Στην ενότητα παρουσιάζονται τα φαινόμενα: δοτική, αιτιατική, προσδιορισμοί εμπρόθετοι, προτάσεις (χρονικο-υποθετικές, υποθετικές).
Πατήστε στον κατάλογο για να εμφανιστούν σελίδες με παρόμοιο περιεχόμενο.
Κατέβασε το αρχείο σε
, για να επεξεργαστείς το κείμενο. Στη συνέχεια επιβεβαίωσε τις απαντήσεις σου μ' αυτές που παρατίθενται παρακάτω.
Καλή προσπάθεια.
Για τον Αριστοτέλη
Βικιπαίδεια
Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Το κείμενο:
Περισσότερα κείμενα του Αριστοτέλη στην Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα
και στις Ψηφίδες
Για το κείμενο
Τα Πολιτικά αποτελούνται από 8 βιβλία, στα οποία ο Αριστοτέλης ασχολείται με τη μελέτη των ανθρώπινων κοινωνιών και των προβλημάτων τους. Στο Α' βιβλίο δίνει τον ορισμό του κράτους, στο Β' ασκεί κριτική στα συστήματα που προτείνουν κάποιο πολίτευμα ως ιδεώδες, στο Γ' κατατάσσει τις διάφορες μορφές πολιτευμάτων. Στα Δ'-ΣΤ' αναφέρεται στην ποικιλία των καθεστώτων, στον τρόπο θεμελίωσης και φθοράς τους. Στο Z' κάνει λόγο για την ιδανική πολιτεία, ενώ στο Η' για την εκπαίδευση του πολίτη. O ίδιος δεν τάσσεται ανοικτά υπέρ ενός συγκεκριμένου πολιτεύματος. Δείχνει πάντως προτίμηση για ένα μεικτό πολίτευμα (ολιγαρχίας και δημοκρατίας), το οποίο ονομάζει απλά πολιτεία. Αποδοκιμάζει όμως όλα τα πολιτεύματα που συνιστούν παρεκβάσεις της βασιλείας, της αριστοκρατίας και της δημοκρατίας, δηλαδή την τυραννία, την ολιγαρχία και τη δημαγωγία.
Θαλῆς μὲν οὖν λέγεται τοῦτον τὸν τρόπον ἐπίδειξιν ποιήσασθαι τῆς σοφίας: ἔστι δ᾽, ὥσπερ εἴπομεν, καθόλου τὸ τοιοῦτον χρηματιστικόν, ἐάν τις δύνηται μονοπωλίαν αὑτῷ κατασκευάζειν. διὸ καὶ τῶν πόλεων ἔνιαι τοῦτον ποιοῦνται τὸν πόρον, ὅταν ἀπορῶσι χρημάτων: μονοπωλίαν γὰρ τῶν ὠνίων ποιοῦσιν. ἐν Σικελίᾳ δέ τις τεθέντος παρ᾽ αὐτῷ νομίσματος συνεπρίατο πάντα τὸν σίδηρον ἐκ τῶν σιδηρείων, μετὰ δὲ ταῦτα ὡς ἀφίκοντο ἐκ τῶν ἐμπορίων οἱ ἔμποροι, ἐπώλει μόνος, οὐ πολλὴν ποιήσας ὑπερβολὴν τῆς τιμῆς: ἀλλ᾽ ὅμως ἐπὶ τοῖς πεντήκοντα ταλάντοις ἐπέλαβεν ἑκατόν. τοῦτο μὲν οὖν Διονύσιος αἰσθόμενος τὰ μὲν χρήματα ἐκέλευσεν ἐκκομίσασθαι, μὴ μέντοι γε ἔτι μένειν ἐν Συρακούσαις, ὡς πόρους εὑρίσκοντα τοῖς αὑτοῦ πράγμασιν ἀσυμφόρους. τὸ μέντοι ὅραμα Θάλεω καὶ τοῦτο ταὐτόν ἐστιν· ἀμφότεροι γὰρ ἑαυτοῖς ἐτέχνασαν γενέσθαι μονοπωλίαν.
Το κείμενο με συνδέσεις στα λεξικά του perseus.tufts.edu
Θαλῆς μὲν οὖν λέγεται τοῦτον τὸν τρόπον ἐπίδειξιν ποιήσασθαι τῆς σοφίας: ἔστι δ᾽, ὥσπερ εἴπομεν, καθόλου τὸ τοιοῦτον χρηματιστικόν, ἐάν τις δύνηται μονοπωλίαν αὑτῷ κατασκευάζειν. διὸ καὶ τῶν πόλεων ἔνιαι τοῦτον ποιοῦνται τὸν πόρον, ὅταν ἀπορῶσι χρημάτων· μονοπωλίαν γὰρ τῶν ὠνίων ποιοῦσιν. ἐν Σικελίᾳ δέ τις τεθέντος παρ᾽ αὐτῷ νομίσματος συνεπρίατο πάντα τὸν σίδηρον ἐκ τῶν σιδηρείων, μετὰ δὲ ταῦτα ὡς ἀφίκοντο ἐκ τῶν ἐμπορίων οἱ ἔμποροι, ἐπώλει μόνος, οὐ πολλὴν ποιήσας ὑπερβολὴν τῆς τιμῆς· ἀλλ᾽ ὅμως ἐπὶ τοῖς πεντήκοντα ταλάντοις ἐπέλαβεν ἑκατόν. τοῦτο μὲν οὖν Διονύσιος αἰσθόμενος τὰ μὲν χρήματα ἐκέλευσεν ἐκκομίσασθαι, μὴ μέντοι γε ἔτι μένειν ἐν Συρακούσαις, ὡς πόρους εὑρίσκοντα τοῖς αὑτοῦ πράγμασιν ἀσυμφόρους τὸ μέντοι ὅραμα Θάλεω καὶ τοῦτο ταὐτόν ἐστιν· ἀμφότεροι γὰρ ἑαυτοῖς ἐτέχνασαν γενέσθαι μονοπωλίαν.
Θαλῆς μὲν οὖν λέγεται |
α-κύρια |
τοῦτον τὸν τρόπον |
|
ἐπίδειξιν ποιήσασθαι τῆς σοφίας· |
|
|
|
ἔστι δ᾽, |
β-κύρια |
ὥσπερ εἴπομεν, (ἡμεῖς) |
αναφ. παραβ. |
καθόλου τὸ τοιοῦτον χρηματιστικόν, |
|
|
|
ἐάν τις δύνηται |
υποθετική |
μονοπωλίαν αὑτῷ κατασκευάζειν. |
|
|
|
διὸ καὶ τῶν πόλεων ἔνιαι |
γ-κύρια |
τοῦτον ποιοῦνται τὸν πόρον, |
|
|
|
ὅταν ἀπορῶσι χρημάτων (ἔνιαι) |
χρον. υποθ. |
|
|
μονοπωλίαν γὰρ τῶν ὠνίων |
δ-κύρια |
ποιοῦσιν. (ἔνιαι) |
|
|
|
ἐν Σικελίᾳ δέ τις |
ε-κύρια |
τεθέντος παρ᾽ αὐτῷ νομίσματος |
|
συνεπρίατο πάντα τὸν σίδηρον |
|
ἐκ τῶν σιδηρείων, |
|
|
|
μετὰ δὲ ταῦτα |
στ-κύρια |
ὡς ἀφίκοντο ἐκ τῶν ἐμπορίων οἱ ἔμποροι, |
χρονική |
ἐπώλει μόνος, (τίς) |
|
οὐ πολλὴν ποιήσας ὑπερβολὴν τῆς τιμῆς· |
|
|
|
ἀλλ᾽ ὅμως |
ζ-κύρια |
ἐπὶ τοῖς πεντήκοντα ταλάντοις |
|
ἐπέλαβεν ἑκατόν. (τίς) |
|
|
|
τοῦτο μὲν οὖν Διονύσιος αἰσθόμενος |
η-κύρια |
τὰ μὲν χρήματα ἐκέλευσεν |
|
ἐκκομίσασθαι, |
|
μὴ μέντοι γε ἔτι μένειν ἐν Συρακούσαις, |
|
ὡς πόρους εὑρίσκοντα τοῖς αὑτοῦ πράγμασιν ἀσυμφόρους. |
|
|
|
τὸ μέντοι ὅραμα Θάλεω |
θ-κύρια |
καὶ τοῦτο |
|
ταὐτόν ἐστιν· |
|
|
|
ἀμφότεροι γὰρ ἑαυτοῖς |
ι-κύρια |
ἐτέχνασαν |
|
γενέσθαι μονοπωλίαν. |
|
Λεξιλογικά
χρηματιστικός: αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην απόκτηση χρημάτων
πόρος: τρόπος απόκτησης χρημάτων, εισοδήματα, πρόσοδοι
απορέω-ῶ: έχω έλλειψη
ὤνια: αγαθά προς πώληση, εμπορεύματα στην αγορά
συνεπρίατο: του ρ. συνωνέομαι-οῦμαι: αγοράζω
σιδηρεῖα: μεταλλεία σιδήρου, τόπος κατεργασίας του σιδήρου, σιδηρουργείο
ἐπέλαβεν: του ρ. ἐπιλαμβάνω: πιάνω (κερδίζω)
ἐκκομίσασθαι: του ρ. ἐκκομίζω: μεταφέρω, βγάζω έξω
ἀσύμφορος: αυτός που δεν συμφέρει
Χρησιμοποίησε το λεξικό των H.G. Liddell & R. Scott για τις άγνωστες λέξεις
Συντακτική ανάλυση: για να δεις τη συντακτική ανάλυση, πέρασε τον δείκτη πάνω από τις λέξεις, αν χρησιμοποιείς υπολογιστή, ή κτύπα τη λέξη, αν χρησιμοποιείς τηλέφωνο ή τάμπλετ.
Για τη μετάφραση της κάθε σειράς πάτα τον αριθμό.
Θαλῆς μὲν οὖν
λέγεται
τοῦτον
τὸν τρόπον
ἐπίδειξιν
ποιήσασθαι
τῆς σοφίας·
ἔστι δ᾽,
ὥσπερ
εἴπομεν
,
καθόλου
τὸ τοιοῦτον
χρηματιστικόν,
διὸ καὶ τῶν πόλεων
ἔνιαι
τοῦτον
ποιοῦνται
τὸν πόρον,
μονοπωλίαν γὰρ
τῶν ὠνίων
ποιοῦσιν.
ἀλλ᾽ ὅμως ἐπὶ τοῖς
πεντήκοντα
ταλάντοις
ἐπέλαβεν
ἑκατόν.
τοῦτο μὲν οὖν
Διονύσιος
αἰσθόμενος
τὰ μὲν χρήματα
ἐκέλευσεν
ἐκκομίσασθαι, μὴ
μέντοι γε ἔτι
μένειν
ἐν Συρακούσαις, ὡς
πόρους
εὑρίσκοντα
τοῖς αὑτοῦ
πράγμασιν
ἀσυμφόρους.
1. ποιήσασθαι, δύνηται, ἐκκομίσασθαι, : να γίνει χρονική αντικατάσταση στο α' πληθυντικό της οριστικής
ενεστώτας | ποιούμεθα | δυνάμεθα | ἐκκομιζόμεθα |
παρατατικός | ἐποιούμεθα | ἐδυνάμεθα | ἐξεκομιζόμεθα |
μέλλοντας παθ. μέλ. | ποιησόμεθα ποιηθησόμεθα | δυνησόμεθα δυνηθησόμεθα | ἐξεκομιζόμεθα ἐκκομισθησόμεθα |
αόριστος παθ. αόρ. | ἐποιησάμεθα ἐποιήθημεν | ἐδυνάσθημεν | ἐδυνήθημεν | ἐξεκομισάμεθα ἐξεκομίσθημεν |
παρακείμενος | πεποιήμεθα | δεδυνήμεθα | ἐκκεκομίσμεθα |
υπερσυντέλικος | ἐπεποιήμεθα | ἐδεδυνήμεθα | ἐξεκεκομίσμεθα |
2. συνεπρίατο, ἀφίκοντο, ἐπέλαβεν: να γίνει εγκλιτική αντικατάσταση
οριστική | υποτακτική | ευκτική | προστακτική | απρφμ. + μτχ. |
συνεπρίατο | συμπρίηται | συμπρίαιτο | συμπριάσθω | συμπρίασθαι συμπριάμενος, -αμένη, -άμενον |
ἀφίκοντο | ἀφίκωνται | ἀφίκοιντο | ἀφικέσθων | ἀφικέσθωσαν | ἀφικέσθαι ἀφικόμενος, -ομένη, -όμενον |
ἐπέλαβεν | ἐπιλάβῃ | ἐπιλάβοι | ἐπιλαβέτω | ἐπιλαβεῖν ἐπιλαβών, οῦσα, όν |