Άσκηση στην πολυσημία των λέξεων, η λέξη «κάνω»

Η λέξη κάνω μπορεί να έχει τις παρακάτω σημασίες: κατασκευάζω, δημιουργώ, μαγειρεύω, αποκτώ, χαρίζω, ασχολούμαι, υπηρετώ ως, τιμωρώ, προσποιούμαι, συμπεριφέρομαι, κοστίζω, σχετίζομαι

Αν δώσεις την απάντηση και εμφανιστεί το 1, πάτα το για να δεις τη δικαιολόγηση.
Το εργοστάσιό μας κάνει χαλιά από το 1955.
O Θεός έκανε τον κόσμο.
Τι θα κάνεις σήμερα; – Θα κάνω ψητό.
Με τη δουλειά του έκανε περιουσία.
Του έκανε ένα δώρο.
Δεν έχω τι να κάνω· βαρέθηκα να κάθομαι.
Έκανε δάσκαλος σε πολλά χωριά.
Και τι θα μου κάνει, αν δεν υπακούσω;
Έκανε πως δε μας είδε, για να μη μας μιλήσει.
Έκανε σαν παιδί από τη χαρά του.
Πόσο κάνουν τα παπούτσια;
Εγώ δεν έχω να κάνω μ’ αυτή την υπόθεση.