Σύμφωνα με τον W. B. Dinsmmor η κάτοψη του ναού ήταν κάπως έτσι:
Επιλέξτε από το σχέδιο το τμήμα που σας ενδιαφέρει.
Το ανατολικό τμήμα του ναού, το ιερό της Αθηνάς Πολιάδας
Το ανατολικό τμήμα ήταν αφιερωμένο στη λατρεία της Αθηνάς Πολιάδας. Η είσοδος γινόταν από μια εξάστυλη ιωνική στοά. (Ο έκτος κίονας, ο βορειότερος -δεξιά στη φωτογραφία- έχει απαχθεί από τον Έλγιν και σήμερα βρίσκεται στο βρετανικό μουσείο.) Το ύψος των κιόνων είναι 6,586 μ.
Εδώ βρισκόταν το λατρευτικό άγαλμα της Αθηνάς, το άγιον βρέτας ή έδος ή είδωλον ή ακόμη και ξόανον, αλλά και άγαλμα των πηγών. Σύμφωνα πάλι με κάποιες πηγές το άγαλμα ήταν διιπετές, δηλαδή είχε πέσει από τον ουρανό. Φυσικά, υπάρχει και η άποψη ότι το άγαλμα της θεάς το έφερε ο Εριχθόνιος. Σύμφωνα με τη Μαρία Μπρούσκαρη, η απουσία περιγραφής τους αγάλματος μας οδηγεί στην υπόθεση ότι δεν είχε ιδιαίτερη καλλιτεχνική αξία. Από τις έμμεσες μαρτυρίες (επιγραφικές, νομισματικές κ.ά.) μπορούμε να υποθέσουμε ότι ήταν από ξύλο ελιάς, με στεφάνι στο κεφάλι, ενώτια (σκουλαρίκια) στα αυτιά, περιδέραιο στο λαιμό, χρυσή αιγίδα, χρυσό γοργόνειο στο στήθος, ενώ στο χέρι πρέπει να κρατούσε φιάλη· κάπου πρέπει να υπήρχε και μια χρυσή γλαύκα. Γι' αυτό το άγαλμα ύφαιναν οι Αθηναίες (Αρρηφόρες) τον πέπλο και σ' αυτό απευθυνόταν η γιορτή των Παναθηναίων. Εμπρός από το άγαλμα έκαιγε ένα χρυσό λυχνάρι, που το τροφοδοτούσαν με λάδι μόνο μια φορά το χρόνο, έργο του Καλλίμαχου. Από τον Παυσανία (1, 26, 7) μαθαίνουμε ότι πάνω από το λυχνάρι υπήρχε ένας χάλκινος φοίνικας, ως την κορυφή του κτιρίου, για να «ανασπά την ατμίδα».
Περνώντας από την κιονοστοιχία του προδρόμου υπήρχε ο σηκός. Η κύρια θύρα είχε πλάτος 2,70 μ., ενώ δεξιά και αριστερά υπήρχε από ένα παράθυρο. Η διαμόρφωση του εσωτερικού χώρου παραμένει άγνωστη· κάποια λείψανα θεμελίων που σώζονται και τα οποία υποδηλώνουν διαίρεση του χώρου σε τρία κλίτη, ανήκουν σε μεταγενέστερες επεμβάσεις.
Το βορινό πρόπυλο (η πρόστασις η προς του θυρώματος)
Το βορινό πρόπυλο (ή πρόστασις ή προς του θυρώματος) στηρίζεται σε έξι υψηλούς ιωνικού ρυθμού κίονες σε διάταξη σχήματος Π. Οι κίονες έχουν μια μικρή κλίση, όπως και ένταση και μείωση, αν και λιγότερο αισθητές από του Παρθενώνα. Το ύψος τους φτάνει τα 7,635 μ.
Εκείνο που προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση είναι ο πλούτος της διακόσμησης. Ο άβακας του κιονόκρανου είναι διακοσμημένος με ιωνικό κυμάτιο, ο εχίνος με πλοχμό και ιωνικό κυμάτιο, το υποτραχήλιο (κάτω από τον εχίνο) με μια ταινία με περίτεχνο ανάγλυφο ανθέμιο.
Στο δάπεδο αριστερά, πριν φτάσει κανείς στη μεγάλη θύρα, στο σημείο όπου λείπουν οι μαρμάρινες πλάκες, διακρίνονται κάποια λαξεύματα στον βράχο. Τα λαξεύματα αυτά προκλήθηκαν από την τρίαινα του Ποσειδώνα κατά τη διεκδίκηση της ονομασίας της πόλης στη φιλονικία του με την Αθηνά.
Όμως, σύμφωνα με μία άλλη άποψη, προκλήθηκαν από τον κεραυνό του Δία, με τον οποίο σκότωσε τον Ερεχθέα. Έτσι δικαιολογείται και το άνοιγμα της οροφής του προστύλου. (Δες παρακάτω) Σ' αυτό το σημείο, συνεπώς, βρισκόταν και ο τάφος του Ερεχθέα. Αυτός άλλωστε ήταν και ο λόγος που το πρόπυλο έτυχε τόσο λαμπρής διακόσμησης.
Πολύ κοντά στο άνοιγμα που υπάρχει στο δάπεδο του προπύλου, σε μία από τις πλάκες της πλακόστρωσης διακρίνεται ένα μικρό αυλάκι που ίσως χρησίμευε για τη διοχέτευση προσφορών στο σημείο, όπου σώζονται επάνω στο βράχο τα σημάδια είτε του κεραυνού του Δία είτε της τρίαινας του Ποσειδώνα. Φαίνεται πως στην αρχαιότητα υπήρχε κάποια μορφή βωμού γνωστού ως ο βωμός του θυηόχου Διός ή ο βωμός του Διός Υπάτου. Σύμφωνα με τον Παυσανία στο βωμό δε γίνονταν αιματηρές θυσίες αλλά μόνο προσφορές "πεμμάτων", δηλαδή μικρών γλυκών ψωμιών.
Η οροφή του προπύλου, που ένα μέρος της προέρχεται από την επισκευή των ρωμαϊκών χρόνων, έχει φατνώματα, που άλλοτε ήταν πολύχρωμα. Με τα χρώματα και τα μεταλλικά κοσμήματά τους τα φατνώματα ανέδιδαν άλλοτε μια φαντασμαγορική λάμψη.
Όπως είχε μείνει ανοιχτό το σημείο του δαπέδου, έτσι είχε μείνει ανοιχτή και η οροφή του προπύλου, για να δηλωθεί η κατεύθυνση του του κεραυνού του Δία ή της τρίαινας του Ποσειδώνα. Επίσης το σημείο θεωρούνταν ιερό και δεν έπρεπε να κλείσει.
Καταστόλιστη ήταν και η θύρα που οδηγούσε στον πρόδομο του δυτικού τμήματος του Ερεχθείου, της οποίας το αρχικό ύψος ήταν 4,88 μ. και το πλάτος 2,43 μ. Ένα μέρος του περιθυρώματος με τη διακόσμησή του προέρχεται από μια επισκευή, που έγινε στο κτίριο μετά από σοβαρή ζημιά εξαιτίας της πυρκαγιάς του 1ου αιώνα π.Χ.
Η μικρή είσοδος που διακρίνεται δεξιά της θύρας οδηγούσε στο Πανδρόσειο, που γειτόνευε στα δυτικά με το Ερεχθείο.
Στον πρόδομο του δυτικού τμήματος, κάτω από ολόκληρο το δάπεδο, υπήρχε κατά την αρχαιότητα η λεγόμενη Ερεχθηίς θάλασσα, το αλμυρό νερό που ανάβλυσε από τον βράχο, όταν ο Ποσειδώνας τον κτύπησε με την τρίαινά του.
Στον σηκό του δυτικού τμήματος του Ερεχθείου λατρευόταν ο Ποσειδών-Ερεχθεύς (αρχικά λατρευόταν μόνο ο Ερεχθέας, με τον οποίο συγχωνεύτηκε στους μυκηναϊκούς χρόνους ο Ποσειδώνας), όπως επίσης Βούτης και ο Ήφαιστος.
Ο Βούτης ήταν αδελφός του Ερεχθέα, ιερέας της Αθηνάς και του Ποσειδώνα και ιδρυτής του γένους των Βουταδών ή Ετεοβουταδών, τα μέλη του οποίου διατήρησαν το προνόμιο της ιεροσύνης ως τα ύστερα χρόνια της αρχαιότητας.
Ο Ήφαιστος ήταν ο πατέρας του Εριχθόνιου. (Δες τους σχετικούς μύθους)
Εδώ, ή σύμφωνα με άλλους στον ανατολικό σηκό, είχε τη φωλιά του το ιερό φίδι της Αθηνάς, ο οικουρός όφις των αρχαίων πηγών.
Σύμφωνα με μια άποψη ο σηκός του δυτικού τμήματος δεν είχε στέγη. Μια μικρή είσοδος στο νοτιοδυτικό άκρο του προδόμου οδηγούσε στην πρόστασιν των Κορών (Καρυάτιδων).
Το νότιο τμήμα του ναού, H πρόστασις των Κορών
Έξι κόρες σε διάταξη σχήματος Π πατούν σε ένα πόδιον ύψους 1.77 μ. και στηρίζουν την οροφή της πρόστασης με το κεφάλι τους, μέσω ενός αρχιτεκτονικού μέλους που μοιάζει με καλαθόσχημο κιονόκρανο στολισμένο με ωά (αυγά).
Στην αρχή τα αγάλματα αυτά ονομάζονταν απλώς Κόρες. Η ονομασία Καρυάτιδες δόθηκε σε μεταγενέστερους χρόνους. Σύμφωνα με τον ρωμαίο αρχιτέκτονα Βιτρούβιο παρίσταναν τις γυναίκες της λακωνικής πόλης Καρυών, που είχε μηδίσει κατά τους περσικούς πολέμου και τιμωρήθηκε με φόνο των ανδρών της και αιχμαλωσία των γυναικών της. Το πιθανότερο είναι όμως ότι οι Κόρες ταυτίστηκαν με τις Καρυάτιδες παρθένες, οι οποίες τελούσαν στην πατρίδα τους γνωστούς χορούς προς τιμή της Καρυάτιδας Αρτέμιδος. Τέλος, υπάρχει και η άποψη ότι απεικονίζουν τις Κεκροπίδες, τις τρεις κόρες του Κέκροπα, την Έρση, την Άγραυλο και την Πάνδροσο. (Δες τους σχετικούς μύθους.)
Οι έξι κόρες έχουν λυγισμένο το ένα πόδι, αυτό προς τον κεντρικό άξονα (ή πιο απλά οι τρεις αριστερές το δεξί πόδι και οι τρεις δεξιές το αριστερό πόδι). Φορούν ένα δωρικό πέπλο που σχηματίζει πτυχές ανάμεσα στα στήθη και καθώς κυλά προς τα πόδια.
Τα μαλλιά τους είναι μακριά, χτενισμένα προς τα πίσω και δεμένα χαλαρά. Οι βραχίονες λείπουν από όλες. Σύμφωνα με ρωμαϊκά αντίγραφα στο Τίβολι το ένα χέρι κρατούσε την άκρη του ρούχου και το άλλο μια φιάλη.
Οι Καρυάτιδες σήμερα βρίσκονται στο Μουσείο της Ακρόπολης, εκτός από τη δεύτερη από αριστερά η οποία είχε απαχθεί από το λόρδο Έλγιν και βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο.
Με το κεφάλι τους οι Καρυάτιδες στηρίζουν το επιστύλιο, το οποίο αποτελείται από τρεις επάλληλες ταινίες, από τις οποίες η ανώτερη φέρει ανάγλυφους ρόδακες. Στη συνέχεια διακρίνεται το γείσο που κοσμείται με γεισίποδες. Η οροφή αποτελείται από μεγάλες μαρμάρινες πλάκες, που στηρίζονται σε δοκούς, στολισμένες με φατνώματα.
Η πρόσταση των Κορών δεν είχε αετωματική στέγη.
Ένα άνοιγμα στη δυτική πλευρά οδηγούσε στα αρχαία χρόνια στον τάφο του Κέκροπα, που βρισκόταν εν μέρει κάτω από το δάπεδο της πρόστασης των Καρυάτιδων και εν μέρει στο Πανδρόσειο.
Πιστεύεται ότι η πρόσταση των Καρυάτιδων έγινε για να σημαδέψει μνημειακά τον τάφο του Κέκροπα. Μετά από έρευνες διαπιστώθηκε ότι ο τάφος του Κέκροπα αρχικά ήταν ένας απλός τύμβος από χώμα. Μια πλάκα που υπάρχει κάτω από το δάπεδο της πρόστασης προστάτευε τον τάφο πριν ο αρχιτέκτονας του Ερεχθείου αρχίσει την οικοδόμηση του ναού.
Η φωτογραφία παραχωρήθηκε από τον Αιμίλιο Παύλου
Το δυτικό τμήμα του ναού βρισκόταν χαμηλότερα υψομετρικά κατά 3 μ. και ήταν αφιερωμένο στη λατρεία του Ποσειδώνα Ερεχθέα, του Ήφαιστου και του ήρωα Βούτου. Χωριζόταν σε δύο μέρη, ένα σηκό στα ανατολικά και ένα πρόδομο. Ο πρόδομος είχε τρεις εισόδους, μία από τον βορρά ―που ήταν και η επισημότερη― με το μεγαλόπρεπο πρόπυλο (η πρόστασις η προς του θυρώματος), μία από τα δυτικά και μία από τον νότο.
Ο δυτικός τοίχος του Ερεχθείου ονομάζεται από τις επιγραφές ο προς τω Πανδροσείω, επειδή έβλεπε προς το παρακείμενο ιερό της Πανδρόσου.
Η πρόσοψη είναι διώροφη. Το κάτω μέρος είναι συμπαγής τοίχος, ύψους 2,75 μ., εκτός από μια μικρή θύρα (διακρίνεται στη φωτογραφία πίσω από την ελιά) που οδηγούσε στον τάφο του Κέκροπα.
Επάνω σχηματιζόταν ένα είδος στοάς που την αποτελούσαν τέσσερις ιωνικοί κίονες ανάμεσα σε δύο παραστάδες. Οι κίονες συνδέονταν κάτω με στηθαίο, επάνω με κιγκλίδωμα, έτσι που να δίνουν την εντύπωση ημικιόνων. Με τις επισκευές του κτιρίου κατά τους πρώιμους αυτοκρατορικούς χρόνους, τα ανοίγματα περιορίστηκαν σε παράθυρα, που επίσης έκλειναν με κιγκλιδώματα.
Το κτίριο είχε αετωματική στέγη.
Η αυλή ανατολικά του βορινού προστύλου
Ανατολικά του πρόστυλου διαμορφωνόταν μία αυλή, στρωμένη με μαρμάρινες πλάκες, που εκτεινόταν ως το τείχος της Ακρόπολης. Σήμερα σώζεται μόνο το πώρινο θεμέλιο, πάνω στο οποίο στηριζόταν η πλακόστρωση. Η αυλή αυτή πιθανόν να ταυτίζεται με τον προορισμένο για ιεροτελεστίες θεατρικό χώρο. Σ' όλο το μήκος της ανατολικής άκρης της αυλής εκτεινόταν μία σκάλα, η οποία σήμερα έχει αποκατασταθεί στο μισό. Η σκάλα αυτή οδηγούσε στο ανατολικό τμήμα του Ερεχθείου.
Στον χώρο θα πρέπει να υπήρχε και κάποιος βωμός.
Στο δυτικό τμήμα του Ερεχθείου βρισκόταν το Πανδρόσειον, ιερό αφιερωμένο στην Πάνδροσο, μια από τις κόρες του Κέκροπα.
Στο Πανδρόσειο βρισκόταν η ιερή ελιά της Αθηνάς. Σύμφωνα με την παράδοση η ελιά φύτρωσε από τον βράχο κατά τη φιλονικία της Αθηνάς με τον Ποσειδώνα. Οι Πέρσες έκαψαν το ιερό δέντρο, αλλά ξαναφύτρωσε με θαυμαστό τρόπο τη δεύτερη κιόλας μέρα.
Στο Πανδρόσειο βρισκόταν επίσης ο βωμός του Ερκείου Διός και ο τάφος του Κέκροπα.
Κοντολέων Ν., Το Ερέχθειον ως οικοδόμημα χθονίας λατρείας, Αθήνα, 1949
Τσάκος Κωνσταντίνος, Η Ακρόπολη τα μνημεία και το μουσείο, ιστορικός και αρχαιολογικός οδηγός, Έσπερος, Αθήνα, 2000
Μαρία Μπρούσκαρη, Τα μνημεία της Ακρόπολης, Υπουργείο Πολιτισμού, Τ.Α.Π., Αθήνα, 2000, 2η έκδοση, σελ. 172-202
Ανδριανή Μπακανδρίτσου, Ερέχθειον Αρχιτεκτονική μορφή και λατρευτικός χαρακτήρας, Αθήνα 2003
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τόμοι Β, Γ1, Γ2