Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ' Λυκείου

Στρατής Τσίρκας, Αριάγνη

163 164 165 166 167 168 169 170 Ε B

163

ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

Στρατής Τσίρκας, Αριάγνη

 

Η Αριαγνη είναι το δεύτερο από τα τρία βιβλία που αποτελούν το μυθιστόρημα Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα (1911-1980). Τα άλλα δυο είναι: Η Λέσχη (1960) και Η νυχτερίδα (1965). Η δράση εκτυλίσσεται, διαδοχικά, στην Ιερουσαλήμ, στο Κάιρο και στην Αλεξάνδρεια. Κεντρικό πρόσωπο και στα τρία: ο Σιμωνίδης ή Καλογιάννης, ανθυπολοχαγός των ελληνικών στρατιωτικών τμημάτων που είχαν σχηματιστεί στην Αίγυπτο, μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς. Είναι μέλος αριστερής οργάνωσης και εμπλέκεται στις πολιτικές δραστηριότητες της εποχής. Οι πολιτικές συγκρούσεις, το ελληνικό στοιχείο των παροικιών, καθώς και το κοσμοπολίτικο κλίμα της Μέσης Ανατολής κυριαρχούν στο μυθιστόρημα.

Στο απόσπασμά μας ο Σιμωνίδης βρίσκεται για ανάρρωση στο Κάιρο και φιλοξενείται στο σπίτι μιας λαϊκής ελληνικής οικογένειας, της Αριάγνης και του Διονύση Σαρίδη, που ο γιος τους Μιχάλης είναι φίλος του. Η Αριάγνη είναι από τα αδρότερα πρόσωπα που έχει πλάσει ο Τσίρκας.


 

Αριαγνη
(απόσπασμα)

 

Για χάρη του ξένου η Αριάγνη μαγείρεψε μοσχαράκι λεμονάτο με πράσινες ελιές, τσακιστές. Το τραπέζι ήταν στρωμένο στο βάθος του αντρέ,* κάτω από τα τρία παράθυρα. Ένας κίτρινος κλαδωτός μουσαμάς χρησίμευε για τραπεζομάντηλο. Τα ρουθούνια του Διονύση, μόλις μύρισε την πικρή μυρουδιά της σάλτσας, παίξανε μ' ευχαρίστηση. Γρήγορα όμως κατάλαβε πως το κρέας δευτεριάτικα ήτανε για χάρη του ξένου και κατσούφιασε. Τα κορίτσια το μεσημέρι το περνούσαν στo πόδι με τίποτε σάντουιτς που αγόραζαν απ' τους μπουφέδες κοντά στο γραφείο τους, για να μην κάνουν τόσο δρόμο πηγαινέλα και κουράζονται. Ο Νίκος, στριμωγμένος δίπλα στην Αριάγνη, έτρωγε βιαστικά για να προφτάσει τον απογευματινό κώδωνα. Ο ξένος είπε δυο λόγια για τον καιρό, μα ο Διονύσης του αποκρίθηκε μ' ένα μουγκριτό σκύβοντας κι άλλο μέσα στο πιάτο του. Έξω ο καιρός σκοτείνιαζε, το γύριζε σε μπόρα. Η Αριάγνη σηκώθηκε 164να ετοιμάσει το παλτό του Νίκου. Ήτανε καμωμένο από προβιά, γεμάτο μελανιές απ' τον καιρό που το φορούσε ο Μιχάλης, όταν πρωτοπήγε στο Δημοτικό. Πάνω στην ώρα έφτασε κι ο Σταμάτης. Στη μπλε ανοιχτή στολή του φαίνονταν κίτρινοι λεκέδες από τη σκόνη και τις ψιχάλες που είχαν καθίσει πάνω της.

— Μου φυλάξατε φαΐ, για το φάγατε όλο;

Ο Διονύσης τον υποδέχτηκε ανοίγοντας τα χέρια που βαστούσαν το πιρούνι και το μαχαίρι.

— Κάτσε, μωρέ Σταμάτη, κι η μάνα σου σήμερα το 'ριξε στα χουβαρνταλίκια.*

Η Αριάγνη πήρε το πιάτο της όπως ήτανε γεμάτο και πήγε στην κουζίνα. Γύρισε με το δικό της και του Σταμάτη, σερβιρισμένα. Μα το μεγάλο κομμάτι το κρέας, βρισκόταν τώρα στου Σταμάτη. Ο Νίκος έσπρωξε μακριά το πιάτο του. Χόρτασε, κι ύστερα, βιαζόταν να προφτάσει πριν να μπούνε τα παιδιά στην τάξη. Μα η Αριάγνη με θυμωμένα μάτια έφερε πάλι το πιάτο μπροστά του.

— Φάε το κρέας σου χωρίς ψωμί κι ύστερα φεύγα, του λέει.

— Ώστε τραυματίας του Αλαμέιν1 είπε ο Διονύσης που η παρουσία του Σταμάτη τον έκανε ομιλητικό.

— Όχι ακριβώς, είπε ο ξένος. Ήταν ένα ηλίθιο ατύχημα στην Κυρηναϊκή. Πήγα και χώθηκα κάτω από τις βόμβες που άδειαζε ένα γερμανικό μεταγωγικό από το φιλιστρίνι του. Δεν ήμουν καν σε υπηρεσία.

— Σα να λέμε παράσημο γιοκ.*

— Παράσημο; Μήτε το σκέφτηκα. Εσείς τι πήρατε για τη σφαίρα που φάγατε;

— Α, σου το 'πε ο Μιχάλης;

— Και είναι μάλιστα πολύ περήφανος.

Η Αριάγνη σήκωσε τους ώμους, αλλά δεν είπε τίποτα.

— Φαίνεται πως η μάνα έχει άλλη γνώμη, παρατήρησε πειραχτικά ο Σταμάτης.

— Η μάνα σου για πολλά πράγματα έχει αλλόκοτες γνώμες.

Η Αριάγνη δε μίλησε. Σηκώθηκε, πήρε από το χέρι το Νίκο και τον πήγε στην πόρτα. Εκεί γονάτισε για να του φορέσει το παλτό.

— Καλά που δεν ήμουν με τους απεργοσπάστες όταν πληγώθηκα, είπε ο Διονύσης κοροϊδευτικά. Θα 'μαστε στα χωρίσματα από τότε.

165— Mα ποια είναι η διαφορά σας; ρώτησε ο ξένος.

— Την απεργία εγώ την οργάνωσα. Ήταν κανένα χρόνο μετά που τέλειωσε ο άλλος πόλεμος. Δούλευα σ' ενός Ελβετού, ζαχαροπλαστείο και μπαρ με δυο υποκαταστήματα. Όλα τα χρόνια του πολέμου κέρδιζε λεφτά με τη σέσουλα. Όταν άρχισαν να φεύγουν οι στρατοί, σκέφτηκε να κάνει οικονομίες. Σιγά σιγά, δίχως να το καταλάβουμε, μας έβαζε δίπλα για βοηθό κι από έναν ιθαγενή.* Αυτοί, καταλαβαίνεις, γομάρια, ό,τι και να τους δώσεις σου λένε κι ευχαριστώ. Να μη στα πολυλογώ του το 'βαλα κοφτά. Μουσιού Ζακέ, του λέω, εδώ δεν είναι αστεία, παίζεται το ψωμί των παιδιών μας. Αν ως το Σάββατο δε διώξεις τους αραπάδες, την Κυριακή θ' απεργήσουμε. Την Κυριακή μαζευτήκαμε έξω από το κεντρικό, γκαρσόνια, σερβιτόροι, μπάρμεν,* μαιτρ-ντ' οτέλ,* Γραικοί και Ιταλοί. Είχε φέρει ο καλός σου αστυνομία κι έζωσε το κατάστημα. Μέσα, μαζί του, είχε μείνει μόνο ένας Γραικός, ένας Θωμάς, όνομα και πράμα, ευνοούμενός του. Βγήκε ο μπαγάσας στην πόρτα και μου φώναξε: «Διονύση, έλα στα συγκαλά σου, εδώ θα χυθεί αίμα». Σηκωθήκαμε και πήγαμε στο Συνδικάτο να δούμε τι θα κάνουμε. Πέρασαν έτσι τρεις μέρες. Ο Ελβετός πήρε σβάρνα τα μπερμπερίνικα καφενεία και προσλάμβανε μαύρους. Και τώρα; είπαμε. Μαζευτήκαμε πάλι μπρος στο κεντρικό και φωνάζαμε: Προδότη, παραδόπιστε, σουνετεμένε!* Ένας Ιταλός, είχε φέρει μαζί του μια κάμα, καλαμπρέζικη:* «Αβάντι φρατέλλι Κριστιάνοι»* λέει και προχωράει καταπάνω στους χωροφύλακες. Βγήκε πάλι ο Θωμάς με το πιστόλι του Ελβετού στο χέρι. Οι δικοί μας κώλωσαν. Εγώ, το Θωμά τον ήξερα καλά. Του είχα βαφτίσει ένα παιδί και την πρώτη μέρα της απεργίας μού τον είχε στείλει τ' αφεντικό για να μ' αγοράσει. Λέω μέσα μου: Μπα, δε του πάει η καρδιά να τραβήξει. Και προχώρησα. Μόνος μου. Τότε μου την έφεξε στο μερί κι έπεσα κάτω.

— Δεν προσπαθήσατε να τραβήξετε στην απεργία και τους μπερμπερίνους; ρώτησε ο ξένος.

166— Να τους κάνουμε τι; Για να τους ανοίγουμε τα μάτια; Και τι νόημα θα είχε τότε;

— Πώς φαίνεσαι πως έρχεσαι απ' έξω, είπε ο Σταμάτης. Εδώ δεν είναι Ελλάδα. Ο ντόπιος θέλει κουρμπάτσι* για να σε φοβάται, αλλιώς χάθηκες.

— Για σταθείτε, είπε ο ξένος. Μπορεί να είμαι καινουριοφερμένος, μα την ιστορία του εργατικού κινήματος στον τόπο σας θαρρώ πως την ξέρω. Δεν είναι στα 1899 που κατέβηκαν οι τσιγαράδες* του Βαφειάδη και του Μελαχροινού, Αραπάδες* κι Ευρωπαίοι μαζί και την κέρδισαν την απεργία; Και στα 1911 πάλι οι τσιγαράδες στην Αλεξάντρεια δε νίκησαν, επειδή αρνήθηκαν να χωριστούνε σε ντόπιους κι Ευρωπαίους:

— Στα 1911 δεν είχα ακόμα γεννηθεί, έκανε χωρατεύοντας ο Σταμάτης.

— Κυρά, είπε ο Διονύσης στην Αριάγνη. Τι τον αγριοκοιτάς έτσι; Σωστά λέει το παιδί. Κι ύστερα άλλο τσιγαράς κι άλλο γκαρσόνι. Οι τσιγαράδες είναι, πώς να το πω, εργάτες, χέρια. Τ' αφεντικό δε σε ρωτάει αν είσαι ψηλός, κοντός, κακοσούσουμος, ξέρεις γλώσσες, έχεις τρόπους. Μετράει με τη χιλιάδα και σε πληρώνει. Ενώ το γκαρσόνι είναι άλλο πράμα: Πληρώνει πρόσωπο, με καταλαβαίνεις;

— Και πώς τελείωσε η απεργία; ρώτησε ο ξένος.

— Με συμβιβασμό. Ήρθε στο νοσοκομείο και με βρήκε κάποιος Μίστερ Μπράουν, της Μυστικής.* Για να γλιτώσει το Θωμά, κατάλαβες, να μη του κάνω μήνυση. Τα έξοδα και τα μεροκάματα τα 'παιρνε απάνω του τ' αφεντικό. Μ' αυτόν λοιπόν το Μίστερ Μπράουν το δουλέψαμε το ζήτημα και βρήκαμε λύση. Οι μπερμπερίνοι* δε θα παύανε, μόνο θα μπαίνανε κάτω από τις διαταγές των γκαρσονιών. Εμείς θα τους προσλαμβάναμε, εμείς θα πλερώναμε, εμείς θα τους παύαμε όταν δεν μας έκαναν. Φυσικά και τα πουρμπουάρ* τους εμείς τα εισπράτταμε. Τ' αφεντικό δεν είχε πια να κάνει τίποτα μαζί τους. Ήταν δικοί μας υπηρέτες.

— Σπουδαίο κεφάλι αυτός ο Μπράουν, είπε ο ξένος.

— Το γελάς; Και βέβαια ήταν σπουδαίος. Απόδειξη πως η λύση του βαστάει ως σήμερα. Φυσικά, στα καφενεία που οι ιδιοχτήτες τους είναι 167αραπάδες δεν ανακατευόμαστε. Αλλά ποιος Ευρωπαίος πηγαίνει στα καφενεία τους; Μόνο κάτι ξεπεσμένοι.

— Και στο συνδικάτο δεν τους δέχεστε;

— Ποτέ. Αλλά μάθανε και κάνανε τώρα το δικό τους. Κάτι νεοτεριστές μάλιστα, σαν το γιο μου το Μιχάλη, λένε πως πρέπει να γίνει συγχώνεψη. Μα όσο ζει ο Διονύσης ο Σαρίδης τέτοιο πράμα δε θα το δουν.

— Αυτά είναι μεγαλοϊδεατισμοί, έκανε ο Σταμάτης ανάβοντας τσιγάρο.

Η Αριάγνη αμίλητη τράβηξε από μπρος του το άδειο πιάτο, τον έσπρωξε με τον αγκώνα για να της κάνει τόπο, έβαλε το πιάτο στην άκρη του τραπεζιού, και με την κόψη της παλάμης σκούπιζε μέσα τα ψίχουλα.

— Εσύ, Κυρά, τι λες; την πείραξε ο Διονύσης.

Η Αριάγνη τον κοιτούσε με τα μαύρα μάτια της και δεν έλεγε τίποτα.

Μάτια που σε κοιτούνε και δε σαλεύουνε. Μάτια που μαλώνουνε. Η βροχή δυνάμωσε κι ο κόσμος σκοτείνασε. Το παιδί με την προβιά. Θα του κόψει τουλάχιστο να χωθεί σε καμιά πόρτα για να μη βρέχεται; Αχ, παιδί μου Σταμάτη, αχ Καλλιόπη και Ουρανία, αχ κύρη τους εσύ που τους τα έμαθες αυτά. Γιατί γουμάρια; Γιατί κουρμπάτσι; Εκεί που είναι ο πόνος κι ο ιδρώτας και τα δάκρυα, εκεί δεν είναι ο άνθρωπος; Γιατί λοιπόν σκάβετε ένα χαντάκι και χωρίζεστε; Πού θα σας βγάλουν αυτά τα μυαλά; Τρέμω. Θα 'θελα να μη ζω. Να μη δούνε τα μάτια μου. Θα έρθει μέρα. Βλέπω κόσμο να στριμώχνεται στις προκυμαίες με βουνά γύρω τους τις βαλίτσες και τους μπόγους και τα στρώματα.2 Και πίσω τους τάφοι γονιών, προγόνων, τάφοι μικρών παιδιών αφημένοι στο έλεος του Θεού. Δίχως καντήλι, δίχως έναν κουβά νερό να ξεδιψάσουν τα κόκαλά τους. Κι όλο το μόχθο, τις γιορτές, τις αγκούσες,* πενήντα, ογδόντα, εκατό χρόνων, να θαρρείτε πια πως τις παίρνετε μαζί σας γιατί καρφώσατε όπως όπως μέσα σε σανιδένια μπατάλικα σεντούκια τα έπιπλα και το ρουχισμό και τα σκεύη σας και τίποτε θυμητικά μικροπράγματα. Και θα νομίζετε πως μια και κουβαλήσατε τα πράματα σώσατε μαζί τους τη χαρά και τους έρωτες και 168τις ελπίδες και τα μεθύσια. Τίποτα δε σώσατε. Μόνο άψυχα πράματα που κάποτε σταθήκαν μάρτυρες. Θα τα στήσετε κάτω από άλλον ουρανό και θα δείτε πως δε θα σας μιλούν, δε θα σας λένε αυτά που περιμένετε. Γιατί θα τα ζεσταίνουν άλλα χνώτα, άλλα βλέμματα, άλλες φωνές. Μη χάνεστε κι ακούστε που σας λέω. Μια ζωή που έζησες, την έζησες, δεν τη βρίσκεις αλλού. Γιατί την έζησες μέσα σε μυρουδιές, μέσα σε φώτα, μέσα σε ήλιους και βροχές, μέσα σ' ανθρώπους. Κι αυτά όλα θα μένουν πίσω σου και θα τ' αναζητάς. Θα τριγυρίζετε σαν άταφοι νεκροί που ζητούν ένα λάκκο να πέσουν μέσα να ξεκουραστούν. Και τα γουμάρια και το κουρμπάτσι θα βρίσκονται πίσω σας μίλια και σεις πια μήτε θα τα θυμόσαστε. Εγώ, θα λέτε, να ξεραθεί το στόμα μου αν είπα ποτέ τέτοιο λόγο. Μα τον είπατε, είναι γραμμένος στον αέρα, πάνω στους τοίχους των σπιτιών, μέσα στις φυλλάδες που βγάζατε. Και τούτοι οι άνθρωποι, όσο πονετικοί κι αν είναι, πώς θέτε να τον ξεχάσουνε; Θα τον θυμούνται και θα σας τον θυμίζουνε και σεις θα μετανοιώνετε πικρά. Γι' αυτό σας λέω μη, μη όσο είναι καιρός.

Θα λέτε: μάνα, και τούτη τη λεκάνη, πίσω μας θα την αφήσουμε; Να σας πω για τη λεκάνη. Το άσπρο σμάλτο της από μέσα είναι τσουκαρισμένο* στον πάτο, μια μαύρη ξεγδαρματιά που μεγαλώνει με τα χρόνια, γι' αυτό θέλει προσοχή στο σαπούνισμα. Έτσι την αγόρασα, μισοτιμής. Αυτού μέσα έπλυνα τα μωρουδιακά σας, από Μιχάλη ως Νίκο, τριάντα χρόνια, μάλιστα. Πώς θαρρείτε πως στήνεται νοικοκυριό άμα ζεις μεροδούλι μεροφάι; Αυτό που αγοράζεις κόβοντας απ' το ψωμί σου, το καμαρώνεις, το προστατεύεις, γαντζώνεσαι πάνω του. Και το κουβαλάς, απ' το ισόγειο της Μπαλάξα* στο μονόροφο του λαβύρινθου* με τα πολλά καφασωτά κι από κει εδώ, κι από δω ποιος ξέρει πού, με τα μυαλά που πηγαίνετε. Ακούς εκεί, γουμάρια! Δεν τη θυμάστε φαίνεται τη λεκάνη γεμάτη ως τη μέση με το αίμα της Ουρανίας. Τη θυμάστε; Ήτανε νύχτα του Οχτώβρη, ζεστή. Το κοριτσάκι από τ' απόγεμα, σα γύρισε από το σχολειό, παραπονιόταν. Ένα βάρος, μαμά, στο κεφάλι μου. Τη βάλαμε κάτω και πλάγιασε νωρίς. Θάτανε εννιά, θάτανε δέκα; Ο ποδηλατάς κάτω είχε στήσει το τάβλι στο φως της ασετυλίνης κι έριχνε μόνος τα ζάρια για να γυμνάζεται. Μαμά, φωνάζει η Ουρανία, έλα να δεις. 169Είχε ανοίξει η μύτη της, τα μαξιλάρια κόκκινα, το νυχτικό της έσταζε. Δεν είναι τίποτε, είπαμε, θα ξεθυμάνει ο πονοκέφαλος. Μα το αίμα έτρεχε βρύση, φέραμε το κοριτσάκι στο αντρέ, φέραμε τη λεκάνη και πιάσαμε τα ξίδια και τα μπαμπάκια. Σκύψε, παιδί μου, μέσα, όχι, όχι, καλύτερα πίσω το κεφάλι σου. Τι γάζες, τι μαντίλια γέμισε. Βρε Μιχάλη, λέω του μεγάλου, η βάρδια του πατέρα σου ακόμη δεν τελείωσε. Πετάξου σ' ένα τηλέφωνο και πες του να φέρει αμέσως γιατρό. Γιατρό, νύχτα, στο σπίτι; Έβαλε τα κλάματα ο Σταμάτης και πίσω του το Καλλιοπάκι. Η Ουρανία ήτανε σαν το πανί, σκυμμένη πάνω απ' τη λεκάνη, δεν ήθελε πια να γέρνει πίσω, γιατί το αίμα κατέβαινε στο στομάχι της και την αναγούλιαζε. Κι ο Μιχάλης ξεχρόνιζε. Πάει, το χάνω το παιδί, λέω μέσα μου. Βαστάτε της το κούτελο, τους λέω και πάω στα εικονίσματα. Έπεσα χάμω και χτυπούσα το κεφάλι στο πάτωμα. Παναγίτσα μου, έλεγα, όχι αυτό, είναι αθώο και τ' αγαπάει τόσο τα γράμματα. Και στο ράψιμο είναι καλό και τ' αδέρφια της τα πονάει κι είναι η αδυναμία του κύρη της. Μαμά, μου φωνάζουνε, τα χέρια της πάγωσαν. Κι ο Μιχάλης ξεχρόνιζε. Κι έφτασε κάποτε και νόμισα πως έφτασε ο Μεσσίας. Μα τι μου λέει; Ο πατέρας δεν πήγε απόψε καθόλου στη δουλειά. Ω, συμφορά, ω, ανάθεμα σ' αυτόν που έβγαζε τις τράπουλες. Κάνω έτσι κι όταν είδα τη λεκάνη γεμάτη στα μισά, μου ήρθε σαν τρέλα. Μπα, λέω, αδύνατο τόσο αίμα να είναι του παιδιού, θα 'χε τελειώσει. Αυτό είναι ξινισμένο κρασί απ' τη νταμιζανίτσα του μπαλκονιού. Το παιδί χάνεται, Αριάγνη! Άνοιξα τα παράθυρα. Σώστε, χριστιανοί, το χάνω μέσα από τα χέρια μου, φωνάζω. Από κάτω, κάτι μου λέγανε. Σκύβω, ήταν ο Γιούνες,3 μ' εκείνο το σερσέμη* τον πιανίστα το Γερμανό και χάζευαν το τάβλι του ποδηλατά. — Ομ Μεχάλη4 τρέχει τίποτα; — Βρε Γιούνες, του λέω, σώσε, το παιδί μου τελειώνει. Ώσπου να το πω ήταν απάνω. Πλατς, πλατς χτυπούσαν τα γυμνά του πόδια στα πέτρινα σκαλοπάτια. Μια και δυο τη σήκωσε στα χέρια και δρόμο κάτω. Πίσω ο Μιχάλης με το παλτουδάκι της, για να τη σκεπάσει. Ξοπίσω τους εγώ με τις παντόφλες και τη νυχτικιά. Πού την πάει; Τρέχαμε σαν τρελοί και δεν τον προφταίναμε. Κι από πίσω μας ο μαχαλάς ξεσηκωμένος να ρωτάει: Μα τι γίνηκε, φονικό; Ποιος είχε καιρό 170να τους εξηγήσει. 'Οταν φτάσαμε στη Μπουστάνι,* τον χάσαμε. Αριστερά, πήρε την Νταουαουίν, μας λέει ένας περαστικός. Κατάλαβα, την πήγαινε στο φαρμακείο που διανυχτέρευε, αντίκρυ στο σαράι του Πασά. Την είχαν κιόλας ξαπλωμένη στο μουσαμαδένιο κρεβάτι. «Ψυχραιμία, κυρία μου», έλεγε ο φαρμακοποιός. «Μην κάνετε έτσι. Τώρα θα φτάσει ο γιατρός. Ευτυχώς κατοικεί από πάνω μας. Πήγε να τον φωνάξει. Μα πού το βρήκατε τέτοιο θηρίο; Κοιτάξτε πώς την έσπασε την πόρτα μου. Αφού τον είδα και του φώναξα έρχομαι, ήταν ανάγκη να την κλωτσήσει; Ποιος θα πληρώσει τώρα τα τζάμια;»

Με το γιατρό άλλο ζήτημα. Τον κατέβασε με τις πυτζάμες. Και τον κρατούσε από το σβέρκο μπας και του φύγει. Μα εκεί το παράκαμνε. Γιατί ο γιατρός ήταν ένας καλότατος άνθρωπος. Μικροκαμωμένος, με μούσι, μιλούσε φαρσί τα ελληνικά, αν κι ήτανε Σαμλής* ή κάτι τέτοιο. — Βρε, Γιούνες, του λέω, κατέβασε τα χέρια σου απ' το γιατρό, δεν ντρέπεσαι; — Ομ Μεχάλη, μου κάνει, άσε με να τελειώσω τη δουλειά κι ύστερα δείρε με.

Έτσι το σώσαμε το κοριτσάκι. Κι όταν γυρίσαμε σπίτι με τ' αμάξι που μας έφερε ο Γιούνες, και την πλαγιάσαμε στο κρεβάτι κι αποκοιμήθηκε, είδα τη λεκάνη πάνω στο τραπέζι: Θε μου, είπα, αυτό είναι το αίμα του παιδιού μου, πώς να το χύσω στο νεροχύτη; Μα κι αυτό το έκανα κι όταν γύρισε ο κύρης της, ξημερώματα πια, το σπίτι ήτανε συγυρισμένο κι όλα τα παιδιά κοιμόντουσαν σα να μην είχε γίνει τίποτα. — Το γουμάρι, του κάνω, ο ξιπόλητος, που λες καμιά φορά, έσωσε το παιδί μας απόψε. — Ποιος, τι; Κι όταν του τα είπα με το νι και με το σίγμα, τι γυρίζει και μου κάνει; — Κι άφησες αυτόν τον βρωμάραπα να πάρει στην αγκαλιά του το κορίτσι μας;

Τη λεκάνη και τα εικονίσματα μπορείτε να τα πάρετε. Ακόμα και το τραπέζι με τον κίτρινο μουσαμά. Και την Ουρανίτσα την ίδια μπορείτε να τη στείλετε αλλού. Μα η νύχτα μέσα στο γαϊδουροκαλόκαιρο, το φως της ασετυλίνης, τους δρόμους και το βουητό του μαχαλά, τα σπασμένα τζάμια και τις μεγάλες φωτισμένες γυάλες με το πράσινο και το κόκκινο νερό, το λαχάνιασμα του Γιούνες, το χαμόγελο του γιατρού, αυτά όλα θα μείνουν πίσω, δεν κλείνονται σε βαγόνια. Και δίχως αυτά τι παίρνετε μαζί σας; Τίποτα!

 

Στρ. Τσίρκας, «Αριάγνη» (απόσπασμα)  

 

 

αντρέ: (λ. γαλλ.)· η είσοδος, ο διάδρομος της εισόδου, το χολ.

χουβαρντιλίκι: (λ. τουρκ.)· γενναιοδωρία.

γιοκ: (λ. τουρκ.)· όχι.

ιθαγενής: ντόπιος. Έτσι αποκαλούσαν περιφρονητικά οι Ευρωπαίοι άποικοι τους ντόπιους κατοίκους των αποικιών.

μπάρμεν: (λ. αγγλ.)· πληθυντ. του μπάρμαν· αυτοί που σερβίρουν στο μπαρ.

μαιτρ-ντ' οτέλ: (λ. γαλλ.)· προϊστάμενος του προσωπικού σε εστιατόρια ή κέντρα διασκέδασης, επίσης, ο προϊστάμενος του υπηρετικού προσωπικού σε πλουσιόσπιτα ή μεγάλα ξενοδοχεία.

σουνετεμένος: αυτός που έχει κάνει περιτομή· μωαμεθανός (εδώ) ή Εβραίος.

καλαμπρέζικος: από την Καλαβρία της Κάτω Ιταλίας.

αβάντι φρατέλλι Κριστιάνι: (φράση ιταλ.)· εμπρός αδελφοί Χριστιανοί.

κουρμπάτσι: μαστίγιο.

τσιγαράδες: καπνεργάτες.

Αραπάδες: Άραβες, Αιγύπτιοι.

της Μυστικής: εννοεί: αστυνομίας.

μπερμπερίνοι: Άραβες των βορείων παραλίων της Αφρικής, της Μπαρμπαριά.

πουρμπουάρ: (λ. γαλλ.) το φιλοδώρημα.

αγκούσα: στενοχώρια.

τσουκαρισμένο: χτυπημένο.

Μπαλάξα: συνοικία του Καΐρου.

λαβύρινθος: έτσι αποκαλεί τη γειτονιά τους στο Κάιρο, όπου έμενε άλλοτε η Αριάγνη.

σερσέμης: (λ. τουρκ.)· ανόητος, χαμένος, ηλίθιος.

Μπουστάνι: δρόμος του Καΐρου.

Σαμλής: αυτός που κατάγεται από τη Συρία.

1. Ελ Αλαμέιν: τοποθεσία της Αιγύπτου, στα δυτικά της Αλεξάνδρειας, όπου τα αγγλικά στρατεύματα με στρατηγό τον Μοντγκόμερι νίκησαν τα γερμανικά στρατεύματα του Ρόμμελ, στις 23 Οκτωβρίου 1942. Στις μάχες πήρε μέρος και η Ελληνική Ταξιαρχία.

2. Εδώ η Αριάγνη προμαντεύει την εκδίωξη των Ευρωπαίων από την Αίγυπτο το 1956 από τον Αιγύπτιο πρόεδρο Νάσερ. Τότε ξεριζώθηκε και το μεγαλύτερο μέρος του ελληνισμού της Αιγύπτου εξαιτίας της εθνικοποιήσεως των ξένων επιχειρήσεων.

3. Γιούνες: Αιγύπτιος γείτονας της Αριάγνης, γεροδεμένος και καλόκαρδος.

4. Ομ Μεχάλη: έτσι αποκαλούσαν στα αραβικά την Αριάγνη, δηλ. μάνα του Μιχάλη.

pano

 

 


 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Ποια γνώμη έχει για τους ντόπιους ο Διονύσης; (Να βρείτε τα σχετικά χωρία, όπου μιλάει γι' αυτούς). Τι καθορίζει τη στάση του απέναντί τους;
  2. Ο Σταμάτης χαρακτηρίζει τις ιδέες του Μιχάλη ως μεγαλοιδεατισμούς· τι θέλει να πει;
  3. Η Αριάγνη προβλέπει το μελλοντικό ξεριζωμό των Ελλήνων της Αιγύπτου. Από πού απορρέει η πρόγνωσή της;
  4. Ποια η στάση της Αριάγνης απέναντι στους ντόπιους; Να την παραβάλετε με τη στάση του Διονύση· ποιες συνέπειες έχει η μία και ποιες η άλλη;

ΘΕΜΑ ΓΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Με βάση το απόσπασμα να αναπτύξετε το θέμα: «Η Αριάγνη δίνει μαθήματα ανθρωπισμού και πολιτικής στον άντρα της».

 


Δήμος Σκουλάκης (γεν. 1930), εικόνα για την Αριάγνη

Δήμος Σκουλάκης (γεν. 1930), εικόνα για την Αριάγνη

Τσίρκας Στρατής

Στρατής Τσίρκας (1911-1980)

Φιλολογικό ψευδώνυμο του Γιάννη Χατζηανδρέα. Γεννήθηκε στο Κάιρο και πέθανε στην Αθήνα. Ασχολήθηκε με την ποίηση, τη μελέτη, την πεζογραφία και μεταφράσεις ξένων συγγραφέων. Με ιδιαίτερη όμως επιτυχία καλλιέργησε το διήγημα και κυρίως το μυθιστόρημα. Αξιοποιώντας τα διδάγματα των μεγάλων ρεαλιστών συγγραφέων, έγραψε το τρίτομο μυθιστόρημα Ακυβέρνητες Πολιτείες, που αποτελεί σημαντική τομή στην ιστορία του νεοελληνικού μυθιστορήματος, γιατί μπολιάζει αριστοτεχνικά τη ρεαλιστική γραφή με τις νεότερες τάσεις στην πεζογραφία. Το έργο του: 1) Ποιητικές συλλογές: Φελλάχοι (1937), Το Λυρικό Ταξίδι (1938), Προτελευταίος Αποχαιρετισμός και το Ισπανικό Ορατόριο (1946). 2) Διηγήματα: Αλλόκοτοι Άνθρωποι (1944), Ο Απρίλης είναι πιο σκληρός (1947), Ο Ύπνος του θεριστή (1954), Νουρεντίν Μπόμπα (1957), Στον κάβο (1970), Τα Διηγήματα (1978), (περιλαμβάνονται όλες οι προηγούμενες συλλογές, εκτός από το Νουρεντίν Μπόμπα). 3) Μυθιστορήματα: Τόμ. Α, Η Λέσχη (1960), Τόμ. Β', Αριάγνη (1962), Τόμ. Γ, Η Νυχτερίδα (1965), Χαμένη Άνοιξη (1970). 4) Μελέτες: Ο Καβάφης και η Εποχή του (1958), Ο Πολιτικός Καβάφης (1971) κ.ά.

 



 

Στρατής Τσίρκας

1. Εργοβιογραφικά στοιχεία

Ο Στρατής Τσίρκας ή Γιάννης Χατζηανδρέας (1911-1980) γεννήθηκε στο Κάιρο και έζησε σε διάφορες πόλεις της Αιγύπτου μέχρι το 1963 που εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Έζησε το κοσμοπολίτικο περιβάλλον του Καΐρου και της Αλεξάνδρειας.

Εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα, σε βιομηχανίες βαμπακιού, αρχικά ως λογιστής και αργότερα ως διευθύνων. Το εύρος της σκέψης του επηρέασε τις πολιτικές του αντιλήψεις και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε τη ζωή και τους ανθρώπους. Για την ελεύθερη ματιά του αποκηρύχτηκε από την ορθόδοξη Αριστερά τη δεκαετία του 1960. Πέθανε στην Αθήνα το 1980.

Στα Γράμματα παρουσιάζεται πολύ νέος δημοσιεύοντας μεταφράσεις στα λαϊκά περιοδικά της Αθήνας, Οικογένεια και Μπουκέτο 1927, και παραμύθια σε αιγυπτιώτικα περιοδικά 1927 και 1928. Ανήκει στους συγγραφείς του Μεσοπολέμου. Το πρώτο βιβλίο που εκδίδεται στην Αθήνα είναι ο Νουρεντίν Μπόμπα (1957) μετά από τρεις ποιητικές συλλογές Φελλάχοι (1937), Το λυρικό ταξίδι (1938), Προτελευταίος αποχαιρετισμός, Ισπανικό Ορατόριο (1946) και τρεις συλλογές διηγημάτων Αλλόκοτοι άνθρωποι (1944), Ο Απρίλης είναι πιο σκληρός (1947), Ο ύπνος του θεριστή (1954). Σημαντικοί σταθμοί στο έργο του θεωρούνται: Ο Καβάφης και η εποχή του (μελέτη), καθώς και η τριλογία Ακυβέρνητες πολιτείες [Η Λέσχη (1961), Αριάγνη (1962) και Η Νυχτερίδα (1965)]. Η Λέσχη είναι πολιτικό μυθιστόρημα και αφορά άτομα που σχεδίαζαν την πολιτική στη Μέση Ανατολή υπό συνθήκες παρανομίας, Η Χαμένη Άνοιξη (1977) με θέμα τα γεγονότα του Ιουλίου του (1965), Ο πολιτικός Καβάφης (1971). Η τριλογία καθιέρωσε τον Τσίρκα ως έναν από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς πεζογράφους. Πρόκειται για πολιτικό μυθιστόρημα το οποίο προκάλεσε ερωτηματικά στους κόλπους της Αριστεράς.

 

2. Η κριτική για το έργο του

«Ο Στρατής Τσίρκας δόθηκε στην αποστολή του ολόψυχα και την άσκησε με προσήλωση και με συνέπεια πάνω από τέσσερις δεκαετίες. Καρπός αυτού του αδιάπτωτου μόχθου είναι ένα έργο που απλώνεται σε πολυάριθμους τόμους και καλύπτει εκτός από το μυθιστόρημα, την ποίηση, τη διηγηματογραφία, την κριτική μελέτη, το κριτικό άρθρο, τη μετάφραση. Αλλά, αν σ' αυτό τον επιβλητικό όγκο πρώτη κορυφή υψώνεται η Τριλογία του, αναμφίβολα δεύτερη κορυφή πρέπει να λογαριάζεται η κριτική προσφορά του στην προσέγγιση του καβαφικού έργου».

 

(Αλ. Κοτζιάς, Μεταπολεμικοί πεζογράφοι, κριτικά κείμενα,

Κέδρος, Αθήνα 1982, σελ.171)

 

«Στα διηγήματά του και ιδιαίτερα στην πολύ αξιόλογη νουβέλα του έδειξε σπουδαίες πεζογραφικές αρετές με θεματικό πλαίσιο τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο, τη ζωή και τους κοινωνικούς αγώνες κυρίως στην Αίγυπτο, πηγή των εμπειριών του. Ο Νουρεντίν Μπόμπα π.χ. ήταν ο θρυλικός λαϊκός ηγέτης στον ξεσηκωμό των Αιγυπτίων το 1919 εναντίον των Άγγλων αποικιοκρατών. Στο έργο αυτό ο Τσίρκας με τον κοινωνικό προβληματισμό, τον ρεαλισμό, το εύρος της ματιάς, τη συνείδηση της ιστορίας, τα πολλά πρόσωπα που κινεί, την πλατιά ανάσα της αφήγησης θα έλεγε κανείς ότι δοκιμάζει τις δυνάμεις του για τη μεγάλη πορεία του στις Ακυβέρνητες Πολιτείες».

 

(Κ. Μπαλάσκας, Ξενάγηση στη νεοελληνική πεζογραφία,

Μεταίχμιο, Αθήνα 2003, σελ.169)

 

«Ως μυθιστόρημα η Αριάγνη υπογραμμίζει την παρουσία ενός προικισμένου και έμπειρου συγγραφέα. Η πλούσια μυθολογική φαντασία του κ. Τσίρκα του επιτρέπει να οργανώσει μια υπόθεση που κρατάει εν εγρηγόρσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη ενώ η έντεχνη πλοκή της του δίνει συχνά την εντύπωση ότι διαβάζει «αστυνομικό» μυθιστόρημα. Δεξιοτέχνης της αφήγησης ο συγγραφέας της Αριάγνης, συμπλέκει συχνά το πρώτο με το τρίτο πρόσωπο, προβαίνει σε λογικούς διασκελισμούς, σε παρασιωπήσεις, προκαλεί αινίγματα, που θα επιλυθούν αργότερα, επιβάλλοντας στον αναγνώστη του να έχει συνεχώς τεταμένη την προσοχή του αν θέλει να διατηρήσει τον ειρμό της αφήγησης και να συλλάβει την ουσία των γεγονότων. Η τολμηρότητα αυτή του ύφους, ωστόσο, εδώ δικαιώνεται σαν υπογράμμιση διαθέσεων και καταστάσεων, ατμοσφαίρας και ψυχολογίας, περισσότερο απ' όσο συνέβαινε στη Λέσχη, που όπως το είχαμε σημειώσει όταν από αυτές εδώ τις στήλες γράφαμε για το βιβλίο, ταλαιπωρούσε συχνά μάλλον μάταια, τον αναγνώστη. Διατηρεί όμως και τώρα ακόμη στην υπερβολή της κάτι το φτιαχτό που δεν μπορεί να προσγραφεί στο ενεργητικό του βιβλίου. Μ' όλα τούτα η Αριάγνη και ως έκφραση ζωής και ως ύφος και τεχνική, παραμένει ένα αξιόλογο επίτευγμα και για τον συγγραφέα και για την πεζογραφία μας.

 

(Β. Βαρίκας, Κριτική για την Αριάγνη, εφ. Το Βήμα, 22. 9. 1963 (Μεταπολεμική Πεζογραφία, τ. Ζ',

Σοκόλης, σελ.326)

 

3. Διδακτικοί στόχοι

γ. Αριάγνη

Συνοπτική παρουσίαση του έργου

Η Αριάγνη (1962) του Στρατή Τσίρκα, είναι το δεύτερο από τα τρία βιβλία που αποτελούν το μυθιστόρημα Ακυβέρνητες Πολιτείες, το οποίο ο Αλέξανδρος Κοτζιάς χαρακτηρίζει ως τη «μυθοποιημένη απόδοση του πολέμου στη Μέση Ανατολή». Το μυθιστόρημα καλύπτει το χρονικό διάστημα από το Δεκέμβριο του 1942 μέχρι το 1945. Η δράση εκτυλίσσεται διαδοχικά στην Ιερουσαλήμ, το Κάιρο και την Αλεξάνδρεια. Το κεντρικό πρόσωπο είναι ο Σιμωνίδης ή Καλογιάννης, ανθυπολοχαγός των ελληνικών στρατιωτικών τμημάτων, που είχαν σχηματιστεί στην Αίγυπτο μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς· είναι μέλος αριστερής οργάνωσης και εμπλέκεται στις πολιτικές δραστηριότητες της εποχής. Ο Σιμωνίδης βρίσκεται για ανάρρωση στο Κάιρο και φιλοξενείται στο σπίτι μιας λαϊκής οικογένειας, της Αριάγνης και του Διονύση Σαρίδη, των οποίων ο γιος, ο Μιχάλης, είναι φίλος του.

Η Αριάγνη γράφτηκε κατά τον Τσίρκα «για να δικαιωθεί το αντιφασιστικό κίνημα του Απριλίου του '44 εναντίον των μεταξικών αξιωματικών, οι οποίοι ήθελαν για πραιτωριανούς τους Έλληνες στρατιώτες που πολεμούσαν στο Ελ Αλαμέιν». Η ηρωίδα Αριάγνη γίνεται σύμβολο ανθρωπιάς και αντιρατσισμού, σε αντίθεση με τον άντρα της τον Διονύση και τον γιο του, τον Σταμάτη. Όλη η δράση κινείται γύρω από το πρόσωπό της και επιδιώκει τη δικαίωση των απόψεών της (και κατ' επέκταση τις απόψεις και του συγγραφέα). Με το βιβλίο αυτό αναδεικνύονται αξίες, όπως η ανθρωπιά, η ισότητα και η αλληλεγγύη, που συνδέονται με το πρόσωπο της Αριάγνης-Μάνας. Είναι αξίες περιθωριοποιημένες από τον φασισμό, σε μια εποχή που τα πολεμικά μέτωπα προμηνύουν την κατάρρευση ενός κόσμου «ακυβέρνητου», όπως εύστοχα γράφει η Χρύσα Προκοπάκη. Το όλο κλίμα ευνοεί τη διασταύρωση ανθρώπων με διαφορετικές καταβολές και εμπειρίες, απόψεις και ηθικές αξίες. Στο πλαίσιο του συντεχνιακού συνδικαλισμού ενώνονται όλοι οι εργαζόμενοι, χωρίς φυλετικές διακρίσεις, σε ένα κοινό μέτωπο κατά των επιχειρηματιών. Χαρακτηριστικές είναι οι απόψεις της  Αριάγνης στον μονόλογό της: «Αχ παιδί μου Σταμάτη, αχ Καλλιόπη και Ουρανία, αχ κύρη τους εσύ που τους τα έμαθες αυτά. Εκεί που είναι ο πόνος και ο ιδρώτας και τα δάκρυα, εκεί δεν είναι ο άνθρωπος; Γιατί λοιπόν σκάβετε ένα χαντάκι και χωρίζεστε;». Ο λόγος της προμηνύει την εκδίωξη των Ευρωπαίων από την Αίγυπτο (1956 επί Νάσερ), περίοδο κατά την οποία ξεριζώθηκε και το μεγαλύτερο μέρος του Ελληνισμού της Αιγύπτου: «Βλέπω κόσμο να στριμώχνεται στις προκυμαίες με βουνά γύρω του τις βαλίτσες και τους μπόγους και τα στρώματα. Και πίσω τους τάφοι γονιών, προγόνων, τάφοι μικρών παιδιών αφημένοι στο έλεος του Θεού». Όλα τα στοιχεία καταλήγουν στην κοινή διαπίστωση ότι μόνο η αγάπη προς τον συνάνθρωπο και η από κοινού επιδίωξη στόχων και δικαιωμάτων μπορεί να συμβάλει στην αρμονική συμβίωση ντόπιων και ξένων.

Η συνοπτική παρουσίαση όλου του έργου με τις μικροϊστορίες που συνθέτουν τη λογοτεχνική πλοκή του, βοηθά στην κατανόηση του ανθολογημένου αποσπάσματος. Γι' αυτό και θεωρείται βασική προϋπόθεση η γνώση του συνόλου από τον εκπαιδευτικό, καθώς και άλλων επικουρικών στοιχείων, ώστε να σχεδιαστεί αρτιότερα η διδασκαλία του.

 

Διδακτικές επισημάνσεις

 

• Ν' αναζητηθούν και να σχολιαστούν «οι συμπεριφορές και οι συγκρούσεις στο επίπεδο των προσωπικών σχέσεων, για να προβληθεί ο χαρακτήρας της Αριάγνης, μέσα από προωθημένες αφηγηματικές τεχνικές».

• Να εντοπιστεί η θεατρικότητα του κειμένου και οι τρόποι με τους οποίους εκφράζεται.

• Να καταγραφούν τα στοιχεία που εντάσσουν το κείμενο στο ρεαλισμό.

• Ν' αναζητηθεί η θέση των «ξένων» μέσα στην αφήγηση και να βρεθούν τα σημεία σύγκλισης ανάμεσα σε ανθρώπους διαφορετικής εθνικής προέλευσης (διαπολιτισμική οπτική).

• Να κατανοηθούν οι δύο πόλοι της αφήγησης, έτσι όπως εκφράζονται από τους χαρακτήρες της Αριάγνης και του άντρα της.

• Να διερευνηθούν οι αφηγηματικές τεχνικές του κειμένου: η ετεροδιηγητική αφήγηση, η εξωτερική οπτική γωνία, οι αναδρομές στο παρελθόν, η παλίνδρομη κίνηση της αφήγησης: παρόν - παρελθόν - παρόν // παρόν - μέλλον - παρελθόν - παρόν.

• Να σχολιαστούν οι αξίες που προβάλλονται στο μυθιστόρημα μέσα από τους δύο διαφορετικούς κόσμους που παρουσιάζονται στο απόσπασμα, οι δύο ιδεολογικοί πόλοι (οι αντιρατσιστικές, προοδευτικές αντιλήψεις // ρατσιστικές αντιλήψεις, αναπαραγωγή του συστήματος εκμετάλλευσης).

 

4. Ενδεικτική Βιβλιογραφία

ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΟΥ Β.- ΚΑΠΛΑΝΗ Β.- ΧΟΝΤΟΛΙΔΟΥ Ε. επιμ., Διαβάζοντας λογοτεχνία στο σχολείο, Τυπωθήτω, Αθήνα, 2000.

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΤΣΙΡΚΑ, Διαβάζω, 171, Αθήνα, 1987.

ΚΟΤΖΙΑΣ Α., Μεταπολεμικοί πεζογράφοι, Κριτικά Κείμενα, Κέδρος, Αθήνα, 1982.

ΜΗΛΙΩΝΗΣ Χ., Με το νήμα της Αριάγνης, Σοκόλης, Αθήνα, 1991.

ΠΑΓΑΝΟΣ Γ., Η νεοελληνική πεζογραφία. Θεωρία και πράξη, τ. β', Κώδικας, Αθήνα, 1993.

ΠΡΟΚΟΠΑΚΗ Χ., Η κριτική της αριστεράς και η «Τριλογία», Πολίτης, 32, 1980, σελ. 57 - 60.

SCHOLES R., Στοιχεία της Πεζογραφίας, μτφρ. Αριστέα Παρίση, Κωνσταντινίδη, Αθήνα, 1985.

ΣΠΑΝΟΣ Γ., Η Διδακτική Μεθοδολογία του Ποιήματος, Αθήνα, 2002.

ΤΣΙΡΚΑΣ Σ., «Ακυβέρνητες Πολιτείες- μια περιπλάνηση», Η Λέξη, 25, 1983.

ΦΡΥΔΑΚΗ Ε., Η θεωρία της λογοτεχνίας στην πράξη της διδασκαλίας, Κριτική, Αθήνα, 2003.

 

pano

 


 

Στρατής Τσίρκας (1911-1980)
Βιβλιοnet Βιβλιοnet
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
στις Ψηφίδες, Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Ψηφίδες
ΠΟ.Θ.Ε.Γ.
Εκπομπή ΕΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΕΡΤ
Εκπομπή ΣΤΡΑΤΗΣ ΤΣΙΡΚΑΣ: Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ, Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΕΡΤ
Εκπομπή ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ ΕΡΤ

Βιογραφικό δεσμός, desmos

Παρουσίαση του κειμένου στις Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη δεσμός


pano

 


Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

Ήρωες

Οι ήρωες του κειμένου είναι:

 

Τόπος

Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:

 

Η χρονική σειρά των γεγονότων

Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:

 

Η χρονική διάρκεια

Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).

Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:

 

Γλώσσα

Η γλώσσα του κειμένου είναι:

 

Αφήγηση

Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…

 

Ο αφηγητής

Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…

 

Η εστίαση

Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…

 

Τα αφηγηματικά επίπεδα

Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:

 

Αφηγηματικοί τρόποι

Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:

 

Ενότητες

Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:

 

Το σχόλιό σας...

 

pano