Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ' Λυκείου

Γιώργης Παυλόπουλος, Το άγαλμα και ο τεχνίτης

50 Ε B

50

ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΠΟΙΗΣΗ

Γιώργης Παυλόπουλος, Το άγαλμα και ο τεχνίτης

 

Aπο τη Συλλογη Τα αντικλείδια (1988)

 Στην Ισμήνη και στον Στέλιο Τριάντη


 

Το αγαλμα και ο τεχνιτησ

 
Σαν έκλεινε το μουσείο
αργά τη νύχτα η Δηιδάμεια
κατέβαινε από το αέτωμα.
Κουρασμένη από τους τουρίστες
έκανε το ζεστό λουτρό της και μετά
ώρα πολλή μπροστά στον καθρέφτη
χτένιζε τα χρυσά μαλλιά της.
Η ομορφιά της ήταν για πάντα
σταματημένη μες στο χρόνο.
 
Τότε τον έβλεπε πάλι εκεί
σε κάποια σκοτεινή γωνιά να την παραμονεύει.
Ερχόταν πίσω της αθόρυβα
της άρπαζε τη μέση και το στήθος
και μαγκώνοντας τα λαγόνια της
με το ένα του πόδι
έμπηγε τη δυνατή του φτέρνα
στο πλάι του εξαίσιου μηρού της.
 
Καθόλου δεν την ξάφνιαζε
κάθε φορά που της ριχνόταν.
Αλλωστε το περίμενε, το είχε συνηθίσει πια.
Αντιστεκόταν τάχα σπρώχνοντας
με τον αγκώνα το φιλήδονο κεφάλι του
και καθώς χανόταν όλη
μες στην αρπάγη του κορμιού του
τον ένιωθε να μεταμορφώνεται
σιγά σιγά σε κένταυρο.
 
Τώρα η αλογίσια οπλή του
την πόναγε κάπου εκεί
γλυκά στο κόκαλο
και τον ονειρευότανε παραδομένη
ανάμεσα στο φόβο της και τη λαγνεία του
να τη λαξεύει ακόμη.

 

Κ. Δημουλά, «Βρετανικό Μουσείο (Ελγίνου μάρμαρα)»

Γ. Σεφέρης, «Δελφοί» (απόσπασμα)

Κ.Π. Καβάφης, «Τυανεύς Γλύπτης» (παράλληλο κείμενο) [πηγή: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού]

 

Το δυτικό αέτωμα του Ναού του Διός στην Ολυμπία, φωτογραφία, [πηγή: Ιστότοπος της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Νομού Ηλείας]

Το δυτικό αέτωμα του Ναού του Διός στην Ολυμπία, φωτογραφία, [πηγή: Ελληνικός Πολιτισμός

Το δυτικό αέτωμα του Ναού του Διός της Ολυμπίας [πηγή: Γεωργία Εμμ. Χατζή, «Το αρχαιολογικό μουσείο της Ολυμπίας» (e-book, σ. 220-251) – Διαδικτυακός τόπος Κοινωφελούς Ιδρύματος Ιωάννη Σ. Λάτση]

Το δυτικό αέτωμα του Ναού του Διός της Ολυμπίας [πηγή: Ελληνικός Πολιτισμός]

 

 

Στο ποίημα επιχειρούνται δύο υπερβάσεις: Με την πρώτη η Δηιδάμεια επαναφέρεται οτη ζωή και αποχτάει ανθρώπινη υπόσταση, γίνεται πρόσωπο καθημερινό. Με τη δεύτερη αισθάνεται τον εαυτό της όχι μόνο ως αντικείμενο του πόθου του Κένταυρου (σύμφωνα με το σύμπλεγμα), αλλά του ίδιου του τεχνίτη (σύμφωνα με το ποίημα). Όπως θα διαπιστώσατε η ποιητική διεργασία ακολουθεί την εξής διαδρομή: πίσω από τα σημαινόμενα του συμπλέγματος (ερωτική επιθυμία του Κένταυρου για τη Διηδάμεια) βλέπει τον τεχνίτη, που βαθμιαία ταυτίζεται με τον Κένταυρο. Πρόκειται για μια ταύτιση που η αφετηρία της δεν είναι μόνο ψυχολογική αλλά και αισθητική: ο καλλιτέχνης, για να είναι αποτελεσματικός, πρέπει να ταυτίζεται, να μπαίνει όπως λέμε στο πετσί των προσώπων που ιστορεί ή πλάθει.

Το άγαλμα: Πρόκειται για λεπτομέρεια του δυτικού αετώματος του ναού του Διός στην Ολυμπία, που εκτίθεται στο εκεί αρχαιολογικό Μουσείο. Το αέτωμα αυτό παριστάνει τη μάχη μεταξύ Λαπιθών και Κενταύρων. Σύμφωνα με τη μυθολογία οι Λαπίθες ήταν λαός της Θεσσαλίας που κατοικούσε κοντά στο Πήλιο. Οι Κένταυροι ήταν τερατόμορφα όντα με σώμα ανθρώπου ως τη μέση και αλόγου κάτω από τη μέση. Οταν. λέει ο μύθος, παντρευόταν ο βασιλιάς των Λαπιθών Πειρίθους με τη νύμφη Δηιδάμεια, κάλεσε στο γάμο του το Θησέα, καθώς και τους γείτονές του Κενταύρους. Στο γαμήλιο συμπόσιο ο βασιλιάς των Κενταύρων Ευρυπίων μέθυσε και επιτέθηκε ερωτικά κατά της Δηιδάμειας. Ακολούθησε μάχη και οι Λαπίθες καταδίωξαν τους Κενταύρους. Η λεπτομέρεια στην οποία αναφέρεται το ποίημα παριστάνει τον Κένταυρο Ευρυπίωνα να αγκαλιάζει βίαια τη νύμφη Δηιδάμεια. Ολη η παράσταση της μάχης θεωρείται ότι εκφράζει την πάλη του πνεύματος με τα ζωώδη πάθη.

Ο τεχνίτης. Ο γλύπτης του αετώματος. Είναι άγνωστος, ανήκει πάντως στα μέσα του 5ου αι. π.Χ.

pano

 


 


 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Στηριζόμενοι στην ανωτέρω εισαγωγή και στα σχόλια που αναφέρονται στο μυθολογικό περιεχόμενο του συμπλέγματος να προσέξετε ιδιαιτέρως τα εξής:

  1. Ποια ατμόσφαιρα δημιουργείται με την πρώτη υπέρβαση και τι προσδίδουν σ' αυτή οι στίχοι «Η ομορφιά... στο χρόνο»; (πρώτη στροφική ενότητα)
  2. Τη διαδρομή της ποιητικής διεργασίας (από τη δεύτερη στροφική ενότητα ως το τέλος). Ειδικότερα:
    α) Πώς αντιμετωπίζει ο ποιητής το σύμπλεγμα και πώς το αναπλάθει;
    β) Ποια τα στάδια αυτής της ανάπλασης;
    γ) Ποιο το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα;

 


Κατοχή

Ο Κένταυρος Ευρυτίωνας, η Δηιδάμεια και Απόλλωνας
Από το δυτικό αέτωμα του ναού του Δία στην Ολυμπία
πηγή: Ελληνικός Πολιτισμός

Γιώργης Παυλόπουλος (1924-2008)

Παυλόπουλος Γιώργης

Γεννήθηκε το 1924 στον Πύργο της Ηλείας, όπου και διαμένει μόνιμα. Φοίτησε στη Νομική Σχολή και εργάστηκε ως λογιστής. Εξέδωσε τις εξής ποιητικές συλλογές: Το κατώγι (1971), Το σακί (1980), Τα αντικλείδια (1988), Τριαντατρία χαϊκού (1990), Λίγος άμμος (1997). Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες.

Βιογραφικό σημείωμα [πηγή: Βιβλιονέτ]

Αναγνώσεις ποιημάτων του Γιώργη Παυλόπουλου [πηγή: Ίδρυμα «Τάκης Σινόπουλος» – Σπουδαστήριο Νεοελληνικής Ποίησης]

 



 

Γιώργης Παυλόπουλος

1. Εργοβιογραφικά στοιχεία

Ο ποιητής Γιώργης Παυλόπουλος γεννήθηκε το 1924 στον Πύργο Ηλείας, όπου και διαμένει από το 1951 μέχρι και σήμερα. Υπήρξε ιδρυτικό και δραστήριο μέλος του «Πυργιώτικου Παρνασσού», σημαντικότατου σωματείου για την προαγωγή των τεχνών και του πολιτισμού στα δύσκολα χρόνια της Γερμανοϊταλικής Κατοχής. Εργάστηκε ως βοηθός λογιστή και ως γραμματέας στο Κ.Τ.Ε.Λ. Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1943 δημοσιεύοντας ποιήματά του σε περιοδικά. Έκτοτε δημοσίευσε τις εξής ποιητικές συλλογές: Το Κατώγι (1971), Το Σακί (1980), Τα Αντικλείδια (1988), Τριάντα Τρία Χάι-Κου (1990), Λίγος άμμος (1997), Πού είναι τα πουλιά; (2004). Η ποίησή του επαινέθηκε από τον Γιώργο Σεφέρη, για τον οποίο ο Παυλόπουλος έγραψε τη μελέτη «Από μια πρώτη συγκίνηση». Ασχολήθηκε επίσης με μεταφράσεις ποιημάτων του Έλιοτ, Πάουντ κ.ά., ενώ παράλληλα πολλά ποιήματά του μεταφράστηκαν στα γαλλικά και αγγλικά.

Ο Γιώργης Παυλόπουλος ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά ποιητών. Η ποίησή του είναι σεμνή, ζεστή και χαμηλόφωνη. Διακρίνεται για το απλό και κουβεντιαστό της ύφος, τον πεζολογικό της τόνο, τη φυσικότητα του λεξιλογίου της και την υπαινικτική, αλληγορική γραφή της. Η γλώσσα του είναι καθαρά προσωπική, αν και ακουμπάει γερά στην παράδοση (δημοτικό τραγούδι, Σολωμό, Μακρυγιάννη, Σεφέρη). Είναι μια γλώσσα ρωμαλέα, πυκνή, απροσποίητη και αδιακόσμητη, χωρίς εκζήτηση. Η ποίησή του είναι εικονιστική και αναπαριστά την εφιαλτική ζωή του μεταπολεμικού ανθρώπου, ο οποίος βιώνοντας καθημερινά το θάνατο, προσπαθεί να τον υπερβεί μέσω του ονείρου, της ποίησης και του έρωτα. Οι εικόνες, που δημιουργεί, διαδέχονται η μία την άλλη με λυρική, ονειρική αφηγηματικότητα και σκηνική διάρθρωση.

 

2. Η κριτική για το έργο του

«Αισθάνομαι πως τα ποιήματα της τρίτης συλλογής του Παυλόπουλου [Τα Αντικλείδια], πιασμένα όλα σχεδόν στο δίχτυ του ονείρου, μπορεί να μοιραστούν στα τρία: κάποια μιλούν πιο πολύ για το σώμα —του ανθρώπου και του κόσμου· άλλα περισσότερο για τη στάχτη και τη σκόνη του· μερικά για τη βιώσιμη αγάπη του. Τα πρώτα είναι σκοτεινά και παιδεμένα· τα δεύτερα μαύρα κι απελπισμένα· στα τρίτα μπαίνει κάποιο φως ελπίδας, καθώς εδώ το ποίημα κυνηγά ως το τέλος την ποίηση, κι η ποίηση το ποίημα. Όπως στην ιλιαδική παρομοίωση (Η ιλιαδική προμετωπίδα είναι: "Ὡς δ' έν ὀνείρω ού δύναται φεύγοντα διώκειν. / Οὔτ' ἀρ' ὁ τόν δύναται ὑποφεύγειν, οὔθ' ὁ διώκειν" (μτφρ. Μαρωνίτη: "Όπως στο όνειρο, λοιπόν, όπου ο κυνηγός δεν μπορεί να προφτάσει τον κυνηγημένο· μήτε ο ένας γίνεται να ξεφύγει, μήτε ο άλλος να τον φτάσει") (ραψ. Χ 199-200)) που μπήκε προμετωπίδα στα «Αντικλείδια», κι είναι αυτή επιτέλους το καλό και το σωστό κλειδί».

 

(Δ.Ν. Μαρωνίτης, «Τα αντικλείδια της ποίησης», Διαλέξεις,

Στιγμή, Αθήνα, 1992, σελ.151)

 

«Η φωνή του Παυλόπουλου έχει το φυσικό χάρισμα να μπορεί ν' αφηγηθεί, και μάλιστα με τρόπο ποιητικό: ξέρει να παίρνει τις ανάσες της και να μην πνίγεται, όταν ψηλώνει. να μη σβήνει, όταν χαμηλώνει. Και προπαντός ξέρει να κρατά τον σωστό ρυθμό και τους κυματισμούς που χρειάζεται η διήγηση, για να παραμένει διήγηση. Μιλώ για εκείνη την ηρεμία και την άνεση που επιτρέπει στον ποιητικό μύθο να σχηματιστεί και να πετάξει λεύτερος, αυτό που έλεγε ο Όμηρος «έπεα πτερόεντα», ή κάτι τέτοιο.

Δεν ξέρω πολλές φωνές στην ποίησή μας που να έχουν την απλότητα, τη θέρμη, σχεδόν την τρυφερότητα της αφηγηματικής φωνής του Παυλόπουλου. Υποπτεύομαι πως αυτήν κυρίως πρόσεξε ο Σεφέρης, που είχε στο κεφάλαιο αυτό τις δικές του δυσκολίες, καθώς η δική του φωνή άρχισε λυρική και εξελίχτηκε σε δραματική, πηγαίνοντας να γίνει αφηγηματική».

 

(Δ.Ν. Μαρωνίτης, ό.π., σελ. 146-147)

 

«Ο Γ. Παυλόπουλος αποφεύγοντας τις παγίδες κινείται με χαρακτηριστική άνεση μέσα στο λαβύρινθο των ονείρων και με γνώση και μαστοριά, φωτίζει τις σκιές, τονίζει τις λεπτομέρειες, δραματοποιεί έντεχνα τις καταστάσεις. Πάνω απ' όλα όμως αφήνει να αναδυθούν στην επιφάνεια εκείνα τα συναισθήματα που αποτελούν και τα βαθύτερα κίνητρα για να γραφούν αυτά τα ποιήματα: η νοσταλγία για τη χαμένη νιότη, η αγωνία του καλλιτέχνη για το έργο του, ο φόβος και τελικά η εξοικείωση με τον θάνατό του [...]. Ο Παυλόπουλος είναι ένας ποιητής προικισμένος με δύο ουσιαστικές αρετές. Η πρώτη είναι μια φαντασία οπτική. Η δεύτερη αρετή, είναι κατ' εξοχή πεζογραφική: η αφηγηματική δεξιότητα [...]. Αλλά ο Γ. Παυλόπουλος είναι επίσης ένας ποιητής που τον διακρίνει η γλωσσική ωριμότητα και μια ποιητική διαύγεια. Λέγοντας γλωσσική ωριμότητα εννοώ εκείνη την ικανότητα που επιτρέπει σ' έναν ποιητή όχι απλώς να βρίσκει τη σωστή λύση σ' ένα γλωσσικό πρόβλημα που του δημιουργεί ένα ποίημα, αλλά και τη μόνη σωστή λύση».

 

(Νίκος Λάζαρης, Πλανόδιον, 11, 1989)

 

«Ο Παυλόπουλος γράφει από το υφάδι της ζωής του, είναι Έλληνας όπως ο Προύστ είναι Γάλλος. Σιγά-σιγά τ' όνομά του ακούστηκε στην Ελλάδα ακόμη και στις θλιβερές ημέρες της δικτατορίας. Δεν είναι όμως φημισμένος ποιητής, είναι απλώς πολύ καλός ποιητής. Τα ποιήματα αυτά έχουν εκείνη τη ποιότητα και τη γερή φτιαξιά που βρίσκονται στα θεμέλια της μεγαλοσύνης. Έχουν μια προσωπική αυθεντία. Περνούν την κρίσιμη δοκιμασία —αν δεν είχαν γραφτεί ο κόσμος και η Ελληνική γλώσσα θα φαίνονταν αλλιώτικα. Είναι δύσκολο να διδαχθείς απ' ένα μεγάλο ποιητή πώς να γράφεις και μολονότι ο Γιώργος Σεφέρης στάθηκε κατά κάποιο τρόπο ο δάσκαλος αυτών των ποιημάτων δεν βλέπω τη συντριπτική επίδρασή του είτε στη μορφή τους είτε στον εσωτερικό ρυθμό της γλώσσας τους που χαρίζει την πλαστικότητα στις μορφές. Εδώ κι εκεί στον Γιώργη Παυλόπουλο υπάρχουν κάποια σπιθίσματα υπερρεαλισμού αλλά τούτο είναι μόνο μια μαρμαρυγή στην επιδερμίδα των ποιημάτων του. Ο Παυλόπουλος είναι απόλυτα προσωπικός, πιο προσωπικός ίσως από τους περισσότερους ποιητές και τούτο είναι αρκετός λόγος για να τον μεταφράσει κανείς».

 

(Π. Λήβι, εφ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΝΗ, 5-5-1977)

 

«Η συμβολή του Γιώργη Παυλόπουλου στη μεταπολεμική ποίηση, είναι, σημαντική. Τα βασικά μοτίβα της ποίησής του είναι αντλημένα από την κοινή δεξαμενή των αιματοβαμμένων εμπειριών της γενιάς του, αλλά η φωνή του είναι αλάνθαστα προσωπική. Ακόμη και όταν συγχέεται με τη φωνή του μεγάλου φίλου και δασκάλου του, του Γιώργου Σεφέρη, η αυθεντικότητά της επιβάλλει το σεβασμό στα νόμιμα δικαιώματα της ενσυνείδητης μαθητείας. Οπωσδήποτε, στην πρόσφατη συλλογή, τα ίχνη της κηδεμονίας, ως εκφραστικά σχήματα τουλάχιστον, υποχωρούν αισθητά. Αυτό που απομένει είναι ο αργόσυρτος, γεροντικός, μελαγχολικός, συλλογιστικός τόνος. Αλλά αυτός είναι δικαιωματικά ο τόνος και του Γιώργη Παυλόπουλου».

 

(Σπύρος Τσακνιάς, Δακτυλικά Αποτυπώματα,

Καστανιώτης, Αθήνα, 1983)

 

«Χωρίς να κάνει πολιτικές διακηρύξεις ούτε να εκθέτει πολιτικά προγράμματα, ο Γιώργης Παυλόπουλος είναι ένας βαθύτατα πολιτικός ποιητής. Γιατί μέσα στη ποίησή του ενσωματώνει και τα όσα συμβαίνουν γύρω του και τη δική του συμμετοχή και παρατήρηση. Ταυτόχρονα είναι ένας ποιητής που αναδιφεί τα μύχια της ανθρώπινης ψυχής. Κι αν στην κοινωνική μοναξιά βλέπει κάποια δυνατότητα υπέρβασής της χάρη στη δικαιοσύνη, στην υπαρξιακή μοναξιά βλέπει τη σίγουρη υπέρβασή της μέσω του έρωτα».

 

(Τίτος Πατρίκιος, Νέο Επίπεδο, 20-21, 1995)

 

«είναι προφανές ότι ο τεχνίτης ταυτίζεται με το δημιούργημα του κάποια στιγμή δηλαδή ερωτεύεται αυτό που κάνει διότι η τέχνη είναι πράξη ερωτική επομένως με το δημιούργημα του... Το ίδιο το δημιούργημα - το άγαλμα - γίνεται ερωτικό αντικείμενο. Αυτό λέει το ποίημα. [...]. Είναι ένα ποίημα Ποιητικής κι αυτό θέλω να πω, ότι τελικά ταυτίζεσαι με το δημιούργημα, ότι ταυτίζεσαι με το ίδιο το ποίημα».

 

(Από συνέντευξη του ίδιου του ποιητή)

 

«Το ποίημα επιφυλάσσει τη μεγαλύτερη του έκπληξη στον τελευταίο του στίχο με τη διπλή αποκάλυψη της ταυτότητας του ερώντος κενταύρου και του χαρακτήρα της ερωτικής του μανίας. Πρόκειται για τον τεχνίτη του τίτλου του και για τη μανία του να λαξεύει ακόμη το έργο του, που, αυτονομημένο πλέον από το δημιουργό του, τον αιχμαλωτίζει στα δίχτυα μιας ακαταμάχητης ερωτικής πρόκλησης για κοινωνία με την ιδανική καλλιτεχνική ομορφιά. Όπως στον αρχαίο μύθο ο γλύπτης ερωτεύεται το άγαλμα, έτσι και στο ποίημα του Παυλόπουλου η ομορφιά της Δηιδάμειας ανθίσταται στην απόπειρα παγίδευσής της πυροδοτώντας παράλληλα την έκρηξη ενός καλλιτεχνικού έρωτα, ο οποίος, καθώς μάταια αναζητεί την εκπλήρωση του, τροφοδοτεί εις το διηνεκές την καλλιτεχνική δημιουργία. Ο τεχνίτης μετεωριζόμενος μεταξύ γης, με την οποία τον συνδέει η αλογίσια οπλή του, και ουρανού, όπου εγκατοικεί η άφθαρτη ομορφιά της νύφης, κινείται εντέλει μέσα στο χώρο μιας αντεστραμμένης θεολογίας. Σύμφωνα με αυτή, ένας θνητός θεός δημιουργεί άφθαρτα έργα. Αυτή είναι η πλέον φιλάνθρωπη και, σε τελευταία ανάλυση, ανατρεπτική του αδήριτου φυσικού νόμου της φθοράς απάντηση που δίνει η τέχνη στην τραγική νομοτέλεια της φθοράς και του θανάτου.

 

(Τασούλα Καραγεωργίου, «Γιώργης Παυλόπουλος, 'Το άγαλμα και ο τεχνίτης'- Η αυτονόμηση του έργου τέχνης από το δημιουργό του»,

Φιλολογική, 86, 2004, σελ. 19)

 

3. Διδακτικές επισημάνσεις

• Ν' αναδειχθούν τα βασικά γνωρίσματα της ποίησης του Γιώργη Παυλόπουλου: η αφηγηματική δεξιοτεχνία, η χρήση του μύθου, η απροσποίητη αλληγορική και ρωμαλέα του γλώσσα, η θεματική του έρωτα, το ονειρικό στοιχείο κτλ.

• Να σχολιαστεί η μυθική διάσταση του ποιήματος και να συνδεθεί με την αλληγορία του ποιήματος.

• Να κατανοήσουν οι μαθητές την ερωτική σχέση που συνδέει τον καλλιτέχνη με το δημιούργημά του.

• Να σχολιαστούν οι δύο υπερβάσεις και η σημασία τους.

• Με δεδομένο ότι έχουμε να κάνουμε μ' ένα ποίημα «ποιητικής», να σχολιαστούν τα στάδια ποιητικής διεργασίας που αλληγορικά παρουσιάζονται στο ποίημα: από τη σύλληψη της ιδέας στην υλοποίησή της.

• Να επισημανθούν οι εκφραστικοί τρόποι (εικόνες, αντιθέσεις, προσωποποιήσεις κ.ά.), η γλώσσα και το ύφος του ποιήματος.

 

Παράλληλο κείμενο

Κ.Π. Καβάφης, Τυανεύς Γλύπτης

 

Καθώς που θα το ακούσατε, δεν είμ’ αρχάριος.

Κάμποση πέτρα από τα χέρια μου περνά.

Και στην πατρίδα μου, τα Τύανα, καλά

με ξέρουνε· κ’ εδώ αγάλματα πολλά

με παραγγείλανε συγκλητικοί.

 

                                        Και να σας δείξω

αμέσως μερικά. Παρατηρείστ’ αυτήν την Pέα·

σεβάσμια, γεμάτη καρτερία, παναρχαία.

Παρατηρείστε τον Πομπήιον. Ο Μάριος,

ο Aιμίλιος Παύλος, ο Aφρικανός Σκιπίων.

Ομοιώματα, όσο που μπόρεσα, πιστά.

Ο Πάτροκλος (ολίγο θα τον ξαναγγίξω).

Πλησίον στου μαρμάρου του κιτρινωπού

εκείνα τα κομμάτια, είν’ ο Καισαρίων.

 

Και τώρα καταγίνομαι από καιρό αρκετό

να κάμω έναν Ποσειδώνα. Μελετώ

κυρίως για τ’ άλογά του, πώς να πλάσω αυτά.

Πρέπει ελαφρά έτσι να γίνουν που

τα σώματα, τα πόδια των να δείχνουν φανερά

που δεν πατούν την γη, μόν’ τρέχουν στα νερά.

 

Μα να το έργον μου το πιο αγαπητό

που δούλεψα συγκινημένα και το πιο προσεκτικά·

αυτόν, μια μέρα του καλοκαιριού θερμή

που ο νους μου ανέβαινε στα ιδανικά,

αυτόν εδώ ονειρεύομουν τον νέον Ερμή.

 

* Πώς παρουσιάζεται η σχέση του καλλιτέχνη με το έργο του στο παραπάνω ποίημα του Καβάφη; Να επισημάνετε τα κοινά σημεία με το ποίημα του Παυλόπουλου.

 

Συμπληρωματικές ερωτήσεις - Δραστηριότητες

• Πού έγκειται η πρωτοτυπία του ποιήματος;

• Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της σχέσης καλλιτέχνη-καλλιτεχνήματος, όπως φαίνονται μέσα από το ποίημα;

 

4. Ενδεικτική βιβλιογραφία

ΑΡΓΥΡΙΟΥ Αλ., «Γιώργης Παυλόπουλος», Η Ελληνική Ποίηση- Ανθολογία-Γραμματολογία (Η πρώτη μεταπολεμική γενιά), Σοκόλης, Αθήνα, 1982, σελ. 158163.

ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΙΟΥ Τ., «Γιώργης Παυλόπουλος, Το άγαλμα και ο τεχνίτης- Η αυτονόμηση του έργου τέχνης από το δημιουργό του», Φιλολογική, 86, 2004, σελ. 16-20.

ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ Δ.Ν., «Τα αντικλείδια της ποίησης», Διαλέξεις, Στιγμή, Αθήνα, 1992.

ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ Τ., Νέο Επίπεδο, 20-21, 1995.

ΤΣΑΚΝΙΑΣ Σπ., Δακτυλικά Αποτυπώματα, Καστανιώτης, Αθήνα, 1983.

 

pano

 


 

Γιώργης Παυλόπουλος (1924-2008)
Βιβλιοnet Βιβλιοnet
Ψηφίδες Ψηφίδες
Ποιείν, ποιήματα ποιείν
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Βιογραφικό δεσμός, desmos

Παρουσίαση του κειμένου στις Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη δεσμός


pano

 


Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

Ποιο είναι το ποιητικό υποκείμενο, ο αφηγητής;

Το ποιητικό υποκείμενο είναι...

 

Σε ποιον απευθύνεται;

Απευθύνεται...

 

Σε ποιο πρόσωπο και αριθμό βρίσκονται τα ρήματα του ποιήματος, π.χ. γ' ενικό

Τα ρήματα βρίσκονται...

 

Ποιος είναι ο χώρος;

Ο χώρος του ποιήματος είναι...

 

Ποιος είναι ο χρόνος;

Ο χρόνος του ποιήματος είναι...

 

Ποιες είναι οι εικόνες του ποιήματος;

Οι εικόνες του ποιήματος είναι...

 

Από πού αντλεί τις εικόνες του ο ποιητής; (π.χ. φύση)

Ο ποιητής αντλεί τις εικόνες του...

 

Ποιους εκφραστικούς τρόπους χρησιμοποιεί ο ποιητής; (π.χ. σχήματα λόγου, χρήση επιθέτων)

Οι εκφραστικοί τρόποι είναι οι εξής...

 

Πώς χρησιμοποιεί τη στίξη;

Ο ποιητής....

 

Ποια είναι η γλώσσα; (π.χ. κοινή, λόγια, κοινή με λόγια στοιχεία κλπ.)

Το ποίημα είναι γραμμένο σε...

 

Ποια συναισθήματα σου προκαλεί;

Τα συναισθήματα...

 

pano