Στην ενότητα αυτή ο Πλωτίνος υποστηρίζει, ακολουθώντας τον Πλάτωνα, ότι η «ομοίωση με τον Θεό» είναι το τέλος, ο απώτερος στόχος, της ανθρώπινης ζωής. Aυτός ο στόχος επιτυγχάνεται μόνο όταν ο άνθρωπος έχει αρετές, όπως η φρόνηση, η δικαιοσύνη, η ευσέβεια, και γενικά όταν είναι ενάρετος. O Πλωτίνος τονίζει γενικότερα τη διάκριση του αισθητού και του νοητού κόσμου και την αξία του νοητού κάλλους έναντι του αισθητού.
KEIMENO
Το κακό, η φυγή της ψυχής και η «ομοίωση με τον θεό»1
Εφόσον τα κακά2 βρίσκονται εδώ και «τριγυρίζουν αναγκαστικά σε τούτον εδώ τον τόπο», και η ψυχή3 θέλει να αποφύγει τα κακά, πρέπει να φύγουμε από εδώ. – Σε τι συνίσταται λοιπόν αυτή η φυγή; – «Στο να γίνουμε όμοιοι με τον θεό», λέει ο Πλάτων. Και τούτο επιτυγχάνεται «αν με τη φρόνηση γίνουμε δίκαιοι και ευσεβείς» και γενικά ενάρετοι4. – Αν λοιπόν γινόμαστε όμοιοί του μέσω της αρετής, δε θα γινόμαστε όμοιοι με κάτι που διαθέτει αρετή5; Και ποιος θεός θα είναι αυτός; Δε θα είναι αυτός που περισσότερο φαίνεται να έχει αυτά τα χαρίσματα, δηλαδή η Ψυχή του κόσμου6 και αυτός που κυβερνά μέσα της, ο οποίος διαθέτει φρόνηση θαυμαστή7; Άλλωστε, είναι εύλογο, εφόσον βρισκόμαστε εδώ, μ' αυτόν να γινόμαστε όμοιοι8.
(Πλωτῖνος, Ἐννεάδες, Ι, 2, [19], 1-10)
ΠΡΑΓΜΑTOΛOΓΙΚΑ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΥTΙΚΑ ΣΧOΛΙΑ
H ομοίωση με τον θεό: ο Πλωτίνος αρχίζει την πραγμάτευση των αρετών στο έργο του Εννεάδες με μια παραδοχή της άποψης του Πλάτωνα, σύμφωνα με την οποία, για να αποφύγει ο άνθρωπος το κακό, πρέπει να εξομοιωθεί με τον Θεό. H ὁμοίωσις θεῷ είναι το τέλος ή ο σκοπός της ανθρώπινης ζωής και επιτυγχάνεται μέσω των αρετών.
Kακό: το κακό δεν υπάρχει στη νόηση και την ψυχή, κατά τον Πλωτίνο, αλλά στην ύλη και στον αισθητό κόσμο. Αποτελεί έλλειψη του Αγαθού, η οποία προκαλείται από το σκότος.
Ψυχή: η ψυχή κατά τον Πλωτίνο ρέπει προς την ύλη, έχει όμως τη δύναμη να αποδεσμευθεί απ' αυτήν και διαμέσου του Nου, δηλαδή των ιδεών, να φθάσει το Eν ή άλλως το Aγαθό και να ενωθεί μαζί του.
Φρόνηση… γίνονται ευσεβείς και δίκαιοι: αναφορά στις αρετές της φρόνησης, της δικαιοσύνης και της ευσέβειας. Η τελευταία δεν υπάρχει ανάμεσα στις αρετές που αναφέρει ο Πλάτων.
Aρετή: ο Πλωτίνος θεωρεί ότι ο άνθρωπος μπορεί να επιτύχει την εξομοίωση με τον Θεό μέσω των αρετών και προϋποθέτει πως ο Θεός είναι ενάρετος, δηλ. η ὁμοίωσις προϋποθέτει την ὁμοιότητα. H αναγωγή της ψυχής προς τον νοητό κόσμο (ιδέες, Nους), η απαλλαγή της από τα αισθητά φαινόμενα, η θέαση των νοητών και η εξομοίωση με τον Θεό προϋποθέτουν όμως μια εσωτερική απελευθέρωση από την επίγεια ζωή μέσω της κάθαρσης.
Ψυχή του κόσμου: αυτή είναι ανώτατη κοσμική δύναμη, ενώ οι ατομικές ψυχές είναι απλά όψεις της με τις οποίες δραστηριοποιούνται τα σώματα. H ταύτιση της κοσμικής (θεϊκής) ψυχής με την ανθρώπινη γίνεται με την κάθαρση της ψυχής και μέσω των αρετών.
Φρόνηση θαυμαστή: από τον Όμηρο και τους Προσωκρατικούς μέχρι τους νεότερους χρόνους, η φρόνηση ή η σοφία είναι η κατ' εξοχήν αρετή του θεού αλλά και του ανθρώπου.
Γινόμαστε όμοιοι: οι αρετές είναι, για τον Πλωτίνο, μέσο τελείωσης της ψυχής και εξομοίωσης του ανθρώπου με τον Θεό. Ο άνθρωπος είναι στη φιλοσοφία του Πλωτίνου ένα πλάσμα ελεύθερο να πραγματοποιήσει τον πραγματικό του εαυτό, να ενωθεί με το Εν ή Αγαθό και να εξομοιωθεί με τον Θεό. H ηθική θεωρία του Πλωτίνου δεν προετοιμάζει τον άνθρωπο για την πράξη, αλλά αποβλέπει σε μια μυστική ένωση με το απόλυτο Eν.
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
1 Aς φύγουμε για την αγαπημένη μας πατρίδα
Ποιος είναι λοιπόν ο δρόμος της φυγής και πώς θα τον ακολουθήσουμε; Θα ξανοιχτούμε όπως –καθώς, αλληγορικά μου φαίνεται, λέει ο ποιητής– ο Οδυσσέας από τη μάγισσα Κίρκη ή την Καλυψώ, ο οποίος δεν αρκέστηκε να παραμείνει εκεί, παρόλο που είχε ηδονές των ματιών και βρισκόταν ανάμεσα σε πολύ αισθητή ομορφιά. H πατρίδα μας, απ' όπου ήρθαμε, κι ο πατέρας μας είναι Eκεί […] «Κλείνοντας τα μάτια» άλλαξε την όρασή σου και ξύπνα μιαν άλλη, που ενώ την έχουν όλοι, λόγοι τη χρησιμοποιούν.
(Πλωτῖνος, Ἑννεάδες, I.6. [1] 8. 17-27)
2 Ωραία ψυχή και εσωτερική όραση
Kατά τον Πλωτίνο, την ομορφιά της ψυχής και του νοητού κόσμου τη γνωρίζουμε, όταν καταλάβουμε ότι η ομορφιά στην τέχνη βασίζεται στη μορφή. Aπό την ομορφιά στη φύση και στην τέχνη ανώτερη είναι η ομορφιά της ψυχής.
Πώς θα δεις τώρα τι ομορφιά έχει μια καλή ψυχή; Αποσύρσου στον εαυτό σου και κοίτα· και αν δεις τον εαυτό σου να μην είναι ακόμη ωραίος, όπως ο δημιουργός του αγάλματος που πρέπει να γίνει ωραίο αφαιρεί, λαξεύει, λειαίνει και καθαρίζει μέχρις ότου φανεί πάνω στο άγαλμα ένα ωραίο πρόσωπο, έτσι κι εσύ αφαίρεσε τα περιττά και ίσιωσε τα στραβά, και όσα είναι σκοτεινά κάνε τα να γίνουν λαμπρά καθαρίζοντάς τα, και μην πάψεις να σμιλεύεις το άγαλμά σου, ως ότου λάμψει πάνω του η θεόμορφη λαμπρότητα της αρετής…
(Πλωτῖνος, Ἐννεάδες, I.6 [1]. 9.1 κ.ε.)
3 Η φύση του Αγαθού
[Αγαθό είναι] εκείνο από το οποίο εξαρτώνται τα πάντα και στο οποίο όλα τα όντα αποβλέπουν, έχοντάς το ως αρχή και έχοντάς το ανάγκη· ενώ αυτό δεν έχει ανάγκη τίποτα, είναι αύταρκες, χωρίς τίποτα που να χρειάζεται, μέτρο και όριο των πάντων, παρέχοντας από τον εαυτό του νου και ουσία και ψυχή και ζωή και νοητική ενέργεια. Και μέχρις εκεί όλα είναι ωραία· το ίδιο είναι πάνω από την ομορφιά και βασιλεύει στον χώρο του νοητού, επέκεινα από τα ανώτερα όντα.
(Πλωτῖνος, Ἑννεάδες, I.2. 1-9)
EPΩTHΣEIΣ – EPΓAΣIEΣ
Ποιες αρετές διαθέτει ο Θεός, σύμφωνα με τον Πλωτίνο;
Πώς ορίζει το Aγαθό ο Πλωτίνος στο παράλληλο κείμενο (3);
Σε τι διαφέρει η ομορφιά της ψυχής από την ομορφιά της φύσης και της τέχνης; [Παράλληλα κείμενα (1) και (2)].
ΘEMAΤΑ ΓIA ΣYZHTHΣH Ή ΓPAΠTH EPΓAΣIA
Με ποιον αλληγορικό τρόπο εξηγεί ο Πλωτίνος την επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη σε σχέση με το ταξίδι-φυγή της ψυχής; [Παράλληλο κείμενο (1)].
ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
Να συγκρίνετε τη φράση ὁμοίωσις θεῷ, όπως αναφέρεται από τον Πλάτωνα και τον Πλωτίνο, με τη φράση της Παλαιάς Διαθήκης καί εἶπεν ὁ Θεός Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ' εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ' ὁμοίωσιν (Γένεσις 1, 26) που αποτέλεσε τη σύνοψη της χριστιανικής ανθρωπολογίας.
Με προσέγγιση όρων, όπως Νεοπλατωνισμός, αναφερόμαστε στο τελευταίο φιλοσοφικό σύστημα του αρχαίου ελληνικού κόσμου, που ιδρυτής του θεωρείται ο Πλωτίνος. Επισημαίνουμε, αφού διαβάσουμε το κείμενο, την εξάρτηση της σκέψης του Πλωτίνου από τον Πλάτωνα, που είναι φανερή στο κείμενο, και τον εκλεκτικό - συνθετικό της χαρακτήρα. Άξονες για την ερμηνευτική προσέγγιση του κειμένου είναι το θέμα της ομοίωσης του ανθρώπου με τον θεό, που προβάλλει ως «τέλος της ανθρώπινης ζωής». Στο ερώτημα «Μπορεί ο άνθρωπος να επιτύχει την ομοίωση με τον θεό;» ο Πλωτίνος, ακολουθώντας τον Πλάτωνα, απαντά θετικά υποστηρίζοντας πως «αυτό επιτυγχάνεται μέσω των αρετών». Η ὁμοίωσις θεῷ περιέχεται στον πλατωνικό διάλογο Θεαίτητος (176d 1-2) και είναι η σημαντικότερη απάντηση του Πλάτωνα στο ερώτημα για το τέλος, τον τελικό σκοπό της ανθρώπινης ζωής. Κατά τον Πλάτωνα, ο θεός είναι ενάρετος, συνεπώς μόνο αν ο άνθρωπος καταστεί ενάρετος επιτυγχάνει την ομοίωση με αυτόν. Αν και ο Αριστοτέλης έχει επισημάνει στα Ηθικά Νικομάχεια (1178b 8-18) ότι οι θεοί δεν είναι δυνατόν να διαθέτουν αρετές (δικαιοσύνη, ανδρεία, σωφροσύνη), δεδομένου ότι η ενέργεια αυτών δεν είναι πρακτική αλλά θεωρητική, ο Πλωτίνος εισάγει την έννοια της ιεραρχικής εξομοίωσης που του επιτρέπει να διατηρήσει τη σχέση προτύπου - απεικάσματος μεταξύ νοητού και αισθητού. Για την ομοίωση προς τον Θεό, βλέπε σχετικά E. R. Dodds, Πλάτων και Πλωτίνος, μτφρ. Σ. Ροζάνη, εκδ. Έρασμος, 1η έκδ., 1977.
Πλωτίνος και Νεοπλατωνισμός: για να γίνει κατανοητή η διδασκαλία του Πλωτίνου, πρέπει να γίνει σύντομη αναφορά στον Νεοπλατωνισμό, με τον οποίο ολοκληρώνεται η φιλοσοφία της αρχαιότητας. Το ενδιαφέρον για την πλατωνική και αριστοτελική φιλοσοφία κυριαρχεί από το 30 μ.Χ. μέχρι το 529 μ.Χ., όταν ο αυτοκράτορας της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας Ιουστινιανός έκλεισε τις φιλοσοφικές σχολές της Αθήνας, αφού δεν επέτρεπε πλέον στους εθνικούς να διδάσκουν σε αυτές. Στόχος των νεοπλατωνικών φιλοσόφων ήταν η ικανοποίηση των φιλοσοφικών ανησυχιών αλλά και των θρησκευτικών αναγκών της εποχής αυτής. Η νεοπλατωνική φιλοσοφία ξεκίνησε με τον Πλωτίνο τον 3ο αι. μ.Χ. (205-270). Διαμορφώθηκε κυρίως από τον Πλωτίνο και τους μαθητές του, δηλ. τον βιογράφο του Πλωτίνου, Πορφύριο, τον Ιάμβλιχο, τον Πρόκλο και τον Δαμάσκιο, και έχει υιοθετήσει πολλά στοιχεία από προγενέστερους φιλοσόφους, όπως τους Προσωκρατικούς, τον Αριστοτέλη, τους Στωικούς και ιδιαίτερα τον Πλάτωνα. Ειδικότερα, η φιλοσοφία του Πλωτίνου έχει καινοτόμα στοιχεία, συνδέοντας τη φιλοσοφία με τη θρησκεία και τη μεταφυσική με την ψυχολογία και την αισθητική. Ο Πλωτίνος διαμόρφωσε σύστημα φιλοσοφικό, στο οποίο διαχώρισε τον κόσμο του πνεύματος από τον κόσμο της ύλης, τον νοητό κόσμο από τον αισθητό. Στον πρώτο υπάρχουν τρεις υποστάσεις που προκύπτουν διά απορροής η μία από τη άλλη: το Εν (Αγαθό), ο Νους (οι ιδέες), η Ψυχή. Από αυτήν απορρέει μια τέταρτη υπόσταση, η Ύλη, ενώ ο άνθρωπος στρέφεται προς το Εν από το οποίο δημιουργούνται τα πάντα. Ο Πλωτίνος διαχωρίζει τις τρεις υποστάσεις μεταξύ τους και αυτές από την ύλη και τη φύση. Η ψυχή υπακούει σε διπολικές ροπές. Κατέρχεται στον αισθητό κόσμο, γιατί νοσταλγεί το συγκεκριμένο, παράλληλα όμως νοσταλγεί την παραμονή της στον κόσμο των νοητών, όπου βρίσκει το πραγματικό κάλλος. Το πλωτινικό φιλοσοφικό σύστημα θεωρείται μονιστικό, διότι ο κόσμος προκύπτει κατ' αυτό σε μια αδιάσπαστη σειρά απορροών εκ του Ενός, του Νου και της Ψυχής. H μετάβαση διά απορροής από την μια υπόσταση στην άλλη κατανοείται από το σχήμα μονή - πρόοδος - επιστροφή, στο οποίο αναφέρεται ο Πρόκλος. Βλ. σχετικά το σχεδιάγραμμα που ακολουθεί:
Ο Πλωτίνος έζησε τον 3ο αι. μ.Χ. σε εποχή που η ρωμαϊκή αυτοκρατορία είχε εξασθενήσει. Γεννήθηκε το καλοκαίρι του 204 ή 205 στη Λυκόπολη της Μέσης Αιγύπτου, στις όχθες του Νείλου. Η οικογένειά του ήταν αιγυπτιακή και εύπορη αλλά εκρωμαϊσμένη. Ο ίδιος είχε ελληνική μόρφωση. Σπούδασε φιλοσοφία στην Αλεξάνδρεια, όπου είχε δάσκαλο τον Αμμώνιο Σακκά, και το 243 μ.Χ. συμμετείχε σε ρωμαϊκή εκστρατεία του αυτοκράτορα Γορδιανού εναντίον των Περσών, όπου προσπάθησε να γνωρίσει την φιλοσοφία που ασκούσαν οι Πέρσες και αυτήν που είχαν διαμορφώσει οι Ινδοί γυμνοσοφιστές (yogi). Σε ηλικία 40 χρόνων άφησε την Αλεξάνδρεια και εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, όπου δίδαξε την ανατολική σοφία και την ελληνική φιλοσοφία και εξασφάλισε την αναγνώριση των κύκλων της εκεί άρχουσας τάξης. Στη διδασκαλία του ασχολήθηκε με την ερμηνεία του Αριστοτέλη, κυρίως όμως του Πλάτωνα. Μελετούσε και συζητούσε μαζί με τους μαθητές του, εκτός άλλων, τις ηθικές αρετές (Αλκιβιάδης μείζων), τις πολιτικές αρετές (Γοργίας), το ύψιστο Αγαθό (Φίληβος), προβλήματα θεολογίας (Φαίδρος) κ.ά. Θεωρούσε πως η φιλοσοφία πρέπει να είναι οδηγός της ψυχής στην πορεία της προς το Εν-Αγαθό και πως σκοπός του ανθρώπου δεν είναι απλώς η γνώση του Ενός, αλλά η ένωση μαζί του. Ο Πλωτίνος ανέπτυξε φυσική και μεταφυσική φιλοσοφία, όπου βρίσκουμε την ιεραρχία του σύμπαντος στην οποία είναι εμφανής η διάκριση των «υποστάσεων» και η άνοδος/επιστροφή της ψυχής στο Εν με τη διαδικασία της κάθαρσης. Τα παραδοσιακά στοιχεία που έχει κρατήσει ο Πλωτίνος, είναι η σύλληψη του αγαθού ως υπερβατικής αρχής και η θεώρηση της ψυχής ως αντίθετης και ξένης από το σώμα, υποστηρίζοντας έτσι τον δυϊσμό σώματος - ψυχής.
Η εξέλιξη του Νεοπλατωνισμού: ιδρυτής του Νεοπλατωνισμού ήταν ο Πλωτίνος, ενώ ο τελευταίος σχολάρχης του Νεοπλατωνισμού ήταν ο Δαμάσκιος, επικεφαλής της Πλατωνικής Ακαδημίας, όταν ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός την έκλεισε και κατέσχεσε την περιουσία της. Η Ακαδημία στην μακραίωνα ιστορία της (387 π.Χ.-529 μ.Χ.) πέρασε από διάφορες φάσεις, όπως για παράδειγμα τον Σκεπτικισμό, όταν σχολάρχες ήσαν ο Αρκεσίλαος (316-241 π.Χ.) και ο Καρνεάδης (214-129 π.Χ.), ενώ επί σχολαρχίας Αντιόχου του Ασκαλωνίτου (130-68 π.Χ.) πλησίασε τους Περιπατητικούς και τους Στωικούς. Ας σημειωθεί πως, κατά την εποχή του Πλωτίνου, το φιλοσοφικό του σύστημα ονομαζόταν Πλατωνισμός, τον οποίο ο Πλωτίνος προσπάθησε να φέρει και πάλι στο προσκήνιο, αφού είχε παραμεριστεί από τους Στωικούς και τους Επικούρειους. Νεοπλατωνικές σχολές λειτούργησαν στη Ρώμη αλλά και στην Αθήνα, στην Πέργαμο, στην Αλεξάνδρεια, στην Αντιόχεια. Ο Νεοπλατωνισμός όπως αναπτύχθηκε στις σχολές αυτές είχε σημαντικές διαφορές, όπως αυτό φαίνεται στις διδασκαλίες του Πορφύριου, του Ιάμβλιχου και του Πρόκλου. Ο απόηχος του Νεοπλατωνισμού ανευρίσκεται στα έργα των Καππαδοκών πατέρων της Εκκλησίας, αλλά και σε θεολόγους και φιλοσόφους του Μεσαίωνα και του Βυζαντίου. Για την επιβίωση και την επίδραση του Νεοπλατωνισμού στη διαμόρφωση της χριστιανικής θεολογίας ενδεικτικά αναφέρονται τα έργα: Herbert Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία. H λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών, τόμος Α', εκδ. MIET, Αθήνα 1987 και Β.Ν. Τατάκη, H Βυζαντινή Φιλοσοφία, Αθήνα 1977 και του ιδίου, H συμβολή της Καππαδοκίας στη Χριστιανική σκέψη, Αθήνα 1989, όπου και αναλυτική βιβλιογραφία.
Σχετικά με τη μεταφυσική διάσταση της φιλοσοφίας του Πλωτίνου και τις σχέσεις της με την πλατωνική, βλέπε το απόσπασμα που ακολουθεί: «Η φιλοσοφία του Πλωτίνου είναι θεολογία, οντολογία ή θεωρία περί του είναι και ψυχολογία ή θεωρία περί ψυχής. Η θεμελιώδης αφετηρία του Νεοπλατωνισμού, την οποία αντλεί από την πλατωνική παράδοση, είναι ότι δεν είναι δυνατή καμιά εμπειρική προσέγγιση, καμιά προσφυγή στην εμπειρία για την επίλυση αυτών των προβλημάτων η ανάλυσή τους πρέπει να είναι αποκλειστικά λογική - νοητική, γιατί οι δομές και οι διαδικασίες που πρέπει να περιγραφούν, ανήκουν σε επίπεδο διαφορετικό και, συγκεκριμένα, ανώτερο από τον κόσμο της αίσθησης, του σώματος και της ύλης. Έτσι, η νέα φιλοσοφία είναι αυστηρότερη από οποιαδήποτε άλλη είχε εκπονηθεί μέχρι τότε1 ένα είδος μεταφυσικής. Από τον Πλάτωνα κρατάει κυρίως τη σύλληψη του αγαθού ως υπερβατικής αρχής, τη θεωρία των ιδεών, τη θεώρηση της ψυχής ως αντίθετης και ξένης προς το σώμα. Ως εκ τούτου μελετώνται μόνο οι διάλογοι του μεταφυσικού και «μυθοπλάστη» Πλάτωνα (ορισμένα βιβλία της Πολιτείας, ο Φαίδων, ο Φαίδρος και ο Τίμαιος)» Βλ. Mario Vegetti, Ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας, σελ. 384-385.
Νεοπλατωνισμός, θρησκεία και θεουργία Σχετικά με τον Νεοπλατωνισμό και τις σχέσεις του με τη χριστιανική και τη δελφική θρησκεία αλλά και με τη θεουργία (δηλαδή την «παραγωγή θείου», την μετατροπή του ανθρώπου σε θεό μέσω της θεουργικής ιεροτελεστίας, που μετατρέπει τον μύστη σε κατώτερη θεότητα) μπορεί να λεχθεί πως «για τους Νεοπλατωνικούς η χριστιανική σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και τη θεότητα, δηλαδή η ιδέα ότι κάθε άνθρωπος προσεγγίζει τον θεό μέσω της πίστης και της προσευχής για να επιτύχει τη σωτηρία του, δεν αναγνωρίζεται. Για τους Νεοπλατωνικούς το σύμπαν διαρθρώνεται εξ ολοκλήρου στην περιοχή του καθαρού όντος και η δομή του είναι προσιτή μόνο στη νόηση. Η γνώση της αρχής είναι ζήτημα γνώσης που επιτυγχάνεται μόνο από τους φιλοσόφους... Ο Νεοπλατωνισμός δεν είναι μια φιλοσοφία απαγκιστρωμένη από τη θρησκεία... Είναι συνυφασμένος με όλες τις θρησκείες αρκεί να είναι «επίσημες» και μη χριστιανικές. Ήδη, ο Πλούταρχος οικοδομεί ένα θεολογικό σύστημα με βάση την αρχαία ελληνική θρησκεία των θεών του Ολύμπου, όπου εντάσσονται οι μεγάλες θεότητες της Αιγύπτου, όπως η Ίσις και ο Όσιρις· ο Πρόκλος, ολοκληρώνει αυτό το σύστημα, δίνοντας μια θέση σε όλους τους θεούς, είτε είναι Έλληνες είτε Αιγύπτιοι, είτε Μεσοποτάμιοι είτε Πέρσες. Αλλά εδώ υπάρχει ένας πολύ στενός παραλληλισμός μεταξύ μεταφυσικού και θεολογικού συστήματος· οι θεοί είναι «ονόματα» και σύμβολα που υποδηλώνουν το πλήθος των φιλοσοφικών οντοτήτων που υπάρχουν στο μεταφυσικό σύμπαν του Νεοπλατωνισμού» (Vegetti, άπ.).
Ο Πλωτίνος παραθέτει χαρακτηριστικά γνωρίσματα του κακού στην 8η πραγματεία της Εννεάδος I, με τον τίτλο Περὶ τοῦ τίνα καὶ πόθεν τὰ κακά, όπου επιχειρεί να ορίσει το κακό που το θεωρεί μη-ον, έλλειψη. Χρησιμοποιεί κατηγορήματα στερητικής φύσης, όπως φαίνεται στο παράθεμα, που είναι όμως και η ουσία του κακού:
«Μπορούμε να νοήσουμε το κακό ως αμετρία έναντι του μέτρου, το άπειρον έναντι του πέρατος, το ανείδεον έναντι του ειδοποιητικού (της τυπικής αιτίας), το αεί ενδεές έναντι του όντος που είναι αύταρκες. Το κακό είναι αιωνίως αόριστο, πάντα ασταθές, απόλυτα παθητικό, ποτέ κορεσμένο, είναι απόλυτη πενία» (Ι.8.3.12-15).
«η ψυχή κατά τον Πλωτίνο διακρίνεται σε παγκόσμια και ατομική. Η δεύτερη, μέρος της πρώτης, είναι εκείνη που εισέρχεται στα κατ' ιδίαν αντικείμενα, ακόμη και στα ζώα και τα φυτά. Κατά τον Πλωτίνο τα άψυχα αντικείμενα στερούνται ζωής, λαμβάνουν όμως κάποια μορφή, προφανώς επειδή και σε αυτά εισήλθε η μορφοποιός Ψυχή» (Δ. Βελισσαρόπουλος, Πλωτίνος. Βίος και Εννεάδων Περίπλους, εκδ. Το Άστυ, Αθήνα 2000, σελ. 75).
Ο Πλωτίνος κάνει αναφορά στις «λεγόμενες πολιτικές αρετές» του Πλάτωνα, δηλ. τη φρόνηση που αφορά το λογικό, την ανδρεία που αφορά το θυμικό, τη σωφροσύνη που συνίσταται σε μια συμφωνία και εναρμόνιση του επιθυμητικού με τον λογισμό, και τη δικαιοσύνη, τη συμφωνία, δηλ. το κάθε μέρος «να κάνει τη δουλειά του στα θέματα εξουσίας και υπακοής» (1, 17-21).
Ο Πλωτίνος επιχειρεί οντολογική θεμελίωση της πλατωνικής ηθικής. Θεωρεί πως το Ev και το Πρώτο Αγαθό είναι αρχή και τέλος των αρετών και της ευδαιμονίας. Κατ' αυτόν ο άνθρωπος οδηγείται μέσω των αρετών και της κάθαρσης στην ευδαιμονία, όπως φανερώνει το διάγραμμα:
Η επιστροφή προς τον νοητό κόσμο όπου το κάλλος ρίχνει άπλετο φως. Το Εν είναι η αρχή του μεταφυσικού συστήματος του Πλωτίνου και ο αποκλειστικός ενοποιητικός του παράγοντας, όπως ακριβώς ο δελφικός Απόλλωνας, ο θεός του Ήλιου, είναι, για τον Παρμενίδη και τον Πλάτωνα, η πηγή και η αρχή του θεολογικού τους συστήματος.
Στο χωρίο αυτό βλέπουμε τη σύνδεση του αισθητού με το νοητό κάλλος, το οποίο απασχόλησε τον Πλωτίνο σε δύο πραγματείες που αναφέρονται σε θέματα αισθητικής: «Περί του καλού» (Εννεάδες, Ι, 6) και «Περί του νοητού κάλλους» (Εννεάδες, V,8). Κατ' αυτόν αρχή της ομορφιάς, του κάλλους, είναι το «εν», η «καλλονή» από την οποία απορρέει «το νοητό κάλλος» και, κατά συνέπεια, το κάλλος των αρετών και της ψυχής. Το αισθητό κάλλος, δηλ. η ομορφιά ενός έργου τέχνης ή ενός φυσικού αντικειμένου, αποκαλύπτει την ιδέα της ομορφιάς, το νοητό κάλλος που φωτίζεται από θεϊκό φως. Τα αισθητά σώματα αποκτούν το φως και το χρώμα από τη θεϊκή φωτοχυσία, αποβαίνουν όμορφα και μας μεταφέρουν στον μεταφυσικό χώρο του νου και του αγαθού. Το εξωτερικό κάλλος άλλωστε ως σύμβολο του πνευματικού μάς οδηγεί προς την ιδέα που το δημιουργεί. Γενικά, ο Πλωτίνος εξηγεί τη μεταφυσική προέλευση της τέχνης με την περί καλού θεωρία του και υποστηρίζει πως η ομορφιά και η τέχνη οδηγούν τον άνθρωπο στο αγαθό, την πηγή του παντός, όπου υπάρχει άφατη ομορφιά που προκαλεί στον άνθρωπο τον έρωτα να ενωθεί με την αρχή του κόσμου [βλ. και το παράλληλο κείμενο (2)].
Η φιλοσοφία του Πλωτίνου αποτελεί μια ερμηνεία του Πλάτωνος, και συγκεκριμένα του διαλόγου Παρμενίδης, σχετικά με τη φύση του Ενός και της σχέσης του με τα πολλά. Για την έννοια της υπερβατικότητας του Αγαθού στον Πλωτίνο αφετηρία αποτελεί η Πολιτεία 509d, για την ομοίωσή του προς τον Νου ο Σοφιστής 247-248e, και ο Τίμαιος 39a.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο E.R. Dodds, η πλωτινική ερμηνεία του Πλάτωνος είναι πρωτότυπη και δημιουργική, καθόσον συντελείται στο πλαίσιο της σύνθεσης πλατωνικών, στωικών, και περιπατητικών στοιχείων της ελληνικής φιλοσοφικής παράδοσης. Η ουσία του πλωτινικού συστήματος βρίσκεται στο καινούριο νόημα που το Όλο επιβάλλει πάνω στα μέρη. Η αληθινή του αυθεντικότητα δεν είναι στα υλικά αλλά στο σχέδιό του, ο ίδιος τρόπος θεωρίας (E.R. Dodds, Πλάτων και Πλωτίνος, ό.π., σελ. 36).