Στην ενότητα παρουσιάζονται τα φαινόμενα: γενική, επιθετικοί - κατηγορηματικοί, μετοχή, μετοχή κατηγορηματική, προτάσεις (αναφορικές 4).
Πατήστε στον κατάλογο για να εμφανιστούν σελίδες με παρόμοιο περιεχόμενο.
Κατέβασε το αρχείο σε
,
για να επεξεργαστείς το κείμενο. Στη συνέχεια επιβεβαίωσε τις απαντήσεις σου μ' αυτές που παρατίθενται παρακάτω.
Καλή προσπάθεια.
Για τον Λυκούργο
Βικιπαίδεια
Ο λόγος: Κατά Λεωκράτους
,
απόσπασμα του λόγου στην Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα
Για το κείμενο
Ο Λυκούργος ήταν Αθηναίος πολιτικός και ρήτορας (390 π.Χ.-324 π.Χ.). Στην αρχαιότητα σώζονταν δεκαπέντε δικανικοί του λόγοι. Δύο απ' αυτούς εκφώνησε ο ίδιος στο δικαστήριο, για να υπερασπιστεί τον εαυτό του σε δίκες λογοδοσίας (εύθυνα). Στον λόγο «Κατά Λεωκράτους» ο Λεωκράτης είναι ένας πλούσιος Αθηναίος πολίτης που εγκατέλειψε την Αθήνα το 338 π.Χ. μετά την ήττα των Αθηναίων στη Χαιρώνεια, χωρίς να συμμεριστεί τους κινδύνους που διέτρεχε η πατρίδα του κι από φόβο πως αυτή θα κυριευθεί· στη Ρόδο, όπου με τα υπάρχοντά του κατέφυγε, διέδιδε ότι η Αθήνα έπεσε στα χέρια των Μακεδόνων. Θέλησε να επιστρέψει πίσω σ' αυτήν το 331 π.Χ.. Ο Λυκούργος τον κατηγόρησε για εσχάτη προδοσία, στηριζόμενος όχι στη νομική τεκμηρίωση της υπόθεσης αλλά στην ηθική υποχρέωση που είχε ο κατηγορούμενος να μείνει στην πόλη εκείνες τις δύσκολες ώρες μετά τη μάχη της Χαιρώνειας. Ο Λεωκράτης από την πλευρά του παραδέχτηκε τη φυγή, αλλά αυτό έγινε, όπως ισχυρίστηκε, για εμπόριο. Κατά πάσα πιθανότητα ο κατήγορος και στις δύο περιπτώσεις κινήθηκε από πατριωτικά και ηθικά ελατήρια, αλλά η υπερβολικά αυστηρή τιμωρία που ζητούσε, δηλαδή η καταδίκη σε θάνατο, δεν έφερε το αποτέλεσμα που περίμενε. Ο Λεωκράτης αθωώθηκε με διαφορά μόνο μίας ψήφου.
[17] Λεωκράτης δὲ τούτων οὐδενὸς φροντίσας, συσκευασάμενος ἃ εἶχε χρήματα, μετὰ τῶν οἰκετῶν ἐπὶ τὸν λέμβον κατεκόμισε, τῆς νεὼς ἤδη περὶ τὴν ἀκτὴν ἐξορμούσης, καὶ περὶ δείλην ὀψίαν αὐτὸς μετὰ τῆς ἑταίρας Εἰρηνίδος κατὰ μέσην τὴν ἀκτὴν διὰ τῆς πυλίδος ἐξελθὼν πρὸς τὴν ναῦν προσέπλευσε καὶ ᾤχετο φεύγων, οὔτε τοὺς λιμένας τῆς πόλεως ἐλεῶν ἐξ ὧν ἀνήγετο, οὔτε τὰ τείχη τῆς πατρίδος αἰσχυνόμενος ὧν τὴν φυλακὴν ἔρημον τὸ καθ᾽ αὑτὸν μέρος κατέλιπεν: οὐδὲ τὴν ἀκρόπολιν καὶ τὸ ἱερὸν τοῦ Διὸς τοῦ σωτῆρος καὶ τῆς Ἀθηνᾶς τῆς σωτείρας ἀφορῶν καὶ προδιδοὺς ἐφοβήθη, οὓς αὐτίκα σώσοντας ἑαυτὸν ἐκ τῶν κινδύνων ἐπικαλέσεται.
Το κείμενο με συνδέσεις στα λεξικά του perseus.tufts.edu
Λεωκράτης δὲ τούτων οὐδενὸς φροντίσας, συσκευασάμενος ἃ εἶχε χρήματα, μετὰ τῶν οἰκετῶν ἐπὶ τὸν λέμβον κατεκόμισε, τῆς νεὼς ἤδη περὶ τὴν ἀκτὴν ἐξορμούσης, καὶ περὶ δείλην ὀψίαν αὐτὸς μετὰ τῆς ἑταίρας Εἰρηνίδος κατὰ μέσην τὴν ἀκτὴν διὰ τῆς πυλίδος ἐξελθὼν πρὸς τὴν ναῦν προσέπλευσε καὶ ᾤχετο φεύγων, οὔτε τοὺς λιμένας τῆς πόλεως ἐλεῶν ἐξ ὧν ἀνήγετο, οὔτε τὰ τείχη τῆς πατρίδος αἰσχυνόμενος ὧν τὴν φυλακὴν ἔρημον τὸ καθ᾽ αὑτὸν μέρος κατέλιπεν· οὐδὲ τὴν ἀκρόπολιν καὶ τὸ ἱερὸν τοῦ Διὸς τοῦ σωτῆρος καὶ τῆς Ἀθηνᾶς τῆς σωτείρας ἀφορῶν καὶ προδιδοὺς ἐφοβήθη, οὓς αὐτίκα σώσοντας ἑαυτὸν ἐκ τῶν κινδύνων ἐπικαλεῖται.
Λεωκράτης δὲ |
α-κύρια |
τούτων οὐδενὸς φροντίσας, |
|
συσκευασάμενος |
|
ἃ εἶχε χρήματα, (Λεωκράτης) |
αναφορική |
μετὰ τῶν οἰκετῶν |
|
ἐπὶ τὴν λέμβον |
|
κατεκόμισε, |
|
τῆς νεὼς ἤδη περὶ τὴν ἀκτὴν ἐξορμούσης, |
|
|
|
καὶ περὶ δείλην ὀψίαν |
β-κύρια |
αὐτὸς |
|
μετὰ τῆς ἑταίρας Εἰρηνίδος |
|
κατὰ μέσην τὴν ἀκτὴν |
|
διὰ τῆς πυλίδος ἐξελθὼν |
|
πρὸς τὴν ναῦν προσέπλευσε (Λεωκράτης) |
|
|
|
καὶ ᾤχετο (Λεωκράτης) |
γ-κύρια |
φεύγων, |
|
οὔτε τοὺς λιμένας τῆς πόλεως ἐλεῶν |
|
ἐξ ὧν ἀνήγετο, (Λεωκράτης) |
αναφορική |
οὔτε τὰ τείχη τῆς πατρίδος αἰσχυνόμενος |
|
|
|
ὧν τὴν φυλακὴν ἔρημον |
αναφορική |
τὸ καθ᾽ αὑτὸν μέρος |
|
κατέλιπεν· (Λεωκράτης) |
|
|
|
οὐδὲ τὴν ἀκρόπολιν |
δ-κύρια |
καὶ τὸ ἱερὸν τοῦ Διὸς τοῦ σωτῆρος |
|
καὶ τῆς Ἀθηνᾶς τῆς σωτείρας |
|
ἀφορῶν |
|
καὶ προδιδοὺς |
|
ἐφοβήθη, (Λεωκράτης) |
|
|
|
οὓς αὐτίκα |
αναφορική |
σώσοντας ἑαυτὸν |
|
ἐκ τῶν κινδύνων |
|
ἐπικαλέσεται (Λεωκράτης). |
|
Λεξιλογικά
συσκευάζω: τοποθετώ μαζί και ετοιμάζω τα πράγματα, δένω τις αποσκευές και τις ετοιμάζω για λογαριασμό κάποιου άλλου
οἰκέτης: οικιακός δούλος, υπηρέτης
κατακομίζω: φέρνω προς τα κάτω, μεταφέρω
κατακομίζω ναῦν: οδηγώ το πλοίο στο λιμάνι
ἐξορμέω-ῶ: είμαι έξω απ' τον όρμο ή το λιμάνι
ὀψία: το απόγευμα / περὶ δείλην ὀψίαν: αργά το απόγευμα
ἀφοράω-ῶ: βλέπω πιο μακριά από όλους τους άλλους, έχω πλήρη θέα, κοιτάζω
Χρησιμοποίησε το λεξικό των H.G. Liddell & R. Scott για τις άγνωστες λέξεις
Συντακτική ανάλυση: για να δεις τη συντακτική ανάλυση, πέρασε τον δείκτη πάνω από τις λέξεις, αν χρησιμοποιείς υπολογιστή, ή κτύπα τη λέξη, αν χρησιμοποιείς τηλέφωνο ή τάμπλετ.
Για τη μετάφραση της κάθε σειράς πάτα τον αριθμό.
καὶ
ᾤχετο
φεύγων, οὔτε
τοὺς λιμένας
τῆς πόλεως
ἐλεῶν
ἐξ ὧν
ἀνήγετο
, οὔτε
τὰ τείχη
τῆς πατρίδος
αἰσχυνόμενος
οὐδὲ
τὴν ἀκρόπολιν καὶ
τὸ ἱερὸν
τοῦ Διὸς
τοῦ σωτῆρος
καὶ
τῆς Ἀθηνᾶς
τῆς σωτείρας
ἀφορῶν καὶ
προδιδοὺς
ἐφοβήθη,
1. ᾤχετο: να κλιθεί σε όλους τους χρόνους και τις εγκλίσεις στη μέση φωνή
Ενεστώτας | Παρατατικός | Μέλλοντας | Παρακείμενος | |
οριστική | οἴχομαι οἴχει/οἴχῃ οἴχεται οἰχόμεθα οἴχεσθε οἴχονται |
ᾠχόμην ᾤχου ᾤχετο ᾠχόμεθα ᾤχεσθε ᾤχοντο |
οἰχήσομαι οἰχήσει/οἰχήσῃ οἰχήσεται οἰχησόμεθα οἰχήσεσθε οἰχήσονται |
ᾤχημαι ᾤχησαι ᾤχηται ᾠχήμεθα ᾤχησθε ᾤχηνται |
υποτακτική | οἴχωμαι οἴχῃ οἴχηται οἰχώμεθα οἴχησθε οἴχωνται |
ᾠχημένος ὦ ᾠχημένος ᾖς ᾠχημένος ᾖ ᾠχημένοι ὦμεν ᾠχημένοι ἦτε ᾠχημένοι ὦσι/ᾠχημένοι ὦσιν |
||
ευκτική | οἰχοίμην οἴχοιο οἴχοιτο οἰχοίμεθα οἴχοισθε οἴχοιντο |
οἰχησοίμην οἰχήσοιο οἰχήσοιτο οἰχησοίμεθα οἰχήσοισθε οἰχήσοιντο |
ᾠχημένος εἴην ᾠχημένος εἴης ᾠχημένος εἴη ᾠχημένοι εἴημεν/ᾠχημένοι εἶμεν ᾠχημένοι εἴητε/ᾠχημένοι εἶτε ᾠχημένοι εἴησαν/ᾠχημένοι εἶεν |
|
προστακτική | οἴχου οἰχέσθω οἴχεσθε οἰχέσθων/οἰχέσθωσαν |
ᾤχησο ᾠχήσθω ᾤχησθε ᾠχήσθων/ᾠχήσθωσαν |