Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ' Λυκείου

Τατιάνα Γκρίτση Μιλλιέξ, Μια ιστορία της αντίστασης

235 236 237 238 Ε B

217 218 219 220 221 222 223 224 225

235

ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

Τατιάνα Γκρίτση Μιλλιέξ, Μια ιστορία της αντίστασης

 

Το Χρονικο Αυτο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης (1961).

 


 

Μια ιστορια τησ αντιστασησ
(χρονικό)

Θα προσπαθήσω όχι να γράψω —ούτε να μετουσιώσω σε τέχνη μια στιγμή της Αντίστασης— μα απλώς να καταγράψω ένα γεγονός μέσα στις χιλιάδες τα γεγονότα, ένα γεγονός όμως που για μένα παίρνει τη σημασία του μνημόσυνου, γιατί σήμερα κλείνουν ακριβώς 17 χρόνια από τότε που σκοτώθηκε η Ανθούλα.

Ήτανε 17 ακριβώς χρονών. Είχε τα γενέθλιά της εκείνο το πρωί κι είχαμε ξενυχτήσει όλο το βράδυ. Είχε μείνει στο σπίτι μου. Το προηγούμενο απόγευμα οι Γερμανοί μάς είχαν κλείσει από τις 7, κάτι θα είχανε μάθει για τη διαδήλωση της επομένης και παίρναν τα μέτρα τους. Στο υπόγειο είμαστε μαζεμένες 6 κοπέλες. Ανάμεσά μας και η Ανθούλα, ακόμα παιδί.

— Εσύ, της είπε η Δέσποινα, δε θα κατέβεις στη διαδήλωση.

Συμφωνήσαμε όλες, εκείνη όμως άρχισε να διαμαρτύρεται, να παρακαλεί, να προσπαθεί να μας επιβάλει τις απόψεις της.

Η Δέσποινα έμεινε ασυγκίνητη.

— Όχι. Ανθούλα, κορίτσια σαν και σένα μας είναι πολύτιμα, έχεις πολύ περισσότερα πράγματα να προσφέρεις στο Πανεπιστήμιο που ξέρεις πόση αντίδραση συναντάμε, παρά να κατεβείς στο πεζοδρόμιο. Ένας άνθρωπος πιο πολύ ή πιο λίγο μέσα στο πλήθος που προβλέπεται για αύριο δε θα παίξει κανένα ρόλο, ενώ η επιρροή σου στους συμφοιτητές σου έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία.

Τα λυτά της μαλλιά καθώς πλαισιώσανε το παιδικό της πρόσωπο γιομίζανε χρυσαφιές ανταύγειες από το κερί που μας φώτιζε, κι όλες μας νιώθαμε την ανάγκη να παρηγορήσουμε μα και να προστατεύσουμε αυτό το ανοιξιάτικο πρόσωπο με τα μεγάλα γαλάζια μάτια που καίγανε από ενθουσιασμό.

Για μια στιγμή ακούστηκε έξω από το παράθυρό μας το ρυθμικό, βαρύγδουπο βήμα της μπότας.

— Άρχισε η γερμανική περίπολος, είπα, κι έσβησα το κερί. Μείναμε 236στο σκοτάδι μιλώντας χαμηλόφωνα, ρυθμίζοντας τη φωνή μας με του βήματος την ηχώ που σα να ένιωθε την παρουσία της ανάσας μας κάτω από το πέλμα της, στεκόταν —ή έτσι μας φαινόταν τουλάχιστον— μερικά λεπτά περισσότερο μπροστά στο παράθυρό μας κι ύστερα μάκραινε ίσαμε τη γωνιά για να ξανακουστεί σε λίγο, ρυθμική, ερεθιστική, καταπιεστική, για ν' αντηχήσει μέσα στην καρδιά μας και να δυναμώσει τη θέλησή μας να ελευθερωθούμε από αυτή.

Θα 'ταν πια ξημερώματα όταν άλλαξε ο σκοπός. Του καινούριου τα βήματα ήταν πιο ανάλαφρα, κάπως ακατάστατα κι η Ανθούλα μάς βεβαίωσε πως αυτός σίγουρα θα 'ταν Αυστριακός και θα χόρευε πολύ ωραία βαλς. Γελάσαμε όλες μαζί και ξαφνικά το βήμα σταμάτησε.

«Λάθος, Γερμανός», μουρμούρισε η Ανθούλα και χώσαμε όλες τα μούτρα μας στα σκεπάσματα για να μην ακουστεί το καινούριο μας χάχανο.

Έτσι πέρασε σχεδόν όλη η νύχτα. Σα να ετοιμαζόμαστε για κάποιο πανηγύρι και δε μας κολλούσε ύπνος, μόλις έπαυε η μια, άρχιζε η άλλη να διηγείται μια ιστορία, κι η Βίνα είπε πειραχτικά μια στιγμή:

— Πρέπει, λοιπόν, παιδιά μου, να δείτε τον Παύλο Μ. πώς τρώει την Ανθούλα με τα μάτια. Είμαι βέβαιη πως θα την ακολουθούσε και σε... διαδήλωση ακόμα.

— Ποιος Παύλος Μ.; αυτός ο αδιάφορος;

— Αμ ποιος άλλος;

— Ε, λοιπόν, Ανθούλα, αν δε μας τον κατεβάσεις την ερχόμενη φορά, δεν είσαι τίποτα.

— Ε κορίτσια, κοιμηθείτε και μια στάλα, είπε η Δέσποινα.

Από κείνη την ώρα δεν ξανακούσαμε της Ανθούλας τη φωνή. «Κοιμήθηκε το μωρό μας», είπε κάποια. Εγώ όμως τη στιγμή που άναψα το τσιγάρο μου, είδα τα μάτια της ορθάνοιχτα, σα να παρακολουθούσε νοερά κάποια παθητική σκηνή.

Το πρωί σηκωθήκαμε μια μια, πλυθήκαμε στην ίδια λεκάνη με το νερό, φάγαμε ένα είδος κρέμας από κάστανα και σταφίδες που μας είχε ετοιμάσει η μητέρα και σε μικρά διαστήματα, αρχίσαμε να φεύγουμε μια μια πηγαίνοντας στα διάφορα μέρη των ραντεβού μας, απ' όπου θα ξεκινούσαμε πια την ορισμένη ώρα για να βρεθούμε όλοι μαζί στο κέντρο της πόλης.

Καμιά δεν ξέχασε να φιλήσει την Ανθούλα και να της ευχηθεί χρόνια πολλά, η Δέσποινα μάλιστα —η αγέλαστη εκείνη— έκοψε απ' τη γλάστρα του διπλανού σπιτιού ένα κατακόκκινο γαρύφαλο και της το 'δωσε γελώντας.

237— Έλα, της είπε, χρόνια πολλά και του χρόνου τέτοια μέρα θα χορεύουμε ελεύθεροι στο Σύνταγμα για τα δεκαοχτώ σου χρόνια.

«Τα δεκαοχτώ σου χρόνια, σαν ανοιξιάτικο λουλούδι», τραγουδούσε η Ελένη κλείνοντας την πόρτα. Τελευταία θα 'φευγα εγώ. Στη φοιτητική μου τσάντα ταχτοποίησα προσεχτικά τις προκηρύξεις, έβαλα από πάνω τη γερμανική καθημερινή εφημερίδα και ειδικά για την περίσταση έβαψα τα χείλη μου. Η Ανθούλα γύριζε γύρω μου σαν χαρούμενο σκυλάκι, κι όλο μου 'λεγε:

— Πήγαινε, πήγαινε τώρα, θ' αργήσεις.

Την κοίταξα παραξενεμένη. Γιατί τόση βιασύνη να με στείλει στη διαδήλωση; Δεν καταλάβαινε τον κίνδυνο που θα διατρέχαμε;

— Βιάζεσαι να με ξεπαστρέψουνε, της είπα περιπαιχτικά.

Δε θα ξεχάσω ποτέ το γέλιο της.

— Εμάς δε μας πιάνει βόλι, κάνει γκελ πάνω στα νιάτα μας.

Σφίχτηκε παράξενα η καρδιά μου και υποσυνείδητα σα για να την προστατέψω από την ύβρη της φώναξα φεύγοντας:

— Πήγαινε να βοηθήσεις τη μητέρα μου να μαγειρέψετε, θα γυρίσουμε πεινασμένες σαν λύκοι.

Φορούσε ένα κάτασπρο φόρεμα πλεχτό κι ίσαμε που έφτασα στο άλλο τετράγωνο την ξεχώριζα να με αποχαιρετάει.

Η τσάντα στα χέρια μου βάραινε δυσανάλογα, το ίδιο κι η καρδιά μου. Πρώτη φορά νομίζω πως αισθανόμουνα φόβο, τα λόγια της Ανθούλας αντί να με ησυχάζουν με βασανίζανε.

Κόντευε μεσημέρι. Ένας ήλιος ανοιξιάτικος, χαρούμενος, έσπαζε πάνω στις πιπεριές κι οι νερατζιές ξετρελαμένες μαζί με τους δεμένους τους καρπούς σκορπούσανε μιαν έντονη μυρωδιά από τα δίφορα νερατζάκια που μας γαργαλούσανε και δίνανε στην περπατησιά μας έναν αέρα ξέγνοιαστο, προσκόπων που πάνε εκδρομή κι όχι σκλάβων που πάνε να καταλύσουν τα δεσμά τους. Απ' όλους τους περιφερειακούς δρόμους της Αθήνας ξεμπουκάρανε κατά εκατοντάδες άνθρωποι και ξεχύνονταν προς το κέντρο. Από την Ομόνοια ακούγονταν τα πρώτα λόγια του Ύμνου και στο Σύνταγμα ηχούσε του «σπαθιού την τρομερή». Μερμήγκιαζαν οι δρόμοι, θορυβούσε η καρδιά μας, θαρρούσαμε όλη τη γη στα χέρια μας την ώρα εκείνη. Όλα αυτά σε λίγα λεπτά, κι άξαφνα.

— Έρχονται, κατεβαίνουν με τανκς, προφυλαχτείτε!

Τα χέρια γρήγορα πασπατεύουν την τσάντα, πετάγονται οι πρώτες προκηρύξεις, γιομίζουν τα κεφάλια μας, τα πεζοδρόμια, άσπρα φύλλα χαρτιού, ο ενθουσιασμός ακόμα μας σπρώχνει προς το κέντρο.

238Μια, δυο, τρεις ριπές πολυβόλου. Το κύμα σταματάει, αναδεύεται, γίνεται ένα δευτερόλεπτο σιωπής, κι ακούγεται καθαρό, βαθύ το μουγκανητό των σιδερένιων μηχανών που κατεβαίνουν. Μια μπρος, μια πίσω, το πλήθος πυκνώνει, αυτοί που είναι στο δρόμο σπρώχνουν για ν' ανεβούν στα πεζοδρόμια, εκείνοι που είναι στις γωνιές υποχωρούν προς τα στενά, η στιγμή είναι κρίσιμη, δεν πρέπει να οπισθοχωρήσουμε. Τα τανκς προχωρούν, φαίνονται αποφασισμένα να μη βρουν εμπόδια. Η διαταγή έρχεται ανώνυμη. «Προχωρήστε!». Δεν κινείται κανείς. «Προχωρήστε!». Οι δρόμοι κενώνονται, τα πεζοδρόμια πήζουν, πήζουνε και στα στήθη οι φωνές. Τα τανκς προχωρούν, όρθιοι με κάσκες, με πολυβόλα τεταμένα προς όλες τις κατευθύνσεις οι στρατιώτες του Γ' Ράιχ, θαρρείς, παρελαύνουν.

Από μακριά τα πρώτα λόγια του Ύμνου, από μακριά κι οι πυροβολισμοί. Αρχίζει ν' αραιώνει κι ο κόσμος στα πεζοδρόμια, τον καταπίνουν οι εσωτερικοί δρόμοι.

— Μη φεύγετε, σταματήστε τους, ζήτω το Έθνος.

Πάντα ανώνυμη η κραυγή.

Κι άξαφνα, εκεί Ομήρου κι Ακαδημίας, καθώς σαν τεράστιες χελώνες κατεβαίνουν οι μηχανές, ένα τρελό κοριτσίστικο κεφάλι με ανεμισμένα στον ήλιο τα μαλλιά, βγάζει το μαύρο της γοβάκι, το σφεντονίζει πάνω στην κάσκα του οδηγού και φωνάζει:

— Ακολουθήστε όσοι έχετε καρδιά!

Με τα χέρια ανοιχτά, τα μαλλιά ξέπλεκα, το άσπρο φουστάνι σαν σημαία ξεδιπλωμένη και πίσω της μερικά νέα αγόρια, τρέχουν —για να την ακολουθήσουν; για να τη σώσουν;— πάνω στο γυμνό δρόμο, ενώ το τανκς προχωρεί. Κι οι δυο προχωρούν. Το τανκς από τη μια, η κοπέλα από αντίκρυ, τ' αγόρια πιο πίσω.

— Ανθούλα, προσοχή. Ανθούλα, γύρνα πίσω!

Βγάζει και τ' άλλο της παπούτσι, το πετάει σαν λουλούδι, στο χέρι της το κόκκινο γαρίφαλο των 17 της χρόνων.

— Ανθήη!!!

Μια φοβερή αγορίστικη φωνή, κι έπειτα άλλη, κι άλλη, κι άλλη...

— Ανθήη!!!

Ολόκληρη ένα κόκκινο πατημένο λουλούδι από τις τροχαλίες του τανκς που προχωρεί αργά χαράζοντας με το αίμα της την πορεία του.

Δε μας φέρανε τίποτα πίσω από την Ανθή. Μόνον ο Παύλος Μ. και μερικοί συμφοιτητές του ήρθαν και μας βρήκαν σε μερικές μέρες. Ζητήσανε να δουλέψουν στο πόδι της. Για κείνους είχε κατεβεί στη διαδήλωση εκείνη την ημέρα, ήθελε να τους πείσει πως ο αγώνας ήταν Εθνικός, κι εκείνοι ακολουθήσανε σαν θεατές. Μόνον σαν θεατές.

Ο Παύλος Μ. εκτελέστηκε 5 μήνες αργότερα.

Ας είναι η μνήμη τους αιώνια.

 

Νικ. Βρεττάκος, «Ελεγείο πάνω στον τάφο ενός μικρού αγωνιστή»

Γ. Λαμπρινός, «Ο Γιοζέφης» Χρονικό της Εθνικής Αντίστασης.

Η νεολαία στην Αντίσταση (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]  

 

 

pano

 

 


 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Η πεζογράφος χαρακτηρίζει το κείμενό της ως χρονικό. Γιατί;
  2. Πώς συμμετέχουν στην Αντίσταση οι κοπέλες του διηγήματος;
  3. Ποια νομίζετε ότι είναι τα ελατήρια που οδήγησαν τον Παύλο να πάρει τη θέση της Ανθής στην Αντίσταση;

 


Κατράκη Βάσω-Mπλόκο στην Κατοχή

Κατράκη Βάσω-Mπλόκο στην Κατοχή

Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ

Τατιάνα Γκρίτση Μιλλιέξ (1920-2005)

Γεννήθηκε το 1920 στην Αθήνα. Σπούδασε Γαλλική Φιλολογία. Ασχολήθηκε κυρίως με την πεζογραφία και συνεργάστηκε σε πολλά φιλολογικά περιοδικά. Είναι ευαίσθητη απέναντι στις λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής. Στα πρώτα της έργα κινήθηκε στο χώρο της κατοχικής και αντιστασιακής λογοτεχνίας. Στα τελευταία της έργα εγκατέλειψε τους καθιερωμένους εκφραστικούς τρόπους επηρεασμένη από το σύγχρονο γαλλικό μυθιστόρημα. Έργα: Πλατεία Θησείου, Στο δρόμο των αγγέλων, Κοπιώντες και πεφορτισμένοι, Ιδού ίππος χλωρός, Τα σπαράγματα, Η Τρίπολη του Πόντου κ.ά.

Βιογραφικό σημείωμα [πηγή: βιβλιοnet]

 



 

Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ

1. Εργοβιογραφικά στοιχεία

Η Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1920 και πέθανε το 2005. Σπούδασε γαλλική φιλολογία στο Γαλλικό Ινστιτούτο και ασχολήθηκε συστηματικά με το τραγούδι τελειώνοντας το Εθνικό Ωδείο. Το 1939 παντρεύτηκε το Γάλλο φιλόλογο και νεοελληνιστή Ροζέ Μιλλιέξ, τον οποίο ακολούθησε σε όλες τις υπηρεσιακές μετακινήσεις του. Στην περίοδο της Κατοχής έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση (με το ΕΑΜ) και εργάστηκε ως εθελόντρια στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό. Την ίδια περίοδο (1943) μετέφρασε στα ελληνικά τη Σιωπή της θάλασσας του Βερκόρ, που κυκλοφόρησε το 1945, τη χρονιά που δημοσιεύτηκαν στα Ελεύθερα Γράμματα δυο δικά της διηγήματα. Το διάστημα 1945-1946 το ζεύγος Μιλλιέξ παρέμεινε στη Γαλλία, όπου ανέπτυξε φιλελληνική δράση, ενώ την περίοδο 1946-1959 ζει στην Ελλάδα, όπου ο Ροζέ αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Γαλλικού Ινστιτούτου και η Τατιάνα εργάζεται στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών. Από το 1959 ως το 1971 ζουν και εργάζονται στην Κύπρο και στη συνέχεια, ως το 1974, στη Γένοβα. Στην Ελλάδα επέστρεψαν μετά τη μεταπολίτευση, εφόσον το δικτατορικό καθεστώς της 21ης Απριλίου είχε χαρακτηρίσει το ζεύγος Μιλλιέξ ανεπιθύμητο και επιπλέον είχε αφαιρέσει την ελληνική υπηκοότητα από την Τατιάνα κατάσχοντας παράλληλα και το προσωπικό της αρχείο, με τέσσερα μυθιστορήματα, αλληλογραφία κ.ά. Κατά καιρούς η Τατιάνα Μιλλιέξ εργάστηκε ως δημοσιογράφος, δημοσιεύοντας σε εφημερίδες (ελλαδικές και κυπριακές) και σε περιοδικά χρονογραφήματα, επιφυλλίδες, κείμενα κριτικής λογοτεχνικών και εικαστικών έργων. Επίσης συνεργάστηκε με την Ελληνική Ραδιοφωνία (1964-1965 και 1974-1975) και με την ΕΡΤ 2 (1984-1985). Υπήρξε μέλος της Ακαδημίας Racine του Παρισιού, μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου (Ε.Λ.Ι.Α.), της Εταιρείας Κριτικών Εικαστικών Τεχνών και πρόεδρος της Στέγης Καλών Τεχνών και Γραμμάτων. Κατά καιρούς χρησιμοποίησε διάφορα ψευδώνυμα (Τσιγγανούλα, Comtesse de Noailles, Φωτεινή Δαφνομήλη, Τίτος Γραικός).

Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1945, με δυο διηγήματα. Ακολούθησαν τα έργα Πλατεία Θησείου (νουβέλα, 1947), Στο δρόμο των αγγέλων (μυθιστόρημα, 1950), Κοπιώντες και πεφορτισμένοι (διηγήματα, 1951), Ημερολόγιο (1951), Αλλάζουμε (μυθιστόρημα που της χάρισε το Κρατικό Βραβείο, 1957) Σε πρώτο πρόσωπο (διηγήματα, 1958), Και ιδού ίππος χλωρός (μυθιστόρημα που της χάρισε το βραβείο της «Ομάδας των 12»), 1 + 1 = 1 (επανέκδοση σε κοινό τόμο της Πλατείας Θησείου και της συλλογής διηγημάτων Σε πρώτο πρόσωπο), Σπαράγματα (σελίδες που διασώθηκαν από διάφορα γραπτά της τα οποία καταστράφηκαν, όταν κατασχέθηκε το αρχείο της από τη δικτατορία (1973), και που της χάρισαν το βραβείο μυθιστορήματος), Βυθοσκοπήσεις (διηγήματα, 1978), Το παραμύθι του Κάσιαλου (ιστορικό παραμύθι, 1981), Αναδρομές (διηγήματα, Κρατικό Βραβείο 1983), Στη σκάλα του Ουρανού (διηγήματα, 1988), Από την άλλη όχθη του Χρόνου (μυθιστόρημα, 1988), Ονειρικά (διηγήματα, 1991), Το αλώνι της Εκάτης (διηγήματα, 1993). Αρκετά έργα της έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες (τουρκικά, ρουμανικά, γαλλικά γερμανικά).

Επίσης δημοσίευσε δύο μελέτες: Κριτική Κυπριακής Λογοτεχνίας (1970) και Η Τρίπολη του Πόντου (1976, Bραβείο της Ακαδημίας Αθηνών).

Μετέφρασε στα ελληνικά ξένα λογοτεχνικά έργα (πεζά και θεατρικά) καθώς και μελέτες. (Ανάμεσα σ' αυτά περιλαμβάνονται τα: Εγώ και αυτό και Πίσω στις ρίζες μου της Μ. Καρντινάλ, και Το αυγό του Φ. Μαρσό).

Το πεζογραφικό έργο της Μιλλιέξ στο σύνολό του σχεδόν στηρίζεται στη μνήμη αποτυπώνοντας γεγονότα της κατοχικής και της μεταπολεμικής ελληνικής ιστορίας και κοινωνίας και τον αντίκτυπό τους στην ανθρώπινη ψυχή. Στην αρχή κινήθηκε, όπως σημειώνει ο Λ. Πολίτης, «στα πλαίσια της αντιστασιακής λογοτεχνίας, με διηγήματα και μυθιστορήματα που έδειχναν λογοτεχνική συνείδηση και αναμφισβήτητο τάλαντο. Η συγγραφέας διαθέτει μια ιδιοσυγκρασία ποιητική και μια ευαισθησία απέναντι στις λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής, καθώς και πλούσιο απόθεμα ψυχικό. Στο Και ιδού ίππος χλωρός... (1963) γίνεται φανερή μια καινούργια πνοή και μια τόλμη που σπάζει τα καθιερωμένα εκφραστικά καλούπια και οφείλεται ίσως σε μετουσιωμένες επιδράσεις από το σύγχρονο γαλλικό μυθιστόρημα».

 

2. Η κριτική για το έργο της

«Ένα πρώτο και αναλλοίωτο χαρακτηριστικό που είναι ευδιάκριτο στα πεζά της Μιλλιέξ είναι το ποιητικό ύφος. Τα κείμενά της, διάστικτα από συνειρμούς, απεικονίζουν μια πραγματικότητα που είναι μάλλον χαλαρά εξαρτημένη από το συμβατικό κόσμο και περισσότερο δεμένη με τους ψυχολογικούς αντίκτυπους που έχει μια συλλογική κατάσταση πάνω στη ζωή του κάθε ανθρώπου χωριστά. Έτσι τις περισσότερες φορές υποχωρούν σε σημασία τα επικαιρικά στοιχεία και εστιάζεται η αφήγηση στο πώς εισπράττονται υποκειμενικά, δηλαδή ανθρώπινα, οι γενικότερες αλλαγές.

Αυτή η προτίμηση της Μ. να εντοπίζει και να ανατέμνει τα σημεία των δραματικών συγκρούσεων του ανθρώπου με το περιβάλλον του, όχι όμως από τη θεατή μεριά της ζωής αλλά από την εσωτερική και αθέατη, συντείνει ώστε τα πεζογραφήματά της ν' αποκαλύπτουν έναν κόσμο φτιαγμένο σε απολύτως ανθρώπινα μέτρα [...]. Από την άλλη μεριά ο σημαντικός ρόλος που επιφυλάσσεται στη μνήμη και, κατά προέκταση, στη φαντασία μεταφέρει στον αναγνώστη τη γοητεία του μαιανδρικού και εσωτερικά εξελίξιμου χρόνου της αφήγησης».

 

(Αλεξ. Ζήρας, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τ. 6,
Εκδοτική Αθηνών, λ. Μιλλιέξ Τατιάνα, σελ. 187-188)

 

«Απ' όλους τους πεζογράφους της πρώτης και δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, η Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ είναι ίσως εκείνη που αφομοίωσε με τον δημιουργικότερο τρόπο τον γαλλικό μοντερνισμό και ορισμένα στοιχεία του αντιμυθιστορήματος. Τα λογοτεχνικά της χαρίσματα —η οξεία αίσθηση για λεπτομέρειες που παράγουν υποβλητική ατμόσφαιρα, η εξαιρετική ενάργεια στην απεικόνιση σύνθετων εσωτερικών βιωμάτων και η πειστική σύζευξή τους με το κοινωνικό και ιστορικό γίγνεσθαι— είναι εμφανή ήδη στα πρώτα βιβλία της [...]».

 

(Δ. Κούρτοβικ, Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς,
Πατάκης, Αθήνα, 1999, σελ. 61)

 

«Χωρίς η γλώσσα της να διαθέτει την αυστηρότητα και τις συνακόλουθες δυνατότητες του ποιητικού λόγου, η Μ. Είναι κατά βάση ποιητική ιδιοσυγκρασία. Με τούτο θέλω να πω ότι στα κείμενά της προεξάρχει η λυρική κατάσταση. Όχι ότι τάχα περιφρονεί στα βιβλία της την πραγματικότητα. Το αντίθετο μάλιστα. Η πραγματικότητα και συχνά η καυτή, η επικαιρική, επενεργεί ως ερέθισμα. Ωστόσο η γραφή της είναι τόσο υποκειμενική, εκπορεύεται πάντα από τον ενδιάθετο λόγο, ώστε ό,τι αποθησαυρίζει η ματιά της από τον γύρω κόσμο διυλίζεται και χρωματίζεται από τις διαθέσεις του προσώπου που αφηγείται, δηλαδή ουσιαστικά της συγγραφέως. [...].

Ένας πλούσιος ψυχισμός, τυραννισμένος, δραματικός αλλά βαθύτατα ανθρώπινος είναι το πρώτο κέρδος που αποκομίζει κανείς από τις σελίδες της. Ύστερα είναι η ευαισθησία της απέναντι στα μικρά αλλά σημαντικά της καθημερινής ζωής. Κι ύστερα η καταξίωση του ανθρώπινου προσώπου ακόμη και στις ώρες της πτώσης του. Τέλος, είναι η ουσιαστικά ονειρική κατάσταση στην οποία σε μεταφέρουν και οι πιο ρεαλιστικές ιστορίες. Δεν είναι και λίγα θαρρώ αυτά».

 

(Αλ. Κοτζιάς, Μεταπολεμικοί πεζογράφοι,
Κέδρος, Αθήνα, 1982, σελ. 87)

 

«Υπ' αυτήν την έννοια κινητήριος μοχλός του έργου της είναι η μνήμη. Να πώς ορίζει τη μνήμη η ίδια σε μια πρόσφατη συνέντευξή της: «όταν μιλάω για μνήμη, δεν μιλάω μόνο για συμβάντα της ζωής, μιλάω και για διαβάσματα, μιλάω για θεάματα, για όλα αυτά τα πράγματα που κάνουν την πρώτη ύλη που δεν ξέρουμε ότι υπάρχει» [συνέντευξή της στο Διαβάζω, 71, 1983, σελ. 67]. Η μνήμη για τη Μιλλιέξ δηλ. μπορεί να οριστεί αφενός ως ανάδρομη επέκταση του παρόντος που συλλέγει στη δική του δημιουργική φαντασία αυτό που έχει κάθε φορά ανάγκη να εκφράσει και αφετέρου ως εκδοχή της διακειμενικότητας (intertextuality), των πολλαπλών συγκεκριμένα τρόπων με τους οποίους 'κάθε λογοτεχνικό κείμενο απηχεί ή συνδέεται με φανερούς ή καλυμμένους τρόπους ... είτε με τη συμμετοχή του σε μια κοινή παρακαταθήκη λογοτεχνικών κωδίκων και συμβάσεων' ...».

 

(Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, Η μεταπολεμική πεζογραφία - Από τον πόλεμο του '40 ως τη δικτατορία του '67, τ. Στ',
Σοκόλης, Αθήνα, 1992, σελ. 13)

 

3. Διδακτικές επισημάνσεις

• Ν' αποσαφηνιστεί η έννοια του χρονικού και να προσδιοριστούν τα βασικά χαρακτηριστικά του. (Κατά τον Α. Σαχίνη, το χρονικό «αντλεί από την καυτή ουσία της ζωής και είτε συμβαδίζει με το βίωμα είτε το παρακολουθεί από κοντά». Νέοι πεζογράφοι, 1972, σελ. 155).

• Να προσδιοριστεί ο χώρος και ο χρόνος (το ιστορικό πλαίσιο) όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα.

• Να φωτιστεί η συμβολή των νέων, και ιδιαίτερα των γυναικών, στην Αντίσταση κατά των Γερμανών.

• Ν' ανιχνευθεί το προσωπικό βίωμα της συγγραφέως και να εντοπιστούν οι τρόποι με τους οποίους αυτό μετουσιώνεται σε αφήγημα. Να τονιστεί ότι η συγγραφέας - αφηγητής αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο (ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, και μάλιστα αυτοδιηγητικός, και η εστίαση εσωτερική).

 

Παράλληλα κείμενα

Μπορούν να δοθούν ως παράλληλα τα παρακάτω ποιητικά κείμενα, ή ένα από τα δύο, και να εξεταστούν: α) ως προς τη θεματική συνάφειά τους με το κείμενο του σχολικού εγχειριδίου, β) την εικονοπλασία που τα διατρέχει, γ) τις ποικίλες εκφάνσεις της αγάπης (προς την πατρίδα, προς τους άλλους, προς τους νεκρούς που θυσιάστηκαν κτλ.), δ) ως προς το ρόλο και τη σημασία της θυσίας των ηρώων για την κινητοποίηση των υπολοίπων.

1. Νικηφόρος Βρεττάκος, Ελεγείο πάνω στον τάφο ενός μικρού αγωνιστή

Πάνω στο χώμα το δικό σου λέμε τ' όνομά μας.

Πάνω στο χώμα το δικό σου σχεδιάζουμε τους κήπους

και τις πολιτείες μας.

Πάνω στο χώμα σου Είμαστε. Έχουμε πατρίδα.

 

Έχω κρατήσει μέσα μου την ντουφεκιά σου.

Γυρίζει μέσα μου ο φαρμακερός ήχος του πολυβόλου.

Θυμάμαι την καρδιά σου που άνοιξε κι έρχονται στο μυαλό μου

κάτι εκατόφυλλα τριαντάφυλλα

που μοιάζουνε σαν ομιλία του απείρου προς τον άνθρωπο.

Έτσι μας μίλησε η καρδιά σου. Κι είδαμε πως ο κόσμος είναι

μεγαλύτερος

κι έγινε μεγαλύτερος για να χωρά η αγάπη.

 

Το πρώτο σου παιχνίδι, Εσύ.

Το πρώτο σου αλογάκι, Εσύ.

Έπαιξες τη φωτιά. Έπαιξες το Χριστό.

Έπαιξες τον Άι-Γιώργη και το Διγενή.

Έπαιξες τους δείχτες του ρολογιού που κατεβαίνουν

απ' τα μεσάνυχτα.

Έπαιξες τη φωνή της ελπίδας εκεί που δεν υπήρχε φωνή.

Η πλατεία ήταν έρημη. Η πατρίδα είχε φύγει.

 

Ήταν καιρός. Δε βάσταξε η καρδιά σου περισσότερο!

Ν' ακούς κάτω απ' τη στέγη σου τ' ανθρώπινα μπουμπουνητά

της Ευρώπης!

Άναψες κάτω απ' το σακάκι σου το πρώτο κλεφτοφάναρο.

Καρδιά των καρδιών! Σκέφτηκες τον ήλιο και προχώρησες...

 

Ανέβηκες στο πεζοδρόμιο κι έπαιξες τον Άνθρωπο!

(από τη συλλογή Η παραμυθένια πολιτεία)

 

2. Γιάννης Ρίτσος, Επιτάφιος (απόσπασμα XVII)

Βασίλεψες αστέρι μου, βασίλεψε όλη η πλάση,

κι ο ήλιος κουβάρι ολόμαυρο, το φέγγος του έχει μάσει.

 

Κόσμος περνά και με σκουντά, στρατός και με πατάει

κ' εμέ το μάτι ουδέ γυρνά κι ουδέ σε παρατάει.

 

Και, δες, μ' ανασηκώνουνε, χιλιάδες γιους ξανοίγω,

μα, γιόκα μου, απ' το πλάγι σου δε δύνομαι να φύγω.

 

Όμοια ως εσένα μου μιλάν και με παρηγοράνε

και την τραγιάσκα σου έχουνε, τα ρούχα σου φοράνε.

 

Την άχνα απ' την ανάσα σου νιώθω στο μάγουλό μου,

αχ, κ' ένα φως, μεγάλο φως, στο βάθος πλέει του δρόμου.

 

Τα μάτια μου σκουπίζει τα μια φωτεινή παλάμη,

αχ, κ' η λαλιά σου γιόκα μου, στο σπλάχνο μου έχει δράμει.

 

Και να που ανασηκώθηκα, το πόδι στέκει ακόμα,

φως ιλαρό, λεβέντη μου, μ' ανέβασε απ' το χώμα.

 

Τώρα οι σημαίες σε ντύσανε. Παιδί μου, εσύ, κοιμήσου,

και γω τραβάω στ' αδέρφια σου και παίρνω τη φωνή σου.

 

(Γιάννης Ρίτσος, Επιτάφιος,
Κέδρος, Αθήνα 1987 [39η έκδοση], σελ. 23)

 

Συμπληρωματικές ερωτήσεις - Δραστηριότητες

• Ο αναγνώστης, κατά γενική ομολογία, βιώνει έντονη συναισθηματική φόρτιση με την ανάγνωση του χρονικού. Να διερευνηθεί με συγκεκριμένες αναφορές πώς αυτό πραγματώνεται στο κείμενο.

• Να χαρακτηρίσετε την ηρωίδα και την πράξη της αξιοποιώντας στοιχεία του κειμένου.

 

4. Ενδεικτική βιβλιογραφία

ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ Δ., «Μιλλιέξ-Γκρίτση Τατιάνα», Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος, Λαρούς Μπριτάννικα, Πάπυρος, Αθήνα.

ΖΗΡΑΣ Αλ., «Μιλλιέξ Τατιάνα», Παγκόσμιο βιογραφικό λεξικό, τ. 6, Εκδοτική Αθηνών.

ΚΟΤΖΙΑΣ Αλ., Μεταπολεμικοί πεζογράφοι, Κέδρος, Αθήνα 1982. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ Δ., Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς, Πατάκης, Αθήνα, 1995 (Β' 1999).

ΣΑΧΙΝΗΣ Απ., Νέοι πεζογράφοι. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 1965.

ΤΟΜΕΣ, «Αφιέρωμα στους Μιλλιέξ», περίοδος Β', 12-13, 1977.

ΦΑΡΙΝΟΥ- ΜΑΛΑΜΑΤΑΡΗ Γ., «Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ», Η μεταπολεμική πεζογραφία, τ. ΣΤ', Σοκόλης, Αθήνα, 1988, σελ. 8-55.

 

pano

 


 

Τατιάνα Γκρίτση Μιλλιέξ (1920-2005)
Βικιπαίδεια Βικιπαίδεια
βιβλιοnet δεσμός

Βιογραφικό δεσμός, desmos

Παρουσίαση της συγγραφέα στις Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη δεσμός


Βάσω Κατράκη
στη Βικιπαίδεια δεσμός
στην ΕΡΤ δεσμός
στην Εθνική Πινακοθήκη δεσμός
στο paletaart δεσμός, δεσμός
στο Νικίας δεσμός

pano

 


Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

Ήρωες

Οι ήρωες του κειμένου είναι:

 

Τόπος

Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:

 

Η χρονική σειρά των γεγονότων

Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:

 

Η χρονική διάρκεια

Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).

Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:

 

Γλώσσα

Η γλώσσα του κειμένου είναι:

 

Αφήγηση

Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…

 

Ο αφηγητής

Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…

 

Η εστίαση

Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…

 

Τα αφηγηματικά επίπεδα

Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:

 

Αφηγηματικοί τρόποι

Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:

 

Ενότητες

Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:

 

Το σχόλιό σας...

 

pano