 'χε ευχηθεί η μανούλα μου στη Λέρο να γυρίσω.
Πελοποννήσου
Διώξε με, μάνα, διώξε με και 'γω να φύγω θέλω, να κάνεις χρόνους, μανούλα, να με ιδείς, καιρούς να μ’ ανταμώσεις και τους διαβάτες, μανούλα, να ρωτάς.
Ανατολικής Ρωμυλίας
Διώχνεις με, μάνα, διώχνεις με, στ' αλήθεια θα πααίνω. Αχ, μι τα πουλάκια, αμάν, θα διαβώ κι μι τα χελιδόνια. Αχ και τα πουλιά, αμάν, θαν έρχουνται κι ιγώ πάντα θα λείπου. Αχ, θα πας, μάνα μ’, αμάν, στην εκκλησιά αχ θα διεις τις νιές, αμάν, θα διεις τους νιους, θα διεις τα παλικάρια. Αχ, θα διεις τουν τόπου μου, αμάν, εύκηρου και του στασίδι μου άδειου. Αχ, θα σ’ έρθ’, μάνα μ', αμάν, παράπουνου και πίσου θα γυρίζεις. Αχ σε σταυρουδρόμ', αμάν, θα κάθισι, για μένα θα ρωτάεις. Αχ, θα διεις Τούρκου, αμάν, θα τουν ρωτάς, Ρωμιό θα τουν ξητάζεις: ― Aχ, μην είδιατε, αμάν, αχ, μην είδατε μην άκσητε του γιο μου του Γιαννάκη; ― Τουν είδιαμε, αμάν, τουν άκσαμε σι πράσινο λιβάδι. Μαύρα πουλιά, αμάν, τουν τρώγανε κι άσπρα τουν τριγυρίζουν.
Εγώ στον ήλιο ορκίστηκα ποτέ μην τραγουδήσω, μ' απόψε για τους φίλους μου, για τους αγαπημένους, θα πω τραγούδι θλιβερό και παραπονεμένο, θα κάνω τα βουνά να κλαίν', τους κάμπους να δακρύζουν, θα κάνω τη μανούλα μου να βγει στο παραθύρι. ― Ποιος είναι αυτός που σαν το γιο μου τραγουδεί, είχα καιρό δεν τ' άκουσα, εδώ δώδεκα χρόνους, ο γιος μου είναι στην ξενιτιά.
Μακεδονίας
Ένα καράβι αρμένιζε στου πέλαγου τα βάθη κι ο σκλάβος αναστέναξε ψηλά απ’ το κατάρτι. Ήμουν τριών μερών γαμπρός, δώδεκα χρόνια σκλάβος. Χτες βράδυ ονειρεύτηκα πικρό όνειρο και μαύρο, πως μου πουλούν το σπίτι μου παντρεύουν την καλή μου.
Πόντου
Ένα καράβι κρητικό μηδέ τρανό, μηδέ μικρό, μόνο σαρανταδυό πηχώ και μ’ έφερε στα ξένα στ’ ανεγνώριμα. ― Ξένε μ’, ξενιτεμένε μ’ κι ανεγνώριμε, πού περπατείς στα ξένα και στ’ ανεγνώριμα; ― Εγώ σ’ αυτόν τον κόσμον ηπαντρεύτηκα και πήρα Φραγκοπούλα που ήταν μάγισσα. Mα(γ)εύει τα καράβια και τη θάλασσα, εμά(γ)εψεν κι εμένα τον ξένον, τον αλλόξενο...
Καρδίτσας
Εσείς πουλιά του κάμπου και της Ρούμελης, η δόλια η μάνα, αυτού ψηλά που πάτε για χαμηλώσετε, να στείλω ένα γράμμα και μια ψιλή γραφή, να στείλω της καλής μου και της μάνας μου, εδώ στα ξένα που 'ρθα με παντρέψανε και πήρα μια γυναίκα που είναι μάγισσα, μαγεύει τα καράβια και τις θάλασσες, οντάς κινάω για να 'ρθω, σκότος και βροχή κι όταν γυρίζω πίσω, ήλιος, ξαστεριά.
Η ξενιτιά με χαίρεται κι ο τόπος μου με κράζει, λαύρα και φωτιά, έρημη ξενιτιά. Και η μάνα που με γέννησε, κλαίει κι ανεστενάζει, λαύρα και φωτιά, έρημη ξενιτιά.
σύγχρονο
Δώδεκα χρονώ κοπέλι έφυγα στα ξένα μέρη, σε μια χώρα μακρινή για καλύτερη ζωή και έκαψέ μου την καρδιά η παντέρμη ξενιτιά. Άλλοι λαχταρούν τα ξένα κι εγώ Κρήτη μου εσένα, το φτωχό μου το χωριό πότε θα το ξαναδώ και δεν ξαναφεύγω, πια κι ας μην έχω και λεφτά. Πότε θα 'ρθει εκείνη η μέρα μες στον δροσερό αέρα, φίλους και δικούς να δω και μια κόρη που αγαπώ, να μεθύσω και να πω πάλι τον παλιό σκοπό. Ν' ανεβώ στον Ψηλορείτη στην ψηλή κορυφή σου Κρήτη να διαμαρτυρηθώ εις στον ίδιο το Θεό, για να μην ξορίζει πια τω μανάδω τα παιδιά.
Ερωτόκριτος
Ήκουσες, Αρετούσα μου, τα θλιβερά μαντάτα, π’ ο κύρης σου μ’ εξόρισε στση ξενιτιάς τη στράτα; Τέσσερεις μέρες μοναχά μου 'δωκε ν’ ανιμένω κι από κει να ξενιτευτώ, πολλά μακρά να πηαίνω. Και πώς θα σ’ αποχωριστώ και πώς θα σου μακρύνω και πώς να ζήσω δίχως σου στο ξορισμόν εκείνο; Κατέχω το κι ο κύρης σου γλήγορα σε παντρεύει, Ρηγόπουλο, Αφεντόπουλο, σαν είσαι συ γυρεύει. Και δεν μπορείς ν’ αντθισταθείς, τα θέλουν οι γονείς σου, νικούν τηνε τη γνώμη σου κι αλλάζει κι η όρεξή σου. Μια χάρη, αφέντρα, σου ζητώ κι εκείνη θέλω μόνο και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω. Την ώρα π’ αρραβωνιστείς να βαραναστενάξεις κι όντε σα νύφη στολιστείς σαν παντρεμένη αλλάξεις, ν’ αναδακρυώσεις και να πεις, Ρωτόκριτε καημένε, τα σού ταξα ελησμόνησα, τα θέλες μπλιό δε έναι. Και κάθε μήνα μια φορά μέσα στην κάμερά σου λόγιαζε τα 'παθα για σε, να με πονεί η καρδιά σου. Και πιάνε και τη ζωγραφιά, που βρες στ’ αρμάρι μέσα και τα τραγούδια που 'λεγα κι όπου πολύ σ’ αρέσα και διάβαζέ τα, θώρειε τα κι αναθυμού κι εμένα, πως με ξορίσανε για σε πολλά μακρά εις τα ξένα. Κι όντε σου πουν κι απόθανα, λυπήσου με και κλάψε και τα τραγούδια που 'βγαλα μες στη φωτιά τα κάψε. Όπου κι αν πάω κι α βρεθώ κι ό,τι καιρό κι α ζήσω, τάσσω σου άλλη να μη δω, μηδέ ν’ ανατρανίσω. Κι ας τάξω ο κακορρίζικος πως δε σ’ είδα ποτέ μου, ένα κερίν αφτούμενο εκράτουν κ’ έσβησέ μου. Κάλλια 'χω σε με θάνατο παρ’ άλλη με ζωή μου, για σένα εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου.
Κυκλάδων
Θάλασσ' απ' όλα τα νερά και τα ποτάμια πίνεις κι από τα παλικάρια μας κανένα δεν αφήνεις. Έγια μόλα, έγια λέσα, αχ, βρε θάλασσα μπαμπέσα. Aνάθεμά σε, θάλασσα, τι σου 'χω καμωμένα και μου κρατάς τ' αγόρι μου τόσον καιρό στα ξένα; Θάλασσα βαρεί την άμμο, σ' αγαπώ μα τι να κάμω; Θάλασσα, που 'σαι αγνάντια μου και ξέρεις τον καημό μου, φέρε μ' από την ξενιτιά τον αγαπητικό μου. Θάλασσα βαρεί το κύμα, σ' αγαπώ δεν είναι κρίμα. Ω, θάλασσά μου, ουρανιά και κύμα μου γαλάζιο, φέρε μου την αγάπη μου, να μην αναστενάζω. Έγια μόλα, έγια λέσα, αχ, βρε θάλασσα μπαμπέσα.
Δ. παράλια Μ. Ασίας
Κλαίγω, βαριαναστενάζω και τη θάλασσα φωνάζω, για δυο μάτια ζαχαρένια που μου λείπουνε στα ξένα. Θάλασσα, λυπήσου λίγο πια και μένα, φέρε την αγάπη μου από τα ξένα. Ε, ρε θάλασσα, τι κάνεις, όλους μας θα μας τρελάνεις, πήρες την παρηγοριά μου μέσα από την αγκαλιά μου. Θάλασσα, λυπήσου λίγο πια και μένα, φέρε την αγάπη μου από τα ξένα. Θάλασσα, φαρμακωμένη την καρδιά μου 'χεις καμένη, μου ξελόγιασες, πλανεύτρα, την αγάπη μου βρε ψεύτρα. Θάλασσα, λυπήσου λίγο πια και μένα, φέρε την αγάπη μου από τα ξένα.
Ηπείρου
Θέλω να τα καταραστώ τα τρία βιλαέτια, την Πόλη και τη Μπογδανιά και τη Βλαχιάν αντάμα. Της Πόλης τα κρασοπουλιά φωτιά να τα κάψει. Της Μπογδανιάς τα πρόβατα χλαπάτσα να τα πιάσει, Της Βλαχιάς τις έμορφες πανούκλα να τις πιάσει, που ξεγελούν, μωρέ, τα παιδιά και λησμονούν τις μάνες. Στο πάισι πάνε, μωρέ, παιδιά, στο γυρισμό γερόντια.
Φυλακτή Καρδίτσας, Π. Διαμαντής, Σ. Διαμαντής, 1939
Θέλω να πάω στην ξενιτιά, πού ‘σαι καημένη λεβεντιά, να κάνω τριάντα μέρες, νιάτα μου και λεβεντιά μου, νιάτα μου και λεβεντιά μου, βρε δε σας γλέντησε η καρδιά μου. Και η ξενιτιά με πλάνεψε, που είσαι καημένη λεβεντιά, κι έκανα τριάντα χρόνια, νιάτα μου και λεβεντιά μου, νιάτα μου και λεβεντιά μου, δε σας γλέντησε η καρδιά μου. Κι έκανα ξένες αδερφές, πού είσαι καημένη λεβεντιά, και ξένες παραμάνες, νιάτα μου και λεβεντιά μου, νιάτα μου και λεβεντιά βρε δε σας γλέντησε η καρδιά μου.
Να χαμηλώναν τα βουνά, διπλός καημός, να ψήλωναν και οι κάμποι, θάλασσα πλατιά, καημένη ξενιτιά. Να 'βλεπα την αγάπη μου, διπλός καημός, να 'βλεπα την καλή μου, θάλασσα περνώ, μα δε σ' αλησμονώ. Σε τι τραπέζια τρώει ψωμί, πουλάκι μου, σε τι ταβέρνες πίνει, τα ολόμαυρα σου πάνε όμορφα. Σαν τι χεράκια την κρατούν, διπλός καημός, και τα δικά μου τρέμουν, θάλασσα πλατιά, καημένη ξενιτιά. Σαν τι ματάκια την κοιτούν, αγάπη μου, και τα δικά μου κλαίνε, πάπια του γιαλού π' αγάπησες αλλού.
Θεσπρωτίας
Άιντε καλώς, μωρέ, καλώς ανταμωθήκαμαν, άιντε (ν) εμείς οι ντερτιλήδες, μωρέ παιδιά καημένα, εμείς οι ντερτιλήδες, παιδιά ξενιτεμένα. Άιντε να κλα..., μωρέ, να κλάψομε τα ντέρτια μας, άιντε και τα παράπονά μας, μωρέ παιδιά καημένα, και τα παράπονα μας, παιδιά ξενιτεμένα. Άιντε κι αύριο, μωρέ, κι αύριο καλές αντάμωσες, άιντε (ν) ώσπου ν΄ανταμωθούμε, μωρέ παιδιά καημένα, ώσπου ν΄ανταμωθούμε, παιδιά ξενιτεμένα. Άιντε στον Α..., μωρέ, στον Αϊ Λια, στον πλάτανο, άιντε στις κρύες τις βρυσούλες, μωρέ παιδιά καημένα, στις κρύες τις βρυσούλες, παιδιά ξενιτεμένα.
Πόντου
Καράβι ένι το σπίτι μου, θάλασσα η αυλή μου και του βοριά τα κύματα είναι παρηγοριά μου. Ξενούτσικος ψυχομαχεί στου καραβιού την πλώρη, δεν έχει μάνα να τον κλαίει, κύρη να τον λυπάται, ούτ’ αδερφό, ούτ’ αδερφή, ούτε κανένα φίλο, ούτε κανένα συγγενή.
Κρήτης
Είχα μια αγάπη, θάλασσα πλατιά, την πήρε το καράβι, την πάει στην ξενιτιά. Καράβι, καραβάκι μου, άκουσε τον πόνο μου, φέρε μου το πουλί μου, γιατί έχω μείνει μόνος μου. Καράβι, καραβάκι, που πας γιαλό γιαλό; Φέρε μου το πουλί μου που τόσο λαχταρώ. Γύρισε, καραβάκι μου, άκουσε τον πόνο μου, φέρε μου το πουλί μου, γιατί έχω μείνει μόνος μου. Φέρε μου το πουλί μου, που τόσο λαχταρώ, γιατί στο χωρισμό του, ν' αντέξω δεν μπορώ. Καράβι, καραβάκι μου, άκουσε τον πόνο μου, φέρε μου το πουλί μου, γιατί έχω μείνει μόνος μου.
Καταραμένη ξενιτιά, που μου 'χεις κάψει την καρδιά, όρε που 'χω χάσει τα παιδιά μου κι έχω τον πόνο στην καρδιά μου. Από μικρά εφύγανε και πίσω δεν γυρίσανε, τα χρήματα αγάπησαν και έρημη με άφησαν. Μανούλες που 'χετε παιδιά, μην στέλνετε στην ξενιτιά μαζί σας να τα πίνουνε, τα μάτια να σας κλείσουνε.
Κ. Ελλάδας
Κάτω από ξένους ουρανούς αναστενάζω δε μ' ακούς, αναστενάζω και πονώ, πού 'σαι μανούλα να σε δω, πότε θα γυρίσω πίσω, στην πατρίδα μου να ζήσω; Της ξενιτιάς ο ουρανός συννεφιασμένος, σκοτεινός, δεν τον αντέχω άλλο πια, μου 'χει μαυρίσει την καρδιά, πότε θα γυρίσω πίσω, στην πατρίδα μου να ζήσω;
Θράκης
Κείτιτι ξένους άρρουστους, γυαλένια μ', γυαλένια μ', γυαλένια μ', κρουσταλλένια μ', στα έρημα τα ξένα. Μάνα δεν έχει να τουν κλαίει, γυαλένια μ', γυαλένια μ', γυαλένια μ', κρουσταλλένια μ', κύρη να τουν λυπάτι. Μον' λάχαν τρεις γειτόνισσες, γυαλένια μ' γυαλένια μ', γυαλένια μ', κρουσταλλένια μ', κι οι τρεις χαρουκαμένες. Η μια τουν πάει κρύου νερό, γυαλένια μ', γυαλένια μ', γυαλένια μ', κρουσταλλένια μ' κι (γι)άλλη αφράτου μήλου. Κι η τρίτη η μικρότερη, γυαλένια μ', γυαλένια μ', γυαλένια μ', κρουσταλλένια μ', τουν πάει μοσχουσταφύλι.
Μακεδονίας
Κίνησαν τα καράβια, τα κακούργια, κίνησεν κι ο καλός μου να πάει στην ξινιτιά, κι ούτε γράμματο μου στέλνει κι ούτε αντιλογιά μόνο μου στέλνει ένα μαντίλι δώδεκα φλωριά.
Πωγώνι Ηπείρου
Κλαιν οι πέρδικες στα πλάγια, κλαίνε τον καημό, έκλαιγα και 'γώ ο καημένος τον ξεχωρισμό. Πώς θε να ξεχωριστούμ' αγάπ' εμείς τα δυο; Ξένε μου που 'σαι στα ξένα και στα μακρινά, δε σου βάρεσαν τα ξένα και η μαύρη ξενιτιά; Ωχ αν είναι να 'ρθεις, έλα, για δεν έρχεσαι; Ωχ εμένα οι δικοί μου με βαρέθηκαν. Και με προξενούν στα ξένα μες το Ροϊδοστό, και μου δίνουν άντρα γέρο εκατό χρονών. Μην(α) που ήτανε και γέρος είν' και ράθυμος.
Ηπείρου
Κλαίν’ οι πέτρες, τα λιθάρια, κλαίνε τον καημό. Έκλαιγα κι εγώ ο καημένος τον ξεχωρισμό. Πως θα χωριστούμε, αγάπη, ωχ, εμείς οι δυο. Έλα μας, να φιληθούμε, τώρα το ταχιό, γιατί εγώ, αγάπη, φεύγω, θα ξενιτευτώ. Πάω μακριά στα ξένα μες στο Ροϊδοτό. Μωρ’ δε μου βαρούν τα ξένα και τα μακρινά μου βαραίνουν της αγάπης τα μηνύματα.
Κάτω Ιταλίας
Ώρια μου ροντινέττα α πούτε στε τσε στάτζει πλέα τάλασσα σ' αγκουάντει με τούτο καλό καιρό Μαύρο βαστά το πέτο άσπρε βαστά τες άλλε ο σταυρί κολόρ ντι μάρε με τη κούνια λιο νιτή Αρώτησα τη μάνα μου την πλέον αγαπημένη έχει τόσο κα με μένει πούρου να 'χει να με δει Αρώτησα τον τσούρη μου τσε σ' όλη τη γκετονία τσε αν είχεν ομιλία πόσα είχε να μου πει Κάι τζαμπρό στη τάλασσα πάντα σένα κανονώ λίον γκέρνει, λίον καλέει λίον εγκίτζει το νερό.
Προποντίδας
Kοράσιν ετραγούδαγε σ’ ένα ψηλό παλάτι κι επήρ’ αγέρας τη φωνή στα πέλαγα την πάει. Kι όσα καράβια τ’ άκουσαν όλα πανιά μαϊνάραν. [Kι ένα καράβι της φιλιάς, καημένο της αγάπης ούτε μαϊνάρει τα πανιά ούτε τα παίρνει κάτου τα μπάσο μούδο τα ’ριξε και στη φωνή πηγαίνει.] - Kόρη μ’ άλλαξε το σκοπό [και πες άλλο τραγούδι.] - Kαι πώς ν’ αλλάξω το σκοπό, να πω άλλο τραγούδι, εγώ κι αν ετραγούδησα για μοιρολόι το ’πα: έχω άντρα στην ξενιτιά…
Κόνιτσας
― Τι σου είπα και μου κάκιωσες, λαμπάδα μου γραμμένη, κι εγώ πάνω στην ξενιτιά με την καρδιά καμένη; ― Ν’ αυτού που πας, λεβέντη μου, να 'ρθω κι εγώ κοντά σου, να σ’ φκιάχνω δείπνο, να δειπνάς, γιόμα να γιοματίζεις. ― Ν’ εκεί που πάνω, κόρη μου, κοράσιο δεν πηγαίνει. Ν’ εκεί 'ναι Τούρκοι ανύπαντροι, Ρωμαίοι παντρεμένοι, σένα σε παίρνουν, κόρη μου, και μένα με σκοτώνουν. Κλάψε ν’ εσύ, κλαίω κι εγώ, ώσπου να χωριστούμε, να χωριστεί η αγάπη μας κι ο πόνος της καρδιάς μας.
Λιώσανε τα χιόνια, μωρέ, λιώσανε, και εμείς, Μπιρμπίλη μου, δεν ανταμώσαμε. Τα χιόνια, μωρέ, τα 'λιωσε η βροχή, κι εγώ κοιμάμαι η μαύρη μοναχή. Λιώσανε τα χιόνια πάνω στα βουνά, κι εσύ, Μπιρπίλη μου, είσαι στην ξενιτιά. Εσύ, εσύ κυρά Βασιλική, για κε- για κέρνα μας γλυκό κρασί. Λιώσανε τα χιόνια, βρε Μπιρμπίλη μου, Λιώσανε τα χιόνια, τζοβαΐρι μου. Τα χιόνια, μωρέ, τα 'λιωσε η βροχή, κι εγώ κοιμάμαι η μαύρη μοναχή.
― Λουλούδι μ', τι μαράθηκες και είσαι μαραμένο και αργοποτισμένο; Για πες μου ποιος σε φύτεψε, λουλούδι, λουλούδι, λουλούδι μαραμένο και αργοποτισμένο; ― Η αγάπη μου με φύτεψε, λουλούδι, λουλούδι, και τώρα πάει στα ξένα και ξέχασε εμένα. Καινούρια αγάπη θε να βρω, λουλούδι, λουλούδι, άλλη ζωή ν’ αρχίσω και να σε λησμονήσω.
Αναγνωρισμού
Μαλαματένιος αργαλειός κι ελεφαντένιο χτένι, κι ένα κορμί κι αμάν αμάν κι ένα κορμί αγγελικό. Κι ένα κορμί αγγελικό κάθεται και υφαίνει, πραματευτής κι αμάν αμάν, πραματευτής επέρασε. Πραματευτής επέρασε στο μαύρο καβαλάρης, κοντοκρατεί κι αμάν αμάν, κοντοκρατεί το μαύρο του. Κοντοκρατεί το μαύρο του και την καλημερίζει: ― Καλή σου μέ… κι αμάν αμάν, καλή σου μέρα λυγερή. ― Καλή σου μέρα λυγερή. ― καλώς τον ξένον που ‘ρτεν. ― Κόρη μου δεν κι αμάν αμάν, κόρη μου δεν παντρεύεσαι. Κόρη μου δεν παντρεύεσαι να πάρεις νέον άνδρα; ― Κάλιο να σκάσ' κι αμάν αμάν, κάλιο να σκάσει ο μαύρος σου. ― Κάλιο να σκάσει ο μαύρος σου παρά το λόγο που 'πες, κι έχω άνδρα κι αμάν αμάν, κι έχω άνδρα στην ξενιτιά.
Σινασού Καππαδοκίας
Μάνα μ', ήρθεν η άνοιξη, το γέρμο καλοκαίρι ήρθαν τα χίλια κι αμάν αμάν, ήρθαν τα χίλια τ’ αργατά. Ξεβάμ’ τα χίλια τ’ αργατά, τα θέλουν χίλια χέρια Τσατσάκι μου, τσατσάκι μου, να ζεις παλικαράκι μου. Δούλεψε, ξένε μ’, δούλεψε κι εγώ να σε παντρέψω. Νύχτα σελώ... κι αμάν, αμάν, νύχτα σελώνει τ’ άλογο, νύχτα σελώνει τ’ άλογο, μέρα το καλιγώνει. Τσατσάκι μου, τσατσάκι μου, να ζεις παλικαράκι μου. Ώρα καλή, ώρα καλή και να 'ναι ο δρόμος σου γυαλί.
Μάνα, πολλά μαλώνεις με κι εγώ μισέψω θέλει, να πάω, μάνα, στην ξενιτιά, να πάω, μάνα, στα ξένα, να κάμεις μήνες, μάνα, να με ιδείς καιρούς, μάνα, να μ' ανταμώσεις, να 'ρθουν, μάνα μου, οι γιορτές οι μεγαλοβδομάδες και να 'μαι εγώ στην ξενιτιά.
Πωγώνι Ηπείρου
Ωρ' μαύρα μου χελιδόνια, χελιδόνια, αχ (ν)από την Αραπιά, κι άσπρα μου περιστέρια, περιστέρια, αχ (ν)από τη Μοσκοβιά. Ωρ' (ν)αυτού ψηλά που πάτε, λέει που πάτε, αχ για χαμηλώσατε, ωρ' να πάρω μια φτερούγα, μια φτερούγα, αχ να πάρω ένα φτερό. Ωρ' να γράψω ένα γράμμα, ένα γράμμα, αχ και μια ψιλή γραφή, να στείλω στην αγάπη, στην αγάπη, αχ να μη με καρτερεί. Ωρ' όταν κινάω, γιε μου, λέει για να 'ρθω, μπόρες και βροχές, κι όταν γυρίζω πίσω, τον καημένον, ήλιος και ξαστεριά. Ωρ' εμένα με πάντρεψαν, με πάντρεψαν εδώ στην ξενιτιά, ωρ' μου ‘δωσαν για γυναίκα, για γυναίκα μια σκύλα μάγισσα. Ωρ' μαγεύει τα καράβια, τα καράβια, άιντε και δεν έρχουνται, ωρ' με μάγεψε κι εμένα τον καημένον, αχ και δεν μπορώ να 'ρθώ.
Με γέρασε η ξενιτιά, με φάγανε τα ξένα, τα βαριά ξενιτεμένα, θάλασσα πλατιά, μαγκούφα ξενιτιά. Δεν έχεις τη μανούλα σου, να της λες τα βάσανά σου, τα μεράκια της καρδιά σου, θάλασσα πλατιά, μαγκούφα ξενιτιά. Μας φεύγουνε στην ξενιτιά τα κορίτσα και τ' αγόρια, να βουλιάξουν τα βαπόρια, θάλασσα πλατιά, κακούργα ξενιτιά.
Με μάραναν τα ξένα και τ’ αλαργινά, με μάραναν της κόρης τα μηνύματα. Αν το 'χεις ξένε μ' να 'ρθεις, να 'ρθεις γρήγορα, δικοί με παντρεύουν και με προξενούν. Μου δίνουν γέρον άντρα και παράγερο, δεκαοκτώ χρονάκια το κακόμοιρο. Τη νύχτα με μαλώνει για τα στρώματα, και κάθε μεσημέρι για κρυό νερό.
Ορέ με πήρε το παράπονο και το βαρύ το κλάμα, ορέ και κάθομαι και τραγουδώ της ξενιτιάς τον πόνο, ορέ άκουσε μια λυγερή κι αυτή ξενιτεϊμένη...
Αναγνωρισμού
Mια κόρη Τρικεριώτισσα, μια Τρικεριωτοπούλα έχει ασημένιον αργαλειό και φιλντισένιο χτένι. Mασούριζε, καλάμιζε και λιανοτραγουδούσε κι ο άντρας της ερχότανε σε μαύρο καβαλάρης. ― Ώρα καλή σου λυγερή, ― Kαλώς το παλικάρι. ― Kόρη μ' αν είσ' ανύπαντρη γυναίκα να σε πάρω. ― Eγώ 'χω άντρα στην ξενιτιά τώρα δώδεκα χρόνια ακόμα δυο τον καρτιρώ, τρία τον περιμένω κι από τα τρία κι ύστερα καλόγρια θα πα γίνω, καλόγρια στην ερημιά ν' αγιάσω την ψυχή μου. ― Kυρά μ' ο άντρας σ' πέθανε και είναι πεθαμένος και τον εδάνεισα κερί κι ήρθα να μου το δώσεις. ― Σαν τον εδάνεισες κερί, διπλό να σου το δώσω. ― Eγώ τον δάνεισα φιλί κι ήρθα να μου το δώσεις. ― Σαν τον εδάνεισες φιλί, σύρε να σου το δώσει! ― Kόρη μ' εγώ είμ' άντρας σου, εγώ 'μαι κι ο καλός σου. ― Kι αν είσ' εσύ ο άντρας μου και πώς να σε πιστέψω; πες μου σημάδια της αυλής μήπως και σε πιστέψω. ― Mηλιά(ν) έχεις στην πόρτα σου και κλήμα στην αυλή σου, κάνει σταφύλι ραζακί και το κρασί μοσχάτο. ― Aυτά σημάδια της αυλής, τα ξέρει ο κόσμος όλος, πες μου σημάδια του σπιτιού, μήπως και σε πιστέψω. ― Xρυσή καντήλα κρέμεται στην κλίνη που κοιμάσαι, να φέγγει, να ξεντένεσαι και να γλυκοκοιμάσαι. ― Aυτά σημάδια του σπιτιού, τα ξέρουν οι γειτόνοι, πες μου σημάδια του κορμιού, μήπως και σε πιστέψω. ― Eλιά ν-έχεις στο μάγουλο, ελιά στην αμασχάλη κι ανάμεσα στο στήθος σου ήλιος με το φεγγάρι. ― Tότες ο άντρας μου είσ' εσύ, εσύ 'σαι κι ο καλός μου!
Κόνιτσα
Μια λυγερή τραγούδαγε σε κρυσταλλένιο πύργο. Παίρνει ο αγέρας τη φωνή στη θάλασσα την πάει. Όσα καράβια τ' άκουσαν, όλα την άκρη πιάνουν. ωχ, ανάθεμά σε ξενιτιά χιλιοκα... κι αν είσαι, ωχ, ξενίτεψες τον άντρα μου εδώ και δέκα χρόνια, ωχ, κι άλλα δυο τον καρτερώ και πέντε τον ... και μες τα μαύρα θα ντυθώ καλογριά θα γίνω, ωχ κι όσα κορίτσια να τα ιδώ όλα τα παραγγέλνω·
ξενίτη να μην πάρουνε, αν θέλουν να μην κλαίνε.
Θράκης
Να 'μαν πουλί να πέταγα ψηλά στα κορφοβούνια, ν' αγνάντευα ολόγυρα στα μακρινά τα ξένα, να 'βλεπα την αγάπη μου, να 'βλεπα τον καλό μου, σε τι σαντήρια κάθεται ...
Ανδρίτσαινας
Να χαμηλώναν τα βουνά, αμάν, αμάν, να ψήλωναν κι οι κάμποι, άστρον της αυγής, γιατί άργησες να βγεις. Να 'βλεπα την Αντρίτσαινα, αμάν, αμάν, το έρημο παζάρι, πρόβαλε να ιδείς, καρδιά που τυραννείς. Να ίβλεπα την αγάπη μου, διπλός καημός, πώς στρώνει, πώς κοιμάται, θάλασσα πλατιά, μαγκούφα ξενιτιά. Σε τι τραπέζια τρώει ψωμί, αμάν, αμάν, σε τι ταβέρνες πίνει, έλα, πέρασε, παίξε και γέλασε. Τίνους χεράκια τον κερνούν, αμάν, αμάν, και τα δικά μου τρέμουν, πάπια του γιαλού, τι αγάπησες αλλού. Τίνους ματάκια τον τηράν, αμάν, αμάν, και τα δικά μου κλαίνε, πάπια του γιαλού μην αγαπάς αλλού.
Σύμης
Νήλιε μου κι αντινήλιε μου και κοσμογυριστή μου μην είδες την αγάπη μου, το φως των ιματιώ μου; Θάλασσα, για σε, θάλασσα, για σένα τζούμε όσο και να τυραννιούμαι. Η ξενιτιά είναι καμός, η ξενιτιά είναι λάβρα, η ξενιτιά μού τα 'καμε τα σωθικά μου μαύρα. Έλα να 'σαι να, έλα να 'σαι να μένα 'σαι να σου στρώνω να κοιμάσαι. Ξενιτεμένο μου πουλί, πότε να σε λιμένω(;) (ανιμένω) να 'χω τ' αγκάλια μου ανοιχτά, και το σουφρά στρωμένο; Δώσ' μου τα φιλιά, δώσ' μου τα φιλιά σου, δώσ' μου αγαπούλα μου και φως μου.
― Ξένε, που 'σαι στην ξενιτιά, ξένε, μ' αυτούς στην ξενιτιά, κάνε νισάφι κι έλα πια. Μη σε πλανέψει η ξενιτιά κι απαρνηστείς το σπίτι πια. ― Τι να σας πω, μωρέ παιδιά, μ’ έχει πλανέψει η ξενιτιά.
― Ξένε, πού είσαι ξένε, στα ξένα πώς περνάς; Αχ, ποιος σου στρώνει και κοιμάσαι και εμένα δε θυμάσαι; ― Ξένε μου, το ξένε, και μου το μαντήλι σου, αχ, γιατί ’ναι λερωμένο, μήλο κόκκινο βαμμένο; ― Στείλε μου το, στείλε και μου το μαντήλι σου, αχ, ξένε μου, ωχ, να σ' το πλύνω και πάλι θα σ' το στείλω. ― Και στην απά, και στην, στην απάνω την μεριά, αχ, σκυλιά τα 'χω δεμένα κλαίν’ τα μάτια μου για σένα. ― Μη σε γελά, μη σε και γελάσει η ξενιτιά, αχ, και κάμεις δέκα χρόνια, 'γώ δε περιμένω ακόμα. ― Η ξενιτιά, η ξε και 'νιτιά με γέλασε αχ, κι έκαμα δέκα χρόνια μην με περιμένεις ακόμα.
Ωρέ ξενιτεμένα μου πουλιά, πω πω, στο κόσμο σκορπισμένα. Η ξενιτιά σας χαίρεται, πω πω, τα νιάτα τα γραμμένα. Χωρίς γυναίκα και παιδιά, πω, πω, χωρίς γονιούς κοντά σας. Ανάθεμά σε ξενιτιά, πω πω, εσύ και τα φλουριά σου. Μας πήρες τα παιδάκια μας, μωρέ, και τα κρατάς κοντά σου.
Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο, η ξενιτιά σε χαίρεται και 'γω σε περιμένω. Δεν κάνεις το νισάφι σου και πίσω να γυρίσεις;
Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο, μωρέ ξένε μου, η ξενιτιά σε χαίρεται και 'γω 'χω τον καημό σου. Τινάζουν φύλλο, ξένε μου, αυτού στα ξένα που 'σαι. Να στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει, να στείλω και τα δάκρυά μου σ’ ένα χρυσό μαντίλι. Τα δάκρυά μου είναι καυτερά και καίνε το μαντίλι.
Ξενιτεμένο μου πουλί κι αλαργινό μου αηδόνι, ξενάκι μου, η ξενιτιά σε χαίρεται, και εγώ πίνω φαρμάκι. Τι να σου στείλω, ξένε μου, αυτού στα ξένα που 'σα;
Ξενιτεμένο μου πουλί, γράφε μου να μαθαίνω, αν έχεις την υγειά σου κι εγώ καταλαβαίνω. Έλα με τον ταχυδρόμο που 'ναι γρήγορος στο δρόμο. Η ξενιτιά που σε κρατά μέσα στην αγκαλιά της, να σου χαρίσει την υγειά και όλα τα καλά της. Έλα σα σου λέγω, μη με τυραννείς και κλαίγω. Στην ξενιτιά που βρίσκεσαι ο νους μου είναι σιμά σου, κι από τα χείλη μου ποτέ δε λείπει τ' όνομά σου. Έλα έλα με τα μένα κι άσ' τη μάνα που σε 'γέννα.
Ξενιτεμένο μου πουλί, χρυσό μου χελιδόνι, μωρέ ξένε μου, η ξενιτιά σε χαίρεται και 'γω 'χω τον καημό σου, Τι να σου στείλω, ξένε μου, αυτού στα ξένα που είσαι; Σου στέλνω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει, σου στέλνω και το δάκρυ μου σ' ένα χρυσό μαντίλι. Το δάκρυ μου είναι καυτό και καίει το μαντίλι.
Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο, μωρέ ξένε μου, η ξενιτιά σε χαίρεται και 'γω 'χω τον καημό σου. Τι να σου στείλω, ξένε μου, εφτού στα ξένα που 'σαι; Να στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει, να στείλω και τα δάκρυά μου σ’ ένα χρυσό μαντίλι. Τα δάκρυά μου είναι καυτερά και καίνε το μαντίλι.
Ξενιτεμένο, λυπημένο μου πουλί ξενιτεμένο μου πουλί, και παραπονεμένο, λυπημένο μου πουλί και παραπονεμένο, κακιωμένο μου πουλί. Η ξενιτιά, λυπημένο μου πουλί, η ξενιτιά σε χαίρεται και 'γω έχω τον καημό σου, λυπημένο μου πουλί και 'γω έχω τον καημό σου, κακιωμένο μου πουλί. Τι να σου στείλω, λυπημένο μου πουλί, τι να σου στείλω, ξένε μου, τι να σου προβοδίσω, λυπημένο μου πουλί, τι να σου προβοδίσω, κακιωμένο μου πουλί; Σου στέλνω μήλο, λυπημένο μου πουλί, σου στέλνω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει, λυπημένο μου πουλί, κυδώνι μαραγκιάζει, κακιωμένο μου πουλί. Σου στέλνω και, λυπημένο μου πουλί, σου στέλνω και το δάκρυ μου, σ' ένα χρυσό μαντίλι, λυπημένο μου πουλί, σ' ένα χρυσό μαντίλι, κακιωμένο μου πουλί. Το δάκρυ μου, λυπημένο μου πουλί, το δάκρυ μου είναι καφτερό και καίει το μαντίλι, λυπημένο μου πουλί, και καίει το μαντίλι, κακιωμένο μου πουλί.
Ρόδου
Άιντε, ξενιτεμένο μου πουλί, γιάλα, κάμε μου να μαθαίνω αν έχεις την υγεία σου, γιάλα, κι εγώ καταλαβαίνω. Έλα, έλα με τον ταχυδρόμο, που είναι γρήγορος στον δρόμο. Άιντε, στην ξενιτιά που σε κρατά, γιάλα, μέσα στην αγκαλιά της, να σου χαρίζει την υγειά, γιάλα, και όλα τα καλά της. Έλα, έλα, έλα σαν σου λέω, μην με τυραννείς και κλαίω, έλα, έλα, έλα με τα μένα κι άσ' τη μάνα που σε γέννα.
Καλύμνου
Άιντε(ς) ξενιτεμένο μου πουλί, γιάλα, ο νους μου είναι σιμά σου, κι από τα χείλη μου ποτέ, γιάλα, δε λείπει τ' όνομα σου. Έλα, έλα, έλα που σου λέω, μη με τυ… μη με τυραννάς και τυραννάς και κλαίω. Άιντε(ς) ξενιτεμένο μου πουλί, γιάλα, γράψε μου να μαθαίνω, αν έχεις την υγεία σου, γιάλα κι εγώ καταλαβαίνω. Έλα με έλα με τον ταχυδρόμο, που 'ναι γρή… που 'ναι γρήγορος στο δρόμο. Άιντε(ς) η ξενιτιά που σε κρατά, γιάλα, μέσα στην αγκαλιά της, να σου χαρίζει την υγειά, γιάλα, και όλα τα καλά της. Έλα, έλα, έλα, με τ' εμένα, να περνάς, να περνάς χαριτωμένα.
Μακεδονίας
Ξένος εδώ, ξένος εκεί, όπου και αν πάγω ξένος, αν πάγω και στη μάνα μου, παραβαρώ ο καημένος. Θα πάρω έναν ανήφορο, να βγω σε κορφοβούνι, αχ, να βρω κλαράκι φουντωτό και ριζιμιό λιθάρι, (να βρω και μια κρυόβρυση, στον ίσκιο της να κάτσω, αχ, να πω τα μαύρα ντέρτια μου και τα παράπονά μου, τραγούδια αν έχει η μαύρη γης κι ο τάφος χαμογέλια, έχει και μένα η καρδιά, που βρίσκομαι στα ξένα).
Ξένος ήμαν κι ήρθα τώρα κι από μέρος μακρινό και κανένα δε γνωρίζω πού να μείνω μια βραδιά. Έμεινα στις Απουλιάνες, και (μες) στα έρημα βουνά, κάμνω τα πουλιά γειτόνους και τα δέντρα συντροφιά. Σεις, πουλιά μου χελιδόνια, που πετάτε αυτού ψηλά, χαιρετίσματα να πάτε στην πατρίδα μου πολλά. Τα έρημα τα ξένα ν’ ανάψουν, να καούν, που παίρνουν τους λεβέντες και δεν ξαναγυρνούν. Αέρας τα τινάζει τα πλατανόφυλλα, Θεός να τα φυλάει τα Ελληνόπουλα.
Αναγνωρισμού
Ξημέρωσε η ανατολή και χάραξε η δύση, παίρνει κι ο νιος το μαύρο του, πάει να τον ποτίσει. Στο δρόμο όπου πήγαινε Θεόν παρακαλούσε: - Αχ Θεέ μου να την έβρισκα, να την εύρισκα τήν αγαπώ στη βρύση, να τσ' έδινα να μου 'πλενε και να μη με γνωρίσει. Έτσι που παρακάλεσε, έτσι πηγαίν' τη βρίσκει, Αχ, σαράντα τάσια έσυρε, στα μάτια δεν την είδε κι απάνω στα σαράντα δυο τη βλέπει δακρυσμένη. - Kόρη μου ποιος σε βούρκωσε και είσαι δακρυσμένη; - Αχ, έχω άντρα στην ξενιτιά τώρα δώδεκα χρόνια, ακόμα δυο τον καρτερώ και τρεις τον απαντέχω. - Kόρη εγώ 'μαι ο άντρας σου, εγώ 'μαι κι ο καλός σου. - Αχ, αν είσαι συ ο άντρας μου, αν είσαι κι ο καλός μου, πες μου σημάδια του σπιτιού κι έτσι να σε πιστέψω. - Έχεις δεντρί στην πόρτα σου και κλήμα στην αυλή σου. - Αχ, περαστικός επέρασες, τα είδες και τα ξέρεις. Αν είσαι συ ο άντρας μου, αν είσαι κι ο καλός μου, πες μου σημάδια του κορμιού κι έτσι να σε πιστέψω. - Οχ, έχεις ελιά στο πόδι σου κι ελιά στην αμουσχάλη, καταμεσής στο στήθος σου τ' άστρι και το φεγγάρι. - Οχ, τότε εσύ 'σαι ο άντρας μου εσύ 'σαι ο καλός μου!
Παρηγοριά έχ’ ο θάνατος, παρηγοριά έχ’ ο χάρος, ο ζωντανός ξεχωρισμός παρηγοριά δεν έχει, χωρίζει η μάνα το παιδί...
Ο ήλιος βασιλεύει κι η μέρα σώνεται και μένα το πουλί μου πού ξημερώνεται; Μονάχο του στα ξένα πώς τα πορεύεται κι εγώ το περιμένω κι αυτό δεν έρχεται;
Καλύμνου
Έρι, ο μισεμός είναι καημός, το κατευόδιο ζάλη έρι, και το καλωσορίσατε, αχ Μαρούλι, είναι χαρά μεγάλη. H μηχανή 'ναι η μάνα μου, η ρόδα η αδερφή μου και στον κολαουζέρη μου κρέμεται η ζωή μου. Για σένα βάζω φόρεμα, για σε τραβώ μαρκούτσα για σένα μου φορέσανε τα σιδερέ παπούτσια.
Καστελλόριζου
Ο μισεμός είναι καημός, και το 'χε γεια 'ναι ζάλη, χαϊδεμένο μου, ζηλεμένο μου, και το καλωσορίσατε, είναι χαρά μεγάλη, χαϊδεμένο μου, ζηλεμένο μου. Τι ακόμα δεν εμίσεψες, δυο μίλια απ' το Λιμνιώνα, χαϊδεμένο μου, ζηλεμένο μου, και τρέχουν τα ματάκια μου, σα βρύσες του χειμώνα, χαϊδεμένο μου, ζηλεμένο μου. Της Αυστραλίας τα βουνά, Χριστέ να χαμηλώνα, χαϊδεμένο μου, ζηλεμένο μου, να 'βλεπα τα αδερφάκια μου , και πάλαι ας εψηλώνα, χαϊδεμένο μου, ζηλεμένο μου.
Β. Καραπατάκης, Κ. Πέτκος
Ξενιτεμένος έρχουμαι τώρα 'πο ξένο τόπο και μακρινό, πάω στη μάνα μου, να τη φιλήσω, βλέπω το σπίτι έρημο. Που λείπω χρόνια ξενιτεμένος, πού να καθίσω, πού να σταθώ; Και τι να κάνω και πού να πάω, έρημος είμαι άχι ορφανός.
Γ. Παπασιδέρης
Πέντε χρονιές στην ξενιτιά, γιε μ', στα ξένα ξεχασμένος, πώς τα πέρασα ο καημένος! Κανείς, καλέ, δεν ήρθε να με ιδεί, γιε μ', δεν είχα τους δικούς μου, φίλους κι αδελφοποιτούς μου. Παρά μια νέα π' αγαπώ, γιε μ', αυτή γράμμα μου στέλνει και κρυφά μου παραγγέλνει. ― Ξένε, καλέ, στα ξένα πώς περνάς, πώς στρώνεις πώς κοιμάσαι και εμένα δε θυμάσαι; ― Στρώνω, καλέ, το κρεβατάκι μου, πέφτω μα δεν κοιμάμαι κι όλο εσένανε θυμάμαι!
Ο ξένος μες στην ξενιτιά σαν το πουλί γυρίζει, σαν το βασιλικό π' ανθεί, στ' αλήθεια δε μυρίζει. Έλα μπρόβαλε κι ο νους μου σένα έβαλε. Η ξενιτιά είναι βάσανο, η ξενιτιά είναι λαύρα, η ξενιτιά μου τα 'κανε τα σωθικά μου μαύρα. Έλα να σε δω, καλέ, να παρηγορηθώ. Όσο μακριά κι αν βρίσκεσαι, ο νους μου είναι σιμά σου μια ώρα από τα χείλη μου δε φεύγει τ' όνομά σου. Έλα, ταίρι μου, καλέ, και πιάσ' το χέρι μου.
Όλα τα ντόπια τα πουλιά έχουν φωλιές και μένουν, μα εγώ το ξένο το πουλί δεν έχω πού να μείνω, να μείνω σε ψηλό βουνό, φοβάμαι από τα χιόνια, να μείνω σ' ακροθάλασσα, φοβάμαι από το κύμα, θα πάω να μείνω σε χωριό.
Όλες οι μαύρες κι άσχημες επήραν άντρες κι έχουν κι εγώ ήμουν άσπρο γιασεμί και πήρα ταξιδιάρη κι ούλες πάεσι στην εκκλησιά κι ακούουσι σα ψάλει κι εγώ προβάλλω και θωρώ η θάλασσα ίντα κάμει, μήνα αρμενίζουν κάτεργα κι αν πλέουσι καράβια, να 'ρθει της μάνας μου ο γαμπρός, της αερφής μου ο ήλιος, της αντραδέλφης μου ο αδερφός και μένα ο καλός μου.
Ούτε καράβια φαίνουνταιούτε και βάρκες πλέουν και παίρνει το παράπονο και πάει χολιασμένος.
Όλοι με λεν τραγούδησε, μα πώς να τραγουδήσω! Βουρκώσαν τα ματάκια μου και η καρδιά μου κλαίγει. Δώδεκα χρόνους έκαμα στα έρημα τα ξένα. Ξένοι πλένουν τα ρούχα μου, ξένοι την αλλαξιά μου. Τα πλένουν μια, τα πλένουν δυο, το τρίτο μου το λένε· Πάρε, ξένε μ', τα ρούχα σου, πάρε την αλλαξιά σου. Μπιζέρισα την ξενιτιά, του ξένου του χουσμέτι, και πήρα την απόφαση πίσω για να γυρίσω. Μα όπου φτωχός και η μοίρα του, καράβι δεν διαβαίνει. Βάζω τα χέρια μου κουπιά, το στήθος μου βαρκούλα, τέσσερις μέρες έπλεξα, γελώντας, τραγουδώντας και άλλες τόσες πάλεψα κλαίγοντας και βρυχώντας.
Κ. Ελλάδας
Όλοι τον ήλιο τον κοιτούν που πάει να βασιλέψει, η κόρη πο 'χε τον καημό τη θάλασσα αγναντεύει. Bλέπει καράβια που 'ρχονται, βαρκούλες ν' αρμενίζουν και τα καράβια τα ρωτά, τα μάτια της δακρύζουν· Καράβια μήπως φέρνετε, τ' αγόρι μ' απ' τα ξένα, είναι φωτιά και συμφορά η μοναξιά για μένα.
Προποντίδας
Όλους τους μήνες τους θέλω κι όλους τους καλοθέλω, ωχ, το Μάρ, τράβα το χορό, ωχ, το Μάρτη μήνα δε θέλω, το Μάρτη μήνα δε θέλω, γιατί είναι ταξιδιάρης, ωχ, γιατί αρματώνει κάτεργα, γιατί αρματώνει κάτεργα και ξεκινάει καράβια, ωχ, κινάει και μένα αφέντης μου, κινάει και μένα αφέντης μου μαζί με το καράβι, ωχ, ναι συ φεύγεις αφέντη μου, ναι συ φεύγεις αφέντη μου και μένα πού μ’ αφήνεις, ωχ, πάρε και μένα αφέντη μου, πάρε και μένα, αφέντη μου, μαζί με το καράβι ωχ, να μαγειρεύω να δειπνάς, να μαγειρεύω να δειπνάς, να στρώνω να κοιμάσαι,ωχ, να πλένω τα ρουχάκια σου, να πλένω τα ρουχάκια σου, στην αργυρολεκάνη, ωχ, πάρε και μένα αφέντη μου.
Δημοσθένης Τσιτσομήτσος, 1929
Βουλιέμαι μια, βουλιέμαι δυο, βουλιέμαι να ξενιτευτώ στην Αμερική να πάγω για δολάρια π’ αγαπάγω. Πανάθεμά σε, Αμερική, μαγκούφα και ξενιτευτή, που μας πήρες τους λεβέντες, ρήμαξαν οι ταβέρνες. Όσα βουνά κι αν πέρασα, όλα μου τα γυρεύτηκα όλα έχω να περάσω, όλα τ’ άκρια θα τα χάσω.
Ρίτα Αμπατζή, 1939
Πανάθεμά σε, ξενιτιά, π’ αφήνεις ορφανά παιδιά και γυναίκες ζωντοχήρες που το ταίρι τους τους πήρες. Μανούλες κάνεις και καίγονται ‘δελφούλες να μαραίνονται, για να περιμένουν γράμμα και να λιώνουν απ’ το κλάμα. Με ‘χεις μονάχη στον ντουνιά και μ’ έκαψες τη φτωχονιά, παράπονα έχω κάνει και δεν έβαλα στεφάνι.
Κυθήρων
Πιο κάτω απ’ τον Γκαβομαλιά, πιο πάνω από την Κρήτη και στο Τσιρίγο τ’ όμορφο γεννήθηκε η Αφροδίτη. Εκεί γεννήθηκες και συ που να μην εγεννιόσουν, όμορφη Τσιριγώτισσα, με πήρες στο λαιμό σου. Στον ουρανό η Άρτεμις στη γη η Περσεφόνη, στα κάλλη και στην ομορφιά στον κόσμο είσαι μόνη. Όμορφη Τσιριγώτισσα κει μακριά στα ξένα καθημερνώς τα μάτια μου δακρύζουνε για σένα.
Έβρου Αναγνωρισμού
Για πώς να πω τη μάνα μου, πιρδίκα μου γραμμένη, πώς να την ξεγιλάσου; Μάνη μ' νιρό δεν έχουμι, πιρδίκα μου γραμμένη, τη βράδυ τι θα πιούμι; Κι αν δεν είν' κόρη μου νιρό, πιρδίκα μου γραμμένη, σύρι κι πάνι φέρει. Του λαϊνάκι τς έπιρνι, πιρδίκα μου γραμμένη, στην κρύα βρύση πααίνει. Καλός τς την καταπόδιαση, πιρδίκα μου γραμμένη, παέν' και τη ρουτάει· τι έχουν κόρη μ' τα μάτια σου, πιρδίκα μου γραμμένη, κι είν' δακρυσμένα; Παραλλαγή Για πώς να πω τη μάνα μου, πιρδίκα μου γραμμένη, πώς να την ξεγιλάσου Μάνα μ' νιρό δεν έχουμι, πιρδίκα μου γραμμένη, του βράδυ τι θα πιούμι Κι αν δεν είν' κόρη μου νιρό, πιρδίκα μου γραμμένη, σύρι να πας να φέρεις Καλός τ'ς την καταπόδιαση, πιρδίκα μου γραμμένη, την παίρνει του κατόπι Δώσ' μι, κόρη μ', κρύο νιρό, πιρδίκα μου γραμμένη, να πιω κι να γεμίσου Σαράντα τάσια έβγαλι, πιρδίκα μου γραμμένη, στα μάτια δεν την είδι Κι απ' τα σαράντα κι ύστερα, πιρδίκα μου γραμμένη, στα μάτια τη λουγιάζει Τι έχουν κόρη μ' τα μάτια σου, πιρδίκα μου γραμμένη, κι τρέχουν σαν τη βρύση Έχουν άντρα στην ξενιτιά, πιρδίκα μου γραμμένη, τώρα δώδικα χρόνια Ούδ' έρχεται ουδέ πατεί, πιρδίκα μου γραμμένη, ουδέ γραφή μου στέλνει Κόρη μ' ιγώ είμ' ου άντρα σου, πιρδίκα μου γραμμένη, ιγώ είμι κι ου καλός σου.
Πουλάκι ξένο, ξενιτεμένο, πουλί χαμένο, πού να σταθώ; Πού ν’ ακουμπήσω, να ξενυχτήσω, να μη χαθώ; Βραδιάζει η μέρα, σκοτάδι πέφτει και δίχως ταίρι πού να σταθώ; Πού να φωλιάσω σε ξένο δάσος, να μη χαθώ; Γυρίζω να βρω πού να καθίσω, να ξενυχτήσω μοναχό. Κάθε κλαράκι βαστάει πουλάκι ζευγαρωτό.
Πουλάκι φεύγει, Μαριώ μου, το καημένο και πάει για τα ξένα, το πουλί, πουλάκι μου. Το πουλί μου και τ’ αηδόνι και το πετροχελιδόνι. Καλό πουλάκι, Μαριώ μου, το ρωτάει με μάτια βουρκωμένα, το πουλί, πουλάκι μου. Το πουλί μου το καημένο, φεύγει, πάει λυπημένο. ― Πού πας, πουλί μου, πουλάκι μου καημένο, πού πας, πουλί, να μείνεις, αχ πουλί, πουλάκι μου; Αχ πουλί, πουλάκι μου, μικρό χελιδονάκι μου! ― Εμένα τώρα, πουλί μου, πού μ’ αφήνεις; μονό και μοναχό μου, βρε πουλί, πουλάκι μου. Αχ πουλί, που πας στα ξένα πάρε με κοντά και μένα.
Σταμάτης Κρινής, 1939
Τόσο καιρό στην ξενιτιά, Ρηνούλα μου, τόσο καιρό στα ξένα, Ρηνούλα μου για σένα. Έφυγα από το σπίτι μου, Ρηνούλα μου, πίσω δε θα γυρίσω, για να σ’ αλησμονήσω. Τα κάλλη σου τα έμορφα κι η γνώμη σου με κάνανε να φύγω και να μη γυρίσω πίσω. Σου κάνω όρκο στον θεό, Ρηνούλα μου, αν θα γυρίσω πάλι, θα φέρω και χρυσό στεφάνι.
Ο Ρόβας εξεκίνησε και στην Βλαχιά να πάει, γεια σου, Ρόβα μου, και στην Βλαχιά να πάει, πάπια, χήνα μου, να 'χεις το κρίμα μου. Νύχτα σελώνει ο Ρόβας τ' άλογο, νύχτα το καλιγώνει γεια σου, Ρόβα μου, νύχτα το καλιγώνει, πάπια, χήνα μου, να 'χεις το κρίμα μου. Βάζει ασημένια ο Ρόβας πέταλα, καρφιά μαλαματένια γεια σου, Ρόβα μου, καρφιά μαλαματένια, πάπια, χήνα μου, να 'χεις το κρίμα μου. Στο χάνι το Ρόβα τον περίμεναν τρεις όμορφες κοπέλες μου γεια σου, Ρόβα μου,πάπια χήνα μου, να χεις το κρίμα μου. Ρόβα μ' τι έφερες απότα μαύρα Γιάννινα απ' τ' όμορφο Ζαγρόρι, γεια σου Ρόβα μου; πάπια χήνα μου, να χεις το κρίμα μου. Παραλλαγή Ο Ρόβας μας ξεκίνησε ο Ρόβας μας ξεκίνησε, μες την Βλαχιά να πάει, γεια σου Ρόβα μου μες την Βλαχιά να πάει, πάπια, χήνα μου να 'χεις το κρίμα μου. Νύχτα σελώνει τ’ άλογα νύχτα σελώνει τ’ άλογα, νύχτα τα καλιγώνει, γεια σου Ρόβα μου νύχτα τα καλιγώνει, πάπια, χήνα μου να 'χεις το κρίμα μου. Βάνει τα πέταλα χρυσά, βάνει τα πέταλα χρυσά, καρφιά μαλαματένια, γεια σου Ρόβα μου καρφιά μαλαματένια,πάπια, χήνα μου να 'χεις το κρίμα μου. Κοιτά τις στράτες ανοιχτές, κοιτά τις στράτες ανοιχτές, τον Δούνα' παγωμένο, γεια σου Ρόβα μου τον Δούνα' παγωμένο, πάπια, χήνα μου να 'χεις το κρίμα μου. Κάτσε να λιώσουν τα νερά, κάτσε να λιώσουν τα νερά, να 'ρθει το καλοκαίρι, γεια σου Ρόβα μου να 'ρθει το καλοκαίρι,πάπια, χήνα μου να 'χεις το κρίμα μου. Όσο να 'νοίξει ο Μόσκοβας, όσο να 'νοίξει ο Μόσκοβας, να φέρει το σεφέρι, γεια σου Ρόβα μου να φέρει το σεφέρι, πάπια, χήνα μου να 'χεις το κρίμα μου. Παραλλαγή
Ο Ρόβας παιδιά μ' ξεκίνησε μες την Βλαχιά να πάει, γεια σου Ρόβα μου, μες την Βλαχιά να πάει πάπια χήνα μου, να 'χεις το κρίμα μου. Νύχτα σελώνει ο Ρόβας τ' άλογα, νύχτα τα καλιγώνει γεια σου Ρόβα μου, νύχτα τα καλιγώνει πάπια χήνα μου, να 'χεις το κρίμα μου. Βάζει τα πέταλα χρυσά, καρφιά μαλαματένια, γεια σου Ρόβα μου, καρφιά μαλαματένια, πάπια χήνα μου, να 'χεις το κρίμα μου Όλο στεριά ο Ρόβας πήγαινε, όλο στεριά πηγαίνει γεια σου Ρόβα μου, όλο στεριά πηγαίνει, ;πάπια χήνα μου, να 'χεις το κρίμα μου. Νύχτα περνάει το Δούναβη, μπαίνει στα Βουκουρέστια, κι πέρα που ξεπέζευε, όλοι τονε ρωτάγαν: Ρόβα μ' σαν τι μας ήφερες απο τα μαύρα Γιάννινα; Σας φέρνω εκατό παιδιά, κι όλα Γιαννιωτοπαίδια Τα τρία τα καλύτερα, της ομορφιάς στολίδια, το να το λεν Αυγερινό, το άλλο το λεν Φεγγάρι, το τρίτο το καλύτερο το λεν Μαϊσιον ήλιο!
Σ' αφήνω γεια, μανούλα μου, και φεύγω για τα ξένα, δεν θέλω να πικραίνεσαι, να κλαις εσύ για μένα. Μονάχα δώσ' μου την ευχή με όλη την καρδιά σου, για να πλουτίσω γρήγορα, να 'ρθω πάλι κοντά σου. Μονάχα δώσ' μου την ευχή με όλη την καρδιά σου.
Αριστείδης Αθανασίου, 1929
Τα βάσανα της ξενιτιάς μου φέρανε στον νου μου τα περασμένα όνειρα του ποθητού νησιού μου. Για θυμήσου τη βραδιά που μέναμε μονάχοι κοντά στα πεύκα τα πυκνά σιμά στο Μαλαγάρι. Ήσαν ψεύτικοι οι όρκοι, Σαμιωτοπούλα μου γλυκιά, … γυρίζω, για να βρω παρηγοριά.
Σ' το 'πα και σ' το, Βασίλω μου, ωρέ σ' το 'πα και σ' το παράγγειλα, σ' το 'πα και σ' το παρήγγειλα και μες το γράμμα σ' το 'γραψα. Αχ, να πας, Βάσω, Βασίλω μου, ωρέ, να πας, Βάσω, να παντρευτείς, αχ, να πας, Βάσω μ', να παντρευτείς και μένανε να μ' αρνηθείς. Αχ, εμένανε με, Βασίλω μου, αχ, εμένα με μαγέψανε, αχ, εμένα με μαγέψανε, στα ξένα με παντρέψανε.
Σαν πας στα ξένα, αγάπη μου, μην κάνεις ένα χρόνο, γιατί δεν τον ενταγιαντώ του χωρισμού τον πόνο. Σαν πας στα ξένα, πάρε και μένα για συντροφιά. Μέρα δεν κάνω δίχως σου, και χρόνο πώς θα κάνω; Χωρίς εσένα, μάτια μου, γρήγορα θα πεθάνω. Μακριά κι αν θα 'σαι, να με θυμάσαι παντοτινά.
Αργιθέα, Άγραφα
Σαν πας, πουλί μ', στην ξενιτιά κι αν πας, πουλί μ', στα ξένα, να μην αργήσεις 'ξάμηνα, μην κάνεις κάνα χρόνο. Σύρε γκιζέρα τον ντουνιά και τον απάνω κόσμο κι αν έβρεις άλλη τέτοια νια, μένα παράτησέ με, μένα παράτησέ με ρίξε και σκότωσέ με.
Σε δυο βουνά ανάμεσα, μπιρμπιλουμαυρουμάτισα, κλήμα ήταν φυτρωμένο, άιντε μουρή ν-αρβανιτοπούλα. Κάμνει σταφύλι ραζακί κι το κρασί μουσχάτο. Το πίνουν άντρες δε μεθούν, μάνες παιδιά δεν κάμουν. Ας το 'πινε κι η μάνα μου, να μη είχε κάν' κι εμένα. Που μ' έκαμε και μ' έδωσε πολύ μακριά στα ξένα.
Έβρου
Σεις κορίτσια μ', κοριτσάκια, παντρευτείτε στ' όνειρό σας, μένα μη με καρτεράτε, η δόλια αγάπη μ' θα πααίνει και θα πάει μακριά στα ξένα κι αν θα έρθει απ' τα ξένα. θα ν' τα κουρίτσια παντρεμένα, τα πιδιά αρραβωνιασμένα, σεις κορτίτσια μ' κοριτσάκια.
Μικρόπολης Δράμας
Σου είπα μάνα, μανούλα, πάντρεψέ με, σου είπα μάνα, πάντρεψέ με, σπιτονοικοκύρεψέ με. Και στα ξένα, μανούλα, μη με δώσεις και στα ξένα μη με δώσεις, γιατί θα το μετανιώσεις. Και στα ξένα, μανούλα μ', θ' αρρωστήσω και στα ξένα θ' αρρωστήσω τη μανούλα μ' θα ζητήσω. Θα ζητήσεις, κόρη μου, την κουνιάδα, θα ζητήσεις την κουνιάδα και την πρώτη συννυφάδα. Η κουνιάδα, μάνα μου, δεν αδειάζει, η κουνιάδα δεν αδειάζει, συννυφάδα δεν της νοιάζει. Η κουνιάδα, μάνα μου, τα προικιά της, η κουνιάδα τα προικιά της, συννυφάδα τα παιδιά της.
Πωγώνι Ιωαννίνων, Παγώνα Αθανασίου
Σου στέλνω, μάνα, επιταγή λίγα λεφτά απ' τα ξένα, για να σου δείξω πώς πονώ, όπως και συ για μένα. Πουλάκι να γινόμουνα, κοντά σου να πετάξω, της ξενιτιάς τα βάσανα λιγάκι να ξεχάσω. Κάνε κουράγιο, μάνα μου, τι τώρα θα γυρίσω, την πικραμένη σου καρδιά, χαρά θα τη γεμίσω. Πουλάκι να γινόμουνα, κοντά σου να πετάξω, της ξενιτιάς τα βάσανα λιγάκι να ξεχάσω. Σου στέλνω, μάνα, επιταγή απ' τα πικρά τα ξένα, στέλνω καημούς και δάκρυα, για την καρδιά μου αίμα. Πουλάκι να γινόμουνα, κοντά σου να πετάξω, της ξενιτιάς τα βάσανα λιγάκι να ξεχάσω.
Γεώργιος Δεληγεώργης, 1928
Στο πληγωμένο στήθος μου γιατρός μη βάνει χέρι, Καρατασιανή, γιατρός μη βάνει χέρι, Αλατσατιανή.
Δε μ’ ωφελούν τα γιατρικά, αν δε σου κάνω κέφι, Αλατσατιανή.
Τον ξένο μες στην ξενιτιά πολύ τον αδικούνε, Αλατσατιανή
Συρματικό, Καρπάθου
Παρακαλώ σε, μοίρα μου, να μη με ξενιτέψεις· κι αν είν’ και ξενιτέψεις με, αρρώστια μη μου δώσεις· κι η αρρώστια θέλει στρώματα, θέλει μαξελαράκια, θέλει και μάνα στο πλευρό και κύρη στο κεφάλι, θέλει αερφή πονετική κρύο νερό να φέρνει, να πίνει, να δροσίζεται το βαριαρρωστημένο. Κι είδαν και με τα μάτια μου τα ξένα πώς τα θάβγουν, χωρίς λι(β)άνι και κερί, χωρίς παπά και διάκο κι αλάργ’ από την εκκλησιά σ’ αγριόμερο χωράφι. Κι ήρθε ο καιρός του χωραφιού να το σπειροθερίσουν. Τ’ άλοτρο σέρνει κόκαλα, τα σπα και τα σκορπίζει, κλωτσά ο ζευγάς την κεφαλή και χτύπα τη στις πέτρες...
Ηπείρου
Όι τώρα στα ξεχωρίσματα έλα, γιε μου, να φιληθούμε Όι γιατί έχουμε ζωή και θάνατο ποιος ξέρ', γιε μου, κι ανταμωθούμε έλα που σε περιμένω, ταίρι μου ξενιτεμένο Όι αυτού μακριά που βρίσκεσαι αυτού, γιε μου, στη Γερμανία στον Καναδά στην Αστραλία Όι στείλε μου το κορμάκι σε μια, γιε μου, φωτογραφία μετ' εσένα θέλω να 'μαι και στα Τζουμέρκα καλά περνάμε
Νάξου
Ταίρι μου ξενιτεμένο, έλα που σε περιμένω, έλα, έλα που σου λέω, μη με τυραννάς και κλαίω, μη με τυραννάς και κλαίω, έλα, έλα που σου λέω. Έλα που σου λέω, έλα, να μην κάνω καμιά τρέλα, έλα να σε δω, να γιάνω, για θα πέσω να πεθάνω, για θα πέσω να πεθάνω, έλα, να σε δω να γιάνω. Όσα μου 'χες λέει εμένα, όλα τα 'χεις ξεχασμένα, να χαρώ πως δε θ’ αργήσω να σου το ξαναθυμίσω, να σου το ξαναθυμίσω να χαρώ πως δε θ’ αργήσω. Βρε, άσ' τα ξένα κι έλα πίσω, γιατί δεν μπορώ να ζήσω, έλα να 'σαι, να 'σαι, να 'σαι, να σου στρώνω να κοιμάσαι, να σου στρώνω να κοιμάσαι, έλα να 'σαι, να 'σαι, να 'σαι. Ταίρι μου ξενιτεμένο, στο νησί να 'ρθεις που μένω, έλα μες την αγκαλιά μου, να χορτάσεις τα φιλιά μου, να χορτάσεις τα φιλιά μου, έλα μες την αγκαλιά μου.
Σωτήρης Στασινόπουλος, Ηχογράφηση Αμερικής
Τα ντέρτια μου, μάνα, τα πάθη μου Tα ντέρτια μου, τα πάθη μου κι άλλος να μην τα λάβει παρά τα λάβει, τα λάβει η μάνα μου καλά να πάθει η μάνα μου που μ’ έχει καμωμένο κι αν μ’ έκαμες, ρε μάνα, τι με ήθελες κι αν μ’ έκαμες, τι με ήθελες κι αν μ’ έχεις, τι με θέλεις πο’ ’γώ στα ξένα, ρε μάνα, περπατώ πο’ ’γώ στα ξένα περπατώ στα ξένα τρώω και πίνω μα ’πιάσα ξένους, ρε μάνα μ’, και δικούς μα ’κάμα ξένους συγγενείς και ξένους παραμάνες μα ’κάμα μια, μάνα, ξέν’ αδερφή μα ’πιάσα μια ξέν’ αδερφή να πλένει τα σκουτιά μου τα ’πλύνε μια, ρε μάνα, τα ’πλύνε δυο τα ’πλύνε μια, τα ’πλύνε δυο στις τρεις μού τα πετάει πάρε, ξένε, ξένε, τα ρούχα σου πάρε, ξένε, τα ρούχα σου πάρε και τα σκουτιά σ’
Δωδεκανήσου
Aχ, η ξενιτιά το χαίρεται, τζιβαέρι μου, το μοσχολούλουδό μου σιγανά, σιγανά, σιγανά και ταπεινά. Aχ, εγώ ήμουνα που το ’στειλα, τζιβαέρι μου, με θέλημα δικό μου σιγανά, σιγανά, σιγανά πατώ στη γη. Αχ, πανάθεμά σε ξενιτιά, τζιβαέρι μου, εσέν' και το καλό σου σιγανά, σιγανά, σιγανά και ταπεινά. Αχ, που πήρες το παιδάκι μου, τζιβαέρι μου, και το 'κανες δικό σου σιγανά, σιγανά, σιγανά πατώ στη γη.
Καλύμνου
Η ξενιτιά το χαίρεται, τζιβαέρι μου, το μοσχολούλουδό μου, σιγανά και ταπεινά. Ανάθεμά σε, ξενιτιά, τζιβαέρι μου, εσύ και το καλό σου, σιγανά και ταπεινά. Που πήρες το παιδάκι μου, τζιβαέρι μου, και το 'κανες δικό σου, σιγανά, παντοτινά.
Λέρου
Αχ, απόψε τα μεσάνυχτα, τζιβαέρι μου αχ, σηκώθηκα να γράψω, σιγανά και ταπεινά αχ, και μολυβιά δεν έσυρα, δυοσμαράκι μου, αχ, χωρίς ν' αναστενάξω, σιγανά και ταπεινά. Αχ, αν κάποτες στον ύπνο σου, δυόσμε τρίκλωνε, αχ, αέρας σε ξυπνήσει, σιγανά πατώ τη γη. Αχ, είναι ο δικός μου στεναγμός, τζιβαέρι μου, αχ, και να μη σε φοβίσει, σ' αγαπώ δεν είναι πια μυστικό.
Κύμης, Εύβοιας
Τη νύχτα ώρες δεκατρείς, τις τρεις μόνο κοιμούμαι, τις άλλες, τις 'ποδέλοιπες εσένα συλλογούμαι. Έβγα να σε ιδώ, έβγα να σε ιδώ, έβγα να σε ιδώ, να παρηγορηθώ. Σαν δεις καράβι να περνά στης Οχθονιάς τον κάβο, βγάλε το μαντιλάκι σου και κάνε μου σινιάλο. Έβγα να σε ιδώ, έβγα να σε ιδώ, έβγα να σε ιδώ, να παρηγορηθώ. Ω! θάλασσά μου γερανιά και κύμα μου γαλάζο, φέρτε μου την αγάπη μου, να μην αναστενάζω. Θάλασσα πλατιά θάλασσα πλατιά, θάλασσα πλατιά κακούργα ξενιτιά.
Σάμου
Να 'χα νερό του Πλάτανου, κρασί απ' την Κολόνα να 'χα και την αγάπη μου, να τη φιλώ στο στόμα - κρασί απ' την κολόνα. Το Πλατανιώτικο νερό γιατρεύει κάθε πόνο κι όποιος το πιει παντρεύεται Σαμιωτοπούλα μόνο, γιατρεύει κάθε πόνο. Σαμιώτικο, γλυκό κρασί θα πιω, για να μεθύσω στη ξενιτιά που βρίσκομαι, να μη σε λησμονήσω, θα πιω για να μεθύσω.
Κρήτης
Κάθε πρωί με τη δροσιά, που ανοίγει το λουλούδια φουγκραστείτε να σας πω της Σούσας το τραγούδι. Η Σούσα ήτον λυγερή, της χώρας περιστέρι κι ήθελε κι ο Σαριπαχρής να τήνε κάμει ταίρι. Αγάπα τον κι αγάπα τη χρόνους δεκατεσσάρους, μ' αλήθεια τ' αδερφάκι της γυρίζει στσι κουρσάρους. Μια πέφτει αργά τονε καλεί,τον είχε καλεσμένο, η Σούσα το Σαριπαχρή κι ήτον και παγωμένος. Τη νύχτα τα μεσάνυχτα οι πετεινοί λαλούσαν, ακούν την πόρτα να χτυπά και τηνε καταλυούσαν. Επήγε η Σούσα κι άνοιξε και μπήκε ο αδερφός της, και τότες δεν τονε χωρεί το σπίτι τον καημό της. Βάλε μου Σούσα μου νερό και διψασμένος είμαι και απού το δρόμο τον πολύ ολιγομένος είμαι. Παίρνει γυαλένιο μαστραπά, να πάει, να του βάλει, κάτω απ' το περιβόλι της κρυγιό που το πηγάδι. 'Ωσπου να πάει και να 'ρθει, τον είχε σκοτωμένο, μια μαχαιριά στον μπέτη του την έφαε ο καημένος. Εκεί που θάψανε τη νια εφύτρωσε καλάμι και κει που θάψανε το νιο φύτρωσε κυππαρίσι. Κάθε μεγάλη εορτή και κάθε μπαϊράμι, ήγερνε ο κυπάρισος και φίλιε το καλάμι.
Παραλλαγή
Ένα πρωί με το δροσό π’ ανοίγει το λουλούδι, αφιγκραστείτε να σας πω της Σούσας το τραγούδι. Η Σουσανιώ ήταν όμορφη της Κρήτης το καμάρι, κι αγάπαε τον Σαρήμπεη το πρώτο παλικάρι. Ένα πρωί σηκώνεται στην κλίνη της καθίζει, και με το χρυσομάντηλο τα δάκρυα σκουπίζει. Κι η μάνα της την ερωτά κι ο κύρης της λέει, -Τι έχει το Σουσανάκι μου που κάθεται και κλαίει. -Όνειρο είδα μάνα μου πικρό φαρμακωμένο, πως ήρθε τ’ αδερφάκι μου σπαθί ξεγυμνωμένο. -Όνειρο είναι Σούσα μου κι όνειρο θα περάσει, κι εσένα τ’ αδερφάκι σου στα ξένα θα γεράσει. Στα ξένα και στην ξενιτιά εκείθι που γυρίζει, ή άγρια θεριά τον έφαγαν ή άλλος πασάς τ’ ορίζει. Τη νύχτα τα μεσάνυχτα που οι πετεινοί λαλούσαν, ακούει την πόρτα να χτυπά και κονταροχτυπούσαν. -Έλα, Σούσα μου, κι άνοιξε, γιατ’ είμαι κουρασμένος, και από τον δρόμο τον πολύ είμαι βαλαντωμένος. -Σήκω Σαρημπεάκι μου σήκω να πας στο Κάστρο, γιατ’ ήρθε τ’ αδερφάκι μου φοβούμαι μη σε χάσω. Σηκώθ’ η Σούσα κι άνοιξε βλέπει τον αδερφό της, λιγοθυμιές την έπιασαν και κόντυνε το φως της.
Πολύγυρου, Χαλκιδικής
Του ναύτη η μάνα, η δόλια, ζύμωνε, λέει, το γιο της, παξιμάδι και με τα δάκρυα η δόλια ζύμωνε, και με τα δάκρυα η δόλια ζύμωνε, λέει, και με τα μοιριολόγια, το φούρνο, ναι, μάνα μ', παρήγγειλε
το φούρνο, ναι μάνα μ', παρήγγειλε, λέει, το φούρνο παραγγέλνει, φουρνί μ', καλά να ψήσεις το ψωμί, καλά να ψήσεις, φούρνε μ' το ψωμί, λέει, καλά να το ροδίσεις, γιατί ο γιος μου θα ξενιτευτεί,
γιατί ο γιος μου θα ξενιτευτεί, λέει, θα πάει μακριά στα ξένα. ― Γιε μου, κι αν πας, κι αν πας στην ξενιτιά, γιε μου, κι αν πας, κι αν πας στην ξενιτιά, λέει, κι αν πας με τους λεβέντες, θολά νερά, γιε μου, μην περπατείς,
θολά νερά, γιε μου, μην περπατείς, λέει, θολά και βουρκομένα. ― Για πες μας, μάνα μ', ποια είναι τα θολά, για πες μας, μάνα μ', ποια είναι τα θολά, λέει, ποια είναι τα βουρκομένα; ― Οι παντρεμένες, γιε μου, τα θολά
οι παντρεμένες, γιε μου, τα θολά, λέει, χήρες τα βουρκομένα και τα καθάρια, γιε μου, τα νερά και τα καθάρια, γιε μου, τα νερά, λέει είναι τα κοριτσάκια κι αν πας, γιε μου, κι αν πας στην ξενιτιά...
Μεστά Χίου
Τούτες οι μέρες το 'χουνε, τούτες οι εβδομάδες, γουδούνε τα παιδιά, να χαίρονται οι μάνες, πάντα 'ν’ οι πόρτες ανοιχτές κι οι τράπεζες στρωμένες, και τα φανάρια αφτούμενα, να δουν οι ξένοι να μπουν. Μια μάνα πικροκάταρη του γιου τους καταριέται: - Όλοι να παν και να 'ρτουνε, μα συ να μη γυρίσεις! - Μάνα μου πικροκάταρη, πάψε να καταριέσαι! Γιατί θα να ρτει τ’ Α-Γεργιού, πρώτη γιορτή του χρόνου, θα πας μέσα στην εκκλησιά, που πάει όλος ο κόσμος, θα δεις την πάντα μου αδειανή και το στασίδι μου άδειο, θα βουρκωθούν τα μάτια σου, να σηκωθείς, να φύγεις, τότε τους ναύτες θα ρωτάς, μην είδατε το γιο μου. - Εχτές βράδυ τον είδαμε στην άμμο ξαπλωμένος, άσπρα πουλιά τον τριγυρνούν και μαύρα τόνε τρώγαν, κι ένα πουλί, καλό πουλί από μακριά κοιτάζει: - Έλα κι εσύ καλό πουλί να φας κι εσύ λιγάκι απ’ αντρειωμένου κόκαλα απ’ αντρειωμένου πλάτη.
Μακεδονίας
Τριομερήτικος γαμπρός, δώδεκα χρόνους σκλάβος, έπιασαν και δούλευε σε φράγκικο καράβι.. Έπεσε ν' αποκοιμηθεί, λίγον ύπνο να κάνει. Είδ' όνειρο στον ύπνο του παντρεύεται η καλή του!... Κι από τη στεναχώρια του βαριά αναστενάζει. Τόσο βαριά αναστέναξε, που το καράβι εστάθη! Καραβοκύρης φώναξε ψηλά απ' το καράβι: ―Ποιος είναι κι αναστέναξε και το καράβι εστάθη; Αν είναι από τους δούλους μου, διπλά θα τον πληρώσω, κι αν είναι από τους σκλάβους μου, θα τόνε ξεσκλαβώσω! Κι ο νιος απολογήθηκε 'πό μέσα απ' το καράβι: ―Εγώ είμαι π' αναστέναξα κι εστάθη το καράβι! ―Τι έχεις, σκλάβε, που θλίβεσαι και βαριαναστενάζεις; Μήνα πεινάς, μήνα διψάς, μη ρούχα να σου λείπουν; ―Ουδέ πεινώ κι ουδέ διψώ κι ουδέ ρούχα μου λείπουν. Είδ' όνειρο στον ύπνο μου, παντρεύεται η καλή μου! ―Σκλάβε, για το χατίρι σου θα σε ξελευτερώσω! ―Βάλε τελάλη στ' άλογα σε δώδεκα τσαΐρια, Ποιο είναι τ' άξιο τ' άλογο, τ' άξιο, της αρέντας, Τρεις μέρες το περπάτημα, τρεις ώρες να το κάμει; (...) ―Καλημέρα συμπέθεροι! ―Καλώς τον, το διαβάτη! ―Πώς το 'χετε στον τόπο σας τη νύφη να κεράσω; ―Εμείς στον τόπο το 'χουμε τη νύφη να κερνούμε, όποιος γρόσια κι όποιος φλωριά και όποιος δαχτυλίδια. Το δαχτυλίδι 'ν' έβγαλε, στέκει και την κερνάει. Η νύφη γράμματ' ήξερε, στέκει και το διαβάζει. ―Τούτος είν' ο αρραβώνας μου, το πρώτο μου στεφάνι. Στην αγκαλιά του ρίχτηκε, στα κάπουλα τη βάνει! ―Έχετε γεια συμπέθεροι, γαμπρέ σαν το γομάρι! 'Όσο να πούνε «πού 'ναι τος;», πήρε σαράντα ράχες, κι όσο να πούνε «πιάστε τον!», κι άλλες σαράντα πέντε!
Άγραφα, Καρδίτσα
Τώρα είν' ο Μάης κι Άνοιξη, μωρέ τ' αηδονάκι μου, χελιδονάκι μου, ωρέ γιε μ', τώρα, γιε μ', τώρα είν' το καλοκαίρι, καλοκιρνέ μ' αέρα. Τώρα κι ο ξένος βάνεται, μωρέ τ' αηδονάκι, μου χελιδονάκι μου, ωρέ γιε μ', στον τό..., γιε μ', στον τόπο του να πάει καλοκιρνέ μ' αέρα. Άιντε, νύχτα σελώνει τ' άλογο, μωρέ τ' αηδονάκι μου, χελιδονάκι μου, ωρέ γιε μ', νύχτα, γιε μ', νύχτα το καλιγώνει καλοκιρνέ μ' αέρα. Άιντε, βάνει τα πέταλα χρυσά, μωρέ τ' αηδονάκι μου, χελιδονάκι μου, μωρέ γιε μ', και τα κα... γιε μ' και τα καρφιά ασημένια καλοκιρνέ μ' αέρα. Άιντε και τα καλιβωστήρια του, μωρέ τ' αηδονάκι μου, χελικοδνάκι μου μωρέ γιε μ', μονό, και μονό μαργαριτάρι, καλοκιρνέ μ' αέρα.
Καπαδοκίας
Τώρα είν' ο Μάης κι η Άνοιξη, τώρα είν' το καλοκαίρι, ήλιε μ', ήλιε μ', στάσου και βγες Τώρα κι η γης στολίζεται λογιώ, λογιώ λουλούδια, ήλιε μ', ήλιε μ', στάσου και βγες τώρα κινούνε κάτεργα, τώρα κινούν καράβια, ήλιε μ', ήλιε μ', στάσου και βγες Τώρα και με η αγάπη μου να ταξιδέψει θέλει, ήλιε μ', ήλιε μ', στάσου και βγες
Μηλιά, Κοζάνης
Τώρα μαγιά, τώρα δροσιά, τώρα του καλοκαίρι, τουρά κι ου ξένους βούλιτι να πάει στα δικά του. Νύχτα σιλών' του μαύρου του, νύχτα του καλιγώνει, βάζει τα πέταλα αργυρά και τα καρφιά 'σημένια και τα καλιγωστήρια του. ―Μάη μ' δρουσερέ, Μάη μ' καλουκιρινέ, ποιος σε φύτεψε, μωρέ, και μπουμπούκιασες και μπουμπούκιασες, μωρέ, και λουλούδιασες; ―Νιος με φύτεψε, μωρέ, και μπουμπούκιασα και μπουμπούκιασα, μωρέ, και λουλούδιασα.
Πωγώνι Ηπείρου, Παγώνα Αθανασίου
Άι φεγγάρι μου λαμπρό, λαμπρότατο, γύρω γύρω κυκλωμένο, τράβα, λεβέντη μου, ώρε τράβα το χορό. Άι (ν)αυτού ψηλά, ψηλά που περπατάς, αχ και χαμηλολογιάζεις, τράβα, λεβέντη μου, ώρε τράβα το χορό. Αχ, μην είδες τον ... ωρέ τον ασίκη μου, αχ, τον άντρα της καρδιάς, που είναι στην ξενιτιά, ωχ δε βρίσκω αλησμονιά! Αχ, ναι χτες, προχτές τον είδαμε με μιαν άλλη στο πλευρό του, να μην τον καρτερείς, να πας να παντρευτείς.
Πωγώνι Ηπείρου, Στ. Μπόνιας
Άι φεγγάρι μου λαμπρότατο, γύρω, γύρω κυκλωμένο, τράβα, λεβέντη μου, ώρε τράβα το χορό. Άι (ν)αυτού ψηλά που περπατάς, αχ και χαμηλολογιάζεις τράβα, λεβέντη μου, ώρε τράβα το χορό. Αχ, μην είδες την αγάπη μου, αχ, το τέρι της καρδιάς, τράβα, λεβέντη μου, ώρε τράβα το χορό. Αχ, ναι ψτες, προψές την είδαμε μ' έναν άλλο στο πλευρό της, τράβα, λεβέντη μου, ώρε τράβα το χορό.
Κρήτης
Φεύγω και παραγγέλω σου παραγγελιά μεγάλη, απάνω στην αγάπη μας μη θεμελιώσεις άλλη. Δε σ’ απαρνιούμαι γω ποτές, χρυσέ μου καλαμνιώνα, παρά να τα σκεπάσουνε τα μάτια μου με χώμα. Ο χωρισμός κι η ξενιτιά είναι μεγάλος πόνος, γιατί σε κάμει στη ζωή να νιώθεις πάντα μόνος. Άμε, πουλί μου, στο καλό και να καλοστρατίσεις, στο δρόμα να με θυμηθείς και πίσω να γυρίσεις. Όλα τ’ αστέρια ρώτηξε που ξέρουν για τα δυο μας ποιος περισσότερα πονά τον αποχωρισμό μας. Πουλάκια πάνε κι έρχονται και μήνα μου και μένα και μη με απαρνήθηκες, πως έφυγες στα ξένα. Δεν είν’ ο χωρισμός σπαθί κι όμως πληγές ανοίγει, σαν αγαπιούνται δυο καρδιές κι η μια στα ξένα φύγει.
αναγνωρισμού
Χάραξεν η ανατολή, κοκκίνησεν η δύση παν’ τα πουλάκια στην βοσκήν κι οι λυγεροί στην βρύσην παίρνω κι εγώ τον μαύρο μου, πάγω να τον κεράσω. Βρίσκω μιαν κόρην έπλυνεν σε μαρμαρένια βρύσην, λίγο νερό την γύρεψα, να πιω κ’ εγ’ ο καϋμένος. Σαράντα τάσια μ’ έδωσε, τα μάτια της δεν είδα, κι απάνω στα σαράντα δυο και στα σαρανταπέντε, βλέπω την κόρην π’ έκλαιγε και βαρυαναστενάζει. Τ’ έχεις, κόρη μ’ και θλίβεσαι και βαρυαναστενάζεις; Άντραν έχω στην ξενιτιάν και λείπει χρόνους δέκα κι άλλα δυο τον καρτερώ και τρεις τον απαντέχω. Καλόγρια θε να γενώ να σώσω την ψυχήν μου. Κόρη μ’, άντρας σ’ επέθανεν στης Πόλης τ’ αργαστέρια τα ρούχα του στην εκκλησιάν, τ’ άσπρα στο μοναστήριν, εδάνεισά τον και κερίν, ήλθα να μου πληρώσεις. Σαν τον εδάνεισες κερίν, έλα να σε πληρώσω. Εδάνεισά τον και πανίν, ήλθα να μου πληρώσεις. Σαν τον εδάνεισες πανίν, έλα να σε πληρώσω. Εδάνεισά τον και φιλίν, ήλθα να με πληρώσεις. Σαν τον εδάνεισες και φιλίν, σύρε να σε πληρώσει. Κόρη μ’ άντρας σ’ εγώ είμαι, εγώ ‘μια κι ο καλός σου. Αν είσαι εσύ ο άντρας μου, κι αν είσαι ο καλός μου, πες μου σημάδια της αυλής ν’ ανοίξω να σε πάρω. Ελιάν έχεις στην πόρτα σου και κλήμα στην αυλιά σου φέρει σταφύλι ροζακί και το κρασίν μοσχάτο. Ξένε μ’ αυτά που μου τα λες κ’ η γειτονιά τα λέγει, Πες μου σημάδια του σπιτιού, ν’ ανοίξω να σε πάρω. Χρυσή καντήλα κρέμεται στη μέση του σπιτιού σου, ανάπτεις και στολίζεσαι και στην εκκλησιά πηγαίνεις. Ξένε μ’ κι’ αυτά που ξέρετεν η γειτονιά τα λέγει, πες μου σημάδια του κορμιού μ’, ν’ ανοίξω να σε πάρω. Ελιάν έχεις στο μάγουλον, ελιάν στην αμασκάλη, κι ανάμεσα στα δυο στηθιά σ’, άστρι με το φεγγάρι. Ξένε μ’ εσύ ‘σαι ο άντρας μου, εσύ ‘σαι κι ο καλός μου.
Χρόνια και χρόνια τώρα τριγυρνώ, σαν πουλί περιπλανώμενο μες την ξενιτιά, μες τη μοναξιά, που δεν την αντέχω άλλο πια γιατί νοσταλγώ, γιατί λαχταρώ την αγάπη μου και το χωριό. Και η αγάπη μου στην Ικαριά έχει μαύρο πόνο στην καρδιά, δίχως συντροφιά, δίχως αγκαλιά, δίχως τα γλυκά μου τα φιλιά κι αφού με πονά κι αφού μ' αγαπά, είναι κρίμα να 'ναι μοναχιά. Θα πάρω θέλω την απόφαση και θα πάω στ' όμορφο νησί, θέλω να της πω πως την αγαπώ και μια μέρα θα την παντρευτώ, μες την Ικαριά μια γλυκιά βραδιά, θα το κάψουμε με τα βιολιά. Και θα χορέψουμε μαζί κι οι δυο τον σκοπό τον Ικαριώτικο, θα γλεντήσουμε, θα μεθύσουμε, τους καημούς θα λησμονήσουμε, μες την Ικαριά και σαν τα πουλιά θα 'χουμε κι οι δυο ζεστή φωλιά.
Αμανέδες
Ανέστης Δελιάς, Στρ. Παγιουμτζής
Την ξενιτιά, την ορφανιά, την πίκρα και τη λύπη, όλα μου τα ‘δωσε ο Θεός, κανένα δε μου λείπει!
Κυρία Κούλα
Αμάν αχ, στην έρημη την ξενιτιά, ωχ, με δίκασε, πουλί μου, ωχ μαϊντέιτ, αμάν ααχ, ωχ, ωχ γιαρέι, αμάν με δίκασε, πουλί μου, ωχ, η έρημη η τύχη μου, ωχ, να θάψω το κορμί μου, ωχ μαϊντέιτ, αμάν αχ, αμάν, αμάν.
Αντώνης Νταλγκάς
Για σένα κλαίγω, μάνα μου γλυκιά, και υποφέρω, αχ, μες στην ξενιτιά. Δε θέλω, μάνα, ποτέ να κλάψεις, για το παιδί σου κερί ν' ανάψεις.
Μαρίκα η Πολίτισσα
Ως πότε πια η τύχη μου θα μ' έχει δικασμένο, να σέρνομαι στην ξενιτιά σαν φύλλο μαραμένο.
Ρεμπέτικα
Δ. Σέμσης, Σ. Χρυσίνης, Ρ. Αμπατζή, Στ. Περπινιάδης, 1938
Αν φύγεις για την ξενιτιά και μοναχή μ' αφήσεις, να ξέρεις δε θα ζήσω πια και να με λησμονήσεις. Μη μου το πεις το «έχε γεια», γιατί είν' όλο φαρμάκι, πρέπει καλά να το σκεφτείς, αν με πονάς λιγάκι. Για πες μου τι σε πείραξα, που θες να χωριστούμε και η σκληρή σου η καρδιά ζητά να ξεχαστούμε. Τα όσα ορκιστήκαμε τώρα δεν τα θυμάσαι, ζητάς να φύγεις μακριά και μένα δε λυπάσαι. Μη μου το πεις το «έχε γεια», γιατί είν' όλο φαρμάκι, πρέπει καλά να το σκεφτείς, αν με πονάς λιγάκι.
Δημήτρης Ατραΐδης
Από μικρός ορφάνεψα στα έρημα τα ξένα, δεν τα 'χω μαθημένα. Βαρέθηκα στα ξένα, δε γέλασα κανένα. Βαριά είναι τα ξένα, καλέ, δεν τα 'χω μαθημένα· και τι θα γίνω τώρα μέσα σε ξένη χώρα; Η μάνα που με γέννησε κλαίει κι αναστενάζει, «παιδάκι μου» φωνάζει. Ανάθεμα τα ξένα, μ' έχουν φαρμακωμένα.
Β. Τσιτσάνης, Ι. Γεωργακοπούλου, Στ. Περπινιάδης
Δε ρώτησες τόσον καιρό για μένα, πώς πέρασα, τρελή, στην ξενιτιά. Σ' αγάπησα, δυστύχησα για σένα και σέρνομαι, κακούργα, μακριά. Τα βάσανά μου μ' έριξαν στα ξένα και μ' έχουν της ζωής κατάδικο. Αχάριστη, δεν πόνεσες για μένα κι αυτό το βρίσκω να 'ναι άδικο. Μου είπανε πως ζεις ευτυχισμένη, θεότρελη, στα πλούτη κολυμπάς· μα μια κατάρα πάντα θα σε δέρνει, του προδομένου ο πόνος της καρδιάς.
Β. Τσιτσάνης, Γρ. Μπιθικώτσης, Σ. Ιμβρίου
― Θα φύγω, μανούλα, και γεια σου αφήνω, του πόνου το δάκρυ κι εγώ το αφήνω, δε θέλω ο χρόνος φαρμάκια να δώσει, σε σένα μανούλα και να σε πληγώσει. ― Είναι πικρό της θάλασσας, παιδί μου, το ψωμί, είναι τα ξένα μαύρα και βαριά σαν φυλακή. Δε θέλω να ξενιτευτείς, λεβέντικο κορμί, δε θέλω να ξενιτευτείς, λεβέντικο κορμί. Σφυρίζει στην νύχτα το δόλιο καράβι, μια μάνα στον Άγιο κεράκι ανάβει. ― Στο πρώτο λιμάνι, παιδί μου, σαν φτάσεις, μια μάνα μοναχή ποτέ μην ξεχάσεις. Είναι πικρό της θάλασσας, παιδί μου, το ψωμί, είναι τα ξένα μαύρα και βαριά σαν φυλακή. Δε θέλω να ξενιτευτείς, λεβέντικο κορμί, δε θέλω να ξενιτευτείς, λεβέντικο κορμί.
Λ. Ρούβας, Δημήτρης Ατραΐδης
Δε θέλω πια την ξενιτιά, από μικρός γυρίζω, επόνεσα τον τόπο μου, θυμούμαι και δακρύζω. Την κρύα βρύση του χωριού ήθελα ν' αγναντέψω, να πιω νεράκι δροσερό, τα χείλη μου να βρέξω. Θέλω ν' ακούσω να χαρώ, τραγούδια του χωριού μου, που κλαίω σαν τα θυμηθώ, δεν βγαίνουν απ' το νου μου. Αρνάκια θέλω για να ιδώ, ν' ακούσω κουδουνάκια, φωνές γλυκές στις ρεματιές που κελαηδούν πουλάκια. Να δω και την αγάπη μου, είναι μαυροματούσα γλυκά λογάκια μου 'λεγε, μικρός την αγαπούσα.
Κ. Ρούκουνας, 1935
Είκοσι χρόνια, μάνα μου, λείπω από κοντά σου, από παιδί δέκα χρονών που μ' είχες αγκαλιά σου. Μες στα καϊκια, μάνα μου, ναυτόπουλο δουλεύω και μες στη μαύρη θάλασσα την τύχη μου γυρεύω. Την τύχη μου, μανούλα μου, τη βρήκα σ' ένα κύμα, που μ' άρπαξε και μ' άνοιξε πολύ βαθιά το μνήμα. Έτσι 'τανε, μανούλα μου, γραφτό μου για να πάρω, τη θάλασσα την αρμυρή γυναίκα μου να κάνω. Η θάλασσα, μανούλα μου, άνοιξε το μνήμα, στην άμμο στην ακρογιαλιά να με χτυπά το κύμα. Μάνα, γλυκιά μανούλα, μην έχεις πια ελπίδα, πως θα με δεις στο σπίτι μας και στη γλυκιά πατρίδα.
Γ. Παπαϊωάνου, Οδ. Μοσχονάς, Στ. Περπινιάδης
Σα βράχος στην ακρογιαλιά δέρνουμ΄, αγάπη μου παλιά, είμαι στον καημό σου θύμα και με δέρνει κάθε κύμα. Με δέρνουν μπόρες του βοριά κι έχω πληγή μες στην καρδιά και χειμώνα, καλοκαίρι μ' έκαψες γλυκό μου ταίρι. Βαθιά στο πέλαγος θωρώ, μα γιατρειά δεν καρτερώ, τώρα που 'φυγες στα ξένα, όλα γκρέμισαν για μένα.
Κ. Ρούκουνας, 1935
Πρωτοχρονιά, Αγιοβασιλιού, στην άμμο καθισμένος, με ένα ξεροκόμματο την πέρασα ο καημένος. Κι αυτή την ώρα σκέφτηκα, Μαριώ, τα βάσανά μου και για νεράκι έπινα τα μαύρα δάκρυά μου, γιατί ήμουνα στην ξενιτιά, μακριά από την πατρίδα και ζούσα, γυναικούλα μου, με ψεύτικη ελπίδα. Η ξενιτιά, η ερημιά, η πίκρα και η λύπη όλα μου τα 'δωσε ο θεός, τίποτα δε μου λείπει.
Σ. Παντελίδης, Ρίτα Αμπατζή, 1936
Ταξίδεψα στην ξενιτιά, μανούλα μου, είδα γλυκιές κοπέλες, μα στην Ελλάδα, βρε παιδιά, είν’ πιο χαριτωμένες. Εδώ σου παίρνουν τα μυαλά, ε ρε ντουνιά, μ’ αυτά τους τα κολπάκια, χωρίς να φταις ο φουκαράς, ε ρε καημός, σε βάζουν στα μεράκια. Αμάν, θα το ‘χει το νερό, αχ ρε, μα το σταυρό, όπου κι αν γύρισα, βρε, δε συνήντησα, αχ, τέτοιες εμορφιές με φλογερές ματιές, εδώ μες στην Ελλάδα σκλαβώνουν τις καρδιές. Κορίτσια είδα έμορφα, μανούλα μου, στα ξένα φίνα βρήκα, μα στην Ελλάδα σε τραβούν σα ελεκτρίκ, γιατ’ έχουν άλλη γλύκα. Έχει εδώ μελαχρινές, άσπρες, ξανθές, σταράτες, που σου σκλαβώνουν τις καρδιές, αμάν γιατρέ, αχ, βρε πανάθεμά τες. Αμάν, θα το ‘χει το νερό, αχ ρε, μα το σταυρό, όπου κι αν γύρισα, βρε, δε συνήντησα, αχ, τέτοιες εμορφιές με φλογερές ματιές, εδώ μες στην Ελλάδα σκλαβώνουν τις καρδιές.
Στ. Χρυσίνης, Στ. Περπινιάδης, Σ. Πασαλάρη
Η ξενιτιά είναι φωτιά κι ο χωρισμός μαράζι και κείνος που τα γνώρισε χτυπιέται και σπαράζει. Είναι καημός, βαρύς καημός, μόνος να ζεις στα ξένα και να πετάει η σκέψη σου σε χρόνια περασμένα. Την ξενιτιά τη γνώρισα και μ' έχει βαλαντώσει κι αυτός που ξέρει δέχτηκε(;) τον πόνο μου θα νιώσει.
Β. Τσιτσάνης, Κ. Χατζηχρήστος, Στ. Παγιουμτζής
Ξενιτεμένος κι έρημος στην ξενιτιά γυρίζω, τις πίκρες και τα βάσανα μπροστά μου αντικρίζω. Πόσες φορές, βρε μάνα μου, θυμήθηκα εσένα, απ’ τα πολλά τα βάσανα που τράβηξα στα ξένα. Για να ξεχάσω, μάνα μου, πίνω το κατοστάρι, το δευτερώνω ύστερα και το τριτώνω πάλι. Είναι καημός, μανούλα μου, είναι μεγάλος πόνος, εδώ μέσα στην ξενιτιά να την περνάω μόνος.
Π. Τούντας - Ρόζα Εκσενάζυ, 1935
Μες στην ξενιτιά κλεισμένη, σκλαβωμένη πώς με άφησες; έρημη κι ορφανεμένη, αχ, αχ, αχ, βρε μάγκα, με παράτησες Συ με πούλησες στα ξένα κι ολοένα κλαίγω και πονώ αχ τι τράβηξα για σένα, αχ, αχ, δεν ξεχνώ, βρε μάγκα, δεν ξεχνώ Κι αν περνούνε τα χρονάκια, τα φαρμάκια δε θα πάψουνε, της καρδιάς μου τα μεράκια, αχ, αχ, θα 'ρθει η μέρα να πετάξουνε, της καρδιάς μου τα μεράκια, αχ, αχ, θα 'ρθει η ώρα να σε κάψουνε.
Β. Τσιτσάνης, Στ. Χασκίλ, Μ. Βαμβακάρης
Κάποια μάνα αναστενάζει, μέρα νύχτα ανησυχεί, το παιδί της περιμένει, που έχει χρόνια να το δει. Πάνω στην απελπισιά της κάποιος την πληροφορεί ότι ζει το παλικάρι και οπωσδήποτε θα 'ρθει. Με υπομονή προσμένει και λαχτάρα στην καρδιά ο λεβέντης να γυρίσει απ' τη μαύρη ξενιτιά.
Δ. Μπαγιαντέρας, Ρίτα Αμπατζή
Από μικρό με χαίρονται τα έρημα τα ξένα, πόσα φαρμάκια και χολές δεν έχουν ποτισμένα. Κουράστηκα στη ξενιτιά για χρόνια να γυρίζω κι όσα μικρός αγάπησα να μην τα αντικρίζω. Να ήταν να γινόμουνα πουλί να φτερουγούσα, για να 'βλεπα για μια στιγμή αυτούς που αγαπούσα. Να ήμουνα ναυτόπουλο, θάλασσα να περάσω, στο τόπο μου να ξαναρθώ και πια να ξαποστάσω.
N. Στάθμας, Γ. Φωτίδας, K. Ρούκουνας
Εδώ στα ξένα, μάνα μου, πια δεν μπορώ να κάνω, τέτοιο καημό δεν νταγιαντώ, μανούλα, θα πεθάνω. Βαρέθηκα την ξενιτιά, τα μάτια μου βουρκώνουν και το χωριό σα θυμηθώ τα στήθη μου ματώνουν. Μονάχος κι απομόναχος να μη θωρώ κανέναν, ούτε τη Μάρω π' αγαπώ κι όπου πονεί για μένα. Αχ πότε πια, μανούλα μου, θε να 'ρθει εκείνη η μέρα, που θα 'ρθω στην πατρίδα μας, κοντά σας εκεί πέρα. Να δω και πάλι το χωριό με τ' άσπρο το 'κλησάκι και κάτω από την πλατανιά να ξαπλωθώ λιγάκι. Την τσούπρα π' άφησα μικρή, την όμορφη τη Μάρω ήρθε καιρός γυναίκα μου, μάνα μ', για να την πάρω. Κι εγώ ν' ανοίξω σπιτικό, νοικοκυριό να κάνω, όχι στα ξένα έρημος, κοντά σας να πεθάνω. Να πας ν' ανάψεις, μάνα μου, στην Παναγιά λαμπάδα, να βοηθήσει σύντομα να έρθω στην Ελλάδα.
Σπ. Περιστέρης, Τάκης Μπίνης, Σούλα Καλφοπούλου
Ξένος και μόνος περπατώ, στην ξενιτιά εδώ πέρα, μάνα πια δε θα ξαναδώ, αδέλφια και πατέρα. Μαύρη που είν' η ξενιτιά, μαύρη, καταραμένη, κι αν στην αρχή μας ξεγελά, στο τέλος μας πικραίνει. Ανάθεμά σε, ξενιτιά, μπαμπέσα, ξελογιάστρα, που με συντρίμμια από καρδιές χτίζεις παλάτια, κάστρα.
Απ. Καλδάρας, Μαρίκα Νίνου
Με γέρασε η ξενιτιά και λιώνει τη ζωή μου, δεν την αντέχω, αχ μάνα μου, φθείρεται το κορμί μου. Η ξενιτιά έχει καημούς, τα πιο πολλά φαρμάκια, διώχνει παιδάκια απ’ τη ζωή και λιώνει τα κορμάκια. Θα φύγω, μάνα μ’, δεν μπορώ, κοντά σου θα γυρίσω κι από τον καημό της ξενιτιάς, μάνα μου, να γλιστρήσω.
Κ. Σκαρβέλης, Στράτος Παγιουμτζής
Μέσα στα ξένα από μικρός, μονάχος μου γυρνούσα, κοιτούσα φίλους να γλεντούν και 'γω κρυφά πονούσα. Δακρύζανε τα μάτια μου, πλήθαιναν οι καημοί μου και λίγο, λίγο άρχισε, να λιώνει το κορμί μου. Παντρεύτηκα για να χαρώ και 'γω το προσφυγάκι, μα τι τα θες, η μοίρα μου με πότισε φαρμάκι. Αρρώστησε, την έχασα μέσ' απ' την αγκαλιά μου κι η λύπη τώρα μου 'μεινε για μόνη συντροφιά μου.
μάνα, Γ. Καμβύσης, Δημήτρης Σέμσης, Ρίτα Αμπατζή
― Μη με στέλνεις, μάνα, στην Αμερική, θε να μαραζώσω, να πεθάνω εκεί. Δολάρια δε θέλω, πώς να σου το πω; Καλιά ψωμί κρομμύδι κι αυτόνε που αγαπώ. (κακούργα ξενιτιά) Αγαπώ, μανούλα μ', κάποιον στο χωριό, όμορφο λεβέντη και μοναχογιό. Μ' έχει φιλημένη, μες στις ρεματιές και αγκαλιασμένη κάτω απ' τις ιτιές. ― Γιώργο μου, σ’ αφήνω, φεύγω μακριά, παν να με παντρέψουν μες στην ξενιτιά. Σαν αρνί με πάνε να με σφάξουνε, μα εκεί απ’ τον καημό μου θα με θάψουνε.
Δ. Μπαγιαντέρας, Δ. Αρμπατζόγλου, Ι. Γεωργακοπούλου, Στ. Περπινιάδης
Σκληρή που είν' η ξενιτιά, σαν ζει κανείς στην μοναξιά, μακριά από την μανούλα του, καημό που χει η καρδούλα του. Σαν βάρκα με χωρίς πανιά, δίχως τιμόνι και κουπιά, που την εδέρνουν οι καιροί και για να αράξει δεν μπορεί. Πανάθεμά σε, μοναξιά, και συ πλανεύτρα, ξενιτιά, πόσες καρδιές μαράθηκαν, στην αγκαλιά σου χάθηκαν!
Γ. Παπαϊωάννου, Κ. Μάνεσης, Μ. Νίνου, Στ. Περπινιάδης
Νύχτες ξενυχτώ χωρίς ελπίδα, έρημος στους δρόμους τριγυρνώ, μπρος του παραθύρου σου τη γρίλια, τις θλιμμένες ώρες μου περνώ. Πόσο νοσταλγώ να σ’ ανταμώσω, να ξανάβρω την παλιά χαρά, τα φιλιά μου πάλι να σου δώσω, να μου φύγει η μαύρη συμφορά. Μα εκεί που βρίσκεσαι στα ξένα, ποιος να ξέρει τώρα πού γυρνάς; Άραγε με σκέφτεσαι και μένα ή για κάποιον άλλονε πονάς;
Ι. Μοντανάρης, Γ. Μηττάκη, 1936
Βρε πανάθεμά σε, φτώχεια, που αντρόγυνα χωρίζεις, γιους, πατέρες ξενιτεύεις και ορφάνια μας γεμίζεις. Μες τα ξένα μοναχό μου είμαι, μάνα, το καημένο, κι από τα χρυσά σου χέρια ένα γράμμα περιμένω. Μάνα, ετούτες τις ημέρες σου 'στειλα και άλλο γράμμα, διάβασέ το, φίλησέ το, το 'χω γράψει με το κλάμα.
Γ.Καμβύσης, Σ.Περιστέρης, Κ.Ρούκουνας
Ξενιτιά, μαγκούφα, σκύλα, μητριά, πήρες την αγάπη μου από μένα μακριά. Αχ, βρε τι θα γίνω θα φαρμακωθώ, σε γκρεμό θα πέσω, θε να σκοτωθώ. Αχ, γλυκιά μανούλα, πού θα την εβρώ, έχασα, μανούλα μ', ένα θησαυρό. Ξενιτιά, να γίνεις στάχτη και φωτιά, μ' έκαψες το δόλιο μέσα στην καρδιά. Κλάψτε με, λαγκάδια, όρη και βουνά ε τι κι αν θα πεθαίνω, δεν αντέχω πια. Αχ, ρε ξενιτιά, μαγκούφα...
Γρ. Μπιθικώτσης, Χ. Βασιλειάδης, Π. Τσαουσάκης, Μ. Γρίλλη, 1953
Ξένο σπίτι, ξένες πόρτες, ξένο στόμα και γωνιά, μια καλή στιγμή ποτέ δεν είδα μες στη μαύρη ξενιτιά. Στης ξενιτιάς τα βάσανα μια ώρα δεν ανάσανα. Μοναχός στους πέντε δρόμους ζω από σένα μακριά, σαν το μάρμαρο, αχ, πώς βαραίνει την καρδιά η ξενιτιά! Στης ξενιτιάς τα βάσανα μια ώρα δεν ανάσανα. Ξένα μέρη, ξένοι τόποι και ο πόνος συντροφιά, για να ξαναρθώ πάλι κοντά σου, κάνω πέτρα την καρδιά. Στης ξενιτιάς τα βάσανα μια ώρα δεν ανάσανα.
Βαγγέλης Σωφρονίου 1929
Ξένος εδώ, ξένος αλλού, όπου κι αν πάω ξένος, αν πάγω και στης μάνας μου κι εκεί ξενιτευμένος. Η ξενιτιά με χαίρεται κι ο τόπος μου κε κράζει, κι η μάνα που με γέννησε κλαίει κι ανεστενάζει.
Σπ. Περιστέρης, Σωτηρία Μπέλλου, 1950
Μόνος, έρημος και ξένος τριγυρνώ στην ξενιτιά, για ν' αντικρίσω της μανούλας μου μια γλυκιά ματιά. Σαν μια βάρκα μες στο κύμα, σαν πουλί χωρίς φωλιά, μοιάζω, μάνα μου, εγώ στα ξένα, μια και δεν έχω εσένα συντροφιά. Μάνα μου, ένα ζητάω, ένα θέλω και ποθώ πριν πεθάνω εδώ στα ξένα, πάλι, μανούλα μου, να σε ξαναδώ.
Σπ. Περιστέρης, Σωτηρία Μπέλλου, 1950
Σταμάτησε, μανούλα μου, να δέρνεσαι για μένα, αφού μου ήτανε γραφτό, να με χαρούν τα ξένα. Βγήκα μικρός στην ξενιτιά κι έχω βαθιά ριζώσει, έχω γυναίκα και παιδιά και τα κλαδιά μ' απλώσει. Μ' έχουν ζώσει δυο φωτιές κι αν θέλω να γυρίσω, οι ρίζες μου στην ξενιτιά θα με τραβήξουν πίσω.
Φραντζεσκοπούλου Μ. (Πολίτισσα), 1933
Μέσα στην ξενιτιά, βρε καημό πάντα πνίγω, κλαίγω και πονώ, έχω καημό μες στην καρδιά μου, για σε μικρούλα μου. Μαύρη ξενιτιά, δε σ' αντέχω πια, θα σε αρνηθώ γιατί λαχταρώ, μανούλα μου γλυκιά, να 'ρθω για να σε βρω, αχ δε νταγιαντώ, μόνος να ζω μες στην ξενιτιά, αχ μανούλα μου γλυκιά.
Ν. Λογοθέτης, Δ. Περδικόπουλος, 1948
Με έφαγε η ξενιτιά σαν τον τρελό γυρίζω, στους ξένους τόπους, μάνα μου, κανέναν δε γνωρίζω. Δε βλέπω φίλους κι αδερφούς, μανούλα και πατέρα και στον Θεό προσεύχομαι, για να 'ρθω κάποια μέρα. Να 'ρθω να ζήσω μια στιγμή μέσα στην αγκαλιά σου, που λείπω χρόνια, μάνα μου, στα ξένα από κοντά σου.
Γ. Μητσάκης, Γρ. Μπιθικώτσης
Παλληκάρι μου, να πω τη μοίρα σου... Ρίξε, τσιγγάνα, τα χαρτιά και πες μου τι σου λένε. Πες μου ποια μάτια μ’ αγαπούν, πες μου ποια μάτια κλαίνε. Έχω καημό, σ’ τ’ ορκίζομαι, στην ξενιτιά που βρίσκομαι. Απόψε είδα όνειρο πολύ που με τρομάζει: είδα εκείνη π’ αγαπώ άλλονε ν’ αγκαλιάζει. Σ’ τ’ ορκίζομαι στη μάνα μου, έχω καημό, τσιγγάνα μου. Σαν πέφτω, για να κοιμηθώ, στη σκέψη μου την παίρνω. Τόσον καιρό στην ξενιτιά και γράμμα της δεν παίρνω. Ο ταχυδρόμος έρχεται και σ’ άλλη πόρτα στέκεται.
Δ. Σέμσης, Ρόζα Εσκενάζυ, 1935
Χρόνια πολλά στην ξενιτιά ήμουν και καρτερούσα και την γλυκιά αγάπη μου αχ την επιθυμούσα. Το όνειρο μου το γλυκό ήτανε και ποθούσα να φύγω από την ξενιτιά που πάντα εβλαστημούσα. Αχ, κακούργα Ξενιτιά! Και ο πόθος μου επέρασε και ήρθα στην πατρίδα, γι' αυτήν που ονειροπόλαγα και είχα κρυφή ελπίδα. Αλλά και πάλι βλαστημώ και είμαι μετανιωμένος την ξενιτιά επιθυμώ που ζούσα ευτυχισμένος.
Κ. Ρούκουνας
Όλα τα νησοτόπαιδα στις ξενιτιές γυρνούνε κι οι μάνες τους παρακαλούν με το καλό να 'ρθούνε. Κατακαημένα μου παιδιά, γεράσατε στην ξενιτιά. Ανάθεμά σε ξενιτιά, εσύ και τα καλά σου, μας πήρες όλα τα παιδιά μέσα στην αγκαλιά σου. Πανάθεμά σε ξενιτιά, σκλαβώνεις γέρους και παιδιά. Ο ξένος μες στην ξενιτιά σαν το πουλί γυρίζει και κάθε μέρα βάσανα το στήθος του γιομίζει. Κατακαημένα μου παιδιά, γεράσατε στην ξενιτιά.
Οδυσσέας Μοσχονάς
― Αγαπημένα μου παιδιά, μικροξενιτεμένα, εγώ η φτωχιά σας γέννησα, σας χαίρονται τα ξένα. Ο ένας στην Αμερική κι ο άλλος παραπέρα, κι εγώ αδίκως καρτερώ να ιδώ μιαν άσπρη μέρα. ― Ξενιτεμένα μου παιδιά, ξαναγυρίστε πίσω, προτού σαν έρημο δεντρί στη μοναξιά να σβήσω.
Π. Τούντας, Σ. Παγιουμτζής, Ι. Γεωργακοπούλου, 1940
Η ξενιτιά είναι γλυκιά, μανούλα μου, ώσπου να σε πλανέψει. Κι όταν σε κάνει σκλάβο της, αχ τι καημός, πικρά θα σε πεθαίνει. Ξενιτιά, κακιά, πλανεύτρα, των παλικαριών η κλέφτρα. Αυτή η πλανεύτρα ξενιτιά, μανούλα μου και μ' έπιασε και 'μένα. Και με κρατά, μανούλα μου, αχ τι καημός, τόσο καιρό στα ξένα. Ξενιτιά, κακιά, πλανεύτρα, των παλικαριών η κλέφτρα. Πόσες κοπέλες καίγονται, μανούλα μου, μέσα στα φυλλοκάρδια. Που φεύγουν απ' τον τόπο τους, αχ τι καημός, όλα τα παλικάρια. Ξενιτιά, κακιά, πλανεύτρα, των παλικαριών η κλέφτρα.
Μ. Βαμβακάρης
Πολλά είδανε τα μάτια μου και έχω περάσει μπόρες, μονάχος μου που γύριζα μέσα σε ξένες χώρες. Πάντα μονάχος, μα κανείς δε βρέθηκε για μένα, που είχα τόσα βάσανα στο στήθος μου κρυμμένα. Τη μάνα μου θυμόμουνα κι έχυνα μαύρο δάκρυ, στην έρημή μου ξενιτιά ποτέ δε βρήκα άκρη. Μου έλεγε, παιδάκι μου, είναι βαριά τα ξένα κι εγώ που σε μεγάλωσα διπλός καημός για μένα.
Ρόζα Εσκενάζυ
Ποιος ξέρει η αγάπη μου στην ξενιτιά τι κάνει; Πάνε δυο χρόνια, μάνα μου, κι ακόμη δεν εφάνη. Τον ταχυδρόμο του χωριού θα τρέξω να ρωτήσω τα γράμματα που του ΄στειλα, γιατί μο’ ρχονται πίσω. Μήπως και μου αρρώστησε, μήπως και βρήκε άλλη και μ’ άφησε διπλό καημό και ζάλη στο κεφάλι.
Βαγγέλης Παπάζογλου, Μάκρος Μελκόν
Είμαι ένα Δερβισάκι, αχ, το λέγω, που με διώξανε απ΄ τη Σμύρνη κι όλο κλαίγω και το ρίχνω στο μεθύσι και φουμάρω και χασίσι στο καφέ αμάν, αχ, γιαβρούμ αμάν. Όταν παίζω ταξιμάκι, μερακλώνω. την πατρίδα μου θυμάμαι κι όλο λιώνω, Πότε φτώχια πότε πλούτη, παίζω με μεράκι ούτι, στο καφέ αμάν.
Περιστέρης Σ., Μ. Μαργαρίτης, Σ. Χασκήλ, 1947
Μονάχη ζω στην ξενιτιά, σαν έρημο πουλάκι, μα να ξεχάσω δε μπορώ, κάποιο κρυφό φαρμάκι. Γι' αυτόν που μ' απαρνήθηκε και χρόνια με γελούσε, παράτησα τη μάνα μου, για με που μόνο ζούσε. Κι όποιος βαθιά αγάπησε δίχως αγάπη να βρει, αυτός ας έρθει να με βρει, στην ξενιτιά τη μαύρη. Για να μου πει πως ξέχασε, που βρήκε το βοτάνι, γιατ' η καρδιά μου έλιωσε, κοντεύει να πεθάνει.
Δ. Ατραΐδης, Γεωργία Μηττάκη, 1946
Από μικρός, από μικρός, αχ, ορφάνεψα, αχ, ορφάνεψα, στα έρημα τα ξένα, αμάν, δεν τα 'χα μαθημένα· και τι θα γίνω τώρα, αμάν, μέσα σε ξένη χώρα. Βαριά κι αμάν, βαριά κι αμάν, αχ, αρρώστησα, αχ, αρρώστησα, βαριά για να πεθάνω, αμάν, δεν ξεύρω τι να κάνω· και τι θα γίνω τώρα, αμάν, μέσα σε ξένη χώρα. ούτε γιατρός, ούτε γιατρός, αχ, δε βρέθηκε, αχ, δε βρέθηκε, να γειάνει την πληγή μου, αμάν, π' έχω μες στο κορμί μου· και τι θα γίνω τώρα, αμάν, μέσα σε ξένη χώρα. Κι η μάνα που κι η μάνα που, αχ, με γέννησε, αχ, με γέννησε, κλαίει κι αναστενάζει, αμάν, παιδάκι μου φωνάζει· και τι θα γίνω τώρα, αμάν, μέσα σε ξένη χώρα.
Β. Τσιτσάνης, Πόλυ Πάνου
Το πλοίο θα σαλπάρει για λιμάνια ξένα, μαζί του θα σε πάρει, αγάπη μου, και σένα, μακριά από μένα. Την καρδιά μου ο πόνος την πληγώνει και στο κλάμα βραδιάζει και νυχτώνει. Φεύγεις, αγάπη μου, φεύγεις, χαρά μου, πάρ' τις ελπίδες μου, τα όνειρά μου, γρήγορα νά 'ρθεις πάλι κοντά μου. Το πλοίο θα σαλπάρει για λιμάνια ξένα για λιμάνια ξένα. Το πλοίο θα σαλπάρει για λιμάνια ξένα, μαζί του θα σε πάρει, αγάπη μου, και σένα, μακριά από μένα. Κάθε ώρα για μένα θα 'ναι χρόνος, θα με τρώει της ξενιτιάς ο πόνος. Φεύγεις, αγάπη μου, φεύγεις, χαρά μου...
Β. Τσιτσάνης, Σπύρος Ζαγοραίος & Ευ. Μαρκοπούλου
Μάνα μου, που με πότιζες σαν δέντρο στην αυλή σου, θα φύγω για τη ξενιτιά και δώσ' μου την ευχή σου. Μάνα μου, μάνα μου, αυτά τα ξένα μέρη είναι δίκοπο, δίκοπο μαχαίρι. Ποιος ξέρει, μάνα μου γλυκιά, πού θα κατασταλάξω, αν θα 'χω ρούχα καθαρά στη ξενιτιά ν' αλλάξω. Μάνα μου, μάνα μου, αυτά τα ξένα μέρη είναι δίκοπο, δίκοπο μαχαίρι. Στα χώματα της ξενιτιάς ο άνθρωπος τσακίζει, μαραίνεται σαν το δεντρί και γρήγορα ασπρίζει. Μάνα μου, μάνα μου, αυτά τα ξένα μέρη είναι δίκοπο, δίκοπο μαχαίρι.
Γ. Μητσάκης, Πρ. Τσαουσάκης, Μ. Νίνου
Τρεχαντηράκι, με τα πανιά σου, που ταξιδεύεις γιαλό, γιαλό, πάρε και μένα τώρα που φεύγεις, ταξιδιώτης είμαι κι εγώ. Δεν έχω ναύλα για να πληρώσω, ξενιτεμένο είμαι παιδί κι έχω μια μάνα που περιμένει, ώρα την ώρα για να με δει. Κι αν δεν με πάρεις καλό ταξίδι, κι εγώ ας μείνω στη ξενιτιά, μόνο την δόλια αφήνω μάνα και χαιρετίσματα πολλά πολλά.
Β. Τσιτσάνης, Μ. Νίνου, Πρ. Τσαουσάκης
Ένα όνειρο που είδα ράγισε η καρδούλα μου κι από τον ύπνο τρομαγμένη ξύπνησα, μανούλα μου. Είδα ότι το παιδί μας ήρθε απ' την ξενιτιά, το παλληκάρι που λείπει χρόνια το αγκάλιαζες σφιχτά. Ίσως μάνα βγει αλήθεια, ο λεβέντης μας να ζει κι ίσως τον στείλει κάποια μέρα η Παναγία η χρυσή.
Β. Τσιτσάνης, Σωτηρία Μπέλλου
Σαν απόκληρος γυρίζω, στην κακούργα ξενιτιά περιπλανώμενος, δυστυχισμένος, μακριά απ' της μάνας μου την αγκαλιά. Κλαίνε τα πουλιά γι' αέρα και τα δέντρα για νερό, κλαίω, μανούλα μου, κι εγώ για σένα που έχω χρόνια για να σε δω. Χάρε, πάρε την ψυχή μου, ησυχία για να βρω αφού το θέλησε η μαύρη μοίρα μες στη ζωή μου να μη χαρώ.
Κ. Καρίπης, Δ. Περδικόπουλος, 1939
Τρία πουλάκια ξενιτεμένα, τρία πουλάκια απ’ το Μοριά λείπουνε χρόνια μακριά. Μια δόλια μάνα τα περιμένει να 'ρθουνε πίσω με το καλό, τα περιμένει στο γιαλό. Μα τα πουλάκια δε θα γυρίσουν, τα 'φαγε η μαύρη ξενιτιά δε θα γυρίσουν πια στο Μοριά, τα 'φαγε η μαύρη, η ξενιτιά.
Λαϊκά
Λ. Τσώλης, Στ. Βαλλιάνος, Στράτος Κύπριος
Άλλο πια δεν καρτερώ γράμμα από την γλυκιά μου μάνα, της ορφάνιας με χτυπάει ο πόνος κι έχω μείνει μοναχός, κι είμαι μες στην ξενιτιά ξένος, έρημος και ορφανός. Ο Θεός που 'ναι ψηλά, μάνα, βλέπει το δικό μου δράμα, μάνα, λες και έκανα κακό, μάνα, κι η ζωή με κυνηγά. Ως κι αυτή που αγαπά, μάνα, τώρα πια δεν μ' αγαπά.
Μανόλης Αγγελόπουλος
Ανάθεμά σε, ξενιτιά, που να 'σαι ξορκισμένη, χίλιες φορές καλύτερα ο άνθρωπος στον τόπο του να μένει. Τα έρημα τα ξένα, δεν ήτανε για μένα. Απ' τους δικούς μου μακριά μέσα σε ξένη χώρα, την βλασφημώ την τύχη μου, τα ντέρτια, μου χίλιες φορές την ώρα. Τα έρημα τα ξένα, δεν ήτανε για μένα. Ανάθεμά σε, ξενιτιά, σε γνώρισα, σε είδα, καλύτερα ψωμί κι ελιά, αδέρφια μου, και να 'μαι στην πατρίδα. Τα έρημα τα ξένα, δεν ήτανε για μένα.
Στ. Καζαντζίδης
Ανάθεμά σε, ξενιτιά, καταραμένη να 'σαι, παίρνεις τους λεβέντες μας, μανούλες δεν λυπάσαι. Είναι φριχτό στον άνθρωπο να 'ναι ξενιτεμένος, μακριά από κείνους π' αγαπά, μέσα στους ξένους ξένος. Κλαιν οι μανούλες μοναχές, που λείπουν τα παιδιά τους, την Παναγιά παρακαλούν, αχ, να 'ρθουν ξανά κοντά τους. Είναι φριχτό στον άνθρωπο να 'ναι ξενιτεμένος, μακριά από κείνους π' αγαπά, μέσα στους ξένους ξένος.
Χρ. Πελοποννήσιος, Γιώτα Λύδια
Είμαι μια θλιμμένη μάνα, έρημη στα γηρατειά, το μονάκριβο παιδί μου μου το πήρε η ξενιτιά. Ανάθεμά σε, ξενιτιά, καταραμένη να 'σαι χωρίζεις μάνες και παιδιά, χωρίς να τους λυπάσαι. Βλέπω τ' άλλα παλικάρια και μου καίγεται η καρδιά, έτσι όπως τυραννιέμαι, ας μην έκανα παιδιά. Ανάθεμά σε, ξενιτιά, καταραμένη να 'σαι χωρίζεις μάνες και παιδιά, χωρίς να τους λυπάσαι. Πόσο θέλω να πεθάνω, να γλιτώσω απ' τον καημό, μα η δόλια περιμένω το παιδάκι μου να ιδώ.
Χρ. Κολοκοτρώνης, Θεσσαλός, Στ. Καζαντζίδης, Β. Γκίκα
Είναι βαρύς καημός ο χωρισμός, στον κόσμο αυτόν τον άπονο, στα ξένα δεν μπορώ για να χαρώ, το λέω με παράπονο. Θέλω στο σπίτι μου, στη μάνα μου να πάω και στο κορίτσι μου, που χρόνια λαχταράω. Από μικρός μακριά στην ξενιτιά, μια μέρα δεν ανάσανα, με φάγαν' οι καημοί κι οι στεναγμοί, με τσάκισαν τα βάσανα. Θέλω στο σπίτι μου, στη μάνα μου να πάω και στο κορίτσι μου, που χρόνια λαχταράω.
Γ. Λελάκης, Θ. Δερβενιώτης, Στ. Καζαντζίδης, Μαρινέλλα
Απόψε, μάνα, σε συλλογιέμαι, σε ξένη χώρα σε ξένη γη και μες στους δρόμους περιπλανιέμαι, ζητώντας να βρω στέγη και στοργή. Κανένας πόνος δεν ησυχάζει, δίχως το χάδι το μητρικό, κι όποιος για μάνα αναστενάζει, σ’ αυτόν τον κόσμο δεν τον αδικώ. Απόψε, μάνα, σε συλλογιέμαι, κι από τα ξένα σού τραγουδώ, με την ελπίδα παρηγοριέμαι, πως κάποια μέρα θα σε ξαναδώ.
Χρ. Κολοκοτρώνης, Στ. Καζαντζίδης & Μπ. Δαλιάνης
Θεέ μου Παντοδύναμε και Παναγιά Παρθένα, τη μάνα μου νοστάλγησα, βαρέθηκα τα ξένα. Έρημος, μόνος σε ξένη χώρα, καταραμένη να 'ταν η ώρα, που μ' έχει φέρει στα μαύρα ξένα, γλυκιά πατρίδα, μακριά από σένα. Δίχως μανούλα, δίχως πατέρα, δίχως του φίλου την καλημέρα, μες στην καρδιά μου έχω χειμώνα, δεν βλέπω ήλιο και Παρθενώνα. Ποιος δε θα κλάψει όταν θα μάθει, γλυκιά μου μάνα, τι έχω πάθει, φεύγουν τα χρόνια και ζούμε χώρια, στην καταφρόνια, στην στενοχώρια.
Κ. Δελαγραμάτης, Στ. Καζαντζίδης
Γράμμα σου στέλνω, μάνα μου, με λόγια πονεμένα, μαύρο με βρήκε ριζικό, μανούλα μου, στα ξένα. Μανούλα, στο σπιτάκι μας, δε θα με δεις να μπαίνω μέσα σ' αυτό με γέννησες κι όμως αλλού πεθαίνω. Η ξενιτιά μού έχτισε του χάρου τα παλάτια, σ' αυτά μανούλα μου θα μπω, με δακρυσμένα μάτια. Μανούλα, στο σπιτάκι μας δε θα με δεις να μπαίνω, μέσα σ' αυτό με γέννησες κι όμως αλλού πεθαίνω. Πολλά παιδιά γελάστηκαν και χάθηκαν στα ξένα, μα τώρα ο κλήρος έπεσε, μανούλα, μου σε μένα. Μανούλα, στο σπιτάκι μας δε θα με δεις να μπαίνω, μέσα σ' αυτό γεννήθηκα κι όμως αλλού πεθαίνω.
Κ. Βίρβος, Θ. Δερβενιώτης, Στ. Καζαντζίδης
Δε με θαμπώνουν οι ουρανοξύστες, δε με πλανεύουν πλούτη και λεφτά. Όσο αξίζει το γλυκό σου χάδι, δεν το αξίζουν, μάνα, όλα αυτά. Αχ, ξενιτιά, αχ, ξενιτιά, φαρμάκι στάζεις μέσα στην καρδιά. Είναι φαρμάκι, μάνα μου, τα ξένα κι ας μου χαρίσαν ό,τι επιθυμώ. Απ’ την καρδιά μου δεν μπορώ να σβήσω της νοσταλγίας το βαρύ καημό. Αχ, ξενιτιά, αχ, ξενιτιά, φαρμάκι στάζεις μέσα στην καρδιά. Έλα, καράβι, άσπρο περιστέρι, έλα, δεν έχω άλλη υπομονή. Θέλω να πάω πίσω στην πατρίδα, να σε προλάβω, μάνα, ζωντανή.
Β. Παπαδόπουλος, Τάκης Σούκας, Στ. Καζαντζίδης
Όσο υπάρχουν γράμματα που φεύγουν για τα ξένα, εμένα τα τραγούδια μου θα είναι πονεμένα. Ξέρω πολλούς στην ξενιτιά που είναι ριζωμένοι, σε δυο αγάπες μια καρδιά που έχουν μοιρασμένη. Αφού, πατρίδα μου, με ξεριζώνεις, πατρίδα είναι όπου στεριώνεις. Όσο υπάρχουν άνθρωποι που έχουν δυο πατρίδες, θα είναι τα τραγούδια μου φωτιές και καταιγίδες. Ο ζωντανός ο χωρισμός σε καίει και σε λιώνει, είναι αγιάτρευτος καημός για αυτούς που ζούνε μόνοι. Αφού, πατρίδα μου, με ξεριζώνεις, πατρίδα είναι όπου στεριώνεις.
Στ. Καζαντζίδης
Δίχως μάνα μες στον κόσμο κι ορφανός, τριγυρίζω μες στα ξένα ο φτωχός, είναι πόνος να 'σαι μόνος μακριά, σε θυμάμαι και δακρύζω, μάνα μου, είναι πόνος να 'σαι μόνος μακριά, σε θυμάμαι και δακρύζω, μάνα μου. Στη ζωή χαρά δεν έχω άλλη πια, θα με φάει, όπως πάει, η ξενιτιά, αφού μόνος έχω μείνει στη ζωή, ας πεθάνω να γλιτώσω, μάνα μου, αφού μόνος έχω μείνει στη ζωή, ας πεθάνω να γλιτώσω, μάνα μου. Βλέπω μανούλες με παιδιά αχ! και καίγετ' η καρδιά μου αχ! κι από τα δόλια μάτια μου τρέχουν τα δάκρυά μου αχ! Αφού μόνος έχω μείνει στη ζωή, ας πεθάνω να γλιτώσω, μάνα μου, μάνα μου, μάνα μου, μάνα μου.
Χρ. Κολοκοτρώνης, Στ. Καζαντζίδης
Έλα, μάνα, να με δεις, μες στα ξένα να με βρεις, σ' άλλη γη και σ' άλλα μέρη ζω χωρίς παρηγοριά, κι η καρδούλα μου το ξέρει πώς περνώ στην ξενιτιά. Αχ!, αχ!, αχ!, αχ! να μπορούσες, μάνα μου, να 'ρχόσουνα κοντά μου μια βραδιά, χαρά να γίνει ο πόνος μου και να μην είμαι μόνος μου στη μαύρη ξενιτιά. Έλα μάνα να με δεις, δυο κουβέντες να μου πεις, να γλυκάνεις το ψωμί μου που στα ξένα είναι πικρό, έλα μάνα, εδώ, μαζί μου, τη χαρά να ξαναβρώ. Αχ!, αχ!, αχ!, αχ! να μπορούσες, μάνα μου...
Ι. Ρούβαλης, Ηλ. Μεγαλούδης, Βασ. Θεσσαλός
Έλληνες ξενιτεμένοι, πιάστε ελληνικό σταθμό, για ν' ακούσετε τι λέει το τραγούδι μου κι εγώ. Σχίστε τα διαβατήρια, πετάξτε τις καπάνες κι όλοι στα προσκλητήρια που σας καλούν οι μάνες. Όσα λεφτά κι αν κάνετε, να σκέπτεστε μια μάνα κι ένα κομμάτι χώμα γη που λέγεται Ελλάδα. Σχίστε τα διαβατήρια, πετάξτε τις καπάνες κι όλοι στα προσκλητήρια που σας καλούν οι μάνες. Γυρίστε στην πατρίδα σας, που 'χει μεγάλες χάρες, έχει γαλάζιο ουρανό, μπουζούκια και κιθάρες.
Κ. Βίρβος, Θ. Δερβενιώτης, Στ. Καζαντζίδης
Ένα πιάτο άδειο στο τραπέζι, μια καρέκλα πάντα αδειανή, σε προσμένουν πότε θα γυρίσεις απ' τα ξένα, δόλιο μας παιδί. Δηλητήριο στο στόμα είναι η κάθε μας μπουκιά μέχρι που να 'ρθεις, παιδί μας, απ' τη μαύρη ξενιτιά. Η μανούλα πάντοτε κλαμένη, ο πατέρας όλο σκεφτικός και τ' αδέρφια σου και η καλή σου σκέπτονται εσένα συνεχώς. Πότε θα 'ρθεις, πότε θα 'ρθεις απ' τη μαύρη ξενιτιά να χαρεί το σπιτικό μας και η μαύρη μας καρδιά.
Γ. Λαύκας, Μανόλης Αγγελόπουλος, 1959
Καταραμένη ξενιτιά, χωρίζεις μάνες και παιδιά, ήταν γραφτό για μένα, να ζω στα μαύρα ξένα. Ο ζωντανός ο χωρισμός, αχ, είναι αγιάτρευτος καημός. Εδώ στη μαύρη ξενιτιά, μανούλα, αρρώστησα βαριά, μανούλα μου, αν ζήσω, αχ, κοντά σου θα γυρίσω. Ο ζωντανός ο χωρισμός, αχ, είναι αγιάτρευτος καημός. Κερί τάξε στην Παναγιά, να γίνω, μάνα μου, καλά κι όλα θα ξεχαστούνε, αχ, κοντά μου ξαναϊδωθούμε.
Χρ. Κολοκοτρώνης, Μαν. Χιώτης, Στ. Καζαντζίδης, Καίτη Γκρέυ
Είμαι μια μάνα έρημη που ζω δυστυχισμένα, δυο παλληκάρια ανάθρεψα, ανάθρεψα, δε χάρηκα κανένα. Η φυλακή κι η ξενιτιά μ' αφήσανε χωρίς παιδιά. Το πρώτο παλληκάρι μου, τι κρίμα κι αμαρτία το χαίρεται η φυλακή, η φυλακή, γυναίκα είν' η αιτία. Η φυλακή κι η ξενιτιά μ' αφήσανε χωρίς παιδιά. Ο άλλος ο λεβέντης μου ταξίδεψε στα ξένα, τον χαίρεται η ξενιτειά, η ξενιτιά κι αλίμονο σ' εμένα. Η φυλακή κι η ξενιτιά μ' αφήσανε χωρίς παιδιά.
Χρ. Κολοκοτρώνης, Γερ. Κλουβάτος, Στ. Καζαντζίδης
Κρατώντας κάποια φωτογραφία, μια μάνα κλαίει βράδυ - πρωί, βλέπει το γιο της που 'ναι στα ξένα και πόσα χρόνια τον καρτερεί. Η τύχη της, η τύχη της, την έχει δικασμένη να ζει δυστυχισμένη, στην κάμαρα κλειστή. Την έχει πάντα για συντροφιά της, την σφίγγει μέσα στην αγκαλιά, κυλούν επάνω τα δάκρυά της και τη στεγνώνει με τα φιλιά. Η τύχη της, η τύχη της, την έχει δικασμένη να ζει δυστυχισμένη, στην κάμαρα κλειστή. Φιλάει το γιο της, που τον κρατάει η ξελογιάστρα η ξενιτιά, και με λαχτάρα καρδιοχτυπάει, τον γυρισμό του προσμένει πια. Και ίσως να γινούν χαρές τα τόσα βάσανά της, να δει την κάμαρά της και πάλι ανοιχτή.
Γ. Βασιλόπουλος, Στ. Καζαντζίδης
Πήρα τη φτώχεια μου παρέα, κάποια μέρα και κουβαλήθηκα κι εγώ στην ξενιτιά, άφησα πίσω μου μανούλα και πατέρα και μια κοπέλα που με λάτρεψε πιστά. Μα τώρα απ' τα στήθια μου ευχή μεγάλη βγαίνει, ας έχουν τα χαΐρια μου όλοι οι ξενιτεμένοι. Ήπια της πίκρας τα ποτήρια ένα, ένα, όμως στο τέλος, μου 'ρθαν όλα βολικά, τη μαύρη φτώχεια εγκατέλειψα στα ξένα κι ήρθα με πλούτη στην πατρίδα τη γλυκιά. Μα τώρα απ' τα στήθια μου ευχή μεγάλη βγαίνει, ας έχουν τα χαΐρια μου όλοι οι ξενιτεμένοι.
Κ. Ζήτης, Στ. Χρυσίνης, Στ. Καζαντζίδης
Θα φύγω, μάνα, δεν μπορώ στην φτώχεια πια ν' αντέξω, στα ξένα, τ' αποφάσισα να πάω να δουλέψω. Θα φύγω, μάνα, μάνα δεν μπορώ, την τύχη μου, αχ, θα πάω να βρω. Με πικραμένη την καρδιά φεύγω από κοντά σου, γιατί σ' αφήνω μοναχή, τώρα, στα γηρατειά σου. Θα φύγω, μάνα, μάνα δεν μπορώ, την τύχη μου, αχ, θα πάω να βρω. Δεν το 'θελα, μανούλα μου, να 'μαι μακριά από σένα, η μαύρη φτώχεια μ' έκανε να φύγω για τα ξένα. Θα φύγω μάνα, μάνα δεν μπορώ, την τύχη μου, αχ, θα πάω να βρω.
Βαγγέλης Περπινιάδης, Ρούλα Καλάκη
Ο πιο μεγάλος πόνος κι ο πιο βαρύς είναι να ζεις στα ξένα χωρίς γονείς. Αχ ξενιτιά, που παίρνεις τα παιδιά μου μαύρισες, κακούργα, τη δόλια μου καρδιά. Είναι βαριά τα ξένα, πολύ βαριά γι’ αυτό και δεν αντέχουν πολλά παιδιά. Αχ ξενιτιά, που παίρνεις τα παιδιά μου μαύρισες, κακούργα, τη δόλια μου καρδιά. Όποιος θέλει να ζήσει στην ξενιτιά, καλύτερα να πέσει μες στη φωτιά. Αχ ξενιτιά, που παίρνεις τα παιδιά μου μαύρισες, κακούργα, τη δόλια μου καρδιά.
Βασ. Καραπατάκης, Γιώτα Λύδια, 1956
Κακούργα ξενιτιά, που παίρνεις τα παιδιά, μου πήρες τον λεβέντη μου, μου πήρες το παιδί μου. Με δίκασες να ζήσω μοναχή μου. Μου ‘κλεισες το σπίτι, κακούργα ξενιτιά, με τσάκισες, με γέρασες, με πλήγωσες βαθιά.
Παιδί μου, αν θα ‘ρθεις μια μέρα να με δεις, θα βρεις τη δόλια μάνα σου στο δάκρυ βουτηγμένη. Με ξέχασες και ζω δυστυχισμένη. Κακούργα ξενιτιά, που παίρνεις τα παιδιά, ένα παιδί είχα κι εγώ μέσα σ’ αυτή τη ζήση. Αχ έφυγε κι ακόμα να γυρίσει.
Β. Τσιτσάνης, Πόλυ Πάνου, 1958
Καταραμένη ξενιτιά, που τυραννάς τ' αγόρια, από αγάπες μακριά κι από μανούλες χώρια. Καταραμένη ξενιτιά, καταραμένο χώμα, και το ψωμί και το νερό φαρμάκι είναι στο στόμα. Και την ευχή της μάνας σου στα ξένα θα τη χάσεις, μάνα καμιά δεν την πουλά, να στείλεις ν' αγοράσεις. Καταραμένη ξενιτιά, καταραμένο χώμα, και το ψωμί και το νερό φαρμάκι είναι στο στόμα. Κάθε Χριστού, κάθε Λαμπρή μας καίγεται η καρδιά μας, μακριά απ' τις γυναίκες μας, μακριά απ' τα παιδιά μας. Καταραμένη ξενιτιά, καταραμένο χώμα, και το ψωμί και το νερό φαρμάκι είναι στο στόμα.
Χρ. Κολοκοτρώνης, Στ. Καζαντζίδης
Μάνα, που χρόνια καρτερείς να δεις το γιο σου να ξαναρθεί απ' την πλανεύτρα ξενιτιά, κάνε λιγάκι υπομονή και στο πλευρό σου, ο γιος σου πάλι θα γυρίσει μια βραδιά. Κι αν ξενιτεύτηκε και πήγε σ' άλλα μέρη, η Παναγιά ξανά κοντά σου θα τον φέρει. Χιλιάδες σπίτια η ξενιτιά τα 'χει κλεισμένα, χιλιάδες μάνες τα παιδιά τους καρτερούν, χιλιάδες άντρες παν στα έρημα τα ξένα και στις γυναίκες τους να 'ρθούνε λαχταρούν. Κι αν ξενιτεύτηκε και πήγε σ' άλλα μέρη, η Παναγιά ξανά κοντά σου θα τον φέρει. Πόσες κοπέλες τον καλό τους καρτερούνε, πόσες γυναίκες με παιδιά στην αγκαλιά, και με κομμένη την ανάσα, λαχταρούνε του γυρισμού για να χαρούνε τα φιλιά.
Κ. Κοφινιώτης, Ν. Γούναρης, 1950
Δώσ' μου λίγη καρδιά να σ' αφήσω, Αθήνα που έχεις τόση ομορφιά, κεχριμπάρι ρετσίνα, γιατί έχεις εσύ σε κορνίζα χρυσή, στα γαλάζια ντυμένη την Ελλάδα κλεισμένη. Τώρα που λείπω απ' την ωραία μας Ελλάδα, τώρα που λείπω σε ταξίδι μακρινό, παίρνω μαζί μου λίγα γιούλια λίγα κρίνα και ένα κομμάτι απ' τον γαλάζιο ουρανό και απ' της μανούλας μου το δάκρυ μια σταγόνα του χωρισμού μας το σκοτάδι το πνικτό και της Ακρόπολης την άσβηστη εικόνα και λίγο χώμα ελληνικό για φυλακτό....
Στράτος Κύπριος
Με μια βαλίτσα και με όνειρα πολλά αύριο φεύγω για τη μαύρη ξενιτιά. Η δουλειά και βάσανα εκεί με καρτερούνε, εκεί που πάν' λεβέντες και νιάτα αδικημένα και στην πατρίδα τους γυρνούν κορμιά σακατεμένα. Με μια βαλίτσα και με όνειρα πολλά αύριο φεύγω για τη μαύρη ξενιτιά. Αγαπημένα πρόσωπα αφήνω τώρα πια, τον δόλιο μου πατέρα και την γλυκιά μου αγάπη, την μάνα που μ' ανάστησε με πόνο και με δάκρυ. Με μια βαλίτσα και με όνειρα πολλά αύριο φεύγω για τη μαύρη ξενιτιά.
Κ. Βίρβος, Στ. Καζαντζίδης
Μη μου γράφεις άλλο γράμμα πως πονάς βαριά, αφού ξέρεις, πως εσένα έχω στην καρδιά, δεν σε λησμονώ, πάντα σ' αγαπώ, πάντα σ' αγαπώ. (δις) Μες στα έρημα τα ξένα δεν περνά στιγμή, που να μη με τρων για σένα πίκρες και καημοί, δεν σε λησμονώ, πάντα σ' αγαπώ, πάντα σ' αγαπώ. (δις) Η αγάπη μας δεν σβήνει, πάντοτε θα ζει και ο θάνατος, μια μέρα, θα μας βρει μαζί, δεν σε λησμονώ, πάντα σ' αγαπώ, πάντα σ' αγαπώ. (δις)
Μανόλης Αγγελόπουλος
Γνώρισα γέρους και παιδιά στην ξενιτιά που ζούνε, η φτώχεια τους ανάγκασε, για να ξενιτευτούνε. Ως μετανάστης, αδέρφια μου, και 'γω από πατρίδα, σας τραγουδάω με καημό τι άκουσα και είδα. Εγώ θα κάνω την αρχή να σας τα πω με πόνο, ο μετανάστης τι τραβά εδώ στον ξένο τόπο. Μέρα και νύχτα εργάζεται, λεφτά για ν' αποχτήσει για να 'ρθει στην πατρίδα του καλύτερα να ζήσει.
Στ. Κουγιουμτζής, Γ. Καλατζής
Απόψε, μαυρομάτα μου, σου χάρισα τα νιάτα μου και βρέθηκα στην ξενιτιά, πουλί σε θάλασσα πλατιά. Ξενάκι είμαι και θα 'ρθω, στο στρώμα σου να κοιμηθώ. Κι αν σε μαλώσουν μην ντραπείς, ξενάκι είμαι να τους πεις. Το φεγγαράκι ρώτησα πού θα σε βρω, αρχόντισσα. Και μου είπε ο αυγερινός εκεί που φέγγει ο ουρανός. Ξενάκι είμαι και θα 'ρθω, στο στρώμα σου να κοιμηθώ. Κι αν σε μαλώσουν μην ντραπείς, ξενάκι είμαι να τους πεις.
Π. Πετσάς, Γιώτα Λύδια, 1956
Στην ξενιτιά την άπονη και την καταραμένη αρρώστησα, μανούλα μου, ζωή πια δε μου μένει. Ξένες μάνες θα με κλάψουν, ξένα χέρια θα με θάψουν. Ποτέ δε θα με ξαναδείς και θα σε φάει ο πόνος, εσύ δε θα 'χεις πια παιδί κι εγώ πεθαίνω μόνος. Ξένες μάνες θα με κλάψουν, ξένα χέρια θα με θάψουν. Τον ξένο να τον αγαπάς, μανούλα, απ' την ψυχή σου, γιατί στα ξένα έρημο, πεθαίνει το παιδί σου. Ξένες μάνες θα με κλάψουν, ξένα χέρια θα με θάψουν.
Σ. Περιστέρης, Μ. Μάτσας, Α. Χρυσάφη - Τ. Μπίνης - Ε. Μαρκοπούλου 1953
Πλανεύτρα εσύ, Αμερική, κακούργα ξελογιάστρα, μας κλέβεις όλα τα παιδιά, τριαντάφυλλα απ' τη γλάστρα. Ξενιτεμένο μας παιδί, αχ, πότε θα γυρίσεις, τα μάτια που σε καρτερούν να τα ξαναφιλήσεις. Σε καρτερούν η μάνα σου, τ' αδέλφια σου κι οι δικοί σου, τον πόνο τους να γειάνουνε μ’ ένα γλυκό φιλί σου. Σε καρτερεί κι η κοπελιά με μάτια δακρυσμένα, ολημερίς προσεύχεται για να 'ρθεις απ’ τα ξένα.
Δ. Ζάττας, Φ. Αργυρόπουλος, Φ. Αργυρόπουλος, 1941
Γλυκιά πατρίδα, όμορφη, Ελλάδα τιμημένη, στα μαύρα κι αν σε ντύσανε, μην είσαι πικραμένη. Δε θα σκεπάζουν για καιρό το λυγερό κορμί σου και θα φορέσεις γρήγορα τη γιορτινή στολή σου. Ξενιτεμένοι Έλληνες, τώρα αδελφωμένοι, πρέπει να βοηθήσουμε τη γη τη σκλαβωμένη· με όλη μας τη δύναμη και να 'χουμε ελπίδα, γονατιστοί στην Παναγιά να σώσει την πατρίδα. Μεγαλοδύναμε Θεέ, ρίξε συμπόνιας βλέμμα και χάρισε στ' αδέρφια μας τα χιλιοπικραμένα υπομονή και καρτεριά για τη γλυκιά μας μάνα και πάλι θε να ακουστεί της λευτεριάς καμπάνα. Ξενιτεμένοι Έλληνες, τώρα αδελφωμένοι, πρέπει να βοηθήσουμε τη γη τη σκλαβωμένη· με όλη μας τη δύναμη και να 'χουμε ελπίδα, γονατιστοί στην Παναγιά να σώσει την πατρίδα. Τώρα π' ο βάρβαρος εχθρός πάτησε στην πατρίδα, της ξενιτιάς οι Έλληνες μια μοναχή φροντίδα πρέπει να έχουμε στο νου όλοι για την Ελλάδα, και τ' άλλο Πάσχα θ' αναφτεί της λευτεριάς λαμπάδα. Ξενιτεμένοι Έλληνες, τώρα αδελφωμένοι, πρέπει να βοηθήσουμε τη γη τη σκλαβωμένη· με όλη μας τη δύναμη και να 'χουμε ελπίδα, γονατιστοί στην Παναγιά να σώσει την πατρίδα.
Μιχ. Σουγιούλ, Μ. Τραϊφόρος, Ν. Γούναρης, 1948
Έχει καημούς η ξενιτιά (;) και φαρμάκια και άραχνη είναι η ζωή και μαύρη εδώ στα ξένα και πάντα η σκέψη μου γυρνά στα γνώριμα δρομάκια, που παίζαμε όταν ήμαστε παιδάκια ευτυχισμένα. Μόνο όποιος στην ξενιτιά μακριά από το χωριό του μακριά από το νησάκι του απ' τα γνωστά του μέρη μακριά από τη μανούλα του κι από το πατρικό του τι μαύρη που 'ναι η ξενιτιά μονάχα εκείνος ξέρει. Ξενιτιά, ξενιτιά, που με πίκρα βγάζουμε όλοι το ψωμί μας, ξενιτιά, ξενιτιά που ποτίζεις με φαρμάκια τη ζωή μας. Ας μπορούσα στην πατρίδα να γυρίσω τ' άγιο χώμα της για λίγο να φιλήσω και μετά ας ξεψυχήσω. Ξενιτιά, ξενιτιά μια μονάχα μου απόμεινε ελπίδα, ξενιτιά, ξενιτιά, σαν πεθάνω να με θάψουν στην πατρίδα. Ας μπορούσα στην πατρίδα να γυρίσω τ' άγιο χώμα της για λίγο να φιλήσω και μετά ας ξεψυχήσω. Ξενιτιά, ξενιτιά μια μονάχα μου απόμεινε ελπίδα, ξενιτιά, ξενιτιά, σαν πεθάνω να με θάψουν στην πατρίδα.
Ν. Γούναρης, 1950
Πολλές χρονιές περάσαμε μακριά απ' την πατρίδα, το σπίτι μου να ξαναϊδώ, που 'χω κρυφή ελπίδα. Έφυγα απ' τη μάνα μου, μέσα απ' την αγκαλιά της κι έχε και με καμάρωνε, ήμουν κρυφή χαρά της. Μ' έφαγε η μαύρη ξενιτιά μακριά απ' το χωριό μου, μακριά από τ' αδέλφια μου και από το φτωχικό μου.
Πά. Κοκκινόπουλος, Λ. Καρνέζης Κ. Παπαδόπουλος, Στ. Καζαντζίδης
Ποια μάνα είναι μοναχή κι έχει παιδί στα ξένα, αν κλάψει για το γιόκα της, ας κλάψει και για μένα. Ξημέρωσε στις λαγκαδιές, τ' αστέρια σιγοκλαίνε και τα βουνά στενάζουνε και τον καημό μου λένε. Μονάχο κι έρημο δεντρί, νυχτώθηκα στις στράτες, νέκρα τριγύρω κι ερημιά, χάθηκαν κι οι διαβάτες. Ξημέρωσε στις λαγκαδιές, τ' αστέρια σιγοκλαίνε και τα βουνά στενάζουνε και τον καημό μου λένε. Μανούλα, μένω ορφανός, στα ξένα ζω μονάχος, βαρκούλα μες στα κύματα, στην ερημιά μου βράχος.
Χρ. Κολοκοτρώνης, Στ. Καζαντζίδης
Μάνα, μην κλαις για το χαμένο σου παιδί, μια χαραυγή, μάνα γλυκιά, θα ξαναρθεί. Mάνα, μην κλαις θα ξαναδείς με το καλό, το μετανάστη, το λεβέντη σου το γιo. Οι μετανάστες φτάνει η ώρα για να 'ρθουν, μάνες κι αδέρφια και γυναίκες να χαρούν, μια χαραυγή θα απαρνηθούν την ξενιτιά, και στην πατρίδα θα γυρίσουν μια βραδιά. Και συ, πατέρα, που σου πήραν τα παιδιά, και μες το κάμπο μοιάζεις σαν την καλαμιά, πατέρα, σφίξε την χρυσή σου την καρδιά τα παλικάρια σου θα 'ρθουν κάποια βραδιά. Οι μετανάστες φτάνει η ώρα για να 'ρθουν, μάνες κι αδέρφια και γυναίκες να χαρούν, μια χαραυγή θα απαρνηθούν την ξενιτιά και στην πατρίδα θα γυρίσουν μια βραδιά.
Σ. Κοτομάτης, Πρ. Τσαουσάκης, Α. Αλιφραγκή 1960 Αχ! ύστερα από τόσα χρόνια στην ξενιτιά, ξανά στην πόρτα του σπιτιού μου. Άραγες θα με γνωρίσει η μανούλα μου; ― Έξω αστράφτει και βροντά βροχή αέρας μπόρα, ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ ΞΕΝΕ ποιος είσαι ξένε, ξένε που 'ρχεσαι, που 'ρχεσαι στο σπίτι τέτοια ώρα; ― Είμαι για σένα άγνωστος, μην τυραννάς τον νου σου, είμαι ένας φίλος που 'φερε το γράμμα του παιδιού σου. ― Πες μου γιατί με άφησε το σπλάχνο το παιδί μου, το έχω χάσει χάσει κι έχασα κι έχασα το φως απ' τη ζωή μου; ― Γερόντισσα, δεν έπαψε να σ' αγαπά ο γιος σου, κοντά σου θα 'ρθει γρήγορα, να ξαναβρείς το φως σου. ― Εγώ είμ' ο γιος σου, μάνα μου, πέφτω στην αγκαλιά σου, με είχε πλανέψει η ξενιτιά, μα γύρισα κοντά σου. ― Μια τέτοια μέρα σαν κι αυτήν ανάμνηση θα μείνει, μάνα και γιος αντάμωσαν, γλέντι που 'χει να γίνει.
Στ. Κύπριος - Βούλα Καζαντζίδου
Είμαι στα ξένα μοναχός, μακριά από το τσαρδί μου κι είναι μαύρη η ζωή μου. Μου 'χει κάψει την καρδιά η πικρή η ξενιτιά, όμως θα την παρατήσω, στην πατρίδα για να ζήσω. Νοστάλγησα τη μάνα μου και θέλω να γυρίσω, στην πατρίδα μου να ζήσω. Μου 'χει κάψει την καρδιά η πικρή η ξενιτιά, όμως θα την παρατήσω, στην πατρίδα για να ζήσω.
Μπ. Μπακάλης, Στ. Καζαντζίδης
Σ' ένα σπίτι ρημαγμένο απ' την ορφάνια, ένας γέρος ασπρομάλλης σταματά. Θέλει να μάθει για τους δικούς του, γιατί είχε χρόνια στην ξενιτιά χτυπάει την πόρτα... Κι αμέσως βγαίνει κάποια κοπέλα, μαυροντυμένη, δακρύζει ο γέρος, μόλις την βλέπει, και η κοπέλα τόνε ρωτά: ― Ποιος είσαι εσύ, που με κοιτάς με μάτια δακρυσμένα; ούτε μητέρα έχω εγώ ούτε γνωστό κανένα ούτε πατέρα γνώρισα, γιατί έφυγε στα ξένα... ― Τα μάτια μου κοπέλα μου, κι αν είναι δακρυσμένα, είναι γιατί μου θύμισες κάτι απ' τα περασμένα πριν φύγω για τα ξένα. ― Πες μου τι σου θυμίζω εγώ διαβάτη ασπρομάλλη, είμαι μια κόρη ορφανή, κι ίσως να κάνεις λάθος; Έμοιαζα της μανούλας μου, που τη σκεπάζει ο τάφος. ― Παιδάκι μου πεντάρφανο, δε με θυμάσαι εμένα, είμαι ο φτωχός πατέρας σου που γύρισε απ' τα ξένα και βρίσκω μόνο εσένα.
Κ. Βίρβος, Θ. Δερβενιώτης, Στ. Καζαντζίδης
Όταν βραδιάζει στην ξενιτιά, και τελειώνω απ' την δουλειά, τότε θυμάμαι εσένα, μάνα, κι όσους πονάω εκεί μακριά. Μονάχος μου και έρημος στα ξένα σαν βραδιάζει, με παίρνει το παράπονο και την καρδιά μου σφάζει. Χωρίς αγάπη, χωρίς στοργή δεν ζει κανένας σε ξένη γη. Γλυκιά μου αγάπη καλή μου, μάνα, δεν έχω άλλη υπομονή Τι να τα κάνω και τα λεφτά, δε με πλανεύουν εμένα αυτά. Ένα καράβι μόνο προσμένω, που θα με φέρει σε σας κοντά.
Ali Naushad, Βούλα Πάλλα
Μια μάνα μαραζώνει, μια μάνα κρυφολιώνει, για τον γιόκα της πονάει, που τις θάλασσες γυρνάει. Το παιδί της να γυρίσει και το σπίτι της ν’ ανοίξει, απ’ τον πόνο της φωνάζει και βαριά αναστενάζει. ― Παιδί μου, γύρνα πίσω, τα μάτια μου πριν κλείσω, πάλι να σ’ αντικρίσω, παιδί μου, γύρνα πίσω. Μονάκριβό μου αγόρι, η πίκρα σου με λιώνει, σπλάχνο μου αγαπημένο, έλα που σε περιμένω. Την ευχή μου θα σου δώσω, όταν θα σε ανταμώσω, κι ύστερα ας ξεψυχήσω και τα μάτια μου ας κλείσω. Παιδί μου, γύρνα πίσω, τα μάτια μου πριν κλείσω, πάλι να σ’ αντικρίσω, παιδί μου γύρνα πίσω.
Χρ. Κολοκοτρώνης, Στ. Καζαντζίδης
Σφίξε, μάνα γλυκιά, τη χρυσή σου καρδιά, το παιδί σου μακριά φεύγει στην ξενιτιά. Παναγιά μου χρυσή, μάνα είσαι κι εσύ, όσο θα 'μαι μακριά, δώσε παρηγοριά στη μανούλα μου. Αγαπούλα γλυκιά, απ' τα ξένα, μακριά, με χιλιάδες πουλιά θα σου στέλνω φιλιά. Παναγιά μου χρυσή, βοήθα λίγο κι εσύ, όσο θα 'μαι μακριά, δώσε παρηγοριά στην αγάπη μου. Κι όσοι φίλοι καλοί μ' αγαπάνε πολύ, στο σκληρό χωρισμό ας μη νιώσουν καημό. Παναγιά μου χρυσή, μάνα είσαι κι εσύ, όσο θα 'μαι μακριά, δώσε παρηγοριά στη μανούλα μου.
Κ. Βίρβος, Θ. Δερβενιώτης, Στ. Καζαντζίδης
Ζητάς, παιδί μου, την ευχή να παντρευτείς στα ξένα, γιατί παλάτια και λεφτά σου έχουνε ταμένα. Μα εμείς σε περιμένουμε με πόνο να γυρίσεις, να παντρευτείς στον τόπο σου, μαζί μας πια να ζήσεις, κι εμείς να δούμε εγγόνια στα υστερνά μας χρόνια. Με σπαραγμό, παιδάκι μου, τη γνώμη μου σου στέλνω: "Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο." Πριν φύγεις για την ξενιτιά, ποθούσες μια κοπέλα, που κλαίει για σένα και ρωτά, παιδί μου, νύχτα μέρα. Θα είναι άδικο βαρύ τώρα να την αφήσεις και με μια ξένη κι άγνωστη στην ξενιτιά να ζήσεις, και να μην δούμε εγγόνια στα υστερνά μας χρόνια. Με σπαραγμό, παιδάκι μου, τη γνώμη μου σου στέλνω: "Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο."
Άκης Πάνου, Στρ. Διονυσίου, Βούλα Γκίκα
Πήρα τα μάτια μου για ξένους τόπους κι αυτή με φίλησε χωρίς μιλιά. Πήρα τα μάτια μου, μα την καρδιά μου, την ελησμόνησα σε μια αγκαλιά. Στην αγκαλιά της μέσα η καρδιά μου, στην ξενιτιά εγώ και ο καημός και ορφανή η αγάπη η γλυκιά μου, σαν αγαπάς πόσο πικρός ο χωρισμός! Δεν είχε δάκρυα ο χωρισμός μας, τα χείλη μού 'δωσε χωρίς μιλιά κι όλα σκοτείνιασαν και για τους δυο μας, όταν αλλάζαμε στερνά φιλιά. Στην αγκαλιά της μέσα η καρδιά μου, στην ξενιτιά εγώ και ο καημός και ορφανή η αγάπη η γλυκιά μου, σαν αγαπάς πόσο πικρός ο χωρισμός!
Άκης Πάνου, Στρ. Διονυσίου
Λαχτάρησα να πάω σ’ αυτούς που αγαπάω, σ’ αυτούς που αγαπάω, σ’ αυτούς που μ’ αγαπούν. Σ’ αυτούς που έχουν πόνο για μένα στην καρδιά τους, και μια γλυκιά κουβένταστα χείλη να μου πουν. Τα χαΐρια σου τα είδα, ξενιτιά, το ψωμί σου το πληρώνω μ’ αγωνία. Είμαι ξένος σε μια ξένη κοινωνία, στους δικούς μου να γυρίσω θέλω πια. Τα χαΐρια σου τα είδα, ξενιτιά. Αυτά που 'χω κερδίσω, κανείς να μην κερδίσει, με δάκρυ έχω ποτίσει την κάθε μια μπουκιά. Εδώ σου λείπουν όλα· σου λείπει η πατρίδα, σου λείπει η καλή σου και η μάνα η γλυκιά.
Β. Χαλκίδης, Στ. Βαρτάνης, Στ. Καζαντζίδης, Μαρινέλλα
Μακριά απ' τη μανούλα μου κι από τη γλυκιά πατρίδα, πήγα να βρω την τύχη μου μ' ένα σκοπό κι ελπίδα και να γυρίσω με λεφτά, μα γέμισα ρυτίδα. Σε ξένα χέρια, ξένη γη, σκληρή δουλειά και πόνος, είναι μαρτύριο να ζεις σε ξένη χώρα μόνος. Ξενιτιά, αχ! όποιος δεν σ' έχει ζήσει, να 'ρθει για να σε γνωρίσει, να πιει φαρμάκια και καημούς, να κλάψει, να δακρύσει, δίχως μανούλα και στοργή, πικρή ζωή και πλήξη. Σε ξένα χέρια, ξένη γη, σκληρή δουλειά και πόνος, είναι μαρτύριο να ζεις σε ξένη χώρα μόνος.
Κ. Βίρβος, Θ. Δερβενιώτης, Στ. Καζαντζίδης
Σκοτεινιασμένε ουρανέ, χαμήλωσε λιγάκι και πάρε μου τα δάκρυα, που στάζουν σαν φαρμάκι, να τα ρίξεις μες στα ξένα στάλα - στάλα σαν βροχή, μην τυχόν και συγκινήσουν κάποια άπονη ψυχή και ξανάρθει να με βρει. Κάποια ψυχή που μ' άφησε στις πίκρες μου μονάχο, σαν δέντρο που μαραίνεται, χωρίς νερό στο βράχο. Σκοτεινιασμένη θάλασσα, το αίμα μου σου φέρνω να γίνει κύμα αγριωπό, κύμα φουρτουνιασμένο και γιαλό - γιαλό να φτάσει ως τη μαύρη ξενιτιά, για να δει το σπαραγμό μου κάποια άπονη καρδιά, μήπως κι έρθει μια βραδιά. Κάποια καρδιά που μ' άφησε στις πίκρες μου μονάχο, σαν δέντρο που μαραίνεται χωρίς νερό στο βράχο.
Θ. Δερβενιώτης, Κ. Βίρβος, Στ. Καζαντζίδης
Στις φάμπρικες της Γερμανίας και στου Βελγίου τις στοές πόσα παιδιά σκληρά δουλεύουν και κλαίνε οι μάνες μοναχές. Κακούργα μετανάστευση, κακούργα ξενιτιά, μας πήρες απ' τον τόπο μας τα πιο καλά παιδιά. Στη μακρινή την Αυστραλία και πέρα στην Αμερική, στον Καναδά στη Βραζιλία πόσα παιδιά πονούν κι εκεί; Κακούργα μετανάστευση... Κάνε κουράγιο, μετανάστη, κάνε λεβέντη μου υπομονή,
του γυρισμού σου το καράβι πάλι μια μέρα θα φανεί, Κακούργα μετανάστευση...
Θ. Δερβενιώτης, Θ. Δερβενιώτης, Στ. Καζαντζίδης
Στις φάμπρικες της ξενιτιάς μες στον ιδρώτα λιώνω κι έχω παρέα τον καημό, αχ, το δάκρυ και τον πόνο. Στα ξένα εργοστάσια δουλεύω σαν το σκύλο, μανούλα μου κι αγάπη μου, λεφτά για να σας στείλω. Περνάω μέρες θλιβερές και νύχτες όλο κλάμα και τότε μόνο χαίρομαι, αχ, όταν λαβαίνω γράμμα. Στα ξένα εργοστάσια δουλεύω σαν το σκύλο, μανούλα μου κι αγάπη μου, λεφτά για να σας στείλω. Μανούλα μου κι αγάπη μου, ας κάνουμε κουράγιο. Ελπίζω γρήγορα να δω, αχ, ελληνικό μουράγιο.
Άκης Πάνου, Στρ. Διονυσίου
Στο σταθμό του Μονάχου με πέταξε, άχου, η μαύρη μοίρα μου, μάνα, κακομοίρα μου. Όπου να 'ναι σουρουπώνει, το Ακρόπολις θα φτάσει, να 'ταν και να κατεβάσει ένα φίλο ή γνωστό. Στο σταθμό του Μονάχου με πέταξε, άχου, η μαύρη μοίρα μου, μάνα, κακομοίρα μου. Κάθε άνθρωπος και γλώσσα, ποιόνε ξέρω, ποιος με ξέρει, αφιλόξενα τα μέρη, παγωμένες οι καρδιές. Στο σταθμό του Μονάχου με ξέχασε, άχου, η μαύρη μοίρα μου, μάνα, κακομοίρα μου. Δίπλα μου λαγοκοιμάται ένας χίπυ πεινασμένος, ένας νέγρος μεθυσμένος, τα ναυάγια σωρό.
Κ. Βίρβος, Θ. Δερβενιώτης, Στ. Καζαντζίδης, Μαρινέλλα
Ένας διαβάτης προχωρεί μέσα στης νύχτας τα σκοτάδια. Σέρνει το βήμα του βαρύ όπως τ' ανθρώπινα ρημάδια. Σε κάποια πόρτα σταματά, που το καντήλι ακόμα καίει. Κι ενώ με σπαραγμό χτυπά, κάποια φωνή τού λέει: ― Τι θες, ζητιάνε, τι ζητάς, τι θέλεις τέτοια ώρα; Ελεημοσύνη μη ζητάς, δε σου ανοίγω τώρα. ― Ελεημοσύνη δε ζητώ, εγώ ζητώ εσένα. Είμαι ο γιος σου, μάνα μου, που ήρθε απ' τα ξένα. ― Ανάθεμα στη φτώχια μας, ανάθεμα στα ξένα. Σε άσπρισαν, σε γέρασαν, παιδάκι μου, κι εσένα. ― Μη βλαστημάς την ξενιτιά κι ας είδες μαύρες μέρες, γιατί εκεί έχουν παιδιά κι άλλες πολλές μητέρες.
Κ. Βίρβος, Θ. Δερβενιώτης, Στ. Καζαντζίδης
Πικρό σαν δηλητήριο είναι το διαβατήριο, που πήρα για τα ξένα. Μα τι να κάνω ο φτωχός, μπροστά μου βρίσκεται γκρεμός και πίσω μαύρο ρέμα. Πικρό σαν δηλητήριο είναι το διαβατήριο, μα όταν ζεις χωρίς ελπίδα, όπου γης είναι πατρίδα. Απ’ τους καημούς που πέρασα, μια μέρα δεν εγέλασα, τα μάτια μου όλο κλαίνε. Και πήρα την απόφαση να φύγω για την κόλαση, που ξενιτιά τη λένε. Πικρό σαν δηλητήριο είναι το διαβατήριο, μα όταν ζεις χωρίς ελπίδα, όπου γης είναι πατρίδα. Μάνα κι αγάπη μου καλή, πάτε κι ανάψτε ένα κερί στης Παναγιάς τη χάρη, στην ξενιτιά να μη χαθώ, μα γρήγορα να ξαναρθώ στην αγκαλιά σας πάλι.
Θ. Δερβενιώτης, Στ. Καζαντζίδης, Μαρινέλλα
Μια μάνα στέκει ακίνητη, τη θάλασσα αγναντεύει, μονάχη της παραμιλά. Άραγε τι γυρεύει; ― Γιατί, καλή κυρούλα μου, τη θάλασσα αγναντεύεις, μες στα λιμάνια τριγυρνάς, για πες μου τι γυρεύεις; ― Το παιδί μου περιμένω, το’χω ένα κι ακριβό, έπαψε πια να μου γράφει και γι’ αυτό ανησυχώ. Είναι οι θάλασσες πλατιές, τα κύματα αφρισμένα κι αργούν να 'ρθουν τα γράμματα από τα μαύρα ξένα. Το παιδί μου περιμένω, το 'χω ένα κι ακριβό, και φοβάμαι μην πεθάνω και δεν θα το ξαναδώ Ποιος έχει στόμα να το πει, στην πικραμένη μάνα, πως για τον γιο της χτύπησε, στα ξένα μια καμπάνα.
Γ. Μητσάκης, Πόλυ Πάνου
Ήσουνα το καμάρι μου, όμορφο παλικάρι μου τώρα που είσαι μακριά, δεν πάω πια στον Πειραιά. Καράβια πάνε κι έρχονται και τα λιμάνια χαίρονται, μα εγώ έχω πόνο στην καρδιά, γιατί 'σαι μίλια μακριά. Στον Πειραιά σε γνώρισα, σ' αγάπησα σε πόνεσα, γύρνα, παιδί της ξενιτιάς, να ομορφύνει ο Πειραιάς.
Γ. Παλαιολόγου, Λ. Χαψιάδης, Στ. Καζαντζίδης
Κι αν σε λατρεύω, γλυκιά πατρίδα, ποτέ δεν είδα λίγη στοργή. Κι όλο με διώχνεις από κοντά σου, σαν το ρημάδι σε ξένη γη. Στον τόπο αυτόν που αγαπώ ούτ' ένα χέρι, για να πιαστώ. Και ξενιτεύτηκα, μα δε γιατρεύτηκα, κι ήρθα, πατρίδα μου, για να σε δω, κι ας με πληγώνεις. Κι αν δε ζηλεύω τις ξένες χώρες, υπάρχουν ώρες που αγανακτώ και θέλω πάλι να ξαναφύγω, τον εαυτό μου να ξαναβρώ. Στον τόπο αυτόν που αγαπώ ούτ' ένα χέρι, για να πιαστώ. Και ξενιτεύτηκα, μα δε γιατρεύτηκα, κι ήρθα, πατρίδα μου, για να σε δω,
κι ας με πληγώνεις.
Στ. Καζαντζίδης, Κ. Βίρβος
Μέσα στο τρένο Γερμανίας Αθηνών, στην τρίτη θέση σε μιαν άκρη καθισμένος, αφήνω πίσω μου το μαύρο παρελθόν και φεύγω στ' άγνωστο φτωχός κι αδικημένος. Μέσα στο τρένο που με πάει στην ξενιτιά, κλαίω τη μοίρα μου χωρίς παρηγοριά. Αφήνω μάνα και αγάπη ορφανές, κι ό,τι αγάπησα στον τόπο μου εδώ πέρα, αφήνω όμως και στιγμές πολύ πικρές, με την ελπίδα πως θα δω μιαν άσπρη μέρα. Μέσα στο τρένο που με πάει στην ξενιτιά, κλαίω τη μοίρα μου χωρίς παρηγοριά. Φεύγει το τρένο και σφυρίζει συνεχώς, σαν μοιρολόι, σαν τραγούδι πονεμένο. Γιατί, μανούλα μου με γέννησες φτωχό, γιατί να ζήσω μακριά σε τόπο ξένο!
Γ. Βασιλόπουλος, Π. Ζεμανίδης, Στ. Καζαντζίδης
Το ψωμί της ξενιτιάς είναι πικρό, το νερό της θολό, και το στρώμα σκληρό. Τα λεφτά που αποκτάς τα βλασφημάς, υποφέρεις, πονάς, την πατρίδα ζητάς. Κλέφτρα ξενιτιά, τα παλικάρια κλέβεις, μάγισσα κακιά, με τα λεφτά μαγεύεις, πάντα μ' απονιά χωρίζεις μάνες και παιδιά. Κάνε, Παναγιά, η ξενιτιά να πάψει κι άλλη μάνα πια για χωρισμό μη κλάψει κι όλα τα παιδιά στο σπίτι τους να 'ρθουν ξανά. Το ψωμί της ξενιτιάς είναι ξερό, και με δάκρυ πικρό, το ‘χω βρέξει κι εγώ. Πιο καλά στο φτωχικό ψωμί κι ελιά, παρά χίλια καλά στη σκληρή ξενιτιά. Κλέφτρα ξενιτιά, τα παλικάρια κλέβεις, μάγισσα κακιά, με τα λεφτά μαγεύεις, πάντα μ’ απονιά χωρίζεις μάνες και παιδιά. Κάνε, Παναγιά, η ξενιτιά να πάψει κι άλλη μάνα πια για χωρισμό μη κλάψει κι όλα τα παιδιά στα σπίτια τους να 'ρθούν ξανά.
Κ. Βίρβος, Θ. Δερβενιώτης, Στ. Καζαντζίδης
Αγάπη γλυκιά μου, σ' αφήνω γεια, μας χωρίζουνε, πηγαίνω μακριά σε ξένη γη σε ξένα μέρη. Τρεις αγάπες θα θυμάμαι μες στα ξένα, την πατρίδα, τη μανούλα μου κι εσένα. ( χ2 ) Κλάψε, αγάπη μου, κλάψτε, φίλοι μου, κλάψε, μάνα, αχ! ποιος να ξέρει αν βρεθούμε πάλι αντάμα, μαύρα πέλαγα, μαύρες θάλασσες θα περάσω, αχ! και μακριά σας, απ' τις πίκρες θα γεράσω. Τρεις αγάπες θα θυμάμαι μες στα ξένα, την πατρίδα, τη μανούλα μου κι εσένα. Γεια σου, αγάπη μου, θα χωρίσουμε, θα σ' αφήσω, αχ! κι απ' τη λύπη και τον πόνο μου θα σβήσω, ένα σούρουπο θα με κλάψουνε ξένες μάνες, αχ! σαν χτυπήσουν και για μένα οι καμπάνες, αχ! Τρεις αγάπες θα θυμάμαι μες στα ξένα, την πατρίδα, τη μανούλα μου κι εσένα.
Χρ. Κολοκοτρώνης, Β. Καραπατάκης, Καψάλης, Στ. Καζαντζίδης
Λύστε τους κάβους, φωνάζει ο καπετάνιος, κι ετοιμαστείτε να φύγουμε παιδιά. Τ' ακούν οι ναύτες κι αναστενάζουν και δακρυσμένοι κοιτάζουν τη στεριά. Φεύγει το καράβι, για τα ξένα πάει και η κάθε μάνα το γιο της χαιρετάει. Φεύγει το καράβι για τα ξένα μέρη, μείναν οι κοπέλες τώρα δίχως ταίρι. Φεύγουν, σαλπάρουν σε άγνωστα λιμάνια, μες στις φουρτούνες και μες στα κύματα και για τα σπίτια τους όλοι αντάμα, γράφουνε γράμμα και χαιρετίσματα. Φεύγει το καράβι, για τα ξένα πάει και η κάθε μάνα το γιο της χαιρετάει. Φεύγει το καράβι για τα ξένα μέρη, μείναν οι κοπέλες τώρα δίχως ταίρι.
Θ. Δερβενιώτης, Κ. Βίρβος, Ν. Καζαντζίδης, 1955
Σφίξε, μάνα την καρδιά σου κι άκουσε τι θα σου πω: Ετοιμάζω τα χαρτιά μου, φεύγω, θα ξενιτευτώ. Μην κλαις, μανούλα μου γλυκιά, μη βάζεις μαύρη σκέψη, δε θα μπορέσει η ξενιτιά ποτέ να με πλανέψει. Δώσ’ μου, μάνα, την ευχή σου, φεύγω, δεν αντέχω πια. Έχω βαρεθεί τη φτώχεια και τη μαύρη συμφορά. Μην κλαις, μανούλα μου γλυκιά, μη βάζεις μαύρη σκέψη, δε θα μπορέσει η ξενιτιά ποτέ να με πλανέψει. Όσα χρόνια κι αν θα λείπω στην κακούργα ξενιτιά, την αγάπη μου κι εσένα θα 'χω πάντα στην καρδιά. Μην κλαις, μανούλα μου γλυκιά, μη βάζεις μαύρη σκέψη, δε θα μπορέσει η ξενιτιά ποτέ να με πλανέψει.
Μανόλης Αγγελόπουλος
Φεύγω, μανούλα μου γλυκιά, και πάω για τον Καναδά, πάω να δώσω τη χαρά, η ξενιτιά προσμένει θ' ακούσουν τα τραγούδια μου όλοι οι ξενιτεμένοι. Φεύγω, μανούλα μου γλυκιά, και πάω για τον Καναδά. Φεύγω, μανούλα μου γλυκιά, και πάω για τον Καναδά, πάω να δώσω τη χαρά, παντού ν' απλώσω κέφι στους μετανάστες την καρδιά, να σβήσω κάθε ντέρτι. Φεύγω, μανούλα μου γλυκιά, και πάω για τον Καναδά. Φεύγω, μανούλα μου γλυκιά, και πάω για τον Καναδά, με περιμένουν με χαρά παιδιά ξενιτεμένα που χρόνια τώρα καρτερούν ν' ακούσουνε εμένα. Φεύγω, μανούλα μου γλυκιά, και πάω για τον Καναδά.
Χρ. Κολοκοτρώνης, Θ. Δερβενιώτης, Στ. Καζαντζίδης
Φεύγω, μανούλα μου γλυκιά, φεύγω και πάω στα ξένα, μα όσο ζω θα νοσταλγώ, μανούλα μου, εσένα. Ψηλά βουνά και θάλασσες πλατιές θα μας χωρίζουν, την ξένη γη τα μάτια μου με δάκρυα θα ποτίζουν. Φεύγω, αγάπη μου γλυκιά, για πάντα θα σε χάσω, μα τη ζωή που ζήσαμε, ποτέ δε θα ξεχάσω. Φεύγω, μανούλα μου γλυκιά, έτσι ήτανε γραμμένο το φτωχικό σπιτάκι μας να μείνει ρημαγμένο.
Ε. Παπαγιαννοπούλου, Στ. Καζαντζίδης, Μαρινέλλα
Μανούλα, θα φύγω, μην κλάψεις για μένα, η μοίρα το γράφει μονάχος να ζω. Το μίσος του κόσμου με δέρνει σκληρά, και φεύγω με πίκρα στα ξένα. (δις) Μ' αδίκησαν, μάνα, βαριά με πληγώσαν και ό,τι αγαπούσα το έχασα πια. Ποτέ το παιδί σου δεν είδε χαρά και φεύγει για πάντα στα ξένα. (δις) Πικρές αναμνήσεις μαζί μου θα πάρω. Στα ξένα που θα 'μαι ρημάδι θα ζω. Παιδί πια δεν θα 'χεις, μανούλα γλυκιά, εκεί θα πεθάνω στα ξένα. (δις)
Χρ. Κολοκοτρώνης, Θ. Δερβενιώτης, Γ. Λύδια
Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά κι ο μετανάστης μακριά στα έρημα τα ξένα. Δίχως μανούλα κι αδελφή, δίχως γυναίκα και παιδί γιορτάζει πικραμένα. Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά χτυπάνε οι καμπάνες, σ' άλλα σπιτάκια χαίρονται και σ' άλλα κλαίνε οι μάνες! Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Απόκριες και Πασχαλιά κι οι μάνες καρτερούνε τα παλικάρια τους να 'ρθούν, για να γιορτάσουν να χαρούν χρόνια πολλά να πούνε. Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά χτυπάνε οι καμπάνες, σ' άλλα σπιτάκια χαίρονται και σ' άλλα κλαίνε οι μάνες.
Κώ. Ψυχογιός, Γιώ. Μανίσαλης, Ν. Ξανθόπουλος
Όποιος ξέρει ξενιτιά τι πάει να πει, όποιος είδε τους καημούς της με τα μάτια του, φε θα πάταγε ποτέ σε ξένη γη, για να φάει τη ζωή του και τα νιάτα του. Δε θέλω άλλες προκοπές τη τύχη μου την είδα, κι αν πάρω χίλιες ξενιτιές, δε φτιάχνω μια πατρίδα Χρόνια τώρα στην σκληρή την ξενιτιά βολοδέρνω με τον πόνο και τη λύπη μου, μες τους ξένους σαν την έρημη καλαμιά, μακριά απ' τους δικούς μου κι απ' το σπίτι μου. Δε θέλω άλλες προκοπές τη τύχη μου την είδα, κι αν πάρω χίλιες ξενιτιές δεν φτιάχνω μια πατρίδα
Έντεχνα
Γ. Σκούρτης, Γ. Μαρκόπουλος, Λ. Χαλκιάς
Εδώ στην ξένη χώρα, αχ τι στενοχώρια! Τι θα φάω, τι θα πιω, τι θα στείλω στο χωριό; οι γυναίκες είναι χύμα· καίγομαι σαν τις κοιτώ· δε με θέλουν κι είναι κρίμα. Εδώ στην ξένη χώρα, αχ τι στεναχώρια! Κάθε βράδυ στο σταθμό τριγυρίζω, για να πω μια κουβέντα σ’ ένα φίλο κι αν μια νύχτα δεν τον βρω μοιάζω με χαμένο σκύλο. Εδώ στην ξένη χώρα, αχ τι στεναχώρια! Θα γυρίσω στο χωριό· δεν αντέχω, δε βαστώ! Τι κορμί βασανισμένο! Ψάχνω νά βρω αδερφό κι όλοι με φωνάζουν ξένο. Εδώ στην ξένη χώρα, αχ τι στεναχώρια!
Λ. Παπαδόπουλος, Μ. Λοΐζος, Γ. Νταλάρας
Έχω ένα καφενέ στου λιμανιού την άκρη, τον έχτισε το δάκρυ αυτών που μένουνε και περιμένουνε. Έχω ένα καφενέ, που ακούει όλο τα ίδια, για μπάρκα και ταξίδια αυτών που μένουνε και περιμένουνε. Έχω ένα καφενέ, ένα παλιό ρημάδι. Αχ να 'τανε καράβι γι αυτούς που μένουνε και περιμένουνε!
Γ. Σκούρτης, Γ. Μαρκόπουλος, Β. Μοσχολιού
Η Αντάρα, το Λενάκι κι η Ρηνιώ φύγαν μια νύχτα απ’ το χωριό· κρατούσανε για χρόνια δυο συμβόλαιο συλλογικό. Η Αντάρα, το Λενάκι κι η Ρηνιώ μπήκαν αμέσως στο χορό· κομμάτια βγάζουν εκατό, να πάρουνε καλό μισθό. Στην Αντάρα, στο Λενάκι, στη Ρηνιώ βάζουνε δίπλα τη Φωφώ· κι αυτή δουλεύει όσο δυο, χτυπάει διπλό το εκατό. Κι η Αντάρα, το Λενάκι κι η Ρηνιώ όλο φωνάζουν στη Φωφώ· «Σιγά, Φωφώ, σκέψου κι εμάς σιγά, Φωφώ, μας τυραννάς», όλο της φωνάζουν η Αντάρα, το Λενάκι κι η γριά Ρηνιώ.
Γ. Σκούρτης, Γ. Μαρκόπουλος, Λ. Χαλκιάς
Σε ξένη χώρα μια βραδιά εβρέθηκα στα ξαφνικά, με μια φτερούγα στην καρδιά και με πασπόρτ εργάτη. Δεν ξέρω πώς να περπατώ και πώς τη γλώσσα να μιλώ, κρατιέμαι να μην τρελαθώ, μα τρέμω και κομμάτι. Ρίχνει και χιόνι δυνατό, μα εγώ δεν έχω ούτε παλτό· στη χώρα μου το μήνα αυτό γυρνάμε με σακάκι. Αλλιώς μου τα 'παν στο χωριό,
εγώ δεν ήθελα να ’ρθω· μου είπαν θα 'βρω το χρυσό και βρήκα το φαρμάκι. Το δρόμο παίρνω τον μακρύ, η νύχτα είναι φοβερή και η βαλίτσα μου ανοιχτή, την κουβαλώ στην πλάτη. Ανοίγει η πόρτα του μπιστρό, πετάνε έξω έναν ξανθό, σκύβω στο φως για να τον δω, και βλέπω τον Σταμάτη. Με πήρε σπίτι ώρα δυο και μου ’βρασε βαρύ γλυκό· μα εγώ ξεσπάω σε λυγμό και μου 'δωσε ουζάκι. Αλλιώς μου τα 'παν στο χωριό, εγώ δεν ήθελα να ’ρθω· μου είπαν θα 'βρω το χρυσό και βρήκα το φαρμάκι. Την άλλη μέρα στις οχτώ πήγα να δω τ’ αφεντικό· μα δεν μου άνοιξε να μπω κι είδα τον επιστάτη. Κι από τις πέντε το πρωί με βάλανε μες στο κελί· Δευτέρα με Παρασκευή δίπλα σ’ ένα παιδάκι. Δουλεύω τώρα χρόνια δυο, ξέχασα τον μικρό μου γιο· και τη φτερούγα μου μαδώ σε τούτη δω την άκρη. Αλλιώς μου τα 'παν στο χωριό εγώ δεν ήθελα να 'ρθω· μου είπαν θα 'βρω το χρυσό και βρήκα το φαρμάκι.
Κ. Φέρρης, Στ. Βαμβακάρης, Ν. Ξυλούρης
Είναι κακούργα η ξενιτιά, είναι καημός τα ξένα, μα πιο πολύ μαράζωσα που 'μαι μακριά 'πο σένα. Μου ' παν τώρα που έχω φύγει και μισεύτηκα μακριά σου, σε κανένα δεν ανοίγεις τα πορτοπαράθυρά σου. Αλησμονώ και χαίρομαι κι ένα τραγούδι λέω, μα το τραγούδι πνίγεται στα στήθια μου και κλαίω Μου 'παν τώρα που έχω φύγει και μισεύτηκα μακριά σου, σε κανένα δεν ανοίγεις τα πορτοπαράθυρά σου. Να βρείτε το κορίτσι μου στη γειτονιά που μένει και πείτε της πως χάθηκα να μη με περιμένει. Μου 'παν τώρα που έχω φύγει και μισεύτηκα μακριά σου, σε κανένα δεν ανοίγεις τα πορτοπαράθυρά σου.
Πυθαγόρας, Απ. Καλδάρας, Γ. Νταλάρας
Πάνε κι έρχονται καράβια φορτωμένα προσφυγιά, βάψαν τα πανιά τους μαύρα, τα κατάρτια τους μαβιά. Σε ποια πέτρα, σε ποιο χώμα να ριζώσεις τώρα πια. Κι απ’ το θάνατο ακόμα πιο πικρή είσαι, προσφυγιά. Πού να βρίσκεται ο πατέρας, ψάχνει η μάνα για παιδιά. Μας εσκόρπισε ο αγέρας σ’ άλλη γη, σ’ άλλη στεριά, Σε ποια πέτρα, σε ποιο χώμα να ριζώσεις τώρα πια! Κι απ' το θάνατο ακόμα πιο πικρή είσαι προσφυγιά.
Γ. Σκούρτης, Γ. Μαρκόπουλος, Λ. Χαλκιάς
Η φάμπρικα δε σταματά, δουλεύει νύχτα μέρα. Και πώς τον λεν τον διπλανό και τον τρελό τον Ιταλό να τους ρωτήσω δεν μπορώ, ούτε να πάρω αέρα. Δουλεύω μπρος στη μηχανή στη βάρδια δύο δέκα κι από την πρώτη τη στιγμή μου στείλανε τον ελεγκτή να μου πετάξει στο αφτί δυο λόγια νέτα σκέτα. Άκουσε, φίλε εμιγκρέ, ο χρόνος είναι χρήμα· με τους εργάτες μη μιλάς, την ώρα σου να την κρατάς, το γιο σου μην τον λησμονάς, πεινάει κι είναι κρίμα. Κι έτσι στο πόστο μου σκυφτός, ξεχνάω τη μιλιά μου. Είμαι το νούμερο οχτώ, με ξέρουν όλοι με αυτό κι εγώ κρατάω μυστικό ποιο είναι τ’ όνομά μου.
Γ. Καλατζόπουλος, Γ. Γερασιμίδης, Γ. Νταλάρας
Είπες πως θα ρίξεις μαύρη πέτρα στην Ελλάδα, είπες πως θα γίνεις Ευρωπαίος Γερμανός, μπήκες στο βαπόρι μια Τετάρτη με λιακάδα κι όσο πάει μαυρίζει ο ουρανός. Μετανάστη, μάθε κάτι, γαλλικά, γερμανικά ίδια είν’ τ’ αφεντικά κι ίδια κλέβουν τον εργάτη. Είπες πως θα ρίξεις μαύρη πέτρα στη μιζέρια, είπες πως θα βγάζεις τον παρά με την ουρά, έβαλες στις τσέπες μοναχά τα δυο σου χέρια, πας να τα πουλήσεις, φουκαρά. Μετανάστη, μάθε κάτι, γαλλικά, γερμανικά, ίδια είν’ τ’ αφεντικά κι ίδια κλέβουν τον εργάτη.
Δ. Χριστοδούλου, Μ. Θεοδωράκης, Στ. Καζαντζίδης
Καράβι, ποιος σε κέντησε, ποιος σου 'βαψε τα ξάρτια, για να με πάρεις μακριά και να δακρύσουνε πικρά και να δακρύσουνε πικρά της μάνας μου τα μάτια. Φεύγω γιατί με πίκρανε η φτώχεια και ο πόνος, είχε πνιγεί η ελπίδα μου, είχε σβηστεί ο ήλιος μου κι είχε χαθεί ο δρόμος Με δέρναν όλοι οι καιροί, μου πάγωναν τα μάτια, μου κάναν πέτρα το ψωμί, μου κάναν βούρκο το νερό, και την καρδιά κομμάτια. Φεύγω γιατί με πίκρανε... Δεν μου 'χαν μείνει ν' αγαπώ, δυο χέρια ν' αγκαλιάζω, μόνο τα χείλη με καημό και μια φωνή με πυρετό, τον πόνο να φωνάζω. Φεύγω γιατί με πίκρανε..
Στ. Κουγιουμτζής, Στ. Κουγιουμτζής, Γ. Νταλάρας
Μη μου θυμώνεις, μάτια μου, που φεύγω για τα ξένα, πουλί θα γίνω και θα 'ρθω πάλι κοντά σε σένα. Άνοιξ’ το παραθύρι σου, ξανθέ βασιλικέ μου, και με γλυκό χαμόγελο μια καληνύχτα πες μου. Μη μου θυμώνεις, μάτια μου, τώρα που θα σ' αφήσω κι έλα για λίγο να σε δω, να σ' αποχαιρετήσω. Άνοιξ' το παραθύρι σου, ξανθέ βασιλικέ μου, και με γλυκό χαμόγελο μια καληνύχτα πες μου.
Γ. Σκούρτης, Γ. Μαρκόπουλος, Β. Μοσχολιού
Μιλώ για τα παιδιά μου και ιδρώνω, έχω ένα χρόνο να τα δω και λιώνω. Μου γράφει η γιαγιά τους πως ρωτάνε τα τρένα που 'ναι στο σταθμό πού πάνε. Αδύνατος, μου γράφει, ο ΣτεΛ., έχει ανάγκη θάλασσας ο Τάκης, αρχίζει το σχολείο η Μαρίνα, θέλει να γίνει κάποτε γιατρίνα. Αγόρασα λαχείο στ' όνομά τους αχ, να κερδίσω να σταθώ σιμά τους. Μιλώ για τα παιδιά μου και ιδρώνω, δεν ξέρω πότε θα τα δω και λιώνω. Μου γράφει η γιαγιά τους πως ρωτάνε τα τρένα που 'ναι στο σταθμό πού πάνε.
Χρ. Λεοντής, Μ. Αναματερού
Ξενιτεμένο μου πουλί, εκεί στα ξένα που 'σαι σου στέλνω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει. Σου στέλνω και το δάκρυ μου σ' ένα μικρό μαντίλι, το δάκρυ μου είναι καφτερό και καίει το μαντίλι. Ξενιτεμένο μου πουλί εκεί στα ξένα που 'σαι ξένοι σου πλένουν τα σκουτιά, ξένοι στα σαπουνίζουν. Στα πλένουν μια στα πλένουν δυο, στα πλένουν τρεις και πέντε κι από τις πέντε κι ύστερα τα ρίχνουν στο σοκάκι. Πάρε ξένε μ' τα ρούχα σου, πάρε και τα σκουτιά σου και σύρε στην πατρίδα σου, σε καρτερεί η φαμελιά σου.
Σ. Πετρίδου, Κ. Πατσιοδήμος, Ν. Καλλίνης, Γ. Φαφαλιού
Του αποχωρισμού το στερνό φιλί δίκοπο μαχαίρι. Κρύβει η ξενιτιά ανοιχτή πληγή σε σφιγμένο χέρι. Μάνα, μη μου κλαις! Μάνα, μην πονείς που φεύγω στα ξένα! Είναι η ξενιτιά μια βαθιά πληγή που πονά και μένα. Γιε μου, στ' ανοιχτά, όρτσα τα πανιά κι άσπρο περιστέρι απ' την ξενιτιά μ' ανοιχτά φτερά πίσω να σε φέρει!
Γ. Σεφέρης, Γ. Μαρκόπουλος, Λ. Χαλκιάς & Ι. Κιουρκτσόγλου
― Παλιέ μου φίλε τι γυρεύεις; χρόνια ξενιτεμένος ήρθες με εικόνες που έχεις αναθρέψει κάτω από ξένους ουρανούς μακριά απ' τον τόπο το δικό σου. ― Γυρεύω τον παλιό μου κήπο· τα δέντρα μού έρχουνται ως τη μέση κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια κι όμως σαν ήμουνα παιδί έπαιζα πάνω στο χορτάρι κάτω από τους μεγάλους ίσκιους κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές ώρα πολλή λαχανιασμένος. ― Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου σιγά-σιγά θα συνηθίσεις· θ' ανηφορίσουμε μαζί στα γνώριμά σου μονοπάτια θα ξαποστάσουμε μαζί κάτω απ' το θόλο των πλατάνων σιγά-σιγά θα 'ρθούν κοντά σου το περιβόλι κι οι πλαγιές σου. ― Γυρεύω το παλιό μου σπίτι με τ' αψηλά τα παραθύρια σκοτεινιασμένα απ' τον κισσό γυρεύω την αρχαία κολόνα που κοίταζε ο θαλασσινός. Πώς θες να μπω σ' αυτή τη στάνη; οι στέγες μού έρχουνται ώς τους ώμους κι όσο μακριά και να κοιτάξω βλέπω γονατιστούς ανθρώπους λες κάνουνε την προσευχή τους. ― Παλιέ μου φίλε δε μ' ακούς; σιγά-σιγά θα συνηθίσεις το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν σε λίγο οι φίλοι κι οι δικοί σου γλυκά να σε καλωσορίσουν. ― Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου; σήκωσε λίγο το κεφάλι να καταλάβω τι μου λες όσο μιλάς τ' ανάστημά σου ολοένα πάει και λιγοστεύει λες και βυθίζεσαι στο χώμα. ― Παλιέ μου φίλε συλλογίσου σιγά-σιγά θα συνηθίσεις η νοσταλγία σού έχει πλάσει μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους έξω απ' τη γης κι απ' τους ανθρώπους. ― Πια δεν ακούω τσιμουδιά βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος παράξενο πώς χαμηλώνουν όλα τριγύρω κάθε τόσο εδώ διαβαίνουν και θερίζουν χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα.
Δ. Ιατρόπουλος, Γ. Κατσαρός, Γ. Πουλόπουλος
Κορίτσι, που κοιτάς απορημένο, μην ψάχνεις, μη μιλάς και μη ρωτάς. Η νύχτα κι αν με βρίσκει μεθυσμένο, δεν ξέρεις τον καημό της ξενιτιάς. Δεν έχω το δικαίωμα ν' αγαπάω. Πως δεν με γνώρισες ποτέ σου, πες κι άσε με στην μοίρα μου να πάω, εγώ είμαι ένας ξένος ένας εμιγκρές. Κορίτσι μου, σ'αυτήν την πολιτεία, εγώ είμαι ένας εργάτης ταπεινός, κανείς δε θα γυρέψει την αιτία, σαν πέσω στο λιθόστρωτο νεκρός.
Δ. Ιατρόπουλος, Γ. Κατσαρός, Γ. Πουλόπουλος
Μετανάστη, μετανάστη, δακρυσμένε στην άκρη του σταθμού, στη γωνιά την μάνα σου άσ' τη, στο βαγόνι τρέχα μπες του χωρισμού. Τρένο, που με παίρνεις έξω, σ' άλλον τόπο κι απ' την μάνα μου μακριά, είχα μόνο να διαλέξω ή την φτώχεια ή την μαύρη ξενιτιά Μετανάστη, μετανάστη, δακρυσμένε στην άκρη του σταθμού, στη γωνιά τη μάνα σου άσ' τη, στο βαγόνι τρέχα μπες του χωρισμού. Τρένο που με έχει φέρει, μες στο χιόνι, μες στον ξένο κόσμο εδώ. Δόλια μάνα, ποιος το ξέρει πόσα χρόνια θα περάσουν πριν σε δω.
Γ. Σκούρτης, Γ. Μαρκόπουλος, Λ. Χαλκιάς
Έκανε κρύο κι εμείς δουλεύαμε. Ήμουν εγώ κι ο Κωσταντής ο Πάμπλο και ο Ρόκο. Έκανε κρύο κι εμείς φορτώναμε. Ήμουν εγώ κι ο Κωσταντής κι ο Ιταλός ο Ρόκο. Έκανε κρύο κι εμείς γκρεμίζαμε. Ήμουν εγώ κι ο φίλος μου ο Ιταλός ο Ρόκο. Έκανε κρύο κι εμείς παγώναμε. Ήμουν εγώ κι ο σκύλος μου που έκλαιγε το Ρόκο.
Γ. Σκούρτης, Γ. Μαρκόπουλος, Β. Μοσχολιού
Ήσανε οχτώ χωριάτες, είχαν κι οι οχτώ παιδιά φύγανε σαν μετανάστες, παρατήσαν τα χωριά. Μόλις φτάσανε στα ξένα, βρήκαν οι μισοί δουλειά και τους άλλους λησμονήσαν, πριν περάσει μια βραδιά. Ήσανε οχτώ χωριάτες, που ξεκίνησαν μαζί· άλλοι πήγανε στο νότο κι ένας στην Ανατολή. Και περάσανε τα χρόνια, γέρασαν στην ξενιτιά· κάπου κάπου σιγοκλαίνε και θυμούνται τα παλιά. Ήσανε οχτώ χωριάτες, κάποιος λέει ακόμα ζουν, τα παιδιά τους μεγαλώσαν κι άλλη γλώσσα πια μιλούν. Ήσανε οχτώ χωριάτες μετανάστες στο χαμό· τα χωράφια παρατήσαν και κερδίσαν τον καημό.
Zulfi Livaneli, Λ. Παπαδόπουλος, Μ. Φαραντούρη
Σαν τον μετανάστη στη δική σου γη, μέρα νύχτα λύνεις, δένεις την πληγή κι όλα γύρω ξένα κι όλα πετρωμένα και δεν ξημερώνει να 'ρθει χαραυγή. Στράγγισε η ζωή σου, που αιμορραγεί, κάθε ώρα τρόμος πόνος και κραυγή και σ’ ακούν οι ξένοι κι ο αδερφός σωπαίνει, αχ, δεν είναι άλλη πιο βαθιά πληγή. Σύρμα κι άλλο σύρμα και χοντρό γυαλί, μάτωσε ο ήλιος την ανατολή, κλαις κι αναστενάζεις, αχ ξενιτιά, φωνάζεις, μα η ελπίδα μαύρο κι άπιαστο πουλί.
Στ. Πετρίδου, Στ. Πετρίδου, Γ. Μπάμπης, Ν. Τάγκας
Στη γη την ξένη μονάχος κλέφτηκα, χαμένος βρέθηκα, να νοσταλγώ κείνο το δείλι, που δρόμο χάραξα. Αχ, πόσο άλλαξα! Δεν είμαι εγώ. Στη γη την ξένη, στη γη την ξένη, σκόρπισα μια ζωή κυνηγημένη, βασανισμένη, σακατεμένη, μήπως κι αναστηθεί στη γη την ξένη. Στη γη την ξένη δρόμο περπάτησα, όνειρο άφησα στον ουρανό, να βρει αγέρα, για να πετάξει, μήπως και βγει ποτέ αληθινό. Στη γη την ξένη, στη γη την ξένη δύναμη κράτησα βαθιά κρυμμένη. Δίψα θαμμένη, δυστυχισμένη, να βρει νερό ζητεί στη γη την ξένη. Στη γη την ξένη χώμα της φίλησα, το φόβο νίκησα και τραγουδώ. Κείνο το δείλι, που μέλλον χάραξα, αχ, πόσο άλλαξα! Δεν είμαι εγώ. Στη γη την ξένη, στη γη την ξένη έριξα άγκυρα, καρδιά θλιμμένη. Μοίρα ταμένη, παραδομένη σε χέρι άγνωστο στη γη την ξένη.
Δ. Ιατρόπουλος, Γ. Κατσαρός, Γ. Πουλόπουλος
Έλα να πάμε αλλού, στην άλλη άκρη του γιαλού. Έλα να πιούμε πέρα, ρωμαϊκό αγέρα Στην Ίμβρο και στην Τένεδο, τέτοια νιάτα χάλασα. Στην Ίμβρο και στην Τένεδο, στη σκλαβιά τα χάλασα. Έλα να πάμε μπρος, τώρα που έσιαξε ο καιρός. Έλα να πάμε κάτου, καθείς στα βάσανά του. Έλα να πάμε εκεί, τώρα που είναι Κυριακή. Έλα να πούμε γεια μας, στην μαύρη ξενιτιά μας
Λ. Παπαδόπουλος, Απ. Καλδάρας, Χ. Αλεξίου
Στην ξενιτιά βραδιάζει πιο νωρίς, στην ξενιτιά να κλάψεις δε μπορείς, στην ξενιτιά, μανούλα μου γλυκιά, φαρμάκι στάζει η Κυριακή κι ο κόσμος φυλακή. Πικρά σου τραγουδώ στου πόνου το σκαλί, αχ, να 'φτανε ως εδώ της παρηγόριας το φιλί. Στην ξενιτιά με ρίξαν οι καιροί, στην ξενιτιά θα λιώσω σαν κερί, στην ξενιτιά μανούλα μου γλυκιά αναστενάζεις και πονείς μα δίπλα σου κανείς. Πικρά σου τραγουδώ στου πόνου το σκαλί, αχ να 'φτανε ως εδώ της παρηγόριας το φιλί.
Δ. Λέντζος, Χ. Λεοντής, Μ. Αναματερού
Τα μάτια που δακρύζουνε, γίνονται, λέει, δένδρα, βγάζουνε φύλλα και κλαδιά και ρίζα μες στην πέτρα Και κάτι βράδια που φυσά για τους ανέμους, λένε ότι είν' αγάπες μακρινές και σαν τα δένδρα κλαίνε. Μικρό πουλί θαλασσινό, ξένο πουλί γαλάζιο, ξενάκι είμαι και πονώ, πονώ κι αναστενάζω. Τα μάτια που δακρύζουνε είναι στον κάμπο στάχυα, ήταν νησιά στο πέλαγο κι έχουνε γίνει βράχια. Και οι παλιοί οι ναυτικοί, που τα ταξίδια καίνε, λένε πως τα μεσάνυχτα ότι τα βράχια κλαίνε.
Τα τρένα που φύγαν αγάπες μού πήρανε. Αγάπες και κλαίνε, ποια μοίρα τις μοίρανε; Δώσ' μου χέρι να πιαστώ, να πιαστώ, να κρατηθώ, ένα γέλιο, μια ματιά κι ανασταίνετ' η καρδιά. Το τρένο σε πήρε, πουλί, χελιδόνι μου. Σε τύλιξ' η νύχτα κι ορφάνεψα μόνη μου.
Χάθηκα απόψε στη σιωπή και σ’ ένα πέλαγος βαθύ του νου με σέρνει η ρότα. Είπα να φύγω σ’ άλλη γη, μα της αγάπης η πληγή δεν κλείνει με τσιρότα. Βλέπω καράβια να περνούν, μ’ άσπρη σημαία να γυρνούν στης λησμονιάς τα μέρη· και μια γοργόνα με ρωτά αν είδα ήλιο τη νυχτιά κι άστρο το μεσημέρι. Της αγκαλιάς η ξενιτιά είναι η πιο μεγάλη· βάλε στη στάχτη μου φωτιά κι αφάνισέ με πάλι. Kαλότυχα είναι τα βουνά, ψυχή δεν έχουν να πονά, καρδιά ν’ αργοπεθαίνει. Πέφτει μια κίτρινη βροχή, πού να ΄βρουν στέγη και τροφή του κόσμου οι κολασμένοι. Κάποτε είχες μια καρδιά, που χώραγε όλο το ντουνιά· τώρα χωράει μια πέτρα. Μέχρι να βρεις τρόπο να ζεις, μην τη σκοτώνεις τη ζωή, τι μένει κάτσε μέτρα.
Αέρας δεν εφύσηξε να πάρει την φωνή μου, σε όλο τον κόσμο να ακουστούν οι αναστεναγμοί μου... Τίνος αέρα να κλουθώ, να φύγω που τα ξένα και κάψανέ μου τη καρδιά που φύλαγα για σένα...
Δε θέλω εγώ παινέματα, παρηγοριές και ψέματα, δεν θέλω εγώ παινέματα να γιατροπορευτώ. Θέλω το γιο μου, το Ανεστάκι, που 'ναι στη ξενιτιά. Αχ το μικρό μου καπετανάκι, που δε μου γράφει πια! Χαρείτε τα καράβια σας, τα πλούτη μες στα αμπάρια σας. Χαρείτε τα καράβια σας, δε θα τα λιμπιστώ. Θέλω το γιο μου το Ανεστάκι, που 'ναι στη ξενιτιά. Αχ το μικρό μου καπετανάκι, που δε μου γράφει πια! Δε θέλω εγώ παινέματα, παρηγοριές και ψέματα. δεν θέλω εγώ παινέματα, να γιατροπορευτώ.
Τη Δευτέρα το βράδυ σου 'χα στείλει άλλο ένα γράμμα, η ζωή εδώ πέρα σ' το 'χω πει πως είναι άλλο πράμα. Κι ο καπετάνιος διαταγές και μανιφέστα κι όλο πληρώνω εγώ τα ρέστα. Να προσέχεις τα παιδιά και να μου γράφεις γράμματα. Στέλνω μιαν επιταγή και κάτι μικροπράγματα. Τη Δευτέρα το βράδυ που 'χα μείνει για υπερωρία παραλίγο, γυναίκα, να με μπλέξουν σε μια ιστορία δυο επιβάτες Ιταλοί στην προκυμαία με κάτι υφάσματα λαθραία. Κι ευτυχώς που ένας ναύτης είδε την παρανομία, πήγε κι είπε πως δεν είχα εγώ ανάμιξη καμία. Μες στο ίδιο το γράμμα σου 'χα γράψει μια παραγγελία να φροντίσεις για εκείνο το χαρτί από την νομαρχία Και να το στείλεις οπωσδήποτε, γυναίκα, μ' ένα χαρτόσημο των δέκα. Και να προσέχεις τα παιδιά και να μου γράφεις γράμματα. Στέλνω μιαν επιταγή και κάτι μικροπράγματα.
Φεγγάρι, μάγια μου 'κανες και περπατώ στα ξένα, είναι το σπίτι ορφανό, αβάσταχτο το δειλινό και τα βουνά κλαμένα. Στείλ', ουρανέ μου, ένα πουλί να πάει στη μάνα υπομονή. Στείλ', ουρανέ μου, ένα πουλί, ένα χελιδονάκι, να πάει να χτίσει τη φωλιά στου κήπου την κορομηλιά, δίπλα στο μπαλκονάκι. Στείλ', ουρανέ μου, ένα πουλί να πάει στη μάνα υπομονή, να πάει στη μάνα υπομονή δεμένη στο μαντίλι προικιά στην αδερφούλα μου και στη γειτονοπούλα μου γλυκό φιλί στα χείλη. Στείλ', ουρανέ μου, ένα πουλί να πάει στη μάνα υπομονή.
Τώρα που πας στη ξενιτιά, πουλί θα γίνω του νοτιά, γρήγορα να σ' ανταμώσω. Για να σου φέρω τον σταυρό, που μου παράγγειλες να βρω δαχτυλίδι να σου δώσω. Ήσουν κυπαρίσσι στην αυλή μου αγαπημένο, ποιος θα μου χαρίσει το φιλί που περιμένω. Στ' όμορφο ακρογιάλι καρτερώ να μου 'ρθεις πάλι σαν μικρό χαρούμενο πουλί. (δις) Χρυσή μου αγάπη, έχε γεια να 'ναι μαζί σου η Παναγιά κι όταν 'ρθει το περιστέρι, θα 'χω κρεμάσει φυλαχτό στο παραθύρι τ' ανοιχτό την καρδιά μου σαν αστέρι. Ήσουν κυπαρίσσι στην αυλή μου αγαπημένο ποιος θα μου χαρίσει το φιλί που περιμένω. Στ' όμορφο ακρογιάλι καρτερώ να μου 'ρθεις πάλι σαν μικρό χαρούμενο πουλί.