92 93 94 E Δ

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Α' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ


92

Νίκος Καζαντζάκης

Η Νέα Παιδαγωγική

 

 

Το κείμενο αυτό είναι απόσπασμα από το πέμπτο κεφάλαιο του πεζογραφήματος Αναφορά στον Γκρέκο (1961), που δημοσιεύτηκε ύστερα από τον θάνατο του Νίκου Καζαντζάκη. Στην πραγματικότητα είναι η αυτοβιογραφία του συγγραφέα, πολύ χρήσιμη για να κατανοήσουμε την προσωπικότητα και το λογοτεχνικό έργο του. Oλόκληρο το πέμπτο κεφάλαιο αναφέρεται στις συχνά επώδυνες εμπειρίες του νεαρού Ν. Καζαντζάκη από το δημοτικό σχολείο, σε εποχές (τέλη του 19ου αιώνα) που οι εφαρμοζόμενες παιδαγωγικές μέθοδοι ήταν ιδιαίτερα αυταρχικές. Ειδικότερα, στο απόσπασμα παρακολουθούμε την πρώτη του μέρα στο δημοτικό σχολείο αλλά και τις αναμνήσεις του από τον δάσκαλο της τετάρτης τάξης, που τότε ήταν και η τελευταία, αφού το δημοτικό ήταν τετρατάξιο.

Με τα μαγικά πάντα μάτια, με το πολύβουο, γεμάτο μέλι και μέλισσες μυαλό, μ’ ένα κόκκινο μάλλινο σκούφο στο κεφάλι και τσαρουχάκια με κόκκινες φούντες στα πόδια, ένα πρωί κίνησα, μισό χαρούμενος, μισό αλαφιασμένος, και με κρατούσε ο πατέρας μου από το χέρι. Η μητέρα μού είχε δώσει ένα κλωνί βασιλικό να τον μυρίζουμαι, λέει, να παίρνω κουράγιο, και μου κρέμασε το χρυσό σταυρουλάκι της βάφτισής μου στο λαιμό.

— Με την ευκή του Θεού και με την ευκή μου…, μουρμούρισε και με κοίταξε με καμάρι.

Ήμουν σαν ένα μικρό καταστολισμένο σφαγάρι κι ένιωθα μέσα μου περφάνια και φόβο· μα το χέρι μου ήταν σφηνωμένο βαθιά μέσα στη φούχτα του πατέρα μου κι αντρειευούμουν. Πηγαίναμε, πηγαίναμε, περάσαμε τα στενά σοκάκια, φτάσαμε στην εκκλησιά του Αϊ-Μηνά, δεσμός δεσμός στρίψαμε, μπήκαμε σ’ ένα παλιό χτίρι, με μια φαρδιάν αυλή, με τέσσερις μεγάλες κάμαρες στις γωνιές κι ένα κατασκονισμένο πλατάνι στη μέση. Κοντοστάθηκα, δείλιασα· το χέρι μου άρχισε να τρέμει μέσα στη μεγάλη ζεστή φούχτα.

O πατέρας μου έσκυψε, άγγιξε τα μαλλιά μου, με χάδεψε· τινάχτηκα· ποτέ δε θυμόμουν να μ’ έχει χαδέψει· σήκωσα τα μάτια και τον κοίταξα τρομαγμένος. Είδε πως τρόμαξα, τράβηξε πίσω το χέρι του:

— Εδώ θα μάθεις γράμματα, είπε, να γίνεις άνθρωπος· κάμε το σταυρό σου.

O δάσκαλος πρόβαλε στο κατώφλι· κρατούσε μια μακριά βίτσα και μου φά-

 


93

 

νηκε άγριος, με μεγάλα δόντια, και κάρφωσα τα μάτια μου στην κορφή του κεφαλιού του να δω αν έχει κέρατα· μα δεν είδα, γιατί φορούσε καπέλο.

— Ετούτος είναι ο γιος μου, του ’πε ο πατέρας μου.

Ξέμπλεξε το χέρι μου από τη φούχτα του και με παρέδωκε στο δάσκαλο.

— Το κρέας δικό σου, του ’πε, τα κόκαλα δικά μου· μην τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάμε τον άνθρωπο.

— Έγνοια σου, καπετάν Μιχάλη· έχω εδώ το εργαλείο που κάνει τους ανθρώπους, είπε ο δάσκαλος κι έδειξε τη βίτσα.

 

Από το Δημοτικό Σκολειό απομένει ακόμα στη θύμησή μου ένας σωρός παιδικά κεφάλια, κολλητά το ένα πλάι στο άλλο, σαν κρανία· τα πιο πολλά θα ’χουν γίνει κρανία. Μα απάνω από τα κεφάλια αυτά απομένουν μέσα μου αθάνατοι οι τέσσερις δασκάλοι.

[...]

 

εικ1

Απόδειξη διδάκτρων του Παρθεναγωγείου
Η «Παλλάς»

Στην Τετάρτη Τάξη βασίλευε και κυβερνούσε ο Διευθυντής του Δημοτικού. Κοντοπίθαρος, μ' ένα γενάκι σφηνωτό, με γκρίζα πάντα θυμωμένα μάτια, στραβοπόδης. «Δε θωράς, μωρέ, τα πόδια του», λέγαμε ο ένας στον άλλο σιγά να μη μας ακούσει, «δε θωράς, μωρέ, πώς τυλιγαδίζουν τα πόδια του; και πώς βήχει; Δεν είναι Κρητικός». Μας είχε έρθει σπουδασμένος από την Αθήνα κι είχε φέρει, λέει, μαζί του τη Νέα Παιδαγωγική. Θαρρούσαμε πως θα 'ταν καμιά νέα γυναίκα και την έλεγαν Παιδαγωγική· μα όταν τον αντικρίσαμε για πρώτη φορά ήταν ολομόναχος· η Παιδαγωγική έλειπε, θα 'ταν σπίτι. Κρατούσε ένα μικρό στριφτό βούρδουλα, μας έβαλε στη γραμμή κι άρχισε να βγάζει λόγο. Έπρεπε, λέει, ό,τι μαθαίναμε να το βλέπαμε και να το αγγίζαμε ή να το ζωγραφίζαμε σ' ένα χαρτί γεμάτο κουκκίδες. Και τα μάτια μας τέσσερα· αταξίες δε θέλει, μήτε γέλια, μήτε φωνές στο διάλειμμα· και σταυρό τα χέρια. Και στο δρόμο, όταν δούμε παπά, να του φιλούμε το χέρι. «Τα μάτια σας τέσσερα, κακομοίρηδες, γιατί αλλιώς, κοιτάχτε εδώ!», είπε και μας έδειξε το βούρδουλα. «Δε λέω λόγια, θα δείτε έργα!» Κι αλήθεια είδαμε· όταν κάναμε καμιά αταξία ή όταν δεν ήταν στα κέφια του, μας ξεκούμπωνε, μας κατέβαζε τα πανταλονάκια και μας έδερνε κατάσαρκα με το βούρδουλα· κι όταν βαριόταν να ξεκουμπώσει, μας έδινε βουρδουλιές στ' αυτιά, ωσότου έβγαινε αίμα.

Μια μέρα έδεσα κόμπο την καρδιά μου, σήκωσα το δάχτυλο:

— Πού είναι, κυρ δάσκαλε, ρώτησα, η Νέα Παιδαγωγική; γιατί δεν έρχεται στο σκολειό;

 


94

 

εικ2

Μαθητές Δημοτικού Σχολείου (αρχές 20ού αι.)

Τινάχτηκε από την έδρα, ξεκρέμασε από τον τοίχο το βούρδουλα.

— Έλα εδώ, αυθάδη, φώναξε, ξεκούμπωσε το πανταλόνι σου.

Βαριόταν να το ξεκουμπώσει μόνος του.

— Να, να, να, άρχισε να βαράει και να μουγκρίζει.

Είχε ιδρώσει, σταμάτησε.

— Να η Νέα Παιδαγωγική, είπε, κι άλλη φορά σκασμός!

Ήταν όμως και πονηρούτσικος ο σύζυγος της Νέας Παιδαγωγικής. Μια μέρα μας λέει: «Αύριο θα σας μιλήσω για το Χριστόφορο Κολόμβο, πώς ανακάλυψε την Αμερική. Μα για να καταλάβετε καλύτερα, να κρατάει καθένας σας κι από ένα αυγό· όποιος δεν έχει αυγό, ας φέρει βούτυρο!».

 

Ν. Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο,

Εκδόσεις Ελένης Ν. Καζαντζάκη

 

Βιβλιοθήκη για τη σχολική ζωή

 

Λεξιλόγιο

*αλαφιασμένος: ταραγμένος, τρομαγμένος *σφαγάρι: ζώο που προορίζεται για σφαγή, σφάγιο *αντρειευόμουν: έκανα τον γενναίο *εκκλησιά του Αϊ-Μηνά: η εκκλησία του Αγίου Μηνά στο Ηράκλειο, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Ν. Καζαντζάκης *χτίρι: κτίριο *σφηνωτό: τριγωνικό, μυτερό *θωράς: βλέπεις *τυλιγαδίζουν: τυλίγονται σαν νήμα, στραβώνουν

 

Η Νέα Παιδαγωγική, κουίζ, © Κωνσταντίνα Σάιτ, εδώ

 

 


ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  • 1. Ποια συναισθήματα νιώθει ο μικρός Ν. Καζαντζάκης πριν φτάσει στο σχολείο και γιατί; Από ποιους αντλεί θάρρος και με ποιον τρόπο;
  • 2. Με αφορμή κυρίως τη στάση του πατέρα, σε ποια συμπεράσματα καταλήγετε για τις σχέσεις μεταξύ γονιών και παιδιών εκείνη την εποχή; Απαντήστε με αναφορά σε συγκεκριμένα σημεία του κειμένου.
  • 3. O δάσκαλος της τετάρτης δημοτικού είχε θεωρητικά ασπαστεί τις αρχές της Νέας Παιδαγωγικής. Τι νομίζετε ότι πρέσβευε η Νέα Παιδαγωγική και τι εφάρμοζε στην πράξη ο δάσκαλος;
  • 4. Αναζητήστε και διαβάστε το διήγημα της Κατίνας Παπά «Η εκδρομή του Δημητρού» (από τη συλλογή διηγημάτων Στη συκαμιά από κάτω), και συγκρίνετε τη μορφή του δασκάλου που εμφανίζεται εκεί, με την αντίστοιχη στο κείμενο του Ν. Καζαντζάκη.
  • 5. Επιχειρήστε να αφηγηθείτε σε γραπτό κείμενο τη δική σας εμπειρία από την πρώτη σας ημέρα στο δημοτικό σχολείο.


ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

  • 1. Απευθυνθείτε σε άτομα του οικείου περιβάλλοντός σας διαφορετικών ηλικιών (μεγαλύτερα αδέλφια, γονείς, παππούδες, γιαγιάδες) και ζητήστε να σας αφηγηθούν τις εμπειρίες τους από το σχολείο. Πάρτε επίσης συνεντεύξεις από συνταξιούχους και εργαζόμενους εκπαιδευτικούς και προσπαθήστε να επισημάνετε τις διαφορές της σύγχρονης παιδαγωγικής (όπως τη βιώνετε στο σχολείο) από την παλαιότερη.

  • Πρόσθετη διαθεματική εργασία
    Προσπαθήστε να γράψετε ένα θεατρικό μονόπρακτο με θέμα παρμένο από το απόσπασμα.


Νίκος Καζαντζάκης (1883-1957)


Νίκος Καζαντζάκης

Διάβασε για τη ζωή και το έργο του εδώ. Κατέβασε σύντομο βιογραφικό . Δες και παρακάτω στο Υλικό


Θεματικά κέντρα
Παιδαγωγικές μέθοδοι: η συμβολή τους στην εκπαιδευτική διαδικασία αλλά και στη διάπλαση της προσωπικότητας των μαθητών.
Η εμπειρία της πρώτης μέρας στο σχολείο και η εγγραφή της στη συνείδηση των μαθητών.

Ενδεικτική ερμηνευτική προσέγγιση
Το απόσπασμα από την Αναφορά στον Γκρέκο, ενταγμένο στη θεματική ενότητα «Παλαιότερες μορφές ζωής», εμπεριέχει βιώματα οικεία στους μαθητές από την ατομική τους εμπειρία (αγωνία της πρώτης μέρας, φόβος του άγνωστου σχολείου), αλλά και αντιλήψεις και πρακτικές που ανήκουν οριστικά στο παρελθόν. Αυτό το βιωματικό υλικό μπορεί να αποτελέσει την αφόρμηση της διδακτικής προσέγγισης, η οποία στη συνέχεια θα επικεντρωθεί στα ανάμεικτα συναισθήματα του νεαρού Ν. Καζαντζάκη, τη μέρα που πρόκειται να πάει για πρώτη φορά στο σχολείο: από τη μια νιώθει χαρούμενος και ανυπόμονος να ζήσει την καινούρια εμπειρία, από την άλλη όμως νιώθει φόβο για τον άγνωστο κόσμο του σχολείου. Η παρουσία του πατέρα τού δίνει την αίσθηση της στήριξης και της προστασίας.
Ωστόσο, τόσο η αντίληψη και η νοοτροπία του πατέρα για την απόλυτη δικαιοδοσία του δασκάλου απέναντι στον μαθητή - παιδί, όσο και η παιδαγωγική μέθοδος που εφαρμόζει ο δάσκαλος είναι εντελώς παρωχημένες αντιλήψεις και πρακτικές σήμερα. Για μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, κυρίως για τις μεγαλύτερες ηλικίες, αυτές οι αντιλήψεις και οι πρακτικές είναι κομμάτι της παιδικής τους ζωής. Συνεπώς, το κείμενο μπορεί να αποτελέσει αφορμή για συζητήσεις όσον αφορά τις σχέσεις μαθητή - δασκάλου, αλλά και παιδιού - γονέα. Αξίζει να προσεχτεί η εικόνα του δασκάλου - διαβόλου που σχηματίζει ο μικρός μαθητής την πρώτη φορά που τον γνωρίζει, και κυρίως η βαναυσότητα με την οποία φέρεται στους μαθητές του ο δάσκαλος της τετάρτης τάξης. Οι μαθητές μπορούν να σχολιάσουν την περίεργη αντίληψη της «Νέας Παιδαγωγικής» που πρέσβευε ο δάσκαλος, η οποία περιοριζόταν μόνο στο διδακτικό μέρος και δε λάμβανε διόλου υπόψη τον ψυχισμό των μαθητών.
Ως προς τη μορφή, τέλος, του αποσπάσματος, μπορεί να επισημανθεί ο ειρωνικός τόνος του αφηγητή όταν αναφέρεται στη «Νέα Παιδαγωγική», την οποία προφανώς θεωρεί απαρχαιωμένη, και το λεπτό χιούμορ που διαφαίνεται στο σημείο που το μικρό αγόρι ταυτίζει την «Παιδαγωγική» με γυναίκα.


Δημήτρης Γκιώνης, Τώρα θα δεις..., Καστανιώτης, Αθήνα 1994, σ. 48-57. Παρατίθεται εδώ ένα απόσπασμα (σ. 50-51), όπου η παιδαγωγική μέθοδος που εφαρμόζεται είναι ανάλογη με αυτή που περιγράφεται από τον Ν. Καζαντζάκη:

Το σχολείο μόνιμος βραχνάς αλλά και καταφύγιο. Γιατί όταν δεν είχε σχολείο, είχε δουλειά στο μαγαζί, θελήματα στο σπίτι. Μόνο που στο σχολείο έπρεπε να είσαι πάντα διαβασμένος και προσεχτικός, γιατί διαφορετικά έπεφτε ραβδί. Αυτά τα αναθεματισμένα μέρη του λόγου.
― Πόσα είναι, Κούκο; ρώτησε την ημέρα εκείνη ο Τζαναβάρας και ήμουν βέβαιος ότι ευχόταν να μην τα ξέρω για να με λιανίσει.
― Δέκα.
― Για πες τα...
― Άρθρο, όνομα ουσιαστικό, επίθετο, αντωνυμία, ρήμα, πρόθεση...
― Αυτά είναι έξι, δεν είναι δέκα. Τι τα 'κανες τ' άλλα; Φτου κι απ' την αρχή:
― Άρθρο, όνομα ουσιαστικό, επίθετο, αντωνυμία, ρήμα...
― Τώρα τα ‘βγαλες πέντε! Είσαι με τα καλά σου;
― …
― Όρθιος, εκεί με τους άλλους!
Ευτυχώς που υπήρχε παρέα, η οποία έφτασε στο τέλος να είναι αριθμητικά μεγαλύτερη από τα μέρη του λόγου.
― Γιατί δε διαβάσατε, ρε; τσίριξε. Τσιμουδιά.
Από ένα αστραφτερό χαστούκι στον καθένα. Και καθώς το δεχτήκαμε όλοι περίπου ατάραχοι, μας περνάει και δεύτερο χέρι από το άλλο μάγουλο. Και κάποια στιγμή βγάζει αφηνιασμένος τη λουρίδα και μας λιανίζει τα πόδια.
― Αύριο να μου το 'χετε γράψει είκοσι φορές στο τετράδιο και να το ξέρετε φαρσί!


Κατίνας Γ. Παπά, «Η εκδρομή του Δημητρού»

Άκουσε το κείμενο πατώντας εδώ

(Στη Λιλή Πριονιστή)

Σήμερα τα πράματα ήτανε δύσκολα για το Δημητρό. Η μητέρα του ερχότανε αργά, η γειτόνισσα έλειπε, σαπούνι δεν είχε, η ώρα έφευγε, κι ωστόσο αυτός, αύριο το πρωί στις εφτά έπρεπε να 'ναι έτοιμος, με ποδιά καθαρή και το δεματάκι με το φαΐ του στο χέρι.

Για το φαΐ δεν τον έμελλε και τόσο· «πού σε ξέρει ο άλλος τι τρως και τι δεν τρως»! εκείνο που τον επείραζε ήτανε η ποδιά.

— «Η συγκέντρωσις θα γίνει εις την αυλήν του σχολείου. Θα έλθετε όλοι καθαροί και τακτικοί και με το καλαθάκι σας ο καθείς με το φαγητόν του».

Και τα μάτια του δασκάλου, όταν έλεγε «θα έλθετε καθαροί» έπεσαν ακριβώς στην ποδιά του Δημητρού.

Αν η μητέρα του σχόλαινε ενωρίτερα, τι ανάγκη θα είχε; Θα του καθάριζε ωραία την ποδιά του, κι αυτός πρώτος και καλύτερος θα 'φτανε αύριο στο σχολειό.

Αλλά έλα που σχολούσε αργά απ' το εργοστάσιο, κι όσο να 'ρθει τόσο δρόμο στο σπίτι ενύχτωνε. Πότε θα πρόφτανε να την πλύνει; Κι αν δεν εστέγνωνε; Ο Δημητρός άνοιξε διάπλατα τα μάτια του από αγωνία. Ήτανε ένας μήνας, που την περίμενε αυτή την εκδρομή, κι αν δεν επήγαινε θα 'σκαζε.

Δεν επήγε ποτέ του εκδρομή, και του φαινόταν πολύ μεγάλο πράμα. Και μη δεν ήτανε κιόλας;

Δέντρα, πράσινη γης, νερά τρεχούμενα, αγέρας, βουνό, ελευθερία. Τούμπες και πηδήματα και φωνές, κι ο δάσκαλος εκεί μπροστά, να σε βλέπει και να μη λέει τίποτες· να μη σου τραβάει τ' αυτί και να μη σου μετράει δεκαοχτώ τσουχτερές χαρακιές στη σειρά απάνω στην παλάμη σου.

Και το πιο παράξενο, να χαμογελάει!

Μα αυτό ίσα-ίσα ήτανε, που δεν το χωρούσε το κεφάλι του Δημητρού, κι ας το λέγανε όλα τα παιδιά, που πήγανε και πέρσι εκδρομή με τον δάσκαλο. Ο Πανούτσος μάλιστα πήρε και όρκο. «Ο δάσκαλος χαμογελάει! αλήθεια σου λέω, μα τον σταυρό!» κι ο Πανούτσος φίλησε τον σταυρό, που έκανε με τα δάκτυλά του· «Ο δάσκαλος χαμογελάει! τον είδαμε με τα μάτια μας».

Και ο Δημητρός συλλογίστηκε τον δάσκαλό του, που έμπαινε κάθε μέρα στην τάξη κατσουφιασμένος κι άγριος, σα να τον έδερνε κάθε πρωί ο πατέρας του.

Δε θυμάται να γέλασε ποτέ.

— «Διατί εφόνευσεν ο Ηρακλής τας Στυμφαλίδας όρνιθας;»

— «Για να γεμίσει προσκέφαλα με τα πούπουλα», φώναξε ο Πανούτσος.

Τα παιδιά γελάσανε, μα ο δάσκαλος σούφρωσε τα φρύδια του. Κατέβηκε άγριος από την έδρα κι έδωκε τέτοιο ξύλο στον Πανούτσο, που όλοι βουβάθηκαν.

Μόνο με τον Ζακυθινό δε θυμώνει· θα πεις, αυτός είναι καλός μαθητής και τα λέει όλα με τη σειρά:

— «Και ο Θεός καταράστηκε τους πρωτοπλάστους και είπε στον Αδάμ να κερδίζει τον άρτον του με τον ιδρώτα του προσώπου του».

Τα φρύδια του δασκάλου ξεσούφρωσαν και το πρόσωπό του έγινε μαλακότερο.

...«κι εσύ φίδι, να είσαι καταραμένο και να σέρνεσαι εις τους αιώνες με την κοιλίαν σου».

«Και πώς περπατούσε πρωτύτερα;» ρώτησε ο καημένος ο Δημητρός, μα έφαγε κι αυτός της χρονιάς του.

Και να σου ορκίζεται ο Πανούτσος, πως αυτός ο δάσκαλος αύριο θα χαμογελάει! Να το βλέπεις και να μη το πιστεύεις!

Ωστόσο η ώρα περνούσε κι ο Δημητρός δεν εύρισκε ησυχία, βγήκε στην αυλή και τράβηξε ίσια κατά τη γειτόνισσα.

Μια μικρή κάθονταν στο κατώφλι, και έτρωγε με όρεξη το ψωμί της.

— Φιλίτσα! ε, Φιλίτσα, φώναξε από μακριά· «ήρθε η μητέρα σου;»

Η μητέρα της Φιλίτσας ήτανε φίλη με τη μητέρα του Δημητρού και πολλές φορές τον φρόντιζε, όταν έλειπε η δική του. Μα για κακή του τύχη έλειπε σήμερα κι αυτή.

— Τι τη θέλεις; ρώτησε η μικρή.

— Το και το, διηγήθηκε ο Δημητρός.

— Μπα! και δε σου την πλένω εγώ την ποδιά σου!

— Ξέρεις εσύ να πλύνεις ποδιά;

Αυτό δα έλειπε τώρα να 'ξερε κι η Φιλίτσα να πλένει! Μα πάλε, πού ξέρεις! Αυτές οι κοπέλες είναι επιδέξιες· ξέρουνε τόσα πράμματα, που δεν τα ξέρουμε μεις τα παιδιά!

— Φέρ' την ποδιά σου και θα δεις!

Ο Δημητρός τ' αποφάσισε· μια και δυο έβγαλε την ποδιά του και την παράδωκε στη Φιλίτσα.

Εκείνη την πήρε σοβαρή και τράβηξε ίσια κατά τη βρύση. Αλλά η βρύση ήτανε κλειστή και δεν άνοιγε εύκολα. Μα κι ο Δημητρός ήτανε άντρας· έδωσε, πήρε, την άνοιξε.

— Εσύ να κρατάς την ποδιά κάτω από τη βρύση κι εγώ να την πλένω.

Το νερό έτρεχε με ορμή και τους πιτσίλιζε πατόκορφα, μα ποιος πρόσεχε σε τέτοια· κι οι δυο ήτανε βυθισμένοι στη δουλειά τους.

Ύστερα τη στύψανε μέσα στις χούφτες τους και την κρεμάσανε σουφρωμένη στο σκοινί.

Η Φιλίτσα από τον ενθουσιασμό της μοίρασε το ψωμί της με τον Δημητρό και κάθισαν κι οι δυο στο κατώφλι.

Η Φιλίτσα δεν πήγαινε ακόμα στο σχολείο κι ο Δημητρός της έκανε τον σοφό. Για να τη διασκεδάσει της έκαμε απόψε και τον δάσκαλο. Σηκώθηκε ορθός, κορδώθηκε φουσκωτός, όσο μπορούσε, κι αφού έσφιξε τη μύτη του δυνατά με τα δυο του δάχτυλα για να πετύχει καλύτερα τη φωνή του δασκάλου, άρχισε να ξεφωνίζει:

— Σιωπή, παρακαλώ! Σήμερον θα σας είπω διά τον τρίτον άθλον του Ηρακλέους, διά τον Ερυμάνθιον κάπρον.

Η Φιλίτσα το 'βρε πολύ διασκεδαστικό, όπως το 'λεγε με τη μύτη ο Δημητρός εκείνο το «ερυμάνθιον»· έσφιξε κι αυτή τη μυτίτσα της και ξεφώνιζε: «ερυμάνθιον»! «ερυμάνθιον»!

Μα σε λίγο κουράστηκε, άναψαν τα μαγουλάκια της της πόνεσε κι η μύτη της και ξανακάθισε στο κατώφλι.

Η μέρα έφευγε και ο ουρανός σκοτείνιαζε. Ένα ένα άρχισαν να φαίνoνται  τ' άστρια.

— Και τι χρειάζονται, Δημητρό, τ' άστρια; Σου το 'πε ο δάσκαλος;

— Ο δάσκαλος; και τι ξέρει ο δάσκαλος απ' αυτά;

Ο Δημητρός άρπαξε πάλι τη μύτη του:

«Οι αστέρες ανατέλλουσιν εξ ανατολών και δύουσιν εξ δυσμών», όχι, «και δύουσιν από δυσμών». Όχι, όχι, ούτε έτσι, στάσου να δεις, πώς το λέει: «οι αστέρες ανατέλλουσιν από ανατολάς και δύουσιν από δυσμάς», μάλιστα, έτσι το λέει.

— Και τι πα να πει «ανατέλλουσιν από ανατολάς και δύουσιν από δυσμάς;» Εσύ το καταλαβαίνεις;

— Εγώ λέω, που το σωστό είναι, πως μόλις νυχτώνει, ο Θεός ανάβει στον ουρανό ένα-ένα τα λυχναράκια του, για να βλέπουν τα πουλάκια όλου του κόσμου να γυρίζουν στις φωλίτσες τους. Αυτά τα λυχναράκια του Θεού είναι τα άστρια.

Και τα παιδιά, με τα μάτια καρφωμένα στο βαθύ ουρανό, μετρούσαν τα «λυχναράκια» ώσπου απoκoιμήθηκαν.

Την άλλη μέρα το πρωί βούιζε η γειτονιά από τα τσιρίσματα, τις φωνές και τα γέλια των παιδιών, που ανυπόμονα περίμεναν στην αυλή, πολύ πριν της ώρας.

«Και πού τα βάζουν κάθε μέρα τα χέρια τους και τα πόδια τους αυτά τα παιδιά, που σήμερα δεν ξέρουν, πού να τα οικονομήσουν;» Συλλογίζονταν μια νέα γυναίκα, που παρακολουθούσε από το παράθυρό της την ανησυχία των μικρών.

Καθένας που έμπαινε δέχονταν τις φωνές και τα πειράγματα των αλλονών.

— Ω! καλώς τον Γιωργάκη! Τη νυχτικιά της νόνας σου σού ντύσανε σήμερα;

Ο Γιωργάκης, που φορούσε μια πλατιά και μακριά άσπρη μπλούζα μ’ ένα λουρί στη μέση, κοκκίνισε όλος και σήκωσε τη μπλούζα του, για να τους δείξει, πως φορούσε και πανταλόνι.

Τα περσότερα παιδιά ήτανε με τις ποδιές τους φρεσκοπλυμένες και φρεσκοσιδερωμένες, μα μερικά είχαν έρθει με τις φορεσιές τους, κι αυτά τραβούσανε όλα τα πειράγματα.

— Δε σου πάει και άσκημα το βρακί του πατέρα σου! Έλεγε ένα στεγνό ψηλό παιδί σ' ένα στρουμπουλό παιδάκι, που φορούσε ένα μακρύ και πλατύ πανταλόνι, που το έπνιγε. Εκείνο δεν εκατάλαβε και τον κοίταξε μ' απορία. Γιατί του έλεγε, πως ήτανε του πατέρα του, αφού ήτανε του αδερφού του του μεγαλύτερου;

Σε λίγο παρουσιάστηκε κι ο Πανούτσος, μα δεν ήτανε σαν πάντα γελαστός κι άταχτος.

Μπήκε σοβαρός κι αμίλητος μ' ένα βαρύ καλαθάκι στο χέρι κι έδειχνε πως δεν έπαιρνε σήμερα από αστεία. Τράβηξε ίσια σε μια απόμερη γωνιά της αυλής και δε λάβαινε μέρος στις  φωνές και στα πειράγματα των παιδιών.

Σήκωνε με τρόπο το καπάκι του καλαθιού του, βουτούσε το χέρι του μέσα και ύστερα έγλειφε ένα ένα τα δάχτυλά του με τη σειρά. Η μητέρα του του είχε βάλει στο καλαθάκι κι ένα καλό κομμάτι μπακλαβά κι ο νους του Πανούτσου ήτανε κολλημένος εκεί.

Σε λίγο άνοιξε διάπλατη η βαριά ξύλινη πόρτα και φάνηκε το μεγάλο αυτοκίνητο, που θα τους έπαιρνε.

Την ίδια ώρα παρουσιάστηκε κι ο δάσκαλος και παράγγειλε ν' ανεβούν.

Τα παιδιά ξεχύθηκαν όλα μαζί και με φωνές και γέλια πνιχτά στριμώχτηκαν, όπως μπορούσαν μέσα στ’ αυτοκίνητο· ο δάσκαλος πήδησε τελευταίος κοντά στον οδηγό και τ' αυτοκίνητο ξεκίνησε. Στην αρχή σιγά, κι ύστερα με ταχύτητα·  ένα πυκνό σύννεφο σκόνης σηκώθηκε από τον δρόμο και σκέπασε τ' αυτοκίνητο που έφευγε ολοταχώς απάνω στο μακρύ ίσιο δρόμο όσο που χάθηκε. Την ίδια ώρα έφτανε λαχανιασμένος κι ο Δημητρός, από την άλλη μεριά του δρόμου. Φορούσε την ποδιά του καθαρή, μα στριφτή και καταζαρωμένη, όπως την είχε απλώσει αποβραδίς η Φιλίτσα. Είχε πάρει και το ψωμί του στην τσέπη του· μα στον δρόμο συλλογίστηκε, που ο δάσκαλος τους είχε πει: «και ο καθένας με το καλαθάκι του με το φαγητόν του».

Μη τον έβλεπε τώρα δίχως καλαθάκι και τον έστελνε πάλι στο σπίτι του;

Ο Δημητρός δεν έχασε καιρό· έβγαλε το μαντήλι του, τ' άπλωσε απάνω στον δρόμο, έβαλε μέσα το ψωμί του, το 'δεσε στις τέσσερις άκρες και κρατώντας από τους κόμπους το δέμα του —τι δέμα, τι καλαθάκι το ίδιο έκανε— έτρεχε χαρούμενος κατά το σχολειό.

Τώρα δεν του 'λειπε τίποτα.

Τι ωραία, που θα περνούσε! Κανένας δε θα 'βλεπε το δέμα του. Έτσι που τα είχε καταφέρει στο δέσιμο, φαίνoνταν φουσκωτό σα να είχε του κόσμου τα πράματα, ως και γλυκό μπορούσε να 'χε μέσα και φρούτα και τυρί.

Έφτασε μπροστά στο σχολειό.

Παναγία μου! η πόρτα ήτανε κλειστή από πάνω ως κάτω! και μια τέτοια ησυχία, που όμοιά της δεν είχε καταλάβει ποτέ ο Δημητρός. Σαν να πέθανε μονομιάς όλος ο κόσμος και ν' απόμεινε αυτός μοναχός του.

Επάγωσε κι η πνοή του επιάστηκε.

Κοίταξε γύρω του· κανείς!

Μόνο η γειτόνισσα στέκονταν ακόμα στο παράθυρο και τον είδε.

— Άργησες! του φώναξε από το παράθυρο.

— Άργησα... είπε κι ο Δημητρός.

 

 

[πηγή: Κατίνα Γ. Παπά, Στη συκαμιά από κάτω. Διηγήματα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2000 (4η έκδ.), σ. 186-196]


Νίκος Καζαντζάκης
Βικιπαίδεια Νίκος Καζαντζάκης
Βιβλιοnet Νίκος Καζαντζάκης
Σελίδες Νίκου Καζαντζάκη [πηγή: Ιστορικό Μουσείο Κρήτης] Σελίδες Νίκου Καζαντζάκη [πηγή: Ιστορικό Μουσείο Κρήτης]
Νίκος Καζαντζάκης, ένας ταξιδευτής σε τόπους και ιδέες (διαδραστική εφαρμογή) [πηγή: Ιστορικό Μουσείο Κρήτης] Νίκος Καζαντζάκης, ένας ταξιδευτής σε τόπους και ιδέες (διαδραστική εφαρμογή) [πηγή: Ιστορικό Μουσείο Κρήτης]
Εκδόσεις Καζαντζάκη Εκδόσεις Καζαντζάκη
Νίκος Καζαντζάκης, ΠΟΘΕΓ ποθεγ
Εκπαιδευτική τηλεόραση Νίκος Καζαντζάκης, επκ.τηλ.
ΕΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ, εκπομπή της ΕΡΤ ΕΡΤ
Ψηφίδες, Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Ψηφίδες

 

Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

 

Ήρωες

Οι ήρωες του κειμένου είναι

 

Τόπος

Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται

 

 

Χρόνος

Τα γεγονότα του κειμένου γίνονται/έγιναν

 

 

Γλώσσα

Η γλώσσα του κειμένου είναι

 

 

Αφήγηση

Η αφήγηση γίνεται

 

 

Ο αφηγητής

Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός/ετεροδιηγητικός, γιατί

 

 

Ενότητες

Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:

 

 

Το σχόλιό σας...