Δεύτερη Περίοδος (1453 - 1669)
Εισαγωγή
73Μετά την Άλωση της Πόλης πολλοί Έλληνες καταφεύγουν στη Δύση (ελληνισμός διασποράς). Από τις ελληνικές περιοχές άλλες υποδουλώνονται στους Τούρκους (τουρκοκρατούμενος ελληνισμός), κι άλλες στους Φράγκους, Ενετούς (λατινοκρατούμένους ελληνισμός) κτλ. Η συνεισφορά του ελληνισμού της διασποράς και του τουρκοκρατούμενου είναι περιορισμένη. Το ανανεωτικό πνεύμα της Αναγέννησης θα επηρεάσει τις περιοχές του λατινοκρατούμενου ελληνισμού και κυρίως την Κρήτη, όπου, μετά από μια πρώιμη περίοδο (15ος-τέλος 16ου αι.), η κρητική λογοτεχνία θα φτάσει στην ακμή της (τέλη 16ου - 1669).
Αποδημία [πηγή: Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού]
Ανθολογούμενα κείμενα της περιόδου: Καταλόγια - Κυπριακά - Ο Απόκοπος του Μπεργαδή. - Δυο χορικά από τον Βασιλέα Ροδολίνο. - Ο Κατζούρμπος κι η Ερωφίλη του Γ. Χορτάτση. Ο Ερωτόκριτος και η Θυσία του Αβραάμ του Β. Κορνάρου.
Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης, που άφησε τον ελληνισμό χωρίς κρατική συγκρότηση και πολιτική ηγεσία, ήταν επόμενο να επηρεάσει πολύ την πνευματική του εξέλιξη. Στην κρίσιμη αυτή κατάσταση ο λαός αντιμετωπίζει τη δοκιμασία του με καρτερία κι εμπιστοσύνη στο μέλλον. Κι ενώ πριν από την Άλωση κυκλοφορούσαν προφητείες που προμηνούσαν καταστροφές, μετά την Άλωση άρχισε να ριζώνει στις ψυχές των υποδούλων η ελπίδα για το μέλλον του έθνους μας, που θ' αποκτήσει με το σπαθί ό,τι έχασε.
Θρήνοι της Αλώσεως (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]
Χαρ. Π. Συμεωνίδης, «Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας. Μετά την Άλωση» [πηγή: Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο]
Τραγούδια για την ίδρυση και Θρήνοι για την άλωση της Κωνσταντινούπολης
Στις περιοχές του λατινοκρατούμενου ελληνισμού η λογοτεχνική παραγωγή συνεχίστηκε χωρίς ουσιαστικά να επηρεαστεί από την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Οι σημαντικότερες απ' αυτές είναι τα Δωδεκάνησα, η Κύπρος και η Κρήτη.
741. Δωδεκάνησα. Το 1309 τα Δωδεκάνησα κατακτήθηκαν από τους ιππότες του Αγ. Ιωάννη κι έμειναν στα χέρια τους ως το 1522, οπότε πέρασαν στην εξουσία των Τούρκων. Μια σειρά από ερωτικά ποιήματα με τίτλο Καταλόγια ή Ερωτοπαίγνια, που γράφτηκαν στα μέσα του 15ου ως τις αρχές του 16ου αι., φαίνεται ότι έχει δωδεκανησιακή προέλευση.
2. Κύπρος. Το 1191 η Κύπρος κατακτήθηκε από τους Φράγκους. Μετά τους Φράγκους ακολούθησαν οι Ενετοί (1489) και οι Τούρκοι (1571). Από τη βυζαντινή ακόμη περίοδο ήταν άφθονα τα ακριτικά τραγούδια, που εξυμνούσαν τους αγώνες κατά των επιδρομέων (Αράβων κυρίως). Πολλά απ' αυτά διασώθηκαν από τους «ποιητάρηδες», που τ' απάγγελναν στα διάφορα πανηγύρια. Η εξέλιξη της κυπριακής λογοτεχνίας συνεχίστηκε και κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, οπότε για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε η κυπριακή διάλεκτος. Κατά την περίοδο αυτή ιδιαίτερη ανάπτυξη σημείωσε η συγγραφή Χρονικών (Λεόντιος Μαχαιράς, Γεώργιος Βουστρώνιος). Ο Μαχαιράς, που χρησιμοποίησε την κυπριακή διάλεκτο, ασχολείται βασικά με την ιστορία της Κύπρου από το 1359-1432 στο έργο του «Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου» κι ο Βουστρώνιος από το 1456-1501. Από την τελευταία περίοδο της Ενετοκατίας μάς σώθηκε μια συλλογή λυρικών ποιημάτων, που χαρακτηριστικά γνωρίσματα έχουν την εξευγενισμένη μορφή, με την οποία παρουσιάζουν τον έρωτα, τη χρήση της ομοιοκαταληξίας, το λεπτό αίσθημα, το παιγνιδιάρικο ύφος και τον επιδέξιο χειρισμό της γλώσσας, που είναι έντονα ιδιωματική.
3. Κρήτη. Το 1211 η Κρήτη κατακτήθηκε από τους Ενετούς, που την κράτησαν στην εξουσία τους ως το 1669, οπότε την κατέλαβαν οι Τούρκοι. Κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας, που μας ενδιαφέρει, οι Ενετοί αναγνώρισαν την ορθόδοξη θρησκεία των Κρητικών κι απέφυγαν να θίξουν τον κατώτερο κλήρο και τα μοναστήρια με τα κτήματα τους. Ως πρωτεύουσα της Κρήτης διατήρησαν το Χάνδακα (Ηράκλειο). Κατά τους δυο πρώτους αιώνες οι Κρητικοί ποσπάθησαν να αποτινάξουν τον ενετικό ζυγό με επαναστάσεις. Ύστερα όμως από την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453 αρχίζει περίοδος ειρηνικής συνύπαρξης του πληθυσμού με τους κατακτητές. Η αποκατάσταση εσωτερικής ειρήνης στην Κρήτη δημιούργησε τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την πολιτιστική της ανάπτυξη, που συντελέστηκε σε δυο χρονικές περιόδους. 75Η πρώτη (15ος - τέλη 16ου αι.) είναι η περίοδος της προετοιμασίας: η γλώσσα είναι ακόμη επηρεασμένη από την κοινή της δημώδους βυζαντινής λογοτεχνίας με πολλούς αρχαϊσμούς και πολλά στοιχεία του κρητικού ιδιώματος· σιγά σιγά όμως καλλιεργείται· ο στίχος απαλλάσσεται βαθμιαία από τις ατέλειες του και γίνεται πιο εύπλαστος. Έτσι προετοιμάζεται το έδαφος για τη δεύτερη περίοδο, της ακμής. Τότε άξιοι δημιουργοί, όπως ο Γεώργιος Χορτάτσης, ο Βιτσέντζος Κορνάρος κ.ά., οδήγησαν την κρητική ποίηση σε αξιοθαύμαστη άνθηση.
Κατά την περίοδο αυτή η βυζαντινή παράδοση δεν επιβιώνει μόνο στη γλώσσα και στη στιχουργία, αλλά και στα θέματα, που είναι ποικίλα: ιστορικά, θρησκευτικά, ηθικοδιδακτικά και σατιρικά. Παράλληλα όμως ευεργετική είναι και η διείσδυση του πνεύματος της Αναγέννησης, ιδίως της ιταλικής. Αποτέλεσμα των παραπάνω επιδράσεων είναι τα έργα της πρώιμης περιόδου, επώνυμα ή ανώνυμα, που στα τέλη του 15ου αι. πληθαίνουν. Στα έργα αυτά είναι πιο έντονα τα σημάδια του γλωσσικού κρητικού ιδιώματος. Ως προς τα θέματα τους μπορούμε να τα κατατάξουμε σε ομάδες ως εξής:
α) Σε όσα έχουν ως θέμα τον έρωτα (λ.χ. η Ριμάδα κόρης και νιου).
β) Σε όσα σατιρίζουν τα σύγχρονα ήθη· η σάτιρα αυτή γίνεται με τόλμη και παρατηρητικότητα ασυνήθιστη ως την εποχή αυτή. Από τα σατιρικά στιχουργήματα πιο αξιόλογα είναι: 1) του Στέφ. Σαχλίκη, που με τις παραστατικές του περιγραφές και την οξύτατη σάτιρά του μας δίνει μια εικόνα της αστικής ζωής του καιρού του και 2) το Γαδάρου, Λύκου και Αλουπούς διήγησις χαρίεις, που συνεχίζει τη βυζαντινή παράδοση των ιστοριών των ζώων.
γ) Σε όσα αναφέρονται σε θέματα που έχουν σχέση με το θάνατο και την παροδικότητα της ζωής. Στην περίπτωση αυτή οι ποιητές ακολουθούν αντίστοιχα ρεύματα που αναφαίνονται στη Δύση. Τέτοια διάθεση εκφράζουν τα εξής: 1) Ρίμα θρηνητική εις τον πικρόν και ακόρεστον Άδην του Ιωάννη Πικατόρου, που πραγματεύεται το ίδιο θέμα με τον Απόκοπο του Μπεργαδή, αλλά δεν διαθέτει τις αρετές του, και 2) O Απόκοπος του Μπεργαδή, που είναι το πιο αξιόλογο έργο της πρώιμης περιόδου.
Η άνθηση της κρητικής λογοτεχνίας του 17ου αι. προετοιμάστηκε από τους ποιητές της προηγούμενης περιόδου. Υπήρχε, επομένως, υποδομή, το κατάλληλο δηλαδή ποιητικό έδαφος, που δίνει τη δυνατότητα στους ποιητές του 15ου αι. ν' αφομοιώνουν δημιουργικά τις ξένες (ιταλικές κυρίως) επιδράσεις. Η ποιητική όμως παράδοση συμβαδίζει και με μια ανάλογη πολιτιστική ανάπτυξη. Ήδη από τον 15ο αι. έχουμε ενδείξεις που φανερώνουν ότι στη βενετοκρατούμενη Κρήτη υπήρξε ανώτερη παιδεία. Την πολιτιστική αυτή ανάπτυξη ενισχύει η βενετσιάνικη κατοχή, που είχε ως συνέπεια τη διείσδυση του πολιτισμού της δυτικής αναγέννησης. Αν θέλαμε να επισημάνουμε μερικά βασικά χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου, θα μπορούσαμε να τα εντοπίσουμε στο λογοτεχνικό είδος που κυριάρχησε, τη γλώσσα και τη δημιουργική πνοή των ποιητών.
1.Το λογοτεχνικό είδος. Εκτός από τη Βοσκοπούλα, που ανήκει στην ποιμενική ποίηση, και τον Ερωτόκριτο, που θα μπορούσαμε να τον ονομάσουμε έμμετρο μυθιστόρημα, τα άλλα έργα της περιόδου αυτής είναι θεατρικά. Αυτό δείχνει πως στην Κρήτη οι συνθήκες ευνοούν την ανάπτυξη του θεάτρου κι ότι υπάρχει κοινό αρκετά ώριμο, για να το δεχτεί. Όπως ξέρουμε, σ' όλο τον Μεσαίωνα δεν έχουμε θέατρο, ούτε στο Βυζάντιο ούτε στην Ευρώπη. Στην Ευρώπη συναντούμε μονάχα τυποποιημένες θρησκευτικές παραστάσεις, συνήθως αναπαραστάσεις σκηνών της Π. και Κ. Διαθήκης, που ονομάζονται μυστήρια. Το θέατρο προϋποθέτει ανθρώπους που σκέπτονται ελεύθερα και είναι απαλλαγμένοι από τη δεσποτεία του μύθου και του δόγματος.
Στην Αναγέννηση δημιουργούνται οι κατάλληλες προϋποθέσεις για ν' αναπτυχθεί ξανά η δραματική τέχνη, η κωμωδία και η τραγωδία. Η αναγεννησιακή τραγωδία, που στη μορφή συχνά μιμείται την αρχαία, είναι διαποτισμένη από το πνεύμα της εποχής, που λατρεύει την ελεύθερη σκέψη, προβάλλει ως ιδανικό τύπο τον άνθρωπο που είναι ελεύθερος, αντιμετωπίζει τη ζωή με αισιοδοξία και γεύεται τις χαρές της. Όλη αυτή η ανανεωτική πνοή της Αναγέννησης (κυρίως της ιταλικής) θα περάσει στη λογοτεχνική παραγωγή της Κρήτης και περισσότερο στη θεατρική.
772. Η γλώσσα. Η γλώσσα, που χρησιμοποίησαν οι ποιητές της περιόδου αυτής είναι η κρητική διάλεκτος της εποχής, απαλλαγμένη από διάφορα λόγια στοιχεία ή μεσαιωνικά κατάλοιπα. Όπως παρατηρεί ο Λίνος Πολίτης, «Το ντόπιο ιδίωμα υψώνεται σε μια γλώσσα λογοτεχνική, κομψή, ικανή να αποδώσει τις πιο λεπτές αποχρώσεις του ποιητικού στοχασμού. Μια γλώσσα διαμορφωμένη με βούληση καλλιτεχνική. Ίσως ποτέ άλλοτε η δημοτική δεν γράφτηκε με τόση καθαρότητα και με τόση συνέπεια στη νεοελληνική λογοτεχνία». 1
3. Η δημιουργική πνοή. Η φιλολογική έρευνα έχει εξακριβώσει πως και στην Κρήτη συνέβη ό,τι συνηθιζόταν την εποχή αυτή σ' όλη σχεδόν την Ευρώπη. Οι ποιητές έγραφαν τα έργα τους βασισμένοι σε κάποιο ξένο πρότυπο. (Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Σαίξπηρ). Πράγματι, κάθε κρητικό έργο βασίζεται, ως προς την υπόθεση, σε κάποιο δυτικό, ιταλικό κυρίως. Ο ποιητής συνήθως διασκευάζει το πρότυπο του και με το δημιουργικό του πνεύμα κατά κανόνα το ξεπερνά σε λογοτεχνική αξία.
Η Βοσκοπούλα είναι δείγμα της ποιμενικής ποίησης που είναι πολύ διαδεδομένη κατά την περίοδο της Αναγέννησης κι εκφράζει τη νοσταλγία των κατοίκων της πόλης για τη φυσική ζωή. Το όνομα του ποιητή μάς είναι άγνωστο. Πρωτοτυπώθηκε το 1627, πρέπει όμως να γράφτηκε πιο πριν (γύρω στα 1590).
Αρκαδία (αρκαδικό λογοτεχνικό ύφος) [πηγή: Βικιπαίδεια]
Αν όμως ο ποιητής της Βοσκοπούλας μάς είναι άγνωστος, ξέρουμε σήμερα τα ονόματα των ποιητών που δέσποσαν κατά την περίοδο που εξετάζουμε: είναι ο Γεώργιος Χορτάτσης κι ο Βιτσέντζος Κορνάρος. Ο πρώτος θεωρείται εισηγητής του θεάτρου στην Κρήτη· ο δεύτερος με τον Ερωτόκριτο οδηγεί την κρητική λογοτεχνία στην πιο κορυφαία στιγμή της. Καρπός της συγγραφικής τους δράσης κι άλλων ομοτέχνων τους είναι τα εξής θεατρικά είδη: τραγωδίες, κωμωδίες, κι από ένα θρησκευτικό και ποιμενικό δράμα.
α) Τραγωδίες:
I. Ερωφίλη. Είναι το σημαντικότερο έργο του Γ. Χορτάτση.
II. Βασιλεύς ο Ροδολίνος. Ποιητής της είναι ο Ιωάννης Ανδρέας Τρώιλος από το Ρέθυμνο. Το θέμα που κυριαρχεί στην τραγωδία αυτή είναι η σύγκρουση του ήρωα ανάμεσα σε δύο αισθήματα: το αίσθημα της φιλίας και το αίσθημα του έρωτα.
Βασιλεύς Ροδολίνος (θεατρική παράσταση, 1962) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο του Εθνικού Θεάτρου]
78III. Ζήνων. Ο ποιητής μάς είναι άγνωστος.
β) Κωμωδίες:
I. Κατζούρμπος του Γ. Χορτάτση.
II. Στάθης. Δεν ξέρουμε ούτε τον ποιητή ούτε το χρόνο που γράφτηκε.
III. Φουρτουνάτος του Μάρκου Αντωνίου Φώσκολου.
Φορτουνάτος (Θεατρική παράσταση, 1992) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο του Εθνικού Θεάτρου]
γ) Θρησκευτικό δράμα:
Η Θυσία του Αβραάμ. Σήμερα θεωρείται βέβαιο ότι ποιητής της είναι ο Βιτσέντζος Κορνάρος, που επεξεργάστηκε το πρότυπό του με αρκετή ελευθερία. Το έργο διακρίνεται για τη δραματική του ένταση και τη σκιαγράφηση του ανθρώπινου πόνου του πατέρα και της μητέρας.
δ) Ποιμενικό δράμα:
Πανώρια. Είναι νεανικό έργο του Γεωργίου Χορτάτση. Παλιότερα ήταν γνωστό με τον τίτλο Γύπαρης.
Το πιο σημαντικό όμως έργο της περιόδου είναι ο Ερωτόκριτος του Β. Κορνάρου, που βασίστηκε σ' ένα συνηθισμένο μυθιστόρημα της εποχής κι έγραψε ένα πραγματικό αριστούργημα. Η αφομοιωτική και δημιουργική ικανότητα των ποιητών της Κρήτης φτάνει με τον Ερωτόκριτο στην κορύφωση της.
(Περισσότερες πληροφορίες για τον Γ. Χορτάτση και τον Β. Κορνάρο βλ. στα βιογραφικά τους σημειώματα. Επίσης για την Ερωφίλη, τον Βασιλέα Ροδολίνο, τον Κατζούρμπο, τον Ερωτόκριτο και τη Θυσία του Αβραάμ, βλ. στα αντίστοιχα εισαγωγικά σημειώματα).
Βιβλιογραφία για την Κρητική λογοτεχνία [πηγή: Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα]
Πρόσωπα της αποδημίας [πηγή: Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού]
Οι λόγιοι της διασποράς πρόσφεραν πολλά στην ανάπτυξη των σπουδών για την αρχαιότητα. Μακριά όμως από την πατρίδα τους, τα πρώτα χρόνια δε βρήκαν το κατάλληλο έδαφος για να επιδείξουν λογοτεχνική δραστηριότητα. Από τους στιχουργούς και τους συγγραφείς που έζησαν στη Βενετία ο πιο σημαντικός είναι ο Ν. Σοφιανός που μετέφρασε το Ψευδοπλουτάρχειο έργο Περί παίδων αγωγής (1544) και συνέταξε τη Γραμματική τέχνη. Πρόκειται για γραμματική της δημοτικής γλώσσας, που πρωτοεκδόθηκε το 1870.
Ν.Δ. Βαρμάζης, «Η αρχαία ελληνική γλώσσα και γραμματεία ως πρόβλημα της νεοελληνικής εκπαίδευσης»
Τον πρώτο αιώνα μετά την Αλωση τα δείγματα της πνευματικής δραστηριότητας του τουρκοκρατούμενου ελληνισμού είναι περιορισμένα. Το δεύτερο όμως μισό του 16ου αιώνα ο υπόδουλος ελληνισμός αρχίζει να δραστηριοποιείται πνευματικά. Αποφασιστικό ρόλο σ' αυτή την αλλαγή έπαιξε η εκκλησία, που αντικατέστησε την ανύπαρκτη πολιτική εξουσία κι ενίσχυσε τη θρησκευτική πίστη και το εθνικό φρόνημα των σκλαβωμένων Ελλήνων. Με την ίδρυση σχολείων θέλει να ενισχύσει το Γένος με περισσότερα παιδευτικά κέντρα. Η φωτισμένη αυτή δραστηριότητα της εκκλησίας ονομάστηκε Θρησκευτικός Ουμανισμός. Ο κληρικός και λόγιος Μελέτιος Πηγάς (1535 - 1602) θα χρησιμοποιήσει στους λόγους του ζωντανή δημοτική γλώσσα. Έτσι καλλιεργείται η εκκλησιαστική ρητορική σε γλώσσα δημοτική, την οποία θα τη χρησιμοποιήσουν κατόπιν συστηματικά οι μεταγενέστεροι εκκλησιαστικοί ρήτορες. Ο Κύριλλος Λούκαρις (1572-1638) είναι η πιο μεγάλη μορφή του θρησκευτικού ουμανισμού. Πατριάρχης στην αρχή στην Αλεξάνδρεια κι αργότερα στην Κωνσταντινούπολη (όπου τον εκτέλεσαν οι Τούρκοι) ανέπτυξε σημαντική δράση και ίδρυσε το πρώτο τυπογραφείο στο χώρο του υπόδουλου ελληνισμού. Ανακαίνισε επίσης την Πατριαρχική Σχολή, όπου δίδαξε ο Θεόφιλος Κορυδαλεύς (1560-1645), που έγραφε υπομνήματα στα έργα του Αριστοτέλη και δίδαξε σε σχολεία, τα οποία τότε ιδρύονταν σε πολλές πόλεις. Σημαντική μορφή της περιόδου αυτής είναι κι ο Ευγένιος Γιαννούλης ο Αιτωλός (1600-1682) που δίδαξε κυρίως σε μικρές πόλεις της Αιτωλίας και Ευρυτανίας.
Διαβάστε πληθώρα έργων της μεσαιωνικής λογοτεχνίας [πηγή: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας]