216 217 218 219 220 221 E Δ

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Α' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ


216

Ανδρέας Καρκαβίτσας

Το μνήμα της μάνας

Το ακόλουθο διήγημα του Ανδρ. Καρκαβίτσα έχει κεντρικό θέμα την αυτοθυσία μιας γαϊδουρίτσας. Η μητρική στοργή για το πουλάρι της που κινδύνευε έγινε αιτία να χάσει η ίδια τη ζωή της. O συγγραφέας αξιοποιεί λογοτεχνικά ένα συμβάν από το βασίλειο των ζώων για να προβληματίσει και να καλλιεργήσει την ευαισθησία των αναγνωστών του. Παράλληλα, δημιουργεί ένα εξωπραγματικό σκηνικό όπου τα ζώα μιλούν και επικοινωνούν μεταξύ τους, ώστε να γνωρίσουμε, σε δεύτερο επίπεδο, τις ιδιότητές τους.

Είχαν θερίσει πια, και οι χωρικοί άφηναν ελεύθερα στην εξοχή τα ζώα τους να βόσκουν νύχτα μέρα, βόδια και άλογα μαζί.

«Εμείς να μην αφήσομε έξω τη γαϊδουρίτσα μας», είπε η Σμαράγδα στον άντρα της το χαλκιά, το Ζαφείρη τον Τσιρίμπαση.

«Όλος ο κόσμος τ’ αφήνει έξω· γιατί εμείς όχι;»

«Oι άλλοι, αν πάθουν τίποτα, έχουν ν’ αγοράσουν κι άλλα. Εμείς; Πέρσι θυμάσαι που μας ψόφησε το μουλάρι, χρεωθήκαμε για να πάρομε τη γαϊδουρίτσα. Έχει και το πουλαράκι της και δεν κάνει να μείνει έξω. Ποιος ξέρει αν κανένας λύκος δεν τη βρει αδύνατη και μας τη φάει».

«Λύκος!… Πού βρέθηκε λύκος;»

«Ναι· στου Λάλα έκοψε κάμποσα πρόβατα κι έπνιξε μια φοράδα».

«Ε, τόσο μακριά μπορεί· μα στο χωριό μας χρόνια τώρα που δε φάνηκε».

Πού να ήξερε ο Τσιρίμπασης πως ο λύκος μπορεί να βραδιάσει στη Ρούμελη και περνώντας το γεφύρι του Ισθμού να ξημερωθεί στα βουνά του Μοριά!

Αλήθεια, το χωριό που ονόμασε η Σμαράγδα, το ρήμαξαν δυο λύκοι. Είχαν βγει συντροφιά να κυνηγήσουν. Κρύβονταν την ημέρα στο δάσος ή σε καμιά απόμερη σπηλιά και τη νύχτα ρίχνονταν στα κοπάδια. Ώσπου να πουν: «λύκος τριγυρνάει στις στάνες μας», ούτε λύκος φαινόταν ούτε τ’ αχνάρια του.

Σ’ ένα βουνό οι δύο λύκοι την ώρα που σκοτείνιαζε απάντησαν μια αλεπού. Ήταν βιαστική, μα κοντοστάθηκε και τους κοίταξε. Την κοίταξαν κι εκείνοι φιλικά, σαν να της έλεγαν πως είναι ξένοι και δεν ξέρουν πού έχει καλό κυνήγι. Η αλεπού οσμίσθηκε τριγύρω και σταμάτησε κάπου το κεφάλι της, σαν να τους έδειχνε κάτι σπουδαίο. Έπειτα τους έριξε μια ματιά κι έγινε άφαντη. Oι λύκοι κατάλαβαν τι ήθελε να τους πει:

 


217

 

«Πιο εύκολα θα κυνηγήσετε στου Τάση τη στάνη. Σκυλιά δεν έχει, και ο τσοπάνης αγαπά τον ύπνο. Είχε κάμποσες κότες και της πήρα όλες τη μια με την άλλη».

Oι δυο λύκοι προχώρησαν. Πήγαιναν σκυμμένοι στη γη με τα ποδάρια τους ανοιχτά, σα να πηδούσαν κι όχι να περπατούσαν. Τα ρουθούνια τους ήταν υγρά και μύριζαν το χώμα και τον αέρα από μακριά. Τα αυτιά τους άκουαν και τον παραμικρό ήχο· η μακριά και φουντωτή ουρά τους ήταν μισοσηκωμένη, για να μην κάνει θόρυβο στα κλαριά και στα χορτάρια. Όπως ήταν σταχτόμαυρη, μακριά και πυκνή η τρίχα τους, καθένας θα τους έπαιρνε για τσοπανόσκυλα. Έφτασαν έτσι σ’ ένα ψήλωμα και στάθηκαν να ιδούν πριν να βγούνε στ’ ανοιχτά. Αποκεί πότε κοίταζαν γύρω, πότε κοίταζε ο ένας τον άλλο σαν να κρυφομιλούσαν.

Η αστροφεγγιά φώτιζε τη στάνη σαν ημέρα. O ουρανός ήταν βαθιά γαλανός. O γαλαξίας τον εχώριζε τον ουρανό στη μέση σαν απέραντο ασημόστρωτο ποτάμι.

Μέσα στο μαντρί τα πρόβατα πλαγιασμένα καταγής, το ένα κοντά στο άλλο, φαίνονταν σα μεγάλη φλοκάτα απλωμένη στην αστροφεγγιά. Η πόρτα του μαντριού ήταν κλειστή, δεξιά κι αριστερά γυάλιζαν οι μεγάλες πέτρες, που κάθονται οι τσοπάνηδες την αυγή και αρμέγουν. Απάνω στα ξύλα φαίνονταν οι ξύλινες καρδάρες ανάποδα σαν καπέλα στραβοβαλμένα. Παραέξω σε δυο διχαλωτά ξύλα κρεμόταν το μαύρο λεβέτι που έβραζαν το γάλα. Και βαθιά μέσα στο μαντρί ξεχώριζε η καλυβούλα του τσοπάνη με τη στρογγυλή μικρή πορτούλα της, σα μεγάλο μάτι ορθάνοιχτο. Φωνή, μιλιά, τίποτα. Μόνο κάπου κάπου ένα κουδουνάκι ξυπνούσε τη νύχτα με τη φωνίτσα του: ντιν! ντιν! ντιν! …

Τέλος οι δύο λύκοι σηκώθηκαν, οσμίσθηκαν το δρόμο, και πλησίασαν πάλι τα κεφάλια τους να συνεννοηθούν· ήθελαν να ειπούν στη γλώσσα τους να μην έχουν εμπιστοσύνη στα λόγια της αλεπούς, να ριχτεί ο ένας στο μαντρί, και αν τύχει να είναι σκυλιά, να τα βάλει μαζί τους. Έτσι ο άλλος θα κατορθώσει ν’ αρπάξει ένα πρόβατο, θα πάρει τη ρεματιά και θα βγει στο Γεροντόβραχο. Εκεί ν’ ανταμώσουν να το φάνε. Έπεσαν έπειτα χάμω κι άρχισαν να σέρνονται κατά το μαντρί. Τόσο απαλά σέρνονταν, που ούτε λιθάρι κυλούσε, ούτε ξύλο σάλευε στο πέρασμά τους. Μα με όλη την προφύλαξη ακούστηκε κάποιο τρίξιμο στο μαντρί. Εκείνος που προχωρούσε λίγο εμπρός γύρισε και κοίταξε για τελευταία φορά το σύντροφό του. Ήθελε να του ειπεί: «Ψέματα μας είπε η ξαδέρφη μας η αλεπού… Όπως είπαμε».

Και αμέσως τινάχτηκε στα λιγνά ψηλά πόδια του, λύγισε το κορμί του, τέντωσε ίσα εμπρός το λαιμό του και το κεφάλι του χώθηκε σα σφήνα στο σκοτάδι.

 


218

 

Την ίδια στιγμή δύο στρογγυλοί και μαλλιαροί ίσκιοι όρμησαν από το μαντρί και με φοβερά γαβγίσματα ρίχτηκαν απάνω του. Εκείνος το έβαλε στα πόδια.

O άλλος λύκος πήδησε στο μαντρί και πριν καλά να τον νιώσουν τα πρόβατα, άλλου ξέσκισε την κοιλιά, άλλου έσπασε τη ραχοκοκαλιά. Εκείνα πετάχτηκαν από τον ύπνο τρομαγμένα και στριμώχτηκαν το ένα κοντά στο άλλο. Στην άλλη άκρη του μαντριού, όσα μπόρεσαν πήδησαν το φράχτη και σκόρπισαν στο σκοτάδι. Τα περισσότερα στάθηκαν εκεί τρέμοντας, με το κεφάλι κρυμμένο στα πόδια το ένα του άλλου. O λύκος, άμα χόρτασε από αίμα, άρπαξε ένα πρόβατο στα δόντια του, πήδησε το μαντρί και πήρε τη ρεματιά.

Στο μεταξύ ξύπνησε ο βοσκός, άρπαξε τ’ όπλο του και άρχισε να πυροβολεί. Πυροβολούσε στον αέρα και φώναζε δυνατά, για να δώσει είδηση και στ’ άλλα μαντριά. Δεν άργησε ν’ ακουστούν και αποκεί άλλες τουφεκιές, φωνές και γαβγίσματα. Τα βουνά αντιλαλούσαν γύρω.

Καθώς έτρεχε ο λύκος, έξαφνα είδε μαύρον ίσκιο να κατρακυλά από το βουνό κι ένιωσε το ζεστό χνότο ενός σκύλου να του καίει την πλάτη. Χωρίς να θέλει, παράτησε καταγής το πρόβατο κι εξακολούθησε να τρέχει με πιο ανοιχτά πηδήματα. Όσο όμως κι αν έτρεχε δεν άργησε να αισθανθεί στα πίσω πόδια του άγριες δαγκωματιές. Τέλος, έπειτα από πολλά κατόρθωσε να ξεφύγει και να φτάσει στο Γεροντόβραχο. Έμεινε εκεί κάμποσες ημέρες, ώσπου να γιάνουν οι πληγές του. Αναγκάστηκε να τρέφεται με σκουλήκια. Του κάκου περίμενε το σύντροφό του.

Έπειτα, μόλις ένιωσε πως μπορούσε να περπατήσει, βγήκε πάλι στο κυνήγι. Στις ρεματιές έκανε ακόμη ζέστη· άρχισε κι ανέβαινε στα ψηλά. Κάτι όψιμα λαγουδάκια κι ένα κατσικάκι που έμεινε πίσω από τη συντροφιά του, τον έθρεψαν στο δρόμο και τον εδυνάμωσαν. Καθώς βγήκε σε μια ράχη, μύρισε ψοφίμι. Τα όρνια που είδε συναγμένα στο ψήλωμα και τα ρουθούνια του τον οδήγησαν γρήγορα σ’ έναν κέδρο. Τα όρνια πέταξαν σκούζοντας, όταν είδαν να πλησιάζει ο λύκος, σαν να θύμωσαν που τους χάλασε το φαγί τους. Κοιτάζει και τι βλέπει; Το σύντροφό του ελεεινό και άθλιο πτώμα· ούτε ο μισός δεν είχε μείνει.

Έξαφνα βλέπει ένα λαγό. Έτρεξε να τον κυνηγήσει. Τον έπιασε και τον έφαγε.

Από βουνό σε βουνό βρέθηκε μια βραδιά στο λιβάδι που έβοσκαν τα ζώα του χωριού. Το λιβάδι ανέβαινε σιγά σιγά σ’ ένα βουνό, σκεπασμένο μ’ έλατα, με κέδρα και πουρνάρια. Κάπου κάπου φούντωναν και μερικές γέρικες βελανιδιές.

O λύκος, καθώς είδε τόσα ζώα να βόσκουν στη μοναξιά, στάθηκε· του κεντήθηκε η όρεξη να τα βάλει με τα μεγάλα ζώα.

Έπεσε χάμω και άρχισε να σέρνεται απάνω στην ψηλή και δροσερή χλόη.

 


219

 

Σερνόταν ήσυχα σα φίδι, μα, όσο προσεχτικά κι αν πλησίαζε, τα ζώα τον ένιωσαν. Τ’ άλογα χλιμίντρισαν ανήσυχα και τα βόδια μούγκρισαν. Και στη στιγμή όλα τ’ άλογα μαζεύτηκαν σ’ ένα μέρος, έσμιξαν τα κεφάλια τους, σα να ήταν όλα δεμένα σ’ ένα στύλο, και με τα κορμιά τους έκαμαν κύκλο. Το ίδιο έκαμαν και τα βόδια. Συνάχτηκαν, έβαλαν στη μέση τα μοσχάρια και τις αδύνατες αγελάδες, κι εκείνα στάθηκαν ολόγυρα με τα κεφάλια σκυμμένα κάτω και τα κέρατα έτοιμα. O λύκος σύρθηκε πρώτα μια δυο φορές γύρω στ’ άλογα και δοκίμασε να πηδήσει στη ράχη κανενός. Μα τ’ άλογα άρχισαν τέτοιες κλοτσιές με τα πίσω πόδια τους, που για πολλήν ώρα δεν έβλεπες παρά ατσαλένιες οπλές μέσα σε ουρές φουντωμένες. Πού να τολμήσει να πλησιάσει ο λύκος! Σύρθηκε έπειτα γύρω στα βόδια και δοκίμασε μ’ ένα πήδημα ν’ ανοίξει το λαιμό κανενός. Μα κάθε φορά που δοκίμαζε, αντί το λαιμό έβρισκε εμπρός του κάτι κέρατα μυτερά και δυνατά, έτοιμα να του σκίσουν την κοιλιά.

γάιδαρος

Μάκρυνε λοιπόν από κει για να συλλογιστεί καλύτερα τι να κάμει. Έξαφνα βλέπει τη γαϊδουρίτσα του Τσιρίμπαση με το πουλαράκι της. Ήταν ξεχασμένη σε κάποιο ψήλωμα, και τώρα που ένιωσε τον κίνδυνο έτρεξε τον κατήφορο για να χωθεί ανάμεσα στ’ άλογα. O λύκος έτρεξε να της κόψει το δρόμο.

Ένα σκυλάκι βρέθηκε συμμαζεμένο σε μια κουφάλα πουρναριού κι έτρεμε από το φόβο του. Μα όταν είδε το λύκο να χυθεί απάνω στη γαϊδουρίτσα, βγήκε κι έτρεξε για το χωριό.

O λύκος άρχισε να φέρνει γύρους τη γαϊδουρίτσα, όλο και στενότερους γύρους, να της δείχνει τα δόντια του. Εκείνη στάθηκε απελπισμένη. Έτρεμε ολόκληρη· αδύνατο να φτάσει στ’ άλογα. O λύκος έβαλε σημάδι το πουλαράκι και χύθηκε απάνω του. Μα τώρα ήρθε η σειρά της μάνας. Η γαϊδουρίτσα πήρε θάρρος και μπήκε ανάμεσα στο λύκο και το παιδί της. Με τα πίσω πόδια της άρχισε να κλοτσά και με το στήθος της να σπρώχνει το πουλαράκι της στην κουφάλα ενός έλατου. Μα εκείνο δεν τη βοηθούσε καθόλου· έτρεμε κι έστεκε ακίνητο. Πολλές φορές τέντωνε το κεφάλι του περίεργο να ιδεί τι γίνεται πίσω από τη μάνα του. Τέλος η γαϊδουρίτσα κατάφερε να βάλει μέσα το πουλαράκι, έκλεισε με το στήθος της την κουφάλα και με τα πίσω πόδια της έδινε κλοτσιές αδιάκοπα.

O λύκος άφρισε από τη λύσσα του. Πολλές φορές κατόρθωσε να μπήξει τα δόντια του στ’ αφύλαχτα πλευρά της γαϊδουρίτσας. Μα στο τέλος έπεσε κάτω από τις κλοτσιές της.


220

 

Τα αίματα έτρεχαν από τα πλευρά της γαϊδουρίτσας· μα δεν έτρεχαν λιγότερα από το κεφάλι του λύκου. Η άμοιρη μάνα προστάτευε και με το αίμα της το παιδί της.

Έξαφνα ακούστηκαν μακριά βραχνά γαβγίσματα· ήταν ο Αράπης του γύφτου, ένα κατάμαυρο μεγάλο μαντρόσκυλο. Το σκυλάκι που έφυγε από το λιβάδι ήρθε λαχανιασμένο στο σπίτι του Τσιρίμπαση και με τα νοήματα έδωσε να καταλάβει πως η γαϊδουρίτσα τους κινδύνευε.

O Τσιρίμπασης κοιμόταν έξω από το σπίτι. O Αράπης τον τράβηξε από τα ρούχα, τον ξύπνησε και του έδειξε πως έπρεπε να πάρει το τουφέκι του και να τον ακολουθήσει. Τον τράβηξε άλλη μια φορά και έτρεξε εμπρός μαζί με το σκυλάκι.

Από τα γαβγίσματα του Αράπη ξύπνησε κι η Σμαράγδα.

«Πάει η γαϊδουρίτσα μου!», είπε.

O λύκος στο μεταξύ είχε καιρό να φύγει. Κατάλαβε πως καθώς ήταν κουρασμένος δύσκολα θα γλίτωνε από τα δόντια του Αράπη. Πήρε λοιπόν τον κατήφορο. Μα κι ο σκύλος τον πήρε από κοντά και τον έριξε στο δρόμο του χωριού. Σε μια στροφή τον αντίκρισε ο Τσιρίμπασης και με μια τουφεκιά τον ξάπλωσε κάτω.

O Αράπης έτρεξε, τον άρπαξε από το λαιμό, τον εσήκωσε ψηλά, τον τίναξε, κι αφού βεβαιώθηκε πως ήταν νεκρός, τον πήρε κι έτρεξε με χαρά στον αφέντη του.

Στο μεταξύ ξημέρωσε. Από τα γαβγίσματα των σκύλων και τις φωνές των τσοπάνηδων οι χωρικοί έμαθαν πως φάνηκε λύκος κι έτρεξαν στα χωράφια να ιδούν τα ζώα τους.

Σε λίγο μαζεύτηκαν γύρω από το έλατο. Η γαϊδουρίτσα ζούσε ακόμη, μα το αίμα έτρεχε από τις πληγές. Αγκομαχούσε τόσο θλιβερά, που ράγιζε του καθενός την καρδιά. Μόλις είδε τον Αράπη να σέρνει το λύκο, χάιδεψε με το κεφάλι της το πουλαράκι, έριξε μια ματιά ευχαριστημένη στο σκύλο και ξεψύχησε. Το πουλαράκι δεν είχε πάθει τίποτα, μα δύσκολα κατόρθωσαν να το βγάλουν αποκεί. Τόσο ήταν τρομαγμένο.

Κάποιος είπε με συγκίνηση:

«Τέτοια μάνα δεν πρέπει να τη φάνε τα κοράκια κι οι αλεπούδες. Λέω να τη θάψομε».

Όλοι το δέχτηκαν, έσκαψαν ένα λάκκο και την έθαψαν εκεί. Από τότε το μέρος εκείνο έμεινε να λέγεται «Το μνήμα της μάνας».

 

Άνθρωποι και ζώα στη νεοελληνική πεζογραφία,
επιμέλεια – ανθολόγηση Δ. Παπακώστας, Ωκεανίδα

Παράλληλο κείμενο:

Τζακ Λόντον, «Ένας σκύλος σωτήρας» [Ανθολόγιο Λογοτεχνικών Κειμένων Ε΄ και ΣΤ΄ Δημοτικού] Τζακ Λόντον, «Ένας σκύλος σωτήρας» [Ανθολόγιο Λογοτεχνικών Κειμένων Ε΄ & ΣΤ΄ Δημοτικού]

 

Λεξιλόγιο

*χαλκιάς: χαλκωματάς, σιδεράς *έκοψε: σκότωσε *οσμίσθηκε: μύρισε *ψήλωμα: ψηλή τοποθεσία *καρδάρες: δοχεία για το άρμεγμα του γάλατος *λεβέτι: καζάνι *όψιμα: καθυστερημένα, που γεννήθηκαν αργότερα από τη συνηθισμένη εποχή *κέδρος: είδος κωνοφόρου δέντρου, με μεγάλο κορμό και ογκώδη ακανόνιστα απλωτά κλαδιά *όρνιο: γενική ονομασία για μεγάλα αρπακτικά πτηνά και ιδίως για τον γύπα

 


221

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  • 1. Στο διήγημα, εκτός από τους λύκους και τη γαϊδουρίτσα (που κατέχουν τους κύριους ρόλους), εμφανίζονται διάφορα άλλα ζώα. Ποια χαρακτηριστικά γνωρίσματα έχει κάθε ζώο χωριστά;
  • 2. Χωρίστε το κείμενο σε ενότητες και δώστε έναν υπότιτλο στην καθεμία από αυτές.
  • 3. Άνθρωποι εμφανίζονται στην αρχή και στο τέλος του διηγήματος. Βρείτε τα χωρία στα οποία φαίνεται η σχέση τους με τα ζώα, τόσο τα κατοικίδια όσο και τα άγρια.
  • 4. Γιατί, κατά τη γνώμη σας, ο Aνδρ. Καρκαβίτσας έδωσε στο διήγημα έναν τίτλο που παραπέμπει σε ανθρώπινες συνήθειες; Ποιες ανθρώπινες εκδηλώσεις παρουσιάζουν τα ζώα του αφηγήματος;
  • 5. Γράψτε ένα σύντομο δικό σας αφήγημα με ήρωα ένα ζώο.


ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ

  • 1. Βρείτε μύθους του Αισώπου στους οποίους πρωταγωνιστούν ζώα, όπως αυτά που υπάρχουν στο διήγημα του Καρκαβίτσα. Συγκρίνετε τα χαρακτηριστικά που τους δίνει ο Αίσωπος με αυτά που καταγράφει ο Aνδρ. Καρκαβίτσας.

    Μύθοι του Αισώπου:
    1 στο Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού
    1 στη Βικιθήκη

  • Πρόσθετες διαθεματικές εργασίες
    1. Να βρουν οι μαθητές/τριες παλαιότερα ή σύγχρονα κείμενα ή και αυτοτελή αποσπάσματα σχετικά με τα ζώα και να μελετήσουν τον ρόλο που επιφυλάσσουν σ' αυτά οι συγγραφείς τους. Τέτοια κείμενα ή αποσπάσματα έγραψε ο Αίσωπος, υπάρχουν στην Παλαιά Διαθήκη (βλ. τα σχετικά με την Κιβωτό του Νώε), στα έπη του Ομήρου (βλ. τα άλογα του Αχιλλέα ή τον πιστό σκύλο του Οδυσσέα), αλλά και σε σύγχρονα κείμενα (βλ. τη διασκευή του Δημήτρη Ποταμίτη, Ιστορίες του παππού Αριστοφάνη, εκδ. Διαχρονική, Αθήνα (χ.χ.) ή Η φάρμα των ζώων του Τζορτζ Όργουελ). Επίσης, υπάρχουν παραμύθια, παροιμιόμυθοι και παροιμίες ή αινίγματα με ζώα, καθώς και σατιρικά κείμενα (βλ. Βατραχομυομαχία, έργα του Λουκιανού κ.ά.). Με τις «σιλουέτες» των ζώων και των πουλιών, κυρίως όμως με τους οργανισμούς του βυθού (ψάρια, μαλάκια, οστρακοειδή) έχει ασχοληθεί ο Θέμος Ποταμιάνος στα βιβλία του Σιλουέτες και Πορτραίτα, εκδ. Μ. Σαλιβέρου, Αθήνα 1956, Εδώ βυθός, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα χ.χ. και Με το γυαλί του ψαρά, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα χ.χ.
    2. Να συνδυαστούν καλές ή κακές ιδιότητες των ζώων με γνωρίσματα του ανθρώπινου χαρακτήρα, χρησιμοποιώντας παραδείγματα από σχετικά κείμενα που περιγράφουν τέτοια χαρακτηριστικά.

  • Νικηφόρος Λύτρας, Επιστροφή από το πανηγύρι
    Νικηφόρος Λύτρας, Επιστροφή από το πανηγύρι
    Δείτε την ταινία παρουσίασης του πίνακα στην Εθνική Πινακοθήκη


Aνδρέας Kαρκαβίτσας (1865-1922)


Ανδρέας Καρκαβίτσας

Διάβασε για τη ζωή και το έργο του εδώ. Κατέβασε σύντομο βιογραφικό . Δες και παρακάτω στο Υλικό


Θεματικά κέντρα
Άγρια και ήμερα ζώα.
Άνθρωποι και ζώα: τα ζώα ως βοηθοί του ανθρώπου.
Η μητρότητα και το μητρικό φίλτρο.
Η φύση και τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των δημιουργημάτων της.

Ενδεικτική ερμηνευτική προσέγγιση
Η προσέγγιση του κειμένου εύλογο είναι να ξεκινήσει από τη σχέση ανθρώπου και ζώων και την πρόνοια της φύσης για όλα τα πλάσματά της. Η λογοτεχνία, από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας, παρουσιάζει τα ζώα ως συντρόφους του ανθρώπου και ως μέλη του οικοσυστήματος μας, στο οποίο όλοι έχουμε καθορισμένες λειτουργίες. Έντεχνα ή δημώδη είδη λόγου (μύθοι, παροιμιόμυθοι, παροιμίες, παραμύθια) καταγράφουν τη συνύπαρξη ανθρώπων και ζώων. Σε πολλές περιπτώσεις ιδιότητες των ζώων αποδίδονται, με στόχους διδακτικούς, ως προτερήματα ή ελαττώματα του κοινωνικού ανθρώπου.

Στο συγκεκριμένο κείμενο, πέρα από την πρωταγωνίστρια γαϊδουρίτσα και την εξύμνηση της μητρικής στοργής και αυτοθυσίας, παρουσιάζονται και προβάλλονται τα χαρακτηριστικά και άλλων ζώων (όπως του σκύλου, του κουνελιού), η συμπεριφορά των οποίων μπορεί να σχολιαστεί σε σύγκριση με την ανθρώπινη.

Το αφήγημα, αν και παραδοσιακής θεματολογίας και μορφής, καλό είναι να ερμηνευτεί μέσα από τη σύγχρονη αντίληψη που καταργεί το στερεότυπο καλό - κακό ζώο και συμβάλλει στην «οικολογικοποίηση» της σκέψης των μαθητών. Οι μαθητές, δηλαδή, είναι σωστό να συνειδητοποιήσουν ότι δεν υπάρχουν «καλά» και «κακά» ζώα, αλλά άγρια και εξημερωμένα. Οι λύκοι, π.χ., δεν πρέπει να αντιμετωπιστούν στερεοτυπικά, ως επιθετικά και αιμοβόρα ζώα, αλλά ως μέρη ενός οικοσυστήματος το οποίο ισορροπεί με μια συγκεκριμένη τροφική αλυσίδα.

Μπορεί, τέλος, να σχολιαστεί ο τρόπος της αφήγησης που θυμίζει παραμύθι ή λαϊκό μύθο, αφού η δράση είναι γοργή, η γλώσσα λιτή και το μήνυμα προβάλλει σαφέστατα, ως διδαχή, στο τέλος.


Άνθρωποι και ζώα στη νεοελληνική πεζογραφία

Ανδρέας Καρκαβίτσας

Ανδρέας Καρκαβίτσας:
Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα, Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής λογοτεχνίας Ανδρέας Καρκαβίτσας [πηγή: Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής λογοτεχνίας (Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα)]
Βικιπαίδεια Ανδρέας Καρκαβίτσας
ΠΟ.Θ.Ε.Γ. ΠΟΘΕΓ
Βιβλιοnet biblionet
Ανδρέας Καρκαβίτσας [πηγή: σαν σήμερα] Ανδρέας Καρκαβίτσας [πηγή: σαν σήμερα]
Ανδρέας Καρκαβίτσας, Λόγια της Πλώρης [πηγή: sarantakos.com] Ανδρέας Καρκαβίτσας
Ανδρέας Καρκαβίτσας, Λυγερή [πηγή: sarantakos.com] Ανδρέας Καρκαβίτσας
Ανδρέας Καρκαβίτσας, Διηγήματα του γυλιού [πηγή: sarantakos.com] Ανδρέας Καρκαβίτσας
Ανδρέας Καρκαβίτσας, Διηγήματα [πηγή: sarantakos.com] Ανδρέας Καρκαβίτσας
Ανδρέας Καρκαβίτσας, Αρχαιολόγος [πηγή: sarantakos.com] Ανδρέας Καρκαβίτσας
Ανδρέας Καρκαβίτσας, Παλιές αγάπες [πηγή: sarantakos.com] Ανδρέας Καρκαβίτσας

Νικηφόρος Λύτρας, βιογραφία και έργα του:
στην Εθνική Πινακοθήκη Κων/νος Μαλέας
στο paleta art Κων/νος Μαλέας Κων/νος Μαλέας
στο Art Magazine Κων/νος Μαλέας
στο art net Κων/νος Μαλέας
στη Βικιπαίδεια Κων/νος Μαλέας

 

Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

 

Ήρωες

Οι ήρωες του κειμένου είναι

 

Τόπος

Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται

 

 

Χρόνος

Τα γεγονότα του κειμένου γίνονται/έγιναν

 

 

Γλώσσα

Η γλώσσα του κειμένου είναι

 

 

Αφήγηση

Η αφήγηση γίνεται

 

 

Ο αφηγητής

Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός/ετεροδιηγητικός, γιατί

 

 

Ενότητες

Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:

 

 

Το σχόλιό σας...