«Δε μίλησαν άλλο. Ο πατέρας έπεσε δίπλα στο παιδί κι αποκοιμήθηκε γρήγορα. Η
γυναίκα είχε ακόμα δουλειές. Τέλειωσε — κατέβηκε τότε και στο κατώι, έβαλε
φρέσκο σανό στη φοράδα, έβαλε και στο πουλάρι. Καθώς γύρισε και την κοίταξε, τ’
άρπαξε
() το κεφάλι και το ’σφιξε
() μια φορά πάνω στα μαραμένα της στήθια. Όταν
ανέβηκε πάνω και πήγε και στο παιδί που κοιμόταν το χάιδεψε κι αυτό μια φορά.
Το πρωί ο πατέρας έζεψε τη φοράδα στο κάρο. Το παιδί στεκότανε δίπλα του με το
μακρύ καμουτσίκι στα χέρια. Πίσω του πάλι το πουλάρι. Όλο το καλοκαίρι έτσι
πήγαινε πίσω του σαν το μανάρι, σαν το ζαγάρι. Το παιδί σηκωνόταν απ’ το
() χάραμα, κατέβαινε στο κατώι και το ’βγαζε
() έξω. Το ’παιρνε
() και το τραβούσε για το λιβάδι, για το
βουναλάκι να το βοσκήσει, μα περνούσε πάντα μέσ’
() απ’ τα
() χωράφια. Κάθε τόσο σταματούσε, κοίταζε γύρω,
πηδούσε μέσα στ’ αραποσίτια
(), του ’κοβε
() ένα αγίνωτο καλαμπόκι και του το ’δινε
() στο στόμα. Το πουλάρι κατάπινε τον χλωρό καρπό
και γυρνούσε τα στρογγυλά του μάτια και το κοιτούσε. Τότε το παιδί δεν μπορούσε
να μην του κλέψει κι άλλο. Τ’ απόγεμα
() το ’παιρνε
() πάλι να το κατεβάσει στο ρέμα να το ποτίσει.»
Δημήτρης Χατζής,
Το βάφτισμα (απόσπασμα)