πιστεύομαι, μέση φωνή, ενεστώτας, α' πληθ.
- πιστεύου
- πιστεύεσθε
- πιστευέσθω
- δεν υπάρχει
πιστεύομαι, μέση φωνή, παρακείμενος. γ' εν.
- πεπίστευσθε
- δεν υπάρχει
- πεπίστευσο
- πεπιστεύσθω
πείθω, ενεργητική φωνή, αόριστος, γ' πληθ.
- πεῖσον
- δεν υπάρχει
- πείσατε
- πεισάντων ή πεισάτωσαν
πιστεύω, ενεργητική φωνή, αόριστος, α' εν.
- πιστευσάτω
- πιστεύσατε
- πιστευσάντων ή πιστευσάτωσαν
- δεν υπάρχει
πιστεύω, ενεργητική φωνή, ενεστώτας, α' εν.
- πίστευσον
- πιστεύετε
- δεν υπάρχει
- πιστευόντων ή πιστευέτωσαν
Ποιους χρόνους έχει η προστακτική έγκλιση;
- Ενεστώτα, Μέλλοντα, Αόριστο
- Ενεστώτα, Αόριστο, Υπερσυντέλικο
- Ενεστώτα, Αόριστο, Παρακείμενο
- Ενεστώτα, Μέλλοντα, Παρακείμενο
γράφω, μέση φωνή, παρακείμενος, γ' πληθ.
- γέγραψο
- δεν υπάρχει
- γεγράφθω
- γεγράφθωσαν
γράφω, ενεργητική φωνή, αόριστος, γ' πληθ.
- γράψον
- δεν υπάρχει
- γράψατε
- γραψάντων ή γραψάτωσαν
τάττομαι, μέση φωνή, αόριστος, β' εν.
- τάξαι
- δεν υπάρχει
- τάξασθε
- ταξάσθω
τάττω, ενεργητική φωνή, ενεστώτας, β' εν.
- ταξάτω
- ταττέτω
- τάττε
- τάττετε
πιστεύω, ενεργητική φωνή, ενεστώτας, β' πληθ.
- πίστευε
- πιστευέτω
- δεν υπάρχει
- πιστεύετε
χορεύω, ενεργητική φωνή, παρακείμενος, γ' εν.
- κεχορευκότες, -κυῖαι,-κότα ἔστων
- δεν υπάρχει
- κεχορευκώς, -κυῖα, -κός ἴσθι
- κεχορευκώς, -κυῖα, -κός ἔστω
πιστεύω, ενεργητική φωνή, παρακείμενος, α' εν.
- πεπιστευκότες, -κυῖαι,-κότα ἔστων
- δεν υπάρχει
- πεπιστευκώς, -κυῖα, -κός ἴσθι
- πεπιστευκώς, -κυῖα, -κός ἔστω
πιστεύω, ενεργητική φωνή, αόριστος, γ' πληθ.
- πίστευσον
- δεν υπάρχει
- πιστευσάντων ή πιστευσάτωσαν
- πιστευσάτω
χορεύομαι, μέση φωνή, αόριστος, γ' εν.
- δεν υπάρχει
- χορευσάσθω
- χορεύσασθε
- χορευσάσθων ή χορευσάσθωσαν
πιστεύω, ενεργητική φωνή, αόριστος, β' εν.
- πιστευσάτω
- πίστευσον
- πιστεύσατε
- δεν υπάρχει
βασιλεύω, ενεργητική φωνή, αόριστος, β' εν.
- βασίλευσον
- βασιλευσάτω
- δεν υπάρχει
- βασιλεύσατε
βλάπτω, ενεργητική φωνή, ενεστώτας, γ' πληθ.
- βλαπτόντων ή βλαπτέτωσαν
- βλάπτετε
- βλάπτε
- βλάψε
τάττω, ενεργητική φωνή, παρακείμενος, γ' εν.
- δεν υπάρχει
- τεταχώς, -χυῖα, -χός ἴσθι
- τεταχώς, -χυῖα, -χός ἔστω
πιστεύομαι, μέση φωνή, αόριστος β', πληθ.
- πιστευσάσθω
- δεν υπάρχει
- πιστεύσασθε
- πιστευσάσθων ή πιστευσάσθωσαν